Η Έξοδος από την Ανατολική Θράκη

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Η τελευταία πράξη της Καταστροφής του ελληνισμού της Ανατολής, μετά από την εγκατάλειψη του Πόντου και την καταστροφή της Σμύρνης, υπήρξε η απώλεια της Ανατολικής Θράκης.
 
Το ιστορικό αφιέρωμα  της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (8-12-2013) που επιμελούμαι, αφορά ένα  από τα πλέον δύσκολα και αμφιλεγόμενα θέματα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: στην εθελούσια απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανατολική Θράκη και την παραχώρησή της στους κεμαλικούς  μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Μουδανιών.
 
Με την συμμετοχή του Δημήτρη Μαυρίδη και της Βάσως Τσακόγλου, καλών μελετητών της ιστορικής αυτής σελίδας, επιχειρείται η αποσαφήνιση του συγκεκριμένου ιστορικού θέματος και η η παρουσίαση κρίσιμων παραμέτρων στη διαχείρισή του. 

σάρωση0075

Η ελληνική έξοδος από την Ανατολική Θράκη

  • Του Βλάση Αγτζίδη*
  • http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=402799
  • «Για την Ελλάδα του 1922, η Θράκη ήταν σαν τη μάχη του Μάρνη – εκεί θα παιζόταν και θα κερδιζόταν ξανά το παιχνίδι. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Ολη η χώρα βρισκόταν μέσα σε πολεμικό πυρετό (…) Κι ύστερα συνέβη το αναπάντεχο: οι Σύμμαχοι χάρισαν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους και έδωσαν στον Ελληνικό Στρατό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της…»

  • Ο χάρτης δείχνει την πορεία των προσφύγων μετά την εκκένωση της Ανατολικής ΘράκηςΟ χάρτης δείχνει την πορεία των προσφύγων μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης

  • Ετσι περιέγραψε ο διάσημος συγγραφέας Χένρι Χέμινγουεϊ στην εφημερίδα «Toronto Star» το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης μετά την καταστροφική ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο. Ο Χέμινγουεϊ συγκλονίζεται από την εικόνα των Ελλήνων στρατιωτών που αποχωρούσαν από την Ανατολική Θράκη τον Οκτώβρη του 1922: «Ολη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης. Εφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! (…) Αυτοί οι άντρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας».
  • Ενα «δύσκολο» θέμα

    Το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης είναι από τα τελευταία «επικίνδυνα» θέματα που σχετίζονται με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -ως απόρροια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου- και της οριστικής διευθέτησης των διαφορών μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Το ζήτημα αυτό το διαχειρίστηκε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος και συνδέεται απολύτως αφ’ ενός με την ιδιομορφία του χαρακτήρα του και την εσωτερική του κατάρρευση -που επήλθε ως αποτέλεσμα της δολοφονικής απόπειρας στο Σταθμό της Λιόν του Παρισίου, τον Ιούλιο του 1920- και αφ’ ετέρου με την παραδοσιακή ξενοδουλεία που χαρακτήριζε το σύνολο των κυρίαρχων ελλαδικών ελίτ.

    Η περίπτωση του Ελ. Βενιζέλου είναι εντελώς διαφορετική από την πολιτική της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» των μοναρχικών του αντιπάλων. Η πολιτική του κινήθηκε στο αντιδιαμετρικό σημείο από την πολιτική του Λαϊκού Κόμματος. Οι αντίπαλοί του, με την προβληματική διαχείριση της μικρασιατικής πρόκλησης, είχαν οδηγήσει στη Μικρασιατική Καταστροφή και στην παράδοση του άμαχου πληθυσμού της Μικράς Ασίας στα κεμαλικά στρατεύματα. Η πολιτική Βενιζέλου, όπως ασκήθηκε από το 1909, είχε επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμετάσχει στις ευρύτερες ιστορικές διεργασίες, είτε των Βαλκανικών Πολέμων είτε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με ευεργετικά έως τότε αποτελέσματα. Σ’ αυτόν οφειλόταν επίσης η προσπάθεια απόκτησης πλήρους ελέγχου του αιγαιακού χώρου με την ενσωμάτωση του Σαντζακίου Σμύρνης, όπως και η ενσωμάτωση και η ένωση με την Ελλάδα του θρακικού χώρου έως την Τσατάλτζα, 40 χλμ. έξω από την Κωνσταντινούπολη (Ιούλιος 1920).

    Υβρις χωρίς κάθαρση

    Η ειρωνεία όμως με την οποία η Ιστορία αντιμετωπίζει την ανθρώπινη μοίρα εκφράστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση με την παράδοση Ανατολικής Θράκης, Ιμβρου και Τενέδου στους κεμαλικούς, από τους οποίους πριν από δύο χρόνια είχαν απελευθερωθεί.

    Ακόμα μέχρι σήμερα διατυπώνεται στις εκδηλώσεις των απογόνων των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη το ερώτημα «Τι θα έπραττε άραγε ο επαναστάτης του Θέρισου, εάν στη θέση Ανατολικής Θράκης, Ιμβρου και Τενέδου βρισκόταν το δικό του γενέθλιο έδαφος;»

    *Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

  • Η στάση των μεγάλων δυνάμεων και η ελληνική ατολμία

    Του Δημήτρη Μαυρίδη*
  • http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=402800
  • Αμέσως μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Ελληνες, η Μεγάλη Βρετανία -άτυπη σύμμαχος των Ελλήνων, που βασιζόταν στην ασπίδα του Ελληνικού Στρατού για την κάλυψη των Στενών, της Κωνσταντινούπολης και της ουδέτερης ζώνης που κατείχε στη Μικρά Ασία- φάνηκε να επιδιώκει σαφώς, στην αρχή, την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού.

    Ο Ισμέτ Ινονού με τον Φρανκλίν Μπουιγιόν περιχαρείς, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Μουδανιών. Ηταν ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των Γάλλων για τη νίκη των κεμαλικών στη Μικρά Ασία και για την παραχώρηση της ΑνατολικήςΟ Ισμέτ Ινονού με τον Φρανκλίν Μπουιγιόν περιχαρείς, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Μουδανιών. Ηταν ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των Γάλλων για τη νίκη των κεμαλικών στη Μικρά Ασία και για την παραχώρηση της Ανατολικής

  • Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση του Λόιντ Τζορτζ, με πρωτοστατούντα τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ετοιμαζόταν για πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία. Αντίθετα οι Γάλλοι, σε ανοικτή ρήξη προς τους Αγγλους, είχαν εκχωρήσει την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους, ακόμη και πολύ πριν από τον Αύγουστο του 1922.

    Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922 εκδηλώθηκε κρίση στις αγγλογαλλικές σχέσεις. Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, που οι Τούρκοι θα ουδετεροποιούσαν.

    Τότε, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και η απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, οδήγησαν, μαζί με την αφόρητη πίεση της Γαλλίας, στην απόφαση των Συμμάχων να εκκενωθεί από τους Ελληνες η Ανατολική Θράκη και να παραδοθεί στην Τουρκία ως αμοιβή για την προσέγγισή της στους Συμμάχους. Η θετική διάθεση ορισμένων Αγγλων προς τους Ελληνες, όπως αυτή του Λόιντ Τζορτζ και του λόρδου Κόρζον, δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν.

    Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης επικυρώθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922, έπειτα από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Αγγλου υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κόρζον. Οι παρακλήσεις του Βενιζέλου αντιμετωπίστηκαν την επαύριο παγερά από τον Πουανκαρέ.

    Η ελληνική αυτοχειρία

    Στο εύλογο ερώτημα του λόρδου Κόρζον «Ποιος θα υποχρεώσει τους Ελληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;» απάντησαν οι ίδιοι οι Ελληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μη βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουστεί με την Τουρκία.

    Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Ελληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία και το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Ελληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο ή τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Αγγλοι, σήμαινε αγγλο-τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν, βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.

    ...«Η Θράκη μας παραδόθηκε χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός», δήλωσε έπειτα από πενήντα χρόνια ο Ισμέτ Ινονού…

    * Ερευνητής της Ιστορίας του ανατολικοθρακικού Ελληνισμού, μηχανικός, http://rodosto.blogspot.gr/. Το βιβλίο «Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό» εκδόθηκε από το ΠαΚεΘρα το 2003. Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την εισήγησή του στο Συνέδριο Σύγχρονης Ιστορίας της Κηφισιάς.

  •  cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

  • Η Θράκη, βορά στα σχέδια του επεκτατισμού

  • Της Βάσως Τσακόγλου*
  • http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=402802
  • Η Θράκη από τα τέλη του 19ου αιώνα (1870) δέχθηκε αδιάκοπα πλήγματα από τους Βούλγαρους οπαδούς του επεκτατισμού, από τους σοβινιστές της νεοτουρκικής πολιτικής και τις σκευωρίες της διπλωματίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων.Από τη νεοτουρκική επανάσταση του 1908 διεξάγονταν διωγμοί σ’ ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών, και ιδιαίτερα, όπου άκμαζε ο Ελληνισμός… Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ο Ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης και γενικότερα της Θράκης βρέθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις Συμπληγάδες της βουλγαρικής προέλασης και της τουρκικής υποχώρησης από όλα τα ευρωπαϊκά μέτωπα, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, αλυσιδωτές αντιδράσεις και μεγάλες καταστροφές. Οι νέοι κατακτητές βιάζονταν να παγιώσουν την κατοχή τους και οι ηττημένοι κατέχονταν από αισθήματα μίσους και αντεκδίκησης εναντίον όλων των χριστιανών, και εκείνοι που βρέθηκαν μπροστά τους ήταν οι Ελληνες. Κατά την περίοδο αυτή αυξάνουν οι δολοφονίες και οι διάφορες βιαιοπραγίες και καταστροφές των ελληνικών πληθυσμών με το πρόσχημα ότι Ελληνες Οθωμανοί συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους κατά την κατάληψη της Θράκης από τους τελευταίους. Ο μητροπολίτης Ηρακλείας έγραφε για «…πρόγραμμα του οθωμανικού στρατού εξοντώσεως παντός του Ελληνισμού… προβεβουλευμένο και διά τούτο εξίσου εις όλα τα μέρη εφαρμοζόμενον». Στο τέλος του 1913 η χώρα εμφάνιζε στο μεγαλύτερο τμήμα της όψη ερειπωμένης επαρχίας.

    Ο ρόλος των Γερμανών

    Τον Δεκέμβριο έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Liman von Santers. Αυτός περιηγήθηκε την Ανατολική Θράκη και πρότεινε να αντικατασταθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί από μουσουλμανικούς.

    Οι διωγμοί αυτοί έγιναν αγριότεροι και πήραν ιδιαίτερη οξύτητα από τα μέσα Φεβρουαρίου του 1914 -όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι τα νησιά του Αιγαίου κατακυρώθηκαν στην Ελλάδα- έως τον Ιούνιο του 1914. Εγιναν αθρόοι διωγμοί και απελάσεις ελληνικών πληθυσμών των παραλίων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα με την πρόφαση της πρόσκτησης των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα. Η διεκδίκηση από τους Τούρκους των νησιών τούς έδωσε την καλύτερη δικαιολογία για τον αφελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Στις αρχές του 1914 εξηγούσαν τα σχέδιά τους τόσο πειστικά και τα εφάρμοζαν τόσο συστηματικά, που οι ιθύνοντες του εκεί Ελληνισμού ήταν σίγουροι ότι αυτά τα σχέδια θα είχαν ολοκληρωθεί ώς τον Ιούνιο. Εγραφε η «Εκκλησιαστική Αλήθεια», επίσημο έντυπο του Πατριαρχείου, στις αρχές Μαρτίου:

    «… Εν δε τη Ανατολική Θράκη, ένθα ως εκ των καταστροφών του πολέμου δεν υπελείφθη εμπορική ζωή, ο εξοντωτικός αγών διεξάγεται μετά τινος συντομωτέρας ενεργείας, διά της απλουστέρας μεθόδου της αμέσου διαρπαγής των περιουσιών των ομογενών, προσεπιδηλουμένου αυτοίς απεριφράστως ότι η μόνη αυτών σωτηρία έγκειται εν τη εγκαταλείψει του πατρίου εδάφους. Μουσουλμάνοι πρόσφυγες εγκαθίστανται εν τοις ελληνορθοδόξοις χωρίοις, εκδιώκουσι τους κατοίκους αυτών των οικιών και των αγρών αυτών, οικειοποιούνται αυτά και διαρπάζουσι τας περιουσίας αυτών και απογυμνούσι διά παντός τρόπου τους ομογενείς…».

    Στο τέλος Μαΐου θορυβημένη η ελληνική κυβέρνηση επέδωσε ρηματική διακοίνωση στην οθωμανική και ετοιμαζόταν για πόλεμο. Ομως οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεσαν την Ελλάδα και την υποχρέωσαν να διαπραγματευθεί εθελοντική ανταλλαγή των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Οι διαπραγματεύσεις δεν ευοδώθηκαν, οι συζητήσεις όμως αυτές αποτέλεσαν τη βάση των συμφωνιών της Συνθήκης Ανταλλαγής του 1923 και έδωσαν την πολιτική κάλυψη στους Νεοτούρκους να ολοκληρώσουν με διάφορες προφάσεις τον αφανισμό του Ελληνισμού στην επικράτειά τους.

    Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συντελέστηκε η καταστροφή των χριστιανικών πληθυσμών με μαζικές σφαγές, λεηλασίες, πυρπολήσεις χωριών και εξόντωση διά της αποστολής στο εσωτερικό της Ανατολής εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανών. Οι εκτοπίσεις στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας εφαρμόστηκαν σε όλα τα μέρη με τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο μέχρι και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, προδίδοντας έτσι την ύπαρξη γενικών και ταυτόσημων οδηγιών. Εξορίστηκαν περίπου 88.485 στην περιφέρεια του Βαλουκεσέρ και διασπάρθηκαν σε 72 χωριά κατά μικρές ομάδες. Στην περιοχή έμειναν 60.000-70.000 ψυχές και πάντως κανείς δεν έμεινε στην εστία του.

    Μετά το 1915 δεν έγιναν άλλοι εκτοπισμοί στην περιοχή, όμως το ελληνικό στοιχείο δεν έπαψε να υποφέρει. Ηταν στο έλεος αρχών οι οποίες κύριο έργο είχαν τη βαθμιαία εξάντληση και οικονομική του καταστροφή, και δεν έκρυβαν καθόλου το σκοπό τους ούτε δίσταζαν για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν. Σύμφωνα με εκθέσεις, κατά το 1916 ολοκληρώθηκε ο αφανισμός του Ελληνισμού από μέρους τόσο των Τούρκων όσο και των Βουλγάρων….

    Το τέλος του πολέμου θα βρει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών. Μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου άρχισαν πρώτα να επιστρέφουν οι εκτοπισμένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας με τη βοήθεια της Πατριαρχικής Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστροφή των Ανατολικοθρακιωτών, που μετά το 1913 και το 1914 είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία, με δυσκολία επιτράπηκε από την ελληνική κυβέρνηση και μάλιστα μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών για τη Συνθήκη των Σεβρών. Πάντως περίπου 82.874 από αυτούς επαναπατρίστηκαν. Από τους εκτοπισμένους δεν επέστρεψαν, σύμφωνα πάντα με υπολογισμούς, παρά λιγότεροι από τους μισούς. Πόσοι ακριβώς χάθηκαν εκεί, δεν θα το μάθουμε ποτέ.

    Η επιστροφή τους ήταν επίσης δύσκολη. Οι τουρκικές αρχές συνέχιζαν να παρεμβάλλουν εμπόδια. Οταν έφταναν στα χωριά τους, δεν αντίκριζαν παρά σωρούς από πέτρες. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ήδη γκρεμιστεί και σε όσα διασώθηκαν έμεναν μουσουλμάνοι, οι οποίοι είχαν καταστρέψει τους μουριώνες, τους συκεώνες, τα αμπέλια – το ίδιο έκανε και ο στρατός για τις δικές του ανάγκες.

    Η ελληνική διοίκηση, που εγκαθιδρύθηκε μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, δαπάνησε πολλά για την επανεγκατάσταση των Ελλήνων. Στην ίδια γη επένδυσαν και όσοι Ελληνες επέστρεφαν από το εξωτερικό, όπου είχαν καταφύγει για να αποφύγουν τη στράτευση. Η Ανατολική Θράκη κάτω από την ελληνική διοίκηση άρχισε τη συστηματική της αναδιοργάνωση…

  • Το τέλος διά χειρός «συμμάχων» και ημετέρων

    Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανακωχή των Μουδανιών, οι συμμαχικές αρχές ανέλαβαν να μεταβιβάσουν τις πολιτικές εξουσίες στις τουρκικές αρχές, 30 μέρες μετά την εκκένωση της χώρας από τους Ελληνες κατοίκους της.Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Μουδανιών, πριν από την υπογραφή των όρων, ο Βενιζέλος από το Παρίσι έστειλε τηλεγράφημα στους πληρεξουσίους της Θράκης, το οποίο μεταξύ άλλων έγραφε τα εξής: «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς διά Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας. Οσον τραγικόν και αν είναι, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσιν γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και πρόγονοί των…»

  • * Ιστορικός. Η μεταπτυχιακή εργασία της στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ αφορούσε τις διώξεις του 1913-1918 στην Ανατολική Θράκη. Το 2010 εκδόθηκε η μονογραφία της «Ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη (1913-1918)».

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

15 Σχόλια

  1. […] (Μικρά Ασία -δηλαδή Πόντος, Ιωνία,  Βιθυνία κ.α.- και Ανατολική Θράκη). . Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο της εργαλειακής χρήσης […]

  2. Β... on

    Το 1914 στην Ανατολική Θράκη κατοικούσαν 380.000-390.000. Εκτοπίστηκαν 100.000 και επέστρεψαν 54.000 μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

    Στην Ελλάδα κατέφυγαν 220.000 και επέστρεψαν 83.000.
    Το Πατιαρχείο αναφέρει ότι το 1922 κατοικούσαν 240.000 ενώ άλλες πηγές αναφέρουν 240.000.

    Το 1912 οι μουσουλμάνοι ήταν 223.000, ενώ το 1922 300.000.

    Η Οθωμανική Στατιστική του 1912 δίνει τους αριθμούς 243.000 Έλληνες και 223.000 μουσουλμάνοι.

    Η Πατριαρχική του 1911 δίνει τον αριθμό 331.530 Έλληνες

  3. Μαρτυρίες από την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης.

    Μαρτυρίες και ανταποκρίσεις (8)

    ¨ Μαρτυρία τοῦ Κώστα Γεραγᾶ, Ἀναπληρωτοῦ Γενικοῦ Διοικητοῦ Θράκης, Ἀθῆναι 1926 ἀπό τό βιβλίο του «Ἀναμνήσεις ἐκ Θράκης 1920–1922», Ἀθῆναι 1926

