Ποιά Ελλάδα καταρρέει;

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου, στην εφημερίδα Καθημερινή δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο, στο οποίο τελείως σχηματικά, διατυπώνονται ευρύτεροι προβληματισμοί.  

Για το σχήμα αυτό που παρουσιάζω -εκτός από τις δικές μου αυτόνομες παρατηρήσεις που προήλθαν από την παρακολούθηση του μικρασιατικού, αλλά και σοβιετικού ελληνισμού- χρησιμοποίησα δύο βασικά κείμενα, τα οποία μ’ έναν έξοχο τρόπο μου έδωσαν το πρώτο τη καθαρή γνώση για την αστική ανάπτυξη των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και το δεύτερο μια ανάλυση των δυσπλασιών της ελλαδικής κρατικής και κοινωνικής συγκρότησης: D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism και Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού…

Αναζητώντας τις γενετικές αντινομίες του ελληνικού κράτους

Λίγα μόλις χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε οι Ελληνες –τουλάχιστον οι ελίτ αυτής της χώρας– έζησαν με πάθος το παραμύθι της Σταχτοπούτας, η σκληρή πραγματικότητα έστρεψε τη δημόσια συζήτηση στην ακριβώς αντίθετη φορά.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, παράλληλα με την κρίση του ενιαίου νομίσματος, οδήγησε την ελλαδική κοινωνία σε μια πρωτοφανή κρίση και δυσανεξία. Εφερε παράλληλα στην επιφάνεια όλες τις δομικές δυσπλασίες του νεοελληνικού κρατικού εγχειρήματος. Ετσι η Ελλάδα αναδείχθηκε σε ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη, καταλύτη μεγάλων αρνητικών αλλαγών.

Ποιες όμως είναι εκείνες οι παράμετροι που οδήγησαν την Ελλάδα σε μια τόσο δυσμενή θέση; Είναι μόνο η μεταπολιτευτική διαχείριση που μετέτρεψε το κράτος σε θεραπαινίδα των κομματικών μηχανισμών; Μήπως υπάρχουν βαθύτερες αιτίες, που ανάγονται στον τρόπο που συγκροτήθηκε η Ελλάδα ως έθνος–κράτος και απλώς επιδεινώθηκαν από την πρόσφατη διαχείριση;

Η ελληνική παλιγγενεσία, η δεύτερη μεγάλη αντιαπολυταρχική ευρωπαϊκή επανάσταση μετα τη Γαλλική, οδήγησε στη δημιουργία του νεαρού ελληνικού κράτους το 1830. Ομως, τα γεωγραφικά όρια του νεαρού εθνικού κράτους απείχαν πολύ από τα όνειρα των προοδευτικών διαφωτιστών που ονειρεύτηκαν και σχεδίασαν την Επανάσταση.

Το έθνος–κράτος ήταν μια νέα πολιτειακή μορφή που εμφανίστηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και εξέφραζε την άνοδο των αστικών στρωμάτων στην εξουσία, ενάντια στους παλιούς φεουδάρχες και αριστοκράτες. Στην ελληνική, όμως, περίπτωση, το έθνος–κράτος δημιουργήθηκε σε μια περιοχή απ’ όπου απουσίαζαν πλήρως τα αστικά στρώματα. Δηλαδή, οι κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή. Τα εδάφη που αποτέλεσαν το έδαφος του ελεύθερου κράτους βρίσκονταν στην καθυστερημένη περιφέρεια της αυτοκρατορίας από την οποία αποσχίστηκαν. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ζούσε και αναπτυσσόταν δημιουργικά ο ελληνισμός, βρέθηκαν εκτός των συνόρων.

Εντός των συνόρων, οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένες, όπως και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους–κράτους. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Ετσι το κράτος θα συγκροτηθεί στη βάση προαστικών, πατριαρχικών σχέσεων. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπερ–αναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα, θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.

Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος του 1844, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα καταλάβουν πλήρως και ολοκληρωτικά την εξουσία στο βασίλειο, θα επηρεάσουν αποφασιστικά τη μοναρχία, θα εδραιώσουν έναν πελατειακό κοινοβουλευτισμό και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού, που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερ–λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής–κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.

Σε αντίθεση με την κοινωνική εξέλιξη εντός του ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια του Τανζιμάτ και του Χάτι Χουμαγιούν –δηλαδή της οθωμανικής περεστρόικα–, οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αναπτυχθούν ραγδαία καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Θα αναπτύξουν αξιοσημείωτα αστικά στρώματα, που μαζί με τους Αρμένιους και, λιγότερο, τους Εβραίους θα αποτελέσουν την οθωμανική αστική τάξη, την οποία θα επιχειρήσουν επιτυχημένα, από το 1908, να εξοντώσουν οι νεότουρκοι εθνικιστές. Ετσι, η μοναδική ελληνική αστική τάξη που διαμορφώθηκε ιστορικά και είχε χαρακτηριστικά που αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία, βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα και η πολιτική που θα επιλεγεί στις αρχές του 20ού αι. θα καθοριστούν από τις ενδοοθωμανικές εξελίξεις, την εμφάνιση ενός μιλιταριστικού εξτρεμιστικού τουρκικού εθνικισμού και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων. Η άνοδος στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τον Βενιζέλο εγγυόταν εν μέρει τη συμμετοχή του ελληνισμού στις κοσμογονικές αλλαγές που σύντομα επρόκειτο να έρθουν.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεταπολεμικές διευθετήσεις με τη Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξαν η μοναδική ευκαιρία αναίρεσης της αρχικής γενετικής αντινομίας. Η ενσωμάτωση των περιοχών όπου ζούσε και δρούσε η ακμαία ελληνική αστική τάξη και βρισκόταν στον άξονα Κωνσταντινούπολης–Σμύρνης, θα οδηγούσε στην αποκατάσταση μιας φυσιολογικής κοινωνικής δομής στο ελληνικό έθνος–κράτος.

Η αποτυχία του εγχειρήματος, που επί της ουσίας υπονομεύτηκε συνειδητά από τις κυρίαρχες ελίτ, σφράγισε αμετάκλητα τη μορφή της ελληνικής κοινωνίας.

————————————————————————————-

 O άτυχος 20ος αιώνας

Ο 20ος αιώνας, παρότι φάνηκε ότι ξεκινά καλά για τους Έλληνες, τελικά δεν ήταν τόσο καλός μαζί τους. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κόστισε περί το ένα εκατομμύριο θύματα από ένα έθνος που ήταν συνολικά επτά εκατομμύρια και κατοικούσε έως τότε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Δεκαοχτώ χρόνια μετά από την πρωτοφανή Καταστροφή, η Ελλάδα θα δεχτεί την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας αρχικά και της ναζιστικής Γερμανίας στη συνέχεια.

Η Ελλάδα λεηλατήθηκε και ερειπώθηκε από τους Γερμανούς. Η παραγωγική της βάση καταστράφηκε. Τουλάχιστον 600.000 Έλληνες, δηλαδή το 13% του πληθυσμού,  έχασαν τη ζωή τους είτε εξαιτίας της κλοπής των αποθεμάτων της χώρας, είτε από δολοφονίες αμάχων και μάχες με το αντιστασιακό κίνημα. Οι Γερμανοί δολοφόνησαν κατοίκους 89 πόλεων και χωριών, έκαψαν περισσότερους από 1700 οικισμούς στην ύπαιθρο και εκτέλεσαν πολλούς από τους κατοίκους αυτών των χωριών. Μετέτρεψαν την χώρα σε ερείπια, λεηλάτησαν τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς και οικειοποιήθηκαν το εθνικό της κεφάλαιο με υποχρεωτικό δανεισμό. Το οικονομικό κόστος αυτής της νέας Καταστροφής ανέρχεται σε 60 δισ. δολάρια για πολεμικές αποζημιώσεις και σε 18 δις. δολάρια  για το υποχρεωτικό δάνειο.

Οι αποζημιώσεις δεν δόθηκαν ποτέ.

 Η ναζιστική κατοχή της Ελλάδας είχε και άλλες συνέπειες. Καθώς διέλυσε τους κοινωνικούς και  πολιτειακούς θεσμούς, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ενός σκληρού Εμφυλίου πολέμου μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς για την πολιτική κυριαρχία, μετά το τέλος της Γερμανικής Κατοχής. Ενός Εμφυλίου που ευνοήθηκε από τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ανταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Πόλεμος στην Ελλάδα δεν τελείωσε το 1945, όως στηνυπόλοιπη Ευρωπη, αλλά το 1949.

 Στη συνέχεια, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε αντικομμουνιστικό προτεκτοράτο της Δύσης, έχοντας ως επίφαση τη Δημοκρατία. Η φιλοαμερικανική δικτατορία της ακροδεξιάς που θα διαρκέσει 7 χρόνια (1967-1974) θα υποθηκεύσει οριστικά το μέλλον των Ελλήνων καταστρέφοντας με τις ευλογίες Αμερικάνων και Βρετανών την αδέσμευτη Κυπριακή Δημοκρατία και βάζοντας για πρώτη φορά στο «παιχνίδι» τη στρατοκρατική Τουρκία.

 Με δυο λόγια, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές αντινομίες και την ανικανότητα των κατά καιρούς πολιτικών ηγεσιών, οι Έλληνες πλήρωσαν πανάκριβα τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.

132 Σχόλια

  1. ΙΓΝΑΤΙΟΣ on

    Μπορουμε κατα τη γνωμη μου ,με δυο προτασεις να δωσουμε μια πληρη εξηγηση γιατι φτασαμε ως εδω.
    Στις εκλογες του Νοεμβριου του 20 επρεπε με καθε τροπο να επικρατησει η «υγιης» Ελλαδα του Βενιζελου, της Ελλαδας του παλαιοκομματικου συρφετου του Κων/νου, οπως αντιστοιχα επικρατησε ο σωτηρας Κεμαλ (και οτι αντιπροσωπευε) ,της Τουρκιας του Σουλτανου.
    Σημερα δεν θα υπηρχε Τουρκια, μιας και ειχε αποφασιστει να παρει η Ελλαδα του Βενιζελου την θεση της κατεστραμμενης Οσμανλιας.
    Αυτο πρεπει να δωσουμε να καταλαβει ο λαος μας, τονιζοντας και επαναλαμβανοντας το συνεχεια…

  2. Ψείρας on

    Ο τίτλος πώς ακριβώς «κολλάει»;
    Λίγο αποσπασματικά δεν μας τα γράφετε και λίγο απότομα δεν τελειώνετε;

    Για τον Ιγνάτιο: Και εκτός από την μνήμη και την επανάληψη που την συντηρεί, τι προτείνεις να κάνει ο λαός μας, τώρα που ξέρει γιατί καταρρέει η Ελλάδα;

  3. Βλάσης Αγτζίδης on

    ————————————————————————————————————-
    Ίσως με το παρακάτω να ολοκληρώνεται το σχήμα :
    ————————————————————————————————————-

    Πως το κράτος υποθήκευσε το έθνος.

    Η εκδίκηση του ‘22

    Η σφοδρή οικονομική κρίση και η εν μέρει κατάρρευση του ελληνικού κράτους μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι για δεκαετίες χρησιμοποιήθηκε για εξυπηρέτηση ιδιοτελών στόχων διάφορων κοινωνικών ομάδων που κατάφεραν να το αλώσουν. Οι ομάδες που βαθμιαία κυριάρχησαν μετά το 1974 ήταν κυρίως οι συγκροτημένες κομματικές γραφειοκρατίες, αλλά και ομάδες με ισχύ όπως για παράδειγμα οι δικαστές. Παλαιότερα ήταν οι αξιωματικοί και οι αστυνομικοί. Όσο ξετυλίγουμε το κουβάρι της κοινωνικής ισχύος και φτάνουμε στις απαρχές τις κρατικής συγκρότησης, συναντούμε συνεχώς αντίστοιχες ομάδες συμφερόντων. Η ομάδα που δεν εμφανίζεται στον κατάλογο αυτό, στο βαθμό που θα περίμενε ο ερευνητής, είναι η ομάδα που αποκαλείται «αστική τάξη» με την αυστηρή έννοια του όρου και όχι με την ελαφρότητα και την ευκολία που χρησιμοποιείται από τη νεοελληνική κοινωνιολογία και τους νεοέλληνες πολιτικούς για να χαρακτηρίσει κάθε εύπορη ομάδα πολιτών.

    Μια ώριμη ελληνική αστική τάξη

    Σε αντίθεση με την προβληματική δομή που υπήρχε στο ελεύθερο ελληνικό Βασίλειο των 4,5 εκατομμυρίων πολιτών -και βασιζόταν στην κατίσχυση των κρατικοδίαιτων στρωμάτων- στην άλλη πλευρά του Αιγαίου αναπτύχθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα μια ώριμη ελληνική αστική τάξη.

    Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν το 1914 φαίνεται ότι ήταν περί τα 2.2 εκατομμύρια (1.8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 10 περίπου εκατομμυρίων. Η οικονομική τους ισχύ ήταν πολύ μεγαλύτερη της πληθυσμιακής τους αναλογίας. Το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.

    Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά, υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1921, στην Κωσταντινούπολη, τα 171 από τα 257 εστιατόρια ανήκαν σε Έλληνες, όπως και οι 444 από 471 ποτοποιίες και οι 528 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου. Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, την Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά. Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων και περιοδικών που κυκλοφόρησαν.

    Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του νεοελληνικού διαφωτισμού που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα του κέντρα στην Κωσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.ά. και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης. Παρ’όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση.

    Εξοντώνοντας τους αστούς

    Η επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα, ή την αυτονόμηση, της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης, καθώς και για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στο μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο. Μόνο που η Μικρασιατική Καταστροφή –η οποία φαίνεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα των επιλογών των κρατικοδίαιτων ομάδων εξουσίας που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τη μοναρχία- σταμάτησε τη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης, επέτρεψε τη διαιώνιση της κυριαρχίας των παλαιοελλαδικών ελίτ και οδήγησε στην εξόντωση της ελληνικής αστικής τάξης, μετατρέποντάς την -μαζί με χιλιάδες άλλους αγρότες και εργάτες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης- σε «απόβλητους τουρκόσπορους πρόσφυγες».

    Τελικά, η μοιραία ιστορική στιγμή που καθόρισε την πορεία του σύγχρονου ελληνισμού υπήρξε το ’22. Τότε θα γίνει η εθνική ολοκλήρωση έστω και με τον αντίστροφο και τραγικό τρόπο που επέβαλε η Ήττα. Τότε θα κλείσει η ιστορική διαδικασία που άνοιξε με την ανολοκλήρωτη Επάνασταση του 1821. Τότε θα καταστραφεί η μοναδική ελληνική τάξη που αναδείχθηκε κατά τον 19ο έως και τις αρχές του 20ου αιώνα. Έως τότε το έθνος ήταν μέγεθος που ξεπερνούσε το κράτος. Από εκεί και πέρα το κράτος και οι ομάδες που το ήλεγχαν, θα κυριαρχήσουν επί του ελληνικού έθνους.

  4. Βλάσης Αγτζίδης on

    Tο κείμενο αυτό (Ποιά Ελλάδα καταρρέει) έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω προβληματισμό. Έτσι, ο Ανδρέας Σταλίδης διατύπωσε την παρακάτω πολύ ενδιαφέρουσα άποψη :

    Η μεταπρατική Ελλάδα καταρρέει

    Με αφορμή το άρθρο του Βλάση Αγτζίδη «Ποια Ελλάδα καταρρέει» έκανα ορισμένες σκέψεις. Δεν μπορεί μεν να διαφωνίσει κανείς με τον κύριο όγκο της ιστορικής αποτίμησης του κειμένου, δηλαδή την απώλεια της αστικής τάξης Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου στο Ελλαδικό κράτος, ως τέτοια. Έχω όμως μία επιφύλαξη και μία επισήμανση αποσαφήνισης της κατάρρευσης.

    Θα αρχίσω από τη δεύτερη και σταδιακά θα προχωρήσω στην πρώτη.

    Το πλαίσιο ή η αφορμή του κειμένου είναι η κατάρρευση της Ελλάδας κατά την παρούσα κρίση. Αξίζει να ξεχωρίσουμε τον συστημικό (γενικό) από τον τοπικό (Ελλαδικό) χαρακτήρα της κατάρρευσης. Ειδάλλως θα έχουμε παρεξηγήσεις και εμπέδωση της στρεβλής εικόνας, την οποία φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να υιοθετεί ένα μεγάλο μέρος του Δυτικοευρωπαϊκού τύπου και πολιτικού συστήματος. Η επισήμανσή μου είναι ότι η κρίση είναι πολύ περισσότερο συστημική από τοπική. Είναι μάλλον πολιτικοί λόγοι πίσω από την ελλειπή προβολή του συστημικού χαρακτήρα της κρίσης.

    Πιο συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι ένα υποτιμημένο αίτιο της κρίσης έγκειται σε εκείνο το οικονομικό μοντέλο όπου ένα κράτος λειτουργεί με πολλαπλά ελλείματα επί συναπτά έτη. Τα ελλείματα καλύπτονται με επαναλαμβανόμενο ετήσιο δανεισμό από τις αγορές. Εφόσον το μοντέλο αυτό υιοθετείται, είτε έχει κανείς λόγο χρέους προς ΑΕΠ 120%, είτε έχει 80%, είτε 50%, κάποια στιγμή η συνεχής άνοδος του λόγου θα δημιουργήσει πρόβλημα περαιτέρω δανεισμού. Ομολογουμένως, η παραπάνω εικόνα είναι απλουστευτική, διότι άφησε αδιάφορη την ικανότητα διαχείρισης του χρέους, καθώς και τον ρυθμό αύξησής του.

    Ξεκαθαρίζοντας μία ακόμα στρέβλωση, θα πω ότι ακόμα και ο ίδιος λόγος χρέους δεν συνιστά απαραίτητα ακριβώς ίδια περίπτωση. Είναι εντελώς διαφορετικό το ρίσκο και η δυναμική για έναν δανειστή να δώσει δάνειο 20 μονάδων νομίσματος σε κάποιον ο οποίος εισπράττει τον χρόνο 100 από μίσθωση ακινήτου σε σύγκριση με άλλον ο οποίος εισπράττει 100 από επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής προϊόντων.

    Φτάσουμε έτσι και στις καθαρά ελληνικές πτυχές της κρίσης. Υιοθετήσαμε μεν το μοντέλο, όμως η περίπτωσή μας είχε και ιδιάζοντα στοιχεία που μας έκαναν τελικά τον πιο αδύναμο κρίκο.
    Ιδού τι κάναμε ως χώρα τις τελευταίες δεκαετίες: εξαφανίσαμε την παραγωγή μας (πηγαίνετε με χρονομηχανή σε μία λαϊκή αγορά το 1980 και σήμερα και συγκρίνετε την προέλευση αγροτικών προϊόντων), μετασχηματίσαμε τον ιδιωτικό τομέα σε κρατικοδίαιτο, ενοχοποιήσαμε το επιχειρηματικό κέρδος, εισαγάγαμε τη φαυλότητα σε όλην την κοινωνία (βλέπε ομολογία Πάγκαλου ότι τις εκλογές του 1985 τις κέρδισε το ΠΑΣΟΚ λόγω ενός «πρωτοφανούς οργίου διορισμών και παροχών» – βίντεο στο youtube), αναγάγαμε την διαπλοκή του ενός και ενιαίου πολιτικοδημοσιογραφικού συστήματος σε επιστήμη και σε προπαγανδιστικό μηχανισμό, μαγειρέψαμε τα στατιστικά ώστε να ικανοποιήσουμε τους όρους εισόδους στην ΟΝΕ, καταχραστήκαμε τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού του ευρώ και συνεχίσαμε τη διόγκωση των κρατικών εξόδων την περίοδο εντός ευρώ 2001-2009. Ταυτόχρονα, θρέψαμε ένα τεράστιο παρακράτος μιζών με σωρεία σκανδάλων. Μπορεί τα μαύρα χρήματα από τα ταμεία της Ζήμενς την περίοδο 1998-2006 να έφταναν στο ύψος των 100 εκατομυρίων ευρώ σύμφωνα με τη Γερμανική δικογραφία (από τα οποία ανιχνεύσαμε τελικά μόνο το 1.2 εκ., και οι δύο επιβεβαιωμένοι παραλήπτες κυκλοφορούν σήμερα ελεύθεροι με πρόστιμα 5000 ευρώ λόγω «ελλειπούς πόθεν έσχες» 7-8 χρόνια αργότερα!), όμως το κόστος στο ελληνικό δημόσιο όλων αυτών των έργων ήταν πολλαπλάσιο λόγω κακών αναθέσεων, ελλατωματικών προϊόντων, καθυστερημένων παραδόσεων κλπ.

    Αυτά λίγο-πολύ συνιστούν την τοπική ελληνική πτυχή της κρίσης.

    Και το ερώτημα είναι το εξής: θα αποφεύγονταν όλα αυτά εάν είχαμε διαμορφώσει μία συνεπέστερη μορφή έθνους-κράτους, «εφάμιλλη των ευρωπαϊκών» βασισμένη σε μία αντίστοιχη ελληνική αστική τάξη. Αυτήν την οποία απωλέσαμε ή έστω μία οποιαδήποτε άλλη ιδεατά φτιαγμένη; Είναι αυτός ο λόγος που καταρρέει η Ελλάδα;

    Προσωπικά έχω επιφυφλάξεις. Το ένα τεκμήριο είναι, όπως ήδη επισήμανα, ότι η κρίση είναι μερικώς τοπική και μερικώς συστημική. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ελληνικό. Εμείς μόνο το αντιγράψαμε. Όπως και άλλοι. Επίσης, με την εξαίρεση ίσως της Γερμανίας (και 1-2 πολύ μικρών κρατών, όπως πχ του Λουξεμβούργου), όλα τα κράτη της ΕΕ νοσούν από την ίδια ασθένεια των πολλαπλών ελλειματικών προϋπολογισμών. Πολλές δε από αυτές έχουν κοινά προβλήματα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο. Μέχρι και η Γαλλία. Επίσης, το μοντέλο αυτό δεν είναι καν ευρωπαϊκό. Προεξάρχων θιασώτης του είναι οι ΗΠΑ.

    Δεν εστιάζω λοιπόν το ελληνικό πρόβλημα τόσο στην αδυναμία μίας αστικής τάξης αντάξια των δυτικών κοινωνιών, αλλά στον μεταπρατικό χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Από την ίδρυσή του το ελληνικό κράτος αποσκοπούσε σαφώς στην αντιγραφή θεσμών, ιδεών και μεθόδων από τα δυτικά κράτη. Άκριτη αντιγραφή. Χωρίς την προϋπόθεση της ζωντανής αφομοίωσης, δηλαδή την επεξεργασία και τον στοχασμό των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνίας.
    Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι αυτή είναι η Ελλάδα που καταρρέει: η μεταπρατική Ελλάδα.

    http://www.antibaro.gr/node/3592

  5. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ένας συνάδελφος μου έστειλε την ερώτηση: «Do you mean that the Greek elite deliberately worked for the catastrophe of 1922? Could you please elaborate?»

    Του απάντησα ως εξής:

    Η μελέτη της Μικρασιατική Καταστροφής με οδήγησε σ’ αυτό το αληθινά τραγικό συμπέρασμα.

    Σας προτείνω τρία κείμενα, στα οποία η άποψη αυτή αναπτύσσεται πληρέστερα:

    1) Για το διεθνές πλαίσιο που υπήρχε έως το Νοέμβριο του 1920, μ’ αφορμή το βιβλίο του Κ. Σβολόπουλου ««Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία»

    -Για το βιβλίο του Σβολόπουλου…

    2) ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ “ΜΙΚΡΑΣ ΠΛΗΝ ΕΝΤΙΜΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ”

    -Ο Ίων Δραγούμης και οι νεοελληνικές αντινομίες

    3) Το αφιέρωμα που επιμελήθηκα: “Πώς φτάσαμε στην Καταστροφή. Η Σμύρνη φλέγεται 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922” η “Ελευθεροτυπία” του Σαββάτου (17 Σεπτεμβρίου 2011)

    http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/09/2011&id=310410
    http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/09/2011&id=310411

    Υπήρχε και ένα «Εν κατακλείδι» που για λόγους χώρου δεν δημοσιεύτηκε. Το έχω συμπεριλάβει στην ανάρτηση στο μπλογκ μου: https://kars1918.wordpress.com/2011/09/18/asia-minor-22/ και είναι το παρακάτω:

    Εν κατακλείδι

    Η Γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποτυχία της Ελλάδας να επιβάλλει τη Συνθήκη των Σεβρών στο τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, οδήγησαν στην οριστική γεωπολιτική υποβάθμιση, στην απώλεια του πλήρους ελέγχου του Αιγαίου, στη μείωση του ελληνικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και πάνω απ’ όλα, στην διαιώνιση μιας προβληματικής δομής που χαρακτηριζόταν -από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους- από την έλλειψη σύγχρονων αστικών στρωμάτων και την πλήρη διαπλοκή των κατά καιρούς δημιουργούμενων ελίτ με το κράτος.

    Αναλογιζόμενοι 89 χρόνια μετά την ελληνική αποτυχία στο νου έρχεται η ρήση του Λόιδ Τζορτζ, όταν η Ελλάδα φάνταζε ως η μελλοντική μεγάλη δύναμη στην Αν. Μεσόγειο: ««Τίποτα λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τους Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα».

    Όπως και η διαπίστωση του ιστορικού Douglas Dakin : «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστρoφική ήττα.» ( “H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923”, εκδ. ΜΙΕΤ)

  6. Χαρης on

    Hμερομηνία δημοσίευσης: 19-07-09

    Πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός
    Tου Χρηστου Γιανναρα

    Πότε τελειώνει ιστορικά ένας λαός που σημάδεψε με την παρουσία του την πορεία της ανθρωπότητας; Προφανώς, όταν πάψει να παράγει ή να συντηρεί καινοτόμο ιδιαιτερότητα. Οταν χάσει ακόμα και την επίγνωση της κάποτε προσφοράς του, όταν εκπέσει σε ρητορικές μόνο καυχήσεις για κατορθώματα που δεν μπορεί πια να κατανοήσει τη σημασία τους.

    Αν είναι αυτό το κριτήριο του ιστορικού τέλους, πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;

    Στο σχολείο μαθαίναμε τη δόλια απάντηση της δυτικής ιστοριογραφίας που είχε υιοθετήσει και ο Κοραής: Ο Ελληνισμός τέλειωσε το 529, όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε και τυπικά τα τελευταία απομεινάρια φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας.

    Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η απροκατάληπτη έρευνα άρχισε να κατεδαφίζει τη μεθοδική κατασυκοφάντηση του ψευδωνύμως, για χλεύη, λεγόμενου «Βυζαντίου»: να καταδείχνει τα ιλιγγιώδη επιτεύγματα πολιτισμού, με ακραιφνή ελληνική ιδιαιτερότητα, που το χαρακτηρίζουν και σημαδεύουν την ανθρώπινη Ιστορία. Τότε μεταθέσαμε το τέλος του Ελληνισμού στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453.

    Η λεγόμενη «Γενιά του ’30» μας έδειξε ότι ακόμα και κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Ελληνες, φτωχοί, αγράμματοι, σκλάβοι, συνέχισαν να παράγουν ιδιαιτερότητα πολιτισμού, Τέχνη και θεσμούς με τους ίδιους άξονες αναφοράς και τις ίδιες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων που χαρακτήριζαν ανέκαθεν την ελληνικότητα. Και τότε μεταθέσαμε το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού στο 1833, όταν Βαυαροί και Κοραϊκοί συγκρότησαν το νεωτερικό ελλαδικό κρατίδιο, προγραμματικά αποκομμένο από την οργανική ιστορική του συνέχεια, με πολιτιστικές επιδόσεις μόνο στη μίμηση των δυτικών προτύπων και την ελληνική ταυτότητα μεταποιημένη σε φολκ λορ και ιδεολόγημα.

    Αποδίδεται στον ηπειρώτη πατριάρχη Αθηναγόρα η εκτίμηση ότι ο Ελληνισμός τέλειωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922: Μπορεί το ελλαδικό κρατίδιο των Αθηνών να ήταν καταγωγικά αφελληνισμένο, να κατανοούσε τον Ελληνισμό με τους όρους του νεωτερικού εθνικισμού, δηλαδή να τον καταδίκαζε να είναι βαλκανική επαρχία. Ομως, υπήρχε παράλληλα η πληθυσμική πραγματικότητα εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμηλίας, Ελληνισμός με συνείδηση κοσμοπολίτικης αρχοντιάς και ταυτότητα πολιτισμού, όχι κρατικής εθνότητας.

    Με ποια κριτήρια πιστοποιούμε τη συνέχεια ή την ασυνέχεια (το ιστορικό τέλος) της ελληνικής ιδιαιτερότητας; Οχι βέβαια με τη συντήρηση και παγίωση των ίδιων πάντα σχημάτων του βίου και της έκφρασης. Η συνέχεια της ταυτότητας (δημιουργικής ετερότητας) ενός λαού γίνεται φανερή στη διατήρηση των ίδιων προτεραιοτήτων, της ίδιας ιεράρχησης αναγκών, της ίδιας αξιολόγησης ποιοτήτων.

    Το πέρασμα από την «κοινωνία της χρείας» στην «πολιτική κοινωνία» (από την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία στο κοινό «άθλημα αληθείας») είναι σταθερό γνώρισμα ελληνικότητας. Τόπος και τρόπος του αθλήματος στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η αυτόνομη πόλις – κράτος, πραγμάτωση και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία του δήμου». Τόπος και τρόπος του αθλήματος στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό (Βυζάντιο και Τουρκοκρατία) ήταν η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα – ενορία και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία των πιστών».

    Ο στόχος στον οποίο απέβλεπε η πόλις (ο τρόπος του όντως αληθούς) αποτυπώνεται στη λογική αρμονία των αρχιτεκτονικών μελών του Παρθενώνα, στην αφαιρετική υποδήλωση του καθολικού λόγου της ουσίας (όχι του εφήμερου ατόμου) που σαρκώνει το άγαλμα, στην τραγωδική δραματουργία της θεατρικής εκφραστικής. Αντίστοιχα, ο στόχος της ευχαριστιακής κοινότητας αποτυπώνεται στο αρχιτεκτονικό (στατικής) ρίσκο της διαδοχής θόλων, ημιθολίων, σφαιρικών τριγώνων που λογοποιεί την ύλη, παραπέμπει στην «κένωση» – σάρκωση του Λόγου ως τρόπο τής όντως υπάρξεως. Aποτυπώνεται στη «διάβαση επί το πρωτότυπον» που κατορθώνει (με την ίδια αφαιρετική επιδίωξη του αγάλματος) η βυζαντινή Εικόνα ή στην «αποκαλυπτική» δραματουργία (με πιστότητα στο αρχαίο σκηνικό υπόδειγμα) της εκκλησιαστικής Ευχαριστίας.

    Σήμερα δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τις προτεραιότητες αναγκών και στόχων που εξασφάλιζαν τη συνέχεια του τρόπου της ελληνικότητας, δεν μπορέσαμε να διασώσουμε στο ελλαδικό κρατίδιο αυτόν τον τρόπο ούτε ως μνήμη, θησαύρισμα παιδείας. Μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε (δεν έχουμε προσλαμβάνουσες παραστάσεις), πώς μπορεί μια συλλογικότητα να οργανώθηκε κάποτε με προτεραιότητα ανάγκης την υπαρκτική γνησιότητα και όχι τη χρησιμότητα. Ερμηνεύουμε την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία με τα κριτήρια και τα δόγματα του Ιστορικού Υλισμού ή με τις προ-πολιτικές ατομοκεντρικές αξιώσεις του Διαφωτισμού – μιλάμε για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία σαν το προανάκρουσμα «αυτοθεσμιζόμενης» κολλεκτίβας ή «κομμούνας».

    Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά με αργό και βασανιστικό (ταπεινωτικό) ψυχορράγημα που ξεκίνησε το 1833 και συνεχίζεται, άγνωστο για πόσο ακόμη. Παλεύουμε να πιθηκίσουμε με συνέπεια τα «φώτα» της Εσπερίας, την παραχάραξη του αθλήματος της σχέσης σε μονοτροπία της χρήσης. Και ούτε αυτό δεν καταφέρνουμε, ο μεταπρατισμός μάς καθηλώνει σε τριτοκοσμικά επίπεδα υπανάπτυξης, διαφθοράς, οργανωτικής διάλυσης, απαιδευσίας, βαναυσότητας στην καθημερινή συμπεριφορά.

    Αν συνεχίζουμε κωμικά να καυχώμαστε για την Αρχαία Ελλάδα, είναι επειδή μάς μάθανε ότι στο δικό της κληροδότημα βασίστηκε, και αυτό αξιοποίησε ο καταναλωτικός πολιτισμός της Δύσης, που εμείς αποκλειστικά θαυμάζουμε και είναι το ίνδαλμά μας. Ωσάν να ήταν ποτέ δυνατό η ταύτιση του «αληθεύειν» με το «κοινωνείν» να γεννήσει τον ατομοκεντρισμό του cogito ή της αισθησιοκρατίας, η μεταφυσική στόχευση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας να παραγάγει το όνειδος της σημερινής εμπορευματοποιημένης κομματοκρατίας.

    Το ιστορικό ψυχορράγημα του Ελληνισμού είναι βασανιστικό και ταπεινωτικό, γιατί συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς πια να είμαστε Ελληνες και χωρίς να μπορούμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι». Και απομνημείωση αρχιτεκτονική του χαμένου προσώπου μας είναι η βλάσφημη αισχρουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης: Αυτάρεσκη αναίδεια μιας αφελληνισμένης κοινωνίας, που χρυσοπληρώνει Αμερικανοελβετό για να φιλοτεχνήσει «μοδέρνο» νεοπλουτίστικο πορτραίτο της αμάθειας και ασχετοσύνης της.

    Σε κάθε παραμικρή πτυχή του το σημερινό ελληνώνυμο κρατίδιο είναι μια ύβρις της ελληνικότητας.

    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_19/07/2009_322748

  7. Βλάσης Αγτζίδης on

    Το έθνος στην πλανητική εποχή

    Ιανουαρίου 17th, 2012

    Στο αρθρο αυτο (1996) ο Π. Κονδυλης αντικρουει επιχειρηματα εθνικιστων και αντιεθνικιστών και παρουσιάζει τις επιλογές του ελληνικού εθνοκράτους: εξέγερση κατά της εξάρτησής του ή υποταγή. Επισημαίνει ότι η εξέγερση μπορεί να γίνει δια του εκσυγχρονισμού του

    Αποσπάσματα

    Το να μιλάει κάποιος για το έθνος κατά τρόπο μεροληπτικό και ιδεολογικό είναι ο κανόνας και θα παραμείνει ο κανόνας. Ωστόσο δεν βλάπτει αν παραβιάζεται κάπου-κάπου ο κανόνας αυτός, έστω και με κίνδυνο να βρεθεί όποιος το κάνει ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη μία άκρη του πεδίου της μάχης βρίσκεται η εθνικιστική “δεξιά”, η οποία θεωρεί το έθνος ως το φυσικό πλαίσιο ζωής του ανθρώπου […και] συγχέει το δικαίωμα ζωής του έθνους με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους, μη θέλοντας να εμπιστευθεί το πεπρωμένο του έθνους σε ένα πολυεθνικό κράτος. […] Δεν μπορεί να μη μειδιάσει κανείς όταν βλέπει σήμερα στην Eυρώπη ότι μερικοί «δεξιοί» εθνικιστές, οι οποίοι επιπλέον αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», χρησιμοποιούν εναντίον του «Mάαστριχτ» εν μέρει τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι κλασικοί συντηρητικοί του 18ου και του 19ο αι. εναντίον της διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνικών κρατών. Γιατί ακριβώς οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού απέρριπταν το εθνικά ομοιογενές κράτος και έδιναν την προτίμησή τους στο πολυεθνικό, του οποίου συνεκτικός δεσμός ήταν η νομιμοφροσύνη προς μια δυναστεία και ένα στέμμα (π.χ. Aυστροουγγαρία).

    Στην αντίπερα όχθη φωνασκεί η κοσμοπολιτική και ειρηνιστική «αριστερά», η οποία ελπίζει ότι η έκλειψη των εθνών θα φέρει τη μόνιμη ειρήνη. Tο λογικό σφάλμα είναι προφανές: πόλεμοι γίνονταν και προ της δημιουργίας των εθνών και καμιά στατιστική δεν στηρίζει τη θέση ότι η εμφάνιση του εθνικισμού πολλαπλασίασε τους πολέμους […] Mολονότι τώρα η «αριστερά» επιθυμεί να εξουδετερώσει ή μάλλον να εξαλείψει από προσώπου γης τους προφανώς σφριγηλούς εθνικισμούς, ωστόσο προσπαθεί ταυτόχρονα να αποδείξει ότι καθαρά έθνη δεν υπάρχουν, επομένως ότι χύνεται ιδρώτας και αίμα για το τίποτε και η παραφροσύνη είναι πλήρης. Tα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται συναφώς, πρέπει αναμφίβολα να τα πάρουμε πολύ σοβαρά. Πράγματι, αποδείχτηκε ματαιοπονία η αναζήτηση αμιγών φυλών και εθνών ή η κατάστρωση ενός πάγιου καταλόγου αντικειμενικών και γενικών γνωρισμάτων, με βάση τα οποία θα μπορούσε να ορισθεί το έθνος […] Aυτά όλα μπορούν να γίνουν δίχως δυσκολία δεκτά όμως από πολιτική άποψη δεν έχουν το παραμικρό βάρος. Tο πολιτικά φλέγον ερώτημα είναι αν συγκεκριμένα σύνολα έχουν την ανάγκη και τη διάθεση, έστω και επιστρατεύοντας μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως έθνος και να ενεργήσουν στο όνομα αυτού του έθνους, δηλαδή να ζήσουν και να πεθάνουν. Aν το κάνουν αυτό, αδιαφορώντας μάλιστα για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, τότε έχουν προφανώς, καλώς ή κακώς, τους λόγους τους, και το μόνο ουσιώδες ζήτημα είναι αν και στο μέλλον θα θεωρούν αυτό το κατασκεύασμα το καλύτερο μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Aν τούτο συμβαίνει πράγματι, τότε οι ιστορικές αποδείξεις και ανταποδείξεις αποτελούν χαμένο κόπο […]

    Σήμερα […] το ζήτημα δεν είναι αν «το έθνος», γενικά κι αφηρημένα, μπρεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […]

    [Ε]θνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση[:] Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού –αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. Eπίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Eλλάδα) […]

    ΠΗΓΗ: Καθημερινή, 04.07.1996. Πλήρες κείμενο (σ. 34)

    Το έθνος στην πλανητική εποχή

  8. Timotheos on

    Για ποιαν «ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΡΑ»;
    http://eleftheroiellines.blogspot.com/2012/01/blog-post_7513.html

  9. […] κείμενά μου που περιέχουν αναφορές στο 1821 είναι: Ποιά Ελλάδα καταρρέει; 1821 και Έλληνες της Ανατολής Mικρασιάτες και ΄21. Μια […]

  10. pontos_and_aristera on

    …..Θεωρητικές και μεθοδολογικές ανεπάρκειες στην ανάλυση του Κόμματος για τον ελληνικό καπιταλισμό που αφορούσαν το επίπεδο ανάπτυξης του, τη θέση του στο διεθνή συσχετισμό και το χαρακτήρα της εξουσίας, οδήγησαν να παρεμβάλει στο γενικό στόχο για το σοσιαλισμό ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο εξουσίας, ως αναγκαίο για να ωριμάσουν οι υλικές προϋποθέσεις του περάσματος στο σοσιαλισμό. Αυτή η ανάλυση και η στρατηγική της διέξοδος δεν επιβεβαιώθηκαν από τη ζωή. Αποδείχθηκαν λαθεμένες.

    Το ελληνικό κράτος από τη γέννηση του είχε πολύ περιορισμένη έκταση και κυρίως περιορισμένο πληθυσμό, περιορισμένη εσωτερική αγορά, που είναι παράγοντας καθυστέρησης της εσωτερικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Τα πιο σημαντικά αστικά κέντρα με ελληνόφωνο πληθυσμό (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Οδησσός) έμειναν έξω από αυτό, ενώ καθυστέρησε η ένταξη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Παράλληλα, το ελληνικό κράτος άσκησε πολιτική συντήρησης των αγροτών μικρών εμπορευματοπαραγωγών (διανομή μικρού κλήρου, επιδότηση ορισμένων καλλιεργειών κλπ.). Όσον αφορά τα τμήματα της αστικής τάξης, που είχαν έδρα τους την Ύδρα, τη Σύρο, την Πάτρα και που ασχολούνταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο, ήταν ήδη αρκετά διεθνοποιημένα, στρέφονταν περισσότερο στην εξωτερική παρά στην εσωτερική αγορά.

    Η αστική εξουσία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επιδίωκε να επεκτείνει την επικράτεια της αποσπώντας εδάφη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξασφαλίζοντας συμμαχίες με ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία). Η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας την καθιστούσε αντικείμενο του ενδιαφέροντος ισχυρών καπιταλιστικών κρατών.

    Το σύνολο των αντιθέσεων δεν ερμηνεύθηκε πάντοτε αντικειμενικά από το ΚΚΕ, γεγονός που επέδρασε και στη στρατηγική του…..

    ( Δοκίμιο ιστορίας ΚΚΕ, Β Τόμος, 2011)

    http://www.scribd.com/fullscreen/59521073

  11. […] μας πηγαίνει κατευθείαν στη Μεγάλη Καταστροφή, όταν οι κρατικοδίαιτες ελίτ της Παλαιάς Ελλάδας, έκαναν ότι…, η επιλογή είναι […]

  12. Β.Α. on

    «Εδώ δεν υπάρχει κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μία χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, που είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα».

    «Σε ολόκληρη τη χώρα, από τη μία άκρη στην άλλη, κυριαρχεί μία γκρίζα ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης για το μέλλον – μία έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία στο παρόν. Οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες».

    «Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη. Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός εντελώς συγκεχυμένου συστήματος επιδομάτων, χάρη στα οποία μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές περισσότερο από τον βασικό μισθό τους».

    «Ποτέ άλλοτε δεν έχω δει διοικητική δομή που να είναι τόσο απαράδεκτη. Απλούστατα, δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κάνεις ότι η δημόσια διοίκηση θα φέρει εις πέρας ακόμη και τις πιο απλές λειτουργίες μίας κυβέρνησης – την είσπραξη των φόρων, την εφαρμογή οικονομικών κανόνων, την επισκευή δρόμων.

    Συνεπώς η δραστική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης αποτελεί συνθήκη εκ των ουκ άνευ για την επίτευξη οποιουδήποτε άλλου αποτελέσματος στην Ελλάδα».

    «Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος. Στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομιών μίας μικρής κλίκας που αποτελεί την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα».

    «Τα ναυτιλιακά συμφέροντα βρίσκονται σε ιδιαιτέρα σκανδαλώδη θέση. Σήμερα η ελληνική εμπορική ναυτιλία βρίσκεται σε άνθηση και οι εφοπλιστές καρπώνονται τα κέρδη. Όμως η χρεοκοπημένη ελληνική κυβέρνηση δεν απολαμβάνει κανένα όφελος από όλο αυτό τον πλούτο. Οι αποδοχές των ναυτικών εξακολουθούν να εισρέουν στη χώρα, αλλά τα κέρδη των πλοιοκτητών παραμένουν, στην πλειονότητά τους, στο εξωτερικό».

    «Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας – οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σαιν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου – θα ενεργοποιηθεί. Πολλοί από αυτούς είναι γοητευτικοί άνθρωποι που μιλούν εξαιρετικά αγγλικά και αδημονούν ειλικρινά να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια στην αμερικανική αποστολή. Εντούτοις θα αποπειραθούν να προσεταιριστούν την αποστολή και να τη μετατρέψουν σε ένα εργαλείο διασφάλισης των προνομιών τους».

    «Αίσθησή μου είναι ότι το ελληνικό κράτος έχοντας υποβάλει αίτηση βοήθειας και εποπτείας, έχει θέσει, στο μέτρο αυτό, όρια στην ίδια του την εθνική κυριαρχία».

    Paul A. Porter επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής (Chief, American Economic Mission to Greece)
    προς τον Πρόεδρό των ΗΠΑ, προκειμένου να έχει ιδία άποψη για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα,
    H.S. Truman, 14 Φεβρουαρίου 1947

    [Από ενα αρθρο του Paul A. Porter στο τευχος της 20/9/47 του Collier’s Weekly (http://www.unz.org/Pub/Colliers-1947sep20). Επίσης υπάρχει Paul A. Porter, Ζητειται ενα θαυμα για την Ελλαδα, εκδ. «Μεταμεσονυκτιες Εκδοσεις», 2006. Το βιβλιο αυτο ειναι το ημερολογιο του προεδρικου απεσταλμενου το 1947 στην Ελλαδα.

    http://www.unz.org/Pub/Colliers-1947sep20-00014 ]

    Το 1947, ο Πωλ Πόρτερ, επικεφαλής της Επιτροπής για την Αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα, επισκέφθηκε τη χώρα προκειμένου να υποβάλει τα συμπεράσματά του. Συνέταξε τη γνωστή έκθεση ή Μνημόνιο Πόρτερ. Σε αυτή την έκθεση, περιγράφεται η Ελλάδα πριν από 66 χρόνια. Οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι εφοπλιστές και βέβαια ο απλός κόσμος. Διαβάστε τα συμπεράσματα του Πόρτερ και βρείτε τις διαφορές με σήμερα. Η Ελλάδα είναι 66 χρόνια πίσω.

    Γράφει ο Πόρτερ.
    «Απ» ό, τι μπόρεσα να διαπιστώσω, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμιάν άλλη πολι­τική πρακτική από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος. […] στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μίας μικρής κλίκας εμπόρων και τραπεζιτών, οι οποίοι αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα.
    Η κλίκα αυτή είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οι­κονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο ένα φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί, με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο. Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίσει να εξάγουν τα κέρδη τους στις τράπεζες του Καΐρου και της Αργεντινής. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας.
    Τα συμφέροντα των εφοπλιστών προστατεύονται επίσης με σκανδαλώδη τρόπο. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ανθεί στην εποχή μας και οι εφοπλιστές κερδίζουν τεράστια ποσά, αλλά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν απο­κομίζει κανένα όφελος απ» αυτό. Οι μισθοί των ναυτικών γυρίζουν στην Ελ­λάδα, αλλά οι εφοπλιστές ασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στις ξένες χώρες.
    Κάθε επιχείρηση θα έπρεπε να πληρώνει μια σημαντική εισφορά στο κρά­τος, κάτω από την προστασία του οποίου λειτουργεί. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για την περίπτωση των εφοπλιστών, που τα μεγαλύτερα κέρδη τους προέρχονται από τα «Λίμπερτι», τα οποία τους παραχώρησε η αμερικανική Ναυτική Αποστολή με την εγγύηση του ελληνικού κράτους.
    Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας – οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σαιν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου – θα ενεργοποιηθεί. Οι περισσότεροι απ» αυτούς είναι άνθρωποι πολύ γοητευτικοί, που μιλάνε πολύ καλά τ» αγγλικά. Είναι πάντοτε πρόθυμοι, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αποστολή για τα δικά τους συμφέροντα. Θυμάμαι ακόμα ένα από τα πιο επίσημα γεύματα ενός από τους σημαντι­κότερους τραπεζίτες, που με είχε καλέσει στη βίλα του των Αθηνών. Είχε τρεις σερβιτόρους με λιβρέα, μια ποικιλία απ» τα πιο φίνα κρασιά και φα­γητά διάφορα, περίφημα γαρνιρισμένα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένας από τους αντιπροσώπους της κλίκας που ανέφερα άρχισε να εξυμνεί τις ομορφιές της ζωής κοντά στη θάλασσα, καθώς και τις χαρές των αρι­στοκρατικών σπορ.
    Η αντίθεση ανάμεσα στο γεύμα αυτό και στα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας είναι πραγματικά τρομερή.
    Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ» αυτού υπάρχει μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, που είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα.
    Υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία εις το βιοτικόν επίπεδον και τα εισοδήματα ανά την Ελλάδα. Οι κερδίζοντες, δηλαδή οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι κερδο­σκόποι και οι μαυραγορίται, διάγουν εν πλούτω και χλιδή, το πρόβλημα δε αυτό ουδεμία κυβέρνησις το αντιμετώπισεν αποτελεσματικώς. Εν τω μεταξύ αι λαϊκαί μάζαι περνούν μιαν αθλίαν ζωή. Οι κερδίζοντες είναι σχετικώς ολίγοι τον αριθμόν και ο συνολικός πλούτος των, περιερχόμενος εις τό σύνολον του πληθυσμού θα επέφερεν ελάχιστην βελτίωσιν των γενικών συνθηκών διαβιώ­σεως. Αλλ» ο πολυτελής τρόπος ζωής των εν μέσω της πτώχειας συντείνει εις το να εξοργίζη τας μάζας και να υπογραμμίζη την δυστυχίαν των πτωχών.
    Δύο και ήμισυ έτη μετά την απελευθέρωσιν η Ελλάς ευρίσκεται εις μί­αν κατάστασιν νεκρώσεως παρά την ούσιαστικήν έξωτερικήν βοήθειαν και την αρμοδίαν εξωτερικήν καθοδήγησιν. Εις ολόκληρον την χώρα, απ΄ άκρου εις άκρη, κυριαρχεί μία γκρίζα ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης για το μέλλον – μία έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία προς το παρόν. Οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίαι δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχαι δεν αποθηκεύουν προμήθειες.»

  13. […] της δημοκρατίας” και αποκρύπτεται ότι είναι συστατικό στοιχείο της “ελεύθερης Ελλάδας” από τ… και αποτέλεσμα της αδυναμίας εκσυγχρονισμού -που […]

  14. Β. Σόιμπλε on

    Η κατάσταση στην Ελλάδα μοιάζει με τις ανατολικές χώρες μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, λέει ο Σόιμπλε

    Βερολίνο

    Σε εξέλιξη βρίσκεται η ψηφοφορία στη Γερμανική Βουλή επί των αποφάσεων του Eurogroup για το ελληνικό πακέτο διάσωσης, μετά από μία συζήτηση που έγινε σε υψηλούς τόνους.. Η υπερψήφιση του πακέτου από συμπολίτευση και αντιπολίτευση θεωρείται αναμενόμενη. «Ελληνική χρεοκοπία θα προκαλούσε τη διάσπαση της Ευρωζώνης» είπε ο Σόιμπλε· «το κούρεμα θα έρθει, αλλά αποφεύγετε την αλήθεια όπως ο διάβολος το λιβάνι» απαντά στη γερμανική κυβέρνηση το SPD.

    Παράλληλα, ο επικεφαλής του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) ανέφερε την Παρασκευή στα ΜΜΕ πως προτίθεται να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά των αποφάσεων.

    Η υπερψήφιση του πακέτου ωστόσο, τόσο από συμπολίτευση όσο και αντιπολίτευση, θεωρείται αναμενόμενη, την στιγμή που οι «αντάρτες» στο αντιπολιτευόμενο SPD, που θα στηρίξει το πακέτο, ήταν λιγότεροι από ό,τι στους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ στις δοκιμαστικές ψηφοφορίες των προηγούμενων ημερών.

    Παρουσιάζοντας τις προτάσεις και ζητώντας την έγκριση των βουλευτών, ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανέφερε ότι οι βουλευτές καλούνται ουσιαστικά να αποφασίσουν «τη συνέχιση ή τη διακοπή του ελληνικού προγράμματος στήριξης».

    Η πορεία της ελληνικής οικονομίας όντως έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με τις προβλέψεις, όπως ομολόγησε ο Σόιμπλε, αλλά «αυτό ισχύει για πολλές χώρες», υποστήριξε. Η νέα ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε, έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει.

    Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει με «πολύ επώδυνες μεταρρυθμίσεις», τόνισε ο υπουργός. Η Ελλάδα μείωσε σημαντικά το έλλειμμά της, και «σύμφωνα με την έκθεση της τρόικας έχει να επιδείξει σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση».

    Ο Β.Σόιμπλε ανέφερε επίσης ότι η ελληνική ανταγωνιστικότητα παρουσιάζει βελτίωση -λέγοντας πως, ενώ τα προηγούμενα χρόνια το μισθολογικό κόστος αυξανόταν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, η εφαρμογή του προγράμματος έχει δώσει πρόοδο στην προσαρμογή- όπως και στην πορεία εφαρμογής των δομικών μεταρρυθμίσεων.

    Σόιμπλε: Στήριξη στην Ελλάδα μόνο με τήρηση των δεσμεύσεων «Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς για τους Έλληνες» τόνισε ο Σόιμπλε, λέγοντας πως οι ανισορροπίες δεκαετιών «δεν μπορούν να διορθωθούν μέσα σε δύο χρόνια». Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Οι εξελίξεις στην Ελλάδα δεν μπορούν πλέον να περιγραφούν με συνηθισμένους όρους ανάπτυξης και ύφεσης… αλλά μπορούν μάλλον να συγκριθούν με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ».

    Ωστόσο, ο Σόιμπλε επέμεινε ότι η στήριξη στην Αθήνα θα δίνεται «μόνο όταν οι δεσμεύσεις εφαρμόζονται με συνέπεια, βήμα βήμα». Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επανέλαβε πως δεν πρέπει να δίνονται κίνητρα στην Αθήνα για «χαλάρωση» των μεταρρυθμίσεων, λέγοντας πως ένα κούρεμα από τον επίσημο τομέα θα έδινε ένα τέτοιο «λανθασμένο μήνυμα».

    Καθυστερήσεις έγιναν, είπε, και λόγω των διπλών εκλογών στην Ελλάδα, όμως η τρόικα διαπίστωσε ότι η χώρα χρειάζεται δύο επιπλέον χρόνια «και αυτό προκαλεί χρηματοδοτικό κενό, που πρέπει να καλύψουμε».

    «Σήμερα όμως δεν ψηφίσουμε μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη» τόνισε ο Σόιμπλε, επαναλαμβάνοντας πως σε περίπτωση απροόπτων «οι επιπτώσεις για όλη την Ευρωζώνη θα ήταν τεράστιες και απρόβλεπτες». Ελληνική χρεοκοπία θα προκαλούσε τη διάσπαση της Ευρωζώνης είπε ο Σόιμπλε, τονίζοντας πως «κανείς δεν ωφελείται περισσότερο από την Ευρώπη από όσο η Γερμανία».

    SPD: «Μας λέτε να περιμένουμε και να δούμε»

    Λαμβάνοντας το λόγο, ο επικεφαλής της ΚΟ των αντιπολιτευόμενων Σοσιαλδημοκρατών (SPD) επιτέθηκε ευθέως στην διαχείριση της κρίσης από την γερμανική κυβέρνηση. Το SPD έχει δηλώσει πως θα υπερψηφίσει το πακέτο.

    Όσον αφορά τις αποφάσεις για την Ελλάδα, «αυτό που μας ζητάτε είναι να ψηφίσουμε, να περιμένουμε και να δούμε», είπε ο Στάινμαϊερ. «Περιμένω να μας πείτε ότι κάνατε λάθος στους προηγούμενους υπολογισμούς σας, κύριε Σόιμπλε» είπε ο Στάινμαϊερ, επαναλαμβάνοντας πως η κυβέρνηση «φοβάται το λαό και δεν είπε την αλήθεια, ότι η κρίση θα κοστίσει στους Γερμανούς».

    «Είναι οικονομικό χαρακίρι αυτό που προωθείτε στην Ευρωζώνη» είπε ο Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ απευθυνόμενος στη γερμανική κυβέρνηση.

    Επιστρέφοντας στο θέμα της Ελλάδας, ο Στάινμαϊερ επανέλαβε τις επιφυλάξεις του κόμματος για την ταχύτητα των αποφάσεων: «Το εάν θα επιτύχει η επαναγορά θα το ξέρουμε 13 Σεπτεμβρίου, και τότε θα μάθουμε και εάν θα συμμετέχει και το ΔΝΤ» είπε, λέγοντας πως το SPD «περιμένει τότε να ξανασυνέδριασει η Βουλή για το θέμα».

    «Ξέρετε ότι στο τέλος δεν θα αποφευχθεί το κούρεμα, αλλά αποφεύγετε την αλήθεια όπως ο διάβολος το λιβάνι» είπε ο επικεφαλής της ΚΟ του SPD. Η απόφαση του Eurogroup «δεν δίνει βιώσιμη λύση για την Ελλάδα», είπε: «Αγοράσατε χρόνο κύριε Σόιμπλε, για την Ελλάδα αλλά και για την κυβέρνησή σας» συμπλήρωσε.

    Μετά από όλη την κριτική στην πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης, ο Στάινμαϊερ κάλεσε τους βουλευτές του να υπερψηφίσουν τις αποφάσεις λέγοντας: «Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τους Έλληνες, μπορούν να υπολογίζουν ότι θα τηρήσουμε τη δέσμευση για για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη».

    Φιλελεύθεροι: «Πικρή η θεραπεία για τους Έλληνες»

    Λαμβάνοντας το λόγο, ο Ράινερ Μπρούντερλε των συγκυβερνώντων Φιλελεύθερων (FDP) τόνισε ότι από τους Έλληνες απαιτούνται τεράστιες θυσίες. «Η θεραπεία για τους Έλληνες είναι πικρή» τόνισε, αναφέροντας ως παράδειγμα την κατάσταση στα ελληνικά νοσοκομεία και επισημαίνοντας τους κινδύνους στην κοινωνική συνοχή από την ανεργία και την κρίση.

    Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, ανέφερε ο Μπρούντερλε, «έχει επαναλάβει ότι ένα κούρεμα από τον επίσημο τομέα απορρίπτεται».

    Ωστόσο, «κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει στο μέλλον» είπε, για να προκαλέσει γέλια και αντιδράσεις από τους βουλευτές του SPD. Επεσήμανε δε ότι η Αθήνα «είναι ειδική περίπτωση, και δεν θα λειτουργήσει ως προηγούμενο».

    Καταλήγοντας, ο Μπρούντερλε έμεινε στο ίδιο μήκος κύματος με τον Σόιμπλε, επισημαίνοντας τους κινδύνους για ολόκληρη την Ευρωζώνη εάν αποτύχει το πρόγραμμα για την Ελλάδα.

    Linke: «Σώζετε μόνο την χρεοκοπημένη σας πολιτική»

    Σε υψηλούς τόνους επιτέθηκε η βουλευτής του κόμματος της Αριστεράς (Linke) Ζάρα Βάγκενκνεχτ, λέγοντας πως το μόνο που επιτυγχάνεται μόνο «η περαιτέρω μεταφορά του ρίσκου από το ελληνικό πρόγραμμα στους Γερμανούς φορολογούμενους».

    «Η Ελλάδα έχει ήδη χρεοκοπήσει, δεν μπορεί να πληρώσει μόνη της» είπε η βουλευτής, προσθέτοντας ότι «το μόνο που κάνετε είναι να ρίχνετε λεφτά στην άμμο για να σώσετε την χρεοκοπημένη σας πολιτική» είπε η βουλευτής. «Η Ελλάδα έχει γονατίσει» τόνισε η βουλευτής.

    Πράσινοι: «Η Ελλάδα χρειάζεται χρόνο, το ευρώ δεν σώζεται μόνο με λιτότητα»

    Από την πλευρά των Πρασίνων, ο Γιούργκεν Τρίτιν ανέπτυξε κατά κύριο λόγο τα ίδια επιχειρήματα με τους Σοσιαλδημοκράτες. «Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο, και αυτό κοστίζει περισσότερα χρήματα» τόνισε. Επανέλαβε δε το σκεπτικό του SPD, ότι η κυβέρνηση Μέρκελ «φοβάται την αλήθεια για το κούρεμα».

    Η εφαρμογή του ελληνικού πακέτου, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι η λιτότητα μειώνει το έλλειμμα αλλά αυξάνει το χρέος. «Το ευρώ δεν σώζεται μόνο με λιτότητα, αλλά μαζί με την εξυγίανση και τις δομικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται παράλληλα και επενδύσεις για ανάπτυξη και καινοτομία» τόνισε ο Τρίτιν.

    Ο συνεπικεφαλής της ΚΟ των Πρασίνων συμφώνησε ότι οι ελληνικές δεσμεύσεις πρέπει να τηρηθούν, αλλά είπε: «Πρέπει κι εμείς να τηρήσουμε τις δικές μας, έχουμε από τις αρχές Νοεμβρίου την έκθεση της τρόικας και τώρα πρέπει να ανταποδώσουμε με τη σειρά μας» είπε, αναφερόμενος στην εκταμίευση της δόσης.

    http://news.in.gr/world/article/?aid=1231224445

  15. Βλάσης Αγτζίδης on

    Μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του Γιανναρά:

    …αυτή η ηγεμονεύουσα «ελίτ» άρχισε να εμφανίζει μιαν εκπλήσσουσα σύγκλιση με απόψεις, προτεραιότητες και αξιολογικές εκτιμήσεις των υπέρμαχων της λεγόμενης (μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης) «Νέας Τάξης» πραγμάτων.

    Διαπλέχθηκε η «ελίτ» με πρόσωπα από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, κατέληξε να είναι ένα ποτ-πουρί διασημοτήτων που ανήκουν στις πιο αντιθετικές πολιτικές παρατάξεις – από τη «συνασπισμένη» Αριστερά ώς τον ακραίο Νεοφιλελευθερισμό. Εμφανίζουν όμως μιαν εκπληκτικά πειθαρχημένη ομογνωμία όταν πρόκειται για ιδεολογικές θέσεις του ΝΑΤΟ (τουλάχιστον όπως τις εξέφρασε ο πολύς Χάντινγκτον) και της στρατηγικής των ΗΠΑ. Ήταν και είναι όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν. Όλοι τους φανατικά αντι-Σέρβοι.

    Όλοι υπέρ του αδιάλλακτου χωρισμού Εκκλησίας και κράτους. Υπέρ της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Υπέρ των οποιωνδήποτε παραχωρήσεων προς την Τουρκία. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας ώστε να μην «προκαλούνται» οι Τούρκοι.

    Όλοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Όλοι φανατικά υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Κ.λπ., κ.λπ.

    Χρήστος Γιανναράς, Το «ευρωπαϊκόν» και το «αμερικανικόν», «Η Καθημερινή», 11-2-2007.

  16. Βλάσης Αγτζίδης on

    Αρχές του 1947 η ΑΓΓΛΙΚΗ κυβέρνηση έχει ανακοινώσει στις ΗΠΑ πως
    αδυνατούσε πλέον να συνεχίσει την ενίσχυση της ελληνικής κυβέρνησης
    στον αγώνα της κατά της κομμουνιστικής … επικράτησης στην Ελλάδα.

    Ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν προκειμένου να έχει ιδία άποψη , στέλνει
    το 1947 τον Paul A. Porter ως επικεφαλής αμερικανικής αποστολής.

    Μετά από έναν περίπου μήνα, ο Porter στέλνει επιστολή προς το
    Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, γράφοντας μεταξύ των άλλων:

    Εδώ δεν υπάρχει κράτος !
    Υπάρχει μόνο μία ιεραρχία πολιτικών, ο ένας χειρότερος από τον άλλον.
    Μοναδική τους έννοια , η κατάκτηση της εξουσίας
    .
    Σε ολόκληρη τη χώρα οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα
    και τον φόβο, οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν
    αποθηκεύουν προμήθειες.

    Και συνεχίζει:

    Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη!!!!.
    Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται ΒΑΣΕΙ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ,
    (μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές
    περισσότερο από τον βασικό μισθό τους !).

    Η δημόσια διοίκηση δεν είναι σε θέση να προβεί ούτε στην είσπραξη
    φόρων, ή την επισκευή δρόμων.

    Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί
    για ξένη βοήθεια, απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος …
    !!!!
    Στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια για τη διαιώνιση
    των προνομιών μιας μικρης κλικας που εχει την εδρα της στην πλατεία
    Κολωνακίου !…

    Υπογραφή : Paul A. Porter

  17. Β........... on

    Greece’s Rotten Oligarchy-Η σάπια ολιγαρχία της Ελλάδας

    Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης

    Η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία,δυστυχώς αμέσως μετά την πτώση της ελληνικής Χούντας το 1974,δημιούργησε ένα υβρίδιο Δημοκρατίας. Μπορείς να ψηφίζεις, να ανήκεις σε κόμματα, ακόμη και να διαμαρτύρεσαι. Στην ουσία όμως, την πολιτική ασκεί μια κλειστή κλίκα ανθρώπων.

    Λέγονται πολλά για την ελληνική κρίση και γίνονται ακόμη περισσότερα τα οποία δεν έχουν ακουστεί. Πάνω από την Ελλάδα της κρίσης, συγκρούονται συμφέροντα, αντιλήψεις, πολιτικές. Στο επίκεντρο της κριτικής έχει μπει ο Δημόσιος Τομέας και το Κοινωνικό Κράτος. Ναι, στην Ελλάδα λειτουργεί ένας αντιπαραγωγικός Δημόσιος Τομέας, ο οποίος κυρίως αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι διορίστηκαν από τα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία 40 χρόνια χωρίς καμιά αξιοκρατία.

    Αλλά ο προβληματικός Δημόσιος Τομέας είναι άλλος. Είναι μερικές δεκάδες επιχειρηματίες οι οποίοι ζουν από το κράτος. Πρόκειται για κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες οι οποίοι ωστόσο αποκαλούν τον εαυτό τους «υγιή επιχειρηματία».

    Παίρνουν δουλειές από το ελληνικό κράτος, συνήθως σε υψηλότερες τιμές από τις πραγματικές, και χρηματίζουν πολιτικούς για να το πετυχαίνουν. Ταυτόχρονα είναι και ιδιοκτήτες Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.Έτσι καταφέρνουν να εξασφαλίζουν την σιωπή για ό,τι κάνουν.Πολλές φορές μάλιστα αγοράζουν και μια ποδοσφαιρική ομάδα,για να έχουν λαϊκό έρεισμα,και να κρύβουν το έγκλημα πίσω από την λαϊκή προστασία,όπως ακριβώς έκανε ο Εσκομπάρ στην Κολομβία και ο Αρκάν στη Σερβία.

    Το 2011, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Οικονομικών και σήμερα είναι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πέρυσι θεσμοθέτησε έναν φόρο για τα ακίνητα. Αλλά για τα ακίνητα που είναι μεγαλύτερα από 2.000 τετραγωνικά μέτρα ο φόρος μειωνόταν στο 60%. Ο κ. Βενιζέλος εξαιρούσε από τον φόρο τους μοναδικούς που μπορούσαν να πληρώσουν: τους πλούσιους. (Ο κ. Βενιζέλος είναι επίσης ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τη χορήγηση ενός νόμου ευρείας ασυλίας στους υπουργούς της κυβέρνησης.)

    Αυτό γίνεται καθημερινά επί δεκαετίες. Η κοινή γνώμη είναι στεγανοποιημένη από την πραγματική πληροφόρηση. Κανάλια, εφημερίδες,sites ανήκουν σε αυτή την οικονομικοπολιτική ελίτ που κυβερνά την Ελλάδα.

    Ένα ακόμα σκάνδαλο είναι αυτό που περιλαμβάνει τη λίστα Λαγκάρντ. Το 2010 η Christine Lagarde, τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας (και σήμερα επικεφαλής του ΔΝΤ), έδωσε στην Ελληνική κυβέρνηση μια λίστα με 2000 ελλήνων καταθετών στην Ελβετία, για να διερευνηθεί ποιοί είναι φοροφυγάδες. Οι Ελληνικές Αρχές ουσιαστικά δεν έκαναν τίποτα με τη λίστα. Δύο έλληνες υπουργοί Οικονομικών,οι Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλος μιλώντας μπροστά στην Επιτροπή της Βουλής ισχυρίστηκαν πως έχασαν την λίστα ή δεν γνώριζαν πού είναι. Εν τω μεταξύ, αρκετά μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν ψευδώς πολιτικούς και προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου πως ήταν μέσα στη λίστα, προκειμένου να αποκρύψουν την άσχημη πραγματικότητα: πλούσιοι άνθρωποι φοροδιέφευγαν, ενώ απελπισμένοι συμπολίτες τους έψαχναν τα σκουπίδια για φαγητό.

    Όταν το HOT DOC,το περιοδικό το οποίο διευθύνω, δημοσίευσε τη λίστα τον Οκτώβριο, με συνέλαβαν με την κατηγορία παραβίασης προσωπικών δεδομένων, αλλά αθωώθηκα. Αλλά το αποτέλεσμα δεν άρεσε στην εξουσία. Ετσι με οδήγησε ξανά σε δίκη ακυρώνοντας την πρώτη, με αόριστα επιχειρήματα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία (δημοσιοποίηση λίστας, σύλληψή μου,αθώωση) τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης ήταν απόντα. Η «υπόθεση Λαγκάρντ» ήταν πρώτο θέμα παντού αλλά όχι στη χώρα που εξελίχθηκε.

    Ο λόγος είναι απλός. Στη λίστα Λαγκάρντ ,είναι όλο το οικονομικοπολιτικό σύστημα που κυβερνά τη χώρα. Αυτή η διεφθαρμένη ελίτ που μιλά στο όνομα της Δημοκρατίας με την ίδια ευκολία που την ακυρώνει. Εκδότες, υπουργοί με offshore εταιρείες, τραπεζίτες, φίλοι πρωθυπουργών και βέβαια εκπρόσωποι της «μαύρης οικονομίας».

    Μετά την δημοσιοποίηση της λίστας από το περιοδικό μου, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο για την υπόθεση.

    Όταν ο κ. Βενιζέλος έφυγε από το υπουργείο Οικονομικών τον περασμένο Μάρτιο, δεν κατάφερε να δώσει υπηρεσιακά τη λίστα στον διάδοχό του. Την πήρε μαζί του.

    Μόνο όταν ο επόμενος υπουργός Γιάννης Στουρνάρας, είπε σε συνέντευξή του στους Financial Times στις 2 Οκτωβρίου πως δεν παρέλαβε ποτέ τη λίστα, ο κύριος Βενιζέλος την παρέδωσε στο πρωθυπουργικό γραφείο. Κανένας δεν τον ρώτησε γιατί δεν παρέδωσε τη λίστα και τη χειρίστηκε ιδιωτικά. Και κανένας από τα τρία κόμματα της κυβέρνησης δεν τον παραπέμπει στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής για τα αδικήματα που έχει διαπράξει.

    Εν τω μεταξύ, πρόσφατα κυκλοφόρησε μία νέα εκδοχή της λίστας με βάση την οποία αποκαλύπτεται πως κάποιος έχει διαγράψει 3 ονόματα συγγενών του πρώην Υπουργού Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ήταν ο υπουργός Οικονομικών 2009 – 2011, πριν ο κ. Βενιζέλος. Τον περασμένο μήνα, ο κ. Παπακωνσταντίνου εκδιώχθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα αντιμετωπίζει μια κοινοβουλευτική έρευνα, τη πιθανότητα άρσης της ασυλίας ως πρώην υπουργό, και τα τέλη της παραποίησης των δεδομένων. Ο Παπακωνσταντίνου δείχνει να γίνεται η νέα Ιφιγένεια για να μπορέσει να επιβιώσει το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

    Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Ελλάδα ακροβατεί επικίνδυνα πάνω από την άβυσσο της πτώχευσης και η τρικομματική κυβέρνηση εφευρίσκει και άλλους πρωτότυπους φόρους για τα χαμηλά στρώματα.Ένας στους δύο νέους είναι άνεργος. Η οικονομία συρρικνώνεται με ετήσιο ρυθμό του 6,9%. Άνθρωποι ψάχνουν τα σκουπίδια για να φάνε. Και ένα ναζιστικό κόμμα, η Χρυσή Αυγή, ανεβαίνει επικίνδυνα εκμεταλλευόμενο την αγανάκτηση του κόσμου και την οργή που δημιουργεί η ατιμωρησία.

    Οι Έλληνες πρέπει να ξανά ανέβουν στο ποδήλατο της Δημοκρατίας απαιτώντας ένα τέλος στην απάτη και τη διαφθορά. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να αντισταθούν στην χειραγώγηση και να ξανά ανακαλύψουν τη δημοσιογραφία. Και η κυβέρνηση θα πρέπει να αναβιώσει την αρχαία Ελλάδα δημοκρατική κληρονομιά της – αντί να σκοτώνει τον αγγελιοφόρο.

  18. Γ. on

    Eλλαδισμός, το τέλος του Eλληνισμού;

    Του Χρήστου Γιανναρά

    Φίλος Bρετανός, με ενδιαφέρον επενδυμένο σε σοβαρή κατάρτιση για τον πολιτισμικό χώρο της Mέσης Aνατολής, μου έθεσε ένα ερώτημα σχετικό με την ελληνική διαχείριση της τύχης του Πατριαρχείου Iεροσολύμων. Mοιάζει ερώτημα περιθωρίου, ερώτημα πολυτελείας την ώρα που έχει επίσημα καταλυθεί η εθνική μας κυριαρχία και το ελλαδικό κράτος βρίσκεται υπό απηνή επιτρόπευση. Oμως, χτίζοντας την πληροφόρηση που απαιτούσε το ερώτημα ενός αλλοδαπού ενδιαφερόμενου, τόλμησα να προϋποθέσω τη χρησιμότητά της και για τον ελλειπτικά ίσως ενημερωμένο Eλλαδίτη σήμερα, κυρίως αυτόν που θα ήθελε να υπολογίσει το προσδόκιμο ιστορικής επιβίωσης του κρατιδίου μας.

    Tο ερώτημα του φίλου έλεγε: «Aπό την οθωμανική ακόμα περίοδο, η εκλογή του πατριάρχη Iεροσολύμων ελέγχεται από την Aγιοταφική Aδελφότητα – που συγκροτείται μόνο από Eλληνες. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η ιστορία αυτού του πατριαρχείου εξελίχθηκε με θλιβερό τρόπο: τα ελληνικά συμφέροντα έκαναν πολλές προσπάθειες να αποσοβήσουν την «αραβοποίηση» της Oρθόδοξης Eκκλησίας στα Iεροσόλυμα, παρ’ όλο που η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών είναι Aραβες. Aυτή η προσπάθεια διατήρησης του ελληνικού ελέγχου δεν έχει αποβεί επιβλαβής για την Oρθοδοξία; H δυνατότητα να είναι ο πατριάρχης αληθινός πατέρας (γεννήτορας) της ορθόδοξης πίστης, έχει σπαταληθεί. Bλέπεις να υπάρχει ελπίδα αλλαγής νοοτροπίας στον 21ο αιώνα»;

    Tου απάντησα: Για να διακρίνουμε λύση στο συγκεκριμένο, πολύ οδυνηρό πρόβλημα, μάλλον πρέπει να απαντήσουμε πρώτα σε ένα άλλο ερώτημα: Πριν από την ίδρυση του ελλαδικού εθνικού κράτους, το 1822, ποια ήταν τα γεωγραφικά σύνορα του Eλληνισμού; Tην 1η Iανουαρίου του 1822 η πρώτη Eθνική Συνέλευση στην Eπίδαυρο διακήρυξε, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων», «την Πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν του Eλληνικού έθνους, του αποσείσαντος τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας υπό την φρικώδη Oθωμανικήν δυναστείαν». Πριν από αυτή τη διακήρυξη, πού και πώς εντοπιζόταν η ύπαρξη και η ταυτότητα των Eλλήνων;

    Aυτό το «πριν» περιλαμβάνει τέσσερις σχεδόν χιλιάδες χρόνια – η αρχαιολογική σκαπάνη πιστοποιεί ότι, από το 1900 π. X., είκοσι δύο ελληνικά φύλα είναι εγκατεστημένα ή περιφερόμενα (νομαδικά) στη γεωγραφική περιοχή από τη σημερινή Kροατία ώς το ακρωτήριο Tαίναρο, την Kρήτη, τα Mικρασιατικά παράλια, το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, την Kύπρο. Mε κοινή γλώσσα, κοινή τέχνη εργαλείων, κοσμημάτων, κεραμικής. Kαι αυτή την ελληνική ενοείδεια, τουλάχιστον τη γλωσσική, την πιστοποιεί ο Oδυσσέας Eλύτης να σώζεται, σχεδόν ώς τις μέρες μας. Γράφει: «Oσο περίεργο κι αν φαίνεται, ο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού (ελλαδικού) κράτους ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Oι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας, καλύπτανε μεγάλα μέρη της Iταλίας και της Aυστρίας, ολόκληρη την Aίγυπτο, τη νότια Bουλγαρία, τη Pουμανία, τη Pωσία του Kαυκάσου και, φυσικά, την Kωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της ώς κάτω, κατά μήκος του Aιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Tουρκία». Θα πρόσθετα τη Συρία και την Παλαιστίνη.

    O Eλληνισμός μπήκε δυναμικά στην Iστορία ως ιδιαιτερότητα «τρόπου»: Πάλη για να φωτιστεί η εγκυρότητα της γνώσης και η «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη, «κοινόν άθλημα» για να πραγματωθεί η «κοινωνία του αληθούς» στην «πόλιν» με γλώσσα και Tέχνη υπηρετικές του «πολιτικού αθλήματος». Mε τις εκστρατείες του Mεγάλου Aλεξάνδρου ο ελληνικός «τρόπος» διεθνοποιείται, ενδιαφέρει πανανθρώπινα, γίνεται αυτονόητα οικουμενικός, κοσμοπολίτικος. «Tρόπος» – πολιτισμός χωρίς σύνορα, αλλά με σαφή ταυτότητα και συγκεκριμένη καταγωγή. Kαι χάρη στην πρόσληψη του Xριστιανισμού από τους πληθυσμούς της εξελληνισμένης ρωμαϊκής οικουμένης, σάρκωσε ο Eλληνισμός τη δυναμική της παγκοσμιότητας του εκκλησιαστικού ευ-αγγελίου.

    Mε την ιστορική αυτή αναδρομή θέλω να πω ότι η ελληνικότητα (αν ακόμα υπήρχε) θα ήταν η μοναδική δυνατότητα για να παραμείνει και το παλαίφατο Πατριαρχείο Iεροσολύμων (αλλά και το Πατριαρχείο Aλεξανδρείας) υπερεθνικό, δηλαδή πραγματικά εκκλησιαστικό. Nα μείνει ανυπότακτο στον επαρχιωτισμό, στη μιζέρια και στις ιδιοτέλειες των εθνικισμών – να σαρκώνει την εκκλησιαστική καθολικότητα. Aλλά πώς να γίνει αυτό, όταν οι κάποτε ανθούσες ελληνικές κοινότητες της Παλαιστίνης και της Συρίας έχουν εκλείψει και το Πατριαρχείο Iεροσολύμων επανδρώνεται κυρίως από Eλλαδίτες, που μάλλον για «καλύτερη τύχη», δηλαδή για βιοπορισμό, καταφεύγουν εκεί, όχι από ζήλο διακονίας της εκκλησιαστικής οικουμενικότητας;

    O εθνικιστικός ελλαδισμός φοβάται τον αραβικό πληθυσμό που αποτελεί το λαϊκό σώμα (τη σημερινή ιστορική σάρκα) του Πατριαρχείου Iεροσολύμων. Aν καταλαβαίναμε οι Eλλαδίτες ότι η ελληνικότητα δεν εντοπίζεται στο αίμα, στη βιολογική διαδοχή, αλλά στη διαδοχή του «τρόπου» που αφορά πανανθρώπινα, είναι εξ ορισμού οικουμενικός (και μόνο υπηρετείται αυτός ο «τρόπος», δεν εξουσιάζει), τότε θα είχαμε πείσει τους Aραβες για το προφανές και αυτονόητο: Oτι αν το Πατριαρχείο γίνει αραβικό ή ελλαδικό, θα σβήσει αναπότρεπτα μέσα στη μιζέρια τού επαρχιωτικού εθνικισμού και στην πλημμυρίδα της μουσουλμανικής θρησκοληψίας. Θα μπορούσε να ξαναγίνει ζωντανός άξονας της εκκλησιαστικής «κατά την οικουμένην» καθολικότητας μόνο αν γινόταν να ξαναβρεί την ελληνικότητά του, τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό του.

    Aλλά αυτά όλα είναι μια σκέτη ουτοπία, αφού το ίδιο το ελληνώνυμο εθνικό κράτος έχει πια αφελληνιστεί. Πασχίζει, 190 χρόνια τώρα, να αποβάλει, με κάθε τρόπο, την ευθύνη και την προνομία της ελληνικής οικουμενικότητας, να υποταχθεί, από επαρχιώτικη ξιπασιά και μόνο, στον μιμητισμό, στον μεταπρατισμό. Δυο αιώνες τώρα παλεύουμε να αποδείξουμε ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν»: επιλέξαμε να είμαστε μια καθυστερημένη στο διηνεκές, ως προς το ευρω-αμερικανικό ίνδαλμά μας, βαλκανική επαρχία.

    Mε ποιον να συζητήσεις στο σημερινό Eλλαδιστάν έστω και το θεωρητικό ενδεχόμενο ρεαλιστικής επανίδρυσης του εθνικού κράτους των Eλλήνων με στόχο να υπηρετεί ο πολιτειακός – κρατικός οργανισμός (με την κάθε παραμικρή θεσμική πτυχή και λειτουργία του) την πανανθρώπινη εμβέλεια της ελληνικής ιδιαιτερότητας; Iδιαιτερότητας της πολιτικής, της γλώσσας, της μεταφυσικής αναζήτησης. Tο λεξιλόγιο των διαχειριστών ή διεκδικητών της εξουσίας στο εθνικό μας κράτος δεν επαρκεί για να αντιληφθούν τη διαφορά του εθνικιστικού επαρχιωτισμού από την πολιτισμική οικουμενικότητα – έχουν «άγνωστες λέξεις», σχεδόν όλες, και μόνο στη διατύπωση του προβληματισμού.

    O Bρετανός νομίζω θα με καταλάβει. Γιατί «μετέχει ελληνικής παιδεύσεως».

    http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_20/01/2013_479408

  19. Π.Κ. on

    Ο Γιώργος Διαλεγμένος μιλάει για όλα και για το νέο θεατρικό του

    Είμαστε σκάρτοι από κούνια

    Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
    «Γκιλοτίνα! Για όλους αυτούς που φέραν’ τη χώρα σε αυτό το χάλι έπρεπε να είχαν στηθεί γκιλοτίνες στο Σύνταγμα. Για όλους όσοι περάσαν’ στη Βουλή απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου και μετά. Δεν υπάρχει άνθρωπος καλός εκεί μέσα. Αν υπήρχε θα έλεγε «συγγνώμη, έκανα λάθος. Φεύγω». Ολοι είναι στο κόλπο. Και ο Παπακωνσταντίνου και ο Βενιζέλος. Αν ήταν στην Κίνα, θα τους είχαν εκτελέσει. Θέλουν εκτέλεση. Ούτε καν φυλακή». Ακραίος, προκλητικός, για πολλούς τρελός. Παρ’ όλο που περνούν τα χρόνια, ο Γιώργος Διαλεγμένος δεν φαίνεται να ησυχάζει. Κι ας δηλώνει «παραιτημένος», «τουρίστας» στη χώρα του και «συνταξιούχος διαδηλωτής», που θέλει «δυο-τρεις ακόμη διαδηλώσεις για να πάρει και το επικουρικό του».

    Φωτο: Σπύρος Τσακίρης
    Η«Ε» τον συνάντησε στο «κελί του Λουδοβίκου», ένα ασφυκτικό δώμα που έφτιαξε ολομόναχος. Η πρόσκληση ήταν δική του. Γιατί χάρηκε που ξανακυκλοφόρησε η «Ελευθεροτυπία» («μπορεί να γίνει η πρώτη εφημερίδα», λέει) και γιατί ολοκλήρωσε αισίως έπειτα από «επτά χρόνια ψυχαναγκασμού» το νέο του θεατρικό έργο. Κυρίως, γιατί θεωρεί επικίνδυνη τη Δημοκρατία μας. «Είναι ασυδοσία. Προσωπικά, αυτή τη Δημοκρατία τη χέζω πατόκορφα. Το λίκνο η Βουλή! Και καμιά φορά λένε και «το μπουρδέλο η Βουλή». Επειδή εγώ έχω μανία με τα μπουρδέλα και πηγαίνω και ρωτάω τις τιμές, κάνουν λάθος που λένε μπουρδέλο τη Βουλή. Αμα μπουν σε μπουρδέλο θα ντραπούν βλέποντας πόσο οργανωμένο και καθαρό είναι. Δεν υπάρχει περίπτωση αυτή η χώρα να γίνει κράτος. Είμαστε απ’ το DNA μας σκάρτοι. Είμαστε σκάρτοι. Το λέω αυτό και στενοχωριέμαι».

    – Είστε στενοχωρημένος; Οχι αγανακτισμένος;

    «Οχι. Ξέρω σε τι τόπο ζω. Πηγαίναν’ στο Σύνταγμα οι αγανακτισμένοι πολίτες. Αγάπη μου, αφού εσύ τον ψήφισες, τι αγανακτείς; Τον ψήφισες ξανά και ξανά και ξανά! Και αν θέλει γιαούρτωμα ο βουλευτής και ο υπουργός, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Διότι αφού βλέπεις ότι σε κοροϊδεύουν, γιατί εσύ τρέχεις και τους ξαναψηφίζεις; Μην πας! Κλείσου σπίτι σου, όπως κλείστηκες όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Αλλά ο Ελληνας δεν μπαίνει σε καλούπια. Στο Αγκίστρι ερχόταν το ΣΔΟΕ και έλεγε «»Παναγιωτάκη, τι μας έχεις σήμερα;». «Σας έχω δυο τσιπούρες παιδιά και δυο αστακουδάκια». Εγώ καθόμουν στο διπλανό τραπέζι και τ’ άκουγα. Τρώγανε καλά καλά και μετά πηγαίνανε στο διπλανό εστιατόριο. Υποτίθεται ότι κάνανε έλεγχο και μαζεύαν’ φόρους!».

    Καταγγέλλετε τους άλλους. Εσείς δεν έχετε κάνει παρανομία στη ζωή σας;

    «Βεβαίως κι έχω κάνει. Καταρχάς, δεν πληρώνω στη συγκοινωνία. Οπου μπορώ την «κάνω» κι εγώ. Αφού έτσι έχω μάθει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο στο χαμό αυτό το ποσοστό που πήρε η Χρυσή Αυγή. Είναι γέννημα αυτών που κατέστρεψαν τη χώρα. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα κλαδί με αγκάθια που το κρατάς γιατί αν το αφήσεις θα πέσεις. Δεν μπορείς όμως να τη βάλεις στην παρανομία, όπως κάναν’ στον κομμουνισμό. Εξακόσιες χιλιάδες άτομα την ψηφίσαν’. Τι ήταν η Χρυσή Αυγή; Κάτι από την παλιά ΕΠΕΝ. Για το οποίο γελάγαμε. Και ξαφνικά φτάνει στο 12%».

    – Η εγκληματική βία της εναντίον των μεταναστών δεν σας προκαλεί;

    «Εχουμε ανάγκη 500 μετανάστες; Ορίστε, περάστε από γιατρούς και ελάτε. Οπως έκαναν σε εμάς οι Γερμανοί. Οι υπόλοιποι «κόβονται». Δεν είχαμε ανάγκη να φορτώσουμε τη χώρα με δολοφόνους, Καλάσνικοφ, πουτάνες και μαστροπούς».

    – Παρουσιάζετε τα πράγματα σαν να μην είχαμε κι εμείς τους δικούς μας.

    «Μας φτάνανε οι πουτάνες μας. Πουτάνες, όπλα, κλέφτες είχαμε αρκετούς. Δεν θέλαμε άλλους!».

    – Οσα πρεσβεύετε ακούγονται πολύ ρατσιστικά, πολύ φασιστικά…

    «Ας ακούγονται. Επειδή αγαπώ τη χώρα μου είμαι φασίστας; Ας οργανωθούμε ως κράτος κι ας είναι κι ο Κουλουβαρδόπουλος αρχηγός – δεν είπα η Χρυσή Αυγή. Δεν αντέχουμε το φασισμό, αλλά έχουμε ασυδοσία στη Δημοκρατία. Βλέπω έναν που σπάει το δέντρο και του λέω «ρε φίλε, το έσπασες». «Γιατί, δικό σου είναι;». Λέω σε έναν άλλο «μην παρκάρεις εκεί πέρα, δεν περνάμε, θα πάρεις 40 ευρώ πρόστιμο». «Αφού και στο γκαράζ 40 δίνω. Εντάξει, μέσα στα 11 εκατομμύρια υπάρχουν και γύρω στις 300 χιλιάδες που σκέφτονται κανονικά».

    Οταν λέτε σκέφτονται κανονικά, τι εννοείτε;

    «Εννοώ αγαπάνε τη φύση, αγαπάνε τη χώρα. Εδώ πέρα κανένας δεν αγαπά τη χώρα του. Κοιτάζει μόνο πώς θα βολευτεί. Ετσι έμαθε. Γι’ αυτό και θα έπρεπε όταν μεγαλώνει το παιδί να το παίρνει το κράτος και να το απομονώνει από την οικογένεια. Διαφορετικά, διαιωνίζεται ο Ελληνας κομπιναδόρος και λαμόγιο».

    Εχετε δηλώσει υπέρμαχος της θανατικής ποινής. Η φυλακή είναι ημίμετρο;

    «Στη φυλακή θα τρώει, θα παίζει μπάσκετ, θα περνά καλά μέχρι να περάσουν 20 χρονάκια και να βγει πάλι έξω. Ενώ σου έχει σκοτώσει δυο παιδιά. Δεν είναι άδικο; Μιλώντας για αδικία, θυμήθηκα τη Λιάνη. Γιατί να παίρνει σύνταξη αυτή; Γιατί να έχει όλα αυτά τα σπίτια που της άφησε ο Παπανδρέου; Πού είναι το κράτος να της πει: Ελα εδώ, κυρία μου, στο δρόμο! Ολοι όσοι τα φάγανε, στο δρόμο, όπως αυτοί που ζητιανεύουνε στους τεκενέδες. Κι ο Τσοχατζόπουλος! Ούτε κρεβάτι να μην έχουν… Δεν σηκώνουν αυτά δίκες. Οι δίκες γίνονται για να την κοπανήσουν. Νόμος περί ευθύνης των υπουργών! Ούτε στην Ουγκάντα δεν έχουν τέτοιους νόμους. Αλλά για ποιο κράτος μιλάμε όταν ο άλλος έκανε τη χώρα μπάχαλο και πάει να κάνει τον καθηγητή στο Χάρβαρντ…».

    – Υπάρχει κράτος όταν σας έρχεται το μπιλιετάκι με το νέο χαράτσι.

    «Αυτό είναι ληστεία. Κανονικά, ο κόσμος έπρεπε να είχε ένα περίστροφο και να λέει «τι είναι αυτό; Δεν έχω να το πληρώσω». Μπαπ, ρίχτου. Εκδίκηση, ρε παιδί μου. Για να μπορείς να πεις «κι εγώ, ρε κερατά, σε έφαγα». Τα Καλάσνικοφ τα έχουν και κάνουνε ληστείες αντί να μπουκάρουν στη Βουλή και να τους καθαρίσουν όλους. Και τους 300. Θα μου πεις, μετά τι θα γίνει; Ασε το μετά. Για να χτίσεις ένα γερό σπίτι πρέπει να γκρεμίσεις πρώτα το παλιό. Κάποιοι αυτοκτονούν! Αφού, βρε ηλίθιε, θέλεις να αυτοκτονήσεις πάρε και κανά δυο υπουργούς μαζί σου. Είμαστε σάπιοι -κι εγώ έχω κάνει τις σαπίλες μου. Αλλά πλέον ούτε αγανακτώ. Ούτε με νοιάζει. Εγώ σε 10 χρόνια, πλούσια πλούσια, «φεύγω». Εχω και τον τάφο μου έτοιμο. Και λέω στη Σοφία «τζάμπα τα έξοδα». Πήγα στο γιατρό και δεν έχω τίποτα!».

    – Είναι πραγματικά τόσο καλή η σχέση σας με το θάνατο ή μας κοροϊδεύετε;

    «Από 7 ετών. Αυτό το οφείλω στην κυρά Κατίνα, τη Διαλεγμένου. Της είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί το παιδί και πήγε και πήρε ένα άλλο παιδί που το λέγαν’ Γιώργο. Εμένα. Γιατί αν με λέγαν’ Νίκο, θα ήμουν ακόμα μέσα. Και με πήγαινε κάθε μέρα στο νεκροταφείο. Οι πρώτες μου εντυπώσεις απ’ το βρεφοκομείο ήταν στο νεκροταφείο».

    – Βλέπατε και κηδείες;

    «Κηδείες; Τα πάντα! Εβλεπα να ξεθάβουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν μπάλα. Γι’ αυτό και σε όλα μου τα έργα υπάρχει ο θάνατος με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο. Η κορύφωση, βέβαια, ήταν η «Νύχτα της Κουκουβάγιας». Εχω απόλυτη επαφή με το θάνατο».

    Με τον Θεό συνομιλείτε;

    «Μόνο με τον Χριστό και την Παναγία. Συγκεκριμένα πράγματα.Τι είναι Θεός; Οποιος ξέρει ας έρθει και να μου πει. Κάθε βράδυ κάνω την προσευχή μου βάζοντας σφήνα και πρόσωπα που αγαπάω. Και πάντα σταυρώνω τη Σοφία».

    Ησασταν πάντα χριστιανός;

    «Πίστευα στον Χριστό και στην Παναγία. Δεν ήμουν φανατικός με την Εκκλησία».

    – Πιστεύετε στην άλλη ζωή;

    «Οχι. Θα πάμε πιστεύω εκεί που ήμασταν πριν. Στο πουθενά. Στο τίποτα».

    http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes–politismos&id=338739

  20. Ar. on

    http://www.maritimes.gr/
    Το καρτέλ των φόρων
    Του Ηλία Καραβόλια, 15/3
    Μου στάλθηκε ένα email, όπως και σε πολλούς άλλους υποθέτω, στο οποίο εύστοχα απαριθμούνται από τον αποστολέα του όλοι οι φόροι που επιβαρύνουν μια επιχείρηση και συνιστούν αντικίνητρα ανάπτυξης. Απαριθμώντας τις φορομπηχτικές κρατικές επινοήσεις καταλήγει τεκμηριωμένα στο ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση των κερδών μιας επιχείρησης ( αναλύονται διεξοδικά όλοι οι αφανείς και εμφανείς φορολογικοί συντελεστές) φθάνει στο 62-67% σήμερα και 53-58% από 1/1/2014. Αυτό το εξωπραγματικό αθροιστικό αποτέλεσμα είναι κατ αρχήν δείγμα της στρέβλωσης που το μακρύ χέρι του κράτους δημιουργεί στην οικονομία μιας χώρας ,όπως η δική μας. Εννοείται ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν συμφωνεί με τους εξοντωτικούς φόρους στα κέρδη των επιχειρήσεων, ειδικά σήμερα σε καιρό ύφεσης και ανεργίας .Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της λογικής μιας ελάχιστα ρυθμισμένης αγοράς, χωρίς να παραβιάζονται οι βαθμοί ελευθερίας και αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου, και φυσικά είμαι κατά της βαριάς φορολογίας και του αρπακτικού κρατικού χεριού- που μπαίνει στην οικονομία και στις τσέπες τόσο των πλούσιων, πολύ δε περισσότερο των φτωχών. Αλλά αναρωτιέμαι αν έχουν κατανοήσει κάποιοι πώς και κυρίως γιατί αυτή η φορο-καταιγίδα επιβάλλεται τα τελευταία χρόνια. Αναρωτιέμαι αν έχουν κατανοήσει ποιους έμμεσα ευνοεί, εκτός από το τρύπιο, φαύλο και σπάταλο υπερ-χρεωμένο Δημόσιο. Το ερώτημα μου λοιπόν είναι : γιατί δεν προβάλλουμε ποτέ το επιχείρημα ότι η επιβολή αυτών των φόρων είναι, μεταξύ άλλων, και αποτέλεσμα της έλλειψης βούλησης της εκάστοτε κυβέρνησης, να πατάξει την μεγάλη φοροδιαφυγή; Γιατί δεν κατανοούμε ότι αυτό το ιλιγγιώδες 50-60% που θα επιβληθεί στα κέρδη( αν τα γράψει ποτέ) μια νέα επιχείρηση είναι και αποτέλεσμα της εσκεμμένης αδυναμίας τόσων ετών από τις κυβερνήσεις, να εισπράξουν τους φόρους από συγκεκριμένες επιχειρήσεις ( και μεγαλο-οφειλέτες ιδιώτες φυσικά) που έχουν λεφτά να πληρώνουν για φοροτεχνικές και νομικές υπηρεσίες αποφυγής φορολογίας; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στην χώρα, εδώ και πολλά χρόνια, καρτέλ εγχώριων ισχυρών ομίλων και ολιγοπώλια από συγκεκριμένες πολυεθνικές, που γλυτώνουν μεγάλο μέρος αυτών των δυσβάστακτων φόρων; Έχουν ή δεν έχουν όφελος αυτά τα συμφέροντα να αποτραπεί το ενδεχόμενο να εισέλθουν σε κλάδους παραγωγής, νέοι επενδυτές; Έχουμε σκεφτεί μήπως αυτή η εξοντωτική φορολόγηση πολλές φορές δεν ακουμπάει καν αυτούς τους ομίλους οι οποίοι φρόντισαν να γλυτώνουν;(ενώ αυτή η ίδια φορολόγηση διαλύει τους αδύναμους και χρεωμένους, χωρίς μεγάλους τζίρους και κέρδη, μεσαίους και μικρούς επιχειρηματίες, και αποτρέπει άλλους να επενδύσουν) .Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι πίσω από τους φόρους βρίσκονται άλλοι : βρίσκεται πάντα το φαύλο Κράτος και φυσικά οι ατελείωτες ανάγκες του ,από την κακοδιαχείριση, να κλείσει τρύπες και να πληρώσει τα δανεικά στους ξένους. Δείτε όμως σας παρακαλώ τι συμβαίνει με πολλούς ομίλους, σε πολλές χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα. Και αναφέρομαι για το περίφημο transfer pricing ( όταν δημιουργείται τιμή μετάβασης του προιόντος ανά μονάδα κόστους ,που καταγράφει συγκεκριμένα περιθώρια κέρδους στις ενδο-ομιλικές συναλλαγές ,αποτυπώνεται αναλόγως στους ισολογισμούς και έτσι μια πολυεθνική «επιτρέπει» στις ελληνικές θυγατρικές της μικρή κερδοφορία, προκειμένου να μην χρειάζεται να προβαίνει σε αυξήσεις κεφαλαίου, στην περίπτωση καταγραφής συσσωρευμένων ζημιών) Πρόκειται για τον απόλυτο στρουθοκαμηλισμό στη φοροδιαφυγή. Και οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 και μετά έσπευσαν να διαφοροποιήσουν το φορολογικό καθεστώτος για τις ελληνικές θυγατρικές ξένων πολυεθνικών εταιρειών, που τους δίνει τη δυνατότητα αφορολόγητης εξαγωγής των μερισμάτων.
    Θέλω να επισημάνω ξανά ότι είμαι υπέρ της δραστικής μείωσης της φορολογίας, ώστε να δοθούν κίνητρα επενδύσεων, που είναι ο μόνος τρόπος να ανοίξουν θέσεις εργασίας. Eίμαι κατά της ληστρικής επιδρομής του κράτους στα εταιρικά κέρδη και στα κέρδη των μετόχων. Αλλά δεν μπορώ να αγνοώ ότι την ίδια στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών συρρικνώνεται με ταχύτατους ρυθμούς λόγω των συνεχών «μέτρων σωτηρίας της χώρας», οι τιμές των περισσότερων προϊόντων που βάζουμε στα σπίτια μας πληρώνοντας τις πολυεθνικές εταιρείες, παραμένουν οι υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και φυσικά ξέρουμε από έρευνες ότι αυτές οι διαφορές είναι τεράστιες (έως 95% στα είδη προσωπικής υγιεινής, έως 44 % στα απορρυπαντικά, μέχρι 51 % στα αναψυκτικά, έως και 38% στις μπύρες και έως 47 % στα δημητριακά) . Και θα πει κάποιος : και τι σχέση έχουν αυτά με την φορολογία; Εδώ ακριβώς είναι η ουσία του πράγματος ! Στην ελληνικά οικονομία παρατηρείται από το ΙΟΒΕ-και όχι μόνο- για πάνω από 15 χρόνια, το φαινόμενο υπερ-συγκέντρωσης σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας. Αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση φαινομένων καταστρατήγησης του ανταγωνισμού, μέσω της πρακτικής συντονισμένης εναρμόνισης των τιμών( καρτέλ) και αποκλεισμού εισόδου νέων «παικτών». Να μην αμελούμε ότι τα ποσοστά της συγκέντρωσης διαφόρων κλάδων, και κυρίως σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ξεπερνούν το 70%, ενώ είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις καταγραφής «καρτέλ» σε συγκεκριμένες αγορές όπως και τα πρόστιμα που έχει επιβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μόλις πρόσφατα, επενέβη(;) να πιάσει το μεγάλο καρτέλ υπερτιμολόγησης των δημοσίων έργων. Άραγε πόσα έχασε η ελληνική οικονομία από αυτό τον πακτωλό των καπέλων στα μεγάλα έργα, ώστε σήμερα να φθάσουμε στο σημείο να φορολογείται ότι…. κινείται; Έχει αποτιμήσει κανείς ποιο ποσοστό της εταιρικής φοροδιαφυγής είναι εκείνο από μια χούφτα κατασκευαστές, προμηθευτές εξοπλισμών και εργολάβους που έστηναν διαγωνισμούς και παράλληλα γλύτωναν φόρους ; Πώς γινότανε αυτό; Μα ,σε κάθε μεγάλη σύμβαση δημοσίων έργων ,και κυρίως αυτές για προμήθεια υλικού δημοσίων έργων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, ενεργοποιείται μια σειρά από πρακτικές αποφυγής φορολόγησης, παρόμοιες με αυτές που εμφανίζουν τα…super markets! Ποιες είναι οι πρακτικές; Κατασκευαστικές και εταιρείες εξοπλιστικών προγραμμάτων, έχουν ένα ευαγγέλιο παράκαμψης της φορολογίας που στηρίζεται σε 4 πυλώνες, παρόμοιες με τις πολυεθνικές από τις οποίες ψωνίζουμε γάλα και απορρυπαντικά ! Μιλάω για μεθόδους κανένα ΣΔΟΕ και καμιά Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν αποτίμησαν ποτέ στα απολεσθέντα δημόσια έσοδα ,γιατί απλά δεν τα κυνήγησαν σοβαρά, με άνωθεν εντολές . Μιλάω για πρακτικές όπως τις υψηλές χρεώσεις δικαιωμάτων χρήσης σημάτων (royalties) μεταξύ των εταιρειών ενός ομίλου, για την ίδρυση μιας σειράς off shore εταιρειών που αποσκοπούν στην απόκρυψη εσόδων και στη μειωμένη φορολόγηση, για την πρακτική που παρατηρείται στον ενδοκοινοτικό ΦΠΑ με την μέθοδο των διαδοχικών συναλλαγών (Carousel) προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή του .Και φυσικά, για το μεγάλο σπορ του δανεισμού των θυγατρικών από τις μητρικές εταιρείες με υψηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το χρηματοοικονομικό κόστος ( σπορ στο οποίο επιδόθηκαν επί χρόνια κυρίως οι ελληνικές τράπεζες και οι όμιλοι κατασκευών).
    Αν αυτά δεν τα σταματήσει το κράτος, τότε το flat tax 15-20% για όλους, δεν πρόκειται να επιτευχθεί ποτέ. Να το πάρουμε χαμπάρι: οι φόροι δεν πέφτουν, όχι μόνο γιατί δεν μειώνουμε το σπάταλο κράτος και δεν νοικοκυρεύουμε το δημόσιο, αλλά γιατί δεν εισπράττονται εκείνοι οι φόροι που έπρεπε να εισπραχθούν από τους λίγους ομίλους που ξέρουν να τους γλυτώνουν. Και έτσι όσοι νέοι επενδυτές, μικροί και μεγάλοι, θέλουν να εισέλθουν τώρα στην αγορά, χάνουν με το καλημέρα το μισό των κερδών τους. Το θέμα είναι καθαρά ζήτημα αντίληψης περί δίκαιης κατανομής των βαρών, χωρίς να καταφύγει τελικά η Πολιτεία στο να επιβάλλει οριζόντια σε όλη την κοινωνία, τα εξοντωτικά αυτά φορολογικά βάρη. Και αν βρεθεί κάποιος να πει ότι καλώς την γλυτώνουν οι μεγάλοι και δεν πληρώνουν, τότε δεν κατανοούν ότι νομιμοποιούν τις νέο-σταλινικές κυβερνήσεις που τις ελέγχουν οι δανειστές, να μας βάζουν όλο και περισσότερους φόρους, σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Κράτος χωρίς έσοδα και κοινωνία με ανεργία, απαιτούν επενδύσεις και θέσεις απασχόλησης. Αν όμως οι ευκαιρίες επενδύσεων σε κλάδους έκλεισαν από τους παλιούς παίχτες( οι οποίοι και φόρους γλυτώνουν και επενδύσεις δεν κάνουν) τότε πώς θα πέσουν λεφτά στην αγορά από ξένους επενδυτές; Ειδικά αν βλέπουν ότι ο συνδυασμός του χρεωμένου γραφειοκρατικού δημοσίου και η μη πάταξη της φοροδιαφυγής ,είναι η βασική αιτία που δεν πέφτουν οι φόροι ! Λέτε να μην ξέρουν οι ξένοι γιατί έχουμε τόσο υψηλούς συντελεστές στην Ελλάδα; Το ξέρουν, και μάλιστα πολύ καλά….

  21. Βλάσης Αγτζίδης on

    Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Γιώργος Σεφέρης έρχεται στην Αθήνα, Γίνεται διευθυντής του πολιτικού γραφείου και διπλωματικός σύμβουλος του αντιβασιλέα-αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Από τις επαφές του με Ελληνες και ξένους ισχυρούς της εποχής θα νιώσει νέες απογοητεύσεις, που θα τις εκφράσει μ’ ένα μοναδικό τρόπο, γράφοντας στο ημερολόγιό του στα τέλη του 1945: «…η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις, είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν…».

    Φ. Οικονομίδης, «ΣΕΦΕΡΗΣ «Η ηγετική τάξη στην Ελλάδα σε κάνει να ξερνάς», εφ. Ελευθεροτυπία, 10-3-2013.
    [Από: Γιώργος Σεφέρης, «Πολιτικό Ημερολόγιο Α’ 1935-1944» και «Β’ 1945-1947, 1949, 1952», εκδόσεις Ικαρος, 1979 και 1985]

    http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=349496

  22. ημέτερος on

  23. M. on

    Γιανναράς-ΝΕΟελληνική ψευτοδιανόηση

    Αν κι αποφεύγω την «ελληνική διανόηση»όπως ο διάολος το λιβάνι κι όταν πέφτω σε συνεντεύξεις (ψευτο)κουλτουριάρηδων απλά γυρίζω σελίδα ή κανάλι,κάποιες φορές-λόγω και του ότι η σάρκα είναι…ασθενής-ενδίδω στον πειρασμό καταλήγοντας στο τέλος να φθείρω την υγεία μου.Κάτι σαν το «junky» που ξέρει ότι του κάνει κακό αλλά συνεχίζει να παίρνει τη δόση του,έτσι κι εγώ κάποιες φορές κάνω το λάθος να παρακολουθήσω τις συνεντεύξεις των γκρικ* διανοούμενων.Των ανθρώπων που μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα.Ενδόμυχα βέβαια πάντα ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα τους τελειώσουν τα ηθικολογικά κλισέ κι οι γενικολογίες και θα πουν επιτέλους και κάτι το καινούργιο που θα πάει τη σκέψη μου λίγο πιο πέρα.Δυστυχώς όμως ακόμα περιμένω.

    Πριν λίγες μέρες έζησα πάλι μια παρόμοια εμπειρία παρακολουθώντας τη συνέντευξη του… καθηγητού κ.Γιανναρά στο Κρήτη TV. Μια κλασσική (πιο κλασσική δε γινόταν) διάλεξη-tribute στην ΝΕΟελληνική ψευτοδιανόηση.Με τις συνηθισμένες παλιοκαιρισμένες ηθικολογίες που ακούω από παιδί και τα κλασσικά αναμασημένα δυτικά πρότυπα ο κ.καθηγητής μιλούσε γενικά κι αόριστα,χωρίς να λέει τίποτα πλην του να τα χώνει σε ολους κι όλα,αποδεικνύοντας στην πράξη το…ομόαιμον της ελληνικής φυλής.Γιατί αυτή η χώρα κατοικείται από μία και μοναδική φυλή ανθρώπων κι απόδειξη είναι το ότι όλοι έχουν τον ίδιο ακριβώς τρόπο σκέψης,είτε είναι διανοούμενοι,είτε προλετάριοι,είτε μορφωμένοι,είτε αγράμματοι.Όποιος δεν το πιστεύει ας παρακολουθήσει μια απ’τις πολλές εκπομπές με τηλέφωνα ακροατών και θα καταλάβει.Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτοι που συμμετέχουν στις συγκεκριμένες εκπομπές δεν παριστάνουν τους καθηγητές και τους πνευματικούς ανθρώπους,μιλάνε για την ομάδα τους και το πέναλτι που δε σφυριξε ο Κάκος.Είναι οπαδοί κι αυτό δηλώνουν,δεν παριστάνουν κάτι άλλο απ’αυτό που είναι,δεν το παίζουν διανοούμενοι και κριτές των πάντων,δεν το παίζουν γκουρού χωρίς ποτέ τους να χουν δώσει μια σοβαρή εναλλακτικη πρόταση.

    Η συνέντευξη Γιανναρά στο δημοσιογράφο Σαχίνη του Κρήτη TV είχε τα βασικά στοιχεία της γκρικ σκέψης:
    α)Λόγο χωρίς συνοχή και λογική συνέχεια.
    β)»Δεδομένα» που είναι απλώς προσωπικές εικασίες του ομιλούντα και δεν αποδεικνύονται απο πουθενά.Πάνω τους συνήθως χτίζεται ένα ολόκληρο σκεπτικό/άποψη/ιδεολογία,όμορφα φτιαγμένο αλλά σε ψεύτικη βάση.
    γ)Εκκίνηση από το «άσπρο» κατάληξη στο «μαύρο» περνώντας κι απ’όλα τα ενδιάμεσα χρώματα.Όσο πιο μπερδεμένες είναι οι «απόψεις» τόσο πιο…ψαγμένες θεωρούνται.Κατά έναν περίεργο τρόπο στην ελληνική πιάτσα το ζήτημα δεν είναι τα δυσνόητα να γινονται κατανοητά αλλά τα απλά να γίνονται ακατανόητα.Το σλόγκαν «όσο πιο θολά τόσο πιο καλά» είναι πυλώνας της γκρικ διανόησης.
    Το μπέρδεγουέϊ του γκρικ τρόπου σκέψης είναι απόλυτα φυσιολογικό όταν κάποιος προσπαθεί να δει τα πράγματα από δέκα διαφορετικές οπτικές γωνίες.Με το ένα της πόδι να πατάει στη βάρκα του Μαρξισμού και τ’ άλλο στη βάρκα του ελληνοκεντρισμού,η νεοελληνική διανόηση είναι ένα παράξενο μείγμα.Ένα μείγμα εθνικο-κομουνισμού με ολίγη ανυπακοή συν τη βαθιά χριστιανική Ηθική,απόρροια της πατροπαράδοτης ρωμέικης κατήχησης.Έτσι δημιουργείται η γνωστή μας «θολοκουλτούρα».Το καλύτερο απ όλα είναι το ότι παρότι νατσιονάλ-κομουνίστ,ο έλλην κουλτουριάρης,είναι και αγωνιστής της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας!Φασίστας,αναρχικός και μαρξιστής αλλά και βαθύτατα…δημοκράτης!Το απόλυτο greek paradox δηλαδή

    Ας είναι…. Κλείνουμε με τα καλύτερα απ’αυτά που είπε ο καθηγητής στην εκπομπή:
    Η κρίση είναι πρωτίστως ηθική και πνευματική.
    Δεν έχουμε Δημοκρατία αλλά «κομματοκρατία».
    Πλέον δεν υπάρχει Ελλάδα κι ελληνισμός.
    Αποφασίσαμε να γίνουμε ένα κοινό κράτος όπως όλα τ’άλλα (κι αυτό είναι αρνητικό;).
    Κάποτε ήμασταν πνευματικό έθνος και δίναμε τα φώτα μας σ’ολοκληρο τον Κόσμο ενώ τώρα δεν μπορούμε να εξαγουμε τίποτα το πνευματικό.
    Η Κρήτη είναι η πιο συντηρητική περιφέρεια της χώρας γιατί ψηφίζει ΠΑΣΟΚ λόγω Βενιζελικής παράδοσης.

    Η απάντηση είναι ότι η σημερινή κρίση είναι ένας παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος και δεν ειναι τιμωρία του ελληνικού έθνους απ’τον Θεό.Καλό είναι να σταματήσουμε τις λιτανείες.Ο μεσαιωνικός άνθρωπος πίστευε ότι η επιδημίες που τον έπλητταν ήταν αποτέλεσμα της ηθικής του κατάπτωσης.Το ίδιο πιστεύει μάλλον κι ο κ.Γιανναράς εν έτη 2010.
    Το πολίτευμα που εχουμε είναι δημοκρατικό κι η δημοκρατία δεν είναι ούτε λαοκρατία,ούτε αριστοκρατία.Είναι ταξικό σύστημα με πλούσιους,φτωχούς και μεσαία στρώματα.Η ποιότητα που έχει στην Ελλάδα η δημοκρατία έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά του ελληνικου λαού κι ευθύνη για αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν κι οι διάφοροι διανοούμενοι μας.
    Η «κομματοκρατία» είναι η μετάφραση του όρου «partitocrazia» που χρησιμοποιούνταν πριν από είκοσι χρόνια για να περιγράψει το ιταλικό πολιτικό σκηνικό με τα αναρίθμητα κόμματα και κομματίδια.Όταν πάψει να υπάρχει η σταθερότητα του σχήματος ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και γινουμε Ιταλία,τότε πολλοί θα εκτιμήσουν το δικομματισμό της μεταπολίτευσης
    Αποφασίσαμε να γίνουμε «κανονικό» κράτος κατά τον κ.καθηγητή γιατί μπήκαμε στη διαδικασία να εχουμε κανονική οικονομία και να συμμετέχουμε στο διεθνές εμπόριο.Οι περισσότεροι «ψαγμένοι» συμπατριώτες μας ακόμα και σήμερα έχουν την εντύπωση ότι κατά το ένδοξο αρχαίο παρελθόν μας δεν είχαμε παραγωγική διαδικασία άλλα πουλούσαμε απλά….πνεύμα και κουλτούρα.Ίσως να βασίζεται εκεί κι η σημερινή πεποίθηση μας ότι το να δουλεύει κάποιος είναι ντροπή και ξεπεσμός…

    Τέλος αν η Κρήτη ήταν μπλε,μαυρη ή blue-black μάλλον θα ήταν και ..προοδευτική κατά τον κ.Γιανναρά.Το ότι κρίνει τόσο επιφανειακά έναν ολόκληρο λαό απαξιώνει και τα υπόλοιπα που λέει.Κάποιος (ο Σαχίνης ίσως;) θα πρεπε να του κάνει γνωστό ότι οι δημοκρατικές ρίζες στο νησί μας είναι πιο βαθιές από την εποχή του Βενιζέλου και το σοσιαλισμό δεν το μάθαμε απ’τον Αντρέα.Η Δημοκρατία του Αγ.Τίτου (1364 μ.Χ) υπήρξε μια απ’τις πιο παλιές Repubbliche του μεσαίωνα και ο Καλλέργης εξέδιδε τον «Σοσιαλιστή» απ’την Κρήτη ήδη απ’τα τέλη του 19ου αιώνα.
    Καλό είναι όταν κάποιος κρίνει τόσο σκληρά να ξέρει τουλάχιστον για τι πράγμα μιλάει.

    Δε ρωτάω φυσικά αν οι προγονοι του Γιανναρά τον 14ο αιώνα γνώριζαν το τι είναι η Δημοκρατία.

    Ας μη γίνω κι εγώ ρατσιστής

    http://erotokritosx.blogspot.gr/2010/12/blog-post_13.html

  24. Βλάσης Αγτζίδης on

    Έλαβα την εξής επιστολή:

    «On Greece

    As an American of Hellenic ancestry, I have been confronted as you on the Greek situation by friends as well as the butt of jokes by various TV commentators. I was born in New York and raised in the South Bronx by my immigrant parents Kiriazis and Alexandra. We were poor however both my parents stressed education as their primary goal for their children (my father died when I was 12 and mother died when I was 18). I attended Brooklyn Tech and earned an Engineering degree from CCNY.
    In the last several years, Greece’s financial and political problems have been “breaking news” on all the networks and published media. I decided to look into the problem as an outsider. Where are all the bright stars of Greece? the Nobel prize winners, Pulitzer prize recipients the intellectuals All I hear is that Greece is rated the most corrupt country in the EU and its two national universities are not even rated in the top 100 in the EU. They owe their soul to the IMF and Merkel’s Germany.
    I recently attended a seminar hosted by Queens College Center for Byzantine & Modern Greek Studies moderated by Dr. Christos Ioannides (Greek Crises and the Eurozone”) and presented by three noted economists who described in detail the economic difficulties that face Greece. They knew their topic well. While they examined the current situation in some detail and presented possible solutions, these economists missed the overall problem. They are literally looking at the grass while neglecting the trees. The tree my friends is SOCIALISM. When I mentioned socialism as a root cause, Dr. Ionnides dismissed this notion with a wave of his hand. Fifty years of Socialism has devastated our homeland. More on this later. It is no surprise that over 85% of college academia are socialist (liberals) and they are indoctrinating students here and in Greece. Placing the ruin of Greece’s economy in the past 50 years due to Socialism is simplistic; yet our academics don’t have a clue to a solution. The rule of the “ Fakelo” has corrupted all phases of Greece’s society. These academics never mention the famous Russian author Ayn Rand.
    Why are many top high school students in Greece taking test preps to enter the two so called “prestigious” universities? I understand that most of their vocational aspirations are to get a government job. What has happened to becoming a creative individual, an entrepreneur, a scientist etc. It appears that a “government job” assures you of a lifetime tenure, a pension and very little to do. This is the culture of mediocrity and as the publisher of the National Herald mentioned several months ago in an editorial, he asked if anything can be done? “No, there are no leaders. Maybe the mindset of the people can be changed?” “No they have succumbed to the leveling in the past thirty years”.”Leveling” is the goal of all true Socialist. You will recall that some school districts in the US have discarded grades so as to not harm the unachievers This my fellow travelers is the direct result of socialism and the resultant mediocrity. To paraphrase Winston Churchill, the Junta years were Greece’s “finest hour” in the past 50 years. Greece needs a Margaret Thatcher (former prime minister UK) now!
    The current situation in Greece is dire. Cronyism and corruption is a way of life today. Greece’s oligarchs offer a convenient target to protest, often with cause. Unfortunately I don’t offer a solution It appears a revolution of the Greek Society is in order I cannot overemphasize that socialism is evil. The evils of socialism litters the history of the world in the 20th century. When you take away the human spirit of competitiveness, you are left with an ungodly society that is wandering without direction.

    G. K. Pres. Vision Identics Sys. Inc. Mamaroneck NY, MS Ind. Mgmt, former adjunct Professor of Management and Marketing at WCC.
    ————————————

    …και απάντησα με τον εξής τρόπο:

    Στο κείμενο που επισυνάψατε γράφετε πολλές αλήθειες. Όμως κάποια συνιστούν παρανοήσεις. Όπως αυτό: «.Fifty years of Socialism has devastated our homeland. More on this later. It is no surprise that over 85% of college academia are socialist (liberals) and they are indoctrinating students here and in Greece.»

    Το πρόβλημα του μεγάλου κράτους, του πελατειακού κοινοβουλευτικού συστήματος, της διαφθοράς, των ρουσφετιών και του «φακελακίου» δεν είναι φαινόμενα που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Δυστυχώς συνοδεύουν την ύπαρξη του ελληνικού κράτους από τις πρώτες μέρες της γέννησής του. Το ζήτημα αυτό προσπάθησα να το διαπραγματευτώ παλιότερα σ’ ένα άρθρο μου με τίτλο «Ποιά Ελλάδα καταρρέει» (Which Greece is collapsing?). Γιατί μόνο εδώ ισχύει η ρήση σας: «They are literally looking at the grass while neglecting the trees». Σας το επισημαίνω: https://kars1918.wordpress.com/2011/12/19/greek-economic-crisis/

    Επίσης γράφετε:
    «…the Junta years were not so bad.»

    Νομίζω ότι η εποχή της χούντας ήταν καταστροφική για τον ελληνισμό σ’ όλα τα επίπεδα. Κατ’ αρχάς γιατί σταμάτησε την δημοκρατική προσπάθεια να ξεπεραστούν τα ανυπέρβλητα ζητήματα που έθεσε ενώπιον της ελλαδικής κοινωνίας ένας σκληρός, αιματηρός και αχρείαστος εμφύλιος πόλεμος. Διατήρησε την διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες σε πληβείους και προνομιούχους, με αποτέλεσμα όλα αυτά να μας ακολουθούν μέχρι σήμερα. Αντί να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε ως κοινωνία το Τραύμα, εξαιτίας της Χούντας το διευρύναμε και το διαιωνίσαμε.

    Υπάρχουν όμως και άλλα πολλά. Η μοναδική χώρα στην μεταπολεμική Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου που έπαψε να είναι δημοκρατική χώρα και μετετράπη σε ολοκληρωτική, ήταν η Ελλάδα. Οι χουντικοί με την άφρονα πολιτική τους στα ελληνοτουρκικά θέματα, επέτρεψαν για πρώτη φορά τις προσπάθειες της Άγκυρας να τουρκοποιήσει τη μουσουλμανική μειονότητα (συνθήκη Κεσάνης του ‘΄68) και με το πραξικόπημα του ’74 μετέτρεψαν ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, την Κύπρο, που εξαιρετική γεωπολιτική και οικονομική αξία σε λάφυρο του τούρκικού στρατού. Και εξ αιτίας αυτού μετέτρεψαν την Τουρκία σε δύναμη παρέμβασης στο Αιγαίο.

    Εν τέλει πιστεύω ότι η δικτατορία υπήρξε καταστροφική για τον ελληνισμό. Πρώτα γιατί επεβλήθη χωρίς να υπάρχει κανείς λόγος. Η άνοδος της Ένωσης Κέντρου σε καμιά περίπτωση δεν ήταν απειλή για το αστικό σύστημα. Επιβλήθηκε απλώς γιατί η Ελλάδα -λόγω της απίστευτης ανοησίας του Ζαχαριάδη που έσυρε έναν ολόκληρο λαό στον Εμφύλιο πόλεμο- είχε μετατραπεί πλέον σε αμερικανικό προτεκτοράτο στην πλέον σκληρή φάση του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα αποκόπηκε για 7 χρόνια από την υπόλοιπη δημοκρατική Ευρώπη, διώχθηκε από τους θεσμούς της και μετετράπη σε ολοκληρωτική χώρα. Αυτό που δεν κατάφερε ο Ζαχαριάδης το κατάφερε ο Παπαδόπουλος.

    Σ’ ένα ιστολόγιο που αναφέρθηκε στο θέμα διαβάζουμε και άλλους λόγους

    «….-να δρομολογήσουν εξελίξεις που οδήγησαν στηνπροδοσία της Κύπρου
    -να διακηρύξουν ότι ο στόχος τους ήταν η δημιουργία μιας ελληνοτουρκικής ομοσποδίας,
    -να επιτρέψουν την τουρκοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας της ελληνικής Θράκης,
    -να συνεχίσουν και να εντείνουν την πολιτική καταπίεσης της προσφυγικής Μνήμης,

    -να καταστείλουν με βίαιο και αιματηρό τρόπο τις δημοκρατικές διαμαρτυρίες του ελληνικού λαού και εν τέλει
    -να μεταβάλουν την Ελλάδα σε αμερικανική μπανανία της Ευρώπης…..»

    Και συνεχίζει το αφιέρωμα παραθέτωντας ένα απόσπασμα από σημερινό άρθρο στην «Ελευθεροτυπία»:

    «…..εκπρόκειτο για πραξικόπημα των κυνικών ξενόδουλων πρακτόρων των ΗΠΑ ενάντια στον ελληνικό λαό, παραθέτουμε την αναφορά της CIA του Φεβρουαρίου του 1967, ότι η ομάδα υπό τους αντισυνταγματάρχες Παπαδόπουλο και Σταματελόπουλο “είναι έτοιμη να οργανώσει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, όταν μια δικτατορία θα καταστεί η αναγκαία λύση στον έλεγχο του κοινοβουλίου από την Ένωση Κέντρου…” (Φοίβος Οικονομίδης, “21η Απριλίου. Αιφνιδιάστηκαν οι πάντες, πλην των Αμερικανών”, “Ελευθεροτυπία”, 21 Απριλίου, ένθετο Plus, σελ. 20)»

  25. […] looking at the grass while neglecting the trees”. Σας το επισημαίνω: https://kars1918.wordpress.com/2011/12/19/greek-economic-crisis/ Επίσης γράφετε: “…the Junta years were not so bad.”   Νομίζω […]

  26. Βλάσης Αγτζίδης on

    “… Κυριώταται πληγαί της Ελλάδος εξ ων επηρεάζεται πάσα η κατάστασις αυτής, είναι η εγερθείσα εις τους πολλούς όρεξις του ζην εκ των δημοσίων και η ασθένεια του χαρακτήρος των πολιτικών αυτής ανδρών».

    ΕΣΤΙΑ 19 Ιουνίου 2013, Γράμματα προς την Εστία, «Ιουνιανά» 1863-Διομήδης Κυριακός, Από την εισαγωγή στο σχέδιο του Συντάγματος του 1864, Ι.Κ. Γεωργίου.

