15 Ιανουαρίου 1919 : Δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Σαν σήμερα 15 Ιανουαρίου 1919 δολοφονήθηκαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηγετικές μορφές του Spartacus.

Eκτελέστηκαν γιατί κάποιοι ανατολικά τους άφησαν έκθετους και μετέωρους, εφόσον είχαν επιλέξει να στήσουν το σοσιαλισμό τους σε μία καθυστερημένη μισοφεουδαρχική χώρα, κάπου στα βάθη της Ασίας…

Διαβάστε: «Η Επανάσταση των «Σπαρτακιστών» και η προδοσία του Λένιν«
https://kars1918.wordpress.com/2014/01/21/freiheit-ist-immer-die-freiheit-der-anders-denkenden/

και «Η μοιραία αλλά άγνωστη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ«
https://kars1918.wordpress.com/2013/03/01/brzesc-litewski/

Επίσης: «Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»»
https://kars1918.wordpress.com/2016/01/22/luxemburg-lenin/

luxemburg-munich_sailors

Τη πρώτη Νοεμβρίου του 1918 συστάθηκε, στο Κιντ της Γερμανίας, το πρώτο συμβούλιο ναυτικών με σκοπό την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Στις 3 Νοεμβρίου κατέβηκαν στους δρόμους χιλιάδες ναυτικοί και διαδήλωσαν κατά της κυβέρνησης. Αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή βία, με αποτέλεσμα να πεθάνουν 3 και να τραυματιστούν άλλοι 29.

luxeburg-bewaffneter-spartakisten

Στις 6 Δεκεμβρίου κορυφώθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ Σπαρτακιστών και Σοσιαλδημοκρατικών. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν 16 νεκροί Σπαρτακιστές και 12 τραυματίες. Ο τακτικός στρατός είχε πάει με το μέρος των σοσιαλδημοκρατών, οδηγητής των στρατευμάτων ήταν ο Otto Wels.

6 Σχόλια

  1. Ρόζα Λούξεμπουργκ: Οι μελλοντικές νίκες ανθίζουν από τις ήττες, αρκεί οι μάζες να είναι στα ύψη

    Εμπνευστής του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», σθεναρή κριτικός της «δικτατορίας του προλεταριάτου» του Λένιν και το «καλύτερο μυαλό μετά τον Μαρξ», η Ρόζα Λούξεμπουργκ, παραμένει μέχρι σήμερα ένα σημείο αναφοράς στην παγκόσμια ιστορία του σοσιαλισμού.

    Η «Κόκκινη Ρόζα», όπως την αποκαλούν ακόμα και σήμερα, γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1871 στο ρωσοκρατούμενο τμήμα της Πολωνίας από μια φτωχική οικογένεια εβραίων εμπόρων. Παρά τη σοβαρή της αναπηρία στο ένα της πόδι, από βαριά ασθένεια στην ηλικία των πέντε ετών, πολιτικοποιήθηκε έντονα, ήδη, από τα γυμνασιακά της χρόνια.

    Στην προσπάθειά της να αποφύγει επικείμενη φυλάκισή της το 1889, μεταναστεύει στην Ελβετία, όπου ακολουθεί και τις μετέπειτα σπουδές της στην φιλοσοφία, την ιστορία, την πολιτική, τα οικονομικά και τα μαθηματικά ταυτόχρονα. Πιστή στις επαναστατικές μαρξιστικές αρχές, είχε εκφράσει οξύτατες θεωρητικές διαφωνίες τόσο με το πολωνικό όσο με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

    Η πολωνική αυτοδιάθεση, την οποία υποστήριζαν τα δύο κόμματα, θα εξασθενούσε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και θα ενίσχυε την κυριαρχία της αστικής τάξης. Το 1898 παντρεύεται τον Γκουστάφ Λίμπεκ και λαμβάνει τη γερμανική υπηκοότητα, γεγονός που της επιτρέπει να εισχωρήσει στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς.

