H αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα…
…και οι θανάσιμες συνέπειές της
———————————————-
περ. Τα ιστορικά, τεύχ, 43, Δεκέμβριος 2005, σελ. 421-448
Ποντιακή VS δημοτική.
.
Μια άγνωστη πλευρά του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος στη Σοβιετική Ένωση του Μεσοπολέμου[1]
.
Του Βλάση Αγτζίδη (*)
Γλωσσικό ζήτημα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
. .
Η ύπαρξη σοβαρού γλωσσικού ζητήματος στον ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης[2] τροφοδότησε μια μεγάλη σύγκρουση που διάρκεσε περισσότερο από δώδεκα χρόνια.[3] Το γλωσσικό ζήτημα απέρρεε από μια αντικειμενική κατάσταση που σχετιζόταν με την αναντιστοιχία της διδασκόμενης γλώσσας με τις τοπικές ελληνικές διαλέκτους που χρησιμοποιούσε ο πληθυσμός, καθώς και με την πολυγλωσσία του.
Διδασκόμενη γλώσσα υπήρξε η καθαρεύουσα, η οποία αντικαταστάθηκε μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στην ρωσική αυτοκρατορία από τη δημοτική. Όμως η πλειονότητα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αγρότες και μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο της ελληνικής. Στην περιοχή της Τσάλκας της κεντρικής Γεωργίας μιλιόταν η τουρκική γλώσσα. Στη Μαριούπολη μιλούσαν τα μαριουπολίτικα, ένα ελληνικό ιδίωμα με πλήθος δανείων. Ένα μέρος του μαριουπολίτικου ελληνισμού μιλούσε ένα από ταταρικά ιδιώματα της Κριμαίας.[4] Ουσιαστικά η δημοτική γλώσσα παρέμενε μια γλώσσα ξένη. Ακόμα και στις ελληνικές παιδαγωγικές ακαδημίες, όπου η διδασκαλία γινόταν στη δημοτική, οι φοιτητές μεταξύ τους μιλούσαν την ποντιακή.
To γεγονός ότι σχεδόν μέχρι το 1926 η γλώσσα της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν η καθαρεύουσα επέτεινε τη σύγχυση. Τα αποτελέσματα αυτής της πολυγλωσσίας εκφραζόταν τόσο στο χώρο του γραπτού λόγου όσο και στο χώρο της εκπαίδευσης.[5] Όσον αφορά το γραπτό λόγο υπήρχε κακομεταχείριση της γλώσσας ως αποτέλεσμα της ανυπαρξίας σαφών κανόνων και οδηγιών. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι δάσκαλοι κατάγγελλαν τις αντίθετες οδηγίες που έδιναν τα βιβλία Γραμματικής που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά σχολεία. Παράδειγμα για τη συγκεκριμένη επισήμανση είναι μια κριτική που άσκησε ο Π. Σπέλτας στον Κ. Τοπχαρά για τη χρησιμοποίηση της λέξης «τ’αβαλα» στη φράση «Ολα τ’αβαλα μεχρι το τελεφτεο γραματακι…» στο βιβλίο του Τοπχαρά με τίτλο Τάνια η επαναστάτρια (Τανια ι επαναςτατρια), έκδοση 1935. Αναρωτιέται ο κριτικός εάν είναι σωστή η μορφή «τ’αβαλα» ή η μορφή «τα’βαλα» και παραθέτει δύο αντίθετους μεταξύ τους κανόνες από την Γραμματική του Τοπχαρά, έκδοση του 1927 αλλά και από την έκδοση του 1933[6].
Στα γραπτά κείμενα δεν ήταν σπάνιες οι ασυναρτησίες, οι σολοικισμοί και οι βαρβαρισμοί. Αυτά τα φαινόμενα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση και χρησιμοποίηση πλήθους νεολογισμών, έδιναν την εικόνα μιας αναρχούμενης γλώσσας[7]. Ειδικά στο χώρο των νέων επιστημονικών και πολιτικών όρων η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ο καθένας μετέφραζε από τα ρωσικά όπως αυτός νόμιζε σωστά. Το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιούνται διαφορετικές λέξεις για να εκφράσουν την ίδια έννοια. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι χρησιμοποιούμενες λέξεις δεν απέδιδαν την έννοια του όρου[8]. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πλάι στην ελληνική μετάφραση δημοσιευόταν σε παρένθεση και ο ρωσικός όρος[9].
Την πρώτη περίοδο της μπολσεβικικής επικράτησης η κύρια εφημερίδα που εξέφραζε το χώρο της ελληνικής εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιούσε την απλή καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα, ακόμα και η ακραία, βρισκόταν σε χρήση σε διάφορες δραστηριότητες. Το ανέβασμα θεατρικών έργων στη γλώσσα αυτή σχολιάζόταν δυσμενώς από τους καθεστωτικούς κριτικούς. «Τη μεγαλύτερη εντύπωση μούκανε η γλώσσα, όχι Δημοσθένης και Πλάτων μα και Όμηρος δεν την πρόλαβε» γράφτηκε ειρωνικά για ένα θεατρικό έργο που ανέβηκε στο Νοβοροσίσκ.[10]
Το γλωσσικό ζήτημα εκφράστηκε έντονα, δημιουργώντας μεγάλο χάσμα στους κόλπους των Ελλήνων διανοουμένων. Ξεκίνησε καταρχάς από τη διαφορετική πολιτική θεώρηση και στη συνέχεια πήρε τη μορφή των διαφορετικων θέσεων στον εξελισσόμενο προβληματισμό για το γλωσσικό ζήτημα. Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι στο στρατόπεδο που αντιμετώπιζε με επιφύλαξη τις αλλαγές ανήκαν οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, οι οποίοι είχαν κλασική παιδεία. Στο άλλο στρατόπεδο εντάχθηκαν όσοι από τους αποφοίτους του Φροντιστηρίου είχαν ενστερνισθεί τις νέες ιδέες, καθώς και οι απόφοιτοι των νέων παιδαγωγικών ακαδημιών. Η αρχική σύγκρουση έγινε πάνω στο ζήτημα της αντικατάστασης της καθαρεύουσας με τη δημοτική και της απλοποίησης της αλφαβήτου. Στη συνέχεια η σύγκρουση επεκτάθηκε στο ζήτημα της επιλογής της μορφής της ελληνικής γλώσσας και της αντικατάστασης της δημοτικής με την ποντιακή. Επίσης τέθηκε ζήτημα και με τα μαριουπολίτικα, τα οποία μιλιούνταν από ικανό αριθμό Ελλήνων της Αζοφικής Θάλασσας.[11] Στη δεύτερη σύγκρουση μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών, που συμφωνούσε με την αντικατάσταση της καθαρεύουσας και την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας, αντέδρασε στην εισαγωγή της ποντιακής στην εκπαίδευση και στην ομάδα που ήταν συσπειρωμένη γύρω από την εφημερίδα Κομμουνιστής (Κομυνιςτις) και προωθούσε αυτή τη λύση. Πάντως η έλλειψη κανόνων είχε οδηγήσει στην τραγελαφική κατάσταση να θεωρείται η ελληνική γλώσσα παρόμοια με τις γλώσσες που απόκτησαν γραφή μόλις μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση[12]. Στην κατάσταση αυτή πολλές φορές οδηγούσε και ο φόβος μήπως η χρήση της σωστής λέξης, η οποία πιθανόν να ανήκε στην καθαρεύουσα, οδηγούσε στο χαρακτηρισμό του χρήστη ως «καθαρευουσιάνου», με αποτέλεσμα τη δίωξή του[13].
Για τη μελέτη του σύνθετου αυτού γλωσσικού ζητήματος δημιουργήθηκε η Πανενωσιακή Κεντρική Επιτροπή του Νέου Αλφαβήτου (ΠΚΕΝΑ) με μέλη Έλληνες διανοούμενους και Ρώσους ελληνιστές. Η αρχική άποψη της Επιτροπής για την επίσημη γλώσσα της ελληνικής εθνότητας της Σοβιετικής Ένωσης, ευνοούσε τη δημοτική. Επεσήμαινε το γεγονός ότι η δημοτική μιλιόταν από περιορισμένο μόνο αριθμό Ελλήνων, αλλά αντιπαράθετε σ’ αυτό το ότι η ποντιακή αποτελούνταν από διάφορα ιδιώματα.[14]
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι η επιτροπή επηρεάστηκε καθοριστικά από τις απόψεις των διανοουμένων για τη φωνητική ορθογραφία. Δηλαδή την κατάργηση των θεωρούμενων περιττών στοιχείων που επιβίωναν στο ελληνικό αλφάβητο από την αρχαιότητα και την προσαρμογή του γραπτού λόγου στον προφορικό. Οι απόψεις αυτές είχαν ωριμάσει στους διανοούμενους που κατοικούσαν κυρίως στα παράλια της Γεωργίας. Πλήθος από βιβλία, θεατρικά, λογοτεχνικά κ.ά. είχαν ήδη εκδοθεί στην φωνητική γραφή. Ο προβληματισμός για την απλοποίηση του αλφαβήτου και η απόπειρα εφαρμογής της φωνητικής γραφής στην εκπαίδευση είχε εμφανιστεί από νωρίς στο μικρασιατικό Πόντο. Ένας απ’ αυτούς που έκφρασε τις νέες αναζητήσεις και συγκρούστηκε με την παραδοσιακή ελληνική διανόηση της Τραπεζούντας για ιδεολογικά ζητήματα ήταν ο Γιάγκος Κανονίδης, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρωσία και να αναζητήσει δουλειά ως δάσκαλος στο κοινοτικό ελληνικό σχολείο της Ανάπα.[15] Η πρώτη εμφάνιση της φωνητικής γραφής στον ποντιακό χώρο έγινε από το μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Φωτιάδη. Αυτός έγραψε το τελευταίο του θεατρικό έργο το 1908 χρησιμοποιώντας τη γραφή αυτή. Την ίδια γραφή χρησιμοποιούσε και στα βοηθήματα που έδινε στους μαθητές του. Προηγουμένως είχε διδάξει με τον ίδιο τρόπο την ελληνική γλώσσα στα ελληνόπουλα του χωριού Αχαλτσίκ στη Γεωργία. Ο Φωτιάδης είχε επηρεαστεί από τους ακραίους δημοτικιστές της Αθήνας και από τους επαναστατικούς προβληματισμούς που εμφανίστηκαν στη Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα.[16] Η πολιτική αλλαγή που συντελέστηκε μερικά χρόνια αργότερα με την Οκτωβριανή Επανάσταση ευνόησε την επισημοποίηση των απόψεων αυτών.
Η πρωτοβουλία για την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής και της φωνητικής ορθογραφίας ξεκίνησε από το Βατούμι. Συζητήθηκε και αποφασίστηκε σε συνδιασκέψεις δασκάλων στο Κουμπάν, στο Σοχούμι και αργότερα στην Κριμαία.[17] Στις 10 Μαϊου 1926 σε Πανενωσιακή Σύσκεψη των Ελλήνων διανοουμένων στη Μόσχα, «Πανσυνδεσμιακή Σύσκεψη» όπως ονομάστηκε, αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην θέση της καθαρεύουσας και η αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφαβήτου με το εικοσιγράμματο. Με την απόφαση αυτή: καταργήθηκαν οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το «ι» και το «ο», στη θέση του «ου» καθιερώθηκε το «υ», στη μικρογράμματη γραφή παρέμεινε μόνο το «ς» ενώ καταργήθηκε το «σ», τα διπλά σύμφωνα γράφονταν αναλυτικά (δηλαδή το «ξ» ως «κς» και το «ψ» ως «πς») και καθιερωνόταν το ενωτικό στις κτητικές αντωνυμίες. Το παρακάτω κείμενο, το οποίο είναι γραμμένο στην ποντιακή και σε 20γράμματο αλφάβητο απηχεί χαρακτηριστικά το πνεύμα των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι στη συνέχεια θα συγκροτήσουν την ποντιιστική τάση:
Η μεταγραφή του παραπάνω κειμένου στη δημοτική με το 24γράμματο αλφάβητο, δίνει το εξής:
Ουσιαστικά η Σύσκεψη αποδέχτηκε την πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Νέου Αλφαβήτου για την επισημοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την αντικατάσταση της ιστορικής ορθογραφίας με τη φωνητική. Όσον αφορά στον τονισμό των λέξεων, καταργήθηκε ο τόνος στις μονοσύλλαβες λέξεις και σε όσες τονίζονταν στη λήγουσα. Οι κινήσεις αυτές ήταν απολύτως προσαρμοσμένες στις νέες αντιλήψεις για τη γλώσσα που είχαν κυριαρχήσει στο σοβιετικό χώρο. Η προέλευση αυτών των αντιλήψεων εντοπίζεται στην μαρξιστική σκέψη, όπου γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα φαινόμενα του εποικοδομήματος με ταξικούς όρους.[19]
Στην απόφαση της Σύσκεψης προτάθηκε η αντιμετώπιση της αγραμματοσύνης με την έκδοση βιβλίων στις τοπικές ελληνικές διαλέκτους. Η σύσκεψη επέλεξε τη δημοτική του Ψυχάρη:
ή, όπως ακριβώς είχε γραφτεί:
Ο πολιτικός στόχος που εξυπηρετήθηκε με την απόφαση ήταν η σοβιετοποίηση του ελληνικού σχολείου και η υιοθέτηση νέων γλωσσικών εργαλείων που δεν ταυτίζονταν με την παλιά εποχή.[21]
Το «ν» στο τέλος των λέξεων έμπαινε όταν η λέξη που ακολουθούσε άρχιζε με «μ», «π», «τ» ή φωνήεν. Η νέα γραμματική προκάλεσε την αθρόα είσοδο τύπων της ακραίας δημοτικής, όπως «ι καπνοςινκέκτροςες» (οι καπνοσυγκεντρώσεις), «ι κατάλικςες» (οι καταλήξεις), «ι διάθεςες» (οι διαθέσεις), «ι λέκςες» (οι λέξεις), «τυ ριμάτυ» (του ρήματος), «ι γραματέι» (οι γραμματείς), «ι τομέι» (οι τομείς), «Αρχτικι» (Αρκτική), «το γεγονότο» (το γεγονός), «τον ονομάτονε» (των ονομάτων), «τον αριθμιτικόνονε» (των αριθμητικών), «τον επιθέτονε» (των επιθέτων), κ.λπ. Βεβαίως εμφανίζονταν κατά καιρούς και παλαιότεροι τύποι όπως «αποκρίπςις» (αποκρίψεις) αντι «απόκριπςες», «το ςχολίο» αντί «το ςκολι», «τις εργαςίας-τον» αντί «τις εργαςίας-τυς», «τις πολιεθνυς» αντί «τις πολιεθνικις», «ιμεροκάματα» αντί «μεροκάματα», «επικεφαλις» αντί «επικεφαλι», «αςφαλιςθις» αντί «αςφαλιςμένος» κ.λπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τονικό σύστημα του Γιαννίδη που επιλέχθηκε με την μεταρρύθμιση του 1925[22]. Καταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Ο τόνος καταργήθηκε στις μονοσύλλαβες λέξεις και στη λήγουσα. Εξαιρέθηκαν οι μονοσύλλαβες που χρησιμοποιούνταν σε ερώτηση ή για να δίνουν έμφαση όπως «Πύ πας;», «Πός ίρθες;», «Ι εγό ί εςί», «Μονά γιά ζιγά», «Για πέζ-μυ», «Νά-τος έρχετε», «Μά τιν αλίθια», «Τί θες;»
Η τυπολατρία και η αδιάλλακτη απόρριψη των τύπων της «αντιδραστικής» γλώσσας, όπως αποκαλούσαν την καθαρεύουσα, καθώς και κάθε «συμβιβασμού» με την κλασική μορφολογία ήταν η κυρίαρχη στάση. Η συμπεριφορά αυτή παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, στην αντίστοιχη «ξύλινη γλώσσα» που εμφανίστηκε κυρίως μετά την μεταπολίτευση[23]. Φαίνεται ότι η αλλαγή του αλφαβήτου και όλες οι υπόλοιπες μορφολογικές αλλαγές που ακολούθησαν, συνάντησαν μεγάλες αντιδράσεις. Παρ’ όλο ότι πάρθηκε επίσημα απόφαση και το ευρύτερο πολιτικό κλίμα χαρακτηριζόταν από αυταρχισμό υπήρχαν δάσκαλοι που τολμούσαν ακόμα να διδάσκουν την καθαρεύουσα και την ιστορική ορθογραφία. Ενδεικτική είναι η καταγγελία κατά του δάσκαλου Βαφειάδη από το Βατούμι, ο οποίος είχε ιδιωτικό σχολείο. Το σχολείο του καταγγέλθηκε ως «σωβινιστικό σχολείο». Καταγγέλλονταν επίσης και οι υπεύθυνοι του Κρατικού Σχολείου του Βατούμι γιατί δέχονταν τους απόφοιτους της Σχολής Βαφειάδη. Η καταγγελία τελείωνε με το αίτημα «να πάψει μια τέτοια διαστρέβλωση του μορφωτικού μετώπου...»[24]. Ο ίδιος ο πληθυσμός εφεύρε μια χαρακτηριστική έκφραση για να χαρακτηρίσει τη φωνητική γραφή: «κουρεμένον γλώσσα.»[25]
Τους προβληματισμούς της ελληνικής διανόησης της περιόδου αυτής στη Σοβιετική Ένωση παρουσίασε ο Κώστας Τοπχαράς (Κώστας Κανονίδης), δάσκαλος στην Ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία του Κρασνοντάρ, στη Γραμματική της Νεοελληνικής Γλώσσας (Γραματικι τις Νεοελινικις Γλόςας). Η Γραμματική αυτή πήρε τη «Γνωμοδότηση της ιδιαίτερης Επιτροπής των κεντρικών κούρσων της μετεκπαίδευσης των Ελλήνωνε δασκάλωνε για τη γραμματική της ελληνικής γλώσσας του σ. Τοπχαρά» με τις υπογραφές των: Τ. Εφρεμάντη, Π. Χολίδη, Α. Παπαδόπουλου, Τ. Κοροβίλου, Α. Παρασκευόπουλου, Δ. Κανονίδη.[26] Στην εισαγωγή της γραμματικής του ο Τοπχαράς αναφέρθηκε στην καθαρεύουσα και στην ιστορική ορθογραφία αποκαλώντας τες λερναία ύδρα, χειρότερη από τη μυθική που «Μαράζωνε και σακάτευε την ελληνική φυλή και της έπνιγε κάθε ορμή και θέληση για νέα δημιουργία.» Θεωρούσε ότι η «μπουρζουαζία» μέσω της γλωσσικής συντήρησης στερέωνε την εξουσία της και ότι το σύνθημα «Ζήτω η αθάνατη γλώσσα (όχι η ζωντανή βέβαια, η μπαλσαμωμένη, αφού πέθανε δύομισι χιλιάδες χρόνια μπροστά)» μαζί με τα συνθήματα «θρησκεία», «ελληνισμός», «θάνατος στους τούρκους και τους βουλγάρους», είναι «μπουρζουάδικα τερτίπια.» Και τελικά: «… έτσι η γλώσσα κοντά στον πατριωτισμό, τη θρησκεία τα άλλα όπλα της μπουρζουαζίας γένηκε και αυτή όπλο -στην Ελλάδα ένα από τα σπουδαιότερα- των τραγογένηδων, των φρουρών αυτών της μπουρζουαζίας.» Τα αποσπάσματα αυτά ήταν γραμμένα σε φωνητική γραφή ως εξής:
Στο κείμενο αυτό σχολιαζόταν η τάση των αστών δημοτικιστών με πρωτοπόρους τον Σολωμό και τον Βηλαρά. Θεωρούσε την τάση αυτή ως την πιο επικίνδυνη, ως την έξυπνη επιλογή των αστών για να προστατεύσουν τα ταξικά τους συμφέροντα:
Ο Κ. Τοπχαράς κατέληγε στο συμπέρασμα, που το γράφει με κεφαλαία γράμματα:
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Κώστα Τοπχαρά για τα κριτήρια επιλογής της δημοτικής και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ποντιακής. Γράφει:
Στο 24γράμματο το κείμενο αυτό έχει την εξής μορφή:
Η αριστερή κριτική στο δημοτικισμό
.
