Ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος δωσίλογος;;;

Ή απλώς ένας ‘λικβινταριστής’ και ‘πράκτορας της Ασφάλειας’;

Pouliopoulos.
Ίσως να βρίσκετε προκλητικό τον τίτλο αυτής της ανάρτησης..
. Όμως μόνο με την θετική πρόκληση μπορεί να εντοπιστεί ο πυρήνας της αλήθειας που ενυπάρχει σε κάποια απ’ τα φαινόμενα που συναντιούνται συχνά στην ιδεολογική μας γειτονιά. Μόνο με την πρόκληση τελικά μπορεί και να αντιμετωπιστεί ο ανορθολογισμός και η ιδεοληψία ενός τμήματος της Αριστεράς «μας» (σταλινικοί+τροτσκιστές).  

 Αφορμή γι αυτή την ανάρτηση υπήρξαν:
1) η διαδικτυακή συζήτηση που ακολούθησε στον ΟΜΙΚ την ανακοίνωση για μια  Συνάντηση Εργασίας (12 και 13 Δεκεμβρίου 2014) με θέμα «Ο Παντελής Πουλιόπουλος και η εποχή του» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών «Παντελής Πουλιόπουλος,  
2) η διοικητική, αστυνομική λογική που ενυπάρχει (στον ΟΜΙΚ), όσον αφορά την αντιμετώπιση των διαφορετικών απόψεων,
3) η διαπίστωση ότι η προσφυγική Αριστερά  και οι ερμηνείες της, είναι ασύμβατη με την αυταρχική σωτηριολογική αριστερά (σταλινική-νεοσταλινική ή τροτσκιστική), που προέρχεται από τη λενινιστική αντίληψη για την πρωτοπορία, όπως αυτή εκφράστηκε στο νοτιοβαλκανικό περιθώριο του παγκόσμιου κινήματος και γιατί
4) FREIHEIT IST IMMER DIE FREIHEIT DER ANDERS DENKENDEN – Ελευθερία νοείται, η ελευθερία του διαφορετικά σκεπτόμενου (Ρόζα Λούξεμπουργκ)
.

Ο προβληματισμός μου δεν αφορά τη Συνάντηση καθ’ εαυτή (μιας και η αποκατάσταση του Ζαχαριάδη από το ΚΚΕ, δείχνει το «δρόμο του αγώνα» και για όλους τους υπόλοιπους), αλλά κάποια σημεία της συζήτησης που ακολούθησε. Και πάνω απ’ όλα τη μεταγενέστερη  διοικητική αντιμετώπιση των εχόντων μια διαφορετική άποψη, που αναδεικνύει την παθογένεια ενός τμήματος της Αριστεράς. Mιας παθογένειας που σχετίζεται με την άρνηση της άλλης άποψης και την δυϊστική, μανιχαϊστική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος κόσμου και της Ιστορίας….

Ας δούμε κατ’ αρχάς τη συζήτηση που ενόχλησε τους «Καθαρούς« και ξεκίνησε με την ανάρτηση του προγράμματος της Συνάντησης Εργασίας (για τον Π. Πουλιόπουλο) σ’ ένα φόρουμ αριστερών ιστορικών. Ξεκινάμε με το πρώτο σχόλιο που έκανα, ενώ δεν αναδημοσιεύω τα κακοήθη σχόλια ή κάποια που είχαν έναν προσωπικό χαρακτήρα:

 ——————————————–

…………………….
…………………….
Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>3/11/14:

Όλο αυτό με την αγιοποίηση του Πουλιόπουλου θυμίζει το εγχείρημα με την αποκατάσταση του Γούναρη (του μοιραίου ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή). Αναδεικνύοντας τα διάφορα δημοκρατικά (με ή χωρίς εισαγωγικά)  χαρακτηριστικά του και τις μεταρρυθμιστικές του απόψεις, υποβαθμίστηκε  και συγκαλύφθηκε ο  εγκληματικός ρόλος που είχε στη μικρασιατική περιπέτεια και οδήγησε στη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και στην ολοκλήρωση των γενοκτονιών των ελληνικών, αρμενικών και ασσυροχαλδαϊκών πληθυσμών. Και  ακριβώς με την πρόταξη αυτών των δευτερογενών χαρακτηριστικών των πρωταιτίων της Καταστροφής οι ακροδεξιοί, μεταξικοί και βασιλοχουντικοί οδήγησαν με μια παρακρατικοί μεθόδευση στην ακύρωση της Δίκης των Εξ.

Δομικά παρόμοιο είναι αυτό που γίνεται με τον Πουλιόπουλο, ο οποίος υπήρξε ένας μοιραίος άνθρωπος στην ίδια ιστορία οργανώνοντας ένα ντεφετιστικό κίνημα, το οποίο λειτούργησε υποβοηθητικά προς το κεμαλικό εγχείρημα της πλήρους εξόντωσης των μειονοτήτων και στη δημιουργία καθαρού εθνικού κράτους. Δεν είχε την παραμικρή μαρξιστική ματιά ούτε για το ιστορικό μεταίχμιο που διάβαινε τότε η Εγγύς Ανατολής, ούτε βεβαίως για τα εσωτερικά κοινωνικά δρώμενα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν έκανε το παραμικρό στη Μικρά Ασία για να οργανώσει Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους ενάντια σε κάθε εθνικισμό. Για τον Πουλιόπουλο, προλεταριακή αλληλεγγύη σήμαινε νίκη του κεμαλικού εθνικισμού και μόνο…. 

Ακόμα και μετά τη δολοφονία των αυθεντικών ηγετών του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος, του Μουσταφά Σουπχί και των συντρόφων του, ο Πουλιόπουλος και η μεταφυσική του παρέα συνέχισαν να βοηθούν τον κεμαλικό στρατό και να λειτουργούν ως κατάσκοποι της σοβιετικής αποστολής (Φρούνζε, Βοροσίλοφ, Αράλοφ) που οργάνωσε  και εξόπλισε τον εθνικιστικό αυτό στρατό των παλιών Νεότουρκων. Ακόμα και μετά την επιλογή του δυτικού ιμπεριαλισμού (από το 1921) να συμμαχήσει και να βοηθήσει το τουρκικό κεμαλικό κίνημα ενάντια στους Έλληνες και τους Αρμένιους, ο Πουλιόπουλος συνέχισε την ίδια δράση. 

Αυτή δεν είναι κομμουνιστική θέση αλλά απολύτως αντιλαϊκή που «δικαιώθηκε» με τη σφαγή που ακολούθησε σ’ όλη την ιωνική παραλία το Σεπτέμβρη του ’22 (με την ανοχή τόσο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όσο και της σοβιετικής αποστολής), αλλά και την εξόντωση και των ίδιων των μελών των Κομμ. Πυρήνων Μετώπου από τον «σύντροφο» Νουρεντίν πασά. Όχι μόνο στο μικρασιατικό αλλά και στο μακεδονικό ο Πουλιόπουλος λειτούργησε αντιμαρξιστικά και αντιλαϊκά, υπηρετώντας τον αφέντη (Κομιντέρν) με μια γιεχωβάδικη λογική….

————————————— 

Στις 3 Νοεμβρίου 2014 – 12:02 μ.μ., ο χρήστης G.K. έγραψε:

Αγαπητέ κε Αγτζίδη

είστε ευπρόσδεκτος να εκφράσετε τον αντίλογό σας στη συνάντηση. Γι’ αυτό υπάρχουν οι προσκλήσεις. Η διοργάνωση δεν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, όπως δεν θέτετε κι εσείς σε διαβούλευση τις διοργανώσεις σας, με τις οποίες κατά το μάλλον διαφωνούν οι περισσότεροι…

Κατά τα άλλα, οι προσωπικές σας απόψεις δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι αποδεκτές απ’ όλους ούτε να επηρεάζουν τη στάση όσων δεν συμφωνούν με τους φετφάδες σας σε τι πρέπει να θεωρείται σημαντικό για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Και θα προτιμούσα να μην αναφέρετε χαρακτηρισμούς του τύπου «αγιοποίηση¨κλπ. που προσβάλλουν συναδέλφους…

————————————-

Στις 3 Νοεμβρίου 2014 – 1:18 μ.μ., ο χρήστης Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com> έγραψε:

Ας μην δίνουμε στον αντίλογο διαστάσεις που δεν έχει(«φετφάς-fatwa»!!!),  και ούτε βεβαίως επιδιώκει να αποκτήσει.