  27. Βλάσης Αγτζίδης on

    Άρρωστη Πατρίδα H μεταπολεμική επιδείνωση προηγούμενων παθογενειών της χώρας προκάλεσε τη σημερινή κρίση
    Παρασκευή, 14 Ιούνιος 2013 08:00Γραπτός Λόγος
    Share
    inShare
    Download SocButtons
    Mανόλης Γ. Δρεττάκης

    I. EIΣAΓΩΓH

    H μεταπολεμική περίοδος 1945-2012 είναι ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, στο οποίο συνέβησαν μεγάλες αναταραχές και αλλαγές στη χώρα, που επιδείνωσαν προηγούμενες παθογένειές της και προκάλεσαν τη σημερινή κριση. Eίναι, κατά συνέπεια, αναγκαία μια, έστω και πολύ συνοπτική, ιστορική αναδρομή στην περίοδο αυτήν, πριν αναφερθούμε, επίσης συνοπτικά, στην επιδείνωση παθογενειών που υπήρχαν πριν από αυτήν. Tο εξαιρετικά δύσκολο αυτό έργο επιχειρείται στο άρθρο αυτό, με πλήρη επίγνωση των περιορισμένων δυνατοτήτων τού γράφοντος και των ελλείψεων που αναπόφευκτα θα υπάρχουν σε αυτό.
    II. ΣYNOΠTIKH IΣTOPIKH ANAΔPOMH
    1. Mετά τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, τις οδύνες και την καταλήστευση του ελληνικού λαού από τους Γερμανούς και Iταλούς κατακτητές και το έπος της Eθνικής Aντίστασης, ήλθε στα μέσα της δεκαετίας του ‘40 ο ξενοκίνητος αδελφοκτόνος Eμφύλιος πόλεμος, αναβιώνοντας τον προπολεμικό διχασμό και προσθέτοντας πάνω από εκατό χιλιάδες νεκρούς. Στη διάρκεια και στο τέλος του Eμφυλίου, παιδιά μεταφέρθηκαν και ενήλικές έφυγαν για τις χώρες της πρώην Aνατολικής Eυρώπης και την τότε Σοβιετική Ένωση. Στη διάρκειά του άρχισε, επίσης, και συνεχίστηκε μετά από αυτόν, η μαζική εσωτερική μετανάστευση κατοίκων από τις περιοχές στις οποίες μαινόταν ο Eμφύλιος αλλά και από άλλες περιοχές προς τις πόλεις και κύρια προς το Λεκανοπέδιο της Aττικής. Oι πληγές που άνοιξε ο Eμφύλιος δεν έχουν ακόμα επουλωθεί τελείως, ενώ η εσωτερική μετανάστευση αποδυνάμωσε την ύπαιθρο και δημιούργησε δυσεπίλυτα προβλήματα στις πόλεις.
    2. Στη δεκαετία του ‘50, σημειώθηκαν συνεχείς πολιτικές αναταράξεις, καθώς και διωγμοί, φυλακίσεις, εκτοπίσεις ή, ακόμα και εκτελέσεις ηττημένων από τους νικητές, ενώ η παρουσία και η επιρροή των ξένων στις εκάστοτε Kυβερνήσεις συνεχίστηκαν. Στον οικονομικό τομέα απουσίαζε ένα συγκροτημένο πρόγραμμα περιφερειακής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η εσωτερική μετανάστευση, ενώ η όποια προσπάθεια ανάπτυξης της μεταποίησης ήταν περιστασιακή και με πενιχρά αποτελέσματα. H σταδιακή εγκατάλειψη της γεωργίας και η αναιμική ανάπτυξη της βιομηχανίας προκάλεσε την αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες και την αυτοαπασχόληση σε μικρές επιχειρήσεις, καθώς και την έναρξη της μετανάστευσης, στην αρχή λίγων Eλλήνων, προς το Bέλγιο και άλλες χώρες.
    3. H δεκαετία του ‘60 ξεκίνησε με τις Eκλογές «της βίας και της νοθείας», με αποτέλεσμα την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών το 1963-64. Aπό την αρχή της δεκαετίας αυτής, εξαιτίας της ανεργίας, ξεκίνησε η μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανειδίκευτων εργατών με τις οικογένειές τους, κύρια στη Γερμανία, στερώντας τη χώρα από πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό. Mετά από μια ταραγμένη τριετία (1964-67), με την παρακίνηση και στήριξη του αμερικανικού παράγοντα, επιβλήθηκε στη χώρα η επταετής Δικτατορία, από επίορκους αξιωματικούς. H περίοδος αυτή, με την κατάλυση της Δημοκρατίας και στοιχειωδών ελευθεριών, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και τις εκτοπίσεις των αντιφρονούντων, αποτελεί μαύρη σελίδα στην Iστορία της χώρας.
    4. H Xούντα ανέκοψε την εξέλιξη της χώρας μέσα στο πλαίσιο της E.O.K. (σήμερα E.E.) -της οποίας η Χώρα μας είχε καταστεί συνδεδεμένο μέλος το 1961- και τριπλασίασε το δημόσιο χρέος. Mεγάλη είναι, επίσης, η ζημία που προκάλεσε στην Eκπαίδευση και τον πολιτισμό της Χώρας, με την καπηλεία της Iστορίας και του Xριστιανισμού, με το σύνθημα: «Eλλάς, Eλλήνων Xριστιανών». Tελικά η Xούντα, μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου και την τραγωδία της Kύπρου -την οποία η ίδια προκάλεσε- κατέρρευσε τον Iούλιο του 1974, αφήνοντας ανοιχτές πληγές στο Έθνος. Στη συνέχεια, με το Δημοψήφισμα, η χώρα απαλλάχθηκε από την ξενόφερτη βασιλεία και νομιμοποιήθηκε το K.K.E. Tη δεκαετία του ‘70, σημειώθηκε και η σταδιακή παλιννόστηση μέρους εκείνων που είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία, ενώ πολλοί παρέμειναν μόνιμα στη χώρα αυτήν. Xωρίς, όμως, ένα συγκροτημένο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, συνεχίστηκε η συρρίκνωση της γεωργίας, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν ασθενική. Συνεχίστηκε, επίσης, η αύξηση του δημόσιου χρέους με αργούς ρυθμούς. Παρ’ όλο που η Χώρα δεν ήταν έτοιμη, εντάχθηκε το 1979 ως πλήρες μέλος στην, τότε, E.O.K.
    5. Στην αρχή της δεκαετίας του ‘80, ήταν ώριμο το αίτημα για μια ριζική αλλαγή. Mε το σύνθημα της «Aλλαγής» ήλθε στην εξουσία το κόμμα που κέρδισε τις Eκλογές του 1981. Πράγματι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν η αναγνώριση της Eθνικής Aντίστασης και με αυτόν τον τρόπο έληξε ο διαχωρισμός των Eλλήνων σε «εθνικόφρονες» και μη, ενώ εντάχθηκε ως ισότιμο μέρος στη ζωή του τόπου ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού που βρισκόταν επί χρόνια εκτός. Λίγο αργότερο ψηφίστηκε, έστω και αποδυναμωμένο, το Eθνικό Σύστημα Yγείας. Kαι ενώ πήγαν να γίνουν και άλλα σημαντικά βήματα εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωή του τόπου, η έλλειψη πολιτικής βούλησης τα ματαίωσε. Δυστυχώς, τη δεκαετία αυτή ξεκίνησε η μεγάλη μείωση των γεννήσεων, η οποία συνεχίστηκε και την επόμενη δεκαετία. Tην ίδια δεκαετία, η χώρα δανείστηκε από το εξωτερικό μεγάλα ποσά, που διόγκωσαν το δημόσιο χρέος. Tόσο τα δάνεια, όσο και οι πόροι από τα διάφορα ταμεία της E.E., εξαιτίας της αύξησης της διαφθοράς που υπήρχε και πριν από το 1981, σπαταλήθηκαν και ιδιοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής γεωργίας και βιομηχανίας, καθώς και αναβάθμιση του τομέα των υπηρεσιών. Στα τέλη της δεκαετίας αυτής, αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο σκάνδαλο, που ανέτρεψε την Kυβέρνηση και μετά από διαδοχικές Eκλογές, ανήλθε στην εξουσία, τον Aπρίλιο του 1990, το κόμμα που κυβερνούσε τη δεκαετία του ‘70.
    6. Tα τρία πρώτα έτη της δεκαετία, του ‘90, το κυβερνόν κόμμα -αντιγράφοντας τη φαύλη πολιτική του προκατόχου του και αυξάνοντας και αυτό το δημόσιο χρέος- ηττήθηκε στις εκλογές του 1993 και επανήλθε στην εξουσία το προκάτοχό του. Παρ’ όλο που στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, το κόμμα αυτό άλλαξε αρχηγό λόγω θανάτου του ιδρυτή του, η προηγούμενη πολιτική του δεν άλλαξε. Στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής, συνεχίστηκε ο δανεισμός της χώρας, εξαιτίας και των έργων για τους Oλυμπιακούς Aγώνες, διογκώνοντας περισσότερο το δημόσιο χρέος. Tην ίδια δεκαετία άρχισε και στο τέλος της ολοκληρώθηκε η τυπική «προετοιμασία» της χώρας για την ένταξή της στην Eυρωζώνη. H ένταξή της έγινε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, χωρίς όμως η Χώρα να είναι ουσιαστικά έτοιμη για αυτήν. Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, σημειώθηκαν νέα σκάνδαλα, τα οποία συνεχίστηκαν και την επόμενη δεκαετία.
    7. Tα εννέα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας η Eλλάδα, μέλος πλέον της Eυρωζώνης, με ευθύνη των δύο κομμάτων εξουσίας, συνέχισε να δανείζεται υψηλά ποσά που διόγκωσαν υπέρμετρα το δημόσιο χρέος, χωρίς όμως να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να αλλάξουν ριζικά οι δομές της οικονομίας. H αδυναμία εξυπηρέτησης του υπέρογκου δημόσιου χρέους και τα σφάλματα των κυβερνώντων υπέταξαν, τελικά, τη χώρα στους δανειστές της το 2010, προκειμένου να συνεχιστεί ο δανεισμός της για εξόφληση των υποχρεώσεων της και για κάλυψη των δαπανών, για τις οποίες δεν αρκούσαν τα έσοδα του κράτους. Δυστυχώς, αυτή η υποταγή και οι όροι που τη συνοδεύουν έχουν προκαλέσει μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Tα κυριότερα από αυτά είναι: η πρωτοφανής διόγκωση της ανεργίας, το κλείσιμο δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων και η δυσπραγία πολύ περισσότερων, η κατακόρυφη μείωση μισθών και συντάξεων και μείωση των επιδομάτων πρόνοιας, η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η αύξηση του αριθμού των αστέγων και εκείνων που καταφεύγουν στα συσσίτια της Eκκλησίας και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Tο χειρότερο αποτέλεσμα της κρίσης είναι η απόγνωση του λαού, που δεν βλέπει καμμία διέξοδο, με αποτέλεσμα την αύξηση των αυτοκτονιών άγαμων, οικογενειαρχών και επιχειρηματιών. Oλόκληρη τη δεκαετία αυτή και λίγα χρόνια πριν, οι γεννήσεις από Eλληνίδες μητέρες ήταν και εξακολουθούν να είναι λιγότερες από τους θανάτους Eλλήνων, με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του ελληνικού πληθυσμού, για την οποία, δυστυχώς, όλες οι Kυβερνήσεις όχι μόνο αδιαφορούν πλήρως, αλλά και την επιδεινώνουν με τα μέτρα που παίρνουν.

    III. H EΠIΔEINΩΣH ΠPOHΓOYMENΩN ΠAΘOΓENEIΩN THΣ XΩPAΣ ΠOY ΠPOKAΛEΣE THN KPIΣH
    Για τα όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια αναλυτικά, απαιτούνται δύο επισημάνσεις: (α) Πολλά υπήρχαν και πριν από τον Πόλεμο και συνεχίστηκαν ή/και διογκώθηκαν την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε και (β) όπως συμβαίνει πάντοτε, στα όσα συνέβησαν και στα όσα συμβαίνουν, υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις, που, όμως, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
    Για τα περισσότερα από τα όσα δεινά υποφέρει σήμερα η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού και για πολλά χαρακτηριστικά της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς που επικρατεί σε ένα μεγάλο τμήμα του, την κύρια ευθύνη, έχουν οι πολιτικοί που ανήκουν στα κόμματα που κυβέρνησαν και κυβερνούν και σήμερα τη χώρα, χωρίς να είναι αμέτοχα ευθυνών και εκείνα που δεν άσκησαν ποτέ εξουσία, καθώς και ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού, όχι όμως και το σύνολό του. Oι πολιτικοί, και ιδιαίτερα εκείνοι των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα, σε πολλά ζητήματα προτάσσουν, αντί το εθνικό, το κομματικό ή, ακόμα και το προσωπικό τους συμφέρον. Oι πολιτικοί των δύο κομμάτων εξουσίας άλλα υπόσχονται προεκλογικά, με στόχο να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους, και άλλα πράττουν μετεκλογικά. Πολλές φορές, αυτά που πράττουν μετεκλογικά είναι διαμετρικά αντίθετα από αυτά που υποσχέθηκαν προεκλογικά. Kαι αυτά, όμως, που πράττουν μετεκλογικά, υπάρχουν περιπτώσεις που τα αλλάζουν προς το χειρότερο. Aυτή η «πρακτική» υπήρχε και προπολεμικά, αλλά όχι μόνο διατηρήθηκε μεταπολεμικά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις χειροτέρευσε. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τους εκλογείς του, ο βασικός τρόπος με το οποίο λειτουργεί το κόμμα που κερδίζει τις Eκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση, είναι το ρουσφέτι με διορισμούς σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες ή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς των «ημετέρων, ανεξάρτητα από το αν είναι οι καλύτεροι για τις θέσεις που καταλαμβάνουν. Σε λίγες περιπτώσεις διορίζονται πρόσωπα που ανήκουν στην «άλλη» πλευρά. Άλλοι τρόποι είναι οι διαφόρων ειδών παροχές και «διευκολύνσεις», πάλι σε «ημετέρους». Όπως είναι φυσικό, αυτού του είδους η πολιτική διαιρεί το λαό σε ευνοούμενους και μη, δηλαδή συνεχίζει το διχασμό, και, γενικότερα, βλάπτει το εθνικό συμφέρον. Tην ίδια πολιτική ακολουθεί το κόμμα που επανέρχεται στην εξουσία, με το διορισμό σε καίριες θέσεις όχι των καλύτερων και ειδικών, αλλά των «ημετέρων», με απόλυση των «ημετέρων» του κόμματος που ηττήθηκε στις Eκλογές, ενώ τις θέσεις αυτές θα έπρεπε να τις κατέχουν ακέραια και ικανά στελέχη. H πολιτική αυτή των δύο κομμάτων εξουσίας στερεί την Πολιτεία από τα στελέχη τα οποία υπάρχουν αλλά συμβαίνει να μην είναι οπαδοί κομμάτων. H πολιτική διορισμού ημετέρων» τόσο σε καίριες, όσο σε όλες τις άλλες θέσεις που προαναφέρθηκαν, καλλιεργεί και τη διαφθορά, δεδομένου ότι καθιστά τους διοριζόμενους συνενόχους των διοριζόντων, σε μια διαδικασία, που, αν δεν είναι παράνομη, οπωσδήποτε καταργεί την από το Σύνταγμα επιβαλλόμενη ισότητα των πολιτών. Σε κυβερνητικό επίπεδο, οι πελατειακές σχέσεις παίρνουν και τη μορφή διαπλοκής με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με την προνομιακή ανάθεση δημόσιων έργων ή κρατικών προμηθειών έναντι οικονομικής και άλλης μορφής στήριξη του κυβερνώντος κόμματος ή, ακόμα και χρηματισμού υπουργών ή/και άλλων ανώτατων κυβερνητικών στελεχών. Oι παράνομες αυτές συναλλαγές σπάνια αποκαλύπτονται και, όταν αποκαλυφθούν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αφήνουν ατιμώρητους τους ενόχους υπουργούς, με βάση, δυστυχώς, σχετική διάταξη του Συντάγματος. Tα όσα προαναφέρθηκαν γίνονταν, μέχρι το 1981, από τα γραφεία υπουργών, υφυπουργών, βουλευτών και κομματαρχών του κυβερνώντος κόμματος. Mετά το 1981, αντί να παταχθούν και να εκλείψουν, όπως είχε υποσχεθεί το κόμμα που ανήλθε τότε στην εξουσία, όχι μόνο συνεχίστηκαν, αλλά διογκώθηκαν, επεκτάθηκαν και συστηματοποιήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, τα ρουσφέτια, εκτός από τα γραφεία των πολιτικών που τα συνέχισαν, άρχισαν να γίνονται και εξακολουθούν να γίνονται και από τις κομματικές οργανώσεις, που ιδρύθηκαν από τα δύο κόμματα εξουσίας, αυξάνοντας τη διαφθορά. Oι οργανώσεις αυτές είχαν και έχουν, επιπλέον, αποφασιστικό λόγο και στο διορισμό «ημετέρων» σε υψηλές διοικητικές θέσεις, τόσο στον κυβερνητικό μηχανισμό, όσο και στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς. Mε τον τρόπο αυτόν, τα δύο κόμματα εξουσίας προκάλεσαν νέο διχασμό στο λαό, σε «πράσινους» και «γαλάζιους». Eκτός από τα κόμματα εξουσίας, κομματικές οργανώσεις είχαν ή ίδρυσαν και τα μικρότερα κόμματα. Eιδικές κομματικές οργανώσεις ιδρύθηκαν και στο συνδικαλιστικό, συνεταιριστικό, πολιτιστικό τομέα, στα A.E.I. και T.E.I., τους επιστημονικούς και λοιπούς Συλλόγους κ.λπ. με αποτέλεσμα να κομματικοποιηθούν όλοι αυτοί οι τομείς της ζωής του τόπου και να αλλοιωθεί ο προορισμός τους, ενώ ορισμένες φορές, να εμποδιστεί η λειτουργία τους. Iδιαίτερα έντονες ήταν οι αντιπαραθέσεις των κομματικών Φοιτητικών Συλλόγων, με παρεμβάσεις στις φοιτητικές εκλογές σε όλα τα επίπεδα και η διαπλοκή τους, δυστυχώς, με ορισμένα μέλη του διδακτικού προσωπικού των A.E.I. και T.E.I. H κατάσταση αυτή προκάλεσε και προκαλεί θλιβερές καταστάσεις και συνέβαλε και συμβάλλει στην υποβάθμιση των σπουδών. H κομματοκρατία, σε συνδυασμό με τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή των κομμάτων εξουσίας, κατάργησε, ουσιαστικά, παντού την αξιοκρατία και ευνόησε τους διορισμούς, τις εκλογές, προαγωγές και γενικά την ευνοϊκή μεταχείριση των οπαδών των κομμάτων εξουσίας και ιδιαίτερα του κόμματος που κέρδιζε, εκάστοτε, τις Eκλογές. Στην κομματοκρατία και την αναξιοκρατία συνέβαλαν και οι κομματικές οργανώσεις των κομμάτων που δεν κυβέρνησαν τη χώρα, με παρεμβάσεις σε τομείς όπου είχαν ή έχουν την πλειοψηφία. H διαχρονική διαφθορά σε κυβερνητικό επίπεδο διαχέεται από τα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια στα μεσαία ή και κατώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης ή των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, τα οποία μετέχουν σε ή/και καλλιεργούν παράνομες συναλλαγές με μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είτε δεν καταβάλλουν, είτε καταβάλλουν ένα μικρό μέρος από τους αναλογούντες φόρους στο Δημόσιο ή τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, αυξάνοντας τη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή. Φυσικά, στις παράνομες αυτές συναλλαγές συνένοχες είναι και οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σ’ αυτές. Παρ’ όλα αυτά, λόγω τόσο της συνενοχής των μετεχόντων, όσο και της έλλειψης ελέγχων σπάνια αποκαλύπτονται, ενώ οι ένοχοι σπανιότατα φτάνουν στη Δικαιοσύνη, ενώ πολλές φορές αθωώνονται. Tαυτόχρονα, μέσα σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, όσοι αγωνίζονται να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον, αν δεν διώκονται και τιμωρούνται, αδρανοποιούνται ή, απαυδισμένοι και αρνούμενοι να γίνουν όργανα των κρατούντων στις παράνομες πράξεις τους, παραιτούνται. Φοροδιαφυγή εκτός από τις επιχειρήσεις γίνεται και από ιδιώτες επαγγελματίες (γιατρούς, μηχανικούς, δικηγόρους κ.ά.) οι οποίοι, εκτός από τις νόμιμες αμοιβές, ζητούν και παίρνουν από τους πελάτες τους επιπλέον ποσά, που δεν τα δηλώνουν και τα οποία μένουν αφορολόγητα. Φοροδιαφυγή, όμως, κάνουν και όσοι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και συνταξιούχοι, οι οποίοι δηλώνουν μέρος και όχι το σύνολο των εισοδημάτων τους. H φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και η διαφθορά που τις συνοδεύει είναι οι μεγάλες μάστιγες της χώρας, οι οποίες, στερώντας το κράτος από πολύτιμους πόρους, αυξάνουν τα δημόσια ελλείμματα, διογκώνουν το δημόσιο χρέος και αυξάνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ελλειμματικά ασφαλιστικά ταμεία. Eκτός, όμως, από τις πολύ σοβαρές αυτές δημοσιονομικές συνέπειες, οι μάστιγες αυτές διαχέουν τη διαφθορά και διαβρώνουν το ήθος ενός ευρύτερου αριθμού πολιτών, όχι όμως του συνόλου του λαού, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι πολιτικοί και αναλυτές. Tον υπερδανεισμό του κράτους, ο οποίος αναφέρθηκε αναλυτικά στο πρώτο τμήμα του άρθρου αυτού, μιμήθηκαν τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά, υποβοηθούμενα ή υποκινούμενα από τις Τράπεζες να δανειστούν μεγάλα ποσά με το αζημίωτο, είτε για να αγοράσουν σπίτι, είτε για καταναλωτικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να υπερχρεωθούν. Λόγω της κρίσης πολλοί από όσους δανείστηκαν, όπως συμβαίνει και με το κράτος, αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους, αυξάνοντας τα δικά τους προβλήματα και δημιουργώντας δυσεπίλυτα προβλήματα στις δανείστριές τράπεζες. O καταναλωτισμός, η νοοτροπία και η γενικότερη συμπεριφορά ενός σημαντικού τμήματος του λαού με τις συγκεκριμένες εκφάνσεις τους, που αναφέρθηκαν στο τμήμα αυτό του άρθρου, καλλιεργήθηκε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και διογκώθηκε τα τελευταία χρόνια. Kαι, όπως είναι φυσικό, επηρεάστηκαν σημαντικά και από την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογία και την επικράτηση της ελεύθερης αγοράς. Tέλος, ορισμένοι νόμοι που ψηφίστηκαν και αποφάσεις που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας, όσο και δηλώσεις που έγιναν και γίνονται, τόσο από στελέχη τους, όσο και στελέχη άλλων κομμάτων, στόχο είχαν και έχουν την αποδυνάμωση της Eκκλησίας. Aνάλογες πράξεις και δηλώσεις υπονομεύουν τον πατριωτισμό των Eλλήνων και αλλοιώνουν την ελληνική ιστορία και γλώσσα. Συνολικά, όλες αυτές οι ενέργειες υποσκάπτουν τα θεμέλια του Έθνους. H ραγδαία επιδείνωση των παθογενειών της χώρας και οι συνέπειές της την περίοδο 1945-2012, καθώς και οι λόγοι που την προκάλεσαν, έχουν μια βαθύτερη κοινή αιτία. Πρόκειται για τη σταδιακή έκπτωση ή και εγκατάλειψη θεμελιακών αξιών και την έλλειψη σεβασμού και απαξίωση θεσμών που στηρίζουν την κοινωνία. Στην καθοδική και διαβρωτική αυτή πορεία της χώρας πρωτοστάτησαν και πρωτοστατούν οι πολιτικοί, τους οποίους ακολούθησε και ακολουθεί, δυστυχώς, ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού – όχι, όμως, επαναλαμβάνω, το σύνολό του. Mόνο αν συνειδητοποιηθεί αυτή η βασική αιτία και καταβληθεί συνεχής και εργώδης προσπάθεια αποκατάστασής των αξιών και σεβασμού των θεσμών από όλους, θα καταστεί δυνατό το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης και η επάνοδος της χώρας σε μια πορεία πραγματικής ανόρθωσης. Για να υπάρξει, όμως, και να επιτύχει αυτή η προσπάθεια, απαιτείται επιστροφή και στήριξη στις ρίζες τους Έθνους: την πίστη και την παράδοση.

    (*) O Mανόλης Γ. Δρεττάκης είναι τέως: Aντιπρόεδρος της Bουλής, Yπουργός και Kαθηγητής της AΣOEE.
    πηγή: http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/889/arroste-patrida-metapolemike-epideinose-proegoumenon-pathogeneion-tes-khoras-prokalese-te-semerine-krise.html

  28. _Na on

    Ποιος φταίει;
    Του Νικου Μαραντζιδη*

    Αργά ή γρήγορα θα φτάναμε στο ζήτημα των ιστορικών ευθυνών των ελληνικών κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης για τη χρεοκοπία. Ποιος φταίει δηλαδή για το δράμα της χώρας; Δυστυχώς, μέχρι σήμερα ο διάλογος επιδεικνύει περισσότερο χαρακτήρα κομματικού πατριωτισμού και παραταξιακής πόλωσης παρά προσφέρει ουσιαστικά οφέλη.

    Ποιες λοιπόν κυβερνήσεις ευθύνονται περισσότερο για την κατάσταση στην οποία περιέπεσε η Ελλάδα; Κατ’ αρχάς, ας αποδεχθούμε πως δεν υπάρχει μονοπώλιο στην ευθύνη της καταστροφής. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει πως θα αρκούσε από μόνη της μια κυβέρνηση για να ρίξει το καράβι στα βράχια. Εξάλλου, παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης παρουσιάζουν αρκετές κοινές σταθερές. Ο αυταρχικός κρατισμός, οι κομματικές πελατειακές πρακτικές και οι ανήθικες και άνομες συμπεριφορές στις οποίες ενεπλάκησαν πολιτικές, συνδικαλιστικές και επιχειρηματικές ελίτ χαρακτήρισαν τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως δεν απέτυχε απλώς μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ή μια άλλη της Ν.Δ., αλλά μια «φιλοσοφία» διακυβέρνησης που εμπεριείχε μεγάλο κράτος, πολλές συντεχνιακές ρυθμίσεις και εκτεταμένη νοοτροπία τακτοποίησης των «δικών μας παιδιών». Δυστυχώς, φοβάμαι πως αρκετοί σήμερα, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση, δεν λένε να το εμπεδώσουν αυτό.

    Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω δεν απαντούν στο «καυτό» για πολλούς ερώτημα: αν κάποια κυβέρνηση έπρεπε να πάρει το χρυσό μετάλλιο της ευθύνης για τη χρεοκοπία, ποια θα ήταν αυτή; Στη δική μου συνείδηση δύο πρωθυπουργίες διεκδικούν αυτό το μετάλλιο με ίσους όρους: αυτή του Ανδ. Παπανδρέου των ετών 1981-1989 και εκείνη του Κ. Καραμανλή των ετών 2004-2009. Και στις δύο περιπτώσεις, οι βασικοί αριθμοί επιβεβαιώνουν όχι μόνο έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό αλλά και μια ευρύτερη αποτυχία ορθολογικής διαχείρισης της οικονομίας. Επιπλέον, η διακυβέρνηση ταυτίστηκε με συνδικαλιστικά ή τοπικά συμφέροντα που μετέτρεψαν το κράτος σε αποικία των ομάδων με ισχυρή πρόσβαση στην πολιτική εξουσία. Εντέλει, ο ορθολογισμός εγκαταλείφθηκε προς χάριν της κατάκτησης και της παραμονής στην εξουσία. Αυτό που από πολλούς ονομάστηκε ρεαλισμός, εγώ θα το αποκαλούσα μακιαβελισμό.

    Υπάρχουν, βεβαίως, ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων: η οικονομική πολιτική Παπανδρέου του 1981 είχε ως αφετηρία μια λογική αλλαγής υποδείγματος στην οικονομία με στόχο την ανάπτυξη και την ανακατανομή. Το κράτος, που θα έπρεπε να προκαλέσει άμεση (επενδύσεις) ή έμμεση (αύξηση μισθών) ζήτηση στην οικονομία, αντιμετωπιζόταν ως ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης. Η ζήτηση αυτή θα τόνωνε την αγορά και θα συνέβαλλε, υποτίθεται, σε παραγωγικές επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Ολα αυτά αποδείχτηκαν όνειρα θερινής νυκτός βεβαίως, γιατί η οικονομία λειτουργεί πιο σύνθετα απ’ ό,τι οι σχεδιασμοί πολλές φορές αναμένουν (για παράδειγμα, οι Ελληνες μόλις έπιασαν λεφτά στα χέρια τους άρχισαν να αγοράζουν ποιοτικά και γνωστά προϊόντα από το εξωτερικό και όχι προϊόντα ελληνικών επιχειρήσεων, που έχασαν έτσι μέρος των αγορών τους και της ανταγωνιστικότητάς τους). Επιπλέον, το κράτος υποταγμένο στην κομματική εξουσία αποδείχτηκε ανίκανο και αδύναμο να ακολουθήσει ορθολογικούς σχεδιασμούς (π.χ. πού και πόσα δημόσια έργα έπρεπε να γίνουν, πόσα πανεπιστήμια, ΤΕΙ κ.λπ.). Ως εκ τούτου, ο ευρύτατος κομματικός πελατειακός μηχανισμός μετέτρεψε το κεϊνσιανής φιλοσοφίας σύστημα ανάπτυξης σε ένα σπάταλο και ανορθολογικό μείγμα μεσανατολίτικης δημοσιονομικής συμπεριφοράς. Ευτυχώς, η ένταξη της χώρας στους δυτικούς θεσμούς (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ) και οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί μάς διαφύλαξαν τότε από άλλους πολιτικούς κινδύνους.

    Η κυβέρνηση Καραμανλή των ετών 2004-2009 αποτελεί ένα είδος επανάληψης, αλλά ως φάρσα, της πρώτης διακυβέρνησης Παπανδρέου, καθώς δεν εμπεριείχε τις ιδεολογικές και κοινωνικές στοχεύσεις της πρώτης περιόδου. Εξάλλου, ο κρατισμός είχε παντού χρεοκοπήσει, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί περιορισμοί ήταν στο τραπέζι λόγω της ένταξής μας στο ευρώ και, τέλος, η ανάγκη για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων είχε ήδη επισημανθεί. Στην πραγματικότητα, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν το αποτέλεσμα μιας κυνικής διαχείρισης που πήρε το όνομα «μεσαίος χώρος» και υποδήλωνε την τέχνη να παραμένεις στην εξουσία χωρίς συνεπείς ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις.

    Συμπερασματικά, η εκλογή του 1981 υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κυβερνητική αλλαγή. Υπήρξε η αφετηρία ευρύτερων μεταβολών τόσο στη σφαίρα της διακυβέρνησης όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών νοοτροπιών και βρήκε πρόθυμους εξουσιολάγνους μιμητές και στο αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο. Αποτέλεσε ένα κακό παράδειγμα για το πώς μπορείς να διατηρηθείς στην εξουσία με υποσχέσεις, κομματικό έλεγχο της κρατικής μηχανής και διασπάθιση των χρημάτων των φορολογουμένων.

    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_14/07/2013_526711

  29. Β.Α. on

    «…
    In purely financial terms, the description of Greece as a «special case» is fairly accurate: Of all eurozone member states involved in a sovereign state bailout agreement, only Greece was facing a fiscal crisis: In the cases of Ireland, Spain and Cyprus, it was the collapse of the private banking sector that led to national governments in those respective countries requesting international financial assistance from the EU and IMF. As for Portugal, the conclusion that was reached is that this was a clear case of contagion effect, which is probably correct.
    To be sure, with the exception of Italy (an industrialized nation with the biggest chunk of its public debt held inside Italy), Greece alone runs a pre-crisis debt level in excess of 100% of GDP – the highest in all of the euro area and mostly foreign-owned. In 2007, for example, while Greece’s general government gross debt was over 105%, in Portugal it was less than 70%. And when, in 2009, Greece’s public debt ratio to GDP reached close to 130%, in Portugal it remained less than 85%.
    However, in describing Greece as a «special case,» many commentators insinuate that there is also something «unique» about Greek political culture, which pretty much accounts for the nation’s current financial and economic crisis. This is based on the tacit assumption that while Greece may belong geographically to the west, the contemporary culture and the habits of most of its ordinary citizens lie squarely with non-Western traditions and behavioral norms. Hence, among other things, the pervasiveness of corruption at all levels of society, including the widespread and «honorable» practice of «fakelaki» – cash inside an envelope for the attainment of public services and personal favors; hence also the routine violation of civility norms and a culture of complacency that pervades public life….»

    «To Change Greece Requires Changing the Nation’s Political Culture – and This Could Be a Tall Order, Especially for the Left»
    Sunday, 01 September 2013

    By CJ Polychroniou,

    http://truth-out.org/opinion/item/18485-to-change-greece-requires-changing-the-nations-political-culture-and-this-could-be-a-tall-order-especially-for-the-left#.UiRq4wUtcag.email

  30. Nikolaos YANNIS on

    Ενδιαφέρον άρθρο. Επίσης βλ. το εξαιρετικό πρόσφατο βιβλίο του Παναγιώτη Γεννηματά, Ελλάς, δύση ή ανατολή; Εκδόσεις ΡΟΕΣ, 2013″.

  31. Β.Α. on

    Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, με αφορμή το θάνατο του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη τον Φεβρουάριο του 1941 από τύφο (μόλις καταταλαιπωρημένος γύρισε από το μέτωπο του ελληνο-ιταλικού πολέμου) αναφέρεται στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974), στο ρουσφετολογικό και αναξιοκρατικό σύστημα που χαρακτήριζε τη λειτουργία του κράτους:

    «Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια […] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».

  32. 2.9.13
    «Ο Ελληνισμός επέτυχε ως Γένος αλλ’απέτυχε ως Κράτος», μια σπάνια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη

    Σε μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ρένο Αποστολίδη στην Ἐφημερίδα Ἐλευθερία στις 15 Ιουνίου του 1958, τα λόγια του παραμένουν επίκαιρα.

    Ζητεῖται ἡ γνώμη σας, κύριε Ἐλύτη, ἡ ἐντελῶς ἀνεπιφύλακτη καί ἀδέσμευτη, ἐπάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖτε ὡς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία τοῦ τόπου. Ἀπό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μᾶς λείπει; Ποιά θά ὀνομάζατε «πρώτη μάστιγα» τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς;

    Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!

    Ἄ! Ἀρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης ἀσυμφωνία!…

    Βεβαίως! Ἀλλ᾿ ἀφῆστε με νά συνεχίσω. Αὐτή ἡ ασυμφωνία δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εἶναι, ὃμως, μιά αἰτία πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα, οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται καί ἐκτελοῦνται ἐρήμην τῶν ἀντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τῶν ἰδανικῶν πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν άνεξαρτησία του. Ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει, οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήν ἐπικαιρότητά της. Σημειῶστε ὅτι δέν βλέπω τό πρόβλημα ἀπό τήν ἀποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οὔτε κάνω δημοκοπία.

    Δημοκοπία ἀσφαλῶς ὄχι. Πολιτική, ὅμως, ναί. Τό ἐντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τῆς πολιτικῆς – ἤ κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα τοῦ δικοῦ της χώρου. Ἐκεῖ μᾶς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τῶν σχέσεων μεταξύ λαοῦ καί ἡγεσίας.

    Μά ναί. Γιατί εἶναι βασικό. Εἶναι πρῶτο… κι ἄς εἶμαι ποιητής, ἐγώ πού τό λέω, μακριά πάντα ἀπό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός κατά κανόνα ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν!

    Στό Τέξας καί στό Οὐζμπεκιστάν; Ποιητικές χῶρες!… Ἤ μήπως θέλετε νά πεῖτε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα τοῦ ἑκάστοτε ρυθμιστικοῦ ‘‘ξένου παράγοντος’’; Τοῦ ἑκάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται τό κακό;

    Τό εἶπα μέ τρόπο, ἀλλά βλέπω ὅτι τό θέλετε γυμνό. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τό ξαναπῶ φανερά, καί πιό ἔντονα: ἕνας ἀπό τούς κυριότερους παράγοντες τῶν «παρεκκλίσεων» τῆς ἡγεσίας ἀπό τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς καί ἐκ τῶν ἔξω «προστατευτική» κατεύθυνση. Ἀποτέλεσμα καί αὐτό τῆς ἀπώλειας τοῦ ἕρματος, τῆς «παράδοσης».

    Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ ἀλληλεξάρτηση τῶν ἐθνοτήτων εἶναι τόση, πού ἡ πολιτική δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγνοήσει, ὥς ἕναν βαθμό, αὐτό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμότητα». Ὅμως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Αὐτό εἶναι τό πιό εὐαίσθητο σημεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, «τό τιμιώτατόν του»! Καί αὐτό τοῦ καταπατοῦν συνεχῶς, κατά τόν ἐξοργιστικότερο τρόπο, οἱ ἐκπρόσωποί του στήν ἐπίσημη διεθνῆ σκηνή!

    Κι ὁ «ἐπίσημος» ὅρος τῆς δουλοπρέπειας αὐτῆς, κύριε Ἐλύτη; Μήπως εἶναι ὑποκριτικότερος ἀπ᾿ τό «προσαρμοστική πολιτική»; Ἐξοργιστικότερος;

    Δέν μ᾿ ἐνδιαφέρει ὁ ἐπίσημος ὅρος τῆς δουλοπρέπειας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία. Κι ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι μ᾿ αὐτά καί μ’ αὐτά ἐφτάσαμε σέ κάτι πού θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ὀνομάσω «ψευδοφάνεια». Ἔχουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκῶς διαφορετικοί απ’ ὅ,τι πραγματικά εἴμαστε. Καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος πρός τήν ἀποτυχία, εἴτε σάν ἄτομο σταδιοδρομεῖς εἴτε σάν σύνολο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς γνησιότητας.

    Τό κακό πάει πολύ μακριά. Ὅλα τά διοικητικά μας συστήματα, οἱ κοινωνικοί μας θεσμοί, τά ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο ἀπό ἔξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν ὅπως ὅπως ἐπάνω σ᾿ ἕνα σῶμα μέ ἄλλες διαστάσεις καί ἄλλους ὅρους ἀναπνοῆς.

    Ὥστε, λοιπόν, ζητᾶτε «δικούς μας ὅρους ἀναπνοῆς»!

    Ναί. Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, ἄλλωστε, αὐτά ἐγώ πού, σ᾿ ἕναν τομέα ὅπως ὁ δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεῦμα, καί πού σήμερα μέ ἐμπιστοσύνη ἀποβλέπω στή διαμόρφωση ἑνός ἑνιαίου εύρωπαϊκοῦ σχήματος, ὅπου νά ἔχει τή θέση της ἡ Ἑλλάδα. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ μηχανισμός τῆς ἀφομοιώσεως τῶν στοιχείων τῆς προόδου πρέπει νά λειτουργεῖ σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ἀναπτυγμένη παιδεία. Ἐνῶ σ’ ἐμᾶς, ὄχι μόνον δέν λειτουργεῖ σωστά, ἀλλά δέν ὑπάρχει κἄν ὁ μηχανισμός αὐτός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἔχει μαῦρα μεσάνυχτα!

    Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ἔντυπα πού εκδίδει ἡ ἴδια, ἤ πού προτιμᾶ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα ὅπου κατοικεῖ, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της ἀπέναντι στή ζωή. Οὔτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πῶς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ἀναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; Ἀπό τά πρῶτα διαβάσματα πού θά κάνει ἕνα παιδί ὥς τά διάφορα στοιχεῖα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοῦστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε ἄλλο!

    Θά μοῦ πεῖτε: εἶσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα ἀπό τή μεριά πού σέ πονᾶνε. Ὄχι, καθόλου! Καί νά μοῦ έπιτρέψετε νά ἐπιμείνω. Ὅλα τά ἄλλα κακά πού θά μποροῦσα νά καταγγείλω –ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἀποκεντρώσεως καί αὐτοδιοικήσεως, ἡ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ γιά τήν πλουτοπαραγωγική ἀνάπτυξη τῆς χώρας, ἀκόμη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡ ἐξωτερική μας πολιτική– εἶναι ζητήματα βαθύτερης ἑλληνικῆς παιδείας!

    Ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μόνον αυτή μπορεῖ νά προικίσει ἕναν ἡγέτη μέ τήν ἀπαραίτητη εὐαισθησία πού χρειάζεται γιά νά ἐνστερνιστεῖ, καί ἀντιστοίχως νά ἀποδώσει, τό ἦθος τοῦ λαοῦ. Γιατί αὐτός ὁ λαός, πού τήν ἔννοιά του τήν ἔχουμε παραμορφώσει σέ σημεῖο νά μήν τήν ἀναγνωρίζουμε, αὐτός ἔχει φτιάξει ὅ,τι καλό ὑπάρχει – ἄν ὑπάρχει κάτι καλό σ᾿ αὐτόν τόν τόπο! Καί αὐτός, στίς ὧρες τοῦ κινδύνου, καί στό πεῖσμα τῆς συστηματικῆς ἡττοπαθείας τῶν ἀρχηγῶν του, αἴρεται, χάρη σ᾿ ἕναν ἀόρατο, εὐλογημένο μηχανισμό, στά ὕψη πού ἀπαιτεῖ τό θαῦμα!

    Ὅσο, λοιπόν, καί ἄν εἶναι λυπηρό, πρέπει νά τό πῶ: ὁ Ἑλληνισμός, γιά τήν ὥρα τουλάχιστον, ἐπέτυχε ὡς γένος, ἀλλ᾿ ἀπέτυχε ὡς κράτος! Καί παρακαλῶ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.

    Πρίν κλείσομε, κύριε Ἐλύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού ἐθίξατε στήν ἀρχή, τό τῆς παλαιᾶς ὑγιοῦς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τοῦ λαοῦ μας, πού ἔχει χαθεῖ πιά, πῶς νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε ν’ ἀναβιώσει; «Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;

    Σέ μιάν ἀναβίωση αὐθεντική δέν εἶναι δυνατόν πιά νά ἐλπίζουμε – ἀλίμονο! Ἑκατόν τριάντα καί πλέον ἔτη ἀχρησίας εἶναι ἀρκετά γιά ν᾿ ἀτροφήσουν ἀκόμη καί οἱ πιό ζωντανοί θεσμοί. Ὡστόσο, ὑπάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση τοῦ προβλήματος, καί αὐτό σαφώς πρός τήν πλευρά τῆς αὐτοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αὐστηρή της ἔννοια.

    Δέν εἶμαι ἀρμόδιος βέβαια νά σᾶς προτείνω σχέδια. Θά ἤθελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἀπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά πρέπει νά βασιστεῖ στή φυσική καί ἱστορική διαίρεση τῆς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εἶναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί ὄχι στή θεωρητική τῆς γεωοικονομίας, ὅπως ἄκουσα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς. Θά εἶναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστοῦν οἱ ψυχολογικοί παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους πολλές φορές ἐξαρτᾶται τό μεγαλύτερο μέρος της ἐπιτυχίας.

    Ἡ ἄλλη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά μεγάλα αὐτά διαμερίσματα (μέσα στά ἑλληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ὑποδιαιρεθοῦν σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί ἀπό τήν ἐπαρχία, μέ ἀρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γεωργία. Γιατί ὁ πρῶτος ἀντικειμενικός σκοπός εἶναι νά λυτρωθεῖ ὁ πολίτης ἀπό τό «ταμπού» τῆς ἐξουσίας! Καί θά λυτρωθεῖ μόνον ἄν ἔχει τρόπο νά παρακολουθεῖ ἀπό κοντά ποῦ καί πῶς ἀξιοποιοῦνται οἱ θυσίες του, οἰκονομικές καί ἄλλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα μακρινό καί ἀόρατο Φάντασμα.

    πηγή: the insider.gr

  33. Άρης on

    Απάντηση του Θεόδωρου Ζιάκα στο Στέλιο Ράμφο

    Παρασκευή, 04 Σεπτέμβριος 2009

    Στο προηγούμενο τεύχος του Άρδην (18) διάβασα τη συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου. Ομολογώ ότι με λύπησε. Με στενοχώρησε. Όχι γιατί διατυπώνει θέσεις με τις οποίες διαφωνώ, αλλά γιατί μεταβάλλεται σε απολογητή της Δύσης, λίγες μόλις μέρες πριν από την έναρξη της γκακστερικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας.

    Η παρέμβαση του Στέλιου τα δυο τρία τελευταία χρόνια, όπως αντιπροσωπευτικά συνοψίζεται στη συνέντευξή του, συσκοτίζει πλήρως τη σημερινή πραγματικότητα και επαναλαμβάνει, ως «νέα πρόταση», τον εκδυτικισμό, λες και βρισκόμαστε στον 10ο, τον 12ο, τον 14ο, ή έστω τον 18ο αιώνα. Την πρόταση του Στέλιου οι θεολόγοι θα τη χαρακτήριζαν ανεπιφύλακτα ως νεοβαρλααμισμό.

    Μια επαναδιατύπωση της αντιησυχαστικής πλατφόρμας του 14ου αιώνα, χωρίς ουσιαστικές προσθήκες. Από κοινωνικο-ανθρωπολογική άποψη η «πλατφόρμα» αυτή θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: Η δύναμη της Δύσης βρίσκεται στην εξατομίκευση. Χάρη στην εξατομίκευση η Δύση και ιδίως η Αμερική, έχει κατακτήσει το μυστικό της αδιάκοπης προόδου. Έχει βεβαίως προβλήματα, αλλά έχει και την ικανότητα να τα λύνει. Αντιθέτως: Εμείς «μείναμε πίσω» γιατί, παρά τις ευκαιρίες που επανειλημμένως μας δόθηκαν (τους αιώνες 10ο, 12ο, 14ο, 18ο), δεν θελήσαμε να εξατομικευτούμε. Αλλά τώρα, με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μας δίνεται μια ακόμη ευκαιρία. Ίσως η τελευταία. Αν την αξιοποιήσουμε θα επιβιώσουμε… Παράξενο, αλλά στην πρόταση του Ράμφου ο «εκσυγχρονισμός» μας αποκτά μια «Ορθόδοξη» θεμελίωση!

    Στο κείμενο που ακολουθεί θα μιλήσω για το βασικό ζήτημα, ποια είναι η πορεία του σύγχρονου κόσμου, ώστε να φανεί πόσο τη συσκοτίζει ο Στέλιος και στη συνέχεια θα επισημάνω τα κυριότερα θεωρητικά λάθη του.

    Πού μας πηγαίνει η Αμερική

    Προτείνω την ακόλουθη μεθόδευση: Πρώτα να θέσουμε το ερώτημα: Προς ποια κατεύθυνση βαδίζει ο κόσμος μας υπό την ηγεσία της Αμερικής; Έπειτα και εφόσον εντοπίσουμε την ακολουθούμενη «γραμμή πορείας», να συμφωνήσουμε ότι αυτό που προέχει είναι να «λάβουμε θέση», θέση προσωπική: Υπέρ ή κατά; Τέλος, σε ένα τρίτο στάδιο, να συμφωνήσουμε πως αφού έχουμε δει πού πάμε κι αφού έχουμε πάρει θέση, τότε (και μόνον τότε) έχει νόημα να συζητήσουμε για το τι πρέπει να κάνουμε ως έθνος. Ξεκινώ από το πρώτο.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα μπορώ να δώσω, με τα ακόλουθα πέντε σημεία, το στίγμα της «γραμμή πορείας» που ακολουθεί ο κόσμος υπό την ηγεσία της μόνης υπερδύναμης:

    1. Απομάκρυνση από τις νεωτερικές αξίες της νομιμότητας και της δημοκρατίας: Ήδη καλούμαστε να δεχτούμε πλανητάρχη που δεν τον εκλέγει παρά ένας ασήμαντος αριθμός Αμερικανών. Αυτός μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν, σαν άλλος ασιάτης μονάρχης, για το ποιον θα χτυπήσει ή όχι, κάνοντας ανεξέλεγκτη χρήση μιας σχεδόν απόλυτης δύναμης. Δεν συνιστά τούτο μια τεράστια πολιτιστική οπισθοδρόμηση για την ίδια τη Δύση, η οποία επεδίωκε σταθερά τη χαλιναγώγηση της δύναμης, μέσω της υπαγωγής της σε συστήματα νομιμότητας; Σήμερα βρισκόμαστε πολύ πίσω από τη Μάγκνα Κάρτα κι από τις αρχές της αμερικανικής επανάστασης. Κι αυτό στο όνομα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Πίσω ακόμα κι από τις πιο βάρβαρες μορφές προνεωτερικού κολεκτιβιστικού δεσποτισμού. (Ο Τσεγκίς Χαν π.χ. έπρεπε να πολεμήσει σώμα με σώμα για να επιβάλει τη θέλησή του κι όχι να πατά κουμπιά εκ του ασφαλούς). Η πλανητική δικτατορία έχει ήδη εγκαθιδρυθεί, με τις ευλογίες ολόκληρης της Δύσης. Η δημοκρατία ανήκει πλέον στο παρελθόν.

    2. Η εκρηκτική κλιμάκωση της κοινωνικής ανισότητας: Το χάσμα Βορρά – Νότου, πλουσίων και φτωχών, διευρύνεται, καθώς επεκτείνεται το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Ποτέ η ανθρωπότητα δεν γνώρισε τόσο μεγάλη ανισότητα. Ήδη λιγότερο από πεντακόσια άτομα έχουν πλούτο μεγαλύτερο από τον πλούτο του μισού πληθυσμού της Γης. Στο μεταξύ καμιά προοπτική βελτίωσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η ανισότητα έχει καθαγιαστεί ως ο απαραβίαστος κινητήρας του Συστήματος. Οι συνέπειες είναι ήδη ανυπολόγιστες. Ζήσαμε τα τελευταία χρόνια την ολοσχερή κατάρρευση της Αφρικής. Ακολουθεί η Λατινική Αμερική και η νοτιοανατολική Ασία. Ζούμε επίσης την καταβύθιση στην ανομία των χωρών του πρώην σοβιετικού συνασπισμού. (Έγκυροι δυτικοί αναλυτές διαπιστώνουν ότι η προοπτική ενσωμάτωσης της Ρωσίας στο σύστημα της «ευνομούμενης αγοράς» αφήνεται για την επόμενη γενιά.)

    3. Το οικολογικό πρόβλημα επιδεινώνεται. Δεν χρειάζεται εδώ να πούμε πολλά. Η Αμερική, που είναι η κυριότερη πηγή ρύπανσης του πλανήτη, δεν δίνει δεκάρα για το πρόβλημα (βλ. διάσκεψη του Ρίο, διάσκεψη του Τόκυο κ.ά).

    4. Το επερχόμενο «τέλος της εργασίας»: Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού προορίζεται για το περιθώριο. Το λεγόμενο «διανοητικό» κεφάλαιο, παίρνοντας τη σκυτάλη από το βιομηχανικό, κάνει τη δουλειά του μόνο με τις «ειδικές δυνάμεις» του καπιταλιστικού στρατού εργασίας (με τα «σαΐνια» των νέων τεχνολογιών). Το τι θα γίνει με τη μεγάλη μάζα απασχολεί πλέον σοβαρά τα δυτικά θιγκ-ταγκ. Ήδη ανασύρθηκε και συζητείται η παλιά συνταγή: Άρτον και θεάματα, για τους «δικούς» μας. «Ανθρωπιστικούς» βομβαρδισμούς, για τους «ξένους».

    5. Η αυτονόμηση των συστημάτων και η κατάρρευση του ατόμου: Ο άνθρωπος της λεγόμενης «μαζικής δημοκρατίας» (που μόνο δημοκρατία δεν είναι) αποσυντίθεται μαζικά και αφομοιώνεται από τα συστήματα. Το θυμοειδές του υπαναπτύσσεται και ατροφεί. Το επιθυμητικό του ελέγχεται, με απίστευτη ευκολία, από τη βιομηχανία κατασκευής αναγκών. Και το λογιστικό του συρρικνώνεται σε απλοϊκή ψηφιακή συσκευή 0 – 1. Καλωδιώνεται έτσι στην «εικονική πραγματικότητα» και δεν μπορεί υπάρξει έξω απ’ αυτήν. Οι εφιαλτικές προβλέψεις γίνονται ήδη πραγματικότητα: στα κέντρα του Συστήματος ο άνθρωπος και η μηχανή συγκλίνουν. Το βιοαυτόματο, ως υπέρβαση του διαλυμένου νεωτερικού ατόμου, αποτελεί ειλημμένη επιλογή του αυτονομημένου Συστήματος.
    ………………………………………

  34. Άρης on

    ………………………………………

    Αυτά είναι, εν ολίγοις, τα σημεία των καιρών. Και προϊδεάζουν το εφιαλτικό μέλλον που η σημερινή Δύση ετοιμάζει για τον εαυτό της και τον υπόλοιπο κόσμο. Το Σύστημα που χτίζεται σήμερα είναι ένας μεταϊστορικός τεχνοφασισμός. –«Μεταϊστορικός», γιατί επιλέγει να τροποποιήσει το ίδιο το γενετικό υλικό του ανθρώπου, προκειμένου να τον προσαρμόσει στον απάνθρωπο κόσμο που παρασκευάζει.

    Αν αυτή είναι η πορεία της Δύσης ποια είναι η θέση μας; Τη δεχόμαστε; Λέμε ναι ή λέμε όχι;

    Ο αγαπητός Στέλιος αγνοεί τελείως το ερώτημα. Σαν να ήρθε από άλλον πλανήτη. Και αγνοώντας το παίρνει θέση υπέρ του Συστήματος! Όταν ο Καραμπελιάς, πολύ συγκρατημένα, πάει να του το υπενθυμίσει, παίρνει αμέσως την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι δεν τρέχει τίποτα. Πως αν υπάρχει κάπου πρόβλημα αυτό δεν αποτελεί την κύρια πλευρά και τελικώς θα ξεπεραστεί. Ο θαυμασμός του για τη Δύση και ιδιαίτερα για την Αμερική, είναι αφοπλιστικός. Η ολοφάνερη, για μας, αλλά και για πολύ κόσμο στη Δύση, κατολίσθηση στην τεχνοφασιστική βαρβαρότητα δεν τον απασχολεί. Ούτε καν ως θεωρητική πιθανότητα.

    Η ανικανότητα ενός στοχαστή να αντιληφθεί αυτά που βλέπει ο κοινός νους προϊδεάζουν φυσικά και για την πραγματική αξία των ιδεολογημάτων που τη στηρίζουν.

    Το ιδεολόγημα της εξατομίκευσης

    Το αγαπημένο ιδεολόγημα του Στέλιου είναι, εδώ και καιρό, η «εξατομίκευση». Από τη στιγμή που το ανακάλυψε επικέντρωσε τα πάντα σ’ αυτό.

    Η εξατομίκευση, λέει, είναι ο άξονας του δυτικού πολιτισμού. Το άτομο είναι ο ανθρωπολογικός φορέας του. Η θέση αυτή είναι φυσικά απολύτως ορθή. Ακριβέστερα: είναι μια κοινοτοπία, με την οποία κανείς δεν διαφωνεί. Αν προσλαμβάνει τόση σημασία στη σκέψη του Ράμφου είναι γιατί μοιάζει να θεμελιώνει την εξαιρετικά απλή στρατηγική του πρόταση: να γίνουμε κι εμείς άτομα. Για να ισχύσει όμως η πρόταση αυτή δεν αρκεί η παραδοχή ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι εν γένει ατομοκεντρικός. Πρέπει να προϋποθέσουμε δύο ακόμη παραδοχές: Πρώτον, ότι εξακολουθεί και σήμερα να είναι το άτομο ο ανθρωπολογικός άξονας του δυτικού πολιτισμού και ότι προβλέπεται να εξακολουθήσει να είναι και στο μέλλον. Και δεύτερον, ότι οι Έλληνες δεν είναι άτομα (αφού καλούμαστε να «εξατομικευτούμε»). Ερώτημα: Ισχύουν οι δυο αυτές προκείμενες της «εξατομικευτικής» πρότασης;

    Ο Στέλιος θεωρεί αυτονόητο ότι ισχύουν. Αγνοεί όχι μόνο τα πραγματικά ανθρωπολογικά δεδομένα, αλλά και την πλήθουσα βιβλιογραφία, σύμφωνα με την οποία έχει αρχίσει από καιρό η κατάρρευση του ατόμου στη Δύση, ότι έχουμε μπει πλέον στην εφιαλτική εποχή των αυτονομημένων συστημάτων. Εδώ είναι και το βασικό θεωρητικό λάθος του, που τον κάνει απολογητή μιας Δύσης που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο Στέλιος δεν βλέπει καθόλου την κρίση της εξατομίκευσης, που είναι η κυρίαρχη πλέον ανθρωπολογική πραγματικότητα στη σημερινή Δύση.

    Το δεύτερο βασικό θεωρητικό λάθος του Στέλιου είναι ότι επαναλαμβάνει άκριτα την παραδοσιακή δυτική αντίληψη ότι μόνον η Δύση γνωρίζει το άτομο. Ότι τάχα οι Έλληνες δεν είναι άτομα. Ότι μπορεί να «προσέγγισαν» την ατομικότητα, αλλά δεν κατόρθωσαν να την αποκτήσουν. Έναν ισχυρισμό με βάση τον οποίο νομιμοποιούσαν οι δυτικοί την αυτοπαρουσίασή τους ως «ολοκλήρωση» αυτού που οι Έλληνες ήταν μόνον «εμβρυακά». (: Ο ελληνικός πολιτισμός, ως κεφάλαιο της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού. Ο Ηράκλειτος ως «ο πρώτος δυτικός στοχαστής» και τα τοιαύτα.)

    Υποστηρίζω λοιπόν ότι και οι δύο θέσεις πάνω στις οποίες ο Ράμφος στηρίζει το ιδεολόγημά του είναι εντελώς ανυπόστατες. Επαναλαμβάνω: Η Δύση, την οποία μας καλεί να «φτάσουμε» διά της εξατομικεύσεως, απομακρύνεται ολοταχώς από την εξατομίκευση. Κατολισθαίνει, με ασύλληπτη ταχύτητα, στην πιο τρομακτική κολεκτιβιστική βαρβαρότητα: την τεχνοφασιστική. Επίσης εμείς οι Έλληνες, που καλούμαστε να εξατομικευτούμε (δεύτερη θέση), είμαστε ήδη άτομα από την εποχή του Ομήρου. Θα συμφωνήσω μάλιστα με τον μακαρίτη τον Καστοριάδη και πλειάδα άλλων ευρωπαίων στοχαστών, ότι ο αρχαίος Έλληνας ήταν πολύ περισσότερο άτομο απ’ ό,τι ο νεωτερικός άνθρωπος. Θα προσθέσω εδώ ότι και ο σημερινός Έλληνας δεν υπολείπεται καθόλου του αρχαίου σε ατομικότητα. Δεν είναι η εξατομίκευση που μας λείπει. Απ’ αυτήν έχουμε και πλεόνασμα.

    Πώς δεν τα βλέπει αυτά ο Ράμφος; Δεν τα βλέπει γιατί η θεώρησή του είναι ανιστορική και εκλεκτική. Και κυρίως γιατί δεν καταλαβαίνει τι είναι το Πρόσωπο. Ας δούμε από πιο κοντά τα τρία αυτά σημεία.

    Ανιστορική θεώρηση

    Ο Στέλιος μιλά γενικά για «Δύση» και όχι για «Νεωτερικότητα». Αλλά αν η ατομοκεντρική Δύση περιλαμβάνει τόσο τη νεωτερικότητα όσο και τον Μεσαίωνα τότε τι μένει από την έννοια της εξατομίκευσης;

    Ερωτώ: Δεν υπάρχει διαφορά ανθρωπολογικού άξονα, ανθρωπολογικού φορέα, ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στη Νεωτερικότητα; Είναι ατομοκεντρικός ο δυτικός μεσαιωνικός πολιτισμός; Ο Στέλιος δεν θέτει το ερώτημα, με αποτέλεσμα την ασάφεια ως προς το ακριβές ιστορικό πολιτισμικό περιεχόμενο της εξατομίκευσης. Σάμπως η έννοια της εξατομίκευσης να είναι οντολογική και όχι ιστορική.

    Για όποιον γνωρίζει έστω και στοιχειωδώς την ευρωπαϊκή ιστορία ο Μεσαίωνας αντιπροσωπεύει έναν κολεκτιβιστικό πολιτισμό και η νεωτερικότητα έναν ατομοκεντρικό πολιτισμό. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το πέρασμα από τον ένα στον άλλο τελέστηκε παντού μέσα από επαναστατικές και όχι ειρηνικές διαδικασίες. Αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό δεδομένο ότι για να οικοδομηθεί ο νεωτερικός πολιτισμός κατεδαφίστηκε αλύπητα ο μεσαιωνικός πολιτισμός. Πώς μπορούμε να μιλάμε για εξατομίκευση στη Δύση αν δεν λαμβάνουμε υπόψη αυτή τη διαφορά; Ο παπισμός, η φεουδαρχία και η δουλοπαροικία, καθώς και η κάθε είδους δεσποτεία, που ήταν συνυφασμένη μαζί τους, δίνουν το υλικό για να σχηματίσουμε το εννοιολογικό περιεχόμενο της έννοιας κολεκτιβιστικός άνθρωπος, προκειμένου για τη Δύση. Δεν είναι το τι ενδεχομένως πίστευαν κάποιοι Σχολαστικοί καλόγεροι, όπως ο Ακινάτης.

    Ομοίως: το «ουσιακό» περιεχόμενο της έννοιας «νεωτερικό άτομο» θα πρέπει να το αναζητήσουμε στον αστό και στον εργάτη, στην ελευθεροφροσύνη του Διαφωτισμού, στις δημοκρατικές επαναστάσεις και στα πολιτειακά τους επιτεύγματα. Όχι, για παράδειγμα, στις υπαρξιστικές θεωρίες ή στις εσωτερικές εμπειρίες μιας πολύ στενής και περιθωριακής καλλιτεχνικής ιντελιγκέντσιας. Το άτομο προβάλλει, στη βάση αυτή, ως ο ελεύθερος άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τον δούλο. Ο άνθρωπος που περνά τις εντυπώσεις του από το δικό του κόσκινο και πράττει ανάλογα με το τι ο ίδιος θεωρεί σωστό, καλό και συμφέρον. Και όχι ανάλογα με το τι λένε οι άλλοι, η Εκκλησία, η παράδοση, ο αυθέντης, ή ο Φύρερ, ο Πατερούλης κι ο Μεγάλος Αδελφός. Αν θέλουμε να μιλήσουμε θεωρητικότερα θα λέγαμε ότι το άτομο ορίζεται σε σχέση με τον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, υπό την έννοια ότι το άτομο έχει δικό του εσωτερικό σύστημα ρύθμισης των παθών του, ενώ ο κολεκτιβιστικός άνθρωπος δεν έχει και ακολουθεί τυφλά το κανονιστικό σύστημα της ομάδας ή της παράδοσης στην οποία ανήκει. Στο άτομο ο Νόμος είναι το minimum, που ελεύθερα έχει συναποφασίσει με τα άλλα άτομα. Από κει και πέρα είναι ελεύθερο να κάνει «ό,τι θέλει». Στον κολεκτιβιστικό άνθρωπο ο Νόμος είναι το maximum, που έχει επιβληθεί έξωθεν και ισχύει ανεξάρτητα από τη δική του συμμετοχή. Η λέξη αυτονομία, εισηγητής της οποίας υπήρξε στα νιάτα του και ο ίδιος ο Στέλιος (προδικτατορικό φοιτητικό κίνημα), είναι εξαιρετική για να δηλώσει αυτό που είναι το άτομο, ως ανθρωπολογικός τύπος, αλλά και ως ατομοκεντρική κοινότητα. Αλλά είπαμε, μ’ αυτή την έννοια ο Έλληνας είναι «πιο άτομο» από το νεωτερικό άτομο και όλο μας το ιδεολόγημα πάει περίπατο.

    Δεν πρέπει λοιπόν να μιλάμε για δυτικό άτομο, αλλά για νεωτερικό άτομο. Αλλά η ανιστορική θεώρηση της εξατομίκευσης εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ενάργεια στην απουσία κάθε αναφοράς στις μεθηλικιώσεις του νεωτερικού ατόμου. Οι μελετητές της νεωτερικότητας ήδη επισημαίνουν τέσσερις διακεκριμένες φάσεις στην ανθρωπολογική εξέλιξη του νεωτερικού ατόμου. Η πρώτη είναι ο Διαφωτισμός (18ος αιώνας). Χαρακτηρίζεται από τις εξισώσεις: Θεός = 0, Ομάδα = 0 (συνεταιρισμός ατόμων – συμβόλαιο), Άτομο = Παν. Κέντρο του ατόμου: η λογική και η παρατήρηση. Η δεύτερη φάση είναι ο Ρομαντισμός: Ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι άτομο, αλλά ο κοινωνιο-οντολογικός μηδενισμός μετριάζεται, λόγω του φόβου μήπως οδηγήσει στην κοινωνική αποσύνθεση. Η πίστη στη λογική και την παρατήρηση αντισταθμίζεται από την παραδοχή της «απεριόριστης ψυχικής ενδοχώρας», που είναι το συναίσθημα, καθώς και από τη συνακόλουθη εκτίμηση που αποδίδεται στην τέχνη. Από πλευράς αντιπαράθεσης Νεωτερικότητας – Μεσαίωνα μπορεί να θεωρηθεί ως ελιγμός του νέου ανθρωπολογικού τύπου, για να ενσωματώσει τους φόβους των μεσαιωνικών καταλοίπων και να εξουδετερώσει την κριτική των ιδεολόγων του κολεκτιβισμού, την επικεντρωμένη στην κατηγορία για μηδενισμό. Όταν τελικά ο μεσαιωνικός άνθρωπος έχει αφομοιωθεί ο ρομαντισμός εγκαταλείπεται και περνάμε στον Μοντερνισμό (μέσα 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του ’60 του αιώνα μας). Το μοντέρνο άτομο είναι η πραγμάτωση των ανθρωπολογικών εξισώσεων του Διαφωτισμού. Είναι η βασισμένη σε «αρχές» μηχανόμορφη ατομικότητα. Το μοντέρνο άτομο της βιομηχανικής εποχής αντιπροσωπεύει την ωριμότητα, την ολοκλήρωση του νεωτερικού ατόμου. Είναι η ψυχή των γιγάντιων βιομηχανικών συστημάτων. Το άτομο αυτό καταποντίστηκε, όπως ξέρουμε, στους δύο παγκοσμίους πολέμους και στα προμηθεϊκά επαναστατικά πειράματα του αιώνα μας, οδηγώντας στην τέταρτη και τελευταία φάση της νεωτερικής ανθρωπολογικής διαδρομής: τον Μεταμοντερνισμό. «Τελευταία» γιατί μέσα σ’ αυτήν τελειώνει η νεωτερική ατομικότητα. Από ανθρωπολογική άποψη ο Μεταμοντερνισμός είναι η επέκταση του μηδενισμού από τον Θεό και την Ομάδα, στην ίδια την ατομική προσωπικότητα. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν είναι άτομο, αλλά δυναμικό ετεροκαθοριζόμενων σχέσεων, τερματικό πολλαπλών δικτύων, ανταλλακτικό αυτονομημένων συστημάτων. Στη φάση αυτή ο απόλυτος σχετικισμός και η απονοηματοδότηση των αξιών, αναιρεί κάθε έννοια εσωτερικού μηχανισμού αυτορρύθμισης και καταργεί στην πράξη ολόκληρη τη μυστικιστική κοινωνική οντολογία της θέλησης για δύναμη και της ικανότητας για απόφαση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο νεωτερικός ατομικισμός. Ο Στέλιος περνώντας πάνω απ’ αυτή την ανθρωπολογική εξέλιξη καταντά ένας φονταμενταλιστής της εξατομίκευσης. Δεν αντιλαμβάνεται ότι το άτομο άπαξ και εμφανιστεί στην ιστορία έχει ημερομηνία λήξης. Ότι είναι μια πορεία, μια μεταβατική κατάσταση, που αν δεν ακολουθηθεί από κάτι άλλο μοιραία θα υποστραφεί στη μια ή την άλλη μορφή κολεκτιβισμού.

    Στο σημείο αυτό πρέπει να θέσουμε το ερώτημα που ο Στέλιος αποφεύγει να θέσει: Πότε ένας πολιτισμός είναι ατομοκεντρικός; Όταν όλοι οι άνθρωποι είναι άτομα; Και σε ποιο βαθμό ατομικότητας, αφού όπως είδαμε η ατομικότητα έχει τη δική της «ωρίμανση»; Αν δεν απαντηθεί το ερώτημα μένει αδιευκρίνιστη η σχέση ανθρωπολογικού τύπου και ανθρωπολογικής ταυτότητας του πολιτισμού.
    ………………………………………..

  35. Άρης on

    ……………………………………….

    Ελλείψει απάντησης από τον Στέλιο θα δώσω τη δική μου: Σε κάθε πολιτισμό υπάρχουν κατά κανόνα όλοι οι ανθρωπολογικοί τύποι. Στην προκειμένη περίπτωση τόσο ο κολεκτιβιστικός όσο και ο ατομικός. Αυτό που κάνει έναν πολιτισμό να είναι κολεκτιβιστικός (ή ατομοκεντρικός) είναι το ποιος από τους δυο τύπους κυριαρχεί. «Κυρίαρχος» τύπος σημαίνει: εμπεδωμένη παραδοχή, κοινωνικό πρότυπο, σκοπούμενο των μηχανισμών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η απάντηση αυτή αποκλείει, προφανώς, μια από τις τρέχουσες σημασίες της εξατομίκευσης, ως κατάτμησης της ομάδας σε άσχετα, αντικοινωνικά υποκείμενα, που κοιτάει το καθένα πώς θα επιβιώσει εις βάρος των υπολοίπων. Η ατομοκεντρική ομάδα δεν καταργεί την ομάδα, απλώς η ομάδα θεωρεί τον εαυτό της ως όργανο για την προαγωγή της ατομικότητας των μελών της. Η εξατομίκευση με την έννοια της αποσύνθεσης της ομάδας είναι μια «παθολογία» του ατομοκεντρικού πολιτισμού, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω, και όχι η «κανονική» μορφή του. Είναι λοιπόν ατομοκεντρική η νεωτερική Δύση επειδή οι άνθρωποί της είναι πεπεισμένοι πως είναι «εκ φύσεως» άτομα, επειδή όλοι οι θεσμοί της είναι χτισμένοι πάνω στην παραδοχή αυτή και επειδή όλη κοινωνική ιδεολογία της αναπαράγει αυτή την παραδοχή. Δεν είναι η ακριβής αντιστοιχία του πραγματικού ανθρώπου με μια νοητική κλίνη του Προκρούστη που θα καθορίζει την «ουσία» του ατόμου.

    Ύστερα από τη σύντομη αυτή αναφορά στην ανιστορική θεώρηση της εξατομίκευσης από τον Στέλιο ας περάσουμε στην εκλεκτική νοηματοδότησή της.

    Δεν είναι άτομο ο Έλληνας;

    Πότε ο άνθρωπος είναι άτομο; Στον επιστολογράφο του Ερουρέμ, που πιεστικά του ζητά μια ξεκάθαρη απάντηση, ο Στέλιος επιμένει ότι χρησιμοποιεί την έννοια της εξατομίκευσης με το τρέχον περιεχόμενό της, χωρίς μάλιστα να λέει ποιο είναι αυτό. (Και παρά το γεγονός ότι η τρέχουσα έννοια είναι αυτή του εγωιστικού υποκειμένου που αδιαφορεί για το σύνολο και ανέρχεται πατώντας επί πτωμάτων.) Σε άλλα κείμενα, όπως στην προκειμένη συνέντευξη, επιλέγει να είναι σαφέστερος:

    Άτομο είναι ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται, που φτιάχνει από μέσα του την εικόνα του, που έχει «εσωτερικότητα» κ.λπ. Δηλαδή το αυτοαναφορικό υποκείμενο του φιλοσοφικού λόγου της νεωτερικότητας. Κατά βάση το «σκέπτομαι άρα υπάρχω». Αλλά ο ορισμός αυτός απηχεί τη συνείδηση που έχει το νεωτερικό άτομο για την ατομικότητά του. Δεν είναι ορισμός αυτής της ίδιας της ατομικότητας. Μας λέει τι είναι νεωτερικό άτομο. Όχι τι είναι άτομο. Ο αυτοαναφορικός ορισμός δεν είναι ορισμός, γιατί είναι ταυτολογικός και για τούτο επιστημολογικά ανυπόστατος. Πίσω του βρίσκονται οι μηδενιστικές εξισώσεις του Διαφωτισμού: ο μηδενισμός της αυθυπερβατικής διάστασης του ανθρώπου (θεός = 0), ο μηδενισμός της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου έναντι του ατόμου (η συλλογική ταυτότητα = 0) και ο μηδενισμός της οντολογικής σημασίας των ενεργειών (ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάξει τη «φύση» του: φιλαυτία, πλεονεξία, εριστικότητα κ.λπ.). Αλλά από την εποχή του Νίτσε και έπειτα η νεωτερικότητα έχει προβληματιστεί βαθειά πάνω στον αυτιστικό χαρακτήρα του καταστατικού ορισμού της και πάει καιρός που καταβάλλει εργώδεις προσπάθειες να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό επικυρώνει ήδη την εγκατάλειψη της αυτοαναφορικής υποκειμενικότητας υπέρ της σχεσιακής – επικοινωνιακής, ρευστοποιημένης υποκειμενικότητας, που δεν είναι πλέον άτομο, αλλά αντικείμενο της θεωρίας συστημάτων. Ο Στέλιος φαίνεται να αγνοεί τελείως τις προβληματικές αυτές ή τουλάχιστον δεν τις λαμβάνει υπόψη.

    Γιατί ο Έλληνας δεν είναι άτομο; Έχουμε δυο απαντήσεις από τον Στέλιο. Μια κύρια και μια δευτερεύουσα, επικουρική. Η κύρια απάντηση στηρίζεται στο επιχείρημα ότι ο Έλληνας δεν έχει «εσωτερικότητα», ότι δεν ορίζεται αυτοαναφορικά, πράγμα που είναι φυσικά απολύτως αληθινό, παρά το ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και αυτιστικοί Έλληνες. Αλλά όπως είδαμε δεν είναι ο αυτοαναφορικός αυτοορισμός που κάνει ένα υποκείμενο άτομο. Όπως ακριβώς δεν θα κρίνουμε τι είναι ένας άνθρωπος από το τι πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά από το τι είναι στα πλαίσια του ιστορικού πολιτισμού στον οποίο ανήκει. Ο νεωτερικός άνθρωπος είναι άτομο όχι γιατί πραγματώνει πράγματι το αυτοαναφορικό υποκείμενο της νεωτερικότητας, αλλά γιατί ο πολιτισμός του βασίζεται στην παραδοχή ότι το υποκείμενο αυτό όχι μόνο είναι πραγματώσιμο, αλλά είναι, επί πλέον, αυτό που κατ’ εξοχήν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση. Αν οι παρατήρησή μας είναι σωστή τότε το επιχείρημα του Στέλιου μας λέει απλώς ότι για τον Έλληνα δεν ισχύουν οι μηδενιστικές ανθρωπολογικές εξισώσεις της νεωτερικότητας. Όχι ότι δεν είναι άτομο. Οι μηδενιστικές εξισώσεις ορίζουν απλώς τη μορφή που προσλαμβάνει το άτομο στη νεωτερική του πολιτισμική ενσάρκωση. Δεν ορίζουν την ουσία της ατομικότητας.

    Η δευτερεύουσα και επικουρική απάντηση του Στέλιου στοχεύει στην εξουδετέρωση του εξής αντεπιχειρήματος: – μα δεν βλέπεις ότι οι Έλληνες είναι ατομικιστικά θηρία; Λέει λοιπόν ότι τα φαινόμενα υπερτροφικού εγωισμού δεν είναι ασυμβίβαστα με τον κολεκτιβισμό. Και φέρνει σαν παράδειγμα τους μεσανατολίτες που είναι, κατά την άποψή του, κι αυτοί τέρατα εγωισμού. Στο μέτρο που μας βάζει στο ίδιο τσουβάλι με το Ισλαμ το επιχείρημα δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν για αστείο. Βεβαίως άτομα υπάρχουν και στο Ισλάμ, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι αν το άτομο, ως τύπος ανθρώπου, είναι ο άξονας του συγκεκριμένου πολιτισμού. Βεβαίως η ροπή προς την εξατομίκευση είναι οργανική και εκδηλώνεται σε όλους τους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς. Το θέμα όμως δεν βρίσκεται εκεί αλλά στο γεγονός ότι οι κολεκτιβιστικοί πολιτισμοί στηρίζονται σε ιδεολογικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, που καταστέλλουν επιτυχώς τις οργανικές ροπές προς την εξατομίκευση. Γι’ αυτό άλλωστε και αναπαράγονται. (Το Ζεν φίλε Στέλιο δεν προάγει την εξατομίκευση. Είναι ένα από τα ευφυέστερα συστήματα καταστολής της). Τι άλλο είναι ο δεσποτισμός, ως εν γένει πολιτειακή μορφή, παρά οργανωμένη καταστολή της εξατομίκευσης; Λέει επίσης ο Στέλιος: ατομικότητα δεν θα πει ορμή να πραγματώσω αυτό που επιθυμώ, αυτό που θέλω. Η εγωιστική ορμή δεν είναι ατομική ελευθερία. Σωστά, αλλά αυτή η πρωτογενής ορμή είναι που οδηγεί στην ατομικότητα, όταν υπαχθεί σε ένα σύστημα αυτορύθμισης.

    Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η αυτορύθμιση είναι κοινωνικό γεγονός και συνδέεται με την επικράτηση μιας ατομοκεντρικής παραδόσεως. Μιας παραδόσεως που οργανώνει την κοινότητα στη βάση της παραδοχής ότι τα μέλη της είναι φορείς μιας θεσμισμένης ατομικής ελευθερίας. Τα επιχειρήματα του Στέλιου είναι εκλεκτικά, γιατί ενώ στην περίπτωση του νεωτερικού ατόμου ξεκινά από τον πολιτισμικό αυτοορισμό της ατομικότητας (το υποκείμενο της αυτοαναφοράς) στην περίπτωση των Ελλήνων ξεχνά την ολιστική-πολιτισμική προσέγγιση και κοιτάζει να δει αν οι Έλληνες σαν μεμονωμένα υποκείμενα είναι πράγματι άτομα ή όχι. Δεν καταλαβαίνει ότι με τον τρόπο αυτό αναιρεί ο ίδιος ολόκληρη τη θέση του. Πράγματι, αν επεκτείνουμε το κριτήριο της αυτοαναφορικότητας, στο οποίο δεν ανταποκρίνονται τα μεμονωμένα ελληνικά υποκείμενα (θεωρούμενα για τούτο ως μη άτομα), αν το επεκτείνουμε ομοίως και στα αντίστοιχα μεμονωμένα υποκείμενα της νεωτερικότητας, θα διαπιστώσουμε ότι ούτε αυτά είναι άτομα. Θα διαπιστώσουμε μάλιστα ότι αυτά εξαρτώνται πολύ περισσότερο από την ομάδα τους και από εξωτερικές αυθεντίες, απ’ ό,τι οι Έλληνες. Χρειάζεται να αναφέρουμε παραδείγματα;

    Ο αρχαίος Έλληνας είναι άτομο, αλλά διαφορετικής μορφής από το νεωτερικό. Δεν είναι αυτοαναφορικό αλλά λογοκεντρικό, όπου ο Λόγος είναι κοινός, κοσμικός-εναρμονιστικός. Ιδρύει κοινότητα αυτοθεσμιζόμενη και αυτοκαθορίζεται ως πολίτης, δηλαδή ως ισότιμος με τους συμπολίτες του μέτοχος των λειτουργιών «κρίσεως και αρχής». Προσεγγίζει το ιδεώδες της ατομικότητάς του όταν «διακριθεί», για την ανδρεία του, για τις πολιτικές του ικανότητες, για τη σοφία του, με μια λέξη για την αρετή του. Όταν δηλαδή ξεχωρίσει από την ομάδα και «δοξαστεί». Αυτή είναι η θετική διάκριση. Υπάρχει και η αρνητική: ο σεβασμός του προς την πόλι δεν είναι άνευ όρων. Άμα τον αδικήσει η πόλις η σύμβαση λύεται. Το παράδειγμα του Σωκράτη είναι λαμπρό, γιατί αποτελεί την εξαίρεση. Ο Αχιλλέας απέχει από τις κοινοτικές του υποχρεώσεις και προσεύχεται στον Δία να καταστρέψει τους συμπατριώτες του, που τον αδίκησαν στη μοιρασιά. Έχει αλλάξει τίποτα από τότε;

    Η δογματική θεώρηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ως μη ατομοκεντρικού δεν αντέχει σε κανέναν έλεγχο. Τι θα μας πει ο Στέλιος; Ότι ο Οδυσσέας δεν είναι άτομο;… Απλώς ο Έλληνας είναι άτομο διαφορετικού τύπου από το νεωτερικό. Ως προς την ατομικότητα συμπίπτουν. Τους χωρίζει η ίδια άβυσσος από τον κολεκτιβισμό. Ως προς τη μορφή όμως της ατομικότητας διαφέρουν πάρα πολύ. Αξία έχει να δούμε τις διαφορές τους και όχι να καταχωρούμε τον ελληνικό πολιτισμό στον κολεκτιβιστικό τύπο. Ο Καστοριάδης έχει επισημάνει καμιά δεκαπενταριά πολύ μεγάλες διαφορές. Θα προτείνω ως κεντρική, αλλά χωρίς να έχω τον χώρο να την αναπτύξω, την εξής διαφορά: Για το ελληνικό άτομο η αμεσότητα των σχέσεων έχει αδιαπραγμάτευτο – καταστατικό χαρακτήρα. Το νεωτερικό άτομο, αντιθέτως, αρνείται την αδιαμεσολάβητη σχέση. Τις σχέσεις τις διαμεσολαβεί πάντοτε με συστήματα. Το πολιτειακό πρότυπο του πρώτου είναι έτσι η άμεση δημοκρατία. Του δεύτερου η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Σκοπός του πρώτου είναι η ίση μοιρασιά της εξουσίας. Σκοπός του δεύτερου είναι, αφού εκχωρήσει την εξουσία στους «αντιπροσώπους» του, να αφοσιωθεί στη «γαλήνια απόλαυση της ιδιωτικής ανεξαρτησίας» του, κατά την καίρια διατύπωση του Μπενζαμέν Κονστάν.

    Η εξαίρεση της ελληνικής εξατομίκευσης από την προβληματική μας για το άτομο δεν είναι μια αστοχία χωρίς συνέπειες. Μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την κρίση της εξατομίκευσης, ως φαινόμενο σύμφυτο με την ολοκλήρωση-ωρίμανση του ατόμου. Αλλά αυτό μας οδηγεί ήδη στο τρίτο ζήτημα: αυτό του Προσώπου.

    Το Πρόσωπο

    Ο Στέλιος θεωρεί το άτομο ως τύπο ανώτερο από τον κολεκτιβιστικό. Σαν να υπάρχει ανθρωπολογική εξέλιξη και η εξατομίκευση να αποτελεί τη δεύτερη βαθμίδα της, διαβαθμίζοντας ανάλογα και τους αντίστοιχους πολιτισμούς.

    Με τη θέση αυτή θα διαφωνήσουν ασφαλώς όλοι οι οπαδοί του μεταμοντέρνου σχετικισμού, αλλά και της αρχαίας σοφιστικής, με το επιχείρημα ότι όλοι οι τύποι ανθρώπου και όλες οι παραδόσεις έχουν την ίδια αξία. (Πολιτιστικός πλουραλισμός). Στο σημείο αυτό θα συμφωνήσω με τον Στέλιο και όχι με τους σχετικιστές. Αλλά η συμφωνία μας θα μείνει μόνο σ’ αυτό, γιατί πιο κάτω λαμβάνει χώρα η κρίση της εξατομίκευσης, την οποία ο Στέλιος δεν θέλει να την κοιτάξει. Δεν είναι μόνο η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης, που είναι αόρατη για την προβληματική του. Ακόμα πιο αόρατη είναι η κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης, που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της αρχαίας πόλεως και με τη διάλυση του δημοκρατικού πολιτειακού οικοσυστήματος του ελληνικού ατόμου.

    Όπως η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης πυροδοτείται από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και τον ψυχρό πόλεμο, έτσι και η ελληνική: Αρχίζει με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και εκβάλλει στην ελληνιστική παρακμή και τη ρωμαιοκρατία. Είναι ο ελληνικός «μεταμοντερνισμός», που χαρακτηρίζεται από τον σοφιστικό σχετικισμό και τον γραικυλισμό. Καθ’ όλα ανάλογος του σημερινού. Για να καταλάβουμε την ουσία των δυο αυτών κρίσεων πρέπει να δούμε ποια είναι η θέση του Προσώπου. Να αντιληφθούμε ότι το Πρόσωπο είναι η τρίτη βαθμίδα στην κλίμακα της δυνατής ανθρωπολογικής εξέλιξης.

    …………………………………………….

  36. Άρης on

    ……………………………………………..

    Μιλώντας για το Πρόσωπο ο Στέλιος παρανοεί και μηδενίζει την επεξεργασία του των δικών μας «προσωπολόγων». Θεωρεί ότι αυτοί απλώς εισήγαγαν, χωρίς καμιά προστιθέμενη αξία, τις ρωσικές επεξεργασίες. Απορρίπτει τη θέση τους ότι «το Πρόσωπο είναι σχέση» με το επιχείρημα ότι δεν μπορείς να έχεις σχέση αν δεν είσαι κάτι. Το επιχείρημα δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει τις επεξεργασίες αυτές. Αλλά το πρόβλημά μου δεν είναι εδώ να υπερασπιστώ τον καθηγητή Γιανναρά ή τον σεβασμιότατο Περγάμου Ιωάννη. Μπορούν να το κάνουν κι από μόνοι τους. Εγώ θα σταθώ στην εξής παρατήρηση του Στέλιου: Για τους θεολόγους Πρόσωπο είναι μόνο ο Άγιος, ενώ εμάς μας ενδιαφέρει ο κοινός θνητός, ο πολύς κόσμος και το παρόν του. Με άλλα λόγια: ο Άγιος είναι ένας ιδανικός τύπος ανέφικτος για τον μέσο άνθρωπο. Οπότε το Πρόσωπο που αναζητούμε πρέπει να είναι «κάτι άλλο». Εδώ βρίσκεται και η κορύφωση της συγχύσεως, αν θέλουμε να μιλήσουμε ως Ορθόδοξοι. Γιατί είναι «ανέφικτος» ο τύπος του «αγίου»; Στους τρεις – τέσσερις πρώτους αιώνες δεν φαίνεται να ήταν, αν κρίνουμε από το «νέφος μαρτύρων» (αγίων), οι οποίοι ήταν, σημειωτέον, απλοί-κοινοί άνθρωποι, χωρίς κανενός είδους σπάνια χαρίσματα. Βέβαια στο Βυζάντιο μπορεί να μην έχουμε τόσο πολλούς «αγίους, αλλά όλοι ήθελαν να αγιάσουν, ακόμα και πολλοί αυτοκράτορες. Η πίστη στην εφικτότητα του επιθυμητού δεν είχε χαθεί. Άλλωστε το Ευαγγέλιο είναι «χαρμόσυνο άγγελμα» επειδή ακριβώς επαγγέλλεται την εφικτότητα του «ως εν ουρανώ και επί της γης». Βέβαια ο Στέλιος δεν έχει ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που κάνει τον άγιο να είναι Άγιος, δηλαδή την αντικατάσταση μέσα του της αυτοκυριαρχικής θέλησης για δύναμη από την Αγάπη.

    Η Ορθόδοξη παράδοση και γραμματεία ορίζουν σαφώς ότι υπάρχει δυνατότητα ανθρωπολογικής εξελίξεως και ότι αυτή έχει τρεις βαθμίδες. Τρεις είναι «οι τάξεις των σωζομένων»: οι δούλοι του Θεού, οι εργάτες του Θεού και οι φίλοι του Θεού. Οι πρώτοι κάνουν το καλό από φόβο. Οι δεύτεροι γιατί υπολογίζουν σε μισθό. Και οι τρίτοι κάνουν το καλό από αγάπη. Κολεκτιβιστικός άνθρωπος – Άτομο – Πρόσωπο. Η νοηματοδότηση είναι, λοιπόν, σαφέστατη. Επί πλέον: Όπως η μετάβαση από τον δουλοπάροικο στον μισθωτό δεν είναι γραμμική και ομαλή, έτσι και η μετάβαση από το Άτομο στο Πρόσωπο είναι προϊόν κρίσης, μέσω της οποίας το άτομο καταρρέοντας εσωτερικά ζητά την αναγέννησή του σε ένα ανώτερο υπαρξιακό επίπεδο. Προφανώς η θεώρηση αυτή αναδεικνύει το άτομο ως «προαπαιτούμενο» του Προσώπου. Δέχεται επίσης ότι το Πρόσωπο είναι το κατ’ εξοχήν Άτομο, διότι η Αγάπη είναι απόλυτη δύναμη («ο Θεός αγάπη εστί»), επομένως δεν υπόκειται στις δυνάμεις που διαλύουν το θεμελιωμένο στη δυναμοκεντρική αυτοκυριαρχία του άτομο. Η θεώρηση του Ατόμου ως «προαπαιτούμενου» του Προσώπου, εξηγεί και το γιατί ο χριστιανισμός ευδοκίμησε αποκλειστικά και μόνο σε ατομοκεντρικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, όπως αυτά των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Εξηγεί γιατί η κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης εκβάλλει τελικώς στο χριστιανικό Πρόσωπο. Και φυσικά μας παρακινεί να σκεφτούμε μήπως μια ειδική μορφή «Αγίου» (Προσώπου) είναι και η απάντηση στην κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης, ως εναλλακτική στο βιοαυτόματο, που αποτελεί την ουσία της κυρίαρχης σήμερα τεχνοφασιστικής επιλογής. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί και η αρνητική μαρξιστική εμπειρία, η οποία επεχείρησε να φτιάξει Πρόσωπο θεμελιωμένο στην ιεροποίηση της επαναστατικής βίας.

    Αλλά αν βλέπεις το Βυζάντιο, σαν τη μήτρα που αενάως κυοφορεί αλλά αδυνατεί να γεννήσει την εξατομίκευση, όλα αυτά είναι έξω από τον πνευματικό σου ορίζοντα. Τι να πούμε, στη βάση αυτή, για τις περί Βυζαντίου γενικότερες απόψεις του Στέλιου; Σε τι διαφέρουν από τις δυτικές κοινοτοπίες για τον σκοταδιστικό-κολεκτιβιστικό χαρακτήρα του Βυζαντίου; Για μένα το Βυζάντιο είναι ένας προσωποκεντρικός πολιτισμός, αφού ο Άγιος ήταν το ανθρωπολογικό ιδανικό του (όχι το πρόσχημά του: επαναλαμβάνουμε ότι ο καϋμός των ανθρώπων του ήταν ν’ αγιάσουν). Το πρόβλημα είναι γιατί το ανθρωπολογικό αυτό πρότυπο ενώ παρήγαγε πολιτισμό (π.χ. υψηλή τέχνη) ικανό να διαμορφώσει οικουμένη (εντός αλλά και εκτός των συνόρων του: Ρωσία κ.λπ.), δεν κατόρθωσε να ενσαρκωθεί στο πολιτειακό πεδίο. Τι έφταιξε και δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί πολιτειακά ο ελληνικός προσωποκεντρικός πολιτισμός. Αυτό είναι το πρόβλημα και πρέπει να διερευνηθεί σε συνάρτηση με τον ιστορικό του χαρακτήρα, που έχει τις καταβολές του στην ιδιοτυπία της ελληνικής εξατομίκευσης και στα ειδικά χαρακτηριστικά της κρίσης της, καθώς βεβαίως και στη γενική σύνθεση των ιστορικών συνθηκών, που καθόρισαν την πρόσδεση των Ελλήνων στον πολιτειακό δεσποτισμό. Δηλαδή την «προδοσία», εκ μέρους τους, τόσο του κλασικού όσο και του αποστολικού πολιτειακού ιδεώδους.

    Το πρόβλημα για τους Έλληνες του Βυζαντίου δεν ήταν λοιπόν να εξατομικευτούν. Το τραίνο της εξατομίκευσης το είχαν πάρει οι Έλληνες πολλούς αιώνες πριν και το είχαν εκτροχιάσει. Κατά μείζονα λόγο δεν είναι το πρόβλημα των σημερινών Ελλήνων, όταν και η Δύση με τη σειρά της εκτροχίασε κι αυτή το τραίνο της νεωτερικής εξατομίκευσης. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει δυνατότητα ανθρωπολογικής εξελίξεως πέρα από το άτομο, ως λύση εναλλακτική στον τεχνοφασισμό.

    http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%96%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%B1%CF%82/%CE%91%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/241-%CE%91%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%96%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%B1-%CE%A1%CE%AC%CE%BC%CF%86%CE%BF.html

  37. Άρης on

    Γιατί ασυλία και γιατί μονοπώλιο

    Του Χρήστου Γιανναρά

    Οποιος χάνει την επαφή με την πραγματικότητα (βαρύ ψυχικό νόσημα) βολεύεται με ετικέτες. Oι ετικέτες υποκαθιστούν το πραγματικό με το επιθυμητό χτίζοντας παντοδύναμη την ψευδαίσθηση.

    Στο μεταπρατικό ελλαδικό μας κράτος, από την ίδρυσή του, όλα ήταν εισαγόμενα – θεσμοί, με τις ονομασίες τους άψογα ελληνοποιημένες. Kαι ήταν εισαγόμενα όλα, όχι για να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες μας, αλλά για να τραφεί με ψευδαισθήσεις η ξιπασιά μας, να βαυκαλιζόμαστε ότι γινόμαστε, με τα εισαγόμενα δάνεια, «ευρωπαίγοι».

    Συνέβη λοιπόν αυτό και με τις ονομασίες των θεσμών: Eισαγόμενα τα σημαίνοντα, αλλά τα εν Eλλάδι σημαινόμενα καμία σχέση με τα ευρωπαϊκά. Aρνηθήκαμε ως πυρήνα πολιτικού βίου την αυτοδιαχειριζόμενη «κοινότητα» (συνέχεια της «εκκλησίας του δήμου», του κοινού αθλήματος για την πραγμάτωση «πόλεως») και βαλθήκαμε να πιθηκίζουμε το «αντιπροσωπευτικό» σύστημα, να φτιάξουμε «κόμματα». Oμως η λέξη «κόμμα» σήμαινε για μας κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εννοούσαν στην Eσπερία ως partie, party, Partei. Για μας σήμαινε (το προσδιόρισε ο Pοΐδης, το 1875) «ομάδα ανθρώπων μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν, διά παντός μέσου, εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».

    Aποκτήσαμε λοιπόν και εμείς «κόμματα», επομένως έπρεπε να διαθέτουμε και τις ανάλογες με την Eυρώπη ιδεολογικές διαφοροποιήσεις – να έχουμε κι εμείς «Δεξιά», «Aριστερά» και «Kέντρο». Oμως στην Eλλάδα δεν υπήρχε ούτε ίχνος δυνατότητας για «συσσώρευση κεφαλαίου», μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, απρόσωπη εργασία τυποποιημένης επανάληψης, άρα προλεταριάτο, «πάλη των τάξεων», αχαλίνωτη Δεξιά, θυματοποιημένη Aριστερά, εξισορροπητικό Kέντρο. Mέχρι που εμφανίστηκε το φαινόμενο της «διαπλοκής» των κομματανθρώπων με τους οικονομικά ισχυρούς, οι πετυχημένοι επιχειρηματίες στην Eλλάδα ήταν κατά κανόνα αυτοδημιούργητοι και η επιτυχία είχε διάρκεια μιας ή δύο γενεών, δυστυχώς. Oι ελάχιστες μεγαλοαστικές οικογένειες με διάρκεια είχαν αναδειχθεί εκτός ελλαδικού χώρου – γι’ αυτό και συντηρούσαν τη συνείδηση ότι ο πλούτος είναι ταυτόσημος με την κοινωνική υποχρέωση.

    Στην πολύ πρώτη φάση του κρατικού μας βίου, τα κόμματα δεν φιλοδόξησαν να υποκαταστήσουν, με ψευδαισθητικές ετικέτες, την απουσία κοινωνικού αντικρίσματος της Δεξιάς, της Aριστεράς, του Kέντρου. Eίχαν την ειλικρίνεια να δηλώνουν με το όνομά τους ποιο «πεφωτισμένο της Eσπερίας έθνος» προτιμούσαν για αφεντικό, ποιο εμπιστεύονταν ότι θα βοηθήσει την Eλλάδα – ονομάστηκαν λοιπόν: το «Aγγλικόν», το «Γαλλικόν», το «Pωσικόν» κόμμα. Aλλά πολύ σύντομα το κυρίαρχο κλίμα μιμητισμού και μεταπρατισμού απαίτησε την πρόσληψη και των επωνυμιών που κυκλοφορούσαν στη Δύση.

    Tο γεγονός ότι οι ονομασίες των κομμάτων ήταν nomina nuda (δεν διαφοροποιούσαν κοινωνικές στοχεύσεις και επιτελικούς πολιτικούς σχεδιασμούς) πρέπει να συνετέλεσε στον προσωποπαγή χαρακτήρα που είχαν και έχουν τα κόμματα στην Eλλάδα. Mόνο στην περίπτωση του λεγόμενου «εθνικού διχασμού», της φανατισμένης αντιμαχίας «Λαϊκού Kόμματος» και «Kόμματος των Φιλελευθέρων», θα μπορούσε κανείς, ίσως, να διαγνώσει σύγκρουση των «ελληνοκεντρικών» (των απαξιωτικά λεγόμενων «συντηρητικών») και των «φιλοδυτικών» Eλλήνων – τη μοναδική σύγκρουση σε επίπεδο λαϊκού φρονήματος και όχι κομματικής συνθηματολογίας (μοναδική, μετά τις θρυλικές, στην κυριολεξία, δεκατρείς λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στον βίαιο εκδυτικισμό, στα είκοσι χρόνια της Bαυαροκρατίας).

    Eδώ και αρκετά χρόνια (κυρίως μετά την απροκάλυπτη εμπορευματοποίηση της πολιτικής, την υποταγή της στους νόμους της αγοράς, στη λογική της διαφήμισης) οι ονομασίες των κομμάτων είναι απολύτως και μόνο διακοσμητικές, διαφημιστικές: «Πολιτική Aνοιξη», «Aνεξάρτητοι Eλληνες», «Nέα Δημοκρατία», «Συνασπισμός της Aριστεράς και της Προόδου» κ.λπ. Aναπόφευκτα ενισχύθηκε (σχεδόν απολυτοποιήθηκε) ο προσωποπαγής χαρακτήρας των κομμάτων – τα περισσότερα αποδείχτηκαν κόμματα «μιας χρήσεως»: όταν εξέλιπε ο ιδρυτής τους εμφάνισαν και τα δημιουργήματά του όλα τα συμπτώματα ιστορικού τέλους. Δεν είχαν ποτέ ούτε κοινωνικές στοχεύσεις ούτε πολιτικό πρόγραμμα επιτελικά σχεδιασμένο – ήταν επικαιρικά μορφώματα φτιαγμένα αποκλειστικά και μόνο για να παίξει το ατομικό του παιχνίδι εξουσίας ο ταλαντούχος παίκτης – ιδρυτής τους, όχι για να «αντιπροσωπεύσουν» κοινωνικές τάξεις ή ανάγκες. Oύτε καν ιδεολογίες. Oλα τα κόμματα σήμερα έχουν αυτόν τον χαρακτήρα: υπάρχουν, ως μέσο-εργαλείο, για να παίξει το δικό του παιχνίδι εξουσίας όποιος καταφέρει να γίνει αρχηγός. Eξαίρεση μοναδική είναι το KKE. Eκεί δεν υπάρχει ούτε αρχηγός ούτε πρόεδρος. Oρίζεται επικεφαλής ένας «γραμματέας», γραφειοκράτης διεκπεραιωτής ή των εντολών της Σοβιετίας άλλοτε ή του «ιερατείου» που περιφρουρεί τη σταλινική ορθοδοξία σήμερα. Mπορεί να είναι και εντελώς ατάλαντος. Πρόκειται για υποδειγματική περίπτωση όπου οι ετικέτες υποκαθιστούν το πραγματικό με το φαντασιώδες χτίζοντας παντοδύναμη την ψευδαίσθηση.

    Σε κάθε κοινωνία δικαιολογείται στατιστικά ένα κάποιο ποσοστό πολιτών προσκολλημένων σε οράματα, που έστω κι αν κατέρρευσαν παταγωδώς μέσα στην παγκόσμια κατακραυγή για τους φρικώδεις ολοκληρωτισμούς απανθρωπίας και ολοκαυτωμάτων που γέννησαν, εξακολουθούν κάποιους να τους εμπνέουν. Kαι η δημοκρατία, ακόμα και το ερζάτς της «αντιπροσωπευτικής», τους το επιτρέπει. Eξασφαλίζει στον κάθε πολίτη η δημοκρατία το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει, να κηρύττει αυτό που πιστεύει, να οργανώνονται οι ομόπιστοι σε σωματεία και συλλόγους. Aλλά δεν επιτρέπει τη δημιουργία κόμματος, τη διεκδίκηση της εξουσίας από πολίτες που πίστη τους και όραμά τους είναι η κατάλυση της δημοκρατίας, η δικτατορία του προλεταριάτου.

    Tο επέτρεψε στην Eλλάδα ο καιροσκοπικός λαϊκισμός του Kωνσταντίνου Kαραμανλή. Kαι το πληρώσαμε με τριάντα εννέα χρόνια μεταπολίτευσης, όπου κυβερνούσαν μεν οι ετικέτες της «Δεξιάς» ή του «Σοσιαλισμού», αλλά κυρίαρχη, εξουσιαστική ιδεολογία, από άκρη σε άκρη της χώρας, ήταν ο παλαιοημερολογίτικος σταλινισμός σε συσκευασία μονοπώλιου «της Aριστεράς και της Προόδου».

    Διέλυσαν τα σχολειά και τα πανεπιστήμια, κατάστρεψαν μεθοδικά τη γλώσσα, κατασυκοφάντησαν την ελληνική ιστορία, ταύτισαν την Tέχνη με την προπαγάνδα. Eίχαν αυτονόητη ασυλία για κάθε είδους εκβιαστική κακοπραγία.

    Kαι, φυσικά πρόσφεραν άλλοθι στην ψυχανωμαλία των τραμπούκων «εθνικιστών» να εμφανιστούν σαν υπερασπιστές της ελληνικότητας. Πώς να απαγορεύσεις την είσοδο των Nεοναζιστών στο κοινοβούλιο, όταν την έχεις επιτρέψει πανηγυρικά στους Σταλινικούς; Eπειδή αυτοί καταλύουν τη δημοκρατία αλλά δεν μαχαιρώνουν;

    H τετράγωνη αυτή λογική εξοντώνεται πάραυτα με την ετικέτα «θεωρία των δύο άκρων». Για να συνεχίζεται ανενόχλητο το μασκάρεμα του ολοκληρωτισμού με κοινοβουλευτικά μπιχλιμπίδια.

    http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_26/10/2013_524980

  38. Π.Α. on

    Τόχει γράψει ο Καποδίστιας, από το 1831, τρεις μήνες πριν τον δολοφονήσουν:

    «Εν όσω υπάρχει η παρούσα γενεά, οι προύχοντες, ένεκα συμφερόντων και παθών συνενούμενοι θα παραλύωσι, ραδιουργούντες, πάσαν οιανδήποτε τάξιν πραγμάτων, ουδέποτε δε θα υποστηρίξωσι και, το χείριστον, ουδέποτε θα δημιουργήσωσι Κυβέρνησιν».

  39. Π.Α. on

    Νοε 24, 2013, 23:35

    Η τρόικα «καίει» την Γιάννα

    Η ώρα του απολογισμού για το «πάρτι» των δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ των Ολυμπιακών Αγώνων φαίνεται πως έφτασε με τον πλέον επονείδιστο τρόπο για την ελληνική πλευρά, με την τρόικα να απαιτεί την επιστροφή του συνόλου των υπερβάσεων που καταγράφηκαν επί των ημερών της Γιάννας Αγγελοπούλου.

    Το μέγεθος της σπατάλης μπορεί να παραμένει αδιευκρίνιστο, παρά το πλήθος στοιχείων που εστάλησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή ενεγράφησαν σε προϋπολογισμούς και πίνακες του υπουργείου Οικονομικών και των συναρμόδιων υπουργείων, όμως η ομάδα τεχνικών συμβούλων των δανειστών κατάφερε να… αθροίσει τους αριθμούς και να καταστήσει απαιτητά τα ποσά.

    Και τούτο διότι οι «Ευρωπαίοι» της τρόικας, Κλάους Μαζούχ και Ματίας Μορς, εκπρόσωποι της Ε.Ε και της ΕΚΤ, κατέγραψαν «μαύρη τρύπα» 13 δισ. ευρώ τουλάχιστον στην αναθεώρηση του ελλείμματος (2001-2006) που πραγματοποιήθηκε πριν από επτά χρόνια και ζήτησαν την κάλυψη του ποσού είτε από τη διοργανώτρια Αρχή της κ. Αγγελοπούλου είτε από τα δημόσια ταμεία.

    http://on-news.gr/idisis/oikonomia/troika-kei-tin-gianna

  40. Οlympios on

    Δηλαδη τι αλλο πρεπει να αποκαλυφθεί για να καταλάβουμε ποιός διέλυσε ιδεολογικά και πρακτικά την πατρίδα; Ποιος ολοκλήρωσε το έργο του Αδόλφου; Γιατι ακομα και σημερα παραμένει ατιμώρητος ενώ κανονικά με την υπόθεση Τσουκάτου θα έπρεπε να βρίσκεται στην

    φυλακή; Πότε θα καταλάβουμε οτι ακόμα και το παρακράτος σήμερα έχει την σφραγίδα του αρχιερέα της διαπλοκής; Το πρωτοσέλιδο από την Kontranews που ακόμα περιμένει την αγωγή της οικογένειας Παπανδρέου μετά την αποκάλυψη για τα 2,5 εκ. Φοροδιαφυγής και τα 6 εκ. μαύρου χρήματος.

    http://olympia.gr/2013/11/25/%CF%84%CE%B9-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B1/

  41. -To ελλαδικό Βαθύ Κράτος και η Συνθήκη της Λωζάννης
    Υπάρχει Βαθύ Κράτος στην Ελλάδα;

    Ο όρος “Βαθύ Κράτος” χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον σκληρό εξουσιαστικό και ιδεολογικό πυρήνα μιας χώρας, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία, οι προσωπικές φιλοδοξίες για αστείρευτη διαχείριση εξουσίας, τα οικονομικά συμφέροντα δημιουργούν ένα παράκεντρο δύναμης που επηρεάζει την μορφή της εξουσίας που ασκείται στη χώρα αυτή.

    Το πιο εμφανές και κραυγαλέο “Βαθύ Κράτος” υπήρχε στην Τουρκία με τους κεμαλικούς και το στρατό, όπου, αφού δημιούργησαν τη χώρα και Στη φυλακή Τούρκοι στρατηγοί για την «Βαριοπούλα»κατασκεύασαν το έθνος, στη συνέχεια ήλεγχαν αποφασιστικά το μόρφωμα που προέκυψε από το 1922. Το τουρκικό “Βαθύ Κράτος” αποτελεί την κορυφαία περίπτωση στο σύγχρονο κόσμο, ύπαρξης εξουσιαστικού παρακρατικού μηχανισμού, το οποίο δημιουργήθηκε ως συνέχεια των Νεότουρκων και των μηχανισμών που διέπραξαν τις Γενοκτονίες κατά των χριστιανικών λαών της Ανατολής..

    Το ερώτημα για τα καθ’ ημάς είναι εάν υπάρχει Βαθύ Κράτος στην Ελλάδα;

    Τουρκικής μορφής σκληρό “Βαθύ Κράτος” θα δημιουργηθεί μόνο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο -και κυρίως μετά τον Εμφύλιο- ως μια σύνθεση εξαρτημένων πολιτικών δυνάμεων από τους Αμερικανούς -διαδόχους των Βρετανών στην κυριαρχία της χώρας- των δωσίλογων της Κατοχής, αλλά και των παλιών συντηρητικών, φιλομοναρχικών, παλαιοελλαδικών και αντιπροσφυγικών κέντρων του Μεσοπολέμου.

    Αιώνια «τιμή και δόξα» θεωρούσε ο ίδιος ο Μεταξάς την οργάνωση των Επιστράτων. Είχε δίκιο, με την έννοια ότι η «δημιουργία» αναγνωρίζεται σήμερα από τον εσμό των νεοναζί.

    Σημαντικά ίχνη Βαθέος Κράτος θα εντοπίσουμε και την εποχή του Διχασμού (1915), όταν τα παράκεντρα εξουσίας ελεγχόμενα από τον Ιωάννη Μεταξά και Γεώργιο Στρέιτ, θα επιβάλλουν τη φιλογερμανική ατζέντα στο Μονάρχη και θα εκδιώξουν τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο και θα συγκροτήσουν τα φασιστικού τύπου τάγματα εφόδου που έμειναν γνωστά ως “Επίστρατοι” και έπνιξαν στο αίμα την Αθήνα το 1916 εκτελώντας εν ψυχρώ Βενιζελικούς και Μικρασιάτες πρόσφυγες.

    Εκείνο το πρώιμο ελλαδικό Βαθύ Κράτος είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την υπεράσπιση του χώρου του (“μικρά πλην έντιμος Ελλάς”) από τους “ξένους”.

    Και όπου “ξένοι” λογίζονταν οι:
    -Κρητικοί με τον Βενιζέλο που είχαν “εισβάλλει”, μετά το 1909 στην Αθήνα και είχαν αμφισβητήσει τη μονοκρατορία των παλιών πολιτικών κέντρων,
    -Έλληνες της Ανατολής, που με το πλήθος τους αλλά και την ύπαρξη ακμαίων οικονομικών στρωμάτων, ανέτρεπαν την παραδοσιακή ”κλεφταρματολική” δομή ενός παράδοξου κρατικοδίαιτου φεουδαρχικού οικονομικού μοντέλου, που με τόσο κόπο (και αίμα) είχαν περιφρουρήσει μετά την Απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.

    Αυτό το πρώιμο ελλαδικό Βαθύ Κράτος, ξεμπέρδεψε μια και καλή διατηρώντας την ελεγχόμενη “μικρά πλην έντιμο Ελλάδα”, παραδίδοντας “έξυπνα” τους Έλληνες της Ανατολής στα σφαγεία του Πόντου και της Ιωνίας που μεθοδικά δημιούργησε ο Κεμάλ στήνοντας το δικό του “Βαθύ Κράτος”. Όπως λέμε χαριτολογώντας συνέβη ότι ”τό’να χέρι νίβει τ’άλλο”… Μόνο πέρα από τις χαριτωμενιές, τα δύο Βαθέα Κράτη συνεργάστηκαν στην Κύπρο για να καταστρέψουν τη χώρα, δημιουργώντας παρακρατικά παραρτήματα: την ΤΜΤ το τουρκικόν και την οργάνωση του Πολύκαρπου Γιωργκάτζη το ελληνικόν. Και ως εξέλιξη αυτού του φαινομένου, το ελληνικό Βαθύ Κράτος οργάνωσε το Πραξικόπημα (Ιούλης του ’74) και το τουρκικό της Εισβολή-Κατοχή…

    Όπως είπαμε πριν, το σκληρό Βαθύ Κράτος συγκροτήθηκε και εδραιώθηκε στην Ελλάδα στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και υπήρχε αποφασιστικά παρόν μέχρι την πτώση της δικτατορίας, το 1974. Όμως η ιδεολογία που το διακατείχε και σχετιζόταν με ιδιοτελή συμφέροντα και καταστροφική ξενοδουλεία, χαρακτηρίστηκε και από μια παράδοξη και διαχρονική απέχθεια προς τον προσφυγικό ελληνισμό του 1922…

    Μετά την μεταπολίτευση το παλιό Βαθύ Κράτος αποσαρθρώθηκε και καταβαραθρώθηκε μέσα στο αίμα της κυπριακής τραγωδίας, αλλά και από τη δύναμη του μεταπολιτευτικού λαϊκού κινήματος. Διατηρήθηκαν κάποιοι πυρήνες προστασίας της κρατικής ιδεολογίας (και της ξενοκρατίας βεβαίως) μέσα στο υπουργείο Εξωτερικών και σε διάφορους άλλους καίριους τομείς και συνδέθηκαν απολύτως με την πολιτική του θείου Κωνσταντίνου Καραμανλή. Βαθμιαία, και μέσα στις νέες συνθήκες άρχισαν να διαμορφώνονται κάποια άλλα παράκεντρα εξουσίας με μονιμότερα χαρακτηριστικά από αυτά των κομματικών γραφειοκρατιών που παρέα με υμέτερους επιχειρηματίες λήστευαν τους κόπους του λαού συστηματικά. Αυτά τα νέα κέντρα συνδέθηκαν με τις νέες ιδεολογικές επιλογές. Στη θέση του παλιού εθνικισμού εγκαθιδρύθηκε πλέον ο ιδεολογικός κοσμοπολιτισμός ενός νέου σκληρού υπερεθνικού καπιταλισμού. Η υπεράσπιση του παλιού “έθνους-κράτους” παραχώρησε τη θέση της στη υπεράσπιση των μεταεθνικών υπερκρατών. Αυτή τη φορά τα συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων δεν ήταν ταυτισμένα με τα παλιά σύνορα αλλά με τη διάλυση αυτών των συνόρων. Ο μοντερνισμός έγινε η κυρίαρχη πια ιδεολογία και ο νέος εξουσιαστικός στόχος ήταν η διάλυση των παλιών δομών και η δημιουργία των υπερκρατικών νέων. Και επιπλέον, διαμορφώθηκαν επιθετικές στρατηγικές στο όνομα ενός φαντασιακού αντιεθνικισμού (που εμπεριείχε σύνολο ρατσιστικών στοιχείων) αποσκοπούντος στην κυνική κατασκευή νέων ταυτοτήτων και νέων οντοτήτων με διαδικασίες και μεθόδους που θύμιζαν τις εποχές του σκληρού εθνικισμού. Τα στρώματα που ταυτίστηκαν με τη Νέα Τάξη πραγμάτων ήταν ποικίλης προέλευσης και είχαν ως συνδετικό κρίκο, εκτός από τη νέα ιδεολογία, και κοινά οικονομικά συμφέροντα που σχετιζόταν με τους πόρους της ευρωπαϊκής Ένωσης, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση της κοινωνίας, την κατάληψη θέσεων στον ιδεολογικό και εκπαιδευτικό μηχανισμό κ.λπ.

    Αυτή η διαδικασία συγκρότησης ενός νέου Βαθέος Κράτους έλαβε πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την εποχή του Σημίτη και του Γιωργάκη (του Παπανδρέου). Μπορούμε να πούμε ότι σε ιδεολογικό επίπεδο ένας βασικός θεσμός του νέου παρακράτους υπήρξε το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο -εκτός από τη εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων Ο Γ. Παπανδρέου απαντά στην κριτική Σημίτη: «Κρίνουν τώρα εκ του ασφαλούς»όπως καταγγέλθηκε από διάφορους- κόλλησε κυριολεκτικά πάνω στον παλιό μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο υπήρξε και θεματοφύλακας του πιο έντονου συντηρητισμού. Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του νέου αυτού Βαθέος Κράτους ήταν η επιβίωση της Μεσοπολεμικής απέχθειας που είχαν προς τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (όπως και τους Κωνσταντινουπολίτες, Ίμβριους και Τενέδιους) που είχαν όλα τα συντηρητικά κέντρα του μεσοπολέμου. Κορυφαία απόδειξη η στάση του απέναντι στο αίτημα για αναγνώριση της Γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό. Η κάλυψη των αιματοβαμμένων πρακτικών του τουρκικού εθνικισμού που χαρακτηρίζει όλο το Μεσοπόλεμο, του μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και τη Χούντα είναι παρούσα στην πολιτική του ΕΛΙΑΜΕΠ, του Υπ. Εξ. και όλων των υπόλοιπων που στροβιλίζονται και συναγελάζονται με τα κέντρα αυτά, των οποίων το δημοσιογραφικό μακρύ χέρι υπήρξε το Συγκρότημα Λαμπράκη με το Βήμα και τα Νέα, που ιστορικά υπηρετούσε κάθε μορφής εξουσίας, ακόμα και την εποχή της ναζιστικής Κατοχής.

    Για όλα τα παραπάνω -και ακόμα παραπέρα- μπορείτε να διαβάσετε:

    -Μακάριος Δρουσιώτης-Ahmet An-Desmond Fernandes-Iskender Ozden, “Το Βαθύ Κράτος Τουρκία – Ελλάδα – Κύπρος“, εκδ. Αλφάδι, Λευκωσία 2005

    -Βλάσης Αγτζίδης, “Η γενοκτονία και η άρνησή της“, από το “Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης¨, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010 https://kars1918.wordpress.com/2011/05/27/genocide/

    -Γιώργος Ρακκάς, “ΕΛΙΑΜΕΠ ή μήπως Ελληνικό Ίδρυμα Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής;“, http://ardin-rixi.gr/archives/1240

    -Στέλιος Ελληνιάδης, “Σεπτεμβριανά, 1955: Η Κωνσταντινούπολη στις φλόγες“, http://goo.gl/jD7Ggw

    -Σπ. Μαρκέτος, «Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006

    Βασικό στοιχείο της πολιτικής τους συνεχίζει να είναι η υποτίμηση των όσων έγιναν στην Ανατολή, τελευταίο παράδειγμα του οποίου είναι η ύπαρξη μειονοτήτων -άρρηκτα συνδεδεμένων μέσω της Συνθήκης της Λωζάννης- στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Το τελευταίο κραυγαλέο παράδειγμα της οπτικής, της ιδεολογίας και της δράσης αυτού του νέου παρακράτους ήταν το πρόσφατο συνέδριο στην Κομοτηνή για τις μειονότητες και τη Συνθήκες της Λωζάννης… μόνο που είχαν ξεχάσει την άλλη μειονότητα που προέβλεπε η Συνθήκη: τυς Έλληνες της Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου.

    -To ελλαδικό Βαθύ Κράτος και η Συνθήκη της Λωζάννης

  42. Δ. on

    Η κλεπτοκρατία ως δρόμος καταστροφής
    ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ- ΓΝΩΜΗ / AKTUELLE NACHRICHTEN-STELLUNGNAHME, Elliniki Gnomi, 02 Dec 2013
    Από τα βάθη των αιώνων, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι η διαφθορά και η κλεπτοκρατία ποτέ δεν οδήγησαν στην πρόοδο και στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη.

    Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου.

    Γεννημένος στην Τυφλίδα το 1932, ο κ. Αμπέλ Ανγκαμπενγκιάν υπήρξε ο κορυφαίος σύμβουλος του ηγέτη της Σοβιετικής Ενώσεως κ. Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ήταν ο εμπνευστής της περεστρόϊκα, δηλαδή της φιλελευθεροποίησης της σοβιετικής οικονομικής πολιτικής –μία φιλελευθεροποίηση, βέβαια, που ήρθε πολύ καθυστερημένα και γι αυτό δεν μπόρεσε να πετύχει.
    Με τον διάσημο επί εποχής Γκορμπατσώφ οικονομολόγο και ακαδημαϊκό συναντηθήκαμε δύο φορές. Την πρώτη στην Αθήνα, το 1990, με την ευκαιρία ενός διεθνούς οικονομολογικού συνεδρίου, και την δεύτερη στις Βρυξέλλες, το 2002, όπου είχε προσκληθεί από την Ένωση Γαλλόφωνων Βέλγων Οικονομολόγων. Στην πρώτη μας συνάντηση, ο καθηγητής Α. Ανγκαμπενγκιάν μάς εξήγησε επί μακρόν γιατί κατέρρεε η σοβιετική οικονομία. Στην δεύτερη συνομιλία μας, προφητικά ανέλυσε για ποιους λόγους χώρες όπως η Ελλάδα αποτελούσαν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
    Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των συζητήσεων, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο κλεπτοκρατικό κράτος και στην δημοκρατική του νομιμοποίηση. Κατά τον ορισμό του, ένα κράτος είναι κλεπτοκρατικό όταν κάποιες πολιτικές και κομματικές συντεχνίες νέμονται τους πόρους του, χωρίς έλεγχο και υπό συνθήκες ουσιαστικής ανομίας. Έτσι, η κλεπτοκρατία είναι ένα κρατικό τέρας, χωρίς την ύπαρξη του οποίου η πολιτική εξουσία καλείται να καταρρεύσει. Πρόκειται για μία παράλληλη κοινωνία στην οποία βασιλεύει το βόλεμα, η αισχροκέρδεια, η εξαπάτηση και η αυθαίρετη καταπάτηση ανθρώπινων και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
    «Στην Σοβιετική Ένωση, η λεηλασία, η υπεξαίρεση εμπορευμάτων, το παράνομο εμπόριο, οι δωροδοκίες και η απροκάλυπτη κλοπή αποτελούσαν κορυφαία οικονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία τελικά οδήγησαν και στην κατάρρευση ενός συστήματος που, από την φύση του, ήταν ανήθικο», μας έλεγε ο καθηγητής Α. Ανγκαμπενγκιάν.
    Πολύ φοβούμεθα ότι οι ομοιότητες μεταξύ του πάλαι ποτέ σοβιετικού κλεπτοκρατικού κράτους και της ελληνικής εκδοχής του είναι πολλές και επικίνδυνες για την οικονομία μας. Από την άποψη αυτή, αποκαλυπτικά είναι τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε διάφορες εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι μόνον.
    Οι διάφοροι «ανησυχούντες» για το «ξεπούλημα ελληνικής γης» θα πρέπει να πληροφορηθούν ότι, κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, απ την σύστασή της, σε σημερινές τιμές κτήσεως, στην Ελλάδα έχουν καταπατηθεί εκτάσεις αξίας 110 δισεκατ. ευρώ, ήτοι το 35% περίπου του συνολικού μας δημοσίου χρέους. Για ορισμένες από αυτές τις καταπατηθείσες εκτάσεις, τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως αποζημίωση είναι ζήτημα αν σωρευτικά αντιπροσωπεύουν περί τα 2,5 δισεκατ. ευρώ, κατανεμημένα σε 30 χρόνια.
    Αν αυτή η λεηλασία εθνικού πλούτου δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, τότε οι «ανησυχούντες» για το «ξεπούλημα δημοσίου πλούτου» ας μάς πουν τί είναι. Εκτός και αν θεωρούν την κλοπή ως «κοινωνική κατάκτηση», όπως αυτό συνέβαινε με τους ανθρώπους της νομενκλατούρας στην Σοβιετική Ένωση.
    Κατά τα λοιπά, η λεηλασία εθνικού πλούτου από τους εγχώριους άρπαγες προσφέρει πραγματική πανδαισία αριθμών. Αναφέρουμε μερικούς από αυτούς, για να ξέρουμε για ποια πράγματα μιλάμε όταν αναφέρονται οι «ανησυχούντες» στο «ξεπούλημα». Την περίοδο 1981-1989, οι τότε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, για να «ικανοποιήσουν» τα «δίκαια αιτήματα» 26.000 εργαζομένων που «εργάζονταν» σε επιχειρήσεις οι οποίες είχαν υπαχθεί στον αλήστου μνήμης Οργανισμό Αποκαταστάσεως Επιχειρήσεων, τους επιδότησαν με 130.000 ευρώ τον καθέναν –ποσόν που υπερέβαινε τότε έξι φορές το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα. Επίσης, κατά τις εκθέσεις ορκωτών λογιστών, στην διάρκεια της «αποκαταστάσεως» εξαφανίσθηκαν από τις επιχειρήσεις αυτές μηχανήματα, έπιπλα, οχήματα και αναλώσιμο υλικό της τάξεως των 29 εκατ. ευρώ σε σημερινή αξία.
    Την τελευταία εικοσαετία, οι δηλωμένες απάτες στην Ελλάδα με γεωργικές κοινοτικές επιδοτήσεις φθάνουν αισίως τα 2,6 δισεκατ. ευρώ, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των μη δηλωμένων απατών. Ανεπισήμως, πάντως, εκτιμώνται σε άλλα 3,4 δισεκατ. ευρώ. Άγνωστες παραμένουν επίσης σε μεγάλο βαθμό οι καταχρήσεις κοινοτικών πόρων από τους διάφορους Δήμους της χώρας, με τις οποίες το επίσημο κράτος ουδέποτε δέησε να ασχοληθεί, παρά τις εκθέσεις και τις αυστηρές επισημάνσεις του αείμνηστου Νίκου Θέμελη, προέδρου τότε του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξάλλου, στο θαυμάσιο βιβλίο του με τίτλο «Τον Βίο Τετέλευκα», ο Ν.Θέμελης περιγράφει με τα πιο ζοφερά χρώματα τις κατασπαταλήσεις δημοσίου πλούτου, τις αμέτρητες παρανομίες στην διαχείριση των πόρων των φορολογουμένων και τις διάφορες κραυγαλέες οικονομικές ατασθαλίες στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοικήσεως.
    Ποσοτική καταγραφή αυτής της περιγραφής, συν των πορισμάτων του κ. Λέανδρου Ρακιντζή στις τελευταίες εκθέσεις του, οδηγούν στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η ελληνική κλεπτοκρατία αντιπροσωπεύει το 35% του συνολικού δημοσίου χρέους μας. Σωρευτικά, δηλαδή, αγγίζει τα 100 δισεκατ. ευρώ. Ως φαίνεται, όμως, αυτό το νούμερο ποσώς ενοχλεί κάποιους θλιβερούς «υπερπατριώτες» –και γιατί να ενοχλούνται, όταν και οι ίδιοι έχουν πάρει μέρος στην σχετική ληστεία…
    Υπό αυτές τις συνθήκες αρπαγής, λεηλασίας, χλευασμού της στοιχειώδους νοημοσύνης μας, καιρός είναι οι βολεμένοι, οι άρπαγες και οι κάθε είδους συντεχνιακές συμμορίες να αρχίσουν να καταβάλλουν το τίμημα της κραιπάλης. Αν αυτό δεν συμβεί, το τέλος της ελληνικής κλεπτοκρατικής δημοκρατίας επίκειται. Και θα είναι άσχημο.