    Τὴν 2αν Ὀκτωβρίου 1922 ἔφθασεν εἰς Ἀλεξανδρούπολιν καὶ ἀνέλαβε καθήκοντα ὁ Γενικὸς Διοικητὴς Ὑποστράτηγος κ. Κατεχάκης.
    Ὡς ἐλέγετο κατόπιν, ὑπό ἄλλας σκέψεις καὶ σχέδια εἶχεν ἀποφασίσῃ νὰ δεχθῇ τὸ ἀξίωμα. Αἱ πραγματικότητες ἐπῆλθον διάφοροι. Αἱ μεγάλαι ἀγωνίαι συνεχίζονται. Συγκινητικαὶ ἐκδηλώσεις ἔφθανον ἐκ Μηδείας καὶ ἡ Στρατιὰ ἐτηλεγράφει ἐκ Ραιδεστοῦ ὅτι ἄνευ ἀναβολῇς πρέπει νὰ καταπλεύσουν εἰς Μήδειαν πλοῖα καὶ παραλάβουν 4.000 συγκεντρωθέντας ἐκεῖ κατοίκους τῆς περιφερείας ἐκτεθειμένους εἰς τὴν βροχὴν, τὸ ψῦχος καὶ τούς κινδύνους ἐξοντώσεως, καθόσον ἡ στρατιωτικὴ ἐκκένωσις Μηδείας καὶ Αἰνιάδος ἔπρεπε νὰ περατωθῇ τὴν 3ην Ὀκτωβρίου.
    Σημειωτέον ὅτι ἡ πλήρης ἐκκένωσις τῆς περιοχῆς Σηλυβρίας, Τυρολόης, Βιζύης καὶ Σιδηροχωρίου κατὰ τὸ ἀρχικὸν σχέδιον ἔπρεπε νὰ συντελεσθῇ μέχρι τῆς 5ης Ὀκτωβρίου. Διὰ νεωτέρας ὅμως διαταγῆς ἡ Στρατιὰ παρέτεινε τὴν προθεσμίαν μέχρι τῆς 7ης, διὰ δὲ τὴν ἐκκένωσιν τῆς Ραιδεστοῦ καί Λουλὲ Βουργἀζ μέχρι τῆς 9ης ἀντὶ τῆς 7ης Ὀκτωβρίου, ὡς ἀρχικῶς ὡρίζετο. …
    Ἦτο ἀναγκαῖον ἐξ ὑπερτέρων ἐθνικῶν λόγων, ὡς ἐλέχθη, νὰ μὴ συμβοῦν ἔκτροπα καὶ νὰ πεισθῇ καὶ ὁ Γάλλος Πρόξενος Ἀδριανουπόλεως περὶ τῶν καλῶν διαθέσεων καὶ τῶν ὑπερανθρώπων τούτων προσπαθειῶν τῆς Ἑλληνικῆς Διοικήσεως καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν. Διότι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἡμετέρα Ἁρμοστεία ἐδέχετο ἀτελειώτους παραστάσεις τῶν Συμμάχων Ἁρμοστῶν περὶ τῆς ἐν Θράκῃ καταστάσεως, ἥτις παρίστατο μονομερῶς, δι’ ὅ,τι δηλαδὴ ἀφεώρα τάς στεναχωρίας τῶν Μουσουλμάνων, ἐνῷ τούς ἄφινεν ἀδιαφόρους ἡ τραγικὴ ἀγωνία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῶν ἀρχῶν. …
    Τὴν 4 Ὀκτωβρίου ἡ παραλία Σηλυβρίας εἶχε κατακλυσθῇ ἀπό τάς χιλιάδας κατοίκων τῆς ἀμιγοῦς ἑλληνικῆς περιφερείας, ἀναμενόντων ἀτμόπλοια πρὸς φυγήν. Μέχρι τῆς 10 εἶχον ἐκκενωθῇ κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ Σηλύβρια, Μουγάνδος, Μπιγιοὺκ Τσεκμετζέ, Αἰγιαλός, Ἐξάστερον, Παναγία καὶ Ἡράκλεια, ἀποσταλέντων πλοίων. Τὴν 31ην Ὀκτωβρίου ἐπερατοῦτο ἡ ἐπιβίβασις τῶν κατοίκων Ἐξαστέρου, Ἐπιβατῶν καὶ Δελλιωνῶν, τὴν δὲ 14 ην καὶ ἡ φόρτωσις τῶν σιτηρῶν τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, μεθ’ ὅ οὐδεὶς Ἕλλην, πλὴν τῶν ὑπαλλήλων καὶ τῆς Χωροφυλακῆς παρέμειναν εἰς Σηλύβριαν.
    Ἡ ἀπομεμακρυσμένη ἐπαρχία Σιδηροχωρίου ἔπρεπε νὰ ἐκκενωθῇ πρώτη. Ἅμα τῇ εἰδήσει περὶ ἐκκενώσεως τῆς χώρας ὑπό τοῦ στρατοῦ ὁ πληθυσμὸς κατελήφθη ὑπό ἀλλοφροσύνης. Οὐδείς ἐσκέφθη νὰ μείνῃ. Ἀλλὰ πῶς νὰ φύγουν ταχέως καὶ νὰ παραλάβουν καὶ ἐλάχιστα ἐκ τῶν κινητῶν των, ἀφοῦ ἡ περιφέρεια ἀπέχει 70 χιλιόμετρα ἀπό τῆς πλησιεστέρας σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, τὰ ὁποῖα μία βοδάμαξα μεταφέρουσα βάρος 250 ὀκάδων ἐχρειάζετο 4 ἡμέρας, ἵνα τὰ διατρέξῃ; Ἀπό δὲ τῆς Θυνιάδος, ἥτις εἶνε ἀλιμένος, ἀπέχει 30 χιλιόμετρα. καὶ διηπόρουν˙ ἄν δέν ἔλθουν ἐγκαίρως τὰ πλοῖα; Ἄν πνεύσουν οἱ συνήθεις νότιοι ἄνεμοι καὶ καταστῇ ἀδύνατος ἡ ἐπιβίβασις, καταφθάνουν δὲ οἱ Τσέται μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ στρατοῦ, τί θὰ ἐγίνοντο τὰ γυναικόπαιδα; Διότι οἱ Τοῦρκοι τῆς περιφερείας ἄφηνον ἐπίτηδες νὰ κυκλοφορῇ ἡ ἐπίμονος διάδοσις, ὅτι εἰς τὸ βουλγαρικὸν ἔδαφος κατηρτίζοντο συμμορίαι ὑπό τέσσαρας ἀρχηγούς, διαμένοντας ἐν Πύργῳ καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ εἰσβάλωσιν εἰς Θράκην ἅμα τῇ ἀποχωρήσει τοῦ στρατοῦ.
    Τὴν 7ην Ὀκτωβρίου τὸ Σιδηροχώριον εἶχεν ἐκκενωθῇ τελείως, ἐκ τῶν κατοίκων οἱ πλεῖστοι κατῆλθον εἰς Θυνιάδα, ὀλίγοι δὲ ἀνεχώρησαν ὁδικῶς. Τὴν 10ην κατῆλθεν εἰς Θυνιάδα, ὁ ὑποδιοικητὴς μετὰ τῆς Χωροφυλακῆς κατόπιν διαταγῆς τῆς Γενικῆς Διοικήσεως. Τὴν 11ην, ἀφοῦ ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὰ πλοῖα καὶ οἱ τελευταῖοι τῶν κατοίκων, ἀνεχώρησαν ἐγκρίσει τῆς Διοικήσεως καὶ ὁ Ὑποδιοικητὴς μετὰ τῆς Χωροφυλακῆς. Διῆλθον δὲ ἐκ Μηδείας καὶ παρέλαβον τούς τελευταίους κατοίκους, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἀνέφερον, ἔτυχον ἐξαιρετικῆς προστασίας ἐκ μέρους τῶν μεταβάντων ἐκεῖ Γάλλων ἀξιωματικῶν. Τῆς περιφερείας Ἀνακτορίου ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς εἶχεν ἀναχωρήσει, ἅμα τῇ ἀγγελίᾳ περὶ ἐκκενώσεως, κατευθυνόμενος εἰς Τυρολόην. Εἰς τὰς περιφερείας Βιζύης καὶ Βρύσεως, ἅμα τῇ δημοσιεύσει τῆς προκηρύξεως τῆς Στρατιᾶς περὶ ἐκκενώσεως, ἥτις ἔφθασεν ἐκεῖ πρό τῆς σχετικῆς ἐγκυκλίου τῆς Γενικῆς Διοικήσεως, ἤρχισεν ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις τῶν κατοίκων. Μέχρι τῆς 12ην Ὀκτωβρίου εἶχεν ἀπέλθῃ ὅλος ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς καὶ μόνον ἐν Βιζύῃ παρέμειναν 16 ἄτομα ἕνεκεν ἀσθενειῶν καὶ γήρατος. …
    Τὸ Στρατηγεῖον ἀνεχώρησεν ἐκ Ραιδεστοῦ δι’ Ἀλεξανδρούπολιν τὴν 9ην Ὀκτωβρίου. Μετὰ τοῦτο συνέστη εἰδικὴ ἐπιτροπή, ἥτις τὰ καταπλέοντα εἰς Ραιδεστὸν ἀτμόπλοια διένεμε καὶ ἀπέστελλεν εἰς ὅλους τοὺς λιμένας καὶ ὅρμους τοῦ Εὔξεινου καὶ τῆς Προποντίδας, εἰς Θυνιάδα, Μήδειαν, ἀπό Μπουγιοὺκ Τσεκμετζὲ μέχρι Σηλύβριαν, Ἡράκλειαν, Μαρμαρόνησον, Κούμβαον, Πάνιδον μέχρι Γάνου καὶ Χώρας, Μυριόφυτον, Ἡρακλείτσαν, Περίστασιν καὶ Καλλίπολιν. Μέχρι δὲ τῆς 8ης Ὀκτωβρίου εἶχον ἀναχωρήσῃ ἐκ τῶν παραλίων τούτων περὶ τὰς 50.000 προσφύγων.
    Μέγα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἔπρεπε κατὰ τὸ σχέδιον καὶ τὰς ὁδηγίας νὰ συγκεντρωθῇ εἰς τοὺς κεντρικοὺς σιδηροδρομικοὺς σταθμοὺς πρὸς ἀναχώρησιν διὰ τοῦ σιδηροδρόμου. Ἀλλ’ ἡ ἑταιρεία τῶν Ἀνατολικῶν Σιδηροδρόμων ἀπέφευγε νὰ χορηγῇ βαγόνια ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ὤφειλε νὰ προηγηθῇ καὶ περατωθῇ ἡ μεταφορὰ τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ του. Ἔπειτα δὲν ἐδέχετο νὰ μεταφέρῃ πρόσφυγας διὰ καταστάσεων, ὡς ἀνέκαθεν ἐγίνετο, ἀξιοῦσα νὰ καταβληθῶσι τὰ ὀφειλόμενα αὐτῇ ἐκ προηγουμένων μεταφορῶν. Τότε ἡ Γενικὴ Διοίκησις κατώρθωσε νὰ ἐξοικονομήσῃ καὶ νὰ πληρώσῃ τὸ ὅλον σχεδὸν τῶν ὀφειλομένων. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τοῦτο αἱ δυσχέρειαι δέν ἔπαυσαν καὶ ἦσαν τόσαι, ὥστε Ἄγγλος συνταγματάρχης διεμαρτυρήθη πρὸς τὰς ἐν Κωνσταντινουπόλει διασυμμαχικάς ἀρχάς «διὰ τὴν ἀφόρητον κατάστασιν» ζητῶν ἄμεσον βελτίωσιν.
    Τόση ἦτο ἡ ἀγωνία, ὥστε ἡ Διοίκησις ἐνόμισεν ὅτι ἦτο δυνατὸν καὶ ἐζήτησε νὰ ἀποσταλῶσιν ἐκ Κωνστανινουπόλεως ἐπὶ οἱῳδήποτε ἐνοικίῳ 100 μεγάλα αὐτοκίνητα, ἀλλὰ τοῦτο ἦτο ἀκατόρθωτον, ὡς ἐτηλεγράφει ὁ κ. Σιμόπουλος.
    Μόλις τὴν 9 ην Ὀκτωβρίου ἠγγέλθη ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ἐλήφθη ἀπόφασις τῶν συμμάχων ἁρμοστῶν, ὅπως ἐπιτραπῇ ἡ ἀποστολὴ ἀτμομηχανῶν καὶ τροχαίου ὑλικοῦ εἰς Ἀνατολικὴν Θράκην πρὸς βοήθειαν τῆς ἐκκενώσεως καὶ ἀρθῶσιν αἱ δυσκολίαι διὰ τὴν φόρτωσιν καὶ μεταφοράν σιτηρῶν τοῦ Στρατοῦ.
    Κατ’ ἀναπόφευκτον ἀνάγκην μέγα μέρος πληθυσμοῦ ὑπεχρεώθη παρὰ πάντα ὑπολογισμὸν ν’ ἀπέλθῃ ὁδικῶς πρὸς τὰς διαβάσεις τοῦ Ἕβρου δι’ ἀραμπάδων, τοὺς ὁποίους ὅμως μετὰ μεγίστης δυσχερείας καὶ ἀντὶ ἁδροτάτου ἁμαξαγωγίου ἠδύνατό τις νὰ εὕρῃ. Τὰ μεταγωγικὰ ταῦτα μέσα κατὰ τὸ πλεῖστον κατεῖχον οἱ Μουσουλμᾶνοι˙ ἀλλ’ οὗτοι, ὑπείκοντες εἰς εἰσηγήσεις πρακτόρων, ἠρνοῦνται νὰ παραχωρήσωσι ταῦτα ἤ ἀπέκρυπτον ἤ ἔθραυον τοὺς τροχοὺς, ἵνα καταταλαιπωρήσωσι τὸν ἐκπατριζόμενον λαὸν καὶ ἐξαναγκάσωσιν αὐτὸν νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ σιτηρὰ καὶ τὴν λοιπὴν κινητήν του περιουσίαν, ὅπερ καὶ συνέβη˙ διότι πολλοὶ εἰς τὰς ἀγκάλας καὶ ἐπ’ ὤμων κρατοῦντες τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ πεζοποροῦντες διέβησαν τὸν Ἕβρον.
    Αἱ διασυμμαχικαὶ ἐπιτροπαὶ λαβοῦσαι ὑπό σοβαρὸν ἔποψιν τὰ παράπονα τῶν Μουσουλμάνων, ὅτι αἱ διὰ τὴν μεταφοράν τῶν προσφύγων λαμβανόμεναι βοδάμαξαι κατακρατοῦνται ἐν τῷ τόπῳ τῆς ἀφίξεώς των, ἐπενέβησαν ἐνεργῶς καὶ ἔστησαν φρουρὰς εἰς τὰς γεφύρας, ἵνα σταματῶσι τὰ ὑποζύγια καὶ ἀποδίδωσιν εἰς τοὺς δικαιούχους ἐπὶ τῇ βάσει ὑποδείξεων καὶ ἐπιμαρτυριῶν τῶν ἐνδιαφερομένων, οἱ ὁποῖοι περιεκύκλουν τοὺς φρουρούς. Ἐκ τῶν ἐπεμβάσεων τούτων φυσικὰ ἐνθαρρυνόμενοι οἱ Μουσουλμᾶνοι ἐπενόουν πᾶσαν δυσχέρειαν διὰ τὴν μεταφοράν τῶν προσφύγων. …
    Ἡ Ἀρκαδιούπολις καὶ ἡ Μακρὰ Γέφυρα εἶνε δύο κέντρα, ἐκ τῶν ὁποίων διέρχονται αἱ ἀρτηριακαὶ ὁδοὶ πρὸς τὴν Δυτικὴν Θράκην. Ἐξ αὐτῶν διῆλθε μέγιστον μέρος τῶν ὁδικῶς ἤ σιδηροδρομικῶς ἀπελθόντων πληθυσμῶν. Ἀξίζει δὲ νὰ παραθέσωμεν ἀποσπάσματα ἐκθέσων τῶν οἰκείων Ὑποδιοικητῶν περὶ τῆς ἐκκενώσεως.
    Ὁ κ. Ἀποστολίδης, Ὑποδιοικητκὴς Μακρᾶς Γεφύρας ἔγραφεν:
    «Ἅμα τῇ διαδόσει τῆς εἰδήσεως περὶ ὑπογραφῆς τοῦ πρωτοκόλλου τῶν Μουδανιῶν˙ ὁ λαὸς ζωηράν διατηρῶν τὴν ἀνάμνησιν τῶν φρικαλεοτήτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Κιλικίας κατελήφθη ὑπό πανικοῦ ἀπεριγράπτου. Ὁ πανικὸς ἐπεκτάθη σφόδρα, διότι διεδόθη ὅτι οἱ Κεμαλικοὶ παρεβίασαν τὴν οὐδετέραν ζώνην καὶ ὁδεύουσι κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι οἱ Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατέκλυσαν τὰς πρεσβείας ζητοῦντες διαβατήρια καὶ ὅτι πολυπληθεῖς κεμαλικαὶ συμμορίαι ἤρξαντο δρῶσαι εἰς διαφόρους περιφερείας τῆς Θράκης. Ἐν σπουδῇ λοιπὸν ὁ ἑλληνικὸς καὶ ἀρμενικὸς πληθυσμὸς ἤρχισεν ἀναχωρῶν…..
    »Ἡ ἔξοδος αὕτη παρίστα σπαραξικάρδιον θέαμα. Διὰ τῆς πόλεως Μεγάλης Γεφύρας, κεντρικῆς ὁδοῦ πολλῶν περιφερειῶν, ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας πολλάς διήρχονται μυριάδες προσφύγων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θρᾴκης. Θρῆνοι καὶ ὀδυρμοὶ καὶ ἀραὶ στυγεραὶ κατὰ τῶν ὑπαιτίων τῆς τραγικῆς συμφορᾶς ἐπλήρουν τοὺς αἰθέρας. Κατὰ σατανικὴν σύμπτωσιν βροχὴ ραγδαία καὶ χάλαζα χονδρὰ ἔπληττον τοὺς ἀτυχεῖς τούτους πληθυσμοὺς. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως συνώμοσαν μετὰ τῶν φανερῶν καὶ κρυφίων ἐχθρῶν τῆς φυλῆς πρὸς ἐξόντωσιν αὐτῆς. Τὸ θέαμα προυξένησε βαθυτάτην αἴσθησιν καὶ εἰς τὴν διασυμμαχικὴν ἐπιτροπήν, ἡ ὁποία μετὰ καταφανοῦς ψυχικῆς ὀδύνης παρηκολούθει ἄφωνος τὰς ἀτέρμονας συνοδείας τῶν προσφύγων. Οἱ πληθυσμοὶ φεύγοντες ἐγκατέλειπον κινητὴν περιουσίαν εἰς ἐμπορεύματα, σιτηρὰ καὶ ἔπιπλα ἀξίας ἀνυπολογίστου. …
    »Ὑπό τοιαύτας λοιπὸν τραγικάς καὶ καταστρεπτικάς συνθήκας ἔλαβε χώραν ἡ ἔξοδος τῶν κατοίκων τῆς Θράκης, ὡς πάλαι ποτὲ τῶν Ἑβραίων ἐξ Αἰγύπτου! Λαός, κατοικῶν τὴν χώραν ταύτην ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων, ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν γῆν τῶν πατέρων του, μεθ’ ἧς συνδέεται δι’ ἀρρήκτων ἱστορικῶν καὶ ἐθνολογικῶν δεσμῶν…»
    Ὁ Ὑποδιοικητὴς Ἀρκαδιουπόλεως κ. Λέφας ἔγραφεν:
    «Ἡ εἴδησις περὶ τῶν ἐν Μουδανίοις ληφθεισῶν ἀποφάσεων ἐλήφθη ἐν τῇ περιφερείᾳ Ἀρκαδιουπόλεως τὴν 27ην Σεπτεμβρίου παρὰ τῶν ἐπὶ τούτῳ σταλέντων ὑπό τοῦ Στρατηγείου ἐκ Ραιδεστοῦ κ. Ἀγγελοπούλου, ὑπαλλήλου τῆς Γενικῆς Διοικήσεως, καὶ τοῦ κ. Γεωργαντοπούλου, λοχαγοῦ.
    »Τὴν αὐτὴν νύκτα ἤρξαντο οἱ ὀδυρμοὶ καὶ ἡ ἡμέρα αὕτη δέον νὰ θεωρηθῇ ἡ ἀπαρχὴ τῆς τεραστίας τραγῳδίας. Οὐδείς τῶν ὁμογενῶν, οὐδεὶς τῶν Ἀρμενίων εὑρέθη ἐκφράζων γνώμην διάφορον τῆς γενικῶς ἐπικρατούσης. Κοινῇ ἀντιλήψει καὶ μιᾷ φωνῇ ὑπεδεικνύετο ἓν μέτρον καὶ διετυπώθη ὡς σύνθημα: νὰ φύγωμεν !!
    »Καὶ ἔφευγον οἱ ἄνθρωποι σιδηροδρομικῶς, ἐπὶ ἁμαξῶν, πεζῇ, ὅπως ἕκαστος ἠδύνατο. Οἱ ἀστοί, πλούσιοι καὶ πτωχοί, μεγάλοι καὶ μικροί, παιδία, ἠγωνίζονται νὰ περισυλλέξωσιν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ μεταφερθῇ, ὅπως εὕρωσιν ἁμάξας καὶ ἐπιβιβάζοντες γυναῖκας, τέκνα καὶ ὅσα ἐκ τῶν κινητῶν ἐπέτρεπον τὰ μεταγωγικὰ μέσα φύγωσιν τὸ ταχύτερον.
    »Ἔτι τραγικὴ ἦτο ἡ θέσις τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν, οἱ ὁποῖοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζον τὴν περιφέρειαν μὲ διεύθυνσιν πρὸς τὸν Ἕβρον αἴροντες τὸν σταυρὸν τοῦ μαρτυρίου….
    »Εἶδον γυναῖκα πεσοῦσαν ἐξ ἐξαντλήσεως ἀπό τὴν ὑπερπληρωμένην ἅμαξαν καὶ ἐκπνεύσασαν. Εἶδον πρόσφυγα ἐξ ἀτονίας μὴ συγκρατηθέντα ἐπὶ τῶν ποδῶν του καὶ πεσόντα ἄπνουν ἐκ τοῦ βαγονίου. Εἶδον βρέφη ἀποθανόντα ἐξ ἀσφυξίας εἰς τὰς ἀγκάλας δυστυχῶν χωρικῶν μητέρων…..
    »Εἰς τὸν σιδηροδρομικὸν σταθμὸν ἐν ἀναμονῇ τῶν βαγονίων καὶ τῆς χορηγίας θέσεων οἱ πρόσφυγες ἔμενον ἐκτεθειμένοι εἰς τὰς ἰδιοτροπίας τοῦ θρᾳκικοῦ φθινοπώρου μὲ τὸν ἄγριον ἄνεμον καὶ τὴν βροχή. Βήξ, στόνοι καὶ κλαυθμοὶ ἠκούοντο διαρκῶς. Φωναὶ ὡς ἀπό τάφων ἐζήτουν ἐπίσπευσιν τῆς ἀναχωρήσεως, ἐνῷ χεῖρες ἱκέτιδες τῶν ἱερέων ηὐλόγουν διὰ τελευταίαν φοράν τὴν γενέτειραν γῆν καὶ τοὺς τάφους τῶν προγόνων. Οἱ ἀσθενεῖς κατέκειντο ὑπό βρεγμένα ἐφαπλώματα πυρέσσοντες.
    »Ὁ ἐκ τῆς διασυμμαχικῆς ἐπιτροπῆς ἀντισυνταγματάρχης τῆς Γαλλικῆς Χωροφυλακῆς κ. Ἀλλὰρ ἐθεάθη δακρύων καὶ λέγων : Ἀπαίσιον θέαμα, δέν ἀντέχω νὰ βλέπω τὰ βάσανα τῶν δυστυχῶν τούτων.»
    Ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἡ ἁμαξιτὴ ὁδὸς Ἀρκαδουπόλεως, καὶ πολύ πέραν αὐτῆς μέχρι Κάραγατς, ἐκαλύπτετο ὑπό συνεχοῦς σειρᾶς ἀραμπάδων ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος κατὰ κανόνα μετέφερεν ἀνὰ μίαν οἰκογένειαν μετὰ τῶν κινητῶν της. Τὴν τραγικὴν σιωπὴν ἐτάρασσεν ὁ ἰδιόρρυθμος ἦχος τῶν τριζόντων τροχῶν τῶν ὀχημάτων μὲ πελιδνοὺς ἀφώνους ὁδηγούς, κινοῦντας ἀδιακόπως πρὸς τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας.
    Ἂν ἐσταμάτα ἐκ βλάβης τῶν τροχῶν εἷς ἀραμπᾶς, ὅλη ἡ ὄπισθεν πένθιμος συνοδεία ἔπρεπε νὰ σταματήσῃ καὶ ὅλοι προσεπάθουν νὰ ἐπιδιορθώσουν τὴν βλάβην. Ἔλαβον χώραν καὶ τοκετοὶ καθ’ ὁδὸν καὶ θάνατοι μὲ ἁπλοποιημένας στιγμιαίας κηδείας.
    Εἰς τὴν συνοδείαν αὐτὴν ἐνεφανίσθη μίαν ἡμέραν καὶ ἡ ἐν Ἀδριανουπόλει διασυμμαχικὴ ἐπιτροπὴ πρὸς ἐξέτασιν τοῦ ζητήματος τῶν λαμβανομένων τουρκικῶν ἀραμπάδων μετὰ τῶν ζῴων. Τόσον ὅμως βαθεῖαν ἐντύπωσιν προὐξένησε ἡ δυστυχία ἐκείνη καὶ τόσον προσήκοντας πικροὺς λόγους ἤκουσεν ἀπό ἕναν ἀναξιοπαθοῦντα λαόν, ὥστε ἀπῆλθε, χωρὶς νὰ ἐξετάσῃ ἤ νὰ διατάξῃ τὰ ὅσα ἐμελέτα μέτρα πρὸς ἔλεγχον τῶν ὀχημάτων.
    Τιμὴν καὶ εὐγνωμοσύνην ὀφείλουσιν αἱ πολιτικαὶ ἀρχαὶ καὶ ὁ ἀποχωρῶν πληθυσμὸς πρὸς τὸν στρατόν. Αἱ στρατιωτικαὶ ἀρχαὶ ὑπῆρξαν καθ’ ὅλας τὰς σκληράς ἐκείνας ἡμέρας καὶ νύκτας παραστάται τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν εἰς ὅλα τὰ προβλήματα καὶ τὰς δυσχερείας, αἵτινες ὠρθοῦντο ἀνυπέρβλητοι.
    Εἰς τοὺς πρόσφυγας ἐξ ἑτέρου παρέσχον πᾶσαν δυνατὴν ἀρωγὴν διὰ τὴν μεταφορὰν ἀποσκευῶν καὶ κινητῶν των μέχρι τοῦ πλησιεστέρου σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ. Εἰς τοὺς κινουμένους ἀπόρους ἐδίδετο τροφὴ (ἰδίως ἄρτος) καὶ εἰς κάθε ἐν πορείᾳ φάλαγγα ἀπεσπῶντο ὁπλῖται συνοδοί. Εἰς τοὺς κεντρικοὺς σταθμοὺς ἔταξαν ἀξιωματικοὺς ἐπιβιβάσεων καὶ ἐπεμβαίνοντες παρὰ ταῖς διασυμμαχικαῖς ἐπιτροπαῖς ἐπετύγχανον τὴν ἄδειαν ἀναχωρήσεως προσφύγων πρό ἤ συγχρόνως πρὸς τὸν στρατὸν καὶ τὸ ὑλικὸν του.
    Τῇ συναρωγῇ τῶν στρατιωτικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῆς ἐπιβιβάσεως ἀξιωματικῶν ἐπετεύχθη ἡ μεταφορὰ ὅλου τοῦ ὑλικοῦ τοῦ δημοσίου, πρό παντὸς γεωργικοῦ ἐποικισμοῦ, οἰκοδομησίμου ξυλείας, γεωργικῶν μηχανῶν, βενζιναρότρων, ἁλωνιστικῶν μηχανῶν κλπ. ἀνυπολογίστου ἀξίας. Ταῦτα δὲ παρὰ τὰς δυσχερείας, αἵτινες παρενεβλήθησαν ἐκ τῶν ἀδιαλείπτων ἐπεμβάσεων τῶν ἐπιτροπῶν συνεπείᾳ παραστάσεων τῶν Μουσουλμάνων, ὑποβαλλόντων ὅτι δέν ἐδικαιούμεθα ν’ ἀποσύρωμεν τὸ ὑλικὸν αὐτό.
    Μόνον ἡ μεταφορὰ τῶν τηλεγραφικῶν στύλων ἐκ τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ Σαράντα Ἐκκλησιῶν δέν ἐπετεύχθη ἐν ὅλῳ, διότι μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ στρατοῦ δέν εὑρίσκοντο ἀχθοφόροι διὰ τὴν φόρτωσιν.
    Νεαροὶ Τοῦρκοι πρόκριτοι ἀπέτρεπον δι’ ἀπειλῶν τοὺς ὁμογενεῖς των ἀχθοφόρους νὰ προσφέρωσι τὴν ὄντως πολύτιμον διὰ τὴν περίστασιν ἐκδούλευσίν των καὶ παρὰ τὴν ἐπιθυμίαν των, καθόσον τὰς ἡμέρας ἐκείνας εὑρῆκαν χρυσήν ἐργασίαν.
    Τὴν 16ην Ὀκτωβρίου ὁ Γενικὸς Διοικητὴς ἐτηλεγράφει πρὸς τὴν Κυβέρνησιν ὅτι κατὰ συγκεντρουμένας πληροφορίας τὸ σύνολον σχεδὸν τῶν ὁμογενῶν τῆς Ἀνατολικῆς Θρᾴκης ἐγκατέλειψε τὴν χώραν συναποκομίσαν καὶ πλεῖστον μέρος τοῦ κινητοῦ πλούτου πλὴν τῶν σιτηρῶν, τῶν ὁποίων μέγα μέρος ἐγκατελείφθη εἴς τινας περιφερείας ἐλλείψει μέσων μεταφορᾶς. …
    Ἵνα ἐπιτευχθῇ ἡ μεταφορά, ἔστω καὶ τῶν συγκεντρωθέντων εἰς τοὺς σιδηροδρομικοὺς σταθμοὺς σιτηρῶν, ἔπρεπεν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ ἐπιτρέψωσι καὶ βοηθήσωσιν αἱ διασυμμαχικαὶ ἐπιτροπαὶ καὶ ἡ ἑταιρεία τῶν σιδηροδρόμων. Ἀλλ’ αἱ πρῶται εἶχον περιέργους ἀντιλήψεις, ὅτι δέν πρέπει νὰ ἐξαχθῇ ὅλη ἡ παραγωγὴ, ἵνα μὴ ὑποφέρῃ ἡ Ἀνατολικὴ Θράκη ἐξ ἐλλείψεως κτλ. Ἡ δὲ ἑταιρεία δέν ἐχορήγει βαγόνια οὔτε διὰ τὴν μεταφοράν τοῦ σίτου καὶ του στρατού

