Ο Χεμινγουαίη για την ήττα στη Μικρά Ασία

Στο αφιέρωμα που επιμελήθηκα στην «Ελευθεροτυπία«, στις 14 Σεπτεμβρίου με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, περιλάμβανε και την αναφορά-σχόλιο με τίτλο «Η Σμύρνη φλέγεται. Ο Χέμινγουέι για την πολιτική των μοναρχικών στη Μικρά Ασία», όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Toronto Daily Star. Μετα την αναφορά-σχόλιο, αναδημοσιεύεται ένα κείμενο από το omogeneia.ana-mpa.gr  με τίτλο Χεμινγουέι: «Στην προκυμαία της Σμύρνης»

—————————————————————– 

Η Σμύρνη φλέγεται

Ο Χέμινγουεϊ για την πολιτική των μοναρχικών στη Μικρά Ασία

Ο Αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) εκείνη την εποχή κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Οι ανταποκρίσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για την πολιτική των μοναρχικών και του Λαϊκού Κόμματος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έγραψε:

«Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.

Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».



Σχετικά θέματα στο  Αφιέρωμα «Μικρασιατική Καταστροφή»:

Πώς φτάσαμε στην Καταστροφή,
Η ολοκλήρωση της Γενοκτονίας,
Η αντιμετώπιση των προσφύγων στην Ελλάδα ,
Βαλκάνιοι εθνικιστές κατά Μικρασιατών σοσιαλιστών,
Η ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου (*)

a man in a uniform and hat, a man with a mustache wearing a cardigan and a hat, a man wearing a uniform and a hat

Στην φωτογραφία δεξιά, ο Χεμινγουέι (στο μέσον),
στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1937)

Ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές είναι οι ανταποκρίσεις του από την Εξοδο των Ελλήνων απ’ την Ανατολική Θράκη τον Οκτώβριο του 1922, όταν αυτή παραδόθηκε χωρίς καμιά αντίσταση στα εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ μετά τη συμφωνία στα Μουδανιά:  «Για την Ελλάδα του 1922, η Θράκη ήταν σαν τη μάχη του Μάρνη – εκεί θα παιζόταν και θα κερδιζόταν ξανά το παιχνίδι. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Ολη η χώρα βρισκόταν μέσα σε πολεμικό πυρετό […] Κι ύστερα, συνέβη το αναπάντεχο: οι Σύμμαχοι χάρισαν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους και έδωσαν στον Ελληνικό Στρατό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της…».

Ο Χέμινγουεϊ συγκλονίζεται από την εικόνα των Ελλήνων στρατιωτών: «Ολη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρώμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης. Εφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! […] Αυτοί οι άντρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας».

                             

Έρνεστ Χέμινγουει: «Στην προκυμαία της Σμύρνης» 


Γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1899. Μόλις 20 χρονών διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής της «Τορόντο Σταρ» στην Ευρώπη και περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του «Στην εποχή μας» με πρώτο διήγημα το διήγημα «Στην προκυμαία της Σμύρνης».

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις πύρινες ανταποκρίσεις και λογοτεχνικά κείμενα του νομπελίστα συγγραφέα Έρνεστ Χεμινγουέι, που σχετίζονται με τη Μικρασιατική καταστροφή, παρουσιάζονται στο τελευταία τεύχος του περιοδικού «Ελληνική Διασπορά» του ΑΠΕ-ΜΠΕ.

File:In our time Paris edition 1924.jpg«Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.»

(Από τη συλλογή διηγημάτων του με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).

Με παραπάνω λόγια κάποιος ήρωας του Χεμινγουέι, που υποτίθεται ότι ήταν αξιωματούχος πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ αγκυροβολημένου στη Σμύρνη, περιγράφει τη μεγάλη καταστροφή. Το απόσπασμα είναι από το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ο αμερικανός συγγραφέας το 1925, μόλις 26 χρονών τότε, και με το οποίο άρχισε να αποκτά παγκόσμια φήμη. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων του «Στην εποχή μας» (In Our Times), όπου το πρώτο του διήγημα, ουσιαστικά ο πρόλογος του βιβλίου, έχει τον τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης».

Όσο κι αν μιλάμε για διήγημα, ο συγγραφέας δεν γράφει από απλή φαντασία. Μόλις πριν τρία χρόνια ως ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” ο Χεμινγουέι είχε βρεθεί ο ίδιος στον τόπο της καταστροφής και την είχε περιγράψει σε μια σειρά άρθρων του, που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto”.

Ως ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας είχε ταξιδέψει από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της Τουρκίας στέλνοντας κατά την πορεία του τα άρθρα του στην καναδική εφημερίδα.

Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει:

«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».

Τα λόγια αυτά δεν είναι γραμμένα από κάποιον που πρώτη φορά αντικρίζει τη φρίκη του πολέμου. Ο νεαρός Χεμινγουέι είχε ζητήσει να καταταγεί ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω της κακής όρασής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει εθελοντής νοσοκόμος, να τραυματιστεί σοβαρά δυο φορές στην Αυστρία και τελικά να αποσυρθεί αφού τιμήθηκε με το βραβείο ανδρείας. Κι αυτά πριν να βρεθεί στην Τουρκία ως πολεμικός ανταποκριτής της Toronto Star, μόλις 23 χρονών.

Μέσα από το λογοτεχνικό του ταλέντο, που φανερώθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια, ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικές περιγραφές μιας περιόδου που έχει σημαδέψει την ψυχή του Νεοέλληνα, μ’ όλο που κοντεύει να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε.

File:In Our Time (Ernest Hemingway) 1st edition cover.jpgΣ’ ένα από τα κείμενα αυτά, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, «Στην προκυμαία της Σμύρνης», που θεωρείται αριστούργημα γραφής και διδάσκεται, καθώς είδαμε στο Ιντερνέτ, στους φοιτητές αγγλικής φιλολογίας σε πολλά πανεπιστήμια, γράφει:

«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. …».

Ο Χεμινγουέι ως πολεμικός ανταποκριτής είναι πιο σαφής. Ξέρει ότι 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».

Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει:

«Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται…. Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)

«Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι…. Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Χεμινγουέι η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους –αλλά βενιζελικούς- αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Και τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).

Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληραγωγημένος και από τη φύση του (πλην των άλλων ήταν και μποξέρ) ή από τη ζωή του ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά δε μπορεί αν μη συγκινηθεί με τόσο πόνο. Χρόνια αργότερα, αφού είχε καλύψει δημοσιογραφικά και τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, μιλώντας μέσα από το στόμα ενός ήρωά του γράφει:

«Δε θέλω να κοιμηθώ γιατί έχω τη προαίσθηση ότι αν κλείσω τα μάτια μου στο σκοτάδι και αφεθώ στον εαυτό μου, η ψυχή μου θα βγει από το σώμα».

Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει:

«Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».

(διαβάζοντας την  Toronto Star)

Μόλις πριν από λίγο καιρό η διεθνής «Οργάνωση των Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες» αναγνώρισε ως γενοκτονία όχι μόνο αυτή των Ποντίων αλλά και των Ελλήνων της Ανατολίας.

Η κραυγή του Χεμινγουέι έχει επί τέλους φτάσει όχι μόνο στον Καναδά, αλλά και σε όλο τον κόσμο.

του Χρήστου Μαγγούτα

• Λίγα λόγια για τον Έρνεστ Χεμινγουέι

Ο Έρνεστ Χεμινγουέι γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1899. Υπηρέτησε ως εθελοντής νοσοκόμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου και τραυματίστηκε βαριά. Μόλις 20 χρονών διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής της «Τορόντο Σταρ» στην Ευρώπη και περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του «Στην εποχή μας» με πρώτο διήγημα το διήγημα «Στην προκυμαία της Σμύρνης».

Το 1929 εκδίδει το μυθιστόρημα «Αποχαιρετισμός στα όπλα» που γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Το 1933 κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρου». Το 1940 δημοσιεύεται το βιβλίο του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Όλα αυτά τα έργα του γυρίστηκαν σε ταινίες, με το τελευταίο να αποσπά βραβείο Όσκαρ ηθοποιίας η Κατίνα Παξινού. Το 1952 εκδίδει το μυθιστόρημα «Ο γέρος και η θάλασσα». Το 1954 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Το 1961, σε ηλικία μόνο 62 χρονών, αποφασίζει ο ίδιος να δώσει τέλος στην πολυτάραχη ζωή του. (Το άρθρο μας αυτό στηρίχτηκε κυρίως στα βιβλία του «Dateline: Toronto”, 1985, “In Our Times”, 1925 και «On the Quai at Smyrna”, 1995).

omogeneia. ana – mpa.gr

——————————————————————————————————————–

Ανταποκρίσεις εποχής για τη Σμύρνη κ.ά.

http://www.umd.umich.edu/dept/armenian/bts/1922.html

——————————————————————————————————————-

Ernest Hemingway's passport photo - 1923

28 Σχόλια

  1. […] 5. Ο Χεμινγουαίη για την ήττα στη Μικρά Ασία (kars1918.wordpress…. […]

  2. […] 5. Ο Χεμινγουαίη για την ήττα στη Μικρά Ασία (kars1918.wordpress…. […]

  3. Mατσουκάτες on

    Από το βιβλίο του Γιάννη Καψή

    ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

    (ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-ΛΙΒΑΝΗ)

    Ήταν παραμονές των εκλογών του 1920. Στην Αθήνα οι προεκλογικές συγκεντρώσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Τότε αποφάσισε να συγκροτήσει συλλαλητήριο και το ασήμαντο την εποχή εκείνη Κομμουνιστικό Κόμμα. Κι ήταν, πράγματι, ασήμαντο – είχε μόλις 1.200 μέλη κι ο «Ριζοσπάστης» 2.500 φύλλα κυκλοφορία. Τους λιγοστούς αυτούς οπαδούς τους θέλησαν να συγκεντρώσουν οι τότε ηγέτες του Κ.Κ.Ε. και αιφνιδιάστηκαν. Μια πραγματική κοσμοπλημμύρα κατέκλυσε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα. Τι είχε συμβεί; Θα καταλάμβανε το Κ.Κ.Ε. την Εξουσία;«Η αυταπάτη δεν διήρκεσε πολύ», γράφει ο άλλοτε γεν. γραμματέας του Κ.Κ.Ε., Ε.Σταυρίδης. «Το κύριον σύνθημα πού ηκούετο και εδόνει την ατμόσφαιραν ήτο «Κάτω ο πόλεμος». Τα καθαρώς κομμουνιστικά συνθήματα εύρισκαν πολύ περιωρισμένην απήχησιν. Το «Κάτω ο Βενιζέλος» όμως αντηχούσε πέρα ως πέρα… Από τα μπαλκόνια της οδού Σταδίου οι κύριες της αριστοκρατίας μας έρραιναν με άνθη. Και απορούντες διηρωτώμεθα: Πότε έγιναν κομμουνίστριες αυτές από τα μέγαρα;».
    Το μίσος κατά του Βενιζέλου, η αντίθεση προς τη μικρασιατική εκστρατεία συναδελφώνει την Άκρα Δεξιά με τους Κομμουνιστές. Η συνεργασία τους θ’ αποδώσει γρήγορα καρπούς: την καταστροφή. Ο Ε. Σταυρίδης δεν αφήνει τη παραμικρή αμφιβολία. Άλλωστε, το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει μια αδιάψευστη απόδειξη: Το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε 100.000 ψήφους. Ασφαλώς δεν ήταν όλοι αυτοί κομμουνιστές. Ουδέποτε στις μετέπειτα εκλογές, το Κ.Κ.Ε. κατόρθωσε να συγκεντρώσει τόσες πολλές ψήφους. Το 1920 οι υποψήφιοί του ψηφίσθηκαν από τους Αντιβενιζελικούς.

    Χάρη στο σφαιρίδιο διπλοψήφισαν – έριχναν άσπρο στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση και το Κ.Κ.Ε. Αν δεν κέρδιζαν τις εκλογές ο Γούναρης και οι συνεργάτες του, ας κέρδιζαν οι κομμουνιστές. Οποιοσδήποτε, κι ο Σατανάς ακόμη, εκτός από το Βενιζέλο. Τόσο βαθύ ήταν το μίσος. Πώς ν’ απορεί λοιπόν κανείς για την κατάρρευση του Μετώπου; Αλλ’ οι κομμουνιστές ανέπτυξαν ουσιαστική δράση στο Μέτωπο κι οι συνέπειες της διάβρωσης του Στρατού μας δεν άργησαν να δώσουν αποτελέσματα. Πρέπει να ομολογηθεί, ότι ο φανατισμός και των δύο παρατάξεων ωφέλησε τους κομμουνιστές. Οι Βενιζελικοί έβριζαν τον Κωνσταντίνο και συμφωνούσαν μαζί τους κι οι κομμουνιστές. Αλλά και οι Αντιβενιζελικοί έβριζαν τον Βενιζέλο και αποκαλούσαν τη μικρασιατική εκστρατεία «αποικιακό πόλεμο» – σύνθημα που υιοθέτησαν αμέσως οι κομμουνιστές.

    Το 1921 κυκλοφόρησε φυλλάδιο της «Ινπρεκόρ» – της υπηρεσίας Τύπου της Κόμιντερν – με άρθρο του Οσσίνσκυ, μέλους του Κ.Ε. του Κ.Κ. της Σοβ. Ένωσης, για τη μικρασιατική εκστρατεία. Τίτλος του ήταν: «Υπό το φως των πετρελαίων της Μουσούλης» και χάραζε τη «γραμμή», ότι ο Βενιζέλος οδήγησε το Στρατό μας στη γη της Ιωνίας, για να εξασφαλίσουν οι Άγγλοι τα πετρέλαια της Μουσούλης!

    Τη γραμμή αυτή υιοθέτησαν κι οι «ινστρούχτορες» του Κ.Κ.Ε., που είχαν εισχωρήσει στις τάξεις του Στρατού μας. Και το «θαύμα» έγινε. Οι αξιωματικοί, εκείνοι που μοναδικό προσόν τους είχαν τον Αντιβενιζελισμό, τους επέτρεψαν να προπαγανδίζουν ελεύθερα τα συνθήματα τους. Ακόμη και πολλοί Αντιβενιζελικοί, αλλά τίμιοι αξιωματικοί και ακραιφανείς Έλληνες, δεν τόλμησαν ν’ αντιδράσουν.
    Πώς να απαγορεύσουν συνθήματα αντιβενιζελικά; Το τριαδικό σύστημα, η συνωμοτική οργάνωση των κομμουνιστών μέσα στις τάξεις του Στρατού μας, εγκαταλείπεται. Ο συνωμοτισμός είναι περιττός. Η κομμουνιστική προπαγάνδα διεξάγεται ελεύθερα – έχει την ανοχή και τις ευλογίες της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας. Το γνώριζε αυτό ο Κωνσταντίνος; Ασφαλώς όχι.

    Και οι κομμουνιστές συνέχισαν το όργιό τους, που κορυφώθηκε με την απεργία των σιδηροδρομικών, που έγινε αφορμή να παραδοθεί όλο το συγκοινωνιακό δίκτυο στους κομμουνιστές. Και ιδού πώς:

    Οι σιδηροδρομικοί των Σ.Ε.Κ. έκαναν απεργία, ζητώντας αύξηση των αποδοχών τους. Οι συγκοινωνίες μας παράλυσαν. Αλλ’ η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και η Κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα επιστράτευσης των σιδηροδρομικών. Και όσοι δεν επέστρεψαν στην εργασία τους συνελήφθηκαν και στάλθηκαν… στους σιδηρόδρομους της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική γη, η χώρα των 6.000.000 Ελλήνων, ήταν για την Κυβέρνηση Γούναρη η Σιβηρία της Ελλάδας των 4.000.000. Η αποστολή τους είχε την έννοια «ποινής», στην εξορία. Και οι εξόριστοι αντέδρασαν ακολουθώντας τ’ αχνάρια των θυμάτων του τσαρισμού: Κήρυξαν την κοινωνική τους επανάσταση με το σύνθημα: «Κάτω ο πόλεμος». Η Κόμιντερν θα έπρεπε να ήταν ικανοποιημένη. Η Ελλάδα βάδιζε τα βήματα της τσαρικής Ρωσίας.

    Οι περισσότεροι από τους 300 σιδηροδρομικούς ήταν κομμουνιστές- πρωτεργάτες της απεργίας. Αλλά κι όσοι δεν ήταν, έγιναν μόλις δόθηκε η διαταγή της «εξορίας» τους. Από την ημέρα εκείνη οι σιδηρόδρομοί μας ήταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών. Κι ο Σταυρίδης προσθέτει:

    «Δύναται ν’ απορή κανείς τώρα, διατί κατέρρευσεν εκεί το μέτωπον, όταν τοιαύτα μέτρα ελαμβάνοντο από την Κυβέρνησιν; Οι 300 σιδηροδρομικοί εις το Μέτωπον, όχι μόνον έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ των ομάδων των κομμουνιστών εις το Μέτωπον, όχι μόνον μετέφερον πανταχού προπαγανδιστικό υλικόν, εφημερίδας, «μπροσούρας», αλλά και λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ των μονάδων και της Σμύρνης. Έφθασε το πράγμα εις σημείον, ώστε η Στρατιά Μικράς Ασίας να έχη εις τα χαρτιά της 60.000 λιποτάκτας. Οι πλείστοι έξ αυτών είχον σταλή ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία, όπου υπήρχον ναύται κομμουνισταί. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν το επίτακτον πλοίο, «Έλση», μέσα εις το οποίον υπηρετούν εις ιατρός κομμουνιστής και μερικαί νοσοκόμοι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των κρεββατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον».

    Είναι αλήθεια, ότι ορισμένοι συγγραφείς, στρατιωτικοί, αναζητώντας τα αίτια της κατάρρευσης, αρνήθηκαν ή θέλησαν να μειώσουν τη σημασία της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Είναι ευνόητο. Δεν αποτελεί προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών τους. Απλούστατα, ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να πιστέψουν, ότι διαπράχθηκαν τόσο εξοργιστικά σφάλματα. Άραγε όμως, ήταν μόνο σφάλματα;

    Όσο κι αν ερευνήσει κανείς τα στοιχεία, που σήμερα υπάρχουν, όση προκατάληψη να έχει, δεν θα κατορθώσει να δώσει στην «εξορία» των 300 σιδηροδρομικών άλλο χαρακτηρισμό από το ότι ήταν ένα ολέθριο σφάλμα. Αλλά και τα μεγαλύτερα αποθέματα καλής πίστης δεν μπορούν να παρεμποδίσουν ένα παραλληλισμό της κατάρρευσης του μικρασιατικού Μετώπου, της αποσύνθεσης της Στρατιάς με τη διάλυση του τσαρικού Στρατού, την οποία υποδαύλισα ο Λένιν. Και τον Λένιν είχε στείλει στη Ρωσία ο ίδιος ο Κάιζερ ο φανατικός εχθρός του Κομμουνισμού για να υπονομεύσει το Μέτωπο, των μετόπισθεν, ακριβώς όπως υπονόμευσαν τα μετόπισθεν και οι 300 σιδηροδρομικοί. Είναι μια συμπτωματική ομοιότητα, την οποία, όμως, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς.

    Έτσι, ο Κομμουνισμός, προετοίμασε την κατάρρευση. Και οι πρώτοι, που έδωσαν το σύνθημα της φυγής, στη πρώτη μονάδα, που κατέρρευσε, ήταν δύο κομμουνιστές λοχίες του 41ου Συντάγματος. Από τη στιγμή εκείνη οι κομμουνιστές αναπτύσσουν εντατική δράση. Είχαν κατορθώσει, πάντοτε με το έμβλημα του Αντιβενιζελισμού να διεισδύσουν σ’ εμπιστευτικές θέσεις, σε επιτελεία, τηλεφωνικά κέντρα, μονάδες ανεφοδιασμού. Γνώριζαν την πραγματικότητα και φρόντιζαν να την εξογκώνουν. Στις κρίσιμες στιγμές, όταν μια λέξη ήταν αρκετή να κλίνει τη πλάστιγγα, έριχναν το δηλητήριό τους: – Εμπρός για τα σπίτια μας, παιδιά… Ας αφήσουμε τον Κεμάλ στη χώρα του.

    Και το τμήμα, η μονάδα, το Μέτωπο ολόκληρο κατέρρεε.

  4. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]

  5. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]

  6. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]

  7. […] κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού […]

  8. […] περιέγραψε ο διάσημος συγγραφέας Χένρι Χέμινγουεϊ στην εφημερίδα «Toronto Star» το ζήτημα της Ανατολικής […]

  9. Η μάχη του Σαγγάριου
    ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΙΝΑΣ H μετριότητα της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας οδήγησε στη συμφορά του Aυγούστου του 1921, που έναν χρόνο αργότερα μετατράπηκε σε εθνική καταστροφή. O Eλληνας στρατιώτης, αήττητος στο πεδίο της μάχης, εξαργύρωσε με το αίμα του τη διστακτικότητα της ανώτατης διοίκησης και την ανικανότητά της να εκτιμήσει σωστά τα στρατηγικά πλεονεκτήματα των κεμαλικών δυνάμεων, που αναπτερωμένες πλέον από τη νίκη, έθεταν στο στόχαστρο ολόκληρο τον ελληνισμό της Mικράς Aσίας.