    Μερικά σχόλια από τον Δαμιανό Βασιλειάδη, στο πολύ αποκαλυπτικό άρθρο του Αθανάσιου Παπανδρόπουλου.
    Αθήνα, 4.1`2.2013

    Επειδή τα δεδομένα που καταθέτει τα έχω αναπτύξει και σε βιβλία μου και σε πάρα πολλά άρθρα, θεωρώ απαραίτητο να κάνω μερικά συμπληρωματικά σχόλια.
    Έχω κατά καιρούς γράψει ότι η Ελλάδα είναι το τελευταίο κράτος του υπαρκτού σοσιαλισμού, του οποίου «σοσιαλισμού» την τραγική, αλλά νομοτελειακή κατάρρευση, για τους λόγους που παραθέτει ο κ. Α. Ανγκαμπενγκιάν και ο κ. Παπανδρόπουλος, ζήσαμε στην πρόσφατη ιστορία, αλλά δεν διδαχτήκαμε.
    Συμπυκνώνω την όλη ανάλυση σ’ αυτά που περιεκτικά μας περιγράφει ο Ανώνυμος Έλλην στην Ελληνική Νομαρχία το 1806, τα οποία ισχύουν τόσο για την πρώην Σοβιετική Ένωση, όσο και για την Ελλάδα:
    «Το πρώτον θανατηφόρον σύμπτωμα, μιας ελευθέρας πολιτείας, όπου πλησιάζει εις το τέλος της, ήτοι εις την δουλείαν, από την οποίαν δυσκόλως ημπορεί να ξανάβγη, είναι η διαφθορά των ηθών, αφού ο καιρός και η πολυτέλεια αδυνατήσουν την ενέργειαν των νόμων, τότε αρχίζει το μέγα κτίριον να τρέμη και η πολιτεία βαδίζει προς θάνατον».
    Πιο πολιτικό προσωπικό και ποιες πολιτικές δυνάμεις μας οδήγησαν να βαδίζουμε προς τον επιθανάτιον ρόγχον είναι γνωστό, αλλά δεν το ομολογούμε.
    Ο λόγος είναι ότι τίποτε δεν άλλαξε στην ν ο ο τ ρ ο π ί α του πολιτικού προσωπικού, των ελληνικών κομμάτων και των Ελλήνων πολιτών, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν άλλαξε ουσιαστικά, που θα ανέτρεπε ριζικά το παρακμιακό παρελθόν, παρ’ όλη την κρίση, που μας φέρνει μπροστά στον γκρεμό.
    Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας δεν υπάρχει σωτηρία και αν τα κόμματα της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης δεν αλλάξουν αυτή την νοοτροπία, που είναι το πρώτιστό τους καθήκον πέραν οποιονδήποτε άλλων μέτρων, τότε δεν θέλω κι εγώ, όπως ο κ. Παπανδρόπουλος να είμαι μάντης κακών, αλλά θα παραδεχτώ ωστόσο ότι θα επέλθει το τέλος της «ελληνικής κλεπτοκρατικής δημοκρατίας».
    Θα υπάρξει κάποια άλλη αρχή, μετά το τέλος, είναι ένα δίλημμα, ένα στοίχημα και μια πρόκληση.
    Τέλος παραθέτω κι αυτό που είπε ο Σάκης Καράγιωργας, ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο δάσκαλος, με βάση την εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, που εξαχρείωσε τα ήθη και την αξιοπρέπεια του Έλληνα. (Τις γνώμες τέτοιων προσωπικοτήτων με τέτοια χαρακτηριστικά πρέπει να τις λαμβάνει ο Έλληνας πολίτης σοβαρά υπόψη).
    Είναι επίκαιρο και αφορά τόσο τα κόμματα της συμπολίτευσης, όσο και της αντιπολίτευσης, προβάλλοντας δυνατότητα διεξόδου από την κρίση:
    «Το σοσιαλιστικό Κόμμα πρέπει να αποτελέσει τον ισχυρότερο μηχανισμό πολιτικής διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων στην ιδέα της κοινωνικής δημοκρατίας. Λόγω της σημασίας που έχει η εγχάραξη της ιδέας αυτής για τη λειτουργία της κοινωνικής δημοκρατίας, το σοσιαλιστικό κόμμα θα πρέπει να είναι περισσότερο όργανο ιδεολογικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης και λιγότερο όργανο πολιτικής εξουσίας».

    Πώς εννοούσε ο Σάκης Καράγιωργας τον ρόλο της διαπαιδαγώγησης από τα αυτοαποκαλούμενα προοδευτικά, ριζοσπαστικά ή σοσιαλιστικά κόμματα θα προσπαθήσω να αναλύσω σε επόμενο άρθρο μου, με την θέληση να συμβάλω κατά δύναμιν και ικανότητα (το δεύτερο δεν είναι δεδομένο) στην προσπάθεια αποφυγής των δεινών και δομικής ανασυγκρότησης των κομμάτων πρωταρχικά και της ελληνικής κοινωνίας γενικά. Και μάλιστα χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη!
    Εν κατακλείδι, για όσους νομίζουν ότι τα ανωτέρω αναγραφόμενα δεν τους αφορούν, θα πω (και το λέω) ότι η «λερναία» διαφθορά στην μεταπολίτευση δεν έχει συγκεκριμένο πολιτικό χρώμα. Και ο νοών νοείτω! Θα υπάρξει Ηρακλής, ο οποίος ως γνωστό διάλεξε τον δρόμο της αρετής και όχι της κακίας.

  43. Pierre Sipriot on

    H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».

    Απόσπασμα από μια ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε
    ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης στο Παρίσι,
    στο Γάλλο δημοσιογράφο, Pierre Sipriot, στις 6 Μαΐου, 1955!

    Για την Ελλάδα

    «Όσο πιο μακρυά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε.
    Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού.
    Όμως από μακρυά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα.
    Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό.
    Μακρυά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο,
    και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή.
    Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι.
    Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους.
    H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή.
    Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί.
    Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν.
    H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»
    .

  44. Β... on

    Η Ελλάδα και η ΕΕ στην κόψη του ξυραφιού

    Π. Ήφαιστος

    Τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα της ΕΕ έχουν ως αφετηρία το 1991-2 και ίσως να είναι πλέον και ανίατα. Εάν δεν μεταρρυθμιστεί και προσαρμοστεί στην εθνοκρατοκεντρική της φύση η ΕΕ δεν επιβιώνει, τουλάχιστον στην παρούσα της μορφή.
    Ήδη από την δεκαετία του 1960 έγινε σαφές ότι η ελεύθερη διακίνηση ατόμων, αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, οι κοινές πολιτικές και η λειτουργική διαχείρισή τους, δεν ενοποιεί έθνη.
    Το 1966 ο Πρόεδρος ντε Γκολ το 1966 επέβαλε τον διακυβερνητισμό. Έκτοτε, κατά βάση, τα κράτη και τα διακυβερνητικά όργανα είναι ή πρέπει να είναι εντολείς του συστήματος.
    Η κοσμοθεωρία της ολοκλήρωσης και η δικαιολογητική της βάση ήταν η εμπέδωση της ισότητας-ισοτιμίας των εθνοκρατών με συναινετικές αποφάσεις. Αυτή η κρατοκεντρική κοσμοθεωρία ροκανίστηκε καίρια από τα νομισματικά δεσμά, την αυτόνομη από κοινωνικούς ελέγχους γιγάντωση των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών, το συνεπαγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα και την κρίση των τελευταίων ετών.
    Βασικά, το 1992 αντί το εγχείρημα της ολοκλήρωσης να εξορθολογιστεί σύμφωνα με την εθνοκρατοκεντρική του φύση, πάρθηκε μια θανατηφόρα απόφαση:
    Πάνω από ένα κοινωνικά-εθνοκρατικά διαφοροποιημένο τοπίο διορίστηκε μια τεχνόσφαιρα διαχείρισης μακροοικονομικών αποφάσεων βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων. Χωρίς την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση επηρεάζει δραστικά τις πολιτικοοικονομικές αποφάσεις των εθνοκρατών μελών, τα εθνικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και τις κοινωνικές ισορροπίες. Η ανισορροπία συναλλαγών, η άνιση ανάπτυξη και ο άνισος ανταγωνισμός κατέστησαν την συντρέχουσα κρίση αναπόδραστη.
    Η θεραπεία των παθολογιών στην ΕΕ περνά μέσα από μια συντεταγμένη –διαφορετικά θα είναι άναρχη και καταστροφική– αποσυναρμολόγηση του τερατώδους νομισματικού συστήματος που δημιουργήθηκε το 1992. Το πολιτικό σκεπτικό είναι το εξής:
    α) Εξουσία μπορεί να ασκείται μόνο όταν επικυρώνεται από την λαϊκή κυριαρχία.
    β) Στο πανευρωπαϊκό επίπεδο:
    i) η υπερεθνική πολιτική ανθρωπολογία είναι μηδέν,
    ii) η άσκηση λαϊκής κυριαρχίας είναι ανέφικτη και ανύπαρκτη,
    iii) κατά συνέπεια οι ανεξάρτητες δικαιοδοσίες των υπερεθνικών θεσμών επιβάλλεται να είναι μηδέν (όριο ο ουρανός εάν λειτουργούν αυστηρά ως εντολοδόχοι των κρατών που αποφασίζουν ομόφωνα). Οτιδήποτε άλλο είναι πολιτικοοικονομικά φρικτά ανορθολογικό και μη βιώσιμο.
    γ) Κοινή νομιμοποιητική κοσμοθεωρία των Εθνοκρατών-μελών όπως είπαμε μπορεί να είναι μόνο η εμπέδωση της διακρατικής ισοτιμίας-ισότητας. Όλα θα πρέπει να συντείνουν και υπακούουν σ’ αυτή την κοσμοθεωρία.

    Τα πάθη της Ελλάδας έχουν αίτια και η αντιμετώπισή τους είναι μονόδρομος.

    α) Άγνοια, απροσεξία, επιπολαιότητα και ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό οδήγησαν στο γιγαντιαίο πολιτικό έγκλημα της απροετοίμαστης, άσκοπης και θανατηφόρας ένταξης στην ΟΝΕ (http://www.ifestosedu.gr/111ONEGreeceWarning.htm). Πέραν της κυριαρχίας κλεφτών και αεριτζήδων και της τριακονταετούς απουσίας ορθολογιστικών αναπτυξιακών πολιτικών, απωλέσαμε το προνόμιο νομισματικής-δημοσιονομικής ευελιξίας. Η οικονομική συντριβή ήταν βεβαία.

    β) Εάν οικονομικά αδύναμα κράτη-μέλη καταστραφούν αναιρούνται οι λόγοι ύπαρξής της ΕΕ και υπερισχύουν γνωστές λογικές όπως «ας πρόσεχες», «η αρχή της αυτοβοήθειας» και «ο θάνατός σου η ζωή μου».

    γ) Μετά το 1992 δεν υπήρξαν καν στοιχειώδεις διορθωτικές αποφάσεις. Τα κράτη του Νότου πλήγηκαν από τον άνισο ανταγωνισμό, το έλλειμμα πανευρωπαϊκών ορθολογιστικών οικονομικών αποφάσεων και το έλλειμμα αποτελεσματικής διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης. Η ευθύνη για όλα αυτά είναι συλλογική. Όχι μόνο των κρατών που πλήγηκαν.

    δ) Όσον αφορά την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό. Μετά το 2009, αντί μιας ορθολογιστικής οικονομικής πολιτικής και επιδίωξη επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της ΟΝΕ, υποκύψαμε σε θηριώδεις και ανορθολογικές τεχνοκρατικές λογικές. «Δολοφονήθηκε» ή «δολοφονούνται» το τραπεζικό σύστημα και η οικονομία και εκποιούνται ο ιδιωτικός και δημόσιος πλούτος. Πλούτος τον οποίο αποκτήσαμε τους 2 τελευταίους αιώνες με μόχθο και κόπο.
    ε) Μετά το 2009 αλλά και σήμερα ως Προεδρία, θα μπορούσαμε να γίνουμε σημαιοφόροι μιας μεγάλης διαπραγμάτευσης για θεμελιακή μεταρρύθμιση της ΕΕ. Αντί αυτού, δεχόμαστε να συνεχίσουμε να είμαστε παθητικοί δέκτες μιας σαδιστικής και θηριώδους επιβολής τεχνοκρατικών αποφάσεων.
    Εάν αυτό δεν τερματιστεί η Ελλάδα θα συντριβεί αλλά και η ΕΕ χάνει τον λόγο ύπαρξής της. Λογικά κανείς δεν θέλει μια δυναστική υπερκρατική τεχνόσφαιρα.

    Π. Ήφαιστος – P. Ifestos
    http://www.ifestosedu.grinfo@ifestosedu.gr

    περιοδικό Επίκαιρα 31.12.2013 – για εκτενέστερη ανάλυση επί του ίδιου θέματος βλ. παράλληλη παρέμβαση στο http://www.ifestosedu.gr/132EUGrPresident.htm

  45. THE WASHINGTON POST on

    Modern Greece built on myth
    BY GEORGE ZAKARDAKIS
    THE WASHINGTON POST
    NOV 12, 2011
    ARTICLE HISTORY
    PRINT SHARE
    ATHENS – Greece is the cradle of democracy, but as the world has seen recently, a financial crisis is no time to put important questions to the people. Prime Minister George Papandreou’s proposed referendum on the country’s loan deal with the European Union, called off quickly after intense international opposition, illustrated that perfectly.

    Plato and Aristotle would have approved of dropping the referendum. They didn’t like democracy of the direct kind. Neither trusted the people that much.

    Sinking deeper into the gravest economic crisis in its postwar history, Greece is no nearer to finding an exit from its woes. A toxic mix of anxiety and fear hangs in the air in Athens. The ordeal shows that living up to lofty idealism is never easy. Modern Greeks know that well for we are, in many ways, the imperfect reflection of an ideal that the West imagined for itself.

    When the Greek crisis began two years ago, the cover of a popular German magazine showed an image of Aphrodite of Milo gesturing crudely with the headline: “The fraudster in the euro family.” In the article, modern Greeks were described as indolent sloths, cheats and liars, masters of corruption, unworthy descendents of their glorious Hellenic past.

    The irony was that modern Greece has little in common with Pericles or Plato. If anything, it is a failed German project.

    In 1832, Greece had just won its independence from the Ottoman Empire. The “Big Powers” of the time, Britain, France and Russia, appointed a Bavarian prince, Otto, as Greece’s first king. Otto arrived with German architects, engineers, doctors and soldiers and set out to reconfigure the country to the romantic ideal of the times.

    The 19th century had seen a resurgence of Europeans’ interest in ancient Greece. Goethe, Shelley, Byron, Delacroix and other artists, poets and musicians sought inspiration in classical beauty. They longed for a lost purity in thought, aesthetics and warm-blooded passion.

    Revisiting the sensual Greece of Orpheus and Sappho was ballast to the detached coolness of science or the dehumanizing onslaught of the Industrial Revolution.

    Otto ensured that modern Greece lived up to that romantic image. Athens, then a small hamlet, was inaugurated as the capital. The architects from Munich designed and built a royal palace, an academy, a library and beautiful neoclassical edifices. Modern Greece was thus invented as a backdrop to contemporary European art and imagination, a historical precursor of many Disneylands to come.

    Otto was eventually expelled by a coup. But the foundations of historical misunderstanding had been laid, to haunt Greece and its relations with itself and other European nations forever.

    No matter what Otto may have imagined, the truth was that my forefathers, the brave people who started fighting for their freedom against the Turks in 1821, had not been in suspended animation for 2,000 years. Although their bonds with the land, the ruined temples and the myths were strong, they were not walking around in white cloaks with laurel wreaths. They were Christian orthodox, conservative and fiercely antagonistic toward their governing institutions. In other words, they were an embarrassment to all those folks in Berlin, Paris and London who expected resurrected philosophers sacrificing to Zeus.

    The profound gap between the ancient and the modern had to be bridged, to satisfy Europe’s romantic expectations of Greece. So a historical narrative was put together claiming uninterrupted continuity with the ancient past, which became the central dogma of Greek national policy and identity.

    Growing up in Greece in the 1970s, I had to learn not one but three Greek languages. First was the demotic parlance of everyday life. But at school, we were taught something different: “katharevousa” (“cleansed”), a language designed by 19th-century intellectuals to purify demotic from the cornucopia of borrowed Turkish, Slavic and Latin words.

    Finally, we had to study ancient Greek, the language of our classical ancestors, the heroes of Marathon and Thermopylae. Most of us managed to learn none of the three, ending up mixing them in one grammatically anarchic jargon that communicated the confusion of our age.

    Greek society suffers from an equal number of divisions.

    First is the political class that for almost two centuries now has shown subservience to foreign masters. They discovered early that claiming to be Euripides’ relative goes a long way toward procuring handsome loans and diplomatic sympathies.

    The geopolitical position of Greece, controlling shipping routes from the Black Sea to the Mediterranean, also helps. No wonder that modern Greece never became truly independent. It has always been much too easy to be dependent on foreign power and capital.

    Becoming a member of the European Union and of the eurozone, only to amass a titanic debt, has been the latest chapter in this modern odyssey.

    Second, the intellectuals dream of a truly Westernized Greece through some miracle of economic and social science. When the loan referendum was announced, most of them opposed it. Greece had to show that it belonged to the European family of nations, whatever that may mean. Rebellion was not to be tolerated, lest the country was kicked out of the euro, the symbol of Greek westernization.

    Ultimately the intellectuals and politicians, with persuasion from angry European leaders and technocrats, had the referendum quashed. Besides, the invention of fantastical modern Greece demanded that its people, the third division of society, also remained imaginary.

    Naturally, they are real as anything. They despise the loss of their sovereignty as well as the bitter medicine prescribed by their European brethren for their “rescue.” Austerity enforced by unelected officials from the European Commission, the International Monetary Fund and the European Central Bank is perceived as not remedy but punishment, a distasteful concept to the orthodox Greeks whose core value is mercy.

    Burdened with the improbable weight of forefathers who supposedly laid the foundations of Western civilization, driven by strong cultural undercurrents that undermine the state’s authority, they long for the realization of a dream promised by their political class: that Greece can somehow be something different than the rest of the world, a utopia where mortals can live like Olympians.

    Like the children of famous parents they could never possibly surpass, they bask in impossible desires, unable to summon the self-confidence to make their own way in the world.

    The Greek financial crisis is a crisis of identity as much as anything else. Unless the people redefine themselves, this could become the perfect catastrophe: a country designed as a romantic theme park two centuries ago, propped up with loans ever since, and unable to adjust to the crude realities of 21st-century globalization.

    George Zarkadakis is the author of the novel “The Island Survival Guide.”

    THE WASHINGTON POST NOV 12, 2011

  46. αντίφωνο on

    ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, Η «ΑΣΤΙΚΗ» ΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ

    Ιωάννης Κόρδας

    Το πολιτικό σύστημα

    Το ελληνικό πολιτικό σύστημα (μετά το 1974) αποκρυσταλλώθηκε μέσα από την δράση των κομμάτων που αναδύθηκαν και τα κοινωνικά αιτήματα τα οποία οι ανάγκες τις εποχής βάσιμες ή όχι, παρότρυναν τις νέες πολιτικές δυνάμεις να τα ικανοποιήσουν. Αφ’ ης στιγμής οι νέες πολιτικές δυνάμεις κατέκτησαν την εξουσία, μετασχημάτισαν την λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και διαμέσου αυτού και ολόκληρη την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με τις βουλήσεις τους, που παρ’ όλες τις επιμέρους διαφορές συνέτειναν στην εμφάνιση μιας ομοιογενούς -με την επιφύλαξη των όποιων πάντοτε εξαιρέσεων- κατά βάση κοινωνικής συνομάδωσης με διακριτά χαρακτηριστικά.

    Τα βασικά χαρακτηριστικά με αρνητικό πρόσημο της νέας μορφής κοινωνικής συνύπαρξης που εκκίνησαν να διαφαίνονται μετά την εμφάνιση νέων αναγκών, ιστορικών συγκυριών και συνθηκών, ιδεολογιών και στοχεύσεων, είναι η πλήρης εμπορευματοποίηση των πάντων και συνακόλουθα ο εκχρηματισμός του συνόλου της παραγωγής και κατανάλωσης ιδίως στα αστικά κέντρα που μεγεθύνονται ραγδαία, η σταδιακή εγκατάλειψη της πατριαρχικής σχέσης πολιτικού – κοινωνικού και η αντικατάστασή της από την πελατειακή σχέση (1), η γιγάντωση της μεσοαστικής τάξης, η υποχώρηση της παραγωγικότητας στην εργασία, η διόγκωση του δημοσίου τομέα και των υπηρεσιών, η συρρίκνωση της βιομηχανίας, ο υπέρμετρος δανεισμός, ο ιδεολογικός εξισωτισμός των πολιτών που συμφύεται με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της έννοιας της «αριστείας» και άρα της αξιοκρατίας, η παιδαγωγική ένδεια και η υποχώρηση της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» με την ταυτόχρονη εξάπλωση κάθε είδους υποκουλτούρας.

    Στα θετικά της νέας εποχής θα τοποθετούσαμε ενδεικτικά, την εμπέδωση και σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, την ολοκλήρωση και επέκταση των συνταγματικών ελευθεριών και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου λόγω της γενναίας, μέσω δανεισμού πάντα, αναδιανομής του εισοδήματος. Θεμελιώδεις αξίες καθίστανται ο καταναλωτισμός, ο εύκολος πλουτισμός και η αυτοπραγμάτωση.

    Η Ελληνική «αστική» τάξη και η αποδόμηση των αξιών

    Φορέας και κύριος παράγοντας διάδοσης σε όλες τις εκτάσεις και εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των αξιών του εύκολου πλουτισμού και καταναλωτισμού είναι η ελληνική αστική τάξη. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της έννοιας «αστική» τάξη διαφέρει στην περίπτωση της Ελλάδας, στον βαθμό που η χαλαρή και ετερογενής κοινωνική συνομάδωση η οποία κατά καιρούς ονομάσθηκε «αστική», δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ίσχυσαν προκειμένου να δημιουργηθεί αστική τάξη με την δυτικοευρωπαϊκή –κατ’ ουσίαν μαρξιστική- έννοια του όρου (Π. Κονδύλης, 1991). Θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η έννοια της «τάξης» εδώ, δεν χρησιμοποιείται για να δηλώσει την εικόνα μιας τάξης ανθρώπων που είναι προορισμένοι να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας, ούτε έχει σταθερά δομικά χαρακτηριστικά και συνεκτική ιδεολογία.

    Η ελληνική εκδοχή της αστικής τάξης (πάντα μετά το 1974) παράγεται και αναπαράγεται μόνο πάνω σε μία υλικο-χρηματιστική βάση χωρίς να δημιουργεί κάποια ιδιαίτερη πολιτιστική ή πνευματική υπερδομή που θα της εξασφαλίσει μία ιδιαίτερη επιμεριστικά, κοινωνική ταυτότητα και μία πρωτοπόρα ιδεολογία που την συνέχει και την διακρίνει από τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Το μόνο κριτήριο καθορισμού ένταξης οποιουδήποτε στην αστική τάξη είναι η δυνατότητα να καταναλώνει.

    Η διαστρωμάτωση της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας μας, «οικοδομείται» εντός των διαβαθμίσεων της «αστικής» τάξης, ήτοι από την κατώτερη ή μικροαστική, την μεσαία ή μεσοαστική, την ανώτερη ή μεγαλοαστική αστική και από την λεγόμενη τάξη των «παριών», των εκτοπισμένων από το «καθεστώς ευημερίας» (5). Η δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας είναι υπαρκτή εντός της «αστικής τάξης», καθίσταται όμως εξαιρετικά δύσκολή για την τάξη των παριών. Το ερώτημα, ποιοι συμπεριλαμβάνονται στην τάξη των παριών ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες οροθετήσεις των ερευνητών.

    Κατά βάση πρόκειται για πλήρως περιθωριοποιημένους όπως άστεγοι και απόλυτα φτωχοί, χρήστες ναρκωτικών σε προχωρημένα στάδια εξάρτησης, παράνομοι μετανάστες, ρομά, βαρυποινίτες εγκληματίες, κ.α. Αποκλεισμένοι από το καθεστώς ευημερίας είναι και οι σχετικά φτωχοί εργαζόμενοι ή σύμφωνα με τον Μπάουμαν, οι «ατελείς καταναλωτές» εντός των διαβαθμίσεων της αστικής τάξης.

    Αν εξαιρέσουμε τις ακραίες περιπτώσεις πολυτέλειας και ευζωίας, ο τρόπος του βίου (πολιτισμικές εκφάνσεις), οι συμπεριφορές, οι επιλογές ψυχαγωγίας ανάμεσα σε έναν μικροαστό και έναν πλούσιο μεγαλοαστό δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Η τοποθέτηση καθ’ εαυτή πάνω στις ροές του χρήματος που εξασφαλίζει η εργασία, αρκεί για την ενεργοποίηση της αστικοποίησης και της ένταξης στο σύστημα του καταναλωτισμού. Η αξιολόγηση όμως κάποιου ως ανώτερου ή κατώτερου γίνεται με κριτήριο το περισσότερο και το καλύτερο «προϊόν» που μπορεί να αποκτήσει. Θα λέγαμε ότι η καταναλωτική δυνατότητα αφ’εαυτής, ενέχει ένα ισχυρό αξιακό φορτίο το οποίο θέτει τα όρια που θα πλαισιώσουν την ευημερούσα καταναλωτικά πλειονότητα, χαρακτηριζόμενη ως αστική τάξη, δημιουργώντας ένα «καθεστώς» ευημερίας, η αδυναμία ένταξης στο οποίο νοείται από την μειονότητα που δεν ανήκει σε αυτό, ως αδυναμία ικανοποίησης της καταναλωτικής επιθυμίας.

    Το ζητούμενο είναι να μπορεί να εξασφαλιστεί η ελάχιστη ικανοποιητική καταναλωτική ευχέρεια. Οι ελλείψεις και οι πιθανές στερήσεις καλύπτονται από τον εξίσου εύκολο δανεισμό. Πρόκειται για μία εποχή σαφώς επίπλαστης ευημερίας, όπου προς το παρόν όλα είναι δυνατά. Αρκεί όπως ειπώθηκε η συναρμογή στο κυρίαρχο κοινωνικό – πολιτικό σχεσιακό πλέγμα.

    Η προσωπική καλλιέργεια και διανοητική επάρκεια, το πολιτιστικό υπόβαθρο, η ακεραιότητα χαρακτήρα, η εντιμότητα, η εθνική συνείδηση καθώς και άλλες συναφείς «αιώνιες» αρετές, εξοβελίζονται από τον χάρτη των αξιών. Όσο πιο εύλυτα δύναται κάποιος να καταναλώνει, όσα πιο πολλά χρήματα παράγει με την εργασία ή την «μη εργασία», τόσο πιο θετική αξιολόγηση λαμβάνει από το κοινωνικό σύνολο (3). Η πλουτοπαραγωγική μη εργασία, συνίσταται στο γεγονός της παραγωγής πλούτου από το ίδιο το χρήμα και τις άϋλες χρηματιστικές πράξεις της εποχής μας.

    Άρα, το πολιτικό σύστημα με τα κόμματα που το συναποτελούν και τις ομάδες συμφερόντων που το στηρίζουν, ο κρατικός μηχανισμός και η υπόλοιπη κοινωνία, με την πλειονότητα που καλούμε αστική τάξη, δημιουργούν ένα «πλέγμα σχέσεων που εξυφαίνεται» (4) πάνω στο οποίο θέτονται οι κυρίαρχες ιδεολογικές, εξουσιαστικές και υλικές δομές οι οποίες καθορίζουν εκάστοτε τον «χαρακτήρα» της κοινωνίας.

    Εκτός από τις περιπτώσεις επαναστατικής ανατροπής, την προτεραιότητα μετασχηματισμού της κοινωνίας την έχει σε τελική ανάλυση το πολιτικό σύστημα πάντα σε ώσμωση με τις πλειοψηφικές ή απλά ισχυρές κοινωνικές ομάδες. Αυτές λοιπόν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της πλειοψηφίας, μετά τα 1974 μετασχημάτισαν οριστικά και αμετάκλητα την ελληνική κοινωνία, από «κοινωνία παραγωγών» σε «κοινωνία καταναλωτών».

    Στην Ελλάδα όπως και στην Ευρώπη, δημιουργήθηκαν εν τέλει, εκείνες οι συνθήκες όπου η κυρίαρχη ή κυρίαρχες άτομα και κοινωνικές ομάδες, το πολιτικό σύστημα και η αστική τάξη εν προκειμένω, αυτό το ούτως ειπείν αποτελούμενο «καθεστώς» ευημερίας – ένταξης, καθορίζει συνειδητά ή ανεπίγνωστα και τους όρους και τις προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής, της συμμετοχής στα κοινωνικά αγαθά – δικαιώματα και της παραγωγής και διανομής του κοινωνικού πλούτου. Η χρήση του όρου «καθεστώς» συνδέεται με την σταδιακή καθιέρωση μιας ιδιαίτερης συνθήκης κοινωνικής ένταξης και ευημερίας που αφορά την Ελληνική κοινωνία.

    Η απαρχή της οικονομικής κρίσης (2009) στην Ελλάδα, σήμανε για πολλούς το τέλος μιας εποχής που την γνωρίσαμε με τον όρο μεταπολίτευση και η οποία είχε ως σημείο έναρξης την πτώση της δικτατορίας το 1974. Όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της εποχής μοιάζουν να παραμορφώνονται και να αλλάζουν. Το «καθεστώς» ευημερίας τώρα, δείχνει να γκρεμίζεται και η κατανάλωση αρχίζει να ξαναδίνει την σκυτάλη στην επιβίωση, η οποία προηγείται κάθε μορφής εργασιακού, πολιτιστικού ή πολιτικού αναπροσανατολισμού.

    Όλα τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκε η κοινωνία προκειμένου να δομήσει την οργάνωσή της ώστε να μπορεί να λειτουργήσει, αμφισβητούνται. Το πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται και νέες πολιτικές δυνάμεις αναδύονται για να το μετασχηματίσουν και να ικανοποιήσουν τις νέες έκτακτες κοινωνικές και εθνικές ανάγκες. Το πελατειακό σύστημα στην προώθηση των συμφερόντων υπολειτουργεί. Ο κρατικός δανεισμός έπαυσε, ενώ οι τράπεζες δεν δανείζουν πλέον τους ιδιώτες. Έκλεισαν λοιπόν οι παραδοσιακές ροές του χρήματος και η αγορά βρίσκεται σε πανικό.

    Είναι μια εποχή αλλαγής σελίδας με την μεσοαστική τάξη , να μετατρέπεται σταδιακά σε κατώτερη, με αρκετές περιπτώσεις ατόμων που πρώτα ευημερούσαν, τώρα να βιώνουν την απόλυτη φτώχεια, ενώ έπεται και συνέχεια.

    Σημειώσεις

    1) Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Π. Κονδύλης, εκδ.Θεμέλιο
    2) Καθεστώτα αποκλεισμού Β. Αράπογλου, Ε.Κ.Ε., 118, 2005
    3) Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Ζ. Μπάουμαν, εκδ. Μεταίχμιο
    4) Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Μ. Φουκώ, εκδ. Ψυχογιός

    Ο Ιωάννης Κόρδας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής κοινωνικής και πολιτικής Θεωρίας. Πρώτη ανάρτηση Aντίφωνο

  47. Β... on

    Elias Karavolias

    http://www.newsmail.gr

    Αντιπρόσωποι του άγχους

    Του Ηλία Καραβόλια, 16/3
    Πιέζουν σήμερα για απολύσεις στο Δημόσιο.Σήμερα.Αφού έφτιαξαν 1
    εκατομμύριο ανέργους στον ιδιωτικό τομέα.Τότε που έπρεπε δεν πίεσαν τον
    Παπανδρέου να διώξει υπεράριθμους.Πίεζαν για να πέσει ο βασικός μισθός στον ιδιωτικό τομέα.
    Πίεζαν για να ανοίξουν τα κλειστά επάγγελματα-θαρρείς και είχαμε ανάγκη
    επιπλέον φαρμακεία και ταξί!
    Σε χώρα κλειστής οικονομίας και στρεβλού παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης εφάρμοζαν βίαιες εισπρακτικές πολιτικές σαν να ήμασταν έτοιμοι για να
    μετατραπούμε σε απορυθμισμένη αγορά με αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου. Σε οικονομία ελεύθερων επαγγελματιών υπέδειξαν μέτρα που
    αφορούσαν οικονομία που «θρέφει» μισθωτούς! Δεν τους ενδιέφερε ποτέ να
    δουν τις αναλογίες μικρομεσαίων/υπαλλήλων,αυταπασχολούμενων/μισθωτών.
    Έκαναν την εύκολη δουλειά: πολίτες =πελάτες με περιουσία,οπότε αυξήστε
    τους φόρους να αυξηθούν τα έσοδα.Και φυσικά εφαρμόζουν κατα γράμμα τα
    πολυπόθητα για τις εγχώριες ελιτ: πτώση των μισθών, απαξίωση της
    εργασίας,δημιουργία εφεδρικού στρατού(άνεργοι)/Και καμία κυβέρνηση δεν
    τολμά να τους στείλει πίσω αδιάβαστους.Διότι δυο είναι τα τινά που συμβαίνουν: είτε δεν είχαν την σωστή εικόνα για την χώρα και την ανθρωπογεωγραφία της, είτε
    είχαν πλήρη εικόνα και εφάρμοσαν απάνθρωπο πείραμα κοινωνικής
    μηχανικής.Για τους τροικανούς μιλάω φυσικά. Τους λογιστές των εταίρων
    δανειστών μας. Διότι οι κυβερνήσεις μας απλά δεν » υπάρχουν».Εκτελούν
    εντολές….

  48. Β on

    Οι ρίζες της κακοδαιμονίας μας…

    Από τον τοίχο του Fotis Giann στο φ/β

    Tο ελληνικό πολιτικό πελατειακό σύστημα έχει μία διαχρονική ιστορία σε αυτήν την Χώρα. Τό ίδιο το Νεοελληνικό κράτος συστάθηκε και δομήθηκε με βάση αυτήν την πελατειακή λογική. Δεν είναι μόνο τα πρώτα Αγγλικά δάνεια έκ των οποίων έφτασε έδω ενα μικρό μέρος και κατασπαταλήθηκε στόν εμφύλιο σπαραγμό Μωραιτών-Ρουμελιωτών κατά τα έτη 1822-1825 αλλά και μετά. Δεν είναι μόνο τα δάνεια πού κατασπαταλήθηκαν τις δεκαετίες 1830-1870 από την εγχώρια Ελληνική μαφία, ούτε οι εθνικές μαγκιές τα έτη 1878 και 1897. Δέν είναι μόνο ο πακτωλός χρημάτων πού έρριξε η κοινωνία των εθνων τό 1924 για την αποκατάσταση των προσφύγων που φαγώθηκαν από τους ντόπιους μαφιόζους βάζοντας τους πρόσφυγες σε παράγκες.Δεν είναι μόνο το τεράστιο σχεδιο Μάρσαλ πού έπεσε στην τρύπα της Ελληνικής κλεπτοκρατίας το 1948-1950.

    Την ένταξη στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα Ε.Ε τό εγχώριο πολιτικό σύστημα την είδε,(όπως πάντα από τό 1831),σαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία γιά υψηλού επιπέδου πολιτική καρριέρα και φαγοπότι.Για εξαγορά ψήφων στήνοντας ένα απείρου κάλλους πελατειακό κράτος στην σύγχρονη Ιστορία του Νεοελληνικού κράτους.Σήμερα αυτό τό ίδιο τό σύστημα δεν διαπραγματεύεται με τους δανειστές στην λογική της δημιουργίας ενός διαφορετικού τύπου σύγχρονου Ευρωπαικού κράτους.

    Διαπραγματεύεται στήν λογική της όσο το δυνατόν περισσότερης διάσωσης κεκτημένων πού θα το διατηρήσουν στην ζωή. Αντιλαμβάνεται το εγχώριο πελατειακό σύστημα της Μεταπολιτευτικής κομματοκρατίας,(συμπεριλαμβανομένης και της αριστερής αντιπολίτευσης),πώς η αλλαγή τών δομών σε αυτό το κράτος θα σημάνει αυτομάτως και τον πολιτικό του θάνατο.Σε αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια του να διασωθεί έχει προς το παρόν ένα ΙΣΧΥΡΟ σύμμαχο.Την πλειοψηφία της Ελληνικής κοινωνίας πού είναι κολλημένη πάνω του και φαντασιώνεται τίς όποιες λύσεις με φόντο το παλιό.

    Πηγή:www.capital.gr

  49. Β on

    Δυστυχώς για την Ελλάδα η Τρόικα υποχώρησε

    Το υπουργείο Οικονομικών πανηγυρίζει ή παριστάνει πως πανηγυρίζει καθώς ισχυρίζεται πως η Τρόικα υποχώρησε στις περισσότερες απαιτήσεις της.

    Στις περισσότερες εξ αυτών των απαιτήσεων το διακύβευμα ήταν μηδενικού αθροίσματος.

    Π.χ. όταν οι Έλληνες πληρώνουν το ακριβότερο γάλα στην Ευρώπη, αυτό σημαίνει πως κάποιος ή κάποιοι καρπούνται τη διαφορά. Την διαφορά την καρπούνται κάποιοι μεταξύ παραγωγού, μεταφορέα, βιομηχανίας γάλακτος, λιανικής γάλακτος. Μια μεσοβέζικη λύση σημαίνει πως η διαφορά από εισαγόμενο φθηνότερο μειώνεται, αλλά πάλι υπάρχει.

    Δεν παίρνω θέση υπέρ ή κατά της επιδότησης της ελληνικής παραγωγής και μεταποίησης γάλακτος, αλλά καλό είναι να ξέρουμε γιατί πληρώνουμε ακριβότερο γάλα… Τα περί φρέσκου και ημέρας για όποιον ξέρει τι συμβαίνει είναι κόλπα προστασίας.

    Στην προκειμένη περίπτωση η Τρόικα υποχώρησε και αυτό σημαίνει πως οι Έλληνες θα πληρώνουν ακριβότερο από άλλους ευρωπαίους το γάλα (όχι όσο ακριβά το πλήρωναν, αλλά ακριβότερα).

    Οι απολύσεις δεν απελευθερώθηκαν με υποχώρηση της Τρόικα και αυτό σημαίνει πως δεν απελευθερώνονται και οι προσλήψεις, γιατί οι ελεύθερες απολύσεις αποτελούν εξασφάλιση εξόδου κινδύνου για κάποιον που θα ρισκάρει να επενδύσει και η επένδυση δεν πάει καλά.

    Μετά από τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση στην Ελλάδα όσοι δεν έχουν χάσει τις δουλειές τους δύσκολα θα τις χάσουν. Άρα, τα εμπόδια στις απολύσεις αποτελούν δώρο άδωρο. Συνιστούν πρόβλημα όμως για την μείωση της ανεργίας σε μια χώρα με 1,5 εκατ. ανέργους και ανεργία στους νέους κοντά στο 60%.

    Η τρόικα υποχώρησε και στα φαρμακεία και στις μεταφορές και στις επαγγελματικές μισθώσεις. Παντού υπερίσχυσαν μεσοβέζικες λύσεις με αμφίβολη αποδοτικότητα.

    Όταν κάποιος κερδίζει κάποιος χάνει. Το πολιτικό σύστημα τα τελευταία τέσσερα χρόνια της χρεοκοπίας αγωνίζεται λυσσαλέα να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των συντεχνιών και των πελατών σε βάρος των μην προνομιούχων και της κοινωνίας και ιδίως των νέων.

    Αυτό εκτός από άδικο είναι και αντιπαραγωγικό σε σχέση με τη δημιουργία προϋποθέσεων ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου.

    Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να θεσπίσει ένα κοινωνικό συμβόλαιο με αμοιβαίες υποχωρήσεις και οφέλη.

    Η κυβέρνηση πολιτεύεται με γνώμονα τη μετάθεση των προβλημάτων για μετά τις Ευρωεκλογές και μετά τις Ευρωεκλογές για μετά τις βουλευτικές.

    Η αντιπολίτευση πολιτεύεται με γνώμονα την νομή της εξουσίας και «βλέποντας και κάνοντας» σε σχέση με τα προβλήματα. Λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων αδυνατεί να αντιληφθεί πως ο τελευταίος που κατέλαβε την εξουσία με σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» κατά αγαθή τύχη δεν έφυγε από τη Βουλή και την ηγεσία με ελικόπτερο.

    Χρειαζόμαστε επανάσταση…

    Η Ελλάδα τα επόμενα τρία με πέντε χρόνια θα κληθεί να κάνει μια επανάσταση. Το πιθανότερο είναι να κληθεί να την κάνει υπό δυσμενέστερες συνθήκες από τις σημερινές.

    Το οικονομικό μοντέλο που έστησαν μεταπολεμικά ο Παπάγος με τον Μαρκεζίνη, το οποίο ήταν κυρίαρχο με διάφορες παραλλαγές σε ολόκληρη τη Δύση μέχρι τη δεκαετία του ’70, χρεοκόπησε.

    Τότε ξεκίνησε η επανάσταση των ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών εταιρικών δεινοσαύρων και του ανοίγματος των εθνικών οικονομιών στο διεθνή ανταγωνισμό. Την ίδια εποχή ο Τενγκ Σιάο Πινγκ στην Κίνα έβαζε τη βάση της οικονομικής μεταρρύθμισης που έφερε την μεγάλη χώρα της Ανατολής από τη νεολιθική εποχή των κολχόζ στο σύγχρονο οικονομικό γίγνεσθαι…

    Την ίδια εποχή στην Ελλάδα εξελέγη ο Ανδρέας Παπανδρέου και η απάντηση στο οικονομικό μοντέλο που έπνεε τα λοίσθια ήταν οι κρατικοποιήσεις και η αύξηση των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο του οποίου το χρέος ήταν στο 25% του ΑΕΠ και τριπλασίασε σε λίγα χρόνια…

    Μεγάλη επιτυχία του Ανδρέα ήταν μετά την άσκηση βέτο η θεσμοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ).

    Η εισροή επιδοτήσεων από την ΕΟΚ στην μικρή συγκριτικά ελληνική οικονομία δεν έκανε επιτακτική τη μεταρρύθμιση της οικονομίας προς μια εξωστρεφή και ανταγωνιστική κατεύθυνση.

    Ο κόσμος άλλαξε με επιταχυνόμενους ρυθμούς και εμείς ευημερούσαμε με δανεικά, θυσιάζοντας παραγωγικό ιστό και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας η οποία συνήθισε να ζει παρασιτικά στο περιθώριο του κόσμου, καλλιεργώντας σοσιαλιστικές αυταπάτες. Ο κομμουνισμός είναι άριστος μέχρι να πεινάσει κάποιος και να χάσει κάθε δικαίωμα στην αξιοπρέπεια από τη σύνθλιψη του ολοκληρωτισμού.

    Για τους Έλληνες που ζούσαν ως αργόμισθοι του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα (χωρίς ανταγωνισμό) με δανεικά που αύξαναν το εθνικό χρέος, ο κομμουνισμός ή ο ναζισμός σαν ιδεολογίες δεν έχουν κανένα λόγο να μοιάζουν με εφιάλτες. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου που διαθέτει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ο σταλινισμός και ο ναζισμός…

    Πηγή:www.capital.gr

  50. Αλκίνοος on

    ———————————————————————-
    ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΕΦΑ:
    ———————————————————————-

    01.03.2012
    We blame you!
    —————

    We blame you, you know, μου είπε ένας Άγγλος στο Λονδίνο. Εννοούσε πως οι Έλληνες κάνουμε ζημιά στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρώπης. Με την κυκλοφορία της συλλογής “Local Stranger” στο εξωτερικό, θα πέφτω συχνά πάνω σε τέτοιου είδους ατάκες ξένων δημοσιογράφων.

    Τι να απαντήσω; Τι να του πω; Πως οι αποικιοκράτες παππούδες του συμπεριφέρονταν στους Kύπριους δικούς μου σαν να ήταν ζώα, επειδή ήταν βοσκοί και δεν είχαν μπάτλερ; Πως η βασίλισσά του, αυτή η γιαγιά με τα καταπληκτικά καπέλα, όταν ήταν νέα υπέγραφε με το χέρι της θανατικές καταδίκες παιδιών 19 και 20 χρονών που πάλευαν να ελευθερώσουν τον τόπο τους; Να του πω για την εξωτερική πολιτική της χώρας του, που τεχνητά προκάλεσε το μίσος μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, άνοιξε με το ζόρι την όρεξη στην Τουρκία για την Κύπρο και με τη βοήθεια της αστείρευτης δικής μας λεβεντομαλακίας δημιούργησε το Κυπριακό πρόβλημα, με χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και πρόσφυγες;

    Να του πω για τον εμφύλιο εδώ στην Ελλάδα και για τον ρόλο που έπαιξε η εξωτερική πολιτιτική της χώρας του; Για τη σύμπραξη με τους ηττημένους Γερμανοτσολιάδες και κάθε λογής δοσίλογους εναντίων όσων αγωνίστηκαν για την ελευθερία στο βουνό; Για το πώς εκμεταλλεύτηκαν την εγκεφαλική σκλήρηνση και τον επαρχιωτισμό της εδώ κομμουνιστικής ηγεσίας προκειμένου να ξεφορτωθούν μια και καλή το πιο δημιουργικό και αλτρουιστικό κομμάτι της χώρας; Πως από τότε επικράτησαν εδώ οι βολεψάκιδες, οι παρτάκιδες και οι ελληνάρες χωρίς Ελλάδα – αυτοί που όταν λένε «αγαπώ την πατρίδα μου» εννοούν στην καλύτερη περίπτωση «αγαπώ τον εαυτό μου» ή ακόμα «μισώ όλους τους άλλους» – φέρνοντας τη χώρα σήμερα στην καταστροφή;

    Ας μη μιλήσω για τη Γερμανία, μη σας κουράζω με τα αυτονόητα…

    “We blame you!” Έλα τώρα Robert, behave yourself να πούμε, μην κάνεις σαν παιδί! Κι εγώ σας κατηγορώ άμα είν’ έτσι.

    Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις σας ανέθρεψαν και στήριξαν τη διαφθορά μας, προκειμένου να μας πουλήσουν σε διπλή τιμή τα άχρηστα, μισοχαλασμένα όπλα, τα φάρμακα και τις τηλεπικοινωνίες τους. Έστησαν Ολυμπιάδες. Η δική μας κόστισε διπλάσια από του Σίδνευ, το είπε τότε υπουργός μας, υπερήφανος, σε ξένο κανάλι. Κι όταν ρωτήθηκε ο υπουργός στη συνέχεια: «Εννοείτε πως αυτά πληρώνονται με ξένα κεφάλαια;» απάντησε παρεξήγημένος (έχουμε και μια αξιοπρέπεια!), «Όχι! Αποκλειστικά με δικά μας χρήματα. Θα μάθουμε πόσα ακριβώς μετά το πέρας των αγώνων»! Τα πλήρωσε το κράτος, δηλαδή εμείς, δηλαδή τα εγγόνια μας. Κι εμείς φωνάζαμε «Ζήτω» και «Γεια». Και στήναμε ωραίες τελετές έναρξης και λήξης. Γραφείο τελετών!

    “We blame you!” Και οι δύο παππούδες μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν άκουσα ποτέ τους γονείς μου που μεγάλωσαν πάμφτωχοι και ορφανοί, ούτε τις πρόσφυγες, χήρες γιαγιάδες μου να κατηγορούν συνολικά τους Γερμανούς, τους Άγγλους, τους Τούρκους ή τους Βούλγαρους. Είχαν μια σιωπή, μια βαθιά γνώση πως ο άνθρωπος, από όπου και αν κατάγεται, κρύβει μέσα του τον άγγελο μα κρύβει και το θηρίο. Το ταϊζει κρυφά, το κρύβει πίσω από χαμόγελα και ανέξοδες καλοσύνες, το καταπιέζει όταν ενοχλεί την καθημερινότητα και το ελευθερώνει όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν. Εκτός κι αν η καλλιέργεια και η ηθική του υπερισχύσουν. Μα, να ανοίξω φιλοσοφική συζήτηση;

    Όχι. Τότε; Ας πάω στα «επουσιώδη». Να πω για τις αηδίες που η δική σας show-business μάς πούλησε δεκαετίες τώρα; Για τόσες ανοησίες της ποπ, της ροκ και των «charts» που μας τάισαν με το ζόρι; Που για κάθε τραγούδι της προκοπής αναγκαστήκαμε να αγαπήσουμε κι ένα σακί σκουπιδοτράγουδα και να συνδέσουμε τις εφηβείες και τις ζωές μας μαζί τους; «Και τι με νοιάζει, θα μου πει, αν εσύ έχαφτες τις αηδίες που σου πουλούσαν οι δισκογραφικές και τα ραδιόφωνα; Ας μην τις άκουγες. Είναι ανάγκη να σας φταίνε πάντα οι άλλοι;»

    Καλά, θα πω για τα δικά μας: Έχεις δίκιο Robert, ότι κι αν πεις λίγο είναι. Η πρώτη μας βουλή είχε μέσο όρο 200 βαφτιστήρια ανά βουλευτή. Ήμασταν χαλασμένοι εξ αρχής. Ο εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων κατά την επανάσταση στοίχησε περισσότερους νεκρούς απ’ ότι ο αγώνας ενάντια στους Οθωμανούς. Βαφτίσαμε τον Ιταλό Καποδίστρια Έλληνα και μετά τον σκοτώσαμε γιατί δεν είχε τα κουσούρια μας. Όσο αίμα κι αν χύσαμε, όσους Θούριους κι αν ψάλαμε, όσες ηρωικές Εξόδους κι αν επιχειρήσαμε, τελικά εσείς μάς κάνατε κράτος, για να κάνουμε τις δουλειές σας. Το ένα από τα τρία πρώτα κόμματα της νέας μας χώρας, αυτό που ουσιαστικά επικράτησε, λεγόταν «Αγγλικό». Αυτό τα λέει όλα. Ποια ιδεοληψία μάς έκανε να πιστέψουμε πως μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι; Χάσατε ευγενή παιδιά εδώ Robert, το ξέρω. Ποιητές, ουτοπιστές, οξφορδιανούς αρχαιογνώστες, έφηβους φιλέλληνες, Έλληνες εξ αναγνώσεως, Πλατωνιστές όταν κανείς δεν είχε ακούσει για Πλάτωνα στα λημέρια μας για αιώνες. Εμείς ήμασταν αναλφάβητοι Αρβανίτες, Βλάχοι, Τουρκόγυφτοι, Τουρκόφωνοι, Πομάκοι, Σλαβομακεδόνες, Τσάμιδες. Εσείς βυθίσατε στο Ναβαρίνο, εσείς μας δώσατε κράτος, εσείς μας κάνατε Έλληνες. Εμείς απλώς κερδίσαμε το κύπελο στο ποδόσφαιρο και βγήκαμε να δείρουμε Αλβανούς.

    Μπα, όχι, αυτά τα λέμε μεταξύ μας, δεν είναι για ν’ ακούγονται παραέξω, μετατρέπονται αυτομάτως σε υπερβολές και σε ψέματα όταν βγαίνουν απ’ το σπίτι. Θα του πω άλλα:

    Μη νομίζεις πως περνούσαμε ζωή και κότα τόσα χρόνια Robert! Δεν ήταν παράδεισος το να κοιμάσαι σε ράντζο στο διάδρομο, εγχειρισμένος. Ούτε το να είσαι άτομο με αναπηρία και να σού είναι αδύνατον να κινηθείς στις πόλεις μας. Ούτε το να πληρώνεις «περαίωση» στην εφορία, θεωρούμενος απατεώνας εξ ορισμού. Ούτε το να οδηγείς και να πεθαίνεις στους δρόμους μας. Ούτε το να γεννάς με καισαρική για να βγάλει κάνα φράγκο παραπάνω ο μαιευτήρας και να ταϊζει γάλα σκόνη το παιδί σου για να πάρει προμήθεια. Ούτε το να μη βρίσκεις το δίκιο σου στα δικαστήρια. Ούτε το να κυβερνιέσαι από όσους μας κυβέρνησαν. Ούτε το να ζεις στην ασχήμια όπου ο καθένας έχτιζε ότι να ‘ναι όπου να ‘ναι. Ούτε το να είσαι παιδί χωρίς παιδεία και χωρίς χρόνο, με πέντε ιδιαίτερα τη μέρα, με άγχος και κατάθλιψη. Ούτε γέρος χωρίς ουσιαστική περίθαλψη και σύνταξη, να περιμένεις να πεθάνεις μπροστά στην τηλεόραση. Ούτε και το να είσαι Αιγυπτιώτης, Κύπριος, Μικρασιάτης, Ηπειρώτης, Ίμβριος ή Πόντιος ήταν πάντα ευχάριστο. Γι’ αυτό μη λες πως γλεντούσαμε τη ζωή μας τόσα χρόνια με δανεικά. Τα δανεικά τα έδιναν οι διαφθορείς των κυβερνήσεων και των εταιρειών σου και τα έτρωγαν οι διεφθαρμένοι δικοί μας δικοί τους. Και θησαύριζαν οι δυνατοί μέσα απ’ τη μιζέρια και τον εξευτελισμό μας και σήμερα θέλουν κι άλλο.

    Τώρα, το πώς γίνεται αυτή η πλούσια και αδιάφθορη χώρα σου, ενώ ρούφηξε το αίμα αποικιών τόσα χρόνια, να χρωστά κι αυτή, το γιατί σού κόβονται οι παροχές στην παιδεία, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, οι μισθοί και η πρόνοια, το γιατί έχεις χρόνια τώρα άστεγους κάτω απ’ τις γέφυρες, πεινασμένους στο δρόμο και αναλφάβητους το 2012, αυτό είναι άλλο, τεράστιο, παγκόσμιο θέμα που καλό θα ήταν να ψάξουμε όλοι μαζί. Δεν πηγάζει από την κατάσταση στην Ελλάδα. Μη μας κατηγορείς λοιπόν για όσα δεν φταίμε.

    Αν θέλεις να μας κατηγορήσεις, κατηγόρησέ μας για την έλλειψη οργανωμένης άμυνας απέναντι σε μια επίθεση πρωτοφανή αλλά αναμενόμενη. Κατηγόρησέ μας που βρεθήκαμε ανέτοιμοι, επαρχιώτες αδικτύωτοι, αυτιστικοί, ομφαλοσκόποι, χασομέρηδες, μια πόλη ανοχύρωτη μπροστά στην προαναγγελθήσα επέλαση του τέρατος. Και κατηγόρησε και λίγο τον εαυτό σου, που αντί να συμπονέσει τον δοκιμαζόμενο φτωχόκοσμο της Ελλάδας, γλύφει μισοκοιμισμένος την καραμέλα που του πουλούν οι αγορές, τα περιοδικά των εκδοτών και οι ρατσιστικές αναλύσεις των καναλιών, περιμένοντας τη σειρά του. Σου λένε κάθε μέρα για την ελληνική τεμπελιά, για την ελληνική διαφθορά, για την ελληνική ψευτιά. Την αλήθεια που δεν σου λένε θα σου την πούμε εμείς: Ετοιμάσου να χάσεις όσα νομίζεις πως έχεις. Γιατί θα τα χάσεις όλα!

    Και μην πεις «αυτά δεν γίνονται!» Κι εμείς τέτοια λέγαμε. Και σήμερα βρεθήκαμε χωρίς γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Αύριο θα έρθει η σειρά σου. Όταν λοιπόν θα σου στερούν τη σύνταξή σου, τα χρήματα που κέρδισες με ιδρώτα και με απουσία από τα παιδιά σου και τους έδωσες να σου φυλάξουν, όταν δεν θα ‘χεις γιατρό να γιατρευτείς, σπίτι να κοιμηθείς, πρόνοια να προνοήσει, φαϊ να φας, τραγούδι να τραγουδήσεις, τότε να μας κατηγορήσεις διπλά. Γιατί εμείς ανοίξαμε την Κερκόπορτα.

    Η ευθύνη μας δεν είναι μόνο πως δημιουργήσαμε χρέος, πως κλέψαμε τον τόπο μας, πως χτίσαμε αυθαίρετα, πως πληρωθήκαμε μαύρα, πως πήραμε και δώσαμε φακελάκια, πως ψηφίσαμε ζώα, πως λαδώσαμε, πως παντρευτήκαμε σε πισίνες με πυροτεχνήματα και λιμουζίνες ενώ χρωστούσαμε, πως κάψαμε πεντοχίλιαρα στα σκυλάδικα, πως θελήσαμε το βουλευτή και τον καλλιτέχνη να εκπροσωπούν τη φτηνότερη και πιο αντιαισθητική πλευρά μας. Εννοείται πως φταίμε για όλα αυτά και άλλα. Όμως η πραγματικά μεγάλη ενοχή μας απέναντί σου είναι πως κάναμε την αρχή για να ρουφήξουν σε λίγο και το δικό σου αίμα.

    Η υποχρέωση μας σήμερα είναι να παλέψουμε για τα παιδιά σου. Και η δική σου υποχρέωση είναι να παλέψεις για τα δικά μας. Μόνο έτσι γίνεται.
    Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες.

    Ακούς εκεί we blame you! Ηλίθιε!

    http://www.alkinoos.gr/el/news/196-news-mar-2012.html

  51. Η Ελλάδα σήμερα, από την οπτική ενός Έλληνα της διασποράς
    Elliniki Gnomi, 31 Mar 2014

    Γράφει για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ο Γιάννης Ψαρουδάκης*,

    http://www.elliniki-gnomi.eu/archives/51898

    Πολλοί από εμάς, ίσως όλοι που γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε στην Ελλάδα και μεταναστεύσαμε σε άλλη χώρα έχουμε αναπτύξει ένα ισχυρό δεσμό με τη μητρώα γη. Συνεπώς ενδιαφερόμαστε πολύ για το τι συμβαίνει στη χώρα και τους πολίτες της, ενώ συχνά εκφράζουμε τις απόψεις μας για θέματα που αφορούν τη πολιτική και τη καθημερινότητα. Έχω γράψει πολλές φορές πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα των ελλήνων πολιτών το να αποφασίζουν πως θα διοικείται η χώρα, τι βιοτικό επίπεδο θέλουν να έχουν και με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αυτό. Πρέπει επίσης να κατανοήσουν πως έχουν και την απόλυτη ευθύνη των πράξεών τους. Φυσικά η Ελλάδα είναι μια χώρα με εξαιρετικό φυσικό κάλος, λαμπρή ιστορία και όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά σε όλη τη διάρκεια των αιώνων. Φυσικά οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έβαλαν τα θεμέλια πάνω στα οποία αναπτύχθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Θεμελιώδεις αρχές που αναπτύχθηκαν τότε από τους λαμπρούς έλληνες φιλοσόφους παραμένουν ως σήμερα ζωντανές σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Αυτό που έκανε μοναδικούς τους αρχαίους προγόνους μας δεν ήταν μόνο τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά τους επιτεύγματα, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον τους στην αναζήτηση πως μπορούν να προχωρήσουν στο μέλλον με σιγουριά βασισμένοι στη καλή γνώση της ιστορίας τους. Δεν ζούσαν στο παρελθόν. Στόχευαν στο μέλλον για μια καλύτερη ζωή.

    Παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς τη κρίση στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια. Στη πραγματικότητα παρακολουθώ και γράφω για τα ελληνικά θέματα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Είχα αναφερθεί με κείμενό μου στη πολύ κακή διαδικασία που ακολούθησε η κυβέρνηση κατά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο της Σωτηρίας Νικολούλη που αναφέρω παρακάτω. Ταμάτιαμουδάκρυσαν. Και είπα στη σύζυγό μου Αντιγόνη Κεφαλλογιάνη πως διατροφική κρίση στην Ελλάδα δεν υπήρξε από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηοποίαμόλιςείχεεπιστρέψειαπόεκεί. Και μου είπε πως ναι, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στην Ελλάδα, και πως η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς. Έτσι αποφάσισα να γράψω τη γνώμη μου, που βασίζεται στις εμπειρίες μου από την Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ανανέωσα παράλληλα τα όσα ο Δημοσθένης και ο Ευριπίδης είχαν γράψει για τους πολιτικούς της εποχής τους, καταλήγοντας πως ήταν εξαιρετικά συναφή με την ελληνική κρίση.

    «Μαμά υπόσχομαι πως δεν θα ξαναζητήσω φαγητό (άρθρο της Σ.Νικολούλη από το TheGreekReporter). Μια θλιβερή ιστορία –δυστυχώς αληθινή- όπου ένα κοριτσάκι που ζει σε ίδρυμα μαζί με τα δύο του αδέλφια, ικετεύει τη μητέρα του να τα πάρει στο σπίτι μαζί της, υποσχόμενο πως δεν θα ζητήσουν ξανά φαγητό. Η μητέρα φεύγει κλαίγοντας που αφήνει τα παιδιά, και της εξηγεί: Αγάπη μου στο σπίτι μας δεν έχουμε καθόλου φαγητό».

    Προ 2.300 ετών ο Δημοσθένης μιλώντας προς τους Αθηναίους είπε: Οι ελληνικές πόλεις ασθενούν…. Οι πολιτικοί και οι κρατικοί λειτουργοί δωροδοκούνται και είναι διεφθαρμένοι. Η πλειονότητα των πολιτών ή δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει ή αντιλαμβάνεται τι κάνουν οι κυβερνώντες αλλά δεν αντιδρούν, απορροφημένοι από τη καθημερινότητά τους. Η κατάσταση αυτή επιδρά σε όλους, αλλά ο καθένας έχει τη ψευδαίσθηση πως η κρίση δεν θα τον αγγίξει, πως θα καταφέρει να προστατεύσει τα συμφέροντά του εις βάρος των άλλων… Γυρίστε τώρα το βλέμμα σας στους σύγχρονους πολιτικούς. Όσο υποχωρεί η ευημερία της πόλης, τόσο αυξάνεται το δικό τους εισόδημα.

    Υπάρχουν κάποιες αιτίες που τα πράγματα εξελίχθηκαν με τον τρόπο αυτό. Η βασικότερη είναι ως κάποιοι επιλέγουν να είναι ευχάριστοι αντί για να υποδεικνύουν τι είναι το σωστό. Αρκετοί πασχίζουν να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση αφού λειτουργεί προς όφελός τους.Ο Ευριπίδης είχε πει στην αρχαιότητα, και το παραφράζω: Αυτοί που δημιούργησαν το πρόβλημα, σίγουρα δεν είναι αυτοί που μπορούν να το λύσουν. Η εμπειρία μου, με οδηγεί στο συμπέρασμα πως μάλλον τα χειροτερεύουν!

    Ατυχώς η Ελλάδα διαθέτει ένα κυβερνητικό σύστημα (καθεστώς) το οποίο εκμεταλλεύεται τους πολίτες για το όφελος ολίγων ατόμων και οικογενειών που έχουν καλές διασυνδέσεις. Το σύστημα είναι τόσο διεφθαρμένο που ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει κανείς είναι να ενταχθεί σε αυτό και να γίνει και αυτός διεφθαρμένος. Αυτό το Καθεστώς έχει φέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα.

    1. Ένα αβάσταχτο δημόσιο χρέος που προέκυψε από:

    Έλλειμμα ικανής, υπεύθυνης ηγεσίας επί μακρόν.
    Κρατικός συγκεντρωτισμός που έχει εξελιχθεί σε κουλτούρα.
    Έλλειμμα κράτους, εκτός από όσους είναι διασυνδεμένοι με το σύστημα. Έτσι η εγκληματικότητα (οικονομική και φυσική) είναι πολύ υψηλή. Επί μακρόν δεν υπάρχει εφαρμογή του νόμου, ενώ απουσιάζουν οι θεμελιώδεις αριστοτελικές αξίες από τη κοινωνία.
    Υπάρχει ένα μεγάλο κράτος που προσφέρει υπηρεσίες που δεν αφορούν κανένα, που οδηγεί όμως σε υπερφορολόγηση.
    Εξωφρενικός δανεισμός με στόχο ένα συγκεκριμένο επίπεδο ζωής, που όμως δεν μπορεί να συντηρηθεί πλέον.
    Χαμηλού βαθμού οικονομική ελευθερία.
    Εξαιρετικάασταθέςεκπαιδευτικόσύστημα. Το πλαίσιο του Λυκείου ελέγχεται πλήρως από τα καρτέλ των φροντιστηρίων. Το πανεπιστημιακό πλαίσιο ελέγχεται από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας, ο οποίος κάθε φορά αλλάζει τη νομοθεσία για να ταιριάζει στα φιλικά οικονομικά και ιδεολογικά του συμφέροντα. Τα συνδικάτα με τις μακροχρόνιες απεργίες τους αδιαφορούν για τη παιδεία. Καμία χώρα δεν μπορεί να έχει μια σύγχρονη και προοδευτική κοινωνία, αν δεν έχει κανένα ΑΕΙ, στη κατάταξη των 100 καλύτερων πανεπιστημίων στο κόσμο.
    Ένα κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που δεν δίνει καμία ευκαιρία για επίτευξη στόχων αν δεν υπάρχει πολιτική διασύνδεση.
    Ένα καταστροφικό και επιθετικό συνδικαλιστικό πλαίσιο.
    Επιστημονική μετανάστευση.
    Το επενδυτικό πλαίσιο είναι νωθρό και διεφθαρμένο, έτσι η Ελλάδα δεν προσελκύει σημαντικές επενδύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη.
    Χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
    Μόνο οι έχοντες διασυνδέσεις και οι εμπλεκόμενοι στη διαφθορά μπορούν να επωφεληθούν από οικονομικά και άλλα προνόμια.

    2. Οι δανειστές έχουν εφαρμόσει μια σκληρή οικονομική πολιτική λιτότητας που οδήγησε τη χώρα σε επίπεδα φτώχειας που καταγράφηκαν μόνο στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!!!!

    Οι Έλληνες πρέπει να μάθουν που πήγαν τα 240 δις ευρώ του χρέους, αλλά και τι έγιναν τα 200 δις ευρώ που χορηγήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανάπτυξη της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια. Γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε προβλέψει τη κρίση του χρέους και δεν προετοιμάστηκε για αποτελεσματικότερες διαπραγματεύσεις στην υπογραφή του 1ου Μνημονίου. Θα πρέπει ο Πρόεδρος της χώρας να ορίσει μια μη-πολιτική δικαστική ερευνητική επιτροπή που θα ερευνήσει το θέμα και θα προσδιορίσει ποιοι έχουν ευθύνες ώστε να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το υφιστάμενο κυβερνητικό σύστημα (καθεστώς) απέτυχε οικτρά, και πρέπει να αλλάξει, να αντικατασταθεί ειρηνικά.

    Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει με το σχεδιασμό ενός νέου συντάγματος. Ως βασικά στοιχεία μπορεί να προταθούν: Ελευθερία, Δημοκρατία, Ηθική, Πολυπραγμοσύνη, Εκπαίδευση, Ηθική διακυβέρνηση, Ελεύθερη δικαστική εξουσία, Δικαίωμα έκφρασης, Δικαίωμα σε ειρηνικές διαδηλώσεις, Ίσες ευκαιρίες για όλους που προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι καλό, Κοινωνικό δίχτυ προστασίας, Αλληλοσεβασμός, Σεβασμός στο περιβάλλον και τη ποιότητα ζωής, Φιλόξενη μεταχείριση όχι μόνο σε γνωστούς, αλλά και σε αγνώστους και σε όσους έχουν ανάγκη (κτλ).Τα προαναφερθέντα αποτελούν κατά την εκτίμησή μου τις βασικές αρχές για μια ευτυχισμένη, υγιή και γόνιμη ζωή. Αν δενκατανοήσουμε τη σημασία τους δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια ζωή. Σίγουρα ως ανθρώπινα όντα απέχουμε μακράν από το να είμαστε τέλειοι. Και πρέπει να αποδεχτούμε πως για να επιτευχθούν όσα αναφέρω, πρέπει να γίνει αντιληπτόότι θα πρέπει οι παγιωμένες και εσφαλμένες πολιτικές να βελτιώνονται. Άλλωστε προκύπτουν νέα δεδομένα στο άμεσο και μακρινό μέλλον.

    Πρέπει να είμαστε συνετοί, αλλά τολμηροί σε όσα επιχειρούμε. Θα πρέπει να επιδιώκουμε να έχουμε φωτισμένους και ικανούς ηγέτες που θα ανοίγουν νέους δρόμους. Οι ηγέτες θα πρέπει να έχουν ως πρωτεύοντα στόχο τη καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου, όχι το κόμμα τους ή τη προσωπική τους δόξα. Ο ηγέτης πρέπει να λέει την αλήθεια και να ενώνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το Σύνταγμα θα πρέπει να γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στην ανάγκη διακυβέρνησης της χώρας, το φόβο του κομματικού συστήματος που κυβερνά τις τελευταίες δεκαετίες και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Η λύση δεν είναι ο νόμος, αλλά η προσωπική αρετή. Η πολιτική διακυβέρνηση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέσο πλουτισμού αλλά ως υποχρέωση. Οι πολιτικοί μετά τη θητεία τους να επιστρέφουν στον πρότερο ιδιωτικό βίο τους.

    Θάρρος, σύνεση, καλοσύνη προς τους αδύναμους, πίστη στη φιλία, συναινετικότητα με τους αντιπάλους.. Αυτέςείναιαρετέςπουοιγνωστικοίτιςσέβονται. Γνωρίζουμε (ή πρέπει να γνωρίζουμε) πως η υπερβολική ανάλυση ζητημάτων κοινής λογικής δεν οδηγεί πουθενά. Οι πολίτες επιθυμούν πολιτικούς με απλό και ξεκάθαρο όραμα. Πολιτικούς που υπηρετούν τη θητεία τους και με μεγάλη χαρά εγκαταλείπουν τη πολιτική. Πολιτικούς που παθιάζονται αλλά ελέγχονται από το σύστημα αν έχουν μεγαλόπρεπα σχέδια. Που εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές του συντάγματος, αλλά αντιλαμβάνονται το συνταγματικό έλεγχο που εμποδίζει προσωπικές και ιδεολογικές φιλοδοξίες.

    Ο ηγέτης πρέπει να αντιλαμβάνεται πως οι πολίτες με απροθυμία προσεγγίζουν την αποπληρωμή του χρέους. Και πως η κυβέρνηση θα αποφύγει να φορολογήσει τους πολίτες για να πληρώσουν αυτοί το χρέος της. Ο ηγέτης πρέπει να αναδείξει τα θετικά στοιχεία της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, Πρέπει να αποφεύγει τη δημιουργία επιπλέον χρέους και να επισημαίνει τη σημασία να μην αυξάνεται το χρέος. Πρέπει να κατανοεί πως κάποιες περιστάσεις απαιτούν την αύξηση του χρέους. Πρέπει όμως να προσεγγίζει ως ζωτικής σημασίας την αξιοπιστία του δημοσίου, έτσι αν χρειαστεί να το αυξήσει -ειδικά σε περίπτωση πολέμου- θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί άμεσα στην αποπληρωμή του. Δεν είναι επιστημονική προσέγγιση, στην οπτική που θεωρεί πως αύξηση χρέους στηρίζει μια οικονομία, αλλά μάλλον προσέγγιση βασισμένη στην αρετή της σωφροσύνης.

    Ο ηγέτης πρέπει να πρέπει να προβάλει μια επιχειρηματολογία αξιακή και όχι οικονομική. Το δημόσιο χρέος πρέπει να αποπληρώνεται. Η ελάφρυνσή του θα δυναμώσει την οικονομία, είναι όμως συζητήσιμο αν πρέπει να αποτελεί μοναδικό στόχο η οικονομική ανάπτυξη ή η ευημερία των πολιτών. Υπάρχουν πάντα θέματα ηθικής τάξης.

    Οι έλληνες πολίτες θα πρέπει να αναρωτηθούν για το κατά πόσο ήταν σωστή η δημιουργία αυτού του τεράστιου κρατικού χρέους. Θα πρέπει να αναρωτηθούν αν ήταν αναγκαίο να επιβαρυνθούν με το χρέος αυτό αλλά και πως και αν θα αποπληρωθεί. Θα έπρεπε ακόμα να αναρωτηθούν αν η οικονομική ανάπτυξη που προέρχεται από αύξηση χρέους ενδυναμώνει στη πραγματικότητα το κράτος. Σε κάθε περίπτωση φρονώ πως οι Έλληνες θεωρούν αποκρουστικό το επίπεδο του δημόσιου χρέους όχι μόνο για τη ζημιά που προκαλεί στην οικονομία, αλλά και στο εθνικό φρόνημα. Ένα αξιόπιστο επιχείρημα επισημαίνει πως ένα νέο σύνταγμα δεν θα επιδράσει σίγουρα στην υφιστάμενη κατάσταση. Φυσικάυπάρχειλογικήβάσησεαυτό. Προσωπική άποψη όμως είναι ότι πολιτικός αλλά και ιδιωτικός βίος εξελίχθηκαν έτσι στη χώρα, βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος.

    Συνεπώς όταν αναφερόμεθα σε συνταγματικό πλαίσιο και διαχωρισμό ιδιωτικού και δημόσιου βίου με υποχρεώσεις και δικαιώματα, θα πρέπει να προκύπτουν από ένα νέο Σύνταγμα. Περιγράφω μια διακυβέρνηση με βραχίονες την ανεξαρτησία και την ισότητα. Το ήθος όσων την σχεδιάσουν αλά και όσων ακολουθήσουν έχει μεγάλη σημασία. Υπάρχει ανάγκη ανάδειξης ενός ηγέτη με ήθος, ο οποίος θα ηγηθεί στην αλλαγή.

    Φρονώ πως η Ελλάδα χρειάζεται μια θεμελιώδη αλλαγή μέσω ενός νέου Συντάγματος που θα δημιουργήσει νένα νέο σύστημα διακυβέρνησης που θα κάνει αδύνατη –ή πολύ δύσκολη- τη μαζική διαφθορά, το λαϊκισμό των κομμάτων που έρχονται στην εξουσία για να υπηρετήσουν πρωτίστως τα κομματικά συμφέροντα. Προτείνω ένα σύστημα με 4 ανεξάρτητους βραχίονες εξουσίας ως εξής:

    Πρόεδρος που εκλέγεται από το λαό για διάστημα πέντε ετών και δύο συνολικά θητειών. Ο πρόεδρος θα έχει τη θεσμική και διοικητική ευθύνη, με υπουργούς που θα ορίζονται από αυτόν, και θα εγκρίνονται από τη Γερουσία με απλή πλειοψηφία.
    Κοινοβούλιο που θα εκλέγεται ανά τρία έτη, και θα έχει δικαίωμα επανεκλογής μέχρι 12 έτη.
    Γερουσία που θα εκλέγεται ανά τέσσερα έτη, και θα έχει δικαίωμα επανεκλογής μέχρι 12 έτη (βλέπε παρακάτω στις περιφέρειες).
    Ανώτατο Δικαστήριο με έντεκα δικαστές. Θα διορίζονται από το πρόεδρο και θα εγκρίνονται από τη Γερουσία με ψήφο του 60%. Αν αυτό δεν γίνεται εφικτό μετά από τρεις ψηφοφορίες, θα χρειάζεται πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο. Αυτά πρέπει να ολοκληρώνονται εντός τριών μηνών. Μετά από τρεις ψηφοφορίες αν δεν έχει ληφθεί απόφαση μπορεί ο Πρόεδρος να διορίσει ένα υπουργό της κυβέρνησης ή κάποιον άλλον.
    Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα διορίζονται για περίοδο 20 ετών, ώστε να αποφεύγεται και να μειώνεται η έντονη κομματικοποίηση ως υποχρέωση για να διατηρήσουν τη θέση τους.
    Τα συνταξιοδοτημένα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι πρόεδροι της Γερουσίας και του Κοινοβουλίου θα γίνονται μέλη του Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου όπου θα εξετάζουν και θα εκθέτουν δημόσια τις κοινές θέσεις τους για μείζονα θέματα. Οι εκθέσεις αυτές θα αναφέρουν τη γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά και της μειοψηφήσασας ομάδας. Δεν θα αποτελούν δεσμευτικό κείμενο, θα έχουν όμως επίδραση στις εφαρμοζόμενες πολιτικές και στις αλλαγές.
    Τα μέλη της κυβέρνησης (Υπουργοί, Υφυπουργοί, Γενικοί Γραμματείς) αν προέρχονται από το νομοθετικό κλάδο, θα παραιτούνται από τα καθήκοντά τους. Αλλά και υπουργοί που θα προέρχονται από άλλους κλάδους θα επιβάλλεται να παραιτηθούν από τα καθήκοντά τους.
    Όταν τα μέλη της κυβέρνησης δεν κατέχουν κυβερνητικούς θώκους θα απαγορεύεται να συνδέονται με δραστηριότητες που σχετίζονται ή εξαρτώνται από κάποιο κυβερνητικό κλάδο για τρία χρόνια.
    Τα μέλη του νομοθετικού σώματος όταν θα ολοκληρώνουν τις θητείες τους θα λαμβάνουν εφ’ φόρου ζωής σύνταξη αντίστοιχη με αυτή που θα έπαιρναν από τον ιδιωτικό τομέα στο επάγγελμα που θα έκαναν. Η σύνταξη θα προέκυπτε από ένα συντελεστή από το μέσο εισόδημα που αποδίδει το συγκεκριμένο επάγγελμα.

    Επιπλέον η χώρα πρέπει να οργανωθεί σε περιφέρειες με τη δική τους κυβέρνηση. ΠεριφέρειεςπουθαεκπροσωπούνταιστηΓερουσίαμετονίδιοαριθμόγερουσιαστών, δίχωςναέχεισημασίαοπληθυσμόςτους. Αυτό θα βοηθήσει στο να υπάρχει μια αποτελεσματική ισορροπία στη δύναμη των περιφερειών, ενώ θα αναδεικνύει καλύτερα τις ανάγκες τους (κ.τ.λ.). Οι περιφέρειες θα μπορούσαν να είναι: Θράκη, Δυτική και Ανατολική Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ανατολική και Δυτική Αττική, Πελοπόννησος, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Νησιά Αιγαίου, Δωδεκάνησα. Η περιφέρεια θα εκλέγει ένα κυβερνήτη για τρία χρόνια. Μετά από τέσσερις θητείες θα πρέπει να αποσύρεται από τη περιφέρεια, θα μπορεί όμως να κατέλθει στη κεντρική πολιτική σκηνή. Η περιφέρεια θα εκλέγει ένα σώμα 11 ατόμων για τρία χρόνια, που επίσης θα μπορούν να εκλέγονται μέχρι τέσσερις φορές. Η κάθε περιφέρεια θα εκλέγει πέντε γερουσιαστές στην εθνική γερουσία. Η κάθε περιφέρεια θα εκλέγει τα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου. Ο αριθμός των βουλευτών πρέπει να είναι ανάλογος με τον αριθμό των ψηφοφόρων κάθε περιοχής. Στη κατακλείδα του άρθρου μου θεωρώ πως αξίζει να διαβαστεί το παρακάτω: Σε ένα διαγωνισμό στην Ουάσινγκτον με στόχο να περιγραφεί ο ανθρώπινος χαρακτήρας είχαν συμμετάσχει περίπου ένα εκατομμύριο άτομα. Μια επιτροπή δεκαπέντε επιστημόνων αποφάσισε ομόφωνα, και ανέθεσε στο Δικαστή P. Kelly να ανακοινώσει τη καλύτερη περιγραφή για τους έλληνες. Μεταξύ άλλων σημειωνόταν: «…Ο Έλληνας συνήθως αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων, παρότι πνευματικά είχαν το προβάδισμα. Ο Έλληνας είναι ευφυής αλλά εγωκεντρικός. Τολμηρός αλλά στερείται μεθοδικότητας. Σκεπτόμενος αλλάγεμάτος με προκαταλήψεις. Θερμόαιμος, ανυπόμονος καιμαχητής. Έκτισε το Παρθενών αλλά μέθυσε από τη δόξα του και δημιουργήθηκαν διχόνοιες. Μετά δηλητηρίασε το Σωκράτη, εξόρισε το Θεμιστοκλή, εξεδίωξε τον Αριστοτέλη. Η Ελλάδα γέννησε το Βενιζέλο και μετά προσπάθησε να τον δολοφονήσει. Δημιούργησε το Βυζάντιο και στη συνέχεια άφησε να το αλώσουν οι Οθωμανοί. Ξεσηκώθηκε το 1821 και μετά συμβιβάστηκε. Δημιούργησε το 1909 και μετά το ξέχασε. Τριπλασίασε τη χώρα και μετά την ισοπέδωσε. Υψώνεται πνευματικά και μετά αρνείται να ακούσει την αλήθεια. Έλληνας, ένα περίεργο πλάσμα, ένας άγριος, παράξενος εγωκεντρικός έφηβος. Μπορείτε είτε να τον λυπηθείτε είτε να τον θαυμάσετε. Ίσως και να τον εκτιμήσετε».

    *
    Professor John Psarouthakis
    [PhD (Mech. & Nuclr. Eng.), Dr.Sc.BA(h), Dr.BA(h), D.LS&A(h)]

  52. Σαν την πρώην Ανατολική Γερμανία βλέπει την Ελλάδα η Μέρκελ.

    http://www.e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=14731:%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7&Itemid=67

    —————————————————

    12 Απρίλιος 2014 14:14
    Μια θαυμάσια υπόθεση!
    Written by Σύνταξη
    font size decrease font size increase font size Print Email
    Rate this item1 2 3 4 5 (0 votes)
    Σαν την πρώην Ανατολική Γερμανία βλέπει την Ελλάδα η Μέρκελ.
    Δηλαδή; Μια χώρα σε προσάρτηση από τη Γερμανία; Μια χώρα όπου ετοιμάζεται ένα -ασύλληπτων διαστάσεων- πλιάτσικο στο Δημόσιο, παραγωγικό και φυσικό πλούτο της χώρας; Μια χώρα που οι πολίτες της πρέπει να χωνέψουν ότι είναι πολίτες β’ κατηγορίας σε σχέση με τους Γερμανούς, Αυστριακούς κ.λπ., όπως ακριβώς παραμένουν υποβαθμισμένοι σε μισθούς, απασχόληση και ανέλιξη οιΑνατολικογερμανοί; Μια χώρα μήπως που, όπως και στην Ανατολική Γερμανία, πρέπει μεταξύ άλλων να κλείσουν παραγωγικές μονάδες και κοινωνικές υποδομές όχι γιατί δεν είναι αναπτυξιακές ή χρήσιμες, αλλά γιατί απλώς δεν είναι «συμβατές» με μια γενναία απαξίωση της οικονομίας και της ζωής μας;
    Η Μέρκελ είπε ότι προέρχεται από μία περιφέρεια της Ανατολικής Γερμανίας που χαράχτηκε πραγματικά από την επανένωση των δύο Γερμανιών. Πολλοί άνθρωποι, είπε, βίωσαν μία πάρα πολύ δύσκολη περίοδο και έχει έτσι μία απόλυτη εικόνα του βάρους και της επιβάρυνσης που ισχύει για πολλούς εδώ στην Ελλάδα. Χαρακτήρισε όμως αυτή την εξέλιξη στην ΑνατολικήΓερμανία «θαυμάσια υπόθεση» γιατί αποκτήσανε μια ελευθερία που δεν είχαν πριν. Κατά τη Μέρκελ ήταν μια θαυμάσια υπόθεση για το λόγο και μόνον ότι αποκτήσανε την ελευθερία τους. Ας πούμε ότι συμφωνούμε. Εδώ που δεν υπάρχει τέτοια θαυμάσια υπόθεση, γιατί πρέπει εμείς εδώ να «χαραχτούμε» όπως οιΑνατολικογερμανοί; Εδώ την ελευθερία μας τη χάνουμε και μαζί μας χαράζουν. Για ποια θαυμάσια υπόθεση γίνεται αυτό;
    Η Μέρκελ έκανε λόγο για «πάρα πολλά επαγγέλματα τα οποία ήταν απαραίτητα στην Ανατολική Γερμανία παλαιότερα», αλλά «δεν είχαν πια καμία χρήση, γιατί η αποτελεσματικότητα ήταν διαφορετική». Λέει λοιπόν η Μέρκελ ότι τώρα «πολλοί άνθρωποι πήραν τον σωστό δρόμο, με θάρρος, και αποδείχτηκε ότι υπήρξαν πολλές ευκαιρίες στον καινούργιο τους δρόμο, στην καινούργια τους πορεία». Και όταν κοιτάει τώρα τους νέους ανθρώπους, αυτούς που κινούνται πλέον και έχουν μεγαλώσει σε ολόκληρη τη Γερμανία, σαν ενωμένη Γερμανία», βλέπει ότι «έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα» και είναι «απόλυτα πεπεισμένη ότι αυτό ακριβώς, θα συμβεί και στην Ελλάδα, παρά τη δύσκολη πορεία στην οποία βρίσκεται».
    Μάλιστα. Καταρχήν η εκτίμηση ότι «έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα» στην Ανατολική Γερμανία είναι τόσο αληθής όσο και ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά εξόδου από την κρίση και το αποδεικνύει η έξοδος στις αγορές. Η πλειονότητα όσων Ανατολικογερμανών βρίσκονται σε ηλικία τέτοια που προλάβανε να ζήσουν στην προηγούμενη κατάσταση, δεν έχουν την ίδια γνώμη, παρά το γεγονός ότι μπορεί να συμφωνήσουν για τη «θαυμάσια υπόθεση» της ελευθερίας. Αλλά το πιο προκλητικό από αυτά που ισχυρίζεται η Μέρκελ είναι άλλο: στη Γερμανία, πράγματι, ακολούθησε μια πορεία που την απαξίωση και την εγκατάλειψη επαγγελμάτων και παραγωγικών ροών, αντικατέστησε σε ένα βαθμό η επέκταση της Δυτικής Γερμανίας στο ανατολικό τμήμα και, μάλιστα, με όρους που παρά την ανισότητα σε μισθούς κ.λπ., κινήθηκαν την εποχή εκείνη πολύ μακριά από την κινεζοποίηση. Εδώ ούτε αντικατάσταση υπάρχει, παρά μόνο εκτόξευση της ανεργίας και, επιπλέον,κινεζοποιούμαστε. Τόσο θαυμάσια υπόθεση!
    Αλλά τα πράγματα είναι, μάλλον, λίγο πιο απλά. Μια αποικία χρέους γίναμε για τη Γερμανία. Αυτό είναι κάτι πολύ προχώ…, πιο μπροστά από την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας. Μια θαυμάσια υπόθεση!

  53. Αποχαιρετίστε την Ελλάδα που ξέρατε… – Του Κώστα Στούπα

    Τα «κόκκινα» δάνεια κλειδί της νέας μεταπολίτευσης…

    «Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξης τους, οι άνθρωποι συνάπτουν καθορισμένες, αναγκαίες και ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις• οι σχέσεις αυτές παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο των σχέσεων αυτών σχηματίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» Κάρολος Μάρξ (από τον Πρόλογο στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1859).

    Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης και ενδεχομένως της νεότερη ιστορίας, το σκάνδαλο Κοσκωτά, είχε τις ρίζες του στην προσπάθεια του συστήματος ΠΑΣΟΚ να στηρίξει την πολιτική του υπεροχή σε μια νέα επιχειρηματική τάξη σε αμφίδρομη εξάρτηση από το ίδιο.

    Μπορεί να απέτυχε στο μεγαλεπήβολο σχέδιο Κοσκωτά, λόγω της πλεονεξίας του ιδίου αλλά και του ηγετικού πολιτικού πυρήνα του κινήματος, αλλά σαράντα χρόνια μεταπολίτευσης δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την δημιουργία μια φιλικής επιχειρηματικής τάξης. Μια οικονομικής δομής που θα αναπαράγει την βάση του οικονομικού7 μοντέλου και θα συντηρεί το εποικοδόμημα.

    Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκε και η Νέα Δημοκρατία, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που δεν κυβέρνησαν άμεσα.

    Δυο ήταν τα βασικά εργαλεία άσκησης επιρροής του πολιτικού κόσμου πάνω στην ιδιωτική οικονομία: η πρόσβαση σε κρατικές δουλειές με παχυλά περιθώρια κέρδους που εξασφαλίζονταν με την αντιπαροχή μαύρου πολιτικού χρήματος, σε κόμματα και πρόσωπα…

    Και η χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών (ιδιωτικών και κρατικών) με «φιλικά» πολιτικά κριτήρια…

    Το κράτος εξασφάλιζε στις τράπεζες προνομιακά κέρδη από δικές του δουλειές με ανταλλάγματα, πέραν των άλλων, και επιλεκτική χρηματοδότηση των φιλικών επιχειρήσεων. Όποιος καταλαβαίνει στοιχειώδη οικονομικά αυτά είναι χαρακτηριστικά οικονομιών με σοβιετικά, φασιστικά και εν γένει ολιγαρχικά χαρακτηριστικά.

    Κατ’ αυτή τη έννοια η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου αποτελεί μια από τις κορυφές του παγόβουνου, του μαύρου πολιτικού χρήματος και του κρατικοδίαιτου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και του μεγαλύτερου μέρους αυτής που αφορά τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα.

    Όποιος μιλά για «κούρεμα» των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, επί της ουσίας μιλά για την προσπάθεια επιβίωσης του οικονομικού συμπλέγματος που αποτέλεσε τη βάση του πολιτικού εποικοδομήματος της μεταπολίτευσης. Μια επιχειρηματική τάξη που ανδρώθηκε όχι χάρη στη καινοτομία ή την ανταγωνιστικότητα, αλλά χάρη στη εύνοια (έναντι ανταλλάγματος) της κρατικής γραφειοκρατίας.

    Κατ’ αυτήν την έννοια η πολιτική πρόταση της αριστεράς για κρατικοποίηση των τραπεζών και γενικό «κούρεμα» των δανείων, εκφέρεται μεν δημόσια από «αγαθούς» μπολσεβικίζοντες που αγαλλιούν με στερεότυπες εκφράσεις που αφορούν κρατικό έλεγχο, αλλά μεθοδεύονται από του επιτήδειους «μεταστάντες» πυρήνες του παλαιοκομματισμού που λειτουργούν υπό την χειραγώγηση κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών συμφερόντων.

    Πρόκειται για την επανάληψη της ιστορίας των χρήσιμων ηλιθίων που μνημόνευε ο Λένιν.

    Αυτό που τρομάζει το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης, το οποίο χρεοκόπησε τη χώρα με τη συντήρηση ενός παρασιτικού οικονομικού μοντέλου, είναι οι όροι με τους οποίους θα συντελεστεί η μετάβαση και εξαφάνιση των δομών που τους εξασφάλιζαν πλούτο και πολιτική ισχύ.

    Η πλειοψηφία της εγχώριας πολιτικής σκηνής μπορεί να αδυνατεί να διαχειριστεί την κατάσταση ακολουθώντας τυφλά το μνημόνια, επειδή έχει μάθει να διαχειρίζεται μόνο ρουσφέτια, αλλά αντιλαμβάνεται πως αν φύγουν οι ΔΕΚΟ από το κράτος και οι τράπεζες λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, οι επιχειρηματίες δεν θα τους έχουν ανάγκη για να κάνουν τη δουλειά τους.

    Δεν θα χρειάζονται το «δόντι» στο κράτος για να κερδίσουν, αλλά την ανταγωνιστικότητα.

    Χωρίς τις ΔΕΚΟ και τους συνδικαλιστές και την επιρροή στο ιδιωτικό τομέα απ’ όπου αντλούν «μαύρο» χρήμα, η άσκηση της εξουσίας όπως την ήξεραν τελειώνει.

    Οι δανειστές, όταν δια στόματος Σόιμπλε λένε πως οι ελίτ της χώρας ευθύνονται για την καταστροφή της, δείχνουν πως έχουν καταλάβει ακριβώς τα αίτια της χρεοκοπίας. Τα «εθνικοπατριωτικά» και συνομωσιολογικά σενάρια που χρησιμοποιεί η άλλη πλευρά σαν ασπίδα, μπορεί να έχουν απήχηση στην λαϊκή φαντασία, αλλά δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την επιβίωση του παλιού οικονομικού μοντέλου. Δεν είναι σε θέση να εμπεδώσουν μια βιώσιμη οικονομική βάση.

    Η ώρα του ξεθεμελιώματος της χρεοκοπημένης μεταπολίτευσης έχει φτάσει, με την εκκαθάριση του επιχειρηματικού τοπίου μέσω των «κόκκινων» δανείων.

    Οι επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες θα σταματήσουν να χρηματοδοτούνται. Τα χρέη αυτών που είναι βιώσιμες θα μετοχοποιηθούν και αυτές θα αλλάξουν χέρια.

    Το πρόβλημα που προκύπτει αφορά τον τρόπο που θα λυθεί ο γρίφος μιας επιχείρησης που χρωστά 100 εκατ. και η αξία της δεν ξεπερνά τα 10 εκατ. Αν ο νυν ιδιοκτήτης προσφέρει 10 εκατ. και την αποκτήσει πίσω θα είναι σαν να του έχουν χαριστεί τα 90 εκατ. τα οποία θα διαγραφούν και θα βαρύνουν του φορολογούμενους που έχουν αναλάβει το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

    Σε δώδεκα μήνες από σήμερα το επιχειρηματικό τοπίο της χώρας θα έχει αλλάξει άρδην, όποια και αν είναι η εξέλιξη στα μέτωπα των δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δεδομένων.

    Κλειδί για τις αλλαγές αυτές αποτελούν τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια που έχουν συσσωρευτεί στις τράπεζες.

    Μετά από αυτό, το παρόν πολιτικό και εκδοτικό σκηνικό θα έχει χάσει ένα πυλώνα, ίσως και τον τελευταίο που το διατηρεί όρθιο…

    Αν αλλάξει η οικονομική βάση της χώρας οι πολιτική τάξη θα ακολουθήσει πάραυτα.

    Οι εξελίξεις αυτές αν την περίοδο 2010-12 ή χώρα είχε καταρρεύσει και εκδιωχθεί από το Ευρώ θα είχαν συμβεί ακαριαία, μέσω ανεξέλεγκτων εξελίξεων. Για τους δικούς τους λόγους οι διεθνείς εταίροι κράτησαν τη χώρα όρθια, αναλαμβάνοντας το μεγαλύτερο χρέος στην ιστορία των χρεοκοπιών και μεθοδεύοντας την ομαλή αλλαγή του οικονομικού και πολιτικού σκηνικού.

    Οι εξελίξεις αυτές θα έχουν σαν συνέπεια τεκτονικές αλλαγές στο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Πολιτικά πρόσωπα που είναι σημεία αναφοράς θα εξαφανιστούν και νέα πρόσωπα θα εμφανιστούν. Καθ’ όλη αυτή τη περίοδο διάτονες αστέρες θα ανέρχονται ακαριαία στο στερέωμα και τα κατέρχονται το ίδιο γρήγορα. Οικονομικοί γίγαντες θα εξαφανιστούν, άλλοι θα προσαρμοστούν και άλλοι θα εμφανιστούν…

    Πηγή:www.capital.gr

  54. ΤΟ ΛΑΪΦ ΣΤΑΪΛ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
    Νικόλας Δημητριάδης
    Κατηγορία: Κοινωνία

    Έτσι που τη ζωή σου ρήµαξες
    εδώ στην κώχη τούτη την µικρή,
    σ’ όλην την γη την χάλασες.
    Κ. Π. Καβάφης, H Πόλις, 1910
    Aν θέλαμε να αναζητήσουμε την κύρια ψυχολογική παθογένεια που γεννάει η σύγχρονη κοινωνία, αυτή θα ήταν η γενικευμένη ανασφάλεια, που εντοπίζεται σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής και εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα. Κυριαρχεί ο φόβος, η αβεβαιότητα, ο μηδενισμός, η έλλειψη οιουδήποτε οράματος. Δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο ή μια «κατασκευασμένη» φαντασίωση, αλλά για ένα δομικό χαρακτηριστικό της εποχής μας, που διαρκώς διογκώνεται, καθώς εξαλείφονται οι προϋποθέσεις και οι σταθερές της συλλογικής ζωής, που διατηρούσαν επί δεκαετίες την κοινωνική συνοχή.

    Οι ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης και ολοένα και πιο ανεξέλεγκτης σφαίρας της οικονομίας επιτάσσουν τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου, ικανού να υποφέρει τη μορφή που λαμβάνει η εργασία σήμερα: ελαστική και περιστασιακή απασχόληση και διαρκής αλλαγή συνθηκών, αντικειμένου, χώρου και τόπου εργασίας, χωρίς καμία εξασφάλιση για το μέλλον. Το εργασιακό αυτό μοντέλο δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς μια παράλληλη μετάλλαξη των εργαζομένων, που φαντάζει ανθρωπολογικά αδύνατη: τη διαμόρφωση ενός «πλήθους» ατόμων, πλήρως εξατομικευμένων, χωρίς συλλογική ταυτότητα, με ρευστούς και χαλαρούς κοινωνικούς και προσωπικούς δεσμούς, πρόθυμων να κινούνται διαρκώς σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς.

    Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η διαμόρφωση μιας κοινωνίας με τέτοια χαρακτηριστικά είναι ανθρωπολογικά αδύνατη. Πράγματι, όσο βυθίζεται ο κόσμος στην κυριαρχία της οικονομοτεχνικής σφαίρας, τόσο διογκώνονται, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, οι συνέπειές της, η ανασφάλεια, η μοναξιά, ο φόβος, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.

    Ένα τέτοιο πρότυπο ανθρώπου δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς το κατάλληλο κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση, ήταν οι «τεμπέληδες» και «καθυστερημένοι» αγροτικοί πληθυσμοί, συνηθισμένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής, που έπρεπε να προσαρμοστούν στα ωράρια του εργοστασίου και τις απαιτήσεις των μηχανών. Σήμερα, κατ’ αναλογία, οι εργαζόμενοι πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον διαρκούς κινητικότητας και αλλαγών. Διαμορφώνεται, λοιπόν, μια ανάλογη ιδεολογία, που επιχειρεί να μεταμφιέσει την αβεβαιότητα σε «πρόκληση», τον ξεριζωμό σε «περιπέτεια», τον κοινωνικό κανιβαλισμό σε «υγιή ανταγωνισμό», την αδυναμία ή απροθυμία σύναψης κοινωνικών και προσωπικών δεσμών σε… ελευθερία!

    Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την ιδεολογία αυτή. Θα τη βρούμε σε νεανικά λάιφ-στάιλ περιοδικά, σε σοβαρά οικονομικά έντυπα, σε σεμινάρια «επιχειρηματικότητας», σε συνέδρια «καινοτομίας», σε ξένα κολέγια και στις περίφημες «Ημέρες Καριέρας», στις οποίες οι φιλόδοξοι νεαροί ιθαγενείς προσέρχονται να θαυμάσουν τα επαγγελματικά και εκπαιδευτικά καθρεφτάκια που πλασάρουν οι αποικιοκράτες. Θα τη βρούμε, επίσης, σε φιλόξενους «προοδευτικούς» χώρους, που εξυμνούν την εξατομίκευση ως «απελευθέρωση», που διαφημίζουν τη διάλυση των κοινωνιών ως «πλουραλισμό» και την κυριαρχία των δυτικών αξιών και του δυτικού τρόπου ζωής σε όλο τον κόσμο ως «πολυπολιτισμό». Θα τη βρούμε, τέλος, σε μία διάχυτη στην Ελλάδα αντίληψη που εξυμνεί το «εγώ» και αντιμετωπίζει κάθε οικογενειακό ή κοινωνικό δέσιμο, και κάθε συλλογική ταυτότητα, κάθε «εμείς», ως καταπιεστικό, συντηρητικό, οπισθοδρομικό. Ειδικά η αποκαλούμενη «γεωγραφική κινητικότητα», η προθυμία του μοντέρνου ανθρώπου να εγκαταλείπει τον τόπο του και τους ανθρώπους του, χωρίς ιδιαίτερο ψυχολογικό κόστος, υποστηρίζεται από μια ολόκληρη «ιδεολογία της φυγής».

    Πρότυπο της ιδεολογίας αυτής είναι ο άνθρωπος χωρίς δεσμούς. Φιλόδοξος και ατομιστής, ανταγωνιστικός και αμοραλιστής, «πολίτης του κόσμου», πρόθυμος να εγκαταλείψει τα πάντα και τους πάντες για να πετύχει την ατομική του ανέλιξη. Αλλοτριωμένος, ανέστιος, με μόνη πατρίδα το διαδίκτυο, τα διεθνή συνέδρια και τις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων. Διαμορφώνεται σταδιακά μια παγκόσμια νεανική κουλτούρα αιώνιων υποψηφίων εργαζομένων, που περιφέρονται από το ένα μέρος στο άλλο, με το βιογραφικό στο χέρι, αναζητώντας την επαγγελματική εξέλιξη: τη μόνη σήμερα αποδεκτή από το σύστημα κοινωνική αρετή.

    Χώρα της ξενιτιάς
    Στον τόπο μας η φυγή των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό αποτελεί γνώριμο φαινόμενο, οφειλόμενο σε μία σειρά από δυσμενείς παράγοντες που σφράγισαν τη νεώτερη ιστορία μας. Από τη μία, οι κατακτήσεις, οι πόλεμοι και η μόνιμη υπανάπτυξη, αποτέλεσμα της διπλής πίεσης από Ανατολή και Δύση, οδηγούσαν πολλούς Έλληνες στη μετανάστευση, γεγονός που προκαλoύσε περιοδικά μία πραγματική δημογραφική και κοινωνική αιμορραγία. Από την άλλη, οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ ήταν διαρκώς προσανατολισμένες προς τη Δύση, έχοντας δεσμούς με την Εσπερία τόσο οικονομικούς, όσο και πνευματικούς. Για τους γόνους των οικογενειών αυτών, οι σπουδές και η εργασία στο εξωτερικό αντιμετωπίζονταν ως επιθυμητό προσόν και προνόμιο, αντίληψη που σταδιακά εξαπλώθηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

    Πέρα από την κοσμοπολίτικη ζωή των ελίτ, όμως, η προσφυγιά θεωρούνταν ανέκαθεν κατάρα και οι ξενητεμένοι ζούσαν με τον μόνιμο καημό της επιστροφής. Οι Έλληνες που ξενιτεύονταν διατηρούσαν τους δεσμούς τους με την πατρίδα και επιδίωκαν την οργάνωση σε παροικίες και ελληνικές συνοικίες. Παράλληλα, ενδιαφέρονταν να επιστρέψουν και να προσφέρουν στον τόπο τους με τα χρήματα ή τις γνώσεις που κέρδισαν στο εξωτερικό. Σήμερα, τα χαρακτηριστικά αυτά ατονούν. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του νεοφιλελευθερισμού, όπου η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα θεωρούνται σημαντικά εργασιακά προσόντα, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως… ένα απλό στάδιο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

    Τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, βλέπουμε την κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού παρασιτικού μοντέλου της τελευταίας εικοσαετίας. Η μεσαία τάξη και η μικροϊδιοκτησία διαλύονται από τα μνημόνια, στερώντας από ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων το βιωτικό επίπεδο που θεωρούνταν μέχρι χτες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εξασφαλισμένο. Πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν αρκετά εκπαιδευτικά εφόδια για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ποια είναι, όμως, η πολιτισμική προίκα που αφήνει στους νέους αυτούς η εποχή που φεύγει; Ο καταναλωτισμός, ο εγωκεντρισμός, η περιφρόνηση της χειρονακτικής εργασίας (που οδηγεί στο φαινόμενο των καταρτισμένων «μάνατζερ» των 500 ευρώ), το λάιφ στάιλ του τουρίστα, του κοσμοπολίτη. Δεν είναι τυχαίο που, για πολλούς, η φυγή είναι αυτόματη επιλογή, μόλις ζορίσουν λίγο τα πράγματα. Ο Άρης Πορτοσάλτε, εκλαϊκεύοντας την κυρίαρχη ιδεολογία, έγραφε στο τουίτερ, στις 8/5/2013: Το να ονομάζεται, ακόμη, μετανάστευση, σαν του ΄60, η κινητικότητα των εργαζομένων εντός Ε.Ε., συντηρεί φαίνεται την… ανάγκη κάποιων για κλαψούρα! Προφανώς το άρθρο αυτό κινείται στον χώρο της… κλαψούρας.

    Η διαρροή εγκεφάλων αποτελεί διέξοδο κατά πρώτο λόγο για τους γόνους των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Οι νέοι αυτοί πληρούν ευκολότερα τις προϋποθέσεις για μια επιτυχή καριέρα στο εξωτερικό. Διαθέτουν κατά κανόνα περισσότερα πτυχία, καλύτερες διασυνδέσεις, επάρκεια ξένων γλωσσών και περισσότερο χρήμα και χρόνο να διαθέσουν για την εξεύρεση εργασίας. Παράλληλα, τη μετανάστευση προτιμούν τα πιο παγκοσμιοποιημένα και κοσμοπολίτικα στρώματα της κοινωνίας, που έχουν μεγαλύτερη οικειότητα με τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, σε αντίθεση με όσους έχουν ισχυρότερους δεσμούς με τη χώρα και την οικογένειά τους. Οι «μοντέρνοι» και «προοδευτικοί» νέοι είναι ασφαλώς περισσότερο εκτεθειμένοι στην «ιδεολογία της φυγής».

    Κερδισμένοι και χαμένοι
    Δεν θέλει ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες που έχει η διαρροή εγκεφάλων για έναν τόπο. Περισσότερη ειλικρίνεια χρειάζεται, αν και αυτή σπανίζει μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων της χώρας μας. Η εισαγωγή καταρτισμένου και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ισχυροί του πλανήτη για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και να διευρύνουν το χάσμα που τους χωρίζει από τις φτωχότερες χώρες. Τα οφέλη τους είναι πολλαπλά:
    Α) Αποκτούν καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, χωρίς να πληρώσουν το κόστος εκπαίδευσής του, το οποίο μετακυλύεται στις χώρες προέλευσης. Ουσιαστικά, οι φτωχές χώρες του κόσμου πληρώνουν για την εκπαίδευση και τα πτυχία των στελεχών των χωρών της Δύσης, ενώ τα οφέλη από την εργασία τους την καρπώνονται οι τελευταίες.
    Β) Τονώνουν δημογραφικά τις γηρασμένες και παρακμασμένες κοινωνίες τους, με δυναμικούς και φιλόδοξους νέους. Άνθρωποι φτωχοί και στερημένοι, αλλά εργατικοί και φιλόδοξοι, που, επιπλέον, δεν έχουν κανενός είδους κοινωνικούς, πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς και φραγμούς, αποτελούν παραδοσιακά το καλύτερο υλικό το οποίο τροφοδότησε την ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών.
    Γ) Επιτυγχάνουν την περαιτέρω διάβρωση και παθητικοποίηση του πληθυσμού, δημιουργώντας κοινωνίες ελεγχόμενες, χωρίς συνοχή και προϋποθέσεις συλλογικής δράσης, που δεν έχουν καμία διάθεση (και συμφέρον;) να αντισταθούν και να εξεγερθούν. Μην ξεχνάμε ότι οι επαναστάσεις γίνονται πάντα από συλλογικά υποκείμενα. Οι λαοί είναι που ξεσηκώνονται. Ποτέ τα άτομα και τα «πλήθη».
    Δ) Αφήνουν τις φτωχές χώρες σε καθεστώς μόνιμης αιμορραγίας, στερώντας τις από τους ανθρώπους εκείνους που θα μπορούσαν, με τις ικανότητες και τον δυναμισμό τους, να τις βγάλουν από το τέλμα. Εντείνεται η εξάρτηση των χωρών αυτών από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, εξάρτηση που επεκτείνεται και στον πολιτισμό, καθώς οι νέοι άνθρωποι παγκοσμίως μεγαλώνουν με την κουλτούρα και τα πρότυπα της Δύσης.
    Ε) Την ίδια στιγμή, ενώ υποβαθμίζονται οι χώρες προέλευσης των μεταναστών, ισχυροποιείται το πολιτικό και οικονομικό τους κατεστημένο. Το πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού, που θα μπορούσε να απειλήσει το κατεστημένο αυτό, εξαναγκάζεται σε φυγή. Η φτώχεια αντιμετωπίζεται διά της… εξόδου και οι οικογένειες που μένουν πίσω συντηρούνται από τα εμβάσματα. Αμβλύνονται έτσι –χωρίς να επιλύονται– οι κοινωνικές ανισότητες. Όπως τη δεκαετία του ΄50 και του ΄60, που το ελληνικό κατεστημένο εξασφάλιζε τη διαιώνισή του, διώχνοντας τους Έλληνες που «περισσεύανε» στη Γερμανία και την Αυστραλία. Τότε που το μετεμφυλιακό κράτος δήλωνε πως, Η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού διά τον τόπο.

    Αυτού του είδους η αιμορραγία είναι συχνό φαινόμενο, σε πολλά επίπεδα. Η ζωή και οι ευκαιρίες της πόλης αποψίλωναν ανέκαθεν την ύπαιθρο από τη νεολαία της, βυθίζοντάς τη στην καθυστέρηση και την πληθυσμιακή γήρανση. Αντίστοιχα λειτουργεί, σε ταξικό επίπεδο, η κοινωνική κινητικότητα, η δυνατότητα, δηλαδή, που έχουν τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας να αφομοιώνουν τα πιο έξυπνα και δραστήρια μέλη των λαϊκών τάξεων, στερώντας τις τελευταίες από τα ταλέντα τους και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ τους. Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και σε εθνικό επίπεδο. Η πλούσια Δύση θα έχει πάντα τη δυνατότητα να δελεάζει τη νεολαία της περιφέρειας, είτε προσφέροντας ανώτερο επίπεδο διαβίωσης και ευκαιρίες επαγγελματικής καταξίωσης, είτε, με τη γοητεία που ασκεί η κουλτούρα της, την οποία προωθεί ποικιλοτρόπως σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Η εισαγωγή εγκεφάλων αποτέλεσε παραδοσιακά βασικό μοχλό ανάπτυξης της αμερικάνικης οικονομικής και τεχνολογικής ηγεμονίας. Η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούσε το επιστημονικό δυναμικό των πρώην αποικιών της, προκειμένου να καλύψει τις δικές της ανάγκες. Στις μέρες μας, αντίστοιχα, η Γερμανία, έχοντας εξασφαλίσει την υποταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους οικονομικούς της σχεδιασμούς, έχει στήσει μια ολόκληρη βιομηχανία εισαγωγής πτυχιούχων. Καθώς αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και έχει μεγάλη ανάγκη εξειδικευμένων εργαζομένων, επιδήδεται με ιδιαίτερο ζήλο στην προσέλκυση των ταλέντων της Ελλάδας και των άλλων νοτιοευρωπαϊκών χωρών που πλήττει μέσω της προωθούμενης λιτότητας.

    Δεν θα γίνουμε Ελβετία
    Με το μνημόνιο, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις επέλεξαν ως νέο οικονομικό μοντέλο αυτό της οικειοθελούς αποικιοποίησης και κινεζοποίησης της χώρας. Μια νέα Ελλάδα-μπανανία, δωρεά στις ξένες εκείνες χώρες, δυτικές και ανατολικές, που θα αναλάβουν, ως αντάλλαγμα, την αναπαραγωγή των εγχώριων παρασιτικών ελίτ. Στις επιλογές αυτές η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αντιπαρατάξει το δικό της μοντέλο. Το πρότυπο του «Ακάλυπτου» τελείωσε. Δεν είναι δυνατόν μια ολόκληρη χώρα 10 εκατομμυρίων να ζει από τις κρατικές προμήθειες και το συνάλλαγμα του τουρισμού. Ούτε βέβαια πρόκειται ποτέ να μεταμορφωθεί σε μια μεσογειακή Σίλικον Βάλεϊ διαφόρων επίδοξων Μπιλ Γκέιτς και Στηβ Τζομπς. Όσο απαραίτητη κι αν είναι, όμως, η οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δεν αρκεί από μόνη της για να αντιστρέψει το κύμα φυγής των νέων ανθρώπων. Η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί και δεν θα είναι ποτέ αποκλειστικά και μόνον οικονομική. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα γίνουμε Ελβετία για να γυρίσουν πίσω οι ξενιτεμένοι. Αυτό ούτε μπορεί να γίνει, ούτε και έγινε ποτέ στο παρελθόν.

    Αν οι «ανάγκες της αγοράς» οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης ιδεολογίας που σπρώχνει τους νέους ανθρώπους στο εξωτερικό, οι ανάγκες αυτού του τόπου και του λαού του μας υποχρεώνουν να διαμορφώσουμε μια αντίστοιχη ιδεολογία που να κρατάει τους νέους ανθρώπους εδώ. Η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά της όταν γίνει Σουηδία. Θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά της όταν ο σημερινός κυρίαρχος μηδενισμός αντικατασταθεί από όραμα. Όταν θα μεγαλώσει μια γενιά που, έχοντας συνδέσει το μέλλον της με το μέλλον του τόπου που γεννήθηκε, θα προτιμήσει τον συλλογικό αγώνα από την ατομική φυγή. Θα προτιμήσει να μείνει και να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο, αντί να παζαρεύει στην Ευρώπη έναν καλό μισθό. Για κάτι τέτοιο, όμως, δεν αρκούν οι επενδύσεις, τα κονδύλια και το «καινοτόμο επιχειρείν». Κάτι τέτοιο απαιτεί μια ιδεολογική επανάσταση και την αντικατάσταση ολόκληρου του σάπιου μοντέλου που κυριάρχησε στη ζωή μας, τις τελευταίες δεκαετίες. Και τούτο είναι δουλειά των νέων να γίνει. Όσων, τουλάχιστον, επιλέξουν, κατ’ αρχήν, να μείνουν εδώ.

    ! Ο Νικόλας Δημητριάδης είναι blogger και αρθρογράφος στο περιοδικό Άρδην στο οποίο και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το κείμενο αυτό. Πρώτη ανάρτηση Ξύλα Πέτρες.

    http://goo.gl/76QpGQ

  55. USA Today: Οι γραφειοκράτες στην Ελλάδα μοιάζουν με εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης!

    09.07.2014 08:27
    -A+A
    Υπάρχουν οι νεόπτωχοι, υπάρχουν οι επιτυχημένοι και στο ενδιάμεσο υπάρχουν οι γραφειοκράτες. Η «Νέα Τάξη» δεν εμφανίζεται πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, απλώς τούτη τη στιγμή μοιάζει με οικτρό ομοίωμα εκείνης που έδρασε για πάρα πολλά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση.

    Με άρθρο του στη USA Today, ο καθηγητής δικαίου του Πανεπιστημίου του Τενεσί, Γκλεν Χάρλαν Ρέϊνολντς, μιλάει για μια γραφειοκρατική τάξη που αναδύεται στην Ελλάδα μετά την κρίση, αλλά όχι μόνο σε αυτήν.

    Θυμίζοντας το παράδειγμα της Ελληνίδας που προσπάθησε να στήσει μια επιχείρηση με μακαρόν (είχε γίνει πρόσφατα θέμα στους New York Times), o Ρέινολντς διατυπώνει την άποψη πως στην Ελλάδα υπάρχει αυτή τη στιγμή μια νέα τάξη ανθρώπων που δεν στηρίζεται στα δικά της κεφάλαια ή την εργασία (δεν είναι δηλαδή καπιταλιστές ή εργάτες), αλλά στόχος τους είναι να ορίζουν το κεφάλαιο και την εργασία. Να έχουν τον πολιτικό έλεγχο και να κατευθύνουν τις ζωές των ανθρώπων.

    Αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε με ένταση στην πρώην ΕΣΣΔ, αναφέρει ο Ρέινολντς, όπου μια κάστα ανθρώπων -μέλη του κομματικού σωλήνα- έλεγχαν τα πάντα στη χώρα. Αποτέλεσαν μια ιδιότυπη αριστοκρατία και δρούσαν στο όνομα της κοινωνίας, διαλύοντάς την.

    Παρόμοιες συνθήκες μπορεί να διακρίνει κανείς και στις ΗΠΑ, αναφέρει ο καθηγητής, όπου οι φτωχοί αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό και με προγράμματα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Τα χαρακτηριστικά αυτής της «Νέας Τάξης» των γραφειοκρατών στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο είναι ότι δεν επιθυμούν να ανέλθουν στην εξουσία, αλλά να μετέχουν στον πολιτικό έλεγχο.

    Να μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στα ΜΜΕ, στους ακαδημαϊκούς κύκλους, στο χώρο της ψυχαγωγίας – να μπορούν κοινώς να διαμορφώνουν το θυμικό των πολιτών και να ελέγχουν τη λογική του.

    Πηγή: USA Today: Οι γραφειοκράτες στην Ελλάδα μοιάζουν με εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης! | Ειδήσεις και νέα με άποψη http://www.iefimerida.gr/node/162521#ixzz36xbtAY9Z

  56. Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

    Δημόσιο 2014
    Της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΖΟΥ*
    Ελαιοχρωματιστής του δήμου, με οδηγό και πέντε βοηθούς, χρειάζεται 2 εργάσιμες ημέρες για να βάψει αίθουσα σχολείου 6 τετραγωνικών.
    Και όμως συμβαίνει! Αναζητώντας κάποιες φωτογραφίες σε ένα Δημοτικό Σχολείο της Μαγνησίας, υπήρξα χθες αυτόπτης μάρτυρας του εξής τραγελαφικού περιστατικού: Επί μία ώρα τουλάχιστον μια πολύ υπομονετική και ευγενική διευθύντρια προσπαθούσε να συνεννοηθεί με ελαιοχρωματιστή της τεχνικής υπηρεσίας δήμου της Μαγνησίας για το βάψιμο των αιθουσών και των γραφείων του σχολείου.

    Ο ελαιοχρωματιστής, που είχε έρθει για να εκτιμήσει την κατάσταση ύστερα από επανειλημμένες οχλήσεις της διευθύντριας, εμφανίστηκε στο σχολείο μαζί με κάποιον οδηγό του δήμου γύρω στις 9 το πρωί. Οπως εξήγησαν, η μετακίνηση των συνεργείων πρέπει υποχρεωτικά να πραγματοποιηθεί με αυτοκίνητο του δήμου. Καθώς όμως μόνο 2 από τα 5 αυτοκίνητα της τεχνικής υπηρεσίας κινούνται και ο ελαιοχρωματιστής δεν επιτρέπεται να οδηγήσει μόνος του το αυτοκίνητο, η μετακίνηση πραγματοποιείται όποτε και αν υπάρχει διαθέσιμο μέσο. Και σίγουρα μετά τις 8.30 το πρωί, γιατί από τις 7.00 έως τις 8.30 πραγματοποιείται καθημερινή συνάντηση ενημέρωσης -κοινώς meeting.

    Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να εξασφαλιστεί ότι το συνεργείο θα επιστρέψει -με οδηγό πάντα- στα γραφεία της τεχνικής υπηρεσίας το αργότερο στη 1.30 το μεσημέρι που λήγει το ωράριο, γιατί μετά θα πρέπει να χρεωθεί υπερωρία και ως γνωστόν λεφτά δεν υπάρχουν. Τι απομένει λοιπόν ως χρόνος εργασίας; 4-5 ώρες. Και, θα μου πείτε, δεν φθάνουν 4 ωρίτσες για να βαφτεί μια αίθουσα 6 τετραγωνικών από συνεργείο 5 ατόμων; Μη γίνεστε παράλογοι! Μόνο αυτός που έχει την ειδικότητα του ελαιοχρωματιστή μπορεί να κρατάει τη βούρτσα και να βάφει. Ολοι οι άλλοι είναι βοηθοί. Κάνουν τα κοψίματα, κουβαλάνε τους κουβάδες, προσέχουν να μη στάξει μπογιά στο πάτωμα και άλλα τέτοια βοηθητικά. Μου θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με τις λάμπες. Και μη χειρότερα!

    Μάταια η διευθύντρια κι εγώ, μιας και τυχαία βρέθηκα εκεί, προσπαθούσαμε να φιλοτιμήσουμε τους υπαλλήλους του δήμου λέγοντας για τους μαθητές, το σχολείο, την προσφορά στην κοινωνία. Φτάσαμε ακόμα να πούμε ότι κάτι τέτοια δυσφημούν το ελληνικό Δημόσιο και είναι βούτυρο στο ψωμί όσων βρίζουν τους δημόσιους υπάλληλους και θέλουν να τους απολύσουν.

    Φευ! Ανένδοτοι. Το γραφείο θα βαφτεί σε 2 μέρες και το σχολείο σε 45! Αν βέβαια, είπαν, τη δουλειά την έπαιρνε ιδιωτικό συνεργείο, θα τελείωνε σε 3 ώρες. Και αναρωτιέμαι, ως πολίτης αυτού του κράτους, ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάσταση; (Γιατί ποιος την πληρώνει, το ξέρουμε. Τα γνωστά βαριά φορολογούμενα υποζύγια!). Φταίει ο ελαιοχρωματιστής, η τεχνική υπηρεσία, ο δήμος που δεν εξορθολογίζει τη λειτουργία των υπηρεσιών του ή μήπως φταίει το κεφάλι το κακό μας, που έλεγε και ο ποιητής.

    Ας αναλογιστούμε όλοι την κατάσταση που έχουμε διαμορφώσει.

    * Δρ Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

    http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=438521

  57. ...ς on

    Ο Δανεισμός της Ελλάδος 1843 – 1879

    του Παντελή Καρύκα

    Από την πτώχευση του 1843 μέχρι το 1879 η ελληνική οικονομία ήταν εξαρτημένη από το εξωτερικό. Ο προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 ήταν ελλειμματικός. Το 1882 το έλλειμμα έφτανε τα 7,6 εκ. δραχμές για να φτάσει το 1886 τα 66,5 εκ. δραχμές, λόγω της κρίσης της Αν. Ρωμυλίας. Συνολικά στη δεκαετία 1882-92 τα συνολικά ελλείμματα των ελληνικών προϋπολογισμών έφτασαν τα 303,6 εκ. δραχμές.

    Είναι ενδεικτικό ότι στα 45 έτη από το 1833 μέχρι το 1878 ο μέσος όρος του ελλείμματος έφτασε τα 5,2 εκ. κατ’ έτος, ενώ στο διάστημα 1879-92 τα 36,2 εκ. δραχμές κατ’ έτος. Συνολικά λοιπόν το ύψος των ελλειμμάτων από το 1833 μέχρι το 1892 έφτασε συνολικά τα 471 εκ. δραχμές. Το διαμορφούμενο αυτό έλλειμμα ήταν και τότε, όπως και το αντίστοιχο σημερινό, πέρα από κάθε δυνατότητα κάλυψης με τακτικά έσοδα του κράτους. Μέχρι δε το 1879 η Ελλάδα ήταν εκτός του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

    Το 1879 η Ελλάδα έγινε τελικά δεκτή στο σύστημα, όχι γιατί αυξήθηκε η φερεγγυότητά της, αλλά λόγω της και τότε μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης που μάστιζε τις ευρωπαϊκές αγορές. Έτσι άρχισε ο ανεξέλεγκτος δανεισμός. Στην περίοδο 1879-1893 συνήφθησαν εννέα δάνεια, ονομαστικής αξίας, συνολικού ύψους 640 εκ. χρυσών γαλλικών φράγκων.

    Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έλαβε 465 εκ. Από αυτά τα οκτώ συνήφθησαν από τις κυβερνήσεις του Χ. Τρικούπη. Και τότε οι δανειστές της Ελλάδας ήταν οι μεγάλοι οίκοι της Ευρώπης.

    Βασικοί εξωτερικοί δανειστές της Ελλάδας ήταν ο οίκος Χάμπρο του Λονδίνου, o οίκος Compoir d’ Escompte de Paris, η Nationabank fur Deutschland του Βερολίνου. Μεγάλο μέρος των «δανεικών» επίσης προερχόταν από Έλληνες κεφαλαιούχους, οι οποίοι όμως δάνειζαν το ελληνικό κράτος μέσω των χρηματιστηρίων του εξωτερικού. Το 1892, υπολογίζεται ότι περίπου οι Έλληνες κεφαλαιούχοι είχαν στη κατοχή τους χρεόγραφα του ελληνικού δημοσίου ονομαστικής αξίας 60-80 εκ χρυσών φράγκων.

    Ένα από τα παράδοξα της υπόθεσης ήταν τα δάνεια αυτά εκδόθηκαν με τιμή έκδοσης, κατά μέσο όρο, της τάξης του 72,6%. Δηλαδή η Ελλάδα εκταμίευε αυτό το ποσοστό του συνολικού ποσού του δανείου, ενώ συμφωνούσε να αποπληρώσει το 100%. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το επιπλέον επιτόκιο δανεισμού έφτανε το 4-6%. Βάσει αυτών των πραγματικά αποικιοκρατικών όρων δανεισμού η Ελλάδα έφτασε στο σημείο να πληρώνει ασταμάτητα τόκους, χωρίς να μπορεί να εξοφλήσει ποτέ το κεφάλαιο.

    Έτσι στη δεκαετία 1882-93 η Ελλάδα είχε κατορθώσει να εξοφλήσει το πραγματικό της χρέος, αλλά όχι το ονομαστικό, από το οποίο το αρχικό κεφάλαιο δανεισμού είχε μειωθεί μόλις κατά 5%. Κατ’ επέκταση η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους ανέβηκε κατακόρυφα. Το 1861 η Ελλάδα κατέβαλε κατά έτος 1,2 εκ. για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, για να φτάσει τα 17,3 το 1879 και τα 55 εκ. το 1892. Με τον τρόπο αυτό το έλλειμμα των προϋπολογισμών αυξάνονταν αυτόματα με γεωμετρικό τρόπο, ώστε η Ελλάδα να χρειάζεται δάνεια για να πληρώσει τα δάνεια, ότι ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και σήμερα.

    Η ετοιμόρροπη δημοσιονομική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας προκαλεί ερωτήματα σχετικά με ποιες εγγυήσεις οι ξένοι οίκοι συνέχιζαν να δανείζουν – και τότε την Ελλάδα όπως και τώρα. Γιατί και τότε και τώρα κεφάλαια από το εξωτερικό συνέρρεαν στην Ελλάδα. Γιατί όπως τότε και τώρα η Ελλάδα δεν έφτασε στη χρεοκοπία εν μια νυκτί. Το έλλειμμα ήταν θεόρατο στην Ελλάδα και το 1890-91-92, πριν δηλαδή την πτώχευση. Το ίδιο και τώρα το έλλειμμα άρχισε να διογκώνεται από το 1981 και διογκώθηκε δραματικά από το 1989-90 και έπειτα. Αυτό δε, όπως και τότε, το γνώριζαν και οι ξένοι επενδυτές και οι Έλληνες πολιτικοί. Και ο μεν Τρικούπης είχε ένα αναπτυξιακό όραμα, οι σύγχρονοι διάδοχοί του πιο όραμα είχαν ή έχουν αλήθεια ;

  58. B on

    Focus: «Πώς οι Έλληνες ολιγάρχες λεηλατούν το κράτος τους»

    «Πώς οι Έλληνες ολιγάρχες λεηλατούν το κράτος τους», τιτλοφορεί άρθρο του το περιοδικό Focus, εκτιμώντας ότι η επόμενη ωρολογιακή βόμβα εντός της ζώνης του ευρώ βρίσκεται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σημειώνοντας ως αιτία το ότι οι μεγάλοι επιχειρηματίες εκβιάζουν το κράτος και απαιτούν ολοένα και περισσότερες απαλλαγές από τα χρέη τους.

    «Τα ελληνικά δημοσιοοικονομικά μεγέθη φαίνονται να καλυτερεύουν. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Πρόκειται όμως για την μισή αλήθεια. Έλληνες οικονομολόγοι δεν έχουν κουραστεί να λένε πως η ελληνική κυβέρνηση χειραγωγεί τα στοιχεία του προϋπολογισμού», σύμφωνα με το Focus.

    Σε αυτά τα έξι χρόνια της ύφεσης και έχοντας όλο και μεγαλύτερα βάρη στην πλάτη τους, δεν ήταν λίγοι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Κάποιες επιχειρήσεις πληρώνουν τους υπαλλήλους τους με κουπόνια. Άλλες χρωστούν τακτικά μισθούς σε διάστημα που κατά μέσο όρο φτάνει τους τρεις μήνες.

    Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, οι πολίτες που χρωστούν στην εφορία ή στα ασφαλιστικά ταμεία κινδυνεύουν με συλλήψεις.

    Πλέον πολλά τραπεζικά δάνεια δεν εξυπηρετούνται. Μετριοπαθείς υπολογισμοί κάνουν λόγο για 75 έως 77 δισ. ευρώ. Στους μεγάλους οφειλέτες πρέπει να προσθέσουμε και τα ελληνικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία τα χρέη των οποίων υπολογίζονται στα 270 εκατ. ευρώ.

    Στο άρθρο γίνεται εκτενής αναφορά στα τραπεζικά χρέη που έχουν δημιουργήσει οι μεγάλοι όμιλοι των ΜΜΕ, όπως ο ΔΟΛ και Πήγασος οι οποίοι αναφέρονται από το Focus ως ιδιοκτήτες των μεγάλων εφημερίδων, καθώς και ως μέτοχοι του Μega.