  4. A.Β. on

    Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

    Η στάση των μεγάλων δυνάμεων και η ελληνική ατολμία
    Του Δημήτρη Μαυρίδη*

    http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=402800

  5. Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

    Τον Μάρτιον τού 1920 ο εν Παρισσίοις τότε Έλλην Πρωθυπουργός , Ελευθ. Βενιζέλος, εξασφαλίσας την συναίνεσιν των ισχυρών, διέτασσε τηλεγραφικώς τον εν Σμύρνη αρχιστράτηγον Παρασκευόπουλον. “Να καταρτισθή η στρατιά δια την κατάληψιν τής Θράκης, τής όποίας ή διοίκησις να ανατέθη εις τον αντιστράτηγον Εμμ. Ζυμβρακάκην, παρά τω όποιω να τοποθετηθή ως επιτελάρχης εις των δύο συνταγματαρχών Καλογερά ή Σαρρηγιάννη. . Ή διαταγή διεβιβάσθη εις τον εν Θεσσαλονίκη αντιστράτηγον Εμμ. Ζυμβρακάκην, απαντήσαντα το πρώτον ως έξής: “Υπηρετούντα παρ. εμοί επιτελάρχην θεωρώ κατάλληλον, έκτός αν η υπηρεσία προτιμά τον συνταγματάρχην Καλογεράν”. ‘Εν συνεχεία την επομένην εζήτησε τηλεγραφικώς : “να τοποθετηθή ως επιτελάρχης στρατιάς Θράκης ο συνταγματάρχης Καλογεράς”.

    Ούτω τοποθετηθείς ως επιτελάρχης τής Στρατιάς Θράκης εθεώρησα σκόπιμον να μεταβώ εκ Σμύρνης, ένθα διετέλουν ως υπαρχηγός τού Γεν. Επιτελείου, εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα εντοπισθώ εις τας απόψεις και αντιλήψεις τού εκεί αρχηγού των Συμμαχικών Στρατευμάτων Γάλλου στρατηγού D’Espray, τοσούτω μάλλον, καθόσον Γαλλικά ήδη στρατεύματα κατείχον την Δυτικήν Θράκην. ‘Εφοδιασθείς δι. επιστολής του αρχιστρατήγου Παρασκευοπούλου μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ο αρχηγός τής εκεί Ελληνικής στρατ. αποστολής στρατηγός Κατεχάκης με παρουσίασεν εις τον Γάλλον στρατηγόν, εις ον ενεχείρισα την επιστολήν τού ημετέρου αρχιστρατήγου, και μεθ’ ού συνωμίλησα σχετικώς ως επιτελάρχης τής Στρατιάς Θράκης και έλαβα τάς οδηγίας του. Ούτω εφωδιασμένος μετέβην εις Θεασαλονίκην και παρουσιάσθην εις την Διοίκησιν τής Στρατιάς.

    Δεν θα αναφέρω τάς συντόνους προσπαθείας και τους κόπους, οι οποίοι κατεβλήθησαν δια την κατάρτισιν τής Στρατιάς. Ήτο τότε ή εποχή, καθ’ ην η έντασης τής προσπαθείας παρηκολουθείτο αγρύπνως από τον εμπνέοντα τούς πάντας και τα πάντα Αρχηγόν τού Ελληνικού Έθνους. Η στρατιά εν τέλει απετελέσθη: Εκ τής ΙΧ Μεραρχίας υπό τον στρατηγόν Λεοναρδόπουλον, εδρευούσης εις το κατηλειμμένον τρίγωνον τής Δυτικής Θράκης εν Ξάνθη, εκ τής Μεραρχίας Σερρών υπό τον στρατηγόν Παμίκον Ζυμβρακάκην τής εδρευούσης εις την κοιλάδα τού Νέστου, εκ τής νεοσχηματισθείσης Μεραρχίας Ξάνθης υπό τον στρατηγόν Κ. Μαζαράκην και εκ των μη μεραρχιακών σωμάτων. .Εκτός τούτων ή ΧΙV Μεραρχία υπαγομένη εις την Στρατιάν Θράκης εχρησιμοποιείτο δια την προκάλυψιν από της λίμνης Πρέσπας μέχρι τού Νέστου.

    Καθ’ ον χρόνον δι’ εντατικών προσπαθειών παρεσκευάζετο ή Στρατιά Θράκης, έφθανον μέχρις ελήφθη εις την στρατιάν το εξής κρυπτογράφημα του Χ. Βαμβακά. “Περιήλθεν εις γνώσιν μου απόσπασμα διαταγής Γάλλου , στρατηγού έχον ούτω:

    “Γαλλικά στρατεύματα έπ’ ουδένι λόγω να εμπλακούν μετά των Τουρκικών στρατευμάτων προς ύποστήριξιν των Ελληνικών οφείλουν δε την 15ην ώραν τής 15ης Μαϊου να διαβούν την γραμμήν ‘Έβρου.”

    Τα σχέδια τού Γάλλου στρατηγού ήτο φυσικόν να μάς εμβάλουν εις ζωηράν ανησυχίαν, διότι ήτο ανθρωπίνως αδύνατον μέχρι τής προρρηθείσης ώρας να είχομεν καταλάβη ολόκληρον την Δυτικήν Θράκην. Απεστάλη αμεσως είς τον Χαρ. Βαμβακάν τηλεγραφική παρακλησις να παρουσιασθή αμέσως εις τον Γάλλον στρατηγόν εκ μέρους της στρατιάς ημών και να ότι “τα Τουρκικά στρατεύματα ήτο αδύνατον να προσβάλουν τας Γαλλικάς στρατιωτικάς δυνάμεις, καθ’ ον χρόνον κρίνεται ή τύχη τής χώρας αυτών. ‘Επομένως, μόνον εάν θέλωσι να δυσχεράνωσι την θέσιν των Ελληνικών στρατευμάτων, θα σπεύσωσι τα Γαλλικά στρατεύματα να διαβώσι τον ‘Έβρον το απόγευμα τής 15ης Μαΐου, εν πάση περιπτώσει ο Ελληνικός στρατός αποφασισμένος να εκτελέση την εκ Παρισίων διαταγήν τού Πρωθυπουργού κ. Βενιζέλου και αδυνατών εξάλλου να καταλάβη την Δυτικήν Θράκην μέχρι τής ορισθείσης ώρας ελπίζει και υπολογίζει επί την ενίσχυσιν αϊτού εκ μέρους των συμμαχικών Γαλλικών στρατευμάτων.” Ταυτοχρόνως επεζήτησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς μετά τού εις Αθήνας επανελθόντος Πρωθυπουργού Βενιζέλου, εις τον οποίον πράγματι, διαμένοντα εις Κηφισσιάν, ανεκοίνωσα τα διατρέχοντα παρακαλέσας να αποστείλη εντόνον τηλεγράφημα εις τον στρατηγόν Σαρπύ.

    Ολίγον όμως ύστερον ελήφθη παρά τού Χαρ. Βαμβακά το έξής τηλεγράφημα : “Στρατηγός Σαρπύ υπεσχέθη Γαλλικά στρατεύματα παραμείνουν και παραδώσουν έδαφος Δ. Θράκης εις ‘Ελληνικά στρατεύματα και είτα θα αποσυρθούν πέραν τού Έβρου”. Διετάχθη αμέσως αξιωματικός τού Επιτελείου να μεταβή εις το τηλεγραφείον και να σταματήση τό διαβιβασθησόμενον προς τον στρατηγόν Σαρπύ τηλεγράφημα τού Βενιζέλου και ταυτοχρόνως ανεκοίνωσα εις αυτόν την μεταστροφήν των αποφάσεων τού Γαλλικού στρατηγείου.

    Την 14ην Μαΐου ήρξατο η κατάληψις της δυτικής Θράκης. Η ΙΧ Μεραρχία μετεφέρθη σιδηροδρομικώς συγκεντρωθείσα μέχρι τής εσπέρας τής 15ης εις Καραγάτς- Κούλελι Μπουργάς (Πύθιον), Μεραρχία Σερρών μετά των μη Μεραρχιακών σωμάτων δια πεζοπορίας εντός τής 14ης κατέλαβε τας προς Βουλγαρίαν διαβάσεις εισελθούσα εις , Κομοτηνήν, η δε υπό τού κ. Μαζαράκη Μεραρχία Ξάνθης, μεθ’ ής και το στρατηγείον Στρατιάς Θράκης, ανεχώρησεν εκ Θεσσαλονίκης θαλασσίως και ηπεβιβάσθη εις Αλεξανδρούπολιν. Ούτως ή κατάληψις συνετελέσθη εντός δυο ήμερών εν πλήρει τάξει, τα δε Γαλλικά στρατεύματα, παρέμειναν πράγματι και παρέδωκαν το έδαφος εις τα ημέτερα τοιαύτα.

    Και γεννάται κατόπιν των ανωτέρω φυσικώς το ερώτημα πώς αίφνης μετεστράφησαν αι αντιλήψεις τού Γαλλικού στρατηγείου και πώς εξουδετερώθησαν αι ευχαί και αι επιδιώξεις των Γάλλων αξιωματικών περί Γαλλικού προτεκτοράτου εν τη Δυτική Θράκη, περί αυτονομίας αυτής, περί δημιουργίας δυσχερειών εις τα ‘Ελληνικά στρατεύματα. Διότι αι πληροφορίαι αύται δεν ήσαν εσφαλμέναι , ουδέ απλώς των τριόδων φήμαι. Προήρχοντο εξ επίσημων πηγών, εκ διαταγών τού Γαλλικού στρατηγείου, εξ επίσημων ανακοινώσεων ανωτέρων Γάλλων αξιωματικών, εξεδηλώνοντο δε αι δυσμενείς δι’ ημάς επιδιώξεις δι’ ωρισμένας πράξεις και ενεργείας προς πραγμάτωσίν των. Και εν τούτοις , αι Ελληνικαί βλέψεις ανετράπησαν και επραγματοποιήθησαν, διότι νους προορατικός και διαυγής ο διευθύνων τότε τας τύχας τής ‘Ελλάδος, διησθάνετο και διηρεύνα εκ των πρότερων όλα τα ενδεχόμενα εις τας Ελληνικάς επιδιώξεις εμπόδια και εξησφάλιζε και κατοχύρωνε την επιτυχίαν των Ελληνικών ζητημάτων δι’ ανειλημμένων υποχρεώσεων τιμής εκ μέρους των Μεγάλων τής Ελλάδος σύμμαχων.

    ‘Η προς κατάληψιν τής Δυτικής Θράκης διαταγή τού Βενιζέλου ήτο προσυπογεγραμμένη υπό τού σιδηρού Πρωθυπουργού τής Γαλλικής Δημοκρατίας Κλεμανσώ, προ και μόνον τού ονόματος τού οποίου ετρομοκρατούντο και περιεστέλλοντο όλαι και αι μάλλον πείσμονες κατά των ‘Ελληνικών συμφερόντων αντιδράσεις των παρ εκάστω εν Ανατολή Γαλλικώ στρατιωτικώ συγκροτήματι προσκολλημένων λεβαντίνων παραγόντων. Η δι’ απλού υπαινιγμού υπομνησθείσα δια τού τηλεγραφήματος τής ημετέρας στρατιάς εις το Γαλλ. στρατηγείον συμμαχική υποχρέωσης, ην διεδήλου δια τής προσυπογραφής του εις την περί καταλήψεως τής Δ.Θράκης διαταγήν ο Κλεμανσώ, ήρκεσε να απαλλάξη τον έντιμον στρατηγόν Σαρπύ από κάθε μισελλινικήν επήρειαν των περί αυτόν Λεβαντίνων και νά τον υποχρέωση όχι μόνον να ευχεράνη, άλλά και να υποβοήθηση δι’ όλων των δυνάμεων την κατάληψιν τού κατεχόμενου παρ αυτού τμήματος τής Θράκης υπό τού ‘Ελληνικού στρατού. Ούτως εκαλλιέργει και εχειρίζετο τότε ο μεγαλονούς Κυβερνήτης τής ‘Ελλάδος τους συμμαχικούς δεσμούς τής μικράς του χώρας μετά των μεγάλων δυνάμεων, ούτως ώστε πρώτοι οι σύμμαχοι να φέρονται αποφασίζοντες το μεγάλωμα τής ‘Ελλάδος και επομένως, αναλαμβάνοντες ύστερον την δι’ όλου τού ηθικού και στρατιωτικού των όγκου επιβολήν των εθνικών αυτής διεκδικήσεων. Δεν ήσαν τα συμφέροντα μόνα, ως κατά κόρον επαναλαμβάνουσι τίνες, πού υπεχρέωναν τας Μεγάλας δυνάμεις να ενισχύωσι τας ‘Ελληνικάς επιδιώξεις, άλλ’ ήσαν και οι συμμαχικοί δεσμοί, του οποίου εσφυρηλάτει αρραγώς και εξεμεταλλεύετο προς το συμφέρον τής Ελλάδος η μεγαλοφυΐα του μέχρι τού μοιραίου Νοεμβρίου τού Ι920 Πρωθυπουργού της…

    Ευθύς μετά την κατάληψιν τής Δ. Θράκης επεδόθημεν μετά δραστηριότητος εις την παγίωσιν τής κατοχής αυτής και εις την προπαρασκευήν της κατάληψιν τής Ανατολικής Θράκης όταν διετασσόμεθα προς τούτο . Κατά τας πληροφορίες μας παρεσκευάζετο αντίστασις τού εν Ανατολική Θράκη Τουρκικού στρατού υπό τον Τζαφέρ Ταγιάρ, διαθέτοντος τάς Μεραρχίας Αδριανουπόλεως, Κεσσάνης και Ραιδεστού, συγκεντρώσας εν συνόλω διπλασίαν δύναμην πεζικού και τριπλασίαν πυροβολικού εκείνης , ην διέθετε ο ημέτερος στρατός.

    Τον Ιούνιο ο εν Μικρασία Ελληνικός στρατός επιτεθείς κατά τού εχθρού διεσκόρπισεν εντός ολίγων ήμερών τα Κεμαλικά συγκροτήματα και κατέλαβε το Ουσάκ και την Προύσαν. Μετά την διάλυσιν των Τουρκικών Στρατευμάτων απεφασίσθη, όπως ή Στρατιά Θράκης ενισχυθή υπό μίας Μεραρχίας τής εν Μικρασία Στρατιάς.

    Δια τον τρόπον τής χρησιμοποιήσεως τής Μεραρχίας ταύτης προέκυψε σοβαρά διαφωνία μεταξύ τού Γενικού Στρατηγείου και τής Στρατιάς Θράκης, Το Γενικόν Στρατηγείον επέμεινε να αποβιβασθή ή Μεραρχία αύτη εις Ραιδεστόν, εν ώ αντιθέτως ή στρατιά Θράκης υπεστήριζε να τεθή εις την διάθεσίν της και να δράση από κοινού μετά των άλλων Μεραρχιών κατά το εκπονηθέν σχέδιον. Και υπεστήριξε την άποψιν ταύτη κυρίως διότι: α) ο Τουρκικός στρατός κατέχων κεντρικήν θέσιν θα ηδύνατο να προσβάλη κεχωρισμένως τάς Ελληνικάς δυνάμεις έχων απόλυτον υπέροχην δυνάμεων απέναντι εκάστης τούτων και β) εάν τυχόν ο Τουρκικός στρατός έσπευδε προς υποχώρησιν θα ηδύνατο να διαφύγη προς βορράν προς Βουλγαρίαν. ‘Η Στρατιά Θράκης είχεν εκπόνηση το εξής σχέδιον : Η ΙΧ Μεραρχία, πλην ενός συντάγματος, θα εκρατεί το Κουλελί-Μπουργάς και κατά την Χ ημέρα, (ή Χ ήμέρα ήτο εν τω σχεδίω η ημέρα ενάρξεως των επιχειρήσεων) το πυροβολικόν αυτής, το πεδινόν πυροβολικόν και το βαρύ πυροβολικόν τής Στρατιάς θα εβομβάρδιζε τα απέναντι τού ποταμού Έβρου Όζουν-Κιουπρού (Μακρά Γέφυρα) εχθρικά στρατεύματα. Το έτερον Σύνταγμα τής Μεραρχίας ταύτης και μια πεδινή Μοίρα θα εκράτουν το Καραγάτς απέναντι των εν Αδριανουπόλει Τουρκικών στρατευμάτων. Την νύκτα προς την Χ ημέρα μία Μεραρχία και εν σύνταγμα ιππικού θα διέβαινε τον ποταμόν Έβρον δια λεμβοπήκτου γέφυρας περί τα 15 χιλιόμετρα νοτίως του Σουφλί. Καθ’ όλην την Χ ημέρα το ιππικό και η Μεραρχία θα ήρχοντο εις επαφή και θα προσέβαλον τα εις Ούζουν Κιουπρού Τουρκικά στρατεύματα με προσπάθεια κυκλώστως αυτών. Κατά την νύκτα μετά την Χ ημέραν ήθελεν η Στρατιά να διαθέση την εκ Μικρασίας Μεραρχίαν, όπως διέλθη τον ποταμόν Έβρον ευθύς βορείως τού Κουλελί Μπουργάς και άμα τη χαραυγή τής επομένης της Χ ημέρας όλαι αι ‘Ελληνικαί δυνάμεις θα προσέβαλον-τον εχθρόν εις Ούζούν Κιουπρού και αφ’ ού συνέτριβον αυτόν θα επεδίωκον την εκκαθάρισιν τής , Ανατολικής Θράκης και την κατασύντριψιν των εχθρικών δυνάμεων, χωρίς αύται να δυνηθούν να διαφύγουν προς Βουλγαρίαν, προς τα σύνορα τής όποίας απησχολείτο ολοκλήρως δια την προκάλυψιν ή Μεραρχία Σερρών από Έβρου μέχρι Νέστου. Το Γενικόν Στρατηγείον εν τούτοις επέμεινεν εις την γνώμη του. Η αντίθεσις γνωμών ετέθη υπ’ όψιν τού εν Παρισσίοις Πρωθυπουργού, όστις, καίτοι ενέκρινεν απολύτως το σχέδιον τής Στρατιάς απεφάνθη ότι δια λόγους πειθαρχικής τάξεως δεν δύναται να επέμβη παρά τω Γεν. Στρατηγείω.

    Ούτος εχόντων των πραγμάτων ,άμα τη λήψη της διαταγής δια την κατάληψιν της Ανατ. Θράκης η Στρατιά Θράκης απεφάσισε ,χωρίς να μεταβάλη το σχέδιον των επιχειρήσεων, να διαθέση, αντί τής ελπιζομένης εκ Μικράς Ασίας Μεραρχίας, εν των συνταγμάτων τής ΙΧ Μεραρχίας, όπως διαβή τον Ποταμόν Έβρον βορείως τού Κουλελί Μπουργάς.

    Το σημείον τής πήξεως τού ποταμού Έβρου είχα εκλέξη νοτίως τού Σουφλί και το είχον γνωρίση μόνον εις τον λοχαγόν τού επιτελείου Βύρωνα Καραπαναγιώτην, τέως Υπουργόν των Εσωτερικών. Η Μεραρχία Ξάνθης ή προοριζομένη να διαβή νύκτωρ τον ποταμόν ήτο κατηυλισμένη περί τα 15 χιλ. εκ τού σημείου ζεύξεως τού ποταμού, ωσαύτως το σύνταγμα ιππικού κατηυλίζετο παρά το Μπιντικλί εγγύς τού σημείου διαβάσεως. Αι λέμβοι ήσαν φορτωμέναι επί συρμού εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Φερετζίκ.

    Ορφανά της Ανατολικής Θράκης

    Την πρωίαν τής 7ης ‘Ιουλίου, ημέραν Παρασκευήν, υπέβαλα εις τον Διοικητήν Στρατιάς διαταγήν προς τάς υπ’ αυτήν μονάδας ότι ή ήμέρα Χ τού σχεδίου είναι ή αύριον Σάββατον και συνάμα εισηγήθην εις αυτόν την υπογραφήν και αποστολήν τού έξής τηλεγραφήματος: “Πρωθυπουργόν Βενιζέλον-Αρχιστράτηγον Παρασκευόπουλον. Απόψε άρχονται αι κύριαι επιχειρήσεις στοπ Προβλέπεται Κυριακήν κατασύντριψις εχθρικών δυνάμεων Ουζούν Κιουπρού και Τετάρτη Κατάληψις Αδριανουπόλεως.” Παρευρίσκετο εις το γραφείον τού Διοικητού την στιγμήν εκείνη ο αείμνηστος Βασιλεύς Αλέξανδρος. Ό Διοικητής εδίστασε το πρώτον να υπογράψη το τηλεγράφημα, άλλά κατόπιν επίμονης μου ενισχυομένης εκ τής πεποιθήσεως ότι αι προπαρασκευαί μας υπέσχοντο αναμφισβητήτως την ραγδαίαν επιτυχίαν μας, το υπέγραψε. Ό Βασιλεύς Αλέξανδρος παρηκολούθη την σκηνήν προφανώς συγκεκινημένος.