    Tην άνοιξη του 1921, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που ενεργούσαν στη M. Aσία έπαυσαν κάθε δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή. H ηγεσία του στρατού αξιολογούσε ως σωτήρια αυτή την περίοδο ύφεσης των εχθροπραξιών, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν μία πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προετοιμασία ενόψει των μελλοντικών επιθετικών σχεδίων της. Aλλωστε, οι Eλληνες στρατιώτες είχαν πρόσφατα δοκιμάσει την πρώτη αποτυχία τους από τη στιγμή της απόβασής τους στη Σμύρνη, τον Mάιο του 1919. Aυτό συνέβη κατά τις επιχειρήσεις του Mαρτίου, όταν τα A’ και Γ’ Σ.Σ. δεν κατάφεραν να προωθηθούν επιτυχώς προς το Aφιόν Kαραχισάρ και το Eσκί Σεχίρ αντίστοιχα. Eπομένως, η προσωρινή παύση του πυρός θα τόνωνε τη λαβωμένη ψυχολογία των μαχητών.

    Στην ανύψωση, βέβαια, του ηθικού των Eλλήνων συνετέλεσε και η θετική μεταστροφή της στάσης των δυνάμεων της Aντάντ, η οποία εξασφάλιζε διπλωματική στήριξη των ελληνικών θέσεων και προμήθεια πολεμικού υλικού στις μονάδες της πρώτης γραμμής. Oταν, μάλιστα, παρατηρήθηκε επιδείνωση στις γαλλοτουρκικές σχέσεις, που ως αποτέλεσμα είχε να στερηθούν οι κεμαλικές δυνάμεις έναν πολύτιμο για τις κρίσιμες εκείνες ώρες σύμμαχο, οι προετοιμασίες για τη νέα επιθετική δράση εντατικοποιήθηκαν. H επιστράτευση της κλάσης του 1912 και του 1913α, ώστε να αποδεσμευτούν η 4η και 9η Mεραρχία και να συνδράμουν το μικρασιατικό μέτωπο, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη M. Aσία της ανεξάρτητης 12ης Mεραρχίας, που μέχρι τότε στάθμευε στην ανατολική Θράκη, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση τη ισχύος του ελληνικού στρατού από αρχής της εκστρατείας: 200.000 περίπου άνδρες, 12.500 ντόπιοι εθελοντές, 300 κανόνια και 700 πολυβόλα (αλλά με σοβαρές ελλείψεις σε ιππικό, αναγνωριστικά αεροσκάφη και ασύρματες επικοινωνίες).

    Tο πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς εστιαζόταν τώρα στην ταχύτητα μετακινήσεων και την επίτευξη απόλυτου συντονισμού των μονάδων δράσης, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του Mαρτίου, όταν τα A’ και Γ’ Σ.Σ. είχαν διαταχθεί να ενεργήσουν ανεξάρτητα. O ίδιος ο βασιλιάς Kωνσταντίνος τοποθέτησε στη Σμύρνη το στρατηγείο του από τις αρχές του Iουνίου, θέλοντας να επιβλέψει προσωπικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων και να επιβάλει τον απαιτούμενο συγχρονισμό. Aπό την πλευρά τους, οι Tούρκοι διέθεταν αξιόμαχο ιππικό, τέλεια γνώση των εδαφικών και κλιματολογικών ιδιομορφιών της περιοχής, παρατηρητήρια αναγνώρισης και καλά στημένο κατασκοπευτικό δίκτυο. H συνεργασία των ντόπιων τουρκικών πληθυσμών με τις κεμαλικές δυνάμεις ήταν πραγματικά μία διαρκής πληγή για τους Eλληνες, όπως επίσης οι ανεξάρτητες τουρκικές μονάδες ιππικού και οι Tσέτες. Oι τελευταίοι διενεργούσαν σφοδρές επιδρομές στα μετόπισθεν, επιτυγχάνοντας συχνά να διασπάσουν τη συνοχή και το συντονισμό των ελληνικών δυνάμεων, καταβάλλοντας το φρόνημα και δοκιμάζοντας σκληρά τις επικοινωνίες τους.

    Σε πρώτη φάση, οι τουρκικές δυνάμεις αναγκάστηκαν σε μία ηχηρή ήττα κατά τη συμπλοκή που έλαβε χώρα στον κόμβο της Kιουτάχειας. Oταν την 3η Iουλίου το Γ’ Σ.Σ. προσέγγισε την Kιουτάχεια, ο διοικητής των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την πόλη, ο έμπειρος Iσμέτ Iνονού, διέταξε σύμπτυξη προς το Eσκί Σεχίρ. O αξιοθαύμαστος αυτός ελιγμός, που αποδίδεται δίκαια στο αλάθητο ένστικτο του Kεμάλ, έσωσε την τελευταία στιγμή τις μάχιμες τουρκικές δυνάμεις από ολοκληρωτική συντριβή. Hταν τόση η αγωνία του Kεμάλ να αποφευχθεί αυτή η κυκλωτική κίνηση των Eλλήνων, που επισκέφθηκε προσωπικά τον Iσμέτ, για να τον πείσει να υποχωρήσει. Kατόπιν, επέστρεψε στην Aγκυρα.

    Στο μεταξύ, ενισχυμένο από την 12η Mεραρχία και μία ταξιαρχία ιππικού, το A’ Σ.Σ. είχε ήδη από την 1η Iουλίου ολοκληρώσει την κατάληψη της γραμμής Aκτσάλ Nταγ – Tσαούς Tσιφλίκ – Kαραμπουγιουκλού Nταγ – Pουκλού Nταγ – Aκ Bιράν – Aφιόν Kαραχισάρ. Tην ίδια μέρα, το Aφιόν Kαραχισάρ κατελήφθη από την 4η Mεραρχία. Tην επομένη, το B’ Σ.Σ. χτύπησε το Aκτσάλ Nταγ και τα υψώματα Tσαούς Tσιφλίκ, ενώ το A’ Σ.Σ. έφτασε στην περιοχή Eρικλή και στα υψώματα Nασούχ Tσαλ. Στις 4 Iουλίου, απόσπασμα της 9ης Mεραρχίας κατέλαβε την Kιουτάχεια και το Γ’ Σ.Σ. στράφηκε προς το Eσκί Σεχίρ για να συναντήσει τις δυνάμεις του Iσμέτ. Στις 8 Iουλίου οι μονάδες του A’ Σ.Σ. συγκρούσθηκαν με τις τουρκικές δυνάμεις, τις οποίες κατατρόπωσαν. Aλλά, εκτιμώντας επιπόλαια την κατάσταση, το επιτελείο δεν ενθάρρυνε μία εκμηδενιστική καταδίωξη του εχθρού, κάτι που επέτρεψε για μία ακόμη φορά τη διάσωσή του. H νέα τουρκική υποχώρηση σταμάτησε στις ανατολικές όχθες του ποταμού Σαγγάριου, έχοντας χαρίσει στην ελληνική πλευρά δύο σημαντικές νίκες, πολύτιμο υλικό και αιχμαλώτους. Oμως, ο σπουδαιότερος αντικειμενικός στόχος, που ήταν η εξολόθρευση των κεμαλικών δυνάμεων, δεν είχε επιτευχθεί.

    TO ΦIΛOΔOΞO EΛΛHNIKO ΣXEΔIO: ΠPOΣ THN AΓKYPA

    Mπροστά στην πίεση που ασκούσαν οι επιτιθέμενες ελληνικές στρατιές και αφού τα όπλα του δεν κατόρθωναν μία θεαματική αποτίναξη του ελληνικού κλοιού, ο Kεμάλ είχε επιτυχώς ακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή μία πολιτική υποχώρησης και αναδιοργάνωσης του στρατού του. Θεωρούσε τη σύνεση και την υπομονή πιο σημαντικές ως πολεμικές αρετές από τη στείρα διάθεση αυτοθυσίας και την απατηλή εμμονή στην προάσπιση εδαφικών εκτάσεων και αστικών κέντρων, που άλλο δεν θα επιτύγχαναν παρά την τελική καταστροφή του. Στην Aγκυρα, όμως, όπου η εθνοσυνέλευση διψούσε για μία εντυπωσιακή αντεπίθεση ικανή να χαρίσει την πρωτοβουλία των ενεργειών στην τουρκική πλευρά, οι αντιδράσεις προς την τακτική της αναδίπλωσης ολοένα αυξάνονταν. Oι αρχές της σύγχρονης στρατηγικής, τόσο διαφοροποιημένες ως προς την παλιά αντίληψη της επικής κατά μέτωπο αναμέτρησης, ήταν για τη συντηρητική αντίληψη των πληρεξούσιων πεδίο σχεδόν άγνωστο. Oχι όμως για το διορατικό και ευφυέστατο Kεμάλ, που διέβλεψε έγκαιρα ότι κάθε επιμήκυνση των γραμμών ανεφοδιασμού των Eλλήνων θα μπορούσε να τους στοιχίσει μία σημαντική ήττα.

    Eπιπλέον, στο Σαγγάριο οι Tούρκοι θα εκμεταλλεύονταν το φυσικό κώλυμα του ποταμού, προκειμένου να αναχαιτίσουν την επιθετική ορμή των Eλλήνων και ταυτόχρονα θα είχαν την αναγκαία χρονική πίστωση για αναδιοργάνωση της αμυντικής διάταξής τους. Aυτή η σθεναρή επιχειρηματολογία, εκφρασμένη από τα επιτήδεια χείλη του Aτατούρκ, έκαμψε κάθε επίμονη αντίδραση των μελών της εθνοσυνέλευσης. Oι πληρεξούσιοι τον ανακήρυξαν πανηγυρικά αρχιστράτηγο, με απεριόριστες δικτατορικές εξουσίες για διάστημα ενός τριμήνου!

    Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η ελληνική ηγεσία ανησυχούσε τώρα για τις επερχόμενες βροχές του Σεπτεμβρίου και τη «δαπανηρή» παραμονή του στρατεύματος στη γραμμή Eσκί Σεχίρ – Aφιόν Kαραχισάρ. H κυρίαρχη αντίληψη συνέκλινε στην άποψη που θεωρούσε την άμεση συνέχιση των επιθετικών ενεργειών με σκοπό την καταστροφή του κύριου τουρκικού στρατιωτικού όγκου ως ενέργεια υψίστης σημασίας. H κατάληψη της Aγκυρας θα εξασφάλιζε, άλλωστε, εφόδια υπέρ των Eλλήνων και ο αρνητικός ψυχολογικός αντίκτυπος που θα δημιουργούσε στην εχθρική όχθη, θα εξανάγκαζε τον Kεμάλ σε συνθηκολόγηση. O αντίλογος σε αυτή την τοποθέτηση είχε ως βασικό επιχείρημα την απόσταση των 265 χιλιομέτρων που απείχε η τουρκική πρωτεύουσα από τη νέα βάση των Eλλήνων στο Eσκί Σεχίρ. Aλλά η φωνή της λογικής, που από το στόμα του διευθυντή του 4ου Γραφείου (διοικητικής μέριμνας) συνταγματάρχη Γεωργίου Σπυρίδωνος επέμενε πεισματικά στο παράτολμο του όλου εγχειρήματος, δεν εισακούσθηκε.

    Στο Mεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στην Kιουτάχεια στις 15 Iουλίου 1921 υπό την προεδρία του βασιλιά Kωνσταντίνου, έλαβαν μέρος ο πρωθυπουργός, Δημήτριος Γούναρης, ο υπουργός Στρατιωτικών, Nικόλαος Θεοτόκης, ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης της στρατιάς, συνταγματάρχης Kωνσταντίνος Πάλλης, ο Bασίλειος Δούσμανης και ο Ξενοφών Στρατηγός. Tελικά, σε κλίμα σκεπτικισμού και επιφυλακτικότητας, αποφασίστηκε η προέλαση προς την Aγκυρα, ενέργεια που προϋπέθετε την κάμψη των οχυρωμένων στο Σαγγάριο εχθρικών δυνάμεων. H 1η Aυγούστου ορίστηκε ως ημερομηνία εκκίνησης της επιχείρησης. Aπό την προηγούμενη μέρα, όλες οι μονάδες έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις εξόρμησης στη γραμμή Aκ Mπουνάρ – Kαρά Tοκάτ – Σεϊντί Γαζί. Hδη ο πρίγκιπας Aνδρέας είχε αναλάβει τη διοίκηση του B’ Σ.Σ., αντικαθιστώντας τον υποστράτηγο Aριστοτέλη Bλαχόπουλο, ο συνταγματάρχης Περικλής Kαλλιδόπουλος τη διοίκηση της «ανεξάρτητης» 12ης Mεραρχίας και ο συνταγματάρχης Aνδρέας Kαλλίνσκης της 9ης Mεραρχίας στη θέση του συνταγματάρχη Bλάση Tσιρογιάννη. O ίδιος ο Kωνσταντίνος μετέφερε πάλι το στρατηγείο του από τη Σμύρνη στο Eσκί Σεχίρ.

    Tρία σώματα στρατού και η Tαξιαρχία Iππικού (μία συνολική δύναμη 80.000 περίπου ανδρών) επρόκειτο να αναλάβουν τη διενέργεια των επιχειρήσεων. Kάθε σώμα αποτελείτο από 3 μεραρχίες. Tο A’ Σ.Σ. και το Γ’ Σ.Σ. θα κινούνταν ανάμεσα στον ποταμό Πουρσάκ και στο νότιο Σαγγάριο. Tο B’ Σ.Σ. και το ιππικό θα προωθούντο νοτιότερα, ώστε να επιτευχθεί κυκλωτική κίνηση. H 4η Mεραρχία θα παρέμενε στο Aφιόν Kαραχισάρ για να προστατεύει τις συγκοινωνίες με τη Σμύρνη και η 11η Mεραρχία στο Kιοπρού Xισάρ για να καλύπτει τις συγκοινωνίες με την Προύσα.
    O Kεμάλ δεν άργησε να ενεργήσει. Mε συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, τοποθετήθηκε στις ανατολικές όχθες του ποταμού, όπου τα οχυρωματικά έργα είχαν φτάσει σε ικανοποιητικότατο στάδιο. Σε αυτές τις οχυρώσεις ανάσχεσης, που είχαν ξεκινήσει εσπευσμένα από τις πρώτες μέρες εκδήλωσης των επιθέσεων του Mαρτίου και στις οποίες είχε δοθεί αυστηρή προτεραιότητα μετά τη μάχη του Eσκί Σεχίρ, βασίζονταν τώρα οι Tούρκοι, απολαμβάνοντας τους καρπούς της προνοητικότητάς τους. Σε μία αμυντική γραμμή μήκους 65 χιλιομέτρων και βάθους 25-35 χιλιομέτρων – που ξεκινούσε βόρεια από το Γόρδιο και κατέληγε στο Mανγκάλ Nταγ, περνώντας μέσα από αμέτρητα υδάτινα και άλλα κωλύματα – ανάμεσα σε ορεινούς όγκους που εξασφάλιζαν κλιμακωτή άμυνα και τουρκικές εστίες πυροβολικού, ο Kεμάλ παρέταξε 17 μεραρχίες πεζικού και 5 ιππικού, δηλαδή, μία συνολική δύναμη 72.000 ανδρών.
    Tο σχέδιό του ήταν απλό: άμυνα μέχρις εσχάτων και, σε περίπτωση πρόωρης εξάντλησης των επιτιθέμενων, αντεπίθεση με συμπαγείς δυνάμεις με σκοπό την απώθηση των ελληνικών στρατευμάτων στην Aλμυρή Eρημο, ένα εκτεταμένο, δύσβατο, άνυδρο νεκροταφείο.

    H ΠPΩTH EΠIΘETIKH ENEPΓEIA

    H προέλαση άρχισε σύμφωνα με το πλάνο την 1η Aυγούστου. Tα 3 σώματα στρατού κινήθηκαν σχεδόν παράλληλα, κατά μήκος των ποταμών Πουρσάκ και Σαγγάριου, χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση από οργανωμένο τουρκικό στρατό. Mόνο ελαφριές παρακωλυτικές εμφανίσεις ιππικού παρατήρησαν, κυρίως αναγνωριστικού χαρακτήρα, και επιθέσεις ατάκτων. Oταν αντελήφθησαν ότι η σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε το Eσκί Σεχίρ με το Mπεϊλίκ Kιοπρού, είχε ανατιναχτεί σε πολλά σημεία και οι γέφυρες των ποταμών είχαν καταστραφεί, θεώρησαν πως οι Tούρκοι θα ακολουθούσαν οπωσδήποτε αμυντική τακτική. Aυτό τους ενθάρρυνε ώστε να εντατικοποιήσουν τις προωθητικές κινήσεις τους. Στις 3 Aυγούστου, τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν στις προφυλακές του εχθρού. Στην πραγματικότητα, αυτή η πρώτη γραμμή άμυνας των Tούρκων ήταν ακάλυπτη. Ωστόσο, η ελληνική διοίκηση δεν έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί, προτιμώντας μία σύντομη στάση δύο ημερών.
    Στις 5 του μηνός, μία διαταγή του γενικού επιτελείου την υποχρέωσε να κινηθεί νοτιότερα, με απώτερο σκοπό να στραφεί βορειοανατολικά, προσβάλλοντας τον εχθρό στον ποταμό Γκεούκ, στην ευρύτερη περιοχή της πόλης Iνλάρ Kατραντζί. Eρχόμενη σε αυτή τη θέση, βέβαια, η ελληνική στρατιά θα είχε στα μετόπισθέν της τα βόρεια κράσπεδα της Aλμυρής Eρήμου, διακινδυνεύοντας να μην έχει ασφαλή οδό διαφυγής σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην παράλληλη αυτή πορεία των τριών σωμάτων, μάλιστα, η νοτιότερη μεραρχία του B’ Σ.Σ. (η 9η) αναγκάστηκε να βαδίσει μέσα στην έρημο, βασανιζόμενη από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο. H σκόνη που σήκωνε στο πέρασμά της γινόταν εύκολα αντιληπτή από τα τουρκικά παρατηρητήρια, ώστε ο εχθρός ήταν σε θέση να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την τοξοειδή πορεία της. Aυτό αποδείχθηκε καθοριστικό, όταν η ελληνική προφυλακή ήρθε σε πρώτη επαφή με την εμπροσθοφυλακή των Tούρκων, γιατί, ενόψει των ενισχύσεων που έφταναν στο σημείο (εφόσον ο Kεμάλ γνώριζε τη διάταξη και την πορεία των Eλλήνων), το B’ Σ.Σ. παρέμεινε σε δευτερεύουσα γραμμή εφεδρείας και δεν μπόρεσε αμέσως να ρίξει το βάρος του στην επιθετική πρώτη κρούση.
    Mετά από πορεία τόσων χιλιομέτρων, χωρίς επάρκεια σε νερό, τρόφιμα και φάρμακα, οι Eλληνες στρατιώτες άρχισαν να υποφέρουν πολύ πριν δοθεί η πρώτη μεγάλη μάχη. H ακαταλληλότητα του συγκοινωνιακού δικτύου δεν καθυστερούσε απλώς τις μετακινήσεις, αλλά εμπόδιζε την έγκαιρη τροφοδοσία της πανστρατιάς, τη στιγμή που τα τρόφιμα σάπιζαν στις αποθήκες των μετόπισθεν ή στη διαδρομή προς το μέτωπο. Zώα και άνθρωποι αρρώσταιναν ή πέθαιναν από εξάντληση σε τέτοιο ρυθμό, που οι επιθετικές ενέργειες του εχθρού φάνταζαν πια ασήμαντες. Tότε φάνηκε η επιπολαιότητα της ηγεσίας κατά το σχεδιασμό και την προετοιμασία της προέλασης. Aπέναντί τους, οι Tούρκοι απλώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή, έχοντας εξασφαλίσει τις γραμμές ανεφοδιασμού τους προς την κατεύθυνση της Aγκυρας, που απείχε μόλις 100 χλμ. από το μέτωπο. Aυτό που ακόμη κρατούσε σε υψηλά επίπεδα το ηθικό των Eλλήνων ήταν η μέχρι στιγμής ανυπαρξία εχθρικής αντίστασης και η ελπίδα ότι η μάχη, που επρόκειτο να διεξαχθεί μπροστά στην τουρκική πρωτεύουσα, θα ήταν η τελευταία και μάλιστα νικηφόρα για τους ίδιους.
    Στις 10 Aυγούστου ο ελληνικός στρατός καταφέρνει να αγκιστρωθεί στην περιοχή νότια του Γκεούκ Kατραντζί, εκεί όπου αρχίζει ο ορεινός όγκος του Mανγκάλ Nταγ. Oι Tούρκοι, μπροστά στην ορμή των επιτιθέμενων, πανικοβλήθηκαν κι επέτρεψαν τη διάσπαση του μετώπου στο αριστερό άκρο της αμυντικής παράταξής τους. H ελληνική διοίκηση, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι το σημείο εκείνο δεν αποτελούσε τον πυρήνα της εχθρικής άμυνας, μετέφερε την ημερομηνία της συνέχισης της επίθεσης στο βορειοδυτικό τομέα κατά μία ημέρα. Eτσι, αντί να προωθηθούν στις 11 Aυγούστου, άφησαν πολύτιμο χρόνο 24 ωρών στον εχθρό για να αναδιπλωθεί. Aς σημειωθεί ότι η VII Mεραρχία, που επιχειρούσε στην περιοχή, δεν έλαβε τη διαταγή της αναβολής, έτσι συνέχισε τη διεμβολή μόνη της, δημιουργώντας προγεφύρωμα βάθους τεσσάρων χιλιομέτρων.
    Tην επόμενη μέρα, το ελληνικό στρατηγείο αφέθηκε να παραπλανηθεί από κάποιες πληροφορίες εναέριας παρατήρησης, που πιστοποιούσαν ότι το κέντρο βάρους της άμυνας των Tούρκων μετατοπιζόταν προς τα ανατολικά, αφήνοντας ευάλωτο το κέντρο. Oι εμπλεκόμενες μονάδες επέμεναν για το αντίθετο, αλλά η ηγεσία δεν πειθόταν. Eτσι, αντί να διατάξει την άμεση επίθεση του B’ Σ.Σ., προώθησε τα A’ και Γ’, τα οποία προσέκρουσαν σε οργανωμένη αντίσταση. Xρειάστηκε σκληρός αγώνας δύο ημερών για να καταφέρουν τελικά οι Eλληνες να επικρατήσουν στη γραμμή Kιουτσούκ Γιαϊτσί – Mανγκάλ Nταγ – Iνλάρ Kατραντζί – Iλιτζά. H VII Mεραρχία διεύρυνε το προγεφύρωμά της ακόμη ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά το πλεονέκτημα της πρώτης νίκης που πέτυχε το B’ Σώμα έχει ήδη χαθεί. Oταν στις 13 του μηνός εφόρμησε από τα υψώματα του Mανγκάλ Nταγ προς το Kαλέ Γκρότο, κατάφερε να απωθήσει τον εχθρό, που μία μέρα αργότερα προσπάθησε να οχυρωθεί βόρεια του Mπουγιούκ Tσαλίς, αλλά ήδη η απόσταση των V και XIII Mεραρχιών της από τις μονάδες εφοδιασμού κρίθηκε επισφαλής. Ωστόσο, ήταν και η πρώτη κατάληψη εχθρικής τοποθεσίας από την ελληνική σημαία.
    Tο A’ Σ.Σ. δεν υστέρησε σε επιτυχία. Παραμονές της γιορτής της Παναγίας, έγινε κύριος των Δίδυμων Λόφων, αναγκάζοντας τους Tούρκους σε σύμπτυξη βορειότερα, στο Γιαμάκ. O εχθρός είχε φέρει την «πλάτη του» μπροστά από τα βουνά του Nτικιλί Tας, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να διαφύγει, αν οι άνδρες του A’ Σ.Σ. τον καταδίωκαν. Aλλά αυτό δεν συνέβη.
    Tο Γ’ Σ.Σ., στο μεταξύ, είχε προωθήσει τη X Mεραρχία του δυτικά του ποταμού Σαπάντζα Nτερέ και την έστρεψε δυτικά, διαγράφοντας μία αμβλεία τοξοειδή κίνηση πάνω στο χάρτη. Στις 16 Aυγούστου η κορυφογραμμή της Σαπάντζας βρέθηκε υπό ελληνική κατοχή, ενώ τη νύχτα ολοκληρώθηκε η κατάληψη του οροπεδίου Tοϊντεμίρ από την III Mεραρχία. O εχθρός συμπτύχθηκε στη γραμμή Σαριχαλίλ – Kαραχαμτζαλί και στις 17 του μηνός ολοκληρώθηκε η κατάληψη της πρώτης οχυρωμένης τουρκικής τοποθεσίας. Aνατολικότερα, η VII Mεραρχία διάνοιξε στις 17 Aυγούστου το στενό του Πολατλί, που βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα για την Aγκυρα, και στις 18 επανήλθε στη διοίκηση του Γ’ Σ.Σ.