    Η πολιτική της δράση είναι ιδιαίτερα έντονη. Δύο είναι τα βασικά μέτωπα με τα οποία συγκρούεται ανοιχτά: η αστική τάξη, ο αιώνιος πολιτικός και ταξικός εχθρός όπως την αποκαλεί και οι ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Διατεινόταν, μάλιστα, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου του Λένιν αποτελούσε μάλλον «δικτατορία επί του προλεταριάτου».

    Στο έργο της, «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» (1900), εμμένει στη άποψή της ότι η επανάσταση και όχι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αποτελεί τον δρόμο για την απαραίτητη κοινωνική αλλαγή. Στο σημείo αυτό ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με τον ο Γερμανό σοσιαλδημοκράτης Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο οποίος αποτελεί τον πατέρα του ρεβιζιονισμού. Ο Μπερνστάιν αμφισβητούσε την αναγκαιότητα της επανάστασης της μαρξιστικής θεωρίας καθώς και την ριζική αναθεώρηση της και υποστήριζε ότι «κυρίως στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, η επανάσταση ως μέσον για την κοινωνική μεταβολή είχε καταστεί πλέον περιττή και ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να επιδιώξουν την πραγματοποίηση των σκοπών τους από τον δρόμο της κοινοβουλευτικής και της συνδικαλιστικής δράσης».

    Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχεται σε αντιπαράθεση με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τον πόλεμο και ιδρύει μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ την «Λεγεώνα Σπάρτακος», η οποία μετεξελίχτηκε στο Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα.

    Στις 15 Ιανουαρίου του 1919, η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λίμκνεχτ δολοφονούνται άγρια από μέλη παραστρατιωτικής οργάνωσης κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η Λούξεμπουργκ σφυροκοπήθηκε μέχρι θανάτου με χτυπήματα τουφεκιών και ρίχτηκε σε ένα κοντινό ποτάμι και ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και έπειτα τοποθετήθηκε ως άγνωστο σώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο.

    Τα τελευταία της λόγια, το απόγευμα πριν τη δολοφονία της ήταν αφιερωμένα στην πίστη στις μάζες και το αναπόφευκτο της επανάστασης. «Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να ξαναδημιουργηθεί από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό στοιχείο, είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα κτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Οι μάζες ήταν στα ύψη… ανέπτυξαν την “ήττα” αυτή σε μία από τις ιστορικές ήττες που είναι η τιμή και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθίσει από αυτή την ήττα».

    http://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%B5%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%81%CF%8C%CE%B6%CE%B1-%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%BE%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%BA

  2. «…τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο…»

    Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η «Ρόζα» του ποιητή Άλκη Αλκαίου…

    ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ

    – Η «Ρόζα» του ομότιτλου τραγουδιού είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ;

    – Δεν θέλησε ποτέ, μα ποτέ, όσες φορές και αν τον ρώτησα να μου πει, αλλά προσωπικά είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ναι, είναι! Κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο μου είχε πει ότι κάποτε υπήρχε στην ζωή του μία Ρόζα αλλά για εμένα αναμφίβολα το τραγούδι έχει γραφτεί για την Λούξεμπουργκ. Το αποδεικνύει νομίζω και ο συγκλονιστικός στίχος «πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία / πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή» ο οποίος συνοψίζει την συγκυρία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ελληνική γλώσσα!

    Είναι η απάντηση του Θάνου Μικρούτσικου, σε συνέντευξη του (1/2/2014 – εφημερίδα «Αυγή» – Θάνος Μαντζάνας), για την εμβληματική, πια, «Ρόζα» του ποιητή Άλκη Αλκαίου.

    Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν, σαν σήμερα, 15 Ιανουαρίου 1919. Ήρθε στο νου η «Ρόζα» του Άλκη Αλκαίου, του Θάνου Μικρούτσικου και του Δημήτρη Μητροπάνου.

    Πολλοί, ακούγοντας, χρόνια τώρα, το τραγούδι έχουμε σκεφτεί: Μα, δεν μπορεί, σίγουρα στη «Ρόζα» των στίχων υπάρχει η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

    Κι όταν λέμε «υπάρχει» δεν εννοούμε «γραμμικά». (Συν)υπάρχει σε έναν υπαρξιακό κι έντονα ιδεολογικό «διάλογο».