    Μόλις επήλθε το σκότος το Στρατηγείον τής Στρατιάς μετά τού Βασιλέως Αλέξανδρου ανεχώρησε σιδηροδρομικώς δια Διδυμότειχον, όπερ προωρίζετο υπό τού σχεδίου επιχειρήσεων ως σταθμός Διοικήσεως. Διερχόμενοι παρά το σημείον Πήξεως Της γέφυρας τού ποταμού, περί την 22αν ώραν, εβεβωαιώθημεν ότι ή γέφυρα είχε σχεδόν πηχθή και τα προοριζόμενα προς διάβασιν στρατεύματα είχον συγκενρωθή.

    Περί το μεσονύκτιον εφθάσαμεν εις Διδυμότειχον και, βεβαιωθείς ότι τα τού σταθμού Διοικήσεώς είχον καλώς, απεσύρθην εις τινά Ισραηλητικήν οικίαν , ορισθείσαν ως κατάλυμά μου. ‘Αλλά ευθύς μετ’ ολίγον ήκουσα σφοδρότατον κανονιοβολισμόν προς την διεύθυνσιν Κουλελί Μπουργάς και, επειδή τούτο δεν ποοεβλέπετο υπό τού σχεδίου επιχειρήσεων, επείσθην αμέσως ότι προήρχετο εκ μέρους των Τούρκων, οίτινες, προφανώς, μόλις αντελήφθησαν τηλεφωνικώς την διάβασιν τού ποταμού υπό των Ελληνικών στρατευμάτων, απεφάσισαν να υποχωρήσωσι και εκ τούτου ο βομβαρδισμός. Ζητήσας αμέσως τον λοχαγόν Καραπαναγιώτην εσπεύσαμεν δι’ αυτοκινήτου και άμα τη χαραυγή εφθάσαμεν εις το πρατήριον της ΙΧ Μεραρχίας ,όπου συνηντήσαμεν τον στρατηγόν Λεοναρδόπουλον μετά τού Επιτελείου του. Ό βομβαρδισμός εξηκολούθη, άλλ’ ασθενέστερος. Ο στρατηγός εις σχετικήν ερώτησίν μου μού εξέθηκε την κατάστασιν, χωρίς να έχη διαμορφώση σαφή γνώμη περί τής αίτίας τού βομβαρδισμού. Τού εξέθηκα τότε την γνώμην μου ότι οι Τούρκοι αντιληφθέντες την διάβασιν των Ελληνικών στρατευμάτων υποχωρούν και του υπέδειξα την ανάγκην να σπεύση ή ΙΧ Μεραρχία να διαβή τον ποταμόν και να προσβάλη τον υποχωρούντα εχθρόν. Οσοδήποτε και αν επέμεινα εις τούτο τονίζων ότι ο παρερχόμενος χρόνος είναι πολύτιμος, ότι ούτω ο εχθρός κερδίζει χρόνον και απομακρύνεται, ότι ο Διοικητής της Στρατιάς επί τη αναφορά μου πάντως θα υπέγραφε την διαταγήν τής προελάσεως, ο στρατηγός Λεοναρδόπουλος δεν επείσθη δηλώσας ότι προς τούτο είναι ανάγκη έγγράφου διαταγής τής Στρατιάς. «Έσπευσα αμέσως να επανέλθω εις Διδυμότειχον και συναντήσας τον Διοικητήν της Στρατιάς αναμένοντα εις την πλατείαν μετά του Βασιλέως , Αλεξάνδρου τού ανέφερα την κατάστασιν και ο Διοικητής αμέσως συμφωνήσας προς τάς αντιλήψεις μου εξέδωσε διαταγήν διαβιβασθείσαν εις την ΙΧ Μεραρχίαν τηλεφωνικώς, ταυτοχρόνως δε δευτέρα διαταγή εστάλη δι’ αεροπλάνου προς Την Μεραρχίαν Ξάνθης να σπεύση άνευ απωλείας χρόνου δι’ αναγνωρίσεις και αναπτύξεις, διότι ο εχθρός υποχωρεί.

    ‘Η Μεραρχία Ξάνθης πράγματι άμα τη λήψει τής διαταγής εξετέλεσε κατά την ημέραν ταύτην υπό το σφοδρότατον κυνικόν καύμα τού ‘Ιουλίου πορείαν 43 χιλιομέτρων. Η ΙΧ Μεραρχία διέβη την γέφυραν, αλλά δεν ηδυνήθη να συνάντηση τον εχθρόν, όστις κερδίσας χρόνον υπεχώρησε μακράν.

    Το εσπέρας τού Σαββάτου το εις Καραγάτς ευζωνικόν Σύνταγμα παρασυρθέν υπό υποχωρούντων τουρκικών φυλακίων ενέπεσεν εις ενέδραν εχθρικών τμημάτων παρά την γέφυραν ‘Αδριανουπόλεως τού ποταμού Έβρου και απώλεσε έκτός μάχης περί τούς εξήκοντα και νεκρόν τον λοχαγόν Διαμάντην, το όνομα τού Οποίου έλαβεν ή γέφυρα , Αδριανουπόλεως. Ήσαν αι μόναι απώλειαι , τάς Οποίας υπέστη ή Στρατιά Θράκης.

    Τα Τουρκικά στρατεύματα εξεκένωσεν προ τής πανταχόθεν πιέσεως την Αδριανούπολιν και εσπευσμένως υπεχώρουν προς την Βουλγαρίαν, την Κυριακήν δε το Ευζωνικόν σύνταγμα εισήλθεν εις , Αδριανούπολιν.

    Η επίσημος και πανηγυρική είσοδος των Ελληνικών στρατευμάτων εις Αδριανούπολιν έλαβεν χώραν την Δευτέραν. Παρέτυχον και εις την είσοδον τού στρατού μας με επικεφαλής τον Διάδοχον Κωνσταντίνον εις , Ιωάννινα, άλλ’ ή είσοδος εις Αδριανούπολιν με επικεφαλής τον Βασιλέα Αλέξανδρον μου προυξένησε συγκίνησιν ανωτέραν πάσης περιγραφής .Ο εμπνευσμένος λόγος του Μητροπολίτου Πολυκάρπου κατά την εν τω Μητροπολιτικώ ναώ τελεσθείσαν δοξολογίαν υπήρξε μνημειώδης και εσκόρπισε ρίγη συγκινήσεως.

    Την μεσημβρίαν ο Βασιλεύς παρέθηκεν εις το Δημαρχείον πρόγευμα . Εκαθήμην αριστερά αυτού. Ή νεανική και ωραία μορφή του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν δεν έπαυε επιδαψιλεύων εις πάντας περιποιήσεις, Στραφείς εις εμέ προς στιγμήν. “ξέρεις, μου λέγει, Καλογερά, θα σε κόψωμε μέσα , έπεσες στας προβλέψεις σου δύο μέρας έξω”. Ενεθυμήθην ότι ήτο παρών ότε εισηγούμην εις τον Στρατηγόν μου το τηλεγράφημα, δια τού όποίου προέβλεπα ως ημέραν καταλήψεως τής Αδριανουπόλεως την Τετάρτην και τω απήντησα: “δεν έχω αντίρρησιν Μεγαλειότατε, οπωσδήποτε εύχομαι έτσι πάντα να πέφτω έξω”

    Η προέλασις των Ελλ. στρατευμάτων δια την κατάληψιν τής , Ανατολικής Θράκης μέχρι τής Μαύρης θαλάσσης και ή πλήρης εκκαθάρισης τής καταληφθείσης χώρας εξηκολούθη εντατικώς, Συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο Διοικητής των Τουρκικών στρατευμάτων Ταγιάρ. Ο εν Παρισίοις Πρωθυπουργός Βενιζέλος λαβών γνώσιν τούτου δια τηλεγραφικής μας αναφοράς διέταξεν αμέσως να μετενεχθή ο αιχμάλωτος Τούρκος στρατηγός εις Αθήνας και να τύχη περιποιήσεων αναλόγων τού βαθμού του, τού θ’ όπερ προυξένησε γενικώς εξαιρετικήν εντύπωσιν. Αλλά ακόμη περισσοτέραν εντύπωσιν ενεποίησεν εις τούς παρακολουθούντας τον στρατόν μας Ευρωπαίους δημοσιογράφους ή ανεπίληπτος συμπεριφορά προς τούς Τούρκους κατοίκους τής Θράκης των , Ελλήνων στρατιωτών. Η τιμή, ή ζωή, ή περιουσία αυτών, ήτο μέχρι σχολαστικότητος σεβαστή από τους στρατιώτας μας. Δεν ήσαν τόσον αι αυστηαί διαταγαί τού στρατηγείου όσον ή έμφυτος εις τον Έλληνα λεπτότης και ευγένεια και ή εις μέγιστων βαθμόν αναπτυσομένη φιλοτιμία του, ή όποία τού υπηγόρευσε την καλήν προς τους κατακτηθέντας πληθυσμούς συμπεριφοράν. Τόσον δε εγοητεύθη εκ τής συμπεριφοράς τού Έλληνος στρατιώτου ο εκ των ξένων παλαίμαχος δημοσιογράφος ανταποκριτής τού “Μόρνιγκ Πόστ” ώστε εις μίαν των συναντήσεών μας μού είπε επί λέξει: “Κύριε Έπιτελάρχα, εις το όνομά σας συγχαίρω τον Ελληνικόν στρατόν όχι τόσον δια τα σοφά σχέδια των επιχειρήσεων ,όσον δια την συμπεριφοράν του. ‘Από τού Νέστου μέχρι τής Μαύρης Θαλάσσης ουδεμία εσημειώθη παρεκτροπή, κάθε στρατιώτης ενόμιζεν ότι περιφέρει επί των ώμων του την Ελλάδα δίδουσαν εξετάσεις καλής συμπεριφοράς ενώπιον τού πεπολιτισμένου κόσμου. Ούτε μία κότα, ούτε ένα αυγό εκλάπη, ουδέ ένας καν στρατιώτης όχι μόνον να θίξη, άλλά και να ατενίσει μίαν Τουρκάλαν. Εύγε…εύγε…”

    Αυτός ήταν ο στρατός, τον όποίον εμόρφωσε και οργάνωσε ή Στρατιά Θράκης και δια τού όποίου ή Ελλάς έγραψε μίαν από τάς ωραιότερας και λαμπροτέρας σελίδας τής ένδόξου ιστορίας της. Ευγνωμοσύνη αιωνία ας οφείλεται εις τον εκλιπόντα ευπατρίδην Στρατηγόν Εμμ. Ζυμβρακάκην, τού oποίου τήν υπογραφήν φέρωσιν αι εμπνευσμέναι διαταγαί αίτινες εμόρφωσαν την Στρατιάν εκείνην και τιμή εις πάντας τους συνεργάτας μας τους επιμεληθέντας ολοψύχως δια την εκτέλεσιν τόσον των στρατιωτικών σχεδίων, όσον και των συστάσεων και υποδείξεων καλής συμπεριφοράς του στρατού μας προς τον Θρακικόν πληθυσμόν ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος.

    Ελαχίστας απωλείας εστοίχισεν εις την Στρατιάν ή κατάληψις τής ‘Ανατ. Θράκης. Εφηρμόσθη κατά γράμμα ή αρχή τής πσοσπαθείας τού να έπεσχωνται τα οριστικά αποτελέσματα και ή μείζών απόδοσις, χωρίς ο στρατός να υποβάλλεται εις ανωφελείς κόπους και πολλάς απωλείας. Κατά την κατάρτισιν των σχεδίων επιχειρήσεων ως υπεύθυνος επιτελάρχης τής Στρατιάς ήμουν απολύτως προσηλωμένος εις την αρχήν ταύτην. Ούτως όταν ο Διοικητής τής ΙΧ Μεραρχίας υπέβαλε μετά την λήξιν των επιχειρήσεων έκθεσιν των πεπραγμένων και αφηγούμενος τα συμβάντα εν Καραγάτς και τάς, ως είπομεν, απωλείας τού ευζωνικού συντάγματος ετόνιζεν ότι “δια μίαν ακόμη φοράν ανεφάνη ή ορμή τού Έλληνος στρατιώτου . .”» εισηγήθην εις τον Διοικητήν τής Στρατιάς αμέσως διαταγήν, εις ην μεταξύ άλλων ετονίζοντο ταύτα. “ . . Είναι γνωστή ή ορμή του Έλληνος στρατιώτου και δεν υπήρχε ανάγκη να επέλθουν τόσον ανωφελείς απώλειαι, πρέπει δε να σημειωθεί ότι αν οι ηγήτορες δικαιούνται να επιβάλλωσι θυσίας προς παραγωγήν ενός έργου, δεν πρέπει εν τούτοις να επιβάλλωσι πεσισσοτέρας των όσων απαιτούνται, είναι δε αυτόχρημα εγκληματικόν να επιβάλλουν θυσίας εκεί ένθα δεν είναι αύται ποσώς απαραίτητοι.”-‘Απολύτως συμφωνήσας ο Διοικητής τής Στρατιάς υπέγραψε την διαταγήν ταύτην. Εις απαντητικήν του αναφοράν ο διοικητής τής ΙΧ Μεραρχίας παραπονούμενος εζήτησε να παραπεμφθή εις στσατοδικείον.

    Και εδόθη ούτω και αύθις ή άφοομή εις το Επιτελείον τής Στρατιάς να τονίσει την ανάγκην του απολύτου σεβασμού προς την αρχήν τής φειδούς εις θυσίας ανωφελείς και απεστάλη εκ μέρους τής Στρατιάς ή έξής απάντησις: “Δια τής διαταγής μου ηννόουν τούτο ότι ηδύνατο να επιβληθώσι θυσίαι τινές προς εξακρίβωσιν τής πλήρους υποχωρήσεως τού εχθρού και τού δυνατού τής άμέσου καταλήψεως τής , Αδριανουπόλεως. άλλ’ έπρεπε να γίνουν αι αναγκαίαι προβλέψεις να μη παρασυρθούν τα τμήμα τα εις ενέδραν και να υποστούν τάς όσας υπέστησαν απωλείας , επομένως ή Στρατιά δεν έχει την γνώμην ότι ενδείκνυται, η παραπομπή σας εις στρατοδικείον, τού θ’ όπερ άλλως θα έπραττεν αφ’ εαυτής εάν εν πάση περιπτώσει επιμένετε δύνασθε να επανέλθετε και θα παραπεμφθήτε εις στρατοδικείον.” Ο Διοικητής τής ΙΧ Μεραρχίας δεν επανήλθε.

    Οπωσδήποτε δύναται, γενικώς να λεχθεί ότι αι προς κατάληψιν τής Θράκης επιχειρήσεις έληξαν άνευ σχεδόν σοβαρών απωλειών. Είναι δε τούτo εν’ εκ των περιφάνων κατορθωμάτων , εξ’ όσων πλείστα έχει αποδείξει ο Ελληνικός στρατός κατά την εμπόλεμον περίοδον , όταν και ότε ωδηγείτο υπό ηγετών τους οποίους ενέπνεε η νεωτέρα στρατιωτική επιστήμη , τα εκ του μεγάλου πολέμου διδάγματα , αλλά και ο πόνος και η στοργή προς τον Έλληνα στρατιώτην , μετά του οποίου συνεμερίζοντο πάσαν κακοπάθειαν και του οποίου δεν έπαυον να καθιστώσιν τον εν στρατοπέδω βίον όσον το δυνατόν ολιγότερον επαχθή.

    ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ

    http://www.hellinon.net/freeThrace.htm

  6. Γεώργιος Σπέντζος
    Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΟΥ EΒΡΟΥ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
    ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ

    Η έναρξη της διάσκεψης της Λωζάννης το φθινόπωρο του 1922 έφερε στο
    τραπέζι των διαπραγματεύσεων την Ελλάδα, την Τουρκία, την Αντάντ (Αγ-
    γλία, Γαλλία) και τους συμμάχους της στον Μεγάλο Πόλεμο: Ιταλία, Ιαπω-
    νία, Ρουμανία, το βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και φυσικά
    την Ελλάδα. Όμως, οι μακρές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ως και
    την υπογραφή της τελικής συνθήκης, τον Ιούλιο του 1923, και τα συνεχή
    αδιέξοδα λίγο έλειψαν να οδηγήσουν σε επανάληψη του πολέμου μεταξύ
    Ελλάδας και Τουρκίας.
    Η συγκρότηση της στρατιάς του Έβρου, μεταξύ Νοεμβρίου 1922 και Ια-
    νουαρίου 1923, θα αποδεικνυόταν πολύτιμο όπλο στα χέρια του Ελευθέριου
    Βενιζέλου, αρχηγού της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη. Αντίθετα,
    οι «σκληροί» της Eπανάστασης του 1922 με επικεφαλής τον Θ. Πάγκαλο
    έβλεπαν τη στρατιά του Έβρου ως το μέσο που θα τους επέτρεπε να ανα-
    καταλάβουν την Ανατολική Θράκη παραβλέποντας τα ευρύτερα διπλω-
    ματικά και στρατιωτικά δεδομένα.
    Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως
    το πόσο εφικτή και ρεαλιστική επιλογή ήταν μια επανάληψη των εχθρο-
    πραξιών την επομένη κιόλας της μικρασιατικής τραγωδίας. Όπως θα ανα-
    φερθεί περαιτέρω, Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν μια ανάσα από έναν νέο
    μεταξύ τους πόλεμο τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις (Ιανουάριος, Μάιος
    1923). Η ανάλυση των διπλωματικών και στρατιωτικών δεδομένων του δια-
    στήματος Σεπτεμβρίου 1922-Μαΐου 1923 θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα
    ότι μια στρατιωτική επιλογή δεν ήταν εφικτή για την Ελλάδα σε αυτό το
    χρονικό διάστημα.
    172 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    Η οργάνωση της στρατιάς Έβρου
    Η απώλεια της Ιωνίας, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και τη φυγή
    του από τη Μικρά Ασία τον Σεπτέμβριο του 1922, ήταν οριστική. Εξάλλου,
    επρόκειτο για περιοχές οι οποίες δεν αποτέλεσαν επίσημα ελληνικό έδαφος,
    καθώς η Συνθήκη των Σεβρών το 1920 επιδίκαζε τη διοίκηση της ζώνης της
    Σμύρνης στην Ελλάδα και μόνο μετά την παρέλευση πέντε ετών θα ήταν
    δυνατή η οριστική παραχώρησή της μέσω δημοψηφίσματος.
    Η περίπτωση όμως της Ανατολικής Θράκης, που επιδικάστηκε στην Ελ-
    λάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 (είχε καταληφθεί
    από τον ελληνικό στρατό τον Ιούλιο του ίδιου έτους), ήταν διαφορετική,
    καθώς τη στιγμή που χανόταν η Ιωνία η Ανατολική Θράκη αποτελούσε ελ-
    ληνικό έδαφος ακόμη από όλες τις απόψεις. Ο φόβος για ενδεχόμενη απώ-
    λειά της ενέτεινε το επαναστατικό κλίμα στις τάξεις του υποχωρούντος
    ελληνικού στρατού. Η ενίσχυση του θρακικού μετώπου ήταν ένα από τα
    φλέγοντα ζητήματα που έθεσε, εκτός των άλλων, η ηγεσία των επαναστατών
    (μαζί με την παραίτηση του βασιλιά και τη διάλυση της Βουλής)1
    .
    Η διαδικασία για τη συγκρότηση της στρατιάς του Έβρου, Θράκης αρχι-
    κά, ξεκίνησε τυπικά στις 6 Σεπτεμβρίου 1922 (π.ημ.), όταν με διαταγή του
    Υπουργείου Στρατιωτικών καταργήθηκε η στρατιά Μ. Ασίας και συγκρο-
    τήθηκε στη θέση της η στρατιά Θράκης. Βασική αποστολή της τη δεδομένη
    στιγμή ήταν, σύμφωνα με τη διαταγή, η εξασφάλιση της ακεραιότητας του
    κράτους από τις τουρκο-βουλγαρικές συμμορίες ή από εχθρικό στρατό2
    .
    Η παραπάνω διαταγή όμως δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί λόγω της εκδή-
    λωσης επαναστατικού κινήματος από τους συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα
    και Στ. Γονατά μεταξύ 10 και 11 Σεπτεμβρίου. Έτσι, την ευθύνη για τη
    συγκρότηση της στρατιάς Θράκης θα αναλάμβανε η Επανάσταση του 1922.
    Με διαταγή του νέου υπουργού Στρατιωτικών Χαραλάμπη στις 19 Σεπτεμ-
    βρίου οριζόταν ότι η στρατιά θα αποτελείτο από τα Γ΄ και Δ΄ Σώματα Στρα-
    τού3
    .
    Ως τα τέλη του Σεπτεμβρίου η στρατιά Θράκης αποτελείτο από 6 με-
    ραρχίες πεζικού και μία ιππικού, συνολικής δύναμης 55 χιλιάδων ανδρών
    περίπου. Το εγχείρημα συγκρότησης ισχυρού στρατού τη δεδομένη στιγμή
    μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς λόγω της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους
    του πολεμικού υλικού στη Μ. Ασία υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις σε είδη
    1. Λ. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού: Επιχειρήσεις εις Θράκην, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα, 1969, σ.
    89.
    2. Στο ίδιο, σ. 86, 89.
    3. Στο ίδιο, σ. 101-102.
    Γεώργιος Σπέντζος 173
    ιματισμού, πυρομαχικών πυροβολικού, αντίσκηνων κ.λπ. Τα διαθέσιμα, πά-
    ντως, πυροβόλα ήταν επαρκή για τις μεραρχίες που είχαν ήδη συγκροτηθεί.
    Η στρατιά αυτή, που προοριζόταν αρχικά για την άμυνα της Ανατολικής
    Θράκης, διατάχθηκε να υποχωρήσει δυτικά του ποταμού Έβρου, όπως απο-
    φασίστηκε από τους Συμμάχους και την Τουρκία κατά την υπογραφή του
    πρωτοκόλλου της ανακωχής των Μουδανιών στις 27 Σεπτεμβρίου 19224
    .
    Με αφετηρία τη 18η Οκτωβρίου 1922, επιταχύνθηκαν οι προσπάθειες για
    την αναδιοργάνωση του στρατού, ο οποίος μπορούσε να αποτελέσει πολύ-
    τιμο διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούσαν στη Λω-
    ζάννη. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα η ταχύτατη και
    χωρίς προβλήματα αποχώρηση του στρατού από την Αν. Θράκη5
    . Καθο-
    ριστικό ρόλο στην οργάνωση της στρατιάς έπαιξε ο υποστράτηγος Θ. Πά-
    γκαλος, ο οποίος ανέλαβε τη θέση τού διοικητή από τα μέσα Δεκεμβρίου
    1922. Η πειθαρχία που επέβαλε με τη λήψη σκληρών μέτρων συνέβαλε στη
    συγκρότηση ενός ισχυρού στρατού6
    .
    Τον Ιανουάριο του 1923 η στρατιά Έβρου αριθμούσε 110 χιλιάδες αν-
    δρες περίπου, κατανεμημένους σε τρία σώματα στρατού, με εννιά μεραρχίες
    πεζικού και μία ιππικού. Η έλλειψη βαρέων πυροβόλων παρέμενε άλυτο
    πρόβλημα, καθώς όλο το βαρύ πυροβολικό είχε χαθεί στη Μ. Ασία. Οι
    προσπάθειες για προμήθεια πυροβόλων από τη Σερβία έμειναν χωρίς απο-
    τέλεσμα, έτσι το πυροβολικό της στρατιάς αποτελείτο μόνο από δύο συντάγ-
    ματα πεδινού πυροβολικού7
    .
    Η στρατιά Έβρου, δεδομένου των δυσχερέστατων συνθηκών υπό τις
    οποίες συγκροτήθηκε, αποτελούσε πράγματι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα της
    Επανάστασης του ’22, με την ύπαρξή της να αποδεικνύεται πολύτιμη στις
    διαπραγματεύσεις που διεξάχθηκαν στη Λωζάννη. Η καλή οργάνωση και ο
    ικανοποιητικός οπλισμός του στρατού δεν σήμαιναν ότι ήταν έτοιμος για
    νέες πολεμικές περιπέτειες, καθώς τα ψυχικά τραύματα από την πρόσφατη
    μικρασιατική περιπέτεια είχαν μείνει βαθιά χαραγμένα σε αξιωματικούς και
    στρατιώτες. Η πειθαρχία του στρατεύματος είχε επιτευχθεί με την επιβολή
    σκληρών μέτρων και όχι λόγω του υψηλού ηθικού του. Αυτό όμως φαίνεται
    4. Στο ίδιο, σ. 121.
    5. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 93/4/1922, αρ. 1805/4143, Αρχηγός στρατιάς Θράκης προς ύπατο
    αρμοστή Κωνσταντινούπολης, 19 Οκτωβρίου 1922.
    6. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 140.
    7. Γρ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940. Τόμος Α΄. Ο Βενιζελισμός κυ-
    βερνά, Ίκαρος, Αθήνα 1955.
    174 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    πως ήταν κάτι που το λησμονούσε η μερίδα των αδιάλλακτων του κινήματος
    του 19228
    .
    Η στάση των Συμμάχων και το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης
    Η ηγεσία της Επανάστασης, μετά την επικράτησή της τον Σεπτέμβριο,
    είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της Αν. Θράκης, καθώς η προέλαση των
    τουρκικών στρατευμάτων ως τα στενά των Δαρδανελίων τα είχε φέρει απέ-
    ναντι από τις ακτές της Θράκης. Η μελλοντική στάση των Συμμάχων ήταν
    πλέον ερωτηματικό, αφού τα στρατεύματά τους, που βρίσκονταν στην περι-
    οχή για να επιτηρούν τα Στενά, είχαν απέναντί τους τον τουρκικό στρατό
    που υπερτερούσε συντριπτικά σε αριθμούς τη δεδομένη στιγμή.
    Υπήρχε, βέβαια, το ερώτημα αν ο Κεμάλ θα έφτανε στο σημείο να χτυ-
    πήσει τα στρατεύματα των Συμμάχων για να πετύχει με τη βία την αποκα-
    τάσταση της κυριαρχίας του σε όλη την Αν. Θράκη. Μια τέτοια ενέργεια θα
    ήταν σίγουρα παρακινδυνευμένη από πλευράς των Τούρκων, αφού σε
    περίπτωση σύρραξης τα συμμαχικά στρατεύματα και κυρίως οι Άγγλοι
    μπορούσαν να ζητήσουν καταρχάς τη συνδρομή των ελληνικών στρατευ-
    μάτων στη Θράκη και σε δεύτερο στάδιο να αναμένουν ενισχύσεις από
    στρατεύματα που διατηρούσαν στην ευρύτερη περιοχή τής Εγγύς Ανατολής.
    Επίσης, ο αγγλικός στόλος ήταν απόλυτα κυρίαρχος στη –στρατηγικής
    σημασίας– περιοχή των Στενών. Ο Κεμάλ γνωρίζοντας τα δεδομένα αυτά
    αποφάσισε να μην προχωρήσει σε παρακινδυνευμένες κινήσεις9
    .
    Η στάση όμως των Συμμάχων, με εξαίρεση τη Βρετανία, ήταν υποχω-
    ρητική έναντι της Τουρκίας. Γάλλοι και Ιταλοί, συνεχίζοντας τη φιλοτουρ-
    κική πολιτική που είχαν εγκαινιάσει μετά το 1920, απέσυραν τις δυνάμεις
    τους από την ασιατική πλευρά των Στενών. Η προσπάθεια της Βρετανίας
    υπό την κυβέρνηση του Lloyd George να βρει συμπαραστάτες στις αποικίες
    με την αποστολή στρατευμάτων είχε απογοητευτικά αποτελέσματα. Η
    Αυστραλία μόνο έδειχνε πρόθυμη να συνδράμει στρατιωτικά ώστε να μην
    πέσει σε τουρκικά χέρια το νεκροταφείο των στρατιωτών της που βρισκόταν
    στην Καλλίπολη10. Η Νέα Ζηλανδία αμφιταλαντευόταν, ενώ Καναδάς,
    Νότια Αφρική και Ινδίες φαίνονταν αρνητικές για την παροχή στρατιωτικής
    8. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 140. Γ. Γιανουλόπουλος, Η ευγενής μας τύ-
    φλωσις, Εξωτερική πολιτική και εθνικά θέματα από την ήττα του 1897 ως τη μικρασιατική
    καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999, σ. 302.
    9. K. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-1945, Εστία, Αθήνα, 2005, σ.
    168.
    10 Στ. Γιωλτζόγλου, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1922-1930, Σταμούλης, Θεσσαλονίκη
    2011, σ. 31.
    Γεώργιος Σπέντζος 175
    βοήθειας. Αποτέλεσμα της απροθυμίας αυτής ήταν η Βρετανία να βρεθεί ου-
    σιαστικά μόνη μπροστά στο ενδεχόμενο σύρραξης με τους κεμαλικούς. Οι
    δυσμενείς αυτές εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη δήλωση του Κεμάλ στις 9
    Σεπτεμβρίου, η οποία διασκέδαζε τους φόβους της Αγγλίας για ελεύθερη
    ναυσιπλοΐα στα Στενά, οδήγησαν την Αγγλία να επιλέξει τη διπλωματική
    οδό και τη σύγκληση διάσκεψης. Επιπλέον, η αγγλική κοινή γνώμη επιθυ-
    μούσε διευθέτηση της κρίσης με ανακωχή και όχι έναν νέο πόλεμο11.
    Η υιοθέτηση μιας μετριοπαθούς και συγκρατημένης στάσης από τους
    Συμμάχους, ακόμη και τους Βρετανούς, μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα από
    τη ματαίωση του σχεδιασμού που είχε αρχίσει μετά το 1918. Αυτός προέ-
    βλεπε την αντικατάσταση της παραπαίουσας τότε Οθωμανικής Αυτοκρα-
    τορίας από μια ενισχυμένη γεωπολιτικά Ελλάδα. Με τη νέα όμως ισορροπία
    δυνάμεων που διαμορφωνόταν στην περιοχή μετά το τέλος της μικρασια-
    τικής εκστρατείας, η κεμαλική Τουρκία θα είχε στο εξής τον καταλυτικό
    ρόλο12.