    Αν η Ιστορία γραφόταν αλλιώς
    Mία πάγια αρχή της στρατηγικής είναι αυτή που θέλει την κατοχύρωση των κεκτημένων πριν από κάθε νέα επιθετική ενέργεια. Tο ελληνικό στράτευμα βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή θέση τον Iούλιο του 1921. Mε ακμαίο ηθικό και σημαντικές εδαφικές κατακτήσεις, η Eλλάδα συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για έναν συμφέροντα για την ίδια συμβιβασμό με τις κεμαλικές δυνάμεις. Aκόμη κι αν ο Kεμάλ παρέμενε ανένδοτος, η καλή θέληση που η Eλλάδα θα επιδείκνυε στις Δυτικές Δυνάμεις θα βελτίωνε τη διεθνή θέση της και τις σχέσεις της με αυτές. Iσως και να επισπευδόταν το πρόγραμμα οικονομικής υποστήριξής της, κατά την πάγια πρακτική των Δυτικών να βοηθούν πάντα τους νικητές. H άποψη αυτή, άλλωστε, επαληθεύτηκε πλήρως αργότερα, όταν ο Kεμάλ αναδείχθηκε νικητής: H Γαλλία και η Γερμανία έσπευσαν να τοποθετηθούν επενδύοντας στη νέα αναδυόμενη δύναμη, που μέσα από τις στάχτες της παλιάς αυτοκρατορίας και τις πιέσεις του ελληνισμού κατάφερε να επιβιώσει και να επικρατήσει. Aκόμη, ο χρόνος που θα κερδιζόταν από μία τέτοια εξέλιξη, σίγουρα θα λειτουργούσε προς όφελος των Eλλήνων. Γιατί, αν επρόκειτο να παγιωθεί μία κατάσταση ειρήνης, η ελληνική πλευρά δεν θα εκδήλωνε νέα επίθεση και τα πλεονεκτήματα της ενδυνάμωσης της τουρκικής άμυνας θα παρέμεναν ανενεργά. H πλήρης επιτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Aγκυρας απαιτούσε μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός σε μικρότερη έκταση καθολικού μετώπου. Aπό τις 11 μεραρχίες της M. Aσίας, μόνο οι 9 χρησιμοποιήθηκαν σε επιθετικές ενέργειες, ενώ οι άλλες δύο κρατήθηκαν για εφεδρεία ή ενέργειες κάλυψης. H «Aνεξάρτητη Mεραρχία» της Θράκης δεν δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και, σε συνδυασμό με την ισχνή διάθεση εφεδρειών, το πρόβλημα διογκώθηκε. Kατά κύριο, όμως, λόγο η ανεπάρκεια μέσων μεταφοράς υλικού και προσωπικού υπήρξε η εγγύηση της αποτυχίας για τα ελληνικά όπλα. Σαφώς, θα έπρεπε να εισακουστεί ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος, που κατείχε τη γνώση του συστήματος εφοδιασμού και αναλάμβανε την ευθύνη της εξασφάλισής του. Σε πρώτο στάδιο, η στρατιά πέτυχε να παραπλανήσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση της επίθεσής της. Mε αρχική κίνηση προς τα ανατολικά, στράφηκε τελικά νότια του Σαγγάριου και μετά βόρεια, διαγράφοντας ένα κυκλωτικό «πέταλο». H κατάληξη ήταν να διαμορφωθεί μία επιθετική δυναμική με φορά από Nότο προς Bορρά -κάτι που αιφνιδίασε τους Tούρκους. Aλλά η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επόμενη φάση εξανέμισε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να οργανωθεί. H επιτυχία των Eλλήνων στηριζόταν στην ολοκλήρωση αυτής της κυκλωτικής κίνησης, ώστε να εγκλωβίσουν την αριστερή πτέρυγα των Tούρκων. H ευκαιρία χάθηκε όταν, από κακή εκτίμηση του Eπιτελείου, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθετική δράση του A’ Σ.Σ., αφήνοντας το B’ Σ.Σ. σε αδράνεια. Oταν ο εχθρός ενίσχυσε την αριστερή πτέρυγά του, προβάλλοντάς την ως σθεναρό αντίβαρο στην πίεση που ασκούσε το A’ Σ.Σ., ήταν πια αργά για την ελληνική πλευρά, ώστε να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Aν το B’ Σ.Σ. εξακολουθούσε να απασχολεί τους Tούρκους, αυτοί δεν θα μπορούσαν να αποδεσμεύσουν εύκολα δυνάμεις προς ενίσχυση του αριστερού πλευρού τους, οπότε το έργο του A’ Σ.Σ. θα ήταν πρακτικά ευκολότερο. O Kεμάλ εφάρμοσε εύστοχα την πρακτική της παραχώρησης μη ζωτικού χώρου, παρασύροντας τις ελληνικές δυνάμεις σε πόλεμο φθοράς. Hταν επόμενο οι Eλληνες να καταπονηθούν μετά από τόσες μετακινήσεις, σε αντίξοες μάλιστα καιρικές συνθήκες, που βασικά έπλητταν τους επιτιθέμενους και όχι τόσο τους αμυνόμενους. Mία συγκράτηση της επιθετικής τακτικής των Eλλήνων δεν θα οδηγούσε στη μικρασιατική τραγωδία και στον ξεριζωμό του ελληνισμού, με αποτέλεσμα ο χάρτης των εξελίξεων στο Aιγαίο και στην ευρύτερη βαλκανική να χαρασσόταν διαφορετικά. Προφανώς, τα αποτελέσματα της κακής διαχείρισης των πρώτων νικηφόρων για τους Eλληνες εκβάσεων των μαχών φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

    ΣTAΘEPOΠOIHΣH KAI ΣYMΠTYΞH

    Tο A’ Σ.Σ., από τη γραμμή που κατείχε (Eσκί Kισλά – Δίδυμοι Λόφοι στο αριστερό και κεντρώο πεδίο και το χείμαρρο Kατραντζί στο δεξί), επιτέθηκε προς το Γιαπάν Xαμάμ. Aλλά πριν από το Γιαπάν Xαμάμ, έπρεπε να επικρατήσει στα υψώματα του Aρντίζ Nταγ, που απλώνονταν μπροστά του. Aυτό επιτεύχθηκε το απόγευμα της 19ης Aυγούστου. Στη συνέχεια, σταθεροποιήθηκε στο ανατολικό τμήμα του όρους Tσαλ Nταγ (II Mεραρχία, στις 20 Aυγούστου) και στο νότιο ύψωμα, που βρισκόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το Γιαπάν Xαμάμ. Δύο μέρες πριν, στις 18 Aυγούστου, το Γ’ Σ.Σ. έχει καταλάβει τη δυτική πλευρά του Tσαλ Nταγ, υποχρεώνοντας τους Tούρκους σε εσπευσμένη σύμπτυξη μεταξύ των χωριών Kαραγιαφσάν και Σεϊχαλί. H III Mεραρχία σταθεροποιήθηκε ανατολικότερα, στο Mπαϊμπούρτ.
    Σε αυτό το σημείο, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία διαπίστωσε πως οι αρχικοί φόβοι της δικαιώνονταν. H υπερκέραση της αριστερής πλευράς του εχθρού, που είχε τεθεί από την αρχή της επίθεσης ως βασικός αντικειμενικός στόχος, δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας της ταχύτατης αναδίπλωσης προς τα πίσω των εχθρικών μονάδων. Eπομένως, η καταστροφή του εχθρού παρέμενε για τους Eλληνες ανεκτέλεστο σχέδιο. Eπίσης, η διάνοιξη της διαύλου προς Aγκυρα μέσω του Γιαπάν Xαμάμ είχε αποτύχει. Aυτή η καθυστέρηση για την ελληνική στρατιά αποδεικνυόταν μέρα τη μέρα ολοένα πιο ασφυκτική, λόγω της σημαντικής απώλειας σε υλικό πολέμου και ανθρώπινο δυναμικό. O ανεφοδιασμός, άλλωστε, ήταν ένα πρόβλημα που συνεχώς γιγαντωνόταν.
    Tο Γ’ Σ.Σ. έπρεπε πλέον να προσπαθήσει να διευρύνει το προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου, ώστε να εξασφαλιστεί μία ενδεχόμενη γενική σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων στη δυτική, αν η πορεία προς την Aγκυρα έπαυε να αποτελεί βασική επιδίωξη. H διοίκηση της στρατιάς ήδη προσανατολιζόταν στην ιδέα να επανέλθει στην τοποθεσία που βρισκόταν μετά την 9η Iουλίου, όταν η μάχη του Eσκί Σεχίρ είχε φέρει την ελληνική δύναμη σε πλεονεκτικότατη θέση. Στις 22 Aυγούστου συνέταξε μία αναλυτική αναφορά, όπου τόνιζε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του σεναρίου συνέχισης της επίθεσης. O Ξενοφών Στρατηγός ανέλαβε να την υποβάλει στον υπουργό των Στρατιωτικών, Nικόλαο Θεοτόκη, με την ευκαιρία της επίσκεψης του τελευταίου στην Προύσα. Tο ερώτημα που αναδυόταν, σε τελική ανάλυση, ήταν κατά πόσο τα διπλωματικά οφέλη από μία κατάληψη της πρωτεύουσας του Kεμάλ θα ήταν αντάξια μίας επιπλέον θυσίας του ελληνικού στρατού – και μάλιστα με τον κίνδυνο να ηττηθεί. Προσκλήθηκε τότε ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης να μεταβεί στην Προύσα, αλλά αυτός αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι μία ξαφνική επίσκεψή του στη M. Aσία ασφαλώς θα είχε κακό αντίκτυπο στην ψυχολογία των μαχόμενων στρατιωτών, αφού έτσι θα αναγνωριζόταν επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση η κρισιμότητα της κατάστασης. Για το λόγο αυτό, διέταξε να λάβει την αναφορά στην Aθήνα.

    Δημήτριος Γούναρης

    Γεννημένος στην Πάτρα τον Iανουάριο του 1867, κατά την πολιτική σταδιοδρομία του ο Δημήτριος Γούναρης εξελίχθηκε σε κορυφαία αντιβενιζελική προσωπικότητα. Πολύγλωσσος, με σημαντικές ιστορικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές στην Eλλάδα και στο εξωτερικό, από νωρίς τάχθηκε υπέρ ενός σοσιαλιστικού συστήματος διακυβέρνησης. Mε την πάροδο, όμως, του χρόνου στράφηκε προς τη συντηρητική θεώρηση και τον «κωνσταντινισμό». Παρά την πολιτική του αστάθεια, υπήρξε μαχητικός και επίμονος, όπως άλλωστε και όλη η κοινοβουλευτική ομάδα που την εποχή εκείνη μαχόταν τον παλαιοκομματισμό, την οποία χαρακτηριστικά ονόμαζαν «ομάδα των Iαπώνων», για να τονιστεί η επιμονή τους στην πολιτική και κομματική διεκδικητική δράση, κατά το παράδειγμα των Iαπώνων στρατηγών κατά το ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. H υπουργοποίησή του στην κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη (21 Iουνίου 1908 – 14 Φεβρουαρίου 1909) απογοήτευσε πολλούς από τους οπαδούς του, αν και σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό και παραιτήθηκε. Ωστόσο, παρέμεινε πιστός στις κοινοβουλευτικές αξίες και σφοδρός πολέμιος της κρυφής διπλωματίας, της παρασκηνιακής πολιτικής δράσης και της ανάμειξης των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Στις 26 Mαρτίου 1921 ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας και ευθύς αμέσως ακολούθησε πολιτική διώξεων εναντίον των βενιζελικών. Oταν τον Aύγουστο του 1921 η πορεία προς το Σαγγάριο διαφάνηκε ατελέσφορη ως προς τον τελικό αντικειμενικό σκοπό της – την κατάληψη της Aγκυρας -, έληξε η πολιτική συνεργασίας των ελληνικών κομμάτων. H αβεβαιότητα στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το δυσβάσταχτο ημερήσιο κόστος των οκτώ εκατομμυρίων δραχμών, που στοίχιζε η παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στη Mικρά Aσία, οδήγησαν σε κλονισμό της κυβέρνησής του και τελικά σε παραίτησή του τον Mάρτιο του 1922. Tον Oκτώβριο του ίδιου έτους παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (Δίκη των Eξι), στην οποία καταδικάσθηκε παμψηφεί σε θάνατο, χωρίς να μπορέσει να απολογηθεί. H εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 15 Nοεμβρίου, την ίδια μέρα που ο πρόεδρος του στρατοδικείου, στρατηγός Oθωναίος, ανακοίνωσε την απόφαση. Aσφαλώς είχε και αυτός πέσει θύμα της τραυματικής εμπειρίας του ελληνισμού, που πλέον πορευόταν χωρίς την ψυχολογική στήριξη του οράματος της «Mεγάλης Iδέας». O Eλευθέριος Bενιζέλος, σε αγόρευσή του στη Bουλή την 25η Iουνίου 1930, παραδέχθηκε ότι ο πατριωτισμός του Δημητρίου Γούναρη υπήρξε αδιαμφισβήτητος. Πράγματι, ο θάνατός του αποτέλεσε «θυσία» προς εξυπηρέτηση του μύθου της εσχάτης προδοσίας, που τόσο είχε ανάγκη ο ελληνικός λαός για να δικαιολογηθούν τα δεινά της μικρασιατικής καταστροφής.

    O αρχιστράτηγος Παπούλας, άλλωστε, υποστήριξε τη λήξη της επίθεσης και το σενάριο χρησιμοποίησης των πλεονεκτημάτων που προέκυπταν από τις μέχρι τότε νίκες των Eλλήνων για την επίτευξη ευνοϊκών όρων. O Θεοτόκης γνωστοποίησε αυτή τη θέση του Παπούλα στον πρωθυπουργό, αλλά δεν τη συμμερίστηκε, λέγοντας ότι σε περίπτωση παύσης της επίθεσης, ο δυσμενής αντίκτυπος εντός και εκτός της Eλλάδας θα ήταν μεγάλος. O Γούναρης άφησε την πρωτοβουλία στη στρατιά, αποκλείοντας ωστόσο την περίπτωση να ζητηθεί ανακωχή πρώτα από την ελληνική πλευρά, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε παραδοχή της ήττας της.
    Στο διάστημα αυτής της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, οι Tούρκοι είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις έναντι του Γ’ Σ.Σ., με σκοπό να εφαρμόσουν επιθετική ενέργεια ικανή να την απωθήσει προς την Aλμυρή Eρημο. H επίθεση εκδηλώθηκε στις 28 Aυγούστου και αμέσως τα A’ και B’ Σ.Σ. εκτέλεσαν επιθέσεις αντιπερισπασμού. Παρά την καθυστέρηση του B’ Σ.Σ., το εγχείρημα πέτυχε και ο Kεμάλ αναγκάστηκε να διατάξει αναστολή της επίθεσής του το βράδυ της 29ης Aυγούστου. Tην ίδια νύχτα, ο Παπούλας διέταξε τη σύμπτυξη του στρατεύματος, ώστε το επόμενο βράδυ να αρχίσει η διάβαση του Σαγγάριου ποταμού.

    Tην τελευταία μέρα του Aυγούστου, τα τρία σώματα είχαν πλέον επιτυχώς και χωρίς απώλειες περάσει στη δυτική όχθη του Σαγγάριου. Tο δεξιό κέρας αποτελούσε το A’ Σ.Σ., το αριστερό καταλαμβανόταν από το Γ’ Σ.Σ. και στο κέντρο αναλάμβανε το B’ Σ.Σ. O αρχηγός του τουρκικού επιτελείου, Φεβζί Tσακμάκ, ειδοποίησε τότε τον Kεμάλ για την κίνηση αυτή των Eλλήνων. Aμέσως διατάχθηκε η καταδίωξή τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα εξαιτίας της καταπόνησης των τουρκικών δυνάμεων από τις συνεχείς μάχες. Στις 3 Σεπτεμβρίου, μία δύναμη 3.000 Tούρκων έστησε πρόχειρη γέφυρα με σκοπό να περάσουν το Σαγγάριο, αλλά κι αυτή η προσπάθεια καταποντίστηκε από τις επιτυχείς βολές του ελληνικού πυροβολικού. Aκόμη μία προσπάθεια των Tούρκων να καταστρέψουν την ελληνική βάση του Eσκί Σεχίρ απέτυχε, λόγω της έγκαιρης επέμβασης του Γ’ Σ.Σ., που ανάγκασε τον εχθρό να επιστρέψει με σοβαρές απώλειες στη βάση του.
    Στις 10 Σεπτεμβρίου 1921, η ελληνική σύμπτυξη δυτικά του ποταμού Σαγγάριου είχε πια ολοκληρωθεί. Tο φιλόδοξο σχέδιο για την κατάληψη της Aγκυρας έμελλε να αποτελεί πλέον ένα όνειρο – που ωστόσο στοίχισε στην ελληνική πλευρά περίπου 4.000 νεκρούς, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενους. Aπαιτήθηκε η κλήση στα όπλα της κλάσης του 1922 (30.000 νεοσύλλεκτοι), ώστε να συμπληρωθούν οι απώλειες και να επανέλθει η στρατιά στα επίπεδα του Iουνίου. H τελική σύμπτυξη αποτελεί αναμφισβήτητα έναν άθλο των τριών σωμάτων στρατού, αφού επιτεύχθηκε χωρίς απώλειες σε άνδρες και υλικό. Tο σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι δεν πτοήθηκε το ηθικό τους κατ’ ελάχιστο. Oι πόλεμοι, ασφαλώς, δεν κερδίζονται μόνο με την ψυχολογία. H δράση του Eλληνα στρατιώτη κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 υπήρξε υποδειγματική, το αποτέλεσμα όμως της όλης εκστρατείας απέδειξε ότι η διαυγής επιτελική κρίση είναι εξίσου σημαντική με το φρόνημα και την όποια ηρωική διάθεση.
    Bέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: η τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Eσκί Σεχίρ και στην Kιουτάχεια, ενώ η ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε ηττηθεί σε καμιά μάχη. Tο πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι κεμαλικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά, είχε παταγωδώς αποτύχει. Mόνο η διπλωματία θα μπορούσε να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε διέξοδο, από τη στιγμή που τα όπλα δεν κατάφερναν να επιβάλουν τη λύση του ισχυρού. H Eλλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, προσβλέποντας σε μία τελική επιτυχή έκβαση, η οποία θα την επανέφερε σε ισορροπία μέσω αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Oταν αυτή η προσδοκία της δεν εκπληρώθηκε, η κρίση οδήγησε σε πολιτική αστάθεια και όξυνση του παλαιού μίσους μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη και την «Δίκη των έξι».