O Toπχαράς θα αναθεωρήσει λίγα χρόνια αργότερα τις απόψεις του και θα γίνει ο γνωστότερος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής τάσης των ποντιιστών.[31] Σε ένα επόμενο βιβλίο, όπου τέσσερα χρόνια αργότερα ανασκεύασε πλήρως την άποψή του για την ποντιακή, αποκαλούσε τη μεταρρύθμιση του 1926 «ημιτελής μεταρρύθμιση». Το επιχείρημά του ήταν ότι δεν τόλμησε να εισάγει ως επίσημη ελληνική γλώσσα την ποντιακή. Αποδεχόταν ότι η δημοτική ήταν ζωντανή γλώσσα, αλλά διευκρίνιζε ότι ήταν ζωντανή για τους «κατωμερίτες Έλληνες κάτω στην Ελλάδα» και όχι για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι μιλούσαν την ποντιακή.
To κείμενο στην αυθεντική του μορφή είναι το εξής:
Η εξήγηση που έδωσε για την κυριότερη αιτία που δεν επέτρεψε το 1926 να λυθεί τελειωτικά, όπως υποστήριζε, το γλωσσικό ζήτημα είναι ότι:
Η θέση του αυτή είναι γραμμένη ως εξής:
Αυτό που μπορούμε να εντοπίσουμε είναι ότι η αρχική ομάδα των οπαδών της ποντιακής προερχόταν από την Κρώμνη του μικρασιατικού Πόντου και συνδεόταν με συγγενικές σχέσεις. Ο Κώστας Τοπχαράς (Κανονίδης) είναι ξάδελφος των δύο πρωτοπόρων των απόψεων αυτών, των Γιώργου και Γιάγκου Φωτιάδη.[34]
Η περίοδος που ακολούθησε τη μεταρρύθμιση του 1926 ήταν περίοδος μεγάλης σύγκρουσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες. Κατ’ αρχάς βλέπουμε να ισχυροποιείται η τάση των «ποντιϊστών.» Ενδεικτικό της ισχυροποίησής της ήταν η προσχώρηση σ’ αυτήν, όπως προαναφέρθηκε, του μέχρι πρόσφατα δημοτικιστή Κώστα Τοπχαρά, ο οποίος λίγα χρόνια πριν έγραφε:
Τρεις ήταν οι βασικές τάσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της σκληρής πάλης για την επίλυση του γλωσσικού προβλήματος. Σχηματικά μπορούμε να τις ονομάσουμε: δεξιά, κεντρώα και αριστερή τάση. Η κεντρώα και κυρίαρχη τάση ήταν αυτή που συμφωνούσε πλήρως με τη μεταρρύθμιση του 1926, τη θεωρούσε τελική και την ονόμαζε «γλωσσική επανάσταση.» Η δεξιά τάση ήταν αυτή που αναγνώριζε την ήσυχη μεταρρύθμιση, υποστήριζε την καθαρή μορφή της δημοτικής και δεν πολυσυμφωνούσε με όλες τις μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν. Γι’ αυτό και κατηγορούνταν από τους αντιπάλους της ότι «απορρίπτει το επαναστατικό άλμα.» Η τάση αυτή συσπείρωνε όσους παραγνώριζαν το γεγονός της ύπαρξης ποντιόφωνων πληθυσμών, καθώς και πληθυσμών που μιλούσαν τη μαριουπολίτικη διάλεκτο. Στην τάση αυτή συσπειρώθηκαν και οι διανοούμενοι εκείνοι που ήταν υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας και της καθαρεύουσας, αλλά δεν μπορούσαν να έχουν σοβαρή παρέμβαση και να εκφραστούν αυτόνομα γιατί στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αντιμετωπίζονταν ως εκφραστές της «αντίδρασης» και του «εκπαιδευτικού σκοταδισμού.» Oι διαφορετικές απόψεις για το γλωσικό ζήτημα εκφράστηκαν μέσα από διαφορετικές ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Κομμουνιστής υιοθέτησε ανεπιφύλακτα την άποψη για εισαγωγή της ποντιακής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) και ο Κολεχτιβιστής (Κολεχτιβιςτις) υποστήριζαν τους δημοτικιστές. Στις στήλες των εφημερίδων εμφανίστηκε πλήθος άρθρων με τα οποία ασκούνταν πολεμική στις αντίθετες απόψεις.
Η αριστερή τάση ήταν μαχητικότερη από τις άλλες. Διεκδικούσε το άμεσο πέρασμα των διάφορων πολιτικών εργασιών και της διδασκαλίας στην εκπαίδευση στη «γλώσσα του λαού», στα ποντιακά. Η αντίληψή της για τη σχέση της ποντιακής με τη δημοτική ήταν ότι η ποντιακή γλώσσα δεν είναι παρακλάδι της δημοτικής, αλλά ιδιαίτερη γλώσσα, που αναπτύχθηκε σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές και παραγωγικές συνθήκες και διαμόρφωσε το δικό της λεξιλόγιο και φθογγολογικό σύστημα. Η τάση αυτή υποστήριζε ότι η ποντιακή διαφέρει από τη δημοτική όσο η ουκρανική γλώσσα από τη ρωσική και κατά συνέπεια η δημοτική δεν ήταν γλώσσα όλων των Ελλήνων:
Δηλαδή:
Η κυρίαρχη κεντρώα τάση κατάγγειλε την «αριστερά» ότι αυτή «αναγνωρίζει μονάχα το άλμα και παραγνωρίζει την εξέλιξη.» Οι «ακραίες» τάσεις σχολιάζονταν ως εξής από τον ελληνικό Τύπο που συντασσόταν με τους κεντρώους:
Διακηρύχθηκε ότι η γλώσσα είναι μέσον, όπλο που πρέπει να βοηθά στην υλοποίηση των στόχων, που δεν είναι άλλοι από το να χτίσουν και οι Έλληνες μαζί με τους γείτονές τους το σοσιαλισμό. Και για το χτίσιμο αυτό πρέπει να στηριχθούν στη δική τους γλώσσα που δεν είναι άλλη από την ποντιακή, η οποία διαφέρει πολύ από τη δημοτική:
Το δημοσιευμένο κείμενο στην ποντιακή και στο 20γράμματο αλφάβητο είναι:
Οι εκτιμήσεις της ομάδας του «Κομμουνιστή» ήταν ότι με το πέρασμα του χρόνου λιγόστευαν εκείνοι που δεν αναγνώριζαν ότι η ποντιακή γλώσσα ήταν μητρική γλώσσα για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Θεωρούσε ότι δεν θα έπρεπε να καθυστερήσει άλλο το πέρασμα της πολιτικής και της δουλειάς στην ποντιακή. Το ίδιο υποστήριζε ότι έπρεπε να γίνει και στην εκπαίδευση:
Δηλαδή:
Η ομάδα του «Κομμουνιστή» έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα για την ορθότητα της άποψής της, προωθούσε μια νέα γλωσσική μεταρρύθμιση, η οποία θα αναγνώριζε την ποντιακή ως την αδιαμφισβήτητη ελληνική γλώσσα. Οι ποντιιστές, χρησιμοποιώντας το περιθώριο που άφηνε η Σύσκεψη του 1926 για έκδοση βιβλίων στις τοπικές διαλέκτους προσπάθησαν να αναπτύξουν μια φιλολογία βασισμένη στη χρήση της ποντιακής και της μαριουπολίτικης διαλέκτου. Άρχισαν να βγαίνουν βιβλία στην ποντιακή και στα μαριουπολίτικα. Σημαντικοί λογοτέχνες πειραματίζονταν με την ποντιακή καταφέρνοντας σημαντικά αποτελέσματα. Ο Γιάγκος Κανονίδης, αδελφός του Κώστα Τοπχαρά (Κανονίδη), ο οποίος από παλιά ανήκε στο κομμουνιστικό κόμμα και ήταν γνωστός με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα «Δάμων Εριστέας», «Γιάννης Ανατολίτης» και «Μασχαράνον», μετάφρασε Ρώσους συγγραφείς στην ποντιακή.[42] Από τις σημαντικότερες απόπειρες χρησιμοποίησης της ποντιακής ήταν η μεταγραφή των έργων του Ομήρου στη γλώσσα αυτή. Ο Γιάγκος Φωτιάδης, αδελφός του Γιώργου, μετέγραψε στην ποντιακή με φωνητική γραφή τη Λυσιστράτη (Λιςιςτράτι) του Αριστοφάνη (Αριςτοφάνι) και ένα μέρος της Ιλιάδας. Οι πρώτοι στίχοι, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκαν στην ποντιακή και στο 20γράμματο αλφάβητο, ήταν:
Τραγοδ’ θεα, τον φοβερον θιμον τυ Αχιλέα
ςι Αχείον το κιφάλ πολά κακά, πυ ένκεν,
παλικαρίον π’ έςτιλεν ςον Αδιν πολλα πςία
κε με τα λέςςια χόρταςεν όρνεα κε θερία,
γιατι λογοπιάςτανε Ατρίδις κι’ Αχιλέας.
Τρανος ο ίνας ίροας κι’ ο άλος-βαςιλέας.[43]
Η σημασία των έργων του Ομήρου σχολιάστηκε στα «Προλεγόμενα» της έκδοσης με τον τίτλο «Ντο ςιμαςίαν έχνε τα πιίματα τυ Ομίρυ» (Τι σημασία έχουν τα ποιήματα του Ομήρου):
Η αυθεντική μορφή του κειμένου είναι η εξής:
Οι νέοι συγγραφείς προσπαθούσαν να γράψουν στις διαλέκτους από λογοτεχνία μέχρι αγροτική οικονομία. Το 1933 ο Σπύρος Αγέλαστος γράφει:
Δηλαδή:
Oι επιτυχίες των ποντιακών εκδόσεων oδηγούν στη συνεχή αύξηση του αριθμού τους. Έτσι, ενώ όλη την περίοδο 1928-1937, οι ποντιακές εκδόσεις αντιπροσωπεύουν το 39% της συνολικής παραγωγής (από τα 341 βιβλία τα 133 είναι γραμμένα στην ποντιακή), την περίοδο 1930-1933, που ταυτίζεται με τη μεγάλη προσπάθεια για επισημοποίηση της ποντιακής, οι εκδόσεις στα ποντιακά καλύπτουν το 61,45% (126 από τα 205).[45]
Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται, σε μικρότερη κλίμακα, στις εκδόσεις «Κολεχτιβιστής» του Δονμπάς. Εκδόθηκαν βιβλία στο σαρτανιώτικο ιδίωμα της μαριουπολίτικης διαλέκτου. Οι ποντιιστικές απόψεις, με πρόταξη βέβαια της μαριουπολίτικης διαλέκτου, άρχισαν να απλώνονται και στη Μαριούπολη. Ανακοινώθηκε ότι η εφημερίδα Kολεχτιβιστής θα γράφεται πλέον στα μαριουπολίτικα και ότι θα δοθεί μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη της διαλέκτου, παρ΄ όλες τις αμφισβητήσεις και τις προσπάθειες γελοιοποίησης. Η τοποθέτηση αυτή επενδύθηκε με αντικαπιταλιστικά και αντικουλακικά επιχειρήματα, υπονοώντας όμως και μια ταύτιση των κουλάκων με τους δημοτικιστές. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών άρχισε η εμφάνιση μιας μαριουπολίτικης φιλολογίας. Το πρώτο λογοτεχνικό έργο που γράφτηκε στη διάλεκτο και παρουσιάστηκε από τις σελίδες του Κολεχτιβιστή στις 27 Οκτωβρίου του 1931, ήταν το θεατρικό έργο του Γ. Κοστοπράφ με τίτλο Έμπρου, Έμπρου (Έμπρυ-Έμπρυ) σε τέσσερις πράξεις.[46] Στους κόλπους όμως των Μαριουπολιτών διανοουμένων υπάρχει πολύ ισχυρή η τάση της πλήρους «ελληνοποίησης» της γλώσσας, που τους οδηγεί στο δημοτικισμό.