    Όπως αναφέρει το άρθρο, όμως, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν αρκούν για να σώσουν τους Έλληνες ολιγάρχες. Γίνεται αναφορά ειδικότερα στην ουσιαστικά κρατικοποίηση του Μεγάρου Μουσικής καθώς και σε διαπλοκή ανάμεσα σε μέσα ενημέρωσης και εργοληπτικές εταιρίες.

    «Οι ολιγάρχες της χώρας δεν πληρώνουν» είναι η κατακλείδα του δημοσιεύματος. Ο λογαριασμός θα πάει ξανά στους Έλληνες και κατόπιν στους Ευρωπαίους φορολογούμενους.

    Πηγή: http://www.logiosermis.net/2014/07/focus.html#ixzz38KbJcGLM

  59. β. on

    η μεταπολίτευση των κομμάτων: το έλλειμμα συνεκτικών ιδεολογιών

    Η ιδεολογική σύγχυση των κύριων κομματικών σχηματισμών
    της μεταπολιτευτικής περιόδου εξηγεί καλύτερα
    το σοκ της ελληνικής χρεοκοπίας

    Γεράσιμος Μοσχονάς

    Συνήθως αποδίδεται στις «ιδέες» της Μεταπολίτευσης η οικονομική κατάρρευση του 2010. Εντούτοις, μάλλον τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Το ναυάγιο της ελληνικής οικονομίας προέκυψε από την αδυναμία των ιδεολογιών της Μεταπολίτευσης (ριζοσπαστικών, σοσιαλδημοκρατικών ή συντηρητικών) να παίξουν έναν ισχυρότερο ρόλο στη διαμόρφωση του οικονομικού και δημοσιονομικού καθεστώτος της χώρας (δημιουργώντας τους ανάλογους θεσμούς και τα αντίστοιχα κίνητρα και τιμωρίες που η θεσμική πρακτική προϋποθέτει ή συνεπάγεται). Η ανάδυση κοµµάτων και η άσκηση πολιτικών που δεν διέπονταν από συνεκτική ιδεολογία φαίνεται να εξηγεί καλύτερα το σοκ της ελληνικής χρεοκοπίας. Βεβαίως, με τον όρο μη συνεκτική ιδεολογία περιγράφεται κάτι πολύ βαθύτερο από την τάση συγκρότησης πολυσυλλεκτικών κομμάτων (catch-all parties) χωρίς συμπαγές πρόγραμμα και αρχές. Ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας των κομμάτων εξουσίας δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Με τον όρο μη συνεκτική ιδεολογία περιγράφονται αντιφάσεις τέτοιου μεγέθους και βάθους που αντιστρατεύονται μετωπικά τους κεντρικούς στόχους που ο ιδεολογικός ή προγραμματικός λόγος σκιαγραφούν.

    Δύο ακραία παραδείγματα, η φορολογική πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η δημοσιονομική πολιτική της Ν.Δ., εικονογραφούν το έλλειμμα ιδεολογικής συνοχής των δύο άλλοτε πανίσχυρων κομμάτων του ελληνικού δικομματισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, τα δύο κόμματα δεν έδρασαν σύμφωνα με τον πιο στοιχειώδη πυρήνα των ιδεολογιών που εκπροσωπούν ή διακήρυξαν ότι επιδιώκουν να εκπροσωπήσουν. Δεν σεβάστηκαν τους ελάχιστους καταναγκασμούς συνοχής που εμπεριέχει και συνεπάγεται κάθε ιδεολογική και πολιτική στρατηγική, δεξιά ή αριστερή.

    Η φορολογική πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

    Τίποτε δεν συνοψίζει καλύτερα την κρίση στον ιδεολογικό πυρήνα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την αναδρομή στο παρελθόν. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, το κόμμα-φάρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας της εποχής, στο περίφημο πρόγραμμα της Ερφούρτης (το οποίο επηρέασε τις προγραμματικές επεξεργασίες του συνόλου των σοσιαλιστικών κομμάτων) διεκδικούσαν για τους εργάτες δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, δωρεάν τροφή, δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Και απαιτούσαν τα προηγούμενα να πληρώνονται «με προοδευτική φορολογία εισοδήματος και ιδιοκτησίας και φόρο κληρονομιάς». Επίσης, ζητούσαν «κατάργηση όλων των έμμεσων φόρων».1 Διεκδικούσαν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από ό,τι συνέβη, και εξακολουθεί να συμβαίνει, στην Ελλάδα, σε μια χώρα που το σύνολο της Αριστεράς (ΠΑ.ΣΟ.Κ. + κομμουνιστική + κομμουνιστογενής Αριστερά) κατά κανόνα υπερβαίνει το 50% της λαϊκής ψήφου, καθιστώντας την ελληνική κοινωνία, από εκλογική άποψη, μία από τις πιο αριστερές στην Ευρώπη.

    Στη χώρα μας, ένα από τα πιο προοδευτικά συστήματα συλλογής φόρων στην Ευρώπη μετατράπηκε, με μεγάλη ευθύνη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε κεντρικό μηχανισμό φορολογικής ασυλίας για τη μεγάλη θάλασσα των αυτοαπασχολουμένων και για τον κόσμο της μεσαίας και μεγάλης επιχείρησης. Όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι το φορολογικό σύστημα υπήρξε ο κύριος μηχανισμός παραγωγής δημόσιων ελλειμμάτων και χρέους. Η δε αποτυχία του συστήματος καλύφθηκε εν μέρει με μαζικούς έμμεσους φόρους –ιστορικός στόχος της σοσιαλδημοκρατίας, ας τονιστεί εκ νέου, ήταν η πλήρης κατάργηση των έμμεσων φόρων–, γεγονός που ενίσχυσε τον κοινωνικά άδικο χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης φορολογικής πολιτικής.

    Οι αριθμοί είναι γνωστοί και δεν θα τους παραθέσουμε εδώ. Χάρη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. ωστόσο μάθαμε κάτι που δεν γνωρίζαμε: ότι ένας δημόσιος τομέας μπορεί να αποκτήσει εν μέρει σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά με κριτήριο το μέγεθος, τις κοινωνικές δαπάνες και την ενδυνάμωση των προνοιακών μηχανισμών του, ενώ στα φορολογικά του έσοδα (ύψος και δομή φορολογικών εσόδων) να είναι υπερνεοφιλελεύθερος! Η γιγάντια αυτή αντίφαση δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαχειριστικά (το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αντιπροσωπεύει μια «κακή», μια «αναποτελεσματική» ή μια «αποτυχημένη» σοσιαλδημοκρατία – αλλά, πάντως, σοσιαλδημοκρατία). Δεν βγαίνει αριστερό νόημα, ή σοσιαλδημοκρατικό νόημα, από αυτή την αντίφαση. Η αντινομία είναι καθοριστική, διότι θίγει την καρδιά της ταυτότητας του συγκεκριμένου κόμματος. Αντιστρατεύεται απόλυτα και τον πιο κεντρικό πυρήνα της προγραμματικής στοχοθεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (οικοδόμηση ισχυρού κράτους, ενίσχυση των προνοιακών μηχανισμών, ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας) και την πιο κρίσιμη κανονιστική συνθήκη που βρίσκεται στην αφετηρία δράσης κάθε σοσιαλδημοκρατικού κόμματος: την κοινωνική δικαιοσύνη.

    Η δημοσιονομική πολιτική της Ν.Δ.

    Τίποτα δεν συνοψίζει καλύτερα την ιδεολογική αποτυχία της Ν.Δ. από την προσχώρηση σε μια λογική χαλαρής δημοσιονομικής διαχείρισης. Ιστορικά, η δεξιά παράταξη, με πρωθυπουργό τον μετέπειτα ιδρυτή της Ν.Δ., τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν εκείνη που κατά την περίοδο 1953-63 είχε διακριθεί για την εμμονή της «στην επίτευξη πλεονασμάτων στον τακτικό προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων».2 Ήταν, επίσης, η παράταξη που, υπό την ηγεσία πάντα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, διαχειρίστηκε την πρώτη δύσκολη περίοδο της δημοκρατικής μετάβασης (1974-80) και των δύο πετρελαϊκών κρίσεων με πολύ καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα. Η Ν.Δ. ήταν, επίσης, η παράταξη που είχε ασκήσει σκληρή κριτική στον δημοσιονομικό βολονταρισμό των κυβερνήσεων Παπανδρέου της δεκαετίας του 1980.

    Ωστόσο, αυτή η παράταξη, την επομένη της ανόδου της στην εξουσία, τον Απρίλιο του 2004 (με κεντρικό σύνθημα την «επανίδρυση του κράτους»), αναίρεσε την ιστορική οικονομική φιλοσοφία της. Η Ν.Δ. ακολούθησε μια «συνολικά ασυνάρτητη πολιτική δαπανών», η οποία συνοδεύτηκε από «αδικαιολόγητη χαλάρωση του φορολογικού μηχανισμού».3 Κατά ειρωνικό τρόπο, η θέση ότι το Μάαστριχτ «κατέστησε την επιστροφή στις μεθόδους της δεκαετίας του ’80 πρακτικώς αδύνατη»4 διαψεύστηκε πριν απ’ όλα από το κόμμα που έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη και είχε καταγγείλει τις «μεθόδους» της δεκαετίας του 1980.

    Ένας οξυδερκής μελετητής της Ν.Δ., ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, έδειξε, σε μια μελέτη για την ευρωπαϊκή της πολιτική, ότι το κόμμα της ελληνικής Κεντροδεξιάς, αν και εμπνευστής του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, χαρακτηρίζεται από «επιφανειακότητα» θέσεων στα θέματα ευρωπαϊκής ενοποίησης.5 Ωστόσο, η «επιφανειακότητα» φαίνεται να χαρακτηρίζει το σύνολο της ιδεολογικής και προγραμματικής συγκρότησης του κόμματος. Η ελληνική Κεντροδεξιά σταδιακά απώλεσε το ιδεολογικό της βάθος (το όποιο, τέλος πάντων, είχε). Η χρόνια ανταγωνιστική κατωτερότητα σε σύγκριση με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., η μακροχρόνια παραμονή στην αντιπολίτευση, το επίμονο έλλειμμα ακτινοβολίας, αλλά και οι πολλές μικρές διασπάσεις, στέρησαν από τη Ν.Δ. γενιές στελεχών και οιονεί στελεχών, γενιές ικανών ανθρώπων αλλά και ανθρώπων «πιστών σε σκοπούς». Έπληξαν, επίσης, και μάλιστα βαριά, την ιδεολογική και πολιτική αυτοπεποίθηση της παράταξης.

    Ο σχετικά συγκροτημένος συντηρητισμός του παρελθόντος, μετά από αλλεπάλληλες ήττες και αλλαγές ηγεσιών, υποχώρησε προς όφελος του ιδεολογικού και εκλογικού τακτικισμού. Στην ουσία, το άλλοτε κόμμα της δημοσιονομικής εγκράτειας, που ήταν ταυτόχρονα και το κόμμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας (δεκαετία του 1970 και του 1980), το κόμμα της «επανίδρυσης του κράτους» (δεκαετία του 2000), είχε αναιρέσει κρίσιμα στοιχεία της οικονομικής φιλοσοφίας του πολύ πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008. Ο εκτροχιασμός των ελλειμμάτων στη διάρκεια του 2008 και του 2009 (της παγκόσμιας κρίσης βοηθούσης) και η άσκηση στα Greek statistics απλώς συνόψισαν με δραματικό όσο και γκροτέσκο τρόπο τη συντελεσθείσα αλλαγή. Όπως ακριβώς το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα φορολογικά, η Ν.Δ., στα δημοσιονομικά, είχε προδώσει ένα ισχυρό στοιχείο της ιστορικής της παράδοσης, την αυστηρότητα της διαχείρισης των μεγάλων δημοσιονομικών μεγεθών. Χρησιμοποιώ τη λέξη προδώσει γιατί για τη Ν.Δ., όπως και για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα θέματα φορολογικής πολιτικής, η επιλογή της «χαλαρότητας» ήταν συνειδητή. Η Ν.Δ., αν και είναι κόμμα μοντέρνο, υπό την έννοια ότι ακολουθεί τις διεθνείς ιδεολογικές τάσεις, και ικανό να παράγει ενδιαφέρουσες προγραμματικές συνθέσεις,6 χαρακτηρίζεται δομικά πλέον από την έλλειψη κουλτούρας αυστηρότητας και από την απουσία συμπαγούς αξιακού ιστού.

    Χωρίς συνεκτικό ιδεολογικό πυρήνα

    Τα δύο παραδείγματα που αναφέραμε είναι ενδεικτικά. Θα μπορούσαν πολλά άλλα να επιλεγούν στη θέση τους. Είναι όμως αποφασιστικής σημασίας, διότι αφορούν τομείς δημόσιας πολιτικής που στον μέσο και μακρό χρόνο λειτουργούν σαν ατμομηχανές.

    Για ένα αριστερό κόμμα που θέλει να οικοδομήσει ισχυρό κοινωνικό κράτος σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον εχθρικό, η αποτελεσματική φορολογική διοίκηση και πολιτική είναι η εδραία βάση και η μηχανή κεντρικής ώθησης ώστε να οικοδομηθούν βιώσιμοι, δηλαδή ανθεκτικοί στη μακρά διάρκεια, προνοιακοί μηχανισμοί. Είναι, επίσης, η βάση για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας –αλλά και κουλτούρας– αλληλεγγύης. Ας μείνω λίγο στην κουλτούρα αλληλεγγύης. Όταν περίπου οι μισοί Έλληνες (μεγάλο κεφάλαιο, μικροί επιχειρηματίες και ελεύθερα επαγγέλματα (πνευματικά και χειρωνακτικά)) δεν πληρώνουν φόρους, δεν παράγεται κουλτούρα αλληλεγγύης αλλά αξιακό σύστημα δυσπιστίας και ατομικισμού. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. «Who wants to be a sucker?» είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτει ο Σουηδός καθηγητής Bo Rothstein, αναφερόμενος στη φοροδιαφυγή σε κοινωνίες που μοιάζουν με τη δική μας.7 «Στην υγειά των κορόιδων!» λέμε εμείς.

    Η κρίση χρέους ακύρωσε, σε ελάχιστο διάστημα, τις πολιτικές οικοδόμησης κοινωνικού κράτους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ακριβώς γιατί αυτές οι τελευταίες δεν στηρίχτηκαν σε στρατηγικές πραγματικής αναδιανομής του εισοδήματος. Ακύρωσε όμως σε μέγιστο βαθμό και τη λαϊκή και αριστερή φυσιογνωμία του κόμματος, αναδεικνύοντας το κενό που υπήρχε στην καρδιά, στον κεντρικό πυρήνα, της ιδεολογικής συγκρότησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η καταστροφή αυτού του τύπου του δημόσιου τομέα συντελείται σήμερα και, μαζί με αυτήν, η καταστροφή του κατεξοχήν δημιουργού του, του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ένας σπουδαίος programmatic actor και ένας ακόμη πιο σπουδαίος electoral entrepreneur αγωνίζεται για την επιβίωσή του, ακριβώς γιατί αντιφάσεις τέτοιου μεγέθους και βάθους απλώς δεν είναι στον μακρό χρόνο διαχειρίσιμες.

    Από την άλλη μεριά, η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ακρογωνιαίος λίθος του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, καθώς θεωρεί ότι τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν πρώτης σπουδαιότητας εμπόδιο (primary harm) στην καλή λειτουργία της οικονομίας. Καθώς στην Ελλάδα θα ήταν δύσκολο για τις κυβερνήσεις να είναι tax cutters, λόγω του χαμηλού ποσοστού που αντιπροσωπεύουν οι φόροι στο σύνολο του Α.Ε.Π., θα περίμενε κανείς η Ν.Δ. να ακολουθήσει την άλλη νεοφιλελεύθερη οδό, να γίνει, έστω μετριοπαθώς (με δεδομένη τη λαϊκή της παράδοση), deficit cutter8 – στην κατεύθυνση μιας στρατηγικής ελέγχου των ελλειμμάτων. Μια στρατηγική πειθαρχημένων προϋπολογισμών θα ήταν μια επιλογή σύμφωνη με την ιστορία της, σύμφωνη και με τη σημερινή ιδεολογία της – σε συνθήκες δυναμικής καθιέρωσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Μια τέτοια στάση, επιπλέον, θα ήταν συμβατή και με τις ευρωπαϊκές πιέσεις και με την εικόνα της Ν.Δ. ως «το κόμμα της Ευρώπης στην Ελλάδα».

    Αυτή η επιλογή πολιτικής θα είχε ίσως συμβάλει στη μείωση του σοκ της χρεοκοπίας (ή, πιθανώς, σε έναν άλλο τύπο χρεοκοπίας, κοντινό στην ιρλανδική περίπτωση) και, πιθανώς, θα είχε οδηγήσει τη χώρα σε ένα διαφορετικό, πιο φιλελεύθερο, μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης (ουδείς σοβαρός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν δημιουργεί ανάπτυξη, πολλοί όμως αμφισβητούν, και τεκμηριωμένα, το μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία φάση πριν τη μεγάλη κρίση χρέους, όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες έσπασαν τις κόκκινες γραμμές. Η αποτυχία τής τότε κυβέρνησης της Ν.Δ. υπήρξε δραματική. Όχι γιατί δεν είδε τη μεγάλη κρίση που ερχόταν (πόσοι αλήθεια την προέβλεψαν;) ούτε γιατί δεν απέτρεψε το κακό (δεν ήταν βέβαιο ότι θα το πετύχαινε). Υπήρξε δραματική, γιατί τα «πολιτικάντικα» αντανακλαστικά της δεν της επέτρεψαν καν να αναγνωρίσει και αξιολογήσει τα σήματα συναγερμού. Το ότι δεν είχε «αντανακλαστικά» είναι η κρίσιμη ένδειξη του πόσο καίρια είχε διαρραγεί ο ιδεολογικός πυρήνας της οικονομικής κουλτούρας του κόμματος. Τα αντανακλαστικά είναι η ενεργοποίηση στάνταρ αντιδράσεων σε εξωτερικές απειλές. Είναι, συνεπώς, ζωτικοί δείκτες του κεντρικού κορμού της ιδεολογίας ενός κόμματος.

    Όπως υπάρχει μια μεταπολίτευση των αξιών, υπάρχει και μια μεταπολίτευση των κομμάτων. Γνωρίζουμε περίπου ποιο ήταν το αξιακό περιεχόμενο των μεγάλων προσδοκιών που γέννησε η μεταπολίτευση. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι τα κόμματα μεσολαβούν και μετατρέπουν, στο πλαίσιο των ιδεολογιών τους, την πολιτική ζήτηση σε πολιτική προσφορά (μέσω της παραγωγής προγραμματικών δεσμεύσεων και δημόσιων πολιτικών). Η πρώτη όψη της μεταπολίτευσης, η μεταπολίτευση των αξιών, σε ό,τι αφορά το βαθύτερο και μη συγκυριακό της κομμάτι (περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία, πιο ανεξάρτητη Ελλάδα),9 είναι –μετά το «σπάσιμο» της χρηματοπιστωτικής φούσκας, την κρίση του κυρίαρχου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης, την εμπειρία της τρόικας– περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Και περισσότερο δικαιωμένη από ποτέ. Η δεύτερη όψη της μεταπολίτευσης, η μεταπολίτευση των κομμάτων, απέτυχε. Η χρεοκοπία της χώρας απλώς αποτύπωσε την «εξάρθρωση» της ιδεολογίας των κεντρικών πρωταγωνιστών αλλά και της διαχειριστικής τους επάρκειας.

    Τα προηγούμενα γεννούν ένα βαρύ ερώτημα. Γιατί τα πράγματα πήραν αυτή την τροπή; Ποιοι παράγοντες, οικονομικοί, κοινωνικοί, θεσμικοί, πολιτισμικοί, ώθησαν στη δημιουργία αυτού του εντυπωσιακού ελλείμματος ιδεολογικής συνέπειας και αυτής της μεγάλης σύγχυσης στον βασικό ιδεολογικό πυρήνα των κύριων κομματικών σχηματισμών της μεταπολιτευτικής περιόδου;

    http://chronosmag.eu/index.php/s-1121.html

  60. ινφογουόρ on

    Κορνήλιος Καστοριάδης

    Eρώτηση Δημοσιογράφου: Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος». Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνο στις διαπιστώσεις. Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθιά. Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;

    Καστοριάδης: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.χ.

    Δημοσιογράφος: Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας.

    Καστοριάδης: Τι να κάνουμε. Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγαλέξανδρους και Βασίλειους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο τέταρτο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει.
    Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξάλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στο Μεγάλο Βασιλέα – πράγμα ανθελληνικότατο, (: Είπαμε ότι ο ορισμός της ελληνκότητας είναι το «ΟΥΧ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ*, ιδέες- ΔΟΓΜΑΤΑ & ανθρώπους- ΔΕΣΠΟΤΕΣ»).
    Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής, (: ελληνιστικό = σαν ελληνικό), οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των «δυνατών» και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ΄ αυτήν του Πεκίνου.

    Δημοσιογράφος: Όλα αυτά αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ως σύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σ΄ αυτή την περίοδο;
    Καστοριάδης: Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω μόνο ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ΄ αυτή την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία**. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.

    Δημοσιογράφος: Πού οφείλεται αυτή η «τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία»; Ποιοι είναι οι λόγοι;
    Καστοριάδης: Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σας για ποιο λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.

    Δημοσιογράφος: Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;
    Καστοριάδης: Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά» συμφέροντα.
    Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης.

    Δημοσιογράφος: Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;

    Καστοριάδης: Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδό του. Αλλά τα όποια αποτελέσματά τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη.
    Μου ζητάτε να σας εξηγήσω. Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς, γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια, για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά ένα βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά»;

    Δημοσιογράφος: Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν ιδίως όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε. Θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;
    Καστοριάδης: Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα.

    Δημοσιογράφος: Πώς την εννοείτε αυτή την ευθύνη;

    Καστοριάδης: Δεν δικάζουμε κανέναν. Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων.

    Δημοσιογράφος: Θέλετε να πείτε ό,τι έγινε -αντιθέτως- σε άλλες χώρες, στη Δυτική Ευρώπη;

    Καστοριάδης: Εκεί, αυτό έγινε! Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντάς μου καζούρα στο Παρίσι το 1956: «Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση». Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματά του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;». -Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στο χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι

    *Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922- Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.
    Πηγή: Βιβλίο, Η ελληνική ιδιαιτερότητα- Τόμος Β΄, εκδόσεις Κριτική

    • Νίκος Γιαννής on

      Ενδιαφέρον κι εν πολλοίς εύστοχο Το είχα ξαναβρεί κάπου παλαιότερα ΝΓ

      Στις 10:24 π.μ. Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2014, ο/η Und ich dachte immer έγραψε:

      WordPress.com ινφογουόρ commented: «Κορνήλιος Καστοριάδης Eρώτηση Δημοσιογράφου: Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρ»

  61. Eg on

    Σαβ, 25/10/2014 – 07:16
    α+ α-
    Πού είναι το κράτος;

    Του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
    Η πιο συνηθισμένη κραυγή του νεοέλληνα είναι: «πού είναι το κράτος». Κάθε φορά που μια φυσική καταστροφή, ένα τραγικό συμβάν, μια παράλογη κατάληξη, συμβεί στη μικρή γειτονιά ή τη μεγάλη κοινωνία, ο νεοέλληνας αναζητά το κράτος και το κατακρίνει για την απουσία του.

    Για το νεοέλληνα το «κράτος» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσωπική του θεραπαινίδα είτε στις δύσκολες στιγμές είτε σε στιγμές ηδονικής απόλαυσης κοινών αγαθών.

    Ο ίδιος άνθρωπος που κλέβει την εφορία, βάζει μέσο για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία στις παραμεθόριες περιοχές, που αντιγράφει στις εξετάσεις, που επιδίδεται στο προσφιλές άθλημα να φυτεύει γόπες στην ακροθαλασσιά, που παραβιάζει ασύστολα το όρια ταχύτητας περιφρονώντας τον διπλανό και τον απέναντι, που μπαζώνει ρέματα για να χτίσει την πολυπόθητη μεζονέτα του, μόλις νιώσει την παραμικρή δυσκολία ή απειλή, επικαλείται το «κράτος» και την απουσία του.

    Κοντεύουν δύο αιώνες από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους κι ακόμη οι κάτοικοι του τόπου τούτου να κατανοήσουν πως έληξε η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας, με τους τοπάρχες, τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι έλυναν και έδεναν κατά το δοκούν στις «επικράτειες» τους.

    Έτσι, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η παγιωμένη αντίληψη που έχουν πολλοί συμπολίτες μας ότι ο δημόσιος χώρος είναι δημόσιος αρκεί να το νέμονται εκείνοι και μάλιστα με χρήματα των υπολοίπων.

    Είναι μάλιστα τόσο βαθιά η πεποίθηση ότι το «κράτος» πρέπει να τα κάνει όλα, που αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής πίστης. Κανείς δεν αναρωτιέται μήπως μερικά απλά, καθημερινά πράγματα μπορεί να τα κάνει ο ίδιος και να μην περιμένει από κανένα άλλο.

    Η πατερναλιστική σχέση που έχει ο νεοέλληνας με το «κράτος» δεν είναι ούτε αφελής, ούτε ανιδιοτελής. Πρόκειται για μια βαθιά σχέση εκμετάλλευσης και διαπλοκής, όπου τα δύο μέρη δίκην «κοινωνικού συμβολαίου» έχουν συμφωνήσει σε μερικές βασικές σταθερές και έτσι πορεύονται εις το διηνεκές του χρόνου.

    Μαθημένος να εξαπατά το κράτος, την ίδια στιγμή εισπράττει την περιφρόνηση του ίδιου του κράτους στο πρόσωπο του. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν καλά πως το κράτος δεν έχει κανέναν άλλο επιθετικό προσδιορισμό πλην του «πελατειακού» και ως εκ τούτου προσπαθούν, κουτοπόνηρα, να συμβιώσουν κάνοντας χειραψία με το ένα χέρι και κλέβοντας το πορτοφόλι του άλλου, με το άλλο χέρι.

    Από τη μια κραυγή «πού είναι το κράτος» στην άλλη, πορεύεται ο τόπος αυτός εδώ και δύο περίπου αιώνες. Πορεύεται ανάμεσα σε νταϊφάδες και αρματολίκια τοπικών οπλαρχηγών, ανάμεσα σε πανίσχυρες και διαφθαρμένες συντεχνίες και τους πολιτικούς τους πάτρωνες. Πορεύεται είτε με τη βοήθεια ενός «αυτόματου πιλότου» του γνωστού «Θεού της Ελλάδας» είτε λόγω γεωπολιτικών συγκυριών, όπου το κόστος το αναλαμβάνουν άλλοι, εν γνώσει τους πως η Ελλάδα είναι ένα τεράστιο, δίχως πάτο βαρέλι.

    Κατόπιν όλων αυτών, κραυγή «πού είναι το κράτος;» θα πρέπει να ανακηρυχθεί ως το διαχρονικό εθνικό όραμα του νεορωμιού και να διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για να μπορέσουν και οι επερχόμενες γενιές να προσαρμοστούν στην κοινωνική πραγματικότητα, απρόσκοπτα.

    http://www.athina984.gr/node/310493

  62. Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου

    Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963. Σαν να το είπε χθες>

    Πριν Μιλήσεις, Άκου.

    Πριν Γράψεις, Σκέψου.

    Πριν Πληγώσεις, Νιώσε.

    Πριν Μισήσεις, Αγάπησε.

    Πριν τα Παρατήσεις, Προσπάθησε.

    Μα Πριν Πεθάνεις, ΖΗΣΕ!

    “Ανήκω σε µία χώρα μικρή”( Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη)

    Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτώριο. Χλευάζεται και κατασυκοφαντείται. Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια.

    Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον πολιτισμό της. Όποια εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει στα «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο όλοι θέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς.

    Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια!

    Δεν είμαστε οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο. Ένας φτωχός λαός, που γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων αδίστακτων πολιτικάντηδων. Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες.

    Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν ήρθε το τέλος.

    Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια.

    Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο.

    Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας.

    Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη περιουσία. Άλλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και ξερογλύφονται.

    Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα τους γονείς τους.

    Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα.

    Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον.

    Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον Όλυμπο, μες στη «φωλιά του Δράκου», και είπα , πως δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή.

    Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα και καταστροφή, αντί να την αφανίσει, την ανάσταινε!

    Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ’ το εξωτερικό και μας ….νεκρολογούσαν! Είναι απ’ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους! Και βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους έστειλα το κείμενο που ακολουθεί….

    “Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή.

    Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

    Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.

    Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα.

    Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη.

    Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

    Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου.

    Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε…».

    Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.

    Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ἕνα λαὸ περιορισµένο.

    Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση.

    Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;

    Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.

    Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ

    στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.

    Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς

    καρδιᾶς του.

    Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

    Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος.

    Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.»

    [ Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου

    Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963. Σαν να το είπε χθες! ]

  63. «Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς», κείμενο της Μαριάννας Κορομηλά Δημοσίευση: 2 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011 Στις 22 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στο Ε.Μ.Θ. ομιλία της κ. Μαρίαννας Κορομηλά με θέμα: “Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς”. Επιθυμία της κ. Κορομηλά ήταν να αναρτηθούν τόσο το κείμενο της ομιλίας της όσο και το πεντασέλιδο χρονολόγιο που μοιράστηκε στους ακροατές με την ευκαιρία της νεας συζήτησης που θα επακολουθήσει. Όπως λέει και η ιδια “επειδή το θέμα είναι άμεσου ενδιαφέροντος –εξάλλου, στην Ελλάδα, η Ιστορία είναι ιδρυτική παράμετρος της εθνικής ταυτότητας–, κι επειδή θα αδικούσαμε τόσο το κοινό όσο και το θέμα, αν ακολουθούσαν ερωτήσεις και συζήτηση στις 9.30 το βράδυ, ορίσαμε μία ακόμα συνάντηση για το απόγευμα της ΤΕΤΑΡΤΗΣ 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥστις 7.00 μ.μ. στο ΕΜΘ. Εκεί θα έχουμε ένα δίωρο στην διάθεσή μας για να συζητήσουμε το περιεχόμενο της Διάλεξης, με όσους την παρακολούθησαν αλλά και όσους διάβασαν το κείμενο. Ελπίζουμε στον γόνιμο διάλογο”. Διάλεξη της Μαριάννας Κορομηλά στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης – Αγγελική Γιαννακίδου, στις 22/10/2011, με θέμα: «Το Βυζάντιο, το Ελλαδικό Κράτος και εμείς» Τον Οκτώβριο του 1912, τρεις ημέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη, ο βυζαντινολόγος Αδαμάντιος Αδαμαντίου (ένας από τους πρωτοπόρους των Βυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα) ζητούσε από την Κυβέρνηση Βενιζέλου την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στην αλλοτινή μεγαλούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ογδόντα δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1994, με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ο Έλληνας πρωθυπουργός εγκαινίαζε την πρώτη αίθουσα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στην συμπρωτεύουσα. Οι υπόλοιποι χώροι παραδόθηκαν σταδιακά ως το 1997. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ήταν μόλις το δεύτερο βυζαντινό μουσείο της Ελλάδας. Μέχρι το 1994 (και ζητώ συγγνώμη για την παράθεση χρονολογιών και αριθμών, αλλά πιστεύω ότι είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία που δείχνουν ανάγλυφη την εικόνα), μέχρι το 1994 λοιπόν, στην Ελλάδα υπήρχαν 78 αρχαιολογικά μουσεία του ΥΠΠΟΛ και ένα βυζαντινό. Το ποσοστό είναι: 1,29% για το Βυζάντιο – έναντι 98,31% για την Αρχαιότητα και την Προϊστορία. Θεωρώ ότι αυτό το μέγεθος αποκαλύπτει την πραγματική σχέση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας με το βυζαντινό παρελθόν – έστω κι αν, μετά το 1994, αυξήθηκαν τα βυζαντινά μουσεία, οι εκδόσεις με βυζαντινά θέματα και το ενδιαφέρον μας για αυτό το άγνωστο και τόσο οικτρά παρεξηγημένο Βυζάντιο. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα σχολικά βιβλία για να πιστοποιήσει την παχυλή αμάθεια, την εθνική απέχθεια, τις πολλαπλές διαστρεβλώσεις και, στην καλύτερη περίπτωση, την αμηχανία, που διακατέχει ακόμα την επίσημη παιδεία για την σχέση της Ελλάδας με το βυζαντινό παρελθόν της. Πριν βουτήξουμε στα ιδεολογικά βάθη του οθωνικού Βασιλείου για να ανιχνεύσουμε τη ρίζα του αντιβυζαντινού συνδρόμου, θέλω να επισημάνω ότι αυτό το μοναδικό Βυζαντινό Μουσείο (που ιδρύθηκε στην Αθήνα –και όχι στη Θεσσαλονίκη– το 1930) ονομάστηκε «Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον». Σαν να ήθελαν, προβάλλοντας τον χριστιανικό χαρακτήρα του, να δικαιολογήσουν την ύπαρξή του. Αλλά δεν ήταν ούτε καν αυτό. Η ονομασία του Μουσείου εξέφραζε απόλυτα την κυρίαρχη αντίληψη όσων ένιωθαν σεβασμό για το Βυζάντιο. Το νέο Μουσείο έπρεπε να έχει ως κύριο άξονα τον Χριστιανισμό (να είναι, δηλαδή, ένα μουσείο προβολής της εκκλησιαστικής τέχνης και ιστορίας). Εξάλλου, ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου (ο Γεώργιος Σωτηρίου) δεν ήταν βυζαντινολόγος ούτε καν ιστορικός ή αρχαιολόγος, αλλά θεολόγος. Αφού, λοιπόν, η Ελλάδα χρειάστηκε έναν αιώνα για να αποκτήσει ένα Βυζαντινό Μουσείο, το παρέδωσε στα χέρια ενός πολύ μορφωμένου ανθρώπου, ο οποίος έκανε και σημαντικές ανασκαφές, προερχόταν όμως από έναν κλάδο άσχετο με την ιστορική επιστήμη. Η σύγχυση ανάμεσα στη θεολογία και την βυζαντινολογία – ή, για να το πω πιο ωμά: η οικειοποίηση της βυζαντινής παράδοσης από τους θεολογικούς κι εκκλησιαστικούς κύκλους– μάς απομάκρυνε ακόμα πιο πολύ από αυτό καθεαυτό το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα την δημιουργία νέων διαστρεβλώσεων, την κατασκευή νέων ιδεολογημάτων και την βαθύτερη διάσπαση της ελληνικής κοινωνίας σε οπισθοδρομικούς «φίλους» και προοδευτικούς «εχθρούς» του Βυζαντίου. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να καθιερώσουν την δική τους εικόνα, την δική τους αλήθεια για το Βυζάντιο. Μέσα σε αυτές τις δύο καθιερωμένες πλέον «αλήθειες», με αρκετές επεξεργασίες που προστέθηκαν έκτοτε, κινούνται και οι δικές μας απόψεις για όλο αυτό το θέμα. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα, υπάρχουν άλλα δύο τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Αφενός η μικρή ομάδα των επιστημόνων –που, δυστυχώς, για πολλούς λόγους, δεν έχει καταφέρει να συνδεθεί με την κοινωνία (τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα). Αφετέρου, η μεγάλη και ακαθόριστη ομάδα των άσχετων. Αυτών που γενικά δεν ενδιαφέρονται, δεν διαβάζουν δεν ασχολούνται, δεν σκέπτονται. Είναι η μεγάλη μάζα των «βαθειά νυχτωμένων». Πολλοί όμως από αυτούς, επιτρέπουν στον εαυτό τους να εκφράζεται με την άνεση και την αυθάδεια του αμαθούς ή (ακόμα χειρότερα) του ημιμαθούς. Για να διασκεδάσουμε, θα σας διαβάσω δύο αποσπάσματα από ένα άρθρο δημοσιευμένο σε περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Το υπογράφουν δύο κυρίες (η Τζίνα Πιτσούλη και η Λιάνα Αλεξανδρή) στο περιοδικό Ένα (που δεν κυκλοφορεί πια). Το διάλεξα από την πλουσιότατη συλλογή μου επειδή η ημερομηνία έκδοσης είναι 23 Οκτωβρίου του 1986. Σαν αύριο, δηλαδή, πριν από ακριβώς 25 χρόνια. Ακόμα δεν είχε αρχίσει η μόδα του σπα, της σάουνας, του χαμάμ και των λοιπών σχετικών. Οι δύο κυρίες γράφουν ένα πολυσέλιδο άρθρο με τίτλο «Χαμάμ» και υπότιτλο «Ατμοί και αρώματα από την Ανατολή». Δίπλα, ο υπέρτιτλος εξηγεί: «Οι Ρωμαίοι το παρέδωσαν στους Άραβες με το όνομα ‘θέρμαι’. Εκείνοι το μετονόμασαν ‘χαμάμ’ και το διατήρησαν μέσα στο χρόνο. Τώρα, η Δύση το ανακαλύπτει ξανά ως ‘ατμόλουτρο’». Στο άρθρο μας λένε ότι: «Τα χαμάμ στη Θεσσαλονίκη ήταν μια παλιά συνήθεια για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης κι αργότερα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τους Έλληνες πρόσφυγες. Οι Μακεδόνες όμως δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτή τη συνήθεια» !!!!! Δεν θα σας διαβάσω άλλους μαργαρίτες. Για τις κυρίες τα χαμάμ της Θεσσαλονίκης ήτανε «μουσουλμανικά» κι όχι οθωμανικά. Αλλά το παρακάτω απόσπασμα δίνει την πλήρη σύγχυση των κυριών, που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Ακούστε: «Αλλά και στο Βυζάντιο είχαμε χαμάμ στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει μνεία για τα βυζαντινά λουτρά στην Άνω Πόλη» («μνεία» προφανώς εννοούν ότι βρέθηκε ένα βυζαντινό λουτρό –αυτό, βέβαια, δεν λέγεται μνεία). Αλλά η συνέχεια είναι πολύ χειρότερη: «Υπάρχει μνεία (λοιπόν) για τα βυζαντινά λουτρά στην Άνω Πόλη, ακριβή αντίγραφα των τουρκικών χαμάμ – ενώ είναι βέβαιο ότι λουτρά με ατμούς χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Έλληνες». Όλα τακτοποιημένα σε ένα πλήρες ιστορικό χάος. Τα βυζαντινά λουτρά είναι ακριβή αντίγραφα των τουρκικών χαμάμ, μας διαβεβαιώνουν οι δύο δημοσιογράφοι σε αυτό το μνημείο της ενημέρωσης. Αυτές οι κυρίες ανήκουν στην πολυπληθή ομάδα των άσχετων, που κατάπιαν τα σχολικά διδάγματα σαν ρετσινόλαδο –και τα αναμασούν, τα ανακυκλώνουν, τα διανθίζουν, τα διαδίδουν, για να τα μηρυκάσουν και οι νεότερες γενιές. Εφόσον η επίσημη άποψη της πολιτείας μέχρι το 1994 εκφραζόταν με το ένα και μοναδικό Βυζαντινό Μουσείο, θα ήθελα να επιστρέψουμε για λίγο εκεί. Γιατί ακόμα κι αυτό το μοναδικό μουσείο οφείλει την ίδρυσή του σε δύο συγκυριακούς παράγοντες, οι οποίοι λειτούργησαν πιεστικά για να επιβληθούν στην πολιτική βούληση του κράτους. Ο πρώτος παράγοντας είναι η πρωτοβουλία επτά Αθηναίων, που ίδρυσαν την Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία το 1884, θέλοντας να προφυλάξουν τα χριστιανικά μνημεία της Αθήνας από την καταστροφική μανία των αρχών και των ιδιωτών. Επισημαίνω κι εδώ ότι οι ιδρυτές της Εταιρείας την ονόμασαν Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) και όχι Βυζαντινή Αρχαιολογική ή Μεσαιωνική Αρχαιολογική Εταιρεία. Να σας πω ότι μέχρι την ίδρυση της ΧΑΕ, είχαν κατεδαφιστεί 92 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες στην Αθήνα. Η εξαφάνιση του μεσαιωνικού παρελθόντος της πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου ήταν συστηματική και διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Περιελάμβανε (εκτός από την κατεδάφιση των 92 εκκλησιών): την κατεδάφιση όλων των ενοχλητικών κτισμάτων πάνω στην Ακρόπολη: το τζαμί μέσα στον Παρθενώνα και όλα τα τουρκικά κτίσματα στην κορυφή του βράχου, αλλά και του περίφημου «κουλά» ή «γουλά», όπως ονόμαζαν τον φράγκικο πύργο δίπλα στα Προπύλαια, καθώς και διάφορες «ταπεινές» βυζαντινές κατασκευές. Κατεδαφίστηκαν και δεκάδες αθηναϊκά αρχοντόσπιτα, μεταξύ των οποίων το σπιτικό του Χαλκοκονδύλη. (Θυμάμαι τώρα το ξύλινο κονάκι στην Αλεξανδρούπολη, που κατεδαφίστηκε επί Χούντας, αν δεν κάνω λάθος.) Η απογύμνωση της Αθήνας, για να υπηρετήσει την εικόνα της αμόλυντης αρχαιότητας, περιελάμβανε επίσης εκατοντάδες αποξέσεις. Οι αποξέσεις αυτές ήταν δύο ειδών: αφενός ο «καθαρισμός» των τοιχογραφιών από τους τοίχους των λιγοστών εκκλησιών που δεν είχαν κατεδαφιστεί. Η γνωστότερη από αυτές είναι η Παναγία η Γοργοεπήκοος, ένα από τα πιο αγαπημένα εκκλησάκια των Αθηναίων, που βρίσκεται δίπλα στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών. Η νέα μητρόπολη (επαρχιακού νεογοτθικού ρυθμού) πήρε την θέση του παλαιού μητροπολιτικού μεγάρου. Κατεδαφίστηκαν τα πάντα, ως εκ θαύματος διασώθηκε η Γοργοεπήκοος που ήταν το μητροπολιτικό παρεκκλήσι μέσα στον παλαιό περίβολο, και το 1842, άρχισε η οικοδόμηση. Πριν εγκαινιαστεί η μητρόπολη, το 1862, έξυσαν όλες τις βυζαντινές τοιχογραφίες της Γοργοεπικόου και μετονόμασαν το θαυμάσιο αυτό εκκλησάκι σε Άγιο Ελευθέριο. Ο καθαρισμός, λοιπόν, των ελάχιστων πλέον βυζαντινών εκκλησιών από τις τοιχογραφίες τους ήταν το ένα είδος της απόξεσης. Η Αθήνα είχε «πλέον απαλλαγεί εκ της βαρβαρότητος» όπως διατυμπάνιζαν οι αρχαιολάτρες. Ενώ στην Κωνσταντινούπολη, την ίδια εποχή, ο πεφωτισμένος σουλτάνος Αμπντούλμεντσίντ ανέθετε στον ταλαντούχο Ελβετό αρχιτέκτονα Γκασπάρ Φοσσάτι το έργο της συντήρησης και ανακαίνισης της Αγίας Σοφίας, η οποία λειτουργούσε ως τζαμί από το 1453. Ο Γκασπάρ κάλεσε στην Πόλη τον αδελφό του Τζουσέπε και οι εργασίες άρχισαν το 1847. Οι αδελφοί Φοσσάτι αποκάλυψαν διάφορα ψηφιδωτά κάτω από τους ξεφτισμένους σοβάδες και κάλεσαν τον εκσυγχρονιστή σουλτάνο να τα δει. Ο Αμπντούλμεντσίντ έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά τους. Οι πρώτες σκέψεις ήταν να μείνουν τα ψηφιδωτά σε κοινή θέα. Αλλά, καθώς η ισλαμική θρησκεία είναι ανεικονική και η Αγία Σοφία ήταν το κεντρικότερο και πιο σημαντικό τζαμί της πρωτεύουσας, ο σουλτάνος δεν τόλμησε να προκαλέσει τη μήνη του ιερατείου. «Κρύψτε τα» είπε. «Η θρησκεία μας τα απαγορεύει. Αλλά μην τα καταστρέψετε. Καλύψτε τα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προφυλαχτούν. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον». Μέχρι και την τελευταία στιγμή, ο σουλτάνος προσπάθησε να αφήσει ακάλυπτα τουλάχιστον τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στον νάρθηκα και πάνω από την ΝΔ είσοδο (την ένθρονη Παναγία που δέχεται από τον Μ Κωνσταντίνο το πρόπλασμα της ΚΠόλεως και από τον Ιουστινιανό το πρόπλασμα της Αγίας Σοφίας, έργο που χρονολογείται πιθανώς γύρω στο 1000). Πίστευε ότι επειδή αυτές οι παραστάσεις βρίσκονταν έξω από τον χώρο προσευχής, δεν θα ενοχλούσαν. Αλλά το ιερατείο δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο κι έτσι σκεπάστηκαν κι αυτά. Έμειναν μόνον τα ανεικονικά ψηφιδωτά, αυτές οι θαυμάσιες διακοσμήσεις σε χρυσό φόντο, που καλύπτουν τις καμαρωτές οροφές και τους θόλους. Οι φθορές που είχαν υποστεί ήταν εκτεταμένες. Οι επιδιορθώσεις δεν έγιναν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά αυτό είναι ένα δευτερεύον θέμα. Το πρωτεύον είναι ότι το 1847 ο σουλτάνος έδωσε εντολή στους αρχιτέκτονες να διασώσουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά –καλύπτοντάς τα–, μολονότι για τον σουλτάνο ήταν απαγορευμένα και για τους αδελφούς Φοσσάτι αυτά τα έργα ήταν η εικονολατρική (ή και ειδωλολατρική) έκφραση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του μεσαιωνικού αυταρχισμού. Δυστυχώς, στην Αθήνα επικρατούσε άλλο κλίμα. Η εισαγωγή του βαυαρικού νεοκλασικισμού, μέσω των εκπροσώπων της μοναρχίας. Η εισαγωγή της ρομαντικής αρχαιολατρείας, μέσω του περιηγητικού κινήματος, αλλά και του φιλελληνισμού. Ο μακρινός απόηχος των ιδεών του ευρωπαϊκού και αγγλικού Διαφωτισμού, που μετέφεραν στην ελεύθερη Ελλάδα οι Φαναριώτες. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και ο αυταρχισμός, που είχε επιστρέψει με νέα μορφή στη Γαλλία, και διακατείχε τα ευρωπαϊκά καθεστώτα, ήταν τα υλικά με τα οποία είχε χτιστεί το κυρίαρχο ιδεολόγημα του ελλαδισμού. Η έννοια «Ελλάς», που δηλώνει αυτοπροσδιορισμό (και είχε αποκτήσει σαφή γεωγραφικά όρια το 1832), έπρεπε να αποκτήσει ιστορική οντότητα. Το μεσαιωνικό παρελθόν ήταν βάρος και όνειδος. Έπρεπε να καθαριστεί από παντού ώστε να σβήσει και από την μνήμη του ΓΕΝΟΥΣ, το οποίο τώρα είχε ονομαστεί ΕΘΝΟΣ. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιμετωπίστηκαν και οι βυζαντινές τοιχογραφίες της Αθήνας, από Έλληνες και ξένους επιστήμονες. Όχι από όλους. Υπήρξαν φωνές διαμαρτυρίας από Έλληνες και ξένους, αλλά δεν εισακούσθηκαν. Αυτή ήταν η πρώτη απόξεση. Η άλλη, οργανώθηκε πολύ αργότερα κι έγινε σε βάρος της μήτρας των μεσαιωνικών πηγών της Αθήνας. Σχεδόν όλες οι αρχαιότητες, ιδίως οι κίονες των αρχαίων ναών, έφεραν πρόχειρα σκαλισμένες επιγραφές (γκράφιτι), στις οποίες καταγράφονταν τα σημαντικότερα γεγονότα που είχαν συμβεί στην πόλη τα τελευταία 1.500 ή και 1.600 χρόνια. Οι αθηναιογράφοι, όπως ο ιστορικός Καμπούρογλου, αποκαλούν αυτά τα γκράφιτι «το λίθινο χρονικό της Αθήνας», γιατί πράγματι συνθέτουν την ιστορία της πόλης, όταν η ιστοριογραφία έπαψε να ασχολείται με το κλεινόν άστυ. Το 1882, η Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων αποφάσισε, για λόγους αισθητικής, να καθαρίσει τα κλασικά μάρμαρα. Με αιχμηρά εργαλεία οι εργάτες έξυσαν τα ακιδογραφήματα και με σφουγγάρια καθάρισαν τα υπολείμματα των πολύτιμων λίθινων χρονικών. Η Αθήνα είχε «πλέον απαλλαγεί και από αυτήν την βαρβαρότητα». Επιστρέφω στην ΧΑΕ (Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία) (που ιδρύθηκε, θυμίζω, το 1884, δυο χρόνια δηλαδή μετά την απόξεση των λίθινων χρονικών). Μία από τις κυριότερες επιδιώξεις της ήταν: η συγκέντρωση βυζαντινών κειμηλίων και η στέγασή τους σε έναν κατάλληλο χώρο. Το 1910, με την αναδιάρθρωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η θέση Εφόρου Χριστιανικών Μνημείων, με πρώτο έφορο τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Ο πρώτος νόμος για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα (και όχι στη Θεσσαλονίκη, όπως είχε ζητήσει ο Αδαμαντίου) ψηφίστηκε το 1914. Το Μουσείο που όλοι γνωρίζουμε (στο μέγαρο «Ίλίσσια» της δούκισσας της Πλακεντίας, στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας) εγκαινιάστηκε εντέλει τον Οκτώβριο 1930, υπό την πίεση του επικείμενου 3ου Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου που είχε αποφασιστεί να γίνει στην Αθήνα. Ήταν αδύνατον να γίνει Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο και να μην υπάρχει Μουσείο. Έτσι, χάρη σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα απέκτησε το πρώτο της Βυζαντινό Μουσείο το 1930, δηλαδή έναν αιώνα μετά την ίδρυση του κράτους. Στην διάρκεια αυτού του αιώνα, 1830-1930, είχαν συμβεί πολλά. Επιλέγω να θυμίσω μόνον μερικά από όσα συνηγορούσαν υπέρ της υιοθέτησης της βυζαντινής κληρονομιάς –αλλά εις ώτα μη ακουόντων. Πρώτα από όλα είχε κυκλοφορήσει το περίφημο βιβλίο του Φαλμεράγιερ, το οποίο συντάραξε την Ελλαδούλα της δεκαετίας του 1840. Όχι οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων, γιατί η Ελλάδα είχε σλαβωθεί μετά την κάθοδο των Σλάβων, πίστευε ο βυζαντινολόγος Φαλμεράγιερ. Εξοργισμένες οι κεφαλές του έθνους, τον αναγόρευσαν σε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό και –αντί να σκύψουν πάνω στη μεσαιωνική Ιστορία του ελληνικού λαού– συνέχισαν να επεξεργάζονται την θεωρία της εκλεκτικής συγγένειας με τους αρχαίους προγόνους και να καθαρίζουν τα βυζαντινά και οθωμανικά κατάλοιπα. Υπήρξαν, όμως, και λαμπρές εξαιρέσεις. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, που το 1851 εκδίδει τον πρώτο τόμο της τρίτομης ΚΠόλεως, και διακηρύσσει ότι «η Βυζαντινή Ιστορία είναι μέρος αναπόσπαστο της Ελληνικής Ιστορίας». Τον ακολουθεί, την επόμενη χρονιά (1852), ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Κι ακολουθεί ο «εθνικός ιστοριογράφος», όπως έχει χαρακτηριστεί, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Του χρωστάμε την πρώτη μεγάλη σύνθεση της Ελληνικής Ιστορίας, ένα έργο θεμελιώδες που ήρθε να αποκαταστήσει την ιστορική συνέχεια –με όσες επιμέρους αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς εκ των υστέρων. Το έργο του κυκλοφόρησε μεταξύ 1860 και 1876, αλλά είχε προηγηθεί μία συνοπτική Ιστορία που κυκλοφόρησε (εν είδη εγχειριδίου) τον Φεβρουάριο του 1853. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αυτό το εγχειρίδιο ο Παπαρρηγόπουλος γράφει μία «εκλαϊκευμένη» επιτομή της Ιστορίας που μπορεί να διαβαστεί από το ευρύ κοινό, αλλά και από μαθητές. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι διάφορες εφημερίδες και λόγια περιοδικά της εποχής επαινούν την τριανδρία ενώ αποκαλούν «συμμορία» ή «φατρία» τους ορκισμένους εχθρούς του Βυζαντίου, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα. Να πούμε από τώρα, ότι αυτοί οι ορκισμένοι εχθροί είχαν πολλαπλασιαστεί. Γιατί πολλοί είχαν συνδέσει το Βυζάντιο με τον εκκλησιαστικό συντηρητισμό ή και σκοταδισμό, με την καταπίεση που ασκούσε ο κλήρος στην διάρκεια της Οθωμανικής εποχής, καθώς και με την συνεργασία της Εκκλησίας με την τουρκική εξουσία. Αλλά ακόμα και το αντιοθωνικό κίνημα, που φούντωνε, έπαιρνε τη μορφή της πολεμικής εναντίον των πάσης φύσεως βασιλικών καθεστώτων κι έτσι το Βυζάντιο ήταν για αυτούς το κόκκινο πανί. [Ας μην ξεχνάμε ότι κι εμείς, παρασυρμένοι από τα ίδια αισθήματα, αποδεχτήκαμε την αυθαίρετη αλλοίωση του «Νίκας τοις βασιλεύσοι» με το «Νίκας τοις ευσεβέσοι» – και θεωρούμε πολιτικά υπόλογο όποιον επιμένει στο αυθεντικό κείμενο και όχι στο λαϊκίστικο νεότερο.] Στην διάρκεια της ίδιας εκείνης εκατονταετίας, είχε σχεδόν τριπλασιαστεί η εδαφική επικράτεια του κράτους. Η χώρα είχε βγει από τα στενά σύνορα της Παλαιάς Ελλάδας, αποκτώντας μερικά σημαντικά κέντρα της Βυζαντινής χιλιετίας. Στην κορυφή του καταλόγου: το Άγιον Όρος, η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Άρτα, οι Σέρρες. Ακολουθεί μία σειρά από δευτερεύουσες πόλεις (Καστοριά, Δράμα, Διδυμότειχο) και πολλές ερειπωμένες πόλεις. Ενδεικτικά: η Νικόπολη στην Ήπειρο, η Αμφίπολη και οι Φίλιπποι στην Αν. Μακεδονία, η Αναστασιούπολις-Περιθεώριον στη λίμνη Βιστονίδα. Δεκάδες βυζαντινοί πύργοι, κάστρα, μοναστήρια και μοναστικά κέντρα, κι ανάμεσα στα άλλα: η Κοσμοσώτειρα των Φερρών, το σημαντικότερο μνημείο της Κομνήνειας εποχής στην Ελλάδα. Για σκεφτείτε ότι ένα από τα ελάχιστα κοσμικά (μη εκκλησιαστικά, δηλαδή) βυζαντινά κτίσματα που έχουν σωθεί ως τις ημέρες μας είναι ο Πύργος του Καντακουζηνού στο Πύθειο. Κι είναι περιττό να πω σε εσάς ποια είναι η τύχη αυτού του Πύργου. Πάντα λέω ότι αν ο Νομός Έβρου βρισκόταν στην Ιταλία, θα είχε αναδειχθεί σε παγκόσμιο κέντρο τουρισμού με επίκεντρο τα βυζαντινά του μνημεία (και, βεβαίως, εξίσου σημαντικό πόλο την Σαμοθράκη). Όταν πηγαίνω στη Ραβέννα, κι ακούω τους Ιταλούς επιστήμονες ή και τους ξεναγούς να μου λένε ότι το όνειρό τους είναι να επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη για να δουν τα ψηφιδωτά, ψελλίζω διάφορες ευγένειες του τύπου «ναι, βεβαίως, να με ειδοποιήσετε», αλλά στην πραγματικότητα εννοώ «άσε καλύτερα, μείνε με την επιθυμία και τις επιστημονικές αναλύσεις στα βιβλία της βυζαντινής τέχνης και μην διανοηθείς να έρθεις». Ένα ζωντανό μουσείο βυζαντινών ψηφιδωτών θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη. Μία περιήγηση που θα άρχιζε από τον 5ο αιώνα για να συνεχιστεί ως τον σπάνιο άγιο Σέργιο του 8ου αιώνα και τα μοναδικά μεσοβυζαντινά ψηφιδωτά στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, και να καταλήξει στον Παλαιολόγειο 14ο αιώνα. Αλήθεια, το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης οργανώνει μία εκπαιδευτική εκδρομή στην Πόλη, την 28η Οκτωβρίου. Φαντάζομαι ότι το ερχόμενο Σάββατο ή Κυριακή θα ξεναγηθείτε στη Μονή της Χώρας. [Με την ευκαιρία, χαιρετίστε εκ μέρους μου και τη μοναχή Μελάνη, τη Μαρία των Μογγόλων, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και αδελφή του Ανδρόνικου Β΄.] Τα περίφημα ψηφιδωτά της Χώρας χρονολογούνται στα 1316-1320 και είναι από τα τελευταία της βυζαντινής τέχνης. Εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες υποδέχεται η Χώρα κάθε χρόνο. Κάνω μία φιλολογική ερώτηση. Ξέρετε πού υπάρχει ένα ψηφιδωτό σύνολο της ίδιας εποχής –και ανάλογης καλλιτεχνικής αξίας– στην ελλαδική επικράτεια; Απαντώ: στους Αγίους Αποστόλους της Θεσσαλονίκης, κοντά στο δυτικό Τείχος, δηλαδή δυο βήματα από το Βαρδάρι. Αν έχετε ποτέ ακούσει το όνομα του μνημείου, θα είναι για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η περιοχή είναι μάλλον κακόφημη και κατοικείται από πάμπολλους οικονομικούς μετανάστες. Πολύ κοντά βρίσκεται κι ένα άλλο παλαιολόγειο μνημείο: η εντυπωσιακή και πανέμορφη Αγία Αικατερίνη. Αλλά ακόμα και η Παναγία των Χαλκέων, στο κέντρο της πόλης, έχει σπουδαίες τοιχογραφίες. Κανείς μας δεν τις έχει προσέξει, αφενός γιατί δεν έχουν καθαριστεί κι είναι μαύρες κι άραχλες, κι αφετέρου γιατί το εν γένει Βυζάντιο βρίσκεται έξω από τον χώρο της ελλαδικής μας συνείδησης. Στην διάρκεια εκείνης της ίδιας εκατονταετίας (1830-1930) όπως την ορίσαμε για να φτάσουμε από την ίδρυση του κράτους έως την ίδρυση του πρώτου Βυζαντινού Μουσείου, η Ελλάδα είχε τριπλασιαστεί αλλά ο Ελληνισμός είχε ξεριζωθεί από τις εστίες του. Η εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων Προσφύγων στη χώρα ήταν η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της: το οθωμανικό, το βυζαντινό, το ρωμαϊκό και το ελληνιστικό. Κυρίως όμως με τη βιωμένη εμπειρία των τελευταίων 17 αιώνων, που σχετιζόταν άμεσα με τον χριστιανικό βίο. Ο ελλαδισμός όμως είχε εδραιωθεί τόσο βαθιά, ώστε ήταν αδύνατον να εκμεταλλευτεί τους φορείς μίας μακρύτατης παράδοσης, για να κάνει την υπέρβαση. Αντίθετα. Εξανάγκασε τους Πρόσφυγες να ελλαδοποιηθούν για να επιβιώσουν. Ακόμα και η Πηνελόπη Δέλτα, στην οποία οφείλουμε τη συναισθηματική μας εμπλοκή με το Βυζάντιο –άσχετα αν η ίδια το χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνο για να στηρίξει τις ελληνικές θέσεις στο Μακεδονοθρακικό Ζήτημα, δεν ολοκλήρωσε ποτέ το μυθιστόρημά της με θέμα την βυζαντινή Μικρασία του 11ου αιώνα. Το εγκατέλειψε, γιατί η Ελλάδα είχε αποτύχει στη Μικρασία, οι Μικρασιάτες είχαν έρθει στην Ελλάδα κι έπρεπε να ξεχαστούν οι ανατολίτικες πατρίδες. Πάντως, τα βυζαντινά της μυθυστορήματα είχαν ήδη ταράξει τα νερά κι είχαν προσφέρει ένα σημαντικό εκπαιδευτικό έργο για τις γενιές του 1910-1960, καλύπτοντας (έστω και συναισθηματικά) το μεγάλο κενό της σχολικής παιδείας. Χωρίς την Δέλτα, εμείς οι Παλαιοελλαδίτες δεν θα είχαμε ποτέ ακούσει ούτε μία λέξη για την Αδριανούπολη, τα Βοδενά / που ονομάστηκαν Έδεσσα, τα μακεδονίτικα βουνά, τον χώρο πέρα από τον Πηνειό. Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν και η κυριότερη αιτία που δημιουργήθηκε το κίνημα του επαναπροσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας της Γενιάς του ’30. Αυτή η πολυσυζητημένη «ελληνικότητα», που στράφηκε αναπόφευκτα και προς το Βυζάντιο. Ναι. Τώρα πια, με έναν Κόντογλου στην Αθήνα, και με εκατοντάδες άλλες προσωπικότητες από τον προσφυγικό κόσμο, αλλά και από τις «Νέες Χώρες», και βεβαίως από την Κωνσταντινούπολη, ο πνευματικός κόσμος ξανασυναντούσε το Βυζάντιο. Οι σουρεαλιστές έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Ο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου περπατούσε στο Φανάρι και στην Καστοριά. Το περιοδικό Τρίτο Μάτι φιλοξενούσε άρθρα υψηλότατου ιδεολογικού προβληματισμού, με απόψεις ρηξικέλευθες. Το Άγιον Όρος έγινε προορισμός για πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και ο μέγας Λεκορμπουζιέ, μελετούσε τον πλάγιο φωτισμό των οθωμανικών τζαμιών της Τουρκίας για να τον χρησιμοποιήσει στην δική του αρχιτεκτονική πρόταση. Ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ παρέδιδε την Αγία Σοφία (το 1931) στους Αμερικανούς Βυζαντινολόγους για να αποκαλύψουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά και να την κάνουν, εντέλει, Μουσείο. Είχαν γίνει πάρα πολλά σε αυτήν την εκατονταετία. Κι όμως το πρώτο Βυζαντινό Μουσείο της Ελλάδας ονομάστηκε «Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον» (σαν να ονομάζαμε δηλαδή κάποιο μουσείο με αρχαιότητες «Αρχαιολογικό και Ειδωλολατρικό Μουσείο»). Δεν θα επιχειρηματολογήσω πάνω στο θέμα. Σας αφήνω να το σκεφτείτε κι αν θέλετε το συζητάμε στο τέλος. Οι συλλογές του Βυζαντινού Μουσείου εμπλουτίστηκαν με εκατοντάδες προσφυγικά κειμήλια. Αλλά πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, κι ενώ είχε ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ασφαλίσει τους κινητούς βυζαντινούς θησαυρούς της Θεσσαλονίκης. Έτσι, μεταφέρθηκαν εκατοντάδες έργα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, κι όταν ιδρύθηκε το Βυζαντινό Μουσείο πολλά από αυτά αποτέλεσαν βασικά εκθέματα, ενώ άλλα καταχωνιάστηκαν στα υπόγεια. Όταν, έφτασε, λοιπόν, η ευτυχισμένη εκείνη ώρα που θα αποκτούσε επιτέλους η Θεσσαλονίκη το Μουσείο της, οι Θεσσαλονικείς βυζαντινολόγοι ζήτησαν από το αθηναϊκό Μουσείο τα έργα που είχαν σταλεί για φύλαξη στην Αθήνα το 1916. Ο αγώνας που έκανε η Αθήνα για να μην επιστραφούν τα έργα, είναι μία πτυχή του αθηναιοκεντρισμού που πρέπει κάποτε να μελετηθεί όχι μόνον από ιστορικούς, κοινωνιολόγους και πολιτιολόγους, αλλά –λυπάμαι που το λέω– και από ψυχιάτρους. Δεκάδες προσωπικότητες στήριξαν τον παραλογισμό της αθηναϊκής πλευράς. Εγώ διάβαζα τις δηλώσεις της ολοφυρομένης διευθύντριας του Μουσείου, η οποία «δεν ήθελε να αποχωριστεί τα παιδιά της» και τραβούσα τα μαλλιά μου. Εντέλει, επήλθε συμβιβασμός. Η Αθήνα θα κρατούσε ένα μέρος και θα επέστρεφε τα υπόλοιπα (περίπου το ¼). Έτσι, για όποιον θυμάται τι έγινε το 1994, η πρώτη έκθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η πρώτη αίθουσα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, ονομάστηκε «Το ταξίδι της επιστροφής». Τα εκθέματα ήταν τα έργα που είχαν επιστρέψει από την Αθήνα. Ορισμένα μάλιστα από αυτά, καθαρίστηκαν κι αποκαταστάθηκαν στα εργαστήρια του νέου Μουσείου, μελετήθηκαν και παρουσιάστηκαν στο κοινό για πρώτη φορά. Η Αθήνα τα κρατούσε στα σκοτεινά υπόγεια οκτώ δεκαετίες. Έκτοτε, η πρόοδος είναι εντυπωσιακή. Αλλά εμείς, η ελληνική κοινωνία, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε σύγχυση. Τα ιδεολογήματα και οι ιδεοληψίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν το ελλαδικό κράτος και ο ελλαδισμός, μας κατατρέχουν ακόμα. Ας βουτήξουμε, λοιπόν, στα θεμέλια για να δούμε επί τροχάδην τα συστατικά στοιχεία αυτού του ελλαδισμού, ο οποίος απέβαλε το Βυζάντιο από τις δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας και της συνείδησής μας. Κράτησα την αρχή για το τέλος, γιατί πιστεύω ότι ακόμα εκεί βρισκόμαστε –παρά τις εξελίξεις. [Θυμίζω ότι θα μοιραστούν Σημειώσεις με επιλεκτικό Χρονολόγιο κι επισημάνσεις σχετικά με την ίδρυση και τα πρώτα χρόνια του Βασιλείου της Ελλάδος.] Το 1837, στην Ακρόπολη έγινε η ιδρυτική συνεδρία της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Πρώτος πρόεδρος ο Φαναριώτης λόγιος Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, ο οποίος ήτανε και υπουργός Παιδείας του Οθωνικού Βασιλείου. «Επιτέλους» βροντοφώναξε ο Νερουλός. «Η Ελλάς, που εσκλαβώθη το 146 π.Χ., είναι και πάλι ελεύθερη». Μα τι είχε γίνει το 146 π.Χ.; Οι Ρωμαίοι ισοπέδωσαν την Κόρινθο και ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Νότιας Ελλάδας (Στερεάς και Πελοποννήσου). Γεωγραφικά, δηλαδή, η κατάκτηση του 146 συμπίπτει με την εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου Οθωνικού Βασιλείου. Σημειώνω, για να μην ξεχνιόμαστε, ότι η έκταση εκείνου του κράτους ήταν 47.516 τετρ χλμ. Από αυτά, πάνω από 12.000 τετρ χλμ ανήκαν σε μοναστήρια και εκκλησίες (δηλαδή το ¼ της γης). Το σύνολο των κατοίκων ήταν 719.000. Οι 575.000 ζούσαν στην ύπαιθρο και οι 144.000 σε αστικά κέντρα. Δηλαδή σε κωμοπόλεις, γιατί πόλεις δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν ούτε λιμάνια, ούτε βιοτεχνικά κέντρα (εκτός από κάποια υποτυπώδη), ούτε χερσαίοι δρόμοι και συγκοινωνιακό δίκτυο, ούτε πεδιάδες (η Κωπαΐδα αποξηράνθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα). Δεν υπήρχε ούτε ενδοχώρα –αυτή η άπλα της Βαλκανικής, της Μαύρης Θάλασσας και της Δυτικής Ασίας που εκτόξευε την ελληνική παρουσία και δραστηριότητα μέχρι τις άκρες της καθ’ ημάς οικουμένης επί χιλιετίες, δηλαδή από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγαλέξανδρου έως την διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο). Στην Παλαιά Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε ενδοχώρα ούτε καν η συνείδηση της ενδοχώρας. Η Στερεά, η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες ήταν το φτωχότερο και πιο απομονωμένο κομμάτι του ελληνικού κόσμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η «Ελλάς» του Νερουλού. Και, δυστυχώς, όχι μόνον του Νερουλού. Οποιοδήποτε βιβλίο της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας κι αν ανοίξετε –και, βεβαίως, τα σχολικά, ακόμα και του 2010 (γιατί του 2011 δεν ευτυχήσαμε να τα δούμε μέχρι τώρα)–, θα διαβάσετε ότι «η Ελλάδα κατακτήθηκε το 146 π.Χ.». Ένας αριθμός-κλειδί. Μία χρονολογία που ξεκλειδώνει τα υπόγεια της κρατικής ιδεολογίας, μέσα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί τα τελευταία 180 χρόνια. Για να αντιληφθούμε τι σηματοδοτεί αυτός ο αριθμός-κλειδί, θυμίζω ότι μετά τη μάχη της Πύδνας (κοντά στην Κατερίνη), κατακτήθηκε ολόκληρη η Μακεδονία. Η μοιραία μάχη έγινε το 168 π.Χ. = 24 χρόνια πριν από την κατάκτηση της Νότιας Ελλάδας, δηλαδή της Ελλάδος του Όθωνα και του Νερουλού. Ένα χρόνο αργότερα, το 167 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέλαβαν ολόκληρη την Ήπειρο και κατέσκαψαν δεκάδες αρχαίες ηπειρωτικές πόλεις. Άρα: για την επίσημη παιδεία, ακόμα και σήμερα, η Ελλάδα ταυτίζεται με το κρατικό μόρφωμα «Ελλάς» του 1830. Με αυτό το χτυπητό παράδειγμα (ένα από τα εκατοντάδες που θα μπορούσα να διαλέξω), προσπαθώ να καταδείξω ότι τα ιδεολογήματα που κατασκευάστηκαν τον καιρό που διαμορφωνόταν το Οθωνικό Κράτος, παγιώθηκαν και εξακολουθούν να ισχύουν. Τα εδάφη, που ενσωματώθηκαν αργότερα στην ελληνική επικράτεια, δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στην ύλη της επίσημης Ελληνικής Ιστορίας –και, κατ’ επέκταση: δεν ενσωματώθηκαν στην κυρίαρχη –και εν πολλοίς κατασκευασμένη– συλλογική συνείδηση. Έτσι: το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας ονομάζεται ΕΘΝΙΚΟ Αρχαιολογικό (ενώ οι συλλογές του εξακολουθούν μέχρι σήμερα να καλύπτουν μόνον την οθωνική Ελλάδα –με εξαίρεση τα μικρά χάλκινα αγαλματίδια από την αρχαία Ήπειρο που δώρισε ο Καραπάνος στο Μουσείο). Αλλά και το Πανεπιστήμιο της Αθήνας ονομάζεται Εθνικό Καποδιστριακό, και η Πινακοθήκη είναι Εθνική, ενώ η ελληνική Ακαδημία (σε αντίθεση με τη γαλλική που ονομάζεται Académie Française) ονομάζεται ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ και δέχεται μόνον προσωπικότητες που έχουν ως διεύθυνση κατοικίας την Αθήνα. Μία τοπικιστική εσωστρέφεια που θα την ζήλευαν ακόμα και οι Αθηναίοι της Κλασικής εποχής. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να μιλήσουμε για ιδεολογικά ζητήματα κοινής συνείδησης –ταυτότητας–, δεσμών με το παρελθόν και σχέσεων με την κληρονομιά, αν δεν καταλάβουμε ότι όλα αυτά χτίστηκαν στα θεμέλια του ελλαδικού οικοδομήματος του 1830. [Το γαλάζιο και το λευκό της σημαίας του ελληνικού κράτους είναι (κατά σύμπτωση) και τα χρώματα της Βαυαρίας. Γαλάζια και λευκή είναι η σημαία της, όπως και κυανόλευκα είναι τα χρώματα στο σήμα της BMW, της μεγαλύτερης βαυαρικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Όταν, λοιπόν, η Ελλάδα απέκτησε Βαυαρό μονάρχη, σκούρυνε το γαλάζιο της ελληνικής σημαίας για να είναι ταυτόσημο με το μπλε της Βαυαρίας.] Στο βαυαρέζικο τοπίο, όπου ο Λουδοβίκος αποκαλούσε το Μόναχο «η Αθήνα επί του ποταμού Ίζαρ», δεν χώρεσε ποτέ καμία άλλη Ελλάδα, εκτός από τον Νότο του ελλαδικού κορμού. Κι αυτός όμως περιορισμένος χρονικά στην Αρχαϊκή και, κυρίως, την Κλασική εποχή. Έτσι όπως αντιλαμβανόταν την Ελλάδα και ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός. Μπορεί, βέβαια, να σκεφτεί κάποιος ότι ο Νερουλός και οι Νερουλοί του 1830 αναφέρονταν αποκλειστικά στην ελληνική επικράτεια εκείνης της εποχής, κι ότι δεν τολμούσαν ή δεν ήθελαν, για πολιτικούς λόγους, να αναφερθούν στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν αποδεκτή και καθησυχαστική αν απέδιδε τις απόψεις των ανθρώπων της εξουσίας. Αλλά ας μη γελιόμαστε. Το 1841, σε άλλη συνεδρία της Αρχαιολογικής Εταιρείας, πάντα στην Ακρόπολη, ο Νερουλός διακηρύσσει ότι «Η Ελλάς νικήθηκε στην Χαιρώνεια από τον Φίλιππο». Αλλά ο Φίλιππος «έπραξεν άλλο, της νίκης εκείνης ολεθριώτερον: εγέννησε τον Αλέξανδρο». Εδώ διαγράφονται σαφέστατα τα πολιτιστικά σύνορα και τα επιλεκτικά ιδεώδη της Ελλάδος: περικλείονται από τα κρατικά σύνορα του 1830. Περιττό να σας πω την άποψη του για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Βυζαντινή, που την διαδέχεται. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η «σκλαβιά» διήρκεσε δύο χιλιάδες χρόνια. Τον καιρό, μάλιστα, που κυριαρχεί το Βυζάντιον στον ανατολικό κόσμο, λέει πάντα ο Νερουλός, «η Ελλάς απετέλει παραερωμένον μέρος της Αυτοκρατορίας». Αυτό είναι μεν αληθές, αλλά ο Υπουργός της Παιδείας το επισημαίνει και το τονίζει για να δείξει την αθλιότητα του μεσαιωνικού σκοταδισμού. «Η Βυζαντινή Ιστορία είναι αλληλένδετος και μακρότατη σειρά πράξεων μωρών. Σειρά αισχρών βιαιοτήτων τού εις το Βυζάντιον μεταφυτευθέντος Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδητος της αισχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων». Αυτές τις απόψεις ούτε οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού δεν τις είχαν διατυπώσει με τέτοια δριμύτητα, τον 18ο αιώνα. Γιατί μπορεί ο πολύς Γίββων (Edward Gibbon) να πίστευε ότι η Βυζαντινή Ιστορία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά «ο θρίαμβος της βαρβαρότητας και του Χριστιανισμού», και ο Βολταίρος να διακήρυσσε ότι «το Βυζάντιο είναι μία άνευ αξίας συλλογή από προφητείες και θαύματα», και ο Μοντεσκιέ να διαπίστωνε ότι «πρόκειται για τον τραγικό επίλογο της ακμής της Ρώμης: ένα υφαντό από επαναστάσεις, ανταρσίες και προδοσίες», αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι χάρη στο Βυζάντιο διασώθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο δικός μας, όμως, υπουργός Παιδείας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας ούτε αυτό δεν αναγνώριζε στους «μωρούς» Βυζαντινούς «που είχαν εξαθλιώσει και εξουθενώσει τους Έλληνες». Η περιχαρακωμένη Ελλάς, λοιπόν, αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας το παρελθόν της. Οθωμανική, Βυζαντινή και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνιστούν 2.000 χρόνια υποδούλωσης, ενώ ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος και η Ελληνιστική εποχή είναι μία ζοφερή περίοδος για αυτήν την Ελλάδα. Καλά θα κάνουμε να εξοβελίσουμε όλα αυτά από την παιδεία μας, από τα μουσεία μας, από την ζωντανή συλλογική μνήμη κι εντέλει από την συνείδηση της Ρωμιοσύνης. Εξάλλου, οι λέξεις: Ρωμιοσύνη, Ρωμιός, Γραικός, που παραπέμπουν στην μακρά περίοδο των δύο χιλιάδων χρόνων της σκλαβιάς απαξιώνονται, εξαφανίζονται από το επίσημο λεξιλόγιο και αντικαθίστανται με το: Έλληνας και Ελληνισμός. Το Γένος γίνεται Έθνος και η Οθωμανική Ρωμιοσύνη αποκαλείται «υπόδουλος Ελληνισμός». Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, ή της Σμύρνης αποκαλούνται «Ομογενείς». Η Αθήνα βαφτίζεται «εθνικό κέντρο» και «μητρόπολη του Ελληνισμού», χαρακτηρισμός που υποκρύπτει το μεγάλο στρατήγημα: την κατασυκοφάντηση και ολοσχερή απαξίωση της Κωνσταντινούπολης. Προσκυνημένοι, Ανατολίτες, Τουρκόσποροι, ελληνική Διασπορά, ή «Ομογενείς» στην καλύτερη περίπτωση, είναι οι Ρωμιοί εκτός Ελλάδος. Και ο πνευματικός τους ηγέτης –και πολιτικός τους εκπρόσωπος–, ο Πατριάρχης, αποκήρυξε την Επανάσταση (η οποία, άκουσον-άκουσον, ξεκίνησε από τον Μοριά!). Μας τα είπε και η τηλεόραση του ΣΚΑΪ αυτά, τον φετινό χειμώνα, με τα ιστορικά ντοκουμαντέρ που τιτλοφορήθηκαν«1821». Εκεί πρωταγωνίστησε η αγροτική Πελοπόννησος, με δευτεραγωνιστή το Μεσολόγγι και γκεστ σταρ την Χίο, ενώ ένας μικρός ρόλος δόθηκε και στα Γιάννενα. Ένα σύντομο πέρασμα έκανε και η Σμύρνη (με την ανάγνωση κάποιων αποσπασμάτων από απομνημονεύματα ενός Σμυρνιού), ενώ η απουσία της Κωνσταντινούπολης ήταν εκκωφαντική. Τα κυρίαρχα ιδεολογήματα του 1830 δεν σκόπευαν απλώς να κατασκευάσουν την ταυτότητα του Ελλαδίτη και να της αποδώσουν την αίγλη της Αθήνας του Περικλή. Στόχος ήταν η πλήρης περιχαράκωση του νεοσύστατου κράτους και η πλήρης αποκοπή του από τον ακμαίο ελληνικό κόσμο. Η Οθωμανική περίοδος ήταν το εύκολο θύμα της Ιστορίας. Και μαζί της, οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτήν την εποχή. Με το Βυζάντιο όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο ζόρικα, γιατί λειτουργούσε το βίωμα και η μνήμη μίας ελληνικής χριστιανορθόδοξης Αυτοκρατορίας. Και η Κωνσταντινούπολη, έδρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ήταν πάντα εκεί. Ακμαία, πλούσια, εκθαμβωτική και οικουμενική. Το κυριότερο βήμα προς την κατεύθυνση της αποτίναξης κάθε δεσμού με την Πόλη και το Φανάρι ήταν η εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθήθηκε από την Αντιβασιλεία (η οποία βασίλευε στο όνομα του Όθωνα, ώσπου να ενηλικιωθεί ο νεαρός βασιλιάς). Το πλοίο που μετέφερε τον Όθωνα και τους τρεις Βαυαρούς αντιβασιλείς αγκυροβόλησε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου του 1833. Σαράντα τέσσερις ημέρες αργότερα, η Αντιβασιλεία ασχολείται με τα Εκκλησιαστικά. Συγκροτείται επιτρο­πή, υπό την προεδρία του επί των Εκκλησιαστικών υπουργού Σπ. Τρικούπη, για να εξετάσει την κατάσταση στην Εκκλησία, να επεξεργαστεί τον νέο οργανισμό και να διευθετήσει τα μοναστηριακά πράγματα. Αυτή η επιτροπή δημιούργησε την Ορθόδοξη Εκκλησία
  64. Β.Α. on

    Ι.Τέντες: Σχεδόν γονιδιακή η σχέση του Έλληνα με τη διαφθορά

    SKAI.gr

    «Η σχέση του Έλληνα με την διαφθορά κινδυνεύει να γίνει γονιδιακή», δήλωσε ο Εθνικός Συντονιστής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς Ι. Τέντες κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στο Πολεμικό Μουσείο επ΄ ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Διαφθοράς, παρατηρώντας ότι «οι Έλληνες έχουν μια ιδιότυπη κουλτούρα ανοχής».

    Κατά τις εργασίες της εκδήλωσης με θέμα: «Τα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας στη διαχείριση της διαφθοράς» ο κ. Τέντες, μεταξύ των άλλων, επισήμανε ότι «δεν φταίει ο πολίτης, ο οποίος αισθάνεται ανυπεράσπιστος και αντιμετωπίζει το φαινόμενο μοιρολατρικά», επισημαίνοντας την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας αλλά και συμπεριφοράς. «Πρέπει να δώσουμε κίνητρα στους πολίτες και να τους ενθαρρύνουμε να καταγγέλλουν τη διαφθορά», είπε χαρακτηριστικά.

    Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Τέντες ανέφερε ότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πρέπει να πληροφορούν τον πολίτη για τη διαφθορά, συντελώντας στην αλλαγή της κουλτούρας του.

    Στην ίδια εκδήλωση, ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γ. Σούρλας, αναφέρθηκε στην ανάγκη να «τεθεί τέρμα στο καθεστώς ανομίας και αδιαφάνειας στη λειτουργία των Μέσων Ενημέρωσης», όπως διαπιστώνει στο πόρισμά της η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

    Επίσης, ο κ. Σούρλας ανέφερε ότι πρέπει «να τεθεί τέρμα σε μια εικοσάχρονη εκκρεμότητα – παγκόσμια πρωτοτυπία- σχετικά με τη νομιμότητα λειτουργίας των Ραδιοτηλεοπτικών Σταθμών, προσθέτοντας ότι για την ώρα δεν λειτουργεί το τμήμα ελέγχου και διαφάνειας των ΜΜΕ του ΕΣΡ.

    Ακόμη, ο κ. Σούρλας παρατήρησε πωςι «δεν διενεργείται οικονομικός έλεγχος στις επιχειρήσεις των Μέσων Ενημέρωσης, λόγω του ότι εδώ και δεκαεννέα χρόνια δεν εκδόθηκε υπουργική απόφαση που να καθορίζει τις αμοιβές των ελεγκτών!».

    http://www.msn.com/el-gr/news/national/%CE%B9%CF%84%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CF%8C%CE%BD-%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE-%CE%B7-%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%B8%CE%BF%CF%81%CE%AC/ar-BBgvlNU?ocid=UP97DHP

  65. Subject: Τις ημύνθη περί πάτρης;

    Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι

    πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι

    κυβερνήται της Ελλάδος.

    Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος,

    ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ’ εξεθέωναν οι

    προεστοί κ’ οι ‘γυφτοχαρατζήδες’, τώρα σε ‘αθεώνουν’ οι

    βουλευταί κ’ οι δήμαρχοι.

    Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα,

    τους έταζαν ‘φούρνους με καρβέλια’, δώσαντες αυτοίς ουχί

    πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους

    είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ’ τη

    σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι

    λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν.

    Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την

    θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις

    τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων,

    στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων

    τα οποία αποζώσιν εξ αυτού…

    Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα

    επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ’

    επιδεξιώτερον τον κόθορνον.

    Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των

    θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις

    του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το

    φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις

    της χρεοκοπίας.

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 1η Ιανουαρίου 1896…..

    http://www.stamoulis.gr/ViewShopArticle.aspx?ArticleId=7942

  66. Η συμμαχία των προθύμων

    Έχω εκφράσει πολλές φορές δημόσια τις απόψεις μου για την κατάσταση στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Για τους επαγγελματίες τραμπούκους και τις θλιβερές ομαδούλες των κομματόσκυλων που επιβάλλουν με τη βία τις ιδεοληψίες τους εξευτελίζοντας τις συλλογικές διαδικασίες και προσβάλλοντας κάθε έννοια νομιμότητας.

    Το βαθύ αντιδραστικό πανεπιστήμιο (και οι εκτός πανεπιστημίου συνήγοροί του) αντιμετωπίζουν ως την μητέρα των μαχών τη σύγκρουση με τη νόμιμη ηγεσία των πανεπιστημίων – μια ηγεσία με πολύ μεγάλη νομιμοποίηση όπως έδειξε η πρωτοφανής συμμετοχή των μελών ΔΕΠ στη διαδικασία εκλογής τους. Δεν ξέρω πώς θα λήξει αυτή η μάχη αλλά η εμπειρία δεν μου επιτρέπει να είμαι αισιόδοξος. Η ανομία και οι δυνάμεις της αντίδρασης κερδίζουν συστηματικά τις μάχες στη χώρα μας. Δεν βλέπω πώς θα χάσουν αυτήν. Έχουν απεριόριστο χρόνο, είναι φανατικοί και έχουν να αντιμετωπίσουν μια σιωπηρή και φοβισμένη πλειοψηφία.

    Τα χθεσινά και τα σημερινά γεγονότα είναι ενδεικτικά. Το «βαθύ Πανεπιστήμιο» αντιδρά λυσσασμένα διεκδικώντας το «δικαίωμα» στην παράνομη κατάληψη, την καταστροφή, την παρωδία συνελεύσεων και τη γελοιοποίηση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας. Απέναντί του όμως δεν έχει (όπως θα έπρεπε) την πλειονότητα των φοιτητών και των καθηγητών που το απεχθάνονται και που το υφίστανται καθημερινά βαρυγκωμώντας. Δεν έχει απέναντί του σύσσωμη την πανεπιστημιακή κοινότητα που το θεωρεί το μεγαλύτερο βαρίδι για τον εκσυγχρονισμό μαζί με τη διαχρονική αδιαφορία των κυβερνήσεων. Το χρέος μας δυστυχώς δεν το έχουμε κάνει και είμαστε υπόλογοι στην ελληνική κοινωνία (και) γι’ αυτό.

    Αντίθετα οι επαγγελματίες τραμπούκοι έχουν απέναντι τον αγαπημένο αντίπαλο αλλά και μακροχρόνιο σύμμαχό τους, το βαθύ ελληνικό κράτος. Επιβιώνουν μαζί σαν σιαμαία. Ο ένας από το αίμα του άλλου.

    Το βαθύ κράτος σήμερα και χθες έκανε ό,τι μπορούσε για να στηρίξει τους συμμάχους του. Η αστυνομία δεν αρκέστηκε να υπερασπίσει τον χώρο του πανεπιστημίου από τους εισβολείς και να τους απωθήσει. Υπερέβαλλε ακόμα μια φορά στην άσκηση βίας – άσκοπης, περιττής, αναίτιας.

    «Βρίσκονταν σε άμυνα!», θα μου πείτε.

    Όμως υπερέβησαν τα όριά της και μάλιστα με πρόθεση.

    «Δεν μπορείς εσύ να καταλάβεις το πώς αισθάνονται οι αστυνομικοί την ώρα που δέχονται επίθεση!»

    Όχι, δεν μπορώ. Αλλά δεν είμαι ούτε εκπαιδευμένος ούτε επαγγελματίας όπως αυτοί.

    «Αποφασίστε! Θέλετε να προστατευθεί η νομιμότητα στο Πανεπιστήμιο ή όχι;»

    Δηλαδή η νομιμότητα μπορεί να προστατευθεί μόνο δια της παραβίασής της;

    Το αποτέλεσμα βέβαια αυτής της λυκοφιλίας θα το δούμε την Τρίτη. Όταν θα αποχωρήσουν τα ΜΑΤ θα έχουμε εμείς να αντιμετωπίσουμε τα συνεταιράκια τους. Στην καλύτερη περίπτωση θα μας κλείσουν ξανά έξω από το πανεπιστήμιο. Στη χειρότερη θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος βίας εναντίον όποιων τολμούν να τα βάλουν μαζί τους. Κι εμείς; Όσο δεν μας ενοχλούν και μας επιτρέπουν να κάνουμε τη δουλίτσα μας και να παίρνουμε τον μισθουλάκο μας θα παραμερίζουμε όταν τους βλέπουμε να αρπάζουν, θα κλείνουμε τα μάτια όταν τους βλέπουμε να διαλύουν ό,τι απέμεινε, θα παραμένουμε σιωπηλοί, “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.”

    Και φυσικά θα προσμένουμε το θάμα.
    ———————

    * Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

    http://www.aixmi.gr/index.php/symmaxiaprothymwn/

  67. Ξ on

    Νταβούτογλου και Βαγγέλης
    11.12.2014 10:52 Λάζαρος Μαύρος

    Ο Σαμαράς κι ο άλλος Βενιζέλος

    09.12.2014 Λάζαρος Μαύρος

    Α Σ Φ Α Λ Ω Σ ΕΙΝΑΙ γνωστό. Ανέκαθεν. Και διαχρονικά: Μία ήταν και είναι η αχίλλειος πτέρνα του Ελληνισμού: Η Αθήνα. Το αθηναϊκό κράτος του μικροελλαδισμού. Οι εκάστοτε κυβερνώντες του «οίκαδε». Νεκροθάφτες του εξω-ελλαδικού Ελληνισμού. Και γεφυροποιοί της εκάστοτε ξενοκρατίας – υποτέλειας της πολυφίλητης Ελλαδίτσας μας και του δύσμοιρου ελλα-δικού μας λαού, στις εκάστοτε «Προστάτιδες Δυνάμεις». Σε μύρια σφάλματα υποπέσαμε, στα 193 χρόνια από την Εθνική ημών Επανάσταση του 1821 άχρι τούδε, οι εξω-ελλαδικοί Έλληνες, στις πατρίδες όπου η ιστορία και η γεωγραφία του Έθνους μάς προίκισε με το προνόμιο να ζούμε. Κανένα απ’ αυτά, ή και όλα μαζί σωρηδόν, δεν μπορούσαν να προκαλέσουν τις Καταστροφές που προκάλεσε η Αθήνα…

    Χ Ρ Ε Ι Α Σ Τ Η Κ Ε ένας εξω-ελλαδικός, θουκυδίδεια σοφός επαναστάτης, από την ασίγαστα μαχόμενη για Ένωση Κρήτη, ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, (ο νικηφόρος Βενιζέλος του 1910 ώς το 1920) να τεθεί επικεφαλής των ανατροπέων της αθηναϊκής φαυλοκρατίας το 1910, να συγκροτήσει την κυβέρνηση Ανόρθωσης του έθνους, για να διπλασιάσει η Ελλάς την εδαφική της επικράτεια 1912 – 1913 και να εξορμήσει μέχρι τα κράσπεδα πραγμάτωσης των οραμάτων της Μεγάλης Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών της Συνθήκης των Σεβρών, που κατέστρεψε τελικά ο μικροελλαδισμός του «οίκαδε», της «μικράς και εντίμου Ελλάδος» της ατίμωσης του Ελληνισμού…

    Α Σ Φ Α Λ Ω Σ αποδεικνύεται, τώρα, ότι λάθος εναπέθεσε τις ελπίδες του ο Ελληνισμός -μαζί κι αυτή η στήλη- στον Αντώνη Σαμαρά, αφ’ ότου ανέλαβε πρωθυπουργός του ελλα-δικού μας κράτους. Λάθος ελπίσαμε ότι θα ήταν ο… πιο Κύπριος πρωθυπουργός. Ικανός να συστρατεύσει το σύνολο του Ελληνισμού απέναντι στη βουλιμία του νεο-οθωμανισμού κι ενάντια στις διζωνικές μεθοδεύσεις κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετατροπής της Κύπρου -ολόκληρης- σε τουρκικό προτεκτοράτο, προεόρτιο καθυπόταξης του Αιγαίου και της Θράκης, σε μια Ελλαδίτσα υποτελή δορυφόρο της Τουρκίας. Λάθος αναθαρρήσαμε από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα της πανεθνικής υποστήριξης στην απόφαση της 7ης Οκτωβρίου του Αναστασιάδη και σύσσωμης της κυπριακής ηγεσίας για διακοπή των «διακοινοτικών» συνομιλιών ως αντίσταση στην Barbaros επέκταση της τουρκικής εισβολής. Λάθος αναθαρρήσαμε απ’ την 1η στην ιστορία τριμερή του Καΐρου της 8ης Νοεμβρίου, επανασύνδεσης του Ελληνισμού με τη θαλάσσια γεωγραφία του…

    Ε Ν ΑΘΗΝΑΙΣ, 5 & 6 Δεκεμβρίου, ο μικροελλαδισμός έσπευσε προσπίπτοντας -όπως φοβόταν μην επαληθευτεί, μονοθεματική σχεδόν τον τελευταίο μήνα, η στήλη- να προσφέρει στον Νεο-Οθωμανισμό του κ. Νταβούτογλου, τον Νεο-Ραγιαδισμό: Αθήνα = Ο αδύναμος κρίκος μας. Δυστυχώς…

    – See more at: http://www.sigmalive.com/opinions/lazaros-mavros/686/o-samaras-ki-o-allos-venizelos#sthash.w4SpLmNT.dpuf

    ———————–

    Λάζαρος Μαύρος

    Ο Λάζαρος Μαύρος είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα Σημερινή και ραδιοφωνικός παραγωγός στο Ράδιο Πρώτο

    Ω Σ Τ Ε , ΛΟΙΠΟΝ, οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας αφήνουν περιθώρια που επιτρέπουν στον Τούρκο πρωθυπουργό να επιχειρεί τη δημιουργία προβλημάτων μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, αξιοποιώντας τις σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας!!! Αυτό ακριβώς συνάγεται απ’ τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ν. Χριστοδουλίδη, μετά από τις δηλώσεις που έκανε ο κ. Νταβούτογλου στην «Ντέιλι Σαμπάχ», όπου ισχυρίστηκε ότι, «κατά τις επαφές του στην Αθήνα [Παρασκευή και Σάββατο 5 & 6.12.14], Τουρκία κι Ελλάδα συμφώνησαν να αναπτύξουν μια φόρμουλα για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, η οποία να σχετίζεται με τον διαμοιρασμό του φυσικού αερίου στην Κύπρο»…

    Ε Ι Ν Α Ι ΚΙΟΛΑΣ εντυπωσιακός ο τρόπος που δημοσιεύτηκε χθες το θέμα στον εγχώριο Τύπο. Η «Σ» είχε τον τίτλο: «Σιεροκουτάλες οι Τούρκοι». Ο «Φ» έγραφε: «Είναι οι γνωστές… τουρκικές προβοκάτσιες». Η «Αλ» με τίτλο: «Κόλπα Νταβούτογλου – προσπαθεί να μας τα χαλάσει με την Αθήνα». Ο «Π»: «Φιτιλιές Νταβούτογλου». Και η «Χ»: «Προβλήματα στις σχέσεις Αθηνών- Λευκωσίας επιδιώκει η Άγκυρα»…

    Ε Ι Ν Α Ι , ΟΜΩΣ εντυπωσιακότερο το γεγονός ότι η Αθήνα ΔΕΝ έσπευσε να εκδώσει κάποια επίσημη ανακοίνωση διάψευσης των ισχυρισμών του Τούρκου πρωθυπουργού. Ούτε ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος εξαπέλυσε από το Υπουργείο Εξωτερικών κάποια Ρηματική Διακοίνωση προς την Άγκυρα για τις εν λόγω «προβοκατόρικες» δηλώσεις Νταβούτογλου, διά της οποίας να καθιστά σαφές ότι η Αθήνα δεν συμφώνησε με την Άγκυρα όσα διατείνεται ο Τούρκος πρωθυπουργός…

    Υ Π Ε Ν Θ Υ Μ Ι Ζ Ε Τ Α Ι , ότι τον Ιούλιο ο κ. Βαγγέλης είχε εκτοξεύσει εκείνη τη… μνημειώδη (1η φορά μετά τη Χούντα) Ρηματική Διακοίνωση προς την ΚΔ, όταν η ευρωβουλευτίνα του ΔηΣυ Ελένη Θεοχάρους τον επέκρινε γιατί παρέλαβε αδιαμαρτυρήτως (εναγκαλιζόμενος, μάλιστα, τους κ. κ. Νταβούτογλου – Τσιαβούσιογλου), το 105σέλιδο έγγραφο 23.6.14 της Τουρκίας προς την ΕΕ περί «Εκλιπούσας ΚΔ». Η Ρηματική Διακοίνωση του κ. Βαγγέλη προς την κυπριακή κυβέρνηση απαιτούσε τότε όπως… «καθίσταται συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει σαφής, δημόσια διαφοροποίηση της ΚΔ από την τοποθέτηση της κυρίας Θεοχάρους». Και ο σχετικός τίτλος στον «Φ» 6.7.2014 έγραφε: «Ρήγμα στις σχέσεις με τη ρηματική»…

    Α Κ Ο Μ Η ΚΑΙ μετά από τις ανακοινώσεις για την τηλεφωνική ενημέρωση που έκανε ο κ. Βαγγέλης στον προεδρεύοντα της Κύπρου κ. Γ. Ομήρου, περί της επισκέψεως Νταβούτογλου στην Αθήνα, ΔΕΝ υπήρξε «σαφής, δημόσια» απευθείας διάψευση των ισχυρισμών του Τούρκου πρωθυπουργού, κατά τρόπον που να μην αφήνει περιθώρια για τουρκικές… «προβοκάτσιες», «φιτιλιές» ή «σιεροκουταλιές»!!!

    ΕΡΩΤΗΣΗ
    Υπολογίζετε πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι να μαθευτεί ότι, στις 7 Οκτωβρίου 1956, καθώς ο κυπριακός Ελληνισμός διεξήγαγε τον ένοπλο απελευθερωτικό – αντιαποικιακό αγώνα της ΕΟΚΑ για Αυτοδιάθεση – Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, ο τότε Υπ.Εξ. της μητρός Ελλάδος Βαγγέλης Αβέρωφ – Τοσίτσας, σε κοινό πρόγευμα στο σπίτι του με τον Τούρκο εν Αθήναις πρέσβυ Σεττάρ Ικσέλ, ήταν ο πρώτος που έριξε την… ιδέα της ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ της Κύπρου και τ’ αποκάλυψε το 1982 στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» τόμος 2ος βιβλίο Α΄ (σελ. 301επ.) ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής;

    http://www.sigmalive.com/opinions/lazaros-mavros/690/ntavoutoglou-kai-vaggelis#sthash.Y6Ob9DWA.dpuf

    ———————-

  68. G.D. on

    28/04/13

    Η ελληνική περίπτωση

    AΦΙΕΡΩΜΑ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

    Η ανάγκη συλλογικής επίλυσης του προβλήματος οικονομίας- εθνικής επιβίωσης προσκρούει, θεωρεί, σε ανυπέρβλητα εμπόδια, τον παρασιτικό καταναλωτισμό, την «κλαδική» νοοτροπία και τη χαμηλότατη ποιότητα του «πολιτικού κόσμου» που μη διακρινόμενος ουσιωδώς από τον «λαό» επιβάλλει οικονομίες μόνο σε όσους δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού υπό «τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας

    Του Βασίλη Μπογιατζή*

    Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν εξαιρέσουμε την προχειρόλογη απόρριψή τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Κονδύλης θεωρήθηκε προφήτης της κρίσης: όλες οι ιδεολογικές τάσεις «κατασκεύασαν» τον «αληθινό» Κονδύλη, αυτοαναγορεύτηκαν σε αντιπροσώπους του και αποσύρθηκαν από τη σκηνή αφήνοντάς τον να μιλάει για λογαριασμό τους, επιδιώκοντας την «εξημέρωση» ενός δύσπεπτου στοχαστή. Αντί αυτού, στα όρια του παρόντος κειμένου και με αφετηρία τα όσα έγραψε για την ελληνική νεωτερικότητα, επιχειρούμε να πραγματευτούμε κριτικά τις αντινομικές και ενδιαφέρουσες θέσεις του.

    Βασισμένος στην πρωτότυπη ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ο Κονδύλης πραγματεύθηκε τον Νεοελληνικό όχι ταυτίζοντάς τον με το «δυτικό υπόδειγμα» ή προσεγγίζοντάς τον με βάση το σχήμα κέντρο-περιφέρεια. Ούτε, όμως, τον υποτίμησε στο όνομα κάποιας «ιδιοπροσωπίας». Διακρίνοντας μεταξύ φιλοσοφικού επιπέδου και ιστορικού ρόλου του κινήματος, τόνισε τόσο την ποσοτική/ποιοτική ατροφία του πρώτου, όσο και την πολεμική λειτουργία του δεύτερου στο δυσχερές πλαίσιο της «καθ’ ημάς Ανατολής». Δεν απάντησε, όμως, στο ερώτημα γιατί να τύχει σφοδρής αντίδρασης ένα τόσο «ελλειμματικό» κίνημα, κάτι που μάλλον κάνει πιο εύστοχα ο Π. Κιτρομηλίδης.

    Σε συνάφεια με τα προηγούμενα προσέγγισε τον ελληνοκεντρισμό, κεντρικό άξονα της νεοελληνικής ιδεολογίας, υποστηρίζοντας ότι τόσο η κλασικιστική/ανθρωπιστική εκδοχή του, όσο και η πατριαρχική/εκκλησιαστική μεθερμηνεία του με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό και την τρισχιλιετή συνέχεια, αποτελούν απότοκα εξωελλαδικών εξελίξεων: στην πρώτη περίπτωση, η πολεμική επίκληση του αρχαιοελληνικού «παραδείγματος» από αναγεννησιακούς ανθρωπιστές και διαφωτιστές ενάντια στις αξιώσεις Εκκλησίας/μοναρχίας νομιμοποίησε τους –ανυπόστατους τονίζει ο Κονδύλης τοποθετώντας με σαφήνεια την ελληνική εθνογένεση στο πλαίσιο των ενδοβαλκανικών ανταγωνισμών– ισχυρισμούς των Ελλήνων διαφωτιστών ότι εκείνοι και οι ομοεθνείς τους ήταν απόγονοι των αρχαίων, στη δεύτερη η Παλινόρθωση και η αντεπανάσταση.

    Μελετώντας τη συνύφανση ιδεών και ευρύτερων μετασχηματισμών, ο Κονδύλης δεν εγκλωβιζόταν σε a priori σχηματοποιήσεις. οι κρίσεις του για τον ρόλο της Εκκλησίας στη νεοελληνική ιστορία και το γλωσσικό ζήτημα είναι χαρακτηριστικές. Προκαλεί, ωστόσο, έκπληξη ότι ένας στοχαστής με δεδομένη ιστορική λεπταισθησία ερμήνευσε τη συγκρότηση κράτους, αστικής τάξης και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Ελλάδα βάσει του ανιστορικού σχήματος «πρόοδος/εκσυγχρονισμός–καθυστέρηση/εξάρτηση», αδιαφορώντας για τον δυναμικό χαρακτήρα της νεωτερικότητας και υποστασιοποιώντας «δυτικό υπόδειγμα» και «ελληνική ιδιαιτερότητα» αντίστοιχα, ενάντια σε δικές του παραδοχές. Αντιπαραθέτοντας τον ιδεότυπο της αστικής τάξης στην ελληνική, εξήγαγε συντριπτικά υποτιμητικά συμπεράσματα, μιλώντας αδιαφοροποίητα για καχεξία του αστικού στοιχείου στην Ελλάδα. Χαρακτήριζε δε, τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα νόθο, εισηγούμενος μια οριενταλιστική υπερερμηνεία κάθε «παθογένειας» που συνοδεύει έκτοτε το ελληνικό έθνος-κράτος. Στον αντίποδα, είναι το έργο του Gunnar Hering που αναδεικνύει την υψηλή ποιότητα του κοινοβουλευτισμού του 19ου αι., απορρίπτοντας διαδεδομένους μύθους ότι τα ελληνικά κόμματα αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά πελατειακούς μηχανισμούς, πράκτορες ξένων συμφερόντων και μηχανισμούς επιβολής της αρχηγικής εξουσίας.

    Περνώντας στον 20ό αιώνα, οι κρίσεις του για την ελληνική νεωτερικότητα προσδιορίζονται από τρεις παραμέτρους. Η πρώτη αφορά στη σαφή ένταξή της στο διεθνές πλαίσιο. Στη δεύτερη –μελέτη ιδεολογικών συγκρούσεων/γενικότερων μετασχηματισμών– οφείλουμε αναφορές στις ποικίλες οικειοποιήσεις αρχαίου ελληνισμού-χριστιανισμού, τους αντικαπιταλιστικούς τόπους του πρώτου μισού του αιώνα και τις μεταπολεμικές εξελίξεις όπου εφαρμόζεται το σχήμα κατανόησης του 19ου αιώνα. Οι εκτιμήσεις του προκαλούν, παρά τις αντινομίες τους, σοβαρούς προβληματισμούς είτε αφορούν στη συγκρότηση και χαμηλή ποιότητα του μεταπολεμικού αστισμού, είτε στις κοινωνικοπολιτισμικές συνέπειες της μεταπολεμικής νεοελληνικής ένταξης στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία: μιμητικός καταναλωτισμός, πολιτισμική ομογενοποίηση, πρόταξη της αδιαφόριστης έννοιας «λαός» από δεξιά και αριστερά, λαϊκισμός όχι μόνο των κομμάτων εξουσίας, δημαγωγία και, τελικά, εκποίηση της χώρας.

    Η τρίτη, με την πεποίθηση ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το έθνος-κράτος παραμένει η βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης που εγγυάται την επιβίωση συγκεκριμένων ανθρώπων, ασχέτως του αν αυτή η λειτουργία επικαλύπτεται από μύθους. Η συγκεκριμένη πεποίθηση δεν στοχεύει στην εξιδανίκευση του έθνους, αλλά προκύπτει από τον εντοπισμό, όπως αποφαίνεται, των βαθύτερων τάσεων της τρέχουσας πλανητικής συγκυρίας. Στο φως του, η ελληνική συνθήκη χαρακτηρίζεται αποκαρδιωτική, συμπυκνωμένη στο δίπτυχο γεωπολιτική συρρίκνωση/«παρασιτικός καταναλωτισμός». Ο δεύτερος όρος, απαλλαγμένος ηθικολογικών φορτίσεων, συνοψίζει την τρέχουσα κατάσταση της Ελλάδας, η οποία αδυνατώντας να παράγει όσα (επιθυμεί να) καταναλώνει, δανείζεται για να ικανοποιήσει υπερβολικές ανάγκες, υποθηκεύοντας και εκποιώντας πόρους. Ο Κονδύλης επιμένει στις ενδογενείς αιτίες αυτής της εξέλιξης και στις χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος. παρατηρεί ότι οι αναπόφευκτα ερχόμενοι εξευτελισμοί δεν αντιμετωπίζονται με ευθυκρισία, αλλά με απωθητικούς/αντισταθμιστικούς μηχανισμούς: εξύμνηση αρχαίας καταγωγής, πατριωτικές εξάρσεις και αμφιθυμία.

    Οι κυρίαρχες στην ακαδημαϊκή/πολιτική σκηνή ιδεολογίες –ο παραδοσιολατρικός ελληνοκεντρισμός/εθνικισμός, ο φιλελεύθερος/οικονομιστικός ευρωπαϊσμός και η αριστερή/οικουμενιστική εκδοχή του τελευταίου– κρίνονται ανίκανες να ανταποκριθούν στις περιστάσεις, καθώς μπλεγμένες σε μεταφυσικές αυταπάτες αδιαφορούν για το μόνο εκσυγχρονιστικό στοιχείο, τον σε βάθος διάλογο για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής. Οι ευρύτερες μάζες δε, επισημαίνει, εφηύραν έναν ιδιαίτερο δρόμο επιβίωσης: περιφορά γαλανόλευκων ρακών όποτε το απαιτεί η περίσταση και επινόηση παντοειδών τρόπων αποφυγής των υποχρεώσεών τους. Ποια είναι η ενδεδειγμένη λύση; Ο ελληνισμός χρειάζεται να τρώει όσα παράγει, ειδάλλως μοίρα του είναι η καταχρέωση και η εξάρτηση. Τούτο απαιτεί γενναία παραγωγική προσπάθεια, προηγμένη τεχνογνωσία, ριζική θεσμική εξυγίανση και εντελώς διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εντούτοις, η ανάγκη συλλογικής επίλυσης του προβλήματος οικονομίας-εθνικής επιβίωσης προσκρούει, θεωρεί, σε ανυπέρβλητα εμπόδια, τον παρασιτικό καταναλωτισμό, την «κλαδική» νοοτροπία και τη χαμηλότατη ποιότητα του «πολιτικού κόσμου» που μη διακρινόμενος ουσιωδώς από τον «λαό» επιβάλλει οικονομίες μόνο σε όσους δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού υπό «τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας».

    Αντί επιλόγου: εκκινώντας από υλιστικές αφετηρίες, ο Π. Κονδύλης μελέτησε τη συνύφανση ιδεών-κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών, καθιστώντας πρόσφατες διαμάχες περί «ελληνικότητας» φλυαρίες. Οι γόνιμες διαισθήσεις του είναι πολύτιμες για τον μελετητή της νεοελληνικής ιδεολογίας και νεωτερικότητας. Οι θέσεις του δεν αποτελούν θέσφατα. ούτε όμως η αποσιώπηση, ο παραμερισμός και η επιλεκτική οικειοποίηση τούς αξίζει.

    ……………………………………………………..

    *Δρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ, εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση

    http://archive.efsyn.gr/?p=45686

  69. «… Μια άλλη μεγάλη αναπηρία των Ελλήνων είναι η ολέθρια και διεφθαρμένη πολιτική ζωή. Το μέγεθος στο οποίο παίζονται πολιτικά παιχνίδια στην Ελλάδα και το σημείο στο οποίο ο Έλληνας πολιτικός θα φτάσει, ακόμα και να θυσιάσει την χώρα του μαζί και πολλές ζωές, προκειμένου να κρατήσει το κόμμα του στην εξουσία για ακόμη λίγες εβδομάδες, δύσκολα κάποιος μπορεί να το πιστέψει…»

    http://genocidegr.blogspot.gr/2013/04/horton.html

  70. ΤΙΣ ΠΤΑΕΙ;
    ————–

    Από το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη «Οι Ολιγάρχες» σελ. 372

    «‘Τα πρωτογενή αίτια είναι ακραιφνώς πολιτικά. Οφείλονται στο απόλυτο διαζύγιο της πολιτικής με την κοινωνική συλλογικότητα και, κατ’επέκταση, στην ολοκληρωτική ιδιοποίηση του κράτους από τους θαμώνες της παρασιτικής ολιγαρχίας. Δεν δέχομαι τον επιμερισμό της ευθύνης ώστε να διαχυθεί από την πολιτική τάξη στο σύνολο της κοινωνίας.

    Πρώτον διότι δεν είναι η πολιτική τάξη πρωτογενώς υπαίτια του προβλήματος. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος που, για λόγους που έχω εξηγήσει αλλού, κάνει υποχρεωτική την πολιτική ιδιοποίηση.

    Δεύτερον, διότι ο πολίτης δεν έχει ουσιώδη λόγο στα πολιτικά πράγματα. Μπορεί, στο πλαίσιο αυτό, να επιλέξει μιαν μεταξύ των συμμοριακών ομάδων που ενδύονται την λεοντή των κομμάτων. Και αυτό μέσα από ποικίλους όσους εξαναγκασμούς. Όμως, η εναλλαγή στην εξουσία, στο σύστημα αυτό, έχει αποδειχθεί ότι δεν αποτελεί λύση.

    Τρίτον, διότι ουδεμία δυνατότητα έχει ο πολίτης να αγγίξει τον πολιτικό και τις πολιτικές του. Του επιτρέπεται μόνο να επωφεληθεί προσωπικά, με την εγγραφή του στο κομματικό κατεστημένο.

    Τέταρτον, επειδή όταν το σύστημα υπαγορεύει στον πολίτη πώς αν θέλει να ευδοκιμήσει στον τομέα του ή να έχει τις αυτονόητες παροχές που δικαιούται πρέπει να διέλθει από το πολιτικό γραφείο ή να διαπλακεί/διαφθαρεί, δεν έχω την αξίωση να γίνει αναχωρητής, να ιδιωτεύσει ή να εγκαταλείψει τη χώρα για να μην παίξει με τους όρους του.

    Μια έννομη πολιτεία δημιουργεί τους κανόνες που όχι μόνο ελευθερώνουν τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας, αλλά και εμποδίζει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Ο έλληνας πολίτης δεν είναι φύσει διεφθαρμένος. Ο ίδιος πολίτης που διόρισε το γιό του ή έλαβε παράνομη επιδότηση ή λάδωσε, επειδή το σύστημα του το υπαγόρευσε, εάν βρεθεί σε άλλη χώρα που ισχύουν άλλοι κανόνες θα λειτουργήσει διαφορετικά ή εάν ενταχθεί σε μια συλλογικότητα και τον κληθεί να αποφασίσει πώς πρέπει να γίνονται όλα αυτά, θα απαντήσει με όρους δημοσίου συμφέροντος.

    Το σύστημα λοιπόν ευθύνεται όχι οι άνθρωποι. Εάν το ελληνικό πολιτικό σύστημα παράγει πολιτικούς «σκουπίδια» ή εάν προϋποθέτει τη διαφθορά των πολιτών είναι γιατί ως εκ της φύσεώς του αποδομεί την κοινωνική συλλογικότητα κάνοντας απαγορευτική την εναρμόνιση των πολιτικών του με αυτήν».

  71. Β on

    «Η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία, η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στην Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις…. είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα»

    Γιώργος Σεφέρης. Ημερολόγιο, 1945.

  72. Β on

    Γερμανοί πολίτες: «Η Ελλάδα φέρεται σαν παιδί. Κάποιος πρέπει να πει σ’ αυτό το παιδί ότι μας έχει εκνευρίσει όλους»

    Τη στάση των Γερμανών απέναντι στην Ελλάδα, επιδιώκει να περιγράψει ο Guardian σε άρθρο του με συνεντεύξεις από τη Γερμανία. Οι πολίτες λένε ότι η Ελλάδα συμπεριφέρεται σαν παιδί που έχει εκνευρίσει τους πάντες. Αναφέρεται χαρακτηριστικά:

    «Σε ένα περίπτερο εφημερίδων στο Βάνζεε, ένα πολυσύχναστο προάστιο του δυτικού Βερολίνου, η Κριστιάνε Σνάιντερ αγοράζει, όπως κάθε ημέρα, την αγαπημένη εφημερίδα της. Τίποτα, όμως, δεν προσελκύει περισσότερο την 67χρονη συνταξιούχο τραπεζικό υπάλληλο από το ελληνικό ζήτημα.

    Δεν είναι παράξενο – όλοι οι Γερμανοί την ίδια ανησυχία έχουν. Τι ζητούν οι Έλληνες και τι θα δώσουν οι Γερμανοί. «Για πόσο καιρό ακόμα θα τους χτυπάμε την πλάτη, θα τους λένε πως όλα είναι μια χαρά και θα τους δίνουμε έξτρα 100 εκατομμύρια; Αν ο γιος μου ερχόταν συνέχεια και μου ζητούσε χρήματα, φυσικά, θα τον βοηθούσα άμεσα, αλλά θα περίμενα να κάνει και ο ίδιος κάνει για να διορθώσει το πρόβλημα που εκείνος δημιούργησε», λέει η Σνάιντερ

    Η Σνάιντερ δεν είναι η μόνη – οι τελευταίες δημοσκοπήσεις στη Γερμανία δείχνουν μια σαφή αντιστροφή της κοινής γνώμης που πλέον τάσσεται υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Και αυτό το συναίσθημα είναι πιθανό να το διακρίνει και ο Αλέξης Τσίπρας στη συνάντηση που θα έχει με την Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο.

    O αυτοκράτορας

    Ο Άντον Μπραντ φέρνει στο μυαλό του ένα από τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: «Είναι σαν τα καινούργια ρούχα του αυτοκρότορα. Κάποιος πρέπει να πει σε αυτό το παιδί πως μας έχει εκνευρίσει όλους, αλλά κανείς δεν τολμάει να το κάνει. Πολύ περισσότερο εμείς οι Γερμανοί υπό το φόβο ότι θα μας πουν αντι-ευρωπαϊστές. Αυτή είναι η χειρότερη προσβολή που μπορεί να κάνει κάποιος σε έναν Γερμανό».

    http://www.msn.com/el-gr/news/other/%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%82-%C2%AB%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%AF-%CE%BA%CE%AC%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%B5%CE%B9-%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CE%B9-%CF%83-%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%AF-%CF%8C%CF%84%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B5%CE%BA%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B9-%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82%C2%BB/ar-BBiAWBu?ocid=UP97DHP

  73. Xa on

    του Θωμά Παπακωνσταντίνου*

    Ένα «ταξίδι» από το 1824 μέχρι τις μέρες μας

    Τι είναι το δημόσιο χρέος; «Είναι το μόνο κομμάτι του εθνικού πλούτου που ανήκει σε όλο το λαό». Το δημόσιο χρέος είναι δημιούργημα των εμπόρων-τραπεζιτών των κρατών της Σικελίας, της Γένοβας και της Βενετίας κατά τα τέλη του Μεσαίωνα. Όταν τα κράτη αυτά παρήκμασαν, δάνεισαν πολλά χρήματα στην Ισπανία κατά τον 16ο αιώνα. Κατόπιν από το 17ο αιώνα δάνεισαν την Ολλανδία, και από τις αρχές ως τα μέσα του 18ου αιώνα η Ολλανδία δάνεισε πολλά χρήματα στην Αγγλία και αυτή στη συνέχεια δάνεισε στην Αμερική. Στην Ελλάδα το σύστημα του δημόσιου χρέους έχει τις ρίζες του στην επανάσταση του 1821.

    Από την εφημερίδα «Δρόμος»

    Το Α΄ δάνειο της ανεξαρτησίας το 1824

    Όταν οι Έλληνες επαναστάτησαν στα 1821 η αγγλική πολιτική ήταν εχθρική ως προς την επανάσταση. Οι Άγγλοι επέμεναν στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ανακοπή της επιρροής της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Στα 1823 η Αγγλία με υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Κάνινγκ έκανε στροφή στην εξωτερική της πολιτική. Ο Κάνινγκ πίστευε ότι τα απελευθερωτικά κινήματα τα οποία θα επιτύγχαναν να συγκροτήσουν νέα κράτη θα είχαν την ανάγκη να αναπτύξουν τη βιομηχανία, τον εμπορικό στόλο και τα οικονομικά μέσα.

    Αυτά τα διέθετε ήδη η Αγγλία και κατ’ επέκταση οι νέες χώρες θα προσέτρεχαν σ’ αυτή για να τα αποκτήσουν και ταυτόχρονα θα γίνονταν και προτεκτοράτα της. Στις 25 Μαΐου του 1823 η Αγγλία αναγνώρισε ότι η επαναστατημένη Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκονται σε «εμπόλεμη κατάσταση». Τον ίδιο μήνα ορίστηκε η επιτροπή που θα διαπραγματευόταν το δάνειο και η οποία αποτελούνταν από τους Ιωάννη Ορλάνδο, γαμπρό του Γεώργιου Κουντουριώτη, Ανδρέα Λουριώτη, έμπιστο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και τον Ιωάννη Ζαΐμη, εκπρόσωπο των Μωραϊτών. Ο Μπάουριγκ πήρε την επιτροπή και την πήγε κατευθείαν στον τραπεζιτικό οίκο Λόγκμαν και Ο’ Μπράιαν και έκλεισε αμέσως το πρώτο δάνειο των Ελλήνων στις 15 Φεβρουαρίου του 1824. Το δάνειο αυτό είχε ονομαστική αξία 800.000 λίρες στερλίνες αλλά έκλεισε στο άρτιο του 59% όταν άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν δανειστεί με τιμές που έφταναν από το 70% ως το 85%. Έτσι η Ελλάδα έπρεπε να εισπράξει 472.000 λίρες στερλίνες. Η εκκαθάριση του δανείου αυτού ήταν εντελώς ληστρική και έγινε ως εξής:

    α) Οι τραπεζίτες παρακράτησαν χρεολύσια δύο ετών ήτοι 96.000 λίρες. β) Επίσης παρακράτησαν για προμήθεια και ασφάλιστρα 25.746 λίρες. γ) Οι Ράλλης και Ρικάρδος έλαβαν προμήθειες για τη σύναψη του δεύτερου δανείου 26.576 λίρες. δ) Για την επιτροπή των Ελλήνων, τον λόρδο Βύρωνα και για διάφορα άλλα έξοδα διατέθηκαν 14.889 λίρες. ε) Αγοράστηκαν πολεμοφόδια για την Ελλάδα 10.063 λίρες. στ) Η ελληνική κυβέρνηση εισέπραξε σε μετρητά μόνο 298.726 λίρες.

    Στις 24 Ιουλίου του 1824 το Εκτελεστικό Σώμα εισηγήθηκε στο Βουλευτικό τη σύναψη ενός δεύτερου δανείου από την Αγγλία για τις ανάγκες του αγώνα. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1824 ο Διευθυντής της Δυτικής Ελλάδας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αφού προηγούμενα με εισήγησή του το στρατοδικείο καταδίκασε τον Καραϊσκάκη ως προδότη της πατρίδας, συγκάλεσε μια συνέλευση των καπεταναίων στο Αιτωλικό. Τότε ο Μέγα Πάνος ρώτησε τον Μαυροκορδάτο πού ξόδεψε τα χρήματα του πρώτου δανείου καθώς και τις εισπράξεις από τις προσόδους της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ο τελευταίος απάντησε με την εξής αοριστία: «Τα εξώδευσα δια τας ανάγκας της Πατρίδος».

    Το Β΄ δάνειο της ανεξαρτησίας το 1825

    Στα 1825 ανακλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ο Ι. Ζαΐμης και στη θέση του στάλθηκε ο Γ. Σπανιολάκης. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1825 η επιτροπή της ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο έκλεισε συμφωνία με τον τραπεζιτικό οίκο των Ρικάρδων για τη χορήγηση εκ μέρους τους στην Ελλάδα ενός δεύτερου δανείου. Η ονομαστική αξία του δανείου αυτού ήταν 2.000.000 λίρες στερλίνες αλλά έκλεισε στο άρτιο του 55,5%, ήτοι θα παίρναμε 1.110.000 λίρες. Η εκκαθάριση του δανείου αυτού ήταν ακόμη πιο ληστρική από το πρώτο δάνειο και έχει ως εξής: α) Οι τραπεζίτες παρακράτησαν για τοκοχρεολύσια δύο ετών και για προμήθεια έκδοσης του δανείου 284.000 λίρες. β) Έγιναν παραγγελίες για ναυπήγηση δύο φρεγατών στην Αμερική 155.000 λίρες. γ) Επίσης για παραγγελίες 6 ατμόπλοιων στο Λονδίνο 160.000 λίρες. δ) Για εξαγορά ομολογιών του πρώτου και του δεύτερου δανείου 212.207 λίρες. ε) Για αγορά στρατιωτικών εφοδίων 83.679 λίρες. στ) Η ελληνική κυβέρνηση εισέπραξε σε μετρητά μόνο 216.114 λίρες. Οι επίτροποι Ι. Ορλάνδος και Α. Λουριώτης για τις επί μέρους καταχρήσεις των δύο δανείων καταδικάστηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο το 1834 ως χρεώστες για το ποσό των 28.768 λιρών.

    Μετά τα δάνεια της ανεξαρτησίας, κατά την καποδιστριακή περίοδο, η μεν Ρωσία χορήγησε στον κυβερνήτη 1.100.000 χρυσά φράγκα, ο δε φιλέλληνας Εϋνάρδος στα 1829 χορήγησε 700.000 χρυσά φράγκα.

    Τα οθωνικά και βαυαρικά δάνεια

    Όταν οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία με τη διακήρυξη του Συνεδρίου του Λονδίνου στα 1823 επέβαλαν το θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, χορήγησαν και ένα δάνειο στο Όθωνα για να στεριώσει η εξουσία του. Το δάνειο αυτό κλείστηκε από τον τραπεζιτικό οίκο των Ρότσιλντ στο Παρίσι, είχε ονομαστική αξία 60.000.000 χρυσά φράγκα και κλείστηκε στο άρτιο του 94%. Οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις εγγυήθηκαν για το ποσό των 57.239.040 χρυσών φράγκων. Το δάνειο αυτό λόγω της ληστρικότητας που επέδειξαν οι ξένοι κεφαλαιούχοι και της κατασπατάλησής του από τους Βαυαρούς ονομάστηκε από το λαό «βασιλοφάγον άμα και βασιλοποιόν». Το δάνειο εκκαθαρίστηκε ως εξής: α) Οι τραπεζίτες Ρότσιλντ παρακράτησαν για τόκους, προμήθειες, έξοδα δανείου και εξόφληση των πρώτων ομολογιών 29.239.040 χρυσά φράγκα. β) Για έξοδα του Όθωνα, της Αντιβασιλείας και του Βαυαρικού στρατού 14.167.282 χρυσά φράγκα. γ) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβε για την εξαγορά της Φθιώτιδας και της Εύβοιας 11.222.598 χρυσά φράγκα. δ) Η Ρωσία πήρε για τα καποδιστριακά δάνεια 1.215.949 χρυσά φράγκα. ε) Για τη Γαλλία, τον τραπεζίτη Εϋνάρδο και τα πρώτα δάνεια της ανεξαρτησίας καταβλήθηκαν 924.491 χρυσά φράγκα. στ) Η Ελλάδα δυστυχώς εισέπραξε μόνο 469.680 χρυσά φράγκα. Στα 1835 και στα 1836 ο πατέρας του βασιλιά Όθωνα Λουδοβίκος θέλοντας να δείξει «το προς το ελληνικόν έθνος και την ελληνικήν μοναρχίαν διηνεκές αυτού ενδιαφέρον» χορήγησε στον Όθωνα τρία δάνεια ύψους 2.917.711 χρυσών φράγκων.

    Α’ Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) 1857

    Με αφορμή την πρόθεση του τσάρου Νικόλαου Α΄ της Ρωσίας να θέσει υπό την προστασία του τους Αγίους Τόπους, η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1853 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στο πλευρό της Τουρκίας εισήλθαν η Αγγλία και η Γαλλία και ο πόλεμος γενικεύτηκε. Στην Ελλάδα κατά τις αρχές του 1854 με την ενθάρρυνση του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας στρατιωτικά σώματα μπήκαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία και επαναστάτησαν κατά των Τούρκων.

    Τότε οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Αθήνα έστειλαν τελεσίγραφο στην κυβέρνηση να ανακαλέσει τα στρατιωτικά σώματα από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Παράλληλα ο αγγλογαλλικός στόλος προχώρησε πρώτα στο θαλάσσιο αποκλεισμό των ακτών της Ελλάδας και στις 13 Μαΐου του 1851 κατέλαβε τον Πειραιά υπό τη διοίκηση του Μ. Τινάν.