    ————

    «Η Πατρίς υπέρ παν και το παν υπέρ ταύτης»

    Oι άνδρες που στάλθηκαν να πολεμήσουν στη M. Aσία και προσπάθησαν να κάνουν το καθήκον τους προς την πατρίδα, έχουν να αφηγηθούν συγκινητικές ιστορίες. Aυτή η φωτογραφία δείχνει μία ομάδα Eλλήνων αξιωματικών στη Σμύρνη, το καλοκαίρι του 1922, λίγο πριν από την καταστροφή. H φωτογραφία στάλθηκε, δίκην καρτ ποστάλ, από τον Kωνσταντίνο Tσάπαλο στην αδελφή του. O Kωνσταντίνος Tσάπαλος σκοτώθηκε στο Aφιόν, στην τοποθεσία «Mαύρος Bράχος», όντας υπολοχαγός στον I 3/5 της 4ης Mεραρχίας κατά την τουρκική επίθεση της 13ης Aυγούστου 1922, δύο μήνες μετά τη φωτογράφηση αυτή. Σύμφωνα με μαρτυρία συμπολεμιστή του, «όταν τραυματίσθηκε ο πολυβολητής του λόχου, ο υπολοχαγός (Tσάπαλος) ανέλαβε το όπλο και έβαλε προς τις τουρκικές θέσεις. Mία σφαίρα τον έπληξε στο κεφάλι και σωριάστηκε στο έδαφος νεκρός». Aυτή ήταν η τελευταία ανάμνηση του στρατιώτη ο οποίος, πληγωμένος καθώς ήταν στο πόδι, λιποθύμησε από την αιμορραγία. Eυγενική παραχώρηση προς δημοσίευση από το αρχείο της Eυγενίας Tσαπάλου, ανιψιάς του Kωνσταντίνου Tσάπαλου.

    http://www.militaryhistory.gr/articles/view/92

  10. ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

    Στις 22 Νοεμβρίου 1920 (την ημέρα δηλαδή που γινόταν δημοψήφισμα για να ξαναφέρουν τον Κωνσταντίνο στον θρόνο της Ελλάδος) ο Έλληνας Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Eυθ. Κανελλόπουλος έστειλε ένα τηλεγράφημα στο Υπουργείο Εσωτερικών.

    Στο τηλεγράφημα αναφερόταν ότι μετά την απόλυση των εκκλησιών οι Πρόεδροι των Ελληνικών σωματείων της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και μεγάλος αριθμός Ελλήνων συγκεντρώθηκαν και έφτιαξαν ένα ψήφισμα που του το έδωσαν, ιδού τι έγραφε ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως προς την Ελληνική Κυβέρνηση αλλά κυρίως προς τον Κωνσταντίνο.

    «Ο Ελληνικός πληθυσμός Κωνσταντινουπόλεως αντιπροσωπεύων όλος αλύτρωτον Ελληνισμόν και τους Έλληνας πολίτας της Τουρκίας υπεράνω πάσης κομματικής διαπάλης και προσωπικής προσηλώσεως ιστάμενος, αποβλέπων μόνον εις τα ύψιστα συμφέροντα του έθνους, έχων συναίσθησιν της αλληλεγγύης του ενός και ιδιαίτερου έθνους, όπερ έζησε και ζη με κοινούς αγώνας και κοινά ιδεώδη, έχων το καθήκον και το δικαίωμα κατά τας κρισίμους ταύτας στιγμάς έναντι του έθνους και της ιστορίας να κηρύξη την γνώμην και τη θέλησίν του, λαμβάνων υπόψιν ότι η παρουσία του Βασιλέως Κωνσταντίνου επί του Ελληνικού θρόνου δύναται να γίνει πρόξενος εθνικών καταστροφών, διαμαρτύρεται εναντίον του σήμερον τελουμένου εν Ελλάδι δημοψηφίσματος».

    Αλλά και ο μητροπολίτης Προύσας Δωρόθεος, ο οποίος κατείχε θέση τοποτηρητού του Οικουμενικού Πατριαρχείου (και ασφαλώς εξέφραζε την γνώμη και πολλών άλλων μητροπολιτών) με επιστολή του στην γαλλική ζήτησε από τον Κωνσταντίνο που ήταν στην Λουκέρνη να παραιτηθεί.

    «Le devoir que le salut de la patrie vois impose est celui de renoncer a vos revendications».

    «Καθήκον για την σωτηρία της πατρίδος επιβάλει να παραιτηθείτε από τις διεκδικήσεις σας».

    Αυτό όμως που έβλεπαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι πρόεδροι των σωματείων τους και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήθελε να το δει ο εγωιστής και φίλαρχος Κωνσταντίνος, ο οποίος με τίμημα μια εθνική καταστροφή ήθελε να πάρει ρεβάνς απέναντι στην απομάκρυνσή του. Και όπως γράφει ο Στάθης Πρωταίος : «Δεν κατώρθωσε να θυσιάσει την ΣΤΙΓΜΗ στην ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. Προτίμησε από το ΕΥΓΕ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ την στιγμιαία ζητωκραυγή μιας καθυστερημένης μερίδας χωρικών. Ζήτω ο Κουμπάρος! Φώναξε η στιγμή ΝΤΡΟΠΗ γράφει η ιστορία».

    Τι απάντησε η κυβέρνηση των Αθηνών δια του στόματος του Δημ Ράλλη;

    Ο Κανελλόπουλος πήρε το πιο κάτω τηλεγράφημα:

    «Δηλώσατε παρακαλώ τοποτηρητή Πατριαρχικοίς και Εθνικοίς κύκλοις, ότι διατελώ κατάπληκτος δια την στασιαστικήν και ανευλαβή συμπεριφοράν και γραφήν αυτών, ότι απέναντι τοιαύτης τακτικής ενδείκνυται τη Ελληνική Κυβερνήσει να διακόψει πάσαν επικοινωνίαν και αρωγήν προς στασιαστάς βυσσοδομούντας εθνικήν διαίρεσιν».

    Θλιβερό τηλεγράφημα μιας θλιβερής κυβέρνησης και ενός θλιβερού βασιλιά.

    Για να μη νομίσει κανείς ότι όλες αυτές οι υποδείξεις προερχόντουσαν μόνο από βενιζελικούς Μικρασιάτικους κύκλους. Ο τέως πρωθυπουργός και ακραία βασιλικός Σπυρ Θεοτόκης έκανε υπόδειξη να μη επανέλθει ο Κωνσταντίνος στον θρόνο, διότι η επάνοδός του θα έβλαπτε τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

    Αλλά και ο Ι Μεταξάς (βασιλικότερος δεν γινόταν) αλληλογραφούσε με τον πρίγκηπα Ανδρέα που είχαν προσωπική φιλία και του ανέφερε ότι σκοπός ήταν η απελευθέρωση του ελληνικού λαού και όχι η επιστροφή του Κωνσταντίνου, του πρότεινε να μη αναμειχθούν τα μέλη της δυναστείας στην πολιτική ζωή του έθνους, τα ίδια περίπου έγραφε και στον πρίγκηπα Νικόλαο και τον πρίγκηπα Γεώργιο.

    http://pluton22.blogspot.gr/2014/07/blog-post_22.html

  11. Λ.Τ on

    Οίκαδε

    άρθρο του Γεωργίου Βλάχου στην Καθημερινή της 14ης/27ης Αυγούστου 1922

    Ενώ αι ελπίδες -ας τας είπωμεν ελπίδας- περί προσεχούς συγκλήσεως συνεδρίου εν Βενετία ελαττούνται, το φθινόπωρον έρχεται και έρχεται ο χειμών. Αν οιαδήποτε προς την κυβέρνησιν σύστασις προς τερματισμόν της εκκρεμότητος ήτο χθες περιττή, διότι είχε σκέψεις η κυβέρνησις υπό εκτέλεσιν, αίτινες ηδύναντο και να επιτύχουν, είχε δε και χρήματα ίνα δαπανά δια πολεμικούς σκοπούς, αφού δια πολεμικούς σκοπούς εδανείσθη, σήμερον πάσα όχι σύστασις, αλλά και πίεσις εκ μέρους και των φίλων αυτής είναι χρήσιμος, διότι και τα χρήματα λείπουν και των υπό εκτέλεσιν σκέψεων η σειρά ευρίσκεται εις το τέρμα της. Ηλπίζαμεν προ τινος ότι μία προς Κωνσταντινούπολιν στροφή της ελληνικής προσπαθείας θα ήτο δυνατόν να εκβιάση την λύσιω γνωρίζομεν πολλοί, αλλά δεν γνωρίζομεν όλοι, διατί δεν επέτυχεν ο εκβιασμός και πώς οι εν τω εξωτερικώ θορυβούντες εχθροί της Ελλάδος επείσθησαν ότι πρόκειται περί «μπλόφας» υπό των εν τω εσωτερικώ εχθρών αυτής.
    Ηλπίσαμεν έπειτα ότι οι εξαφνικά ακουσθέντες θερμοί λόγοι του πρωθυπουργού της Αγγλίας, οι δημοσία και παγκοσμίως κυρώσαντες την επί των ελληνικών δικαίων προστασίαν της θαλασσοκρατείρας, ήθελον μεταβληθή ταχέως και εν τη στενή προθεσμία της αντοχής των Ελληνικών πόρων εις εμπράγματον βοήθειαν. Ηλπίσαμεν αργότερα -και τότε ηλπίσαμεν κακώς- ότι προσεχής Διάσκεψις ήθελεν εν βία δυνηθή να εκτελέση τας επί του Ανατολικού αποφάσεις της’ αλλά και αυτή η κακή ελπίς ματαιούται.

    Η Ελλάς λοιπόν απομένει μόνη με τον στρατόν της, με τους πόρους της και τους εχθρούς της. Μόνη, όπως προ μηνών, ότε επιστρέφουσα εκ της ξένης είχε πεισθή περί αυτού και απεφάσιζε, και απεφάσιζε καλώς, την αυθαίρετον προς την Κωνσταντινούπολιν πορείαν. Μόνη.

    Οι τυχόν έχοντες την διάθεσιν ν’ αναβλέψουν προς την πρώτην Νοεμβρίου και ν’ «αναμετρήσουν τας συνεπείας της», ας μας επιτρέψουν να παρατηρήσωμεν ότι έμειναν μόνοι, όχι μόνον οι πιστεύσαντες εις τους ισχυρούς των συμμάχους ααθενείς, αλλά και αυτοί οι ισχυροί.οι πιστεύσαντες εις αλλήλους. Μόνη λοιπόν η Ελλάς οφείλει να εκκαθαρίση την κατάστασιν. Και οφείλει να την εκκαθαρίση κατά τρόπον, όστις θ’ αποτελέση δι’ αυτήν λήξιν οριστικήν μιας σκληράς περιπετείας, δι’ εκείνους δε, οίτινες ηπάτησαν αυτήν και τον κόσμον. κόλαφον, του οποίου το ερύθημα δεν θ’ αποπλύνη η Ιστορία.

    Η Ελλάς οφείλει εν τάχει να προβή εις την διοικητικήν οργάνωσιν της Μικράς Ασίας, εις την παράδοσιν της χώρας εις τους γενναίους κατοίκους της, εις την σύντομον εκπαίδευσιν των ανδρών οίτινες θ’ αναλάβουν εν τω μέλλοντι την φύλαξίν της, και εις την πρόσκλησιν των Ισχυρών, όπως παραλάβουν «τον ελευθερωθέντα από των δεσμών της δουλείας» λαόν, ένα ακριβώς από τους λαούς περί ων εμερίμνων, όταν μαχόμενοι και έχοντες ανάγκην συμμάχων ελάλουν την γλώσσαν των ελευθεριών. Αλλά στρστον; Ποίος θα σώση τον στρατόν; Οι σύμμαχοι όμως δεν έχουν στρστών ανάγκην. Ας παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος. Όπως άλλοι, δεν επιμένομεν να έχωμεν την θέσιν ανευθύνου ,τιμητού των υπευθύνων πολιτικών ανδρών της χώρας. Οπως ουδείς άλλος, εζήσαμεν μετ’ αυτών ημέραν προς ημέραν τους μήνας Και τα έτη των προσπαθειών.

    Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.

    Γ.ΒΛΑΧΟΣ

    Συζήτηση στο βρετανικό Κοινοβούλιο στις 4 Αυγούστου 1922

    Πρωθυπουργός (ο Lloyd George): Από όσα είπε ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής του Central Ηull (πλωτάρχης Kenworthy) ελάχιστα είναι εκείνο που μπορώ να συμφωνήσω μ’ αυτά. Διατύπωσε όμως μια υπόδειξη που θα την αποδεχτώ, ότι δηλαδή θα ήταν ευκταίο πριν διακόψουμε τη συνεδρίαση να συζητήσουμε για τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής. Η κυβέρνηση δεν έχει να αποκρύψει τίποτε από την πολιτική της. Συμφωνώ με την υπόδειξη του εντιμότατου και γενναίου φίλου… ότι είναι επιθυμητό περισσότερο από κάθε τι άλλο να αποκατασταθεί η ειρήνη στο τμήμα αυτό του κόσμου… Ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής του Central Ηull παρουσίασε στη Βουλή την εικόνα μιας φιλικής Τουρκίας που δυσαρεστήθηκε εξαιτίας της πολιτικής της κυβέρνησής μας… Φαίνεται (όμως) ότι λησμόνησε εντελώς την πρόσφατη ιστορία αυτής της χώρας.
    Λησμόνησε… τα Δαρδανέλλια (όπου οι Τούρκοι με τους Γερμανούς απόκρουσαν τους αγγλογάλλους κι εμπόδισαν την αποστολή βοήθειας προς την τσαρική Ρωσία, αυτό το αίτιο -ανάμεσα σε άλλα- συντέλεσε ίσως στη Ρωσική Επανάσταση). Υπάρχει και μια άλλη αυταπάτη… ότι η κατάληψη της Σμύρνης και το σχέδια της Συνθήκης των Σεβρών υπήρξαν αποκλειστικά έργο της Μεγάλης Βρετανίας. Προφανώς δεν έχει (ο Kenworthy) σαφή γνώση των γεγονότων. Όσα έγιναν εκεί υπήρξαν έργο επιτροπής που ορίστηκε από τις μεγάλες δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία και Βρετανία)… Καμιά παρέμβαση ποτέ δεν κάναμε στο έργο της Επιτροπής εκείνης.

    Αφήσαμε τους αντιπροσώπους να διατυπώσουν τις υποδείξεις τους και εκείνοι -με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα- υπόδειξαν ότι η. Σμύρνη και τα γειτονικά βιλαέτια έπρεπε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα, γιατί ήταν ελληνικά ως προς τον πληθυσμό, τα οικονομικά συμφέροντα και την ιστορία… Η μόνη δύναμη που δε διατύπωσε γνώμη (δε συμφώνησε) ήταν η Ιταλία, για λόγους προφανείς’ η Ιταλία εκείνο τον καιρό διεκδικούσε τη Σμύρνη για λογαριασμό της… Είναι απόλυτα αληθινό ότι η Γαλλία άλλαξε από τότε γνώμη, για λόγους που είναι πασίγνωστοι αλλά αυτό δεν ήταν δική μας υπόθεση… Επιθυμώ να καταστήσω απόλυτα σαφές τούτο, ότι η πτώση του κ. Βενιζέλου (1 Νοέμβρη 1920) και η παλινόρθωση του βασιλιά Κωνσταντίνου, προκάλεσαν στη γαλλική κοινή γνώμη κάποια ψυχρότητα απέναντι στην Ελλάδα… Δυο φορές κάναμε προσπάθειες για να επιτευχθεί συμφωνία ειρήνευσης ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Πρώτη φορά στο Λονδίνο όπου συμφωνήθηκαν σημαντικές τροποποιήσεις στη Συνθήκη των Σεβρών… (αλλά τελικά δεν αποδέχτηκαν οι Τούρκοι)… Διατυπώθηκε ως προκαταρκτικός όρος ότι έπρεπε να προηγηθεί ανακωχή… Η Ελλάδα δέχτηκε, η κυβέρνηση της Άγκυρας αρνήθηκε… Ο Κεμάλ επέμενε να προηγηθεi αποχώρηση του ελληνικού στρατού…. Ο ελληνικός στρατός απάντησε: Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις θέσεις μας και το λαό μας πριν να μάθουμε ποιες εγγυήσεις ενσωματώθηκαν στη συνθήκη για την προστασία αυτού του λαού». Αυτό δεν ήταν παράλογο. Ο αξιότιμος και γενναίος βουλευτής δέχεται με απόλυτη ειλικρίνεια ότι έγιναν βιαιότητες από τους Τούρκους. Επέμενε με μεγάλη αγανάκτηση σε μια δυο περιπτώσεις βιαιότητας από την πλευρά των Ελλήνων. Αλλά δεν είδα τον ίδιο τόνο αγανάκτησης όταν αναφέρθηκε στις Τούρκικες βιαιότητες. Φύλαξε την οργή του μόνο για τους Έλληνες…

    Αναρωτιέμαι αν ο εντιμότατος και γενναίος βουλευτής είδε την έκθεση της αμερικανικής αποστολής για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν στον Πόντο… Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν και δεκάδες χιλιάδες βρήκαν εκεί το θάνατο…

    Οι Έλληνες είχαν δικαίωμα να πουν: «Πριν αποσυρθούν τα στρατεύματά μας από τις γραμμές που καταλάβαμε… θέλουμε να έχουμε κάποια εγγύηση ότι δε θα συμβεί εκεί ό,τι έγινε στον Πόντο»… Δε μας συγχωρούσαν οι περιστάσεις να αφήσουμε το εμπόρια της περιοχής να τελεί κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας και ανωμαλίας. Αλλά οι Τούρκοι σκόπιμα επέμεναν σ’ αυτό. Επιπλέον ανέτρεψαν την ισορροπία των προτάσεων των Παρισίων κι έτσι απόδειξαν ότι δεν αξίζουν να τους εμπιστευτεί κανείς πλήρη κυριαρχία και εξουσία σε περιοχή όπως το βιλαέτι της Σμύρνης… Ο Τούρκος είναι ανατολίτης. Γνωρίζει πολλά.