Οι διαφορετικές τάσεις συγκρούονταν με μεγάλη ένταση χρησιμοποιώντας κυρίως τις σύμμαχες εφημερίδες. Πολλές φορές διατυπώνονταν σκληρές πολιτικές κατηγορίες και ύβρεις εναντίον των αντιπάλων. Οι απόψεις των οπαδών της ποντιακής, που αποτελούσαν και την πολυάριθμη ομάδα, χαρακτηρίζονταν ως «αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα.» Την εποχή αυτή η κατηγορία «αριστερή παρέκκλιση» σήμαινε «τροτσκισμό» και ήταν κατηγορία που επέσυρε θανατική καταδίκη. Οι ποντιιστές, στη σύγκρουσή τους με τους δημοτικιστές, έφτασαν να υπερασπίζουν τις καθαρευουσιάνικες λέξεις που βρίσκονταν εν χρήσει και τις οποίες προσπαθούσαν οι δημοτικιστές να εξαλείψουν ή να εκδημοτικήσουν. Καλούσαν σε αγώνα κατά της «δημοτικοπάθεια», εννοώντας με τον όρο αυτό τη «μανία μερικών οπαδών της ‘ατόφιας’ δημοτικής να καταργούνε όρους προ πολλού καθιερωμένους.»[47] Παράλληλα υποστηριζόταν η εισαγωγή δανείων για να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες ανάγκες. Κατήγγειλαν την προσπάθεια εξελληνισμού των λέξεων και των επαναστατικών όρων.[48] Οι ποντιιστές υποστήριζαν ότι τρεις ήταν οι μεγαλύτερες μάστιγες για την ελληνική γλώσσα: η δημοτικοπάθεια, η καθαρευουσιανοφοβία, η μανία εξελληνισμού των επαναστατικών και των διεθνών λέξεων, και η περιφρόνηση του γλωσσικού πλούτου των διαλέκτων.[49]
Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση για το γλωσσικό ζήτημα, η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς υποστήριζε η γλώσσα πρέπει να πλουτίζεται με λέξεις παρμένες απ’ τις άλλες γλώσσες, να επιδιώκεται η εισαγωγή νέων λέξεων τότε, όταν αυτοί οι όροι δεν έχουν τις αντίστοιχες ονομασίες στην ελληνική, να εισάγονται οι λέξεις στην περίπτωση που οι ελληνικοί όροι διαστρεβλώνουν τη σημασία των λέξεων (Ντεπρέσια, κουλάκος), να φυλαχθούν μερικοί όροι απ’ την καθαρεύουσα (λ.χ. ιπποδρόμιο, ερυθρός, λευκόχρυσος κ.τλ.), να αντικατασταθούν από την τεχνική κι επιστημονική ορολογία οι σχολαστικοί όροι με τις διεθνείς λέξεις. Η εφημερίδα, εκφράζοντας τις ‘κεντρώες’ απόψεις, κρατά τις αποστάσεις από Μαριουπολίτες διανοούμενους, οι οποίοι προωθούσαν την «Έλληνιζάτσια», δηλαδή την ελληνοποίηση, και κατέκριναν την εισαγωγή λέξεων απ’ τις άλλες γλώσσες Επιπλέον κατήγγειλε έντονα την πολιτική αυτή κατηγορώντας της ότι επιθυμούσε την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών από τους υπόλοιπους σοβιετικούς πολίτες και κατά συνέπεια «εχτελεί την παραγγελία της ελληνικής αστικής τάξης.»[50] Χτυπώντας ο Κόκκινος Καπνάς τη δεξιά άποψη, νοιώθει την ανάγκη να καταγγείλει και τις «αριστερές» απόψεις της ομάδας του «Κομμουνιστή»: «Αλλά χτυπώντας την εθνικιστική γραμμή στο ζήτημα της ορολογίας, πρέπει να χτυπηθούν οι απόπειρες μερικών συντρόφων να εισάγουν απρόσεχτα οποιεσδήποτε λέξεις, η εισαγωγή και ο χειρισμός των οποίων είναι βλαβερό, διότι συντελεί στην άνθηση του μεγαλορωσικού σωβινισμού.«[51]
Στα πλαίσια της παραπάνω διαφωνίας εμφανίζονται καταγγελίες για χρήση μη επαναστατικών λέξεων. Έτσι ο υπεύθυνος του Παιδαγωγικού Ινστιντούτο Μαριούπολης κατηγορείται από την εφημερίδα Πιονέρος γιατί αντικατέστησε λέξεις γεννημένες από την επανάσταση με άλλες δίχως επαναστατικό περιεχόμενο, όπως το «κουλάκος» με το «πλούσιος», το «σοβιέτ» με το «συμβούλιο» κ.λπ. Κατηγορήθηκε ταυτόχρονα ότι προμηθεύτηκε «μπουρζουάδικα βιβλία» από την Ελλάδα, ενώ ξέχασε να παραγγείλει «επαναστατική λιτερατούρα.»[52] Η σύγκρουση και ο φανατισμός έφτασαν σε τέτοια επίπεδα ώστε ο εκδοτικός οίκος «Κομμουνιστής» ανήγγειλε στην ποντιακή την έκδοση σχολικών βιβλίων, τα οποία όμως ήταν γραμμένα στη δημοτική.
Το γλωσσικό ζήτημα βρέθηκε στο κέντρο της ιδεολογικής και πολιτικής δράσης των Ελλήνων για πολλά χρόνια. Γίνονταν συσκέψεις στις οποίες συμμετέχουν Έλληνες μέλη του κόμματος, της κομμουνιστικής νεολαίας, εκπαιδευτικοί καθώς και εργάτες παραγωγής. Στις ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης συναντούμε αγγελίες όπως η παρακάτω:
Το 1931 συνήλθε στην Κριμαία Συνδιάσκεψη Ελλήνων Δασκάλων για να συζητήσει το γλωσσικό. Στην απόφαση της συνδιάσκεψης, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κολεχτιβιστής διακηρύχθηκε ότι οι αντιπρόσωποι των παρευρεθέντων σχολείων θεωρούν ότι επίσημη γλώσσα πρέπει να μείνει η δημοτική, βασισμένη όμως στη μελέτη της ποντιακής. Ζητούσε να αποκαλυφτούν και να εξοντωθούν οριστικά οι καθαρευουσιάνοι. Καλούσε σε αγώνα, τόσο κατά της ‘δεξιάς παρέκκλισης’ γιατί αγνοούσε την πραγματικότητα, ότι δηλαδή οι Έλληνες είναι ποντιόφωνοι όσο και κατά της ‘αριστερής παρέκκλισης’ γιατί διακηρύσσει την επισημότητα της ποντιακής. Υποστήριζε την χρήση των διαλέκτων, αλλά με προϋπόθεση τη συστηματική τους αντικατάσταση από τη δημοτική. Η απόφαση αυτή των δασκάλων στην Κριμαία εξόργισε την αριστερή τάση. Όσοι συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη χαρακτηρίστηκαν «τσιρτσιπλάχιδες», δηλαδή «τελείως γυμνοί» και καταγγέλθηκαν ως «εχθροί» και «εθνικιστές.»
Οι συζητήσεις για το γλωσσικό ζήτημα απασχόλησαν και Ρώσους γλωσσολόγους και ελληνιστές όπως o M. V. Sergievskij, o I. I. Sokolov, o A. Semenov. Μαζί τους ήταν και Έλληνες όλων των τάσεων, όπως ο Παντιάδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρκοβο, ο Παρασκευόπουλος από τη Μόσχα, Ο Κ. Τοπχαράς και ο Γιάλης από τη Μαριούπολη.[54] Oι επιστήμονες αυτοί περιοδεύουν στα μέρη που κατοικούν Έλληνες, την Οδησσό, Σεβαστούπολη, Κερτς, Ροστόβ επί του Ντον, Μαριούπολη, την Ελληνική Περιοχή του Κριμσκ,[55] Νοβοροσίσκ, Σοχούμι και Βατούμι για να μελετήσουν επί τόπου το ζήτημα.[56]
Σημαντική επίδραση στις συζητήσεις που έγιναν είχαν οι θέσεις του Ρώσου γλωσσολόγου Μαρρ. Η ΠΚΕΝΑ, στα πλαίσια της οποίας οργανώθηκαν οι αποστολές που αναφέρθηκαν, δεν υιοθέτησε τελικά τις θέσεις του «Κομμουνιστή.» Η οριστική καταστάλαξη της ΠΚΕΝΑ, που προδίκαζε την τελική έκβαση του γλωσσικού ζητήματος, αποτυπώθηκε στη στάση κορυφαίων στελεχών των ποντιιστών. Ο Κώστας Τοπχαράς δημοσίευσε τις απόψεις του στα ρωσικά σε ένα μικρό βιβλιαράκι, το οποίο κυκλοφόρησε το 1933 σε 200 μόνο αντίτυπα. Σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, ο Τοπχαράς παρουσιάζεται πλέον λιγότερο απόλυτος ως προς το θέμα της επικράτησης της ποντιακής, παρ’ όλο που δεν εγκαταλείπει τις ποντιιστικές του απόψεις του.[57]
Η τελική απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΠΚΕΝΑ ανακοινώθηκε στις 21 Απριλίου του 1934 στη Μόσχα, όπου λάμβανε χώρα η 1η Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη, απ’ όλες τις περιοχές της ΕΣΣΔ. Η απόφαση ανακήρυσσε τη δημοτική ως την επίσημη φιλολογική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης και επέβαλε την αποκλειστική χρήση της στα σχολεία. Επέτρεπε όμως την επικουρική χρήση των τοπικών ελληνικών διαλέκτων, κυρίως στις κατώτερες τάξεις, ώστε να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που πιθανόν θα προέκυπταν από τη μη γνώση της δημοτικής. Η δημοτική γλώσσα θα ενέτασσε στο σύστημά της λέξεις που βρίσκονταν εν χρήσει στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες εθνότητες της ΕΣΣΔ, λέξεις από τις ελληνικές διαλέκτους της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και λέξεις που είχαν καθιερωθεί διεθνώς (τις αποκαλεί: σοβιετισμούς και διεθνισμούς). Η ανάπτυξη των διαλέκτων, της ποντιακής και της μαριουπολίτικης, θα ακολουθούσε το δρόμο της σύγκλισης με τη δημοτική. Όσον αφορά τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, η απόφαση ζητούσε την ανασυγκρότησή τους για να προσαρμοστεί η εκδοτική τους παραγωγή στο νέο πλαίσιο.[58]
Αποφασίστηκε επίσης να ζητηθεί η δημιουργία Ελληνικού Τμήματος στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το οποίο θα αναλάμβανε την επιστημονική μελέτη της ελληνικής γλώσσας και θα παρήγαγε τα απαιτούμενα στελέχη. Σε άλλα σημεία της απόφασης αναφερόταν ως θέμα προτεραιότητας η ενίσχυση των τυπογραφείων στο Ροστόβ, στο Σοχούμι, στη Μαριούπολη και στην Κρίμσκαγια και της δημιουργίας νέου στο Κερτς. Επίσης προτεινόταν να ξεκινήσει ειδική μελέτη για τη γλώσσα των Ελλήνων της Τσάλκας από το Παράρτημα Αντικαυκάσου της ΠΚΕΝΑ. Η απόφαση τελείωνε με την πρόταση καθορισμού «ελινικις ςιςκεπςις» την περίδοδο της προετοιμασίας των σχολικών εγχειριδίων για τα επί μερους ζητήματα ορθογραφίας, ορολογίας και μορφολογίας.[59]
Συγκέντρωση στην Ανάπα της νότιας Ρωσίας Ελλήνων εργαζομένων σε κολχόζ. Το προπαγανδιστικό σύνθημα είναι γραμμένο σε 20γράμματο αλφάβητο: «Ετοιμοι για την εφαρμογή του 5χρονου πλάνου»
- .
Η περίοδος που ακολούθησε την απόφαση της Μόσχας χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία των οπαδών της καθαρής δημοτικής. Οι δημοτικιστές δεν έκρυψαν τη χαρά τους για την απόφαση του Πανενωσιακής Σύσκεψης. Πρόβαλαν τον τελεσίδικο χαρακτήρα της απόφασης και επισήμαιναν ότι η επιλογή της ορθής θέσης θα αποτελούσε μια νέα προϋπόθεση για την ανάπτυξη του πολιτισμού, εθνικού στη μορφή και σοσιαλιστικού στο περιεχόμενο.[60] Την απόφαση χαιρέτισαν και οι οπαδοί της δημοτικής στην Ελλάδα. Ο Δημήτρης Γληνός ενημέρωνε τους αναγνώστες του περιοδικού Νέος Κόσμος για την απόφαση. Τόνιζε τη σημασία που είχε η ανακήρυξη της κοινής δημοτικής σε εθνική γλώσσα των Ελλήνων. Σημείωνε όμως ότι οι εφημερίδες και τα φυλλάδια που προορίζονταν για τους εργάτες θα μπορούσαν να γράφονται στη διάλεχτο της κάθε περιφέρειας.[61]
Οι υποστηρικτές της εισαγωγής της ποντιακής στην εκπαίδευση υπέστησαν ισχυρό σοκ. Μέσω των σελίδων του Κομμουνιστή αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφαση της Μόσχας, υποστηρίζοντας ότι καμιά από τις ελληνικές οργανώσεις δεν είχε παρόμοια άποψη.[62] Ο Κομμουνιστής αναγκάστηκε να αποδεχτεί την τελική γραμμή:
Η ισχυρή αντιδημοτικιστική ομάδα του εκδοτικού οίκου «Κομμουνιστής» αναγκάστηκε να προσαρμόσει την παραγωγή της στην απόφαση και να πάρει αποστάσεις από διάφορες προσωπικότητες του αντιδημοτικιστικού χώρου όπως, για παράδειγμα τον Κώστα Τοπχαρα. Οι εκδόσεις γίνονταν πια στη δημοτική. Ακόμα και στην αναγγελία των νέων εκδόσεων, που παλιότερα γινόταν στην ποντιακή, τώρα χρησιμοποιούσαν τη δημοτική[64]. Στην περιοχή όμως του Κρασνοντάρ, όπου εκδιδόταν ο Κομμουνιστής και υπήρξε έδρα των ποντιιστών, έκαναν την εμφάνισή τους οι πιο ακραίες δημοτικιστικές θέσεις, οι οποίες υποτιμούσαν τελείως τον τοπικό ελληνικό πολιτισμό και έφτασαν μέχρι του σημείου να προτείνουν να απαγορευτεί στους γονείς να μιλούν τα παιδιά τους την ποντιακή[65]. Πιθανότατα αυτό συνέβη, γιατί η κυριαρχία των ποντιιστών για μια δεκαετία περίπου, είχε οδηγήσει στην κοινωνική περιθωριοποίηση και στην ιδεολογική καταπίεση των δημοτικιστών.