    Έχει αξία η καταγραφή της επιθυμίας του ποιητή Άλκη Αλκαίου, ο οποίος δεν ήθελε να το επιβεβαιώσει, όπως μετέφερε ο Θάνος Μικρούτσικος. Ίσως, (κι ας μας συγχωρεθεί αυτή η προσωπική εκτίμηση) έτσι να γίνεται ακόμα μεγαλύτερο το ποίημα.

    Δεν θα αναζητήσουμε, με μια τυπική φιλολογική ανάλυση, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στη «Ρόζα» του Αλκαίου. Δεν χρειάζεται να «αποδειχθεί» κάτι, νομίζουμε.

    Αρκεί που αυτό το ποίημα γράφτηκε.

    Ρόζα

    Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
    γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
    περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
    και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
    και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

    Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
    μα τα κελιά μας είναι χωριστά
    σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
    δεν θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
    φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

    Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
    σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
    φωνή εντόμου τώρα ειν’ η φωνή μου
    φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
    με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

    Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία
    πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή
    τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
    συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
    τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

    Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
    πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
    περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
    και γω μέσ’ την ομίχλη και τη μπόρα
    κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός

    Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία
    πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή
    τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
    συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
    τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
    http://www.imerodromos.gr/ti-me-kitazis-roza-moudiasmeno/

  3. Κ on

    Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Βία και Νομιμότητα” (1902)

    Το άρθρο αυτό της Ρόζας Λούξεμπουργκ πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Die Neue Zeit, στις 14 Μαΐου 1902. Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, Νο. 66, Σεπτέμβρης 2002 και στο ΜΙΑ.

    Παρά πολλά ειπώθηκαν, τον τελευταίο καιρό, για την οριστική πια αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε «επαναστατικά μέσα παλιού τύπου». Μα ποτέ δε μας είπαν τι εννοούν μ’ αυτά τα μέσα, ούτε και με τι θα αντικαταστήσουν.

    Έτσι, με την ευκαιρία της βελγικής μας ήττας[1], φέρνουν σε αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα» –και πρώτα απ’ όλα, προς τη βίαιη επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων– την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση των μαζών. Αλλά είναι παράλογο να θέτουμε έτσι το ζήτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση από μόνες τους δεν είναι ακόμη αγώνας, παρά είναι απλά προπαρασκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια, είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση, όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθεαυτές, δεν κάνουν περιττή την πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των συνδρομών των μελών δεν κάνουν περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο ή τις απεργίες…

    …Στην απόφαση που πήραν μερικοί ν’ αντικαταστήσουν μόνο με την κοινοβουλευτική δράση κάθε χρησιμοποίηση βίας στην προλεταριακή πάλη, το πιο παράξενο είναι η ιδέα ότι τάχα η επανάσταση μπορεί να γίνει αυθαίρετα. Ξεκινώντας από την αντίληψη αυτή, πιστεύουν ότι μπορούμε να κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις αναβάλουμε, φθάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, ότι αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές χώρες, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση που θα επικρατεί στη σοσιαλδημοκρατία. Όσο περισσότερο η νομιμόφρονη θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.

    Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που έγιναν στο παρελθόν μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου ένα αυθαίρετο και ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγόμενων «αρχηγών» ή των «κομμάτων», καθώς φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστοριογράφοι, αλλά είναι αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα, γεννημένα από μια δύναμη φυσική, που πηγάζουν από τον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτε δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ρόλος δεν είναι να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά αντίθετα να μπαίνει στην υπηρεσία αυτών των νόμων, χρησιμοποιώντας τους για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν η σοσιαλδημοκρατία αντιστεκόταν στις επαναστάσεις, που παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να μετατραπεί από εμπροσθοφυλακή σε οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς, χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία και, αν χρειαζόταν, ενάντια της.

    Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράγματα για να δούμε ότι το ζήτημα επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι καθαρά και κατά κύριο λόγο ζήτημα όχι σοσιαλδημοκρατικής τακτικής, αλλά ιστορικής εξέλιξης. Μ’ άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω απ’ την ταξική πάλη του προλεταριάτου, οι οπορτουνιστές μας ισχυρίζονται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η βία έπαψε να είναι ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας.

    Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή, για να γίνει ολοφάνερος ο παραλογισμός της. Η βία, από τότε που εμφανίστηκε η «αστική νομιμότητα», ο κοινοβουλευτισμός, όχι μονάχα δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, αλλά είναι και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολό του βασίζεται στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθεαυτή μια χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.

    Μα είναι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότητας» που δίνουν αρκετές αποδείξεις γι’ αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της η αστική νομιμότητα;

    Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέλησή του, με τον εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ’ ένα μέρος στενό και ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάν εκεί πέρα κάμποσο καιρό – όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, που λέγεται Ποινικός Νόμος, και το μέρος αυτό ονομαστεί «Πρωσική Βασιλική Φυλακή», μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από έναν άλλο, παρά τη θέλησή του, να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν ένα πρόσωπο το στερήσουν άλλοι παρά τη θέλησή του από ένα μέρος της ιδιοκτησίας του και του εισοδήματός του, κανένας δε θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομαστεί «είσπραξη άμεσων φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.

    Κοντολογής, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σ’ επιτακτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράγμα αντικαθρεπτίζεται από την ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών, καθώς και στο κεφάλι των οπορτουνιστών σοσιαλιστών: η «έννομος» τάξη παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του κράτους σαν μια απλή της συνέπεια, σαν μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα, η αστική νομιμότητα (και ο κοινοβουλευτισμός σαν νομιμότητα εν τω γίγνεσθαι) είναι ίσα-ίσα μια ορισμένη μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της αστικής τάξης, της βίας που πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

    Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως όλη η θεωρία του νομιμόφρονος σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε κάθε τους ενέργεια στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του εναντίον αυτών των τάξεων. Ποιο λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της αστικής τάξης τη σφραγίδα του επιτακτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.

    Το πεδίο της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλευτισμού, είναι όχι μόνον πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης, μα και πεδίο μάχης που διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Μα όπως η «έννομος τάξις» δεν είναι για την αστική τάξη τίποτε άλλο παρά η έκφραση της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβουλευτική πάλη για το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει η βία της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σ’ ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική δράση της σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιχνίδι τόσο έξυπνο, όσο και το κουβάλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουν καθόλου ότι οι επιτυχίες αυτές, ακόμη και οι πιο ασήμαντες, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αόρατης και λανθάνουσας δράσης της βίας.

    Το ότι η βία πάντα βρίσκεται στη βάση της αστικής νομιμότητας, το βλέπουμε στις περιπέτειες της ίδιας της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού. Η πρακτική πείρα αποδεικνύει ολοφάνερα πως όταν οι κυρίαρχες τάξεις πεισθούν ότι οι βουλευτές μας δεν υποστηρίζονται από πλατιές λαϊκές μάζες, έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί, ότι οι επαναστατικές κεφαλές και επαναστατικές γλώσσες δεν είναι ικανές ή δε θεωρούν καλό να βάλουν σε κίνηση, μόλις χρειαστεί, τις επαναστατικές γροθιές – τότε και ο ίδιος ο κοινοβουλευτισμός και όλη η περίφημη νομιμότητα θα εξαφανισθούν, αργά ή γρήγορα, ως βάση του πολιτικού αγώνα.