—————————————-

Στις 3 Νοεμβρίου 2014 – 2:37 μ.μ., ο χρήστης K.P.:

Αγαπητέ Βλάση, προφανώς και έχεις άδικο και υπερβάλλεις. Ο Παντ. Πουλιόπουλος και το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής έκαναν μια πολύ συγκεκριμένη κριτική στις πολιτικές του Βενιζέλου. Η ιμπεριαλιστική επέμβαση του ελληνικού στρατού δεν είχε κανέναν απελευθερωτικό χαρακτήρα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι εθνότητες στην μεταοθωμανική τουρκία δεν καταπιέζονταν. Αν πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει μια επικοδομητική κουβέντα, όλες οι προσκλήσεις είναι ανοιχτές. Ως προς την αγιοποίηση, απλά τιμάται μια σημαντική προσωπικότητα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που σφράγισε την πορεία ενός συγκεκριμένου ρεύματος.

——————————–

Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>3/11/14:

Κώστα νομίζω ότι βλέπουμε μια πολύ σύνθετη εποχή με τα στερεότυπα που μας κληροδότησε η μονομέρεια της παραδοσιακής Αριστεράς (τροτσκιστικής ή σταλινικής, πάντως ελλαδικής-νοτιοβαλκανικής), με χαρακτηριστικότερη την κωδικοποίηση που έκανε ο Ν. Ζαχαριάδης:  https://kars1918.wordpress.com/2012/10/06/zahariadis-theodoridis/

Νομίζω ότι αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς θα χρησιμοποιούσαμε τον όρο «μετασχηματισμός του οθωμανικού χώρου» ή NANSEN (PL16)«οριστική μετάβαση στη νεοτερικότητα του οθωμανικού εδάφους», για το οποίο ζήτημα γνωρίζουμε τη θέση του ΣΕΚΕ την οποία με την μονομέρειά τους παραβίασαν βάναυσα ο Πουλιόπουλος και η φράξια του:  «Το σημερινό κράτος (Οθωμανική Αυτοκρατορία) να μεταβληθεί εις μίαν ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων, ώστε οι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν δημοκρατικήν ομοσπονδία». (Απόφαση στο Ιδρυτικό συνέδριο ΣΕΚΕ, Νοέμβριος 1918)

Όσον αφορά τις ιμπεριαλιστικές συμπεριφορές, τέτοιες ήταν όχι μόνο των Φιλελευθέρων (και ουχί των Δεξιών εκείνης της εποχής) αλλά και των κεμαλικών. Την παλιά οθωμανική επικράτεια διεκδικούσαν πλήθος ιμπεριαλιστές και εθνικιστές (Έλλαδικοί, Νεότουρκοι, Ιταλοί, Γάλλοι, Άγγλοι). Ποιός ήταν ο ρόλος της Αριστεράς εκείνη την εποχή; Αυτό είναι ένα ερώτημα που έως τώρα δεν έχει απαντηθεί. Όπως δεν έχει απαντηθεί τι έγινε το βιομηχανικό οθωμανικό προλεταριάτο της Μικράς Ασίας το 1922 και ποιές ήταν οι ταξικές αντιθέσεις εκείνης της εποχής. Επίσης νομίζω ότι όταν χρησιμοποιούμε τον όρο  «ιμπεριαλιστική επέμβαση» θα πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε στην πληρότητά του: και για τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου (Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο Σάμο, Σαμοθράκη), και για την Ήπειρο και για την Μακεδονία βεβαίως. Σε τίποτα δεν διαφέρει το μικρασιατικό εγχείρημα, ώστε να το εντάξουμε σε άλλη ιστορική κατηγορία. Για να μην πω ότι εύκολα μπορούμε να μιλήσουμε για τον ιμπεριαλισμό των Μανιατών κατά την κατάκτηση της οθωμανικής και κατά πλειονότητα μουσουλμανικής Τρίπολης την άνοιξη του 1821. Αλλά με τον τρόπο αυτό καταλήγουμε σε αξιολογήσεις ηθικιστικού χαρακτήρα…..

——————————————————-

3 Νοεμβρίου 2014 – 2:48 μ.μ., ο χρήστης d.k. έγραψε:

Κύριε Αγτζίδη, 

Από ότι καταλαβαίνω, ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεστε στην προσωπικότητα ενός μαρξιστή του ελληνικού, αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, δεν έχει στόχο να προστατέψει τον ίδιο από την αγιοποίησή του, αλλά μάλλον την συκοφάντησή του, ως ένα μέσο να στηρίξετε αυτά που
ισχυρίζεστε.  Αλλιώς, πως μπορεί να εξηγηθεί το ότι τον παρομοιάζεται με τον Γούναρη;
Δηλαδή, τι προτείνετε; Να μην γίνονται εκδηλώσεις για την προσωπικότητα του Πουλιοπουλου και τη συνεισφορά του;

Είναι αγιοποίηση όταν γίνονται τέτοιου τύπου εκδηλώσεις; Τότε, τι δεν είναι αγιοποίηση;
Αυτά που λέτε είναι ανακρίβειες, αφού δεν τοποθετούν τον Πουλιόπουλο στο ιστορικό πλαίσιο που έδρασε, εφόσον τον χαρακτηρίζετε, λίγο πολύ, πράκτορα του τούρκικου εθνικισμού, εφόσον λειτούργησε «υποβοηθητικά». Εάν ακολουθήσω το συλλογισμό σας, θα υποθέσω ότι και για τον ντεφετιστή Λένιν έχετε την άποψη ότι ήταν πράκτορας του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Και όλοι γνωρίζουμε με ποιο τρόπο ο Λένιν πήγε στη Ρωσία.  

Ο Πουλιόπουλος ήταν φαντάρος και λειτούργησε στο πλαίσιο του ελληνικού στρατού, ο οποίος στρατός έκανε
ιμπεριαλιστική επέμβαση. Άρα δεν μπορούσε να οργανώσει «Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους ενάντια σε κάθε εθνικισμό», όπως λέτε, παρά μόνο φαντάρους. Μακάρι να είχε οργανωθεί κίνημα ντεφετιστικό, όπως λέτε, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε, παρά μόνο κάποιες μικρές επιτροπές που πρωτοστατούσαν κομμουνιστές φαντάροι.
Εκτός και αν δεν είναι ιμπεριαλιστική η επέμβαση του ελληνικού κράτους. Επειδή ο παππούς μου ήταν πρόσφυγας, έλεγε πολλές φορές στην οικογένειά μου, για τις βιαιοπραγίες που έκανε εκεί ο «απελευθερωτικός» ελληνικός στρατός. Δεν έχετε μόνο εσείς ανάλογη καταγωγή.  

Εφόσον, λοιπόν, ο ελληνικός λαός ήταν υπέρ μιας τέτοιας επέμβασης, πως μπορεί να εξηγηθεί το αντιπολεμικό κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, μετά την ήττα της Μικράς Ασίας, ηγέτης του οποίου ήταν ο Πουλιόπουλος; Προφανώς, κάτι κατάλαβε ο λαός από τα δεινά που του έδωσε η επέμβαση του ελληνικού κράτους στην Μικρά Ασία.
Ποιες είναι οι πηγές σας ότι ο Πουλιόπουλος βοηθούσε τον κεμαλικό στρατό και λειτουργούσε ως κατάσκοπος της σοβιετικής αποστολής;
Θέλετε να μας πείτε ότι η σφαγή έγινε εξαιτίας του Πουλιόπουλου και της παρέας του και όχι εξαιτίας της στάσης του ελληνικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος έφτασε κοντά στην Άγκυρα; Τι δουλειά είχε εκεί; Τι απελευθέρωνε; Έτσι, όπως μας τα λέτε, θα ρίξουμε όλη την ευθύνη στον Πουλιόπουλο και όχι στο ελληνικό κράτος.

Όσο για το μακεδονικό, σας προτείνω να ξαναδιαβάσετε τη στάση του Πουλιόπουλου και πως αυτή προέκυπτε.

 Ο Πουλιόπουλος ήταν παιδί της εποχής του και ήταν από τους λίγους επαναστάτες, που κατάλαβε τόσο τη σταλινοποίηση της ΕΣΣΔ και του ΚΚΕ, αλλά και έκανε αυτοκριτική για τις λάθος επιλογές του.  

Αν κατάλαβα καλά, μαρξισμός για εσάς είναι, μάλλον, η υπεράσπιση του δικού μας εθνικισμού. Μάλλον έχουμε διαφορετική προσέγγιση περί μαρξισμού.  

Αυτά για την ώρα.

                                                       Δ. Κ.