    Τότε ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να υποχωρήσει και αντικατέστησε τον πρωθυπουργό Α. Κριεζή με τον Α. Μαυροκορδάτο. Τη νέα κυβέρνηση ο λαός ονόμασε «Υπουργείο της Κατοχής». Τα κατοχικά στρατεύματα επέβαλα λογοκρισία στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, κατέστρεψαν τα πιεστήρια της εφημερίδας Αιώνας, συνέλαβαν τον ιστορικό και δημοσιογράφο Ι. Φιλήμονα καθώς και τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας Ελπίδας Κ. Λεβίδη, και έκαναν συχνές στρατιωτικές παρελάσεις στους δρόμους της Αθήνας για να κάμψουν το φρόνημα του λαού. Κατά δυστυχή συγκυρία γάλλοι στρατιώτες ήταν φορείς της χολέρας και τη μετέδωσαν στο λαό και 3.000 Αθηναίοι πέθαναν την εποχή εκείνη. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1857 μετά από διαβήματα της Ρωσίας τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1857 έφτασε στην Αθήνα η Επιτροπή των Προστάτιδων Δυνάμεων η οποία αποτελούταν από τους Οριές, Μοντερό και Οζέροφ, έργο της οποίας ήταν να διερευνήσει τις δυνατότητες που είχε η Ελλάδα να ξεπληρώσει τα δάνεια του Όθωνα.

    Η Επιτροπή παρέμεινε στην Αθήνα δύο χρόνια μέχρι το 1859 και συνέταξε μια γενική έκθεση η οποία δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο στα 1860. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεπληρώσει τα δάνεια του Όθωνα δίνοντας στις Προστάτιδες Δυνάμεις κάθε χρόνο 900.000 χρυσά φράγκα. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε το συμβιβασμό.

    Τα δάνεια της περιόδου από το 1863 μέχρι την πτώχευση του 1893

    Στα 1862 εκθρονίστηκε ο Όθωνας και στα 1864 ενθρονίστηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ Γλύξμπουργκ. Από το 1862 μέχρι το 1877 οι κυβερνήσεις της Ελλάδας κατέφυγαν μόνο στον εσωτερικό δανεισμό. Στα 1878 η Ελλάδα ήρθε σε συμφωνία με τους ξένους ομολογιούχους για τα δάνεια της ανεξαρτησίας και συμβιβάστηκε στο ποσό ύψους 1.200.000 λιρών με επιτόκιο 5% και διάρκεια αποπληρωμής τα 33 χρόνια. Από το 1879 μέχρι το 1893 η Ελλάδα συνήψε από το εξωτερικό δάνεια που ανέρχονταν στο ονομαστικό ποσό των 584.739.000 χρυσών φράγκων ενώ εισέπραξε μόνο 382.122.000 χρυσά φράγκα. Το εσωτερικό δημόσιο χρέος σύμφωνα με τον άγγλο οικονομολόγο Ε. Λο στα 1893 ανερχόταν στο ποσό των 151.716.133 δραχμών. Η διάθεση ιδιαίτερα των εξωτερικών δανείων έγινε ως εξής: α) Για τοκοχρεολύσια διατέθηκαν 258.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 67,52%. β) Για πολεμικές δαπάνες 70.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 18,32%. γ) Για έργα οικονομικής ανάπτυξης μόνο 51.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 13,35% και δ) Για διάφορες δαπάνες 3.122.000 χρυσά φράγκα ήτοι 0,81%. Επειδή τα εξωτερικά δάνεια δεν πήγαν στις παραγωγικές δομές της χώρας για να αυξήσουν μακροπρόθεσμα το εθνικό εισόδημα και δαπανήθηκαν στα τοκοχρεολύσια και στις στρατιωτικές δαπάνες, γι’ αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των εξαγωγών της σταφίδας, στα 1893 ο Χ. Τρικούπης κήρυξε την Ελλάδα σε χρεοκοπία.

    Β΄ Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) 1898

    Στα 1897 ξέσπασε ένας ακόμη ελληνοτουρκικός πόλεμος κατά τον οποίο η Τουρκία κατέκτησε προσωρινά και πάλι τη Θεσσαλία. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις εκβίαζαν τότε την Ελλάδα ότι θα έπρεπε να δεχτεί τον οικονομικό έλεγχο για να αποχωρήσουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εκβιασμό και συμφώνησε σε συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους με τον όρο να αποζημιωθεί η Τουρκία με 93.936.000 χρυσά φράγκα. Τον Οκτώβριο του 1897 έφτασαν στην Αθήνα έξι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων και των τραπεζιτών για να ελέγξουν την ελληνική οικονομία. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1898 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το νόμο ΒΦΙΘ΄ που επέβαλε τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Οι ξένοι ελεγκτές έλαβαν μια χορηγία 150.000 χρυσά φράγκα για πέντε έτη και είχαν πλήρη εποπτεία σ’ όλες τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Ποιο ήταν το δημόσιο χρέος την εποχή αυτή; Το μεν εξωτερικό χρέος περιλαμβανομένων των τόκων ανερχόταν στο ποσό των 592.077.500 χρυσών φράγκων, το δε εσωτερικό χρέος στο ποσό των 173.069.157 δραχμών. Ο διακανονισμός που έγινε τότε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της ΔΟΕ περιλάμβανε ότι το ονομαστικό κεφάλαιο των δανείων θα παρέμεινε όπως είχε και μόνο οι τόκοι θα μειώνονταν κατά 57%. Για την πληρωμή των εξωτερικών δανείων η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε τα ακαθάριστα έσοδα από τα μονοπώλια αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτων και σμυρίδας Νάξου, από τα δικαιώματα επί του καπνού, από τα τέλη χαρτοσήμου και από τους εισαγωγικούς δασμούς του τελωνείου του Πειραιά.

    Όλα αυτά τα έσοδα ανέρχονταν στο ποσό των 39.600.000 δραχμών το χρόνο. Τα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα από την εποχή του αγώνα της ανεξαρτησίας μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα.

    Η Ελλάδα εισέπραξε μόνο το 65% των δανείων ενώ το υπόλοιπο 35% το κατέβαλε σε προμήθειες και έξοδα στους τραπεζίτες. Από τα δάνεια αυτά μόνο το 6% κατευθύνθηκε για παραγωγικούς σκοπούς ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών και τις στρατιωτικές δαπάνες. Και τέλος, το σημαντικότερο, η Ελλάδα με τα δάνεια αυτά έχασε την εθνική της ανεξαρτησία.

    Δάνεια της περιόδου 1898-1939

    Κατά την περίοδο από το 1898 μέχρι το 1932 η Ελλάδα λόγω των αποζημιώσεων που κατέβαλλε στην Τουρκία, των πολεμικών δαπανών των βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής αναγκάστηκε να συνάψει από το εξωτερικό δάνεια ύψους 1,735 δισ. χρυσών φράγκων. Λόγω δε της κρίσης του 1929 η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου στα 1932 σταμάτησε να πληρώνει τα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους. Συνοψίζοντας, την περίοδο 1821-1939 η Ελλάδα συνήψε δάνεια ύψους 2,200 δισ. χρυσών φράγκων, κατέβαλε στους δανειστές της 2,383 δισ. χρυσά φράγκα και χρωστούσε και πάλι 1,963 δισ. χρυσά φράγκα.

    Το κατοχικό δάνειο του 1942

    Όταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατέλαβαν την Ελλάδα εκτός από τις ανθρώπινες και τις υλικές καταστροφές που προξένησαν (πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 10,4 δισ. δολαρίων), στα 1942 με τη Συμφωνία της Ρώμης άρπαξαν από την Τράπεζα της Ελλάδας δάνεια συνολικού ύψους 45 εκατομμυρίων χρυσών λιρών. Οι λίρες αυτές αντιστοιχούσαν σε 4,050 δισ. δολάρια εκ των οποίων τα 3,5 δισ. δολάρια αντιστοιχούσαν στη Γερμανία. Σύμφωνα με υπολογισμούς του καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου το ποσό αυτό με ένα επιτόκιο σταθερό της τάξης του 3% το χρόνο ανερχόταν στα 1993 στα 13 δισ. δολάρια.

    Επεκτείνοντας την εκτίμηση αυτή του Αγγελόπουλου στα 2010 το δάνειο αυτό ανέρχεται στο ποσό των 17,6 δισ. δολαρίων.

    Στα 1947 οι Ιταλοί κατέβαλαν ως επανορθώσεις στην Ελλάδα 105 εκατομμύρια δολάρια ενώ οι Γερμανοί στα 1961 κατέβαλαν μόνο 115 εκατομμύρια μάρκα σε ελληνικές μειονοτικές ομάδες. Και μέχρι σήμερα αρνούνται πεισματικά να καταβάλουν το οφειλόμενο δάνειο χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά επιχειρήματα.

    Μεταπολεμική περίοδος 1950-2010

    Μεταξύ των ετών 1946 και 1966 οι ελληνικές κυβερνήσεις σύναψαν δάνεια ύψους 551.400.000 εκατομμυρίων δολαρίων και στο διάστημα μεταξύ των ετών 1962-1967 το προπολεμικό εξωτερικό χρέος διακανονίστηκε με τους δανειστές μας. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας τα δάνεια που συνομολογήθηκαν ήταν μόνο εσωτερικά. Στα 1974 με τη Μεταπολίτευση το δημόσιο χρέος (κεντρικής κυβέρνησης) ανερχόταν στο 22,5% του ΑΕΠ.

    Όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβέρνηση το δημόσιο χρέος ήταν στο 26,4% του ΑΕΠ, όταν αποχώρησε στα 1988 έφτασε στο 53,4%. Στα 1989 η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού από το 55,9% το πήγε στο 64,9%. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το ανέβασε από 64,9% στο 99,4% του ΑΕΠ. Από το 1994 ως το 2004 επί κυβέρνησης και πάλι ΠΑΣΟΚ το δημόσιο χρέος με διακυμάνσεις έφτασε στο 98,6% του ΑΕΠ.

    Και από το 2004 μέχρι το 2009 επί κυβέρνησης και πάλι της Νέας Δημοκρατίας το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 113,4% του ΑΕΠ. Από το 2000 ως το 2009 η Ελλάδα κατέβαλε στους δανειστές της 300 δισ. ευρώ σε τοκοχρεολύσια και το 2010 χρωστάει πάλι 300 δισ. ευρώ.

    * Ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου είναι οικονομολόγος – ιστορικός

  74. Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής

    Αυγούστου 2, 2010 § 13 σχόλια

    του Π. Κονδυλη

    Σύντομο απόσπασμα

    «Η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού […] δεν προσκρούει απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει […] τη νοοτροπία και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. […] Δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του.»

    Πλήρες κείμενο

    Η διάγνωση των κινητήριων δυνάμεων της σημερινής πλανητικής πολιτικής, όπως επιχειρείται σ’ αυτό το βιβλίο, κατατείνει στη διαγραφή ορισμένων μελλοντικών προοπτικών, των οποίων την πραγμάτωση απεύχομαι προσωπικά, αλλά τις οποίες ως αναλυτής οφείλω να διατυπώσω με σαφήνεια. Μπροστά μας ανοίγεται μια εποχή πλανητικών και περιφερειακών συγκρούσεων, πού θα καταστήσουν πολύ δύσκολη, αν δεν ματαιώσουν, την παγίωση μιας διεθνούς τάξης, καθώς οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές τους αιτίες θα συντήκονται όλο και περισσότερο με τις μακροπρόθεσμες οικολογικές και πληθυσμιακές πιέσεις, γεννώντας χρόνιες κρίσεις και ανεξέλεγκτους παροξυσμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέλος των ιδεολογιών του 19ου αιώνα, οι οποίες κυριάρχησαν και στον 20ό, δεν θα συνεπιφέρει τον κατευνασμό των αντιθέσεων, παρά απλώς τη μετατόπισή τους σ’ ένα πεδίο στοιχειακό, υπαρξιακό και βιολογικό, στο επίκεντρο του οποίου θα βρίσκεται απροκάλυπτα το πρόβλημα της κατανομής των αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα. Ό, τι σήμερα προσφέρεται ως νέα πυξίδα προσανατολισμού της πολιτικής δράσης και ως πανάκεια — προ παντός ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων — κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβληθεί σε ένα νέο πεδίο μάχης, όπου η πάλη των ερμηνειών θα συνδέεται με ακόμα πιο χειροπιαστές μορφές πάλης. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ έναν ανέφικτο οικουμενισμό και σε μια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων αναπόδραστα οργανωμένη πάνω σε στενότερη τοπική και πληθυσμιακή βάση, το κρατικά οργανωμένο έθνος δεν διαλύεται, όπως περίμεναν πολλοί, μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα, παρά αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον πού έπαιξαν στο απώτερο παρελθόν το αστικό έθνος και στο πιο πρόσφατο οι αποκρυσταλλώσεις του κομμουνιστικού εθνικισμού. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία — όμως το μέλημα αυτό θα συναιρείται όλο και περισσότερο σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης στον βαθμό πού θα στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξ αντικειμένου νέα αυτή λειτουργία του εθνικισμού παραμένει καθοριστική ανεξάρτητα από τις συνήθως αυτάρεσκες μυθολογίες μέσω των οποίων κατανοεί ο ίδιος τον εαυτό του, αντλώντας από το πραγματικό ή φανταστικό, κοντινό ή μακρινό παρελθόν.

    Βεβαίως, οι μυθολογίες, ακόμα και οι πιο αυθαίρετες, είναι δυνατό να επιδράσουν θετικά στην εθνική ζωή κινητοποιώντας και συσπειρώνοντας δυνάμεις. Όμως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι μια αντικειμενική εθνική ζωτικότητα, μια πλησμονή χειροπιαστής ισχύος, η οποία επιτρέπει σ’ ένα έθνος να κινείται, θα λέγαμε, στο ύψος των ψευδαισθήσεών του. Όπου αντίθετα το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες. Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού ˙ γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας. Ακόμα και όταν η συζήτηση μετατοπίζεται στον κυρίως χώρο της εξωτερικής πολιτικής, κυριαρχεί το στιγμιαίο, το κυμαινόμενο και το κοντινό, όχι η προσεκτική και τεκμηριωμένη στάθμιση μακρόπνοων γενικότερων τάσεων, οι οποίες ίσως μια μέρα βαρύνουν πάνω στις τύχες των Ελλήνων τουλάχιστον τόσο, όσο και τα διαδραματιζόμενα αυτή την ώρα στα όμορα κράτη. Έτσι, ενώ ξαφνικά (σε μια χώρα όπου οι εθνικά ζωτικές αλβανολογικές, σλαβολογικές και τουρκολογικές σπουδές εκπροσωπούνται εμβρυωδώς μόνον) ο τόπος γέμισε από εμβριθείς και εμπαθείς βαλκανολόγους, δεν γίνεται καμμία σοβαρή και διαρκής συζήτηση για το φλέγον όσο ποτέ άλλοτε ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για το ποιές δυνάμεις για ποιούς λόγους την προωθούν και ποιές γιατί ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν, για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις (υπάρχουν;) και για τη θέση του ελληνικού έθνους μέσα σ’ αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες — όχι για τη θέση μιας φανταστικής Ελλάδας μέσα σε μιαν εξ ίσου φανταστική Ευρώπη, αλλά μιας επαρχιακής και παρασιτικής Ελλάδας με τεράστιες, κι ίσως ανυπέρβλητες, δυσχέρειες προσαρμογής σε μιαν έντονα δύστροπη απέναντι της και βαθύτατα διχασμένη ως προς τη δική της την ταυτότητα και τις δικές της τις προοπτικές Ευρώπη. Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα θα απαιτούσε μιαν απογραφή του εθνικού δυναμικού με την ευρύτατη έννοια του όρου, και αυτή θα ήταν σήμερα ιδιαίτερα οδυνηρή, αν γινόταν χωρίς απολογητικές ανάγκες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επί πλέον θα γεννούσε δικαιολογημένη διάθεση απαισιοδοξίας, εφ’ όσον ο καθένας βλέπει, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι όποιος θέλει να ασκήσει τελεσφόρα εθνική πολιτική, σε αναγκαστικά ευρύτατους πλέον χώρους, πρέπει, πέρα και πριν από την εύστοχη σύλληψη των γενικών καταστάσεων και τη διπλωματική ικανότητα, να διαθέτει ακμαία εθνική οντότητα αποτυπωμένη σ’ ένα πολυδιάστατο πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, στρατιωτικών και ψυχολογικών παραγόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν η Ελλάδα συγκέντρωνε σε υψηλό βαθμό τους παράγοντες αυτούς σε μόνιμη βάση και προτού ακόμα ξεσπάσει η σημερινή βαλκανική κρίση, θα ασκούσε διαφορετική ακτινοβολία και θα είχε μεγαλύτερες δυνατότητες να επηρεάσει τις εξελίξεις. Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

    Παρακάτω θα μιλήσουμε για τους μικροπολιτικούς λόγους πού εμποδίζουν να τίθενται αμείλικτα και σ’ όλη τους την έκταση τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα: ποιες είναι οι γενικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση μακρόπνοης και επιτυχούς εθνικής πολιτικής; πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού οποιαδήποτε ενδεχόμενα, ακόμα και απότομες μεταλλαγές της συγκυρίας; Ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι η γενική απροθυμία άμεσης και μετωπικής αντιπαράθεσης με το κεφαλαιώδες τούτο ζήτημα αντανακλάται μεταξύ άλλων στον ηχηρό τρόπο, με τον οποίο η εθνική πολιτική ασκείται ως πολιτική διεκδικήσεως «εθνικών δικαίων». Τούτο δεν είναι καθ’ αυτό κακό, και σε διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να παρουσιάζει πλεονεκτήματα τακτικής, αν δεν γίνεται τόσο αδέξια και αψυχολόγητα (ως προς την ψυχολογία των μη Ελλήνων) όσο συνήθως γίνεται. Όμως εδώ θέλουμε ν’ αναφερθούμε σε κάτι άλλο. Η έμφαση πού αποδίδεται στην έννοια του «δικαίου» κατά κανόνα είναι ευθέως ανάλογη προς την εθνική ισχνότητα και τη διπλωματική επιπολαιότητα· υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν ˙ στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ˙ αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.

    Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να μην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση ή απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας. Για να μείνουμε με κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλ. επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. την ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος. Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει με την επέκταση του κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους. Αυτό έγινε με την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε: το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο με το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλ. επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά. Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματοποιήθηκε όταν, μετά τον ελληνισμό της Μικρής Ασίας, αφανίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, που, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελεσφόρα εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από την γνώση και την φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων.

    Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του. Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, πού ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το μάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής. Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό. Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλ. της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από τις ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής πού δίνονται για το κυπριακό — ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση.

    Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν. Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.

    Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά ˙ οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ˙ βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

    Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ˙ η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.

    Μολονότι ο νεοελληνικός αψίκορος πατριωτισμός αποτελεί, λόγω των μονίμων υπεραναπληρωτικών του λειτουργιών, ενδημικό φαινόμενο, ωστόσο οι πολεμικές του αιχμές αλλάζουν κατά εποχές στόχο, και κάποτε στρέφονται εναντίον των χθεσινών ακόμη, πραγματικών ή φανταστικών φίλων και συμμάχων του. Μέσα στη σημερινή συγκυρία της πλανητικής πολιτικής, όπου ο εθνικισμός αναλαμβάνει νέες λειτουργίες και αντλεί απ’ αυτές νέα ζωτικότητα, δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται η έκλειψη του ελληνικού. Επίσης εύλογη θα ήταν η υπόθεση, ότι οι διεθνείς διακυμάνσεις ενδεχομένως θα πρόσθεταν στους παλαιότερους και γειτονικότερους αντιπάλους του νέους, πιο απόμακρους και συνάμα πιο ακαταμάχητους, εναντίον των οποίων θα έτρεφε τα ίδια αισθήματα ανήμπορης λύσσας πως π.χ. εναντίον των «Αμερικανών και του ΝΑΤΟ» στη δεκαετία του 1970. Ιδιαίτερα βαρύνουσες θα ήσαν οι συνέπειες, αν αυτή τη φορά σε τέτοιους αντιπάλους μεταβάλλονταν μερικοί από τους σημαντικότερους εταίρους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι θα έκαναν (όπως είναι πιθανότατο ότι θα κάνουν) δύο πράγματα: αφ’ ενός θα αγνοούσαν ό,τι οι Έλληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα ˙ και αφ’ έτερου θα αρνούνταν να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος πού επιτρέπουν οι δυνατότητές της. Μία έξαρση του ελληνικού εθνικισμού απ’ αφορμή σοβαρές αντιδικίες με τους κοινοτικούς εταίρους θα σήμαινε, τουλάχιστον de facto, ότι θα κατέρρεε το σημερινό ελληνικό όνειρο ενός παρασιτικού καταναλωτισμού μέσα στους κόλπους και με τα έξοδα μιας ενωμένης Ευρώπης. Το φαύλο παιγνίδι της δανεικής ευημερίας με αντιπαροχή τη βαθμιαία εθνική εκποίηση θα μπορούσε ίσως να παραταθεί για πολύ μέσα στο θερμοκήπιο μιας Ευρώπης συνασπισμένης από τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά εύρωστης χάρη στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική στήριξη. Όμως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνεπέφερε και το τέλος τέτοιων θερμοκηπίων, οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις καλούνται να πληρώσουν τώρα οι ίδιες τα έξοδα για τις περιφερειακές και παγκόσμιες υποχρεώσεις ή επιθυμίες τους, και αρχίζει μία περίοδος, όπου καθένας μετρά ως την τελευταία πεντάρα τα (πολιτικά και οικονομικά) έσοδα και έξοδα, προετοιμαζόμενος για τους διαγραφόμενους νέους και οξείς ανταγωνισμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα γεωπολιτικά ή στρατηγικά πλεονεκτήματα προκειμένου ν’ ανταλλάξει μ’ αυτά τον παρασιτικό καταναλωτισμό της — όμως δεν τα διαθέτει, κι αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η εξακολούθηση της εθνικής εκποίησης στους ισχυρότερους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους όχι μόνο την εν μέρει δωρεάν διατροφή δεν μπορεί να εξασφαλίσει, αλλά ούτε καν μπορεί να εγγυηθεί τουλάχιστον την πολιτικοστρατιωτική προστασία της ελληνικής εθνικής υπόστασης. Η αναζήτηση προστάτη είναι μάταιη, όχι γιατί οι υπερήφανοι Έλληνες δεν ζητούν και δεν θέλουν την προστασία, αλλά γιατί κανείς δεν την προσφέρει αναμφίλεκτα και τελεσίδικα. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση του ελληνικού έθνους, μετά από επτά περίπου δεκαετίες γεωπολιτικής και κοινωνικοπολιτικής συρρίκνωσης.

    Έτσι τίθεται και πάλι, από άλλους δρόμους και με άλλες συντεταγμένες, το κλασσικό πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης, το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι θα λύσουν άνετα και πρόσχαρα με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι κάθε διατύπωση τέτοιων προβλημάτων και γενικά οποιαδήποτε επικέντρωση της πολιτικής σκέψης στο έθνος σημαίνει απορριπτέο αταβισμό. Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι, όσο κι αν αυτό φαίνεται λυπηρό για τις προοπτικές της παγκόσμιας κοινωνίας, το έθνος ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο βιβλίο αυτό εξηγήσαμε γιατί είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι οικονομικές συγχωνεύσεις και οι διεθνείς τυποποιήσεις του δικαίου ή της ηθικής μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν υπερεθνικές ενότητες. Όπως δείχνει, σε όποιον την παρακολουθεί προσεκτικά, η συμπεριφορά των μεγάλων ευρωπαϊκών και εξωευρωπαϊκών Δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτές διόλου δεν θεωρούν ότι η συγχώνευση των οικονομιών θα καταργήσει τα εθνικά οικονομικά και άλλα συμφέροντα ή ότι η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ζητήματα της οικονομίας θα εξαλείψει τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Τα μικρότερα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, οφείλουν να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους από τις παρατηρήσεις αυτές. Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής, και μάλιστα της εθνικής πολιτικής, παρά προκαλεί μιαν ολοένα και στενότερη σύνδεση ανάμεσα σε οικονομική και σε εθνική επιτυχία ή αποτυχία. Αυτό είναι οφθαλμοφανές στον στενότερο στρατιωτικό τομέα, εξ ίσου πρόδηλο θα γίνει όμως και ως προς ολόκληρο το εθνικό-οικονομικό φάσμα στον βαθμό πού ενεργειακοί, πληθυσμιακοί, οικολογικοί και συναφείς παράγοντες αποκτήσουν στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής προνομιακή σημασία για την επιβίωση των επί μέρους εθνών σε μία τέτοια περίπτωση, μόνον όποιος κάνει έγκαιρη και επίμονη προεργασία θα διασωθεί μακροπρόθεσμα — και το μικρό έθνος χρειάζεται ίσως μεγαλύτερη προβλεπτικότητα από τα μεγάλα.

    …………………….
    ……………………

  75. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μαζικοδημοκρατική απάλειψη των προγραμματικών αστικοφιλελεύθερων διαχωρισμών ανάμεσα σε κυβερνητική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική ή ηθική σφαίρα κτλ. έκαμε το πρόβλημα της οικονομίας και συνάμα εκείνο της εθνικής επιβίωσης πολύ συνθετότερο απ’ όσο ήταν στην εποχή του εθνικισμού του 19ου αιώνα. Η σφαιρικότητα του σύγχρονου οικονομικού προβλήματος απαιτεί σφαιρικότητα και συλλογικότητα της προσπάθειας για την επίλυσή του, ήτοι απαιτεί τη σύλληψή του ως προβλήματος εθνικής επιβίωσης. Με δεδομένο τον μαζικοδημοκρατικό πλουραλισμό και την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ιδεολογικών συνεκτικών δεσμών, ο αποδοτικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η εναρμόνιση των επί μέρους προσπαθειών, έτσι ώστε ο κοινωνικός παρασιτισμός εκ των άνω ή εκ των κάτω να περιορίζεται κατά το δυνατόν, αποτελούν όρο κοινωνικής συνοχής ουσιωδέστερο απ’ ό,τι σε προγενέστερες κοινωνίες. Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση ακριβώς ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον, από μία κοινωνική συνοχή με την παραπάνω λειτουργική έννοια. Αυτό συνεπάγεται τόσο πολλά, τόσες πολλές και ριζικές αλλαγές σε τόσο διαφορετικά επίπεδα, ώστε είναι περισσότερο από αμφίβολο αν μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί σε καθοριστικό βαθμό. Αλλά εδώ συζητάμε μόνο ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις μιας εθνικής πολιτικής, δηλ. μιας πολιτικής με σκοπό την εθνική επιβίωση, χωρίς και να ισχυριζόμαστε ότι η τέτοια εθνική πολιτική είναι πλέον εφικτή. Η ορθή θεραπεία δεν αρχίζει πάντοτε εγκαίρως.

    Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση. Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ˙ οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.

    Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον ˙ η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας». Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν ˙ μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους. Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά ˙ είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό ˙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.

    Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων. Πλείστοι όσοι «αριστεροί» διανοούμενοι πέρασαν τη ζωή τους κανοναρχώντας ότι η οικονομία είναι η «βάση» και τα υπόλοιπα το «εποικοδόμημα», χωρίς ωστόσο ποτέ τους να πληροφορηθούν τι σημαίνει εθνικό εισόδημα ή ισοζύγιο πληρωμών και χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα της χώρας τους ξεκινώντας (και) από τέτοια μεγέθη. Γι’ άλλους πάλι, οι οποίοι κηρύσσουν .την υπεροχή ή και την παντοδυναμία τού «πολιτισμού» η τού «πνεύματος», η αφ’ υψηλού θεώρηση ή η άγνοια οικονομικών, γεωπολιτικών ή στρατιωτικών παραγόντων μπορεί και ν’ αποτελεί περίπου τίτλο τιμής. Βεβαίως, μία παλαιά και δόκιμη κοινωνιολογική διάκριση μας λέει ότι διανοούμενος και επιστήμονας είναι δύο διαφορετικά πράγματα, εφ’ όσον κύριο μέλημα του δεύτερου είναι η συναγωγή πορισμάτων από τη μεθοδευμένη συλλογή και ταξινόμηση εμπειρικού υλικού, ενώ ο πρώτος ενδιαφέρεται περισσότερο να εμφανισθεί ως ταγός της κοινωνίας μέσω της διακήρυξης διαφόρων ηθικών, αισθητικών και άλλων ιδεωδών. Απ’ αυτή την άποψη δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς από Έλληνες διανοουμένους να προσφέρουν ό,τι εξ ορισμού δεν μπορούν να δώσουν. Το μειονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες είναι η έλλειψη μιας πολιτικής επιστήμης συγκροτημένης πάνω σε πραγματιστική βάση και ασκούμενης από επιστήμονες, η οποία ν’ αντιζυγιάζει μέσα στον δημόσιο διάλογο τα φληναφήματα, τα ευχολόγια και τις αμπελοφιλοσοφίες.

    Η κοινωνιολογική δυσμορφία των επίλεκτων ομάδων, αλλά και του ευρύτερου συνόλου της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, δεν εμποδίζει απλώς την εφαρμογή μιας τελεσφόρας εθνικής πολιτικής πού καθ’ αυτήν (θα μπορούσε να) έχει σχεδιασθεί στο χαρτί. Εμποδίζει την ίδια τη σύλληψη και την υποτύπωσή της. Πράγματι, οι βασικές απόψεις πού διαγράφονται πάνω στο θέμα αυτό ούτε συνεκτικές και λεπτομερείς είναι (μάλλον θα έπρεπε να γίνει λόγος για χαλαρές και εν μέρει αλληλοσυμπλεκόμενες τάσεις) ούτε άμοιρες μονομέρειας και ανεδαφικότητας. Ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική εμφανίζεται σήμερα ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας, με τελικό του σκοπό την οργανική της ένταξη σε μιαν οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά ενοποιημένη Ευρώπη, με τη βοήθεια της οποίας η Ελλάδα, και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε και την ακεραιότητα της θα διασφάλιζε — κοντολογίς θα έλυνε το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας. Πολύ φοβούμαι ότι στην προοπτική αυτή κατά κύριο λόγο αντανακλώνται όχι πραγματικές δυνατότητες παρά ευσεβείς πόθοι ανάμικτοι με μυθολογικές κατασκευές. Όπως δηλ. η ακάματη ελληνική μυθολογική φαντασία πριν από λίγο ακόμη απέδιδε όλα τα δεινά στα ζοφερά σχέδια και τεχνάσματα των Ηνωμένων Πολιτειών, έτσι τώρα αναμένει όλα τα αγαθά από το αντίθετο μυθολόγημα, εκείνο της γενναιόδωρης κι αλληλέγγυας «Ευρώπης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ˙ τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ˙ η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
    …………………………………………………
    …………………………………………………

  76. Αλλά έστω κι αν δεχθούμε την αντίθετη περίπτωση, ότι δηλ. η «Ευρώπη» ενοποιεί, κοντά στην οικονομική, και την πολιτικοστρατιωτική της βούληση, και πάλι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η βούληση αυτή θα συμπέσει σε κρίσιμα σημεία με την ελληνική βούληση — αν μέχρι τότε υπάρχει ελληνική εθνική βούληση. Πάντως οι τελευταίοι μήνες του 1992 έδειξαν, και οι ερχόμενοι θα δείξουν ευκρινέστερα ακόμη, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας διόλου δεν συμμερίζονται τις επιθυμίες και επιδιώξεις της όσον αφορά, στις σχέσεις της με τους άμεσους γείτονές της (μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς τη θεωρούν ως φαντασιόπληκτο θορυβοποιό) και ότι προτίθενται να ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι στα συναφή προβλήματα με γνώμονα τις δικές τους απόψεις και τα δικά τους συμφέροντα. Όποιος απέναντι στην πραγματικότητα αυτή άρχιζε και πάλι τους ηθικολογικούς οδυρμούς και διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ζητώντας το «δίκαιο», θα απεδείκνυε απλώς ότι βρίσκεται ακόμη στο νηπιακό στάδιο της πολιτικής ηλικίας. Θα ήταν πολύ αξιοπρεπέστερο — και γονιμότερο — αν το ελληνικό έθνος έσφιγγε τα δόντια και αντλούσε ένα πικρό, αλλά ζωτικό διπλό συμπέρασμα: ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας μία παρακατιανή επαρχία, η οποία, κατά μέγα μέρος από δική της υπαιτιότητα, είναι όχι μόνον ανίσχυρη, αλλά και ανυπόληπτη, και ότι γι’ αυτόν τον λόγο σε κάθε μεγάλη κρίση θα βρεθεί εξ ίσου μόνη όσο λ.χ. και το 1974. Βεβαίως, μία τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε μία — διόλου νηφάλια — διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Αλλά, αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε πριν σχετικά με τις προϋποθέσεις της ενεργοποίησης των συμμαχιών και τα μεταφέρουμε στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θα δούμε ότι μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της ˙ όπως δείχνει καθημερινά η εμπειρία, η ένταξη από μόνη της ούτε αποτελεί οικονομική ή πολιτική πανάκεια ούτε ισχυροποιεί αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, αλλά στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα η μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο πού θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της.

    Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική. Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.

    Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία. Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία. Για να το πούμε ειλικρινά και απερίφραστα: θα ήταν κάτι σαν εθνική αυτοχειρία, αν σήμερα η Ελλάδα γνοιαζόταν πρωταρχικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Βοσνίας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων και το δικαίωμά τους ν’ αυτοδιατεθούν και να σχηματίσουν ένα δεύτερο μουσουλμανικό κράτος στα Βαλκάνια. Φαίνεται πάντως ότι το ένστικτο της εθνικής αυτοσυντήρησης λειτουργεί βουβά μεν, αλλά αλάνθαστα και στους παρ’ ημίν ζηλωτές του ειρηνισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κανείς τους δεν διαδήλωσε υπέρ των μουσουλμάνων Βοσνίων, όπως λ.χ. θα διαδήλωνε υπέρ των Κούρδων της Τουρκίας ˙ επίσης κανείς δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν πριν από μερικά χρόνια η τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας διωκόταν συστηματικά. Τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις δεν υπαγορεύονται βέβαια από κακοπιστία ή συνειδητό υπολογισμό ˙ μάλλον εκφράζουν υποσυνείδητους αυτοματισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους καθιστούν πρόδηλη την έμπρακτη αδυναμία να στηριχθεί μία ρεαλιστική εθνική πολιτική σε αμιγείς οικουμενικές αρχές.

    Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια ˙ το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό ˙ πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.

    ΠΗΓΗ: Το κείμενο αποτελεί επίμετρο στο βιβλίο «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» (1992). https://kondylis.wordpress.com/2010/08/02/illusions/

  77. πρώην Κνίτης on

    ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
    Δεν είναι κρίση, είναι παρακμή
    ΠΟΛΙΤΙΚΗ 30.05.2015 : 16:42
    ΕΤΙΚΕΤΕΣ:EΠIΦYΛΛIΔA

    Ονομάζουμε «οικονομισμό» την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία: Ο πολιτικός προβληματισμός και οι πολιτικές στοχεύσεις δεν αντλούνται από τις ανάγκες της κοινωνίας και δεν αποβλέπουν σε αυτές. Αφορούν και αποβλέπουν κατά απόλυτη προτεραιότητα (ή αποκλειστικά) στις απαιτήσεις εξισορρόπησης λογιστικών μεγεθών, στην κατασφάλιση των Τραπεζών – όχι στη διακονία της συλλογικότητας και των προβλημάτων της.

    Σήμερα οι δανειστές της Ελλάδας επιβάλλουν στην καταχρεωμένη χώρα μας, εκβιαστικά, τον οικονομισμό. Και οι ελλαδικές κυβερνήσεις (τόσο του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά της ντροπής, που προηγήθηκε, όσο και της αριστερο-παρδαλής ασυνεννοησίας που ακολούθησε) πειθαρχούν στον εκβιαστικό οικονομισμό άτσαλα, σπασμωδικά, αυτοσχεδιάζοντας. Αποτέλεσμα: Πέντε χρόνια τώρα, εφιαλτικά τα μεγέθη της ανεργίας, γκανγκστερική ατίμωση των συμβολαίων που είχε υπογράψει το κράτος με τους λειτουργούς του (εν ενεργεία ή σε σύνταξη), διάλυση των υπηρεσιών υγείας και νοσοκομείων, ανυπαρξία επιστημονικής έρευνας, μηδενισμός των εξοπλιστικών προϋποθέσεων εθνικής άμυνας, και μύρια ανάλογα. Θυσίες εξωφρενικές, μόνο για να επιτευχθούν εκείνοι οι δείκτες οικονομικών μεγεθών, που θα πείθουν τους δανειστές για τη σίγουρη επανάκτηση των χρημάτων τους.

    Οταν μια χώρα φτάνει στη χρεοκοπία (από ξέφρενες σπατάλες του πολιτικού της προσωπικού στον βωμό της συντήρησης του πελατειακού κράτους) η υγιής (δηλαδή λογική) στάση είναι να κηρύξει αδυναμία πληρωμών προς τους δανειστές της. Το ρίσκο στην περίπτωση αυτή είναι να χάσει, για κάποιο διάστημα, πηγές δανεισμού. Και η ευκαιρία είναι να ξαναστήσει, από την αρχή, την οικονομία της σε στέρεες, υγιείς βάσεις. Στοιχειώδης προϋπόθεση για την υγιή – λογική στάση είναι να λειτουργήσει νέμεσις: Να τιμωρηθούν με δήμευση περιουσίας οι αυτουργοί του κακουργήματος της εξωφρενικής δανειοληψίας. Και να αναζητήσουν οι πολίτες καινούργιους πολιτικούς ηγέτες, ικανούς να λειτουργήσουν ως κοινωνικοί αναμορφωτές.

    Η υγιής λύση δεν προκρίθηκε στην περίπτωση της Ελλάδας. Την κρίσιμη ώρα ο πρωθυπουργός ήταν ολίγιστος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διακοσμητικός, οι κοινωνικοί θεσμοί (Δικαιοσύνη, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ενοπλες Δυνάμεις, Ακαδημία Αθηνών, Επισκοπικό Σώμα) ιδιοτελέστατα παραιτημένοι από την ευαισθησία και τις ευθύνες για τα κοινά. Και ταυτόχρονα οι δανειστές είχαν έγκαιρα προνοήσει να κατασφαλίσουν δικαιώματα δήμευσης των «φιλέτων» από την κοινωνική περιουσία των Ελλήνων.

    Να μην ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με τους χαυνωμένους από την καταναλωτική υστερία Ελλαδίτες, οι δανειστές ήξεραν πολύ καλά, όταν δάνειζαν, ότι διακινδύνευαν έναν παρανοϊκό υπερδανεισμό – η δανειολήπτης χώρα ήταν αδύνατο, στον αιώνα τον άπαντα, να αποπληρώσει τέτοιο υπέρογκο χρέος. Οπως ήξεραν και ότι, το μεγαλύτερο μέρος του πακτωλού των χρημάτων που δάνειζαν στην Ελλάδα θα επέστρεφε στις δικές τους Τράπεζες, ως προϊόν της καταλήστευσής τους (ωμής λωποδυσίας) από την «άρχουσα» στην Ελλάδα τάξη. Ηξεραν, ακόμα, ότι θα ήταν ευκολότατο να επιβάλουν στους σπιθαμιαίους κυβερνήτες της ελλαδικής μπανανίας συμφωνίες αποπληρωμής του εξωφρενικού χρέους («μνημόνια») που μόνο κάφροι θα τις αποδέχονταν – καθιστούσαν την Ελλάδα κράτος εθελούσια παραιτημένο από την ανεξαρτησία του, με ταπεινωτική, ακραίου εξευτελισμού επιτόπια επιτρόπευση υπουργείων και δημόσιων υπηρεσιών.

    Οι σπιθαμιαίοι του σοσιαλ-δεξιού αχταρμά δεν μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι η καταστροφή που συντελέστηκε στη χώρα ήταν και ευκαιρία «επανίδρυσης» του κράτους: Με μοχλό τις απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών θα μπορούσαν να κατορθωθούν καίρια διαρθρωτικά (κοινωνικής ανασυγκρότησης) επιτεύγματα: Να θεμελιωθεί ριζικά καινούργιο ασφαλιστικό σύστημα (υπήρχε, ως μαγιά, η πρόταση Τάσου Γιαννίτση και αγνοήθηκε). Να επανακριθούν οι στρατιές των πρόωρα ή χαριστικά συνταξιοδοτημένων και των διορισμένων με κομματικά σημειώματα στο Δημόσιο. Να σχεδιαστεί εξ υπαρχής η οργάνωση υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών. Να απεξαρτηθεί νομοθετικά ο συνδικαλισμός από τα κόμματα. Να επανελεγχθούν οι υπερβάσεις των συμβάσεων εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Να δημευθούν επίσης περιουσίες για τις χαριστικές επιδοτήσεις και τη διαγραφή χρεών των πολιτικών κομμάτων, των ραδιοτηλεοπτικών συγκροτημάτων, των εταιρειών επαγγελματικού αθλητισμού.

    Κοντολογίς: να καταλυθεί το πελατειακό κράτος, κάτι που μόνο σε συνθήκες εξόφθαλμης καταστροφής μπορούσε να επιχειρηθεί. Μόνο με μοχλό τη φρίκη της ανεργίας, την κατοχική εικόνα των μαγαζιών με τα κατεβασμένα ρολά, τις ουρές των πεινασμένων στα συσσίτια της Εκκλησίας, μόνο στο κλίμα αυτού του πανικού θα μπορούσαν τα κόμματα να αρνηθούν για την πελατεία τους τον ρόλο του προαγωγού. Αλλά μαζί με την εφιαλτική συγκυρία, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και η ενεργητική βούληση των κομματαρχών να αποδουλωθούν από τη φαυλότητα και τη λαμογιά. Να φιλοδοξήσουν τη σωτηρία από τον επονείδιστο στιγματισμό που θα συνοδεύει το όνομά τους, αιώνες αιώνων, στις σελίδες της Ιστορίας.

    Φυσικά και δεν είχαν ούτε την αρετή ούτε την τόλμη για τέτοιο ανδραγάθημα. Κάποια στιγμή, μπροστά σε καινούργια απαίτηση των δανειστών για παραπέρα μείωση μισθών και συντάξεων, η σοσιαλ-δεξιά κυβέρνηση παραιτήθηκε, κατεσπευσμένα, προκηρύσσοντας εκλογές. Κεντρικός άξονας και αυτής της προεκλογικής αντιπαράθεσης δεν ήταν η αντιμετώπιση του δεδομένου εφιάλτη της καταστροφής, αλλά μικρονοϊκές μωρολογίες για «πρωτογενές πλεόνασμα» που «ήδη αλλάζει τη ζωή μας» ή λαϊκίστικες επαγγελίες της «αριστερής» παρδαλής ασυνεννοησίας για επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων του Δημοσίου!

    Τέσσερις μήνες τώρα η καινούργια κυβέρνηση δείχνει να παραπαίει ανάμεσα στην άσκηση πολιτικής και στο κυνηγητό τού εντυπωσιασμού συγχέοντας την πολιτική με τις επιδόσεις σε πυκνότητα τηλεοπτικών εμφανίσεων. Παράλληλα όμως, έστω και μέσα από πολλές αστοχίες και παιδαριώδεις συγχύσεις, συνέβαλε στο να έρθουν στο φως και να συνειδητοποιηθούν δυο πολύ σημαντικά δεδομένα: Το πρώτο, ότι η στρατηγική των δανειστών είναι άτεγκτα αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την Ελλάδα με τους όρους που έχει επιβάλει ο παγκοσμιοποιημένος ολοκληρωτισμός της δικτατορίας των «Αγορών». Και το δεύτερο, ότι η ελλαδική «Αριστερά» δεν θα διανοηθεί ποτέ να καταλύσει το πελατειακό κράτος της σοσιαλ-Δεξιάς.

    Μακάρι η διάγνωση να είναι εσφαλμένη.

    http://www.kathimerini.gr/817437/opinion/epikairothta/politikh/den-einai-krish-einai-parakmh

  78. ———————————————————-
    ΠΑΡΕΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
    ———————————————————-

    του Αριστείδη Ν. Χατζή

    «Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

    Όταν στις 25 Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές πολλοί, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ανησύχησαν ενώ άλλοι ενθουσιάστηκαν. Ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα κερδίζει την εξουσία μέσα στη «νεοφιλελεύθερη» Ευρωζώνη! Επικίνδυνο ή ελπιδοφόρο – ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς τα πράγματα. Εγώ πάλι τα βλέπω λίγο διαφορετικά: η Ελλάδα έχει επιτέλους μια κυβέρνηση που της αξίζει, μια κυβέρνηση που θέλει να προστατεύσει τον ελληνικό κρατισμό και καμαρώνει γι’ αυτό.

    Η Ελλάδα, βλέπετε, ήταν και παραμένει μια χώρα χωρίς πραγματικά ελεύθερη αγορά. Για την ακρίβεια είναι η χώρα που όλες οι σχετικές κατατάξεις την τοποθετούν στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και σε μια από τις τελευταίες στην Ευρώπη [Index of Economic Freedom (2015) 130η στις 178 χώρες, Economic Freedom of the World (2014): 84η στις 152 χώρες, Global Competitiveness Report (2014-5): 81η στις 144, ICC Open Markets Index: 48η στις 75 χώρες]. Τοποθετείται μάλιστα κοντά σε εκείνες τις χώρες που το μοντέλο της οικονομικής οργάνωσής τους είναι ο παρεοκρατικός καπιταλισμός (crony capitalism), δηλαδή μία αναβίωση του κορπορατιστικού μοντέλου με λίγο μεγαλύτερη δόση διαφθοράς. Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Μολδαβία και Ελλάδα. Αυτή είναι η γειτονιά μας.

    Θα μου πείτε, «μα εγώ έχω ακούσει ότι η Ελλάδα είναι ο παράδεισος του νεοφιλελευθερισμού». Εάν ο νεοφιλελευθερισμός ταυτίζεται με τις κλειστές αγορές, τότε, ναι, η Ελλάδα είναι νεοφιλελεύθερη. Βέβαια, συνήθως, όσοι χρησιμοποιούν το σκιάχτρο του «νεοφιλελευθερισμού» (μια έννοια επιστημονικά προβληματική έτσι κι αλλιώς) προσπαθούν ουσιαστικά να σας αποπροσανατολίσουν. Το ξεχείλωμα της έννοιας είναι φανερό ιδίως όταν χρησιμοποιείται για την περίπτωση της Ελλάδας, δηλαδή μιας χώρας χωρίς ελεύθερη αγορά.

    Αν πάλι θεωρείτε ότι υπερβάλλω, ότι η Ελλάδα έχει αρκετά ανοικτή αγορά, ότι οι διεθνείς κατατάξεις δεν σας πείθουν και εν πάση περιπτώσει η χώρα μας σας φαίνεται να λειτουργεί με τον ίδιο περίπου τρόπο που λειτουργούν οι υπόλοιπες καπιταλιστικές οικονομίες τότε, λυπάμαι, αλλά πάσχετε από μιθριδατισμό. Έχετε δηλαδή συνηθίσει να ζείτε μέσα σε μια κοινωνία που έχει τόσους πολλούς και πολύπλοκους περιορισμούς που έχουν γίνει πια για εσάς αόρατοι και δεν σας ενοχλούν. Μάθατε απλά να ζείτε με λιγότερες επιλογές.

    Εάν πάλι συμφωνείτε μαζί μου, εάν οι διεθνείς κατατάξεις δεν αποτελούν για εσάς μέρος μιας παγκόσμιας συνωμοσίας καθυπόταξης του Ελληνισμού, εάν βλέπετε κι εσείς ό,τι βλέπουν όλοι όσοι γνωρίζουν πώς λειτουργεί η ελληνική οικονομία, τότε θα πρέπει να έχετε απελπιστεί τουλάχιστον όσο κι εγώ. Διότι όσο παραμένουμε στον πάτο της οικονομικής ελευθερίας η ανάπτυξη δεν θα έρθει ποτέ. Είναι ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο που κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε.

    Διότι η ανάπτυξη, ο πλούτος, η καινοτομία, η επιχειρηματικότητα, χρειάζονται ελεύθερες αγορές. Οι πόροι και η γεωγραφία μετράνε, αλλά χωρίς αγορές μπορούν μόνο να υποστηρίξουν μια στρεβλή ανάπτυξη με ημερομηνία λήξης. Αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδας.

    Σύμφωνα με τον μεγάλο θεσμικό οικονομολόγο Daron Acemoglu, χώρες όπως η Ελλάδα έχουν πέσει σ’ αυτό που ονομάζει «θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» (middle income institutional trap) γιατί πλήττει κυρίως κράτη που έχουν επιτύχει ένα ικανοποιητικό κατά κεφαλήν εισόδημα μετά από μια περίοδο, υψηλής ορισμένες φορές, ανάπτυξης που βασίστηκε όμως σε ένα κορπορατιστικό μοντέλο με ισχυρά κρατικοδίαιτα μονοπώλια και ολιγοπώλια, με εισαγωγή τεχνολογίας και ανύπαρκτη καινοτομία, έμφαση στην εσωτερική αγορά και ελάχιστες εξαγωγές. Η κλειστή αυτή οικονομία σχεδόν πάντα συνοδεύεται από υψηλούς δείκτες ανισότητας. Η ανισότητα δημιουργεί βέβαια μεγάλη ανάγκη (και ζήτηση) για αναδιανομή που την ικανοποιεί όμως ένα πελατειακό σύστημα που κυρίως προστατεύει ορισμένες ισχυρές ομάδες πίεσης και όποια/ον εργάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για το κράτος.

    Μέχρι ένα σημείο η ανάπτυξη και η αναδιανομή που πετυχαίνει το πελατειακό σύστημα κρατά ικανοποιημένη την κοινωνία. Φτάνει όμως στα όριά του: σε μια ισορροπία τρόμου και ταυτόχρονα αποχαύνωσης. Αν παραμείνει ακίνητο, το σύστημα θα καταρρεύσει. Αλλά δεν μπορεί να εξελιχθεί γιατί οι ισχυρές ομάδες πίεσης (όσες/οι ωφελούνται από τις κλειστές αγορές και τους κακούς θεσμούς), δεν επιτρέπουν τις μεταρρυθμίσεις, εμποδίζουν την είσοδο σε νέες επιχειρήσεις, δημιουργούν αντικίνητρα για την καινοτομία, συνεχίζουν να πιέζουν για να διαιωνιστεί το σύστημα που επιβραβεύει την προσοδοθηρία, την αναδιανομή υπέρ των ισχυρών ομάδων πίεσης και την κρατική παρέμβαση προς όφελος των πολιτικά διαπλεκόμενων.

    Η θεσμική αυτή παγίδα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη όπως το παράδειγμα της Ελλάδας αποδεικνύει. Διότι η χώρα μας αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα θεσμικής παγίδευσης: δεν διαθέτει ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, ούτε καλής ποιότητας θεσμούς. Κατόρθωσε να αναπτυχθεί στρεβλά και όταν αυτή η ανάπτυξη έφτασε στα όρια της (με θρυαλλίδες την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την ευρωπαϊκή κρίση κρατικού χρέους του 2010) οι ελληνικές κυβερνήσεις έδειξαν πρωτοφανή απροθυμία να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις απαραίτητες και επείγουσες δομικές μεταρρυθμίσεις.

    Το απαράδεκτο επιχείρημα που χρησιμοποιείται ακόμα και από ανθρώπους που υποτίθεται ότι γνωρίζουν είναι ότι «οι μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα των αγορών σ’ αυτή τη φάση θα επιδεινώσει την ύφεση». Μας λένε δηλαδή ότι οι μεταρρυθμίσεις θα έχουν κόστος. Δεν μας λένε όμως ότι το κόστος θα αναλάβουν κυρίως όσοι παρέμειναν προστατευμένοι, περισσότερο ή λιγότερο τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή οι εκλογικοί τους πελάτες.

    Ξεχνούν επίσης να μας πουν ποιο ήταν και ποιο συνεχίζει να είναι το κόστος του status-quo. Κάθε μέρα που περνάει χωρίς να ξεκινούν οι μεταρρυθμίσεις είναι χαμένη για εμάς και καταστροφική για τα παιδιά μας. Αλλά αυτό δεν θα το ακούσετε από τους επαγγελματίες αντιμεταρρυθμιστές. Η δουλειά τους είναι να σας αποσπούν την προσοχή φοβίζοντάς σας με σκιάχτρα.

    * Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

    http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=41438

  79. 25.05.2015
    Διλήμματα του ελληνικού 20ού αιώνα: απομόνωση ή εξωστρέφεια;

    ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*

    Η μάχη της Αθήνας, το 1944, κατέστρεψε και το ΕΑΜ και τις αστικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις και άνοιξε το δρόμο για τον τρίτο εμφύλιο πόλεμο του 1946-49.


    Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, η εξέταση της υψηλής στρατηγικής ή των «σχολών σκέψης» δεν έχει, δυστυχώς, σημειώσει επαρκή πρόοδο. Το εγχείρημα αυτό -αναγνωρίζοντας, οπωσδήποτε, τις διαφορές μεταξύ των ιδεολογιών ή των ιστορικών στιγμών- προσπαθεί να διαγνώσει τις κοσμοαντιλήψεις των δρώντων: Πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο; Σε ποιο βαθμό είναι ικανοί να αντιληφθούν με ακρίβεια τους συσχετισμούς της ισχύος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, καθώς και τη δυναμική των εξελίξεων; Κατανοούν την ανάγκη να υπάρχει μια αναλογία μεταξύ στόχων και μέσων; Αντιλαμβάνονται τα όρια της πολιτικής των «Αλλων»; Αναγνωρίζουν τις δυνατότητες συγκλίσεων (και τα όρια των αποκλίσεων) με τους υπόλοιπους δρώντες του διεθνούς σκηνικού στο καίριο πεδίο των εθνικών συμφερόντων; Η υψηλή στρατηγική είναι, βέβαια, ένα δυσπερίγραπτο μέγεθος, αλλά στην ελληνική επιστήμη υπάρχει ένας εξαιρετικός ορισμός, από τον Θάνο Ντόκο: «Ως υψηλή στρατηγική ορίζουμε τη βέλτιστη χρησιμοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων [συντελεστών εθνικής ισχύος] για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων […] η στρατηγική ασχολείται με το πρόβλημα πώς θα πετύχει μια στρατιωτική νίκη, ενώ η υψηλή στρατηγική πρέπει να βλέπει μακρύτερα, γιατί το πρόβλημά της είναι να εξασφαλίσει τη “νίκη” στην περίοδο της ειρήνης». Βέβαια, μια τέτοια ανάλυση απαιτεί ευρύτερη θεωρητική κατάρτιση, στιβαρή γνώση σε επίπεδο πραγματολογικό, καθώς και μια πνευματική προθυμία να κινηθεί κανείς πέραν της ασφάλειας των απλουστευτικών πολιτικών/κομματικών διαχωριστικών γραμμών – στοιχεία που δεν είναι πάντοτε ευπρόσδεκτα στον ελληνικό δημόσιο διάλογο.

    Μήπως, όμως, μια παρόμοια εξέταση περιέχει και στοιχεία που εξ ορισμού «τρομάζουν» ή απωθούν τους μελετητές της Ιστορίας; Μήπως, με άλλα λόγια, συνεπάγεται αθέμιτες «γενικεύσεις» ή έναν αποκρουστικό διδακτισμό; Η απάντηση πρέπει να είναι ανεπιφύλακτα αρνητική. Ο σημαντικότερος ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου, ο Τζων Λιούις Γκάντις, επισημαίνει στο βασικό μεθοδολογικό του έργο ότι οι ιστορικοί «δουλεύουν με περιορισμένες, όχι συνολικές γενικεύσεις», αλλά «οι γενικεύσεις δεν χρειάζεται να είναι συνολικές, ώστε να έχουν ευρεία εφαρμογή»· απλά, οι ιστορικοί έχουν πάντοτε στο πεδίο της οπτικής τους το συγκεκριμένο γεγονός και την ανάγκη της ερμηνείας του. Αντίστοιχα, η συγκριτική εξέταση δεν είναι απορριπτέα στην Ιστορία. Πρέπει όμως να γίνεται προσεκτικά και να παραμένει πάντοτε βασισμένη στη στέρεη γνώση. Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να αφήσουμε εκ των προτέρων στην άκρη το άγχος του διδακτισμού: ας αποδεχθούμε αυτό που γίνεται ευρέως αποδεκτό στην σύγχρονη διεθνή επιστήμη, ότι δηλαδή η Ιστορία δεν «διδάσκει» τι πρέπει να κάνεις στο μέλλον. Στόχος του επιστήμονα οφείλει να είναι η κριτική θεώρηση που συμβάλλει -ως ένας από πολλούς άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το δυναμισμό μιας κοινωνίας- στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου.

    Οι επιλογές της απομόνωσης

    Ας φύγουμε, λοιπόν, έστω για λίγο, από το στενότερο πλαίσιο των συγκεκριμένων αναμετρήσεων. Ας προσπαθήσουμε να περάσουμε σε ένα άλλο επίπεδο ανάλυσης και να μιλήσουμε για την πρόσληψη του κόσμου. Οι υπερενθουσιώδεις του 1897, οι αντιβενιζελικοί του 1920, οι κομμουνιστές του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1944 (ή του 1946) και οι εθνικιστές στο Κυπριακό το 1974 είχαν, μεταξύ τους, μεγάλες ιδεολογικές διαφορές. Αλλά όλοι τους, στις συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, έκαναν μια θεμελιώδη επιλογή: να οδηγήσουν τη χώρα (ή στην περίπτωση του 1944, το κίνημά τους) σε μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων, σε συνθήκες πλήρους -ή σχεδόν πλήρους- διεθνούς απομόνωσης.

    Νόμιζαν, επίσης, ότι είχαν λάβει και «διαβεβαιώσεις». Οι αντιβενιζελικοί του 1920 θεωρούσαν ότι οι σύμμαχοι δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να αποδεχτούν την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι κομμουνιστές του 1944 είχαν λάβει διαβεβαιώσεις (και είχαν εξωθηθεί στη σύγκρουση) από τον Τίτο, ο οποίος όμως την κρίσιμη στιγμή δεν κινήθηκε, και ακολούθησαν δεκαετίες ενδοαριστερών καβγάδων για το πότε έφτασε το τηλεγράφημα του Δημητρώφ. Ο Ιωαννίδης άφηνε να εννοηθεί ότι, το 1974, είχε μιλήσει με «κάποιους» Αμερικανούς. Αλλά ένας πράκτορας (ακόμη κι αν είχε ενθαρρύνει τον «αόρατο δικτάτορα», πράγμα όχι σίγουρο) δεν δέσμευε την αμερικανική κυβέρνηση και ο Ιωαννίδης έμεινε να περπατά στους διαδρόμους του Πενταγώνου και να φωνάζει ότι τον εξαπάτησαν… Ολοι αυτοί, βέβαια, δεν ήταν «ίδιοι». Αλλά, με τρόπο (όχι ίδιο, αλλά) παρόμοιο, αποτύγχαναν να κατανοήσουν τον πραγματικό κόσμο.

    Πάντοτε, όταν συνέβη αυτό, επήλθαν καταστροφές: συγκεκριμένα, η ήττα του 1897, η κατάρρευση του 1944 που δεν κατέστρεψε μόνον την Αριστερά, αλλά και τις μετριοπαθείς αστικές δυνάμεις (και οδήγησε στον επόμενο εμφύλιο πόλεμο του 1946-49), και οι δύο εθνικές καταστροφές του ελληνικού 20ού αιώνα, δηλαδή η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

    Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο στείρος πνευματικός επαρχιωτισμός, που χωρίς καμία εξαίρεση συνοδεύει την απομονωτική πολιτική, λειτουργεί και ως ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας ή φαύλου κύκλου∙και ανακυκλώνει τον εαυτό του ακόμη και μετά την αποκάλυψη των καταστροφικών του επιπτώσεων. Πάντοτε ρίχνει το φταίξιμο κάπου αλλού – και κυρίως στον περιλάλητο, στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, «ξένο δάκτυλο», που λειτουργεί ως το τελικό δίχτυ ασφαλείας για τα δικά μας ασυγχώρητα λάθη: ως το απόλυτο άλλοθι της δικής μας «αθωότητας».

    Ας δοθούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Ηδη από το 1922, το κυρίαρχο αφήγημα της ελληνικής δημόσιας συζήτησης επισημαίνει ότι πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή «μας εγκατέλειψαν» οι σύμμαχοί μας, που έτσι ευθύνονται -αυτοί, όχι εμείς- για την τραγωδία. Περιέργως, η κατηγορία απευθύνεται σε όλους τους συμμάχους, δικαίως ή όχι (Βρετανούς, Γάλλους, Ιταλούς), αλλά ποτέ στη Σοβιετική Ενωση, την πρώτη Μεγάλη Δύναμη η οποία προσέγγισε και ενίσχυσε το κεμαλικό κίνημα, αλλά η οποία βρίσκεται σε ένα είδος ασυλίας σε αυτήν τη συζήτηση. Ωστόσο, στο αφήγημα αυτό αγνοείται πλήρως το ότι, αν οι σύμμαχοι (ή κάποιοι από αυτούς, πάντως όχι οι Βρετανοί υπό τον Λόυντ Τζωρτζ) μας «εγκατέλειψαν» το 1921-22, ήμασταν εμείς πρώτοι, αυτοί που στις εκλογές και στο δημοψήφισμα του 1920 κάναμε τη συνειδητή επιλογή ότι δεν τους χρειαζόμασταν επειδή «μας έπνιγε το δίκιο μας». Εμείς τους «διώξαμε», μέσα σε ένα παραλήρημα φαντασιώσεων ότι δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτε. Και κατόπιν περάσαμε εκατό σχεδόν χρόνια κατηγορώντας τους επειδή έφυγαν, χωρίς όμως να έχουμε το πνευματικό θάρρος (ή έστω το καλό γούστο) να ομολογήσουμε ότι τούτο ήταν το αποτέλεσμα των δικών μας αποφάσεων… Αντίστοιχα, σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης (και όχι μόνον της άκρας Δεξιάς), οι καταστροφικές επιλογές του Δ. Ιωαννίδη το 1974 περνούν σε δεύτερη μοίρα για να προβάλει η κατηγορία εναντίον των Αμερικανών ότι είχαν, κατά την άποψη αυτή, «σχεδιάσει» την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σαν να μην ξεκίνησαν τα γεγονότα από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, δηλαδή από μια επιλογή της Αθήνας – έστω και υπό δικτατορικό καθεστώς. Ακόμη και οι καταστροφικές επιλογές (και η πλήρης άγνοια των διεθνών συσχετισμών ισχύος) του ΕΑΜ και του ΚΚΕ πριν από τα Δεκεμβριανά περίπου αγνοούνται, καθώς μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας (και όχι μόνον στην άκρα Αριστερά) είναι πεπεισμένα πως για όλα έφταιγαν οι «Αγγλοι», γιατί οι «ξένοι» μάς «έβαλαν να σκοτωθούμε μεταξύ μας». Με άλλα λόγια, ο απομονωτισμός δεν φέρνει μόνο την επώδυνη καταστροφή. Παράλληλα, προκαλεί μακροπρόθεσμες οπισθοδρομήσεις στην πολιτική κουλτούρα της κοινωνίας μας.

    Η εξωστρεφής πολιτική

    Αντίθετα, πέντε φορές στον ίδιο αιώνα, η Ελλάδα βρέθηκε στο πλευρό των νικητών όταν επέλεξε να συνταχθεί με τη σωστή συμμαχία διεθνών δυνάμεων: στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, στους δύο Παγκοσμίους και στον Ψυχρό Πόλεμο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έξι επιτυχημένες επιλογές, αν προσμετρηθεί η συμμετοχή της χώρας -ήδη από το 1959-61- στο κίνημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: το 1959 η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα πλην των αρχικών Εξι της Κοινότητας, που αναγνώρισε τη δυναμική της υπερεθνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης και συνειδητά επέλεξε αυτήν τη συσσωμάτωση και όχι την απλή διακυβερνητική συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που οργάνωνε, ακριβώς τότε, η Βρετανία.

    Αξίζει να σημειωθεί η ασυνήθιστη επιτυχία της χώρας σε αυτό το επίπεδο. Μια απλή σύγκριση με τους περιφερειακούς ανταγωνιστές της είναι χαρακτηριστική. Σε τούτες τις μεγάλες διεθνείς συγκρούσεις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία επέλεξε την ηττημένη πλευρά δύο φορές (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος), μία φορά την ουδετερότητα (Β΄ Παγκόσμιος) και μετείχε δύο φορές στον νικητήριο συνασπισμό (Β΄ Βαλκανικός και Ψυχρός Πόλεμος)·∙ η Τουρκία ακόμη δεν έχει ενταχθεί στην ευρωπαϊκή ενοποίηση ως πλήρες μέλος, αν και θα το επιθυμούσε. Πιο συντριπτικό το παράδειγμα της Βουλγαρίας, που μετείχε σε νικητήριο συνασπισμό μία φορά (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) και επέλεξε τη λάθος πλευρά τέσσερις φορές στη σειρά (στον Β΄ Βαλκανικό, στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και στον Ψυχρό Πόλεμο). Εάν, την επαύριον του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, καλείτο ένας ειδικός να προβλέψει εάν η Ελλάδα θα κατόρθωνε να διατηρήσει την πολιτικά/στρατηγικά ιδιότυπη γεωγραφία της -στο Βορρά στενές λωρίδες παραθαλάσσιων εδαφών τεμνόμενων από κάθετους ποτάμιους άξονες και στην Ανατολή τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δίπλα στη μικρασιατική εδαφική μάζα-, πιθανότατα θα διατύπωνε την άποψη ότι, μακροπρόθεσμα, δεν θα μπορούσε. Και όμως, το κατάφερε, επειδή έκανε μια σειρά ορθών διεθνοπολιτικών επιλογών, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές της που έκαναν τις λάθος – ειδικά τη Βουλγαρία, που έκανε διαρκώς τις λάθος επιλογές. Χωρίς το στοιχείο αυτό θα ήταν δύσκολο να διατηρηθούν τούτα τα εδάφη. Αλλωστε, κάποια από αυτά χάθηκαν -όχι μία, αλλά δύο φορές (η Ανατολική Μακεδονία το 1916-18 και το 1941-44 μαζί με τη Δυτική Θράκη)- και ανακτήθηκαν επειδή ακριβώς η Ελλάδα βρέθηκε στον νικητήριο συνασπισμό και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Οχι επειδή η ίδια διέθετε τα μέσα για να τα ανακτήσει με μια αποκλειστικά εθνική προσπάθεια.

    Οι επιλογές αυτές, ωστόσο, δεν αφορούσαν μόνο γεωστρατηγικά προβλήματα και την ανάγκη της διασφάλισης της εθνικής ακεραιότητας. Στον 20ό αιώνα δεν υφίστατο η παλαιά, παραδοσιακή διάκριση που αναγνώριζε υδατοστεγή διαμερίσματα μεταξύ της «εσωτερικής» και της «εσωτερικής» πολιτικής. Οι επιλογές για την ένταξη σε συγκεκριμένο διεθνή συνασπισμό καθόριζαν και το εσωτερικό μοντέλο διακυβέρνησης και ανάπτυξης. Οταν, το 1914-15, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε τη σύνταξη με την Αντάντ, είχε παράλληλα στο νου του και ένα μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας στο πρότυπο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σε αυτό το πρότυπο, άλλωστε, συνέπεσε με τους νικητές του πολέμου κατά τη διάσκεψη της ειρήνης το 1919 και εκεί βασίστηκε για τη σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών, την οποία αναίρεσε το καταστροφικό αποτέλεσμα των εκλογών του 1920. Και όταν, μετά το 1922, ο ίδιος επέβλεψε την εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, είχε επίσης υπόψη του την ανάγκη μιας δημιουργικής «φυγής προς τα εμπρός» μέσα σε μια νέα Ευρώπη, την οποία δεν άφησε να αναδυθεί η Παγκόσμια Κρίση του 1929.

    Αντίστοιχα, η δυτική και η ευρωπαϊκή επιλογή στη μεταπολεμική εποχή δεν αφορούσε μόνο τα γεωπολιτικά διακυβεύματα του Ψυχρού Πολέμου. Συνδεόταν με την υπέρβαση των παλαιών εθνικιστικών αντιπαλοτήτων στη Γηραιά Ηπειρο, καθώς και με τη μεταλαμπάδευση του προτύπου του «μεταρρυθμισμένου καπιταλισμού» (reformed capitalism), πρώτα μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και κατόπιν της ευρωπαϊκής κοινωνικής αγοράς. Ηταν μια επιλογή που καθόριζε το πλαίσιο για τη συνέχιση του εκσυγχρονισμού της χώρας. Η μείζων ευρωπαϊκή επιλογή στηρίχτηκε σε μια συνέχεια συνεπών αποφάσεων -το 1959, το 1961, το 1974, το 1979- και υλοποίησε μια στρατηγική που είχε διαμορφωθεί σε πνευματικό και σε πολιτικό επίπεδο, από πρόσωπα όπως ο Κ. Καραμανλής, ο Κ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπουλος, ο Ε. Αβέρωφ, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Π. Παπαληγούρας, ο Ξ. Ζολώτας, πρόσωπα τα οποία άνετα εντάσσονται στις κύριες πνευματικές και ιδεολογικές ροές του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου. Η στρατηγική των εξωστρεφών ήταν αυτή που επέτρεψε στην Ελλάδα -μικρή χώρα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι του πλανήτη- να επιβιώσει, να ξεπεράσει τη φτώχεια της, να εδραιώσει τη δημοκρατία και να ενταχθεί στον ανεπτυγμένο κόσμο, μέλος του οποίου παραμένει και σήμερα, παρά την κρίση.

    Οι προϋποθέσεις της επιτυχίας

    Εμφανίζονται, επομένως, δύο βασικές σχολές σκέψης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: οι απομονωτιστές (υπαίτιοι, τελικά, μεγάλων καταστροφών) και οι εξωστρεφείς, που πιστώνονται τις μεγάλες ελληνικές επιτυχίες του 20ού αιώνα. Η επισήμανση αυτή δεν αφορά κομματικά προγράμματα, αλλά τρόπους κατανόησης του κόσμου.

    Μάλιστα, σε μια πολιτική κοινότητα μπορεί να υπάρχουν εκπρόσωποι και των δύο σχολών σκέψης – εξαρτάται ποιοι θα επικρατήσουν. Μπορεί, επιπρόσθετα, σε έναν πολιτικό σχηματισμό να υπάρξει και αλλαγή των εσωτερικών ισορροπιών μεταξύ των δύο τάσεων. Ετσι, ενώ το τρικουπικό κόμμα διακρίθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα για την εξωστρέφειά του, αποτέλεσε κατόπιν τον κορμό των αντιβενιζελικών, που εξέφρασαν τον απομονωτισμό και την εσωστρέφεια του 1915-22. Ο Ι. Μεταξάς, προβεβλημένο στέλεχος των αντιβενιζελικών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ικανός να μάθει από τα λάθη του και να ακολουθήσει, το 1936-41, παρά τη δικτατορική φύση της εξουσίας του, μια πολιτική κατά βάση «φιλοδυτική» – περίπου την ίδια που είχε διαμορφώσει, το 1915, ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Ε. Βενιζέλος.

    Ωστόσο, ενώ οι διακυμάνσεις και τα πισωγυρίσματα δεν έλειψαν, είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι και τα δύο επιτελεία που καθόρισαν τις βασικές στρατηγικές της χώρας στον 20ό αιώνα -τα επιτελεία του Ε. Βενιζέλου και του Κ. Καραμανλή- διακρίθηκαν για τη σταθερότητα, την αξιοπιστία και τη συνέπειά τους στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν και διαχειρίζονταν τον κόσμο. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι εποχές του Ε. Βενιζέλου και του Κ. Καραμανλή ήταν αυτές κατά τις οποίες το διεθνές κύρος της Ελλάδας βρισκόταν στο απόγειό του, επειδή ακριβώς ήταν εμφανή αυτά τα στοιχεία της σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της συνέπειας. Ολα αυτά τα στοιχεία δεν είναι άσχετα με το γεγονός ότι ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής μπορούσαν να συνομιλούν με τη διεθνή κοινότητα θέτοντας το ελληνικό εθνικό συμφέρον σε μια σχέση δυναμική με τα ζητήματα που απασχολούσαν την ευρύτερη διεθνή κοινότητα – δηλαδή με τρόπο που έβγαζε νόημα όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.

    Υπάρχει, πάντως, μια πρόσθετη θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο σχολών σκέψης, της απομόνωσης και της εξωστρέφειας. Συγκεκριμένα, η μία είναι δύσκολη στην εφαρμογή της και η άλλη εύκολη. Η στρατηγική των εξωστρεφών πρέπει να εφαρμόζεται συνεχώς, για να φέρει αποτέλεσμα· η πρόσκαιρη διακοπή της μπορεί να οδηγήσει σε ολική αναίρεση. Αντίθετα, η λογική των απομονωτιστών μπορεί να εφαρμοστεί à la carte και η καταστροφή απαιτεί μόνο ένα στιγμιαίο λάθος.

    *Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

    http://www.kathimerini.gr/816057/article/epikairothta/ereynes/dilhmmata-toy-ellhnikoy–20oy-aiwna-apomonwsh–h-e3wstrefeia

  80. Στις ρίζες της ελληνικής κακοδαιμονίας

    Του Γιώργου Σιακαντάρη

    Αυτή εδώ είναι η όγδοη επανέκδοση ενός έργου το οποίο αποτελεί θεμελιώδη σταθμό στον αναστοχασμό σχετικά με την ιστορία μιας παρελθούσας εποχής, η οποία όμως είναι διαρκώς παρούσα στις σημερινές εθνικές περιπέτειες. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ακόμη ιστορία των γεγονότων που αφορούν τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δεν έχουμε να κάνουμε με μια διήγηση τού πώς αναπτύχθηκε το ελληνικό κράτος. Έχουμε όμως μια μεγαλειώδη ερμηνεία των λόγων και των πολύπλευρων αιτιών που διαμόρφωσαν και επηρέασαν την πορεία του ελληνικού κράτους. Μια Ιστορία που είναι διαρκώς επίκαιρη, αλλά και πολύτιμη για κάθε έλληνα πολίτη. Ο Δερτιλής προσφέρει εδώ στο «πιάτο» τις ρίζες της σημερινής ελληνικής κακοδαιμονίας.

    Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την άποψη του αναδιφώντας σε μια σειρά αρχείων, απολογισμών, στατιστικών δημοσιευμάτων, απομνημονευμάτων, ημερολογίων κλπ που θέτουν υπό αμφισβήτηση το αν ο επιστημονικός λόγος έχει όρια στο να καταγράφει, να μελετά και να αναλύει στατιστικά και άλλα μαθηματικά στοιχεία. Αν υπάρχουν τέτοια όρια ο συγγραφέας τα υπερβαίνει εμφατικά. Ακόμα και μόνο αυτήν την καταγραφή των στοιχείων να είχε κάνει, θα αρκούσε για να έχει ο αναγνώστης ένα πολύτιμο τόμο στα χέρια του. Αλλά ασφαλώς και δεν κάνει μόνο αυτό.

    Ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα.

    Τρεις καταρχήν γενικές παρατηρήσεις: Πρώτον, δεν μιλούμε εδώ για την ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά για την ιστορία του ελληνικού κράτους. Αυτό βοηθά ώστε να αποφεύγονται οι «μεταφυσικές» συνέπειες της θεωρίας της συνέχειας του ελληνισμού. Δεύτερον, αυτή η ιστορία επεκτείνεται πολύ πέραν του 1920. Σε τέσσερα από τα εννέα μέρη η ιστορία ξεπερνά τη χρονολόγηση του τίτλου. Αυτά αφορούν το μέρος Α’, Η ναυτιλία, η διασπορά και τα κράτη (1750- 2000), το Β’, Η κοινωνία, η διαμόρφωση των αρχικών συνθηκών (1750- 1830), το Ζ’, Η βιομηχανία, οι υποδομές, το Κράτος (1860-1940) και το Η’, Μεταρρυθμίσεις, κράτος και κοινωνικές ιεραρχίες (1830- 1920). Αν ο αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να μελετήσει ολόκληρο το έργο, το οποίο και ανεπιφύλακτα συνιστώ, τα Κεφάλαια Β’, Ζ’ και Η’ καθώς και το Γ’, Εκ του μηδενός: Εθνικό Κράτος, Εθνική Οικονομία, Εθνική Πολιτική (1825-1863) όπως και το Δ’, Εθνικισμός, Κράτος και Ανατολικό Ζήτημα πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστούν, έστω και αυτοτελώς, γιατί ίσως συνθέτουν την καλύτερη ερμηνεία και ανάλυση της ελληνικής ιστορίας για αυτά τα θέματα. Τρίτον, ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Αυτός ο τόμος προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον αναγκαίο δημόσιο διάλογο που σήμερα ασφυκτιά ανάμεσα στην επήρεια ενός δήθεν «φιλελεύθερου» συλλογισμού –ο οποίος, αποδίδει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή μας κατάντια στις πελατειακές σχέσεις και τον κρατισμό–, και την επήρεια ενός αριστερίστικου κρατισμού που ορίζει την επιχειρηματικότητα ως εχθρό.

    Κράτος «εκ του μηδενός»

    Αφετηριακή αρχή του έργου είναι πως κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του ελληνικού κράτους αν δεν λάβει υπόψη του πως έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που όλα –οικονομία, κοινωνική διαστρωμάτωση, πολιτικό σύστημα, μεταρρυθμίσεις– ξεκινούν από το μηδέν. Αυτή η εκ του μηδενός αρχή αποτελεί τον μίτο που ακολουθεί ο Δερτιλής για να ερμηνεύσει τις παθογένειες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Σε αντίθεση με τη σημερινή πλημμυρίδα των αναλύσεων που ξεκινούν από το φορτωμένο κράτος για να εξηγήσουν τη σημερινή κρίση, ο συγγραφέας ερμηνεύει με τεκμηριωμένο τρόπο το πώς φτάσαμε να έχουμε «φορτωμένο» κράτος και γιατί μέχρι σήμερα δεν κατορθώσαμε να το «ξεφορτωθούμε».

    Η δημιουργία του ελληνικού κράτους διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκαν τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού κράτους είναι οι μεγάλες τομές και οι ασυνέχειες του σε σχέση με το παρελθόν της χώρας. Στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχουν και εκεί μεγάλες τομές, αλλά αυτές ακολουθούν σε γενικές γραμμές μια εξέλιξη συνέχειας. Τα δυτικά κράτη δεν δημιουργήθηκαν από το μηδέν.

    Ας παρακολουθήσουμε τι σημαίνει αυτή η δημιουργία κράτους, οικονομίας, κοινωνικό- ταξικής διαστρωμάτωσης από το μηδέν. Ο Δερτιλής θεωρεί πως είναι μονομερής και αποτέλεσμα προκατάληψης ο τρόπος που ερμηνεύεται η χαμηλή εκβιομηχάνιση της χώρας. Όπως καταδεικνύει αναδιφώντας στον τεράστιο όγκο στοιχείων για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, αυτή ποτέ δεν έφτασε στα επίπεδα της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης. Και παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα υπήρξε ανάπτυξη, η οποία στηρίχτηκε στην επέκταση και στην ωρίμανση τριών άλλων κλάδων: του διεθνούς εμπορίου, της ναυτιλίας και σε μικρότερο βαθμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.

    Βεβαίως αυτό που κάνει ιδιαίτερα σημαντική τη διαπίστωση του συγγραφέα για την ανάπτυξη αυτών των τριών κλάδων είναι το πλαίσιο (δίκτυα) στο οποίο τους εντάσσει. Ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκονται αυτά τα δίκτυα με την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της ελληνικής από την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Η ελληνική ανάπτυξη οφείλει πολλά στον τρόπο λειτουργίας των λεγόμενων «δικτύων». Τα τοπικά, περιφερειακά ή και τα διεθνή δίκτυα συνδέουν μεταξύ τους διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα, επαγγέλματα, κλάδους της οικονομίας, αγορές. Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.

    «Στην ελληνική περίπτωση, με την δικτυακή και κάθετη οργάνωση του εμπορίου, της ναυτιλίας και των συναφών υπηρεσιών, διοχετευόταν σε «ελληνικά χέρια» τμήμα των κερδών τα οποία, στην περίπτωση μιας άλλης χώρας, θα διοχετεύονταν στους ισολογισμούς ξένων εταιρειών…» (σελ. 47). Αυτή η ομογένεια με την ανάπτυξη των δικτύων της αποκτούσε κέρδη και εισοδήματα και διακινούσε τα «κεφάλαιά» της όχι μόνο από την περιφέρεια προς το κέντρο, αλλά και αντίστροφα. Ο Δερτιλής δεν ενθουσιάζεται με τη ρηχότητα της θεωρίας που στηρίζεται στο σχήμα της κατάταξης κάποιων κρατών στο Κέντρο και κάποιων άλλων στην Περιφέρεια. Απορρίπτει ασυζητητί αυτό το ερμηνευτικό σχήμα στην περίπτωση της Ελλάδας. Τελικά, τόσο η ομογένεια όσο και οι Έλληνες αστοί, βιώνοντας την ανασφάλεια του ασταθούς ελληνικού σχηματισμού, αναζητούσαν στην ανάπτυξη των δικτύων και στη σχέση τους με τα «πλέγματα εξουσίας» την προστασία έναντι αυτής της ανασφάλειας. Δίκτυα και πλέγματα εξουσίας είναι οι ερμηνευτικοί μηχανισμοί του Δερτιλή και όχι τα σχήματα του τύπου Κέντρο-Περιφέρεια. Και αυτό είναι μια ακόμη μεγάλη συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία που, θέλοντας να είναι μαρξιστική, απλοποιεί τόσο τον μαρξισμό όσο και την ιστορική ανάλυση.

    Η ανάπτυξη της ναυτιλίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται αυτό που ο ιστορικός εκλαμβάνει ως ιστορία των δικτύων. Μια ναυτιλία που στηρίχτηκε: πρώτον, στο ότι οι ελληνόφωνοι και ελληνορθόδοξοι έμποροι και καραβοκύρηδες έλεγχαν, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό τμήμα του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου· δεύτερον, στο ότι αύξησε υπέρμετρα τα κέρδη της κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους· τρίτον, στο ότι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1776) μετέτρεψε τους Έλληνες πλοιοκτήτες σε προνομιούχους εκφραστές της Ρωσίας· και τέταρτον, στο γεγονός ότι στο εξής τα περισσότερα πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας έφεραν σημαίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας. Σε αντίθεση με μια ιστορία που παντού βλέπει κρίσεις, ο συγγραφέας θεωρεί πως η ελληνική ναυτιλία αναπτύσσεται σχεδόν αδιατάρακτα σε ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο. Το λεγόμενο «Μυστήριο της Παρακμής» της ελληνικής ναυτιλίας είναι μια ακόμη ιδεοληψία, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική εικόνα της και τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Δερτιλής. Η δικτυακή οργάνωση της ελληνικής ναυτιλίας προϋπόθετε και ανοικτούς ορίζοντες που ξεπερνούσαν την μικρή ελληνική επικράτεια, αλλά ταυτόχρονα επέστρεφε σ’ αυτήν. Με ανάλογο τρόπο κινείται και λειτουργεί και το διαμετακομιστικό εμπόριο.

    Οι αρχικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους

    Εδώ μιλάμε για την περίοδο από το 1780 ως το 1830. Μια περίοδο που άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στον τρόπο με τον οποίο οι ανώτερες τάξεις συμμαχούν στον ελλαδικό χώρο με τις κατώτερες και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ακόμη και σήμερα το ελληνικό κράτος.

    Ο Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.

    Το φυσικό και κλιματικό περιβάλλον «επέβαλλε την οργάνωση της παραγωγής γύρω από μονάδες μικρές, άρα οικογενειακές – ιδίως στην νότια Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά» (155). Η μεγάλη φυσική διαφοροποίηση επέβαλλε εντατική πολυδραστηριότητα. Αυτό όμως που αξίζει εδώ τη μεγάλη μας προσοχή είναι η πρόσθεση, εκ μέρους του συγγραφέα, άλλων δυο παραγόντων που επέβαλλαν τη μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση. Αυτοί ήσαν ο αφανισμός της βυζαντινής αριστοκρατίας και η αντικατάσταση του ρωμαιοβυζαντινού από το ισλαμικό και το εθιμικό δίκαιο. Ο Δερτιλής δεν διστάζει να αναζητήσει στην απουσία της αριστοκρατίας ένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του τρόπου συγκρότησης του ελληνικού πρωτογενή τομέα. «Όταν πλέον η Ελλάδα και οι άλλες βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, δεν θα υπάρχει σ’ αυτά τα κράτη μια παλαιά αριστοκρατία που να στηρίζει τον μεν πλούτο της στην γαιοκτησία, την δε κοινωνική και πολιτική της ισχύ στην αυθεντία που προσδίδουν η μακρά ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνέχεια» (σελ. 162-163). Και εδώ να τελείωνε αυτό το βιβλίο θα ήταν ένα πολύτιμο κεφάλαιο στην ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας. Εδώ όμως αρχίζει. Θα επανέλθει παρακάτω για να καταρρίψει και τον μύθο της πολύ φτωχής αγροτικής τάξης.

    Ο Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Η ελληνική αστική τάξη δομείται διαφορετικά από τις αστικές τάξεις της υπόλοιπης Ευρώπης. Είναι μια τάξη στην οποία δεν χρωστά το κράτος την ύπαρξη του, αλλά αυτή χρωστά σ’ αυτό την ισχύ της. Μια αστική τάξη στην οποία αφενός κυριαρχεί το κεφάλαιο της Διασποράς και αφετέρου οι εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά αστικά στρώματα δεν ήσαν αδύναμα οικονομικά, «αλλά η κοινωνική, ιδεολογική και οικονομική κυριαρχία τους είναι περιορισμένη» (221). Μια αστική τάξη που ζούσε μέσα στο κυρίαρχο αίσθημα της ανασφάλειας. Ανασφάλεια και αβεβαιότητα που συνετέλεσαν βαθμιαίως στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Μια συνείδηση συνεκτικός ιστός της οποίας ήταν ο ελληνικός εθνικισμός. Η αβεβαιότητα γέννησε την ιδέα του ελληνικού εθνικού κράτους, αλλά και της επέβαλλε την ιδέα του φοβικού εθνικισμού.

    Η γέννηση του ελληνικού κράτους (1825- 1863)

    Το ελληνικό κράτος γεννιέται ήδη «υπερχρεωμένο». Μια ιδιότητα που θα το ταλαιπωρεί μέχρι τις μέρες μας. Αν ο Δερτιλής έμενε μόνο στην πραγματικότητα του υπερχρεωμένου και μεγάλου κράτους θα ήταν ένας ιστοριογράφος. Ο Δερτιλής όμως είναι ένας μεγάλος ιστορικός. Το ελληνικό κράτος, λόγω των δανείων του 1825 και του 1833, δεν μπορούσε από την ίδρυσή του να δανειστεί από τις αγορές. Και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1878, όταν για πρώτη φορά κατέφυγε σ’ αυτές. Και μετά πάλι βγήκε εκτός αγορών το 1893. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για εκείνη τη θεωρία που εκλαμβάνει το ελληνικό κράτος ως τον μεγάλο ένοχο για όλα τα δεινά της χώρας; Κάθε άλλο.

    Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας.

    Ευτυχώς ο Δερτιλής διαψεύδει αυτές τις ρηχές και ανιστόρητες ερμηνείες. Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας. «Το (ελληνικό) δημόσιο χρέος είναι φαινόμενο της μακράς ιστορικής διάρκειας. Συνδέεται στενότατα με τις στρατιωτικές δαπάνες, δηλαδή με τον ελληνικό εθνικισμό και με την εξωτερική πολιτική της χώρας» (σ. 193).

    Βεβαίως αυτά τα δάνεια αναπτύσσουν τη συνάδουσα σ’ αυτά πολιτική διαφθορά, αλλά και αποτελούν αποτέλεσμα πολιτικού εξαναγκασμού των τριών μεγάλων δυνάμεων ( Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Έχουμε όμως ένα κράτος που δεν μπορεί να αντλήσει φόρους παρά μόνο από τη φορολόγηση των ολίγων εύπορων εμπόρων και το οποίο, την ίδια στιγμή, πρέπει να χρηματοδοτήσει αρχικά τις πολεμικές ανάγκες της επανάστασης και στη συνέχεια τις ανάγκες συγκρότησης των στοιχειωδέστερων υποδομών του. Ένα κράτος που δεν έχει φορολογητέες δυνατότητες.

    Η «ερμηνεία» που αποδίδει τα πάντα σε υποτιθέμενη προδοσία των πολιτικών δεν έχει καμία θέση εδώ. Η εξάρτηση του βασιλιά και των πολιτικών αρχηγών δεν ήταν απόρροια κάποιας προδοσίας, αλλά αναγκών της χώρας να εξασφαλίσει κεφάλαια για να υπάρξει. Δεν μπορεί να κατηγορείται –ισχυρίζεται ο Δερτιλής– ένας πολιτικός ή μια παράταξη πως οτιδήποτε κάνει σε σχέση με την εξασφάλιση της δανειοδότησης της χώρας είναι εξ ορισμού προδοτική ή ανήθικη πράξη. Μα για το 2015 γράφει;

    Αν και το πρώτο χαρακτηριστικό της προεπαναστατικής Ελλάδας ήταν ο τοπικισμός, με τη βαθμιαία μεταβολή των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων υποχώρησε στη μεταεπαναστατική περίοδο. Οι εξεγέρσεις του 1843 και 1862-1864 αποτελούσαν μια μορφή υπέρβασης του τοπικισμού από τα δημοκρατικά αιτήματα των επαναστατών του 21. Σ’ αυτή τη φάση ο Όθωνας και μετέπειτα η συνταγματική μοναρχία του Γεωργίου Α’ ήσαν υποχρεωμένοι να οργανώσουν ταχύτατα την ελληνική γραφειοκρατία και τον στρατό.

    Εδώ πάνω ξετυλίγεται ο καμβάς των σχέσεων της μοναρχίας με τις αρχηγεσίες (μεγαλέμποροι, χρηματιστές και τοπικιστές ισχυροί επιχειρηματίες). Έτσι αναπτύσσεται ένα κράτος στη βάση τεσσάρων ιδιοτυπιών. Πρώτον, τα αστικά του στρώματα αναπτύσσονται σε γεωγραφικό χώρο ευρύτερο της ελληνικής επικράτειας· δεύτερον, αυτά είναι ισχυρά οικονομικώς και αδύναμα πολιτικά· τρίτον, υπάρχει αυξημένη κοινωνική κινητικότητα και, τέταρτον, τα μικροαστικά στρώματα διαχωρίστηκαν ταχύτατα από τα μεγαλοαστικά.

    Απέναντι σ’ αυτό το απολυταρχικό κράτος ορθώνονται ανοργάνωτα και ετερόκλητα κοινωνικά στρώματα, όλοι όσοι φιλοδοξούσαν να επωφεληθούν από τις ατομικές δυνατότητες πολιτικής ανόδου. Η ατομική σχέση με την εξουσία, μέσα βεβαίως από τη διαπλοκή των δικτύων με τα πλέγματα εξουσίας, αποτελεί την ερμηνευτική οδό που ακολουθεί ο Δερτιλής για να εξηγήσει την πορεία συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους του. Καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία της μακράς ιστορίας του τόπου ήταν ο τρόπος που οι «αρχηγεσίες» συνάρθρωναν τα δικά τους συμφέροντα με τις προσδοκίες ατομικής ανόδου των αγροτικών και των μικροαστικών στρωμάτων. Μια «αφύσικη» συναλλαγή που αφενός δεν επέτρεπε στις «αρχηγεσίες» να λειτουργήσουν ως τέτοιες και αφετέρου δεν επέτρεπε στα μεσαία και στα φτωχότερα στρώματα να αναζητούν συνολικές ταξικές και όχι ατομικό-πελατειακές λύσεις. Τα ίδια ηγετικά στρώματα που συγκρούονταν με το στέμμα για την αναδιανομή της εξουσίας, συμμαχούσαν μαζί του, όταν το θέμα αφορούσε τα αιτήματα των κατώτερων τάξεων. Και συμμαχούσαν με τα κατώτερα στρώματα κατά του στέμματος όταν αυτό εμπόδιζε την ανάπτυξή τους. Αυτή η διαίρεση μεταξύ μοναρχικών και αντιμοναρχικών ακολουθεί όλη την ελληνική ιστορία ως το 1974.

    Ιδιαίτερη όμως θέση στην ιστορία μας έχει η ύπαιθρος. Μετά την επανάσταση το μοίρασμα των εθνικών γαιών αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ των χωρικών, από τη μια, και των εμπόρων, των προυχόντων και των γαιοκτημόνων, από την άλλη. Η μοναρχία υποσχόταν μεταρρύθμιση και δεν την έκανε, έτσι όμως ενώ ανέβαλλε την αγροτική μεταρρύθμιση την επέσειε διαρκώς ως υπόσχεση.

    Αυτή η μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε το 1871. Έκτοτε κυριάρχησε το μοντέλο της μικροϊδιοκτησίας, με μια «γαιοκτημονική» τάξη που άφηνε την καλλιέργεια των κτημάτων της στους χωρικούς. Οι μικροκαλλιεργητές, και όχι οι εργάτες γης, όπως στη Δυτική Ευρώπη, εκφράζουν το ελληνικό μοντέλο. Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης. Γι’ αυτό και θεωρεί «απλουστευτική και εσφαλμένη την εικόνα του εξαθλιωμένου έλληνα χωρικού». Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 θα ολοκληρωθεί το 1924 με το αναδιανομή και των μέχρι τότε μεγάλων ιδιωτικών γαιοκτησιών.

    Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης.

    Τελικά τα αγροτικά στρώματα χωρίζονταν σε φτωχά και σε λιγότερο φτωχά, αλλά όχι σε εξαθλιωμένα. Η στρατηγική τους είναι κυρίως η αυτάρκεια και δευτερευόντως η πώληση στην αγορά, μια στρατηγική που κυριάρχησε για πολλά χρόνια και από την οποία εξαρτήθηκαν και οι πολιτικές σχέσεις των αγροτών με τις ελίτ, αλλά και το οικοδομηθέν πελατειακό κράτος. Θα δούμε τι σήμαινε παρακάτω για την φορολογική μεταρρύθμιση ο μεγάλος αριθμός των μικροκαλλιεργητών.

    Η μετανάστευση ήταν μια λύση για καλύτερες συνθήκες ζωής για αυτά τα φτωχά και τα φτωχότερα στρώματα. Αλλά εδώ ο Δερτιλής κάνει μια ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση. Οι φτωχότεροι καλλιεργητές τροφοδοτούσαν τη μετανάστευση της κακής συγκυρίας (κρίσεις διατροφής, λιμοί, λοιμοί, σιτοδεία) και οι λιγότερο φτωχοί την μετανάστευση της κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου.

    Η ναυτιλία, το διαμετακομιστικό εμπόριο, η κατακερματισμένη ύπαιθρος ήταν η μια πλευρά της εκ του μηδενός οικονομίας, η άλλη ήταν η ίδρυση το 1841 της Εθνικής Τράπεζας, η σχέση της με το κράτος και η ανάπτυξη κυρίως του χρηματιστικού κεφαλαίου της ομογένειας. Αντίθετα με τα όσα ο «μύθος» θρυλεί, το κράτος από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα περίπου του 20ου δεν ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στην Εθνική. Επιχειρούσε να το κάνει, αλλά δεν το επετύγχανε. Αυτό θα συμβεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό «κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως την τράπεζα ούτε, πολύ λιγότερο, να την καθυποτάξει» (σ. 241). Εδώ ο συγγραφέας καταθέτει μεγάλες στιγμές ανεξαρτησίας των Προέδρων και των ΔΣ της Εθνικής από το κράτος και τους Πρωθυπουργούς του και μεγάλες στιγμές συγκρούσεων μεταξύ των διαφορετικών τραπεζικών οργανισμών. Στο Μέρος ΣΤ «Θεμελιώσεις: το Κράτος, οι Κεφαλαιούχοι, και το Πλέγμα Εξουσίας (1870-1905)» περιγράφει την περίφημη υπόθεση των Λαυρεωτικών. Την άνοδο και την πτώση (1873) της μετοχής του Λαυρίου. Τη σύγκρουση μεταξύ των μετόχων της Εθνικής και των ομογενειακών κεφαλαίων της Πιστωτικής Τράπεζας υπό τον Συγγρό. Τη διαμάχη Εθνικής και Ιονικής (με βρετανικά και με ομογενειακά κεφάλαια) για το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων. Τη διαμάχη όλων αυτών ως το 1878 που βγήκε για μικρό διάστημα η χώρα στις αγορές, αλλά και στη συνέχεια, για το ποιος θα είναι ο χρηματοδότης του κράτους και του δημόσιου.

    Ο ιστορικός παραθέτει στοιχεία που δείχνουν το χαμηλό βαθμό διείσδυσης των ξένων κεφαλαίων και αποδεικνύει έτσι πως η δήθεν μεγάλη εκμετάλλευση από τους ξένους κεφαλαιούχους είναι μια ακόμη ιδεοληπτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Τελικά, μια που δεν υπάρχει χώρος για μια εκτενή παρουσίαση των γεγονότων διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων στον 19ο αιώνα, θα παραπέμψω εδώ στον ίδιο τον συγγραφέα. «Ο οικονομικός και κοινωνικός κύκλος της ομογένειας τέμνονταν πλέον με ένα άλλο, εγχώριο, που περιελάμβανε αυτόχθονες τραπεζίτες, μεγαλέμπορους και άλλους κεφαλαιούχους με επικεφαλής την Εθνική» (σ. 633). Είναι αυτό το «μεγαδίκτυο» που συνέδεε τα οικονομικά δίκτυα με το πλέγμα εξουσίας, έξω πολλές φορές από τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.

    Η ελληνική αγροτική οικονομία δεν διέθετε τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς του καπιταλισμού και αυτή την αδυναμία υποκαθιστούσε το «μεγαδίκτυο». Το κράτος ήταν πάντως ο μεγαλύτερος πελάτης αυτού του μεγαδικτύου και αυτό ο μεγαλύτερος προμηθευτής του. Άρα ο ελληνικός κρατισμός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των πελατειακών σχέσεων, αφού αυτές οι σχέσεις γεννήθηκαν και λόγω του αδύναμου αστισμού. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον συγγραφέα για μονομέρεια, αφού από την άλλη πλευρά δεν παύει παντού στο συνολικό του έργο να τονίζει πως η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού οφείλονταν στο σύστημα πατρωνίας, αλλά και στη τάση προς συγκεντρωτισμό του ελληνικού κράτους. Αυτό το πελατειακό κράτος που με τις δικές του ιδιομορφίες και με ασυνάρτητο τρόπο επέβαλλε και μεταρρυθμίσεις, έκτισε και κάποιες μορφές κράτους πρόνοιας.

    Ο ελληνικός εθνικισμός από την αρχή ως σήμερα

    Άφησα για το τέλος την εμφάνιση και την ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού, γιατί αυτός σύμφωνα με τον Δερτιλή διαπερνά εγκάρσια την ιστορία του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Πολύ φοβάμαι πως αυτό συνεχίζεται και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου.

    Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών.

    Οι ομογενείς επικαλούνταν τον «πατριωτισμό» για τις επενδύσεις τους. Δεν ήσαν μόνο πατριώτες, αλλά δεν ήσαν και μόνο «εκμεταλλευτές». Το μείζον βρίσκεται αλλού. Τα αδύναμα οικονομικώς ελληνικά αστικά στρώματα (η ανεπαρκής εκβιομηχάνιση περιγράφεται στο Μέρος Ζ’, «Υστερήσεις, Βιομηχανία, οι Υποδομές, το Κράτος (1860-1940)». Αυτά τα στρώματα αναφέρει ο ιστορικός: «μη έχοντας να επιδείξουν πλούτο, βιομηχανία, τεχνολογία, επιστήμη, μνημειακή αρχιτεκτονική, πολιτισμική ζωή, προβάλλουν την φιλοπατρία, τον εθνικισμό και τον συγχέουν ακόμη και με τις οικονομικές λειτουργίες […] αυτός ο πατριωτισμός υπονομεύει ακόμη και το κατεξοχήν αστικό προσόν, τον ρεαλισμό» (σ. 574). Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών. Ο Δερτιλής όμως ακόμη και εδώ δεν είναι μονομερής. Αφού αναδεικνύει τις ρίζες του ελληνικού εθνικισμού, τις καταβολές του στη λογική του «Γένους», την ανάπτυξη του πνεύματος που στήριζε την ελληνική ανασυγκρότηση στην αρχαιότητα προχωρεί όχι σε αξιολογικές κρίσεις για το πόσο καλός ή κακός ήταν, αλλά για το πόσο αναπόφευκτος ήταν σ’ αυτές τις συνθήκες.

    Το δίπολο εθνικό κράτος-εθνικός αλυτρωτισμός και η απευθείας σχέση του με τους εξοπλισμούς και τη διόγκωση του χρέους συνυπάρχει με μια πορεία του ελληνικού κράτους, η οποία μαζί με τον εθνικισμό εμπεριέχει και αναγκαίες εκσυγχρονιστικές τομές, που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι Τρικούπης-Βενιζέλος και οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990, αλλού με περισσότερη και αλλού με λιγότερη επιτυχία. Σε τελική ανάλυση πάντως ο εθνικισμός και η κούρσα των εξοπλισμών της περιόδου 1878-1892 συνδέονται αναπόδραστα με την τότε πτώχευση.

    Πτώχευση την οποία ακολουθεί η ανάπτυξη της περιόδου 1885-1906. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που επεβλήθη το 1898 είχε θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, γράφει ο ιστορικός, «η ανάκαμψη της δραχμής μετά το 1898 οφείλεται στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, έστω και αν ήταν ταπεινωτικός και, μακροχρονίως, εκμεταλλευτικός, έστω και αν το συμπέρασμα αυτό προσβάλλει, ενδεχομένως, τον πατριωτισμό (ή το περίφημο φιλότιμο) των σημερινών και τότε Ελλήνων» (σ. 656). Ακολουθεί η ανάλυση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν κατά τον 20ο αιώνα στο πολιτικό σύστημα (1830-2000), στη φορολογία, στην κατανομή του πλούτου (1830-2000) και την αναδιανομή των εισοδημάτων. Μεταρρυθμίσεις στη δημοκρατία που έγιναν όχι τόσο με κριτήριο τον ορθολογισμό, αλλά με «βάση τις θεμελιώδεις ανάγκες του κράτους και του πλέγματος εξουσίας» (σ. 828). Μεταρρυθμίσεις στη φορολογία (1840- 1955) που μάλλον ποτέ δεν εξάλειψαν την υποφορολόγηση των αγροτικών στρωμάτων (ένας ακόμη μύθος είναι η δήθεν βαριά φορολογία των αγροτών) την ακόμη μεγαλύτερη υποφορολόγηση των πλουσίων και τη διαρκή, διαχρονική υπερφορολόγηση των φτωχών στρωμάτων της πόλης. Ένας καθεστώς που κυριάρχησε από το 1833 ως το 1933. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1955 υπήρξε καθιέρωση για πρώτη φορά της προοδευτικής φορολογικής κλίμακας. Την ίδια όμως στιγμή ένα κράτος που κτίζεται από το μηδέν απαιτεί και μεταρρυθμίσεις στην κατανομή εισοδήματος, απαιτεί δηλαδή δαπάνες για σχολεία, για δικαστήρια και για φυλακές. Δαπάνες που «όχι μόνο δεν ήταν καταναλωτικές, αλλά είχαν απόλυτη προτεραιότητα και ήταν ουσιαστικώς επενδυτικές» (σ. 743).

    Τελειώνω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο το οποίο πιστεύω πως δίνει την πλήρη εικόνα για αυτό. Κατά τον 19ο αιώνα «το σύνολο των φαύλων κύκλων συνέθετε σιγά σιγά την μελλοντική φυσιογνωμία της χώρας, όπως αυτή θα καταλήξει ένα αιώνα αργότερα: οικονομία υπηρεσιών, κοινωνία κινητική και μεταναστευτική, ιδεολογία κοινωνικής ανόδου και κερδοσκοπίας, αστικός υδροκεφαλισμός, και ένας πολιτικός μεταρρυθμισμός που βαθμιαία υποτάσσεται σε αυτές τις λογικές και διογκώνει το κράτος προκειμένου να τις υπηρετήσει» (σ. 698).

    Θα ήμουν υπερβολικός αν συνιστούσα την εσπευσμένη ανάγνωση αυτού του βιβλίου από τους έλληνες διαπραγματευτές και αν ήταν εύκολο να μεταφραστούν τα βασικά πορίσματά του και από τους εταίρους-δανειστές μας;

    http://www.bookpress.gr/kritikes/istoria/dertilis-b-giorgos-pek-panepistimiakes-ekdoseis-kritis-istoria-tou-ellinikou-kratous?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

  81. Pr on

    Στις ρίζες της ελληνικής κακοδαιμονίας

    Εκτενής παρουσίαση του μνημειώδους και επίκαιρου έργου του Γιώργου Β. Δερτιλή Ιστορία του ελληνικού κράτους (1830-1920).

    Του Γιώργου Σιακαντάρη

    Αυτή εδώ είναι η όγδοη επανέκδοση ενός έργου το οποίο αποτελεί θεμελιώδη σταθμό στον αναστοχασμό σχετικά με την ιστορία μιας παρελθούσας εποχής, η οποία όμως είναι διαρκώς παρούσα στις σημερινές εθνικές περιπέτειες. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ακόμη ιστορία των γεγονότων που αφορούν τον τρόπο συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δεν έχουμε να κάνουμε με μια διήγηση τού πώς αναπτύχθηκε το ελληνικό κράτος. Έχουμε όμως μια μεγαλειώδη ερμηνεία των λόγων και των πολύπλευρων αιτιών που διαμόρφωσαν και επηρέασαν την πορεία του ελληνικού κράτους. Μια Ιστορία που είναι διαρκώς επίκαιρη, αλλά και πολύτιμη για κάθε έλληνα πολίτη. Ο Δερτιλής προσφέρει εδώ στο «πιάτο» τις ρίζες της σημερινής ελληνικής κακοδαιμονίας.

    Ο συγγραφέας τεκμηριώνει την άποψη του αναδιφώντας σε μια σειρά αρχείων, απολογισμών, στατιστικών δημοσιευμάτων, απομνημονευμάτων, ημερολογίων κλπ που θέτουν υπό αμφισβήτηση το αν ο επιστημονικός λόγος έχει όρια στο να καταγράφει, να μελετά και να αναλύει στατιστικά και άλλα μαθηματικά στοιχεία. Αν υπάρχουν τέτοια όρια ο συγγραφέας τα υπερβαίνει εμφατικά. Ακόμα και μόνο αυτήν την καταγραφή των στοιχείων να είχε κάνει, θα αρκούσε για να έχει ο αναγνώστης ένα πολύτιμο τόμο στα χέρια του. Αλλά ασφαλώς και δεν κάνει μόνο αυτό.

    Ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα.

    Τρεις καταρχήν γενικές παρατηρήσεις: Πρώτον, δεν μιλούμε εδώ για την ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά για την ιστορία του ελληνικού κράτους. Αυτό βοηθά ώστε να αποφεύγονται οι «μεταφυσικές» συνέπειες της θεωρίας της συνέχειας του ελληνισμού. Δεύτερον, αυτή η ιστορία επεκτείνεται πολύ πέραν του 1920. Σε τέσσερα από τα εννέα μέρη η ιστορία ξεπερνά τη χρονολόγηση του τίτλου. Αυτά αφορούν το μέρος Α’, Η ναυτιλία, η διασπορά και τα κράτη (1750- 2000), το Β’, Η κοινωνία, η διαμόρφωση των αρχικών συνθηκών (1750- 1830), το Ζ’, Η βιομηχανία, οι υποδομές, το Κράτος (1860-1940) και το Η’, Μεταρρυθμίσεις, κράτος και κοινωνικές ιεραρχίες (1830- 1920). Αν ο αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να μελετήσει ολόκληρο το έργο, το οποίο και ανεπιφύλακτα συνιστώ, τα Κεφάλαια Β’, Ζ’ και Η’ καθώς και το Γ’, Εκ του μηδενός: Εθνικό Κράτος, Εθνική Οικονομία, Εθνική Πολιτική (1825-1863) όπως και το Δ’, Εθνικισμός, Κράτος και Ανατολικό Ζήτημα πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστούν, έστω και αυτοτελώς, γιατί ίσως συνθέτουν την καλύτερη ερμηνεία και ανάλυση της ελληνικής ιστορίας για αυτά τα θέματα. Τρίτον, ο συγγραφέας μάς βοηθά να ξεφύγουμε από τις θεωρίες του συρμού, τη μία που θεωρεί πως ο μεγάλος ένοχος για τα ελληνικά δεινά είναι το μεγάλο δημόσιο, αλλά και την άλλη που ισχυρίζεται πως μόνο το κράτος μπορεί να δίνει λύσεις για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Αυτός ο τόμος προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον αναγκαίο δημόσιο διάλογο που σήμερα ασφυκτιά ανάμεσα στην επήρεια ενός δήθεν «φιλελεύθερου» συλλογισμού –ο οποίος, αποδίδει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή μας κατάντια στις πελατειακές σχέσεις και τον κρατισμό–, και την επήρεια ενός αριστερίστικου κρατισμού που ορίζει την επιχειρηματικότητα ως εχθρό.

    Κράτος «εκ του μηδενός»

    Αφετηριακή αρχή του έργου είναι πως κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του ελληνικού κράτους αν δεν λάβει υπόψη του πως έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που όλα –οικονομία, κοινωνική διαστρωμάτωση, πολιτικό σύστημα, μεταρρυθμίσεις– ξεκινούν από το μηδέν. Αυτή η εκ του μηδενός αρχή αποτελεί τον μίτο που ακολουθεί ο Δερτιλής για να ερμηνεύσει τις παθογένειες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Σε αντίθεση με τη σημερινή πλημμυρίδα των αναλύσεων που ξεκινούν από το φορτωμένο κράτος για να εξηγήσουν τη σημερινή κρίση, ο συγγραφέας ερμηνεύει με τεκμηριωμένο τρόπο το πώς φτάσαμε να έχουμε «φορτωμένο» κράτος και γιατί μέχρι σήμερα δεν κατορθώσαμε να το «ξεφορτωθούμε».

    Η δημιουργία του ελληνικού κράτους διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκαν τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού κράτους είναι οι μεγάλες τομές και οι ασυνέχειες του σε σχέση με το παρελθόν της χώρας. Στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχουν και εκεί μεγάλες τομές, αλλά αυτές ακολουθούν σε γενικές γραμμές μια εξέλιξη συνέχειας. Τα δυτικά κράτη δεν δημιουργήθηκαν από το μηδέν.

    Ας παρακολουθήσουμε τι σημαίνει αυτή η δημιουργία κράτους, οικονομίας, κοινωνικό- ταξικής διαστρωμάτωσης από το μηδέν. Ο Δερτιλής θεωρεί πως είναι μονομερής και αποτέλεσμα προκατάληψης ο τρόπος που ερμηνεύεται η χαμηλή εκβιομηχάνιση της χώρας. Όπως καταδεικνύει αναδιφώντας στον τεράστιο όγκο στοιχείων για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, αυτή ποτέ δεν έφτασε στα επίπεδα της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης. Και παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα υπήρξε ανάπτυξη, η οποία στηρίχτηκε στην επέκταση και στην ωρίμανση τριών άλλων κλάδων: του διεθνούς εμπορίου, της ναυτιλίας και σε μικρότερο βαθμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.

    Βεβαίως αυτό που κάνει ιδιαίτερα σημαντική τη διαπίστωση του συγγραφέα για την ανάπτυξη αυτών των τριών κλάδων είναι το πλαίσιο (δίκτυα) στο οποίο τους εντάσσει. Ο τρόπος με τον οποίο διαπλέκονται αυτά τα δίκτυα με την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της ελληνικής από την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Η ελληνική ανάπτυξη οφείλει πολλά στον τρόπο λειτουργίας των λεγόμενων «δικτύων». Τα τοπικά, περιφερειακά ή και τα διεθνή δίκτυα συνδέουν μεταξύ τους διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα, επαγγέλματα, κλάδους της οικονομίας, αγορές. Ο ιστορικός τονίζει τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομογένεια για την ανάπτυξη των ελληνικών δικτύων. Μια ομογένεια που δεν μπορεί να κρίνεται με αξιολογικά ερωτήματα για το εάν οι ομογενείς ήσαν «κερδοσκόποι ή πατριώτες», αλλά για το κατά πόσο η δική τους δραστηριότητα συνέβαλε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας. Αυτοί ήσαν τόσο τυπικοί επιχειρηματίες, με τη στυγνότητα που απαιτεί η επιχειρηματικότητα, όσο και φιλοπάτριδες, αφού η δραστηριότητά τους διευκόλυνε την ελληνική ανάπτυξη.

    «Στην ελληνική περίπτωση, με την δικτυακή και κάθετη οργάνωση του εμπορίου, της ναυτιλίας και των συναφών υπηρεσιών, διοχετευόταν σε «ελληνικά χέρια» τμήμα των κερδών τα οποία, στην περίπτωση μιας άλλης χώρας, θα διοχετεύονταν στους ισολογισμούς ξένων εταιρειών…» (σελ. 47). Αυτή η ομογένεια με την ανάπτυξη των δικτύων της αποκτούσε κέρδη και εισοδήματα και διακινούσε τα «κεφάλαιά» της όχι μόνο από την περιφέρεια προς το κέντρο, αλλά και αντίστροφα. Ο Δερτιλής δεν ενθουσιάζεται με τη ρηχότητα της θεωρίας που στηρίζεται στο σχήμα της κατάταξης κάποιων κρατών στο Κέντρο και κάποιων άλλων στην Περιφέρεια. Απορρίπτει ασυζητητί αυτό το ερμηνευτικό σχήμα στην περίπτωση της Ελλάδας. Τελικά, τόσο η ομογένεια όσο και οι Έλληνες αστοί, βιώνοντας την ανασφάλεια του ασταθούς ελληνικού σχηματισμού, αναζητούσαν στην ανάπτυξη των δικτύων και στη σχέση τους με τα «πλέγματα εξουσίας» την προστασία έναντι αυτής της ανασφάλειας. Δίκτυα και πλέγματα εξουσίας είναι οι ερμηνευτικοί μηχανισμοί του Δερτιλή και όχι τα σχήματα του τύπου Κέντρο-Περιφέρεια. Και αυτό είναι μια ακόμη μεγάλη συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία που, θέλοντας να είναι μαρξιστική, απλοποιεί τόσο τον μαρξισμό όσο και την ιστορική ανάλυση.

    Η ανάπτυξη της ναυτιλίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται αυτό που ο ιστορικός εκλαμβάνει ως ιστορία των δικτύων. Μια ναυτιλία που στηρίχτηκε: πρώτον, στο ότι οι ελληνόφωνοι και ελληνορθόδοξοι έμποροι και καραβοκύρηδες έλεγχαν, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό τμήμα του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου· δεύτερον, στο ότι αύξησε υπέρμετρα τα κέρδη της κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους· τρίτον, στο ότι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1776) μετέτρεψε τους Έλληνες πλοιοκτήτες σε προνομιούχους εκφραστές της Ρωσίας· και τέταρτον, στο γεγονός ότι στο εξής τα περισσότερα πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας έφεραν σημαίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας. Σε αντίθεση με μια ιστορία που παντού βλέπει κρίσεις, ο συγγραφέας θεωρεί πως η ελληνική ναυτιλία αναπτύσσεται σχεδόν αδιατάρακτα σε ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο. Το λεγόμενο «Μυστήριο της Παρακμής» της ελληνικής ναυτιλίας είναι μια ακόμη ιδεοληψία, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική εικόνα της και τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Δερτιλής. Η δικτυακή οργάνωση της ελληνικής ναυτιλίας προϋπόθετε και ανοικτούς ορίζοντες που ξεπερνούσαν την μικρή ελληνική επικράτεια, αλλά ταυτόχρονα επέστρεφε σ’ αυτήν. Με ανάλογο τρόπο κινείται και λειτουργεί και το διαμετακομιστικό εμπόριο.

    sidorodromos-metoxi

    Οι αρχικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους

    Εδώ μιλάμε για την περίοδο από το 1780 ως το 1830. Μια περίοδο που άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στον τρόπο με τον οποίο οι ανώτερες τάξεις συμμαχούν στον ελλαδικό χώρο με τις κατώτερες και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ακόμη και σήμερα το ελληνικό κράτος.

    Ο Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.

    Το φυσικό και κλιματικό περιβάλλον «επέβαλλε την οργάνωση της παραγωγής γύρω από μονάδες μικρές, άρα οικογενειακές – ιδίως στην νότια Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά» (155). Η μεγάλη φυσική διαφοροποίηση επέβαλλε εντατική πολυδραστηριότητα. Αυτό όμως που αξίζει εδώ τη μεγάλη μας προσοχή είναι η πρόσθεση, εκ μέρους του συγγραφέα, άλλων δυο παραγόντων που επέβαλλαν τη μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση. Αυτοί ήσαν ο αφανισμός της βυζαντινής αριστοκρατίας και η αντικατάσταση του ρωμαιοβυζαντινού από το ισλαμικό και το εθιμικό δίκαιο. Ο Δερτιλής δεν διστάζει να αναζητήσει στην απουσία της αριστοκρατίας ένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του τρόπου συγκρότησης του ελληνικού πρωτογενή τομέα. «Όταν πλέον η Ελλάδα και οι άλλες βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, δεν θα υπάρχει σ’ αυτά τα κράτη μια παλαιά αριστοκρατία που να στηρίζει τον μεν πλούτο της στην γαιοκτησία, την δε κοινωνική και πολιτική της ισχύ στην αυθεντία που προσδίδουν η μακρά ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνέχεια» (σελ. 162-163). Και εδώ να τελείωνε αυτό το βιβλίο θα ήταν ένα πολύτιμο κεφάλαιο στην ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας. Εδώ όμως αρχίζει. Θα επανέλθει παρακάτω για να καταρρίψει και τον μύθο της πολύ φτωχής αγροτικής τάξης.

    dertilisΟ Δερτιλής συνεχίζει τονίζοντας και την απουσία μιας ολοκληρωμένης αστικής τάξης. Επισημαίνει την απουσία της μεσαιωνικής πόλης ή κωμόπολης (bourg) που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη των αστικών τάξεων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Η ελληνική αστική τάξη δομείται διαφορετικά από τις αστικές τάξεις της υπόλοιπης Ευρώπης. Είναι μια τάξη στην οποία δεν χρωστά το κράτος την ύπαρξη του, αλλά αυτή χρωστά σ’ αυτό την ισχύ της. Μια αστική τάξη στην οποία αφενός κυριαρχεί το κεφάλαιο της Διασποράς και αφετέρου οι εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά αστικά στρώματα δεν ήσαν αδύναμα οικονομικά, «αλλά η κοινωνική, ιδεολογική και οικονομική κυριαρχία τους είναι περιορισμένη» (221). Μια αστική τάξη που ζούσε μέσα στο κυρίαρχο αίσθημα της ανασφάλειας. Ανασφάλεια και αβεβαιότητα που συνετέλεσαν βαθμιαίως στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Μια συνείδηση συνεκτικός ιστός της οποίας ήταν ο ελληνικός εθνικισμός. Η αβεβαιότητα γέννησε την ιδέα του ελληνικού εθνικού κράτους, αλλά και της επέβαλλε την ιδέα του φοβικού εθνικισμού.

    Η γέννηση του ελληνικού κράτους (1825- 1863)

    Το ελληνικό κράτος γεννιέται ήδη «υπερχρεωμένο». Μια ιδιότητα που θα το ταλαιπωρεί μέχρι τις μέρες μας. Αν ο Δερτιλής έμενε μόνο στην πραγματικότητα του υπερχρεωμένου και μεγάλου κράτους θα ήταν ένας ιστοριογράφος. Ο Δερτιλής όμως είναι ένας μεγάλος ιστορικός. Το ελληνικό κράτος, λόγω των δανείων του 1825 και του 1833, δεν μπορούσε από την ίδρυσή του να δανειστεί από τις αγορές. Και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1878, όταν για πρώτη φορά κατέφυγε σ’ αυτές. Και μετά πάλι βγήκε εκτός αγορών το 1893. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για εκείνη τη θεωρία που εκλαμβάνει το ελληνικό κράτος ως τον μεγάλο ένοχο για όλα τα δεινά της χώρας; Κάθε άλλο.

    Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας.

    Ευτυχώς ο Δερτιλής διαψεύδει αυτές τις ρηχές και ανιστόρητες ερμηνείες. Το ελληνικό κράτος γεννιέται από το μηδέν. Και από το μηδέν, πρέπει να αποκτήσει υποδομές, υπαλλήλους, δημόσια διοίκηση, γιατρούς, νομικούς, δασκάλους, καθηγητές, τους οποίους τα υπόλοιπα δυτικά κράτη απόκτησαν στη μακρά διάρκεια της δικής τους ιστορίας. «Το (ελληνικό) δημόσιο χρέος είναι φαινόμενο της μακράς ιστορικής διάρκειας. Συνδέεται στενότατα με τις στρατιωτικές δαπάνες, δηλαδή με τον ελληνικό εθνικισμό και με την εξωτερική πολιτική της χώρας» (σ. 193).

    Βεβαίως αυτά τα δάνεια αναπτύσσουν τη συνάδουσα σ’ αυτά πολιτική διαφθορά, αλλά και αποτελούν αποτέλεσμα πολιτικού εξαναγκασμού των τριών μεγάλων δυνάμεων ( Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Έχουμε όμως ένα κράτος που δεν μπορεί να αντλήσει φόρους παρά μόνο από τη φορολόγηση των ολίγων εύπορων εμπόρων και το οποίο, την ίδια στιγμή, πρέπει να χρηματοδοτήσει αρχικά τις πολεμικές ανάγκες της επανάστασης και στη συνέχεια τις ανάγκες συγκρότησης των στοιχειωδέστερων υποδομών του. Ένα κράτος που δεν έχει φορολογητέες δυνατότητες.

    Η «ερμηνεία» που αποδίδει τα πάντα σε υποτιθέμενη προδοσία των πολιτικών δεν έχει καμία θέση εδώ. Η εξάρτηση του βασιλιά και των πολιτικών αρχηγών δεν ήταν απόρροια κάποιας προδοσίας, αλλά αναγκών της χώρας να εξασφαλίσει κεφάλαια για να υπάρξει. Δεν μπορεί να κατηγορείται –ισχυρίζεται ο Δερτιλής– ένας πολιτικός ή μια παράταξη πως οτιδήποτε κάνει σε σχέση με την εξασφάλιση της δανειοδότησης της χώρας είναι εξ ορισμού προδοτική ή ανήθικη πράξη. Μα για το 2015 γράφει;

    Αν και το πρώτο χαρακτηριστικό της προεπαναστατικής Ελλάδας ήταν ο τοπικισμός, με τη βαθμιαία μεταβολή των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων υποχώρησε στη μεταεπαναστατική περίοδο. Οι εξεγέρσεις του 1843 και 1862-1864 αποτελούσαν μια μορφή υπέρβασης του τοπικισμού από τα δημοκρατικά αιτήματα των επαναστατών του 21. Σ’ αυτή τη φάση ο Όθωνας και μετέπειτα η συνταγματική μοναρχία του Γεωργίου Α’ ήσαν υποχρεωμένοι να οργανώσουν ταχύτατα την ελληνική γραφειοκρατία και τον στρατό.

    Εδώ πάνω ξετυλίγεται ο καμβάς των σχέσεων της μοναρχίας με τις αρχηγεσίες (μεγαλέμποροι, χρηματιστές και τοπικιστές ισχυροί επιχειρηματίες). Έτσι αναπτύσσεται ένα κράτος στη βάση τεσσάρων ιδιοτυπιών. Πρώτον, τα αστικά του στρώματα αναπτύσσονται σε γεωγραφικό χώρο ευρύτερο της ελληνικής επικράτειας· δεύτερον, αυτά είναι ισχυρά οικονομικώς και αδύναμα πολιτικά· τρίτον, υπάρχει αυξημένη κοινωνική κινητικότητα και, τέταρτον, τα μικροαστικά στρώματα διαχωρίστηκαν ταχύτατα από τα μεγαλοαστικά.

    kapodistriaΑπέναντι σ’ αυτό το απολυταρχικό κράτος ορθώνονται ανοργάνωτα και ετερόκλητα κοινωνικά στρώματα, όλοι όσοι φιλοδοξούσαν να επωφεληθούν από τις ατομικές δυνατότητες πολιτικής ανόδου. Η ατομική σχέση με την εξουσία, μέσα βεβαίως από τη διαπλοκή των δικτύων με τα πλέγματα εξουσίας, αποτελεί την ερμηνευτική οδό που ακολουθεί ο Δερτιλής για να εξηγήσει την πορεία συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους του. Καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία της μακράς ιστορίας του τόπου ήταν ο τρόπος που οι «αρχηγεσίες» συνάρθρωναν τα δικά τους συμφέροντα με τις προσδοκίες ατομικής ανόδου των αγροτικών και των μικροαστικών στρωμάτων. Μια «αφύσικη» συναλλαγή που αφενός δεν επέτρεπε στις «αρχηγεσίες» να λειτουργήσουν ως τέτοιες και αφετέρου δεν επέτρεπε στα μεσαία και στα φτωχότερα στρώματα να αναζητούν συνολικές ταξικές και όχι ατομικό-πελατειακές λύσεις. Τα ίδια ηγετικά στρώματα που συγκρούονταν με το στέμμα για την αναδιανομή της εξουσίας, συμμαχούσαν μαζί του, όταν το θέμα αφορούσε τα αιτήματα των κατώτερων τάξεων. Και συμμαχούσαν με τα κατώτερα στρώματα κατά του στέμματος όταν αυτό εμπόδιζε την ανάπτυξή τους. Αυτή η διαίρεση μεταξύ μοναρχικών και αντιμοναρχικών ακολουθεί όλη την ελληνική ιστορία ως το 1974.

    Ιδιαίτερη όμως θέση στην ιστορία μας έχει η ύπαιθρος. Μετά την επανάσταση το μοίρασμα των εθνικών γαιών αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ των χωρικών, από τη μια, και των εμπόρων, των προυχόντων και των γαιοκτημόνων, από την άλλη. Η μοναρχία υποσχόταν μεταρρύθμιση και δεν την έκανε, έτσι όμως ενώ ανέβαλλε την αγροτική μεταρρύθμιση την επέσειε διαρκώς ως υπόσχεση.

    Αυτή η μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε το 1871. Έκτοτε κυριάρχησε το μοντέλο της μικροϊδιοκτησίας, με μια «γαιοκτημονική» τάξη που άφηνε την καλλιέργεια των κτημάτων της στους χωρικούς. Οι μικροκαλλιεργητές, και όχι οι εργάτες γης, όπως στη Δυτική Ευρώπη, εκφράζουν το ελληνικό μοντέλο. Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης. Γι’ αυτό και θεωρεί «απλουστευτική και εσφαλμένη την εικόνα του εξαθλιωμένου έλληνα χωρικού». Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 θα ολοκληρωθεί το 1924 με το αναδιανομή και των μέχρι τότε μεγάλων ιδιωτικών γαιοκτησιών.