    ………………………

  7. …………………….

    .
    Η διαμορφωθείσα πραγματικότητα θα γινόταν κατανοητή στην Ελλάδα
    με αφετηρία το συμμαχικό διάβημα προς τον Κεμάλ, της 10ης Σεπτεμβρίου
    1922, με το οποίο οι Σύμμαχοι δήλωναν πως ήταν θετικά διακείμενοι στην
    παραχώρηση της Αν. Θράκης ως τον Έβρο και την Αδριανούπολη. Η παρα-
    χώρηση αυτή έθετε ως όρο να μην εισέρχονταν τα κεμαλικά στρατεύματα
    στις ουδέτερες ζώνες που κατείχαν προσωρινά οι Σύμμαχοι κατά τη διάρ-
    κεια των συνομιλιών για την ειρήνη. Επιπλέον, απαγορευόταν ρητά να
    παραβιάσουν οι Τούρκοι τα Στενά και τη θάλασσα του Μαρμαρά, έτσι ώστε
    να διασφαλιστεί η ελευθερία των Στενών13.
    Τα νέα διπλωματικά δεδομένα έγιναν ακόμη πιο κατανοητά στην ελλη-
    νική πλευρά κατά τη διάρκεια της διάσκεψης των Μουδανιών. Οι διαπραγ-
    ματεύσεις για την υπογραφή ανακωχής μεταξύ των Συμμάχων, της Τουρκίας
    και της Ελλάδας ξεκίνησαν στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 στα Μουδανιά της Μ.
    Ασίας και μάλιστα προτού ακόμη φτάσει εκεί η ελληνική αντιπροσωπεία. Ο
    αντιπρόσωπος της Τουρκίας είχε θέσει ως βάση κάθε συζήτησης την εκκέ-
    νωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό, κάτι που δέχτηκαν
    τελικά οι αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, απόντων
    των Ελλήνων14.
    Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο η ηγεσία της Επανάστασης όρισε ως αντιπρό-
    σωπο της Ελλάδας στο εξωτερικό για να χειριστεί τα εθνικά ζητήματα, συ-
    11. Στο ίδιο, σ. 32, 36.
    12. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική, ό.π., σ. 168.
    13. Γιωλτζόγλου, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ό.π., σ. 40.
    14. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 27.
    176 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    νέστησε με τηλεγράφημά του στις 20 Σεπτεμβρίου την αποδοχή των συμ-
    μαχικών θέσεων, καθώς είχε κατανοήσει το μάταιο της αντίστασης και της
    αντιπαράθεσης με τους Συμμάχους. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επέμενε
    να αγωνιστεί για να κρατήσει την Αν. Θράκη αντίθετα προς τη γνώμη των
    Συμμάχων, τότε εκείνος θα παραιτούνταν από την εκπροσώπηση της Ελ-
    λάδας. Παράλληλα, όμως, πρότεινε στην κυβέρνηση να μη δεχτεί την εκ-
    κένωση της Αν. Θράκης από τον ελληνικό στρατό πριν την έναρξη της
    διάσκεψης της ειρήνης15.
    Ως εκ τούτου, η αποδοχή της απώλειας της Αν. Θράκης ήταν μονό-
    δρομος για την επαναστατική κυβέρνηση, που με τηλεγράφημά της στις 25
    Σεπτεμβρίου προς την ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά την εξου-
    σιοδοτούσε να δεχτεί την εκκένωση της Θράκης ως τον Έβρο. Υπήρξε, βέ-
    βαια, διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Συμμάχων για το αν το όριο αποχώρησης
    θα ήταν επί της ανατολικής ή της δυτικής όχθης του Έβρου (η Ελλάδα
    επικαλούνταν τη συμφωνία Τουρκίας–Βουλγαρίας του 1915, με την οποία η
    Τουρκία είχε παραχωρήσει έκταση ανατολικά του Έβρου στη Βουλγαρία),
    με τους Συμμάχους να επιβάλουν τελικά ως όριο αποχώρησης τη δεξιά
    (δυτική) όχθη του ποταμού. Η ελληνική αντιπροσωπεία αποχώρησε από τα
    Μουδανιά χωρίς να υπογράψει τη συμφωνία, την οποία όμως αποδέχτηκε η
    κυβέρνηση στις 30 Σεπτεμβρίου. Η αποχώρηση των ελληνικών στρατευ-
    μάτων από την Αν. Θράκη, που συντελέστηκε στο πρώτο δεκαπενθήμερο
    του Οκτωβρίου 1922, συνοδεύτηκε από τον ξεριζωμό του ελληνισμού της
    περιοχής16.
    Η Ελλάδα δέχτηκε τελικά να αποχωρήσει από την Αν. Θράκη όχι για
    στρατιωτικούς αλλά για πολιτικούς λόγους. Όπως εξάλλου προαναφέρθηκε,
    σε στρατιωτικό επίπεδο οι κεμαλικοί αδυνατούσαν να διαπεραιώσουν τα
    στρατεύματά τους στην ευρωπαϊκή ακτή των Στενών, αφού στερούνταν
    κάθε ναυτικού μέσου. Το ζήτημα ήταν καθαρά πολιτικό και αφορούσε στη
    θέση της Βρετανίας, η οποία δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθεί να έρθει σε
    ένοπλη σύγκρουση για χάρη των ελληνικών συμφερόντων. Το να χρησιμο-
    ποιηθούν οι βρετανικές δυνάμεις ως ασπίδα για τις ελληνικές στην Αν.
    Θράκη ήταν εντελώς έξω από κάθε λογική τόσο για τους αντιβενιζελικούς
    όσο και για τους βενιζελικούς. Ως εκ τούτου, η επαναστατική κυβέρνηση
    αποφάσισε να δεχτεί την απώλεια της Αν. Θράκης17.
    15. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 120. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 26.
    16. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 30-31.
    17. Γ. Γιανουλόπουλος, «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού
    αιώνα: οι απαρχές 1900-1922, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, τ. Α΄, σ. 141.
    Γεώργιος Σπέντζος 177
    Οι όροι της ανακωχής των Μουδανιών, εκτός της εκκένωσης της Αν.
    Θράκης από την Ελλάδα, προέβλεπαν πως τα συμμαχικά στρατεύματα θα
    διατηρούσαν τις θέσεις τους στα Στενά και την Κωνσταντινούπολη. Πα-
    ράλληλα, οριζόταν μια ουδέτερη ζώνη πλάτους 15 χιλιομέτρων στα Δαρδα-
    νέλια και 40 χιλιομέτρων στο Βόσπορο, όπου τα τουρκικά στρατεύματα
    απαγορευόταν να εισέλθουν ως την υπογραφή της ειρήνης. Προβλεπόταν
    όμως η είσοδος στην Αν. Θράκη Τούρκων χωροφυλάκων, 8 χιλιάδων πε-
    ρίπου, για την τήρηση της τάξης18.
    Στην πράξη, βέβαια, οι Τούρκοι δεν τήρησαν πιστά τους όρους της ανα-
    κωχής. Συγκέντρωσαν στρατεύματα και οχύρωσαν διάφορες θέσεις σε από-
    σταση μόλις 5 χιλιομέτρων από τα Δαρδανέλια, αντί των 15 που πρόβλεπε
    το άρθρο 11 της ανακωχής των Μουδανιών. Επίσης, εκτός της προβλεπό-
    μενης χωροφυλακής των 8 χιλιάδων ανδρών, μετέφεραν με διάφορους τρό-
    πους στην Αν. Θράκη πολεμικό υλικό και στρατιώτες. Έτσι, η συνολική
    δύναμη του τουρκικού στρατού στη Θράκη έφτανε τις 35 χιλιάδες άνδρες
    και 100 πυροβόλα κατά τα τέλη του 1922-αρχές του 1923. Σε περίπτωση
    πολέμου οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να στρατολογήσουν άνδρες από
    τον ντόπιο πληθυσμό, με αποτέλεσμα το σύνολο του τουρκικού στρατού
    Θράκης μεταξύ Έβρου και Κωνσταντινούπολης να υπολογίζεται στις 40 με
    50 χιλιάδες άνδρες19.
    Το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και η προοπτική νέου πολέμου
    Υπό τα παραπάνω διπλωματικά και στρατιωτικά δεδομένα ξεκίνησε, στις
    8 Νοεμβρίου 1922 στη Λωζάννη της Ελβετίας, διεθνής διάσκεψη για την
    επίτευξη συνθήκης ειρήνης. Την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Ελ. Βενιζέλος,
    την Τουρκία ο Ισμέτ πασάς, τη Βρετανία ο Λόρδος Κόρζον, τη Γαλλία ο
    Πουανκαρέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι. Η τουρκική αντιπροσωπεία εμφανί-
    στηκε στη διάσκεψη με τον αέρα του νικητή και ζητούσε να ικανοποιηθούν
    όλες οι αξιώσεις της (πολεμική αποζημίωση, έξωση του Πατριαρχείου από
    την Κωνσταντινούπολη, εκχώρηση εδαφών στη δυτική όχθη του Έβρου,
    δημοψήφισμα στη δυτική Θράκη, διάλυση του ελληνικού στόλου κ.ά.)
    20.
    Παρόμοια στάση τήρησαν οι Τούρκοι αντιπρόσωποι και έναντι των Συμ-
    μάχων στα ζητήματα της Μοσούλης, της Αλεξανδρέττας κ.λπ. Τo γεγονός
    18. Γιωλτζόγλου, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ό.π., σ. 78-79.
    19. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 146, 148. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 25/3/1923, αρ. 902/386,
    Επιτελική Υπηρεσία Στρατού προς Υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών, 4 Φεβρου-
    αρίου 1923.
    20. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 32, 33.
    178 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    αυτό οδήγησε σε παραλίγο αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις, παράλληλα όμως
    διευκόλυνε την αποστολή της ελληνικής αντιπροσωπείας: εφόσον επιτυγχα-
    νόταν η υποστήριξη των Συμμάχων, τότε ακόμη και ο αντίθετος σε νέες εχ-
    θροπραξίες Βενιζέλος θα μπορούσε να υποστηρίξει τη διακοπή των δια-
    πραγματεύσεων και την επανάληψη του πολέμου.
    Το διπλωματικό αδιέξοδο φαίνεται από τηλεγράφημα του Βενιζέλου
    προς την ελληνική κυβέρνηση λίγες μέρες μετά την έναρξη της διάσκεψης:
    «Λύσις τρομερού προβλήματος εξαρτάται από κατάστασιν στρατού μας.
    Δύναται ούτος εντός μιας εβδομάδος εξορμών να φθάση όχι Βόσπορον
    τουλάχιστον εις Τσαλτάτζα; Θρασύτης Τούρκων Συνδιασκέψει είναι τοι-
    αύτη, ώστε Σύμμαχοι, αν δεν διαρρήξωσι διαπραγματεύσεις μετ’ αυτών εν
    περιπτώσει συνεχίσεως ελληνοτουρκικού πολέμου, θα μείνωσιν ουδέτεροι
    και θα προΐδωσι μάλλον ευμενώς προς ενδεχόμενην νίκην μας, ουδέ θα
    θελήσωσι να στερήσωσιν ημάς καρπών αυτής…»21.
    Ο Βενιζέλος με νέο τηλεγράφημά του από τη Λωζάννη ενημέρωνε την
    ελληνική κυβέρνηση για την πορεία των διαπραγματεύσεων: «Μόνον αν
    έχωμεν στρατόν ικανόν να επιτεθή επιτυχώς εν Θράκη, θα δυνηθώμεν να
    κάμψωμεν την θρασύτητα των Τούρκων, έναντι της οποίας οι Σύμμαχοι φαί-
    νονται ενδοτικοί. Προς σχηματισμόν ιδίας αντιλήψεως περί της κατα-
    στάσεως του Στρατού μας αποστέλλω τον παρ’ εμοί στρατηγόν Μαζαράκην,
    όπως έλθη εις επαφήν μετά των σωματαρχών και μοι ανακοινώση τας
    αντιλήψεις των»22.
    Από τα παραπάνω τηλεγραφήματα φαίνεται ξεκάθαρα πόσο μεγάλη
    σημασία έδινε ο Βενιζέλος στην ύπαρξη ισχυρού στρατού στον Έβρο. Η
    δυνατότητα προέλασης στην Ανατολική Θράκη, ακόμη και στον Βόσπορο,
    ήταν ένα ενδεχόμενο που δεν μπορούσε να αποκλειστεί τη στιγμή που οι
    διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Σε τελική ανάλυση, όμως, η
    στάση που θα κρατούσαν οι Σύμμαχοι αποτελούσε καταλυτικής σημασίας
    ζήτημα για τον πάντα ρεαλιστή Βενιζέλο.
    Όμως, ακόμα και για την ανασυγκρότηση του στρατού στον Έβρο ο Βε-
    νιζέλος ήθελε να έχει πραγματική εικόνα, γι’ αυτό και αποφάσισε να στείλει
    από τη Λωζάννη το στρατηγό Μαζαράκη, τον Δεκέμβριο του 1922, προκει-
    μένου να επιθεωρήσει από κοντά τη στρατιά. Οι εντυπώσεις τού τελευταίου
    μετά την επίσκεψή του στις περισσότερες μονάδες ήταν πολύ θετικές, έμεινε
    με τη βεβαιότητα ότι ο ελληνικός στρατός, παρά τις ελλείψεις που είχε και
    λόγω της μη ύπαρξης μεγάλου αριθμού τουρκικών δυνάμεων στη Θράκη,
    21. Στο ίδιο, σ. 35.
    22. Στ. Γονατάς, Απομνημονεύματα, Αθήνα, 1958, σ. 267.
    Γεώργιος Σπέντζος 179
    μπορούσε εντός λίγων ημερών να προελάσει ως την Τσατάλτζα. Γι’ αυτό
    και τηλεγράφησε αμέσως στον Βενιζέλο στη Λωζάννη ώστε να τον ενη-
    μερώσει για την ικανότητα του στρατού23.
    Η προοπτική νέου γύρου εχθροπραξιών, με θετική έκβαση για την Ελ-
    λάδα, σχετιζόταν όμως άμεσα με κάποιες βασικές προϋποθέσεις, που ήταν
    οι εξής: 1) ύπαρξη αξιόμαχου στρατού, 2) είσοδος του ελληνικού στόλου
    στα Στενά, ώστε να εμποδιστεί η μεταφορά τουρκικών ενισχύσεων στη
    Θράκη, 3) επίτευξη συνεργασίας με τη Σερβία ώστε να αποτραπεί ενδεχό-
    μενη επίθεση της Βουλγαρίας. Εκτός από τον πρώτο παράγοντα, που για την
    υλοποίησή του αποκλειστικά υπεύθυνη ήταν η Ελλάδα και εν πολλοίς είχε
    συντελεστεί, η πραγματοποίηση των άλλων δύο ήταν αποτέλεσμα της
    βούλησης των Συμμάχων24.
    Με εξαίρεση την Ιταλία του Μουσολίνι, που πιθανόν να μην είχε αντίρ-
    ρηση για έναν νέο πόλεμο προσβλέποντας σε εδαφικά οφέλη για την ίδια, η
    στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας αποτελούσε ερωτηματικό. Η αρνητική
    τελικά στάση των Συμμάχων είχε ως αποτέλεσμα, όταν επέστρεψε στη
    Λωζάννη ο Μαζαράκης, να βρει νέα δεδομένα. Στη συνάντησή του με τον
    Βενιζέλο, κατά την οποία του εξέθεσε όσα είχε δει στο μέτωπο του Έβρου,
    άκουσε τον επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας να του εξηγεί ότι όλα
    ήταν πλέον περιττά από τη στιγμή που οι Σύμμαχοι δεν επέτρεπαν επανά-
    ληψη των εχθροπραξιών. Ο Βενιζέλος είχε κατανοήσει νωρίτερα πως παρά
    τη φαινομενική διαφωνία των Συμμάχων με τους Τούρκους, οι πρώτοι ήταν
    διατεθειμένοι τελικά να έρθουν σε συμβιβασμό με τους τελευταίους χωρίς
    να φτάσουν στα άκρα25.
    Η αλήθεια είναι, πάντως, πως οι Σύμμαχοι έβλεπαν με ανησυχία την ανα-
    συγκρότηση του ελληνικού στρατού στον Έβρο, φοβούμενοι νέο ελληνο-
    τουρκικό πόλεμο κι αυτό λόγω των δηλώσεων που φέρονταν πως έκαναν
    στις εφημερίδες οι σκληροί της Επανάστασης του 1922 με επικεφαλής τον
    υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο. Τέτοιες ανησυχίες είχε εκφράσει ο Πουανκαρέ
    μεταξύ άλλων, με τον Βενιζέλο να σπεύδει να διαψεύσει τις δηλώσεις
    Πάγκαλου λέγοντας στον Γάλλο διπλωμάτη Μπομπάρ ότι δεν ήταν αληθινές
    και ότι οι στρατιωτικοί δήλωναν μόνο την εμπιστοσύνη τους στο στρατό. Ο
    Βενιζέλος δήλωσε επίσης ότι θα περίμενε αντί για παράπονα να ακούει
    συγχαρητήρια από τους Συμμάχους για την ανασυγκρότηση του ελληνικού
    23. Αλ. Μαζαράκης, Απομνημονεύματα, Ίκαρος, Αθήνα 1949, σ. 379.
    24. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 35.
    25. Στο ίδιο, σ. 36. Μαζαράκης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 385.
    180 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    στρατού, χάρη στην οποία θα μπορούσαν να πετύχουν σύναψη ειρήνης με
    καλύτερους όρους26.
    Με δεδομένη την αρνητική στάση των Συμμάχων σε μια νέα ελληνο-
    τουρκική σύρραξη, η μοναδική προοπτική κήρυξης πολέμου στηριζόταν
    πλέον στην πιθανότητα συνεργασίας με τη Σερβία (βασίλειο των Σέρβων,
    Κροατών και Σλοβένων μετά το 1918). Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε ακόμη
    μια φορά στην ελληνική κυβέρνηση, στις 18 Δεκεμβρίου 1922: «Μετά
    βαθείαν μελέτην ζητήματος και αναλαμβάνων όλην την ιστορικήν ευθύνην,
    συμβουλεύω όπως Γιουγκοσλαβία απευθυνθή Γαλλίαν και Αγγλίαν δηλού-
    σα ότι διαθέτει 4 μεραρχίας, όπως μετά 8 ελληνικών και 4 αγγλογαλλικών
    επιτεθώμεν της Τουρκίας. Εις αντάλλαγμα παραχωρήσωμεν τη Σερβία
    Φλώριναν»27.
    Η πρόταση του Βενιζέλου οπωσδήποτε βρήκε απροετοίμαστη την επανα-
    στατική κυβέρνηση και την αιφνιδίασε. Οι ηγέτες της Επανάστασης Πλα-
    στήρας και Γονατάς δεν δέχθηκαν την πρόταση παραχώρησης της Φλώ-
    ρινας, εξάλλου πίστευαν, όπως και η κυβέρνηση, ότι η Σερβία δεν θα δεχό-
    ταν να στείλει μεραρχίες. Τελικά η κυβέρνηση, μην έχοντας άλλη επιλογή,
    αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Βενιζέλου, κάτι που του γνωστο-
    ποίησε με τηλεγράφημα. Σε πρώτη φάση, όμως, η Σερβία φάνηκε αρνητική
    στο ενδεχόμενο να συνδράμει την Ελλάδα στρατιωτικά και διπλωματικά,
    ακόμη και με εδαφικά ανταλλάγματα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της
    συνάντησης του υπουργού Εξωτερικών Αλέξη Αλεξανδρή με τον πρέσβη
    της Σερβίας στην Αθήνα Μπάλουχιτς28.
    Η ελληνική πλευρά όμως ήταν αποφασισμένη να καταβάλει κάθε προ-
    σπάθεια προκειμένου να πείσει τη Σερβία. Για το λόγο αυτό ανατέθηκε στον
    πρέσβη της Ελλάδας στο Βελιγράδι Μαυρουδή να διεξαγάγει διαπραγμα-
    τεύσεις με τους Σέρβους. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 4 Ιανουαρίου
    1923 και διήρκεσαν περισσότερο από ένα δεκαήμερο. Στις 16 του ίδιου
    μήνα ο Μαυρουδής θα τηλεγραφήσει στην ελληνική κυβέρνηση ενημερώ-