    Ύστερα, η νομιμότητα αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξωνία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινοβουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη βία των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική. Και πραγματικά, όπως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σαν μέσο άμυνας των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί όπου ακόμη πρόκειται να κατακτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων…

    … Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους. Δε βλέπουν ότι λέγοντας αυτό, απλώς επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις παλιές θεωρίες που δίδασκαν ότι η αστική νομιμότητα και η αστική δημοκρατία είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευ­θερία, ισότητα και ευτυχία – όχι τις θεωρίες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που τα συνθήματά της στάθηκαν μια αφελής πίστη, πριν από τη μεγάλη τους ιστορική δοκιμασία, αλλά τις θεωρίες των λογίων και φλύαρων δικηγόρων του 1848, των Οντιλόν Μπαρό, των Λαμαρτίνων, των Γκαρνιέ Παζές, που ορκίζονταν να πραγματοποιήσουν όλες της επαγγελίες της Μεγάλης Επανάστασης με κοινοβουλευτικές φλυαρίες. Οι θεωρίες αυτές σημείωναν καθημερινά αποτυχίες στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, και η σοσιαλδημοκρατία τις έθαψε τόσο βαθιά, που χάθηκε ολότελα η μνήμη τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά έρχονται σήμερα να τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου καινούργιες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της σοσιαλδημοκρατίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτουνιστών δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, αλλά η θεωρία των περιοδικών επαναλήψεων της ιστορίας που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο αηδιαστική από την προηγούμενη.

    Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια πραγματοποίησε, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της σοσιαλιστικής τακτικής και γι’ αυτό προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην καταστροφή της παλιάς πίστης στη βίαιη επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της ταξικής πάλης, ως το μέσο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή, για να εγκαθιδρυθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. Σήμερα η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Κάουτσκυ στο συνέδριο του Παρισιού, δέχεται ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μία πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για τον προοδευτικό εκδημοκρατισμό του κράτους και του κοινοβουλευτισμού, είναι ένα μέσο εξαιρετικά αποτελεσματικό, για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική εξύψωση της εργατικής τάξης.

    Αυτά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τα απέδειξε στην πράξη. Ωστόσο αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε ότι οι βίαιες επαναστά­σεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχθηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα-ίσα το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία επαναστατικοποιούμε τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει όταν χρειαστεί η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές.

    Δεν είναι η αγάπη προς τη βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, αλλά σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνο που υποχρεώνει τα σοσιαλιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειές μας σκοντάψουν σε ζωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό ως αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπία και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα, ως αποκλειστικά μέσα πάλης.

    Η βίαιη επανάσταση, στις σημερινές περιστάσεις, είναι δίχως άλλο δίκοπο μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι το προλεταριάτο δε θα καταφύγει σ’ αυτό το μέσο παρά μόνον όταν αυτό θα είναι η μόνη διέξοδος που θα του απομένει, με την απαραίτητη πάντα προϋπόθεση ότι η πολιτική κατάσταση και ο συσχετισμός των δυνάμεων εξασφαλίζουν λιγότερο ή περισσότερο την πιθανότητα της επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η βία τόσο στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων, όσο και για την τελική κατάκτηση της εξουσίας, είναι εκ των προτέρων απαραίτητη, γιατί ίσα-ίσα η κατανόηση αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση μας.

    Αν η σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τους οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και δια παντός από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβαστούν την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα, αργά ή γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.

    Σημειώσεις

  4. […] κελί της φυλακής της στη Γερμανία, στα τέλη του 1918 –λίγο πριν τη δολοφονία της–  έχοντας πληροφορηθεί για όλα τα στάδια της […]

  5. Dominique Venner

    Οι Μπολσεβίκοι
    της Δεξιάς

    ΕΚΔ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
    …………………………………………….
    Η συντριβή
    των Σπαρτακιστών

    ………. Πάντως, και οι δύο αντικειμενικοί στόχοι που είχε θέσει
    ο Noske επιτεύχθηκαν ευχερώς. Τη νύχτα της 9ης προς τη
    10η Ιανουαρίου 1919, πράγματι, καταλήφθηκε ολόκληρη
    η περιοχή του Spandau, ενώ, παράλληλα, τα γραφεία των
    εφημερίδων στην πλατεία της Ωραίας Συμμαχίας πλήττονταν
    με βλήματα τηλεβόλων. Το πρωί όλα είχανε τελειώσει·
    και τέσσερις μέρες αργότερα ολόκληρη η περιοχή του
    Μείζονος Βερολίνου πλήρως ελεγχόταν από τα Freikorps.