————————————————–

Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>, 3/11/14:
Η αναφορά στον Γούναρη σχετιζόταν μόνο με την επισήμανση δομών προσέγγισης…
 
Δεν καταλάβατε καθόλου την άποψή μου. Απλώς εγώ τις μειονότητες που υπέστησαν τη Γενοκτονία από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς δεν τις ταυτίζω με την πολιτική του ελληνικού κράτους και δεν τις εξαφανίζω από το ερευνητικό πεδίο, όπως συνήθως γίνεται, λες και ότι ουδέποτε υπήρξαν…. . Θεωρώ ότι σε κάποια σημεία συμπορεύτηκαν και στα περισσότερα απόκλιναν από τα ελλαδικά συμφέροντα. Τόσο ως κοινότητες αυθύπαρκτες στην Ανατολή, όσο και ως πρόσφυγες μετά το ’22.  Η Ελλάδα είχε τη δική της εθνοφυλετική ιδεολογία και τα δικά της κρατικά συμφέροντα και οι χριστιανικές οθωμανικές κοινότητες (Έλληνες και Αρμένιοι) τα δικά τους. Αν θέλετε να δείτε τη δική μου άποψη για το Ζήτημα της Ανατολής, ώστε να μην την παρερμηνεύετε εφεξής, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο:  https://kars1918.wordpress.com/2013/07/04/1908-1923-2/
—————————————————-

Στις 3 Νοεμβρίου 2014 – 6:31 μ.μ., ο χρήστης a.k. έγραψε: μέσω googlegroups.com

Επιτέλους και κάποιος ιστορικός που αποκαλύπτει την πραγματική επιρροή του ΣΕΚΕ στο προλετάριατο τη δεκαετία του ’20. Ένα κόμμα που ιδρύθηκε το 1918, το 1922 είχε φτάσει να έχει τέτοια επιρροή ώστε να καθορίσει την τύχη της μικρασιατικής εκστρατείας, προκαλώντας την απόσυρση της Ελλάδας από τα μικρασιατικά παράλια. Τέτοια ερμηνεία των γεγονότων έχω ξαναδιαβάσει μόνο σ’ ένα άρθρο του κύριου Αγτζίδη στο περιοδικό «Άρδην» και είμαι πολύ περίεργος να μάθω από που προκύπτει το γεγονός ότι το ΣΕΚΕ και ο Πουλιόπουλος διέθεταν αυτή τη δύναμη. Εκτός κι αν το πρόβλημα είναι οι, πραγματικά, ντεφετιστικές απόψεις του Πουλιόπουλο που, προφανώς, δεν αρέσουν στον κύριο Αγτζίδη και κατατάσσουν τον Πουλιόπουλο στο πάνθεο των προδοτών κλπ.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας πω ότι είναι και τελείως αντι-μαρξιστικό να υπερβάλετε τόσο πολύ το ρόλο των προσώπων, λ.χ. Πουλιόπουλος, Γούναρης, αγνοώντας κοινωνικές, πολιτικές, διπλωματικές διεργασίες κλπ.

——————————————–

Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>, 3/11/14:

Γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε;;; Γιατί είστε τόσο αυθαίρετοι βάζοντας στο στόμα του άλλου τις δικές σας σκέψεις;  

Επί της ουσίας: Καμιά ουσιαστική δύναμη δεν διέθεταν οι Πυρήνες του Πουλιόπουλου για να καθορίσουν την εξέλιξη των Smyrniπραγμάτων. Αυτή -όπως και η μοίρα των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων- καθορίστηκε από τις επιλογές του δυτικού ιμπεριαλισμού και την πολιτική των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων (βενιζελικών και κυρίως μοναρχικών). Οι παρατηρήσεις μου εδώ έχουν περισσότερο ένα χαρακτήρα ιδεολογικής αποτίμησης. Η άποψή μου, σε αντίθεση με τον μικρομεγαλισμό των τότε παραγόντων του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ -που πίστευαν ότι αυτοί καθόρισαν το μέλλον του πολέμου προς όφελος της διεθνούς επανάστασης (διαβάστε την άποψη του Μπεναρόγια)-  είναι ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις. Αν θέλετε να δείτε πλήρως την άποψή μου αγοράστε το τελευταίο τεύχος της»Μαρξιστικής Σκέψης», όπου συμπεριλαμβάνεται -παράλληλα με την παραδοσιακή άποψη- και ένα κείμενό μου με τίτλο «Η πολιτική του ΣΕΚΕ στο μικρασιατικό ζήτημα«.…   

 —————————————————————

Στις 4 Νοεμβρίου 2014 – 12:54 π.μ., ο χρήστης a.k. έγραψε:

Σε αυτή την περίπτωση, φαντάζομαι ότι έστω και εκ των υστέρων φράσεις όπως «υποβαθμίστηκε  και συγκαλύφθηκε ο  εγκληματικός ρόλος που είχε στη μικρασιατική περιπέτεια και οδήγησε στη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και στην ολοκλήρωση των γενοκτονιών των ελληνικών, αρμενικών και ασσυροχαλδαϊκών πληθυσμών» και το «ντεφετιστικό κίνημα, […] λειτούργησε υποβοηθητικά προς το κεμαλικό εγχείρημα της πλήρους εξόντωσης των μειονοτήτων και στη δημιουργία καθαρού εθνικού κράτους», είναι τουλάχιστον υπερβολικές και δεν αποτελούν ιστορική αποτίμηση, αλλά ιδεολογική τοποθέτηση.

——————————————————————-

Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>, 4/11/14:

Το συγκεκριμένο απόσπασμα που αναφέρετε γράφτηκε για την πολιτική της μοναρχικής παράταξης και του Δ. Γούναρη  και αφορούσε τη μέθοδο που ακολούθησαν λίγο καιρό πριν οι ακροδεξιοί για να επιτύχουν την «αθώωση» των  πολιτικών τους προγόνων: «Αναδεικνύοντας τα διάφορα δημοκρατικά (με ή χωρίς εισαγωγικά)  χαρακτηριστικά του  και τις μεταρρυθμιστικές του απόψεις, υποβαθμίστηκε  και συγκαλύφθηκε ο  εγκληματικός ρόλος που είχε στη μικρασιατική περιπέτεια και οδήγησε στη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και στην ολοκλήρωση των γενοκτονιών των  ελληνικών, αρμενικών και ασσυροχαλδαϊκών πληθυσμών. Και  ακριβώς με την πρόταξη αυτών των δευτερογενών χαρακτηριστικών των πρωταιτίων της Καταστροφής οι ακροδεξιοί, μεταξικοί και βασιλοχουντικοί οδήγησαν με μια  παρακρατική μεθόδευση στην ακύρωση της Δίκης των Εξ.» 

 Τα συμπεράσματα αυτά αποτελούν ιστορική αποτίμηση (τη δική μου ιστορική αποτίμηση, για να είμαστε ακριβείς!!!)

 Η υπενθύμιση έγινε για λόγους  δομικού συγκρητισμού. Όσον αφορά τη  ντεφετιστική» ελλαδική παρέμβαση στο μικρασιατικό,  την άποψή μου την έγραψα: «…σε αντίθεση  με τον  μικρομεγαλισμό των τότε παραγόντων του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ  -που πίστευαν ότι αυτοί καθόρισαν το μέλλον του πολέμου προς όφελος της διεθνούς επανάστασης (διαβάστε την άποψη του Μπεναρόγια)-  είναι ότι δεν είχαν τη δυνατότητα  να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις

Αν θέλετε να πάτε στις λεπτομέρειες των διαφορετικών εκτιμήσεων διαβάστε εκτός από το δικό μου κείμενο, που σας  υπόδειξα, και το κείμενο του  Philip Carabott, “The Greek ‘Communists’ and the Asia Minor Campaign”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. 9, 1992, όπου υποστηρίζεται το αντίθετο από τη δική μου εκτίμηση και υιοθετείται ουσιαστικά η άποψη του Μπεναρόγια ή του Δημήτρη Λιβιεράτου, ο οποίος γράφει: «Μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρο το Μέτωπο καταρρέει, όχι τόσο από τα χτυπήματα του αντιπάλου, όσο γιατί οι Έλληνες στρατιώτες βαρέθηκαν να πολεμάνε και γυρίζουν στα σπίτια τους. Κάνουν «απεργία» πολέμου κατά μια έκφραση της εποχής!!!» 