    Ο Δερτιλής, απομυθοποιεί τις ψευτομαρξιστικές ερμηνείες περί εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων. Αυτά, αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια, ποτέ δεν έφτασαν στα επίπεδα εξαθλίωσης των αγροτικών στρωμάτων της πρώτης και δεύτερης ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης.

    Τελικά τα αγροτικά στρώματα χωρίζονταν σε φτωχά και σε λιγότερο φτωχά, αλλά όχι σε εξαθλιωμένα. Η στρατηγική τους είναι κυρίως η αυτάρκεια και δευτερευόντως η πώληση στην αγορά, μια στρατηγική που κυριάρχησε για πολλά χρόνια και από την οποία εξαρτήθηκαν και οι πολιτικές σχέσεις των αγροτών με τις ελίτ, αλλά και το οικοδομηθέν πελατειακό κράτος. Θα δούμε τι σήμαινε παρακάτω για την φορολογική μεταρρύθμιση ο μεγάλος αριθμός των μικροκαλλιεργητών.

    Η μετανάστευση ήταν μια λύση για καλύτερες συνθήκες ζωής για αυτά τα φτωχά και τα φτωχότερα στρώματα. Αλλά εδώ ο Δερτιλής κάνει μια ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση. Οι φτωχότεροι καλλιεργητές τροφοδοτούσαν τη μετανάστευση της κακής συγκυρίας (κρίσεις διατροφής, λιμοί, λοιμοί, σιτοδεία) και οι λιγότερο φτωχοί την μετανάστευση της κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου.

    Η ναυτιλία, το διαμετακομιστικό εμπόριο, η κατακερματισμένη ύπαιθρος ήταν η μια πλευρά της εκ του μηδενός οικονομίας, η άλλη ήταν η ίδρυση το 1841 της Εθνικής Τράπεζας, η σχέση της με το κράτος και η ανάπτυξη κυρίως του χρηματιστικού κεφαλαίου της ομογένειας. Αντίθετα με τα όσα ο «μύθος» θρυλεί, το κράτος από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα περίπου του 20ου δεν ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στην Εθνική. Επιχειρούσε να το κάνει, αλλά δεν το επετύγχανε. Αυτό θα συμβεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό «κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως την τράπεζα ούτε, πολύ λιγότερο, να την καθυποτάξει» (σ. 241). Εδώ ο συγγραφέας καταθέτει μεγάλες στιγμές ανεξαρτησίας των Προέδρων και των ΔΣ της Εθνικής από το κράτος και τους Πρωθυπουργούς του και μεγάλες στιγμές συγκρούσεων μεταξύ των διαφορετικών τραπεζικών οργανισμών. Στο Μέρος ΣΤ «Θεμελιώσεις: το Κράτος, οι Κεφαλαιούχοι, και το Πλέγμα Εξουσίας (1870-1905)» περιγράφει την περίφημη υπόθεση των Λαυρεωτικών. Την άνοδο και την πτώση (1873) της μετοχής του Λαυρίου. Τη σύγκρουση μεταξύ των μετόχων της Εθνικής και των ομογενειακών κεφαλαίων της Πιστωτικής Τράπεζας υπό τον Συγγρό. Τη διαμάχη Εθνικής και Ιονικής (με βρετανικά και με ομογενειακά κεφάλαια) για το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων. Τη διαμάχη όλων αυτών ως το 1878 που βγήκε για μικρό διάστημα η χώρα στις αγορές, αλλά και στη συνέχεια, για το ποιος θα είναι ο χρηματοδότης του κράτους και του δημόσιου.

    lavreotikaΟ ιστορικός παραθέτει στοιχεία που δείχνουν το χαμηλό βαθμό διείσδυσης των ξένων κεφαλαίων και αποδεικνύει έτσι πως η δήθεν μεγάλη εκμετάλλευση από τους ξένους κεφαλαιούχους είναι μια ακόμη ιδεοληπτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Τελικά, μια που δεν υπάρχει χώρος για μια εκτενή παρουσίαση των γεγονότων διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων στον 19ο αιώνα, θα παραπέμψω εδώ στον ίδιο τον συγγραφέα. «Ο οικονομικός και κοινωνικός κύκλος της ομογένειας τέμνονταν πλέον με ένα άλλο, εγχώριο, που περιελάμβανε αυτόχθονες τραπεζίτες, μεγαλέμπορους και άλλους κεφαλαιούχους με επικεφαλής την Εθνική» (σ. 633). Είναι αυτό το «μεγαδίκτυο» που συνέδεε τα οικονομικά δίκτυα με το πλέγμα εξουσίας, έξω πολλές φορές από τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.

    Η ελληνική αγροτική οικονομία δεν διέθετε τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς του καπιταλισμού και αυτή την αδυναμία υποκαθιστούσε το «μεγαδίκτυο». Το κράτος ήταν πάντως ο μεγαλύτερος πελάτης αυτού του μεγαδικτύου και αυτό ο μεγαλύτερος προμηθευτής του. Άρα ο ελληνικός κρατισμός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των πελατειακών σχέσεων, αφού αυτές οι σχέσεις γεννήθηκαν και λόγω του αδύναμου αστισμού. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον συγγραφέα για μονομέρεια, αφού από την άλλη πλευρά δεν παύει παντού στο συνολικό του έργο να τονίζει πως η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού οφείλονταν στο σύστημα πατρωνίας, αλλά και στη τάση προς συγκεντρωτισμό του ελληνικού κράτους. Αυτό το πελατειακό κράτος που με τις δικές του ιδιομορφίες και με ασυνάρτητο τρόπο επέβαλλε και μεταρρυθμίσεις, έκτισε και κάποιες μορφές κράτους πρόνοιας.

    Ο ελληνικός εθνικισμός από την αρχή ως σήμερα

    Άφησα για το τέλος την εμφάνιση και την ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού, γιατί αυτός σύμφωνα με τον Δερτιλή διαπερνά εγκάρσια την ιστορία του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Πολύ φοβάμαι πως αυτό συνεχίζεται και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου.

    Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών.

    Οι ομογενείς επικαλούνταν τον «πατριωτισμό» για τις επενδύσεις τους. Δεν ήσαν μόνο πατριώτες, αλλά δεν ήσαν και μόνο «εκμεταλλευτές». Το μείζον βρίσκεται αλλού. Τα αδύναμα οικονομικώς ελληνικά αστικά στρώματα (η ανεπαρκής εκβιομηχάνιση περιγράφεται στο Μέρος Ζ’, «Υστερήσεις, Βιομηχανία, οι Υποδομές, το Κράτος (1860-1940)». Αυτά τα στρώματα αναφέρει ο ιστορικός: «μη έχοντας να επιδείξουν πλούτο, βιομηχανία, τεχνολογία, επιστήμη, μνημειακή αρχιτεκτονική, πολιτισμική ζωή, προβάλλουν την φιλοπατρία, τον εθνικισμό και τον συγχέουν ακόμη και με τις οικονομικές λειτουργίες […] αυτός ο πατριωτισμός υπονομεύει ακόμη και το κατεξοχήν αστικό προσόν, τον ρεαλισμό» (σ. 574). Ο ελληνικού τύπου εθνικισμός συνδεδεμένος, αναπόφευκτα με τον αλυτρωτισμό, είναι ο κύριος «υπεύθυνος» για την κούρσα των εξοπλισμών. Ο Δερτιλής όμως ακόμη και εδώ δεν είναι μονομερής. Αφού αναδεικνύει τις ρίζες του ελληνικού εθνικισμού, τις καταβολές του στη λογική του «Γένους», την ανάπτυξη του πνεύματος που στήριζε την ελληνική ανασυγκρότηση στην αρχαιότητα προχωρεί όχι σε αξιολογικές κρίσεις για το πόσο καλός ή κακός ήταν, αλλά για το πόσο αναπόφευκτος ήταν σ’ αυτές τις συνθήκες.

    Το δίπολο εθνικό κράτος-εθνικός αλυτρωτισμός και η απευθείας σχέση του με τους εξοπλισμούς και τη διόγκωση του χρέους συνυπάρχει με μια πορεία του ελληνικού κράτους, η οποία μαζί με τον εθνικισμό εμπεριέχει και αναγκαίες εκσυγχρονιστικές τομές, που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι Τρικούπης-Βενιζέλος και οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990, αλλού με περισσότερη και αλλού με λιγότερη επιτυχία. Σε τελική ανάλυση πάντως ο εθνικισμός και η κούρσα των εξοπλισμών της περιόδου 1878-1892 συνδέονται αναπόδραστα με την τότε πτώχευση.

    trikoupis-deliyiannisΠτώχευση την οποία ακολουθεί η ανάπτυξη της περιόδου 1885-1906. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που επεβλήθη το 1898 είχε θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, γράφει ο ιστορικός, «η ανάκαμψη της δραχμής μετά το 1898 οφείλεται στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, έστω και αν ήταν ταπεινωτικός και, μακροχρονίως, εκμεταλλευτικός, έστω και αν το συμπέρασμα αυτό προσβάλλει, ενδεχομένως, τον πατριωτισμό (ή το περίφημο φιλότιμο) των σημερινών και τότε Ελλήνων» (σ. 656). Ακολουθεί η ανάλυση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν κατά τον 20ο αιώνα στο πολιτικό σύστημα (1830-2000), στη φορολογία, στην κατανομή του πλούτου (1830-2000) και την αναδιανομή των εισοδημάτων. Μεταρρυθμίσεις στη δημοκρατία που έγιναν όχι τόσο με κριτήριο τον ορθολογισμό, αλλά με «βάση τις θεμελιώδεις ανάγκες του κράτους και του πλέγματος εξουσίας» (σ. 828). Μεταρρυθμίσεις στη φορολογία (1840- 1955) που μάλλον ποτέ δεν εξάλειψαν την υποφορολόγηση των αγροτικών στρωμάτων (ένας ακόμη μύθος είναι η δήθεν βαριά φορολογία των αγροτών) την ακόμη μεγαλύτερη υποφορολόγηση των πλουσίων και τη διαρκή, διαχρονική υπερφορολόγηση των φτωχών στρωμάτων της πόλης. Ένας καθεστώς που κυριάρχησε από το 1833 ως το 1933. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1955 υπήρξε καθιέρωση για πρώτη φορά της προοδευτικής φορολογικής κλίμακας. Την ίδια όμως στιγμή ένα κράτος που κτίζεται από το μηδέν απαιτεί και μεταρρυθμίσεις στην κατανομή εισοδήματος, απαιτεί δηλαδή δαπάνες για σχολεία, για δικαστήρια και για φυλακές. Δαπάνες που «όχι μόνο δεν ήταν καταναλωτικές, αλλά είχαν απόλυτη προτεραιότητα και ήταν ουσιαστικώς επενδυτικές» (σ. 743).

    Τελειώνω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο το οποίο πιστεύω πως δίνει την πλήρη εικόνα για αυτό. Κατά τον 19ο αιώνα «το σύνολο των φαύλων κύκλων συνέθετε σιγά σιγά την μελλοντική φυσιογνωμία της χώρας, όπως αυτή θα καταλήξει ένα αιώνα αργότερα: οικονομία υπηρεσιών, κοινωνία κινητική και μεταναστευτική, ιδεολογία κοινωνικής ανόδου και κερδοσκοπίας, αστικός υδροκεφαλισμός, και ένας πολιτικός μεταρρυθμισμός που βαθμιαία υποτάσσεται σε αυτές τις λογικές και διογκώνει το κράτος προκειμένου να τις υπηρετήσει» (σ. 698).

    Θα ήμουν υπερβολικός αν συνιστούσα την εσπευσμένη ανάγνωση αυτού του βιβλίου από τους έλληνες διαπραγματευτές και αν ήταν εύκολο να μεταφραστούν τα βασικά πορίσματά του και από τους εταίρους-δανειστές μας;

    http://www.bookpress.gr/kritikes/istoria/dertilis-b-giorgos-pek-panepistimiakes-ekdoseis-kritis-istoria-tou-ellinikou-kratous?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

  82. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

    ( ή Οι αλλαγές που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν μέχρι τώρα)

    Γενικά δεν αμφισβητείται ότι τα αίτια της χειρότερης οικονομικο-κοινωνικής κρίσης που περνάει μεταπολεμικά η χώρα μας βρίσκονται στις παθογένειες του ελληνικού κράτους και ότι η κρίση αυτή μοιάζει με μια βαριά νόσο που για την οριστική της θεραπεία απαιτείται να αντιμετωπισθούν τα αίτια που την προκάλεσαν. Αν και γενικώς γνωστά, τα αίτια αυτά αξίζει να συνοψισθούν γιατί αφορούν τις δομικές αλλαγές που τόσο οι πρόσφατοι δανειστές μας όσο και κάθε σκεπτόμενος Έλληνας απαιτεί και που δυστυχώς παραμένουν το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα μας.

    Δεν πρωτοτυπούμε λέγοντας πως η φοροδιαφυγή αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης, όχι όμως και τη μοναδική. Σημειωτέον πως με τη φοροδιαφυγή σχετίζεται και η εξαγωγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, η οποία τελευταία αυξήθηκε και επεκτάθηκε λόγω της ανασφάλειας πολλών, όχι κατ΄ ανάγκη φοροφυγάδων, από τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας μας. Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα η φοροδιαφυγή ξεπερνάει κατά πολύ αυτή άλλων χωρών λόγω: (α) ανεπάρκειας του φοροεισπρακτικού μας μηχανισμού (β) αναποτελεσματικής δικαιοσύνης που δεν λειτουργεί αποτρεπτικά και (γ) περιστασιακής και συνεχώς μεταβαλλόμενης νομοθεσίας, συχνά άδικης προς τον νομοταγή πολίτη και ευνοϊκής προς τον φοροφυγά. Έτσι η φοροδιαφυγή εξαπλώνεται σε ευρύτερα στρώματα, θεωρούμενη από πολλούς ως «νόμιμη» άμυνα απέναντι σε ένα άδικο και εχθρικό κράτος.

    Η κατάσταση αυτή αλλά και γενικότερα η σημερινή μας παρακμή οφείλεται σε μια σειρά από παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, τη βασική ευθύνη για τις οποίες φέρουν κυρίως όσοι κυβέρνησαν τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Μερίδιο ευθύνης, φυσικά μικρότερο, αναλογεί και στον ελληνικό λαό που τους εξέλεξε. Σημειωτέον πως στη δημιουργία και διατήρηση των παθογενειών αυτών συνέβαλαν σημαντικά και συνδικαλιστές που εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να δίνουν μάχη «χαρακωμάτων» εναντίον κάθε προσπάθειας εκσυγχρονισμού.

    Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε: «Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας είναι πρόβλημα πολιτικό και όχι οικονομικό». Το ίδιο αναγνώριζε ο Κώστας Καραμανλής όταν υποσχόταν την «επανίδρυση του κράτους», ενώ το ίδιο πιστεύουν οι δανειστές μας, όταν επιμένουν για δομικές αλλαγές. Είναι όμως απογοητευτικό ότι παρ’ όλες τις πιέσεις και ελέγχους των δανειστών μας, οι βασικές επιτυχίες των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Σαμαρά περιορίστηκαν κυρίως σε ένα βραχύβιο πλεόνασμα του ισοζυγίου που προήλθε κυρίως από οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών και από αυξήσεις φόρων, επεμβάσεις δηλ. πού μπορούσαν να γίνουν χωρίς πολλή σκέψη. Η οποιαδήποτε πρόοδος στην εξάλειψη των παθογενειών του κράτους που θα θωράκιζε μόνιμα τη χώρα μας, είναι ελάχιστη. Έτσι τα σκληρά μέτρα λιτότητας αλλά και η απογοήτευση πολλών Ελλήνων ως προς το θέμα αυτό, εξηγούν πλήρως τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών με την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 5-6% στο εντυπωσιακό 37% .

    Ως σημαντικότερες λοιπόν αιτίες για τη σημερινή κρίση και παρακμή θεωρούμε συνοπτικά τις εξής:

    · Άστοχες συνταγματικές διατάξεις και απαράδεκτες, «αλά κάρτ», ερμηνείες τους.

    · Ένα κατ’ επίφαση δημοκρατικό πολίτευμα, χωρίς ουσιαστική διάκριση των εξουσιών και χωρίς δικλείδες ασφαλείας για την ομαλή λειτουργία του.

    · Αναποτελεσματική δικαιοσύνη και εξάρτηση από την εκτελεστική εξουσία.

    · Αδυναμία συνεργασίας των κομμάτων για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ακόμα και σε θέματα μείζονος εθνικής σημασίας.

    · Διοικητική ασυνέχεια, με ένα αδιάκοπο ράβε-ξήλωνε στη νομοθεσία μας όχι μόνο όταν αλλάζουν κυβερνήσεις αλλά και όταν αλλάζουν Υπουργοί.

    · Προχειρότητα και «φωτογραφικές ρυθμίσεις» (νυχτερινές τροπολογίες) στο νομοθετικό έργο.

    · Παράλειψη, χωρίς συνέπειες, εφαρμογής Νόμων.

    · Παντελής έλλειψη αξιοκρατίας σε όλα τα επίπεδα της Δημόσιας Διοίκησης.

    · Μεγάλο έλλειμμα λογοδοσίας των διοικούντων.

    Οι παθογένειες αυτές οδήγησαν σε:

    · Δημιουργία ενός διογκωμένου, γραφειοκρατικού, ανυπόληπτου και αναποτελεσματικού κράτους πελατειακών σχέσεων, με εκτεταμένη διαφθορά. Το περιβάλλον αυτό αποτελεί τροχοπέδη για την καινοτομία, δημιουργία νέων επιχειρήσεων, προσέλκυση επενδύσεων κλπ. Ταυτόχρονα έχει εκθρέψει μια πανίσχυρη ολιγαρχία διαπλοκής, η οποία λυμαίνεται τον ελληνικό πλούτο, με τη συνδρομή πολιτικών ανδρών που αυτή στηρίζει και με σύμμαχο αρκετά ΜΜΕ που ελέγχει.

    · Εκτεταμένη ατιμωρησία των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών που οφείλεται: (α) σε νομοθετικά «παράθυρα» ή παραλείψεις, (β) σε χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες που συχνά καταλήγουν στην παραγραφή (γ) σε παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης και (δ) στη μη εφαρμογή των νόμων, ιδίως αν οι παραβάσεις γίνονται ομαδικά.

    · Κατασπατάληση κοινοτικών πόρων λόγω έλλειψης σχεδιασμού και ελέγχων.

    · Μεγάλες οικονομικές στρεβλώσεις με μισθολογικές ανισότητες σε Δημόσιο και Οργανισμούς, παροχές προνομίων σε ισχυρά συνδικάτα ή ομάδες.

    · Συνεχή υποβάθμιση της παιδείας με ένα απερίγραπτο ράβε-ξήλωνε μεταρρυθμίσεων

    · Μείωση της παραγωγής και παραγωγικότητας

    · Υπερδανεισμό, υπερχρέωση, σημερινή κρίση.

    Όσες προσπάθειες καταβλήθηκαν στο παρελθόν για να αντιμετωπισθούν κάποιες από τις ανωτέρω παθογένειες, δυστυχώς απέτυχαν. Σήμερα δίνεται άλλη μια ευκαιρία στη νέα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγάλο ερώτημα είναι: Υπάρχει η θέληση αλλά και η ικανότητα για τις συγκρούσεις όχι μόνο με συμφέροντα και πρακτικές δεκαετιών άλλα και με φίλους της Κυβέρνησης, που οι «σαρωτικές αλλαγές» απαιτούν και ο ελληνικός λαός περιμένει; Αν και αυτή η ευκαιρία χαθεί, το μέλλον μας θα είναι δυσοίωνο. Ίδωμεν….

    Σταύρος Α. Αναγνωστόπουλος

    Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

    Chief Editor, Earthquakes and Structures

    26500, Πάτρα

    Hellenic Professors and PhDs Electronic Forum

  83. A.Β. on

    Το ανορθολογικό στοιχείο στην ελληνική θεωρητική σκέψη. Μια σημαντική εισήγηση του Κοσμά Ψυχοπαίδη

    Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, μαζί με τους Κορνήλιο Καστοριάδη, Νίκο Πουλαντζά, Κώστα Παπαϊωάννου και Παναγιώτη Κονδύλη, υπήρξε από τους πιο αξιόλογους Έλληνες πολιτικούς στοχαστές και κοινωνιολόγους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Στο έργο του ερμήνευσε την παράδοση του Διαφωτισμού που εκπροσωπείται κυρίως από τους Ρουσώ, Καντ, Χέγκελ αλλά και από τον Μαρξ, ως απόπειρα θεμελίωσης πολιτικών κανόνων που δεν οπισθοδρομεί σε προ-νεωτερικού τύπου αντιλήψεις περί αγαθού, ούτε εκφυλίζεται σε εγωιστικό πράττειν. Ο Ψυχοπαίδης, στο πλευρό (μεταξύ άλλων) της Νεότερης Σχολής της Φρανκφούρτης με τον Jürgen Habermas, υποστήριξε την Κανονιστική Θεωρία, ως αντίπαλο ρεύμα της αποφασιοκρατίας. Κατ’ αυτόν, η θεμελίωση των πολιτικών κανόνων, οριοθετείται όχι μόνον από τις ιστορικές σχέσεις ιδιοκτησίας, ιδιοποίησης και διανομής του κοινωνικού προϊόντος και από το κανονιστικό περιεχόμενο αυτών των σχέσεων, αλλά και από συστήματα αξιών που επιτρέπουν την αξιολόγησή του. Υπ’ αυτό το πρίσμα, άσκησε κριτική στις αντίπαλες απόψεις τριών επιφανών Ελλήνων στοχαστών, συγκεκριμένα του Χ. Γιανναρά και των αναφερθέντων Κ. Καστοριάδη και Π. Κονδύλη.
    Γ. Ρ.

    Εισήγηση στο 8ο Επιστημονικό Συνέδριο του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα «Ιδεολογικά ρεύματα & τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα», δημοσιευμένη στον ομότιτλο τόμο πρακτικών του συνεδρίoυ (Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα Αθήνα 2002). Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας & Κριτικής» τ. 50/51 με την ευγενή άδεια της κ. Ολυμπίας Ψυχοπαiδη.

    Ι. Όψεις του ανορθολογισμού στην Ελλάδα

    Η πνευματική ζωή στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από ανορθολογισμό όσον αφορά τις θεωρητικές κατασκευές, τα πολιτικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα και τις θεμελιώσεις που αφορούν το πολιτικό σύστημα, τους κοινωνικούς θεσμούς και την ταυτότητα των μελών της κοινωνίας. Ιστορικά η ελληνική κοινωνική ταυτότητα στις επιμέρους εκφάνσεις της συγκροτείται μέσα από εγγενείς αντινομίες της ελληνικής πολιτικής ζωής, που αφορούν την οριοθέτηση της ελληνικής εθνικής οντότητας, τη συμβίωση με όρους δικαιοσύνης μέσα σε αυτήν, τις ιστορικές δυνατότητες δράσης της κοινωνίας, την πολιτειακή μορφή, τη σχέση πολιτισμού, κοινωνίας και πολιτικής. Μέχρι σήμερα, αντινομικά στοιχεία που αφορούν το τι είμαστε, τι θέλουμε, τι μπορούμε, τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει, ποιοι είναι κάθε φορά για μας «οι άλλοι», τι μας χαρακτηρίζει, τι μας λείπει και ποιος φταίει γι’ αυτό, επιβιώνουν στο κοινωνικό συνειδησιακό και ασύνειδο υπόστρωμα και παράλληλα επικαλύπτονται πολλαπλά από νέες μορφές φόβων, αισθημάτων απειλής, νέες επιθετικότητες, ανασφάλειες, επικλήσεις ταυτότητας, μισαλλοδοξίες, εθνικισμούς και ρατσιστικές τάσεις και αντιδραστικές ιδεολογίες, ενόψει της νέας φτώχειας, της αποδόμησης των όποιων εξασφαλίσεων του κοινωνικού κράτους, του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ζωής και της απαξίωσης των στοιχείων αλληλεγγύης.

    Στη σημερινή ελληνική κοινωνία οι δομές της ανορθολογικής σκέψης είναι ανιχνεύσιμες στα πεδία της πολιτικής επιχειρηματολογίας, της εκπαίδευσης, της σχέσης του κράτους με τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών και την Εκκλησία, καθώς και στις εκδηλώσεις της τέχνης και της θεωρητικής σκέψης. Θα επιχειρήσουμε εισαγωγικά μία διευκρίνιση ορισμένων προβλημάτων που θέτει η έννοια του ορθολογισμού/ανορθολογισμού που χρησιμοποιείται στην ανάλυσή μας και θα αναφερθούμε σύντομα στους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους της αναπαραγωγής της ανορθολογικής σκέψης στην χώρα μας και στις μορφές που λαμβάνει η σκέψη αυτή σήμερα. Εν συνεχεία θα προβούμε σε μία τυποποίηση των τάσεων της ανορθολογικής θεωρητικής σκέψης στην Ελλάδα και στα πλαίσια αυτά θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε τρεις τύπους ανορθολογικής σκέψης: τον ντεσιζιονιστικό ανορθολογισμό με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Κονδύλη, τον ανορθολογισμό του φαντασιακού με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Καστοριάδη και τον κοινοτιστικό ανορθολογισμό με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Γιανναρά. Θα θέσουμε το ερώτημα για τις μορφές κοινωνικής αποδοχής και υιοθέτησης των τρόπων αυτών σκέψης από μια ευρύτερη δημοσιότητα (λχ. ομάδες διανοουμένων, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εκδότες και αναγνωστικό κοινό) και για τις πολιτικές προεκτάσεις της αποδοχής θεωριών αυτού του τύπου.

    ΙΙ. Τι είναι ορθολογικό, τι ανορθολογικό; Μορφές ορθολογισμού & ιστορία της σκέψης
    Στην κοινή γλώσσα όταν λέμε για κάτι ότι είναι ορθολογικό εννοούμε ότι είναι έλλογο, σε αντίθεση με το ανορθολογικό που έρχεται σε αντίθεση προς τον λόγο. Με αυτή την έννοια μιλάμε για ορθολογική θεμελίωση πράξεων, γνωμών, επιθυμιών, αξιών και κανόνων. Αμφισβητούμενο από πολλούς είναι, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ορθολογικά ρυθμισμένες καταστάσεις ή για έλλογη πραγματικότητα. Μια τέτοια αντίληψη ουσιαστικής ορθολογικότητας που μπορεί να αποδοθεί ή όχι κατά περίπτωση στην πραγματικότητα, απορρίπτεται ως γνωστόν από τον Μαξ Βέμπερ, ο οποίος αναγνωρίζει μόνον τύπους τυπικής ορθολογικότητας του πράττειν και σε αντιστοιχία προς αυτούς τυποποιεί από κοινωνιολογική σκοπιά και τη σύγχρονή του καπιταλιστική πραγματικότητα που συνδέεται με διαδικασίες εξορθολογισμού του πράττειν. Αλλά μπορούμε βέβαια να αποδώσουμε ανορθολογισμό σε ιστορικές καταστάσεις που είναι δομικά συγκροτημένες κατά τρόπο που να αναπαράγουν σχέσεις αναξιοπρέπειας, εξάρτησης και διακινδύνευσης για τα μέλη της κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή μεταβαίνουμε από τύπους ορθολογισμού κατά τον σκοπό σε κανονιστικά συγκροτημένους τύπους ορθολογισμού (λ.χ. Καντιανού τύπου πράξεις από αξιοπρέπεια) ή σε τύπους ορθολογισμού της συνειδητής και αλληλέγγυας ρύθμισης των όρων κοινωνικής ζωής από τους δρώντες. Οι λεγόμενες «εξτερναλιστικές» (Αριστοτέλης, Καντ, Μαρξ) προσεγγίσεις του ορθολογικού πράττειν, συνδέουν την πράξη με δεσμευτικά αιτήματα της κοινωνίας που είναι ηθικά-πολιτικά θεμελιωμένα. Όμως, μια τέτοια προοπτική ακυρώνεται στην περίπτωση υποκατάστασης της προβληματικής της πράξης από μια θεωρία της απόφασης, όπου ο κάθε δρων επιδιώκει αποκλειστικά το δικό του συμφέρον και δεν παρέχεται πλαίσιο έλλογης σύμπραξης μεταξύ των δρώντων και από κοινού αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Έκφραση του βαθμού πολιτισμικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας είναι και το κατά πόσον έχει επιτευχθεί σε αυτήν ένας βαθμός κοινών περιγραφών των επιδιωκόμενων σκοπών (αξιών) και ικανότητας συλλογικής διαβούλευσης πάνω στους όρους κοινωνικής/πολιτικής ζωής, κατά πόσον οι δρώντες έχουν επεξεργαστεί κοινές ιεραρχίες αξιών και κατά πόσον έχουν προσδώσει σε αυτά τα αξιακά πλαίσια δεσμευτικότητα που υπερβαίνει τον πολιτισμικό σχετικισμό και τον συλλογικό «δοξαστικό βολονταρισμό». Καθώς εδώ σκιαγραφούμε μια μετάβαση μεταξύ των ανορθολογικών Βεμπεριανών πολώσεων μεταξύ αξιών και όρων ζωής (πρβλ. τις Βεμπεριανές έννοιες «wertrational» – «zweckrational») ζητώντας άρση των Βεμπεριανών παραδοχών μεθοδολογικού ατομισμού και διαλεκτικές μεταβάσεις από τους όρους στις αξίες, λαμβάνουμε μια θέση εκτεθειμένη σε πολλά προβλήματα. «Τι είναι ορθολογικό σε εποχές που εσύ και οι δικοί σου απειλούνται με εξόντωση (πρβλ. Κατοχή, ΕΑΜ) ή όταν έχουν ληφθεί οι αποφάσεις, ίσως λάθος, από άλλους και τώρα τα πράγματα κυλάνε, και το τι είναι ορθολογικό μοιάζει να ταυτίζεται με το με ποιον θα πας; Θα ανέβεις με τους αντάρτες στο βουνό ή θα φροντίσεις την άρρωστη μητέρα σου; (Περίπτωση που αναφέρει ο Σαρτρ και που είναι γι’ αυτόν χαρακτηριστική περίπτωση «υπαρξιστικής» απόφασης). Τι είναι ορθολογικό επί δικτατορίας, να αντισταθείς ή να προσαρμοστείς; Υπάρχει δεσμευτικότητα στην απάντηση κ.λ.π ; Είναι φανερή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σύνδεση της έννοιας του ορθολογισμού με την ιστορικότητα και με ζητήματα που αφορούν το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία μας, την ιστορία μας και τι αξίες έχουμε. Το κάθε φορά ορθολογικό προϋποθέτει μία ιεράρχηση και προτεραιότητα αξιών. Ποια είναι η εγγύηση ότι αυτή η ιεράρχηση δεν θα οδηγηθεί σε σχετικισμό και αυθαιρεσία;
    Η απάντηση που μπορεί να δοθεί σε αυτό το ερώτημα παραπέμπει στη δεσμευτικότητα και το ιστορικά ανεπίστρεπτο των σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί στη συνολική ανθρωπότητα από το 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Αντίστοιχα προς τις σχέσεις αυτές υπάρχει ένας καμβάς πρωτο-αξιών, που είναι οι αξίες της νεωτερικότητας που προκύπτουν ως αξιώσεις διαφύλαξης της ζωής και ως αξιώσεις ελευθερίας και ισότητας, δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας σε κοινωνίες του εγωισμού και της ανταγωνιστικότητας. Επιτυγχάνεται άρα άρση της πολιτισμικής σχετικότητας στον ορίζοντα της ιστορικότητας του «τώρα», της παγκοσμιοποίησης, και ως σύνδεση των αντιστάσεων σε αυτού του τύπου την παγκοσμιότητα. Εδώ η άρση του σχετικισμού θα τεθεί σε σχέση με τη δεσμευτικότητα να αντιμετωπίσουμε από κοινού τα διλήμματα της τωρινής ανθρωπότητας.
    Στις αξίες της νεωτερικότητας συμπεριλαμβάνεται και η αξία που αντιπροσωπεύει η κριτική τους βάσει των ιστορικών εμπειριών που οδήγησαν στη συγκρότηση της μιας τωρινής ιστορικής ανθρωπότητας, λ.χ. η μη φορμαλιστική εκδοχή της ελευθερίας, ισότητας, αξιοπρέπειας και αυτοκυβέρνησης οδηγεί στην κριτική της ιδιοκτησίας, αλλά ο αναστοχασμός πάνω στη φύση της ιδιοκτησίας ως μορφής του νεωτερικού καταμερισμού της εργασίας οδηγεί στον αποκλεισμό του εμφύλιου πολέμου με στόχο την κατάργηση της ιδιοκτησίας (πρβλ. αντίστοιχα την αρνητική ιστορική εμπειρία των «σοσιαλιστικών» ανατολικών γραφειοκρατιών που συγκροτήθηκαν με το σύνθημα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας), οπότε αναδεικνύεται ως πολιτική αξία ο περιορισμός της ιδιοκτησίας με αξιοποίηση της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης.
    Στα πλαίσια αυτά αναδύεται η αξία της εξασφάλισης της κοινωνικής ζωής (κοινωνικό κράτος) υπό καπιταλιστικές συνθήκες, που συνεπάγεται ωστόσο έναν αναστοχασμό πάνω στα εμπόδια ανάπτυξης και τις στρεβλώσεις του μηχανισμού κοινωνικού κράτους στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αντί, λοιπόν, για αυθαιρεσία αξιών, ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει πραγματικά ιστορικά διλήμματα ενόψει των απειλών για τους όρους κοινωνικής ζωής που προέρχονται από τον ιστορικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Ορθολογική είναι η πράξη που θέλει να άρει τις απειλές αυτές. Η πράξη αυτή και η σκέψη που τη συνοδεύει μπορεί να κατανοηθεί και ως «ανάπτυξη» αυτού του καμβά αξιών προς την κατεύθυνση της ελευθερίας (Χέγκελ). Προσέχοντας να αποφύγουμε τα ιδεαλιστικά συνδηλούμενα μιας τέτοιας θεώρησης, κρατάμε την αλήθεια της, ότι γι’ αυτό αγωνίζονται οι άνθρωποι: για ελευθερία και δικαιοσύνη. Το ποιες αξίες θα ενεργοποιηθούν και με τι σειρά, τούτο έχει να κάνει με τον τύπο νεωτερικών κοινωνιών, το είδος όρων ζωής που μέσα σε αυτές τίθενται υπό απειλήν. Εδώ τίθενται και ζητήματα λανθανόντων όρων (αντίστοιχα: λανθανουσών αξιών) που οδηγούνται ιστορικά σε ενεργοποίηση, που έχουν αναλυθεί σε μεγάλο βαθμό σε έργα των Μαρξ, Polanyi, Parsons, Luhmann και που αφορούν την ιεράρχηση αξιών.
    ………………..
    ………………….

  84. A.Β. on

    ………………
    ………………

    Βέβαια, υπάρχει η περαιτέρω μετατόπιση, αλλοίωση, αναπροσαρμογή όρων ζωής και αξιών στο κάθε σημείο ανάπτυξης αυτού του καμβά από λόγους ιστορικότητας, λ.χ. πρόταξη εκδημοκρατισμού, ανάπτυξης, εθνικής ολοκλήρωσης κ.λ.π. σε κάθε χώρα. Αυτές οι ιεραρχήσεις έχουν βασανίσει πολλούς ανθρώπους στο παρελθόν (πρβλ. το σταλινικό: «πρώτα ανάπτυξη, μετά ελευθερία»). Σήμερα αυτά είναι ψευδοδιλήμματα, διότι αν δεν υπάρχει ελευθερία και δημοσιότητα και κριτική της τεχνολογίας, θα εκραγούν όλοι οι πυρηνικοί σταθμοί τύπου Τσερνομπίλ και θα καταστραφεί όλη η ανθρωπότητα. Αν δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπορεί να συντονιστεί η οικονομική δράση κλπ. Άρα η ελευθερία είναι όρος της τεχνολογίας και της ανάπτυξης, αλλά η ελευθερία προϋποθέτει ισότητα, δικαιοσύνη κλπ. Στην πραγματικότητα, προϋποθέτει όλα τα δικαιώματα και τους δεσμευτικούς κανόνες που, σίγουρα με στρεβλό τρόπο, εισέρχεται στους καταλόγους των δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

    Έτσι θα τεθεί, με διαπλοκή του κανονιστικού, το ζήτημα των απειλούμενων όρων κοινωνικής ζωής, όχι ως αποκλειστικά λειτουργιστικό, αλλά και ως πρακτικό ζήτημα που αφορά την έννοια του τι είναι ορθολογικό σήμερα. Σε αυτήν τη βάση μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα σχετικισμός/δεσμευτικότητα και να ασκηθεί κριτική σε θέσεις τύπου Axel Honneth, που αξιοποιεί τον σχετικισμό της αναγνώρισης (Taylor) και τον συνδυάζει με τον φορμαλισμό, συρρικνώνοντας έτσι το πλαίσιο ιστορικότητας εντός του οποίου θα γίνει η ανάλυση για το ποιες αξίες, ποιες πράξεις είναι δεσμευτικές και ποιες όχι.

    Η σημερινή σκέψη, προβαίνοντας σε μια κριτική/αναστοχαστική έκθεση αξιών, καθίσταται με αυτήν την έννοια «ορθολογική». Αναστοχάζεται την κίνηση αυτού του καμβά και τις αναγκαίες μετατροπές. Αναστοχάζεται κάτι που είναι ζήτημα «πράξης», ναι, και απόφασης, αλλά σε αναστοχαστικό πλαίσιο για τα τωρινά προβλήματα της ανθρωπότητας που δεν είναι αποκομμένα από τα παλαιότερα, ούτε από τη μορφή της κοινωνίας, οπότε αυτός ο αναστοχασμός, που είναι το πλαίσιο και ο λόγος της απόφασης, δεν γίνεται να απεμποληθεί. Δεν παρουσιάζεται γυμνή η απόφαση. Συναφές είναι το ζήτημα της πράξης. Οι κοινωνικοί αγώνες στρέφονται σήμερα κατά κύριο λόγο ενάντια στα αποτελέσματα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, λ.χ. να σταματήσει η καταστροφή του περιβάλλοντος, δεν έχουν ευθέως ως στόχο τους να πάψει ο καπιταλισμός. Ο αγώνας λαμβάνει χώραν βάσει αυτών που είναι άμεσα αισθητά και όχι όσων προκύπτουν ως αποτέλεσμα υψηλών αφαιρέσεων.

    ΙΙΙ. Πως τέθηκε στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας το ζήτημα του ορθολογισμού;

    Όπως επισημάνθηκε, οι έννοιες του ορθολογικού/ανορθολογικού θα πρέπει να συνδεθούν με τους τρόπους που το ζήτημα αυτό ετέθη ιστορικά: στην ελληνική κοινωνία, μέσα από μια σειρά αντιθέσεων που προέκυψαν ως διαδοχικά και εν πολλοίς επικαλυπτόμενα διλήμματα στη συλλογική συνείδηση, λ.χ. αντίθεση μεταξύ αιτήματος εθνικής ολοκλήρωσης αφενός και πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης αφετέρου κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, αντίθεση μεταξύ Μεγάλης Ιδέας και συρρίκνωσης του Ελληνισμού στη δεκαετία του ’20, Βενιζελικού εκσυγχρονισμού και αντίδρασης σε αυτόν, εμφυλιοπολεμική σύγκρουση στη δεκαετία του ’40, αυταρχισμός εναντίον εκδημοκρατισμού (δεκαετίες ’50 και ’60), οπορτουνιστική προσαρμογή εναντίον αντίστασης κατά την περίοδο 1967-1974, λαϊκιστικός αντι-δυτικισμός εναντίον θεσμικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης στις δομές του δυτικού «ορθολογισμού» 1975-1990 κ.λπ. Μπορούμε να δούμε την ιστορία τέτοιων αντιθέσεων και συγκρούσεων και σαν ιστορία της άρνησης του κοινωνικού φαντασιακού να υποβληθεί σε αυτό που ονομάστηκε «γνωσιακή ψυχοθεραπεία» (R. Brandt), δηλ. ως άρνηση των δρώντων να υποβάλουν τις επιθυμίες και αξίες τους σε επανειλημμένη και ουσιαστική αντιπαράθεση με τις ιστορικές συνθήκες που κάθε φορά αλλάζουν, και ακόμα άρνησή τους να αντιπαραθέσουν τις ηθικές τους αρχές στις επιμέρους ηθικές τους κρίσεις (κάτι σαν το reflective equilibrium του Rawls), να ιεραρχήσουν τις αρχές αυτές κ.λπ. Όλες αυτές οι δομές της απώθησης, μη-εξέτασης, μη ιεράρχησης, εμμονής στο αρχικά επιλεγέν ως «ουσιώδες» (λχ. εθνική ιδιαιτερότητα, ελληνικότητα, παράδοση κ.λπ.), αποτελούν ιστορικά προσδιορισμένες μορφές του ανορθολογικού και δεν είναι το ζήτημα να καταχωρηθούν εδώ ως λανθασμένες μορφές συνείδησης από εμάς, που επειδή ήρθαμε αργότερα, κάνουμε ό,τι «ξέρουμε καλύτερα». Τις εξετάζουμε από τη σκοπιά του «τώρα», ως εκδηλώσεις των ιστορικών ορίων της κοινωνίας που αφορούν τους στόχους που μπορεί να θέσει, της αδυναμίας της να επιτύχει τους στόχους, να βρει τα μέσα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων, του οποίου η δυναμική δεν συνειδητοποιείται, αλλά και στο βαθμό που συνειδητοποιείται, δεν μπορεί να ελεγχθεί.

    Οι άνθρωποι θα ήθελαν, να μπορούσαν να δράσουν σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται ως διαδοχή καταστροφών, ανέχειας, άγνοιας και φαντάζει στα μάτια τους σαν μια ιστορία αδικίας και προδοσίας. Αλλά δεν ξέρουν και δεν μπορούν· και αυτό αναπληρώνεται με φαντασιώσεις για την ιδιαίτερη αυταξία τους, την απαράμιλλη ελληνικότητά τους, την υιοθέτηση προτύπων υπεράνθρωπων ή μοναδικών προσωπικοτήτων. Η ανάγκη για υπέρβαση των στενών ορίων (εθνικών, πολιτισμικών, γλωσσικών, κοινωνικών, πνευματικών), αναπαράγει την ανορθολογική κατασκευή του παντοδύναμου και ανυπέρβλητου, του άνευ όρων ισχύοντος, είτε είναι το «ελληνικό φως» του Γιαννόπουλου, είτε είναι ο Νιτσεϊκός υπεράνθρωπος του Καζαντζάκη, είτε είναι ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Καλομοίρη. Ο ανορθολογισμός αυτός θα στηριχθεί στα ιστορικά στοιχεία που παρέχει ο πολιτισμός αυτός (τις λεγόμενες «παραδόσεις»), στην ανακάλυψη της αρχαιότητας ως «προγόνου μας», στη θρησκεία/ορθοδοξία (πρβλ. λ.χ. τη λειτουργία του «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» στο τέλος του «Κωνσταντίνου Παλαιολόγου»), θα συνδεθεί με το γλωσσικό ζήτημα, όπου ο δημοτικισμός, ταυτοχρόνως, αφενός μεν υιοθετεί απόψεις περί «λαϊκής ψυχής» ανορθολογικού/ιστοριστικού τύπου και αφετέρου εκδηλώνει το κοινωνικό αίτημα γλωσσικής μεταρρύθμισης, απόρριψης του καθαρευοuσιανισμού, καθιέρωσης της νεοελληνικής γλώσσας.

    Είναι αξιοσημείωτο ότι στο μεσοπόλεμο ο ιδιάζων νεοελληνικός ανορθολογισμός συναντιέται με τις ανορθολογικές φιλοσοφικές τάσεις στη Δυτική Ευρώπη, με τους τρόπους που εκεί αφομοιώθηκε και αξιοποιήθηκε για το θεωρητικό και πολιτικό επιχείρημα ο Νίτσε, ο Σπένγκλερ κ.λπ. Αν στην Ευρώπη οι λόγοι άνθησης αυτών των ρευμάτων είχαν να κάνουν με το ότι η οποιαδήποτε ενσωμάτωση της πολιτικής και του πολιτισμού στις συνθήκες καπιταλιστικής ολοκλήρωσης λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες κρίσης και διακινδύνευσης της κοινωνίας, πράγμα που οδηγεί στην ανορθολογική, ηρωική, πεσιμιστική κ.λ.π. προβολή της σχέσης ατόμου και όλου στις συνειδήσεις των μελών της κοινωνίας και ιδίως της διανόησης, στην Ελλάδα. είναι η αίσθηση της αδυναμίας των μελών της κοινωνίας να αναγνωρίσουν την κοινωνική πραγματικότητα ως δική τους, ως κάτι στο οποίο συμμετέχουν και το οποίο συγκαθορίζουν, καθώς βιώνουν τη διαρκή εναλλαγή καταστροφών, πολιτειακών εκτροπών, τη φτώχια, την πολιτική και ιδεολογική καταδυνάστευση. Και η αντίσταση στις αντίξοες συνθήκες συχνά είναι παγιδευμένη σε απλουστευτικά και δογματικά σχήματα και σε ψευδείς ιδεολογικές κατασκευές. Η αντινομική αυτή δομή του πραγματικού για την κοινωνική συνείδηση αναπαράγεται με διάφορα σχήματα και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, το λαϊκισμό ως τρόπο κοινωνικής και πολιτικής επικοινωνίας. Η αποτυχία της κάθε στιγμής μετατρέπεται σε ιδεολόγημα για την επόμενη σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης. Σε επίπεδο ατομικής συνείδησης αναπαράγει την ανάγκη του ατόμου για τονισμό της διαφοράς του, της ατομικότητάς του, μιας ιδιαίτερης ταυτότητάς του που έχει όχι τυχαία, αλλά «έγκυρα» και «γνήσια» ως Έλληνας, ο οποίος βιώνει διαφορετικά, άμεσα και ανεπανάληπτα τις στιγμές του, όσο ανάξιές του και αν είναι οι συνθήκες. Εν τω μεταξύ, μετά τη μεταπολίτευση του 1975 και οι συνθήκες αρχίζουν να «εξορθολογίζονται» (μέσω τεχνασμάτων πανούργου ορθολογισμού του τύπου «έξω από την ΕΟΚ για να μπούμε μέσα στην ΕΟΚ»). Η εντασιακή σχέση διατηρείται μεταξύ αφενός διαλεκτικής κοινωνικού εξορθολογισμού δυτικο-ευρωπαϊκού τύπου και αφετέρου αντι-ορθολογισμού της σφαίρας της ατομικότητας και του «βίου». Τα μυθολογήματα περί ταυτότητας, ιδιαιτερότητας του Έλληνα, ανάδελφου κ.λ.π. συνυπάρχουν με τον καταναλωτισμό, την τηλεοπτική επίδειξη, τον κυνισμό και τη στρατηγική της ανευθυνότητας και της μη δέσμευσης.

    IV. Απόφαση, αυτονομία, παράδοση. Το κοινοτιστικό μοντέλο του Χρήστου Γιανναρά

    Μια συζήτηση για τον ανορθολογισμό στη σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να απομονώσει θέματα θεωρίας από θέματα κοινωνικών πρακτικών και από ερωτήματα που αφορούν τους κοινωνικούς μηχανισμούς αφομοίωσης της ανορθολογικής σκέψης από την κοινωνία. Με τον όρο κοινωνία αναφερόμαστε σε ένα ευρύτατο φάσμα της δημοσιότητας και της διανόησης, που εκτείνεται κατά μήκος των γραμμών εκείνων των τάσεων που είχαν παραδοσιακά πολιτογραφηθεί ως εκδοχές του δεξιά και του αριστερά. Υπό ποικίλες μορφές, στο φάσμα αυτό αξιοποιούνται ερμηνευτικά σχήματα για την κοινωνία και τον πολιτισμό βάσει όρων απόφασης, παράδοσης και αυθορμησίας. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να αισθάνονται ότι το πρόβλημά τους είναι ότι δεν έχουν δύναμη (δεν είναι τυχαίο ότι κάθε δεύτερη κουβέντα του κ. Σημίτη είναι ότι η Ελλάδα τώρα έχει δύναμη, θα αποχτήσει δύναμη κ.λ.π.) Πολλοί Έλληνες διεκδικούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα που ν’ αποδεικνύει ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους και κατηγορούν όλους τους άλλους ότι δεν τους το αναγνωρίζουν. Πολλοί Έλληνες έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια ορθολογικής προσέγγισης της πράξης και της πολιτικής, προσεγγίζοντας τα ζητήματα αυτά με όρους «απόφασης». Και ακόμα ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας και της διανόησης υιοθετεί θέσεις αυθορμησίας, απελευθέρωσης του φαντασιακού και πρόταξης της αυτονομίας για να αντιπαρατεθεί στις εργαλειακές λογικές της αποτελεσματικότητας, του εγωισμού και του κέρδους. Τα αιτήματα αυτά «αναγνωρίζονται» σε διάφορες θεωρίες που έχουν διάδοση στην Ελλάδα, όπως του Γιανναρά, του Κονδύλη και του Καστοριάδη (και που σε άλλα συμφραζόμενα θα είχαν διαφορετική ερμηνεία, λ.χ. ο Γιανναράς στη Σκανδιναβία εισπράττεται ως θρησκειολόγος, ο Καστοριάδης στην Αμερική ως μεταμοντέρνος, ο Κονδύλης στη Γερμανία από τους δεξιούς ως κάποιος που τους αποενοχοποιεί και από τους ανανήψαντες πρώην σταλινικούς ως πλουραλιστής).

    Στην Ελλάδα, μια από τις κύριες μορφές του ανορθολογικού επιχειρήματος είναι της νέο-ορθοδοξίας που βρίσκει ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος κυρίως σε εκκλησιαστικούς και συντηρητικούς κύκλους που ταυτίζουν την ιδιαίτερη νομιμοποίησή τους να συνυπαγορεύουν την πολιτική με τη σχέση τους με την κατασκευασμένη κατάλληλα παράδοση. Μαζί με αυτούς είναι κύκλοι αντιδραστικού εκσυγχρονισμού μέσα στην Εκκλησία που λένε ότι πρέπει να ανοιχτούμε στους νέους, να τους αφήσουμε να ντύνονται όπως θέλουν, να ερωτεύονται κ.λ.π. και έχουν απήχηση σε φοιτητές και νέους που απορρίπτουν την υποκρισία και το μοραλισμό των κατηχητικών και των θρησκευτικών οργανώσεων. Κοντά πάνε προερχόμενοι από την Αριστερά νεο-ορθόδοξοι που συμπράττουν με το ΚΚΕ, βάσει του σκεπτικού ότι εκεί διατυπώνεται ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για την κοινωνία, του οποίου την προέλευση μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε ένα μέρος της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.

    Ένας χαρακτηριστικός εκφραστής της τάσης αυτής που επηρεάζει σημαντικό κομμάτι όχι μόνο του «καλού κόσμου», κάποιων «προοδευτικών» παπάδων, αλλά και μεγάλο κομμάτι των νέων είναι ο Χρήστος Γιανναράς. Ο Γιανναράς τονίζει το στοιχείο της ελληνικής αυτοσυνειδησίας, την έννοια του προσώπου όπως υπάρχει στην ορθόδοξη παράδοση και τη σημασία που έχει να είναι κανείς Έλληνας, καθώς αυτό αποτελεί έναν ιδιαίτερο πλούτο ποιότητας ζωής. Σε αντίθεση με τους Δυτικούς που δίνουν προτεραιότητα στην ουσία, λέει ο Γιανναράς, η ελληνική έκφραση της εκκλησιαστικής εμπειρίας εισάγει την κατηγορία των «ενεργειών» στην οντολογική ερμηνεία του υπαρκτού, που κάνει δυνατή μια αιτιολόγηση της πρότασης για την προτεραιότητα. το προσώπου. Πρόκειται για τη δυνατότητα που έχει η προσωπική ύπαρξη να «εξ-ίσταται», να ίσταται εκτός της ομοειδούς ουσίας και να φανερώνει υπαρκτική ετερότητα. Η εκκλησιαστική αυτή πρόταση νοηματοδοτεί, κατά τον Γιανναρά, την κοινωνική ύπαρξη συλλογικών πεδίων δράσης, όπως είναι το Δίκαιο και η Πολιτική Οικονομία.

    Για τον Γιανναρά το πρόβλημα των Κοινωνικών Επιστημών είναι σήμερα ότι δεν έχουν ακόμη επιτύχει να υπερβούν την καρτεσιανή και νευτώνεια επιστημολογία, που ακολουθούν ένα μηχανιστικό πρότυπο και δεν έχουν ακόμα φτάσει στο επίπεδο της σύγχρονης Φυσικής που υιοθετεί, ακριβώς όπως και η εκκλησιαστική πρόταση της Ορθοδοξίας, «αποφατικές» έννοιες, που καθιερώνουν την ετερότητα, απροσδιοριστία και μοναδικότητα των σημαινόντων. Συνέπεια της επιστημολογικής αυτής καθυστέρησης και της απεμπόλησης του στοιχείου της απροσδιοριστίας είναι, ιδιαίτερα στο πεδίο θεμελίωσης του Δικαίου, η σημερινή θεωρία των δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα στηρίζονται σε ένα σύστημα εξω-υποκειμενικά καθορισμένων κανόνων, θίγοντας έτσι την υπαρκτική ετερότητα των όρων που συγκροτούν κοινωνία, καταργώντας την απροσδιοριστία της σχέσης και αγνοώντας την προσωπική ετερότητα. Πολιτικά μπορεί βέβαια να οδηγήσει αυτή η προσέγγιση μέχρι και τη συνηγορία για. την απίσχνανση τωρινών δικαιωμάτων (που χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «απάνθρωπα») από τη σκοπιά μιας μελλοντικής εκκλησιαστικής κοινότητας που, αν συγκροτηθεί, θα είναι τόσο αγαπητική ώστε να μην τα έχει ανάγκη.

    Αντίστοιχα, ο Γιανναράς προσάπτει στην Πολιτική Οικονομία ότι δεν αξιοποιεί το στοιχείο της απροσδιοριστίας και υιοθετεί το παλιομοδίτικο μηχανιστικό ορθολογικό πρότυπο, αγνοώντας ωστόσο ίσως με τη σειρά του ότι η αποφατική επιστημολογία χριστιανο-ορθόδοξης έμπνευσης και η ιδέα της απροσδιοριστίας που ο ίδιος επαγγέλλεται έχει βρει ήδη την εγκυρότερη και γνησιότερη έκφρασή της στο μοντέλο της spontaneous order του νεοφιλελευθερισμού τύπου Hayek, που παρουσιάζει κάθε δράση που αποσκοπεί σε αναδιανομή, κοινωνική δικαιοσύνη κ.λ.π. ως θεωρητικά απροσδιόριστη και πολιτικά αυταρχική και επικίνδυνη.

    V. Παναγιώτης Κονδύλης, απόρριψη των κανονιστικών θεωριών, σχέση εχθρού/φίλου
    Μια μορφή ανορθολογικού επιχειρήματος που έτυχε μεγάλης αποδοχής στην ελληνική διανόηση και ιδίως σε νέους σπουδαστές και διανοούμενους με σχέσεις προς την Αριστερά είναι ο ντεσιζιονιστικός ανορθολογισμός, μια εκδοχή του οποίου παρουσιάστηκε στην Ελλάδα μέσα από τις εργασίες του Π. Κονδύλη. Ο Κονδύλης προέρχεται από το νεολαιίστικο και σπουδαστικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Οι εμπειρίες του εργατικού κινήματος από τον σταλινισμό, η πικρία από τις χωρίς προοπτικές πρακτικές της Αριστεράς τον ωθούν από τα τέλη της δεκαετίας αυτής σε θέσεις φιλοσοφικού σχετικισμού και πολιτικού κυνισμού.

    Οι απόψεις του βρίσκουν στην Ελλάδα συμπάθεια στους πλέον διαφορετικούς κύκλους της διανόησης: Αριστερούς απογοητευμένους από την αδυναμία της Αριστεράς να ηγεμονεύσει πολιτικά και να δώσει νόημα στην πολιτική δράση, ανθρώπους που αποστασιοποιούνται από το δογματικό παρελθόν της Αριστεράς με το να προβάλλουν τη διανόηση τύπου Κονδύλη ως παράδειγμα καλλιεργημένου ανθρώπου, αξιόλογου στοχαστή, ποιοτικής σκέψης κ.τ.λ., ως και τμημάτων της μικροαστικής διανόησης που εξυπηρετούνται από τον προπαγανδισμό μιας θεωρίας που νομιμοποιεί φιλοσοφικά τη μη-δέσμευση.

    Ακόμα πολλοί αριστεριστές διαβλέπουν εκεί μια δικαιολόγηση της απόφασης για ακτιβισμό (πρβλ αντιστοιχία με το ενδιαφέρον για τον Carl Schmitt στην Δυτική Ευρώπη). Το έργο του Κονδύλη εκδίδεται στην Ελλάδα από εκδοτικό οίκο της Αριστεράς, πράγμα που μεγαλώνει τη σύγχυση, ενώ από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 αποκτά δεσμούς και με κύκλους της παραδοσιακής συντήρησης και του εθνικισμού, που έλκονται από τη θεωρητικοποίηση του στοιχείου της αυθαιρεσίας και της απόφασης που αναδεικνύεται μέσα από το έργο του. Το έργο αυτό συνίσταται πράγματι σε μια θεωρία της απόφασης, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν κριτήρια αποτίμησης μεταξύ επιχειρήματος και αντεπιχειρήματος στο φιλοσοφικό και πολιτικό διάλογο. Οι στάσεις των πλευρών συνιστούν τελική, μη περαιτέρω αναγώγιμη πραγματικότητα. Η κάθε πλευρά μάχεται για αυτοσυντήρηση και για αύξηση της δύναμής της χρησιμοποιώντας αξίες, κανόνες και κατ’ επίφασιν ορθολογικούς λόγους ως όπλα.
    ……………………………..
    …………………………….

  85. A.Β. on

    …………………
    …………………

    Η αγωνιστική της αδυνατότητας του διαλόγου που εκτίθεται εδώ στρέφεται κατά των διαφωτιστικών και κανονιστικών θεωριών, στις όποιες προσάπτει ότι χρησιμοποιούν την αξίωση της έλλογης θεμελίωσης αχριβώς για να κατισχύσουν. Όμως η θεωρία δεν μπορεί να θεμελιώσει τίποτε, μπορεί μόνο να οριοθετήσει τη σχέση του φίλου προς τον εχθρό στην κάθε συγκυρία (μοτίβο εδώ του Carl Schmitt) και να αποκαταστήσει την ιστορία ως άπειρη επανάληψη αποφάσεων, αδιαμεσολάβητων αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ φίλων και εχθρών. Καθώς η απόφαση για αντιπαράθεση είναι εγκατεστημένη μέσα στη σκέψη, δεν υπάρχει τόπος για κριτική σκέψη. Καθώς διαβρώνει κάθε αξία, απαξιώνει και το κύρος των δικαιωμάτων που εμφανίζονται ως μέσα επιβολής εξουσιαστικών αξιώσεων και τίποτε άλλο. Απαξιώνει την ανοχή της ετερότητας στη δημοκρατία, παρουσιάζοντάς την σαν τρόπο επιβολής του κυρίαρχου δυτικού πολιτισμικού προτύπου σε όλους τους άλλους, υποστηρίζοντας ότι η δημοκρατία δεν έχει κανενός είδους κανονιστική αξία κ.λπ. Ο τρόπος αυτός σκέψης ανοίγει το δρόμο σε πρωτοβουλίες κάποιων που προκρίνουν τη σύρραξη, θα ήθελαν να έδιναν «το πρώτο χτύπημα» στον εχθρό και παίζουν πολεμικά παιχνίδια από τις εφημερίδες, έτοιμοι να πουν, όταν τα πράγματα σκουραίνουν, ότι οι ίδιοι είναι ανεύθυνοι και δεν τα εννοούσαν όλα αυτά στα σοβαρά.

    VI. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η πρόσληψή του στην Ελλάδα: Φαντασιακό και αυτονομία χωρίς αξιολογική δεσμευτικότητα
    Τελειώνω τη σύντομη αυτή και αναγκαστικά σχηματική διαπραγμάτευση της μορφολογίας του ανορθολογικού θεωρητικού επιχειρήματος στην Ελλάδα, με ορισμένες εκτιμήσεις πάνω στον τρόπο πρόσληψης της σκέψης του Κορνηλίου Καστοριάδη από την ελληνική διανόηση. Ο Καστο­ριάδης προέρχεται από την ελληνική αντισταλινική Αριστερά και έφυγε σε νεαρή ηλικία για το Παρίσι, όπου αγωνίστηκε στα πλαίσια πολιτικών ομάδων που τόνισαν το στοιχείο της αυτονομίας στην πολιτική δράση.
    Αντιπαρέθεσε την έννοια της επανάστασης στο μαρξισμό, που τον θεωρούσε μη-επαναστατική θεωρία και του απέδιδε ντετερμινισμό, και προέβη σε μια κριτική της γραφειοκρατικής κοινωνίας σοβιετικού τύπου και του υπαρκτού σοσιαλισμού ως κοινωνίας της ετερονομίας. Οι ιδέες του επηρέασαν στην Ελλάδα μεγάλο μέρος της κομματικά αδέσμευτης διανόησης που προέρχεται απ’ την Αριστερά, αλλά το στοιχείο του αντισοβιετισμού έφερε κοντά στον Καστοριάδη και συντηρητικούς κύκλους. Κοντά στον Καστοριάδη βρέθηκαν και ισχυρές δυνάμεις των δημοσιογραφικών κυκλωμάτων (ακόμα και σήμερα σε πλατιάς κυκλοφορίας εφημερίδα της Κεντροαριστεράς «κόβονται» κείμενα που περιέχουν οιαδήποτε κριτική αξιολόγηση για το έργο Καστοριάδη, δηλ εγκρίνουν μόνο υμνολόγια).

    Πολιτικά έχει βέβαια ιδιαίτερη σημασία η υιοθέτηση των ιδεών του Καστοριάδη από νέους διανοούμενους που ενεργοποιούνται και εργάζονται στον ακαδημαϊκό χώρο και οι οποίοι βλέπουν στο έργο του ένα παράδειγμα αντιδογματικής και επαναστατικής σκέψης, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής μας για κριτική κοινωνική θεωρία και σε χειραφετητικές κοινωνικές πρακτικές που στηρίζονται στην απελευθέρωση της φαντασίας και την υπέρβαση του αποπνιχτικού ρασιοναλισμού. Από την άποψη αυτή, ορθώς επισημαίνεται ότι το κύριο μέλημα του Καστοριάδη υπήρξε η κριτική θεμελίωση μιας οντολογίας στη βάση της ενεργοποίησης του φαντασιακού που συγκροτεί τα κάθε λογής νοήματα στην κοινωνία και στην ιστορία.
    Για το ίδιο το φαντασιακό, ωστόσο, δεν υπάρχει ορθολογική εξήγηση. Το φαντασιακό προτάσσεται όλων των θεσμίσεων, αποτελεί το στοιχείο της απροσδιοριστίας που εγγυάται τη δυνατότητα της αυτονομίας και την αμφισβήτηση κάθε ετερονομίας. Δηλ. το φαντασιακό δεν δια-μεσολαβείται με όρους δικαιοσύνης, αξιοπρέπειας κ.λ.π. που μπορούν να διέπουν την πολιτική πράξη, αλλά τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται ως μία εκ των πολλών εκδοχή αποκρυστάλλωσης του φαντασιακού σε μια κουλτούρα, παράδοση κ.λ.π.

    Η κριτική του Καστοριάδη στην τεχνοκρατική, συνολο-ταυτιστική όπως τη λέει, συνιστώσα του ορθολογισμού, ασκείται ακριβώς από αυτήν την ανορθολογική αφετηρία, ενώ για την εξήγηση της πολιτισμικής πολυμορφίας των ιστορικών μορφωμάτων υιοθετεί θέσεις του παλαιότερου ιστορισμού περί ανεπανάληπτης μοναδικότητας της κάθε ιστορικής κοινωνίας κ.λ.π. Αντίστοιχα: υιοθετεί θέσεις περί πολυθεϊσμού των αξιών και ριζικής ετερότητας των ιστορικο-κοινωνικών κόσμων. Κοινό τους στοιχείο είναι μόνο το εργαλειακό, συνολο-ταυτιστικό στοιχείο, το οποίο βυθίζεται στα διάφορα μάγματα και στις φαντασιακές σημασίες που αντιστοιχούν στις ιστορικές δημιουργίες.

    Δεν υπάρχει έλλογος και δεσμευτικός τρόπος προκειμένου να προβούμε σε μια αξιολόγηση μεταξύ πολιτισμών, δεν υπάρχει ορθολογικά δεσμευτικός τρόπος για τη μη-επιλογή του Άουσβιτς ή για τη μη-επιλογή πολιτισμικών πρακτικών που θεσμίζουν τα βασανιστήρια, τους ακρωτηριασμούς κ.λ.π.
    Η αντίληψη αυτή, περί απροσδιοριστίας της νοηματικής σχέσης σε ένα όλο και περί του μη ορθολογικά προσπελάσιμου του τρόπου ιστορικής δημιουργίας, περί ελλείμματος εξήγησης, περί μη αξιακής επιλεξιμότητας κ.λ.π., οδηγεί έτσι το μοντέλο του Καστοριάδη σε σχετικισμό που αποστερεί από την ορθολογική θεμελίωση ακόμα και τη δυνατότητα να αποκλείσει ως ανορθολογικές εκείνες τις πρακτικές που ματαιώνουν και εξαφανίζουν κάθε εκδήλωση ελευθερίας και αυτονομίας. Και ακόμα το φέρνει κοντά και σε θέσεις περί απροσδιοριστίας και περί μη ορθολογικής ανακατασκευασιμότητας της κοινωνικής ολότητας των αυθορμησιακών δυνάμεων, όπως προπαγανδίζονται από τους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού.

    Αντίστοιχα, στον τρόπο που εξετάζει ο Καστοριάδης το πρόβλημα της ορθολογικότητας του καπιταλισμού (Βεμπεριανού τύπου ορθολογισμός κατά τον σκοπό), υποστηρίζονται θέσεις τύπου Hayek για την αδυναμία προσδιορισμού και συνεκτικότητας των μακροοικονομικών μεγεθών. Η ιδέα της τεχνικής, όπως και η ορθολογικότητα στον καπιταλισμό, ανάγονται στην τάση για κυριάρχηση ως βαθύτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ψυχικής μονάδας (συγγένεια εδώ προς το επιχείρημα του Κονδύλη). Τέλος, η δυνατότητα υπέρβασης ενός κοινωνικού σχηματισμού αυτού του τύπου, είτε εντοπίζεται στην αναδρομή στο παραδοσιακό δυναμικό κοινωνιών (κοινοτισμός), είτε η υπέρβαση παρασταίνεται ως η αυθαίρετη επιλογή μιας παράδοσης ή η επινόηση μιας νέας, ως άσκηση μιας αυτονομίας που δεν υπακούει σε κανένα δεσμευτικό, διυποκειμενικό ή αξιακό κριτήριο.

    VII. Ο ανορθολογισμός προωθεί και πολιτικές αντίθετες με την πρόθεση των θεωρητικών εκπροσώπων του

    Η προσπάθεια που έκανα, της σκιαγράφησης ορισμένων μορφών της ανορθολογικής σκέψης στη χώρα μας, είχε, όπως ελπίζω να έγινε φανερό, ένα διπλό στόχο: Πρώτα-πρώτα να δείξει μερικές από τις εσωτερικές αντινομίες που περιέχουν οι κατασκευές της ανορθολογικής σκέψης και τις θεωρητικές δογματοποιήσεις, απλουστεύσεις και αυθαίρετες υποθέσεις που περιέχουν. Αλλά πέρα από αυτό, σκοπός μου ήταν να κάνω ένα βήμα προς την κατεύθυνση να δειχθούν οι τρόποι που οι κατασκευές αυτές του θεωρητικού ανορθολογισμού συναρθρώνονται με πολιτικές ιδεολογίες που προωθούν αντιδημοκρατικές πρακτικές, σκοταδισμό και μισαλλοδοξία, ή με οικονομικές πολιτικές εχθρικές στην κοινωνία, εν μέρει και αντίθετα προς την εκπεφρασμένη πρόθεση των εκπροσώπων των θεωριών αυτών. Στόχος της εισήγησης ήταν, μέσα από την κριτική των ανορθολογικών τάσεων, να γίνει ένα βήμα για να τεθεί σε συζήτηση ως πολιτικό ζήτημα για την κοινωνία μας, το τι σημαίνει μη-ανορθολογική, έλλογη σκέψη και πολιτική.

    http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/03/blog-post_28.html

  86. Ελλάδα, μια λαϊκιστική δημοκρατία

    Του Σωτήρη Βανδώρου

    Τι φταίει για την οξύτατη οικονομική και πολιτική κρίση που μαστίζει τη χώρα; Και τι πρέπει να γίνει; Σ’ αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα, κατευθείαν στο ψαχνό, επιχειρεί ν’ απαντήσει το άκρως επίκαιρο βιβλίο του Τάκη Σ. Παππά Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα. Προκειμένου να το κάνει αυτό ο αναπληρωτής καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας συγκροτεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος μέχρι και τις εκλογές του 2012.

    Σε διάλογο μ’ εναλλακτικές θεωρήσεις, μ’ ενάργεια κι εμπειρική τεκμηρίωση προσφέρει μια ερμηνεία που περιστρέφεται γύρω από την ηγεμονική επικράτηση του λαϊκισμού και τις συνέπειές του. Μολονότι η συζήτηση περί λαϊκισμού για την ελληνική περίπτωση κρατάει πλέον πάνω από τριάντα χρόνια, πρέπει ν’ αναγνωριστεί στο συγγραφέα ότι ανανεώνει, εξειδικεύει κι αξιοποιεί με θεωρητικά σχετικά πρωτότυπο τρόπο αυτού του τύπου την προσέγγιση, τα περισσότερο απαιτητικά, από επιστημονική άποψη, στοιχεία της οποίας θα παραλείψουμε σ’ αυτή την παρουσίαση.

    Η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται κατακερματισμένη κι ατομοκεντρική και ταυτόχρονα εξαιρετικά απαιτητική όσον αφορά την ικανοποίηση των επιμεριστικών συμφερόντων που εκφράζει σε βάρος του γενικού συμφέροντος και της κοινωνίας ως συνόλου.

    Εν ολίγοις, το γενικό σχήμα του Παππά είναι το ακόλουθο. Η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται κατακερματισμένη κι ατομοκεντρική και ταυτόχρονα εξαιρετικά απαιτητική όσον αφορά την ικανοποίηση των επιμεριστικών συμφερόντων που εκφράζει σε βάρος του γενικού συμφέροντος και της κοινωνίας ως συνόλου. Υπό την επίδραση κυρίως του ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε μια πολιτική τάξη η οποία ικανοποίησε τις απαιτήσεις αυτές, κατά κανόνα με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, κι εξέλαβε αυτή τη στάση ως όρο αναπαραγωγής της. Αυτή η συναλλακτική σχέση υπήρξε λειτουργική υπό την έννοια ότι ικανοποιούνταν, σχετικά έστω, οι διεκδικήσεις της πλειονότητας των κοινωνικών ομάδων μ’ αποτέλεσμα ν’ ανανεώνεται και η εμπιστοσύνη προς την πολιτική τάξη σ’ ένα πλαίσιο διαρκούς αύξησης της ευημερίας (με δανεικά). Ωστόσο, αυτός ο κύκλος αποδείχθηκε φαύλος, ακριβώς επειδή έφτασε το σύστημα στα όριά του κι οδήγησε σε τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και κρίση χρέους με τα γνωστά παρακολουθήματά τους.

    Βεβαίως, αυτό που μόλις περιγράψαμε αφορά πράγματι ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης, όπως το χαρακτηρίζει κι ο συγγραφέας, το οποίο εγγράφεται στην περίπτωση των πελατειακών σχέσεων. Πώς εννοείται εδώ ο λαϊκισμός και πώς επιδρά; Ο Παππάς ορίζει το λαϊκισμό (της ελληνικής περίπτωσης) ως δημοκρατικό αντιφιλελευθερισμό, δηλαδή αφενός τον τοποθετεί στο πλαίσιο της δημοκρατίας, διαχωρίζοντάς τον από αυταρχικές κι ολοκληρωτικές εκδοχές, αφετέρου τον περιγράφει ως το αντίπαλο δέον της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τι θα πει αυτό; Ότι ο συγκεκριμένος λαϊκισμός αποδέχεται θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας (λαϊκή κυριαρχία, αρχή της ισότητας, αρχή της πλειοψηφίας), αλλά εχθρεύεται ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορεί για τη φιλελεύθερη διάσταση της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (κράτος Δικαίου, ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα, σεβασμός των νόμων). Επιπροσθέτως, ενσωματώνει θεμελιώδη λαϊκιστικά μοτίβα όπως η υπεράσπιση του λαού ως αθώου κι ανεύθυνου θύματος των κακόβουλων ελίτ και ξένων συμφερόντων, η αποφυγή των θεσμών και κάθε διαμεσολαβητικής διαδικασίας η οποία υπονομεύει την αμεσότητα του δεσμού λαού-χαρισματικού ηγέτη, μια απλοποιητική, μανιχαϊκή αντίληψη των πραγμάτων με ισχυρές δόσεις συνωμοσιολογίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, λύση στο οικονομικό και πολιτικό μας πρόβλημα μπορεί να προκύψει μόνον εφόσον έχουμε υποχώρηση του λαϊκισμού ο οποίος εμφανίζει εκ προοιμίου δικαιωμένο κάθε κοινωνικό αίτημα απευθύνεται προς ικανοποίηση στο κράτος (αρκεί να εκλαμβάνεται ως εκπορευόμενο από τον -αδιαφοροποίητο- λαό) κι αποκατάσταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας μ’ επανασύσταση της αμεροληψίας του κράτους και παροχή εκ μέρους του υπηρεσιών κι όχι προσόδων.

    Μεγάλο τμήμα του βιβλίου, στο οποίο εδώ δεν θ’ αναφερθούμε αναλυτικά, εξηγεί με βάση αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο την εξέλιξη από το 1981 και μετά αυτού που θα εδραιωθεί προοδευτικά ως «λαϊκιστική δημοκρατία», καθώς και τα δυο κυρίαρχα, εναλλασσόμενα στην κυβέρνηση κόμματα εδραίωσαν την εξουσία τους στα προαναφερόμενα, ενώ η εκ περιτροπής ικανοποίηση των κοινωνικών συμφερόντων προσέδωσε νομιμοποίηση και σταθερότητα στο πολιτικό σύστημα. Επιπλέον, ο κρατισμός με τα προνόμια που διανέμει, καθώς και την προστασία και την ατιμωρησία (στην περίπτωση παράβασης των νόμων) που παρέχει συνδυάζεται με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αγορά και την επιχειρηματικότητα.

    diadilosi-stin-athina-kata-tis-litotitas-11Ο Παππάς περιγράφει το κομματικό σύστημα που προκύπτει ως συνέπεια της κρίσης ως πολωμένο πολυκομματισμό. Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η απομείωση της σημασίας της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά (μολονότι στα θέματα της οικονομίας διατηρούνται ορισμένες διαφορές) και η ισχυρή επίδραση της εμφανιζόμενης ως διαιρετικής τομής (εμφανιζόμενης διότι στην πραγματικότητα δεν εκφράζει υπαρκτές βαθιές διχοτομήσεις σ’ επίπεδο κοινωνίας) μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Ο συγγραφέας απεικονίζει τον κομματικό ανταγωνισμό μ’ ένα ενδιαφέρον σχήμα το οποίο μπορεί να απεικονισθεί με τρεις ομόκεντρους κύκλους (σελ. 185). Από μέσα προς τα έξω, στον πρώτο κύκλο τοποθετούνται τα «μνημονιακά» κόμματα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ. Αυτά, είτε από πεποίθηση είτε από ανάγκη, εφόσον ανέλαβαν κυβερνητικές ευθύνες στο πλαίσιο μνημονιακών δεσμεύσεων, μεταλλάσσονται σε φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα. Στον επόμενο κύκλο τοποθετούνται ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ ως λαϊκιστικά-δημοκρατικά, αντιμνημονιακά κόμματα και στον εξωτερικό κύκλο το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή ως κατεξοχήν αντιδημοκρατικά. Αυτή η κατάταξη προτείνεται ώστε να εξηγεί, μεταξύ άλλων, δύο πράγματα. Πρώτον, τη δυνατότητα συμπράξεων και κυβερνητικών συνεργασιών: τα κόμματα που ανήκουν στον ίδιο κύκλο έχουν περισσότερες πιθανότητες να τα «βρουν» μεταξύ τους, από κόμματα που ταξινομούνται σε διαφορετικό κύκλο. Δεύτερον, τις μετακινήσεις, πραγματοποιηθείσες και δυνητικές, των ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων από εκλογή σ’ εκλογή: οι εκλογείς που αλλάζουν προτίμηση είναι πιθανότερο να επιλέξουν κόμμα του ίδιου κύκλου, ή, το πολύ, κύκλου που εφάπτεται με αυτόν όπου ανήκει το κόμμα της πρωταρχικής επιλογής τους.

    Να προστεθεί και η διφορούμενη στάση του πολιτικού προσωπικού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ότι ενώ παρουσιάζονται στα λόγια ως μεταρρυθμιστές (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος), ως υπουργοί και βουλευτές εξακολουθούν πολλοί τους στην πράξη να πολιτεύονται με όρους λαϊκιστικούς-πελατειακούς.

    Αυτό το σχήμα παρουσιάζει ορισμένα ισχυρά σημεία, κυριότερο από τα οποία είναι η πρόβλεψη, ουσιαστικά, της συγκρότησης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Ιούλιο του 2014) και η διαπίστωση ότι πέραν από τακτικούς λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή τη σύμπραξη, υπάρχουν και ουσιώδεις συγκλίσεις. Ωστόσο, βρίσκουμε ότι έχει και δυο προβληματικά σημεία. Πρώτον, η διάκριση σε φιλελεύθερα vs λαϊκιστικών κομμάτων πάσχει με βάση την πολιτική πρακτική. Φερ’ ειπείν, πιθανόν το μόνο θετικό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε η ψήφιση του νόμου περί ιθαγένειας (όχι από τους ΑΝΕΛ βεβαίως) ο οποίος εγγράφεται στο φιλελεύθερο πλαίσιο του κράτους Δικαίου – νόμο που δεν υπερψήφισε η, υποτίθεται φιλελεύθερη, ΝΔ. Εξίσου, ο (δεξιός) λαϊκισμός της ΝΔ επί Σαμαρά είχε λάβει παροξυσμικά χαρακτηριστικά κατά την προηγούμενη προεκλογική περίοδο (δηλώσεις περί μεταναστευτικού, περί μη αποκαθήλωσης των θρησκευτικών εικόνων από τους δημόσιους χώρους κτλ.), ενώ κι επί Μεϊμαράκη (δηλώσεις περί ΧΑ, περί συμφώνου για ομόφυλα ζευγάρια) ο πολιτικός φιλελευθερισμός της ΝΔ κάθε άλλο παρά προφανής, πόσω μάλλον εντελής εμφανίζεται. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η διφορούμενη στάση του πολιτικού προσωπικού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ότι ενώ παρουσιάζονται στα λόγια ως μεταρρυθμιστές (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος), ως υπουργοί και βουλευτές εξακολουθούν πολλοί τους στην πράξη να πολιτεύονται με όρους λαϊκιστικούς-πελατειακούς. Με άλλα λόγια, φιλελεύθερα και λαϊκιστικά στοιχεία συνυπάρχουν συχνά συγκεχυμένα ή μ’ αντιφατικό τρόπο σε πολλά κόμματα, έτσι ώστε αυτή η διάκριση να μην έχει καθαρό χαρακτήρα.

    Δεύτερον, Η εξομοίωση «σταλινικού» ΚΚΕ και νεοναζιστικής ΧΑ βγάζει νόημα μόνον εφόσον αναχθούν εξίσου σ’ ολοκληρωτικά μορφώματα (τα άκρα συναντώνται, τι σταλινισμός, τι ναζισμός;), κάτι που ωστόσο είναι επιπόλαιο. Κι αυτό διότι το ΚΚΕ, παρότι όντως εμφανίζει σταλινικά γνωρίσματα κι επιδιώκει τη ριζική ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, δεν εξαντλείται σ’ αυτά. Είναι ταυτόχρονα στην πράξη ρεφορμιστικό και κυρίως σέβεται τους κοινοβουλευτικούς κανόνες και τη δημοκρατική νομιμότητα. Αντιθέτως, η ΧΑ είναι εξτρεμιστικό κόμμα το οποίο χρησιμοποιεί συστηματικά βίαιες κι εγκληματικές μεθόδους. Κι από άποψη πολιτικής ιστορίας, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ υπήρξε όρος εδραίωσης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της ΧΑ συνιστά, αντιστρόφως, σύμπτωμα κλονισμού κι απονομιμοποίησής της.

    Θέλουμε, τέλος, να διατυπώσουμε μια αντίρρηση για τον τρόπο που υιοθετείται στο βιβλίο το φιλελεύθερο δημοκρατικό πρότυπο κι απαξιώνεται συλλήβδην το λαϊκιστικό. Μολονότι γνώμη μας είναι ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε άθλια (και μάλιστα όχι μόνον ως προς τ’ αποτελέσματά της), παρ’ όλ’ αυτά δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι στο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζεται ένα δίκαιο κι επιτακτικό αίτημα το οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί στην υπεράσπιση του λαού, με τη διπλή σημασία του όρου. Δηλαδή, το γεγονός ότι με τις πολιτικές λιτότητας πλήττονται δυσανάλογα τα ασθενέστερα στρώματα (και μάλιστα κατεξοχήν όσοι και με το προηγούμενο σύστημα βρίσκονταν στο περιθώριο) και το γεγονός ότι υφίσταται σημαντικό πρόβλημα στη λειτουργία της δημοκρατίας (του δήμου), κάτι που έχει προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις στο πλαίσιο των Μνημονίων.

    9628141815102293557Θα πρέπει κανείς εν προκειμένω ν’ αναλογιστεί τα εξής: Πρώτον, υφίσταται ένα εσωτερικό σχίσμα στον ίδιο το σύγχρονο φιλελευθερισμό με την έννοια ότι η ιδεολογική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού πριμοδοτεί τον οικονομικό σε βάρος του πολιτικού φιλελευθερισμού, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πεδίου της συλλογικής ρύθμισης με πολιτικά μέσα, υπέρ της εξάπλωσης της αγοράς σχεδόν παντού. Με άλλα λόγια, οτιδήποτε σημαντικό αφήνεται στην απορρυθμισμένη οικονομία, κάτι που σημαίνει περιστολή των δυνατοτήτων έμπρακτης έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Επομένως, σ’ αυτή την προοπτική ο φιλελευθερισμός αντίκειται στη δημοκρατία (υπονομεύοντας ακόμη και την έννοια του δημόσιου αγαθού), αντί να τη συμπληρώνει και να την υποστηρίζει. Αυτό φαίνεται κι από έναν δημόσιο λόγο ο οποίος απαξιώνει στο όνομα της καταγγελίας του λαϊκισμού οποιοδήποτε λαϊκό αίτημα και περιφρονεί συλλήβδην όσους «αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις» ως αδαείς κι ανορθολογικούς.

    Το ευρωπαϊκό όραμα έχει ξεθωριάσει και οι εθνικοί ανταγωνισμοί παράγουν συγκρούσεις κι άνιση κατανομή ισχύος, το δημοκρατικό έλλειμμα όχι μόνο μένει αναπάντητο, αλλά βαθαίνει.

    Δεύτερον, η ΕΟΚ/ΕΕ υπήρξε εξ αρχής ένα σχέδιο των πολιτικών ηγεσιών, των ελίτ και της τεχνοκρατικής διαχείρισης. Ωστόσο, μέχρι ένα σημείο στην εξέλιξή της λάμβανε αναδρομική πολιτική νομιμοποίηση από τους ευρωπαϊκούς λαούς διότι πετύχαινε τους στόχους της ειρήνευσης και της ευημερίας. Εδώ όμως κι αρκετά χρόνια, που το ευρωπαϊκό όραμα έχει ξεθωριάσει και οι εθνικοί ανταγωνισμοί παράγουν συγκρούσεις κι άνιση κατανομή ισχύος το δημοκρατικό έλλειμμα όχι μόνο μένει αναπάντητο, αλλά βαθαίνει.

    Επομένως, η μονοδιάστατη απόρριψη του λαϊκισμού από μια εντέλει νεοφιλελεύθερη σκοπιά έχει τη δική της προκατάληψη και τα δικά της σκοτεινά σημεία. Μια τρίτη, περισσότερο διαφοροποιημένη ματιά η οποία παρακολουθεί κριτικά αυτή την αντιπαράθεση και την υπερβαίνει δημιουργικά μπορεί ν’ αποδειχθεί πιο δόκιμη και πιο παραγωγική. Παρ’ όλ’ αυτά, το βιβλίο του Παππά έχει σημεία αιχμής τα οποία συμβάλλουν στη σύγχρονη συζήτηση.

    * Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

    http://www.bookpress.gr/stiles/dimosia-sizitisi/laikisimos-krisi-ellada?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

  87. on

    Αριστείδης Χατζής

    Γιατί θα αποτύχει (και αυτή) η Κυβέρνηση

    Τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ είναι συγκλονιστικά. Η πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 2007 έως το 2015 έφτασε το 27,5%. Η ανεργία παραμένει σε ανεμοδαρμένα ύψη και αναμένεται (μετά την εν εξελίξει φοροκαταιγίδα) να αυξηθεί κι άλλο. Καθώς μπαίνουμε στο 2016, όχι μόνο δεν υπάρχει προοπτική ανάκαμψης αλλά είναι βέβαιο πως η κατηφόρα θα συνεχιστεί, ίσως και πιο απότομα. Στη διάρκεια του επόμενου χρόνου θα φλερτάρουμε με τα δύο τρομακτικά τριαντάρια: σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 30% και ανεργία 30%, διπλάσια για τους νέους. Αυτά είναι νούμερα που συναντά κανείς σε χώρες μετά από πόλεμο, ιδίως μετά από πόλεμο που έχουν χάσει.

    Πώς θα θυμούνται τα παιδιά μας μετά από δεκαετίες αυτήν την περίοδο; Με ποιον τρόπο θα ερμηνεύουν οι ιστορικοί αυτήν την «ειρηνική καταστροφή»; Ποιοι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι γι’ αυτό το έγκλημα;

    Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα αν και τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Ο βασικός υπεύθυνος είναι το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Αυτό δημιούργησε τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις της κρίσης. Με την ενθουσιώδη βεβαίως στήριξη του ελληνικού λαού. Που έδωσε σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα απεριόριστη δύναμη, που το προστάτευσε και το νομιμοποίησε. Που όχι μόνο αδιαφόρησε για τις μοναχικές Κασσάνδρες που τον προειδοποιούσαν αλλά φρόντισε και να εξοστρακίσει κάθε φωνή που ενοχλούσε τα συλλογικά αυτιά του. Σ’ αυτό το πολιτικό σύστημα ο ρόλος της Αριστεράς ήταν περιορισμένος μεν, εκκωφαντικός δε. Η Αριστερά ήταν η cheerleader του λαϊκισμού. Άλλοι πρωταγωνιστούσαν στο παιχνίδι αλλά αυτή ζητωκραύγαζε και μοιράζονταν τη δόξα. Και βέβαια οι μυωπικοί εταίροι μας, που επιμένουν μέχρι και σήμερα σε ένα μείγμα λιτότητας που απέτυχε παταγωδώς, ένα μείγμα που εξυπηρετεί και τους εγχώριους εφαρμοστές γιατί έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος: αντί της μείωσης του κράτους και των ριζικών μεταρρυθμίσεων, αύξηση της φορολογίας και οριζόντιες (άρα άδικες και αναποτελεσματικές) περικοπές.

    Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά κι ας δούμε γιατί το τρίτο μνημόνιο θα έχει την ίδια τύχη με τα άλλα δύο. Ας δούμε δηλαδή γιατί θα αποτύχει.

    Σύμφωνα με τον μεγάλο Αμερικανό οικονομολόγο και πολιτικό επιστήμονα Mancur Olson, για να αναπτυχθεί μια χώρα θα πρέπει να ισχύσουν τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις: να έχει ανοικτές αγορές, να πλαισιώνονται αυτές από θεσμούς κατάλληλους για οικονομική ανάπτυξη αλλά και να διαθέτει ελίτ που να κατανοούν τις βασικές οικονομικές έννοιες και ιδίως τον τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς αγορές. Εμείς δεν έχουμε τίποτα από τα τρία.

    1. Η Ελλάδα δεν έχει ανοικτή αγορά. Ύστερα από πέντε χρόνια μνημονίων και «μεταρρυθμίσεων» η Ελλάδα παραμένει μια κορπορατιστική κλειστη οικονομία που την ελέγχει μια ανίερη συμμαχία γραφειοκρατών, ολιγαρχών και οργανωμένων συμφερόντων (ισχυρές επαγγελματικές ομάδες και ισχυρά συνδικάτα του δημόσιου τομέα). Πρόκειται κυριολεκτικά για στρατό κατοχής που ελέγχει την εκάστοτε κυβέρνηση, τα «βρίσκει» στο τέλος με τους δανειστές και έχει ως κύριο σκοπό την αυτοσυντήρησή της. Το ότι ακόμα και σήμερα η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο ελεύθερη, δηλαδή η περισσότερο κλειστή στον ανταγωνισμό οικονομία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η καλύτερη απόδειξη των παραπάνω.

    2. Η Ελλάδα δεν διαθέτει θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν χώρα με «κλειστούς» ή «αρπακτικούς» (extractive) θεσμούς, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία των Acemoglu και Robinson, όπου οι ισχυρές πολιτικές και οικονομικές ελίτ «αρπάζουν» τους πόρους από την υπόλοιπη κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή για την κλασική περίπτωση παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism): Με ισχυρά κρατικοδίαιτα μονοπώλια και ολιγοπώλια, με εισαγωγή τεχνολογίας και ανύπαρκτη καινοτομία, έμφαση στην εσωτερική αγορά, ελάχιστες εξαγωγές και φυσικά με υψηλούς δείκτες ανισότητας και ένα διογκωμένο αλλά αναποτελεσματικό και άρα ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας. Είναι μια χώρα με δυσανεξία στις δομικές μεταρρυθμίσεις, με θεσμοθετημένα εμπόδια στην είσοδο για τις νέες επιχειρήσεις, με αντικίνητρα για την καινοτομία και βέβαια ο παράδεισος της προσοδοθηρίας και της διαφθοράς. Προσθέστε σε όλα αυτά τη διαβόητη αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής και τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Ποιος θα επενδύσει σε μια χώρα με αρνητικά ρεκόρ στην απονομή δικαιοσύνης: 4,5 χρόνια για να εφαρμοστεί μια σύμβαση και σχεδόν 4 για να ξεμπερδέψεις από μια πτώχευση! Όσο και να μειωθεί λοιπόν το κόστος της εργασίας μην περιμένετε να αυξηθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις. Σε μια χώρα που ούτε να γεννηθεί μπορεί μια οικονομική σχέση αλλά ούτε και να πεθάνει μην περιμένετε επενδύσεις!

    3. Η Ελλάδα δεν έχει ελίτ που να κατανοούν τον τρόπο που λειτουργεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αρκεί να παρακολουθήσετε ένα δελτίο ειδήσεων για να φρίξετε από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, την παθολογική ιδεοληψία και την άγνοια κινδύνου του πολιτικού συστήματος. Αδυνατεί ακόμα και στοιχειωδώς να συνδέσει την τρομακτική ανεργία και την τραγική φυγή εγκεφάλων (brain drain) με τα δύο προβλήματα που παρουσιάσαμε παραπάνω. Μια χώρα που γηράσκει, με ρεκόρ συνταξιούχων και πρωταθλήτρια στο ποσοστό ατόμων που εξαρτώνται από το κράτος για την επιβίωσή τους, με το χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης (trust) και υποτυπώδες κοινωνικό κεφάλαιο, αδυνατεί να καταλάβει τα αίτια, να συνδέσει τα προφανή. Μην εκπλήσσεσθε εάν και η ηγεσία της αντανακλά πιστά το πραγματικό πρόσωπο αυτής της χώρας.

    Αυτό είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, το πρόβλημα της Ελλάδας (αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα, θα βρείτε ένα πιο εκτεταμένο και εμπεριστατωμένο κείμενό μου εδώ). Προφανώς δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα. Είναι όμως τα σημαντικότερα γιατί είναι δομικά. Ας κάνουμε ένα απλό διανοητικό πείραμα. Ας φανταστούμε ότι το χρέος μας εξαφανίζεται με ένα μαγικό τρόπο. Αυτά τα τρία σοβαρά δομικά προβλήματα θα μας ξαναφέρουν ακριβώς στην ίδια (ίσως και χειρότερη) θέση μ’ αυτήν που βρεθήκαμε το 2010. Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας (παγκόσμια κρίση, προβλήματα της ευρωζώνης, ηθικός κίνδυνος) θα αποτελούν αφορμές για την καταβύθισή μας.

    Να λοιπόν γιατί είμαι τόσο απαισιόδοξος. Όχι μόνο γιατί λίγα πράγματα άλλαξαν ουσιαστικά μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, από το 2010 μέχρι σήμερα. Όχι μόνο γιατί προφανώς δεν μάθαμε κάτι ούτε εκμεταλλευτήκαμε την κρίση. Αλλά κυρίως γιατί η σημερινή κυβέρνηση συμπυκνώνει με τον πιο θλιβερό και μίζερο τρόπο όλη την κακοδαιμονία της μεταπολίτευσης. Είναι ο τελευταίος σπασμός ενός αποτυχημένου κράτους που θα σπαρταρήσει μια τελευταία φορά πριν μας πάρει μαζί του στο βυθό.

    Μην το εκλάβετε σαν προφητεία (θα ήταν γελοίο), ούτε καν σας πρόβλεψη (θα ήταν αμετροεπές). Αλλά τουλάχιστον για μένα η συνέχεια είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη. Διότι ενώ αυτή η κυβέρνηση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των προηγουμένων – έχει πολιτικό κεφάλαιο να ξοδέψει και δεν έχει ισχυρή λαϊκιστική αντιπολίτευση απέναντί της – έχει επίσης τρία σημαντικά μειονεκτήματα: απεχθάνεται τις ανοικτές αγορές και τον ανταγωνισμό, δεν έχει καμία διάθεση να διαμορφώσει ένα οικονομικά αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο και βέβαια η ηγεσία της έχει μια τερατωδώς διαστρεβλωμένη εικόνα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος.

    Τι πιθανότητες έχει μια τέτοια κυβέρνηση να πετύχει; Μηδαμινές.

    Τι μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε ένα τόσο ζοφερό σενάριο; Η ασφυκτική πίεση που θα της ασκηθεί για να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις και βέβαια το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αλλά αρκούν αυτά;

    http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.oikonomia&id=43635

    —————————–
    μια πρόσφατη μελέτη του Χατζή με τίτλο: «Οι θεσμικές προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη: 12 ερωτήματα με αναφορά στην Ελλάδα» που δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Οικονομικές Διαστάσεις της Συνταγματικής Αναθεώρησης σε Συνθήκες Κρίσης (Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων / Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, 2015), σσ. 65-78.

    Θα τη βρείτε εδώ: http://www.slideshare.net/aristidesnhatzis/12-53663237

  88. Καλύτερα παράφρονες παρά άφρονες! Του Γιώργου Μεντζελίδη
    04/12/2015

    Στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα , στη χώρα όπου τα συλλογικά συναισθήματα εναλλάσσονται με ρυθμούς ασύλληπτους, στη χώρα όπου όλα έχουν γίνει ροζ, η κουτοπονηριά και ο βλαχοτσαμπουκάς της εξουσίας πραγματικά περισσεύουν . Και περισσεύουν για να μας θυμίζουν ότι η συνθηματολογική ισοπέδωση, η σαλαμοποίηση και η διαρκής περιθωριοποίηση κάθε εναλλακτικής πρότασης είναι πλέον must.

    Στη χώρα όπου η ακηδία ξεκινάει από το κεφάλι της εξουσίας και διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, σ’ αυτή χώρα καλούμαστε να προβούμε σε μεταρρυθμίσεις, σε ανατροπές και συθέμελες αλλαγές. Ποιοι ; Εμείς που τα κεκτημένα τα κάναμε φετίχ, εμείς που εθελοτυφλούμε μπροστά στον πολιτικό εγωτισμό μιας αστείας εξουσίας, ενός τσούρμου αλλοπαρμένων, μιας ομάδας ετσιθελικών, εμείς που έχουμε μετατραπεί σε βασιβουζούκους έτοιμοι, όντας πολιτικά και κοινωνικά αναλώσιμα, να μπούμε μπροστά στα τείχη του θανάτου μας για να ακολουθήσουν οι σωτήρες μας, ο Σουλτάνος , οι ιμάμηδες και τα γιουσουφάκια τους, να δώσουμε τάχα έναν αγώνα ήδη τελειωμένο και στημένο από την αρχή.

    Στη χώρα όπου στήσαμε μακρόσυρτους χορούς και η αλεγρία από μια νίκη φενάκη πλημμύρισε τις πλατείες κατακαλόκαιρο, μας τρέλανε η παραζάλη και δεν είδαμε ποτέ την επικείμενη ήττα μας !

    Τώρα μπροστά στα ερείπια του σαθρού οικοδομήματος που εμείς αδειοδοτήσαμε και χτίσαμε, συζητάμε, ως συνήθως ετεροχρονισμένα και μετρώντας τις πληγές μας, αν πρέπει ή δε πρέπει να λιθοβολήσουμε το μαέστρο της πιο φάλτσας ορχήστρας στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία. Και ας προτρέπει ο Σαίξπηρ από τα βάθη της ιστορίας «Μην εμπιστεύεσαι εκείνον που φάνηκε μια φορά ανάξιος εμπιστοσύνης»

    Περάσαμε τα όρια της πιο μεγάλης ακρισίας . Δεν καταλάβαμε ότι δίπλα στη βλακεία μας κυκλοφορεί η απάτη, όπως έλεγε ο Μπαλζάκ. Δεν καταλάβαμε ότι για τους ανόητους , δάσκαλος δεν είναι η λογική αλλά η συμφορά. Εθελοτυφλούμε και ανοίγουμε δρόμο στο πουθενά, ένα ψεύτικο δρόμο προς την ευτυχία και τον Παράδεισό μας ζώντας μέσα στην Κόλαση της πιο πνιγηρής καθημερινότητας. Πέσαμε στην παγίδα της ισοπέδωσης και του μηδενισμού. Κρατάμε μια επίπλαστη ουδετερότητα που μας ακυρώνει και μας ευτελίζει. Ξεχνάμε όμως ότι οι πιο καυτές θέσεις στην κόλαση είναι κρατημένες γι’ αυτούς που, σε καιρούς μεγάλης κρίσης, διατηρούν ουδέτερη στάση.

    Τώρα πια βιώνουμε μια απέραντη θλίψη. Όμως «Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην». Και η παραφροσύνη γεννά εκρήξεις. Έστω ! Καλύτερα παράφρονες παρά άφρονες !

    – See more at: http://www.badiera.gr/?p=53073#sthash.1BMWtvDe.dpuf

  89. Π on

    Παναγιώτης Κονδύλης, ένας διορατικός στοχαστής
    ΤΡΙΤΗ, 17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 00:00 E-mail Εκτύπωση
    altΓια το βιβλίο του Θανάση Πολλάτου Παρασιτισμός και επίπλαστη ευημερία. Ο Παναγιώτης Κονδύλης και η ελληνική κρίση (εκδ. Επίκεντρο).

    Του Γιώργου Λαμπράκου

    Αν γινόταν μια δημοσκόπηση με το ερώτημα για τα βασικά αίτια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, είναι βέβαιο πως η πλειονότητα των ερωτηθέντων, ακόμα και σήμερα, θα απαντούσε πως αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έξωθεν επιβολή των Μνημονίων, δηλαδή των μέτρων λιτότητας. Αυτή η απάντηση, ωστόσο, θα ήταν προβληματική, αφού θα δεχόταν πως ένα αποτέλεσμα (η οικονομική κρίση) θα είχε ως αιτία ένα άλλο αποτέλεσμα (τα μέτρα λιτότητας). Το ερώτημα θα έπρεπε λοιπόν να συγκεκριμενοποιηθεί: ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα εξαρχής στην ανάγκη να ληφθούν μέτρα λιτότητας, μέτρα που η ίδια η χώρα είχε προφανώς βαθύτατη ανάγκη – ειδάλλως γιατί να έπρεπε, αφενός να ληφθούν, αφετέρου να ζητηθεί έξωθεν βοήθεια στη λήψη τους; Με άλλα λόγια, το ουσιαστικό ερώτημα δεν αφορά στο πώς φτάσαμε στην προβληματική κατάσταση του 2015, αλλά στο πώς φτάσαμε στην προβληματική κατάσταση του 2010.

    O Κονδύλης υπήρξε όχι μόνο ένας από τους πρώτους, αλλά κυρίως ο πιο διορατικός και διεισδυτικός στοχαστής της νεοελληνικής κρίσης, και μάλιστα δύο ολόκληρες δεκαετίες προτού αυτή ξεσπάσει σε όλο της το μεγαλείο, δηλαδή σε όλη της τη μιζέρια.

    Σε παλιότερο κείμενό μας στη Bookpress (14/6/2012), με θέμα την πλήρη ελληνική έκδοση της Κριτικής της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη, καθώς και σε ακόμα παλιότερο άρθρο μας («SOS στην άκρη του τούνελ», εφημερίδα «Αξία», 2/7/2011) είχαμε επισημάνει πως ο Κονδύλης υπήρξε όχι μόνο ένας από τους πρώτους, αλλά κυρίως ο πιο διορατικός και διεισδυτικός στοχαστής της νεοελληνικής κρίσης, και μάλιστα δύο ολόκληρες δεκαετίες προτού αυτή ξεσπάσει σε όλο της το μεγαλείο, δηλαδή σε όλη της τη μιζέρια. Ο έλληνας φιλόσοφος, με βασικά όπλα την εξαίρετη γνώση των ιστορικών, πολιτισμικών και ιδεολογικών παραμέτρων και τη μηδενιστική αποστασιοποίηση από κανονιστικές θέσεις, πρόβλεψε έγκυρα και έγκαιρα όσα έκτοτε συντελέστηκαν. Παρεμπιπτόντως, δεν ήταν οικονομολόγος, κάτι που επίσης συνέβαλε στη σωστή διάγνωση.

    Πρόσφατα κυκλοφόρησε λοιπόν μια σημαντική μονογραφία με αυτό ακριβώς το θέμα. Ο δρ. φιλοσοφίας Θανάσης Πολλάτος, στο βιβλίο του Παρασιτισμός και επίπλαστη ευημερία: ο Παναγιώτης Κονδύλης και η ελληνική κρίση (και με πρόλογο του διδάκτορα διεθνών σχέσεων Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου), αναλύει δύο από τα γνωστότερα κείμενα του Κονδύλη με θέμα την ελληνική κατάσταση. Το πρώτο είναι η «Καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία», που υπάρχει ως εισαγωγή στην ελληνική έκδοση της Παρακμής του αστικού πολιτισμού (Θεμέλιο, 1991) και κυκλοφορεί πλέον αυτόνομο από τις ίδιες εκδόσεις με τον προσφυή τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας». Το δεύτερο είναι το «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής», που υπάρχει ως επίμετρο στην ελληνική έκδοση τηςΠλανητικής πολιτικής μετά τον ψυχρό πόλεμο (Θεμέλιο, 1992).

    Στα δύο πρώτα κεφάλαια της μονογραφίας του ο Πολλάτος καταγίνεται με το ξεδίπλωμα των επιχειρημάτων του Κονδύλη, το καταφέρνει δε με τόσο προσεκτικό και ακριβή τρόπο, ώστε εδώ δεν είναι ανάγκη να πλατειάσουμε. Ο Κονδύλης υποστήριξε πειστικά πως η αστική τάξη στην Ελλάδα, όντας σε οικονομική και πολιτισμική οπισθοδρόμηση σε σχέση με τις πρωτοπόρες αστικές τάξεις της Δύσης, δεν κατόρθωσε ποτέ να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων του αναδυόμενου βιομηχανικού κόσμου. Διατηρώντας τους «κανόνες της βαλκανικής πατριάς» μέσα σε μια «ιδιότυπη πατριαρχική κοινωνική οργάνωση με φεουδαλικά στοιχεία», η Ελλάδα πόρρω απείχε από τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις της λοιπής Ευρώπης, με κύριο αποτέλεσμα να μην εισέλθει ποτέ κανονικά στη νεωτερικότητα.

    Οι πελατειακές σχέσεις διέφθειραν προϊόντος του χρόνου πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσίους υπαλλήλους, σε μια πολυπλόκαμη σχέση από την οποία όλοι έβγαιναν λιγότερο ή περισσότερο κερδισμένοι, απομυζώντας ένα όλο και πιο καταχρεωμένο ελληνικό κράτος.

    Βασικά χαρακτηριστικά του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος, όπως «υπανάπτυξη της σύγχρονης διοίκησης, απουσία θεμελιώδους χωρισμού προσώπου και αξιώματος, ευνοιοκρατία, νωθρότητα, μοιρολατρία, ανοργανωσιά» κ.α. συνεχίστηκαν σχεδόν αυτούσια από την οθωμανική περίοδο. Οι πελατειακές σχέσεις διέφθειραν προϊόντος του χρόνου πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσίους υπαλλήλους, σε μια πολυπλόκαμη σχέση από την οποία όλοι έβγαιναν λιγότερο ή περισσότερο κερδισμένοι, απομυζώντας ένα όλο και πιο καταχρεωμένο ελληνικό κράτος, με φανερό ή κρυφό λάβαρο τον λαϊκισμό. Η δε βασική ιδεολογία των Νεοελλήνων, ο ελληνοκεντρισμός, παρακώλυσε με σημαντικούς τρόπους τις εξελίξεις προς τον εκσυγχρονισμό (εδώ αυτός ο όρος χρησιμοποιείται περιγραφικά, ως εθνικός προσανατολισμός, μονάχα επειδή η Ελλάδα αποφάσισε να ανήκει σε μια πολιτισμική επικράτεια, τη Δύση, που καλώς ή κακώς διέπεται από αυτή την ιστορική συνθήκη). Η ελληνική οικονομία κατάντησε παρασιτική, αφού παρήγαγε λίγα, ενώ κατανάλωνε πολλά με τη βοήθεια ενός άνευ ορίων και όρων δανεισμού. Αυτό, μεταπολιτευτικά, ήταν μάλιστα το αποτέλεσμα όχι μόνο της έμπρακτης πολιτικής του δικομματισμού, αλλά και της γενικευμένης αριστερής ιδεολογίας που «δεν παραλείπει να υπερασπίσει κάθε καταναλωτική απαίτηση στο όνομα του “λαού” συναινώντας και προωθώντας την εκποίηση της χώρας στο όνομα των “λαϊκών” δικαίων».

    Ο Πολλάτος συνεχίζει με την ανάλυση ενός ακόμα βαρυσήμαντου κειμένου του Κονδύλη. Στο «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής» ξεδιπλώνεται το επιχείρημα της Ελλάδας ως «φθίνοντος έθνους» (ερμηνεία που με τα χρόνια επιβεβαιώνεται επώδυνα) το οποίο κυβερνούν πολιτικοί μυωπικοί ως προς την πραγματικότητα των αδυσώπητων διεθνών σχέσεων (ο αδυσώπητος χαρακτήρας τους δεν είναι κανένα νέο: το ξέρουμε, ή θα έπρεπε να το ξέρουμε, ήδη από τον Θουκυδίδη), σε ένα εγχώριο πλαίσιο όπου δεσπόζουν, συχνά σε ρόλο υπεραναπλήρωσης, ο μελοδραματισμός, ο επαρχιωτισμός, ο «αψίκορος πατριωτισμός», ο «θαυμασμός του σοφού λαϊκού ενστίκτου», καθώς και ο «παιδικός εγωκεντρισμός» ή «ο νεοελληνικός μικρομεγαλισμός, το κωμικό θέαμα ενός μικρού παιδιού που μιλάει με ύφος χιλίων καρδιναλίων» (ερμηνεία που επίσης γνωρίζει εσχάτως μια νέα, ακόμα πιο κωμικοτραγική, επιβεβαίωση).

    alt
    Ο Παναγιώτης Κονδύλης

    Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, όπου «κανείς δεν χαρίζει τίποτα σε κανέναν», κανείς δεν χαρίζει κατά μείζονα λόγο σε κάποιον που ζητά διεθνή στήριξη σε εθνικά θέματα ενόσω βρίσκεται μονίμως με απλωμένο το χέρι για δανεικά. Ο «παρασιτικός καταναλωτισμός» δεν επιτρέπει λοιπόν στην Ελλάδα να σταθεί ως ισότιμο μέλος διεθνών οργανισμών, οπότε φωνασκεί για τα δίκαιά της χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Όταν μάλιστα ο Κονδύλης εκφράζει (το 1992) την ωμή αλήθεια, ότι «στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης», στην οικονομία του οποίου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αργά ή γρήγορα θα επιβάλλει «αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως» και επαναφορά «του ελληνικού βιοτικού επιπέδου στο ύψος που επιτρέπουν οι δυνατότητές της», ο Πολλάτος μιλά ορθά για «ανατριχιαστική ακρίβεια της πρόβλεψης».

    Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Πολλάτος δοκιμάζει την αντοχή των κονδυλικών προβλέψεων στη σύγχρονη κατάσταση της κρίσης. Θεωρεί ορθά πως «η κινηματική εκδίπλωση της αντίδρασης στην προαναγγελθείσα –τουλάχιστον από τον Κονδύλη– ελληνική τραγωδία είχε όλα τα χούγια της μαζικοδημοκρατικής συγκυρίας […] το μεσαίο στρώμα συμπεριφέρεται ως οικουμενική τάξη, οι αγανακτισμένες μάζες ζητούν να αποφασίζουν οι ίδιες φτάνοντας να απορρίπτουν την τεχνοκρατική επιστημοσύνη με τίμημα την άρνηση της ίδιας της πραγματικότητας». Διαπιστώνει καίρια τη «φυγή της ελληνικής κοινωνίας προς το παρελθόν» και την αναπόληση της δεκαετίας του ’80 από ένα «κόμμα της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς μεταλλαγμένο βάναυσα από την επίδραση ενός κάποιου θολού κυρίως αντιπαγκοσμιοποιητικού κινηματισμού». Η άλλη έκφραση της φυγής προς το παρελθόν είναι ασφαλώς η «προσφυγή στον νεοναζισμό», όπου πολλά «ενδημικά» γνωρίσματα του μέσου Έλληνα (εθνικισμός, ρατσισμός, αντισημιτισμός, κ.λπ.) γνωρίζουν επικίνδυνη έξαρση (αν δεν ήταν ενδημικά, προφανώς και δεν θα ξεπετάγονταν με τόση ευκολία).

    Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Η απήχηση των κονδυλικών θέσεων στα χρόνια της κρίσης», ο Πολλάτος αναφέρει ορισμένους από τους στοχαστές, δημοσιολόγους και συγγραφείς που είτε ασχολήθηκαν ειδικά με το έργο του Κονδύλη, είτε οι απόψεις τους συγκλίνουν αποφασιστικά με τις προβλέψεις του, ξεχωρίζοντας τον Στέλιο Ράμφο και τον Αλέκο Παπαδόπουλο (σε προηγούμενα κεφάλαια έχει ήδη αναφερθεί στον Αξελό και τον Καστοριάδη). Στο δε επίμετρο του βιβλίου, με θέμα τον «εθνοκεντρισμό του Κονδύλη» (που καλλιεργήθηκε ως άποψη κυρίως λόγω του πολυσυζητημένου επιμέτρου του στη Θεωρία του πολέμου), ο Πολλάτος καταθέτει την προσωπική του άποψη, σύμφωνα με την οποία η μομφή του εθνικισμού στη σκέψη του Κονδύλη είναι μεν παρατραβηγμένη (εφόσον δεν συνάδει με την αξιολογική ουδετερότητα), αλλά έχει κάποια ψήγματα αλήθειας στον βαθμό που, κατά τον Πολλάτο, ο Κονδύλης φαίνεται όχι απλώς να διαπιστώνει, αλλά ενίοτε να επικροτεί, έστω και συγκαλυμμένα, τη μελλοντική αναβίωση των εθνών-κρατών.

    Το έργο του Κονδύλη θα άξιζε να ερμηνευτεί σε παραλληλισμό με το έργο ενός άλλου σπουδαίου σύγχρονου πολιτικού στοχαστή και ιστορικού των ιδεών, του Τζον Γκρέι, που ομοίως τονίζει με κάθε ευκαιρία πως η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, τουλάχιστον όχι με τον τόσο εύκολα διακηρυγμένο φιλελεύθερο θρίαμβο για όλη την ανθρωπότητα.

    Στο πλαίσιο της κονδυλικής ανθρωπολογίας, όπως σημειώνει ο Πολλάτος, «το οντολογικό πρωτείο του πολέμου ως αφτιασίδωτου εκφραστή της βαθύτερης στοιβάδας της ανθρώπινης ψυχής υπονοείται άλλωστε όταν ο Κονδύλης χαιρεκακεί μπροστά στην παλινόρθωση των εθνικιστικών πολέμων στα ευρωπαϊκά εδάφη καλώντας τους καλοζωισμένους Ευρωπαίους να τρέμουν μπροστά στην υποτροπή, στην αναμόχλευση των πιο στοιχειωδών τους παθών…». Θεωρούμε πως η «χαιρεκακία» του Κονδύλη απέναντι στην ενδεχόμενη (λόγω έξαρσης των εθνικισμών) άμβλυνση της «δυτικής ευζωίας, της κατανάλωσης και της τρυφηλότητας» δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνήθη θεωρητική στρατηγική του να γειώνει τους ανθρώπους (κυρίως όσους μιλούν για «τέλος της ιστορίας», «ηθικό οπτιμισμό», «τέλος των πολέμων» και τα τοιαύτα) και να καταρρίπτει όσες προσδοκίες τους κρίνει ανεδαφικές. Από αυτή την άποψη, το έργο του Κονδύλη θα άξιζε να ερμηνευτεί σε παραλληλισμό με το έργο ενός άλλου σπουδαίου σύγχρονου πολιτικού στοχαστή και ιστορικού των ιδεών, του Τζον Γκρέι, που ομοίως τονίζει με κάθε ευκαιρία (και με την αποστασιοποιημένη νηφαλιότητα του λεπταίσθητου είρωνα, η οποία διακρίνει και τον Κονδύλη) πως η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, τουλάχιστον όχι με τον τόσο εύκολα διακηρυγμένο φιλελεύθερο θρίαμβο για όλη την ανθρωπότητα.

    O Κονδύλης έγραφε πως η ελληνική εθνική πολιτική συχνά «θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά».

    Όλα όσα γράφτηκαν παραπάνω με αφορμή τη μελέτη του Πολλάτου δεν γράφτηκαν ούτε για να ευλογήσουμε τα γένια του «προφήτη» Κονδύλη, ούτε για να αυτομαστιγωθούμε κλαυθμυρίζοντας για τη δύστηνο μοίρα μας: αυτό θα ήταν άλλο ένα απευκταίο σύμπτωμα της νεοελληνικής μιζέριας και μοιροκρατίας. Γράφτηκαν με στόχο την αφύπνιση των συνειδήσεων, την εμπέδωση του ρεαλισμού και του πραγματισμού στην ελληνική πολιτική (προφανώς και στην καθημερινή ζωή, αφού οι αυταπάτες των πολιτών μεταφράζονται πάντα σε εθνικές αυταπάτες και τανάπαλιν), την κατάρριψη σαθρών (εξού και επικίνδυνων για την πτώση μας) ιδεολογημάτων για την υποτιθέμενη ελληνική ανωτερότητα και την «ελληνική ψυχή» (ή «το ελληνικό DNA») που στο τέλος πάντα νικά (το βαρύ τίμημα της «νίκης» πάντα παραλείπεται να αναφερθεί). Κάπου εδώ, στο τέλος, η αξιολογική ουδετερότητα μπορεί να συναντήσει γόνιμα ορισμένες αξιολογικές επιταγές προς την κατεύθυνση μιας μεταμηδενιστικής φιλοσοφίας ζωής.

    Για ό,τι δεν ειπώθηκε ή δεν εξαντλήθηκε σε αυτή τη μονογραφία, αρκούμαστε στην επισήμανση του Πολλάτου, που γεννά εύλογες προσδοκίες, ότι «μένει αρκετή δουλειά να γίνει». Το βιβλίο του, βασισμένο στις κονδυλικές ιδέες, είναι μια πολύτιμη συμβολή στην κατανόηση ορισμένων από τα δομικά προβλήματα της χώρας, μα πρωτίστως στη χωρίς ψευδαισθήσεις αυτοκατανόησή μας. Δίχως αλλαγή νοοτροπίας, άλλωστε, καμιά ευρύτερη αλλαγή σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις προθέσεις μας δεν είναι εφικτή. Αν έχει δίκιο ο Κονδύλης όταν έγραφε πως η ελληνική εθνική πολιτική συχνά «θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά», τότε είμαστε ιστορικά αναγκασμένοι να βρούμε καταρχάς πόδια. Για φτερά, έχουμε μέλλον.

    * Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.

    ——————————————————————–

    … Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε από τη δεκαετία του ’90 εντοπίσει τις ρίζες του ελληνικού προβλήματος. Είχε μάλιστα προβλέψει πως οι υστερήσεις και οι εσωτερικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το ελληνικό πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό υπόδειγμα θα οδηγούσαν έως το εκρηκτικό αποτέλεσμα της ελληνικής κρίσης…

    … Οφείλω να εκφράσω, ακόμη μια φορά, την εκτίμησή μου στην εξαιρετικά προσεκτική παρουσίαση των θέσεων του Κονδύλη για την ελληνική κρίση που επιχειρεί σε αυτό εδώ το βιβλίο ο Θανάσης Πολλάτος. Δεν περιορίζεται, όμως, στην επίτευξη αυτού μόνον του στόχου ο συγγραφέας. Το εγχείρημά του είναι ευρύτερο, καθώς αναπτύσσει μια σειρά δικών του πρωτότυπων σκέψεων για την κρίση, τα αίτιά της και τους σημερινούς πρωταγωνιστές της. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, γραμμένο σε ωραία ελληνικά από έναν από τους πιο ταλαντούχους νέους πολιτικούς φιλοσόφους της χώρας μας…
    Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος

  90. Μ.Ρ. on

    Αγαπητοί Συνάδελφοι καλησπέρα.
    Το θέμα της διαφθοράς στα «χαμηλά επίπεδα» συζητήθηκε σε αυτό το βήμα επανειλημμένα και δεν οδήγησε πουθενά. Μια ομάδα Συναδέλφων επιμένει ότι αυτό είναι το κύριο πρόβλημα της χώρας, ενώ η άλλη αντιπαραθέτει ότι «διαφθορά υπάρχει σε όλα τα Κράτη». Προσωπικά θεωρώ ότι, ναί υπάρχει πρόβλημα διαφθοράς, αλλά όχι αυτό που λέτε, όχι αυτό των καθημερινών Ανθρώπων, το οποίο είναι μεν κατακριτέο, αλλά δεν είναι το κύριο πρόβλημα. Αντίθετα, θεωρώ ότι το καταλυτικό πρόβλημα είναι η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια, στην «Ελίτ» της κοινωνίας και στην διαπλοκή της με τα ένα περιορισμένο οικονομικό κύκλο που λυμαίνεται την χώρα. Με τα μνημόνια και την Τρόικα αυτή η διαφθορά στα «χαμηλά κλιμάκια» έχει κτυπηθεί αρκετά, αυτή που έμεινε αλώβητη είναι η διαφθορά στα «υψηλά κλιμάκια». Είναι σαν να υπάρχει μια συμφωνία του τύπου «να τσακίσουμε τους μικρούς απατεώνες», αλλά τους «μεγάλους απατεώνες» δεν τους αγγίζουμε γιατί είναι δικοί μας.
    Από την πλευρά των Ακαδημαϊκών περίμενα μια πιο ουσιαστική προσέγγιση, να «βάλει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων», καταδεικνύοντας και εστιάζοντας στην μεγάλη και συστηματική διαφθορά η οποία μολύνει όλη την κοινωνία. Βάζοντας όλες τις περιπτώσεις στο ίδιο τσουβάλι είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να μην γίνει τίποτα. Κλασσικά παραδείγματα:
    1. Όταν ζητήθηκαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο (όταν ήταν Υπουργός) στοιχεία για μια υπόθεση διαφθοράς, έστειλε δύο ή τρία (δεν θυμάμαι ακριβώς) φορτηγάκια με φακέλους. Αποτέλεσμα δεν βγήκε ποτέ.
    2. Καθιερώθηκε το ¨Πόθεν Έσχες» εδώ και χρόνια. Οι αεί πονηροί του συστήματος απλά ζητούν από τον μισό ενεργό πληθυσμό να κάνει σχετική δήλωση. Αποτέλεσμα, και να κάνουν αυτοί που φοροδιαφεύγουν, απλά καλύπτονται μέσα σε αυτό το τεράστιο προπέτασμα καπνού.

    Τι σας προτείνω? «Εστιάστε στην ουσιαστική διαφθορά των υψηλών κλιμακίων, της Ελίτ» και αν έχετε, αν έχουμε το σθένος, να τα βάλουμε μαζί τους. Όποιος το κάνει μεμονωμένα απλά θα τον τσακίσουν. Ποία είναι αυτή η ουσιαστική διαφθορά, εγώ θα σας γράψω δύο περιπτώσεις (για μένα οι τρανταχτές) και εσείς μπορείτε να τα ψάξετε και ακόμη να βρείτε και άλλες:
    1. Διαπλοκή Πολιτικής και Δικαστικής Εξουσίας με αμοιβαίο οικονομικό όφελος (αφήνω κατά μέρος τα όποια άλλα). Ενδεικτικά, διαχρονικά οι Βουλευτές αποφασίζουν μόνοι τους αύξηση στους μισθούς τους συμπεριλαμβανομένων αναδρομικών αμοιβών. Πρόσφατα μαθαίνω από την τηλεόραση (εκπομπή Νίκου Χατζηνικολάου στον STAR, παρουσία πολιτικού που δεν το αρνήθηκε) ότι, το 70% των αμοιβών των Βουλευτών είναι αφορολόγητες. Παράλληλα οι Δικαστές αποφασίζουν μόνο για τον κλάδο τους ότι «τα όποια επιδόματα τους κακώς φορολογήθηκαν, ζητούν τα παρακρατηθέντα αναδρομικά και αποφασίζουν την ένταξη τους στις τακτικές τους αμοιβές με πολλαπλά οφέλη». Παράλληλα όταν δικάζουν αντίστοιχες περιπτώσεις Καθηγητών Πανεπιστημίου, αποφασίζουν ακριβώς τα αντίθετα. Τα ποσά που αποφάσισαν κατά καιρούς οι Δικαστικοί για τον κλάδο τους έχουν γίνει παροιμιώδη, και το «δίκαιο» αυτό έχει εμπεδωθεί από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κάθε λογικός Άνθρωπος το βρίσκει ακατανόητο «πως ένας κλάδος αποφασίζει μόνος του για το ύψος των αμοιβών του»! Δεν ξέρω σε ποία άλλη χώρα γίνεται. Αλλά αν αυτό είναι το παράδειγμα της «Ελίτ», τότε τι περιμένετε από την υπόλοιπη κοινωνία και ειδικά τους Έλληνες που βλέπουν τι γίνεται και λένε «γιατί να είμαι εγώ ο μαλάκας».
    2. Διαπλοκή «Εθνικών Εργολάβων» και Πολιτικών στα μεγάλα έργα και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (πιο σωστά Μαζικής Προπαγάνδας ή Αποβλάκωσης). Και για να μην νομίζετε ότι είναι μόνο οι Έλληνες δείτε και τα μεγάλα έργα στα οποία εμπλέκονται Ξένοι και δή Γερμανοί. Κλασσικό Παράδειγμα το αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου η Γερμανική Εταιρεία δεν αποδίδει ούτε το ΦΠΑ, ούτε φόρους και κανείς δεν κινείται εναντίον της, Μάλιστα αν δεν κάνω λάθος υπήρξε και απόφαση όπου με Νόμο της χαρίσθηκαν τα χρέη προς το Δημόσιο. Δεύτερο, ας ψάξει κάποιος να δεί πως φοροδιαφεύγουν τα μεγάλα Super Market (ένας πρώην λογιστής σε ένα από αυτά μου το εξηγούσε, πράγματα και θαύματα!), αν δεν κάνω λάθος η βασική συνταγή είναι τα «εικονικά τιμολόγια εισαγωγής από τρίτες χώρες». Ενώ είναι μια εμπορική επιχείρηση με καθαρά κέρδη που απλά μαζεύει το όποιο χρήμα εμφανιστεί στην Αγορά και κατά κανόνα βγάζει τα κέρδη από την χώρα, δεν πληρώνει και φόρους.
    Άπειρα τα παραδείγματα, αρκεί κάποιος να έχει την ειλικρίνεια να τα δεί κατάματα και προπαντώς να έχει το σθένος να τα εκθέσει και να τα καταπολεμήσει. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό να βοηθήσουν όλοι οι Ακαδημαϊκοί εντός και εκτός Ελλάδος. Τολμάτε, Τολμούμε?? Πάντως όποιος τόλμησε μεμονωμένα τον τσάκισαν.

    Επιτρέψτε μου, για τους Συναδέλφους εκτός Ελλάδος που βρίσκουν μόνο ότι στραβό κυκλοφορεί στην χώρα, αλλά δεν επαινούν τις όποιες (και είναι πολλές) φιλότιμες προσπάθειες, να τελειώσω με ένα ανέκδοτο (λέγεται ότι προέρχεται από κάποιο μονάχο):
    Μια μύγα και μια μέλισσα πήγαν την Άνοιξη σε ένα λιβάδι. Ρωτούν την μύγα τι είδες και απαντά «σκατά, παντού σκατά, γεμάτος ο τόπος βρωμιά». Ρώτησαν και την μέλισσα η οποία λέει «λουλούδια, παντού λουλούδια, μοσχομύρισε ο κόσμος».
    Δείτε λοιπόν και στην Ελλάδα, τις φιλότιμες προσπάθειες, δείτε Ανθρώπους με πολύ λίγα που βοηθούν αυτούς που πεινούν από το υστέρημα τους. Δείτε συνταξιούχους Γιατρούς στα κοινωνικά Ιατρεία που προσφέρουν αμισθί άπειρες ώρες (μην βλέπετε μόνο τα φακελάκια). Άλλοι Γιατροί στα Νοσοκομεία με φοβερές ελλείψεις καθημερινά εκτελούν ένα Ηράκλειο έργο. Γενικά, η Ελλάδα επιβιώνει με κάποιο τρόπο, γιατί ορισμένοι φιλότιμοι δίνουν τα είναι τους, τόσο στο Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό τομέα.
    Αν θέλετε λοιπόν να βοηθήσετε, εντοπίστε αυτούς τους φιλότιμους Ανθρώπους και κάντε τους σύμβολο για όλη την Κοινωνία. Ως Άνθρωποι του Πνεύματος αναδείξτε υγιή πρότυπα για όλη την υπόλοιπη Κοινωνία και τότε θα δείτε ότι αυτός ο Λαός έχει φιλότιμο, δεν ανέχεται όμως την κοροϊδία.