Τα αποτελέσματα της απόφασης ήταν άμεσα. Από το Σεπτέμβριο του 1934 περιορίστηκε αισθητά η αρθρογραφία της εφημερίδας Κομμουνιστής στην ποντιακή. Από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η ύλη πέρασε, σχεδόν ολοκληρωτικά, στη δημοτική. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και οι εκδόσεις. Ενώ μέχρι το 1933, ο αριθμός των ποντιακών βιβλίων ήταν ο μεγαλύτερος στην δραστηριότητα των εκδόσεων «Κομμουνιστής»,στη συνέχεια παρατηρήθηκε μια απότομη κάμψη. Από το 1935 δεν εκδόθηκε κανένα τέτοιο βιβλίο. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το οριστικό κλείσιμο της εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από την πλήρη απουσία των ντόπιων συγγραφέων, έργα των οποίων δεν εκδίδονταν ούτε στην ποντιακή αλλά ούτε και στη δημοτική. Παρατηρήθηκε στροφή σε έργα Ελλαδιτών λογοτεχνών, όπως των Βάρναλη, Θεοτόκη και Ξενόπουλου και σε μεταφράσεις έργων κλασικών Ρώσων συγγραφέων, όπως του Τολστόι, του Τσέχοφ και του Γκόγκολ. Ο Α. Καρπόζηλος σημειώνει ότι από το 1935 αλλάζουν ριζικά οι στόχοι του εκδοτικού. Θεωρεί ότι επιχειρείται ποιοτική αναβάθμιση των έργων που εξέδιδε και μεγαλύτερη προσέγγιση του ελληνισμού της Σοβιετικής Ένωσης με την αριστερή διανόηση της Ελλάδας.[66]
Ως αποτέλεσμα της απόφασης άρχισαν να εμφανίζονται φωνές αυτοκριτικής για τις υπερβολές που προηγήθηκαν και να διεκδικούν ακόμα και την αναίρεση των αποφάσεων του ’26. Ο Σπέλτας σε ένα κείμενό του, στο οποίο έκανε οξεία κριτική, υποστήριζε ότι έγιναν «εξτρεμιστικές υπερβολές» από τους μεταρρυθμιστές, γιατί ακολούθησαν πιστά τον Ψυχάρη και το μαθητή του Φιλήντα[67]. Ένας από τους ακραίους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας ήταν ο Δ. Λιάσκοβας, ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στη Μόσχα. Σε άρθρο του υποστήριξε ότι η απόφαση του Απριλίου του 1934 ήταν οριστική και ότι το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε. Η ερμηνεία που έδινε στην απόφαση αυτή ήταν κατ’ αρχάς πολιτική. Έβλεπε τις δυνατότητες που ανοίγονταν στους εργαζόμενους Έλληνες του εξωτερικού (δηλαδή αυτών που κατοικούσαν εκτός της Σοβιετικής Ένωσης) να γνωρίσουν την πραγματική σοβιετική χώρα μέσα από μια γλώσσα και μια γραφή που δεν θα τους απωθούσε. Ονόμαζε τη γλώσσα που αποφασίστηκε να ισχύσει, δηλαδή τη δημοτική με φωνητική γραφή, «σοβιετοελληνική»[68].
Ο Κώστας Τοπχαράς πήρε μέρος στο διάλογο μέσα από τις στήλες του Κόκκινου Καπνά για να καταγγείλει τον ψυχαρισμό και τους νεοψυχαρικούς, τους οποίους θεωρούσε ότι είχαν κυριαρχήσει στα ελληνικά γλωσσικά θέματα. Τους κατηγορούσε ότι παραγνώριζαν την επίδραση των ξένων γλωσσών και της καθαρεύουσας στη λαϊκή γλώσσα. Τους κατηγορούσε επίσης ότι ήταν η άλλη όψη του καθαρευουσιανισμού. Ως επιχείρημα έφερνε τον εξοβελισμό της λέξης «υπέρ» και την αντικατάστασή της με το «για». Υποστήριξε ότι ο Ψυχάρης με τη λατρεία του συντακτικού προωθούσε το διαχωρισμό των εθνοτήτων σε αντίθεση με τη σοβιετική πολιτική που ήθελε τη σύγκλιση των εθνών σε όλα τα επίπεδα. Κατηγόρησε ευθέως την άποψη αυτή ως πολιτική των αστών. Η επιχειρηματολογία του Τοπχαρά είχε ως κεντρικό σημείο τη θέση ότι δεν υπάρχουν φυσικές γλώσσες στο κόσμο και ότι η επανάσταση διαμόρφωσε μια επαναστατική γλώσσα[69]. Ο Τοπχαράς έκφρασε με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο τη θέση του Στάλιν, που υποστήριζε ότι μετά τη νίκη του σοσιαλισμού οι εθνικές γλώσσες θα έχουν τη δυνατότητα να πλουτιστούν αμοιβαία με κάθε ελευθερία, με τάση συγχώνευσής τους σε μια μοναδική κοινή νέα διεθνή γλώσσα.[70]
Η επανεμφάνιση του Τοπχαρά εξόργισε τους αντιπάλους του. Με ένα ιδιαιτέρως σαρκαστικό άρθρο ο Δ. Λιάσκοβας κατάγγειλε όλη την προηγούμενη πολιτική της ομάδας του «Κομμουνιστή» με κύριο επιχείρημα ότι οι εξτρεμισμοί στο γλωσσικό ζήτημα οδηγούσαν στη δημιουργία χάσματος μεταξύ των Ελλήνων του εσωτερικού, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, με αυτούς του εξωτερικού. Κατηγορούσε τον Τοπχαρά ότι δεν έβλεπε το ελληνικό προλεταριάτο ως ενιαίο και προσπαθούσε να το διασπάσει με την εισαγωγή ως ελληνικής γλώσσας μιας διαλέκτου, την οποία δεν καταλάβαιναν οι Έλληνες του εξωτερικού[71].
Ο Λιάσκοβας συνέχισε τις επιθέσεις του στην πολιτική που είχε ακολουθηθεί πριν από το 1934. Έθεσε σε αμφισβήτηση με νέο άρθρο του τους μορφολογικούς κανόνες που επιλέχτηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταρρύθμισης του 1926. Αναρωτιόταν για την αναγκαιότητα ριζικής αλλαγής της αλφαβήτου και εισηγούνταν ως πρώτο βήμα «επαναφοράς της λογικής» την αντικατάσταση του «υ» με το βυζαντινό μονόγραμμα που παριστούσε το «ου», ώστε να υπάρχει διάκριση από το ύψιλον που χρησιμοποιούσαν οι εκτός της Σοβιετικής ~Ενωσης Έλληνες. Σύμφωνα με τον Λιάσκοβα, αποκορύφωμα της εξτρεμιστικής υπερβολής ήταν η αποδοχή του τονικού συστήματος του Ελισαίου Γιαννίδη και της υιοθέτησης της συνδετικής με τις κτητικές αντωνυμίες γραμμής. Ως επιχείρημα για την απόρριψη της «ηλίθιας γραμμούλας», όπως την αποκαλούσε, χρησιμοποίησε τη σταχανοβική θέση περί παραγωγικότητας υποστηρίζοντας ότι υποχρέωνε τους στοιχειοθέτες να κάνουν άχρηστη εργασία[72]. Ο Κώστας Τοπχαράς, ο οποίος υπήρξε ο ιδεολόγος της ομάδας των οπαδών της ποντιακής, συνέχισε να δέχεται ισχυρή κριτική από πολλές πλευρές. Ο Δ. Καζαντσής σε άρθρο του κατακεραύνωνε τον Τοπχαρά για τις πρωτοβουλίες του να καθιερώσει νέους όρους στην ελληνική γλώσσα όπως «άτριφτοι και τριβάμενοι φθόγγοι» (δηλαδή σύμφωνα και φωνήεντα). Υποστήριζε ότι εάν αυτό το επιχειρούσε κάποιος Ρώσος στη ρωσική γλώσσα θα τον είχαν διώξει[73].
Η νέα κατάσταση, και ειδικά οι έντονες τοποθετήσεις του Λιάσκοβα, έφεραν τον προβληματισμό και τον αντίλογο. Ο Θ. Πιπερίδης διαφώνησε με τις απόψεις αυτές και υποστήριξε το τονικό σύστημα και τη συνδετική γραμμή. Συμφώνησε όμως με την αναγκαιότητα εισαγωγής του βυζαντινού μονογράμματος που παριστούσε το «ου» στη θέση του «υ»[74]. Οι απόψεις του Λιάσκοβα, οι οποίες κατηγορούσαν την ομάδα των οπαδών της ποντιακής προκάλεσαν την επανεμφάνιση του Κώστα Τοπχαρά, ο οποίος με άρθρο του κατηγορούσε τον Λιάσκοβα για προκαταλήψεις και για απολυτότητα. Υποστήριξε το τονικό σύστημα του Γιαννίδη και ανέφερε ως οδηγό της όλης μεταρρυθμιστικής απόπειρας τις απόψεις του Φιλήντα. Υποστήριξε επίσης ότι καλώς δεν πήραν υπ’ όψη τους τους Έλληνες της Ελλάδας, γιατί εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχε γίνει ποτέ η κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας. Στο τέλος του άρθρου αποκαλούσε τον Λιάσκοβα αιχμάλωτο σε μερικά σημεία της νοσταλγίας της καθαρεύουσας. O Λιάσκοβας ανταπαντώντας έριξε άμεσα την ευθύνη για τα λάθη και τους εξτρεμισμούς που έγιναν στον Τοπχαρά και στην ομάδα του. Τους κατηγόρησε ότι δεν πήραν υπ’ όψη τους το ελληνικό προλεταριάτο και έδωσαν όπλα στην αστική τάξη της Ελλάδας να συγκεντρώσει τα πυρά της στο γλωσσικό και εκπαιδευτικό ζήτημα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης με αποτέλεσμα την εμφάνιση αντισοβιετικών λίβελων. Τη συγκρουση της δημοτικής με την ποντιακή τη χαρακτήρισε πρωτάκουστη και την ονόμασε «ρεβάνς της ελληνικής μπουρζουαζίας». Κατηγόρησε την ομάδα Τοπχαρά ότι διαίρεσε τους Έλληνες σε Πόντιους, Μαριουπολίτες, Κατωμερίτες (δηλαδή Ελλαδίτες) και Ανατολίτες. Διατύπωσε με οξύ τρόπο την πλήρη διαφωνία του για την αντικατάσταση του «γκ» με το «νκ» και για την κατάργηση των διπλών συμφώνων[75]. Σε επιβεβαίωση των θέσεων του Λιάσκοβα ήρθε ο Π. Παναγόπουλος, Ελλαδίτης που ζούσε στο Νικολάεφ. Ανέφερε ότι όταν ζούσε στο «καπιταλιστικό εξωτερικό» διψούσε για τη σοβιετική φιλολογία και κυρίως για τη ζωή των εργαζόμενων Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Οταν όμως έφτασε στη σοβιετική χώρα και έπιασε με «πόθο» την εφημερίδα Κομμουνιστής δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα, ούτε όσα γράφονταν στη δημοτική. Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι εξτρεμιστές δεν ήθελαν να διαβάζουν οι Έλληνες της καπιταλιστικής Ελλάδας πώς χτιζόταν ο σοσιαλισμός με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ανάπτυξη των Ελλήνων της ΕΣΣΔ και ο αγώνας των Ελλήνων του εξωτερικού[76].
Ο Τοπχαράς επανήλθε με ένα άρθρο του που είχε πιο ήπιο τόνο. Εκανε κάποιες διαπιστώσεις δίχως εμφανή εμπαθή διάθεση. Αναφέρθηκε στο πρόβλημα εξεύρεσης των κατάλληλων όρων. Ως παράδειγμα του γλωσσικού χάους που είχε επέλθει χρησιμοποίησε τις λέξεις «ελαφοκομίες» και «ελαφοτροφίες» οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να ορίσουν το ίδιο φαινόμενο. Ερμήνευε την κατάσταση αυτή ως αποτέλεσμα της «δημοτικοπάθειας», δηλαδή της μανίας για τη δημοτική, που είχε κυριαρχήσει, της τάσης των οπαδών της «ατόφιας» δημοτικής να καταργούν όρους προ πολλού καθιερωμένους και τη μανία να εξελληνίζουν τις επαναστατικές λέξεις, ακόμα και τις διεθνείς[77]. Σε άρθρο του ο Δ. Αζόφης αποκάλεσε αυτούς που κατέκριναν κάθε εισαγωγή λέξεων από τις άλλες γλώσσες ως εθνικιστές και τη θέση «καθαρώς αντεπαναστική γραμμή» και καλούσε για το «αλύπητο» χτύπημά τους. Παράλληλα όμως κρατούσε αποστάσεις από όσους εισήγαγαν στην ελληνική ξένες λέξεις δίχως έλεγχο. Υποστήριζε ότι αυτό συντελούσε στην «άνθηση του μεγαλορωσικού σωβινισμού»[78].
Μέσα από αυτό τον προβληματισμό έκαναν την επανεμφάνισή τους οι απόψεις που θεωρούσαν ότι η γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να οικοδομηθεί από την αρχή και να είναι μια κομμουνιστική γλώσσα. Σε άρθρο του Α. Πρίνου παρουσιάστηκαν οι διάφορες τάσεις της δημοτικής. Ο αρθρογράφος αναρωτιόταν πάνω στην απόφαση της Μόσχας για το ποια δημοτική αποφασίστηκε τελικά. Σύμφωνα με το άρθρο οι τάσεις της δημοτικής στην Ελλάδα ήταν τρεις. Η πρώτη ήταν η δημοτική των αστών, η οποία χρησιμοποιούσε λέξεις της καθαρεύουσας. Την αποκαλούσε «δημοτική του σαλονιού». Η δεύτερη ήταν αυτή του κομμουνιστικού Τύπου, η οποία εκφραζόταν μέσω του Ριζοσπάστη. Και αυτή χρησιμοποιούσε λέξεις της καθαρεύουσας. Η τρίτη ήταν η καθαρή δημοτική, η οποία είχε δημιουργηθεί από τους οπαδούς του Ψυχάρη, του Φιλήντα κ.ά. Ο αρθρογράφος υποστήριζε ότι η καθαρή δημοτική, την οποία αποκαλεί «πούρη», ήταν δημιούργημα εξίσου ακατανόητο με την καθαρεύουσα. Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι καμιά από αυτές τις τάσεις δεν ταίριαζε με τους Έλληνες της Σοβιετικής Ενωσης[79]. Η θέση αυτή εκφράστηκε σε πιο έντονη μορφή σε άρθρο του Σαβόφ.[80] Ο Σαβόφ υποστήριζε ότι η ελληνική γλώσσα ήταν μια νέα γλώσσα που ήθελε ειδική καλλιέργεια όπως τόσες άλλες γλώσσες που εμφανίστηκαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Π. Σπέλτας αντέκρουσε τις θέσεις αυτές υποστηρίζοντας ότι η δημοτική δεν ήταν νέα γλώσσα και δεν είχε καμιά σχέση με τις γλώσσες που χρησιμοποίησε ο Σαβόφ ως επιχείρημα. Ο Σπέλτας υποστήριζε στο άρθρο του την καθαρή δημοτική και αρνιόταν τους γλωσσικούς τύπους που προέρχονταν από την καθαρεύουσα, με κύριο επιχείρημα ότι αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι καθαρευουσιάνοι στην Ελλάδα δεν θα έπρεπε να γίνει στη Σοβιετική Ενωση[81]. Ο Σπέλτας διαφωνούσε με την «ατόφια» δημοτική και υποστήριζε ότι θα έπρεπε να γίνονται δεκτοί τόσο οι ρωσισμοί όσο και λέξεις από την ποντιακή και τη μαριουπολίτικη[82].