Να σημειώσω απλώς, καταθέτοντας την αντίθεσή μου στη θέση Carabott -και να τελειώσω τη συζήτηση μ’ αυτό- ότι η «απεργία πολέμου» και το συναίσθημα του «Οίκαδε» (στην καθαρεύουσα) ή «Στα σπίτια μας» (στη δημοτική) δεν ήταν τόσο απόρροια της ντεφετιστικής προσπάθειας της συγκεκριμένης Φράξιας, αλλά απόρροια και κατάλοιπο της μοναρχικής αντιπολεμικής και αντιμικρασιατικής προπαγάνδας [η αντιπολεμική καμπάνια αποτέλεσε την κύρια προπαγανδιστική αιχμή των μοναρχικών την περίοδο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του ΄20, ενώ αντιμικρασιατικά συναισθήματα στο χώρο της μοναρχικής παράταξης είχαν διαμορφωθεί από το 1916 και είχαν εμπεδωθεί με πογκρόμ και  δολοφονίες κατά των προσφύγων του πρώτου διωγμού (1914-) στα λεγόμενα «Νοεμβριανά»]…..

—————————————————

Στις 4 Νοεμβρίου 2014 – 12:16 μ.μ., ο χρήστης K.P. έγραψε:

διαφεύγει το γεγονός ότι απλά κανένας δεν ήθελε ή δεν αισθανόταν την ανάγκη να πάει να πολεμήσει και ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ιδεολογίας καταρχήν, αλλά της κόπωσης μετά από μια δεκαετή πολεμική αναστάτωση και φυσικά της αίσθησης ότι εκεί δεν υπάρχει κάτι να υποστηρίξει και να υπερασπιστεί.

Κ.Π.

—————————————–

Στις 4 Νοεμβρίου 2014 – 12:35 μ.μ., ο χρήστης Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com> έγραψε:

Κώστα, έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες, αλλά αυτό αφορά μόνο τους εξ Ελλάδος προερχόμενους, οι οποίοι (μέρος τους πάντα)  πολέμησαν στους Βαλκανικούς, λιγάκι προς το τέλος του Α’Π.Π., στην εκστρατεία στην Ουκρανία (συνολικά 3 περίπου χρόνια πριν τη μικρασιατική εμπλοκή).  Όμως αυτό δεν ισχύει για τους Μικρασιάτες, τους Πόντιους ή τους Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι ζούσαν σε άλλες συνθήκες, είχαν να αντιμετωπίσουν μια διαφορετική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και τελικά συντρίφτηκαν εξ αιτίας των ελλαδικών κρατικών συμφερόντων και της πολιτικής των ελίτ της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος»… 

——————————————————————– 

Στις 4 Νοεμβρίου 2014 – 12:58 μ.μ., ο χρήστης K.P. έγραψε:

ναι, αλλά τελικά ποιοί κλήθηκαν να πολεμήσουν και με ποιούς όρους και κάτω υπό ποιές συνθήκες. Κλήθηκαν να πολεμήσουν κάποιοι ξένοι από την Ελλάδα μέσα στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής επέκτασης της Ελλάδας και όχι οι ντόπιοι. Επίσης, δεν ξέρω εάν όλοι οι ντόπιοι ήταν πεπερισμένοι για την ελληνοποίηση μέσα από σφαγές της της Τουρκίας. Από τον 19ο αιώνα η μεγάλη Ιδέα είχε δύο πλεύρές, Η πρώτη ήταν η εξεγερσιακή και προερχόταν από την επαναστατική παράδοση και η δεύτερη ήταν η πολεμική-ιμπεριαλιστική που προερχόταν από τις εκσυγχροσνιστικές αστικές δυνάμεις. Η άποψή μου είναι γενικά πως κανένας δε θα δώσει την ελευθερία στον άλλον. Μόνοι τους οι λαοί της Οθωμ. Τουρκίας έπρεπε να αγωνιστούν για την ελευθερία τους και οι άλλοι λαοί των βαλκανιών να εκδηλώσουν την αλληλεγύη τους με διάφορους τρόπους. Αλλά εκτός από την περίπτωση της Κρήτης δεν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση.  

Κ.Π.

—————————————————————

Agtzidis Vlassis <agtzidis.vlassis@gmail.com>, 4/11/14:

Κώστα γράφεις: «εκτός από την περίπτωση της Κρήτης δεν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση.»

 Πώς δεν υπάρχει; Για τις κοινότητες της Ανατολής υπάρχουν τα ένοπλα κινήματα των Αρμενίων, των Ποντίων, των Κιρκασίων, τα οποία (αρμενικό, ποντιακό αρχικά) οργανώνονται εξαιτίας των γενοκτονιών που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι από το ’14. Οι δυτικομικρασιάτες και οι Ανατολικοθρακιώτες εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό, ενώ από την άνοιξη του ’22 η πολιτική οργάνωση ‘Μικρασιατική Άμυνα» ζήτησε την ανακήρυξη ανεξάρτητου ή αυτόνομου κράτους στο σαντζάκι Σμύρνης -κάτι που σύμφωνα με τον Κορδάτο, ήταν σε απόλυτη συμφωνία εκείνη τη στιγμή με τις θέσεις της νεαρής ΕΣΣΔ- και την δημιουργία ντόπιου στρατού που θα στήριζε αυτή την αυτονομία. Η επίσημη Ελλάς όχι μόνο τους το αρνήθηκε, επιβάλλοντας συνθήκες καταπίεσης και δικτατορίας μέσω της Αρμοστείας, αλλά και απαγόρευσε τον εξοπλισμό τους, διάλυσε τις πολιτοφυλακές τους και επί πλέον τους απαγόρευσε και να διαφύγουν με εκείνο τον φοβερό νόμο περί διαβατηρίων που εξέδωσε ένα μήνα πριν την ήττα. Με την πολιτική της δεν τους επέτρεψε να υπερασπίσουν τα δικά τους Kobanê (Μοσχονήσια, Αϊβαλί, Βουρλά, Αλάτσατα  κ.λπ.) που το ήθελαν και το επιζητούσαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός των Ελλήνων εργατών των ορυχείων της Μπάλιας που τους απαγόρευσαν οι ελληνικές αρχές τον εξοπλισμό με αποτέλεσμα να σφαγούν το Σεπτέμβρη του ’22 από τα τακτικά κεμαλικά στρατεύματα, άοπλοι και αθώοι, 600 μεταλλωρύχοι με τις οικογένειές τους .   Δηλαδή η «μητέρα-πατρίδα» συνήργησε σ’ αυτό που ήταν γνωστό από πριν ότι θα συμβεί: στην γενικευμένη σφαγή Ελλήνων και Αρμενίων όχι ως αντίποινα για τα υπαρκτά εγκλήματα που διέπραξε ο διαλυμένος ελλ. στρατός, αλλά ως ολοκλήρωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης που είχε πρωτοδιατυπωθεί επισήμως από τον Οκτώβριο του ’11 και είχε τεθεί σε εφαρμογή καθ’ όλη τη διάρκεια του   Α’Π.Π. Οι ευθύνες των ελλαδικών αστικών δυνάμεων για τη σφαγή των Ελλήνων και των Αρμενίων στη Μικρά Ασία είναι πολύ μεγάλες….

——————————————————-
——————————————————-

IMGP2804

Ένα μεθύστερο σχόλιο

.
Όσον αφορά τον αρχικό τίτλο της ανάρτησης:
«Ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος δωσίλογος;;; Ή απλώς ένας ‘λικβινταριστής’ και ‘πράκτορας της Ασφάλειας’;«, το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ο χαρακτηρισμός «λικβινταριστής»: (δηλαδή «διαλυτικό στοιχείο»)  με τον οποίο διαγράφτηκε μαζί με τον Γιατσόπουλο από το ΚΚΕ στις 25 Σεπτεμβρίου του 1927. Κι άλλες κατηγορίες από την πλευρά του ΚΚΕ θα τον συνοδεύσουν στη συνέχεια, όπως: πράκτορας της ασφάλειας και  τροτσκιστοφασίστας

Τον Πουλιόπουλο και τους συν αυτώ διέγραψε από το Κόμμα η ομάδα των κούτβηδων του Ανδρόνικου Χαϊτά, αυτών δηλαδή που είχαν αποσταλεί από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) στην Ελλάδα στο πλαίσιο της συμφωνίας οργανωτικής σύνδεσης με την Κομμουνιστική Διεθνή με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Νίκο Ζαχαριάδη. Είναι αληθινή ειρωνεία το γεγονός ότι ένας από τους κυριώτερους υποστηρικτές της πλήρους υποταγής του ΚΚΕ και της μετατροπής του σε οργανωτικό παράρτημα  της  Κομιντέρν, υπήρξε ο ίδιος ο Παντελής Πουλιόπουλος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πουλιόπουλος ήταν τόσο υπέρ της απόλυτης οργανωτικής και ιδεολογικής εξάρτησης του ΚΚΕ από την Κομιντέρν, ώστε παραβίασε κάθε δεοντολογία και χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση του κόμματος, υπερψήφισε μαζί με τον Μάξιμο -τον Ιούλιο του 1924 στη Μόσχα κατά την 7η Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ)-  την καταστροφική και αντιλαϊκή θέση για «Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», που τόσα δεινά επέφερε στο ΚΚΕ και στο εργατικό κίνημα της Ελλάδας.