    νοντάς την για την πορεία των διαπραγματεύσεων. Στο τηλεγράφημα γίνεται
    λόγος και για το περιεχόμενο μιας επιστολής του Βενιζέλου που είχε στην
    κατοχή του ο Μαυρουδής από τη Λωζάννη για να την παραδώσει στον πρω-
    θυπουργό της Σερβίας Πάσιτς. Η πρόταση του Βενιζέλου ήταν σε γενικές
    γραμμές η ίδια, προτεινόταν δηλαδή στη Σερβία να συνδράμει στρατιωτικά
    την Ελλάδα, με λιγότερες όμως δυνάμεις σε σχέση με την αρχική πρόταση
    26. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 3/5/1923, αρ. 15048, Ελευθέριος Βενιζέλος (Λωζάννη) προς Υπουργείο
    Εξωτερικών.
    27. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 39.
    28. Στο ίδιο.
    Γεώργιος Σπέντζος 181
    (1 μεραρχία αντί 4), καθώς το ελληνικό επιτελείο θεωρούσε επαρκείς τις
    ελληνικές δυνάμεις στον Έβρο. Το αντάλλαγμα θα ήταν η παραχώρηση της
    Φλώρινας, μόνο όμως εφόσον η Ελλάδα ανακτούσε την Αν. Θράκη29.
    Η αποστολή του Μαυρουδή δεν απέφερε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Με
    νέο τηλεγράφημά του στις 28 Ιανουαρίου έκανε γνωστό ότι, παρά τις
    προσπάθειές του να συναντηθεί με τον Πάσιτς, δεν είχε καταφέρει να λάβει
    ως εκείνη τη στιγμή κάποια πρόσκληση. Τόσο ο Σέρβος πρωθυπουργός όσο
    και ο υπουργός Εξωτερικών προφασίζονταν ασθένεια για να αποφύγουν να
    συναντηθούν με τον Έλληνα πρέσβη30.
    Ίδια κατάληξη είχε και η αποστολή στο Βελιγράδι του στρατηγού
    Μαζαράκη, ο οποίος μετέβη εκεί κατόπιν εντολής του Βενιζέλου. Η Σερβία
    απέρριπτε ακόμη και την τελευταία πρόταση του Βενιζέλου, που ζητούσε
    απλά στήριξη έναντι της Βουλγαρίας με συγκέντρωση στρατού στα σερβο-
    βουλγαρικά σύνορα. Όμως, όπως αναφέρει και ο Μαζαράκης στα απο-
    μνημονεύματά του, δεν κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με τον Πάσιτς κι έτσι
    η εικοσαήμερη αποστολή του στο Βελιγράδι δεν είχε αίσιο τέλος31.
    Την αποτυχία των διαπραγματεύσεων ακολούθησε τηλεγράφημα του Βε-
    νιζέλου στον Πλαστήρα, με το οποίο ανέφερε ότι προέλαση του ελληνικού
    στρατού χωρίς τη σύμπραξη της Σερβίας αποτελούσε ριψοκίνδυνη επιλογή.
    Κάτι τέτοιο το απέρριπτε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Βενιζέλος, λέγοντας
    χαρακτηριστικά: «εγώ, τουλάχιστον, δεν δύναμαι να μετάσχω τοιαύτης
    ευθύνης, παραιτούμενος δε αντιπροσωπείας θα περιορισθώ εις ευχάς υπέρ
    επιτυχίας παρατόλμου επιχειρήσεως, ήτις δύναται να οδηγήση εις πλήρη
    καταστροφήν Ελλάδος»32.
    Την άποψη του Βενιζέλου περί μη έναρξης πολεμικών επιχειρήσεων κά-
    τω από τα δεδομένα που ίσχυαν τη δεδομένη στιγμή ενστερνιζόταν και ο
    πρωθυπουργός της επαναστατικής κυβέρνησης Γονατάς, ο οποίος έστειλε
    σχετική επιστολή στον Βενιζέλο. Για τον Γονατά, επιχείρηση κατά της
    Τουρκίας δεν έπρεπε να αναληφθεί καθώς υπήρχε μια σειρά λόγων που
    απέκλειαν κάτι τέτοιο. Επιπλέον ο Γονατάς έκανε λόγο για πιθανολο-
    γούμενη ανάμειξης της κομουνιστικής Ρωσίας, για κόπωση του λαού και για
    το ηθικό του στρατού33.
    29. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 5/1/1923, αρ. 551, Μαυρουδής (Βελιγράδι) προς Υπουργείο Εξωτερι-
    κών, 16 Ιανουαρίου 1923.
    30. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 5/1/1923, αρ. 1082, Μαυρουδής (Βελιγράδι) προς Υπουργείο Εξωτερι-
    κών, 28 Ιανουαρίου 1923.
    31. Μαζαράκης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 380.
    32. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 40.
    33. Στο ίδιο.
    182 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    Η πιθανότητα επέμβασης της Ρωσίας φαίνεται πως είχε απασχολήσει σο-
    βαρά τους Έλληνες ιθύνοντες, καθώς μια σειρά τηλεγραφημάτων που στάλ-
    θηκαν τον Ιανουάριο του 1923 από το γενικό προξενείο της Ελλάδας στην
    Κωνσταντινούπολη και τις πρεσβείες σε Σόφια και Βουκουρέστι δικαιο-
    λογούσε εν μέρει το φόβο για στρατιωτική ανάμειξη της Ρωσίας. Το
    τηλεγράφημα του γενικού πρόξενου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη
    στις 7 Ιανουαρίου 1923 ανέφερε ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε
    συλλέξει, κυκλοφορούσαν φήμες περί απόβασης δύο χιλιάδων Ρώσων
    στρατιωτών στην περιοχή της Μήδειας και ότι η Ρωσία θα έστελνε συνολικά
    20 χιλιάδες στρατό στην Αν. Θράκη και πολεμοφόδια στους Τούρκους34.
    Τα τηλεγραφήματα που στάλθηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 13
    Ιανουαρίου από τις πρεσβείες της Σόφιας και του Βουκουρεστίου ήταν
    αντιφατικά μεταξύ τους, καθώς ο μεν πρέσβης στη Σόφια Ραφαήλ ανέφερε
    την ύπαρξη φήμης για απόβαση 500 Ρώσων στη Μήδεια και ότι στη συ-
    νέχεια θα ακολουθούσαν κι άλλοι35, ο δε πρέσβης στο Βουκουρέστι Πανάς
    ανέφερε ότι ως εκείνη τη στιγμή δεν επιβεβαιωνόταν απόβαση Ρώσων36.
    Την όλη φημολογία περί ανάμειξης ή όχι των Ρώσων ήρθε να ξεδιαλύνει
    τηλεγράφημα του γραφείου της Επανάστασης στη Θεσσαλονίκη, στις 29
    Ιανουαρίου: όπως ενημερώθηκε από αγγλικό πολεμικό που έκανε περιπολία
    στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, γινόταν πράγματι απόβαση Τούρκων και
    Ρώσων στρατιωτών στις ακτές της Αν. Θράκης, όμως επρόκειτο για Ρώσους
    της Κωνσταντινούπολης που είχε στρατολογήσει ο Κεμάλ για να δείξει ότι
    είχε την υποστήριξη της Ρωσίας37.
    Οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ολο-
    κληρώθηκαν στις 18 Ιανουαρίου, καθώς την προηγούμενη υπογράφηκε η
    Σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών, των αιχμαλώτων και των πολιτι-
    κών ομήρων και προγραμματίστηκε νέα συνεδρίαση στις 22 Ιανουαρίου για
    να υπογραφούν οι συνθήκες ειρήνης. Στη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου
    για την υπογραφή της τελικής συνθήκης ειρήνης, η τουρκική αντιπροσωπεία
    ανακοίνωσε ότι αρνούνταν να δεχθεί να παραιτηθεί –αμοιβαία με την
    Ελλάδα– από το δικαίωμα είσπραξης αποζημίωσης, συνεχίζοντας έτσι να
    34. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 6/8/1923, αρ. 218, Αννίνος (Κωνσταντινούπολη) προς Υπουργείο Εξω-
    τερικών, 7 Ιανουαρίου 1923.
    35. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 6/8/1923, αρ. 513, Ραφαήλ (Σόφια) προς υπουργό Εξωτερικών, 13 Ια-
    νουαρίου 1923.
    36. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 6/8/1923, αρ. 512, Πανάς (Βουκουρέστι) προς υπουργό Εξωτερικών, 13
    Ιανουαρίου 1923.
    37. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 6/8/1923, αρ. 229, Γραφείο Επαναστάσεως προς υπουργό Εξωτερικών,
    29 Ιανουαρίου 1923.
    Γεώργιος Σπέντζος 183
    μένει ανυποχώρητη στο θέμα της πολεμικής αποζημίωσης. Η άρνηση αυτή
    της Τουρκίας μαζί με άλλες διαφορές που είχε με τους Συμμάχους εξα-
    γρίωσε τους τελευταίους και κυρίως τη Βρετανία που αποχώρησε από τη
    διάσκεψη. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν να βρεθεί λύση, η διάσκεψη
    διέκοψε επ’ αόριστον τις εργασίες της με τις αντιπροσωπείες των κρατών να
    αναχωρούν η μία μετά την άλλη38.
    Νέο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις: ο πόλεμος προ των πυλών
    Η διακοπή της διάσκεψης έδωσε την ευκαιρία στον Βενιζέλο να επισκε-
    φτεί το Λονδίνο, όπου είχε συναντήσεις με μέλη της βρετανικής κυβέρνη-
    σης. Σύμφωνα με το τηλεγράφημα που απέστειλε στην ελληνική κυβέρνηση
    στις 27 Μαρτίου 1923, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας τον ενημέ-
    ρωσε ότι η διάσκεψη θα ξανάρχιζε τις εργασίες της σε τρεις εβδομάδες
    περίπου, με την Τουρκία να συνεχίζει να εγείρει θέμα αποζημιώσεων. Ο Βε-
    νιζέλος απάντησε στον Βρετανό υπουργό ότι η Ελλάδα έμενε ανένδοτη στο
    θέμα αυτό και δεν ήταν δυνατό να υποχωρήσει. Ιδιαίτερα σημαντική για τα
    όσα θα διαδραματίζονταν στη συνέχεια ήταν η θέση του Βρετανού υπουρ-
    γού ότι οι Σύμμαχοι δεν θα παρενέβαιναν και θα άφηναν Ελλάδα και Τουρ-
    κία να λύσουν μόνες τους το ζήτημα. Κατά τον Βενιζέλο, η θέση αυτή δεν
    ήταν και τόσο ενθαρρυντική για την Ελλάδα, από την άλλη όμως θεωρούσε
    ότι η καλή κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν καταλυτική προ-
    κειμένου να γίνει αποδεκτή η θέση της Ελλάδας για τη μη καταβολή της
    αποζημίωσης39.
    Μετά από διάστημα έξι εβδομάδων διακοπής, η διάσκεψη επανέλαβε τις
    εργασίες της στις 23 Απριλίου 1923, με την αδιαλλαξία της Τουρκίας στο
    ζήτημα της αποζημίωσης να παραμένει. Η Ελλάδα δεν φαινόταν ούτε
    διατεθειμένη ούτε και ικανή οικονομικά να καταβάλει μια δυσβάστακτη
    πολεμική αποζημίωση, με την προοπτική επανάληψης των εχθροπραξιών να
    είναι πολύ πιθανή. Η παράταση του αδιεξόδου, με το ελληνικό ζήτημα να
    μην είναι προγραμματισμένο να συζητηθεί σύντομα, προκάλεσε σύντομα
    αντιδράσεις στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης. Η δημιουργία
    της στρατιάς του Έβρου, 100 χιλιάδων και πλέον ανδρών, ενθάρρυνε ση-
    μαντικό αριθμό στρατιωτικών να αντιτίθενται σε οποιαδήποτε προοπτική
    υποχώρησης. Σε περίπτωση που ναυαγούσαν οι διαπραγματεύσεις και
    ξεσπούσε νέος πόλεμος, ο ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να προελάσει
    38. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 43.
    39. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 5/1/1923, αρ. 2718, Ελευθέριος Βενιζέλος (Λονδίνο) προς Υπουργείο
    Εξωτερικών, 27 Μαρτίου 1923.
    184 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    νικηφόρα ως την Κωνσταντινούπολη, κάτω βέβαια από συγκεκριμένες προ-
    ϋποθέσεις. Αυτό το γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα οι στρατιωτικοί που
    ήθελαν να εκβιάσουν καταστάσεις40.
    Επικεφαλής των αδιάλλακτων ήταν ο αρχηγός της στρατιάς Έβρου Θ.
    Πάγκαλος και ο αρχηγός του στόλου Αλ. Χατζηκυριάκος. Λόγω των συνε-
    χών αναβολών της συζήτησης του ελληνικού ζητήματος, όπως προανα-
    φέρθηκε, έβλεπαν την τουρκική αδιαλλαξία ως μοναδική ευκαιρία για
    επανάληψη του πολέμου, χωρίς να υπολογίζουν τη στάση των Συμμάχων. Η
    μετριοπαθής θέση του Βενιζέλου άρχισε να βρίσκει ολοένα και λιγότερους
    συμπαραστάτες μέσα στην κυβέρνηση και αποφασίστηκε να συγκληθεί
    σύσκεψη κορυφής στις 7 Μαΐου 192341. Στη σύσκεψη μετείχαν ο αρχηγός
    της Επανάστασης Πλαστήρας, ο πρωθυπουργός Γονατάς, οι αρχηγοί στρα-
    τού και στόλου Πάγκαλος και Χατζηκυριάκος και υπουργοί της κυβέρνη-
    σης, με μοναδικό μη στρατιωτικό τον υπουργό Εξωτερικών Αλεξανδρή. Η
    άποψη που επικράτησε ήταν αυτή των αδιάλλακτων και αποφασίστηκε η
    αντικατάσταση του Βενιζέλου ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας
    από τον υπουργό Εξωτερικών Αλεξανδρή42.
    Όταν έφτασε ο υπουργός στη Λωζάννη, στις 13 Μαΐου 1923, ακολού-
    θησε συνάντησή του με τον Βενιζέλο, στην οποία του ανακοίνωσε ότι,
    εφόσον συμφωνούσε με τις θέσεις της Αθήνας, ζήτημα αντικατάστασής του
    δεν υφίστατο. Ο Βενιζέλος όμως απάντησε ότι τις θεωρούσε ακραίες και
    πολεμικές. Πρόσθεσε δε ότι η Ελλάδα στερούνταν της συμπάθειας των Συμ-
    μάχων, οι οποίοι θεωρούσαν τους Έλληνες αδιάλλακτους και πολεμοχαρείς.
    Μάλιστα, από τη στιγμή που οι Σύμμαχοι είχαν υποχωρήσει σε όλες σχεδόν
    τις απαιτήσεις των Τούρκων, αντίστοιχη τουρκική υποχώρηση έναντι της
    Ελλάδας θα ήταν πολύ δύσκολη χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Ο Βενιζέλος
    κατέληξε ότι ήταν κι αυτός σύμφωνος με τη θέση του Αλεξανδρή, πως δεν
    θα έπρεπε δηλαδή να γίνει καμία υποχώρηση καταρχήν. Τέλος τον ενη-
    μέρωσε πως σκόπευε να συναντηθεί με τον Ισμέτ και να του μιλήσει σε
    προσωπική βάση, ως Βενιζέλος, και όχι ως αντιπρόσωπος της ελληνικής
    κυβέρνησης. Αν κατά τη συνάντηση δεν προέκυπτε συμφωνία, τότε ο
    Βενιζέλος θα παραιτούνταν από την αντιπροσωπεία παραδίδοντας στον
    Αλεξανδρή τη θέση του43.
    40. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική, ό.π., σ. 179.
    41. Ι. Γιανουλόπουλος, «Η διεθνής διάσκεψη και η συνθήκη της Λωζάννης», στο Ιστορία
    του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, τόμος ΙΕ, σ. 270.
    42. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 44. Γονατάς, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 268.
    43. Γονατάς, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 269.
    Γεώργιος Σπέντζος 185
    Στη συνάντηση Βενιζέλου–Ισμέτ ο τελευταίος επέμενε στη θέση περί
    αποζημίωσης και έτσι δεν σημειώθηκε καμία συμφωνία, δήλωσε μάλιστα
    προς τον Βενιζέλο ότι, αν υπέγραφε χωρίς αντάλλαγμα, θα τον λιθοβο-
    λούσαν στην Άγκυρα. Η πρόταση του Βενιζέλου ήταν να δινόταν στην
    Τουρκία, αντί αποζημίωσης, το Καραγάτς (μια νησίδα γης μεταξύ των
    ποταμών Άρδα και Έβρου, νότια της Αδριανούπολης), το οποίο κατά τη
    γνώμη των Συμμάχων, αλλά και των στρατιωτικών, ήταν πολύ δύσκολο να
    κρατηθεί σε περίπτωση πολέμου. Δόθηκε δε διορία μιας εβδομάδας στον
    Ισμέτ να απαντήσει στην πρόταση, διορία που όμως παρήλθε χωρίς να δοθεί
    κάποια απάντηση44.
    Ο Αλεξανδρής βλέποντας το διπλωματικό αδιέξοδο τηλεγράφησε στις 22
    Μαΐου στην κυβέρνησή του η προτείνοντας τα εξής: θα ανέμενε το αργό-
    τερο ως τις 26 του μήνα και αν ως τότε δεν υπήρχε συμφωνία θα προ-
    χωρούσε στην καταγγελία της ανακωχής των Μουδανιών, ώστε το πρωί της
    27ης Μαΐου να ξεκινήσει η προέλαση του ελληνικού στρατού στη Θράκη.
    Παράλληλα, όμως, ο Αλεξανδρής απέστειλε και τηλεγράφημα του Βενι-
    ζέλου προς την κυβέρνηση. Ο ρεαλιστής πολιτικός εκείνες τις κρίσιμες
    στιγμές είχε την απαιτούμενη ψυχραιμία και διορατικότητα ώστε να ζυγίσει
    όλα τα ενδεχόμενα και τις παραμέτρους, κατανοώντας πλήρως την ιστορική
    ευθύνη που του αναλογούσε σε περίπτωση νέου πολέμου με αρνητική
    κατάληξη.
    Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου ανέφερε πως η μόνη περίπτωση στην
    οποία θα μπορούσε να σημειωθεί επανάληψη των εχθροπραξιών ήταν: 1) η
    εξασφάλιση ουδετερότητας της Βουλγαρίας, 2) ο στρατός να προελάσει ως
    τον Βόσπορο χωρίς να αναχαιτιστεί από τους Τούρκους, 3) οι Σύμμαχοι να
    μην επιτρέψουν στους τελευταίους ελεύθερη διάβαση μέσω Βοσπόρου και
    Στενών. Επίσης, κατά τον Βενιζέλο ήταν πιθανό να απαγορευτεί η είσοδος
    του ελληνικού στόλου στα Στενά από τους Συμμάχους. Εφόσον, όμως, δεν
    ήταν δυνατό να φτάσει ο ελληνικός στρατός στον Βόσπορο προ της συ-
    γκέντρωσης τουρκικού στρατού, τότε δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν οι
    εχθροπραξίες. Οι μόνες επιλογές που απέμεναν στην Ελλάδα ήταν είτε
    επίτευξη ειρήνης με την παραχώρηση και άλλων εδαφικών ανταλλαγμάτων
    στην Τουρκία είτε συνεννόηση με Σερβία και Βουλγαρία για την ίδρυση
    αυτόνομου κράτους στην Αν. Θράκη. Ως τελευταία επιλογή ο Βενιζέλος
    πρότεινε την καταβολή αποζημίωσης 5 εκατ. λιρών στην Τουρκία υπό τον
    όρο ότι θα την κατέβαλλαν Αγγλία και Γαλλία έναντι πιστώσεων45.

    44. Γονατάς, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 269. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 45.
    45. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 46.

    ……………………………………………

  8. …………………….