Παρ’ όλη την περιθωριοποίησή τους και τη δυσκολία έκφρασης απόψεων διαφορετικών από τις κυρίαρχες οι θέσεις της ομάδας του «Κομμουνιστή» δεν εξαφανίστηκαν. Η προσπάθεια συνεχίστηκε με πρωτοβουλία μεμονωμένων ατόμων, τα οποία όπως φαίνεται έλεγχαν βασικές ελληνικές οργανώσεις. Με παρεμβάσεις σε συνέδρια και συνδιασκέψεις έκαναν προσπάθεια να κρατηθεί μέχρι τέλους ανοικτό το γλωσσικό ζήτημα. Αποτέλεσμα της επιρροής των απόψεων αυτών στις ελληνικές οργανώσεις ήταν η ανακοίνωση της ΠΚΕΝΑ για σύγκληση 2ης Πανενωσιακής Ελληνικής Σύσκεψης, πιθανόν στη Μόσχα, για την περαιτέρω συζήτηση του γλωσσικού ζητήματος.[83] Το 1936 η ηγεσία της Ελληνικής Περιοχής του Κριμσκ, η οποία βρισκόταν όπως φαίνεται υπό την επίδραση των ποντιιστών, αποφάσισε, μετά από εισήγηση των δύο ελληνικών εφημερίδων της Περιοχής Κομμουνιστής και Μπολσεβίκος (Μπολςεβίκος), να οργανώσει συνδιάσκεψη για το γλωσσικό ζήτημα με εισηγητές στο θέμα «Πορεία της ανάπτυξης της φιλολογικής γλώσσας των εργαζόμενων Ρωμιών της ΕΣΣΔ» (“Πορία τις ανάπτυκςις τις φιλολογικις γλόςας τον εργαζόμενον Ρομιον τις ΕΣΣΔ”) τους Κουντούρη, Ιορδανίδη και Κατσάλοφ και στο θέμα «Έκθεση δράσης του εκδοτικού Κομυνιςτις» (“Έκθεςι δράςις τυ εκδοτικυ Κομυνιςτις”) τον Αμανάτοφ. Ο Κουντούρης συμφωνα με την προφορική μαρτυρία του Κοσμά Τσιμιάνοφ από το χωριό Μερτσάνσκογε της κοιλάδας του Κουμπάν ήταν ο Γενικός Γραμματέας της ελληνικής κομματικής οργάνωσης της Ελληνικής Περιοχής.[84] Ο Ιορδανίδης, σύζυγος της γνωστής λογοτέχνιδος Μαρίας Ιορδανίδου, ήταν πρόσφυγας του ‘22 στην Ελλάδα, που καταδιωκόμενος για τις αριστερές του απόψεις κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση. Ανέλαβε υπεύθυνος των εκπαιδευτικών εκδόσεων του εκδοτικού οίκου “Κομμουνιστής”.[85] Ο Κατσάλοφ, πρόσφυγας από το Καρς, ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Κομυνιςτις. Ηταν ένα από τα βασικά στελέχη της ομάδας που είχε εισηγηθεί την ανακήρυξη της ποντιακής ως επίσημης ελληνικής γλώσσας.[86] Ο Αμανάτωφ υπήρξε και αυτός στέλεχος της ομάδας του “Κομμουνιστή”.[87]
Η απόφαση για την πραγματοποίηση της συνδιάσκεψης, είχε προβλέψει τη συμμετοχή 50 αντιπροσώπων καθώς και το συνολικό κόστος που θα ανερχόταν σε 21.000 ρούβλια. Σε παράρτημα της απόφασης που δημοσιεύτηκε σε άλλο σημείο του ιδίου φύλλου της εφημερίδας προβλεπόταν και η γεωγραφική προέλευση των αντιπροσώπων.[88] Οι αντιπροσωποι που προτείνονταν θα προέρχονταν:
1) 10 από Μόσχα, μεταξύ των οποίων φοιτητές στο ΚUΝΜΖ, (Κommunistic’eski Universitet Natsionalnih Menzinstv Zapada, δηλαδή Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης).
2) 5 από την Ουκρανία (2 από τον Κολεχτιβιςτι, 1 από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 1 από την Μανγκουσοβιτική Περιοχή και 1 από την εφημερίδα της περιοχής),
3) 8 από την Αμπχαζία (1 από τον Κόκινο Καπνα, 1 από την Παιδαγωγική Ακαδημία, 1 από το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας, 1 από το μεσαίο σχολείο του Σοχούμι, 1 αντιπρόσωπος δασκάλων),
4) 5 από την Ατζαρία,
5) 1 από την Αρμενία,
6) 5 από τον Βόρειο Καύκασο,
7) 3 από τη Δημοκρατία της Κριμαίας.
Οι αντιστάσεις των ποντιιστών που εργάζονταν ακόμα στις εκδόσεις «Κομμουνιστής» πήραν επίσης και άλλη μορφή. Άρχισαν να εισάγουν πλήθος λέξεων από τα ρωσικά, με το επιχείρημα ότι είναι καθιερωμένοι σοβιετικοί όροι. Ο Π. Σπέλτας διαμαρτυρήθηκε, γιατί οι υπεύθυνοι των εκδόσεων του επέστρεψαν μια Χρηστομάθεια (Χριςτομάθια) που είχε γράψει για την 5η τάξη. Στις διορθώσεις που του υπέδειξαν είχαν αντικαταστήσει σε ένα ποίημα του Βάρναλη τη λέξη «τσιφλικάδες» με τη λέξη «πομέστικοι»[89].
Επίλογος
.
Οι οπαδοί της ανακήρυξης των διαλέκτων σε επίσημη δημοτική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης βρέθηκαν πρώτοι στο στόχαστρο των διώξεων κατά την εποχή της σταλινικής τρομοκρατίας. Η πλειονότητα τους συνελήφθη και εκτελέστηκε ή στάλθηκε στα στρατόπεδα εξορίας της Σιβηρίας. Κανείς από τους πρωτεργάτες της τάσης αυτής δεν επέζησε. Η κατηγορία της «αριστερής παρέκκλισης στο γλωσσικό ζήτημα» αποδείχθηκε εξ ίσου θανατηφόρα με τις κατηγορίες του «αντισοβιετικού στοιχείου», του «Έλληνα εθνικιστή που αγωνιζόταν για δημιουργία ελληνικού κράτους στη νότια Ρωσία» και του υποστηρικτή του «τροτσκιστικο-μπουχαρινικού κέντρου».
————————————————
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας των παρευξείνιων ελληνικών κοινοτήτων.
–>
Ορθογραφία:
Ιστορική | Φωνητική |
---|---|
αι | ε |
ει | ι |
οι | ι |
η | ι |
υ | ι |
ω | ο |
ου | υ |
ξ | κς |
ψ | πς |
σ | ς |
γκ | νκ |
γγ | νκ |
αυ | αφ, αβ |
ευ | εφ, εβ |
Δείτε επίσης :
1. Soviet Orthography of Greek
http://hellenisteukontos.blogspot.gr/2010/03/soviet-orthography-of-greek.html?m=1
2. «Όταν οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν την εξουσία»
https://kars1918.wordpress.com/2013/02/05/marxistiki-skepsi/
Δημήτρης Γληνός
Η θεραπεια της αγραμματωσύνης
Ο κ. Δημ. Γληνος απο περσυ το Φλεβαρη (1929) εκηρυξε την αναγκη να εφαρμοσουμε τη Λατινικη γραφη, για να γλυτωσουμε απο ανοητους κοπους κι απο την πληγη της αγραμματωσυνης. Με τον τιτλο «Το κυμα της αγραμματωσυνης» εδημοσιεψε στο περιοδικο «Ο νεοςδρομος», που εβγαινε τοτες μια σειρα απο αρθρα. Το συμπερασμα από ταρθρα εκεινα, που καταληγει στην υποστηριξη της ιδεας για το Λατινικο αλφαβητο, το ξαναδημοσιευουμε εδω:
Το συμπερασμα ειναι, πως το ελληνικο εκπαιδεφτικο συστημα και στην οργανωση των σχολιων και στα προγραμματα, και στη μορφωση των δασκαλων και στη διοίκηση και στα υλικα μεσα της αγωγης, αν συγκριθει με ταλλα αστικα συστηματα, ειναι απολυτα καθυστερημενο και χρειαζεται ριζικη αναδιοργανωση.
Υστερα λοιπον απο τη διαπιστωση, που καμαμε ως προς τα βαθυτερα αιτια της αγραμματωσυνης, ειναι ολοφανερα τα μεσα, που επιβαλλονται για τη θεραπεια:
Α). Ως προς την ορθογραφια: Η σημερινη ελληνικη ορθογραφια δε μπορει να κρατηθει. Οι λυσεις ειναι τρεις: 1) ν’ απλοποιηθει το σημερινο oρθoγραφικo συστημα συντηρητικα. Δηλαδη: Να καταργηθoυν οι τονοι και τα πνεβματα. Ο Ελισαιος Γιανιδης εχει προτεινει ενα αρκετα καλο συστημα ωςπρος αφτο. Ενα αλλο συστημα ειναι να κρατηθει ενας τονος για καθε τονιζομενη λεξη. Να καταργηθoυν τα διπλα συμφωνα παντου. Το αυ, ηυ, ευ, να γραφονται οπως προσφερονται. Η συνιζηση να γραφεται παντου με ι. 2) Να εισαγαγουμε τη φωνητικη ορθογραφια. Οι Ελληνες της Ρουσιας εκαμαν την αρχη. Μπορουμε να μελετησουμε το συστημα-τους και να τοδιορθωσουμε. 3) Να παρουμε το λατινικο αλφαβητο. Την τριτη λυση θεωρουμε για την καλυτερη, γιατι πρωτα πρωτα μας εισαγει μoρφικα στην οικογενεια των εβρωπαϊκων λαων, επειτα λυνει με μιας ολοκληρο το ορθογραφικο προβλημα. Δε θα μπορει και θελοντας κανεις ν’ ανορθογραφησει. Τριτο και πολυ σπουδαιο: Διατηρει ανεπαφη την ορθογραφια της αρχαιας και της αρχαϊζουσας, δε δημιουργει επομενως, διπλες οπτικες εικονες για καθε λεξη. Ετσι η ψυχολογικη αντισταση για ολους μας υπερνικιεται με μιας και εφκολυνονται, οσοι θα μαθαινουν τα αρχαια ελληνικα. Ως προς το ζητημα του «Εθνικου φιλοτιμου» αρκει να υπενθυμισουμε, πως και οι προγονοι-μας το αλφαβητο το πηραν απο τους Φοινικες και ακομα πως το Λατινικο αλφαβητο καταγεται απο το ελληνικο.
Β). Ως προς τη γλωσα. Να καθιερωθει η δημοτικη απο το δημοτικο σκολειο ως το Πανεπιστημιο. Ενας λαος, μια γλωσα. Αν η καθαρεβουσα εχει οποιοδηποτε μνημειο αξιο να κρατηθει – που ειναι πολυ προβληματικο – να μεταφραστει στη δημοτικη.
Γ). Ως προς τον κλασικισμο: Η σπουδη της αρχαιας ελληνικης και λατινικης να περιοριστει σε κεινους, που επαγγελματικα υπηρετει, φιλολογους, νομικους, θεολογους. Τα αρχαια λογοτεχνικα μνημεια να διαβαζονται απο ολους τους αλλους σε μεταφραση στη δημοτικη. Ο «κλασικισμος» θα παρει το ουσιαστικο περιεχομενο, που του δινει η σημερινη στιγμη του πολιτισμου.
Δ). Ως προς το εκπαιδεφτικο συστημα. Τελεια αναδιοργανωση απο το δημοτικο σκολειο ως το Πανεπιστημιο και ως προς τα προγραμματα και ως προς τη διοικηση και ως προς τη μορφωση των δασκαλων και ως προς τα υλικα μεσα της παιδειας.
Αφτη ειναι η σωστη θεση του προβληματος της αγραμματωσυνης στη γενικοτερη επισκοπηση-του.
Από το περιοδικό Πρωτοπορία, τομ. 1930, σελ. 76-77
το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο με συλλογή άρθρων με τον τίτλο «φωνητική γραφή», εκδ. Κάλβος
[…] H αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα… […]
Πώς ο Στάλιν “διέσωσε” την κυριλλική γραφή
9 Οκτωβρίου 2013 Ιγκορ Γκρέκοφ
Το ζήτημα του αλφαβήτου στο οποίο πρέπει να βασίζεται η ρωσική γραφή, υπάρχει από την εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος εισήγαγε το νέο πολιτικό αλφάβητο αντί του εκκλησιαστικού. Πολλοί δυτικόφρονες επιστήμονες πίστευαν ότι ο τσάρος-μεταρρυθμιστής ήθελε να ολοκληρώσει την αναδιαμόρφωση της ρωσικής ζωής σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα, με τη μετάβαση της ρωσικής γλώσσας στο λατινικό αλφάβητο. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ.
Λατινοποίηση ήθελε ο Λένιν
Το σχέδιο, όμως, της λατινοποίησης της ρωσικής γλώσσας επανήλθε στο προσκήνιο μετά την Επανάσταση του 1917, μιας και ανταποκρινόταν τέλεια στην ιδέα των Β. Λένιν και Λ. Τρότσκι για τη δημιουργία και την εξαγωγή της προλεταριακής κουλτούρας στα πλαίσια της επικείμενης παγκόσμιας επανάστασης. Σύμφωνα με τον σοβιετικό επίτροπο για την παιδεία Ανατόλι Λουνατσάρσκι, το λατινικό αλφάβητο θα διευκόλυνε σημαντικά την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας από τους “προλεταρίους όλου του κόσμου”.
Εντούτοις, ο Λένιν δεν βιαζόταν να εισαγάγει το λατινικό αλφάβητο. “Αν ξεκινήσουμε να υλοποιούμε, απερίσκεπτα, ένα νέο αλφάβητο, ή να εισαγάγουμε βεβιασμένα το λατινικό, μιας και θα πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόσουμε στη δική μας γλώσσα, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε σωρεία λαθών. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έρθει η ώρα για την λατινοποίηση των ρωσικών τυπογραφικών στοιχείων, αλλά το να προχωρήσουμε βιαστικά την παρούσα στιγμή, δε θα ήταν φρόνιμο”, απάντησε ο Λένιν στην επιστολή του προς Λουνατσάρσκι.
Εκτεταμένη μεταρρύθμιση
Παρ’ όλα αυτά μια λαϊκή επιτροπή για την παιδεία, με επικεφαλής τον Λουνατσάρσκι, διεξήγαγε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση της ρωσικής: από το προεπαναστατικό αλφάβητο αφαιρέθηκε μια σειρά από “περιττά” γράμματα. Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για τη μεταρρύθμισή τους οι μπολσεβίκοι αξιοποίησαν προτάσεις που είχαν ετοιμαστεί από την Αυτοκρατορική ακαδημία επιστημών από την εποχή του Νικόλαου Β’, το 1904, το 1912 και το 1917.
Ελεύθερη επιλογή αλφαβήτου
„Αν ξεκινήσουμε να υλοποιούμε, απερίσκεπτα, ένα νέο αλφάβητο, ή να εισαγάγουμε βεβιασμένα το λατινικό, μιας και θα πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόσουμε στη δική μας γλώσσα, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε σωρεία λαθών. Το να προχωρήσουμε βιαστικά την παρούσα στιγμή, δε θα ήταν φρόνιμο.»
Ο Λένιν στην επιστολή του προς Λουνατσάρσκι
Όμως η ίδια η ιδέα της λατινοποίησης δεν απορρίφθηκε εντελώς από τους μπολσεβίκους καθώς και τους γλωσσολόγους που τους ακολούθησαν. Οι σοβιετικές αρχές, στο κέντρο και στην περιφέρεια, επιδίωκαν να προσελκύσουν όσους περισσότερους οπαδούς και γι’ αυτό, με όλους τους τρόπους, επεδείκνυαν την ετοιμότητά τους να παρέχουν στα έθνη της Ρωσίας την μέγιστη ελευθερία, συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής του αλφαβήτου. Το ρωσικό αλφάβητο, ανακηρύχθηκε “κατάλοιπο ταξικής γραφής των φεουδαρχών και αστών του 17ου-18ου αιώνα”, καθώς και “γραφή της αυταρχικής καταπίεσης, της ιεραποστολικής προπαγάνδας, του ρωσικού εθνικιστικού σοβινισμού”.