Το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δοθεί στο αντιδραστικό αστικό πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας για να πολεμηθεί το νεαρό εργατικό κίνημα, ήταν αυτό που της έκανε ο Παντελής Πουλιόπουλος. Μετέφερε με τη ξενόδουλη στάση του το πεδίο αντιπαράθεσης από το ταξικό στο εθνικό. Και αυτό σε μια εποχή που αναπτυσσόταν ραγδαία το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ενώ δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυτοδιάθεσης στη Μακεδονία και τη Θράκη με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα. Ακριβώς αυτό ήταν και το επιχείρημα με το οποίο ποινικοποιήθηκε η κομμουνιστική ιδεολογία (Ιδιώνυμο του 1929)…

Ο ίδιος ο Πουλιόπουλος, σύρθηκε στα δικαστήρια το 1925 (μαζί με άλλους 23 κομμουνιστές) και το ’26 , όχι με τη κατηγορία που θα περίμενε κανείς, δηλαδή του επαναστάτη που  υποκινεί ταξικούς αγώνες για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά με την κατηγορία του «αυτονομιστή», ότι προωθούσε την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης.  Για άλλη μια φορά η θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τον αντιδραστικό χαρακτήρα του εθνικού ζητήματος αποδείχθηκε περίτρανα. Και δυστυχέστατα, αυτή την απλή διαπίστωση αδυνατούν να την κατανοήσουν οι σύγχρονοι τροτσκιστές -που από τον Τρότσκι παίρνουν μόνο ότι τους ταιριάζει και πολλές φορές επικαλούνται και την ίδια τη Λούξεμπουργκ, τις θέσεις της οποίας για το εθνικό ζήτημα, αλλά και για το Ζήτημα της Ανατολής, έχουν  προηγουμένως απορρίψει ή λογοκρίνει

 Η προσαρμογή του ΚΚΕ στην ανορθολογική αυτή θέση της Κομιντέρ που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του Βουλγαρικού Κ.Κ. και του ίδιου του Δημητρόφ, είχε οδηγήσει στη διαφοροποίηση κάποιων έντιμων και σοβαρών στελεχών και στη ρήξη με το παράρτημα-ΚΚΕ, όπως ο Γιάννης Κορδάτος,  οι οποίοι πίστευαν ότι μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών και την ολοκλήρωση της διαμόρφωσης των εθνών-κρατών στη Βαλκανική, το σχέδιο για ανεξάρτητη Μακεδονία ήταν λάθος. Τελικά, ένεκα αυτής της παράδοξης ξενοδουλείας προς την Κομιντέρν -που είχε εκφράσει και υπηρετήσει ο Παντελής Πουλιόπουλος- οι κυρίαρχοι κομματικοί μηχανισμοί θα τον ενοχοποιήσουν, θα τον διαγράψουν και θα τον συκοφαντήσουν ασύστολα.

Για τον δωσιλογισμό

Ο όρος «δωσίλογος» αναδείχθηκε ιδιαίτερα επί γερμανικής κατοχής για να τονίσει τη συνεργασία κάποιου με τον κατακτητή. Ο «δωσιλογισμός» ως έννοια κρίσης χρησιμοποιήθηκε για να περιγραφούν πράξεις συνεργασίας με τον κατακτητή ή ακόμα και διευκόλυνσής του εις βάρος των κατακτημένων. 

Σήμερα η χρήση του όρου έχει διευρυνθεί κατά πολύ και περιλαμβάνει πολλές πράξεις και στάσεις, πολύ λιγότερο σημαντικές από αυτές του Πουλιόπουλου και της παρέας του (Κομμ. Φράξια). Δείτε για παράδειγμα αυτό το κείμενο του 2011: http://alterapars.blogspot.gr/2011/02/blog-post.html. Σε αντίστοιχο κείμενο, το γεγονός της ένταξης της Ελλάδας στον αστερισμό των Μνημονίων και της ξένης επιτροπείας, περιγράφηκε ως «Νέος Δωσιλογισμός». Εξ άλλου, μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο για τον όρο αυτό αποδεικνύει ότι η χρήση του έχει πλέον γενικευτεί και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σειρά από αρνητικές πράξεις….

Όσον αφορά την κατηγορία περί «δωσιλογισμού» για τον Πουλιόπουλο, εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Είναι δύσκολο να δώσουμε μια τελεσίδικη απάντηση, η οποία αναγκαστικά είναι συναρτημένη με μια σειρά εννοιολογικών αλλά και ιδεολογικών παραδοχών. Είναι γεγονός ότι η στάση του Παντελή Πουλιόπουλου και της παρέας του στο Μικρασιατικό οδήγησε στη δημιουργία ενός ασήμαντου ντεφετιστικού κινήματος, που προσπάθησε να βοηθήσει το κεμαλικό smyrnh-11φασιστικό κίνημα και τη συμμαχική προς αυτό σοβιετική αποστολή. Σίγουρα συνέβαλε, έστω και λίγο, στη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και στην ολοκλήρωση των Γενοκτονιών των μη μουσουλμανικών λαών. Αν δεχτούμε ότι ο Πουλιόπουλος και οι Έλληνες της Ανατολής (Μικρασιάτες, Πόντιοι, Ανατολικοθρακιώτες, κ.ά.) ανήκουν στην ίδια εθνική ομάδα, τότε σίγουρα συνεργάστηκε (είτε παθητικά είτε ενεργητικά) με τους εχθρούς τους και ευνόησε το χαμό τους -λαμβάνοντας υπόψη το δεδομένο ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν το επιδίωξε συνειδητά, ούτε είχε κάποιο υλικό όφελος, πλην και μόνο λόγους ιδεολογίας. Πάντως, το αποτέλεσμα είναι αυτό που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία της όποιας επιλογής.

Βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τότε υπήρξε ένα κλίμα επαναστατικής ευφορίας, ως απόρροια της ρωσικής Επανάστασης και της μυθοποίησης του νεαρού σοβιετικού κράτος. Η αντίληψη ότι είχε φτάσει «η εποχή των εργατών» και είχε ξεπεραστεί «η εποχή των εθνών» φαίνεται ότι κυριάρχησε. Η νεαρή ΕΣΣΔ θεωρήθηκε ως «πατρίδα των απανταχού εργατών», η πολιτική της οποίας εξέφραζε το απόλυτα σωστό και δεν θα ήταν δυνατόν να τύχει οιασδήποτε κριτικής, εφόσον ήταν απαραιτήτως ορθή. Η απλοϊκή αυτή αντίληψη αποτυπώθηκε τόσο στα κείμενα εκείνης της εποχής, όσο και σε τραγούδια και ύμνους.

Το κλίμα αυτό -συνδυασμένο με την έλλειψη γνώσης της μαρξιστικής ανάλυσης της οθωμανικής  κοινωνίας, που ήδη είχε επεξεργαστεί η Λούξεμπουργκ- οδήγησε στην αντιπολεμική στάση του ΣΕΚΕ, στην υποτίμηση των λαϊκών συμφερόντων των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ανατολή, την παραγνώριση του αντιδραστικού πρωτοναζιστικού χαρακτήρα του τουρκικού εθνικισμού και του Μουσταφά Κεμάλ. Την αντίληψη αυτή, μετέτρεψε σε πολιτική πράξη η παρέα του Πουλιόπουλου στο Μέτωπο. Η ηπιότερη κριτική που θα μπορούσε να του γίνει είναι «αφελής αντιλαϊκή στάση, που εκκινούσε από ιδεοληψίες και άγνοια των πραγματικών συνθηκών και της κοινωνικής αντιπαράθεσης στον οθωμανικό κόσμο».