    Προς επίρρωση των παραπάνω θέσεων του Βενιζέλου σε ό,τι αφορά τη
    στάση των Συμμάχων σε ενδεχόμενη επανάληψη του πολέμου ήρθε η ρημα-
    τική διακοίνωση, που έστειλαν στην ελληνική κυβέρνηση στις 16 Μαΐου, με
    την οποία τόνιζαν ότι: «Αι δυνάμεις θα έβλεπον ενδεχόμενην δράσιν της
    Ελλάδος εις Ανατολικήν Θράκην με εξαιρετικήν δυσμένειαν και δεν θα
    επέτρεπον να καρπωθή αύτη των ωφελημάτων εν περιπτώσει επιτυχίας»46.
    Παρόλα αυτά, η επαναστατική κυβέρνηση (όπως φαίνεται είχε επικρα-
    τήσει η άποψη των σκληρών της Επανάστασης) απάντησε στα τηλεγραφή-
    ματα του Αλεξανδρή ότι, ακόμη κι αν δεν επιτρεπόταν η διέλευση των
    Στενών στον ελληνικό στόλο, οι επιχειρήσεις του στρατού από ξηράς ήταν
    εξασφαλισμένες κατά τη γνώμη του αρχηγού του στρατού. Η κυβέρνηση
    αποδεχόταν έτσι παμψηφεί ως μόνη συμφέρουσα λύση την ανάληψη
    επίθεσης κατά της Τουρκίας. Παράλληλα με την αποστολή του τηλεγραφή-
    ματος δινόταν στον αρχιστράτηγο Πάγκαλο η διαταγή να είναι έτοιμος ο
    στρατός για επίθεση το πρωινό της 27ης Μαΐου47.
    Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατεθούν τα στρα-
    τιωτικά και διπλωματικά δεδομένα, τα οποία θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο
    σε μια ένοπλη σύγκρουση. Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις,
    αυτές όπως προαναφέρθηκε αποτελούνταν από συνολικά 9 μεραρχίες πε-
    ζικού και μία ιππικού. Το σχέδιο επιχειρήσεων του γενικού στρατηγείου
    προέβλεπε σε αρχική φάση την αιφνιδιαστική διάβαση του Έβρου, ανα-
    ζήτηση του κύριου όγκου των εχθρικών δυνάμεων και, τέλος, ανατροπή της
    αμυντικής γραμμής Τσατάλτζας και εγκατάσταση επί της ευρωπαϊκής ακτής
    του Βοσπόρου. Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή εφαρμογή του σχεδίου
    έπαιζε η δυνατότητα εισόδου του ελληνικού στόλου στα Στενά, ο οποίος θα
    αποβίβαζε στον κόλπο του Ξηρού το Β΄ Σώμα Στρατού και ταυτόχρονα θα
    εμπόδιζε την απόβαση τουρκικών ενισχύσεων στην Αν. Θράκη48.
    Οι τουρκικές δυνάμεις στην Αν. Θράκη φαίνεται πως είχαν ενισχυθεί από
    την άνοιξη του 1923 και μετά. Σύμφωνα με αναφορά της επιτελικής υπη-
    ρεσίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, η οποία συντάχθηκε στις 20 Μαρ-
    τίου 1923, το σύνολο των τουρκικών στρατευμάτων στην Αν. Θράκη ανερ-
    χόταν σε 43 χιλιάδες πεζούς, 2.500 ιππείς, 50 πυροβόλα και 300 πολυβόλα.
    Στη Μ. Ασία παράλληλα οι πληροφορίες ανέφεραν στρατό συνολικής
    δύναμης 200 χιλιάδων ανδρών χωρισμένο σε 4 στρατιές49.
    46. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 158.
    47. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 46-47.
    48. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 164.
    49. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 25/3/1923, αρ. 2757, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού προς Υπουργεία
    Εξωτερικών, Ναυτικών, Στρατιωτικών και Ηγεσία Επανάστασης, 20 Μαρτίου 1923.
    Γεώργιος Σπέντζος 187
    Παρόμοια εικόνα έδινε και η απόρρητη στρατιωτική έκθεση με ημερο-
    μηνία 7 Μαΐου 1923, με το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων στη Θράκη να
    υπολογίζεται σε 30 χιλιάδες άνδρες, οργανωμένους σε δύο μεραρχίες των 12
    χιλιάδων ανδρών και τους υπόλοιπους ενταγμένους σε άτακτα σώματα. Οι
    δύο μεραρχίες είχαν ως διοικητή τους τον Ρεφέτ πασά. Η έκθεση ανέφερε
    ότι, κατά τις πληροφορίες που συνέλεξε, σε περίπτωση επίθεσης του ελ-
    ληνικού στρατού ο Ρεφέτ πασάς θα υποχωρούσε στην αμυντική γραμμή
    Ραιδεστού–Τυρολόης–Βιζύης, αν χρειαζόταν θα υποχωρούσε σε δεύτερη –
    και τελευταία– αμυντική γραμμή άμυνας στην Τσατάλτζα, όπου υπήρχαν
    αρκετά πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Επίσης στις παραπάνω δυνά-
    μεις θα πρέπει να υπολογιστούν τόσο το τουρκικό σύνταγμα Κωνσταντι-
    νούπολης, δύναμης 1.500 ανδρών, όσο και η τουρκική χωροφυλακή με
    7.000 άνδρες50.
    Στις 27 Μαΐου 1923, την ημέρα που αναμενόταν να ξεκινήσει η επίθεση
    του ελληνικού στρατού, το Δ΄ Σώμα Στρατού ενημέρωνε ότι, κατά τις πλη-
    ροφορίες που συνέλεξε από Γάλλο αξιωματικό, οι τουρκικές δυνάμεις στη
    Θράκη αποτελούμενες από 35 χιλιάδες άνδρες δεν θα πρόβαλλαν ισχυρή
    αντίσταση, αντίθετα θα καθυστερούσαν όσο μπορούσαν τον ελληνικό στρα-
    τό, ώστε να οργανωνόταν ισχυρή αμυντική γραμμή στην Τσατάλτζα. Εκεί
    σχεδίαζαν να μεταφέρουν τρεις μεραρχίες πλήρως επανδρωμένες. Κατά τις
    τουρκικές εκτιμήσεις χρειαζόταν διάστημα τριών ημερών για τη μεταφορά
    αυτή, ενώ αντίθετα υπολογιζόταν ότι ο ελληνικός στρατός θα έφτανε στην
    Τσατάλτζα σε πέντε ημέρες51. Παρόμοιους αριθμούς για τον τουρκικό στρα-
    τό έδινε και το τηλεγράφημα του διοικητή του Δ΄ Σώματος Στρατού
    υποστράτηγου Τσερούλη. Όπως είχε πληροφορηθεί από πηγές της αγγλικής
    αστυνομίας Κωνσταντινούπολης, η Βουλγαρία θα υποχρεωνόταν να παρέχει
    στην Τουρκία 40 χιλιάδες στρατού, όπως προέβλεπε η μυστική συμφωνία
    που είχε συναφθεί μεταξύ τους52.
    Ο βασικότερος όμως παράγοντας σε μια ενδεχόμενη σύρραξη τόσο σε
    στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο ήταν η παρουσία των συμμα-
    χικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές των Στενών. Στην περιοχή της Κων-
    σταντινούπολης οι Άγγλοι διατηρούσαν 7 τάγματα, στην Καλλίπολη 2 με-
    ραρχίες και 3 λόχους κατά μήκος του Έβρου, οι δε Γάλλοι απ’ την πλευρά
    50. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 5/7/1923, Απόρρητη στρατιωτική έκθεση Γενικού Επιτελείου Στρατού
    προς Υπουργείο Εξωτερικών, 7 Μαΐου 1923.
    51. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 5/7/1923, Δελτίο πληροφοριών Δ΄ Σώματος Στρατού προς Υπουργείο
    Εξωτερικών, 27 Μαΐου 1923.
    52. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 7/1/1923, αρ. 16986/1087, Δ΄ Σώμα Στρατού (Διδυμότειχο) προς Υ-
    πουργείο Εξωτερικών, 3 Μαΐου 1923.
    188 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    τους διέθεταν 6 συντάγματα στην Κωνσταντινούπολη και ένα τάγμα στον
    Έβρο53. Εκτός από τις χερσαίες δυνάμεις οι Σύμμαχοι διέθεταν και έναν
    πολύ ισχυρό στόλο πολεμικών πλοίων, ο οποίος ναυλοχούσε στον Βόσπορο
    (2 θωρηκτά, 3 καταδρομικά, 12 αντιτορπιλικά) και στα Στενά (2 θωρηκτά, 6
    καταδρομικά κ.ά.) με στόχο να εμποδίσει είτε τους Τούρκους να διαπε-
    ραιωθούν στην Ευρώπη είτε τον ελληνικό στόλο να περάσει εντός των Στε-
    νών54.
    Ενδεικτική της στάσης των Συμμάχων σε μια ενδεχόμενη πολεμική ανα-
    μέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία ήταν και η αρνητική απάντησή τους
    στο ελληνικό αίτημα να τεθεί ο ελληνικός στόλος υπό τις διαταγές τους,
    ώστε να περιφρουρεί τις ακτές της Αν. Θράκης, καθώς υπήρχαν πληρο-
    φορίες περί επιστράτευσης των Τούρκων. Το βρετανικό Foreign Office
    απέρριψε την ελληνική πρόταση λέγοντας ότι ήταν αδύνατο να γίνει δεκτό
    κάτι τέτοιο55.
    Η ειρήνη κρεμόταν πλέον από μια κλωστή, όλες οι ελπίδες για αποτροπή
    νέου πολέμου είχαν εναποτεθεί στην Τουρκία και τον Ισμέτ πασά, ο οποίος
    είχε να διαλέξει μεταξύ της παραχώρησης του Καραγάτς αντί της καταβολής
    αποζημίωσης ή της διακοπής των συζητήσεων και επανάληψης των εχθρο-
    πραξιών. Η κρίσιμη συνεδρίαση ορίστηκε για το πρωινό της 26ης Μαΐου. Ο
    Ισμέτ, που εμφανιζόταν ανένδοτος ως τότε, τελικά δέχτηκε την πρόταση του
    Βενιζέλου να παραχωρηθεί στην Τουρκία το Καραγάτς και τα προάστιά του
    αντί της καταβολής αποζημίωσης και των κατασχεμένων πλοίων του 1918.
    Η συνεδρίαση λύθηκε και η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν
    γεγονός56.
    Πρέπει να τονιστεί πως η αλλαγή στάσης της Τουρκίας οφείλεται σε μια
    σειρά παραγόντων. Καταρχάς οι Τούρκοι αντιπρόσωποι είχαν καταλάβει ότι
    η Ελλάδα ήταν ανένδοτη στο θέμα της αποζημίωσης και πως ήταν έτοιμη να
    καταγγείλει την ανακωχή και να επαναλάβει τις εχθροπραξίες. Επιπλέον,
    δύσκολα θα έβρισκαν υποστήριξη στο θέμα αυτό είτε από τις Μεγάλες Δυ-
    νάμεις είτε από τα βαλκανικά κράτη, ενώ, τέλος, το ηθικό του τουρκικού
    στρατού είχε αρχίσει να κλονίζεται μετά από τόσα χρόνια εχθροπραξιών57.
    Χαρακτηριστική της τελευταίας διαπίστωσης είναι η έκθεση του Άγγλου
    αρχιστράτηγου Χάριγκτον, που μεταξύ άλλων ανέφερε «κατά το διάστημα
    53. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 25/3/1923, αρ. 2757, αυτ.
    54. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 150.
    55. ΔΙΑΥΕ, φάκ. 6/8/1923, αρ. 2464, Πρεσβεία Λονδίνου προς Υπουργείο Εξωτερικών, 7
    Μαΐου 1923.
    56. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 47.
    57. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π., σ. 167. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 48.
    Γεώργιος Σπέντζος 189
    της διάσκεψης της Λωζάννης ο τουρκικός στρατός έπεφτε σε δύναμη και
    μαχητική αξία. Οι στρατιώτες του ήταν κουρασμένοι και ζητούσαν να απο-
    λυθούν, υπήρχε δε δυσαρέσκεια λόγω δυσχερειών στον ανεφοδιασμό σε
    τρόφιμα και ρούχα». Ως τον Μάιο του 1923 ο τουρκικός στρατός, σύμφωνα
    με τον Χάριγκτον, είχε χάσει το 50% της προ εξαμήνου μαχητικής του α-
    ξίας58.
    Η αντίδραση του Θεόδωρου Πάγκαλου στη συμφωνία
    Η είδηση της συμφωνίας γνωστοποιήθηκε στην Αθήνα με τηλεγραφή-
    ματα που απέστειλαν οι Βενιζέλος και Αλεξανδρής. Ενώ όμως οι ηγέτες της
    Επανάστασης Πλαστήρας και Γονατάς εξέφρασαν με τηλεγράφημα στον
    Βενιζέλο την ευγνωμοσύνη των ίδιων και της πατρίδας για την επίτευξη
    εντίμου ειρήνης, οι αρχηγοί στρατού και στόλου Πάγκαλος και Χατζηκυριά-
    κος δεν δέχτηκαν με τον ίδιο ενθουσιασμό την είδηση και έστειλαν με τη
    σειρά τους τηλεγράφημα σε Βενιζέλο και Αλεξανδρή, το οποίο ουσιαστικά
    τους αποδοκίμαζε για την επίτευξη της ειρήνης: «Αποδεχόμενοι κατ’
    ανάγκην χάριν τιμής της Ελλάδος, ατυχή λύσιν, επειδή αύτη εγένετο κατά
    παράβασιν ρητής εγγράφου εντολής δοθείσης Υπουργόν Εξωτερικών, αρ-
    χηγοί Στρατού και Στόλου πενθούντες από χθες εκφράζουν την βαθείαν λύ-
    πην των, αίροντες εφεξής την προς την αντιπροσωπείαν εμπιστοσύνην των».
    Ο Αλεξανδρής απέστειλε την παραίτησή του μόλις διάβασε το τηλεγρά-
    φημα, αντίθετα ο Βενιζέλος απάντησε στην κυβέρνηση ότι θα έπρεπε να
    είναι βέβαιη ότι άξιζε διπλάσια εθνική ευγνωμοσύνη αφού πέτυχε με τέτοιες
    δυσκολίες να εξασφαλίσει για τη χώρα μια έντιμη ειρήνη59.
    Η συμφωνία αναγνωριζόταν έστω και με ‘κρύα καρδιά’ από την πολιτική
    ηγεσία, οι ηγέτες του στρατού και του στόλου όμως, Πάγκαλος και Χατζη-
    κυριάκος, είχαν εντελώς άλλη άποψη και επιθυμούσαν όσο τίποτε την
    επανάληψη των εχθροπραξιών, μέσω της οποίας επιδίωκαν να αναλάβουν οι
    ίδιοι τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Πάγκαλος δε απέστειλε και τηλεγρά-
    φημα στην Αθήνα, με το οποίο δήλωνε πως αρνιόταν να δεχτεί τη συμφωνία
    και πως θα διέταζε επανάληψη των εχθροπραξιών και προέλαση στην Αν.
    Θράκη. Η κινητοποίηση των Πλαστήρα και Γονατά ήταν άμεση, ο πρώτος
    μετέβη στη Θεσσαλονίκη και συγκάλεσε σύσκεψη όλων των διοικητών
    μονάδων για να τους εξηγήσει την όλη κατάσταση. Οι Πάγκαλος και Χατζη-
    58. Θεοτικός, Αρχηγείον Στρατού, ό.π.
    59. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 48-49. Γονατάς, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 270.
    190 Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014)
    κυριάκος τελικά δήλωσαν πως πλανήθηκαν και ότι στο εξής θα ακολου-
    θούσαν την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης60.
    Ήταν όμως τόσο μεγάλη η εμμονή του Πάγκαλου και η φιλοδοξία του να
    αναλάβει αυτός τα ηνία της χώρας, ώστε άρχισε να βολιδοσκοπεί διοικητές
    μεγάλων μονάδων, όπως τον υποστράτηγο Τσερούλη, για ανατροπή της Ε-
    πανάστασης. Η έγκαιρη όμως ενημέρωση του Πλαστήρα για τις κινήσεις του
    Πάγκαλου και η μετάβασή του στη Θεσσαλονίκη, όπου συγκάλεσε σε
    συμβούλιο τους διοικητές των μονάδων, οδήγησαν τον Πάγκαλο να αναγκα-
    στεί να παραιτηθεί από την αρχηγία της στρατιάς.
    Η γραμμή των αδιάλλακτων της Επανάστασης με πρωτεργάτη τον Πά-
    γκαλο είχε ηττηθεί, ο τελευταίος μάλιστα ήταν τόσο ‘τυφλωμένος’ από την
    εμμονή του να προχωρήσει σε πόλεμο, που αγνόησε επιδεικτικά όλο το προ-
    ηγούμενο διάστημα την ύπαρξη συμμαχικών στρατευμάτων στην Αν.
    Θράκη και τον Έβρο, τα οποία είχαν ρητή διαταγή να εμποδίσουν τυχόν
    προέλαση του ελληνικού στρατού. Αργότερα ο Πάγκαλος ισχυρίστηκε ότι
    ανώτερος αξιωματικός του βρετανικού στρατηγείου Ανατολής τον είχε
    διαβεβαιώσει ότι οι αγγλικές δυνάμεις σε ενδεχόμενο ελληνικής προέλασης
    δεν θα πρόβαλλαν εμπόδια61.
    Συμπεράσματα
    Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, μια νέα
    πολεμική σύρραξη απετράπη και η ενδεχόμενη ανάκτηση της Αν. Θράκης
    έμενε τελικά ανεκπλήρωτη. Ο Πάγκαλος μετά την αναγγελία της υπογραφής
    της συνθήκης, αμετανόητος, έφτασε στο σημείο να αποκαλέσει το διπλωμα-
    τικό έργο που επιτέλεσε ο Βενιζέλος ως «Ανταλκίδειο ειρήνη», ενώ ο Ιω-
    άννης Μεταξάς, παρότι ήταν στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος ως
    ακραίος αντιβενιζελικός, έκανε ανάλογες δηλώσεις με τη σειρά του62.
    Παρά την ανασύνταξη του ελληνικού στρατού στον Έβρο και την
    ύπαρξη μιας στρατιάς 110 χιλιάδων ανδρών, η καταγγελία της ανακωχής και
    η προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη αποδείχτηκε αδύνατη από όλες τις
    πλευρές. Ο Βενιζέλος κατανόησε όλα τα παραπάνω δεδομένα καλύτερα
    ίσως από τον καθένα, η διαφορά όμως ήταν ότι έβλεπε τη στρατιά μόνο ως
    ένα διαπραγματευτικό χαρτί και τίποτα περισσότερο, διαφωνώντας πλήρως
    60. Δαφνής, Η Ελλάς, ό.π., σ. 50.
    61. Γ. Γιανουλόπουλος, «Η στρατιά του Έβρου και η ‘ανταρσία του Πάγκαλου’», στο
    Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ, σ. 260.
    62. Γιαννουλόπουλος, Η ευγενής μας τύφλωσις, ό.π., σ. 315.
    Γεώργιος Σπέντζος 191
    με τις φωνές από την Αθήνα και την επιθυμία τής τότε ηγεσίας να υπάρξει
    μια νέα εξόρμηση προς ανατολάς.
    Ο Βενιζέλος ήταν από τους πρώτους που ζήτησε από την Επανάσταση,
    τον Σεπτέμβριο του 1922, την άμεση ανασυγκρότηση του στρατού στο
    μέτωπο της Θράκης. Γνώριζε πως σε περίπτωση μη ύπαρξης αξιόμαχου
    στρατού στη Θράκη θα ετίθετο σε κίνδυνο ακόμη και η δυτική Θράκη, αλλά
    πιθανόν και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η Επανάσταση πέτυχε πράγ-
    ματι το καλύτερο δυνατό στον τομέα αυτό, με την ταχύτατη ανασυγκρότηση
    του στρατού. Η στρατιά αποτέλεσε τελικά ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό
    όπλο στα χέρια του Βενιζέλου, ο οποίος είναι βέβαιο ότι, αν παρουσιά-
    ζονταν οι προϋποθέσεις που αναλύθηκαν εκτενώς προηγουμένως (η στάση
    Συμμάχων και Σερβίας), τότε πρώτος αυτός θα εισηγούνταν την προέλαση
    προς τα ανατολικά. Από τη στιγμή όμως που κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη
    και ούτε υπήρξε στον ορίζοντα η ελπίδα για κάτι τέτοιο, ήταν εντελώς
    ουτοπικό να υπάρχει στις τάξεις της ελληνικής ηγεσίας η πρόθεση περί
    επανάληψης των εχθροπραξιών.
    Οι Σύμμαχοι, συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας, από το φθινόπωρο του
    1922 είχαν αποφασίσει να παραδώσουν στην Τουρκία την Αν. Θράκη και τα
    Στενά με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των δικών τους συμφερόντων. Η
    ελληνική ηγεσία γνωρίζοντας τη συμμαχική απόφαση για παραχώρηση της
    Αν. Θράκης στην Τουρκία και όντας διπλωματικά απομονωμένη, σε περί-
    πτωση που προχωρούσε μόνη της σε ένοπλη σύρραξη το μόνο που μπο-
    ρούσε να πετύχει ήταν να χρησιμοποιήσει με έντεχνο τρόπο τη στρατιά του
    Έβρου για να αποκομίσει όσα περισσότερα μπορούσε στη σκακιέρα της
    διπλωματίας.
    Το τελευταίο το χειρίστηκε περίτεχνα ο Βενιζέλος στη Λωζάννη όπου,
    σείοντας την απειλή καταγγελίας της ανακωχής αν η Τουρκία δεν δεχόταν
    την παραχώρηση του Καραγάτς αντί αποζημίωσης, πέτυχε τελικά τη μη κα-
    ταβολή αποζημίωσης. Το βέβαιο είναι πως χωρίς την ύπαρξη ισχυρού στρα-
    τού στη Θράκη η θέση της Ελλάδας στη διάσκεψη της Λωζάννης θα ήταν
    πολύ διαφορετική, με πιθανότερη την υπογραφή μιας ταπεινωτικής συν-
    θήκης αντί αυτής που επιτεύχθηκε

    Click to access %CE%A3%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%BF%CF%82.pdf

  9. Gotsika Xanthi on

    Επιτέλους μαθαίνω ιστορία!!!!

  10. Ιδέες
    Πως δόθηκε στην Τουρκία το προγεφύρωμα του Καραγάτς
    Δημοσιεύθηκε 15 Απριλίου 2018 – Βασίλης ΚολλάροςΒασίλης Κολλάρος3776

    Γράφει ο Βασίλης Ν. Κολλάρος – Η σύλληψη των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από τουρκική περίπολο στο προγεφύρωμα (ή αλλιώς «εξέχουσα») του Καραγάτς έφερε στην επιφάνεια, εκτός των άλλων, και μια ιδιαιτερότητα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο. Κατ’ αρχάς, το προγεφύρωμα του Καραγάτς είναι μια λωρίδα τουρκικού εδάφους που εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια, δυτικά του ποταμού Έβρου, απέναντι από την Αδριανούπολη και έχει συνολική έκταση 22,5 τ.χλμ. Εντός του συγκεκριμένου τουρκικού θύλακα βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη. Είναι το μοναδικό σημείο, […]
    #Αδριανούπολη, Βασίλης Κολλάρος, Βενιζέλος, Γαλλία, Καραγάτς, Συνθήκη Λωζάνης
    +100%-
    FacebookTwitterGoogle+PinterestEmailPrintShares
    Γράφει ο Βασίλης Ν. Κολλάρος –
    Η σύλληψη των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από τουρκική περίπολο στο προγεφύρωμα (ή αλλιώς «εξέχουσα») του Καραγάτς έφερε στην επιφάνεια, εκτός των άλλων, και μια ιδιαιτερότητα των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο. Κατ’ αρχάς, το προγεφύρωμα του Καραγάτς είναι μια λωρίδα τουρκικού εδάφους που εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια, δυτικά του ποταμού Έβρου, απέναντι από την Αδριανούπολη και έχει συνολική έκταση 22,5 τ.χλμ.