Ταυτόχρονα, εκπονήθηκαν σχέδια μετάβασης στη λατινική γραφή όλων των γλωσσών των μουσουλμανικών εθνοτήτων της ΕΣΣΔ που χρησιμοποιούσαν την αραβική γραφή (για να εξαλειφθεί “η γνώση του Κορανίου” και “οι συνέπειες της θρησκευτικής μουσουλμανικής παιδείας”), όπως και των γλωσσών που είχαν τις δικές τους αυθεντικές γραφές: τα Γεωργιανά, τα Αρμένικα, τα Καλμικικά, τα Μπουριατικά κ.ά.
Βλαντίμιρ Λένιν κι Ανατόλι Λουνατσάρσκι.
Πηγή: RIA Novosti
Μετά το τέλος του εμφυλίου το 1922, στην ΕΣΣΔ άνθισε μια μοναδικής κλίμακας γλωσσική ανοικοδόμηση (“ρίζωμα”), που ανακήρυξε το δικαίωμα καθεμιάς, ακόμη και τις μικρότερης εθνότητας, στη χρήση της γλώσσας της σ’ όλους τους τομείς της νέας σοσιαλιστικής ζωής. Προς στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η λατινική γραφή είχε αντικαταστήσει πλήρως την αραβική σε όλους τους μουσουλμανικούς λαούς της ΕΣΣΔ, τα κυριλλικά αλφάβητα των μη σλαβικών λαών, καθώς και παραδοσιακές γραφές των μογγολικών φυλών. Ως θετικό αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών μπορεί να συγκαταλεχθεί η εξάλειψη του αναλφαβητισμού και η διάχυση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανάμεσα σε όλες τις εθνότητες της ΕΣΣΔ, σε πολύ σύντομο χρόνο.
Ο Στάλιν αντιδρά
Ωστόσο σε λίγο καιρό η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ραγδαία και αποφασιστικά. Ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος κέρδιζε όλο και περισσότερο κύρος στους κομματικούς κύκλους και συγκέντρωνε σταδιακά στα χέρια του όλη την εξουσία, είχε το δικό του όραμα για την πορεία του Σοβιετικού κράτους, διαφορετικό από τις απόψεις του ίδιου του ηγέτη της επανάστασης Λένιν, όπως και από τις απόψεις των μεταγενέστερων “αριστερών” αντιπάλων του.
Ο Στάλιν είχε πολύ λιγότερο ενθουσιασμό σχετικά με την ιδέα της διεθνοποίησης της επανάστασης, και θεωρούσε πιο ρεαλιστική τη δημιουργία ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κράτους στα εδάφη που συνέπιπταν εν γένει με τα σύνορα της πρώην αυτοκρατορίας. Είναι λογικό, ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, στην ΕΣΣΔ ξεκινά η μερική αποκατάσταση πολλών φαινομένων, κανόνων και κοινωνικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί στην προεπαναστατική Ρωσία και επομένως πολλές καινοτομίες της επανάστασης αποκηρύχθηκαν ως “αριστερές υπερβολές”. Τον Ιανουάριο του 1930 η επιτροπή για τη λατινοποίηση, με επικεφαλής τον καθηγητή Νικολάι Γιάκοβλεφ, κατάρτισε τρία τελικά σχέδια της λατινοποίησης της ρωσικής γλώσσας, που θεωρούνταν από τον επίτροπο της παιδείας Λουνατσάρσκι (1917-1929) “αναπότρεπτη”. Όμως το Πολιτικό Γραφείο, με επικεφαλής τον Στάλιν, απέρριψε κατηγορηματικά, αιφνιδίως για πολλούς, αυτά τα σχέδια και απαγόρευσε την περαιτέρω σπατάλη δυνάμεων και μέσων.
Τα Κυριλλικά αποκαθίστανται
Σε δημόσιες ομιλίες, κατά τα επόμενα χρόνια, ο Στάλιν υπογράμμισε τη σημασία της εκμάθησης της ρωσικής γλώσσας για τη περαιτέρω οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ενώ από το 1936, οι γλώσσες της ΕΣΣΔ που είχαν λατινοποιηθεί, άρχισαν να μεταγράφονται μαζικά στην κυριλλική γραφή, έτσι ώστε οι γλώσσες των εθνών της ΕΣΣΔ να μοιάζουν πιο πολύ με τη ρωσική γλώσσα. Τα λατινικά αλφάβητα ανακηρύχθηκαν, με τη σειρά τους, “μη ανταποκρινόμενα στο πνεύμα της εποχής”, ή ακόμη και “επιβλαβή”. Η πολυεπίπεδη γλωσσική αυτονομία, που άνθισε πλούσια στην πρώιμη ΕΣΣΔ, ακυρωνόταν γρήγορα και παντού, αφήνοντας τη θέση της τη ρωσική γλώσσα, τα δικαιώματα της οποίας “αποκαταστάθηκαν”.
Στις 13 Μαρτίου του 1938, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της Κεντρικής Επιτροπής “για την απαραίτητη εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας στα σχολεία των εθνικών δημοκρατιών και περιοχών”. Οι εκπρόσωποι της διανόησης που ήταν αντίπαλοι προς τη μετάβαση στην κυριλλική γραφή, καθώς και στην ενίσχυση της ρωσικής γλώσσας, υπέστησαν διωγμούς.
Μεταπολεμικά, το 1945, κυκλοφόρησε το περίφημο βιβλίο του ακαδημαϊκού Β.Β. Βινογκράντοφ “Η μεγάλη ρωσική γλώσσα”, όπου ο συγγραφέας, στο πνεύμα των προεπαναστατικών αυτοκρατορικών δοκιμιογράφων, επισημαίνει ότι “το μεγαλείο και η δύναμη της ρωσικής γλώσσας είναι κοινώς αναγνωρισμένες. Αυτή η αναγνώριση αφομοιώθηκε στις συνειδήσεις όλων των λαών, όλης της ανθρωπότητας”. Στα τέλη του ’40, η ρωσική γλώσσα κατακτά μια νέα θέση στον κόσμο, χωρίς προηγούμενο: γίνεται μία από τις γλώσσες εργασίας του ΟΗΕ, κατόπιν μία από τις γλώσσες του Συμφώνου οικονομικής συνεργασίας “Comecon” και η επιβεβλημένη προς εκμάθηση γλώσσα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλων των σοσιαλιστικών χωρών.
[…] H αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα… […]
[…] που συνέβη κατά την πρόσφατη εκδήλωση στο για μια από τις πλέον άγνωστες του ελληνικού γλωσσικού ζητ…: τη μεσοπολεμική σύγκρουση δύο μορφών της ελληνικής, […]
«Πέμπτη, 12 Μαΐου 2016
Το Ευαγγέλιο στην Ποντιακή διάλεκτο διαβάζει ο π. Γεώργιος Παντελίδης (Video)
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα τελείται ο «Εσπερινός της Αγάπης», όπου σε πολλές γλώσσες διαβάζεται το Ιερό Ευαγγέλιο και διατρανώνεται παγκοσμίως η εποχή της Αναστάσιμης ελπίδας.
Το βίντεο είναι από το Σταυροχώρι Κιλκίς και ο π. Γεώργιος Παντελίδης διαβάζει το Ευαγγέλιο της αγάπης στην Ποντιακή διάλεκτο.»
Ο ηθοποιός Ανέστης Ξυνόπουλος (Ο Χουλιαράς)
Posted by efxinoslogos
Ο Ανέστης Ξυνόπουλος, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1900 στη Σάντα του Πόντου,στο χωριό Πιστοφάντων. Πατέρας του ήταν ο Παναγιώτης Ξυνόπουλος και μητέρα του η Μαρία Εφραιμίδου. Παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα Πουμπουρίδου του Πέτρου που γεννήθηκε το 1907.Αποκτήσανε μαζί τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Αλμπέρτο και την Εριέττα.
Ο Ανέστης, είχε πέντε αδερφούς και μία αδερφή.
Σε μικρή ηλικία, έχασε τον πατέρα του και η οικογένειά του μετακόμισε στο Σοχούμι της Απχαζίας στην τότε Ρωσία.
Το 1918 τελείωσε το Ελληνικό Γυμνάσιο στο Σοχούμι και από τα τέλη του 1920, άρχισε να παίρνει μέρος στο μόλις ιδρυμένο Ελληνικό Θέατρο στο Σοχούμι.
Έπαιζε τους κύριους ρόλους στις θεατρικές παραστάσεις, όπως τον Οιδίποδα στον ¨Βασιλιά Οιδίποδα», τον Χουλιάρα στο «Της Τρίχας το γεφύρι» τον Λαζάραγα στο ομώνυμο έργο, τον διευθυντή της Αστυνομίας στο «Δύο Ορφανές» κ.α.
Το 1930, φοιτά στο Πανεπιστήμιο Πλεξάνοφ της Μόσχας και το 1932, γίνεται ο γάμος του με την Κλεοπάτρα.
Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας της γυναίκας του ήταν Τριανταφυλλίδη, αλλά για να ξεχωρίζουν από συνεπώνυμους, τους δίνανε παρατσούκλια.
Οι Πουμπουράντ, από το «Πούμπουρον» που είναι το σκαθάρι, πήραν αυτό το παρατσούκλι, επειδή είχαν πολλά παιδιά και το σπίτι τους … βούιζε συνέχεια.
Έτσι, το παρατσούκλι, έγινε το επώνυμο της οικογένειας που καταγόταν από το χωριό Ζουρναζάντων της Σάντας.
Η Κλεοπάτρα, είχε άλλους τέσσερις αδερφούς και δύο αδερφές. Επι Τσαρικής Ρωσίας, ο πατέρας της ήταν εργοστασιάρχης και έδωσε στα παιδιά του, ανωτέρου επιπέδου μόρφωση και παιδεία.
Μετά την Επανάσταση του 17-18, όλα χάθηκαν. Αλλά όπως λέει και η παροιμία «Τι μουσική παίζει; Τέτοιος είναι και ο χορός!»
Το 1933, ο Ανέστης και η Κλεοπάτρα, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Παναγιώτη.
Το 1934, με νόμο, αποκλείουν και διώχνουν τους αλλοδαπούς φοιτητές από τα Πανεπιστήμια και μεταξύ αυτών και τον Ανέστη Ξυνόπουλο, που είχε Ελληνική υπηκοότητα.
Έτσι ο Ξυνόπουλος, επιστρέφει στη μεγάλη του αγάπη, στο θέατρο, όπου στο Σοχούμι, κάνει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με τον Οιδίποδα.
Το 1936, ήθελαν να δώσουν στον Ξυνόπουλο, τον τιμητικό τίτλο «Διακεκριμένος ηθοποιός της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας» για τις 16 παραστάσεις που είχε ανεβάσει.
Όμως, για να πάρει τον τίτλο, του ζήτησαν να αλλάξει την υπηκοότητά του από Ελληνική σε Σοβιετική, κάτι που αρνήθηκε ο Ξυνόπουλος.
Τον τίτλο, του τον έδωσε αργότερα ο λαός, επιβραβεύοντας την ερμηνεία του στο έργο «Της Τρίχας το γεφύρι» στον ρόλο του Χουλιαρά, που μετά τον φώναζαν με αυτό το όνομα.
Το 1938, κλείνουν το Ελληνικό Θέατρο στο Σοχούμι και οι περισσότεροι φίλοι του, Έλληνες υπήκοοι, φεύγουν στην Ελλάδα.
Ο Ανέστης δεν μπορούσε να φύγει, γιατί η γυναίκα του είχε Σοβιετικό διαβατήριο και αυτό ήταν απαγορευτικό. Όμως δεν το έβαλε κάτω και άρχισε να τρέχει για την αλλαγή της υπηκοότητας της Κλεοπάτρας και έφτασε μέχρι τον τότε υπουργό Καλίνιν, ο οποίος και υπέγραψε την αίτησή του. Έτσι, η Κλεοπάτρα πήρα την Ελληνική υπηκοότητα και πήραν την άδεια για να φύγουν στην Ελλάδα, με όλους τους κινδύνους που υπήρχαν γι αυτό, εκείνα τα χρόνια. Όμως, ο Σαντέτες ο Ξυνόπουλος, είχε μυαλό και τα κατάφερε.
Ο Ξυνόπουλος, είχε και ένα ορφανό ανεψιό που τον μεγάλωνε μαζί με τη γυναίκα του, τον Γιαννάκη. Το 1939, τον έστειλε στην Ελλάδα με πλοίο και μαζί και κάποια πράματα (οικοσκευή), γιατί ήλπιζε ότι θα πήγαινε και αυτός αργότερα τα υπόλοιπα. Όμως άρχισε ο πόλεμος και από το 1940, σταμάτησαν να έρχονται Ελληνικά πλοία στην Οδυσσό, με αποτέλεσμα και ο Ανέστης να μείνει εκεί.
Στις 13 Ιουνίου του 1949, άρχισε η εξορία των Ελληνοποντίων από τα παράλια του Πόντου στο Καζακστάν. Αφορούσε, τόσο τις αμιγείς οικογένειες Ελληνοποντίων, όσο και τις μικτές με σοβιετικούς. Όλοι, με τη βία υπογράφανε ότι «δεν θα φύγουν για 20 χρόνια από το Καζακστάν» και έτσι υπέγραψε και ο Ανέστης.
Μεγάλωσε κοντά στη θάλασσα και του ήταν πολύ δύσκολο να ζήσει μακριά της. Παραπονιόταν στην γυναίκα του «Πως μπορώ να ζήσω μακριά από τη θάλασσα 20 χρόνια;» Και από εκεί, δεν ξεχνούσε την Ελλάδα και έλεγε: «Τουλάχιστον να την έβλεπα στον ύπνο μου…»
Όταν είχαν κάποια γιορτούλα στο σπίτι, πάντα η πρώτη πρόποση της Κλεοπάτρας ήταν με τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…» και τελείωνε με τα λόγια: «Άμποτε σην Ελλάδαν…»
Στην εξορία ζούσε στην πόλη Τσιμκέντ, που ήταν μεγάλη με πολλά εργοστάσια και πολυπολιτισμική, καθώς υπήρχαν άνθρωποι από πολλά έθνη.
Και εκεί, στα βάθη της Ασίας, οι Ξυνοπουλαίοι έβαλαν στόχο την αναγέννηση της κουλτούρας, των εθίμων και της γλώσσας.
Οργάνωσαν όμιλο εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας και τα μαθήματα γινόταν τρεις φορές την εβδομάδα, δωρεάν.
Όμως, μετά από ένα χρόνο η τοπική αρχή, απαγόρευσε τη λειτουργία του ομίλου.
Και πάλι ο Ξυνόπουλος δεν το έβαλε κάτω. Με τους πιστούς του φίλους και τους πνευματικούς ομοϊδεάτες του, έκαναν μεγάλες προσπάθειες και απαιτούσαν άδεια από την τοπική αυτοδιοίκηση και το κράτος, για την αναδημιουργία της εθνικής κουλτούρας.
Οι διανοούμενοι του Τσιμκέντ, όπως ο Ξυνόπουλος, ο Πατρακτάρης, ο Σημαιοφορίδης, ο Μαζμανίδης κ.α. μεσολάβησαν και δημιούργησαν την ομάδα «Ελληνικό Δράμα» και πήραν και την άδεια.