    Προπαντώς όμως, αν έχουμε το σθένος θα αποκαλύψουμε εμείς την ουσιαστική διαφθορά, εκεί στο Κεφάλι και όχι στην ουρά. Να ξέρετε όμως ότι το θάρρος και το σθένος έχουν κόστος και φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δεν το αντέχουν και το ρίχνουν στην ανέξοδη πολυλογία και τις κατηγορίες κατά των αδυνάτων.
    Ιδού λοιπόν η Ρόδος, Ιδού και το Πήδημα.

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.

    Σας χαιρετώ,
    Γιώργος Κυριακού.
    Καθηγητής Δημοκριτείου Παν. Θράκης.

  91. 03.01.2016 : 16:55
    Αποψη: Να αλλάξει η οικονομική ελίτ βάση για να αλλάξει ο τόπος
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ

    ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
    ​​Mία από τις βασικές προϋποθέσεις για να επιτύχουμε στην Ελλάδα την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη, είναι η αλλαγή συμπεριφοράς από την άρχουσα οικονομική τάξη, η ανάδειξη μιας νέας δημιουργικής φιλοσοφίας για τον τόπο. Με άλλα λόγια, εκτός από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, το αίσθημα ευθύνης και αποφασιστικότητας που πρέπει να μεταδίδει η πολιτική τάξη για να προχωρήσει ο τόπος, η επόμενη αναγκαία συνθήκη για να ανακάμψει και να επιβιώσει η Ελλάδα στο σημερινό ακραία ανταγωνιστικό περιβάλλον, είναι η ριζική ανανέωση αντιλήψεων της οικονομικής ελίτ. Οι άνθρωποι που έχουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής, θα πρέπει να επιδείξουν τώρα τις αρετές τους και τις ηγετικές τους ικανότητες σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο της παρατεταμένης και βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Να αλλάξουν την καθοδική ροή των πραγμάτων, να δώσουν ελπίδα, να βάλουν τον δημόσιο χώρο παράλληλα με το εύλογο ιδιωτικό τους συμφέρον.

    Η οικονομική ελίτ θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι πράγματι μια ηγέτιδα δύναμη στην Ελλάδα. Πλούτισε και μάλιστα σχετικά εύκολα με την εύνοια του κράτους, αλλά τώρα που η οικονομία συρρικνώνεται συνεχώς, τώρα που η ανεργία διογκώνεται επικίνδυνα και τσακίζεται μία γενιά, αυτή, η άρχουσα τάξη, οφείλει να μπει μπροστά και να αναλάβει τον ρόλο της. Να αποδείξει ότι δεν σκέφτεται αποκλειστικά και μόνο πώς θα κερδίσει από την ελληνική κοινωνία, αλλά και πώς θα συνεισφέρει, θα επενδύσει, θα βάλει πλάτη στα δύσκολα και θα πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια αναστήλωσης της οικονομίας, σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης.

    Η οικονομική ελίτ θα πρέπει να εγκαταλείψει πλέον την αναπαραγωγή κακών προτύπων, θα πρέπει να εμπνεύσει την εξέλιξη. Δεν μπορούν, για παράδειγμα, κορυφαίοι επιχειρηματικοί όμιλοι να οφείλουν απίστευτα δανεικά κεφάλαια στις τράπεζες και να μη γυρίζουν πίσω ούτε ένα ευρώ! Ενώ μάλιστα, την ίδια ώρα, φουσκώνουν οι λογαριασμοί των μετόχων τους στο εξωτερικό. Πώς θα αναχρηματοδοτήσουν οι τράπεζες την ανάπτυξη μετά, με τέτοιες συμπεριφορές; Πού θα βρουν τα χρήματα; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυρίαρχη τάξη, με βάση την παρουσία που διαθέτει, θα πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά για να αλλάξει και ο τόπος.

    Μαζί με την πολιτική τάξη, η οποία επίσης θα πρέπει να αλλάξει άρδην τις αντιπαραγωγικές αντιλήψεις της, εάν πράγματι θέλουμε να προσδοκούμε στην ανάκαμψη και στην επιβίωση της χώρας μας. Οι Ελληνες επιχειρηματίες, τα χρήματα που κερδίζουν ή κέρδισαν ας τα επανεπενδύσουν στην Ελλάδα. Δεν είναι… κακό. Και ας φροντίσει η κυβέρνηση να δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος. Με κίνητρα διεθνώς εφαρμοσμένα, όχι προσωπικές διευκολύνσεις.

    Νέοι ορίζοντες, δηλαδή ελπίδα για την Ελλάδα, δεν είναι ούτε η διαπλοκή (τα συμφέροντα δύο έναντι όλων των άλλων) ούτε τα λεφτά στο Βερολίνο, στο Λονδίνο ή στη Ζυρίχη. Είναι φιλοσοφία δημιουργίας, αξιοκρατίας και ποιότητας. Είναι νέες δουλειές και νέες θέσεις εργασίας. Είναι άμεσες επενδύσεις, είναι ανταγωνιστικότητα, είναι καινοτομίες στην παραγωγή, είναι εξωστρέφεια και συνεργασία με μεγάλους ξένους επιχειρηματικούς οργανισμούς για τη μεταφορά τεχνογνωσίας και την πρόσβαση σε διεθνή δίκτυα. Είναι εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις, στον τόπο όπου ζούμε. Αυτό είναι ανάπτυξη. Και απαιτεί από όλους μας –και πρωτίστως από τους πολιτικούς και οικονομικούς μας ηγέτες– να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό!

    http://www.kathimerini.gr/844358/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-na-alla3ei-h-oikonomikh-elit-vash-gia-na-alla3ei-o-topos

  92. 03.01.2016 :

    Αποψη: Μήπως χρειαζόμαστε ψυχίατρο;

    ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΡΥΜΙΩΤΗΣ

    Φαντάζομαι ότι όλοι όσοι ζείτε στην Αθήνα θα έχετε προσέξει ότι η αρίθμηση στη λεωφόρο Κηφισίας ξαναρχίζει από το 1 σε κάθε δήμο τον οποίο διασχίζει η λεωφόρος. Ετσι υπάρχει το ίδιο νούμερο σε πολλά σημεία της. Το ίδιο συμβαίνει στη λεωφόρο Ποσειδώνος και στην Πειραιώς. Σας φαίνεται για «σοβαρή» αυτή η αντιμετώπιση; Τη βρίσκω εντελώς παράλογη και αντιφατική.
    ———————————
    Η ​​ερώτηση του τίτλου δεν είναι ρητορική. Είναι μια απορία που έχω εδώ και πολλά χρόνια, την οποία ποτέ δεν μπόρεσα να λύσω. Η ιστορία της αποπομπής μας (έστω και προσωρινής) από τη Ζώνη Σένγκεν μου ξανάφερε στο μυαλό το θέμα αυτό. Τέλος Νοεμβρίου και αρχές Δεκεμβρίου, το θέμα της αποπομπής κυριαρχούσε στην ειδησεογραφία. Το περίεργο στην ιστορία αυτή είναι το γεγονός ότι όλοι (με ελάχιστες ακραίες εξαιρέσεις) αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο της αποπομπής ως εθνική καταστροφή. Τελικά φαίνεται ότι με τη βοήθεια του Θεού της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνα Επιτρόπου, τη γλιτώσαμε, αφού προηγουμένως αποφασίσαμε να συμπεριφερθούμε ως Ευρωπαίοι και να δεχτούμε τη συμμετοχή του Frontex στην αντιμετώπιση των τεραστίων προβλημάτων που έχουν δημιουργήσει οι προσφυγικές ροές στην πατρίδα μας.

    Είναι γεγονός ότι στην αρχή ούτε θέλαμε να ακούσουμε για βοήθεια από την Ευρώπη, για να δικαιολογήσουμε τη λεβεντιά μας και την ανεξαρτησία μας. Τι να κάνουμε όμως; Η ανάγκη τα έφερε έτσι που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε και τελικά «με ψηλά το κεφάλι» υποκύψαμε στις πιέσεις «για το καλό μας»!

    Με τόση δημοσιότητα που πήρε το θέμα, όλα τα παραπάνω είναι γνωστά. Να όμως που κάτι θυμόμουν σχετικά με τις συζητήσεις που είχαμε για την ένταξη της χώρας μας στη Ζώνη Σένγκεν. Με αναζήτηση στο Google βρήκα πολλές αναφορές στο θέμα, αλλά βρήκα και ένα πραγματικό «διαμάντι». Είναι ένα μικρό ηχητικό απόσπασμα, διάρκειας μόλις 3,5 λεπτών, το οποίο μπορείτε να ακούσετε στο https://vimeo.com/24644844, από τη συζήτηση στη Βουλή, στις 18 Μαρτίου 1997 για το θέμα της υπογραφής της Συνθήκης Σένγκεν. Αυτός που υποστηρίζει την υπογραφή της Συνθήκης είναι ο μακαρίτης Βαγγέλης Γιαννόπουλος. Ποιος είναι όμως αυτός που έχει αντιρρήσεις, είναι δύσκολο να το φανταστείτε. Είναι ο σημερινός υπουργός Εθνικής Αμυνας, κ. Πάνος Καμμένος! Σας συστήνω να το ακούσετε γιατί έχει πολλά ενδιαφέροντα θέματα. Μιλάει επίσης για την Κάρτα Πολίτη με βιομετρικά στοιχεία, που η σημερινή κυβέρνηση διά στόματος πρωθυπουργού έχει δεσμευτεί ότι θα την εκδώσει μέσα στο 2016. Είμαι πράγματι πολύ περίεργος να δω τη στάση που θα κρατήσει ο κ. Πάνος Καμμένος και το κόμμα του στο θέμα αυτό γιατί ήταν λάβρος εναντίον της Συνθήκης και των ταυτοτήτων. Πραγματικά, οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει η ζωή είναι απρόβλεπτες. Ο άνθρωπος που με τόσο πάθος το 1997 καταψήφιζε την υπογραφή της Συνθήκης Σένγκεν, σήμερα είναι μέλος της κυβέρνησης που τρέμει στην προοπτική έστω και της προσωρινής εξόδου μας από τη Ζώνη και δίνει «γη και ύδωρ» για να μείνουμε στη Ζώνη Σένγκεν.

    Αλλά δεν ήταν μόνον αυτός (και το κόμμα του) που είχαν αντιρρήσεις. Η Ιερά Σύνοδος είχε εκδώσει εγκύκλιο που συνέδεε τη Συνθήκη με το «χάραγμα του Αντίχριστου». Η αντιευρωπαϊκή κομμουνιστική Αριστερά συνέδεε τη Συνθήκη με το «1984» του Οργουελ και το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ταύρου ζήτησε με ομόφωνη απόφαση να μην επικυρωθεί η Συνθήκη. Και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος. Πού είναι σήμερα όλοι αυτοί οι αντιρρησίες; Είναι άφαντοι γιατί απλούστατα τα οφέλη για τη χώρα μας από την ένταξη στη Ζώνη του Σένγκεν έχουν αποδειχθεί στην πράξη και κανείς δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει.

    Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά άλλα μεγάλα ή μικρά θέματα. Αν γινόταν δημοψήφισμα το 1980 για την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση πιστεύω ότι τότε θα ήταν αρνητικό. Μην ξεχνάτε ότι το 1981 το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Σήμερα αν γινόταν δημοψήφισμα για να φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ενωση σίγουρα θα ήταν αρνητικό. Αυτοί είμαστε. Δεν θέλουμε τίποτα και αντιστεκόμαστε με λύσσα σε οποιαδήποτε αλλαγή.

    Αλλά και πολύ πρόσφατα έχουμε αρκετές περιπτώσεις όπου παρουσιάζονται συμπτώματα διπολικής διαταραχής. Ενας υπουργός φέρνει στη Βουλή ένα Νόμο, ο οποίος ψηφίζεται από την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά ο ίδιος δηλώνει ότι όσο αυτός είναι υπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση δεν θα τον εφαρμόσει! Υποθέτω ότι ξέχασε τον όρκο του να τηρεί το Σύνταγμα και τους Νόμους. Εδώ πλέον σκίζουμε τα βιβλία της λογικής που είχαμε στο σχολείο.

    Ενας άλλος υπουργός, αυτός που κρέμασε στο γραφείο το πορτρέτο του Αρη Βελουχιώτη, υπέγραψε την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, αλλά μας διαβεβαίωσε ότι μέσα του πονάει πολύ βαθιά για την πράξη του αυτή. Ας μην υπόγραφε για να γλιτώσει από τους πόνους και τα δάκρυα και εμείς από τη μουρμούρα του.

    Αλλά η περίπτωση που έφερε στο μυαλό μου την αγγλική ταινία «Morgan – a suitable case for treatment» (κωμωδία του 1966), αφορά και πάλι την παραχώρηση της διαχείρισης των 14 αεροδρομίων. Ενας βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ σε άρθρο του στην εφημερίδα του κόμματός του με τίτλο «Οπου δεν φτάνει η κυβέρνηση μπορεί να πάει το κίνημα», καλεί τους τοπικούς παράγοντες να κάνουν αντίσταση ώστε να μην υλοποιηθεί η συμφωνία την οποία η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος υπερψήφισε! Εδώ έχουμε ΣΥΡΙΖΑ εναντίον ΣΥΡΙΖΑ ή για να πάμε ξανά στον κινηματογράφο «Cramer vs Cramer»

    Αναφέρθηκα σε επενδύσεις και διερωτώμαι ποιος θα μας πάρει στα σοβαρά αν συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε τόσο αλλοπρόσαλλα. Ποιος εχέφρων θα προτιμήσει την Ελλάδα για να επενδύσει τα χρήματά του, βλέποντας όλα αυτά τα τρελά που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα; Κανένας. Και όλοι αναζητούμε την ανάπτυξη με αέρα κοπανιστό.

    Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να διαπιστώσετε ότι δεν υπερβάλλω. Με τον νόμο 2160/93 χωροθετήθηκε έκταση με πλάτος 580 μέτρα για να γίνει μαρίνα στον όρμο Δερματά στο Ηράκλειο Κρήτης. Οταν βρέθηκε κάποιος ενδιαφερόμενος, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων του νομού Ηρακλείου προσέφυγε το 2007 στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να ακυρώσει τη σχεδιαζόμενη μαρίνα. Τώρα, τον Δεκέμβριο του 2015, το ΣτΕ για λόγους τυπικούς και ουσιαστικούς απέρριψε την αίτηση του συλλόγου των αρχιτεκτόνων. Να όμως που σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια δεν υπάρχει κανένας ενδιαφερόμενος, αλλά επίσης δεν υπάρχουν ούτε τα χρήματα για την επένδυση και ουσιαστικά δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Δεν γνωρίζω αν το έργο θα έκανε καλό ή κακό στο Ηράκλειο. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο, είναι ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η περίπτωση αυτή είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα της συμφοράς που φέρνουν οι αντιρρήσεις. Δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αντιρρησίες είχαν άδικο, αλλά το έργο δεν έγινε. Αναδεικνύει όμως και ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα. Οταν η προσφυγή των αρχιτεκτόνων έγινε το 2007 και η απόφαση εκδόθηκε στο τέλος του 2015, δεν μπορεί να θεωρηθούμε σοβαρή χώρα για επενδύσεις.

    Αναφέρθηκα σε «σοβαρή» χώρα και θυμήθηκα μια μικρή λεπτομέρεια που πάντα ήθελα να επισημάνω. Φαντάζομαι ότι όλοι όσοι ζείτε στην Αθήνα θα έχετε προσέξει ότι η αρίθμηση στη Λεωφόρο Κηφισιάς ξαναρχίζει από το 1 σε κάθε Δήμο που διασχίζει η Λεωφόρος. Ετσι υπάρχει το ίδιο νούμερο σε πολλά σημεία της Λεωφόρου. Το ίδιο συμβαίνει στη Λεωφόρο Ποσειδώνος και Πειραιώς. Αντίθετα στη Λεωφόρο Συγγρού (και σε άλλες λεωφόρους) η αρίθμηση είναι ενιαία σε όλο το μήκος της Λεωφόρου, ανεξάρτητα από τους δήμους που διασχίζει. Σας φαίνεται για «σοβαρή» αυτή η αντιμετώπιση; Τη βρίσκω εντελώς παράλογη και αντιφατική. Ξέρετε πόσα προβλήματα δημιουργεί στους ξένους που θέλουν να πάνε κάπου και λένε οδό και αριθμό και καταλήγουν σε άλλο σημείο. Ακόμα, αν συνενωθούν γειτονικοί Δήμοι τι θα γίνει;

    Θα αλλάξουμε την αρίθμηση ή θα πρέπει να διατηρήσουμε και τις παλιές ονομασίες των Δήμων για να βρίσκουμε άκρη. Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει τον αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό χαρακτήρα μας. Γι’ αυτό και εξακολουθώ να διερωτώμαι: Μήπως τελικά χρειαζόμαστε ψυχίατρο;

    * O κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

    http://www.kathimerini.gr/844357/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-mhpws-xreiazomaste-yyxiatro

  93. Β on

    ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
    Η πραγματικότητα δεν έχει σημασία
    ΠΟΛΙΤΙΚΗ 22.01.2016 : 12:45
    Στη μέχρι τώρα καμπάνια του για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο φανταχτερός μπουφόνος Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι της Αμερικής πανηγύριζαν στον Νιου Τζέρσεϊ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ότι ο Μπαράκ Ομπάμα στέλνει Σύρους πρόσφυγες σε πολιτείες που υποστηρίζουν τους Ρεπουμπλικάνους, και ότι 8 στους 10 λευκούς που δολοφονούνται στις ΗΠΑ δολοφονούνται από μαύρους. Όλες αυτές οι δηλώσεις -και αμέτρητες άλλες- βεβαίως είναι κραυγαλέα ψέματα, και το ότι είναι ψέματα αποκαλύπτεται σχεδόν αμέσως στο εμβρόντητο κοινό από μια σειρά από ΜΜΕ, ακόμα και φιλικά προς το ρεπουμπλικανικό κόμμα.

    Δεν έχει καμία σημασία.

    Ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, και μάλιστα διευρύνει τη διαφορά του από τους υπόλοιπους. Όσο περισσότερα ρατσιστικά, ξενοφοβικά ψέματα λέει, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στο κοινό του.

    Βεβαίως, είναι απολύτως κατανοητό ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος να είναι ρατσιστές, εθνικιστές και φοβισμένοι -όλες οι χώρες του κόσμου έχουν τέτοιους ψηφοφόρους, και αυτοί δικαιούνται πολιτικής εκπροσώπησης. Αλλά το ότι εμμένουν να στηρίζουν πολιτικούς που τους λένε ψέματα στα μούτρα, ξανά και ξανά, μοιάζει αλλόκοτο. Δεν τους ενδιαφέρει το ότι αυτά που τους λέει είναι ψέματα; Δεν τους πειράζει το ότι στηρίζουν έναν ψεύτη; Είναι ένα φαινόμενο πολύ επίκαιρο για στα δικά μας μέρη.

    Μια τηλεοπτική εκπομπή έκανε focus group για να διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους οι ψηφοφόροι του Τραμπ εξακολουθούν να τον στηρίζουν παρ’ όλες τις παλαβομάρες του, και τα συμπεράσματα ήταν ενδιαφέροντα. Οι άνθρωποι (ή, έστω, κάποιοι από αυτούς) δεν έμοιαζαν ηλίθιοι. Καταλάβαιναν ότι ο τύπος αυτός είναι ένας ψεύτης, αλλά δήλωναν ευθαρσώς ότι δεν τους νοιάζει. “Μερικές φορές λέει πράγματα που με κάνουν να ντρέπομαι”, δήλωσε ένας, φαινομενικά νουνεχής. “Αλλά έχουμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα σ’ αυτή τη χώρα, και μόνο ένας τέτοιος ηγέτης μπορεί να τα λύσει”. Σε μια άλλη, χιουμοριστική εκπομπή, ψηφοφόροι τόνισαν ότι γουστάρουν τον Τραμπ επειδή θέλουν έναν ηγέτη που δεν ντρέπεται να λέει αυτά που σκέφτεται και, κυρίως “να λέει αυτά που σκεφτόμαστε”.

    Όλοι όσοι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης γράφουμε ιδέες και απόψεις και αναλύσεις και ό,τι μας κατέβει για όσα συμβαίνουν, κινδυνεύουμε να πέσουμε σε μια σοβαρή και σκοτεινή παγίδα: Να νομίσουμε ότι αυτά που γράφουμε έχουν σημασία. Κοιτάχτε τα υπόλοιπα άρθρα της κατηγορίας “απόψεις” αυτού του site: Κάποιοι από τους ανθρώπους που τα γράφουν σίγουρα έχουν σκεφτεί πως, αν γράψουν την ιδέα ή την ανάλυσή τους απλά και κατανοητά, αν εξηγήσουν με καθαρότητα και διαύγεια μια από τις πτυχές των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, θα καταφέρουν να πείσουν κάποιους, να βοηθήσουν ένα μπερδεμένο λαό κι ένα απληροφόρητο κοινό να καταλάβει καλύτερα το τι συμβαίνει. Κάνουν λάθος.

    Οι ερευνητές του πανεπιστημίου Ντάρτμουθ Μπρένταν Νάιχαν και Τζέισον Ρέιφλερ μελετούν εδώ και αρκετά χρόνια (ειδικά ο πρώτος) το φαινόμενο που κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει “πανηγυρίζω στο Σύνταγμα το ΟΧΙ καθώς η χώρα καταρρέει” ή “ψηφίζω Μιχελογιαννάκη”. Το ότι δηλαδή για κάποιες ομάδες του πληθυσμού, τα πραγματικά γεγονότα μερικές φορές δεν έχουν καμία σημασία και, ίσα ίσα, όταν τους αποκαλύπτονται αλήθειες που πηγαίνουν κόντρα με τα πιστεύω τους, όχι απλά δεν αλλάζουν πιστεύω, αλλά εμμένουν περισσότερο σ’ αυτά. (μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη τους εδώ).

    Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Μπαράκ Ομπάμα γεννήθηκε στην Κένυα, θα συνεχίσουν να το πιστεύουν ακόμα κι αν τους τρίψεις το πιστοποιητικό γέννησης στα μούτρα (πράγμα που συνέβη το 2011). Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι την 11η Σεπτεμβρίου δεν υπήρχαν Εβραίοι στους δίδυμους πύργους, θα συνεχίσουν να το πιστεύουν ακόμα κι αν τους δώσεις τη λίστα των θυμάτων. Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό, τα αεροπλάνα μας ψεκάζουν με αέρια, και ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μύθος επειδή μερικές φορές χιονίζει, δεν θα αλλάξουν γνώμη όσο ψύχραιμα και τεκμηριωμένα κι αν τους αποδείξεις ότι κάνουν λάθος. Ίσα ίσα, θα πιστέψουν ακόμη περισσότερο τη μπούρδα τους. Αυτό είναι το επονομαζόμενο “backfire effect”.

    Η εξήγηση, σύμφωνα με το Νάιχαν, είναι το ότι για μερικούς ανθρώπους η τεκμηριωμένη αλήθεια είναι πολύ λιγότερο σημαντική από διάφορα άλλα πράγματα, όπως τα βαθύτερα πιστεύω τους και η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Είναι μάταιο να προσπαθείς να πείσεις έναν πιστό χριστιανό που πιστεύει τη Βίβλο κατά γράμμα για τη θεωρία της εξέλιξης. Όσο πειστικά επιχειρήματα κι αν χρησιμοποιήσεις, αυτή η αλήθεια πάει κόντρα σε μια δικιά του αλήθεια, που είναι συνυφασμένη με τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής του. Είναι πολύ πιο σημαντικό για τον ίδιο το να συνεχίσει να πιστεύει ένα ψέμα που βρίσκεται στον πυρήνα της ύπαρξής του, παρά να αποδεχτεί κάτι άλλο, αληθινό. Το ίδιο αδύνατο είναι να πείσεις έναν τυφλά πιστό ιδεολόγο ότι οι ιδέες του είναι παρωχημένες, ανεφάρμοστες ή επιτυχημένες. Μια άλλη κατηγορία, δε, είναι οι άνθρωποι που αντί για θρησκεία ή ιδεολογία πιστεύουν στο μεγαλείο του εαυτού τους. Κι από αυτούς έχουμε κάμποσους. Είναι εντελώς αδύνατο να τους πείσεις και αυτούς ότι κάνουν λάθος.

    Το πρόβλημα με το backfire effect, ειδικά σε κοινωνίες στις οποίες αυτές οι ομάδες ατόμων είναι είτε πολύ μεγάλες, είτε σε θέση ισχύος, είναι πως κάνει το δημόσιο διάλογο μάταιο. Από τη στιγμή που σε αυτόν συμμετέχουν άνθρωποι με ιδέες που δεν αλλάζουν, τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο διάλογος, όσο εύληπτα και κρυστάλλινα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα κι αν εισάγουν σ’ αυτόν οι πιο ρομαντικοί. Η λύση, σύμφωνα με το Νάιχαν, είναι να το να περνά η αλήθεια σ’ αυτές τις ομάδες από την πίσω πόρτα -διατυπωμένες κι αμπαλαρισμένες με τρόπο που να μην πάει κόντρα στα βαθύτερα πιστεύω των συγκεκριμένων ατόμων. Γι’ αυτό υπάρχουν χριστιανοί που αποδέχονται ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, και ότι οι άνθρωποι δεν φτιάχτηκαν απευθείας από το Θεό με τη μορφή που υπάρχουν είναι σήμερα.

    Αλλά, βεβαίως, είναι μια διαδικασία πάρα πολύ δύσκολη και πάρα πολύ χρονοβόρα. Ακόμα πιο χρονοβόρα, όμως, είναι και η αντιμετώπιση του κεντρικού προβλήματος: Της ύπαρξης, δηλαδή, των δογμάτων, που μετατρέπουν δυνητικά σκεπτόμενους πολίτες σε ψηφοφόρους του Ντόναλντ Τραμπ.

    Αυτό μάλλον δε θεραπεύεται με τίποτα.

    http://www.kathimerini.gr/846684/opinion/epikairothta/politikh/h-pragmatikothta–den-exei-shmasia

  94. Ντοκουμέντο: Το κράτος ως λάφυρο

    Φώτης Κουβέλης, Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος 21/06/2012: Σύσκεψη του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με τους αρχηγούς ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ | ΕUROKINISSI / ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

    Συντάκτης: Στέργιος Ζιαμπάκας

    Από την πρώτη ημέρα σχηματισμού της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη τον Ιούνιο του 2012 ξεκίνησε το πάρτι με το βόλεμα των «δικών τους παιδιών», όχι πλέον ως προσωπική «εξυπηρέτηση», αλλά στο πλαίσιο ενός τεράστιου μηχανισμού εντός του πελατειακού κράτους με επιστημονικές μεθόδους κατανομής των θέσεων.

    Ιούνιος 2012: η οικονομική κρίση βαθαίνει. Η ανεργία καταρρίπτει πολλαπλά ρεκόρ. Λαϊκά στρώματα φτωχοποιούνται. Η κοινωνική συνοχή απειλείται.

    Τέσσερις ημέρες μετά τις εκλογές της 17ης του ίδιου μήνα, τις κρισιμότερες από τη Μεταπολίτευση έως τότε, ορκίζεται η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ.

    Στελέχη της τρικομματικής σηκώνουν τα μανίκια.

    Και σπεύδουν να μοιράσουν το κράτος σε κομμάτια: 4 στον νικητή των εκλογών, 2 και 1 αντίστοιχα στους κυβερνητικούς εταίρους είναι η αναλογία κατανομής των διοικήσεων δημοσίων οργανισμών και φορέων.

    Εγγραφο ΕΦ.ΣΥΝ.
    ΕΦ.ΣΥΝ.
    Η κρατική μηχανή ευτελίζεται σε… βασιλόπιτα και διανέμεται με έναν ανεπανάληπτο πελατειακό μηχανισμό, που φτάνει στα όρια του καρτέλ.

    Σε ένα ογκώδες σύνολο στοιχείων (εμπιστευτικά έγγραφα, σημειώματα, επιστολές, σχεδιαγράμματα), τα οποία, έχοντας επιβεβαιώσει τη γνησιότητά τους, αποκαλύπτει σήμερα η «Εφ.Συν.» (σεβόμενη πλήρως το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων), αποτυπώνεται η «αρχιτεκτονική» με την οποία λαφυραγωγήθηκε η δημόσια διοίκηση: Κόμβος και ταυτόχρονα σημείο επίλυσης διαφορών, αλλά και επίβλεψης της μοιρασιάς της «πίτας», ήταν κάποιο γραφείο στο υπουργείο Επικρατείας.

    Στη συνέχεια, το κομβικού ρόλου γραφείο μεταφέρθηκε στη Γενική Γραμματεία Συντονισμού του κυβερνητικού έργου – όργανο που υπαγόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό.

    «Τοποτηρητές»

    Κάθε εταίρος της τρικομματικής είχε έναν «τοποτηρητή», με αρμοδιότητα να εξασφαλίζει τα κομματικά δίκτυα και να προτείνει πρόσωπα για την κατάληψη θέσεων σε διοικήσεις, πάντα τηρώντας την αναλογία «4-2-1».

    Στην κορυφή της ιεραρχίας αυτής της «δομής» παραδιοίκησης βρίσκονταν στενοί συνεργάτες του Αντ. Σαμαρά από την περίοδο της Πολιτικής Ανοιξης.

    Στα υπόλοιπα στρώματα της πυραμίδας σχηματίζεται ένα δίκτυο που διασφάλιζε την αμφίδρομη μετάδοση πληροφοριών για τη μοιρασιά και την εξέλιξή της, σε δημόσιους φορείς και οργανισμούς σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της ελληνικής επικράτειας: ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, γεωργικούς οργανισμούς, συγκοινωνίες, οργανισμούς λιμένων, εταιρείες ύδρευσης, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.α.

    Εγγραφο ΕΦ.ΣΥΝ.
    Με το κομματικό ρεσάλτο στο Δημόσιο να θεωρείται δεδομένο από στελέχη των τριών εταίρων, αιτήματα ή προτάσεις, μερικές φορές σε μακροσκελείς λίστες, στέλνονταν από βουλευτές, κομματικά στελέχη, αιρετούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με συστάσεις ή συνημμένα βιογραφικά -όπου προτάσσονταν τα κομματικά «ένσημα»- και τη θέση ενδιαφέροντος.

    Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2012, σύμφωνα πάντα με τα προαναφερθέντα… πρακτικά που διατηρήθηκαν.

    Παζάρια

    Εγγραφα ντοκουμέντα για τους διορισμούς στο δημόσιο από κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ΕΦ.ΣΥΝ.
    Με το κομματικό ρεσάλτο στο Δημόσιο να θεωρείται δεδομένο από στελέχη των τριών εταίρων, αιτήματα ή προτάσεις, μερικές φορές σε μακροσκελείς λίστες, στέλνονταν από βουλευτές, κομματικά στελέχη, αιρετούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με συστάσεις ή συνημμένα βιογραφικά -όπου προτάσσονταν τα κομματικά «ένσημα»- και τη θέση ενδιαφέροντος.

    Ανάμεσα σε άλλα, αρχεία excel με ταξινομημένα ονόματα υποψηφίων ή διαθέσιμων για τη στελέχωση διοικήσεων, τον φορέα ενδιαφέροντος, την επαγγελματική ιδιότητα και λοιπά σχόλια.

    Διορθώσεις, αλλαγές και προσθήκες ακολούθησαν τους επόμενους μήνες. Με «διαπραγματεύσεις» τύπου «βγάλε αυτόν, βάλε εκείνον», αλλά και τις απαραίτητες… συστάσεις:

    ➥ «Είναι πολύ ικανός, ανανεώθηκε η σύμβασή του από τον Υπ.ΠΟ. Α. Σαμαρά…»

    ➥ «Προσοχή! Ο […] διορίστηκε […] όταν Υπ.ΠΟ. ήταν ο Α. Σαμαράς. Λέγεται ότι έχει προσωπικές σχέσεις μαζί του»

    ➥ «…είναι κόρη του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας…»

    ➥ «Ο […] είναι διορισμένος από το 2005 με προσωπική παρέμβαση του τότε πρωθυπουργικού γραφείου Κ. Καραμανλή…»

    ➥ «…ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, είναι αντιδήμαρχος […] και φημολογείται ότι θα γίνει Υπεραντιδήμαρχος», -«Προφανώς το ΠΑΣΟΚ θα τοποθετήσει τον καθηγητή […], προσωπικό φίλο του Βενιζέλου…»,

    ➥ «Πάρα πολύ καλός, κατάλληλος για διευθύνων σύμβουλος του Οργ. Λιμένος…»,

    ➥ «Το βιογραφικό αυτό το έστειλε το γραφείο του […]. Ο κ. […] ενδιαφέρεται για διοικητής σε κάποιο νοσοκομείο. Ηδη από χθες έχει προωθήσει το βιογραφικό αυτό και στο γραφείου του Ανδρέα Λυκουρέντζου» (σ.σ. τότε υπουργός Υγείας), διαβάζουμε ανάμεσα στα έγγραφα.

    «Συστατικές»

    ΕΦ.ΣΥΝ.
    Σε κάποιες περιπτώσεις, στο πίσω μέρος της τελευταίας σελίδας του βιογραφικού, υπέγραφε το ενδιαφερόμενο κομματικό στέλεχος.

    «Με συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές […] δημοτικός σύμβουλος του Δήμου […] και με τη βοήθεια του ΚΥΡΙΟΥ», λέει ένας «υποψήφιος», με πιθανό στόχο να εμφανίσει δεσμούς με την Εκκλησία, στέλνοντας ο ίδιος το βιογραφικό του «για τη συμμετοχή μου στη διοίκηση οργανισμών του Δημοσίου, με διάθεση προσφοράς».

    Αλλος κύριος δεν παρέλειπε, κατά την αποστολή του βιογραφικού του, να ενημερώσει ότι ήταν ιδρυτικό στέλεχος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Παλέρμου Ιταλίας…

    Φαίνεται ότι η ασυδοσία γύρω από το μοντέλο «4-2-1» ήταν τέτοια που οδήγησε σε προειδοποιήσεις και… διευκρινιστικές οδηγίες ανάμεσα στους εταίρους.

    Αντιγράφουμε τμήματα από non paper που τέθηκε υπ’ όψιν του Δ. Βαρτζόπουλου, στενού συνεργάτη του Αντ. Σαμαρά και μετέπειτα γενικού γραμματέα συντονισμού:

    Non paper Δ. Βαρτζόπουλου, στενού συνεργάτη του Αντ. Σαμαρά Non paper Δ. Βαρτζόπουλου, στενού συνεργάτη του Αντ. Σαμαρά | ΕΦ.ΣΥΝ.
    «Η δημοσιοποίηση ονομάτων για τη στελέχωση των Οργανισμών είχε σαν αποτέλεσμα τη σκληρή κριτική στα Κόμματα της Συγκυβέρνησης και ιδιαίτερα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. […] Θεωρούμε ότι η συνέχιση αυτής της πρακτικής θα επιτείνει και θα δημιουργήσει στην Κυβέρνηση, στην παρούσα δυσχερή συγκυρία προβλήματα, όταν μάλιστα δεν αντανακλά τις προθέσεις της αλλά ούτε και την προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων. […] Με τα παραπάνω δεδομένα, προτείνεται η αντιμετώπιση των τοποθετήσεων στις θέσεις του Δημοσίου Τομέα να αντιμετωπισθεί με τη διαδικασία είτε της υπάρχουσας νομοθεσίας είτε, εάν υπάρχουν κενά, μετά από συνεννόηση των ΚΤΕ των τριών κομμάτων να αναληφθεί νομοθετική πρωτοβουλία».

    Το know-how

    ΕΦ.ΣΥΝ.
    Η άλωση του κράτους με «επιστημονική μέθοδο» προδίδει μια πρωτοφανή τεχνογνωσία κομματικής διαπλοκής, καθιστώντας άνευ σημασίας την αναζήτηση του αριθμού των αναξιοκρατικών τοποθετήσεων, που εν τέλει υλοποιήθηκαν.

    Το μοντέλο «4-2-1» -η αποθέωση του εξουσιαστικού κυνισμού- φαίνεται ότι ήταν και ο μοναδικός δεσμός συνοχής της κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ.

    Δεν ήταν λίγες οι φορές της περιόδου εκείνης που καταγγέλθηκε από το εργατοϋπαλληλικό κίνημα.

    Εγγραφο για διοικητικές θέσεις στα νοσοκομεία ΕΦ.ΣΥΝ.
    Το πιο θλιβερό στην όλη υπόθεση είναι ότι παραλλήλως, με αίτημα τον διορισμό, στέλνονταν αξιοζήλευτα βιογραφικά νέων, που με κανόνες αξιοκρατίας θα είχαν αναμφισβήτητο προβάδισμα έναντι ενός κομματικού στρατιώτη.

    Βρέθηκαν, όμως, να απευθύνονται για το αυτονόητο δικαίωμά τους σε μια αξιοπρεπή εργασία σε ένα κυβερνητικό κόμμα.

    Το ρουσφέτι συνιστά ένα βαθύ πρόβλημα. Ακόμα και εάν ωφεληθεί ένας πολίτης που επιλέγει αυτήν τη δίοδο, ενισχύει παράλληλα την εξάρτησή του από την (εκάστοτε) εξουσία.

    Εγγραφο Νέας Δημοκρατίας για τον καταμερισμό των θέσεων στο δημόσιο ΕΦ.ΣΥΝ.
    Σε κάθε εκδοχή, επομένως, καθίσταται θύμα του… πελατειακού μηχανισμού. Πρακτική που επαναλαμβάνεται όσο η «λογική» Πολύδωρα («ώρα να βολευτούν και τα δικά μας παιδιά») προωθείται από κομματικά δίκτυα.

    Η πραγματικότητα αυτή ας προβληματίσει πρώιμους και όψιμους οπαδούς των μεταρρυθμίσεων.

    Είναι σαφές ότι δεν νοείται μεταρρύθμιση που δεν θίγει τον πυρήνα του πελατειακού κράτους.

    http://www.efsyn.gr/arthro/ntokoymento-kratos-os-lafyro

  95. ΡΕΣΙΤΑΛ ΚΥΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ ΥΠΟΥΡΓΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

    Με μια άκρως προκλητική δήλωση, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, καταφέρθηκε για ακόμη μία φορά εναντίον της χώρας μας, επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα δεν είναι κράτος».

    Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλική εφημερίδα «Liberation» και τον δημοσιογράφο Ζαν Κατρεμέρ, ο κ. Σόιμπλε ρωτήθηκε για ποιο λόγο ζητούσε επίμονα στις 11 Ιουλίου ένα Grexit κι ενώ ήταν σε εξέλιξη η

    «Αναρωτιόμουν πάντοτε, όπως πολλοί οικονομολόγοι, εάν η Ελλάδα, με την οικονομική της κατάστασή και την κυβέρνησή της – όπως το λέει ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, οι Έλληνες σχηματίζουν ένα μεγάλο λαό, αλλά η Ελλάδα δεν είναι κράτος – δεν θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσει σε μια απαραίτητη ανάκαμψη της οικονομίας της μέσω μιας υποτίμησης.

    Και γι’ αυτό τον λόγο εξήγησα ότι θα ήταν μάλλον προς το συμφέρον της Ελλάδας να εγκαταλείψει το ευρώ για ένα συγκεκριμένο διάστημα, για να αποκαταστήσει τον οικονομικό της σχεδιασμό και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της προτού επιστρέψει στην Ευρωζώνη. Αλλά εγώ δεν ικέτεψα ποτέ για να πετάξουμε έξω την Ελλάδα. Είπα απλά ότι εάν η Ελλάδα από μόνη της ήταν σύμφωνη ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη πρόταση προς το συμφέρον της – κι αν υπήρχαν αρκετοί ώστε να το πουν αυτό στην Ελλάδα – τότε θα έπρεπε να τη βοηθήσουμε και να την υποστηρίξουμε», απάντησε χαρακτηριστικά ο κ. Σόιμπλε.

    Ο ίδιος απέρριψε κατηγορηματικά τον χαρακτηρισμό του «κακού της Ευρωζώνης» αλλά κι ότι ο συμβιβασμός της 13ης Ιουλίου που οδήγησε στο «Μνημόνιο 3» έγινε καθ’ υπαγόρευση της Γερμανίας.

    «Δεν υπήρξε γερμανική υπαγόρευση. Οι 18 υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, εάν δεν υπολογίσουμε τον Έλληνα υπουργό (ενν. τον Βαρουφάκη), είχαν συμφωνήσει να απαιτήσουν από την Ελλάδα να εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα του προγράμματος βοήθειας. Αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν ήθελε να τους εκπληρώσει: Είχε δεσμευτεί για αυτό σε ορισμένες στιγμές, αλλά δεν το έκανε.

    Στο πλαίσιο αυτό, 15 υπουργοί Οικονομικών θεώρησαν ότι για την Ελλάδα η καλύτερη λύση θα ήταν να αποχωρήσει από το ευρώ. Μόνον οι υπουργοί Οικονομικών της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου δεν είχαν ευθυγραμμιστεί με αυτή την άποψη. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για γερμανική υπαγόρευση. Κι αυτό είναι η αλήθεια. Όλα τα άλλα είναι, στην χειρότερη περίπτωση, προπαγάνδα ή παρερμηνεία, στην καλύτερη περίπτωση», δήλωσε – μεταξύ άλλων – ο Β. Σόιμπλε.

    Read more: http://www.newsbomb.gr/oikonomia/news/story/635370/xediantropi-dilosi-soimple-h-ellada-den-einai-kratos#ixzz3zgwPCby2

  96. 07.07.2015

    Γκάμπριελ: Η ελληνική ελίτ λεηλατούσε την Ελλάδα για χρόνια κι εμείς απλώς κοιτούσαμε

    Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ τόνισε σε δηλώσεις του ότι «η ελίτ στην Ελλάδα λεηλατούσε τη χώρα για πολλά χρόνια και η Ευρώπη απλώς κοιτούσε».

    – See more at: http://left.gr/news/gkampriel-i-elliniki-elit-leilatoyse-tin-ellada-gia-hronia-ki-emeis-aplos-koitoysame#sthash.ApFLhORO.dpuf

    • Νικόλαος Γιαννής on

      και από το 2010 που η Ευρώπη αποφάσισε να μην κοιτάει απλώς, είδαμε πόσο τιμούμε και υποστηρίζουμε οι Έλληνες τον νέο τη ρόλο, συνεχίζουμε δε να ψηφίζουμε συνεχώς κάθε φορά το κόμμα εκείνο που φορτώνει καλύτερα στην Ευρώπη και γενικώς στους άλλους τις δικές μας ευθύνες και που υπόσχεται πιο αξιόπιστα κάθε φορ ότι δεν θ’ αλλάξει τίποτα και δεν θα ξεβολευτεί κανείς. Ενώ ολόκληρος ο κόσμος αλλάζει ανεξαρτήτως της δικής μας δυνατότητας να το επηρεάσουμε, υπάρχουν εκείνοι που επιλέγουν οι ίδιοι πως θα προσαρμοστούν, θα ελέγξουν και θα ευδοκιμήσουν στις νέες συνθήκες κι εκείνοι που δίνουν τη μάχη της οπισθοφυλακής, υπερασπιζόμενοι μικρές αναβολές του θανάτου.

  97. «…η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις, είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν…»

    (Γιώργος Σεφέρης, στο ημερολόγιό του στα τέλη του 1945)

  98. Χοσέ Κάρλος Ουγκάζ: «Αίσθηση ατιμωρησίας επικρατεί στην Ελλάδα»
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ

    Ο Χοσέ Κάρλος Ουγκάζ αναφέρει πως, από το 2012 έως το 2015, η βαθμολογία της Ελλάδας στον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς έχει βελτιωθεί κατά 10 βαθμούς, αλλά χρειάζεται να γίνουν αρκετά βήματα ακόμα σε επίπεδο πρόληψης.
    Ο Χοσέ Κάρλος Ουγκάζ αναφέρει πως, από το 2012 έως το 2015, η βαθμολογία της Ελλάδας στον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς έχει βελτιωθεί κατά 10 βαθμούς, αλλά χρειάζεται να γίνουν αρκετά βήματα ακόμα σε επίπεδο πρόληψης.

    Ελλειψη ηγεσίας με ακεραιότητα, πελατειακές σχέσεις, συνεχείς αλλαγές της νομοθεσίας που επηρεάζουν τις όποιες πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται κατά της διαφθοράς, απουσία ισονομίας και αίσθηση ατιμωρησίας, αλλά και ανοχή της κοινωνίας έναντι της συγκεκριμένης παθογένειας, που είναι απόρροια μιας κρίσης αξιών, συνθέτουν το παζλ της διαφθοράς στην Ελλάδα, επισημαίνει, μιλώντας στην «Κ», ο επικεφαλής της Διεθνούς Διαφάνειας Χοσέ Κάρλος Ουγκάζ.

    Αναφέρει ότι η διαφθορά έχει εξαπλωθεί στην ελληνική κοινωνία, όπου κυριαρχεί το φαινόμενο της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, ενώ πολύ συχνές είναι, επίσης, οι περιπτώσεις δωροδοκίας, αν και λιγότερο τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, με εξαίρεση τον τομέα της υγείας, όπου εξακολουθούν να είναι σημαντικές. Οι επισημάνσεις του Περουβιανού επικεφαλής της διεθνούς οργάνωσης είναι ιδιαίτερα επίκαιρες, καθώς μεθαύριο πραγματοποιείται στη Βουλή η συζήτηση για τη διαφθορά. Η πρότασή του για μια περισσότερο ηθική Ελλάδα; Καθιέρωση κράτους δικαίου και δημιουργία καλύτερων πολιτών, κυρίως μέσα από την καλλιέργεια ενός διαφορετικού αξιακού κώδικα και νέων συμπεριφορών, εγχείρημα που δεν μπορεί παρά να αρχίσει από τη νεολαία.

    – Πώς αποτιμά η Διεθνής Διαφάνεια την έκταση της διαφθοράς σε μια χώρα;

    – Η διαφθορά είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας. Ανθρωποι χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της διαφθοράς, όταν η φτώχεια αυξάνεται. Ή όταν οι διεφθαρμένες Αρχές υγείας συντελούν ώστε τα φάρμακα που τους παρέχονται να είναι χαμηλής ποιότητας ή να έχουν λήξει. Ή όταν η δωροδοκία βοηθάει έναν επιχειρηματία να αποφύγει μέτρα ασφαλείας και ένα κτίριο καταρρέει σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους. Στην Ελλάδα, έχει επιτευχθεί πρόοδος στη μείωση της ατιμωρησίας για διαφθορά. Υπάρχει ρητή δέσμευση από την παρούσα κυβέρνηση να καταπολεμήσει τη διαφθορά. Επίσης, έχει δοθεί έμφαση στην εφαρμογή των νόμων. Αλλά αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η πρόληψη. Χρειάζεται να γίνουν περισσότερα ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της διαφθοράς.

    Σε παγκόσμιο επίπεδο

    – Πόσο εκτεταμένη είναι η διαφθορά παγκοσμίως;

    – Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία χώρα που να είναι απαλλαγμένη από τη διαφθορά. Συνήθως οι σκανδιναβικές χώρες, κάποιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς φαίνεται να έχουν σχετικά καλύτερους δείκτες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το πρόβλημα. Ακόμα και αν η διαφθορά δεν είναι τόσο συχνή εντός των συνόρων τους, υπάρχουν παραδείγματα εταιρειών από αυτές τις χώρες που έχουν δωροδοκήσει στις συνδιαλλαγές τους τον παγκόσμιο Νότο. Στην Ελλάδα, η διαφθορά είναι διάσπαρτη με τη μορφή της φοροδιαφυγής. Τα επίπεδα της δωροδοκίας μειώνονται λόγω της οικονομικής κρίσης, με εξαίρεση τον τομέα της υγείας, όπου η διαφθορά και η δωροδοκία δεν έχουν υποχωρήσει. Η διαφθορά χειροτερεύει στις χώρες όπου οι θεσμοί δεν λειτουργούν. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, η θέληση των λίγων ελέγχει τους κρατικούς θεσμούς, καταστέλλοντας την ελευθερία του Τύπου, τα αντιπολιτευτικά κόμματα και άλλους θεσμούς που ελέγχουν και παρακολουθούν τις δημόσιες δαπάνες.

    – Τι συμβαίνει στην Ε.Ε. και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ;

    – Η Ε.Ε. χάνει περίπου 1 τρισ. ευρώ τον χρόνο εξαιτίας της διαφθοράς, σύμφωνα με νέα μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό. Ομως, σε ό,τι αφορά μεμονωμένες χώρες, τα επίπεδα διαφθοράς ποικίλλουν, όπως αποδεικνύεται από τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς: Η Δανία έρχεται πρώτη, με 91/100 βαθμούς, ενώ η Βουλγαρία έχει τη χαμηλότερη θέση, με 41/100 βαθμούς. Οι ΗΠΑ έχουν 76/100 βαθμούς και η Ελλάδα 46/100. Η βαθμολογία της Ελλάδας βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια, όμως εξακολουθεί να είναι τέταρτη από το τέλος στην Ε.Ε. και δεύτερη από το τέλος στην Ευρωζώνη.

    – Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα;

    – Η διαφθορά παραμένει κορυφαία πρόκληση για την Ελλάδα και είναι απόρροια μιας κρίσης αξιών σε όλους τους τομείς της κοινωνίας που προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης. Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι: το ασταθές πολιτικό περιβάλλον με συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων, που οδηγεί σε συνεχείς αλλαγές νόμων, φορολογικών μέτρων, κ.λπ. Ως συνέπεια αυτού, η αστάθεια επηρεάζει και πρωτοβουλίες κατά της διαφθοράς. Αντί της ακεραιότητας, οι ηγεσίες κινούνται με γνώμονα τις πελατειακές σχέσεις. Ο νεποτισμός είναι βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής τάξης στη σημερινή και σε προηγούμενες κυβερνήσεις. Το νομικό πλαίσιο αφήνει μεγάλα περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό γεννάει μια αίσθηση ατιμωρησίας για αυτούς που εμπλέκονται σε περιπτώσεις διαφθοράς. Η εφαρμογή των νόμων είναι αδύναμη και η απονομή Δικαιοσύνης απαράδεκτα μακρά. Η ελληνική κοινωνία θεωρείται πολύ ανεκτική σε φαινόμενα διαφθοράς. Μια σειρά από μεγάλες περιπτώσεις διαφθοράς ήρθαν τα τελευταία χρόνια στο φως και αφορούσαν δισεκατομμύρια ευρώ στους τομείς της άμυνας, των μέσων ενημέρωσης, των ασφαλειών, όπως και στον χρηματοπιστωτικό. Εδώ βλέπουμε κάποια ενθαρρυντικά σημάδια προς μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση από τη Δικαιοσύνη μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς.

    Σε ολόκληρη την κοινωνία

    – Η διαφθορά εντοπίζεται μόνο στους ευπόρους ή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα;

    – Η διαφθορά στην Ελλάδα είναι εξαπλωμένη και εντοπίζεται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Η έρευνα που έγινε από το ελληνικό παράρτημα της Διεθνούς Διαφάνειας δείχνει ότι οι άνθρωποι με το υψηλότερο κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο δεν είναι απαλλαγμένοι από τη διαφθορά.

    – Εχουν καταγραφεί αλλαγές –πρόοδος ή επιδείνωση– στη διάρκεια της κρίσης;

    – Από το 2012 μέχρι το 2015 η βαθμολογία της Ελλάδας στον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς έχει βελτιωθεί κατά 10 βαθμούς, κάτι που δείχνει αξιοσημείωτη πρόοδο. Η Διεθνής Διαφάνεια αποδίδει κυρίως αυτή τη θετική αλλαγή στους εξής λόγους: Η παρούσα κυβέρνηση έχει εκφράσει ρητά την αναγκαιότητα και την αποφασιστικότητα να αντιμετωπιστεί η διαφθορά. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όπως και αρκετοί υπουργοί, τουλάχιστον λεκτικά, έχουν πάρει ξεκάθαρη θέση στο θέμα, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Εξαιτίας της έλλειψης οικονομικών πόρων, το κράτος βρέθηκε στην ανάγκη να συγκεντρώσει χρήματα από τη φοροδιαφυγή και τα άλλα οικονομικά εγκλήματα, και υπήρξαν ποινικές διώξεις. Η απόφαση να επιβληθεί έλεγχος κεφαλαίων σε όλες τις οικονομικές συναλλαγές έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό διακίνησης «μαύρου» χρήματος. Καθώς η ύφεση συνεχίζεται, η οικονομική δραστηριότητα σε όλους τους χώρους έχει συρρικνωθεί, και συνακόλουθα έχει περιοριστεί και η διαφθορά. Επιπλέον, η ύφεση έχει επίσης επηρεάσει τη δυνατότητα των πολιτών να δωροδοκούν ακόμη και με μικρά ποσά.

    – Ποια είναι τα κύρια ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα και ποιος ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει;

    – Η διαφθορά είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης κρίσης αξιών. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε ηγεσία χωρίς όραμα ή ακεραιότητα, σε διεφθαρμένους πολιτικούς, γραφειοκρατία και έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς. Βασικοί πυλώνες των θεσμών της χώρας χρειάζεται να λειτουργήσουν σωστά. Η θεραπεία είναι διττή: α) Εφαρμογή του νόμου. Εδώ έχει φανεί κάποια πρόοδος. β) Υπεύθυνοι πολίτες. Αποτρεπτικά μέτρα που να στοχεύουν στην καλλιέργεια νέων συμπεριφορών και να ενσταλάξουν τις χαμένες αξίες στη νεολαία. Για αυτό, χρειαζόμαστε ηγεσία με όραμα, όχι μόνο στην πολιτική αλλά σε όλους τους τομείς της κοινωνίας.

    http://www.kathimerini.gr/854485/article/proswpa/synentey3eis/xose-karlos-oygkaz-ais8hsh-atimwrhsias-epikratei-sthn-ellada

  99. Ο Γεώργιος Παπανικολάου περιγράφει τις συνθήκες της «πόρνης ρωμιοσύνης» των καιρών του.Σαν να μην πέρασε μια μέρα….

    http://nomikhepikairotita.blogspot.gr/2015/11/blog-post_452.html

    «Έφυγα από την Ελλάδα με σπασμένα φτερά και νόμιζα πως δεν θα μπορούσα πια ποτέ να πετάξω.

    Όλοι γύρω μου με θεωρούσαν ως ένα ναυαγισμένο ιδεοπαθή και άρχισα σιγά σιγά να το πιστεύω και εγώ ο ίδιος…

    Ευτυχώς εδώ βρήκα άλλο κόσμο, άλλους ανθρώπους με πλατύτερες ιδέες με ευγενέστερα αισθήματα με υψηλότερα ιδεώδη και μπόρεσα να μπω πάλιν εις τον δρόμον μου….

    Για πρώτην φορά στην ζωήν μου ημπορώ να πω πως είμαι ευχαριστημένος.

    Έχω γύρω μου ζωήν που κοιτάζει μπροστά εις το μέλλον και όχι οπίσω εις το παρελθόν.

    Η Ελλάς είναι ένα παμμέγιστον νεκροταφείον επάνω εις το οποίον είναι στημένα τα πέτρινα αγάλματα των αρχαίων σοφών. Πίσω, πίσω, πίσω. Η έρευνα είναι η ψυχή της προόδου.

    Ο αμερικανός ή ο ευρωπαίος όταν του πω ότι είμαι επιστήμων και δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ερευνώ με θεωρεί όχι μόνον ως χρήσιμον στοιχείο, αλλά ως κάτι ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους.

    Ο έλλην με θεωρεί απεναντίας ως ένα άχρηστον όν και όχι μόνον άχρηστον αλλά και επικίνδυνον ως ένα είδος φρενοπαθούς, ο οποίος έχει καταληφθεί από μανίαν μέσα εις το νεκροταφείον του (…)»

    Ο Γεώργιος Παπανικολάου περιγράφει τις συνθήκες της «πόρνης ρωμιοσύνης» των καιρών του. Σαν να μην πέρασε μια μέρα….

    http://nomikhepikairotita.blogspot.gr/2015/11/blog-post_452.html

  100. Η «ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ»
    Αριστείδης Ν. Χατζής
    Αριστείδης Ν. Χατζής

    Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών | Τμήμα Μ.Ι.Θ.Ε. ΕΚΠΑ

    Index of economic freedom Greece 1995-2016
    Αυτό είναι ένα γράφημα που έφτιαξα με στοιχεία του Index of Economic Freedom, ενός δείκτη που μετρά την οικονομική ελευθερία παγκοσμίως. Όπως, ίσως γνωρίζετε, στις αρχές Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η ετήσια έκδοση του Index για το 2016. Και όπως βλέπετε πέσαμε κι άλλο. Σχεδόν μια ποσοστιαία μονάδα.

    Από το 2010 μέχρι σήμερα η οικονομική ελευθερία στην Ελλάδα μειώθηκε συνολικά 9,5 μονάδες! (από το 62,7 στο 53,2 – όπως βλέπετε στο γράφημα). Δηλαδή μετά από έξι χρόνια «μεταρρυθμίσεων» η ελληνική οικονομία έγινε πιο κλειστή, με λιγότερο ελεύθερη αγορά και βέβαια με περισσότερες θεσμικές στρεβλώσεις.

    Η Ελλάδα έχει εγκατασταθεί πλέον στον πάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρίσκεται στην τελευταία θέση και απέχει 6 μονάδες από την προτελευταία Κροατία! Αλλά και στον πάτο της Ευρώπης – λίγο πιο πάνω από χώρες όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία και η Ρωσία (όχι δεν ξέχασα τη Μολδαβία, μας περνά 4,2 μονάδες). Πρέπει να το πάρουμε απόφαση, αυτή είναι η Ελλάδα, μια χώρα παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism) που μοιάζει πολύ με τα ορθόδοξα ξαδελφάκια της. Μια χώρα δηλαδή που οι θεσμοί της προστατεύουν ισχυρές διανεμητικές συσπειρώσεις (την ανεξέλεγκτη ολιγαρχία των ολιγοπωλίων, τις ισχυρές επαγγελματικές οργανώσεις και τα χαϊδεμένα συνδικάτα του δημοσίου).

    Αν σας φαίνονται υπερβολικά όσα γράφω, αν θεωρείτε ότι είναι λάθος να βγάζουμε τέτοιου είδους συμπεράσματα από μια μόνο κατάταξη, θα σας στενοχωρήσω. Διότι δυστυχώς δεν είναι μόνο μία. Σε όλες (όλες!) τις παρόμοιες κατατάξεις η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. όταν αξιολογείται η αγορά της. Είναι η πιο κλειστή και η λιγότερο ανταγωνιστική αγορά στην Ε.Ε. (βλ. Economic Freedom of the World, Global Competitiveness Report, ICC Open Markets Index, Legatum Prosperity Index).

    Αυτό το διάγραμμα κρατήστε το για να μην απορείτε γιατί η οικονομία μας δεν λέει να συνέλθει, γιατί η πραγματική ανεργία αγγίζει το 30% (60% στις/ους νέες/ους) σε μια οικονομία που ο ιδιωτικός τομέας έχει εξοντωθεί φορολογικά. Αλλά και για να το θυμάστε όταν διάφοροι άσχετοι, ανόητοι, ιδεοληπτικοί και πολιτικοί απατεώνες θα σας ξαναμιλήσουν για τον κίνδυνο που διατρέχετε από τον «νεοφιλελευθερισμό».

    http://www.indeepanalysis.gr/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/h-neofileleytherh-ellada

  101. Δεμερτζής Νίκος

    Πότε δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος

    * Το ελληνικό έθνος είναι όντως δημιούργημα του «ελληνικού διαφωτισμού», δεν αποτελεί όμως μια αυθαίρετη, μονοσήμαντη και προ-διαγεγραμμένη κατασκευή, αλλά μια ιστορική ζωντανή πραγματικότητα
    ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 06/02/2005

    Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε χάριν διαλόγου με αφορμή το αφιέρωμα του Βήματος της 23.1.05 στο βιβλίο του Νίκου Σβορώνου Το Ελληνικό Εθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού (εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2004). Στη συμβολή του στο εν λόγω αφιέρωμα ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς αναφέρεται σε «έλληνες μελετητές» του εθνικισμού (πρωτίστως σε «αντιεθνικιστές και «θεωριοκρατούμενους» ιστορικούς), οι οποίοι «μεταφέρουν μηχανικά στα κείμενά τους τις ανιστόρητες περί νέου ελληνισμού» απόψεις ξένων μελετητών του εθνικού φαινομένου εν γένει (Anderson, Hobsbawm κ.ά.). Τους μέμφεται, έτσι, για «ιδεοληψία» που υπακούει στην ίδια λογική με εκείνη των εθνικιστών ιστορικών: είτε αγνοούν ή απαξιούν την ιστορική πραγματικότητα (τις πηγές), είτε την προσαρμόζουν προκρουστίως στις «προδιαγραφές των θεωρητικών τους σχημάτων». Επικαλούμενος δε τις απόψεις του Σβορώνου, θεωρεί άκυρη τη θέση ότι ο εθνικισμός προηγείται του έθνους, καθώς επίσης και τον ορισμό του τελευταίου ως «φαντασιακής» κοινότητας.

    * Ο λόγος και το επιστημολογικό όριο

    Ασφαλώς για περίπλοκα και επίδικα ζητήματα όπως αυτό, τα στενά περιθώρια ενός άρθρου σε εφημερίδα δεν επιτρέπουν εις βάθος ανάλυση και συχνά γεννούν παρανοήσεις πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα του. Δίδεται όμως λαβή σε επιστημονικό διάλογο. Ετσι, από το κείμενο του κ. Βαγενά για άλλη μία φορά διαπιστώνεται πόσο λεπτά και πορώδη είναι τα όρια ανάμεσα στην ιδεολογία και την (κριτική) θεωρία του εθνικισμού, καθώς και πόσο ολισθηρές είναι οι θεωρητικές αφαιρέσεις και οι τυπολογίες του φαινομένου. Θα έλεγα μάλιστα ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ένας αλλά πολλοί εθνικισμοί, επειδή ο εθνικισμός υπάρχει μόνο στον πληθυντικό αριθμό, θα ήταν μάταιο να αναμένει κανείς μια θεωρία που να ανταποκρίνεται πλήρως και να ενσωματώνει τη σύνολη ιστορική εμπειρία του εθνικού φαινομένου, συγχρονικά και διαχρονικά. Το ιστορικό υλικό γλιστρά μονίμως από την επιφάνεια των εννοιολογικών μας εργαλείων έτσι, ώστε καλό είναι οι όποιες γενικεύσεις να προβάλλονται με ανοικτό στη διάψευση πνεύμα.

    Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, πρώτον, δεν οφείλουμε να μελετούμε το φαινόμενο βάσει πραγματικών αφαιρέσεων (κατά Marx) και ιδεότυπων (κατά Weber), προκειμένου να αποφεύγουμε τον ιστορισμό και τον εμπειρισμό (τη γεγονοτολογία). Ούτως ή άλλως το επιστημονικό αντικείμενο «εθνικισμός» μελετάται μέσω θεωρητικών εννοιών του ενός ή του άλλου Παραδείγματος ή Σχολής. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά άλλωστε. Οπότε, νομίζω ότι ο ψόγος του κ. Βαγενά για «ιδεοληψία» και «θεωριοκρατία» έχει το επιστημολογικό του όριο. Οι «πηγές» δεν μιλούν από μόνες τους. Κατανοούνται διαμεσολαβούμενες από τον ερμηνευτικό ορίζοντα του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ανεπαρκές να καθηλώσουμε την ανάλυση στο πώς, βάσει πηγών, ο εκάστοτε εθνικισμός ορίζει το έθνος. Εν είδει διπλής ερμηνευτικής, χρειάζεται μια κριτική και συστηματική προσέγγιση τόσο του έθνους όσο και του εθνικισμού (ο οποίος μπορεί να μελετηθεί ως ιδεολογία, κίνημα, νοοτροπία, συλλογικό συναίσθημα κ.λπ.). Ετσι αποφεύγονται αυτο-εκπληρούμενες προφητείες, στις οποίες ο Σβορώνος οπωσδήποτε αντιτίθεται, όπως υποθέτω και ο κ. Βαγενάς.

    * Τα υλικά της κατασκευής

    Κατά δεύτερον, δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός είναι προνομιακό αντικείμενο των ιστορικών. Ούτε και η ιστορία άλλωστε μπορεί να λειτουργήσει ερήμην των άλλων κοινωνικών επιστημών, ειδικά μάλιστα για τη μελέτη της εθνογένεσης. Εξ άλλου, ο ίδιος ο κ. Βαγενάς ειδικεύεται στη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Ο υπογράφων, ως πολιτικός κοινωνιολόγος, συμπεριλαμβάνεται σε εκείνους που θεωρούν ότι το έθνος είναι μια νεωτερική ιστορική κατηγορία και μορφή συλλογικότητας, η οποία συγκροτείται από τον ιδεολογικό λόγο του εθνικισμού. Επειδή μάλιστα η, εντός εισαγωγικών, μνεία του κ. Βαγενά σε έλληνες μελετητές που προσυπογράφουν την παραπάνω θέση και οδηγούνται στην πεποίθηση ότι «το ζήτημα της μελέτης του εθνικισμού είναι πώς η ερμηνεία του να μη «μολυνθεί» από τυχόν προαποδοχή της ιδέας του έθνους» αφορά εμένα προσωπικά, καθώς προέρχεται από τη σελίδα 43 του βιβλίου μου Ο Λόγος του Εθνικισμού. Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις (εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1996), θα ήθελα με την ευκαιρία να διατυπώσω ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια προκειμένου οι αναγνώστες να αποκτήσουν πληρέστερη εικόνα του εν λόγω ζητήματος, το οποίο δεν έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον.

    Στο μέτρο που με αφορά, η ιστορική «κατασκευή» του έθνους από τον εθνικισμό δεν σημαίνει, και ούτε έχω γράψει ποτέ κάτι τέτοιο, ότι «πριν από το τέλος του 18ου αιώνα δεν υπήρχαν άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες σε επίπεδο εθνότητας». Το κομβικό ζήτημα εδώ είναι να διακρίνει κανείς το έθνος από την εθνότητα και κατόπιν να τα συσχετίσει μέσω του εθνικισμού. Εθνότητες, δηλαδή πολιτισμικές ομάδες, υπάρχουν ανέκαθεν. Το έθνος όμως υπάρχει εντός της νεωτερικότητας (συμβατικά από τα μέσα του 18ου αιώνα). Εθνος είναι η πολιτικοποιημένη εθνότητα που διεκδικεί και κατοχυρώνει το δικό της κράτος μέσω του εθνικισμού και των θεσμικών του εκφράσεων (εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, διανοούμενοι, Τύπος κ.λπ.). Οπότε, όταν λέμε ότι το έθνος έπεται και κατασκευάζεται από τον εθνικισμό πρέπει να έχουμε υπόψη ότι δεν πρόκειται για μια κατασκευή εκ του μηδενός, για μια ιστορική αυθαιρεσία, όπως πιθανώς η παρεξήγηση του όρου «φαντασιακή κοινότητα» συνεπάγεται (θα ήταν πάντως αδόκιμο να το υποστηρίξει κανείς, ή να το προσάψει σήμερα σε οποιονδήποτε στοιχειωδώς ενημερωμένο περί την κοινωνική ιστορία μελετητή). Το υλικό της κατασκευής είναι ιστορικό-πολιτισμικό, είναι εθνοτικής τάξεως.

    * H συγκρότηση της ταυτότητας

    Ωστόσο, το έθνος δεν πρέπει να εννοηθεί απλώς ως άθροισμα του τύπου «Εθνότητα + Πολιτική» (άποψη που προτάθηκε από τον Gellner), ακριβώς διότι υπό την αιγίδα της ιδεολογίας του εθνικισμού το εθνοτικό ιστορικό υλικό ανασυγκροτείται, ομογενοποιείται, ιεραρχείται και ταξινομείται μέσα από επιλεκτικές και ηγεμονικές διαδικασίες συλλογικής μνήμης και λήθης, συνέχειας και ασυνέχειας, ρήξεων και ολοκληρώσεων. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι το έθνος να εμφανίζεται εκ των υστέρων ως ανέκαθεν υπάρχον. Το φαντασιακό στοιχείο έγκειται ακριβώς στη μεθύστερη αυτή εμφάνιση-αναπαράσταση του έθνους, καθώς και στην ταυτοτική αναφορά των μελών του: δεν είναι μόνο ή απλώς οι μνήμες, οι ιστορικές εμπειρίες και τα στοιχεία του τρόπου ζωής (θρησκεία, γλώσσα κ.λπ.) που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Ηδη επεξεργασμένο (επινοημένο θα έλεγε ο Hobsbawm), ενορχηστρωμένο και άρα αναμεταφρασμένο από ποικίλους θεσμούς (εκπαιδευτικό σύστημα, στρατό, μουσεία κ.λπ.), το υλικό αυτό υπάγεται στην ύπατη αρχή της εθνικής ταυτότητας, την επί χάρτου σημειωμένη, φυλασσόμενη και διεθνώς αναγνωριζόμενη επικράτεια του εθνικού κράτους.

    Τούτων δοθέντων, το έθνος δεν είναι απλώς μια φαντασιακή κοινότητα. Το φαντασιακό στοιχείο, η νοερή συλλογικότητα και η ταύτιση με τον γενικευμένο Αλλο, είναι χαρακτηριστικά οιασδήποτε συλλογικότητας, προνεωτερικής ή νεωτερικής. H ειδοποιός διαφορά του έθνους είναι ότι συνιστά μια νεωτερική, εντός επικρατειακών ορίων, οργανωμένη, πολιτικά κυρίαρχη, φαντασιακή κοινότητα που θεμελιώνεται και υποστηρίζεται σε έναν αναπτυγμένο οργανικό (κατά Durkheim) καταμερισμό εργασίας. Από αυτή την έποψη, υποστηρίζω ότι το «έθνος» δεν είναι μία ουσία, αλλά ένα «άδειο» κύριο σημαίνον, το νόημα του οποίου αποκτάται εκ των υστέρων στο πλαίσιο ενός εκάστου εθνικισμού μέσα από συναρθρώσεις μιας πληθώρας ιστορικών, πολιτισμικών, πολιτικών και οικονομικών στοιχείων, τα οποία σε κάθε κοινωνία αποτελούν επιμέρους αντικείμενα φαντασιακών ταυτίσεων. H λέξη «έθνος» υπήρχε ήδη από την αρχαία Ελλάδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπήρχε από τότε ελληνικό έθνος, με την έννοια που η λέξη αποκτά εντός της νεωτερικότητας, με την έννοια δηλαδή που συνιστά το αντικείμενο της σύγχρονης ανάλυσης του εθνικισμού. Από αυτή λοιπόν την άποψη, το ελληνικό έθνος είναι όντως δημιούργημα του «ελληνικού διαφωτισμού», δεν αποτελεί όμως μια αυθαίρετη, μονοσήμαντη και προ-διαγεγραμμένη κατασκευή, αλλά μια ιστορική ζωντανή πραγματικότητα που δεσμεύει το νου και τη ψυχή των ανθρώπων μέσα από πολιτισμικές ασυνέχειες και συνέχειες, καθώς και αναδιατάξεις του κοινωνικού χρόνου.

    * H ηγεμονική αντίληψη

    Δεν γνωρίζω αν οι λίγες αυτές διευκρινήσεις βρίσκουν σύμφωνο τον κ. Βαγενά. Νομίζω όμως ότι δεν απέχουν πολύ από την ουσία της, ούτως ή άλλως, σύντομης ανάλυσης του ίδιου του Σβορώνου, ο οποίος διακρίνει σαφώς το «έθνος» από την «εθνότητα» (όπ. π. σελ. 21-23). H ανάλυσή του πάντως δεν είναι απαλλαγμένη εντελώς από τη μεθύστερη ερμηνευτική προσέγγιση. Και τούτο διότι αναφέρεται συστηματικά σε μια ελληνική «εθνική» συνείδηση που διέπεται, τρόπον τινά, από εντελέχεια, καθώς το περιεχόμενό της, από τον 4ο τουλάχιστον αιώνα και μετά, βρίσκεται σε διαρκή αποσαφήνιση και της οποίας την «φυσιολογική» πορεία «ανέστειλε» συχνά η ορθόδοξη εκκλησία και ο οικουμενισμός του Βυζαντίου (σελ. 61, 73, 82, 87, 91, 99, 101). Βεβαίως, η όλη προβληματική εξακολουθεί να κατέχει περιθωριακή θέση στην ελληνική κοινή γνώμη και οπωσδήποτε δεν είναι κυρίαρχη στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως σημειώνει ο κ. Βαγενάς, πλην ορισμένων Τμημάτων κοινωνικών επιστημών. H παπαρηγοπούλεια αντίληψη του ελληνοχριστιανισμού παραμένει ηγεμονική στα σημαντικότερα πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Θαρρώ ωστόσο πως η σχετική ανταλλαγή απόψεων συμβάλλει στη δημόσια διαβούλευση και την εναλλακτική ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού.

    Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και MME του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=164061

  102. Η ελληνική αρρώστια | Του Δημήτρη Γληνού

    Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί απόσπασμα από τις απαντήσεις που έδωσε ο Δημήτρης Γληνός σε έρευνα της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος τον Οκτώβριο του 1926. Η έρευνα της εφημερίδας είχε τίτλο «Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής ζωής». Περιελάμβανε συνεντεύξεις διανοούμενων της εποχής με σκοπό να φωτιστούν μια σειρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα εν όψει των εκλογών που διεξήχθησαν στις 7 Νοεμβρίου του 1926.

    Ο Δ. Γληνός απαντώντας στις ερωτήσεις της εφημερίδας, εξετάζει το πρόβλημα της γενικότερης κρίσης της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου, επικεντρώνοντας στο ρόλο της άρχουσας τάξης και της πνευματικής ελίτ. Οι απαντήσεις του δημοσιεύτηκαν σε τρία συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας και λίγο μετά, υπό τη μορφή άρθρου και με τον τίτλο «Η ελληνική αρρώστεια», στην «Αναγέννηση» (τόμος 1 – 1926), περιοδικό το οποίο διηύθυνε ο ίδιος ο Γληνός. Από εκεί προέρχεται και το απόσπασμα που αναδημοσιεύουμε από το τετράτομο έργο του Δημήτρη Γληνού «Εκλεκτές σελίδες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στοχαστής. Οι λόγοι που το επιλέξαμε, παραπάνω από προφανείς. Η πνευματική φτώχεια της ιθύνουσας τάξης, ο τυφλός μιμητισμός σε όλους τους τομείς, ο ραγιαδισμός απέναντι στους Ευρωπαίους διατηρούν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, την επικαιρότητά τους. Με εξαίρεση τον τίτλο του άρθρου, διατηρήσαμε αυτούσια την ορθογραφία και τη γλώσσα του συγγραφέα.

    Ο Γληνός, σπουδαίος δάσκαλος και από τους πρωτεργάτες της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, υπήρξε τα χρόνια πριν το 1926 γραμματέας του υπουργείου Παιδείας σε κυβερνήσεις του Ελ. Βενιζέλου. Όταν δίνει αυτή τη συνέντευξη δεν κατέχει κάποια κρατική θέση, αφού τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου έχει απολυθεί από την δικτατορία του Πάγκαλου. Δεν θα δεχτεί ξανά τέτοιου είδους θέση, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα προσεγγίσει το ΚΚΕ, με το οποίο, ως συνεργαζόμενος, θα εκλεγεί βουλευτής τον Ιανουάριο του 1936. Για μόλις 6 μήνες, αφού θα ακολουθήσει η δικτατορία Μεταξά που θα τον εξορίσει, κάτι που το 1935 είχε κάνει και η δικτατορία του Κονδύλη. Περισσότερο γνωστός, βέβαια, είναι ο ρόλος του στα χρόνια της κατοχής και στην ίδρυση του ΕΑΜ, του οποίου την ιδρυτική διακήρυξη θα συγγράψει ο ίδιος. Ο Δ. Γληνός πέθανε στα τέλη του 1943, λίγο πριν μεταβεί στην Ελεύθερη Ελλάδα για να αναλάβει την ηγεσία της «κυβέρνησης του βουνού».

    Το πρωτοσέλιδο του Ελεύθερου Τύπου στις 23 Οκτωβρίου του 1926 όπου και δημοσιεύτηκε το πρώτο μέρος της συνέντευξης του Δ. Γληνού
    Το πρωτοσέλιδο του Ελεύθερου Τύπου στις 23 Οκτωβρίου του 1926 όπου και δημοσιεύτηκε το πρώτο μέρος της συνέντευξης του Δ. Γληνού

    —————————————————-

    «Η ελληνική αρρώστια»
    Του Δημήτρη Γληνού

    Η τάξη που άρχει και διευθύνει είναι ο κύριος φορέας του πολιτισμού ενός λαού. Και την πιο ξεχωριστή και υπεύθυνη θέση στην ενέργεια αυτή κατέχει φυσικά ο διανοούμενος κόσμος. Οι πολιτικοί άρχοντες, οι δημόσιοι λειτουργοί, ο κλήρος, οι επιστήμονες, οι δάσκαλοι, οι λόγιοι, οι καλλιτέχνες, αυτό που λένε αλλού η «ιντελλιγκέντσα».

    Παρατήρησα λοιπόν, τι έγινε στην Ελλάδα. Οι πνευματικοί «ηγήτορες» του Ελληνικού λαού μετά την πολιτική του απελευθέρωση στάθηκαν ανίκανοι να συλλάβουν στην ουσία του και στο βάθος του το πρόβλημα του νεοελληνικού πολιτισμού. Δεν υψώθηκαν στο νόημα μιας αναγεννημένης, σύγχρονης, ζωντανής Ελλάδας. Πρώτα πρώτα περιφρόνησαν την αληθινή και ζωντανή Ελλάδα θεωρώντας όλα τα στοιχεία της ζωής του λαού της για προϊόντα δουλείας. Ξιππάζονται σαν αρχοντοχωριάτες και χάσκουν θαμπωμένοι μπροστά στην κλασική αρχαιότητα. Ανίκανοι όμως να μπουν και στο βάθος του αρχαίου πολιτισμού, νομίζουν πως θα την ξαναζωντανέψουν, αν μιμηθούν κάποιες εξωτερικές μορφές.

    Το ίδιο όμως ανίκανοι στάθηκαν να κατανοήσουν το σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο. Τους σκέπασε το κύμα της εξωτερικής μίμησης του Ευρωπαϊκού κόσμου. Τυφλοί και μπροστά στους αρχαίους, τυφλοί και μπροστά στους Ευρωπαίους, με μια κούφια οίηση, με μια κενόλογη αυταρέσκεια έγιναν χωρίς να το καταλάβουν αρλεκίνοι των αρχαίων και αρλεκίνοι των Ευρωπαίων. Αυτή η καταφρόνεση του δικού μας ζωντανού εγώ, αυτός ο ανόητος και εξωτερικός όλως διόλου θαυμασμός των αρχαίων και η τυφλή αντιγραφή των Ευρωπαίων, χαραχτηριστικά κατώτερης διανοητικότητας, κυριαρχούν σε όλα τα φανερώματα της νεοελληνικής ζωής, επιστήμη, τέχνη, παιδεία, θεσμούς και δίνουν στον Ελληνικό πολιτισμό του τελευταίου αιώνα χαραχτήρα καθαρά μιμητικό.

    Και η κατάσταση αυτή εξακολουθεί ως σήμερα. Σας φέρνω ένα παράδειγμα. Πριν λίγες μέρες ακόμη στην εφημερίδα «Εστία», ένας φιλελεύθερος πανεπιστημιακός, δηλαδή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπερασπίζοντας την Ακαδημία Αθηνών έφερε το επιχείρημα, ότι ο οργανισμός της είναι «πιστόν αντίγραφον του οργανισμού της Ακαδημίας των Βρυξελλών». Και αυτό δεν το είπε με συστολή και ζητώντας συγγνώμη, αλλά νόμισε, ότι έτσι αποστομώνει οριστικά κάθε αντιλογία. Είναι γι’ αυτόν ο οριστικός «αποχρών λόγος». «Η πιστή αντιγραφή» ενός ξένου πράματος αρκεί, για να είναι αυτό αναντίρρητα καλό και για την Ελλάδα. Αυτή είναι η διανοητικότητά των. Δεν τους περνά από το νου, ότι χρειάζεται να μελετηθούν οι δικοί μας όροι και από μέσα τους οργανικά να δημιουργηθεί το νέο, ότι το ξένο μπορεί να μας χρησιμέψει μόνο για οδηγητικό παράδειγμα, για να ιδούμε με ποιο τρόπο οι άλλοι δημιούργησαν ένα θεσμό από τους δικούς τους όρους ζωής.

    (…) Στην παιδεία κατωρθώσαμε ύστερα από εκατό χρόνια ελεύθερη ζωή να έχουμε τον περιούσιο ελληνικό λαό «τον ένδοξο κληρονόμον της κλασικής παραδόσεως» στην τελευταία βαθμίδα του αναλφαβητισμού ανάμεσα στους Ευρωπαϊκούς λαούς.

    Στην τέχνη παραδέρνομε αδιάκοπα μέσα στην παρδαλή μίμηση εξωτερικών μορφών της αρχαίας τέχνης ή των τεχνοτροπιών, που δημιουργεί ο δυτικός πολιτισμός.

    Στην επιστήμη κυριαρχεί ο παπαγαλισμός. Μεταξύ δημιουργίας και αντιγραφής καμιά διάκριση. Όποιος κατορθώσει ν’ αντιγράψη ένα οποιοδήποτε κεφάλαιο από την Ευρωπαϊκή επιστήμη, ακούει αμέσως το «άξιος, άξιος». Οι τιμητικές εξαιρέσεις υπάρχουν βέβαια, μα δεν αναιρούν τον κανόνα. Το χειρότερο εφόδιο, που μπορεί να έχει ένας επιστήμονας στην Ελλάδα, είναι η πρωτοτυπία. Όσο πιότερο παπαγαλίζει, τόσο λιγώτερο προσβάλλει τους προκατόχους του. Σας φέρνω ένα μόνο μα χαραχτηριστικώτατο παράδειγμα. Ο μακαρίτης Σβορώνος, ένα από τα πρωτοτυπώτερα και δημιουργικώτερα μυαλά της σύγχρονης Ελλάδας, δε βρήκε για τυπικούς λόγους θέση στο Πανεπιστήμιο, όπου φλυαρούσαν ανενόχλητα και ασύδοτα οι κλασικώτερες μετριότητες.

    Τα οργανωτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας καθώς και τα προβλήματα της κοινωνικής και πολιτικής θεσμοθεσίας και του δικαίου λύθηκαν γενικά με τον ίδιο άνετο τρόπο του αντιγραφικού μωσαϊκού.

    Στη θρησκευτική ζωή δεσπόζει μια υπέρτατη αρχή, η ακινησία. Όπου παρουσιάστηκε ζωντανή θρησκευτική μορφή κατασυντρίφτηκε με το σκληρότερο τρόπο. Η αληθινή θρησκευτική ζωή χάνεται μέσα σε νεκρούς τύπους.

    Το εθνικό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής ελευθερίας, της εθνικής ολοκλήρωσης και της εθνικής ενότητας μπορεί να πη κανείς, πως απασχόλησε μόνο αυτό ολόκληρη την ελληνική σκέψη τα τελευταία εκατό χρόνια. Η λύση του ήταν ευνοημένη σε μας, γιατί είχαμε μακραίωνη, ένδοξη, ζωντανή και δυναμικώτατη παράδοση, που η αχτινοβολία της είχεν αγκαλιάσει ολόκληρο το νεώτερο κόσμο. Η κυρίαρχη τάξη είχε μαζί της ολόψυχα αφωσιωμένο στο εθνικό πρόβλημα όλο το λαό, πρόθυμο για θυσίες υπέρτατες. Και όμως πόσα τεράστια λάθη δεν έγιναν; Πόση έλλειψη ειλικρίνειας, πόση ανικανότητα προσαρμογής στα πραγματικά δεδομένα δεν έδειξεν η κυρίαρχη τάξη, πόση στέρηση πολιτικού ρεαλισμού και πόση αφάνταστη οργανωτική αδυναμία; Αφού πολλά χρόνια κράτησαν το πρόβλημα μέσα στη σφαίρα της άγονης ονειροπόλησης και του πολιτικού φενακισμού, τη στιγμή που από συνδρομή ποικιλώτατων ευνοϊκών όρων κορυφώθηκεν η προσπάθεια για την τελική λύση του, η κυρίαρχη τάξη δουλεύοντας στον άγριο ατομικισμό και τα πάθη της και στην αμάθειά της, το έσπρωξε σε λύση εκτρωτική και δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες συμφορές στην ιστορία του Ελληνισμού, τη Μικρασιατική καταστροφή. Και τώρα μπροστά στα ερείπια, που σωριάστηκαν, στέκεται ανίδεη, έτοιμη να καταφύγει πάλι σε ρωμαντικά ονειροπολήματα, σε πεισματάρικο κλείσιμο των ματιών και αχαλίνωτη μαύρη αντίδραση. Δεν τολμά να ιδή κατάματα τη ζωή, δεν τολμά και δεν μπορεί να διανοηθή και να δράση αναπλαστικά.

    http://www.e-dromos.gr/h-ellhnikh-arrwstia/

  103. Διαπίστωση του George Horton…!!!

    » Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική διοίκηση της Σμύρνης ήταν η ολέθρια και φαύλη πολιτική των Αθηνών. Είναι απίστευτο , αδιανόητο θα έλεγα, ως που μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες πολιτικοί για να διατηρήσουν το κόμμα τους στην εξουσία έστω και για μια βδομάδα παραπάνω.
    Μπορούν να θυσιάσουν την πατρίδα τους και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να κρατηθούν στην κυβέρνηση».

    περισσότερα:http://santeos.blogspot.gr/2016/11/george-horton.html

  104. ….σε μνημειώδη ομιλία του Αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας Justin Welby στις 17 Νοεμβρίου στο Παρίσι. Αναφερόμενος λοιπόν στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων στον τομέα της Οικονομίας, ο επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας μνημόνευσε την Ελλάδα ως παράδειγμα χώρας που εντάχθηκε στο κοινό νόμισμα, βάσει «κακού σχεδιασμού», δίχως να έχει τις προϋποθέσεις, στο πλαίσιο μιας «συμπαιγνίας όλων των εμπλεκομένων, που επεδίωκαν τη συμμετοχή πολλών κρατών στην Ευρωζώνη».

    Κατά συνέπεια, «όταν το 2008 έφτασε η Μεγάλη Υφεση, ελάχιστα μας εξέπληξε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να πληρώσει τον λογαριασμό και εξαιτίας της προτέρας κακής διαχειρίσεως και επιπλέον της διαφθοράς μίας ελίτ, οι ενδεείς πολίτες ενός έθνους οδηγήθηκαν σε ακούσια χρεοκοπία». Αυτά είπε ο Αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας, καταλήγοντας ότι το σύστημα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και ειδικώς της Ε.Ε. οδήγησε στη δημιουργία «της μεγαλύτερης φυλακής οφειλετών στην ευρωπαϊκή ιστορία».

    http://www.kathimerini.gr/885430/opinion/epikairothta/politikh/o-arxiepiskopos-kantervoyrias

  105. Γ.Λ. on

    Ελλάδα – Έθνος Κράτος
    1. Αναζητώντας τις γενετικές αντινομίες του σύγχρονου κράτους – Ποιά Ελλάδα καταρρέει;

    http://www.elethos.gr/p/blog-page_22.html

  106. Ποιοί είμαστε;

    Γεώργιος-Στυλιανός Πρεβελάκης

    Ως το 2009 μια οιωνεί λογοκρισία εμπόδιζε συστηματικά την όποια συζήτηση για την οικονομική κατάσταση, την πορεία και τις προοπτικές της χώρας. Όποιος ανεδείκνυε τα αδιέξοδα, όποιος υπεδείκνυε τις αναγκαίες τομές επέσυρε την γενική κατακραυγή ως κινδυνολόγος, νεοφιλελεύθερος, εχθρός του λαού. Κάποιοι εξοστρακίστηκαν από τον πολιτικό και πνευματικό βίο· άλλοι αντιμετώπισαν απειλές, ενίοτε και ωμή βία. Έτσι, απροετοίμαστοι πνευματικά, όταν επήλθε η κρίση δεν είχαμε άλλη επιλογή από τις έξωθεν λύσεις, αμετουσίωτες.

    Μοιάζει να έχουν αποτραπεί τα χειρότερα, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η επιλεγείσα στρατηγική είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές ελληνικές συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, στηριχθήκαμε σε ένα σταθερό γεωπολιτικό πλαίσιο. Αποσχιστικές τάσεις και έξωθεν απειλές δεν εμφανίστηκαν, οι συμμαχίες με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες λειτούργησαν, οι ανταγωνιστικές μεγάλες δυνάμεις δεν άσκησαν καθοριστική επίδραση.

    Οι προηγούμενες γενεές δεν είχαν μια τέτοια πολυτέλεια. Παράλληλα με τις οικονομικές κρίσεις, έπρεπε να αντιμετωπίσουν και το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον το οποίο οδήγησε στους δύο παγκοσμίους πολέμους· έπρεπε να προασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η οποία απειλήθηκε έσωθεν και έξωθεν. Οι προκλήσεις αυτές εξηγούν τον πλούτο των προπολεμικών προβληματισμών γύρω από την εθνική ταυτότητα, καθώς και την επιστημονική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγική έμπνευση. Η γενεά του Μεσοπολέμου αναδύθηκε και δημιούργησε μέσα σε ένα περιβάλλον με έντονη γεωπολιτική δραστηριότητα.

    Όπως μέχρι πρό τινος κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση
    της οικονομικής ασφάλειας, έτσι και σήμερα θεωρούμε ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι απειλούν «τους άλλους». Ζητήματα όπως η επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου, η αποσύνθεση του πολιτικού σκηνικού της Μέσης Ανατολής και οι αυξανόμενες φιλοδοξίες της Ρωσίας στην περιοχή μας αντιμετωπίζονται επιφανειακά, σε ένα συνεχές δημοσιογραφικό zapping. Πίσω από την ανεύθυνη ελαφρότητα κρύβεται ο ίδιος πνευματικός συντηρητισμός ο οποίος παρεκώλυσε την συζήτηση για την δύσμορφη και παρασιτική οικονομική ανάπτυξη κατά την περασμένη τριακονταετία.

    Ο προβληματισμός για τα γεωπολιτικά ζητήματα έχει πάντα αφετηρία το ερώτημα-τίτλο του τελευταίου βιβλίου του Samuel Huntington : « Ποιοί είμαστε;». Η απάντηση, διαφορετική ανά εποχή και συγκυρία, επιτρέπει την συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου το οποίο τοποθετείται έναντι των γεωπολιτικών διακυβευμάτων. Το χαοτικό γεωπολιτικό περιβάλλον αποκτά νόημα και δομή, μόνον όταν η απάντηση στο ερώτημα αυτό καταστεί σαφής, ορθή και λειτουργική. Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ζήτημα που αφορά την επιβίωση και την πρόοδο ενός κοινωνικού συνόλου το οποίο μπορεί να συγκροτείται σε διάφορες κλίμακες: τοπική, περιφερειακή, εθνική, υπερεθνική.

    Η συζήτηση αυτή έχει προ πολλού ακινητοποιηθεί στην Ελλάδα. Ο δεξιός οπισθοδρομισμός αρνείται τον εξελικτικό χαρακτήρα της ταυτότητας και ασκεί λογοκριτική τρομοκρατία σε όποια προσπάθεια ανανέωσης· ο αριστερός κατεδαφισμός, εξίσου βίαιος, αρνείται την εποικοδομητική λειτουργικότητα των παραδοσιακών συμβόλων και θεσμών. Ανάμεσα στην Σκύλλα και την Χάρυβδη, η επιστράτευση της δημιουργικής φαντασίας ακυρώνεται, πριν οδηγήσει σε συγκροτημένες εναλλακτικές προτάσεις. Η ακινησία δεν ενοχλεί όσο το γεωπολιτικό πλαίσιο είναι σταθερό- όπως συνέβη στα καθ’ημάς από το τέλος του Εμφυλίου ώς σήμερα. Όμως, η παρένθεση αυτή ενδέχεται να κλείσει σύντομα. Εφ’όσον επαναπροκύψουν τα προβλήματα τα οποία συγκλόνισαν τις προηγούμενες γενεές, θα αποκαλυφθεί το πνευματικό κενό.

    Αντίθετα με την οικονομική κρίση, έξωθεν έτοιμες λύσεις δεν θα διατίθενται. Θα πρέπει, τότε, να απαντηθεί επειγόντως και εκ των ενόντων το καίριο ερώτημα «ποιοί είμαστε;»· όχι πλέον στο πλαίσιο του εθνικιστικού 19ου ή του ιδεολογικού 20ου, αλλά του πολιτισμικού 21ου αιώνα. Η απάντηση θα επανακαθορίσει τις σχέσεις με τους γείτονές μας και με τις εμπλεκόμενες στην περιοχή μας μεγάλες δυνάμεις, θα επαναπροσδιορίσει τους δεσμούς και τις ισορροπίες ανάμεσα στο ελληνικό Κράτος, το κυπριακό Κράτος και την Διασπορά, θα αναθεωρήσει τις ιεραρχήσεις ανάμεσα στο αθηναϊκό κέντρο και τις περιφερειακές ή τοπικές οντότητες. Τροφοδοτούμενη από τον ιστορικό χρόνο, τις συνέχειες, και από τις γεωγραφικές εμπειρίες, τα τοπία, θα πρέπει να νοηματοδοτήσει και να ανανεώσει την τρωθείσα εθνική υπερηφάνεια, σύμφωνα με τις νέες κυρίαρχες οικουμενικές αξίες και συνθήκες.

    πρώτη έντυπη δημοσίευση εφημερίδα Εστία, Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

  107. «ΚΡΙΤΙΚΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟ ΠΕΠΕΛΑΣΗ (2012)

    του Κώστα Καραβίδα, Περιοδικό ΜΟΝΟ, 16/2/2012

    Την ημέρα που η Αθήνα υποδεχόταν το χιόνι, συναντήσαμε τον Αδαμάντιο Πεπελάση στο καταφύγιο του στη Φιλοθέη.

    Διαπρεπής οικονομολόγος, χρόνια καθηγητής σε αμερικανικά πανεπιστήμια και με μακρά θητεία στη διοίκηση τραπεζών, είχε το προνόμιο να διατελέσει συνεργάτης και φίλος όλων σχεδόν των πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης. Τους έζησε όλους από κοντά, τους συμβούλευσε και συγκρούστηκε μαζί τους. Ο ίδιος αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή επικρατείας που του πρότεινε τόσο ο Κ. Καραμανλής όσο και ο στενός φίλος του, Α. Παπανδρέου. Η μαρτυρία του 90χρονου σήμερα διανοούμενου οικονομολόγου έχει διπλή σημασία. Αφενός, ξεκαθαρίζει το νέο οικονομικό και πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται. Αφετέρου, στο δεύτερο μέρος της κουβέντας μας, καταθέτει ενώπιον της ιστορίας, τις κρίσεις του για τις πολιτικές προσωπικότητες που σφράγισαν τη μεταπολιτευτική κακοδαιμονία μας. Ο λόγος του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς δεν προέρχεται από έναν αριστερό διανοούμενο με την κλασική έννοια του όρου, αλλά από έναν φιλελεύθερο που βρισκόταν πολύ κοντά αλλά και τόσο μακριά από τα δώματα της εξουσίας. Η συνέντευξη ποταμός που μας παραχώρησε, σε μεγάλο βαθμό είναι απολογητική αλλά και απολογιστική. Αποδομεί εκ των έσω τον μύθο που περιέβαλλε τα πρόσωπα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, απευθύνοντας ένα δριμύ κατηγορώ με βαρύτατους χαρακτηρισμούς στους δυο μοιραίους της οικογένειας Παπανδρέου με την οποία συνδεόταν φιλικά μέχρι λίγα χρόνια πριν. Τα ερωτήματα που θέτει είναι αμείλικτα και δεν γίνεται να μείνουν αναπάντητα.

    -Εσείς δεν υπήρξατε ποτέ ένας τυπικός οικονομολόγος. Πάντα υπήρχε η διάσταση του πολιτισμού στη σκέψη και τη δράση σας. Οι άνθρωποι των καιρών μας βλέπουν ως ασυμβίβαστες αυτές τις δυο ενασχολήσεις, την οικονομία και τον πολιτισμό. Πώς συμβιβάζεται το προφίλ του οικονομολόγου με τις πολιτιστικές αγωνίες;

    -Νομίζω ότι αυτή η διάσταση της προσωπικότητάς μου αφενός με ζημίωσε προσωπικά, αλλά αφετέρου με βοήθησε στην κατανόηση και την ερμηνεία των κοινωνικών παραμέτρων στα οικονομικά. Οι οικονομολόγοι ποτέ δεν είχαν σχέση με τις τέχνες και τα γράμματα και όσοι είχαν τέτοιες ευαισθησίες ήταν πάντα εξαιρέσεις. Ο Κέινς, ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχεις για την οικονομική θεωρία του, ζούσε χάριν της τέχνης. Και ο Άνταμ Σμιθ, αν τον διαβάσεις προσεκτικά, θα δεις ότι μιλάει για την αγωνία του ανθρώπου να κατανοήσει τους λόγους της ύπαρξής του. Πόσο μάλλον ο Μαρξ. Νομίζω ότι το μοντέλο του παραδοσιακού οικονομολόγου, όπως το γνωρίσαμε από τον 19ο αιώνα και που αναζητούσε τους τρόπους παραγωγής και αύξησης του πλούτου με τις λιγότερες δυνατές θυσίες, έχει τελειώσει.

    -Ο νέος οικονομολόγος που υπαινίσσεστε τι χαρακτηριστικά θα έχει;

    -Ο νέος οικονομολόγος που τώρα αναδύεται σιγά σιγά, όχι στην Ελλάδα όμως, θα πρέπει να βρει τις απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η άνοδος της κοινωνικής δυσχέρειας με την αύξηση του πλούτου; Γιατί σήμερα που ο κόσμος παράγει περισσότερο υλικό πλούτο από ποτέ, τα νοσοκομεία όμως είναι γεμάτα από δυστυχισμένους ανθρώπους; Αυτό είναι το στοίχημα για τους νέους οικονομολόγους. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμη δέσμιοι μιας πίστης στο ψεύτικο όραμα της Μεταπολίτευσης, να κάνουμε εύκολα και γρήγορα λεφτά.

    -Υφίσταται σήμερα μια τέτοια τάση σε κάποια πανεπιστήμια ή οικονομικές σχολές;

    -Υφίσταται, αλλά ακόμη μόνον ως τάση. Στο Λονδίνο, το Warwick, τα πανεπιστήμια της Ανατολικής Αμερικής και πολλά άλλα στις ΗΠΑ αρχίζουν και δημιουργούν έδρες που προσελκύουν νέους καθηγητές που ειδικεύονται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Είναι μια ελπίδα αυτή η τάση, αλλά δεν ξέρω που θα καταλήξει. Σημασία έχει να ενσφηνωθεί γερά στην καρδιά της οικονομικής θεωρίας αυτή η κοινωνική διάσταση.
    Βλέπετε να προδιαγράφεται συνολικότερα το τέλος μιας εποχής;
    Νομίζω ότι το τέλος εποχής θεωρητικά έχει ήδη επέλθει. Διότι η εποχή αυτή που πρόσφερε τεράστιο πλούτο, υλικά αγαθά και την ωραία ιδέα της προόδου και της ανάπτυξης, πρόσφερε παράλληλα και τον ανθρώπινο πόνο.
    Και κυριάρχησε το άγριο μοντέλο του Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγο.
    Ο Φρίντμαν και η σχολή του ήταν μια πολύ αυστηρή και έντιμη ανάγνωση της αμερικανικής οικονομίας της εποχής. Όμως σε αυτή την ανάλυση δεν υπήρχαν τα ουμανιστικά στοιχεία που σήμερα τα θεωρούμε απαραίτητα νια μια ανθρώπινη και αποτελεσματική οικονομική δραστηριότητα. Ο Φρίντμαν ήταν μεγάλος δάσκαλος. Εμάς δεν μας έφταιξε κανένας Φρίντμαν. Στη Μεταπολίτευση δεν πήραμε τον δρόμο ούτε του φιλελευθερισμού ούτε του νεοφιλελευθερισμού. Πήραμε το δρόμο του ελευθερισμού. Για τη λεηλασία του πλούτου από φιλελεύθερους και σοσιαλιστές στην Ελλάδα δεν φταίει ούτε ο Φρίντμαν ούτε ο Μαρξ. Δεν πρέπει να κρίνουμε κανέναν στοχαστή ή συγγραφέα με βάση τα αισθήματα που προκαλεί σήμερα. Εγώ λέω στους φιλελεύθερους, φανταστείτε να μην είχε γεννηθεί ο Μαρξ. Πόσο φτωχότερος θα ήταν ο κόσμος. Η δαιμονοποίηση της θεωρίας είναι μεσαιωνική πρακτική, είτε προέρχεται από αριστερά είτε από δεξιά.
    Ο Μαρξ βλέπουμε σήμερα να επικαιροποιείται εκατέρωθεν. Γίνεται επιλεκτική χρήση του και από τους φιλελεύθερους και από τους μαρξιστές διανοούμενους.
    Ο Μαρξ ήταν δυτικός διανοούμενος και προχώρησε την οικονομική και κοινωνική σκέψη λίγο πιο πέρα. Εάν ο Μαρξ δεν πέσει στα χέρια ανόητων ανθρώπων, εκατέρωθεν όπως σωστά το είπατε, στον νέο κόσμο έχει σοβαρό λόγο η παρουσία του. Τα τελικά συμπεράσματα και οι υποθέσεις του Μαρξ βασίζονται στην ερμηνεία και στη διάσταση της ανθρώπινης αγωνίας για ζωή. Κάτι που δεν αφορά βέβαια τους οικονομολόγους από τα MIT και τα Harvard. Κάποτε ο οικονομολόγος, έως και τον Β’ Παγκόσμιο, ήταν η έκφραση της αγωνίας, ο διανοούμενος της κοινωνίας. Μετά όμως, όταν ο πλούτος επέπεσε με τεράστιους γδούπους επί της κοινωνίας, μεταλλάχθηκε.

    -Και τώρα έχουμε τους τραπεζίτες στην εξουσία.

    -Ναι, υπάρχει όμως μια διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους ξένους τραπεζίτες. Στην Ευρώπη και την Αμερική οι τραπεζίτες δεν έχουν γίνει θεσμοί, ενώ στην ιστορία μας, συνήθως, ο τραπεζίτης έπαιζε ρόλο θεσμικό που δεν ήταν εύκολο ή επιθυμητό για την πολιτική εξουσία να τον αφαιρέσει. Βέβαια, εγώ δεν νομίζω ότι ο τραπεζίτης Παπαδήμος θα μας βγάλει από την περιπέτεια, γιατί κυρίως βλέπει αυτά που λέγαμε πριν. Όμως στη δική μας περίπτωση δεν είναι καθόλου οικονομικό το ζήτημα. Πώς να τους εξηγήσεις ότι το υψηλότερο ΑΕΠ δεν μας ενδιαφέρει αν δεν συνεπάγεται πραγματική ανάπτυξη, αν δεν σκεφτόμαστε δηλαδή την ποιότητα και το περιεχόμενο του.

    -Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το μνημόνιο;

    -Ναι, ναι, ναι… Το πιστεύω αν και δεν έχω τρόπο να το αποδείξω. Μπορώ όμως να καταθέσω τη διαίσθησή μου από την εξέταση του θέματος. Ό,τι λέω είναι προσωπικές εντυπώσεις. Ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος έδωσε χίλια δυο δείγματα της ανεπάρκειάς του να κυβερνά μια χώρα, για κάποιους λόγους που υποπτευόμαστε μερικοί από μας, έπρεπε να προσφέρει όσα του ζήτησαν ως αντάλλαγμα για αυτά που έλαβε στη δωροθήκη του προτού καν γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Εγώ δεν μπορώ να το τεκμηριώσω πλήρως, αλλά εν μέρει το τεκμηριώνω. Πώς αλλιώς ερμηνεύεται η πολιτική συμπεριφορά του; Εμένα δεν με καλύπτει η ερμηνεία ότι ήταν μόνο ανοησία και απερισκεψία. Μπορεί να ήταν και ανοησία, αλλά δεν ήταν μόνο. Υποψιάζομαι ότι έγιναν ανταλλαγές. Ο Γ. Παπανδρέου είπε πολλά ψέματα. Ο πατέρας του που ήταν μάστορας στο ψέμα αλλά ήξερε πώς να δουλέψει το μαστοριλίκι του, δεν άφησε τέτοια ίχνη να τον ακολουθούν. Και ρωτώ και απαιτώ μια πολιτική απάντηση: Γιατί τέτοιο τρέμουλο να αποκοπούμε από τη ρωσική ενεργειακή πολιτική; Ήταν ανάγκη να τορπιλίσουμε τα δυο σημεία της ρωσικής πολιτικής που ήταν γι’ αυτούς σημαντικά; Ύστερα, η πρεμούρα με το Ισραήλ. Γιατί τέτοια επιμονή; Πως ερμηνεύεται το γεγονός ότι η πρώτη κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου είχε για υπουργό εξωτερικών έναν άγνωστο και ανόητο Έλληνα της Αυστρίας που έλεγε ψέματα ότι έχει πάρει το ντοκτορά του; Την ώρα του Μνημονίου, θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε την κακή πολιτική που ακολουθούσαμε δεκαετίες, χωρίς να περάσουμε στο ΔΝΤ. Δηλαδή, φέρε τώρα το δάνειο, κάλυψε τις ανάγκες σου και άσε τους άλλους να χτυπιούνται. Τα επιτόκια στην αγορά ήταν ακόμη ευνοϊκά. Προσπαθήσαμε να δανειστούμε από αλλού; Ή μήπως με δηλώσεις περί διεφθαρμένου λαού στρώναμε τον δρόμο μας;

    -Είναι πολύ σοβαρό αυτό που καταθέτετε. Δηλαδή γνωρίζοντας τι σημαίνει για τον τόπο αυτή η πολιτική επιλογή ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε με τέτοια επιπολαιότητα;

    -Ναι, έκανε ό,τι έκανε αδιαφορώντας για τον τόπο. Τι μεσολάβησε; Το χρήμα; Δεν θέλω να το πιστέψω. Γνωρίζω τον χαρακτήρα του ανθρώπου από παιδί δυο χρόνων. Η μαμά του και η γιαγιά Σοφία Μινέικο, μια αγία γυναίκα κατά τ’ άλλα, τον μεγάλωσαν με την ιδέα ότι είναι πρώτος. Παιδάκια όταν έπαιζαν με τον γιο μου και τις παρέες των φίλων τους στην Αμερική, που μέναμε στον ίδιο δρόμο, η Μαργαρίτα επέβαλλε τον Γιώργο ως αρχηγό της παρέας. Εμείς που ειρωνευόμαστε τον Γιωργάκη, δεν ξέραμε τι λέγαμε. Από αυτόν το βρήκαμε. Και όχι τυχαία. Το είχε επεξεργαστεί. Εγώ δεν μιλώ «καρατζαφέρεια» διάλεκτο, αλλά δεν επιτρέπω σε κανέναν Παπανδρέου ή Παπαδήμο να λέει είμαι εδώ για να σώσω την πατρίδα μου. Είναι υποκρισία αισχίστου είδους.

    -Η έξοδος από τo ευρώ τι σημαίνει;

    -Όταν άρχισε αυτή η οδυνηρή δημόσια συζήτηση για το ενδεχόμενο να βγούμε από το ευρώ, είχα πει ότι θα ισοδυναμούσε με τη μικρασιατική καταστροφή. Και πολλοί καλόπιστοι άνθρωποι με ειρωνεύτηκαν. Τότε λειτούργησα σαν παραδοσιακός αναλυτής, με δεδομένα που δεν ίσχυαν στην περίπτωσή μας.
    Είσαι λοιπόν ο πρώτος που το ακούς δημόσια. Ύστερα από τις γκανγκστερικές πιέσεις που ασκούνται πάνω μας και επειδή προβλέπω τι σημαίνει η «επιτυχία» των προγραμμάτων της τρόικας, εύχομαι η ελληνική κυβέρνηση να πει επιτέλους ένα όχι. Όσο περνάει ο καιρός και βλέπω πώς γίνεται η διαπραγμάτευση, πείθομαι ότι δεν θα μας πετάξουν έξω, γιατί δεν τους συμφέρει. Αν αρχίσει το ξήλωμα του ευρώ, και εμείς θα ταλαιπωρηθούμε, αλλά και οι συνέπειες για την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία θα είναι τεράστιες. Η Ε.Ε δεν είναι σε θέση τώρα να σχεδιάσει και να παρακολουθήσει μια τέτοια εξέλιξη. Άρα, ας βγει η κυβέρνηση και να πει ότι δεν δέχεται αυτά τα μέτρα, γιατί αυτά που ζητάνε είναι όσα μας βοήθησαν να έχουμε μια κοινωνία κακή μεν, αλλά λειτουργική.
    Αν ήμουν Κουτρουμάνης θα έδινα ένα χαστούκι στον Τόμσεν!
    Και τι θα γινόταν δηλαδή αν θύμωνε ο πρωθυπουργός και τον έδιωχνε; Δεν μπορούμε να πληρώσουμε ένα τέτοιο ανθρώπινο και ηθικό κόστος. Ακόμα και να μας έδιωχναν από το ευρώ, που το θεωρώ απίθανο, τι θα γινόταν χειρότερο από σήμερα; Καταλαβαίνουμε τι γίνεται τώρα στην ψυχή των νέων; Τι εθνική υπερηφάνεια και κολοκύθια να αισθανθούν; Πώς να μην μισήσουν την οργανωμένη κοινωνία και την οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα;

    -Η χρεοκοπία τι θα σημαίνει πρακτικά για την καθημερινότητα του πολίτη;

    -Η χρεοκοπία ασφαλώς είναι ένας μοχλός πίεσης, αλλά πολλά πράγματα στον κοινωνικό βίο δεν είναι ανάγκη να συμβούν για να υποστείς την επίδρασή τους. Αν φοβόμαστε τη χρεοκοπία είναι περίπου σαν να έχει γίνει. Έτσι λοιπόν εγώ λέω τώρα καλύτερα να παίξουμε αυτό το σενάριο και να υποστούμε την όποια κύρωση. Είτε κάνουμε τώρα όλα όσα μας λένε είτε όχι, βλέπω ότι αρχές του καλοκαιριού ο τόπος αυτός θα παραδέρνει κοινωνικά. Δεν είναι δυνατόν να συμβεί αλλιώς, διότι μέσα σε λίγα χρόνια μια κοινωνία μικροεμπόρων μικροεπιχειρηματιών και μικροκαλλιεργητών έγινε κοινωνία καταναλωτών.

    -Πώς κρίνετε τη στάση του ελληνικού λαού; Αδράνεια ή ωριμότητα;

    -Ούτε ωριμότητα είναι ούτε αδράνεια. Πιστεύω ότι δούλεψαν πολύ καλά τα τεχνάσματα για τη συνενοχή. Πειστήκαμε από τον Τόμσεν και την τρόικα ότι δεν γίνεται αλλιώς. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο Παπανδρέου που επί ενάμιση χρόνο έλεγε αυτά. Έρχεται τώρα και ο Παπαδήμος και πιο έγκυρα και πιο πειστικά επαναλαμβάνει τα ίδια και χειρότερα.

    -Τα τελευταία χρόνια προσέχετε με περισσότερο ενδιαφέρον τον λόγο που επιχειρεί να αρθρώσει η Αριστερά. Ποια γνώμη έχετε γι’ αυτή;

    -Προσωπικά έχω ρομαντικούς δεσμούς με την Αριστερά, παρότι δεν ήμουν ποτέ αριστερός. Μόνο όταν ήθελα να ενοχλήσω τον πατέρα μου και τους προύχοντες του χωριού αγόραζα και επιδείκνυα τον Ριζοσπάστη, σαν ερχόταν το τρένο από την Αθήνα. Και ο διάολος να με πάρει αν καταλάβαινα τι λέει ο Ριζοσπάστης. Το 1940 το καλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού ήταν σ’ αυτό το χώρο, του ΕΑΜ. Όποιος Έλληνας ήξερε να διαβάζει δυο γράμματα ήταν εκεί. Αργότερα όμως οι πολλαπλές ηγεσίες άφησαν μετέωρο αυτόν τον κόσμο και τον έσυραν σε πικρίες. Με τον Χαρίλαο όμως είχαμε μια ωραία σχέση. Δυστυχώς σήμερα η Αριστερά στον τόπο μας δεν προσφέρει την υπηρεσία που πρόσφερε κάποτε το ΕΑΜ. Εγώ λοιπόν φιλικά λέω στο ΚΚΕ να πάνε στη Λατινική Αμερική να ακούσουν πώς μιλάνε εκεί οι κομμουνιστές, τι λόγο αρθρώνουν. Από το ΚΚΕ δεν έχω ελπίδα να δουν τον κόσμο όπως είναι. Αντιλαμβάνομαι όμως ότι ο Τσίπρας και ο Κουβέλης έχουν δημιουργήσει προσδοκίες. Μακάρι! Όμως δεν βλέπω ένα σύγχρονο και εφαρμόσιμο πρόγραμμα αριστερής κατεύθυνσης. Δεν βλέπω κάποια προσωπικότητα στην Αριστερά που να μπορεί να διατυπώσει θέσεις με την καθαρότητα ενός Ηλιού. Αν είχαμε σήμερα μια άλλη Αριστερά, σύγχρονη και κινούμενη παράλληλα με τα προβλήματα του τόπου, θα ήταν πολύ αλλιώτικα. Κι αυτό είναι μια κακή στιγμή για την ελληνική πολιτική ζωή.

    -Ποιες είναι οι βαθύτερες διαστάσεις της κρίσης;

    -Μια κρίση του μεγέθους της σημερινής δεν μπορεί ποτέ να είναι μόνον οικονομική. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, στο βάθος των πραγμάτων δεν είναι οικονομική. Βεβαίως έχει οικονομική διάσταση. Όμως, το ζήτημα εδώ δεν ήταν ότι φτιάχτηκαν πολλά σπίτια και δεν πουλιούνται. Κάπου αλλού βρίσκεται η αιτία, αλλά εκεί δεν την αναζητάμε, γιατί δεν μας συμφέρει, δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τα ερωτήματα. Εγώ το λέω και ξαφνιάζονται οι φίλοι μου, ότι το πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι οικονομικό, είναι πρωτίστως κοινωνικό και πολιτιστικό.
    Αυτό θα πει ότι τη ρίζα της παθογένειας πρέπει να την αναζητήσουμε στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Εσείς που ζήσατε από κοντά σχεδόν όλους τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση και πέρα, πώς θα κατανέματε, καταθέτοντας ενώπιον της ιστορίας, τις ευθύνες των προσώπων για το σημερινό αδιέξοδο;
    Έχω πει και παλιότερα ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ευκαιρία που δεν είχε ούτε ο Καποδίστριας, ούτε ο Τρικούπης, ούτε ο Βενιζέλος. Όταν πήρε την εξουσία το 1981, είχε μαζί του τον λαό, είχε ικανούς ανθρώπους να τον υποστηρίζουν, είχε την ανοχή της κοινωνίας, αλλά και χρήμα από τις Βρυξέλλες. Και επιπλέον είχαμε πιστέψει ότι το σπουδαίο μυαλό του ήταν το μέλλον της σκέψης για τον τόπο. Από αυτή την άποψη είναι τεράστια η ευθύνη του για το σημερινό κατάντημα. Τώρα πια με αφορμή τον Ανδρέα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην πολιτική δεν φτάνει η πρόθεση ούτε η αντίληψη. Θέλει και προσωπικό θάρρος.

    -Δεν είχε ο Ανδρέας προσωπικό θάρρος;

    -Δεν το εφάρμοσε ποτέ. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ο Ανδρέας πήγε στην Αμερική και σε όλη την διάρκεια του πολέμου και μετά, γύρω στο ’60, ήταν στα πανεπιστήμια και δίδασκε, μάθαινε, έβλεπε. Δηλαδή η ανωτάτη παιδεία δεν ήταν μια κουβέντα γι αυτόν. Ήταν βίωμα. Τότε στην Αμερική η εκπαίδευση ήταν οργιές μπροστά απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Λοιπόν εγνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον τι έπρεπε να κάνει στην οικονομία, την παιδεία, τον πολιτισμό. Και τι έκανε; Σε τίνος χέρια τα άφησε; Αν δεις ποιοι ήταν υπουργοί παιδείας στις πρώτες κυβερνήσεις και τι θεσμικά μορφώματα κατασκεύασαν θα καταλάβεις πολλά!

    -Πώς το ερμηνεύετε αυτό;

    -Αυτό που θα σου πω είναι για μένα η ερμηνεία της συνολικής αποτυχίας του Παπανδρέου. Γιατί όταν μιλάμε για αποτυχία κάποιου πρωθυπουργού εννοούμε συγκριτικά των όσων μπορούσε να κάνει.
    Ο Ανδρέας σε πολλές περιόδους της πρωθυπουργίας ή της πολιτικής του ζωής δεν ενδιαφερότανε. Δεν του καιγότανε καρφάκι. Ήτανε μέσα στη διαδικασία της καλοζωίας και της καλοπέρασης. Ο καλός πρωθυπουργός και ηγέτης όμως πρέπει να έχει και κάτι από τη στόφα του ορθόδοξου μοναχού. Του ανθρώπου που όλα τα βάζει στην άκρη και τον ενδιαφέρει μόνον πώς θα πάει η χώρα μπροστά. Και αυτά δεν συνέβησαν στην περίπτωση του Ανδρέα. Θα ήμουν ο τελευταίος που θα κατηγορούσα κάποιον για τις ερωτικές του υπερβολές. Όμως ο Ανδρέας έκανε όσα έκανε για να καλύψει την πολιτική απραξία του. Όταν είμαστε στην Αμερική δεν ήθελε να ακούσει τη λέξη Ελλάδα, δεν του άρεσε. Ποτέ δεν δέχτηκε την πρόσκληση των Ελλήνων φοιτητών και νεαρών καθηγητών να πάμε τη Μεγάλη Παρασκευή στον επιτάφιο. Ποτέ δεν ήρθε στο προξενείο στη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Θα πείτε, τι επιχειρήματα είναι αυτά. Αυτά καθαυτά δεν αποδεικνύουν τίποτα. Αλλά σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό για τον άνθρωπο που αργότερα θα κυβερνούσε τη χώρα.

    -Οι σχέσεις σας μαζί του πότε κλονίστηκαν;

    -Θα σας δώσω για την ιστορία ένα παράδειγμα διάλυσης των ηθών από αυτά που ήταν συνήθη. Ένας από τους πρωιμότερους και σοβαρότερους λόγους διάρρηξης των σχέσεων αγάπης και εμπιστοσύνης με τον Ανδρέα ήταν ότι με πίεζε, αυτός και το περιβάλλον του, να υπογράψω ένα απαράδεκτο δάνειο το 1964 στην εταιρία ΒΟΚΤΑΣ, που παρήγε τότε κοτόπουλα. Βίαιοι καβγάδες με τον Ανδρέα και το δάνειο δεν δόθηκε. Ήμουν υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας με διοικητή τον Βγενόπουλο. Κάθε φορά που το σκέφτομαι, χαμογελάω. Του έλεγα ότι όσο κι αν σου προκαλεί γέλωτα, προστατεύω κι εσένα. Τι μου είπε; Εσύ δεν έχεις καταλάβει ότι είσαι εκεί για να υπηρετείς τα συμφέροντα της οικογένειας Παπανδρέου.

    -Του τα επισήμαιναν άνθρωποι τότε; Παρατηρήσεις δεχόταν;

    -Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Ανδρέας, ήρθαμε μαζί από το ίδιο σχολειό και κάναμε υποτίθεται την ίδια δουλειά. Μπορώ να πω ανεπιφύλακτα ότι τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Λοιπόν όταν του έκανες κριτική, δεν ήθελε να ακούσει. Ή άκουγε εσένα που θα πήγαινες να του μιλήσεις και σου έλεγε ποιος ο τάδε; Ξέρεις τι λέει για σένα; Και άρχιζε μια ιστορία για να δημιουργήσει χώρο δυσπιστίας σε ό,τι προσπαθούσα να του πω. Όχι, ο Ανδρέας δεν έδειξε τη σοφία και το ήθος για έναν άνθρωπο που βρέθηκε στη θέση να διοικεί έναν λαό.

    -Ποια είναι η κληρονομιά που άφησε στον τόπο ο Ανδρέας;

    -Πολλοί έλεγαν, εγώ θα ψηφίσω ΠΑΣΟΚ γιατί μου φέρνει ψωμί και παρατήστε με. Ο Ανδρέας τελικά είχε προσδεθεί στην ιστορία ότι δίνει λεφτά στους μη προνομιούχους και τους βάζει στην εξουσία. Και αυτή θα πουν οι υποστηρικτές του ήταν η μεγάλη του προσφορά. Αλλά έγινε τόσο άτσαλα και χυδαία που ακυρώνεται. Η ιστορία θα καταγράψει τελικά τη ζημιογόνο συμπεριφορά του. Γιατί μετά από τον Ανδρέα με ιστορικούς υπολογισμούς έρχεται αυτή εδώ η καταστροφή. Ο Ανδρέας ήταν αυτός που δημιούργησε τη βάση όσων τραβάμε σήμερα.

    -Ο Κ. Καραμανλής ο πρεσβύτερος πώς θα μείνει στην ιστορία;

    -Πείτε ό,τι θέλετε για τον Καραμανλή και εγώ έχω πει πολλά. Και τον κατηγόρησα και όταν ήμουν διοικητής της τράπεζας ότι δημιούργησε βιομηχανίες και οικονομικές δραστηριότητες που δεν μπορούσαν να σταθούν παρά μόνο για λίγα χρόνια. Όμως, από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζω ότι κατόρθωσε τότε να δαμάσει και να ελέγξει τον βαθμό καθυστέρησης της διοίκησης και του κράτους. Με ποιους θα το έκανε; Πέντε ανθρώπους είχε άξιους και πάλι καλά που έφτιαξε κυρίως τα αγροτικά εργοστάσια και τις βιομηχανίες στο βορρά και κινήθηκε η οικονομία. Η ιστορία θα τον αποτιμήσει θετικά επιπλέον για την ένταξή μας στην ΕΟΚ, παρά του Ανδρέα τη διαφωνία. Κάποια φορά μας κάλεσε ο Έβερτ στο κτήμα του. Ο Καραμανλής με πάθος όλο το βράδυ σταύρωνε τον Έβερτ για το πως θα κλείσει ο προϋπολογισμός. Δεν θέλω ούτε μια δραχμή έλλειμμα του φώναζε.

    -Γιατί απέτυχε ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη;

    -Γιατί δεν ήταν εκσυγχρονισμός. Η οχταετία Σημίτη ήταν κάτι αλλιώτικο. Ο εκσυγχρονισμός του δεν επιδέχεται ορισμού. Δεν εκσυγχρόνισε σχεδόν κανέναν από τους μεγάλους θεσμούς. Και η οικονομία αφέθηκε ελεύθερη να συνεχίσει τον δρόμο που είχε πάρει πριν και συνέχισε μετά. Σε ποιον τομέα μπήκε το μαχαίρι στο κόκαλο; Σε ποιον τομέα έγινε παραγωγικότερη η οικονομία; Δεν υπήρξε σε αυτόν τον εκσυγχρονισμό ένα περιεχόμενο που να δονεί την ψυχή των πολιτών. Το να γίνονται καταγγελίες και να λέει ο Σημίτης πήγαινε στον εισαγγελέα, δεν είναι πολιτική. Τι πάει να πει αυτό; Κανένα από τα νέα οικονομικά ήθη που εισήχθησαν δεν συντονιζόταν με τις βασικές δημοκρατικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, του αυτόματου ελέγχου των λειτουργιών της οικονομίας κ.λπ. Τι από αυτά συνέβη; Άλλο παράδειγμα. Ξέρεις μπορεί να πληγωθεί πολύ κανείς κοιτάζοντας εκείνη την περίοδο λίγο πριν και λίγο μετά, που μιλούσαμε για ισχυρή Ελλάδα. Που ήταν αυτό το πράγμα; Μόνο στη γλώσσα όσων τα έλεγαν. Διότι όταν μιλάς για την ισχυρή οικονομία πρέπει να γνωρίζεις και ο Σημίτης δεν γνώριζε. Άλλο να γνωρίζεις ακαδημαϊκά τα οικονομικά, με στενή τεχνοκρατική αντίληψη και άλλο να αντιλαμβάνεσαι την ροή και την μεταβολή των οικονομικών ως ένα φαινόμενο που επηρεάζει και επηρεάζεται από τη ροή της κοινωνικής ζωής. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα όλων των πολιτικών μας. Ίσως γιατί αυτό το ύφος τους ταίριαζε επειδή εμπεριείχε πολλή επίδειξη και ναρκισσισμό. Αλλά η οικονομία έχει τους δικούς της κανόνες και τη δικιά της διαδρομή. Κι αυτό δεν το καταλαβαίνουν. Όταν ένα βράδυ στο σπίτι του Αντώνη Σαμαράκη είπα στον Σημίτη γιατί άφησες τον Παπαντωνίου, που εγώ με τον Γιάννο ήμουν φίλος και του κήρυξα πόλεμο, να λέει αυτές τις ανοησίες, μου λέει: Διαμαντή είναι δυνατόν να γράφεις ότι ακόμη έχουμε ξύλινα πόδια και να μη βλέπεις την ευημερία γύρω μας; Εγώ του μιλούσα ως οικονομολόγος και εκείνος απαντούσε σαν λογιστής. Και δεν νομίζω ότι με κορόιδευε.

    -Για τον Βενιζέλο, σήμερα πια, τι γνώμη έχετε;

    -Τον Βενιζέλο τον πλήρωσα ακριβά. Και τώρα που απολογούμαι δεν έχω καλά επιχειρήματα. Ήμουν ένας από τους έξι διανοούμενους το 2007 που δεν κρατιόμασταν και τον στηρίξαμε. Σήμερα θα σου πω όμως, αλίμονο στη χώρα που διοικείται από Βενιζέλους, από ανθρώπους που είναι ασυγκράτητοι και διψούν για επιβεβαίωση και αξιώματα. Πρώτα απ’ όλα δεν καταλαβαίνει πολλά από τα πράγματα που γίνονται σήμερα στον διεθνή οικονομικό χώρο και είναι υπουργός οικονομικών. Στις Βρυξέλλες δεν φαίνεται να περνάει τις εξετάσεις. Θα μου πεις είναι καλύτερος από τον Λοβέρδο και τον Χρυσοχόΐδη. Φαντάσου πού έχει φτάσει το επίπεδο του πολιτικού προσωπικού.