Για τις πολιτικές στη νεαρή ΕΣΣΔ που έκριναν το μέλλον της Ανατολής, της μοίρας των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, αλλά και του ίδιου του σοβιετικού πειράματος, δες: «Η μοιραία αλλά άγνωστη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ»   https://kars1918.wordpress.com/2013/03/01/brzesc-litewski/

Για το διακύβευμα της εποχής που ο Πουλιόπουλος έκανε »απεργία πολέμου» και τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις της οθωμανικής κοινωνίας την περίοδο του μετασχηματισμού της βλέπε: https://kars1918.wordpress.com/2013/07/04/1908-1923-2/ 

«Νεοσταλινικοί τροτσκιστές»!!! Είναι δυνατόν;

Και όμως είναι! Μοναδικό ενδιαφέρον έχει η συνάντηση στις μέρες μας των νεοσταλινικών του Περισσού με τις απόψεις του Πουλιόπουλου για τον χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα: λαϊκοδημοκρατικό ή σοσιαλιστικό;

Και είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι τη στιγμή που το ΚΚΕ αποκαθιστά τον Νίκο Ζαχαριάδη, δηλαδή τον κύριο φορέα της άποψης για τις συμμαχίες και τα στάδια προς το σοσιαλισμό, την ίδια στιγμή υιοθετεί την άποψη του αντίπαλου ιδεολογικού ρεύματος προς τον Ζαχαριάδη, που εκφράζει ο Πουλιόπουλος.

Τελικά, ο χαμός είναι αυτός που γίνεται στο μυαλό της αυταρχικής αριστεράς (νεοσταλινικής ή τροτσκιστικής), που ονειρεύεται με όχημα και καθοδηγητή το πρωτοπόρο κόμμα που εμπνεύστηκε ο Βλαδίμηρος, να σώσει το Λαό από την καπιταλιστική απώλεια και να τον οδηγήσει στα ουρί που ενυπάρχουν (αναμφίβολα) στον παράδεισο του σοσιαλισμού!!!

 Kompani...

18 Σχόλια

  1. Ν.Χ. on

    Λαϊκά Μέτωπα και ΚΚΕ

    77315
    από ιχνηλάτης

    Ένα άρθρο,πολύ ενδιαφέρον, «ψάρεψα» απο το Πολιτικό καφενείο . Είναι όντως πολύ μεγάλο, αλλά πιστεύω ότι θα ανταμείψει αυτόν που θα έχει την υπομονή να το διαβάσει μέχρι τέλους. Είτε για να συμφωνήσει , είτε για να διαφωνήσει. Οπωσδήποτε θα έχει συντελέσει στην διαμόρφωση αντικειμενικής άποψης. Και ας μην ξεχνάμε ότι η αναδρομή στο παρελθόν γίνεται απο την σκοπιά των αγώνων του σήμερα.

    ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ, ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ

    Λαϊκό Μέτωπο είναι η κάθε μορφής και βαθμού συνεργασία ενός εργατικού κόμματος με αστικό κόμμα, με στόχο φυσικά τη διατήρηση των βάσεων του καπιταλισμού. Το Λαϊκό Μέτωπο, όχι μόνο δεν ήταν ποτέ ένα «σκαλοπάτι προς το σοσιαλισμό», όπως ισχυρίζονται οι σταλινικοί, αλλά άνοιγε πάντα το δρόμο στις πιό βίαιες επεμβάσεις του κρατικού μηχανισμού, σε διχτατορίες και στο φασισμό (Ισπανία 1936-39, Χιλή 1970-73). Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η αστική δημοκρατία και οι αστικές μερίδες με τις οποίες συνεργάζονται οι σταλινικοί, συνδέονται με χίλιους δεσμούς, καλύπτουν, ανοίγουν το δρόμο στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις και το κράτος και πολλές φορές συμμετέχουν σε στρατοκρατικές λύσεις. Η ελληνική εργατική τάξη έχει μια πολύτιμη ιστορική εμπειρία, πληρωμένη με αίμα. Σ΄ όλες τις κρίσιμες περίοδες, το 1935-39, το 1941-49, το 1963-67 και το 1989, ήταν αυτή η πολιτική της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ που το 1963-67 οδήγησε στη δικτατορία και στην προδοσία της επανάστασης.

    ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ

    Το 1936 τα σύννεφα του πολέμου έχουν αρχίσει να πυκνώνουν. Η εργατική τάξη, μετά το σόκ της ήττας στη Γερμανία και την επικράτηση του ναζισμού, δεν παύει να δίνει επαναστατικούς αγώνες. Η άλυτη ιστορική κρίση του καπιταλισμού, στη δεκαετία του ΄30, μετά το κράχ του 1929, έχει οδηγήσει σε μαζική ανεργία και εξαθλίωση την εργατική τάξη, σε καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, και σε μια κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, ο παραδοσιακά ισχνός κοινοβουλευτισμός έχει τελείως υποσκαφτεί από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και την πάλη της εργατικής τάξης. Το κράχ του ΄29 οδήγησε στην επίσημη ανακήρυξη κρατικής χρεοκοπίας από την κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου και στην ήττα της τελευταίας στις εκλογές του Σεπτέμβρη 1932. Καθώς κανένα κόμμα δεν μπορούσε να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, έγιναν εκλογές στις 5 του Μάρτη 1933. Πριν καν τελειώσει η καταμέτρηση των ψήφων και ενώ ήταν φανερό ότι οι Φιλελεύθεροι έχαναν την πλειοψηφία, ο βενιζελικός στρατηγός Πλαστήρας κινητοποιεί τη φρουρά της Αθήνας, αλλά με την κινητοποίηση του λαού και με τους δισταγμούς του Βενιζέλου, το προνουτσιαμέντο σταμάτησε στη γέννησή του. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων, παραδοσιακός εκφραστής της αστικής τάξης, με τη φορομπηχτική πολιτική και τα καταπιεστικά μέτρα του ενάντια στο εργατικό κίνημα, είχε γίνει μισητό στο λαό. Με το «ιδιώνυμο» χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές φυλακίστηκαν ή στάλθηκαν στις εξορίες και τα ξερονήσια. Το κόμμα που ποτέ δε στάθηκε ικανό να παλέψει για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και είχε προσπαθήσει να χειραγωγήσει την εργατική τάξη και την προσφυγιά, τώρα πια είχε απλωμένη ανοιχτά τη σημαία του αντικομμουνισμού. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη του Λαϊκού Κόμματος, παραδοσιακά φιλομοναρχικού, δεν καταφέρνει φυσικά να λύσει κανένα πρόβλημα. Η αγροτική παραγωγή, ιδιαίτερα η μεγάλης κλίμακας παραδοσιακά εξαγωγική καλλιέργεια σταφίδας και καπνού καταστρέφεται, ρίχνοντας στην απόγνωση τους αγρότες. Οι βιομηχανίες απολύουν και μειώνονται τα μεροκάματα, όπως και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων. Οι μάζες υποφέρουν τα πάνδεινα μέσα στους σπασμούς της κρίσης της ντόπιας οικονομίας που αναπροσαρμόζεται στη βάση του νέου παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας μετά το κράχ του 1929, και πάνω στα κόκαλα της προσφυγιάς, μέσα από την οποία βγήκε το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο. Κύριο μέλημα και των δύο κοινοβουλευτικών κομμάτων είναι η σταθεροποίηση των δεσμών τους με οργανώσεις των αξιωματικών του στρατού. Ο στρατηγός Κονδύλης, επιχειρεί, εκμεταλλευόμενος το κίνημα του 1933, να εκτοπίσει τους βενιζελικούς αξιωματικούς, ξεσπάει το πραξικόπημα της 1ης του Μάρτη 1935, στο οποίο ηγούνται ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας. Το πραξικόπημα καταστέλλεται εύκολα από τον Κονδύλη. Βενιζελικοί αξιωματικοί εκτελούνται και άλλοι συλλαμβάνονται. Το πραξικόπημα του 1935 έδειξε ολοκάθαρα την πλήρη χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού. Οι μοναρχικοί επικρατούν πλήρως και στις εκλογές του Ιούλη 1935, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και με την αποχή των βενιζελικών κομμάτων, τα μοναρχικά κόμματα (Τσαλδάρης, Κονδύλης) πήραν 65%. Το ΚΚΕ πήρε 9,6%. Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ Η αντίστροφη μέτρηση για την επαναφορά της μοναρχίας είχε ήδη αρχίσει, τουλάχιστον όσον αφορά τις ενέργειες της άρχουσας τάξης. Ηδη ο εξόριστος μονάρχης γράφει τον Ιούλη σε φίλους του ότι επίκειται η επάνοδός του. Στις 10 του Οχτώβρη, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ανατρέπει την κυβέρνηση Τσαλδάρη και η Βουλή, που αυτοανακηρύσσεται σε αναθεωρητική με 82 βουλευτές (αποχώρησαν 162 Τσαλδαρικοί) καταργεί την προεδρική Δημοκρατία και προκηρύσσει Δημοψήφισμα για τις 3 του Νοέμβρη. Στο πιό νόθο αυτό δημοψήφισμα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, «υπέρ» του βασιλιά ψήφισαν 97,8%!.. και μόνο 2,1% ενάντια. Αποχή έκανε αυτή τη φορά και το ΚΚΕ. Για την παλινόρθωση της μοναρχίας ενεργούσε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός που ήθελε μια σταθερή διακυβέρνηση στη χώρα για την προώθηση των επιδιώξεών του στην περιοχή, μπροστά στην κλιμακούμενη πολεμική αναμέτρηση. Η Αγγλία ήταν ο κύριος; πιστωτής του ελληνικού κράτους (67%) και με το χρεοστάσιο του 1932 είχαν ανασταλεί οι πληρωμές. Ενεργούσε κύρια διαμέσου των Τραπεζών (Εθνική) και είχε τον έλεγχο των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και όλων των επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας. Βρισκόταν σε οξύ ανταγωνισμό με τους Γάλλους που είχαν την υποστήριξη μερίδας του βενιζελικού κόμματος και ιδιαίτερα με την οικονομική και πολιτική διείσδυση της Γερμανίας. Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έβρισκαν την αντανάκλασή τους στις αντιμαχόμενες μερίδες της κυρίαρχης τάξης και στο Στρατό, όπου υπήρχε μια ισχυρή γερμανόφιλη τάση. Ο βασικός κορμός του κάποτε αντιμοναρχικού «Φιλελεύθερου Κόμματος», με επικεφαλής τον Βενιζέλο και τον Σοφούλη συμβιβάζονται με το βασιλιά. Ο Σοφούλης δέχεται σαν έγκυρο το δημοψήφισμα και ζητάει από τον Γεώργιο να γίνει «βασιλιάς όλων των Ελλήνων». Ο Βενιζέλος άφησε σαν τελευταία του υποθήκη την αναφώνηση: «Μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο βασιλεύς»> Ήδη πριν το δημοψήφισμα, στις 31 του Οχτώβρη, ο Bενιζέλος τασσόταν υπέρ της επανόδου του βασιλιά (με επιστολή του προς τον Λουκά Ρούφο-Κανακάρη). Ήταν τόσο εμφανής η προσέγγιση Φιλελεύθερων-βασιλιά, που ο κόσμος μιλάει εκείνη την εποχή για το δίδυμο Β-Β (Βενιζέλος-βασιλιάς). Ο Γεώργιος, μετά την επάνοδό του, παραμερίζει τον επίδοξο διχτάτορα Κονδύλη, που αφού προετοίμασε και πραγματοποίησε την παλινόρθωση ήταν πια τελείως εκτεθειμένος, και προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, κερδίζοντας καταρχήν την υποστήριξη των αστικών κομμάτων, που του δόθηκε με μικρές μόνο και όχι σταθερές εξαιρέσεις. Η «σταθερή κυβέρνηση» που επιδίωκαν οι Εγγλέζοι με την παλινόρθωση της μοναρχίας, δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο με την επιβολή μιας διχτατορίας. Οι εκλογές του Γενάρη 1936, έδειξαν το πλήρες αδιέξοδο και τη χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού, την αδυναμία και τη σαπίλα όλων των αστικών κομμάτων. Οι βενιζελικοί πήραν 142 έδρες και οι «αντιβενιζελικοί» 143. Το ΚΚΕ, σαν Παλλαϊκό Μέτωπο, είχε πάρει 15 έδρες. Καθώς κανένα κόμμα δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, το ΚΚΕ βρέθηκε να είναι ο «ρυθμιστής της κατάστασης». Τότε ήταν που έγινε το γνωστό «σύμφωνο Σκλάβαινα-Σοφούλη», με το οποίο το ΚΚΕ αναλάμβανε να υποστηρίξει μια κυβέρνηση του αστικού Φιλελεύθερου Κόμματος. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Φιλελεύθερους, οι σταλινικοί διαπραγματεύονταν και με το Λαϊκό Κόμμα. Τις διαπραγματεύσεις εδώ είχε αναλάβει ο Δ. Γληνός, που συναντήθηκε με τον Κ. Αγγελόπουλο, βουλευτή του Τσαλδάρη. Την ίδια περίοδο, το ΚΚΕ, για να υλοποιήσει τη γραμμή του Λαϊκού Μετώπου, διαλύει τις κομματικές του οργανώσεις στα χωριά και βάζει μπροστά για τη δημιουργία ενός Αγροτικού Κόμματος, κάτω από την ηγεσία αστών δημαγωγών.