    Ίσως δε γνωρίζει πάντα την αξία του χρόνου, αλλά στη διπλωματία επιδιώκει πάντα να κερδίζει χρόνο. Στηρίζεται στην ελπίδα ότι η άλλη πλευρά θα ενδώσει πρώτη… Λησμονώ ποιος είπε ότι δεν υπήρξαμε δίκαιοι και προς τις δυο πλευρές (Έλληνες και Τούρκους). Δεν είμαι βέβαιος ότι υπήρξαμε. Τι συνέβη; Διεξάγεται πόλεμος ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Υπερασπίζουμε την πρωτεύουσα του ενός μέρους (την Κων/λη) ενάντια στο άλλο μέρος… Αν δεν ευρισκόμασταν εκεί, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Έλληνες μπορούσαν μέσα σε ελάχιστες ώρες να καταλάβουν εκείνη την πρωτεύουσα… Υπάρχουν ακόμη ενδείξεις, ίσως όχι εντελώς αβάσιμες, ότι οι κεμαλικές δυνάμεις ανεφοδιάζονται από την Ευρώπη… Οτιδήποτε και αν συμβεί πρέπει να εξασφαλίσουμε αρκετή προστασία για τις μειονότητες στο τμήμα αυτό της Μικράς Ασίας… Εγγύηση δεν εννοώ το λόγο της Άγκυρας. Ο λόγος αυτός δόθηκε επίσης στην Αρμενία. Ποια ήταν τελικά η αξία του;… Συμφωνώ ότι υπήρξε εποχή που η Τουρκία ήταν ανεκτική και σε γενικές γραμμές επιεικής απέναντι στους αλλόφιλους και αλλόθρησκους. Αλλά σήμερα επικρατεί άλλο πνεύμα που εμπνέει πολλούς απ’ αυτούς που διευθύνουν την πολιτική της χώρας αυτής…

    Υπάρχει κάτι ακόμη που ειπώθηκε από τον εντιμότατο φίλο μου στον πολύ ενδιαφέροντα λόγο του. Ότι αναμφίβολα η Ελλάδα υποφέρει από τον ατυχή διχασμό ανάμεσα στους οπαδούς του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, που παραλύει τις προσπάθειές της. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή κατόρθωσε όσα κατόρθωσε. Διατήρησε στρατό, στρατό πολυάριθμο. Μου έχουν πει ότι υπάρχουν στρατιώτες που δεν έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους εδώ και 12 χρόνια -χωρικοί που άφησαν τα χωράφια τους- και ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ακόμα πρόθυμοι να συνεχίσουν τον αγώνα για να λευτερώσουν τους ομοεθνείς τους. Έχουν υποστεί οικονομικές θυσίες σχεδόν απίστευτες. Για να βγει η χώρα από τις οικονομικές δυσκολίες, επινοήθηκε το ευφυές εκείνο μέτρο, που διχοτόμησαν τα χαρτονομίσματα και το ένα κομμάτι τους διατηρήθηκε ως νόμισμα με αξία μισή ως προς την αρχική, ενώ το άλλο κομμάτι έγινε δάνεια αναγκαστικό για τις ανάγκες της πατρίδας. Αυτό είναι ένα τέχνασμα αντάξιο της εφευρετικότητας των Ελλήνων… Έγινε αγόγγυστα αποδεκτό από ολόκληρο τον πληθυσμό. Και αυτό έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να παρατείνουν ακόμη περισσότερο την παραμονή των παιδιών τους στο μικρασιατικό μέτωπο. Λαός που κατόρθωσε όλα αυτά αξίζει την εκτίμηση όλων μας, όλων των χωρών. Γι’ αυτό ειλικρινά πιστεύω ότι οτιδήποτε κι αν συμβεί οφείλουμε να φροντίσουμε να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας σε περίπτωση οποιασδήποτε επανάληψης εκείνων των φρικτών επεισοδίων που έχουν καταισχύνει την ιστορία της χώρας αυτής……»

  12. Η πολιτική του ΣΕΚΕ στο Μικρασιατικό Ζήτημα
    του Βλάση Αγτζίδη*
    Τουρκικός εθνικισμός και γερμανικός ιμπεριαλισμός

    Ο μιλιταριστικός τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Οι στρατιωτικοί που τον εξέφρασαν χαρακτηρίζονταν από ακραία εθνικιστική υπεροψία. Αποκαλυπτική είναι μια σύσταση του Ισμέτ Ινονού προς τους νέους αξιωματικούς: «Ο σουλτάνος είναι εχθρός σας. Είναι επτά γενεών εχθρός σας… ακόμα και ο λαός είναι εχθρός σας»12. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία» 13. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα».14 Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό. Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.

    Η νεοτουρκική ακροδεξιά (Τζεμάλ, Εμβέρ, Ταλαάτ) εξέφραζε τα προαστικά μουσουλμανικά στρώματα που επιδίωκαν το σταμάτημα τόσο των πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και της απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα αλλά και «την κοινωνική ανωριμότητα» ξεσκέπασαν «γρήγορα και καθαρά» οι Γερμανοί σοσιαλιστές.15 Η φιλελεύθερη πτέρυγα που εκπροσωπούνταν από τον Πρίγκιπα Σαμπαχαεντίν και είχε την αποδοχή και των προοδευτικών στοιχείων από την ελληνική και αρμενική κοινότητα, θα ηττηθεί από τους στρατιωτικούς. Ο Πρίγκιπας Σαμπαχαεντίν εξέφρασε τις πιο προοδευτικές οθωμανικές δυνάμεις που εμφορούνταν από το πνεύμα του διαφωτισμού και επεδίωκαν τη διαμόρφωση ενός κράτους δικαίου16.

    Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των ανταγωνιστών τους, δηλαδή, μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών, των Ελλήνων και των Αρμενίων.17 Ο γερμανικός καπιταλισμός εισδύει στη μικρασιατική ενδοχώρα επιχειρώντας να εξαρτήσει την αγροτική οικονομία μέσω της Γερμανικής Τράπεζας (Deutsche Bank). Παράλληλα αναλαμβάνει τον έλεγχο του νεοτουρκικού στρατεύματος. Η Λούξεμπουργκ που είχε καταγγείλει «την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα» αναφέρει: «Ο τουρκικός μιλιταρισμός γίνεται εξάρτημα του πρωσικού-γερμανικού μιλιταρισμού… η αναλαμβανόμενη από τη Γερμανία προσπάθεια αναγέννησης της Τουρκίας, ήταν μια καθαρή τεχνική προσπάθεια γαλβανισμού ενός πτώματος…»18

    Οι απόψεις των μπολσεβίκων ηγετών για τους Νεότουρκους και τον κεμαλισμό ήταν διφορούμενες, περιέχοντας στοιχεία αποδοχής αλλά και επιφύλαξης. Ο Λένιν και ο Τρότσκι σε κείμενά τους στα 1910-1912 υποστήριζαν πως οι Νεότουρκοι αποτελούσαν ένα επαναστατικό αστικό κίνημα, που όμως έτεινε προς συμβιβασμό με την παλιά φεουδαρχική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.19 Όμως αργότερα η επίσημη σοβιετική άποψη θα είναι απορριπτική των Νεότουρκων. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα αναφερθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού.20

    Η πολιτική της γερμανικής Δεξιάς εντάσσεται σε μια προαστική προσπάθεια κυριαρχίας των τοπικών φεουδαρχών και γαιοκτημόνων και στο σημείο αυτό συναντά και συμπορεύεται με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο επίσης είχε προαστικά, αντι-εκσυγχρονιστικά και φεουδαρχικά χαρακτηριστικά και βάσιζε την πολιτική του σε έναν ακραίο φυλετικό λόγο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής επιδιώκοντας την καταστροφή των μεσοαστικών στρωμάτων και την ιδιοποίηση του πλούτου που αυτά είχαν παράγει. Αυτή ήταν μια από τις θεματικές που θα ενσωματωθούν, μέσα στο φόντο των εξελίξεων του Μεσοπολέμου, στο φαινόμενο του Ναζισμού.21

    Σε ιδεολογικό επίπεδο, η ακροδεξιά πτέρυγα των Νεότουρκων που θα καταλάβει την εξουσία με το στρατιωτικό κίνημα του 1908, εμπνέεται από το γερμανικό φυλετικό ρομαντισμό. Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.22 Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα.23

    Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να εμφυσήσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο». Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια της θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι»24.

    Στην περίπτωση του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της –όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή– έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαΐστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φυλών. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του Gökalp. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…» Έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες.

    Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική και ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1911 είχαν αποφασίσει την καταπίεση και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.25

    Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η Επιτροπή θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Έλληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας… Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gökalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ένα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».26

    Οι Μικρασιάτες σοσιαλιστές

    Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γεώργιο Σκληρό –που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου– και τον Δημήτρη Γληνό –από τη Σμύρνη της Ιωνίας– ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.

    Ο Δημήτρης Γληνός γράφει με εξαιρετική οξυδέρκεια: «Εύρομεν ότι ο μόνος τρόπος αμύνης των μη Τούρκων κατά του επιδιωχθησομένου αμειλίκτως εκτουρκισμού είνε η συστηματική διοργάνωσίς των ως πολιτικών παραγόντων… η μόνη ultima ratio κατά του εσχάτου κινδύνου των εν Τουρκία Χριστιανών… είνε η στρατιωτική και ναυτική οργάνωσις η σκόπιμος και τελεία και επί ωρισμένου σχεδίου προπαρασκευή προς δράσιν των περί την Τουρκία χριστιανικών κρατών… Η τουρκική αστική τάξις θα φανή συμβιβαστική μόνον, εάν γνωρίζει ότι απέναντί της έχει ωργανωμένους και ισχυρούς αντιπάλους, έτοιμους να αναλάβωσι τον περί πάντων αγώνα»27.

    Ο Γεώργιος Σκληρός θεωρούσε ότι: «…Μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων σε ένα πολιτικό συνασπισμό και μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου, θα μπορέσει να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεότουρκων σε ομαλά όρια, και από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις, πώς το ζήτημα της Ανατολής είναι μονάχα ζήτημα των λαών της, που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής».28

    Παρόμοια προσέγγιση είχε και η εφημερίδα Ο Λαός που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη από τον Νίκο Γιαννιό: «Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει».29

    Η επιρροή στο ελλαδικό κομμουνιστικό κίνημα

    Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ θα λάβει χώρα στις 4-10 Νοεμβρίου του 1918, στο οποίο συμμετέχουν περί τα χίλια άτομα, μεταξύ αυτών και κάποιοι εκπρόσωποι Μικρασιατών εργατών.45 Στο συνέδριο αυτό θα παρθούν σημαντικές αποφάσεις για τα «Βαλκανικά Ζητήματα». Συγκεκριμένα υπερψηφίστηκε η θέση:

    «Προς επίλυσιν των εκκρεμών ζητημάτων ά ενδιαφέρουν την Βαλκανικήν και ειδικώς τη χώρα μας, το συνέδριον προτείνει:

    1) Την παροχή πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης και Δωδεκανήσων και Καστελορίζου, καθώς και της Β. Ηπείρου να καθορίζουν την τύχη των.

    2) Πλήρες δικαίωμα παλινοστήσεως και αποζημιώσεως (δια καταστροφάς τας οποίας υπέστησαν) δια τους βίαια εκδιωχθέντες διαφόρους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξαρτήτων φυλής, εις τους οποίους να παρασχεθούν τα μέσα επιστροφής.

    3) Το σημερινό κράτος [σ.τ.σ. Οθωμανική Αυτοκρατορία] να μεταβληθεί εις μίαν ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων, ώστε οι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν δημοκρατικήν ομοσπονδία».

    Παρόμοια και πολύ πιο έντονη είναι η θέση άλλων ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων που απαρτίζονται από Έλληνες της Μικράς Ασίας, που γνωρίζουν την πραγματικότητα της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της «Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού», που καθοδηγείται από τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, Πόντιο πρόσφυγα από το Καρς του Καυκάσου. Η «Ελληνική Κομμουνιστική Ομάς Οδησσού» χρησιμοποιεί σαν βασικό αντεπιχείρημα στην επέμβαση του ελληνικού στρατού κατά των μπολσεβίκων, την ιμπεριαλιστική στάση της τσαρικής Ρωσίας που απειλούσε τις ελληνικές περιοχές της Ανατολής. Στην προκήρυξη που μοιράζει στον ελληνικό στρατό που συμμετέχει στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία της Αντάντ, γράφει ότι ο τσαρισμός «…ήθελε να πάρει την Τραπεζούντα, την Μικρασία και την Κων/πολη ακόμα».46 Θεωρεί αυταπόδεικτα τα ελληνικά δικαιώματα στις περιοχές αυτές.

    Η ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κομιντέρν αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κρίση στην Ανατολή. Η βασική του θέση, όπως ψηφίστηκε στο ιδρυτικό συνέδριο, θα αγνοηθεί. Η προσέγγισή του για τον μικρασιατικό πόλεμο διαμορφώνεται πλέον από την απόφαση της Κομιντέρν που έφτασε στην Αθήνα το Μάρτη του 1920 γραμμένη στα γερμανικά υπό τον τίτλο: «Thesen und Resolutionen des zweites Weltkongresses der Kommunistischen Internationale».47 Αποφασιστική είναι η επίδραση των Εβραίων σοσιαλιστών της Θεσ/νίκης και της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν. Ο G. Haupt, ο οποίος προλογίζει την αυτοβιογραφία του Αβραάμ Μπεναρόγια, ερμηνεύει την απόλυτα διεθνιστική θέση των Εβραίων σοσιαλιστών, από την «ειδική τους κατάσταση και απομόνωση».48

    Από τις επίσημες αναλύσεις του ΣΕΚΕ λείπει πλέον ολοκληρωτικά και η παραμικρή αναφορά στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Το μόνο που υπάρχει είναι τα συμφέροντα της «αγγλογαλλικής κεφαλαιοκρατίας».49 Το ΣΕΚΕ θεωρεί ότι το επιχείρημα της απελευθέρωσης των «υπόδουλων αδελφών» (τα εισαγωγικά του ΣΕΚΕ) είναι μόνο για μεγαλύτερη εκμετάλλευση του λαού από τους αστούς και βάθεμα της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Και καλεί «τους εργάτας και χωρικούς της Ελλάδος» σε αντιπολεμικό αγώνα για την «οριστικήν επικράτησιν της σημαίας μας, δια την οριστικήν απολύτρωσίν μας από κάθε είδους ζυγόν, από κάθε εκμετάλλευσιν».50 Ο Σταυρίδης ανα- φέρει, ωστόσο, ότι σε μεταξύ τους συζητήσεις θεωρούσαν ότι ήταν «εκστρατεία απελευθερωτική ελληνικών πληθυσμών και ελληνικών εδαφών εφ’ όσον περιωρίζετο εις τα εδάφη της Συνθήκης των Σεβρών». Ακόμα και ερωτήματα έμπαιναν «γιατί δεν έρχεται εδώ να μας βοηθήσει με στρατόν της [σ.τ.σ. η Αγγλία] με αποβάσεις εις τον Εύξεινον Πόντον. Δια να κτυπήσει αμέσως τον Κεμάλ να τελειώνωμεν».51

    ………………..
    ……………….

  13. …………………..
    ………………….
    Η αντιπολεμική εκστρατεία του ΣΕΚΕ άρχισε με τη δημοσίευση σκληρών άρθρων κατά του πολέμου στην εφημερίδα Η φωνή του εργάτη. Είχε προηγηθεί έκκληση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο, προς τους κομμουνιστές στρατιώτες να αντισταθούν στην εκστρατεία. Σταθμό στην αντιπολεμική στρατηγική αποτελεί η εκλογική συμμαχία με την, επίσης αντιπολεμική, αντιβενιζελική βασιλική παράταξη. Τα συνθήματα ήταν: «Οίκαδε», «επιστροφή από το μέτωπο», «αποχώρηση του στρατού από τη Μικρά Ασία». Διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ένας αντιμικρασιατικός, αντιπολεμικός χώρος. Η προεκλογική ρητορική του κόμματος «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη ήταν απολύτως συμβατή με την αντίστοιχη ρητορική του ΣΕΚΕ. Αποκαλυπτικό γεγονός της παράδοξης εκείνης συνάντησης μοναρχικών και παλαιοελλαδιτών κομμουνιστών, υπήρξε μια κομμουνιστική προεκλογική συγκέντρωση (Οκτώβρης 1920). Για την προεκλογική αυτή συγκέντρωση που έγινε από το ΣΕΚΕ(Κ) στην Αθήνα, ο Κορδάτος μας ενημερώνει ότι έλαβαν μέρος 50.000 διαδηλωτές: «Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί. Φοβόνταν να οργανώσουν δική τους διαδήλωση και πήραν μέρος στην κομμουνιστική. Γι’ αυτό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας: Κάτω ο Βενιζέλος, Κάτω ο πόλεμος… Μερικές κυρίες απ’ τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της Πλατείας Συντάγματος “έραιναν με άνθη” τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα “μπράβο παιδιά. Σφυρί δρεπάνι”. Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές». Μας πληροφορεί επίσης ότι την εκδήλωση του ΣΕΚΕ(Κ) παρακολούθησαν κάποια στελέχη του μοναρχισμού όπως οι Γεώργιος Βλάχος, Νίκος Κρανιωτάκης και μας ενημερώνει ο Κορδάτος ότι: «Ήταν και αυτοί χαρούμενοι και δυο τρεις φορές χειροκρότησαν το ρήτορα Ευ. Παπαναστασίου».52 Ο Ελευθέριος Σταυρίδης αναφέρει ότι κατά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πολλοί μοναρχικοί διπλοφήφισαν το ΣΕΚΕ και την Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν του Γούναρη.

    Σημειώσεις
    12. Βασίλης Νότης, ό.π., σελ. 36.
    13. Τεκίν Αλπ, Το τουρκικό και παντουρκιστικό ιδεώδες, έκδ. Αρμενικοί Ορίζοντες, Αθήνα, 1992, σελ. 78-79.
    14. Celal Bayar, Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris, τόμ. 5, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Baha, 1967, σελ. 1572-82.
    15. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η δραστηριότητα των γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία», περ. Οι Λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 56-62.
    16. «…Εγκαινίασε (ο Σαμπαχαεντίν) ένα πρόγραμμα μετεξέλιξης της Αυτοκρατορίας σε μια “πολυπολιτισμική” κοινωνία, που θα φιλοξενούσε μέσα στο οθωμανικό μωσαϊκό τους διάφορους συμβατούς μεταξύ τους πολιτισμούς. Με την αντίληψη αυτή ιδρύθηκε το Κομιτάτο “Ένωση και Πρόοδος”. Στην οργάνωση αυτή, σε αντίθεση με τις απόψεις του πρίγκιπα Σαμπαχαεντίν (αντεμί μερκετζί: αποκέντρωση), εμφανίστηκε η ομάδα του Αχμέτ Ριζά, που υποστήριζε τον συγκεντρωτικό έλεγχο (κατί μερκετζί) και εισήλθε δυναμικά στην πολιτική με την υποστήριξη των Γερμανών. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της οργάνωσης…. Η γραμμή του Σαμπαχαεντίν είχε τη μεγαλύτερη μαζική αποδοχή. Παρ’ όλη τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση για κάποια περίοδο, δεν κατάφερε να διαμορφώσει την τελική γραμμή και βαθμιαία απομακρύνθηκε από την εξουσία». Ahmet Oral, «Για το Αρμενικό, Ελληνικό, Κουρδικό και Αλεβίτικο Ζήτημα», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 30 Μαΐου 2011.
    17. Για τη γερμανική στάση βλέπε: Γ. Μικρασιανός, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, εκδ. Πετράκου, Αθήνα, 1916· Μιχαήλ Ροδά, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, επανέκδοση, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1995.
    18. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η δραστηριότητα των γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία», περ. Οι Λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 56-62.
    19. Είναι χαρακτηριστικές επίσης εδώ οι ανάλογες εκτιμήσεις του Ζινόβιεφ για τον Κεμάλ το Σεπτέμβριο του 1920 στο συνέδριο των λαών της Ανατολής στο Μπακού: «Στην Τουρκία… η σοβιετική κυβέρνηση υποστηρίζει τον Κεμάλ. Δεν ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή ότι το κίνημα του οποίου είναι επικεφαλής ο Κεμάλ δεν είναι ένα κομμουνιστικό κίνημα… Ο ίδιος ο Κεμάλ λέει ότι “το πρόσωπο του Χαλίφη και του Σουλτάνου είναι ιερό και απαραβίαστο”. Το κίνημα που επικεφαλής του είναι ο Κεμάλ θέλει να σώσει το “ιερό” πρόσωπο του Χαλίφη από τα εχθρικά χέρια – αυτή είναι η άποψη αυτού του κόμματος» (https://www.marxists.org/history/international/comintern/baku/ch01.htm).
    20. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ. 637-650.
    21. Το φαινόμενο αυτό, η έρευνα για τις πνευματικές ρίζες της ακροδεξιάς πολιτικής, η διαμόρφωση της γερμανικής ιδεολογίας και η προϊστορία της σχέσης της άκρας Δεξιάς με τη μεταμοντέρνα σκέψη αναπτύσσεται υποδειγματικά στο: Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό (πρωτότυπ. τίτλος The Seduction of Unreason), εκδ. Πόλις, 2007.
    22. Για τον παντουρκισμό δες το βιβλίο ενός από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: Tekin Alp, Τhe turkish and pan-turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη το 1915. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1992. Το παντουρκιστικό φαινόμενο παρουσιάζεται αναλυτικά στη μελέτη: Jacob M. Landau, Ο παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, Αθήνα, εκδ. Θετίλη, 1985.
    23. Dimitris A. Zeginis, Nationalism and the reality of the nation-state: The case of Greece and Turkey in relation to the European orientation in the two countries”, Ph.D. Thesis, University of Essex, 1993, σελ. 195-203.
    24. Aριστοτέλης Μητράρας, Το εθνικιστικό τρίπτυχο. Εκτουρκισμός-εξισλαμισμός-εκσυγχρονισμός στην ποίηση του Ζιγιά Γκιοκάλπ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2012.
    25. “The Salonica Congress. Young Turks and their programme”, εφημ. The Times, Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 1911.
    26. Taner Aksam, Mια επαίσχυντη πράξη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 141.
    27. Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 101-134.
    28. Γεώργιος Σκληρός, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 77-99.
    29. Κεντρικό άρθρο, Λαός, Κωνσταντινούπολη, 18 Ιανουαρίου 1909.
    45. Στο Β΄ συνέδριο του ΣΕΚΕ, τον Απρίλιο του 1920, αποφασίζεται η προσθήκη της λέξης «Κομμουνιστικό» στον τίτλο και γίνεται έτσι ΣΕΚΕ(Κ) (Μανώλη Κόρακα, «Ο Ελληνικός συνδικαλισμός». Αναφορά από τον Λιβιεράτο Δημήτρη, Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα 1918-1923, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1976, σελ. 31, 45.)
    46. Παυλίδης Ελευθέριος, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων, 1953, σελ. 57-60.
    47. Ελευθέριος Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα, 1953, σελ. 56.
    48. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του Ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα, εκδ. Κομμούνα, 1986, σελ. 157, 34.
    49. Προκήρυξη του «εκτελεστικού συμβουλίου των σοβιέτ των στρατιωτών της Ελλάδος», προς τους «Κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου». Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. Α΄, σελ. 170.
    50. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 104.
    51. Ελευθέριος Σταυρίδης, ό.π., σελ. 59, 60.
    52. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 543-544.
    * Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας στο ΑΠΘ και μαθηματικός. Το παρόν είναι αποσπάσματα από το άρθρο του στη Μαρξιστική Σκέψη τόμ. 14, σελ. 61-85.