    -Από πού να περιμένουμε την ελπίδα;

    -Φοβάμαι. Πολλοί άνθρωποι και αγαπημένοι φίλοι μου, δεν μπορούν να αποφύγουν τον εναγκαλισμό με το ονειρώδες. Εγώ όμως δεν βλέπω πώς θα επανέλθει η κοινωνική ηρεμία σ’ αυτόν τον τόπο. Με βασανίζει αυτή η απαισιόδοξη σκέψη. Κάναμε λάθη, ναι. Σε αυτό το παιχνίδι της Ευρώπης έπρεπε να τηρήσουμε τους κανόνες και εμείς εσκεμμένα και με κομπασμό και υπερηφάνεια δεν το κάναμε. Κι όλα αυτά αληθινά, ελεεινά και τρισάθλια. Αμαρτήσαμε ναι, αλλά όχι κι έτσι. Οι κύριοι στις Βρυξέλλες αφού ήξεραν ότι λειτουργούσαμε έτσι γιατί μας άφηναν τόσα χρόνια; Γιατί δεν μας νουθέτησαν, δεν μας συγκράτησαν; Οι πολιτικοί διέφθειραν περαιτέρω την κοινωνία μας και τώρα μια διεφθαρμένη κοινωνία αρνείται να κάνει αυτό που πρέπει. Αυτά έπρεπε να πει ο Πάγκαλος. Τα φάγανε, ναι, αλλά μαζί όχι. Με διέφθειρες, με έμαθες πώς να έρχομαι σε σένα όταν χρειάζομαι κάτι, να αναζητώ το βόλεμα και τώρα τι θέλεις από μένα;

    -Η μεγαλύτερη ανησυχία σας ποια είναι;

    -Αν στο πω θα γελάσεις. Όχι εσύ. Ο αναγνώστης μας… Φοβάμαι για το έθνος! Ο Γιάννης Σακελλαράκης, ένας διαπρεπής αρχαιολόγος που, για ευνόητους λόγους, δεν έγινε ποτέ καθηγητής στην Ελλάδα, ήταν δεμένος με τούτα τα χώματα. Ο αναγνώστης σου θα αναρωτηθεί τι θα πει, στα 2012, δεμένος με τα χώματα. Δεν ξέρω. Ό, τι καταλαβαίνει ο καθένας. Μου έλεγε ο Γιάννης, ρε συ Διαμαντή τόσα χρόνια σκάβω και ανακαλύπτω όλα αυτά τα ευρήματα. Ξέρεις πού καταλήγω; Ίδιοι μασκαράδες ήταν κι αυτοί όπως κι εμείς, αλλά ήταν και κάτι άλλο. Είχανε ψυχή. Αυτό εννοώ λέγοντας ότι φοβάμαι για το έθνος. Αυτό το έθνος το έμαθα στην πρώτη δημοτικού και από τη μάνα μου. Ας μου πει κάποιος τι άλλο έχουμε τούτη τη στιγμή της συμφοράς να μας κρατήσει. Εγώ δεν πρόκειται να πάρω μια σημαία και να βγω στους δρόμους και να φωνάζω ζήτω η Ελλάς και ζήτω το έθνος. Ξέρω όμως πως κάτι μέσα στην ψυχή μου αναστατώνεται. Αυτό φοβάμαι ότι χάθηκε, χάνεται. Λυπάμαι που όταν γκρινιάζουμε για την κρίση φτάνουμε μέχρι εκεί που πάει το άτομό μας. Αυτούς τους Έλληνες φοβάμαι που αλλάξανε μέσα σε είκοσι χρόνια αξίες και ιδανικά.

  108. Πώς έγινε η αποβιομηχάνιση της χώρας και φτάσαμε στη χρεοκοπία

    Η Ελλάδα μετά την υποτίμηση του Μαρκεζίνη το 1951 άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα με ρυθμούς 8% ετησίως ήταν η σαν την σημερινή Κίνα για την Ευρώπη της εποχής . Μέχρι την δικτατορία είχε δημιουργηθεί ακόμη και βαριά βιομηχανία ,χαλυβουργία ναυπηγεία διυλιστήρια πετρελαίου αλλά και υφαντουργία βιομηχανίες ηλεκτρικών συσκευών .

    Στο βιβλίο του «ΤΟ ΣΧΈΔΙΟ Μάρσαλ και η ανασυγκρότηση της Ελληνικής οικονομίας»» ο κος Σταθάκης σημερινός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ γράφει ότι η Αμερικανική αποστολή στην Ελλάδα δεν περίμενε ότι στην Ελλάδα θα δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία .Στο τέλος της δικτατορίας με την μεγάλη πετρελαϊκή κρίση ανέβηκε ξαφνικά ο πληθωρισμός στο 20 % ένδειξη ότι η Ελληνική οικονομία άρχισε να χάνει σε παραγωγικότητα . Διότι και η δικτατορία ακολούθησε την ίδια πολιτική του πολιτικού συστήματος και φόρτωνε τις δημόσιες επιχειρήσεις και τον στενό δημόσιο τομέα με υπεράριθμους υπαλλήλους με άλλοθι τον » κομμουνιστικό κίνδυνο » απο την ανεργία .

    Η αρχή της αποβιομηχάνισης της χώρας άρχισε την μεταπολίτευση . Η κυβέρνηση του Κ.Καραμανλή αντί να μηδενίσει τον πληθωρισμό τον έσερνε στο 20 % και παραπάνω επι 7 χρόνια και επιπλέον έβαζε και αγορανομική διατίμηση στα προϊόντα , τα τραπεζικά επιτόκια ανέβηκαν στο 25% , το κόστος του χρήματος έγινε απαγορευτικό για την βιομηχανία και βιοτεχνία . Οι περισσότερες βιομηχανίες είχαν μικρό ποσοστό ίδιων κεφαλαίων , με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας να γίνει προβληματικό οικονομικά ,οι λεγόμενες προβληματικές βιομηχανίες .

    Ο λόγος που οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες του κόσμου Γερμανία και Ιαπωνία έχουν κύρια επιδίωξη στην νομισματική τους πολιτική χαμηλό πληθωρισμό είναι για να αποφύγουν το κλείσιμο των βιομηχανικών επιχειρήσεων . Επίσης κρατικοποίησε την Ολυμπιακή το συγκρότημα ΑΝΔΡΕΆΔΗ τις συγκοινωνίες το 60 % σχεδόν του ΑΕΠ το παρήγαγε ο δημόσιος τομέας . Ο οποίος δεν οργανώθηκε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια όπως ο Σκανδιναβικός αλλά αφέθηκε στον αυτόματο πιλότο .

    Το κερασάκι της τούρτας ήταν ο Α.Παπανδρέου αυτός αφού ξόδεψε μερικά δισεκατομμύρια στις προβληματικές μετά τις έκλεισε και έκανε όλους τους εργαζόμενους σε αυτές δημόσιους υπαλλήλους . δημιούργησε προηγούμενο και έτσι οι εργαζόμενοι σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες είχαν σαν σκοπό την εκδίωξη των εργοδοτών και την «κοινωνικοποιήσει» της επιχείρησης δηλαδή να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι μόνιμοι και να μην δουλεύουν . Εφάρμοσε τον «τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό» και κατάργησε κάθε ιεραρχία έλεγχο και αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα . Εφάρμοσε την «λαϊκή συμμετοχή» με τους συνδικαλιστές κουμανταδόρους και την τοπική αυτοδιοίκηση πυλώνα » ανάπτυξης και ευνομίας ‘ έβαλε τον » λύκο μπιστικό » όπως λέει και η παροιμία έτσι μοιραία φθάσαμε στην αποβιομηχάνιση της χώρας , το δυσθεόρατο δημόσιο χρέος 100% του ΑΕΠ και σε έναν τεράστιο και ανεξέλεγκτο δημόσιο τομέα με στρατιές αργόμισθων καλοπληρωμένων υπαλλήλων .

    Από τότε η χρεοκοπία ήταν προδιαγεγραμμένη .Μπήκαμε στο Ευρώ σχεδόν ανώδυνα βοήθησε πολύ η άνοδος του χρηματιστηρίου το 1999 από την οποία το κράτος μάζεψε πολλά έσοδα . Το ευρώ αποδείχθηκε ένα πολύ σκληρό νόμισμα από αρχική ισοτιμία με το δολάριο 0.9 έφθασε στο 1,3 του δολαρίου ,η Ελλάδα μπήκε με πολύ χαμηλή ισοτιμία 340 δρχ ανά ευρώ θα έπρεπε να μπει με 700 δρχ ανα ευρώ . Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό διότι δεν θα καλύπταμε το κριτήριο του πληθωρισμού εάν κάναμε τέτοια υποτίμηση πριν μπούμε στο Ευρώ ο πληθωρισμός θα ανέβαινε στο 35 % .

    Μ ε ευρώ τόσο ακριβό οι λίγες παραγωγικές επιχειρήσεις που είχαμε στην χώρα δεν μπορούσαν να ανταγωνισθούν τα εισαγόμενα προϊόντα και με τις ευλογίες μας και επιδοτούμενες από το κράτος έφυγαν για Βουλγαρία Ρουμανία Αλβανία . Έτσι η χώρα δεν παρήγαγε τίποτε στο ισοζύγιο πληρωμών δημιουργήθηκε ένα τεράστιο έλλειμμα και ένα μεγάλο μέρος της ανεργίας το απορροφούσε το δημόσιο με διορισμούς ,στρατιές υποαπασχολουμένων υπαλλήλων στο δημόσιο με μηδενική απόδοση και παραγωγικότητα πληρωνόντουσαν με τα δανεικά του κράτους από τις αγορές.

    http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=481762

  109. ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ
    ————————————–

    Αντώνης Βενέτης

    προς 892, THESPROTIKI, eproodos, Petros, ΖΗΣΗΣ, Zoakos, Fotini, Christos, Proinoslogos, Ευάγγελος, Takis, Athena, Panos, Lenis, st.b.stav, Christos, potis_2105, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, Rodiaki

    Κύριε διευθυντά,
    δεν γνωρίζω πόσοι από τους Ελληνες πολιτικούς έχουν διαβάσει τον Βαρώνο του Μοντεσκιέ (1689 – 1755), από τους κορυφαίους Γάλλους διαφωτιστές, ο οποίος, στο βιβλίο του “Εκτιμήσεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων” (μετάφραση: Θ. Σκάσση, εκδ. ΠΟΛΙΣ), με σπάνια οξυδέρκεια είχε προβλέψει ακόμα και την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την αντιμετώπισή της, από τους πολιτικούς ταγούς της χώρας. Ετσι έγραφε αυτό που βιώνουμε: «Δεν υπάρχει κράτος που να έχη μεγαλύτερη ανάγκη φόρων από αυτό που εξασθενεί· κι έτσι όσο λιγώτερο είναι σε θέση κανείς να σηκώση βάρη, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη να αυξηθούν αυτά». Γράφει ακόμα: «Οι λαοί που αλλάζουν τρόπο διακυβέρνησης, για να υιοθετήσουν κάποιον ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με τις φυσικές ιστορικές του ανάγκες, υφίστανται σοβαρές συνέπειες…» Και «…το πλεονέκτημα ενός ελεύθερου κράτους είναι ότι δεν υπάρχουν, ευνοούμενοι· όταν όμως αυτό δεν ισχύει, όταν στην θέση των φίλων και των συγγενών του ηγεμόνα πλουτίζουν οι φίλοι και οι συγγενείς όλων όσων συμμετέχουν στη διακυβέρνηση, καταστρέφονται τα πάντα· οι νόμοι παρακάμπτονται με τρόπο επικίνδυνο από τις παραβάσεις ενός ηγεμόνα».
    Θα έλεγα ότι οι Ελληνες πολιτικοί, ενεργούν και πράττουν αντίθετα με όσα προειδοποιούσε να αποφεύγουν τα κράτη, από τον 18ο αιώνα ακόμα, ο Γάλλος βαρώνος.Αντώνης Ν. Βενέτης
    Μοναστηράκι Δωρίδος

  110. ……………………………

    «Στις 6 Απριλίου 1950 – λίγους µήνες µετά το τέλος του Εµφυλίου Πολέµου – δηµοσιεύθηκε στο «Βήµα» ανταπόκριση από την Αθήνα του απεσταλµένου της έγκυρης αµερικανικής εφηµερίδας «Κρίστιαν Σάιανς Μόνιτορ», από την οποία και το ακόλουθο απόσπασµα:

    «Το πρώτον µέτρον που πρέπει να ληφθή είναι να ευρεθούν µέσα όπως καµφθή ο αληθώς αρπακτικός εγωϊσµός των ανθρώπων των Αθηνών… Ούτοι αποτελούνται από 5.000 περίπου πολιτικούς, βιοµηχάνους και εισαγωγείς οι οποίοι κυβερνούν την χώραν και οι οποίοι εκ συστήµατος και µε αναισθησίαν αποµυζούν τον πλούτον της χώρας, είτε αυτός παράγεται εντός αυτής, είτε στέλλεται από τας ΗΠΑ (Σχέδιο Μάρσαλ). Αυτοί είναι οι άνθρωποι οι οποίοι υπονόµευαν την προσπάθειαν της κυβερνήσεως χρησιµοποιούντες εις τα αυτοκίνητά τους την βενζίνην την προοριζοµένην δια τα τρακτέρ που χρειάζονταν δια την παραγωγήν των τροφίµων. Αυτοί είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι εκραύγαζαν πατριωτικά συνθήµατα, ενώ ηρνούντο να πληρώσουν φόρους ή να συµµετάσχουν εις τα απωλείας που απαιτούσε η νίκη και οι οποίοι είχαν καταθέσει τα χρήµατά των εις τραπέζας της Ν. Υόρκης, της Αιγύπτου και της Ελβετίας».
    ……………

    http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=425487

  111. «Αποκαρδιωμένος όπως πάντα ύστερα από κάτι τέτοια, μολονότι τα είδα τόσες και τόσες φορές, όπου η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις. Γιατί; Γιατί είμαι δεμένος μ’ αυτό τον τόπο και μολονότι δεν έχω καμιά απολύτως φιλοδοξία για πολιτική δράση, μου φαίνεται σαν ένα είδος ακρωτηριασμού να πω ξαφνικά να σας χέσω και να αποξενωθώ από όλα αυτά. Γιατί είμαι βέβαιος πως τούτοι οι ελεεινοί δεν αντιπροσωπεύουν τη ζωντανή Ελλάδα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε και υπάρχουν άγνωστοι, πολλοί που δεν ξέρουν, αλλά που αξίζουν, που σε φωνάζουν» .

    Γιώργος Σεφερη, από το «Πολιτικο Ημερολογιο»

  112. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ*

    Η Ελλάδα, η Ευρώπη και η «δευτέρα πλάνη»

    ​​Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ευρωζώνη δεν μπορεί να αποτιμηθεί μονοσήμαντα. Oι αναμφισβήτητες θετικές συνέπειες για τη χώρα μας δεν ακυρώνουν, όμως, τις αρνητικές συνέπειες. Σε αυτές εντάσσεται η διπλή ψευδαίσθηση, σε δύο τομείς, η οποία κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία.

    Η πρώτη ψευδαίσθηση αφορά την οικονομία. Εδράζεται στην πεποίθηση ότι διά της Ευρώπης το ελληνικό κράτος θα εξασφαλίσει στους πολίτες ένα βιοτικό επίπεδο ανάλογο με των Δυτικοευρωπαίων, για το οποίο ούτε απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια ούτε επιβάλλεται ιδιαίτερη πειθαρχία.

    Η ψευδαίσθηση αυτή εκφράστηκε στις διαδοχικές πολιτικές συμπεριφορές οι οποίες προκάλεσαν διπλό έλλειμμα, το δημοσιονομικό και των τρεχουσών συναλλαγών. Ετσι, η ελληνική οικονομία βρέθηκε απροετοίμαστη και ανήμπορη να αντιμετωπίσει την απότομη μεταστροφή του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, μετά την οικονομική κρίση του 2008. Η επακόλουθη κατάρρευση της οικονομικής ψευδαίσθησης οδήγησε στις γνωστές πολιτικές αναταράξεις. Οκτώ χρόνια μετά, οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, όπως η πρόσφατη της διαΝΕΟσις, δείχνουν ότι η οικονομική ψευδαίσθηση έχει αρχίσει, επιτέλους, να διαλύεται.

    Υπάρχει, όμως, μια άλλη ψευδαίσθηση, μία «δευτέρα πλάνη χείρων της πρώτης»: η γεωπολιτική. Επί μία τριακονταετία, η Ελλάδα θεωρεί την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση μία άνευ όρων θωράκιση έναντι των γεωπολιτικών κινδύνων. Κατά τη χρυσή τριακονταετία, οι Ελληνες λησμόνησαν την ένδεια των προηγουμένων γενεών· με ανάλογη ευκολία, θεώρησαν ότι το 1981 έληξαν οι εθνικές περιπέτειες του παρελθόντος. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εξελήφθη ως δωρεάν αγαθό, ένα δικαίωμα άνευ υποχρεώσεων. Και στον τομέα αυτό δημιουργήθηκε ένα διπλό έλλειμμα. Ως συνέπεια, έχει συσσωρευθεί ένα «γεωπολιτικό χρέος» το οποίο μειώνει την αντοχή της χώρας μας να αντιμετωπίσει τη μεταστροφή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος.

    Το πρώτο γεωπολιτικό έλλειμμα αφορά τη διεθνή εικόνα της Ελλάδος. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε κάθε γεωπολιτική κρίση ή ένταση, η Ελλάδα αντιπαρατέθηκε στους συμμάχους της. Η διαχείριση του μακεδονικού και του κυπριακού ζητήματος έχουν αφήσει δυσάρεστες εντυπώσεις οι οποίες, στα ευρωπαϊκά διπλωματικά παρασκήνια, προκαλούν απαξιωτικά σχόλια – ασχέτως με τις δημοσιοποιούμενες επίσημες δηλώσεις.

    Λίγη σημασία έχει αν η Ελλάδα είχε δίκιο ή άδικο. Κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο κατανάλωσε μεγάλο μέρος από το διπλωματικό της κεφάλαιο, με συνέπεια το σημερινό βαθύτατο διπλωματικό έλλειμμα. Οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης, όταν κατέρρευσε η οικονομική χίμαιρα, οι κατηγορίες και οι εκβιασμοί προς την Ευρώπη επεδείνωσαν σοβαρά την κατάσταση. Η σημερινή ευρωπαϊκή και διεθνής εικόνα της Ελλάδας φθίνει προοδευτικά. Η κοινοτική αλληλεγγύη έναντι των γεωπολιτικών κινδύνων έχει, επομένως, καταστεί τυπική, όπως έδειξε η πρόσφατη ευρωτουρκική σύνοδος στη Βάρνα.

    Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας δημιούργησε ταυτοχρόνως ένα κλίμα εσωτερικής χαλάρωσης. Ετσι, διαμορφώθηκε ένα δεύτερο έλλειμμα, έκφραση του οποίου είναι η διάβρωση του πατριωτισμού, ο ανέξοδος εφησυχασμός της νεολαίας, η διάδοση ιδεολογημάτων χωρίς ρεαλιστικό αντίκρισμα, οι διχαστικές τάσεις, η μικροπολιτική εκμετάλλευση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.

    Οπως μετά το 2008, έτσι και σήμερα η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια ραγδαία μεταβολή του περιβάλλοντός της. Προηγήθηκε η οικονομία, ακολουθεί η γεωπολιτική. Η μεσανατολική αστάθεια επεκτείνεται δυτικά. Καθώς, μέσω του κουρδικού ζητήματος, μεταδίδεται στην Τουρκία, η αστάθεια προσεγγίζει ασφυκτικά τη χώρα μας. Τα Βαλκάνια παραμένουν εύθραυστη περιοχή, καθώς τα μεταψυχροπολεμικά προβλήματα δεν επιλύθηκαν· απλώς συγκαλύφθηκαν. Η Ρωσία και η Κίνα αναμένουν να επωφεληθούν από τις αδυναμίες της Δύσης. Η ευρωπαϊκή πολιτική στασιμότητα και ο αμερικανικός «τραμπισμός» αυξάνουν τις αβεβαιότητες.

    Η ψευδαίσθηση της αβρόχοις ποσίν ασφαλείας καταρρέει, μία δεκαετία μετά την κατάρρευση της οικονομικής ψευδαίσθησης. Πόσο χρόνο θα χρειαστεί η ελληνική κοινωνία για να διανύσει τη διαδικασία του νέου πένθους; Τι είδους πολιτικές αναταράξεις θα προκύψουν; Θα βιώσουμε πολιτικά φαινόμενα ανάλογα mutatis mutandis με τον λαϊκισμό των κυβερνώντων κομμάτων; Ενας γεωπολιτικός λαϊκισμός δεν θα αποβεί περισσότερο επικίνδυνος από τον κοινωνικο-οικονομικό;

    Αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, η οικονομία αποκαθίσταται ταχύρρυθμα, όταν υφίστανται οι απαιτούμενες συλλογικές ψυχολογικές προϋποθέσεις. Η Ελλάδα σταδιακά μπορεί να ελπίζει σε μιαν επόμενη, αναπτυξιακή φάση.

    Δεν ισχύουν, όμως, οι ίδιες συνθήκες ως προς τα γεωπολιτικά διακυβεύματα. Το «γεωπολιτικό χρέος», εν συνδυασμώ με το απειλητικό γεωπολιτικό περιβάλλον, καθώς και ενδεχόμενες σπασμωδικές κινήσεις μιας διπλά τραυματισμένης κοινωνίας, συνεπάγονται επιπτώσεις επώδυνες· ασφαλώς, σοβαρότερες από την «ανθρωπιστική κρίση» των περασμένων ετών. Ετι χείρον, μπορεί να συνεπάγεται απώλειες οι οποίες, σε αντίθεση με τις οικονομικές, θα είναι πιθανώς μη αναστρέψιμες.

    Πρόκειται για μια νέα ιστορική φάση. Τα διδάγματα της οικονομικής κρίσης οφείλουν να λειτουργήσουν φρονηματιστικά ως προς την επερχόμενη γεωπολιτική κρίση. Το διπλό γεωπολιτικό έλλειμμα πρέπει να αποσβεστεί, τάχιστα. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να προετοιμαστεί ψυχολογικά για τη νέα κατάσταση.

    * Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

    http://www.kathimerini.gr/956924/opinion/epikairothta/politikh/h-ellada-h-eyrwph-kai-h-deytera-planh

  113. 12.09.2010
    Ο φεουδαρχικός χαρακτήρας του κυβερνητικού σχήματος
    Του Σταυρου Λυγερου

    Ο ανασχηματισμός ήταν πάντα και μία άσκηση ισορροπιών και ένα επικοινωνιακό όπλο. Στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, όμως, δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για πολιτικάντικες ισορροπίες ούτε για πειραματισμούς. Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του, είχε διασπάσει και συγκολλήσει υπουργεία, είχε καθυστερήσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων και τον διορισμό γενικών γραμματέων (λόγω του επικοινωνιακού ευρήματος των βιογραφικών). Ολα αυτά είχαν προκαλέσει χάος στον κρατικό μηχανισμό σε μια φάση που χρειαζόταν άμεση δράση.

    Παρά τις δραματικές εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει, ο Παπανδρέου συνεχίζει με χαρακτηριστική αντιθεσμική άνεση να «κόβει και να ράβει» υπουργεία. Για να αποφεύγονται αγκυλώσεις, η νομοθεσία επιτρέπει στον πρωθυπουργό να αλλάζει τη δομή της κυβέρνησης. Τα υπουργεία, όμως, είναι κυβερνητικές μονάδες, που πρέπει να έχουν σταθερότητα και θεσμική συνέχεια. Αλλαγές πρέπει να γίνονται με προσοχή και μόνο όταν το επιβάλλουν οι εξελίξεις στην κοινωνικοοικονομική δομή.

    Στην περίπτωσή μας, όμως, έχουμε μία αντιστροφή του κανόνα: Αντί τα πρόσωπα να επιλέγονται με βάση τα υπουργεία, τα υπουργεία διαμορφώνονται με βάση τα πρόσωπα!

    Το οξύμωρο

    Σε ποια χώρα η ποντοπόρος Ναυτιλία θα υπαγόταν στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη; Οταν έχει συμβεί αυτό, γιατί κάνει εντύπωση που η Λούκα Κατσέλη πήρε μαζί της στο υπουργείο Εργασίας την υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή; Πολλοί απ’ αυτούς που δικαιολογημένα διαμαρτύρονται για το δεύτερο είχαν επικροτήσει το πρώτο, αποδεικνύοντας ότι η κρίση τους υπαγορεύεται από πολιτικοπροσωπικές συμπάθειες κι όχι από σεβασμό των θεσμών. Απόρροια της αντιθεσμικής αντίληψης του πρωθυπουργού είναι και το γελοίο φαινόμενο της διαρκούς μετονομασίας των υπουργείων. Η αντικατάσταση των λιτών ονομασιών από μακροσκελείς και βαρύγδουπες είναι αλάνθαστο σημάδι ροπής όχι μόνο στην εντυπωσιοθηρία, αλλά και στη φλυαρία, η οποία συχνά υποδηλώνει διανοητική σύγχυση.

    Οι αρμοδιότητες

    Η τάση των ισχυρών υπουργών να συγκεντρώνουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρμοδιότητες δεν αντανακλά μόνο την εξουσιολαγνεία των προσώπων. Αντανακλά και τον «φεουδαλικό» χαρακτήρα του κυβερνητικού σχήματος. Η πείρα έχει αποδείξει ότι για να διακριθεί ένας υπουργός χρειάζεται ξεκάθαρο τομέα ευθύνης και ύπαρξη μηχανισμού επίλυσης των διαφορών μεταξύ υπουργείων. Δεν έχει ανάγκη πολλές αρμοδιότητες. Αντιθέτως, η συγκέντρωση πολλών αρμοδιοτήτων συχνά βραχυκυκλώνει ακόμα και ικανούς πολιτικούς.

    Τον περασμένο Οκτώβριο είχαμε ασκήσει κριτική στον Παπανδρέου, επειδή είχε υποκύψει στο προπαγανδιστικό στερεότυπο περί ολιγομελούς κυβερνητικού σχήματος, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα εμφανείς δυσλειτουργίες. Σ’ αυτό τον ανασχηματισμό πήγε στην άλλη άκρη. Ενώ η ενίσχυση της πολιτικής ηγεσίας στα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών ήταν απολύτως αναγκαία, δεν ισχύει το ίδιο για άλλα. Ο πρωθυπουργός θεσμοθέτησε υπουργό αναπληρωτή Παιδείας για να βολέψει τη Φώφη Γεννηματά. Το ίδιο συνέβη στο Ανάπτυξης. Εκεί για να βολέψει τον αποτυχημένο γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Σωκράτη Ξυνίδη. Αν και το υπουργείο Περιβάλλοντος μάλλον θα χάσει τον τομέα της Ενέργειας, διατήρησε τους δύο υφυπουργούς κι απέκτησε και υπουργό αναπληρωτή. Αντιθέτως, ο τομέας του Τουρισμού, που έπρεπε να είναι ανεξάρτητο υπουργείο παρέμεινε στο Πολιτισμού, προφανώς λόγω Παύλου Γερουλάνου.

    Η λειτουργικότητα

    Το πρόβλημα μ’ όλα αυτά δεν είναι το κόστος, όπως δημαγωγικά λένε ορισμένοι. Το πρόβλημα είναι η λειτουργικότητα. Για μία ακόμα φορά η κατανομή των αρμοδιοτήτων πυροδοτεί μία πολυεπίπεδη διελκυστίνδα πιέσεων και τριβών, που υπονομεύει την ενότητα της κυβέρνησης. Επιπροσθέτως, η παρουσία επτά υπουργών αναπληρωτών ενισχύει την παραδοσιακή τάση η πολιτική ηγεσία σε κάθε υπουργείο να μη λειτουργεί ως ενιαίο επιτελείο, αλλά σαν -περισσότερο ή λιγότερο- ανταγωνιζόμενα φέουδα.

    Ο βασικός λόγος που ο Παπανδρέου συγκρότησε πολυμελή κυβέρνηση είναι η πρόθεσή του να καταστήσει συνυπεύθυνα όσο το δυνατόν περισσότερα στελέχη του. Εάν ο πολιτικός ορίζοντας δεν ήταν τόσο σκοτεινός είναι αμφίβολο εάν θα έδινε χαρτοφυλάκιο στον Χρήστο Παπουτσή και πολύ περισσότερο στον Κώστα Σκανδαλίδη.

    Οι πρωταγωνιστές

    Αυτός ο ανασχηματισμός είχε δύο πρωταγωνιστές. Ο πρώτος είναι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και η πολιτική του Μνημονίου, την οποία εκπροσωπεί. Η απομάκρυνση της Κατσέλη από το υπουργείο Ανάπτυξης έδωσε και θεσμικά τέλος σε μία μάχη που είχε εδώ και πολύ καιρό κριθεί. Ο δεύτερος πρωταγωνιστής είναι ο Γιάννης Ραγκούσης, ο οποίος αναδεικνύεται άτυπος και ουσιαστικός αντιπρόεδρος. Με την προαγωγή αυτή, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να λύσει δύο μείζονα προβλήματα: το έλλειμμα κυβερνητικού σχεδιασμού και το έλλειμμα ελέγχου και συντονισμού των υπουργείων, που οξύνεται λόγω των εκτεταμένων συναρμοδιοτήτων.

    Θεσμικά, τους ρόλους αυτούς τους παίζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Σε αντίθεση με τον Κώστα Καραμανλή, που είχε αφήσει ανεξέλεγκτους τους υπουργούς του, ο Παπανδρέου εξαρχής συγκρότησε ένα μηχανισμό ελέγχου και συντονισμού, με επικεφαλής τον υπουργό Επικρατείας Χάρη Παμπούκη και τον αντιπρόεδρο Θεόδωρο Πάγκαλο.

    Προφανώς, ο πρωθυπουργός έκρινε ότι το σχήμα αυτό δεν λειτούργησε ικανοποιητικά. Αντί όμως να το αλλάξει, άφησε στον Πάγκαλο τον τίτλο του αντιπροέδρου, έδωσε στον Παμπούκη μία αρμοδιότητα για να παίζει και μετέτρεψε τον υπουργό Εσωτερικών σε παντοδύναμο Νο 2. Τον πλαισίωσε, μάλιστα, από μία ομάδα κυβερνητικών στελεχών, που -σύμφωνα με έκφραση «πράσινου» βουλευτή- «ανήκουν στη ΓΑΠ Α.Ε. παρά στο ΠΑΣΟΚ».

    http://www.kathimerini.gr/404592/article/epikairothta/politikh/o-feoydarxikos-xarakthras-toy-kyvernhtikoy-sxhmatos

  114. Kοstikaς on

    Αυτά έγραφε ένας Αμερικανός για την Ελλάδα 66 χρόνια πριν… Θα εκπλαγείτε!

    Last updated Μαΐ 11, 2018

    Το 1947, ο Πωλ Πόρτερ, επικεφαλής της Επιτροπής για την Αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα, επισκέφθηκε τη χώρα προκειμένου να υποβάλει τα συμπεράσματά του.

    Συνέταξε τη γνωστή έκθεση ή Μνημόνιο Πόρτερ. Σε αυτή την έκθεση, περιγράφεται η Ελλάδα πριν από 66 χρόνια. Οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι εφοπλιστές και βέβαια ο απλός κόσμος.

    Διαβάστε τα συμπεράσματα του Πόρτερ και βρείτε τις διαφορές με σήμερα. Η Ελλάδα είναι 66 χρόνια πίσω.

    Γράφει ο Πόρτερ:

    «Απ’ ό, τι μπόρεσα να διαπιστώσω, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμιάν άλλη πολιτική πρακτική από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος. […] στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μίας μικρής κλίκας εμπόρων και τραπεζιτών, οι οποίοι αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα.

    Η κλίκα αυτή είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο ένα φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί, με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο.

    Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίσει να εξάγουν τα κέρδη τους στις τράπεζες του Καΐρου και της Αργεντινής. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας.

    Τα συμφέροντα των εφοπλιστών προστατεύονται επίσης με σκανδαλώδη τρόπο. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ανθεί στην εποχή μας και οι εφοπλιστές κερδίζουν τεράστια ποσά, αλλά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν αποκομίζει κανένα όφελος απ’ αυτό. Οι μισθοί των ναυτικών γυρίζουν στην Ελλάδα, αλλά οι εφοπλιστές ασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στις ξένες χώρες.

    Κάθε επιχείρηση θα έπρεπε να πληρώνει μια σημαντική εισφορά στο κράτος, κάτω από την προστασία του οποίου λειτουργεί. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για την περίπτωση των εφοπλιστών, που τα μεγαλύτερα κέρδη τους προέρχονται από τα «Λίμπερτι», τα οποία τους παραχώρησε η αμερικανική Ναυτική Αποστολή με την εγγύηση του ελληνικού κράτους.

    Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας – οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σαιν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου – θα ενεργοποιηθεί.

    Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άνθρωποι πολύ γοητευτικοί, που μιλάνε πολύ καλά τα αγγλικά (*). Είναι πάντοτε πρόθυμοι, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αποστολή για τα δικά τους συμφέροντα.

    Θυμάμαι ακόμα ένα από τα πιο επίσημα γεύματα ενός από τους σημαντικότερους τραπεζίτες, που με είχε καλέσει στη βίλα του των Αθηνών.

    Είχε τρεις σερβιτόρους με λιβρέα, μια ποικιλία απ’ τα πιο φίνα κρασιά και φαγητά διάφορα, περίφημα γαρνιρισμένα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένας από τους αντιπροσώπους της κλίκας που ανέφερα άρχισε να εξυμνεί τις ομορφιές της ζωής κοντά στη θάλασσα, καθώς και τις χαρές των αριστοκρατικών σπορ.

    Η αντίθεση ανάμεσα στο γεύμα αυτό και στα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας είναι πραγματικά τρομερή.

    Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, που είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα.

    Υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία εις το βιοτικόν επίπεδον και τα εισοδήματα ανά την Ελλάδα. Οι κερδίζοντες, δηλαδή οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι και οι μαυραγορίται, διάγουν εν πλούτω και χλιδή, το πρόβλημα δε αυτό ουδεμία κυβέρνησις το αντιμετώπισεν αποτελεσματικώς. Εν τω μεταξύ αι λαϊκαί μάζαι περνούν μιαν αθλίαν ζωή.

    Οι κερδίζοντες είναι σχετικώς ολίγοι τον αριθμόν και ο συνολικός πλούτος των, περιερχόμενος εις τό σύνολον του πληθυσμού θα επέφερε ελάχιστη βελτίωσιν των γενικών συνθηκών διαβιώσεως. Αλλα ο πολυτελής τρόπος ζωής των εν μέσω της φτώχειας συντείνει εις το να εξοργίζει τας μάζας και να υπογραμμίζει την δυστυχία των πτωχών.

    Δύο και ήμισυ έτη μετά την απελευθέρωσιν η Ελλάς ευρίσκεται εις μίαν κατάστασιν νεκρώσεως παρά την ούσιαστικήν έξωτερικήν βοήθειαν και την αρμοδίαν εξωτερικήν καθοδήγησιν.

    Εις ολόκληρον την χώρα, απ’ άκρου εις άκρη, κυριαρχεί μία γκρίζα ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης για το μέλλον – μία έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία προς το παρόν. Οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο, οι επιχειρηματίαι δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχαι δεν αποθηκεύουν προμήθειες.»

    https://true.gr/diavaste-ti-egrafe-enas-amerikanos-gia-tin-ellada-66-chronia-prin-tha-ekplagite/?fbclid=IwAR2Rjcb5zxHrACgv1THb9jtIXL70TAChZB64M75Wn35Ar94xAl2PP57Pg0w

  115. Πως γεννήθηκε το ελληνικό πελατειακό κράτος

    Γιώργος Κοντογιώργης

    Στο εσωτερικό του νεοελληνικού κράτους, η εγκαθίδρυση της βαυαρικής απολυταρχίας με τη βίαιη κατάργηση των πόλεων/κοινών που ακολούθησε είχε ως συνέπεια να μεταστεγασθεί η λογική του πολεοκεντρισμού στο περιβάλλον του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Φορείς της ήταν οι δυνάμεις εκείνες που εγκαλούσαν προηγουμένως τον Καποδίστρια για αυταρχισμό, επειδή θεωρούσαν ότι το εγχείρημα δημιουργίας ενός κεντρικού πολιτικού συστήματος ικανού να διαχειρισθεί τη διάσωση της επανάστασης και να συγκροτήσει κράτος, αντέκειτο στην πολεοτική τους αυτονομία.

    Πώς ερμηνεύεται λοιπόν η μεταστέγαση της εμφυλιακής/διχαστικής λογικής της πολιτικής αντίθεσης στο νεοελληνικό κράτος; Επισημάναμε ήδη την επιβολή της απολυταρχικής μοναρχίας σε μια χειμαζόμενη από την εξαθλίωση κοινωνία, γύρω από την οποία στεγάσθηκε η εκφυλισμένη από τις συνθήκες της επανάστασης πολεοτική πολιτική τάξη των «κοτζαμπάσιδων». Η πολιτική αυτή τάξη συναντήθηκε ευθύς αμέσως με την απολυταρχία στο ζήτημα της κατάλυσης των πολεοτικών κοινών και ιδίως της δημοκρατικής πολιτείας τους.

    Είχαν ήδη από την εποχή του Καποδίστρια διαγνώσει ότι το πολίτευμα της απολυταρχικής ή ακόμη και της αιρετής μοναρχίας τους παρείχε περισσότερες εγγυήσεις για την εξουσία που κατέκτησαν στη διάρκεια της Επανάστασης, συγκριτικά με την αποκατάσταση των δημοκρατίας στα κοινά που επιχειρήθηκε από τον Κυβερνήτη.

    Ουδείς προφανώς είχε λόγους
    Στο κλίμα αυτό, ουδείς προφανώς είχε λόγους να εισαγάγει στον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο το μέτρο της κοσμοσυστημικής αναλογίας: να αντιμετωπίσει το πολεοτικό κοινό ως την θεμελιώδη κοινωνία στο κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, δηλαδή ως το ισοδύναμο του κράτους έθνους στη μεγάλη κλίμακα. Εύλογα, αφού με τον τρόπο αυτόν, έπρεπε να προταχθεί η δημοκρατία του κοινού/πόλης ως η πολιτεία του κράτους έθνους. Ο «εξευρωπαϊσμός» που επεβλήθη ως δείγμα στο νεοελληνικό προτεκτοράτο, επέτασσε την ανωτερότητα της απολυταρχικής μοναρχίας, όπως ακριβώς της αιρετής μοναρχίας, έναντι της δημοκρατίας σήμερα.

    Η δημοκρατική παιδεία συνάδει με συμπεριφορές πολιτικής ατομικότητας. Για να αποκτήσει δε συλλογική αναφορά προϋποτίθεται απαραιτήτως η συγκρότηση του πολίτη σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακή οντότητα. Εάν ο πολίτης αυτός τοποθετηθεί σε καθεστώς ιδιωτείας εκτρέπεται σε δύσμορφες συμπεριφορές και εντέλει μεταβάλλεται από συνομιλητής του κοινωνικού δήμου, σε προσωπικό συνομιλητή του κατόχου του πολιτικού συστήματος, δηλαδή σε πελάτη του πολιτικού.

    Η λειτουργία του πολιτικού προσωπικού
    Επιπλέον, η λειτουργία του ως (ατομικού) συνομιλητή του πολιτικού προσωπικού, πραγματοποιείται με άνισους όρους, δεδομένου ότι η συνάντησή τους γίνεται σε εξωθεσμική βάση με αποτέλεσμα η όποια πολιτική υπόσχεση του τελευταίου να μην περιέχει το στοιχείο της δέσμευσης. Σε κάθε περίπτωση ο ρέκτης της δημοκρατικής παιδείας αδυνατεί να λειτουργήσει ως αθέμιτη συλλογική οντότητα, και μάλιστα ως άμορφη κοινωνική μάζα/αγέλη σε καθεστώς ιδιωτείας, όπως συμβαίνει με τον υπήκοο που μόλις εξήλθε από τη φεουδαρχία. Ο ένας συλλογάται ως πλήρης πολίτης, ο δε ο υπήκοος, ως απολύτως ατελής πολίτης.

    Στο κλίμα αυτό, ο πολιτικός έχει απέναντί του ως συνομιλητή όχι την κοινωνική συλλογικότητα των πολιτών, αλλά ένα έκαστο των μελών της, και κυριολεκτικά ένα δίκτυο οργανικών πελατών. Έτσι, και ο σκοπός της πολιτικής προσαρμόζεται αναλόγως. Οι δημόσιες πολιτικές με πρόσημο το κοινό ή εθνικό συμφέρον, παραχωρούν τη θέση τους σε πολιτικές που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην συντήρηση δικτύων αποδόμησης του συλλογικού, δικτύων συγκατανευσιφάγων, που χρησιμοποιούν το κράτος, το δημόσιο αγαθό εντέλει, ως πρυτανείο σίτισης.

    Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό προσωπικό, ήτοι το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής και διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, επικάθηται σ’αυτό, και μεταβάλλεται το ίδιο σε πολιτικό σύστημα. Η έννοια της κομματοκρατίας ορίζει ακριβώς αυτό το καθεστώς ιδιοποίησης του κράτους και της λειτουργίας των μελών της –και των αμέσων πελατών της- ως νομέων του δημόσιου αγαθού.

    Για να συντηρηθεί η εκφυλισμένη αυτή εκδοχή της αιρετής μοναρχίας, η κομματοκρατία, όφειλε να ολοκληρώσει το έργο της διαρρηγνύοντας τη σχέση της με τις ηγέτιδες δυνάμεις του μείζονος ελληνισμού, κυρίως την αστική τάξη, και επιπρόσθετα με την πνευματική και την πολιτική του ηγεσία.

    Ο αποκλεισμός των δυνάμεων του πνεύματος
    Καθώς έχουμε εθισθεί στην ιστόρηση του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, όχι του κόσμου του, δεν έχει προσεχθεί το γεγονός ότι η αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού συνέχισε να διαγράφει μια αδιάκοπη πορεία στην διιστορία έχοντας οικουμενική ιδιοσυστασία και εταιρική/δημοκρατική δομή, όπως και στην όλη του συγκρότηση. Ο ελληνισμός, κατά την ύστερη τουρκοκρατία, δεν διήγε, όπως οι λοιπές κοινωνίες, το στάδιο της εξόδου του από τη φεουδαρχία, προκειμένου να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη συγκρότηση των πρώιμων θεμέλιων παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού, εναίς και ένα σώμα κοινωνικών τάξεων εδρασμένων στη νομισματική οικονομία, με προέχουσα την αστική τάξη.

    Την αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού οι δυνάμεις της κομματοκρατίας την απέκλεισαν από το εθνικό κράτος, όπως ακριβώς και τις δυνάμεις του πνεύματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι επέλεξαν να την παραδώσουν, μαζί με το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης, βορά στους εθνικισμούς και στον υπαρκτό σοσιαλισμό που αναδύθηκαν στην περιοχή του ζωτικού του χώρου.

    Μια παράπλευρη συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι αποστέρησαν το πολιτικό σύστημα από μια ενδιάμεση ισχυρή κοινωνική και πολιτική δύναμη που θα ηδύνατο να καθοδηγήσει τις πολιτικές του με πρόσημο μια ταξική μεν πλην όμως συλλογική αντίληψη του κοινού συμφέροντος. Η επιλογή αυτή, υπέκρυπτε επίσης μια κρίσιμης σημασίας υστεροβουλία. Την ρήξη της ελλαδικής κοινωνίας με το ιστορικό, ιδεολογικό, πολιτικό και το εν γένει ανθρωποκεντρικό της προηγούμενο, καθώς η ρήξη αυτή αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για τη νομιμοποίηση του κράτους της απολυταρχικής, αργότερα της αιρετής μοναρχίας/πολιτικής κυριαρχίας και, συνακόλουθα, της κομματοκρατίας.

    https://slpress.gr/idees/pos-gennithike-to-elliniko-pelateiako-kratos/

  116. Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας
    Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη
    By Δημήτρης Α. Ιωάννου
    17/05/2013

    Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία (και παρουσιάζουν με πολύ γλαφυρό τρόπο οι Reinhart-Rogoff [1]), όταν μία χώρα χρεοκοπεί, η απομείωση του χρέους (haircut) είναι τις περισσότερες φορές αναπόφευκτη. Πράγμα που συνεπάγεται απώλεια για τους πιστωτές. Στην περίπτωση, όμως της Ελλάδας το 2010 το πρόβλημα ήταν πιο σύνθετο. Τυχόν απώλειες των πιστωτών, δηλαδή κυρίως των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα δημιουργούσαν κινδύνους οι οποίοι ήταν αδύνατον την συγκεκριμένη στιγμή να σταθμισθούν και να εκτιμηθούν σε όλες τους τις διαστάσεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσο της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας όσο και του γεγονότος ότι η Ελλάδα ήταν μέλος μιας νομισματικής ένωσης, η οποία δεν διέθετε μηχανισμούς αντιμετώπισης παρόμοιων κρίσεων. Ο κίνδυνος δεν ήταν απλά μία επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας αλλά η κατάρρευση της ίδιας της νομισματικής ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι απολύτως φυσικό η πολιτική που θα επιλεγεί να ιεραρχεί τους κινδύνους αναλόγως της σοβαρότητάς τους.

    Ο ισχυρισμός ότι οι Ευρωπαίοι και οι διεθνείς διασώστες της Ελλάδας, προκειμένου να μην υπάρξει «ύφεση», όφειλαν να επιλέξουν μία πολιτική η οποία θα είχε σαν στόχο να συνεχίσει η ελληνική οικονομία να συμπεριφέρεται ως μία οικονομία με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ, (γιατί σε αυτό το επίπεδο την τοποθετούσε η τελική κατανάλωση των νοικοκυριών της ύψους 170 δισεκατομμυρίων ευρώ, την στιγμή που η πραγματική παραγωγική δυναμικότητά της δεν έφτανε ούτε τα 200), είναι ανεδαφικός. Πρώτον διότι, όπως είναι απολύτως φυσιολογικό, μέλημα των ξένων πιστωτών δεν ήταν η ευημερία των Ελλήνων πολιτών αλλά η διάσωση των δικών τους οικονομιών από τις επιπτώσεις της ελληνικής χρεοκοπίας. Και, δεύτερον, διότι και για όσους είχαν ως κύριο και αποκλειστικό μέλημά τους τα ελληνικά συμφέροντα, θα ήταν απολύτως παράλογο και καταστροφικό να υποστηρίξουν και να επιδιώξουν την συνέχιση της ίδιας ακριβώς πορείας που μέχρι την στιγμή εκείνη είχε ακολουθήσει η ελληνική οικονομία. Αυτό -ακόμη και αν ήταν εφικτό- θα σήμαινε ότι πολύ σύντομα όχι πλέον η ελληνική οικονομία αλλά η ελληνική κοινωνία συνολικά θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη.

    Εάν πραγματικά θέλει κανείς να ασκήσει ουσιαστική κριτική στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να κατηγορεί τον σχεδιασμό μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ανά ετήσια χρήση διότι αυτός ήταν μάλλον ήπιος και προοδευτικός και σε καθε περίπτωση προέκυπτε από την απλή αριθμητική, αφού κάθε άλλος –«οπισθοβαρής»- σχεδιασμός δεν θα εμπόδιζε το χρέος να αυξηθεί εκθετικά. Η κριτική θα έπρεπε να στραφεί στον τρόπο υλοποίησής του από ελληνικής πλευράς, όπου αντί να δοθεί βάρος στην μείωση των δαπανών δόθηκε βάρος στην αύξηση των εισπράξεων, εξ αιτίας τόσο της πρυτανεύουσας και γνωστής πολιτικής νοοτροπίας των πελατειακών σχέσεων όσο και εξ αιτίας της ψευδαισθήσεως ότι επρόκειτο για μία κρίση προσωρινού χαρακτήρα. Επίσης, όμως, η κριτική θα πρέπει να στραφεί και στις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που εστράφησαν εναντίον του σταθεροποιητικού προγράμματος, είτε εάν επρόκειτο για «συστημικές», που διακρίθηκαν σε αερολογίες όπως τα περί διαχωρισμού «κυκλικού» και «διαρθρωτικού» ελλείμματος, είτε για «αντι-συστημικές», που διακρίθηκαν στα περί «συρρικνώσεως» του ΑΕΠ λόγω «συσταλτικής» πολιτικής.

    Και στις δύο περιπτώσεις, με την καταχρηστική επίκληση ή το ψευτο-επιστημονικό επίχρισμα μίας θεωρητικής αναφοράς στην κεϋνσιανή θεωρία, εκείνο που συνέβη ήταν να εμποδισθεί η κοινωνία να αντιληφθεί την αδήριτη αναγκαιότητα εφαρμογής και επιτυχίας του σταθεροποιητικού προγράμματος. Με παρόμοιο στρεψόδικο και δημαγωγικό τρόπο, συμβάλλοντας ακόμη περισσότερο στην εμπέδωση πεπλανημένων πεποιθήσεων στην κοινή γνώμη, χειρίστηκαν οι εγχώριοι εκπρόσωποι του αγοραίου κεϋνσιανισμού, σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, και το λανθασμένο από οικονομολογική άποψη θέμα των υποτιμημένων -υποτίθεται- δημοσιονομικών «πολλαπλασιαστών».

    Η ΣΩΣΤΗ ΤΙΜΗ ΤΟΥ «ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ»

    Η έννοια του «πολλαπλασιαστή» έχει προταθεί από την κεϋνσιανή θεωρία για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης αιτιακής σχέσης δύο μεταβλητών οι οποίες συνηθέστερα, αλλά όχι πάντα, είναι το επίπεδο του ΑΕΠ και κάποια μορφή δημοσιονομικής δαπάνης (είσπραξης). Ακολουθώντας το σχετικό εγχειρίδιο εργασίας του ΔΝΤ [2], ας προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε, κατά προσέγγισιν, τον πλέον στοιχειώδη «πολλαπλασιαστή» (impact multiplier) της δημόσιας δαπάνης για τα κρίσιμα χρόνια της ελληνικής οικονομίας. Αυτός καθορίζεται ως ο λόγος της αύξησης/μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ προς την αυτόνομη αύξηση/μείωση της πρωτογενούς δημοσιονομικής δαπάνης σε μία ορισμένη περίοδο [ΔΥ(t)/ΔG(t)]. Το 2008, λοιπόν, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε (σε σχέση με το προηγούμενο έτος) κατά 7 δισεκατομμύρια, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 10. Ο «πολλαπλασιαστής» της περιόδου ήταν 10/7=1,43. Είχε δηλαδή μια σημαντική τιμή που μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η δημοσιονομική επέκταση πράγματι βοήθησε την αύξηση του ΑΕΠ σημαντικά. Το 2009, όμως, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε κατά 13 δισεκατομμύρια ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2. Ο «πολλαπλασιαστής»: -2/13=-0,15. Σχεδόν μηδενικός, με ανεπαίσθητα αρνητική τάση, που υπονοεί ότι η σημαντική δημοσιονομική επέκταση δεν κατάφερε να έχει καμμία θετική επίπτωση επί του επιπέδου του ΑΕΠ. Αυτό φανερώνει την ύπαρξη καμπής στην πορεία μεγέθυνσης του ΑΕΠ και μάλιστα -πράγμα που είναι πολύ σημαντικό- προ της ελεύσεως του ΔΝΤ, της Τριμερούς και του Μνημονίου. (Ο ψύχραιμος παρατηρητής, δηλαδή, πρέπει να συγκρατήσει εδώ το γεγονός ότι η σημαντική αυτόνομη αύξηση της δημοσιονομικής δαπάνης δεν είχε το παραμικρό «πολλαπλασιαστικό» αποτέλεσμα, γεγονός που χρήζει ερμηνείας η οποία έως σήμερα δεν έχει δοθεί, αλλά και που δημιουργεί, κατ΄ αρχήν, την υποψία ότι η ελληνική οικονομία είχε προσεγγίσει ένα επίπεδο πέραν του οποίου δεν ήταν δυνατή η μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν η δημοσιονομική επέκταση ήταν πλέον τερατώδης σε μέγεθος. Κάτι που δημιουργεί, επίσης, την υποψία ότι από κάποιο σημείο διόγκωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και μετά, οι «αναπτυξιακές» ιδιότητες του «πολλαπλασιαστή» -όποιες και αν ήταν προηγουμένως- ατονούν και μηδενίζονται). Το 2010 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε, ως συνέπεια του σταθεροποιητικού προγράμματος, κατά 13 δισεκατομμύρια και το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 9 δισεκατομμύρια. Ο «πολλαπλασιαστής» διαμορφώθηκε ως εξής: -9/-13=0,7. Μία τιμή μάλλον λογική, η μόνη κοντά στις αρχικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Το 2011 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε 6 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό, πάντα, ΑΕΠ μειώθηκε 14. Ο «πολλαπλασιαστής»: -14\-6=2,33. Μία «εκρηκτική» τιμή, πολύ μακριά από την αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ. Το 2012 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 13. Ο «πολλαπλασιαστής», -13/-5=2,6, δείχνει να παίρνει, πλέον καταστροφικά μεγάλη τιμή, εάν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι εμφανίζεται σε περίοδο συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής.

    Η εικόνα που δίνεται από την εκτίμηση της τιμής του στοιχειώδους και βραχυχρόνιου, αυτού, δημοσιονομικού «πολλαπλασιαστή» δεν είναι ούτε σαφής, ούτε διαφωτιστική. Το εύρος της διακύμανσής του σε διάρκεια 5 ετών (από το -0,15 έως το +2,6) είναι τόσο μεγάλο και η συμπεριφορά του τόσο ιδιοσυγκρασιακή ώστε να μην παρέχει την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πρόβλεψης και προγραμματισμού της οικονομικής πολιτικής. Για να έχει κάποια χρηστική αξία ένας «πολλαπλασιαστής» θα πρέπει να είναι, έστω και κατά προσέγγιση, «γραμμικός», δηλαδή οι τιμές του αφ’ ενός μεν από περίοδο σε περίοδο, αφ’ ετέρου δε από επίπεδο εισοδήματος σε επίπεδο εισοδήματος να μην μεταβάλλονται δραματικά, ώστε μέσω της σταθερότητάς του να μπορεί να εκτιμηθεί, έστω και πάλι κατά προσέγγισιν, τι επιπτώσεις θα έχει στο επίπεδο του ΑΕΠ μία συγκεκριμένη αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής. (Γι’ αυτό το ΔΝΤ χρησιμοποιούσε έναν «πολλαπλασιαστή» με τιμή 0,5, δηλαδή «γραμμικό»).

    Αντίθετα αν ο «πολλαπλασιαστής» έχει διαγραμματικά μια εικόνα «πορείας μεθυσμένου», ή μία εικόνα καμπύλης με ισχυρή ροπή κυρτότητας ή κοιλότητας μετά από ένα ορισμένο σημείο μείωσης (αύξησης) του ΑΕΠ, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν χρηστικό εργαλείο πρόβλεψης. Μόνο που οι μηχανισμοί που χαράσσουν οικονομική πολιτική δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά με μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές» και την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Για τον λόγο αυτό δημιουργούν μέσους όρους και «γραμμικοποιούν» τα δεδομένα, αντιμετωπίζοντας, εν τούτοις, ένα γνωστό πρόβλημα της στατιστικής το οποίο είναι το εξής: όσο πιο μεγάλο εύρος της μεταβλητής, και όσο πιο μεγάλη διασπορά της τιμής της υποβάλλεις στην διαδικασία της «γραμμικοποίησης», τόσο πιο μεγάλο κίνδυνο αντιμετωπίζεις να χάσεις σε ακρίβεια. Έτσι, καμιά φορά αναγκάζονται, όπως συμβαίνει σήμερα με το ΔΝΤ, να αναφερθούν σε μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές», ιδιαίτερα αν διαπιστωθεί ότι οι εκτιμήσεις τους, που στηρίζονται συνήθως σε κάποιους rules of thumb, (όπως για παράδειγμα ότι στις «μικρές ανοιχτές οικονομίες» ο δημοσιονομικος «πολλαπλασιαστής» είναι 0,5) αποδειχθούν ανακριβείς.

    Άλλωστε, το ίδιο το πνεύμα της κεϋνσιανής θεωρίας είναι πως το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» δεν μπορεί να είναι «γραμμικό» σε όλη του την έκταση και τούτο διότι άλλη συμπεριφορά παρουσιάζει η οικονομία εάν βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης και άλλη αν βρίσκεται σε κατάσταση υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών της. Η εφαρμογή μίας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, στην πρώτη περίπτωση, όπως ρητά αναφέρει και ο ίδιος ο Κέυνς, δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα παρά την αύξηση των ονομαστικών τιμών, με τα πραγματικά μεγέθη να παραμένουν αμετάβλητα. Στην περίπτωση αυτή ο «πολλαπλασιαστής» θα είναι μηδέν. Αντίθετα, σε συνθήκες υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα έχει θετικές επιπτώσεις στο επίπεδο του εισοδήματος. Ο «πολλαπλασιαστής» σε μία παρόμοια περίπτωση θα είναι θετικός, μεγαλύτερος από μηδέν. Πράγμα, όμως, που σημαίνει ότι κινούμενοι κατά μήκος του άξονα που μετρά το επίπεδο του ΑΕΠ δεν έχουμε έναν γραμμικό αλλά έναν καμπύλο «πολλαπλασιαστή».

    Για τον λόγο αυτό, προκαλεί εντύπωση οτι σε ένα κείμενο του 2012 οι ερευνητές του ΔΝΤ ξαναανακαλύπτουν την, ήδη γνωστή από το 1936, αλήθεια αυτή: «Although most studies do not distinguish between multipliers in different underlying states of the economy, the effects of fiscal economy shocks on economic activity are likely nonlinear. Surprisingly few studies have tried to distinguish between multipliers in downturns and expansions» [3]. Και τούτο όχι μόνο διότι αυτή η διαφορά είναι το κύριο νόημα της κεϋνσιανής θεωρητικής πρότασης, και μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά και διότι, στην περίπτωση του «βήματος του μεθυσμένου» ή της καμπυλοκυρτότητας, είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν πρόκειται καν για «πολλαπλασιαστή» αλλά απλά για μία απλή απεικόνιση της παράλληλης κίνησης, μέσα στον χρόνο, δύο μεταβλητών, μεταξύ των οποίων είτε δεν υπάρχει αιτιακός αλληλοπροσδιορισμός, είτε, αν υπάρχει, είναι διαφορετικός από αυτόν που περιγράφει η κλασσική κεϋνσιανή θεωρία. (Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, δηλαδή, αυτό που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς είναι ότι ο «πολλαπλασιαστής» είναι καμπύλος με την έννοια ότι μετά από ένα επίπεδο δημοσιονομικής διόγκωσης και αύξησης του χρέους οι τιμές του μηδενίζονται ή καταρρέουν όσον αφορά την περαιτέρω αυτόνομη δημοσιονομική διεύρυνση και γιγαντώνονται όσον αφορά την δημοσιονομική σύστολή. Και αυτό, όμως, είναι μία απλή «οπτική» ερμηνεία της συμπεριφοράς του, που απαιτεί μεγαλύτερη θεωρητική υποστήριξη). Οι εξεζητημένες οικονομετρικές τεχνικές που χρησιμοποιούν διάφορες έρευνες για να συνάγουν μικρούς ή μεγάλους πολλαπλασιαστές, πάντως, στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύουν κατά κανένα τρόπο την αιτιακή σχέση μεταξύ των μεταβλητών που εξετάζουν.[4] Όπως είναι γνωστό «correlation does not imply causation» και εκείνος που θα βρεί την μέθοδο που θα εντοπίζει την κατεύθυνση της αιτιότητας θα πάρει την θέση του στην ιστορία των μαθηματικών δίπλα στον Ευκλείδη, τον Descartes και τον Gauss. Προς το παρόν, λοιπόν, η λειτουργία του φαινομένου του «πολλαπλασιαστή» συνάγεται μετα-στατιστικά με βάση την θεωρία που την υποστηρίζει.

    Έστω, όμως, και μετά την όψιμη παραδοχή αυτού που ήταν ήδη γνωστό από το 1936, ότι δηλαδή οι «πολλαπλασιαστές» ποικίλλουν ανά χώρα αλλά και ανά περίοδο, το ερώτημα παραμένει: ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ένας «πολλαπλασιαστής» μπορεί να λειτουργεί «γραμμικά», έστω και κατά προσέγγισιν, πράγμα που σημαίνει πως μία αυτόνομη αλλαγή στο επίπεδο της δημοσιονομικής δαπάνης θα έχει μία σχετικά προβλέψιμη επίδραση στο επίπεδο του εισοδήματος; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα υπάρχει προφανώς στο ίδιο σύστημα ιδεών που μας έδωσε και την ιδέα του «πολλαπλασιαστή». Το περιβάλλον στο οποίο ισχύει κάτι τέτοιο είναι το περιβάλλον το οποίο περιγράφει η «Γενική Θεωρία» του Κέυνς που ασχολείται με τις διακυμάνσεις του «επιχειρηματικού κύκλου» (τον οποίον ο Κέυνς στο βιβλίο του ονόμαζε και trade cycle αλλά στην συνέχεια καθιερώθηκε ως business cycle). Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για τις οικονομικές κρίσεις, έκτοτε, γίνεται με τους όρους που έθεσε ο Κέυνς, είτε με αποδοχή, είτε με απόρριψη της θεωρίας του. Βασική ιδέα που διαπερνάει όλη την «Γενική Θεωρία» (και ο ίδιος ο Κέυνς διατυπώνει ρητά στο Κεφάλαιο 22 που φέρει τον τίτλο «Notes on the Trade Cycle») είναι πως η οικονομία για να επανέλθει σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης των συντελεστών της δεν απαιτεί δομικούς μετασχηματισμούς. Η επανεξισορρόπησή της μπορεί να επιτευχθεί ομαλά με την επιστροφή του επιπέδου των επενδύσεων στο σημείο εκείνο από το οποίο είχαν αποκλίνει, και το οποίο είναι το σημείο που εγγυάται την ομαλή αναπαραγωγή του (άριστου) κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας, όταν δηλαδή η «οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου» (the marginal efficiency of capital) αποκατασταθεί και οι επιχειρηματίες κρίνουν και πάλι ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων τους θα είναι αποδοτική και κερδοφόρα μεσο-μακροχρόνια. Συνεπώς, ο κεϋνσιανός «πολλαπλασιαστής» είναι τοπικά προσδιορισμένος και η μετατροπή του σε «γραμμικό», ή σε «μέσο όρο», δεν δημιουργεί μεγάλες απώλειες όσον αφορά την ακρίβειά του.

    ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ

    Η τρέχουσα κρίση, όμως, δημιούργησε νέους προβληματισμούς γιατί τα δεδομένα της δεν ήταν δυνατόν να περιορισθούν στην λογική του «επιχειρηματικού κύκλου», είτε αυτός εκλαμβάνεται ως ασταθής (κεϋνσιανισμός και νεομεταπλάσεις του, «νομισματισμός»), είτε ως η άριστη δυνατή διακύμανση της οικονομίας υπό τις υπάρχουσες συνθήκες (rational expectations theory, real business cycle theory). Κάτι που έγινε εμφανές και άρχισε να συνειδητοποιείται βαθύτερα, είναι ότι «κρίση» δεν σημαίνει πως υπάρχουν μόνο προσωρινές ή μεταβατικές επιπτώσεις στην οικονομία, όπως είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η δραστηριότητα ενός κλάδου συρρικνώνεται στην διάρκεια της «κάμψης» αλλά στην συνέχεια με την νέα «άνθηση» αυτός επανέρχεται σε ένα παραπλήσιο με το προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας, με την απασχόληση να αυξομειώνεται αναλόγως. Υπάρχουν επίσης, και είναι πολύ πιο σοβαρές, επιπτώσεις στην οικονομία οι οποίες είναι μόνιμες και έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα.

    Ένας κλάδος, για παράδειγμα, που είχε διογκωθεί σημαντικά στην διάρκεια της περιόδου, εισέρχεται σε μία φάση συρρικνώσεως η οποία αποδεικνύεται ότι θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Το εργατικό δυναμικό που απασχολείτο σε αυτόν, και είχε προσαρμόσει τις επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητές του στις ανάγκες του, δεν φαίνεται να έχει ελπίδες πως θα βρει και πάλι απασχόληση σε συναφείς επιχειρήσεις στο ορατό μέλλον. Η μετάβαση, όμως, σε έναν νέο τομέα οικονομικής δραστηριότητας για όλο το πλεονάζον, εξ αιτίας της κρίσης, δυναμικό του κλάδου, είναι μία διαδικασία δύσκολη, επισφαλής και χρονοβόρα. Και μία οικονομική κάμψη που συντίθεται από προβλήματα τέτοιου τύπου, δηλαδή από την αποκάλυψη ότι ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι δεν είναι πλέον βιώσιμοι και καταρρέουν, χωρίς κανείς να μπορεί να τους διασώσει, είναι μία κάμψη τελείως διαφορετική από εκείνη που περιγράφει ο Κέυνς στην «Γενική Θεωρία» όπου το πρόβλημα προέρχεται από την -προσωρινή- μείωση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και μπορεί να αντιμετωπισθεί με ελαφριά αναδιάταξη των εισοδηματικών ροών, (δηλαδή με αξιοποίηση του φαινομένου του «πολλαπλασιαστή»).

    Αντίθετα προς αυτήν την κεϋνσιανού τύπου κρίση, η κρίση με τα κλαδικά-διαρθρωτικά προβλήματα δείχνει να έχει άλλες χρονικές διαστάσεις (μακρύτερη διάρκεια επώασης αλλά και εξόδου), άλλο μέγεθος προβλημάτων (σοβαρή «διαρθρωτική» ανεργία και οριστική απαξίωση επενδεδυμένου κεφαλαίου) και άλλες γενεσιουργές αιτίες (κάμψη του εισοδήματος όχι λόγω υψηλών επιτοκίων αλλά, αντίθετα, λόγω πολλαπλών μη-βιώσιμων επενδύσεων (malinvestments) στις οποίες ώθησε μια περίοδος χαμηλών επιτοκίων και εξαιρετικά χαλαρής πιστωτικής πολιτικής). Σύμφωνα, δε, με όλες τις ενδείξεις, αυτή η δεύτερου είδους κρίση μη-κεϋνσιανού χαρακτήρα εμφανίζεται ως συνέπεια μακροχρόνιας πιστωτικής επέκτασης και ανάληψης μεγάλων χρεωστικών βαρών («μόχλευσης») από τους φορείς της οικονομίας.

    Το βιβλίο των Reinhart-Rogoff αποτελεί μία προσπάθεια εμπειρικής καταγραφής σε διαχρονικό επίπεδο της διαμόρφωσης και των επιπτώσεων των κρίσεων χρέους. Το κείμενο εκείνο, όμως, που ο κάθε ένας ο οποίος επιθυμεί να κατανοήσει τι ακριβώς προκάλεσε την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση, (αλλά επίσης και τον χαρακτήρα της δυσπραγίας που μαστίζει την χώρα μας), πρέπει να μελετήσει είναι το δοκίμιο του Claudio Borio, «The financial cycle and macroeconomics: what we have learnt?»[5]. Κείμενο το οποίο, κατ’ αρχήν, ξαναθυμίζει το ξεχασμένο θεωρητικό ρεύμα που είχε στο κέντρο της μελέτης του τον «χρηματοπιστωτικο κύκλο» της οικονομίας, και απωθήθηκε στο περιθώριο της θεωρητικής συζήτησης εξ αιτίας της ανόδου του κεϋνσιανισμού αλλά και του ενδιαφέροντος που συγκέντρωσε η θυελλώδης, ενίοτε, σύγκρουσή του με τους υποτιθέμενους ή πραγματικούς αντιπάλους του. Η συνειδητοποίηση και διαπίστωση της σημασίας του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» για την μακροοικονομική σταθερότητα δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η κεϋνσιανή θεωρία διαψεύδεται, απορρίπτεται και στέλνεται στον κάλαθο των αχρήστων. Το αντικείμενό της, ο «επιχειρηματικός κύκλος», είναι μια εμπειρική πραγματικότητα, την ύπαρξη της οποίας δεν αρνείται ένα (σχεδόν) πλειοψηφικό ρεύμα της οικονομολογικής κοινότητας, όπως επίσης δεν αρνείται ούτε και την κεϋνσιανή μέθοδο ανάλυσης και προσέγγισής του. Όμως, η συνειδητοποίηση ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι κεϋνσιανές, (όπως και ότι όλα τα όνειρα δεν είναι φροϋδικά), μπορεί να κάνει επιτρεπτή την καταύγαση φαινομένων που όσο κάποιος προσπαθεί να τα αναλύσει με βάση την κεϋνσιανή ορθοδοξία παραμένουν μάλλον σκοτεινά και ανεξήγητα. Έτσι, μπορεί να αντιληφθεί κανείς και πόσο προκρούστεια είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια επιφανών κεϋνσιανών οικονομολόγων σήμερα όταν, στηριζόμενοι σε ορισμένες σωστές κεϋνσιανές διαπιστώσεις για επί μέρους περιπτώσεις, (όπως, για παράδειγμα, η καταστροφική πολιτική δημοσιονομικής αυστηρότητας που ακολουθεί στην Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση των Συντηρητικών), και γενικεύοντας άκριτα, επεκτείνονται και σε άλλες περιπτώσεις τελείως διαφορετικές στην ουσία τους, όπως η κρίση στον νότο της ευρωζώνης και επιμένουν, χρησιμοποιώντας τα ίδια αναλυτικά εργαλεία για τελείως διαφορετικές συνθήκες, να καταλήγουν σε απολύτως εσφαλμένες προτάσεις και άτοπες διαπιστώσεις που επιτείνουν την ήδη υπάρχουσα θεωρητική σύγχυση και ουσιαστικά υποδαυλίζουν την κρίση αντί να την καταστέλλουν.

    Ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» της οικονομίας συνυπάρχει με τον «επιχειρηματικό κύκλο». Σύμφωνα, όμως, με τους μελετητές του έχει μια διαφορετική χρονική ταλάντωση, και για την ακρίβεια έχει πολύ χαμηλότερη χρονική συχνότητα: ενώ η διάρκεια του «επιχειρηματικού κύκλου», από το 1960 έως σήμερα στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, φθάνει έως τα 8 χρόνια, η μέση διάρκεια του «χρηματοπιστωτικού» είναι 16 χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό του, και αυτό που σηματοδοτεί την φάση στην οποία βρίσκεται ανά πάσαν στιγμή, είναι η σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένη κίνηση της πιστωτικής επέκτασης και των τιμών των ακινήτων. (Αντίθετα, η κίνηση των χρηματιστηριακών αξιών δεν φαίνεται να έχει υψηλό βαθμό συνδιακύμανσης μαζί του). Το μέγιστο του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» συμπίπτει σχεδόν πάντα με την εκδήλωση μιας κρίσης χρέους, μιας κρίσης δηλαδή που όλες οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι είναι κατά 50%, τουλάχιστον, πιο ισχυρή από την κλασσική κρίση του «επιχειρηματικού κύκλου». Όπως, δε, αναφέρθηκε και πιο πάνω, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των Reinhart-Rogoff, όχι μόνο το χρονικό μήκος της είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της κλασικής κεϋνσιανής κρίσης αλλά και πολύ συχνά στο τέλος της, κατά την έξοδο της οικονομίας από την κάμψη, δεν επανακτάται όλο το κατά την διάρκειά της απωλεσθέν εισόδημα, και η οικονομία δεν επανέρχεται στο προηγούμενο επίπεδο ευημερίας παρά πολύ αργότερα. Με δύο άλλες διατυπώσεις: α) η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται ακολουθώντας πλέον ένα χαμηλότερο αναπτυξιακό μονοπάτι ή, β) συνειδητοποιεί ότι το «δυνητικό προϊόν» της (potential output) είναι υποδεέστερο εκείνου που πίστευε πως ήταν πριν από την κρίση). Το θετικό στοιχείο, βεβαίως, που την χαρακτηρίζει είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση «δεν χτυπάει ποτέ απροειδοποίητα». Οι ενδείξεις πως οι συνθήκες της καταστροφής συσσωρεύονται, γίνονται εμφανείς και αντιληπτές σε πραγματικό σχεδόν χρόνο, με την μορφή διαφόρων δεικτών όπως είναι η απόκλιση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ή της μέσης τιμής των ακινήτων από τους ιστορικούς μέσους όρους τους. Η απληστία, όμως, των ανθρώπων και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών (κυρίως των «φιλελεύθερων» στην περίπτωση αυτή), δημιουργούν τις γνωστές συνθήκες συλλογικής τύφλωσης και βαυκαλισμού («This time is different») που επιτρέπουν στην καταστροφή να συντελεστεί ανεμπόδιστα.

    Εκεί, άλλωστε, βρίσκεται και μία ουσιώδης διαφορά του «χρηματοπιστωτικού» από τον «επιχειρηματικό κύκλο»: ο δεύτερος έχει έναν σχεδόν μηχανιστικά νομοτελειακό χαρακτήρα. Η οικονομία «πάλλεται», με τον τρόπο που ο Κέυνες είχε εξηγήσει, μεταξύ «άνθησης» και «ύφεσης» για εγγενείς λόγους, δημιουργώντας έτσι φάσεις όπως η «κάμψη» ή η «υπερθέρμανση». Αντίθετα ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» δεν έχει τίποτε το νομοτελειακό. Για πολλά χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, (που ο τραπεζικός τομέας λειτουργούσε σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια), ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στις περισσότερες από τις δυτικές αναπτυγμένες οικονομίες. Η ένταση και η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται είναι συνάρτηση της έλλειψης ρύθμισης και ελέγχου που χαρακτηρίζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όταν κυριαρχεί η παράλογη αντίληψη ότι οι αγορές κεφαλαίων και χρήματος είναι στην ουσία τους πανομοιότυπες με τις αγορές προϊόντων και ο ρυθμιστικός έλεγχος επ’ αυτών περιορίζεται ή και καταργείται, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης» τόσο ως προς την εκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου όσο και ως προς την αξιολόγηση των σχετικών τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Το φαινόμενο αυτό είναι σύμφυτο με τις αρρύθμιστες χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίες κινούνται αυξητικά με μια αυτοπροωθούμενη δυναμική για έναν απόλυτα εξηγήσιμο λόγο: η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «μόχλευση» δημιουργεί, πρόσκαιρα και αναλόγως μεγάλα κέρδη. Το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης», όμως, παύει να υπάρχει, στην μεγεθυντική και αισιόδοξη τουλάχιστον μορφή του, μόλις εκδηλωθεί η κρίση. Την θέση του παίρνει η απαισιόδοξη μορφή του που γεννά τον πανικό, ο οποίος λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην ουσία της δηλαδή, η εκδήλωση μιας κρίσης χρέους δεν είναι παρά η συλλογική συνειδητοποίηση (καμμιά φορά και σε υπερβολικό βαθμό) τού πόσο πολύ λανθασμένες ήταν οι οικονομικές εκτιμήσεις της προηγούμενης περιόδου.

    Η βασική θεωρητική ιδέα πίσω από την κατανόηση του μηχανισμού της κρίσης που προέρχεται από τον «χρηματοπιστωτικό κύκλο» είναι ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία που απλώς διευκολύνει τις λειτουργίες («λειαίνει τα γρανάζια») στην πραγματική οικονομία. (Το χρήμα δεν είναι «ουδέτερο» ούτε και μακροχρόνια, όπως πιστεύει όλη η σχολή της νεοκλασικής σκέψης, αλλά κατά έναν άλλο τρόπο και ο κεϋνσιανισμός). Αντίθετα η χρηματοπιστωτική επέκταση, όταν δεν έχει «ουδέτερο» ρυθμό, δημιουργεί αφ’ εαυτής πλούτο και εισοδήματα και κατά συνέπεια συμβάλλει στην διαμόρφωση της πραγματικής οικονομίας και στην κατανομή του προϊόντος της. Πότε, όμως, συμβαίνει να μην έχει «ουδέτερο» ρυθμό; Συμβαίνει όταν η ταχύτητά της είναι διαφορετική (δηλαδή μεγαλύτερη) από τον μεσο-μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης του παραγωγικού δυναμικού της πραγματικής οικονομίας (δηλαδή του «δυνητικού προϊόντος» της). Τότε η συγκεκριμένη αναντιστοιχία δημιουργεί το φαινόμενο της στρεβλής κατανομής των πόρων και των επενδύσεων (misallocation of investments). Κριτήριο βέβαιο για το ότι η κατανομή είναι στρεβλή και συνεπώς μη-αποδοτική είναι ένα και μοναδικό, πλην όμως και αμάχητο: ο χρόνος.

    Η διαπίστωση της λανθασμένης πορείας γίνεται πάντοτε ex-ante όταν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων που πραγματοποιούνται υπό το παραθλαστικό πρίσμα της υπερβάλλουσας πιστωτικής επέκτασης, (ποσοστό που ξεπερνάει εκείνο που ο Κέυνς στην «Γενική Θεωρία» έκρινε πως μπορεί να αντικατασταθεί ομαλά μέσω του «κεντρίσματος» της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής), θα αποδειχθεί αδιέξοδο. Δεν θα καταφέρει, δηλαδή, να ολοκληρώσει τον προβλεπόμενο κύκλο ζωής του κάνοντας απόσβεση γιατί σε κάποιο σημείο η (πραγματική ή τεκμαρτή) κερδοφορία του θα περιορισθεί ή και θα μηδενισθεί, πράγμα που συνεπάγεται ότι σταδιακά η αξία του, ως στοιχείου του ενεργητικού ενός υποθετικού χαρτοφυλακίου, θα καταστεί μικρότερη από τα δάνεια που το βαρύνουν, δηλαδή από το αναλογούν παθητικό στο ίδιο χαρτοφυλάκιο. Αυτή είναι η έννοια της «καθαρής αρνητικής θέσης», ή το περίφημο underwater στην γλώσσα της αγοράς ακινήτων των ΗΠΑ, όπου το φαινόμενο, μετά την εκδήλωση της κρίσης, είναι ενδημικό. Όμως, «αδιέξοδες επενδύσεις» δεν παρατηρούνται μόνο στον τομέα των ακινήτων. Εκεί, βέβαια, είναι το βασικό πεδίο όπου το φαινόμενο εκδηλώνεται και έχει οδηγήσει στην βαθιά κρίση χώρες όπως η Ιαπωνία (στην δεκαετία του ‘90), η Ισπανία ή η Ιρλανδία, ή έχει συμβάλει σημαντικά στην κρίση χωρών όπως οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία. Επίσης, όμως, παρατηρείται στο εμπόριο, στις λοιπές υπηρεσίες, στην βιομηχανία ή στην αγορά πρώτων υλών. (Σε μία ορισμένη χώρα δε, πέραν όλων αυτών, παρατηρήθηκε και στον δημόσιο τομέα).

    Όταν η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη προσεγγίσει το σημείο καμπής και μεταβληθεί σε κρίση χρέους η οικονομία εισέρχεται σε μία διαδικασία «διαρθρωτικής κρίσης» («δομική αναδιάρθρωση», επίσης θα μπορούσαμε να την λέγαμε). Εάν, μάλιστα, το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα ισχυρό τότε μπορούμε να μιλάμε για «διαρθρωτική κατάρρευση».

    Στα ελληνικά με την λέξη «ύφεση» έχουμε μεταφράσει δύο αγγλικές λέξεις που περιγράφουν δύο διαφορετικές έννοιες οικονομικής κρίσης: την λέξη recession και την λέξη depression. Παρά το ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός, έχει επικρατήσει κατά πλειοψηφίαν η άποψη ότι η πρώτη (recession) περιγράφει τις ήπιες κάμψεις της οικονομικής δραστηριότητας που παρατηρούνται στην διάρκεια του «επιχειρηματικού κύκλου» και μπορούν να παραμείνουν εντός ανεκτών για την κοινωνική συνοχή ορίων, και τούτο χάρις στα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής που έχουμε αναπτύξει αξιοποιώντας την κεϋνσιανή θεωρητική πρόταση. Αντίθετα, η δεύτερη (depression), χρησιμοποιείται από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων για να περιγράψει την βαθιά κρίση της αμερικανικής οικονομίας στην διάρκεια της δεκαετίας του ’30, κρίση από την οποία, στην πραγματικότητα, η οικονομία των ΗΠΑ δεν εξήλθε παρά με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην διάρκεια της κρίσης αυτής το ΑΕΠ μειώθηκε μέχρι και 33% και η ανεργία έφθασε να ξεπεράσει το 25%. Ο φόβος της επανάληψης της συγκεκριμένης κρίσης αποτελούσε ουσιαστικά τον εφιάλτη των οικονομολόγων και των υπευθύνων της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, μέχρι τουλάχιστον τις αρχές της τρίτης χιλιετίας, όταν πια πίστεψαν ότι τον ξεπέρασαν οριστικά με την πολιτική της Great Moderation! (Που στην πραγματικότητα, βεβαίως, ήταν η πολιτική που δημιούργησε και παρόξυνε τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην σημερινή κρίση, γνωστή και ως Lesser Depression).

    Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η λέξη «ύφεση» δεν μπορεί να έχει στην ελληνική ορολογία και τις δύο έννοιες γιατί έτσι δημιουργείται μία σύγχυση η οποία δεν είναι καθόλου άμοιρη των λανθασμένων «αναγνώσεων» της κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία. Εάν «ύφεση» σήμαινε depression, τότε για την recession θα έπρεπε να χρησιμοποιείται κάποιος άλλος όρος, όπως για παράδειγμα «κάμψη». Στην πραγματικότητα όμως, στο νεφελώδες συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων οικονομολογούντων η λέξη «ύφεση» είναι στενά συνυφασμένη με την κεϋνσιανή πολιτική η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να την ποδηγετήσει και να την ακυρώσει. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος όρος είναι καλύτερα να χρησιμοποιείται για την καθοδική φάση του «επιχειρηματικού κύκλου» (δηλαδή για την recession), ενώ για την αντίστοιχη φάση του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» (δηλαδή για την depression) θα πρέπει να χρησιμοποιείται κάποιος άλλος όρος, έστω και σύνθετος, όπως «δομική κρίση» ή «διαρθρωτική κρίση» (με ακραία μορφή της την «διαρθρωτική κατάρρευση»). Η επιλογή ενός σημαίνοντος που παραπέμπει σε λάθος σημαινόμενα και δημιουργεί ατυχείς συμπαραδηλώσεις είναι ο πλέον ασφαλής τρόπος να μην κατανοήσει ποτέ κάποιος αυτό που πραγματικά του συμβαίνει.

    ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΙ «ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΕΣ»

    Το κρίσιμο, λοιπόν, ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η έννοια του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναλυτικό εργαλείο σε μια κρίση διαρθρωτικής κατάρρευσης. Εάν, δηλαδή, ένα αναλυτικό εργαλείο που έχει δημιουργηθεί στηριγμένο σε μια σειρά από προκείμενες που αφορούν μια κατάσταση δομικής σταθερότητας και ήπιων μετασχηματισμών της κεφαλαιακής σύνθεσης και της κλαδικής διάρθρωσης της οικονομίας μπορεί να χρησιμεύσει ως αναλυτικό εργαλείο σε συνθήκες όπου ολόκληροι κλάδοι καταρρέουν και η δομή μιας εθνικής οικονομίας μετασχηματίζεται βίαια. Όποιος θα ήθελε ειλικρινά να βρει την απάντηση σε αυτό θα έπρεπε, προ οιουδήποτε άλλου, να διαβάσει προσεκτικά το 10ο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας» με τίτλο «The marginal propensity to consume and the multiplier», στο οποίο ο Κέυνς εισάγει την έννοια του «πολλαπλασιαστή» (ή μάλλον επαναδιατυπώνει σε ευρύτερη βάση την έννοια που είχε ήδη εισαγάγει από το 1931 o μαθητής του R.F. Kahn). Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει αρχικά ότι πολύ λίγα έχουν αλλάξει στο τρόπο που αντιμετωπίζεται το ζήτημα.

    Ο ίδιος ο Κέυνς, προκειμένου να ειδοποιήσει ότι στον πραγματικό κόσμο η τιμή του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να διαφέρει από την τιμή της θεωρητικής του εκτίμησης, σπεύδει να χρησιμοποιήσει μια σειρά από «πλωτήρες», δηλαδή να απαριθμήσει τους παράγοντες εκείνους που επιδρούν ώστε στην πράξη οι τιμές του «πολλαπλασιαστή» να μειώνονται: την αντίδραση των επιτοκίων, τον ψυχολογικό αντίκτυπο που έχει στην συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμένων η κρατική ενεργοποίηση, την διαρροή των «πολλαπλασιαστικών» επιδράσεων στο εξωτερικό μέσω των εισαγωγών. Σε μεγάλο βαθμό αυτοί ακριβώς είναι και οι λόγοι στους οποίους οι σημερινοί ερευνητές αποδίδουν τις αποκλίσεις της υποτιθέμενης πραγματικής τιμής του «πολλαπλασιαστή» από την εικαζόμενη θεωρητική τιμή του.[6] (Καθιστώντας τον μικρότερο εάν πρόκειται για άνοδο της οικονομίας ή μεγαλύτερο εάν πρόκειται για κάμψη).

    Το πιο σημαντικό σημείο, όμως, που προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση του κεφαλαίου, (καθώς επίσης και του κεφαλαίου 18 με τίτλο «The general theory of employment re-stated» στο οποίο επαναλαμβάνεται η θεωρία του «πολλαπλασιαστή» αλλά περιγράφονται και οι συνθήκες υπό τις οποίες η οικονομία δεν ξεφεύγει σε καταστροφικές αναταράξεις όσον αφορά την αυξομείωση του ΑΕΠ) είναι ότι ο Κέυνς, ενίοτε και με ρητό τρόπο, περιγράφει μια οικονομία με σταθερή διάρθρωση στην οποία ο «πολλαπλασιαστής» είτε ενεργοποιείται αρχικά από δαπάνες που αφορούν δημόσια έργα και στην συνέχεια επιτρέπει σε άνεργο εργατικό δυναμικό να συνδυασθεί με ήδη υπάρχον αργούν κεφαλαιακό δυναμικό, είτε ενεργοποιείται αρχικά από μικρές αυξήσεις των επενδύσεων σε κλάδους κυρίως κεφαλαιακών αγαθών και στην συνέχεια οδηγεί και πάλι τους άνεργους στην κάλυψη των κενών θέσεων που υπάρχουν στο υφιστάμενο μεν, αργούν δε, κεφαλαιακό απόθεμα. Ως εκ τούτου, η ιδέα του «πολλαπλασιαστή» που θεωρεί ότι στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους οι αλλαγές, και στην απασχόληση και στο επίπεδο του εισοδήματος, είναι αποτελέσματα της αυτόνομης αύξησης (μείωσης) της εξωγενούς δαπάνης που προκαλεί η οικονομική πολιτική, (δηλαδή συνδέονται με μια αιτιακή σχέση που πηγαίνει από την αυτόνομη κρατική δαπάνη προς το εισόδημα και την απασχόληση), είναι μια ιδέα-θεωρία που έχει ως αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη ότι η κλαδική διάρθρωση της οικονομίας παραμένει σταθερή.

    ………………………………

  117. ……………………

    Ακριβώς λόγω της διανοητικής εντιμότητας που τον διέκρινε, και θέλοντας προφανώς να ειδοποιήσει τον αναγνώστη για τις συγκεκριμένες συνθήκες εντός των οποίων το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» μπορεί να εμφανισθεί, ο Κέυνς αναφέρει τα εξής (στην αρχή του πρώτου τμήματος του κεφαλαίου 10), δημιουργώντας την εντύπωση ότι αντιφάσκει και με αυτά που ο ίδιος είχε πει μια σελίδα πιο πριν, ότι δηλαδή η αύξηση της απασχόλησης μπορεί να προέλθει από την αύξηση της επένδυσης: «The fluctuations in real income under consideration in this book are those which result from applying different quantities of employment (i.e. of labor-units), to a given capital equipment, so that real income increases and decreases with the number of labor-units employed» [7]. Βέβαια, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμμία αντίφαση: η αύξηση των επενδύσεων έχει σκοπό να φέρει το κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας στο άριστο επίπεδο, το οποίο αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση. Διότι επίσης (στην «4η συνθήκη» του 18ου κεφαλαίου) εξηγεί ρητά ότι η συσσώρευση κεφαλαιακού αποθέματος διακυμαίνεται ελαφρά πέριξ ενός «αρίστου» σημείου δημιουργώντας την εναλλαγή «κάμψης» και «ανάκαμψης»[8]. Ο βασικός λόγος για τον οποίον επιμένει και υπογραμμίζει ρητά ότι η θεωρία του αναφέρεται «to a given capital equipment» είναι λοιπόν αυτός. Ως εκ τούτου, εκείνο που μπορεί να συγκρατήσει ο αναγνώστης του Κέυνς ο οποίος ενδιαφέρεται να τον κατανοήσει και όχι να αντλήσει από αυτόν προκαθορισμένα επιχειρήματα και πολιτικά προτάγματα, είναι το εξής: το φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή» αφορά μια οικονομία στην οποία η κεφαλαιακή σύνθεση (και η κλαδική διάρθρωσή της) παραμένει σταθερή και υφίσταται μόνο οριακές αλλαγές, ενώ ταυτοχρόνως σταθερά παραμένουν τόσο τα καταναλωτικά πρότυπα όσο και οι μακροχρόνιοι οικονομικοί προσανατολισμοί των οικονομικών μονάδων, είτε για επιχειρήσεις πρόκειται, είτε για νοικοκυριά.

    Στην «διαρθρωτική κατάρρευση», όμως, (δηλαδή στις συνθήκες όπου οι προϋποθέσεις διαρθρωτικής ισορροπίας που περιγράφει ο Κέυνς στο κεφάλαιο 18 της «Γενικής Θεωρίας» δεν ισχύουν) τα πράγματα είναι, εξ αντικειμένου, πολύ διαφορετικά. Η μείωση του επιπέδου εισοδήματος δεν οφείλεται ούτε αποκλειστικά ούτε κατά πλειοψηφίαν στην μείωση της δημόσιας δαπάνης. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης οφείλεται στην ξαφνική απαξίωση, δηλαδή καταστροφή, του κεφαλαίου, καταστροφή η οποία προξενείται από την εξάντληση της (φαινομενικής) ανοδικής πορείας της οικονομίας και την διάλυση των ψευδαισθήσεων που είχε δημιουργήσει η άμετρη χρηματοοικονομική επέκταση για σειρά ετών. (Δηλαδή από το σπάσιμο της «φούσκας», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται). Η καταστροφή του κεφαλαίου που παίρνει την μορφή βίαιης συρρίκνωσης ολόκληρων κλάδων της οικονομίας, και η καθίζηση του εισοδήματος που συνεπάγεται, δεν είναι κατά κύριο λόγο συνέπεια κάποιας συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη κι όταν εφαρμόζεται τέτοια. Είναι συνέπεια της σωρευτικής διόγκωσης «αδιέξοδων επενδύσεων» στις οποίες παρωθούσαν για μακρό χρονικό διάστημα οι διαθλαστικές επιδράσεις της υπερβάλλουσας χρηματοπιστωτικής επέκτασης, (η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας είχε προκληθεί κυρίως από τον δημόσιο τομέα της οικονομίας), διόγκωση όμως που, μόλις φθάσει στο όριό της, ουσιαστικά αφαιρεί το έδαφος κάτω από τις συγκεκριμένες επενδύσεις, οι οποίες καταρρέουν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από εκείνον με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, αφού η κατάρρευση είναι πάντοτε διαδικασία πολύ ταχύτερη από την οικοδόμηση.

    Το τρομερό λάθος όσων βλέπουν τον κόσμο μόνο υπό το κεϋνσιανό πρίσμα είναι ότι θεωρούν πως ό,τι συμβαίνει στην οικονομία είναι προϊόν ενός κεϋνσιανού «πολλαπλασιαστή» και των διακυμάνσεων της αυτόνομης εξωγενούς δαπάνης του δημόσιου τομέα. Όταν, δε, τα μεγέθη που εκτιμούν δεν επιβεβαιώνονται, θεωρούν ότι είναι λάθος οι μετρήσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, λάθος είναι η θεωρία τους η οποία τείνει να πιστεύει ότι είναι δυνατόν όλη η οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας, από την εποχή των σπηλαίων μέχρι σήμερα, να συναιρεθεί στο φαινόμενο του «πολλαπλασιαστή». Μόνο που όπως δεν μπορείς να διαγνώσεις ένα κάταγμα κνήμης χρησιμοποιώντας ένα πιεσόμετρο, έτσι δεν μπορείς και να εκτιμήσεις τις διαστάσεις μιας «διαρθρωτικής κατάρρευσης» της οικονομίας χρησιμοποιώντας τα αναλυτικά εργαλεία της κεϋνσιανής θεωρίας, δηλαδή μίας θεωρίας που έχει διαμορφωθεί για να αναλύει τον «επιχειρηματικό κύκλο», ο οποίος είναι ένα φαινόμενο που εξελίσσεται και εκδηλώνεται σε συνθήκες δομικής και κλαδικής σταθερότητας της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, πάντοτε οι εκτιμήσεις των «πολλαπλασιαστών» σε συνθήκες «διαρθρωτικής κρίσης» της οικονομίας θα είναι λανθασμένες! Προϋποθέτουν αιτιακές σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα.

    Σε μια «διαρθρωτική κρίση» οι διάρκειες και οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί, και τούτο διότι όταν η κλαδική σύνθεση της οικονομίας διαφοροποιείται βίαια, η δυνατότητα του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού να προσαρμοσθεί στην νέα πραγματικότητα, (η οποία άλλωστε δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ούτε καν στα σχέδια των εν δυνάμει νέων επενδυτών) είναι περιορισμένη και απαιτεί χρόνο και σοβαρές αλλαγές: μετακινήσεις στον χώρο προς νέα κέντρα ανάπτυξης, εκμάθηση νέων επαγγελματικών δεξιοτήτων, κλπ. Αυτός είναι ένας περαιτέρω λόγος για τον οποίον η δημόσια δαπάνη, ακόμη και αν είναι επεκτατική, σε μεγάλο βαθμό αποσυμπλέκεται από την αγορά εργασίας και δεν είναι σε θέση να επιφέρει άμεσα «πολλαπλασιαστικά» αποτελέσματα του τύπου που περιγράφονται στην «Γενική Θεωρία»: «…the bust that follows years of a debt-fueled boom leaves behind an economy that supplies too much of the wrong kind of good relative to the changed demand. Unlike a normal cyclical recession, in which demand falls across the board and recovery requires merely rehiring laid-off workers to resume their old jobs, economic recovery following a lending bust typically requires workers to move across industries and to new locations» [9].

    Βεβαίως, για αποφυγή παρεξηγήσεων, εδώ θα πρέπει να προσθέσει κανείς μία σημαντική υποσημείωση απαντώντας στο εξής ερώτημα: το γεγονός ότι μία οικονομία βρίσκεται σε «διαρθρωτική κατάρρευση» (depression) και όχι σε κεϋνσιανού τύπου «ύφεση» (recession), συνεπάγεται μήπως ότι δεν πρέπει να υπάρχει προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης μέσω δημοσιονομικής (αλλά και νομισματικής) πολιτικής; (Κάτι παρόμοιο υποστηρίζουν δύο τουλάχιστον συγκεκριμένα θεωρητικά ρεύματα). Η απάντηση σε αυτό είναι σαφής: κάθε άλλο. Εάν η πληττόμενη οικονομία διαθέτει το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο (fiscal space) και τους απαιτούμενους μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής, θα πρέπει να τους χρησιμοποιήσει, όπου και όπως μπορεί, προκειμενου να απομειώσουν και να αντισταθμίσουν την κρίση. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίον η οικονομία των ΗΠΑ το 2008 απέφυγε να υποστεί μια διαρθρωτική καταστροφή. Τόσο η δημοσιονομική όσο και η νομισματική πολιτική της αφιερώθηκαν συνολικά στην ανάσχεση της κατάρρευσης, πράγμα το οποίο και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν. Βεβαίως, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν και σήμερα ένα πρόβλημα κάμψης του ΑΕΠ και ανεργίας, κάτι το οποίο είναι φυσιολογικό διότι μία «διαρθρωτική κρίση» δεν θεραπεύεται σε διάστημα ενός ή δύο ετών όπως συμβαίνει με μια τυπική φάση κάμψης σε έναν κλασσικό «επιχειρηματικό κύκλο». (Κάτι που αδυνατούν να αντιληφθούν οι υποστηρικτές του μονοδιάστατου κεϋνσιανισμού). Και, βεβαίως, η εκτεταμένη προσφυγή στην δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν είναι άμοιρη προβλημάτων όσον αφορά το μέλλον διότι δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα που αφορούν τον συγκερασμό επιλογών και αναγκαιοτήτων, τα οποία θα αναφανούν, χωρίς αμφιβολία, μόλις δημιουργηθούν συνθήκες αναστροφής των πολιτικών αυτών. (Διατυπώνονται ήδη φόβοι ότι η πολιτική της quantitative easing δημιουργεί νέες «παραθλάσεις» και κερδοσκοπικές «φούσκες»).

    Το ουσιώδες, πάντως, είναι ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν να πέσουν στην περιδίνηση εκείνη που θα τις έφερνε πίσω στην δεκαετία του 1930. Ενώ αντίθετα η Ελλάδα, που δεν διέθετε δημοσιονομικό περιθώριο, (γιατί με 130% δημόσιο χρέος και 15% δημοσιονομικό έλλειμμα το 2009 ήταν μια απόλυτα χρεοκοπημένη χώρα), ούτε και μηχανισμούς νομισματικής πολιτικής (γιατί ως μέλος της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης είχε εκχωρήσει την αρμοδιότητα της νομισματικής της πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), αλλά και που έπασχε από μια πολύ μεγαλύτερη διαρθρωτική παραμόρφωση από τις ΗΠΑ, απλούστατα δεν είχε την δυνατότητα να ανασχέσει και να επιβραδύνει τις επιπτώσεις της «διαρθρωτικής κατάρρευσης» στην οποία είχε, ήδη, εισέλθει από το 2009. (Δηλαδή πολύ πριν την αναπόφευκτη μείωση της δημόσιας δαπάνης και την έλευση του σταθεροποιητικού προγράμματος, όπως δείχνει ο ισχνός μεν, αρνητικός δε «πολλαπλασιαστής» του -0,15 για το έτος εκείνο).

    Υπάρχει και μια άλλη πολύ σημαντική διαπίστωση στην οποία καταλήγει αναπόδραστα όποιος έχει την διάθεση και την δυνατότητα να αντιληφθεί τις διαφορές που χαρακτηρίζουν τον «επιχειρηματικό» από τον «χρηματοπιστωτικό κύκλο», και την «ύφεση» από την «διαρθρωτική κατάρρευση». Η διαπίστωση είναι η εξής: ενώ μια ύφεση κεϋνσιανού τύπου είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί συγχρονικά, δηλαδή μόλις εκδηλωθεί, με την κατάλληλη οικονομική πολιτική, η «διαρθρωτική κατάρρευση» αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο προληπτικά, δηλαδή με μια σώφρονα και νουνεχή πολιτική στην μακρά διάρκεια της οικονομίας. Πράγμα που, περισσότερο από κάθε άλλο, έλειψε από την Ελλάδα στην περασμένη δεκαετία με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας να είναι η δεύτερη, ίσως, αναπτυγμένη οικονομία της βιομηχανικής εποχής, μετά τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 30, η οποία γνωρίζει μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση επιβίωσης, όχι εξ αιτίας κάποιου πολέμου ή φυσικής καταστροφής, αλλά εξ αιτίας μίας «διαρθρωτικής κατάρρευσης» της οικονομίας της.

    01.jpg

    Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΗ «ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ»

    Η οικονομία της Ελλάδας δεν «συρρικνώθηκε» τεχνητά στα 195 δισεκατομμύρια πέρυσι, και στα 185 δισεκατομμύρια φέτος, εξ αιτίας της λανθασμένης (ή δόλιας;) οικονομικής πολιτικής που επέβαλαν οι ξένοι, όπως ισχυρίζονται κάποιοι τηλεγενείς καθηγητές. Το σημερινό επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ δεν είναι προϊόν «συρρίκνωσης». Τα χθεσινά του επίπεδα, αντίθετα, όταν η χώρα συμπεριφερόταν καταναλωτικά σαν να ήταν μια χώρα με ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων, ήταν τεχνητά και αφύσικα, προϊόντα μιας διόγκωσης που δεν ανταποκρινόταν στο παραγωγικό της δυναμικό. Εξ αιτίας της λανθασμένης επιλογής της συμμετοχής στην ΟΝΕ αλλά, κυρίως, εξ αιτίας της ανεύθυνης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε στην περίοδο 2000-2009, η ελληνική οικονομία άρχισε να εξελίσσεται παραμορφωτικά, σε μια κλασσική περίπτωση κλαδικής δυσπλασίας, η οποία δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού εκτός από την κατάρρευσή της σε προβλεπτό χρονικό διάστημα. Η ήδη ισχνή παραγωγική βάση της χώρας συνέχισε να υποχωρεί, (αναλογικά προς τους υπόλοιπους κλάδους), δίνοντας την θέση της στην διευρυμένη εξυπηρέτηση της κατανάλωσης, στην εκτίναξη του όγκου και των αξιών των ακινήτων, και στον γιγαντισμό του δημόσιου τομέα ο οποίος ήταν και εκείνος που δημιουργούσε τα απαραίτητα εισοδήματα μέσω του θηριώδους δανεισμού του που είχε καταστεί επιτρεπτός από την παραίσθηση που επικρατούσε διεθνώς, στην πρώτη περίοδο της ΟΝΕ, ότι από τούδε και εις το εξής το ελληνικό Δημόσιο ήταν εξ ίσου φερέγγυος δανειζόμενος με το γερμανικό ή το φιλανδικό.

    Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που δημιουργούσε για την Ελλάδα η πολιτική της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τα συνεχή ελλείμματα των εγχώριων δημοσιονομικών χρήσεων είχαν το εξής αποτέλεσμα: η ελληνική οικονομία, η οποία είχε ήδη εισέλθει στην ευρωζώνη το 2000 με έναν, (αναλογικά με το επίπεδο εισοδήματός της και την παραγωγικότητά της), εξαιρετικά διογκωμένο τομέα «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» προϊόντων, τον οποίο θα έπρεπε να περιορίσει προς οφελος του παραπληρωματικού της των «διεθνώς εμπορευσίμων» για να διατηρηθεί σε βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα αυτή η δυσμορφία της να ενταθεί, αντί να περιορισθεί [10]. Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, με βάση τους Εθνικούς Λογαριασμούς σε διψήφιο επίπεδο κλαδικής ανάλυσης, η προστιθέμενη ακαθάριστη αξία του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», στην αρχή της ελληνικής πορείας στην ευρωζώνη, το έτος 2000, αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό κρινόμενο με μέτρο την μέση παραγωγικότητα της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αποκτήσει αναπτυξιακή ευστάθεια, το συγκεκριμένο ποσοστό θα έπρεπε οπωσδήποτε να αυξηθεί, σταδιακά, στο 35-40% του ΑΕΠ. Αντί τούτου, το 2009 είχε περιορισθεί στο 19%! Η εν λόγω εξέλιξη ήταν καταστροφική δοθέντος ότι το σχετικό ποσοστό του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων» στο ΑΕΠ είναι ένα απόλυτα κρίσιμο μέγεθος: απο τον τομέα αυτόν προέρχεται το σύνολο της κατα κεφαλήν αύξησης του εισοδήματος αλλά και όλοι οι επενδύσιμοι πόροι της οικονομίας. Με την συρρίκνωση του, λοιπόν, η ελληνική οικονομία μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια αντεστραμένη πυραμίδα με ισχνότατη παραγωγική βάση και γιγαντιαία –πλέον- καταναλωτική υπερδομή, την οποία διατηρούσε τεχνητά, και προσωρινά βεβαίως, σε όρθια θέση, ο ακατάσχετος εξωτερικός δανεισμός, του Δημοσίου (κυρίως), αλλά και των ιδιωτικών φορέων (δευτερευόντως). Ήταν απόλυτα φυσιολογικό, μόλις η δυνατότητα δανεισμού εξαντλήθηκε, το οικοδόμημα να καταρρεύσει δημιουργώντας μια βαθύτατη κρίση και ενάμιση εκατομμύριο ανέργους (προς το παρόν).

    Η έξοδος από την κρίση, όπως είναι κατανοητό, δεν θα έρθει παρά μόνο όταν η ανεργία περιορισθεί από το ύψος του 30%, που προσεγγίζει σήμερα, σε ποσοστά κάτω από 10% του εργατικού δυναμικού. Το ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε «διαρθρωτική κρίση», όμως, σημαίνει πως για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να μετασχηματισθεί ριζικά η κλαδική της σύνθεση: το Δημόσιο, το λιανικό εμπόριο, οι οικοδομές και οι «παληές» υπηρεσίες να έχουν πολύ μικρότερη συμμετοχή στο ΑΕΠ απ’ ότι σήμερα, και οι παραγωγικοί κλάδοι (συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών «τεχνολογικής αιχμής») πολύ μεγαλύτερο. Θα πρέπει δηλαδή, προκειμένου το οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας να καταστεί βιώσιμο μεσο-μακροχρόνια, η σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων» προς «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» προϊόντα, που σήμερα είναι τραγικά διαστρεβλωμένη, (σε σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα), εις βάρος των πρώτων, να αλλάξει δραστικά υπέρ τους. (Το 19% των «διεθνώς εμπορευσίμων» να γίνει τουλάχιστον 35% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί χρόνο. Και πολλή προσπάθεια εκ μέρους όλων.

    Προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει ξανά το επίπεδο εισοδήματος και κατανάλωσης που απολάμβανε το 2008, χωρίς όμως την φορά αυτή να βρίσκεται σε κατάσταση δομικής ανισορροπίας και να κινδυνεύει με νέα καταστραφή, θα πρέπει να αναπτυχθεί ομαλά, με μέσο ετήσιο όρο πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20 χρόνια. Προκειμένου δηλαδή να έχει έναν κατώτατο μισθό 750-800 ευρώ και μια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ, (όπως είχε το 2008), όπου ο μεν πρώτος θα επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να είναι ανταγωνιστική και -ως «μισθός ισορροπίας»- δεν θα δημιουργεί ανεργία, η δε δεύτερη θα αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν αρχίσει να αναπτύσσεται από το 2015, όταν το ΑΕΠ της θα βρίσκεται στα 180 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, και ο μέσος ρυθμός (πραγματικής και υγιούς πλέον) ανάπτυξής της είναι γύρω στο 2,5% – κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο – τότε θα φθάσει το επίπεδο εισοδήματος των 310 δισεκατομμυρίων (άρα και το επίπεδο κατανάλωσης του 2008) κάποια στιγμή ανάμεσα στο 2035 και στο 2040! Και αυτά, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι ανατροπές που θα μεταλλάξουν την ελληνική οικονομία από παρασιτική, μεταπρατική, διεφθαρμένη και αντιπαραγωγική, στο ακριβώς αντίθετό της.

    Είναι απολύτως απογοητευτικό να ακούει και να διαβάζει κανείς ακόμη και σώφρονες κατά τα άλλα, οικονομολογικά εγγράμματους, ανθρώπους, να εξανίστανται για τις επιβαλλόμενες διορθώσεις στο ύψος της μισθολογικής δαπάνης, διαμαρτυρόμενοι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει «να πέσει στο επίπεδο της Βουλγαρίας». Διότι το θέμα δεν είναι να μειώσει η Ελλάδα τους μισθούς της στο επίπεδο της Βουλγαρίας, αλλά -δυστυχώς- να ανταγωνισθεί την Βουλγαρία στο επίπεδο των προϊόντων που προσφέρονται προς την διεθνή αγορά. Διότι –δυστυχώς και πάλι- παράγει ομοειδή προϊόντα με αυτήν, και όχι με την Γερμανία ή την Φιλανδία. [11] Και –ξανά δυστυχώς- στην διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας, όταν ο μεταπρατικός παρασιτισμός διογκωνόταν στην Ελλάδα, οι παραγωγικές της μονάδες δεν την εγκατέλειπαν για να μεταφερθούν στην Γερμανία, στην Φιλανδία και στην Σουηδία αλλά για να μεταφερθούν στην Βουλγαρία, στα Σκόπια και στην Ρουμανία. Με αυτές τις χώρες, λοιπόν, είναι που πρέπει να ανταγωνισθεί η Ελλάδα για να μπορέσει να δημιουργήσει βιώσιμες θέσεις εργασίας για το ενάμιση εκατομμύριο ανέργων της.

    Για τον λόγο αυτό, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεν διέρχεται μια κεϋνσιανού τύπου «ύφεση», αλλά πλήττεται από μια βαθιά κρίση «διαρθρωτικής κατάρρευσης», δεν είναι ένα απλό ζήτημα σχολαστικής οικονομολογικής θεωρητικολογίας. Είναι μια ουσιώδης προϋπόθεση για να συνειδητοποιηθεί από την ελληνική κοινωνία τι ακριβώς της έχει συμβεί και προς τα πού βρίσκεται η διέξοδος. Εάν επρόκειτο για ένα πρόβλημα συγκυριακής υποχώρησης του εισοδήματος η οποία θα ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί με τον κατάλληλο συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, (την οποία, κατά τους εγχώριους δημαγωγούς, προφανώς δεν εισηγήθηκε το ΔΝΤ γιατί εκτός από «νεοφιλελεύθερο» που είναι, έκανε λάθος και στους «πολλαπλασιαστές»), τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουμε πολλά πράγματα ως πολίτες αυτής της χώρας. Το πρόβλημα θα λυνόταν σύντομα, (δηλαδή βραχυχρόνια, αφού, άλλωστε, «μακροχρόνια θα είμαστε όλοι νεκροί») και εμείς θα μπορούσαμε να παραμείνουμε σταθεροί στις συμπεριφορές μας, στις οικονομικές και επαγγελματικές μας επιλογές, στην φιλοσοφία ζωής που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα.

    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

    [1] Reinhart M. Carmen.- Rogoff Kenneth, “This Time Is Different: Eight Centuries of Financial Folly”, Princeton University Press, 2009.
    [2] Spilimbergo Antonio, Symansky Steve, Schindler Martin, “Fiscal Multipliers”, IMF Staff position note, May 20, 2009, SPN/09/11.
    [3] Βλ. Baum Anja, Poplawski-Ribeiro Marcos and Weber Anke, “Fiscal Multipliers and the State of the Economy”, IMF Working Paper, WP/12/286.
    [4] Βλ.Auerbach J. Alan and Gorodnichenko Yuriy, “Fiscal multipliers in recession and expansion”, NBER, 16 February 2012. Εν τούτοις η εργασία αυτή είναι πολύ σημαντική διότι αποδεικνύει ότι οι «πολλαπλασιαστές» δεν είναι «γραμμικοί» εφ’ όσον εμφανίζονται ως πολύ μεγαλύτεροι στις κάμψεις του ΑΕΠ απ’ όσο στις αυξήσεις του.
    [5] Βλ. Borio Claudio, “The financial cycle and macroeconomics; What have we learnt?”, BIS Working Papers no 395, December 2012. (Διαθέσιμο και στο διαδίκτυο). Βλ. επίσης:Borio Claudio, “Macroeconomics and the financial cycle: Hamlet without the Prince?”, Vox, 2 February 2012. Βλ. επίσης για το ίδιο θέμα: Ιωάννου Δημήτρης, «Τζων Μέυναρντ Κέυνς: η οικονομική θεωρία ως ηθικό πρόταγμα», The Athens Review of books, Ιούνιος 2012.
    [6] Αυτά δηλαδή που λέει περίπου και το κείμενο που απετέλεσε την αιτία του ψευτο-σκανδάλου των υποτιμημένων «πολλαπλασιαστών»: “…there is no single multiplier for all times and all countries. Multipliers can be higher or lower across time and other economies. In some cases, confidence effects may partly offset direct effects. As economies recover, and economies exit the liquidity trap, multipliers are likely to return to their precrisis level”. Blanchard Olivier-Leigh Daniel, “Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers”, IMF Working Paper, WP/13/1.
    [7] Keynes John Maynard, “The General Theory of Employment, Interest and Money”, (1936), The Royal Society edition, 1973, σελίδα 114.
    [8] Keynes, ο. π. σελίδα 253.
    [9] Βλ. Rajan Raghuram, “Why Stimulus Has Failed”, Project Syndicate, 22 January 2013.
    [10]Ιωάννου Δημήτρης, «Χρονικόν μεγάλης πλαναισθησίας», http://www.scribd.com/collections/3009140/Φιλοξενούμενα-Hosted. καθώς και «Η αναπόφευκτη εσωτερική υποτίμηση» The Athens Review of books, Φεβρουάριος 2012.
    [11[ Και για να είμαστε ακριβέστεροι η Βουλγαρία και η Ρουμανία παράγουν, κατά τι, πιο τεχνολογικά σύνθετα προϊόντα απ’ ότι η Ελλάδα. Ευτυχώς η ΠΓΔΜ υπολείπεται. Βλ. Abdon Arnelyn et al, “Product Complexity and Economic Development”, Working Paper no 616, Levy Economics Institute, p. 37 (Appendix C. Complexity Ranking of the 124 Countries).

  118. «Η ελληνική αστική τάξη είναι αντιδραστική. Δεν γνώρισε και δεν έζησε καμιά από τις αρετές που αποτελέσανε την αξία, τον υπαρκτικό λόγο των αστικών τάξεων της Δύσης. Ούτε τη δίψα της απροκάλυπτης αλήθειας, ούτε το γενναίο πέταγμα της ελεύθερης έρευνας, ούτε το σεβασμό της ελευθερίας της συνείδησης, ούτε την τιμή προς τους δημιουργούς του καλύτερου μέλλοντος. Η ελληνική αστική τάξη είναι προορισμένη, να στολίζεται με φράκο και κολλαριστό πουκάμισο και να έχει τη στεγνή ψυχή μεσαιωνικού καλόγερου. Υποκρισία, σεμνοτυφία, ηθική κούφια, αρετή των λόγων και εκμετάλλευση … Νεοέλληνες αστοί πότε με κατηγορίες για τσαρικά ρούβλια, πότε με αθεϊες, πότε με μπολσεβικισμούς, πότε με ανηθικότητες κλοτσοβόλησαν κάθε φορά, έφτυσαν, ερύπαναν κάθε άνθρωπο που αγαπώντας πλατιά το λαό του ήρθε για να τους μεταδώσει λίγο φως».

    [Δημήτρης Γληνός, Περιοδικό Αναγέννηση, «Συμπεράσματα από μιαν έκθεση», Χρονιά Α’, Γενάρης 1927, φυλλάδιο 5, σελ. 310-311].

    ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

    «Διότι οι κομπραδόροι (μεταπράτες μη παραγωγικοί, σαλτιμπάγκοι πάσης φύσεως) έχουν ανάγκη από έναν σταθερό «ιερό» πάσαλο, γύρω από τον οποίο θα μπορούσαν να γυρίζουν αιωνίως στο εθνικό αλώνι, αλέθοντας στάρι και κουτόχορτο ανάκατα, για τις ανάγκες του λαού που συνήθισε να τρέφεται με προγονικούς μύθους. Πώς αλλιώς θα διατηρήσει τη συνοχή της μια αστική τάξη, που ούτε αστική είναι καλά καλά, ούτε εθνική; Τους Έλληνες αστούς, πρώην τσαρουχάδες χωρίς αστικές ρίζες, πάντα τους στενεύουν τα λουστρίνια, διότι ακόμα δεν ξεσυνήθισαν τα τσαρούχια […] Η ξεκάρφωτη «ελληνική εθνική αστική τάξη» είναι αυτή που καλλιεργεί τους εθνικούς μύθους για να κλέβει με τρόπο μυθικό […]».

    [Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974, σ. 388].

  119. Ξενοφών Ζολώτας:

    «…Παιδί μου, είπε (προσφιλής προσφώνηση του Καθηγητή στους στενούς του συνεργάτες ανεξαρτήτως ηλικίας) δεν υπάρχει πλέον ενιαίο κράτος στην Ελλάδα. Το κράτος είναι κάτι σαν αδειανό πουκάμισο για τα μάτια του κόσμου. Γνωρίζω από παλιά τον Ανδρέα και τον Μητσοτάκη και είναι καλοί άνθρωποι ως άτομα. Αλλά με τα κόμματά τους έχουν γίνει άρπαγες του κράτους που το λαφυραγωγούν εναλλάξ. Έχουν φτιάξει δύο παράλληλους κομματικούς μηχανισμούς υποκαθιστώντας το επίσημο κράτος.

    Συγκρούονται αδυσώπητα αλλά ξέρουν ότι είναι μια ο ένας μια ο άλλος. Και κρατάνε τις κρίσιμες πληροφορίες μόνο για τον εαυτό τους. Οι της ΝΔ δραματοποιούν τα στοιχεία προς το χειρότερο γιατί θέλουν άμεσα εκλογές, οι του ΠΑΣΟΚ κάνουν το ακριβώς αντίθετο γιατί δεν θέλουν τώρα εκλογές και είναι ικανοί μέσα στην αδιάφορη ανευθυνότητά τους να καταγγέλλουν ο ένας τον άλλο δημοσίως και να εκθέτουν τη χώρα διεθνώς. Να το θυμάσαι ότι αυτό οι δύο σε πέντε σε δέκα ίσως και λίγο περισσότερα χρόνια θα χρεοκοπήσουν την Ελλάδα».

    https://tvxs.gr/news/taksidia-sto-xrono/ksenofon-zolotas-aytoi-oi-dyo-tha-xreokopisoyn-ti-xora

  120. Ανδρέας on

    Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ γράφει
    «……εδώ και 2 αιώνες, ποτέ καμία τόσο μικρή χώρα δεν κάνει τόσο θορυβώδη εμφάνιση στο παγκόσμιο προσκήνιο όσο θα δικαιολογούσε η δημογραφική, πολιτική ή οικονομική

    200 χρόνια Ελληνικό κράτος :

    1. Η επανάσταση του 1821, ο πρώτος επιτυχημένος πόλεμος ανεξαρτησίας μετά την Αμερικανική Επανάσταση, το πρώτο Ευρωπαϊκό εθνικό κράτος
    2. Επεκτείνεται εδαφικά, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, αποκτά Ιόνια νησιά, Θεσσαλία, Δωδεκάνησα, η επέκταση της συνεχίστηκε με νικηφόρους αγώνες και στον επόμενο αιώνα
    3. Το 1844, η Ελλάδα, το πρώτο κράτος στον κόσμο που καθιερώνει την καθολική ψηφοφορία σε όλους τους άνδρες άνω των 25 ετών, πολλές ανεπτυγμένες χώρες έρχονται δεύτερες ( η Αγγλία μόλις το 1918!)
    4. Καθιερώνει υποχρεωτική εκπαίδευση, το 1855 είχε 5.000 εγγεγραμμένους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η Γαλλία 20.000, δηλ. 4πλάσιους μόνο μαθητές με 20πλάσιο πληθυσμό από τον δικό μας. Το 1837, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το πρώτο της Ανατολικής Μεσογείου!, στα τέλη του 19ου αιώνα, έχει το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών στο Πανεπιστήμιο αναλογικά με τον πληθυσμό της σε ολόκληρη την Ευρώπη!
    5. Η άφιξη στην Ελλάδα και η ενσωμάτωση περίπου 1.300. 000 προσφύγων (περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας), η μεγαλύτερη μέχρι τότε οργανωμένη μετακίνηση πληθυσμού στην ιστορία, από πολλούς θεωρείται το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του Ελληνικού κράτους, μπόλιασαν την χώρα με τον οικονομικό και πολιτιστικό τους δυναμισμό!
    Μετά την επιτυχή ενσωμάτωση, η Ελλάδα διέθετε τον πλέον ομοιογενή (εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά) πληθυσμό σε ολόκληρη την Ευρώπη (μαζί με την Πορτογαλία)
    6. Την άφιξη των προσφύγων, ακολούθησε η πιο επαναστατική μεταρρύθμιση στη νεότερη ιστορία, η αναδιανομή της γης, απαλλοτριώθηκαν χιλιάδες εκτάσεις γής (μεγάλα κτήματα) όπου εγκαταστάθηκαν οικογένειες προσφύγων.
    Τεράστιες δυσκολίες κοινωνικές, οικονομικες
    αμβλύθηκαν από ενα κράτος που εβγαινε λαβωμένο από εναν 10ετή πόλεμο
    7. Η αντίσταση ενάντια στους Ναζί, η πρώτη και πλέον ηχηρή στην Ευρώπη, όταν άλλοι κατέρρευσαν ή συνεργάστηκαν!
    8. Το Ελληνικό οικονομικό θαύμα, 1950-1970, ρυθμοί ανάπτυξης αγγίζοντας ετήσιο μέσο όρο 7-10%, με πληθωρισμό κάτω από το 2%, επίτευγμα συγκρίσιμο μόνο με εκείνα της μεταπολεμικής Γερμανίας και Ιαπωνίας.
    9. Η αριστοτεχνική αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 εγκαινιάζοντας την πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη εποχή που βίωσε η χώρα, μη αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα, άψογη εναλλαγή κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος στην εξουσία, κατοχυρωμένο το δικαίωμα κάθε Έλληνα να λέει ότι του κατέβει.
    10. Σήμερα, η μεταμόρφωση της χώρας χωρίς προηγούμενο, η παλιά καθυστερημένη Οθωμανική επαρχία παραμένει έστω και μετά από την κρίση, η πιο αναπτυγμένη χώρα στην γεωγραφική της περιφέρεια, παγκοσμίως στην 32η θέση ( ΟΗΕ, Human Development Project), πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο με τα Ελληνικά Πανεπιστήμια να βγάζουν επιστήμονες που στην διασπορά θεωρείται η δεύτερη καλύτερη εθνική ομάδα στον κόσμο (μετά τους φίλους Ισραηλίτες).

  121. Agtzidis Vlassis on

    Από τον Στέφανο Κωνσταντινίδη

    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ: ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
    Η ελληνική αστική τάξη υπήρξε ο αδύνατος κρίκος του ελληνικού πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι από τη πρώτη στιγμή της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Το σημαντικότερο κομμάτι της παρέμεινε άλλωστε εκτός των συνόρων του πρώτου ελλαδικού κράτους. Καχεκτική και μεταπρατική αφού η Ελλάδα δεν γνώρισε τη βιομηχανική επανάσταση που υπήρξε ο δημιουργός του δυτικού αστισμού, ούτε και κατέβαλε ποτέ σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας ενός ελληνικού βιομηχανικού προτύπου, στηρίκτηκε στο κράτος και τη ξένη εξάρτηση και παρέμεινε παρασιτική. Μια πρώτη προσπάθεια να ξεφύγει από τον κοτζαμπασισμό στην περίοδο του Χαρίλαου Τρικούπη, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, απέτυχε παταγωδώς. Η επανάσταση στο Γουδί το 1909 και η γέννηση του βενιζελισμού στις αρχές του 20ου αιώνα είναι η λαμπρότερη περίοδος της. Γύρω από το Βενιζέλο συγκεντρώνονται τα πιο προοδευτικά στοιχεία του ελληνικού αστισμού και για πρώτη φορά υπάρχει και η παρουσία μιας ομάδας βιομηχάνων και επιχειρηματιών που εξισορροπεί κάπως την ηγεμονία των μεταπρατικών στοιχείων και των χρηματο-τραπεζιτών. Αλλά και αυτή η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας σύγχρονης αστικής τάξης θα αποτύχει λόγω της αντίδρασης της βασιλείας που συνασπίζει τα παλιά κρατικοδίαιτα αστικά στοιχεία, την πολιτική ήττα του βενιζελισμού στις εκλογές του 1920 και την Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε. Στο μεσοπόλεμο ο βενιζελισμός ανασυντάσσεται και το αστικό μπλοκ που εκπροσωπεί καταβάλλει την τελευταία προσπάθεια συγκρότησης μιας σύγχρονης αστικής τάξης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του ΄30 έπληξε και την Ελλάδα και σταδιακά αποδυνάμωσε και αυτή την προσπάθεια, λόγω και εγγενών αδυναμιών, που εξέπνευσε με τη βασιλική παλινόρθωση και το καθεστώς του Μεταξά.
    Η κατοχή οδήγησε ένα κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης στη συνεργασία με τον κατακτητή και στο δωσιλογισμό. Ο Εμφύλιος Πόλεμος και η αμερικανοκρατία που ακολούθησε, οδήγησαν στην ανασύσταση ενός αντιδραστικού αστικού μπλοκ εξουσίας. Η προσπάθεια ανατροπής του από τα πιο φιλελεύθερα αστικά στοιχεία με την Ένωση Κέντρου το 1964, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ανακτόρων και του ξένου παράγοντα και η χώρα οδηγήθηκε πρώτα στην αποστασία και στη συνέχεια στη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Ένα σημαντικό κομμάτι της αστικής τάξης συντάκτηκε με τη δικτατορία. Στη μεταπολίτευση οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης οδηγούν στη δημιουργία νεόπλουτων στοιχείων με την κρατική υπστήριξη και εμφανίζεται ένας αστικός εσμός της αρπακτής και του καταναλωτισμού για να φτάσουμε στη σημερινή κρίση. Οι ανακατατάξεις στο αστικό μπλοκ από την κρίση είναι εμφανείς και θα γίνουν ακόμη πιο διακριτές στα επόμενα λίγα χρόνια. Βασικό στοιχείο που προκύπτει από την κρίση είναι ο συντηρητισμός του αστικού μπλοκ και των οργανικών του διανοουμένων, η συμμαχία του με ακροδεξιά στοιχεία, η υιοθέτηση μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής και εν πολλοίς η επάνοδος σε εμφυλιοπολεμικές τακτικές της δεκαετίας του ΄50.
    Οι συνέπειες της καχεκτικότητας και του παρασιτισμού της ελληνικής αστικής τάξης είναι ορατές και στη συγκρότηση της ελληνικής εργατικής τάξης, όπου ελλείψει βιομηχανικού προλεταριάτου είχε κάποτε σαν ραχοκοκαλιά της τους καπνεργάτες και πιο κοντά σε μας τους οικοδόμους. Συνέπειες υπήρξαν και για τη συγκρότηση ενός ισχυρού πόλου διανόησης, αφού ο ρόλος του ελληνικού αστισμού ήταν ελάχιστα θετικός προς αυτή την κατεύθυνση.
    Το παρασιτικό παραγωγικό μοντέλο του ελληνικού αστισμού στις μέρες μας, στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης και της εύκολης πρόσβασης στη γνώση, είναι πέρα για πέρα ξεπερασμένο και αδιέξοδο. Και η αναφορά σε παραγωγικό μοντέλο πάει πέρα από την οικονομία και καλύπτει και τον πολιτισμό. Χωρίς αλλαγή παραδείγματος η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε μια συνεχή περιθωριοποίηση, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική.

  122. Agtzidis Vlassis on

    Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004

    https://www.protagon.gr/apopseis/editorial/pws-mas-xreokopisan-oi-olybiakoi-agwnes-44341459522


Αφήστε απάντηση στον/στην Γ. Ακύρωση απάντησης