    Εντός του συγκεκριμένου τουρκικού θύλακα βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη. Είναι το μοναδικό σημείο, στο οποίο τα ελληνοτουρκικά σύνορα δεν ακολουθούν τον ρουν του ποταμού Έβρου, αλλά εισχωρούν μέσα στο έδαφος της δυτικής Θράκης. Πώς, όμως, προέκυψε αυτή η εδαφική ιδιαιτερότητα στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας; Η απάντηση βρίσκεται στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης του 1922-23.

    Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Το 1920, με την απελευθέρωση της Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό, το Καραγάτς μετονομάστηκε σε Ορεστιάδα. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η δυτική Θράκη, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής.

    Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και η ελληνοτουρκική Ανακωχή των Μουδανιών (Οκτώβριος του 1922). Στη Λωζάννη, εκεί όπου θα εκτυλισσόταν η τελευταία πράξη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κλήθηκε να διαπραγματευτεί τους όρους της επικείμενης συνθήκης ειρήνης.

    Η τουρκική αποστολή, με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά (μετέπειτα γνωστός ως Ισμέτ Ινονού) έφτασε στην ελβετική πόλη με ξεκάθαρο στόχο να ανατρέψει τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Η Τουρκία, στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, παρίστατο ως νικήτρια και οι απαιτήσεις της υπήρξαν ανάλογες. Την ίδια περίοδο, ο Ελληνικός Στρατός (όπως και ο πληθυσμός) προχώρησε, κατόπιν εντολής των Αγγλογάλλων, σε εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.

    Σύνορο ο Έβρος
    Κατόπιν τούτου, ο ποταμός Έβρος αποτέλεσε το φυσικό σύνορο μεταξύ των δυο χωρών, με την Αδριανούπολη να περνά σε τουρκικά χέρια και το Καραγάτς να παραμένει στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ανακωχή των Μουδανιών προέβλεπε συμμαχική κατοχή του Καραγάτς προς αποφυγή προστριβών ελληνικού και τουρκικού στρατού.

    Η ελληνική πλευρά θεωρούσε ότι το πρωτόκολλο της ελληνοτουρκικής ανακωχής δεν έθιγε ουδαμώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα επί της περιοχής. Αναφορικά με το εδαφικό καθεστώς του Καραγάτς, η Γαλλία υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της θέσης για συμμαχική κατοχή του Καραγάτς. Συγκεκριμένα, στις 6/19 Οκτωβρίου 1922, ο Γάλλος συνταγματάρχης, ο οποίος προΐστατο της διεθνούς επιτροπής Αδριανουπόλεως, είχε την άποψη ότι η περιοχή θα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Θεωρούσε αδύνατη την παραμονή του ελληνικού στρατού μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.

    Η ελληνική πλευρά έκανε προσπάθειες να κάμψει τις γαλλικές απόψεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 4/17 Νοεμβρίου 1922, σε τηλεγράφημα του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη προς τον Βενιζέλο αναφέρεται ότι οι Γάλλοι επιδιώκουν να εκκενωθεί το Καραγάτς από τον ελληνικό πληθυσμό. Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι κατέβαλλαν προσπάθειες, μέσω των Άγγλων, να αποχωρήσουν οι ελληνικές αρχές από το Καραγάτς και να εγκατασταθούν τουρκικές.

    Η είσοδος των τουρκικών δυνάμεων στην Αδριανούπολη (14/27 Νοεμβρίου 1922) άσκησε ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην ελληνική πλευρά, αναφορικά με την τύχη του Καραγάτς. Παρ’ όλα αυτά, ο Βενιζέλος, από τη Λωζάννη, σε τηλεγράφημα του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με ημερομηνία 1/14 Δεκεμβρίου 1922, ανέφερε για την τύχη του Καραγάτς τα εξής: «Μόνο δια πόλιν Καραγάτς ενδείκνυται να περιμένετε ολίγας ημέρας μέχρις ου τύχη αυτής αποφασισθή οριστικώς δια συνθήκης».

    Πολεμικές επανορθώσεις
    Στο ίδιο τηλεγράφημα γινόταν λόγος ότι οι ελληνικές αρχές μπορούσαν να εγκαταστήσουν μόνιμα πρόσφυγες σε ολόκληρη τη Δυτική Θράκη, ακόμα και στην περιφέρεια του Διδυμοτείχου-Σουφλίου. Επομένως, η μοίρα της Δυτικής Θράκης είχε ήδη κριθεί. Δεν κινδύνευε από τις διεκδικήσεις της τουρκικής πλευράς. Το Καραγάτς, όμως, θα έπρεπε να περιμένει την τελική απόφαση της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης.

    Αρχές του Ιανουαρίου 1923, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημα του προς την ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο αποτύπωνε τις σκέψεις του, όσον αφορά το μέλλον του Καραγάτς, αλλά και τη ελληνική διαπραγματευτική γραμμή: Συγκεκριμένα έγραφε ότι «Αλλ’ εις απόκρουσιν πληρωμής αποζημιώσεως και παραχωρήσεως Καραγάτς θα επιμείνωμεν μέχρι τέλους αρνούμενοι υπογραφίν Συνθήκης».

    Εδώ, ο Κρητικός πολιτικός αναφέρεται σε έναν από τους όρους της τουρκικής πλευράς για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, ο οποίος συνδεόταν με την καταβολή υπέρογκων, από την Ελλάδα, πολεμικών επανορθώσεων (4 δισ. χρυσά φράγκα) για τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο Ελληνικός Στρατός στην Ανατολία. Η Ελλάδα, όμως, του 1922 ήταν μια χρεοκοπημένη χώρα, δεδομένου ότι είχε εξαντληθεί οικονομικά στη Μικρά Ασία. Επομένως, ήταν αδύνατον να πληρώσει αυτά που οι Τούρκοι ζητούσαν.

    Ο Βενιζέλος ήταν έτοιμος να θυσιάσει το Καραγάτς για να αποφύγει την πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, που ζητούσε η τουρκική πλευρά. Επιπλέον, οι Έλληνες στρατιωτικοί πίστευαν ότι το Καραγάτς, σε περίπτωση πολέμου, δεν μπορούσε να κρατηθεί, λόγω του ότι αποτελούσε τμήμα της άμυνας της Αδριανούπολης, ενώ εκεί βρισκόταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης, γεγονός που άφηνε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Θράκης, αποκομμένη από τη σιδηροδρομική γραμμή Σόφια – Κωνσταντινούπολη.

    Μεταξύ σφύρας και άκμονος
    Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος, στη Λωζάννη, βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, δεδομένου ότι στερούνταν σοβαρής διπλωματικής υποστήριξης από τους πρώην συμμάχους. Για παράδειγμα, σε τηλεγράφημα του προς την Πρεσβεία της Ελλάδας στο Παρίσι (19 Ιανουαρίου – 1 Φεβρουαρίου 1923) εξέφραζε την ανησυχία του για τις φήμες για εγκατάλειψη της Ελλάδας από τη Γαλλία στο ζήτημα του Καραγάτς και των πολεμικών επανορθώσεων. Στον ίδιο τόνο ήταν, έτερο τηλεγράφημα του (23 Ιανουαρίου 1923), με παραλήπτη τον Άθω Ρωμανό, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, όπου εξέφραζε τον φόβο του ότι η Γαλλία θα υποστήριζε τις τουρκικές αξιώσεις, σχετικά με το Καραγάτς.

    Μέσα Μαΐου του 1923, λίγες μέρες μετά την επανάληψη των διαπραγματεύσεων της Συνδιάσκεψης, ο Βενιζέλος ζήτησε τη συγκατάθεση των στρατιωτικών της Επαναστατικής Κυβέρνησης για να παραχωρήσει το Καραγάτς, ως εδαφικό αντάλλαγμα έναντι της τουρκικής επιμονής για την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων.

    Στις 17 Μαΐου 1923, ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, από τη θέση του πρωθυπουργού, απαντά στον Βενιζέλο ότι η πρότασή του έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση των στρατιωτικών της Επανάστασης, δεδομένου ότι «ουκ είναι άλλως γενέσθαι». Ως πρώτο εδαφικό αντάλλαγμα προτάθηκε το τρίγωνο των ποταμών Άρδα και Μαρίτσα, ενώ δόθηκε εντολή στον Βενιζέλο να προσφέρει την πόλη του Καραγάτς, μόνο σε περίπτωση έσχατης ανάγκης.

    Ο συμψηφισμός
    Στην ίδια επιστολή, ο Γονατάς ομολογούσε ότι η απόφαση αυτή έθιγε την εθνική ψυχή και μείωνε εν μέρει το έργο και το γόητρο της Επανάστασης. Πίστευε, όμως, ότι οι Τούρκοι δεν θα δεχόντουσαν τις ελληνικές προτάσεις. Ακόμη, ο ίδιος θεωρούσε ότι, σε επίπεδο διαπραγμάτευσης, οι ελληνικές προτάσεις θα εξασφάλιζαν την ευμένεια, ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, σε περίπτωση που οι Τούρκοι τις απέρριπταν.

    Στις 26 Μαΐου, η τουρκική αντιπροσωπεία, κατόπιν αγγλικών και γαλλικών πιέσεων, αποδέχτηκε την πρόταση του Βενιζέλου, η οποία είχε περιβληθεί τον συμμαχικό μανδύα και συμψηφίστηκαν οι πολεμικές επανορθώσεις με την παραχώρηση του Καραγάτς και του εδαφικού τριγώνου μεταξύ των ποταμών Έβρου-Άρδα στην Τουρκία. Η στάση του Κρητικού πολιτικού στο παραπάνω ζήτημα δεν άφησε περιθώρια ελιγμών στην τουρκική πλευρά. Η πρόταση του είχε τη μορφή τελεσιγράφου. Πίστευε ότι ήταν προτιμότερο να συνεχιστεί ο πόλεμος, παρά να καταβάλει η Ελλάδα πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία.

    Στις 29 Μαΐου 1923, σε τηλεγράφημα του Γονατά προς την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη, γινόταν αναφορά στο γεγονός της παραχώρησης, ενώ το ελληνικό υπουργείο Περιθάλψεως πρότεινε ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης, ο οποίος αριθμούσε 20.000 ψυχές, να παραμείνει στις εστίες του μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σε αυτό βοηθούσε και η στάση του Βαλή Αδριανούπολης, ο οποίος είχε δηλώσει πρωτύτερα στον Ιταλό πρόξενο της πόλης ότι δεν διαφωνούσε με την εξέλιξη αυτή.

    Η τουρκική πρόταση
    Ωστόσο, ο ελληνικός πληθυσμός του Καραγάτς, βλέποντας ότι η περιοχή πέρασε υπό τουρκική κυριαρχία, επιθυμούσε, χωρίς καθυστέρηση, να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Ο Απόστολος Αλεξανδρής, υπουργός Εξωτερικών, στις 17 Ιουνίου 1923, με τηλεγράφημα του προς την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη ανέφερε σχετικά με την εκκένωση του τριγώνου Καραγάτς ότι «κάτοικοι τριγώνου Καραγάτς επανήλθον επί ζητήματος προθεσμίας εκκενώσεως τονίσαντες ιδιαιτέραν σοβαρότητα ην ζήτημα τούτο έχει δια την εις το μέλλον αυτών αλλαχού εγκατάστασιν».

    Η εγκατάλειψη της παλιάς Ορεστιάδας άρχισε από τον Ιούλιο του 1923, ενώ στις 15 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε η διοίκηση της πόλης στις τουρκικές αρχές. Η σημερινή Ορεστιάδα αποτελείται κατά βάση από πρόσφυγες που κατάγονταν από την Αδριανούπολη και το προάστιο του Καραγάτς.

    Το ζήτημα του Καραγάτς επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα με αφορμή τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας του 1925, γνωστότερη και ως Συμφωνία Εξηντάρη-Ρουσδή (21 Ιουνίου 1925). Σε μια καμπή των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τεβφίκ Ρουσδή ανακοίνωσε στον Έλληνα Πρεσβευτή στην Άγκυρα, Ι. Παπά, ότι αν η ελληνική κυβέρνηση συγκατάνευε να πληρώσει στην Τουρκία το ποσό των 500.000 στερλινών, η τουρκική θα παρείχε τη διαβεβαίωση ότι θα δεχόταν διαπραγματεύσεις για την απόδοση του τριγώνου του Καραγάτς, παραιτούμενη κάθε εδαφικής κυριαρχίας.

    Η εφημερίδα «Κωνσταντινούπολις», στο φύλλο της 15ης Ιουλίου 1928 έγραφε ότι οι Τούρκοι ζητούσαν διαπραγματεύσεις για να μας πουλήσουν το τρίγωνο του Καραγάτς. Ζητούσαν προκαταβολικά 500.000 στερλίνες. Ο Βενιζέλος, όμως, αρνήθηκε και προτίμησε να τις δαπανήσει για τις εξοπλιστικές ανάγκες του Ελληνικού Στρατού.
    https://slpress.gr/idees/pod-dothike-stin-tourkia-to-progefyroma-tou-karagats/

  11. Η Συνθήκη της Λωζάννης και ένα μυστικό πρωτόκολλο

    Πολενάκης Λέανδρος

    Με βάση το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, επικυρώνεται η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (Βορείου Αιγαίου) εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Με την ίδια Συνθήκη, με το άρθρο 16, η Τουρκία δηλώνει ευθέως ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και οποιοδήποτε δικαίωμα επί των νήσων, εκτός εκείνων που η κυριαρχία τους της αναγνωρίζεται με την ίδια Συνθήκη.

    Η Συνθήκη Ειρήνης του 1913 που τερμάτισε τους Βαλκανικούς Πολέμους περιείχε μια ρήτρα βάσει της οποίας οι Δυνάμεις θα αποφάσιζαν για την τύχη των νησιών του Βόρειου Αιγαίου. Βάσει αυτής της ρήτρας, όλα τα νησιά δόθηκαν, τότε, στην Ελλάδα. Η προσκύρωσή τους επιβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία κατέρρευσε, όμως, με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στην Ελλάδα τα νησιά, πλην όσων ρητά εξαιρέθηκαν, κατακυρώθηκαν οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης.

    Με βάση το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, επικυρώνεται η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (Βορείου Αιγαίου) εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Με την ίδια Συνθήκη, με το άρθρο 16, η Τουρκία δηλώνει ευθέως ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και οποιοδήποτε δικαίωμα επί των νήσων, εκτός εκείνων που η κυριαρχία τους της αναγνωρίζεται με την ίδια Συνθήκη.

    Αυτά όλα είναι γνωστά. Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα, λιγότερο γνωστό.

    Με τη Συνθήκη της Άγκυρας της 20ής Οκτωβρίου 1921 ανάμεσα στον ειδικό απεσταλμένο της νέας γαλλικής κυβέρνησης Φρανκλίν Μπουγιόν (Franklin Bouillon) και τον Κεμάλ, η Γαλλία τερμάτισε την εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, εκκένωσε την Κιλικία και παρέδωσε στον Κεμάλ όλο τον οπλισμό του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος με τα βαριά τσεχικά πυροβόλα Σκόντα, χάρη στα οποία κέρδισε τον πόλεμο. Η πιο πάνω Συνθήκη περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο. Περί αυτού γίνεται μνεία σε μια ανέκδοτη μελέτη του Παναγιώτη Πιπινέλη, το δακτυλόγραφο πρωτότυπο της οποίας βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (κατέχω ένα πιστό ομοιόγραφο). Ο Παν. Πιπινέλης, που υπηρετούσε ως πρέσβης της κυβέρνησης του Καΐρου στο Λονδίνο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνέταξε τότε την πιο πάνω μελέτη, διαιρεμένη σε τεύχη κατά γεωγραφικά θέματα, σχετικά με τις δυνατές διεκδικήσεις της Ελλάδας μετά τον πόλεμο. Στο τεύχος 4 («Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ίμβρος, Τένεδος, Σαμοθράκη»), σελ. 33, αναφέρει την ύπαρξη ενός συνημμένου, «όλως μυστικού» (sic) πρωτοκόλλου στη Συνθήκη της Άγκυρας. Σημειώνει ότι βρίσκεται στον φάκελο S. 3. 1921 της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και παραθέτει το άρθρο 3, διατυπωμένο στα αγγλικά, ως εξής:

    «The National Gt, hereby, accepts the decision which may be taken by the allied powers in respect of the Aegean islands». (Η Εθνική Κυβέρνησις της Τουρκίας αποδέχεται από τούδε οποιαδήποτε απόφαση θέλουν λάβει μελλοντικώς οι συμμαχικές δυνάμεις σε σχέση με την τύχη των νησιών του Αιγαίου).

    Αυτό ισοδυναμεί με παραίτηση της Τουρκίας από κυριαρχικές αξιώσεις επάνω στα νησιά του Αιγαίου, μάλιστα υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον Κεμάλ, που ανέθεσε την τύχη τους στην απόλυτη κρίση των συμμαχικών δυνάμεων. Αποδέχθηκε δηλαδή την παρόμοια ρήτρα τής Συνθήκης Ειρήνης του 1913, βάσει της οποίας τα νησιά είχαν δοθεί στην Ελλάδα… Η Συνθήκη της Λωζάννης, που ακολούθησε, έκανε ακριβώς αυτό. Επικύρωσε εκ νέου, με τη συνυπογραφή των συμμαχικών δυνάμεων, ως προς τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, τη Συνθήκη ειρήνης του 1913, εκχωρώντας τα με απόλυτη κρίση, οριστικά πλέον, στην Ελλάδα, πλην όσων ρητώς εξαιρούνται (Ίμβρος, Τένεδος). Όλες οι προσπάθειες του Ισμέτ Ινονού να ερμηνεύσει διαφορετικά τη Συνθήκη του ’13 έπεσαν στο κενό.

    Μένει, όμως, ακόμα κάτι σημαντικό να πούμε. Τα πιο πάνω, ενδεχομένως, εξηγούν την άλλως δυσεξήγητη σπουδή της Ελλάδας να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη, παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός είχε αναδιοργανωθεί από την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά και μπορούσε να την κρατήσει. Ξέροντας πλέον καλά τον τρόπο με τον οποίο μονίμως πολιτεύονται οι Δυνάμεις, είναι βάσιμο να εικάσουμε ότι άσκησαν ισχυρή παρασκηνιακή πίεση, θέτοντας προκαταρκτικά την ελληνική αντιπροσωπεία μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει ανάμεσα στην Ανατολική Θράκη και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου… Χάρη στην πολιτική διορατικότητα του Κεμάλ, που, σε χρόνο ουδέτερο, κατέστησε με το μυστικό πρωτόκολλο τις Δυνάμεις επιδιαιτητές, η Τουρκία κέρδισε, στη διάσκεψη της Λωζάννης, απροσδόκητα τη διπλωματική μάχη της Ανατολικής Θράκης, ενώ αντιστοίχως παραιτήθηκε αμετάκλητα κάθε κυριαρχικής αξίωσης επάνω στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου… Χωρίς την πολιτική οξύνοια του Κεμάλ, πιθανότατα η Τουρκία θα είχε αποχωρήσει από τη Λωζάννη με εντελώς άδεια χέρια. Αυτά για χάρη της ιστορικής αλήθειας που βλέπουμε να παραβιάζεται βάναυσα.

    http://www.avgi.gr/article/10811/7539522/e-syntheke-tes-lozannes-kai-ena-mystiko-protokollo

  12. Ανδρέας on

    Για τον το της Γαλλίας καιρού Φράνκλιν Μπουγιόν

    https://sitalkisking.blogspot.com/2020/03/1922.html?m=1

  13. Ανδρέας on

    H συγκλονιστική μαρτυρία του Αντώνη Πισσαρίδη που ήταν κρατούμενος στον πρώην ελληνικό στρατώνα της Σμύρνης, αρχές Σεπτεμβρίου του ’22:

    «Στην μικρή εξέδρα, που βρίσκεται σε απόστασιν ολίγων μέτρων απο την φυλακή μας, παρατηρείται ασυνήθης κίνησις. Μαζεύονται εκει πολλοί αξιωματικοί και πολίται Τούρκοι. Βλέπουν προς την θάλασσαν. Μας φαίνεται ότι κάποιον περιμένουν. Εις απόστασιν διακοσίων περίπου μέτρων, μια βενζινάκατος με τεράστια Γαλλική σημαία διακρίνεται. Σχίζει τα νερά πλησιάζουσα προς την παραλίαν. Σε λίγο είναι πολύ κοντά. Ακριβώς προ της εξέδρας επιπλέουν δεκάδες πτωμάτων. Νομίζει κανείς ότι ευρίσκονται εκει επίτηδες αναμένοντα να εμποδίσουν την βενζινάκατον να πλησιάση.
    Δυο Γάλλοι ναύται επι της βενζινακάτου, κρατούντες κοντούς, σπρώχνουν τα πτώματα δια να ανοίξουν πέρασμα. Η βενζινάκατος ως εκ τούτου προχωρεί σιγά, σιγά, ενώ οι επι της παραλίας Τούρκοι ωρύονται: «Γιασασίν Μπουγιόν» (Ζήτω ο Μπουγιόν!)
    Ο Μπουγιόν; Ήτο άραγε αυτός, μέσα στη βενζινάκατο; Ο Μπουγιόν, άραγε, που υπέγραψε την αισχρή συνθήκην με τον Κεμάλ, την συνθήκη η οποία εστιγμάτιζε τον Γαλλικόν πολιτισμόν; Διακρίνω ένα πρόσωπον με πολιτικήν περιβολή, πρόσωπον απαθές μπροστά στα πτώματα που του διεμαρτύροντο εύγλωττα, ενώ ελικνίζοντο επάνω στα νερά!
    Στέκομαι ακίνητος απολιθωμένος. Η αναπνοή μου είχε σταματήση. Ήτο άραγε ο μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνος; Είναι ο Ιούδας όστις όμως και αυτού είναι χειρότερος, διότι δεν έχει και ίχνος συνειδήσεως;
    Η βενζινάκατος επλεύρισεν και ένας Τούρκος αξιωματικός, έδωσε εις τον επίσημον Γάλλον, το χέρι δια να τον βοηθήση να εξέλθη. Τί χέρια ήσαν εκείνα; Τα φαντάζομαι κόκκινα, βαμμένα απο το αθώον Χριστιανικόν αίμα! Και οι δυο μπαίουν σ’ ένα μεγάλο αυτοκίνητον που τους περίμενε, και εξαφανίζονται απο τα μάτια μας.
    Εκείνη τη στιγμή, κατέλαβε την ψυχήν μου, λύσσα και αγανάκτησις. Αναθεματίζω τον απαίσιον κακούργον, τον ηθικόν αυτουργόν των τόσων εγκλημάτων. Γιατί να μη μπορώ να τον σκοτώσω, να τον ξεσχίσω, να του ρουφήξω το αίμα, να τον θανατώσω σιγά, σιγά, για να εκδικηθώ τουλάχιστον, τα τόσα θύματα;
    Στα αυτιά μου βουίζουν οι λέξεις: «Γιασασίν Μπουγιόν». Μάλιστα σου εύχονται να ζήσεις να τους χαρίσης και άλλες ευκαιρίες να σφάξουν, να κάψουν, να δηώσουν.
    Και δεν είσαι δυστυχώς, μόνος. Στο όνομα σου πρέπει να προστεθούν και τα ονόματα του Μπριάν και του Πουανκαρέ. Σεις απετελέσατε την τριανδρίαν, η οποία εστιγμάτισε όχι μονον τον Γαλλικόν πολιτισμόν, αλλά και αυτόν τον ανθρωπισμόν. Τα ονόματά σας με φρίκην θα αναφέρη η ιστορία δίπλα στα ονόματα των μεγάλων εγκληματιών.»


Σχολιάστε