Θυμήθηκαν και ξαναζωντάνεψαν τα κοστούμια για το θέατρο, τη μουσική, τη χορογραφία, τα τραγούδια και ενώθηκαν και οι ηθοποιοί των πρώην θεάτρων που υπήρχαν στο Βατούμ και το Σοχούμι και έκαναν μία πολύ καλή θεατρική ομάδα, που ανέβαζε το ηθικό και την ψυχή των Ελληνοποντίων σε εκείνα τα μακρινά και έρημα μέρη.
Γιατί έρημα; Διότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν σκορπισμένοι παντού. Σε κολχόζ, σοσχόζ, στα χωριά, σε ερήμους και στέπες και εκεί, με υπομονή, ιδρωκάματα και δυσκολίες, έκτισαν, φύτεψαν, δούλεψαν και έμαθαν. Με δυό κουβέντες, επέζησαν και επεβίωσαν χωρίς να ντρέπεται γι αυτό το Έθνος.
Από το Βατούμ, οι εξορισθέντες ηθοποιοί ήταν: Πάτροκλος Αποστολίδης, Παύλος Γραμματικόπουλος (ο Σίπον), τα αδέρφια Α. και Χ. Κτενίδη, ο Θ. Κεσσανίδης, ο Χ. Τσακουρίδης, ο Μ. Θεοφανίδης, ο Α. Μούτας κ.α.
Από το «θέατρο τη Σοχουμί», ήταν ο Ξυνόπουλος, ο Γεώργιος Καντσάς, η Όλγα Ιωσηφίδου – Καντσά, ο Π. Κωφίδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος κ.α.
Στην Ελληνική γλώσσα και την Ποντιακή διάλεκτο, έπαιξαν τα ακόλουθα έργα:
«Τη Τρίχας το γεφύρι», «Ο Λαζάραγας», «Η λύρα του γερό Νικόλα» και όπου κι αν έδιναν παράσταση, τα θέατρα ήταν παραγεμάτα. Ακόμη και ο Διευθυντής Θεάτρου του Τσιμκέντ, είχε δηλώσει: Το θέατρό μας, ποτέ δεν είδε τόσο μεγάλο θρίαμβο!»
(Στο ρόλο του Χουλιαρά στο έργο «Τη Τρίχας το γεφύρ'»
Μετά, ακολούθησε μία παράσταση στην πόλη Κεντάου, που απείχε 280 χιλιόμετρα από το Τσιμκέντ, και ήταν μία πόλη που έχτισαν και ζούσαν Ελληνοπόντιοι. Εκεί, κάτι έγινε και συνέλαβαν όλο το θίασο και διαλύθηκε το θέατρο και η θεατρική ομάδα.
Η ελπίδα για να φύγει στην Ελλάδα χάθηκε και ο Ξυνόπουλος σκέφτεται να επιστρέψει στον Καύκασο, στο Σοχούμι. (Ο μεγάλος γιός του και η κόρη του ήταν ήδη παντρεμένοι στο Τσιμκεντ.)
Έτσι, το 1970, πούλησε το σπίτι του και όλη η οικογένεια εκτός από την κόρη, επιστρέφει στο Σοχούμι.
Η κόρη του η Εριέττα, δίδασκε μουσική και ο άντρας της Παναγιώτης Ζελίδης, ήταν στοματολόγος και στο Τσιμκέντ, μεγάλωναν δύο παιδιά.
Ο Ανέστης Ξυνόπουλος που αγαπούσε την κόρη και τα εγγόνια του, πήγαινε συχνά μετά από το Σοχούμι στο Τσιμκέντ για να τους δει.
Το τελευταίο του ταξίδι, το έκανε το 1976.
Κάθε φορά που πήγαινε στο Τσιμκέντ, πήγαινε να δει και τον ξάδερφό του Ανέστη Ξυγαλά και του άρεσε να συζητά με την ανεψιά του, την Αντίκλη. (εμένα)
Η μαμά μου η Ειρήνη, ήξερε ότι ο Ξυνόπουλος αγαπούσε το ποντιακό χαβίτς και κάθε φορά που ερχόταν, του μαγείρευε. Μέχρι να συζητήσει μαζί μου, η μητέρα μου του ετοίμαζε και του φώναζε: «Έλα αφέντη, φα! Εποίκα το χαβίτς!»
Εκείνη τη φορά, το 1976, ήταν η τελευταία. Όταν έφυγε από το σπίτι μας, μετά από δύο μέρες ακούστηκε ο θάνατός του. Πέθανε μέσα στο μπάνιο της κόρης του, στις 23 Φεβρουαρίου.
Η κόρη του, ήξερε ότι ο πατέρας του δεν θα ήθελε να ταφεί στο Καζακστάν και με αεροπλάνο τον μετέφεραν στο Σοχούμι και ενταφιάστηκε στα μνήματα του χωριού Μιχαϊλοφσκα ή Κούμα, δίπλα στον τάφο του δεύτερου γιού του που πέθανε πολύ νέος.
Η γυναίκα του Κλεοπάτρα, πέθανε το 1995 στην Ελλάδα, στο χωριό Εύμοιρο της Ξάνθης. Τουλάχιστον αυτή πρόλαβε να δεί την Ελλάδα.
Πρόσφατα, πέθανε και ο άλλος τους γιός, ο Παναγιώτης.
Οι παραστάσεις που έπαιξαν «Τα τριάντα τη Χρονίας» «Βασιλιάς Οιδίποδας», «Γαλάτες», «Η πεθερά και η νύφη», «Κασσιανή», «Ο εραστής της βοσκοπούλας», «Ο Λαζάραγας», «Το καταστραμμένο σπίτι», «Πίσω από την πλευρά της ζωής», «Το σκουλίκι», «Αθανάσιος Διάκος», «Παντριά δίχως θέληση», «Το σπόρι», «Ο Θανάσης και η Αργυρώ», «Η λύρα του γερο Νικόλα», «Νίκη», «Η ανησυχία» κ.α.
Στην πρώτη φωτογραφία, ο Ανέστης Ξυνόπουλος και η γυναίκα του Κλεοπάτρα
Στη δεύτερη φωτογραφία, προπολεμική παράσταση στο Σοχούμι, με το έργο “Τη Τρίχας το Γεφύρι” και τον Ξυνόπουλο ανάσκελα στον ρόλο του ”Χουλιάρα”
Στην τρίτη φωτογραφία η προπολεμική διαφήμιση του έργου “Τη Τρίχας το Γεφύρι” σε εφημερίδα στο Σοχούμι.
https://efxinoslogos.wordpress.com/2007/11/02/%CE%9F-%CE%B7%CE%B8%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CF%8C%CF%82-%CE%91%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9E%CF%85%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%9F-%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9/
Από Κορδάτο: Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, σ. 208
Να τι προτείνει ο Μένος Φιλήντας το 1923:
Κατάργηση τῶν η, υ, ει, οι, υι· ἀντὶς γι’ αὐτὰ τὸ ι εἶναι ἀρκετό. β) Κάτω τὸ ω, δὲ χρειάζεται· ἕνα ο φτάνει. Μακρὰ καὶ βραχέα δὲν ὑπάρχουν σήμερα. γ) Τὸ ὑποταχτικὸ υ τῶν ἀρχαίων διφθόγγων θὰ τὸ γράφουμε ὅπως προφέρνεται φ ἢ β = αφτός, άβριο, εφτὶς κλπ. δ) τὸ αι δὲ χρειάζεται, τὸ ε φτάνει. ε) Τὸ ξ καὶ τὸ ψ σήμερα εἶναι ἄχρηστα, νὰ τὰ ἀντικαταστήσουμε μὲ τὸ κς καὶ πς. στ) Νὰ λείψουν τὰ δίψηφα ου, τς, τζ (γιὰ τὸ ου ἔχουμε τὸ φθόγγο u). ζ) Νὰ καταργηθεῖ τὸ διπλὸ γράψιμο τοῦ σ (σ καὶ ς), ἕνα εἶναι ἀρκετό. Καὶ η) Νὰ καταργηθοῦν τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι (δασεία, ψιλή, περισπωμένη, ὀξεία, βαρεία).
Ἡ προστασία τῆς ρωσικῆς γλώσσας καὶ τῆς γραφῆς: Λένιν καὶ Στάλιν.
Ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Λένιν στὸν ἐπίτροπο γιὰ τὴν παιδεία Λουνατσάρσκυ, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο πρότεινε τὴν ἀντικατάσταση τοῦ κυριλλικοῦ ἀλφαβήτου μὲ τὸ λατινικό:
“Αν ξεκινήσουμε να υλοποιούμε, απερίσκεπτα, ένα νέο αλφάβητο, ή να εισαγάγουμε βεβιασμένα το λατινικό, μιας και θα πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόσουμε στη δική μας γλώσσα, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε σωρεία λαθών. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έρθει η ώρα για την λατινοποίηση των ρωσικών τυπογραφικών στοιχείων, αλλά το να προχωρήσουμε βιαστικά την παρούσα στιγμή, δε θα ήταν φρόνιμο”
Ξανὰ ὁ Λένιν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1919 καταφέρεται ἐναντίον τῆς χρήσης ξένων λέξεων:
«We are spoiling the Russian language. We are using foreign words unnecessarily. And we use them incorrectly. Why use the foreign word defekty when we have three Russian synonyms—nedochoty nedosta tki, probely.
A man who has recently learned to read in. general, and to read newspapers in particular, will, of course, if he reads them diligently, willy-nilly absorb journalistic turns of speech. However, it is the language of the newspapers that is beginning to suffer. If a man who has recently learned to read uses foreign words as a novelty, he is to be excused, but there is no excuse for a writer. Is it not time for us to declare war on the unnecessary use of foreign words?
I must admit that the unnecessary use of foreign words annoys me (because it makes it more difficult for us to exercise our influence over the masses) but some of the mistakes made by those who write in the newspapers make me really angry. For instance—the word budirovat is used in the meaning of arouse, awaken, stir up. It comes from the French word bonder which means to sulk, to pout, which is what budirovat should really mean. This adoption of Nizhni-Novgorod French is the adoption of the worst from the worst representatives of the Russian landowning class, who learned some French but who, first, did not master the language, and who, secondly, distorted the Russian language.
Is it not time to declare war on the spoiling of Russian?»
Ὁ Στάλιν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ σχέδιο τῆς λατινοποίησης τῆς γραφῆς, τὸ ὁποῖο ἀπέρριψε:
«Τον Ιανουάριο του 1930 η επιτροπή για τη λατινοποίηση, με επικεφαλής τον καθηγητή Νικολάι Γιάκοβλεφ, κατάρτισε τρία τελικά σχέδια της λατινοποίησης της ρωσικής γλώσσας, που θεωρούνταν από τον επίτροπο της παιδείας Λουνατσάρσκι (1917-1929) “αναπότρεπτη”. Όμως το Πολιτικό Γραφείο, με επικεφαλής τον Στάλιν, απέρριψε κατηγορηματικά, αιφνιδίως για πολλούς, αυτά τα σχέδια και απαγόρευσε την περαιτέρω σπατάλη δυνάμεων και μέσων. Ενώ από το 1936, οι γλώσσες της ΕΣΣΔ που είχαν λατινοποιηθεί, άρχισαν να μεταγράφονται μαζικά στην κυριλλική γραφή, έτσι ώστε οι γλώσσες των εθνών της ΕΣΣΔ να μοιάζουν πιο πολύ με τη ρωσική γλώσσα. Τα λατινικά αλφάβητα ανακηρύχθηκαν, με τη σειρά τους, “μη ανταποκρινόμενα στο πνεύμα της εποχής”, ή ακόμη και “επιβλαβή”. Η πολυεπίπεδη γλωσσική αυτονομία, που άνθισε πλούσια στην πρώιμη ΕΣΣΔ, ακυρωνόταν γρήγορα και παντού, αφήνοντας τη θέση της τη ρωσική γλώσσα, τα δικαιώματα της οποίας “αποκαταστάθηκαν”»
……………………………..
https://chronographiae.wordpress.com/2015/06/17/%E1%BC%A1-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%84%E1%BF%86%CF%82-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BA%E1%BF%86%CF%82-%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%E1%BD%B6/
Μονοτονικὸ-Λατινικὴ γραφή
Posted on 27 Φεβρουαρίου 2017 by Χρονογραφίες
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους ἀπολογητικοὺς μύθους τῶν μονοτονιστῶν εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἡ ἀπόφανση τῶν πολυτονιστῶν ὅτι τὸ μονοτονικὸ ὁδηγεῖ (ὡς φυσικὴ συνέπεια, ὡς συνειρμός) στὴ λατινικὴ γραφὴ μέσῳ τῆς ἁπλοποίησης τῆς ὀρθογραφίας συνιστᾶ κινδυνολογία καὶ λογικὸ ἅλμα. Ἔτσι, ὁ Νίκος Σαραντάκος γράφει:
Τριάντα χρόνια τώρα, οι περισσότεροι οπαδοί του πολυτονικού διατείνονται κινδυνολογώντας ότι το μονοτονικό είναι το πρώτο βήμα, ότι επίκειται η πλήρης κατάργηση των τόνων, η υιοθέτηση φωνη(μα)τικής ορθογραφίας, και μετά η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου. Όμως, τριάντα χρόνια έχουν περάσει και το αφιλότιμο το μονοτονικό δεν έχει κάνει ρούπι, έχει μείνει σε αυτό το πρώτο βήμα…Δυστυχώς, ένα τέτοιο λογικό άλμα (και μάλιστα με αξιώσεις ολυμπιακού μεταλλίου) κάνει και ο καλός ποιητής Γιάννης Πατίλης, ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος και οπαδός του πολυτονικού, όταν, στα αποσπάσματα του βιβλίου του που παραθέτει ο Γιανναράς, υποστηρίζει ότι φυσική συνέπεια των αρχών του μονοτονικού είναι να γράφουμε «όλι ι άνθροπι ίνε ίδιι» -τόσο τυφλώνει η εμμονή έναν αξιόλογο πνευματικό άνθρωπο, που δεν τον αφήνει να δει ότι κανείς απολύτως δεν υποστηρίζει την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας
Προσέξτε τὴν γεμάτη ἀγωνία νὰ πείσει τοὺς ἀναγνῶστες του διαβεβαίωση τοῦ Ν.Σ. ὅτι κανεὶς δὲν ὑποστήριξε τὴν κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας.
Φυσικά, ὁ Ν.Σ. κάνει σὰν νὰ ἀγνοοῦσε ὅτι τὴν φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο ὑποστήριξαν οἱ προπολεμικοὶ ἀλλὰ καὶ μεταπολεμικοὶ ὁπαδοὶ τοῦ μονοτονικοῦ. Γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν γνωρίζει ὅτι οἱ ὁπαδοὶ τοῦ μονοτονικοῦ ἦταν καὶ ὁπαδοὶ τῆς κατάργησης τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας κι ἄρα, ὅτι, παρὰ τὰ ὅσα λέει ὁ ἴδιος, μονοτονικὸ καὶ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας-ἐκλατινισμὸς τῆς γραφῆς εἶναι ἀλληλένδετα ὡς γλωσσικὸ πρόγραμμα καὶ τρόπος ἀντιμετώπισης τῆς ἑλληνικῆς γραπτῆς γλώσσας. Τὸ γεγονὸς ὅτι «ἀκόμη ὣς τώρα δὲν εἰσήχθη ἡ λατινικὴ γραφὴ καὶ τὸ ἀτονικὸ σύστημα» εἶναι ἄλλου τύπου ζήτημα. Καὶ σ’ αὐτό, ἀκόμη, τὸν διορθώνει ο Γιάννης Πατίλης, γνωστοποιώντας του ὅτι τὰ παιδιὰ σχολικῆς ἡλικίας γράφουν γκρίκλις ὄχι μόνο στὰ κινητὰ ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ. Φυσικά, ὁ Ν.Σ. ἀγνοεῖ καὶ τὰ ἀτονικὰ τῶν τίτλων τῶν εἰδήσεων στὰ τηλεοπτικὰ κανάλια (κυρίως, ἰδιωτικά).