    ΤΟ 7ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ

    Η Στροφή προς το Λαϊκό Μέτωπο έγινε στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το καλοκαίρι του 1935. Το Συνέδριο αυτό ήταν, σύμφωνα με τον Λ. Τρότσκι, «η διάλυση του προγράμματος, των αρχών και των ταχτικών μεθόδων που εγκαθιδρύθηκαν από τον Λένιν και προετοίμασε την πλήρη κατάργηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς σαν ανεξάρτητης οργάνωσης». Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη περίοδος «υπεραριστερής» πολιτικής του σταλινισμού, που διέσπασε την εργατική τάξη. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, με θεωρίες όπως ότι «οι σοσιαλφασίστες είναι ο κύριος εχθρός», ή «πρώτα ο Χίτλερ και μετά εμείς», και έφτασαν μέχρι τη συνεργασία με τους Ναζί ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες στο «Κόκκινο Δημοψήφισμα». Άνοιξε έτσι το δρόμο στον Χίτλερ και σε μια ιστορική ήττα για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να πυκνώνουν, καθώς ο Χίτλερ είχε σαν άμεσο στόχο επέκτασης την ίδια την ΕΣΣΔ. Ο Στάλιν, βλέποντας αυτό τον κίνδυνο, επιχείρησε να τον αντιμετωπίσει συμμαχώντας με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες. Τότε ήταν που έγινε το γαλλοσοβιετικό σύμφωνο Στάλιν-Λαβάλ και συνακόλουθα επιβλήθηκε μια τέτοια στροφή στην πολιτική του ΚΚ Γαλλίας, που να υποβοηθάει τη σταθεροποίηση της συμμαχίας. Αυτό για να γίνει, απαιτούσε να δοθούν εγγυήσεις για τη διατήρηση και εξασφάλιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας από την επαναστατική κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Χρησιμοποιώντας τα κομμουνιστικά κόμματα ανάλογα με τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, ο Στάλιν τα ανάγκασε να στραφούν το καθένα σε υποστήριξη της δικής του αστικής τάξης, στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας ενάντια στον φασισμό, στον πατριωτισμό. Αυτό ήταν ριζικά αντίθετο με τις αρχές και τη στρατηγική πάνω στην οποία πάλεψε ο Λένιν ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία το 1914 και πάνω στις οποίες ίδρυσε την Κομμουνιστική Διεθνή το 1919. Το 7ο Συνέδριο ήρθε να επικυρώσει και να επεκτείνει και να γενικεύσει τη «γαλλική στροφή». Παντού Λαϊκά Μέτωπα…

    Ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Η 6η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