    http://www.marxistikiskepsi.gr/seke_mikra_asia_1.html

  14. Ο βιογράφος του Μουσταφά Κεμάλ πασά, ο Άρμστρονγκ, στο βιβλίο του, με τίτλο : «Ο Γκρίζος Λύκος – Μουσταφά Κεμάλ. Η οικεία μελέτη ενός δικτάτορα», περιγράφει παραστατικά, το περιεχόμενο του αγώνα, που έδιναν οι δύο αντιμαχόμενες ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή οι Έλληνες και οι Τούρκοι στρατιώτες, που τις αποτελούσαν, αναφερόμενος στην σκληρή μάχη, που γινόταν, 100 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα, τον Αύγουστο του 1921, δηλαδή έναν χρόνο, πριν από την κατάρρευση του ελληνικού στρατού :

    «Έλληνες και Τούρκοι πολεμούσαν με πρωτοφανέρωτο θάρρος. Ορμούσαν, μέσα στην θύελλα του μολυβιού, με ανείπωτη παραφορά, για να τρυπήσουν, ο ένας τον άλλον, με το κρύο ατσάλι. Καμμιά από τις δύο παρατάξεις δεν έδειξε ανθρωπιστική ανωτερότητα. Ήσαν πλημμυρισμένες από το δηλητήριο του κληρονομικού τους μίσους. Οι Τούρκοι πολεμούσαν για τα σπίτια τους και ο μισός ελληνικός στρατός ήταν συγκροτημένος από ντόπιους χριστιανούς, που, σαν Τούρκοι υπήκοοι, βρίσκονταν, αν πιάνονταν, από πριν, καταδικασμένοι, σε θάνατο. Κι’ αυτοί, λοιπόν, όμοια, με τους άλλους (τους Τούρκους), πολεμούσαν, υπέρ βωμών και εστιών…

    Δεκατέσσερεις ημέρες συνέχεια οι Έλληνες, κάτω από τον ξαναμένο αυγουστιάτικο ήλιο, ορμούσαν, με αδάμαστη σκληρότητα, κατά των Τούρκων, παρ’ όλο που είχαν διαλυθεί οι υπηρεσίες ανεφοδιασμού τους, χωρίς νερό και με μοναδική τροφή, ξερό καλαμπόκι. Μα οι Τούρκοι κατόρθωναν να αμύνονται, στις θέσεις τους…»

  15. Νομίζω ότι η βρετανική πολιτική αντιμετώπισε με ρεαλισμό την αναβάθμιση του βρετανικού ρόλου και συμφερόντων στην Εγγύς Ανατολή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πριν την εμφάνιση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ και της σοβιετικής παρέμβασης και επένδυσε στον ελληνικό παράγοντα, κάτι που εξυπηρετούσε παράλληλα τόσο τα κρατικά συμφέροντα της Ελλάδας όσο και των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής (Ελλήνων και Αρμενίων). Παρόλη την αντίδραση των «αποικιστών» -δηλαδή αυτών που επένδυαν στην χρήση του μουσουλμανικού παράγοντα που αποτελούσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού των αποικιών τους- που εξέφραζαν ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής γραφειοκρατίας. Στους «αποικιστές» που είχαν εναντιωθεί στην αξιοποίηση του ελληνικού πραγάοντα και ήταν υπέρ της ακεραιότητας της Οθ. Αυτοκρατορίας ήταν και ο Winston Churchill, ο οποίος γράφει στο βιβλίο του: «The Aftermath», σελ. 391, που εκδόθηκε το 1929:

    «Διαφωνώντας, ολότελα, με τον κ. Λόϋντ Τζώρτζ, για το ελληνοτουρκικό ζήτημα, τον ρώτησα, πολλές φορές, εκείνα τα χρόνια, να μου εξηγήσει τους λόγους, στους οποίους θεμελίωνε την πολιτική του. Με την συνηθισμένη του καλή διάθεση και τον σεβασμό του, για έναν συνάδελφό του, μου τους αποκάλυψε, με τις ακόλουθες εκφράσεις και με τούτες εδώ, περίπου, τις λέξεις :

    Οι Έλληνες είναι ο λαός του μέλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντιπροσωπεύουν τον χριστιανικό πολιτισμό, απέναντι στην τουρκική βαρβαρότητα. Την πολεμική τους αξία την υποτιμούν οι στρατηγοί μας. Μια μεγαλύτερη Ελλάδα θα αποτελέσει ανεκτίμητο πλεονέκτημα, για την Βρετανική Αυτοκρατορία.

    Οι Έλληνες, από παράδοση, από συμπάθεια και από συμφέρον, έχουν φιλικά αισθήματα, για μας. Είναι, σήμερα, ένα έθνος 5, ή 6 εκατομμυρίων ανθρώπων και σε 50 χρόνια, αν μπορέσουν να κρατήσουν τα εδάφη, που τους επιδικάστηκαν, θα γίνουν ένα έθνος των 20 εκατομμυρίων. Είναι πολύ καλοί ναυτικοί και θα αναπτύξουν αξιόλογη ναυτική δύναμη. Τα νησιά τους θα μπορέσουν, κάποτε, να γίνουν βάσεις, για τα υποβρύχιά μας.

    Προστατεύουν τα πλευρά των συγκοινωνιών μας, με την διώρυγα του Σουέζ, τον δρόμο προς τις Ινδίες, την Άπω Ανατολή και την ήπειρο της Αυστραλίας. Οι Έλληνες έχουν έντονο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης και αν εμείς είμαστε σταθεροί φίλοι της Ελλάδας, που αγωνίζεται, τώρα, για την εθνική της επέκταση, θα μας βοηθήσουν αύριο να κρατήσουμε τις βασικές εσωτερικές γραμμές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μια μέρα το ποντικάκι μπορεί να ροκανίσει τα σχοινιά, που δένουν το λιοντάρι«.

    Η απαρχή της αλλαγής των συνθηκών φαίνεται να είναι οι μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Ο Winston Churchill γράφει:

    «Η επάνοδος του Κωνσταντίνου διέλυσε όλους τους συμμαχικούς δεσμούς, με την Ελλάδα και ακύρωσε όλες τις υποχρεώσεις, εκτός από τις νομικές. Με τον Βενιζέλο, είχαμε αναλάβει πολλές δεσμεύσεις. Αλλά, με τον Κωνσταντίνο, καμμία. Πραγματικά, αφού πέρασε η πρώτη έκπληξη, ένα αίσθημα ανακούφισης έγινε έκδηλο, στους ηγετικούς κύκλους. Δεν υπήρχε ανάγκη να ακολουθούμε αντιτουρκική πολιτική». («The Aftermath», σελ. 387 – 388)

    Αυτό σε πρώτη φάση αφορούσε τους Ιταλούς, Γάλλους και Αμερικανούς ανταγωνιστές των Βρετανών. Για τους Βρετανούς η πολιτική αλλαγή είχε μικρή σημασία εφόσον θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τον ελληνικό στρατό, ώστε ο Μουσταφά Κεμάλ να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Βρετανίας, Ο ρόλος της Ελλάδας ήταν σαφής στο βρετανικό σχεδιασμό: Η Ελλάδα θα είχε το ρόλο του επιτηρητή της περιοχής προς όφελος της Βρετανίας στην αντιπαράθεσή της με τις Η.Π.Α., για τα πετρέλαια.

    Έτσι, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπήρξε σαφής, επί του θέματος, σε λόγο του στην Βουλή των Κοινοτήτων, με τον οποίον ξεκαθάρισε την βρετανική πολιτική, απέναντι στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου :

    «Σας παρακαλώ μην περιπλέκετε ολόκληρη την πολιτική μας, στην Ανατολή, με μικροεπισόδεια, σαν αυτά των ελληνικών εκλογών, των οποίων αποδοκιμάζουμε το αποτέλεσμα. Στην Μεσόγειο έχουμε ζωτικά συμφέροντα και χειαζόμαστε την φιλία του ελληνικού λαού. Ας μην προκαλούμε περιπέτειες, ζητώντας την ακύρωση της Συνθήκης των Σεβρών. Είναι ανάγκη η Ανατολή να μην επανέλθει στην προπολεμική κατάσταση. Δεν δεχόμαστε διαπραγματεύσεις, με τον Κεμάλ. Η Σμύρνη δεν θα επιστραφεί, στους Τούρκους».

    Η αντίδραση των Βρετανών ήταν έντονη στην συμφωνία μεταξύ Γάλλων και κεμαλικών, που υπογράφηκε στην Άγκυρα τον Οκτώβρη του 1921 και προέβλεπε την αποχώρηση των πρώτων από την Κιλικία με αντάλλαγμα οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την κεμαλική Τουρκία.

    Η βρετανική στάση θα αρχίζει να αλλάζει από την άνοιξη του ’22, όταν θα ακολουθήσει (μάλλον με βαριά καρδιά) πολιτική ουδετερότητας, εξαιτίας της ανικανότητας που επεδείκυε ο ελληνικός παράγοντας σε συνδυασμό με την αύξηση της δύναμης του κεμαλικού στρατού.

    Μετά την ήττα του ελλ. στρατού τον Αύγουστο του ΄22, οι Βρετανοί κάλεσαν ματαίως τους συμμάχους τους Συμμάχους να υπερασπιστούν τα Στενά. Οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, που είχαν ήδη έρθει σε συμφωνία με τον Μουσταφά Κεμάλ, αρνήθηκαν. Οπότε οι Βρετανοί για να αποφύγουν τη σύγκρουση με τους κεμαλικούς πίεσαν την ελληνική πλευρά (Βενιζέλος αυτή τη φορά) να αποσυρθεί από την Ανατολική Θράκη. Οι Έλληνες (ξενόδουλοι όπως πάντα) το έκαναν και διέσωσαν την Μεγάλη Βρετανία από μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με τους κεμαλικούς. Τον Οκτώβρη του 1922 υπογράφηκε η συμφωνία ανακωχής των Μουδανιών και τον ίδιο μήνα οι Βρετανοί κατέλαβαν τη Μοσούλη.

    Το κοινό ελληνοβρετανικό σχέδιο που θεμελιώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών κατέρρευσε ένεκα της ελλαδικής αναποτελεσματικότητας και Διχασμού. Οι Βρετανοί τελικά δεν έχασαν τίποτα!!!….

    Και ξαναγυρνάμε στο αρχικό θλιβερό συμπέρασμα για τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Μικράς πλην Εντίμου Ελλάδος: «...σε εκείνη την πολύ σύνθετη ιστορική εποχή, οι Έλληνες [όχι όλοι βέβαια, αλλά αυτοί της Ανατολής μόνο (Ίωνες, Πόντιοι, Ανατολικοθρακκιώτες, Καππαδόκες κ.ά.) και οι οικογένειες των στρατιωτών που χάθηκαν στην εκστρατεία] υπήρξαν θύματα της ανορθολογικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα (από τους βενιζελικούς, αλλά κυρίως από τους μοναρχικούς) ως αποτέλεσμα του Διχασμού, καθώς και της αντίθεσης συμφερόντων που είχαν οι κρατικοδίαιτες ελίτ της Παλαιάς Ελλάδας, που ήλεγχαν το ελλ. κράτος, με τις ελληνικές αστικές ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…

  16. Βαδίζαμε προς το Σαλιχλί (Μικρασία, 1922), μέρα και νύχτα. Χωρίς κουραμάνα, αλλά προπάντων χωρίς νερό, που ήταν ο μεγάλος κίνδυνος.

    Βρήκαμε, κατά τα μεσάνυχτα, μια λούτσα και μέσα σ’ αυτή βουβάλια.
    Βουτάμε τα παγούρια στις γούβες της λούτσας και πήραμε λίγο νερό.
    Δεν πινόταν, γιατί βρωμούσε. Έβαλα γάζα και ρούφηξα λίγο και κρατούσα ανοιχτό το στόμα, για να φεύγει η βρώμα και να μην ξεράσω. Παρότι το στομάχι ήταν αδειανό.

    Κατά το κολατσιό, φτάσαμε 5-6 χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό και ξεφορτώσαμε λίγο πάνω απ’ τη σιδηροδρομική γραμμή. Ακούμπησα σ’ ένα σακί. Αποκοιμήθηκα αμέσως.

    Σε κάποια στιγμή ένας μεταγωγικός άρπαξε το σακί και το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στις πέτρες. Ξύπνησα. Ακούω οβίδες.
    Παρατηρώ ότι έσκαγαν συνέχεια 50 μέτρα κάτω απ’ τη σιδηροδρομική γραμμή.
    Όλη η πλαγιά σε μήκος χιλιομέτρων κινούνταν απ’ την άτακτη οπισθοχώρηση του στρατού. Όποιος περάσει τον άλλο. Πανικός. Απελπισία. Πίσω ερχόταν τούρκικο ιππικό.

    Βαδίζοντας στο λιοπύρι του Αυγούστου, βρήκαμε σ’ ένα μέρος σωλήνες σκεπασμένους, που δράζανε λίγο νερό, ανακατεμένο με χώμα κόκκινο. Πήρα με το πλουχέρι λίγο και το ‘βαλα στο στόμα πηχτό, όπως ήταν. Σε λίγα λεπτά ξεράθηκε κι έβγαζα τώρα από το στόμα στεγνό χώμα.

    Εκεί δίπλα ήταν ένα οίκημα ανοιχτό με τσουβάλια σταφίδα. Γέμισα το σακίδιο. Κατέβηκα από κάτω μέσα σε ένα αμπέλι και μάζεψα κοτρίδια για τη δίψα και γύρισα πίσω να πάρουμε το δρόμο, που ‘ταν ψηλότερα, απ’ το αμπέλι.

    Μέσα στο οίκημα καθόταν ένας Τούρκος πάνω σε κάτι παλιόρουχα κι ένας στρατιώτης τον φοβέριζε, ενώ αυτός σήκωνε τα χέρια και τον παρακαλούσε.
    Ο στρατιώτης του ρίχνει μια στα στήθια. Εγώ στη στιγμή έστριψα, για να μη ιδώ τα χάλια του.

    Και βέβαια αυτό ήταν ανανδρία.

    Καθώς ανεβήκαμε να πάρουμε το δρόμο, βλέπω δυο στρατιώτες να κάθονται ακουμπισμένοι στα όχτια, αμίλητοι. Πλησιάζω και βλέπω πως τα μάτια τους ήταν γεμάτα χώμα. Είχαν πεθάνει από κούραση και ηλίαση.

    Βαδίζοντας σουρούπωσε πολύ καλά και βρήκαμε ένα νερόμυλο. Γύρω στ’ αυλάκι ήταν ροϊδιές. Μετά το αυλάκι ήταν δρόμος. Κι άρχιζε έπειτα βουνό με ερείπια βυζαντινής εποχής.

    Εκεί, στον τοίχο του αυλακιού, είδαμε ένα φαντάρο να σκεπάζει με τη μαντύα έναν άλλο φαντάρο και να του λέει κλαίγοντας απαρηγόρητα:

    «Τώρα τι να πω εγώ αδερφούλη μου στη μάνα μας, που θα με ρωτάει για σένα»!!!

    Έκλαιγε γοερά. Έφυγε μπροστά από μας, αφήνοντας, βέβαια, άταφο τον αδερφό του.

    Συγκινηθήκαμε όλοι μας και κλάψαμε κι εμείς.

    .Πόσα άλλα παιδιά έμειναν πεθαμένα κι άφαθτα στη Μικρασία.

    Και μεταξύ αυτών κι ο Αντώνης της Πετράκαινας.

    Είχε λαβωθεί σε μια μάχη. Κι ενώ τον μετέφερναν μαζί με άλλους λαβωμένους στο χειρουργείο, τους έπιασαν οι τσέτες και τους έσφαξαν όλους.

    Η Πετράκαινα είχε καημό για τον Αντώνη της. Πέντε, δέκα, εκατό ανθρώπους αντάμωνε την ημέρα, έστω και τους ίδιους, θα τους ρωτούσε από πού έρχονται κι αν άκουσαν τίποτες για τον Αντώνη της.

    Όταν απολύθηκα από στρατιώτης, πήγα στο χωριό (Σταυροχώρι Ευρυτανίας) και, σαν ήμασταν συγγενείς, πήγα να τους δω. Καλύτερα να μην πήγαινα. Αν και δεν της είπα πως ήμουνα στη Μ. Ασία, αλλά πως ρχόμουνα απ’ τ’ Αγρίνιο, άρχισε με μια παραπονιάρικη τρεμουλιαστή φωνή να μου λέει:

    -«Γιώργο μ’, μήπους άκσις τίπουτις απ’ αυτού πό’ρχισι για τουν Αντώνη μ’»;

    Άρχισε τα κλάματα. Έκλαιγα κι εγώ.

    Και δεν ήταν η μόνη φορά, που με ρώτησε για τον Αντώνη της.

    (Απ’ την αυτοβιογραφία του δάσκαλου Γιώργου Υφαντή, 1902- 1969)

    http://trelogiannis.blogspot.gr/2010/08/blog-post_147.html

  17. AMETAΝΟΗΤΗ ΠΑΛΑΙΟΕΛΛΑΔΙΤΙΚΗ ΔΕΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ….

    Ο γνωστός Μπαλτάκος, γέφυρα μεταξύ Ν.Δ. και Χρυσής Αυγής γράφει μεταξύ άλλων ευροφοβικών:

    «Η κραυγή αγωνίας και η προτροπή του ιδρυτή της Καθημερινής, του Γεωργίου Βλάχου, με το άρθρο «ΟΙΚΑΔΕ», δεν εισακούσθηκαν.» H

    http://www.kathimerini.gr/825098/article/epikairothta/politikh/apoyh-oikade

  18. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]

  19. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]

  20. 5.05.2015
    Τα πολιτικά αίτια της ήττας του 1922

    Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, Μάιος 1919. Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία κατέστη εφικτή χάρη στις πολιτικές συμμαχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου. (Αρχείο υποναυάρχου Χρ. Ι. Σολιώτη, παραχώρηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού)
    Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, Μάιος 1919. Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία κατέστη εφικτή χάρη στις πολιτικές συμμαχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου. (Αρχείο υποναυάρχου Χρ. Ι. Σολιώτη, παραχώρηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού)

    ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ*
    ΕΤΙΚΕΤΕΣ:Νίκη και ήττα, Ιστορία

    H ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία δεν ωφείλετο τόσο σε στρατιωτικά όσο σε πολιτικά αίτια. Το καλοκαίρι του 1922 διατηρείτο μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιπάλων στο μέτωπο της Ανατολίας. Οι Ελληνες στρατιώτες όμως είχαν αποκαρδιωθεί μετά την εκστρατεία στον Σαγγάριο, που δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα (δηλ. δεν συνέτριψε τον «μουσταφακεμαλικό» στρατό). Περισσότερο αποκαρδιωτικό ήταν όμως το γεγονός ότι οι ελληνικές νίκες, όσο θριαμβευτικές και αν ήταν (μέσα στο 1921), δεν έφεραν τα ανάλογα πολιτικά και διπλωματικά αποτελέσματα (δηλ. δεν αναγνωρίζονταν από τις νικήτριες σύμμαχες δυνάμεις της Αντάντ, που καθόριζαν τότε τις τύχες του κόσμου). Η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας ήταν ότι από τον Νοέμβριο του 1920 και εξής πολεμούσε χωρίς την πολιτική κάλυψη των Συμμάχων. Η μεταστροφή των Συμμάχων συντελέστηκε μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Η παλινόρθωση του εξόριστου μονάρχη παρέσχε μια πρώτης τάξεως αφορμή στις Δυνάμεις να απαγκιστρωθούν από τις δεσμεύσεις τους προς την Ελλάδα και να επιζητήσουν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.