Ἂς δοῦμε ὅμως ἀποσπάσματα κειμένων ποὺ δείχνουν ὅτι ὅσοι μιλοῦσαν γιὰ μονοτονικὸ στόχευαν στὴ λατινικὴ γραφὴ ἢ στὴν φωνητικὴ γραφή:
1929, Δημήτρης Γληνός, περ. «Νέος Δρόμος», τεῦχος Φεβρουαρίου:
«Ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ ὀρθογραφία δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ. Οἱ λύσεις εἶναι τρεῖς. 1) Νὰ καταργηθοῦν οἱ τόνοι καὶ τὰ πνέβματα (sic). Νὰ καταργηθοῦν τὰ διπλὰ σύμφωνα ἀπὸ παντοῦ. 2) Νὰ εισαγάγουμε τὴν φωνητικὴ ὀρθογραφία. 3) Νὰ πάρουμε τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Τὴν τρίτη λύση τὴ θεωρούμε γιὰ τὴν καλύτερη, γιατὶ πρῶτα μᾶς εἰσάγει μορφικὰ στὴν οἰκογένεια τῶν ἐβρωπαϊκῶν (sic) λαῶν, ἔπειτα λύνει μὲ μιᾶς ὁλόκληρο τὸ ὀρθογραφικὸ πρόβλημα»
1930, Μ. Φιλήντας, περ. «Πρωτοπορία», τεῦχος Μαρτίου:
1944, Ρόζα Ἰμβριώτη, Κ. Δ. Σωτηρίου, Μ. Παπαμαῦρος, «Σχέδιο Λαϊκῆς Παιδείας» πρὸς τὴν Π.Ε.Ε.Α.:
Τονικὴ ἁπλοποίηση μὲ τὴν παραδοχὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος. Κατάργηση πνευμάτων καὶ διπλῶν γραμμάτων.
Κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. Ἔκδοση τῶν παλαιῶν βιβλίων μὲ τὴν νέα μορφή.
1976, Ἀπ. Κακλαμάνης, ὁμιλία στὴ Βουλή:
Ἐπιμένουμε στὴν…καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος, ἀλλὰ πιὸ πέρα καὶ μὲ ἄλλες ἁπλοποιήσεις, ὅπως ἡ κατάργηση τῶν διφθόγγων, τῶν διπλῶν συμφώνων κι ἄλλες ἐπίσης ἁπλοποιήσεις..
Διαχρονικά, λοιπόν, τὸ μονοτονικὸ ἔχει συσχετιστεῖ ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές του μὲ τὴν φωνητικὴ γραφὴ καὶ τὴ λατινικὴ γραφή. Ἀναρωτιέμαι ἀπὸ ποῦ ἀντλεῖ τὴν βεβαιότητά του ὁ Ν.Σ. ὅτι οἱ μονοτονιστὲς δὲν εἶχαν ποτὲ τέτοια σχέδια ὅπως τὸν ἐκλατινισμὸ τῆς γραφῆς. Ἀπὸ τὸν ἑαυτό του;
………………………..
……………………….
https://chronographiae.wordpress.com/2017/02/27/%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%E1%BD%B8-%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%E1%BD%B4-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%E1%BD%B5/
[…] H αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα… […]
…
Κίνο το βράδι ι προκίρικςες πέςανε ςα βροχί. Παντύ—ςτο δρόμο, ςτι φάμπρικα, ςτο εργοςτάςιο, κάτο απτον πάνκο τις δυλιάς, κάτο απτο ςφιρί, το εργαλίο, ςτο ςκολιό, ςτο γραφίο—πλιμίρα ι προκίρικςες.
Ι αςτινομία λίςακςε απτο κακό-τις. Βάλτικε όλι ςε κίνιςι. Έπρεπε με κάθε θιςία να μαζεφτύνε αφτά τα «καταραμένα χαρτιά τις Μόςχας», έπρεπε να καθαριςτί ο τόπος, να βρεθύνε ι ένοχι!
Μα ι προλετάριι πίρανε μιρυδιά. Κςέραμε απτα τέτια. Ι προκίρικςι πὔπεφτε ςτα χέρια ενός διαβαζότανε από δέκα. Τι διαβάζαμε κε τι μεταβιβάζαμε από χέρι ςε χέρι. Τι διαβάζαμε με λαχτάρα, μ’ ενθυςιαζμό. Μέςα ςτις λίγες φλογερές γραμές-τις βλέπαμε ζοντανί, ολοκόκινι να κςεπιδάι τιν επανάςταςι. Βλέπαμε το ρόςο προλετάριο να κςεςικόνετε ενάντια ςτο λιςτί–καπιταλιςτί, ενάντια ςτον τςάρο· το μυζίκο τις απέραντις Ροςίας να κςεςικόνετε πάνο ςτον τςιφλικά, ν’ αρπάζι τι γι ςτα χέρια-τυ. Βλέπαμε μάχες, έματα, παραζάλες, νίκες, θρίαμβο… Ι μάζα νικάι. Τςακίζυντε ι οχτρί.
Βλέπαμε τι λίςα τις πανκόζμιας μπυρζυαζίας. Ι μπυρζυάδες όλον τον χορόν τρίζυνε τα δόντια-τυς, γιατί ςιντελίτε το ιροικό, νικοφόρο, μεγαλόπρεπο ςοςιαλιςτικό χτίςιμο. Βλέπαμε το λέφτερο πια μυζίκο να καλιεργί το κολεχτιβικό χοράφι με τράκτορ, μ’ αγροτικές μιχανές. Στο εργοςτάςιο ι ζοί βράζι. Ι ςτρατιές τον υντάρνικον εχτελύνε τα βςτρέτςνι. Πςιλά τα τέμπα τις ςοςιαλιςτικίς ανικοδόμιςις. Αλάζι το πρόςοπο τις απέραντις χορας το Σοβιέτ. Νέα ζοί προβάλι. Ο οχτρός πιότερο τρίζι τα δόντια-τα. Λιςάι. Ετιμάζι επίθεςι.
Κε μιλύςε ακόμα το χαρτί, μιλύςε, καλύςε ςε προςοχί: «Προλετάριι όλυ τυ κόζμυ ιπεραςπίςτε τι μαχιτικί μπριγάδα τις πανκόζμιας επανάςταςις!»
⁂
Θ’ άκςιζε αςφαλός να κατεβύμε τι μέρα ετύτι ςτυς δρόμυς, να γιορτάςυμε με το λέφτερο ρόςο εργάτι κι’ αγρότι, να δίκςυμε τιν αγάπι-μας, να δόςυμε τον όρκο-μας, πος θα ςταθύμε πάντα πιςτί ιπεραςπιςτές τις προλετάρικίς-μας πατρίδας, να ςιςφίκςυμε πιότερο τις γραμές-μας, να παλέπςυμε διαδιλόνοντας, πος κ’ εμίς θα τραβίκςυμε ςτον ίδιο δρόμο.
⁂
Κςιμέροςε ι μέρα τις επανάςταςις—ι μέρα τυ γιορταζμύ, μα κε τυ αγόνα.
Ι πόλι ίνε γιομάτι από ένοπλες δίναμες. Το φάζμα τυ κομυνιζμύ τρομάζι τι μπυρζυαζία—Ι ΕΣΣΔ φοτίζι το δρόμο—Κινιτοπιί λιπόν τις δίναμές-τις.
Μα ι προλετάριι δεν κλονίζυντε. Ίνε αποφαςιζμένι να γιορτάςυνε, ν’ αγονιςτύνε, να κατεβύνε ςτυς δρόμυς. Δεν κερδίζετε ι λεφτεριά δίχος πάλι, δίχος έμα.
Τραβάμε κατά ομάδες ςτον τόπο τις ςινκέντροςις. Τα όργανα τις αςτινομίας μας διαλίυνε, μας χτιπάνε, μα εμίς πάλι μαζεβύμαςτε, τραβάμε ένας-ένας ίτε διο-διο κι πυ μας έλεγε το «καταραμένο χαρτί», εκί πυ μας καλύςε ι κοματικί οργάνοςι.
⁂
Ι μάζα τριγιρίζι ένα πρόχιρο βίμα. Στα πρόςοπα ολονόν-μας λάμπι ι χαρά, ο ενθυςιαζμός… Ένας λεβέντις εργάτις ανεβένι ςτο βίμα. Σικόνι πςιλά τι γροθιά-τυ. Τα λόγια-τυ απλά, μα… γιομάτα φοτιά. Ι ςπίθες, πυ βγένυνε απτο ςτόμα-τυ, ανάβυνε ολόγιρα μια πιρκαγιά. Κάθε τυ λόγο ι μάζα τον κάνι δικό-τις.
Μιλάι… για τι ροςικί επανάςταςι, για τι ςτράτα τυ Λένιν. Καλί ς’ αγόνα. Το… «Εμπρός τις γις ι κολαζμένι» ςκεπάζι τα τελεφτέα λόγια-τυ.
Ένα λιςαςμένο ςκιλολόι κςεφιτρόνι απτιν άκρι τυ δρόμυ. Πλακόςανε τα ένοπλα ςκιλιά. Ορμάνε. Βαράνε. Ιποκόπανι, πιςτολιές, φοτιά, βόλια…
Ι μάζα άοπλι αμίνετε, επιτίθετε, χτιπάι με πέτρες, με κςίλα, μ’ ότι βρίκι μπροςτά-τις.
⁂
Το ντυφέκι, ι ένοπλι δίναμι, ο ματοβαμένος φαςιζμός «θριάμβεπςε», «νίκιςε»!… Κάμποςι πλιγομένι… ένας νεκρός… γιομάτι έμα ι δρόμι.
Το τίμιο έμα τις εργατιάς χίθικε πάλι. Μα πάνο ςε τύτο το έμα δόςαμε τον όρκο-μας. «Νίκιςε» ακόμα μια φορά ο οχτρός μια «δοκςαζμένι νίκι»…
Μα ο προλετάριος—ετύτος ο γίγαντας, ο αγονιςτίς τυ δρόμυ ςφίνκι πιότερο τι γροθιά-τυ, πικνόνι πιότερο τις γραμές-τυ ίςτερα από κάθε τέτια «νίκι» τυ οχτρύ.
Δεν ίνε μακριά ι τελιοτικί νίκι, ι δικιά-μας νίκι, ι προλετάρικι νίκι. Ι ςτράτα πὔδικςε ο Λένιν, μέςα απτιν οπία διαβένυνε νικιφόρα τα εκατομίρια τον προλετάριον τις χόρας το Σοβιέτ ίνε ολόφτι.
Ι δίναμες τις επανάςταςις ςιςφίνκυντε. Το προλεταριάτο πικνόνι τις γραμές-τυ. Σιμένι ι αποφαςιςτικί μάχι!
http://hellenisteukontos.opoudjis.net/2010/03/31/soviet-orthography-of-greek/
Να σημειώσουμε ότι οι δύο επιμελητές της έκδοσης «Φλογομινίτρες Σπίθες; Φιλολογικι σιλογι απτα καλίτερα έργα τον ελίνον καλιτεχνον τις Σοβιετικίς Υκρανίας», οι Μαρμαρινός -ψευδώνυμο του Αμφικτύωνα Δημητρίου και Γιώργης Κοστοπράβ εκτελέστηκαν στις διώξεις του ’37-΄38.
To Ονομαστηκο της Ρομεικης γλοσας για τα πεδια
του Θανάση Ψαλίδα
Δημήτρη Λιθοξόου
Το «Ονομαστικό της ρωμαίικης γλώσσας για τα παιδιά» δημοσιεύτηκε στα Άπαντα Ιωάννου Βηλαρά (Αθήναι 1935, σελ. 328-334). Ο επιμελητής της έκδοσης Γεώργιος Βαρβαρέτος τυπώνει το κείμενο με ιστορική ορθογραφία. Σχεδόν όπως παρουσιάζεται εδώ στην συνέχεια, στην αριστερή στήλη (με λίγες διορθώσεις και μονοτονικό). Ο Βαρβαρέτος θεωρεί το Ονομαστικό έργο του Γιάνη Βηλαρά. Σημειώνει μάλιστα πως το χειρόγραφο πρωτοδημοσιεύτηκε από το Σπυρίδωνα Λάμπρο στο Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον Δωδώνη 1886 (Αθήναι 1885, σελ. 35-47).
Ο Λάμπρος βρήκε το χειρόγραφο στην Εθνολογική Εταιρεία (δωρεά Γεωργίου Αναγνωστοπούλου, χειρόγραφο 119). Ωστόσο το έργο «Ονομαστηκο της Ρομεικης γλοσας για τα πεδια», όπως το παρουσιάζει ο Λάμπρος, είναι γραμμένο με φωνητική γραφή και όχι με ιστορική ορθογραφία όπως το έδωσε ο Βαρβαρέτος. Σε αυτή τη μορφή το αντιγράφω και εγώ, παρακάτω, στη δεξιά στήλη.
Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Γ’ έκδοση, Αθήνα 1980, σελ. 137), αναφερόμενος στο Ονομαστικό, επισημαίνει πως σύμφωνα με το Λ. Βρανούση, «πιθανόν» να μην πρόκειται για κείμενο του Βηλαρά, αλλά του Αθ. Ψαλίδα.
Όποιος έχει διαβάσει τις επιστολές του Βηλαρά στον Ψαλίδα, ξέρει πως διακριτικά του έκανε κριτική για λόγιες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Και το Ονομαστικό έχει κάποιες τέτοιες λόγιες λέξεις, που ο Βηλαράς δε θα έβαζε.
Η έρευνα του Βρανούση βρίσκεται στο περιοδικό Νέα Εστία, (τεύχος 94, Χριστούγεννα 1973, σελ. 51-70). Ο Βρανούσης που εξέτασε τα χειρόγραφα του Βηλαρά και τα συνέκρινε με χειρόγραφα και το γραφικό χαρακτήρα του Ψαλίδα, αποδεικνύει πως ορισμένα έργα του δεύτερου, έχουν θεωρηθεί σαν έργα του πρώτου, εξ αιτίας και μόνο του γεγονότος, ότι ο Ψαλίδας είχε πειστεί από το Βηλαρά να χρησιμοποιεί, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, το φωνητικό σύστημα γραφής.
Ανάμεσα στα έργα αυτά είναι και το Ονομαστικό, που σαν εκπαιδευτικός και διευθυντής σχολών ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1760-1829), είχε γράψει για να διδάξει σε παιδιά.
Η αξία του κειμένου, έγκειται ακριβώς στο ότι ο Ψαλίδας πείστηκε από το Βηλαρά να γράψει και να διδάξει στους μαθητές του το Ονομαστικό, όχι σε λόγια γλώσσα με ιστορική ορθογραφία, αλλά στα ρωμαίικα με φωνητική γραφή.
Αν κρίνουμε από τα ισχύοντα μέχρι τότε (1822) και κυρίως από αυτά που ακολούθησαν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (εθνικό καθαρευουσιάνικο κίνημα), έχουμε να κάνουμε με ένα ριζοσπαστικό κείμενο.
Ο σύγχρονος αναγνώστης του Ονομαστικού, θα γνωρίσει σ’ αυτό τη ρωμαίικη γλώσσα, όπως τη μιλούσαν στη δυτική Ήπειρο* την εποχή του Ψαλίδα. Και επιπλέον, θα βρει πολλές πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό εκείνων των χρόνων.
19 Δεκεμβρίου 2010
* Στην Ανατολική Ήπειρο (και τα Γιάννενα) μιλούσαν τη βόρεια διάλεκτο
http://www.lithoksou.net/p/onomastiko-tis-romeikis-glosas-gia-ta-pedia-onomastiko-tis-romaiikis-glossas-gia-ta-paidia-toy-tha
…………………………
………………………..