    Τώρα ήτανε η σειρά του Liebknecht και της Luxemburg
    να εγκαταλείψουνε την πρωτεύουσα. Κατέφυγαν, πράγματι,
    σε μια συγγενή του πρώτου, σε ένα –πλούσιο- προάστειο
    του Βερολίνου. Ένας γείτονας όμως τους κατάλαβε,
    τους κατέδωσε – και στις 21 Ιανουαρίου η μπροστινή πόρτα
    του σπιτιού όπου κρύβονταν έπεσε κάτω από τα χτυπήματα
    ενός αποσπάσματος Εθελοντών.

    Οι δύο κομμουνιστές ηγέτες
    πιάστηκαν και μεταφέρθηκαν στην έδρα του Freikorps,
    άνδρες του οποίου τους είχανε συλλάβει. Στη συνέχεια, είπαν
    στον Liebknecht να ανεβεί σε ένα αυτοκίνητο, προκειμένου
    να μεταφερθεί σε φυλακή. Αυτός υπάκουσε… αλλά,
    καθώς ανέβαινε στο αμάξι, έφαγε δυο φοβερές κλωτσιές
    που τον έρριξαν κάτω αναίσθητο. Τον έβαλαν τότε στο όχημα
    σηκωτό και, όταν μετά από λίγη ώρα ξαναβρήκε τις αισθήσεις
    του, σταμάτησαν το αυτοκίνητο και του υπέδειξαν
    να κάνει λίγα βήματα «για να συνέλθει». Τους υπάκουσε…,
    και δέχτηκε από πίσω δυο σφαίρες που τον άφησαν νεκρό.

    To ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και με τη Luxemburg,
    την κόκκινη Ρόζα (rote Rosa). Τη φόρτωσαν σε αυτοκίνητο,
    αυτό κάποια στιγμή σταμάτησε, της είπανε να κατεβεί και
    τη σκοτώσανε με δύο απανωτούς πυροβολισμούς.

    Φριχτό το τέλος των δύο Σπαρτακιστών ηγετών; Βεβαίως…
    αλλά πριν από αυτούς τέλος όχι ανάλογο αλλά πολύ
    χειρότερο είχανε πολλοί αξιωματικοί του Γερμανικού Στρατού,
    που, έχοντας πίστη στο γόητρο των παρασήμων που,
    με κίνδυνο της ζωής τους, είχανε κερδίσει στα πεδία των
    μαχών, υπήρξαν τόσο θαρραλέοι, ώστε να κυκλοφορούν
    ένστολοι σε ζώνες του Βερολίνου που ελέγχονταν από τους
    Σπαρτακιστές. Το εξαγριωμένο πλήθος κυριολεκτικώς τους
    κομμάτιασε και στη συνέχεια περιέφερε θριαμβευτικώς,
    σε κεντρικά σημεία τη πρωτεύουσας, τα ματωμένα απομεινάρια
    της στολής τους. Είχε σπαρεί η θύελλα και τώρα είχε
    φτάσει η ώρα να θεριστεί η συγκομιδή των ανέμων…

    Η Συντακτική, πάντως, Συνέλευση των Γερμανών μπορούσε
    να συγκληθεί και να συνεδριάσει ανενόχλητη: Τα
    ρωσικά προηγούμενα δεν έμελλαν να επαναληφθούν στη
    Γερμανία.

    file:///C:/Users/V.Agtzidis/Documents/PDF/%CE%9F%CE%B9%20%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B9%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%94%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%AC%CF%82,%20%CF%84%CE%BF%20%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%A3%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8E%CE%BD%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%B7%20%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D%20%CF%83%CF%84%CE%B7%20%CE%93%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1.pdf

  6. […] Την ίδια νύχτα, οι δύο κρατούμενοι δολοφονήθηκαν. Το σώμα της Ρόζα Λούξεμπουργκ ρίχτηκε στο κανάλι Landwehr, όπου βρέθηκε την 1η Ιουνίου. Το σώμα του Καρλ […]


Σχολιάστε