    Η αλλαγή πολιτικής της Αντάντ δεν επήλθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά υπήρξε σαφής προειδοποίηση προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση Δ. Ράλλη (που είχε προκύψει από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920) με δύο διαδοχικές διακοινώσεις την προπαραμονή και ανήμερα του δημοψηφίσματος για το δυναστικό. Το φιλοκωνσταντινικό, όμως, ρεύμα που είχε δημιουργήσει προεκλογικά η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις είχε γίνει πια (μετεκλογικά) τόσο μεγάλο, που ούτε η ίδια δεν είχε πλέον (ακόμη κι αν ήθελε, αναλογιζόμενη τις βαρύτατες συνέπειες των πράξεών της) τη δυνατότητα να το αναχαιτίσει.

    Βεβαίως, η απώλεια της πολιτικής στήριξης της Αντάντ δεν ήταν αποτέλεσμα ενός και μοναδικού ατοπήματος, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δύο διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων (του Βενιζέλου και των αντιπάλων του, που μόλις είχαν αναρριχηθεί εκ νέου στην εξουσία) για την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας, δύο αντιλήψεων οι οποίες είχαν προϊστορία. Η προσεκτική ανάγνωση των πολιτικών συζητήσεων και εξελίξεων εκείνων των ημερών αναδεικνύει το περιεχόμενο αυτών των αντιλήψεων. Εν προκειμένω, η εφημερίδα «Εμπρός» (που είχε κάνει μεταστροφή προς τον βενιζελισμό) επισήμανε την παραμονή του δημοψηφίσματος ότι η (πρώτη) διακοίνωση «των Τριών Συμμάχων» διέλυε «τας πλάνας» και έθετε τη χώρα «απέναντι τρομερού διλήμματος: ή να προχωρήσωμεν εις το δημοψήφισμα και να παρακούσωμεν τας Δυνάμεις, με την πλήρη βεβαιότητα ότι θα ίδωμεν αμέσως χανομένην διά την Ελλάδα την Μικράν Ασίαν και την Θράκην, ή να σταματήσωμεν αμέσως αναβάλλοντες το δημοψήφισμα τούτο επ’ αόριστον». Και αναρωτήθηκε: «Δεν εννοεί άραγε [η Κυβέρνησις] ότι μεταξύ των τριών Δυνάμεων αίτινες μας επέδωσαν την διακοίνωσιν, αι δύο εξ αυτών [σ.σ. η Γαλλία και η Ιταλία] ζητούν αφορμήν προς αναθεώρησιν της συνθήκης των Σεβρών, ήτις αποτελεί τον προσφιλέστερον σκοπόν τής εν Ανατολή πολιτικής των; Τι θα συμβή εν Ελλάδι εάν συνεπεία του δημοψηφίσματος τούτου απολέσωμεν την Μικράν Ασίαν και την Θράκην και ο λαός περιέλθη εις απόγνωσιν;».

    Στην αντίπερα όχθη, το «Σκριπ», συμπλέοντας με τον λαϊκό χείμαρρο υπέρ του Κωνσταντίνου, διαβεβαίωσε καθησυχαστικά τον ελληνικό λαό ότι οι σχετικές αρνητικές ενδείξεις από το διεθνές στερέωμα «ουδεμίαν δύνανται να γεννήσωσιν εν Ελλάδι ανησυχίαν» και έστειλε προς το εξωτερικό την απάντηση ότι «το κέρδος θα είνε γενικόν» (δηλ. αμοιβαίο) από τη συνέχιση της ελληνογαλλικής και της ελληνοαγγλικής συμμαχίας. Και έρριψε εκ παραλλήλου την ευθύνη γι’ αυτήν τη μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής στον Βενιζέλο, ο οποίος είχε «πείση τους Συμμάχους ότι μόνος αυτός ενσάρκωνε τας εθνικάς διεκδικήσεις της Ελλάδος αλλά και την δυνατότητα της προσαρμογής αυτών προς μεγάλα συμμαχικά συμφέροντα εν τη Ανατολή». Ωστόσο, τα πράγματα ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά και ανησυχητικά. Οι επανειλημμένες δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού Δ. Ράλλη (4 και 14 Νοεμβρίου), «εκ παραδόσεως φιλοανταντικού», ότι η κυβέρνησή του «παν άλλο ή εχθρικώς διατεθειμένη είνε κατά της Αντάντ» και ως εκ τούτου θα εξακολουθούσε «την αυτήν πολιτικήν» με την προκάτοχό της, «απέναντι ιδίως των Συμμάχων Δυνάμεων», εκπληρώνοντας «εντελώς πάσας τας αναληφθείσας υποχρεώσεις» έναντι της κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν ήσαν ικανές από μόνες τους να συγκινήσουν και να αναστρέψουν τη μεταστροφή της ανταντικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Το ίδιο ατελέσφορη στάθηκε και η γραπτή απάντηση της νέας κυβέρνησης στις δύο διακοινώσεις των Συμμάχων (της 20ής και της 22ας Νοεμβρίου), ότι όσον αφορά τις ενστάσεις τους προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου επρόκειτο περί «λυπηρών παρεξηγήσεων».

    Δεν υπάρχει ασφαλώς ουδεμία αμφιβολία ότι η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου συνιστούσε πρόφαση και όχι την ουσιαστική αιτία για τη μεταστροφή των νικητών του πολέμου έναντι της Ελλάδας: ο Μουσταφά Κεμάλ δεν είχε υπάρξει λιγότερο εχθρός των Συμμάχων κατά τον Μεγάλο Πόλεμο ούτε οι επίστρατοι του Κωνσταντίνου είχαν φονεύσει περισσότερους Γάλλους στρατιώτες από ό,τι οι Νεότουρκοι και οι Μουσταφακεμαλικοί. Η αγνόηση, όμως, αυτής της αδυσώπητης διεθνούς πραγματικότητας και των σκληρών κανόνων της διεθνούς πολιτικής (της «θηριομαχίας», όπως τη χαρακτηρίζει ουσιαστικά ο Βεντήρης – βλ. παρακάτω) ήταν το εγκληματικό λάθος των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου και της πλειοψηφίας των εκλογέων της 1ης Νοεμβρίου. Ελαθε έτσι της προσοχής των ψηφοφόρων ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο του Βενιζέλου κι επομένως η επικύρωσή της από τα συμμαχικά κοινοβούλια και η εφαρμογή της εξαρτάτο από την πολιτική επιβίωση του Κρητός ηγέτη. Οι δραματικές προειδοποιήσεις του ηγέτη των Φιλελευθέρων τόσο από το βήμα της Βουλής όσο και κατά τις τελευταίες προεκλογικές ομιλίες του, ότι τυχόν επαναφορά του Κωνσταντίνου θα συνεπέφερε τον κίνδυνο κατάλυσης των Συνθηκών των Σεβρών και του Νεϊγύ και συνεπώς «θα κατεστρέφετο η Ελλάς», δεν στάθηκαν επαρκείς για να μεταπείσουν τους εκλογείς. Επιπλέον, η παρατήρηση του Raymond Poincaré (κορυφαίου Γάλλου πολιτικού της εποχής, πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Δημοκρατίας το διάστημα 1912-22) στη «Revue des Deux Mondes» (1 Σεπτεμβρίου 1920) ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν εύθραυστη σαν ένα «ραγισμένο βάζο» το οποίο κανείς δεν έπρεπε να αγγίξει, πέρασε εντελώς απαρατήρητη στην Ελλάδα. Η πρόταση του Δ. Ράλλη για ανάθεση της διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας (στην επικείμενη Διάσκεψη του Λονδίνου) στον Βενιζέλο (για την οποία ο Ράλλης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την πρωθυπουργία στις 22 Ιανουαρίου) ήλθε πολύ αργά για να αλλάξει την τροπή των διεθνών πραγμάτων.

    Η στάση του Βενιζέλου

    Αυτή η πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις (δηλωτική της εσωστρέφειας και του επαρχιωτισμού που διέκριναν παγίως την αντιβενιζελική παράταξη) αποτέλεσε βαθιά ρήξη με τη φιλοσοφία του Βενιζέλου ως προς τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κρης ηγέτης είχε αφομοιώσει πλήρως τα πολιτικά διδάγματα του 1897 και ήταν πεπεισμένος ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να αναμετρηθεί πολεμικά με την Τουρκία (έναν ανυπερθέτως υπέρτερο αντίπαλο) δίχως συμμάχους. Οπως σχολιάζει ο ερμηνευτής της σκέψης του (Γεώργιος Βεντήρης) το 1931, «όσον εν τούτοις και αν εγίνετο ισχυρά, η Ελλάς δεν ηδύνατο να μονομαχήση με την Τουρκία». Τόσο το 1912 και το 1913 (με τις αλλεπάλληλες, την ελληνοβουλγαρική και την ελληνοσερβική, συμμαχίες) όσο και το 1914-15, όταν η χώρα επρόκειτο να εμπλακεί σε έναν νέο ελληνοτουρκικό -αλλά και παγκόσμιο συνάμα αυτήν τη φορά- πόλεμο, ο Βενιζέλος θεωρούσε ως sine qua non προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου άνισου πολέμου την ένταξη της Ελλάδας σε ένα σύστημα διεθνών συμμαχιών. Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων αντιλαμβανόταν πλήρως ότι μια πολεμική νίκη δεν είναι το μονοδιάστατο αποτέλεσμα της στρατιωτικής ισχύος και των αριθμών, αλλά δυναμικός συνδυασμός πολλαπλών παραγόντων (συν τοις άλλοις ορθών πολιτικο-διπλωματικών επιλογών, γεωστρατηγικών ισορροπιών και εξωτερικών ερεισμάτων και συμμαχιών). Εκεί έγκειτο και η θεμελιώδης διαφωνία του με το Γενικό Επιτελείο το 1915: ο Βενιζέλος εξέταζε το Μικρασιατικό Ζήτημα με σφαιρικό τρόπο, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές παραμέτρους, ενώ ο Ι. Μεταξάς το έκρινε με αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια και με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο (της εισόδου δηλ. της Βουλγαρίας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο). Ο Γ. Βεντήρης καταδεικνύει ότι ο Βενιζέλος ακολουθούσε την «αρχή των συμμαχιών» σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, οι οποίοι εφάρμοζαν «σύστημα μονώσεως» και, επικαλούμενοι τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, δεν έκαμναν συμβιβασμούς «με τα άλλα κράτη του Αίμου, σλαυικά ή όχι».

    Αυτή η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν ευθεία συνάρτηση της ρεαλιστικής αντίληψής του για τις διεθνείς σχέσεις. Μετά την εκλογική του ήττα το 1920, ο Βενιζέλος δήλωσε (με αρκετή δόση υπερβολής), την παραμονή της αναχώρησής του από την Ελλάδα, ενώπιον των συνεργατών του (και παρουσία της Π. Σ. Δέλτα): «Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού μας για να κρατήσωμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου θα διαλύση τις συμμαχίες».

    Οι αντίπαλοί του δεν διέθεταν την ίδια αντίληψη (ή μάλλον την ικανότητα και το χάρισμα της αντίληψης) για τα εξωτερικά πράγματα. Ο Βενιζέλος (με αρκετή δόση ειρωνείας) προσδιόρισε τον πυρήνα της σκέψης των αντιπάλων του με τη λέξη «αυτοτέλεια». Η «αυτοτέλεια» εισήλθε στην πολιτική αντιπαράθεση την 21η Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Δ. Γούναρης εξέφρασε, από το βήμα της Βουλής, την «έντονον διαμαρτυρίαν» του για την αποβίβαση αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνιστούσε προσβολή «κατά της χώρας, κατά της ανεξαρτησίας αυτής, κατά της αυτοτελείας αυτής»· οι Δ. Ράλλης και Γ. Θεοτόκης διαμαρτυρήθηκαν ομοίως για τον κόλαφο που έλαβε «η εθνική ανεξαρτησία και η κυριαρχία του [ελληνικού] Κράτους». Μάλιστα, η παρέλευση μιας πενταετίας από το 1915 δεν ωρίμασε πολιτικά την αντιβενιζελική παράταξη. Την 20ή Μαΐου 1920 το Συμβούλιο της Συνεργαζομένης Αντιπολιτεύσεως εξέδωσε «ανακοίνωσιν», όπου δηλώνετο ότι ο υπ’ αριθμόν 1 «από κοινού επιδιωκόμενος πολιτικός σκοπός» της Αντιπολιτεύσεως «υποχρεωτικώς» περιελάμβανε «την βεβαίωσιν της απολύτου από διεθνούς απόψεως ανεξαρτησίας και αυτοτελείας του Κράτους και την αποκατάστασιν της απολύτου επιβολής της εθνικής κυριαρχίας εν τη ρυθμίσει των εσωτερικών αυτού πραγμάτων». Ο Βεντήρης χαρακτηρίζει εύστοχα την εξωτερική πολιτική των αντιπάλων του Βενιζέλου ωσάν «περίπου την κίνησιν της στρουθοκαμήλου, ήτις βυθίζει την κεφαλήν της εις την άμμον διά να μη βλέπη τα θηρία».

    Δυσοίωνες διαπιστώσεις

    Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων (αυτοεξόριστος πλέον μετά την 1η Νοεμβρίου) διέβλεψε αμέσως τις ολέθριες συνέπειες από την πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας. Σε επιστολή του προς τον Π. Δαγκλή, πέντε ημέρες μετά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος (Νίκαια, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1920), ο Βενιζέλος διεκτραγώδησε το γεγονός ότι «ατυχώς ούτε αυτή η διακοίνωσις των Δυνάμεων ήνοιξε τους οφθαλμούς της Κυβερνήσεως όπως προλάβη την διενέργειαν του δημοψηφίσματος» και προέβλεψε με ακρίβεια:

    «[…] αι καταστροφαί θα επακολουθήσουν αμέσως. Η Μικρασιατική Ελλάς θα σβήση και ευτυχείς θα είμεθα εάν τουλάχιστον η περιφέρεια της Σμύρνης λάβη μορφήν τινα διεθνή διά ν’ αποσοβηθή ο κίνδυνος ο άφευκτος της εξοντώσεως του εν αυτή ημίσεος περίπου εκατομμυρίου ομογενών, όστις θα επακολουθήση την τυχόν επαναφοράν εν αυτή της τουρκικής διοικήσεως».

    Μετά την ολοκλήρωση της Διάσκεψης του Λονδίνου και την αποτυχία των πρώτων επιχειρήσεων προς το Εσκί Σεχίρ, ο αυτοεξόριστος ηγέτης διαμήνυσε και πάλι (εμπιστευτικά) προς τον διάδοχό του στην κομματική ηγεσία (Μόντε Κάρλο, 20 Απριλίου/2 Μαΐου 1921) ότι «βαίνομεν εις αποτυχίαν και εν περιπτώσει ακόμη στρατιωτικής νίκης, εάν όπισθεν ημών δεν ευρίσκεται τουλάχιστον η Αγγλία». Ο Βενιζέλος δήλωσε ευθέως «απαισιόδοξος», διά τον λόγο ακριβώς ότι οι Ελληνες μάχονταν πλέον «διπλωματικώς απομονωμένοι»:

    «Και αν ακόμη ήτο δυνατόν να καταλάβωμεν το Εσκή-Σεχήρ και το Αφιόν-Καραχισάρ, ουδέν θα κατωρθώνομεν. Εάν δε υποτεθή ότι εφθάναμεν και μέχρις Αγκύρας, η θέσις μας θα ήτο ακόμη δυσχερεστέρα και στρατιωτικώς, και οικονομικώς. Εφ’ όσον η απειλή ήτις συνώδευε την συνθήκην των Σεβρών περί εξώσεως των Τούρκων εκ Κωνσταντινουπόλεως έπαυσεν ισχύουσα και εφόσον οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι είμεθα απομονωμένοι, δεν υπάρχει ουδέν μέσον ικανόν να πείση τους Τούρκους να υποκύψουν απέναντι μόνης της Ελλάδος. Ο πόλεμος θα παραταθή μέχρι πλήρους ημών εξαντλήσεως, ότε θα χάσωμεν και Σμύρνην και Θράκην».

    Οι σκέψεις αυτές του Βενιζέλου βασίζονταν σε συγκροτημένη άποψη. Σε άλλες δύο επιστολές προς τον Δαγκλή (που χρονολογούνται από 3 Ιουλίου και 26 Αυγούστου 1921 αντίστοιχα), τις οποίες δημοσίευσε ο «Ελεύθερος Τύπος» τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Βενιζέλος αντιδιέστειλε την «αυτοτελειακήν πολιτικήν» των διαδόχων του από την «αντιαυτοτελειακήν πολιτικήν» του ιδίου. Και αναρωτήθηκε: «Ητο δυνατόν να διανοηθώ εγώ την διεξαγωγήν πολέμου προς την Τουρκίαν χωρίς την συμμαχίαν των συμμάχων μας και δη εν αντιθέσει προς αυτούς;». Ο Βενιζέλος ήταν γι’ αυτό πεπεισμένος ότι η απώλεια της «Μικρασιατικής Ελλάδος» ήταν το «τίμημα» το οποίο θα πλήρωνε η χώρα, «διότι παρά την διακοίνωσιν των Δυνάμεων» οι αντίπαλοί του «επανέφερον τον Κωνσταντίνον»: «Την συνθήκην των Σεβρών ανέτρεψεν η επάνοδος του Κωνσταντίνου».Παρ’ όλη την αποσιώπηση των δικών του ευθυνών (που αφορούσαν στην ανάληψη μιας δυσέφικτης πολεμικής εκστρατείας παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Γενικού Επιτελείου), οι παρατηρήσεις του Βενιζέλου για τη διπλωματική όψη του Μικρασιατικού Ζητήματος διακρίνονται για την ορθότητά τους. Πράγματι, μέχρι το τέλος του 1920 η κυβερνώσα παράταξη βαυκαλιζόταν με φρούδες ελπίδες ότι η Συνθήκη των Σεβρών θα διατηρείτο εν ισχύι και πως η Γαλλία θα συνέχιζε να επιδεικνύει αλληλεγγύη προς τη μαχόμενη Ελλάδα. Η διάψευση αυτών των ελπίδων (στη Διάσκεψη του Λονδίνου) οδήγησε σε αυτό που είχε προβλέψει ο Βενιζέλος: σε πολεμικό αγώνα «μέχρι πλήρους εξαντλήσεως».

    http://www.kathimerini.gr/816030/gallery/epikairothta/ereynes/ta-politika-aitia–ths-httas-toy-1922

  21. Η έπαυλη της αγγλικής οικογένειας Whittal στο προάστιο Μπουρνόβα της Σμύρνης με 17.000 τ.μ. κήπο, σε φωτογραφία του 1900 και σήμερα ως πρυτανείο του Πανεπιστημίου Αιγαίου της Σμύρνης καθώς και απόσπασμα από τα ‘’Χρονικά της Ανατολής’’ του Μιχ. Αργυρόπουλου. Εδώ δεξιώθηκε από τους ιδιοκτήτες της ο πρίγκιπας Ανδρέας κατά την επίσκεψή του στη Σμύρνη το 1921 αλλά και ο βασιλιάς Όθωνας το 1833 που έφθασε ινκόγκνιτο (η Ελλάδα και η Τουρκία δεν είχαν ακόμα διπλωματικές σχέσεις) με την αγγλική φρεγάτα ‘’Μαδαγασκάρη’’ (που τον είχε φέρει και στο Ναύπλιο) . Η υποδοχή του ‘’βασιλέως της Ελλάδος’’ στη Σμύρνη έγινε με λαμπρότητα από την ορθόδοξη κοινότητά της, ενώ ο μητροπολίτης Σεραφείμ τέλεσε δοξολογία στην Αγ. Φωτεινή με την παρουσία του Όθωνα στο δεσποτικό θρόνο και όλο το εκκλησίασμα να απαντάει με ενθουσιασμό «Ζήτω» στα «Ζήτω ο Βασιλεύς » που επαναλάμβανε ο Σεραφείμ. Όταν έφυγε ο Όθωνας ο μεγάλος Βεζίρης σκέφτηκε ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει για το απερίσκεπτο αυτό παρατράγουδο Άγγλων και Όθωνα.
    Ζήτησε από τον Πατριάρχη να τιμωρήσει τον Μητροπολίτη Σμύρνης για τους «κραυγαλέους πολυετισμούς» και αυτός υπάκουσε στην προσταγή του. Ο Σεραφείμ, Μητροπολίτης Σμύρνης, έχασε το δεσποτικό του θρόνο.

    https://www.facebook.com/groups/micrasia/permalink/1087620364637254/

  22. Τα πολιτικά αίτια της ήττας του 1922

    Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, Μάιος 1919. Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία κατέστη εφικτή χάρη στις πολιτικές συμμαχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου. (Αρχείο υποναυάρχου Χρ. Ι. Σολιώτη, παραχώρηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού)
    Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, Μάιος 1919. Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στην Ιωνία κατέστη εφικτή χάρη στις πολιτικές συμμαχιών του Ελευθερίου Βενιζέλου. (Αρχείο υποναυάρχου Χρ. Ι. Σολιώτη, παραχώρηση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού)

    ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ*

    H ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία δεν ωφείλετο τόσο σε στρατιωτικά όσο σε πολιτικά αίτια. Το καλοκαίρι του 1922 διατηρείτο μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιπάλων στο μέτωπο της Ανατολίας. Οι Ελληνες στρατιώτες όμως είχαν αποκαρδιωθεί μετά την εκστρατεία στον Σαγγάριο, που δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα (δηλ. δεν συνέτριψε τον «μουσταφακεμαλικό» στρατό). Περισσότερο αποκαρδιωτικό ήταν όμως το γεγονός ότι οι ελληνικές νίκες, όσο θριαμβευτικές και αν ήταν (μέσα στο 1921), δεν έφεραν τα ανάλογα πολιτικά και διπλωματικά αποτελέσματα (δηλ. δεν αναγνωρίζονταν από τις νικήτριες σύμμαχες δυνάμεις της Αντάντ, που καθόριζαν τότε τις τύχες του κόσμου). Η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας ήταν ότι από τον Νοέμβριο του 1920 και εξής πολεμούσε χωρίς την πολιτική κάλυψη των Συμμάχων. Η μεταστροφή των Συμμάχων συντελέστηκε μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Η παλινόρθωση του εξόριστου μονάρχη παρέσχε μια πρώτης τάξεως αφορμή στις Δυνάμεις να απαγκιστρωθούν από τις δεσμεύσεις τους προς την Ελλάδα και να επιζητήσουν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.

    Η αλλαγή πολιτικής της Αντάντ δεν επήλθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά υπήρξε σαφής προειδοποίηση προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση Δ. Ράλλη (που είχε προκύψει από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920) με δύο διαδοχικές διακοινώσεις την προπαραμονή και ανήμερα του δημοψηφίσματος για το δυναστικό. Το φιλοκωνσταντινικό, όμως, ρεύμα που είχε δημιουργήσει προεκλογικά η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις είχε γίνει πια (μετεκλογικά) τόσο μεγάλο, που ούτε η ίδια δεν είχε πλέον (ακόμη κι αν ήθελε, αναλογιζόμενη τις βαρύτατες συνέπειες των πράξεών της) τη δυνατότητα να το αναχαιτίσει.

    Βεβαίως, η απώλεια της πολιτικής στήριξης της Αντάντ δεν ήταν αποτέλεσμα ενός και μοναδικού ατοπήματος, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δύο διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων (του Βενιζέλου και των αντιπάλων του, που μόλις είχαν αναρριχηθεί εκ νέου στην εξουσία) για την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας, δύο αντιλήψεων οι οποίες είχαν προϊστορία. Η προσεκτική ανάγνωση των πολιτικών συζητήσεων και εξελίξεων εκείνων των ημερών αναδεικνύει το περιεχόμενο αυτών των αντιλήψεων. Εν προκειμένω, η εφημερίδα «Εμπρός» (που είχε κάνει μεταστροφή προς τον βενιζελισμό) επισήμανε την παραμονή του δημοψηφίσματος ότι η (πρώτη) διακοίνωση «των Τριών Συμμάχων» διέλυε «τας πλάνας» και έθετε τη χώρα «απέναντι τρομερού διλήμματος: ή να προχωρήσωμεν εις το δημοψήφισμα και να παρακούσωμεν τας Δυνάμεις, με την πλήρη βεβαιότητα ότι θα ίδωμεν αμέσως χανομένην διά την Ελλάδα την Μικράν Ασίαν και την Θράκην, ή να σταματήσωμεν αμέσως αναβάλλοντες το δημοψήφισμα τούτο επ’ αόριστον». Και αναρωτήθηκε: «Δεν εννοεί άραγε [η Κυβέρνησις] ότι μεταξύ των τριών Δυνάμεων αίτινες μας επέδωσαν την διακοίνωσιν, αι δύο εξ αυτών [σ.σ. η Γαλλία και η Ιταλία] ζητούν αφορμήν προς αναθεώρησιν της συνθήκης των Σεβρών, ήτις αποτελεί τον προσφιλέστερον σκοπόν τής εν Ανατολή πολιτικής των; Τι θα συμβή εν Ελλάδι εάν συνεπεία του δημοψηφίσματος τούτου απολέσωμεν την Μικράν Ασίαν και την Θράκην και ο λαός περιέλθη εις απόγνωσιν;».

    Στην αντίπερα όχθη, το «Σκριπ», συμπλέοντας με τον λαϊκό χείμαρρο υπέρ του Κωνσταντίνου, διαβεβαίωσε καθησυχαστικά τον ελληνικό λαό ότι οι σχετικές αρνητικές ενδείξεις από το διεθνές στερέωμα «ουδεμίαν δύνανται να γεννήσωσιν εν Ελλάδι ανησυχίαν» και έστειλε προς το εξωτερικό την απάντηση ότι «το κέρδος θα είνε γενικόν» (δηλ. αμοιβαίο) από τη συνέχιση της ελληνογαλλικής και της ελληνοαγγλικής συμμαχίας. Και έρριψε εκ παραλλήλου την ευθύνη γι’ αυτήν τη μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής στον Βενιζέλο, ο οποίος είχε «πείση τους Συμμάχους ότι μόνος αυτός ενσάρκωνε τας εθνικάς διεκδικήσεις της Ελλάδος αλλά και την δυνατότητα της προσαρμογής αυτών προς μεγάλα συμμαχικά συμφέροντα εν τη Ανατολή». Ωστόσο, τα πράγματα ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά και ανησυχητικά. Οι επανειλημμένες δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού Δ. Ράλλη (4 και 14 Νοεμβρίου), «εκ παραδόσεως φιλοανταντικού», ότι η κυβέρνησή του «παν άλλο ή εχθρικώς διατεθειμένη είνε κατά της Αντάντ» και ως εκ τούτου θα εξακολουθούσε «την αυτήν πολιτικήν» με την προκάτοχό της, «απέναντι ιδίως των Συμμάχων Δυνάμεων», εκπληρώνοντας «εντελώς πάσας τας αναληφθείσας υποχρεώσεις» έναντι της κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν ήσαν ικανές από μόνες τους να συγκινήσουν και να αναστρέψουν τη μεταστροφή της ανταντικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Το ίδιο ατελέσφορη στάθηκε και η γραπτή απάντηση της νέας κυβέρνησης στις δύο διακοινώσεις των Συμμάχων (της 20ής και της 22ας Νοεμβρίου), ότι όσον αφορά τις ενστάσεις τους προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου επρόκειτο περί «λυπηρών παρεξηγήσεων».

    Δεν υπάρχει ασφαλώς ουδεμία αμφιβολία ότι η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου συνιστούσε πρόφαση και όχι την ουσιαστική αιτία για τη μεταστροφή των νικητών του πολέμου έναντι της Ελλάδας: ο Μουσταφά Κεμάλ δεν είχε υπάρξει λιγότερο εχθρός των Συμμάχων κατά τον Μεγάλο Πόλεμο ούτε οι επίστρατοι του Κωνσταντίνου είχαν φονεύσει περισσότερους Γάλλους στρατιώτες από ό,τι οι Νεότουρκοι και οι Μουσταφακεμαλικοί. Η αγνόηση, όμως, αυτής της αδυσώπητης διεθνούς πραγματικότητας και των σκληρών κανόνων της διεθνούς πολιτικής (της «θηριομαχίας», όπως τη χαρακτηρίζει ουσιαστικά ο Βεντήρης – βλ. παρακάτω) ήταν το εγκληματικό λάθος των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου και της πλειοψηφίας των εκλογέων της 1ης Νοεμβρίου. Ελαθε έτσι της προσοχής των ψηφοφόρων ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο του Βενιζέλου κι επομένως η επικύρωσή της από τα συμμαχικά κοινοβούλια και η εφαρμογή της εξαρτάτο από την πολιτική επιβίωση του Κρητός ηγέτη. Οι δραματικές προειδοποιήσεις του ηγέτη των Φιλελευθέρων τόσο από το βήμα της Βουλής όσο και κατά τις τελευταίες προεκλογικές ομιλίες του, ότι τυχόν επαναφορά του Κωνσταντίνου θα συνεπέφερε τον κίνδυνο κατάλυσης των Συνθηκών των Σεβρών και του Νεϊγύ και συνεπώς «θα κατεστρέφετο η Ελλάς», δεν στάθηκαν επαρκείς για να μεταπείσουν τους εκλογείς. Επιπλέον, η παρατήρηση του Raymond Poincaré (κορυφαίου Γάλλου πολιτικού της εποχής, πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Δημοκρατίας το διάστημα 1912-22) στη «Revue des Deux Mondes» (1 Σεπτεμβρίου 1920) ότι η Συνθήκη των Σεβρών ήταν εύθραυστη σαν ένα «ραγισμένο βάζο» το οποίο κανείς δεν έπρεπε να αγγίξει, πέρασε εντελώς απαρατήρητη στην Ελλάδα. Η πρόταση του Δ. Ράλλη για ανάθεση της διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας (στην επικείμενη Διάσκεψη του Λονδίνου) στον Βενιζέλο (για την οποία ο Ράλλης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την πρωθυπουργία στις 22 Ιανουαρίου) ήλθε πολύ αργά για να αλλάξει την τροπή των διεθνών πραγμάτων.

    Η στάση του Βενιζέλου

    Αυτή η πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας από τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις (δηλωτική της εσωστρέφειας και του επαρχιωτισμού που διέκριναν παγίως την αντιβενιζελική παράταξη) αποτέλεσε βαθιά ρήξη με τη φιλοσοφία του Βενιζέλου ως προς τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κρης ηγέτης είχε αφομοιώσει πλήρως τα πολιτικά διδάγματα του 1897 και ήταν πεπεισμένος ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να αναμετρηθεί πολεμικά με την Τουρκία (έναν ανυπερθέτως υπέρτερο αντίπαλο) δίχως συμμάχους. Οπως σχολιάζει ο ερμηνευτής της σκέψης του (Γεώργιος Βεντήρης) το 1931, «όσον εν τούτοις και αν εγίνετο ισχυρά, η Ελλάς δεν ηδύνατο να μονομαχήση με την Τουρκία». Τόσο το 1912 και το 1913 (με τις αλλεπάλληλες, την ελληνοβουλγαρική και την ελληνοσερβική, συμμαχίες) όσο και το 1914-15, όταν η χώρα επρόκειτο να εμπλακεί σε έναν νέο ελληνοτουρκικό -αλλά και παγκόσμιο συνάμα αυτήν τη φορά- πόλεμο, ο Βενιζέλος θεωρούσε ως sine qua non προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου άνισου πολέμου την ένταξη της Ελλάδας σε ένα σύστημα διεθνών συμμαχιών. Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων αντιλαμβανόταν πλήρως ότι μια πολεμική νίκη δεν είναι το μονοδιάστατο αποτέλεσμα της στρατιωτικής ισχύος και των αριθμών, αλλά δυναμικός συνδυασμός πολλαπλών παραγόντων (συν τοις άλλοις ορθών πολιτικο-διπλωματικών επιλογών, γεωστρατηγικών ισορροπιών και εξωτερικών ερεισμάτων και συμμαχιών). Εκεί έγκειτο και η θεμελιώδης διαφωνία του με το Γενικό Επιτελείο το 1915: ο Βενιζέλος εξέταζε το Μικρασιατικό Ζήτημα με σφαιρικό τρόπο, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές παραμέτρους, ενώ ο Ι. Μεταξάς το έκρινε με αμιγώς στρατιωτικά κριτήρια και με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο (της εισόδου δηλ. της Βουλγαρίας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο). Ο Γ. Βεντήρης καταδεικνύει ότι ο Βενιζέλος ακολουθούσε την «αρχή των συμμαχιών» σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, οι οποίοι εφάρμοζαν «σύστημα μονώσεως» και, επικαλούμενοι τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, δεν έκαμναν συμβιβασμούς «με τα άλλα κράτη του Αίμου, σλαυικά ή όχι».

    Αυτή η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν ευθεία συνάρτηση της ρεαλιστικής αντίληψής του για τις διεθνείς σχέσεις. Μετά την εκλογική του ήττα το 1920, ο Βενιζέλος δήλωσε (με αρκετή δόση υπερβολής), την παραμονή της αναχώρησής του από την Ελλάδα, ενώπιον των συνεργατών του (και παρουσία της Π. Σ. Δέλτα): «Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού μας για να κρατήσωμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου θα διαλύση τις συμμαχίες».

    Οι αντίπαλοί του δεν διέθεταν την ίδια αντίληψη (ή μάλλον την ικανότητα και το χάρισμα της αντίληψης) για τα εξωτερικά πράγματα. Ο Βενιζέλος (με αρκετή δόση ειρωνείας) προσδιόρισε τον πυρήνα της σκέψης των αντιπάλων του με τη λέξη «αυτοτέλεια». Η «αυτοτέλεια» εισήλθε στην πολιτική αντιπαράθεση την 21η Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Δ. Γούναρης εξέφρασε, από το βήμα της Βουλής, την «έντονον διαμαρτυρίαν» του για την αποβίβαση αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνιστούσε προσβολή «κατά της χώρας, κατά της ανεξαρτησίας αυτής, κατά της αυτοτελείας αυτής»· οι Δ. Ράλλης και Γ. Θεοτόκης διαμαρτυρήθηκαν ομοίως για τον κόλαφο που έλαβε «η εθνική ανεξαρτησία και η κυριαρχία του [ελληνικού] Κράτους». Μάλιστα, η παρέλευση μιας πενταετίας από το 1915 δεν ωρίμασε πολιτικά την αντιβενιζελική παράταξη. Την 20ή Μαΐου 1920 το Συμβούλιο της Συνεργαζομένης Αντιπολιτεύσεως εξέδωσε «ανακοίνωσιν», όπου δηλώνετο ότι ο υπ’ αριθμόν 1 «από κοινού επιδιωκόμενος πολιτικός σκοπός» της Αντιπολιτεύσεως «υποχρεωτικώς» περιελάμβανε «την βεβαίωσιν της απολύτου από διεθνούς απόψεως ανεξαρτησίας και αυτοτελείας του Κράτους και την αποκατάστασιν της απολύτου επιβολής της εθνικής κυριαρχίας εν τη ρυθμίσει των εσωτερικών αυτού πραγμάτων». Ο Βεντήρης χαρακτηρίζει εύστοχα την εξωτερική πολιτική των αντιπάλων του Βενιζέλου ωσάν «περίπου την κίνησιν της στρουθοκαμήλου, ήτις βυθίζει την κεφαλήν της εις την άμμον διά να μη βλέπη τα θηρία».

    Δυσοίωνες διαπιστώσεις

    Ο ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων (αυτοεξόριστος πλέον μετά την 1η Νοεμβρίου) διέβλεψε αμέσως τις ολέθριες συνέπειες από την πεισματική άρνηση της διεθνούς πραγματικότητας. Σε επιστολή του προς τον Π. Δαγκλή, πέντε ημέρες μετά τη διενέργεια του δημοψηφίσματος (Νίκαια, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1920), ο Βενιζέλος διεκτραγώδησε το γεγονός ότι «ατυχώς ούτε αυτή η διακοίνωσις των Δυνάμεων ήνοιξε τους οφθαλμούς της Κυβερνήσεως όπως προλάβη την διενέργειαν του δημοψηφίσματος» και προέβλεψε με ακρίβεια:

    «[…] αι καταστροφαί θα επακολουθήσουν αμέσως. Η Μικρασιατική Ελλάς θα σβήση και ευτυχείς θα είμεθα εάν τουλάχιστον η περιφέρεια της Σμύρνης λάβη μορφήν τινα διεθνή διά ν’ αποσοβηθή ο κίνδυνος ο άφευκτος της εξοντώσεως του εν αυτή ημίσεος περίπου εκατομμυρίου ομογενών, όστις θα επακολουθήση την τυχόν επαναφοράν εν αυτή της τουρκικής διοικήσεως».

    Μετά την ολοκλήρωση της Διάσκεψης του Λονδίνου και την αποτυχία των πρώτων επιχειρήσεων προς το Εσκί Σεχίρ, ο αυτοεξόριστος ηγέτης διαμήνυσε και πάλι (εμπιστευτικά) προς τον διάδοχό του στην κομματική ηγεσία (Μόντε Κάρλο, 20 Απριλίου/2 Μαΐου 1921) ότι «βαίνομεν εις αποτυχίαν και εν περιπτώσει ακόμη στρατιωτικής νίκης, εάν όπισθεν ημών δεν ευρίσκεται τουλάχιστον η Αγγλία». Ο Βενιζέλος δήλωσε ευθέως «απαισιόδοξος», διά τον λόγο ακριβώς ότι οι Ελληνες μάχονταν πλέον «διπλωματικώς απομονωμένοι»:

    «Και αν ακόμη ήτο δυνατόν να καταλάβωμεν το Εσκή-Σεχήρ και το Αφιόν-Καραχισάρ, ουδέν θα κατωρθώνομεν. Εάν δε υποτεθή ότι εφθάναμεν και μέχρις Αγκύρας, η θέσις μας θα ήτο ακόμη δυσχερεστέρα και στρατιωτικώς, και οικονομικώς. Εφ’ όσον η απειλή ήτις συνώδευε την συνθήκην των Σεβρών περί εξώσεως των Τούρκων εκ Κωνσταντινουπόλεως έπαυσεν ισχύουσα και εφόσον οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι είμεθα απομονωμένοι, δεν υπάρχει ουδέν μέσον ικανόν να πείση τους Τούρκους να υποκύψουν απέναντι μόνης της Ελλάδος. Ο πόλεμος θα παραταθή μέχρι πλήρους ημών εξαντλήσεως, ότε θα χάσωμεν και Σμύρνην και Θράκην».

    Οι σκέψεις αυτές του Βενιζέλου βασίζονταν σε συγκροτημένη άποψη. Σε άλλες δύο επιστολές προς τον Δαγκλή (που χρονολογούνται από 3 Ιουλίου και 26 Αυγούστου 1921 αντίστοιχα), τις οποίες δημοσίευσε ο «Ελεύθερος Τύπος» τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Βενιζέλος αντιδιέστειλε την «αυτοτελειακήν πολιτικήν» των διαδόχων του από την «αντιαυτοτελειακήν πολιτικήν» του ιδίου. Και αναρωτήθηκε: «Ητο δυνατόν να διανοηθώ εγώ την διεξαγωγήν πολέμου προς την Τουρκίαν χωρίς την συμμαχίαν των συμμάχων μας και δη εν αντιθέσει προς αυτούς;». Ο Βενιζέλος ήταν γι’ αυτό πεπεισμένος ότι η απώλεια της «Μικρασιατικής Ελλάδος» ήταν το «τίμημα» το οποίο θα πλήρωνε η χώρα, «διότι παρά την διακοίνωσιν των Δυνάμεων» οι αντίπαλοί του «επανέφερον τον Κωνσταντίνον»: «Την συνθήκην των Σεβρών ανέτρεψεν η επάνοδος του Κωνσταντίνου».Παρ’ όλη την αποσιώπηση των δικών του ευθυνών (που αφορούσαν στην ανάληψη μιας δυσέφικτης πολεμικής εκστρατείας παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Γενικού Επιτελείου), οι παρατηρήσεις του Βενιζέλου για τη διπλωματική όψη του Μικρασιατικού Ζητήματος διακρίνονται για την ορθότητά τους. Πράγματι, μέχρι το τέλος του 1920 η κυβερνώσα παράταξη βαυκαλιζόταν με φρούδες ελπίδες ότι η Συνθήκη των Σεβρών θα διατηρείτο εν ισχύι και πως η Γαλλία θα συνέχιζε να επιδεικνύει αλληλεγγύη προς τη μαχόμενη Ελλάδα. Η διάψευση αυτών των ελπίδων (στη Διάσκεψη του Λονδίνου) οδήγησε σε αυτό που είχε προβλέψει ο Βενιζέλος: σε πολεμικό αγώνα «μέχρι πλήρους εξαντλήσεως».

    http://www.kathimerini.gr/816030/gallery/epikairothta/ereynes/ta-politika-aitia–ths-httas-toy-1922

  23. […] στους ανόητους της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και επέτρεψαν την οριστική εξόντωση των μη […]

  24. Διαπίστωση του George Horton…!!!

    » Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική διοίκηση της Σμύρνης ήταν η ολέθρια και φαύλη πολιτική των Αθηνών. Είναι απίστευτο , αδιανόητο θα έλεγα, ως που μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες πολιτικοί για να διατηρήσουν το κόμμα τους στην εξουσία έστω και για μια βδομάδα παραπάνω.
    Μπορούν να θυσιάσουν την πατρίδα τους και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να κρατηθούν στην κυβέρνηση».

    περισσότερα:http://santeos.blogspot.gr/2016/11/george-horton.html

  25. […] του Μπρεστ Λιτόφσκ, -εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία, –Μικρασιατική Καταστροφή, -προσφυγοποίηση και εγκατάσταση στην Ελλάδα, –Κατοχή […]

  26. Αυτές είναι οι πραγματικές αποστάσεις, για τις οποίες το τότε ΚΚΕ χαρακτήρισε τη Μικρασιατικκή Εκστρατεία ως υπερπόντια εκστρατεία… ταυτιζόμενος πλήρως με τον Ιωάννη Μεταξά που τη θεωρούσε «αποικιακή εκστρατεία»:

  27. […] τραγική κατάρρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που […]


Σχολιάστε