    Αυτή η γραμμή πέρασε στο ΚΚΕ με την ολομέλεια της Κ.Ε. τον Σεπτέμβρη του 1935 και στη συνέχεια με το 6ο Συνέδριο του Δεκέμβρη 1935. Ήδη όμως στην 6η ολομέλεια της Κ.Ε., τον Γενάρη του 1934, περνάει η απόφαση της Κομιντέρν για αλλαγή της στρατηγικής του ΚΚΕ από σοσιαλιστική σε αστικοδημοκρατική. Αυτή την περίοδο ηγείται στο ΚΚΕ η ομάδα που διορίστηκε τον Δεκέμβρη του 1931, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη, από την Κομιντέρν, για να σταματήσει η φραξιονιστική διαμάχη, που μαζί με τη μεγάλη διείσδυση της αστυνομίας, είχαν φέρει το ΚΚΕ στα πρόθυρα της διάλυσης. Ταυτόχρονα, η πάλη και η μαζική επιρροή του τροτσκιστικού κόμματος είχε συντρίψει τον σταλινικό μηχανισμό, όπως ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ομολόγησε αργότερα, (βλ. Δημητρίου: «Τα Βαθύτερα Αίτια της Διάσπασης του ΚΚΕ», Τομ. 1). Στην ομάδα που διορίστηκε ήταν τότε, σαν μέλος του Π.Γ., ο Μιχαηλίδης, χαφιές της αστυνομίας όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο Σκλάβαινας, που έγινε επί Μεταξά δηλωσίας, κλπ. Ανάμεσά τους ο Β. Νεφελούδης και ο Λ. Στρίγγος, ο πρώτος στο ΚΚΕ (εσ.) και ο δεύτερος στο ΚΚΕ, νομίζω πώς πέθαναν πρόσφατα. Στόχος της επέμβασης της Κομιντέρν ήταν η διάλυση του ισχυρού τροτσκιστικού τμήματος εκείνη την περίοδο – επέμβαση που συνδυάστηκε με τη δράση πρακτόρων της Γκε Πέ Ού μέσα στις γραμμές των «Μπολσεβίκων-Λενινιστών Αρχειομαρξιστών». Όπως αποδείχτηκε τελευταία από τα Αρχεία του Τρότσκι, υπεύθυνος για το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης απέναντι στον Λ. Τρότσκι ήταν ο Τζακ Σόμπλ ή Σένιν, πράχτορας της Γκε Πε Ού. Μέσα απ΄ αυτή τη συνδυασμένη επέμβαση, το ΚΚΕ αναπτύχθηκε κάπως οργανωτικά και γύρω στο 1935 είχε περί τις 5-6.000 μέλη. Η πολιτική της ταξικής συνεργασίας με κόμματα της άρχουσας τάξης δεν ήταν κάτι το τελείως καινούργιο για το ΚΚΕ. Η θέση του Ζαχαριάδη από τη δεκαετία του ΄20 κιόλας ήταν η υποστήριξη της «αριστερής δημοκρατίας», και επιβλήθηκε στην πράξη μετά το διορισμό του σαν Γραμματέα του ΚΚΕ το 1931, σε διάφορες εκλογικές συμπράξεις με το Φιλελεύθερο Κόμμα. Ηταν στη φύση του σταλινισμού και εφαρμόστηκε ακόμα και μέσα από την «αριστερίστικη» τρίτη περίοδο της Κομιντέρν. Η θέση αυτή υποστηριζόταν και από τους Ευτυχιάδη-Χαϊτά, την περίοδο της «φραξιονιστικής» διαμάχης και καταδικάστηκε τότε σαν δεξιά μπουχαρινική παρέκκλιση. Ο Ευτυχιάδης και Χαϊτάς κλήθηκαν στην ΕΣΣΔ και ΕΞΟΝΤΩΘΗΚΑΝ, ωστόσο η νέα ηγεσία ήρθε να εφαρμόσει την ίδια γραμμή. Η σεχταριστική πολιτική του σταλινισμού στην «τρίτη περίοδο», έκφραζε τις ανάγκες μιας κοινωνικής κάστας στην ΕΣΣΔ, που η πολιτική της στη Γερμανία ανταποκρινόταν στη γραφειοκρατική και διοικητική πολιτική της βίαιης κολλεχτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ. Η τρίτη Περίοδος δεν χωρίζεται με σινικά τείχη από τον δεξιό αντεπαναστατικό εκφυλισμό του σταλινισμού, στην επόμενη περίοδο, με τα λαϊκά μέτωπα. Αυτά ήταν η εξωτερική έκφραση της εξωτερικής πολιτικής μιας βοναπαρτιστικής κλίκας που είχε σταθεροποιήσει τη θέση της καταφέρνοντας τεράστιες ήττες στη διεθνή εργατική τάξη όπως στη Γερμανία, και με βίαιη καταπίεση μέσα στην ΕΣΣΔ. Με την απόφαση της 6ης ολομέλειας εγκαθιδρύεται ο οριστικός προσανατολισμός του ΚΚΕ στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος. Από τη διατύπωση του 1934 ότι «η επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση», μέχρι τη διατύπωση του 9ου και του 10ου συνέδριου για «ενιαίο επαναστατικό προτσές» από τη «δημοκρατία του λαού» στο σοσιαλισμό, η εξέλιξη, έστω και φραστικά, είναι σαφώς προς τα δεξιά. Πρέπει εδώ να τονιστεί η σημασία των αντικειμενικών συνθηκών εκείνης της περιόδου για το δυνάμωμα του σταλινισμού. Το γενικό πλαίσιο ήταν οι επανειλημμένες ήττες της διεθνούς εργατικής τάξης με αποκορύφωμα τη νίκη του Χίτλερ στη Γερμανία το 1933, όλες με ευθύνη του διεθνούς σταλινισμού. Στο εσωτερικό, η ελληνική οικονομία είχε καταφέρει, λόγω των ιδιομορφιών της, να ξεπεράσει κάπως τις συνέπειες της κρίσης του 1929 και να βρει ένα νέο κερδοφόρο προσανατολισμό αφενός στη διεθνή αγορά, αφετέρου στη διευρυμένη πια εσωτερική αγορά, λόγω του κύματος των προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή (πού αποτελούσαν ταυτόχρονα και φτηνή εργατική δύναμη). Τα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα που πάρθηκαν μετά την πτώχευση του 1932 λειτούργησαν σαν ένας ισχυρός προστατευτικός φραγμός και πάνω σ΄ αυτή τη βάση υπήρξε μια βιομηχανική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στην καταναλωτική βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία, κλπ). Σε άμεση σύνδεση ήταν η αναπροσαρμογή της αγροτικής καλλιέργειας σε είδη όπως το βαμβάκι, κλπ. Έτσι, αυτή η επέκταση, στηριγμένη αποκλειστικά πάνω στο υψηλό δασμολόγιο και τους νέους προσανατολισμούς της διεθνούς αγοράς, δημιούργησε ενός βαθμού απασχόληση, μετά το 1933. Η απόφαση του νέου στρατηγικού προσανατολισμού, ενώ τίποτα δεν είχε να κάνει με μια μαρξιστική επιστημονική ανάλυση της κατάστασης και των κινητήριων δυνάμεων της επανάστασης, ανταποκρινόταν κύρια στις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της σταλινικής γραφειοκρατίας της Μόσχας που ήθελε να απομακρύνει κάθε υποψία, έστω και λεκτική, ότι έβαζε σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του καπιταλισμού. Στο 6ο Συνέδριο του Δεκέμβρη 1935 έγινε η παραπέρα επεξεργασία των ταχτικών που απαιτούσαν για να εφαρμοστεί η ταξική συνεργασία και το Λαϊκό Μέτωπο. Μέχρι τότε, παρά την αστικοδημοκρατική στρατηγική ήδη από το 1934, εξακολουθούσαν τη φρασεολογία της «τρίτης περιόδου»: βενιζελοφασίστες, κλπ. Για το βενιζελικό πραξικόπημα της 1ης Μάρτη 1935, η σταλινική εκτίμηση, κατά Ζαχαριάδη, ήταν ότι συγκρούονταν ο φασίστας Πλαστήρας με τους φασίστες Κονδύλη και Τσαλδάρη!…

    ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Ο διαλυτικός χαρακτήρας της στροφής στα λαϊκά μέτωπα φάνηκε στην πρωτοφανή απόφαση του 6ου συνέδριου να διαλυθούν οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ στο χωριό και τα μέλη τους να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο παναγροτικό κόμμα, που θα είχε πρόγραμμα την «αγροτική μεταρρύθμιση», σε συνεργασία με διάφορους αγροτιστές αστούς πολιτικάντηδες και δημαγωγούς. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ένας από τους μόνιμους πονοκέφαλους της σταλινικής ηγεσίας ήταν η ανυπαρξία, λόγω των ιδιομορφιών της χώρας, ενός σοσιαλδημοκρατικού και ιδιαίτερα ενός σοβαρού μικροαστικού ή αγροτικού κόμματος, με το οποίο θα δικαιολογούνταν η συνεργασία. Στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ υπάρξει ένα αγροτικό κόμμα και η αγροτιά διαμέσου του μηχανισμού της πελατείας (ρουσφετολογίας) ακολουθούσε τα μεγάλα αστικά κόμματα και παλιότερα ήταν δεμένη πίσω από τους πολιτικούς φορείς των τζακιών και τον «παλαιοκομματισμό», που έλεγχαν και καταδυνάστευαν την ύπαιθρο διαμέσου του κρατικού μηχανισμού. Το αγροτικό κίνημα ανδρώθηκε σε μεγάλο βαθμό κάτω από την επίδραση του αναπτυσσόμενου νεαρού προλεταριάτου στα τέλη του περασμένου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το έδαφος που έθρεψε την εξέγερση στο Κιλελέρ είχε καλλιεργηθεί από την επίδραση της πάλης των εργατών του Βόλου, των σοσιαλιστικών ομίλων της εποχής που διείσδυαν μέσα στα χωριά φέρνοντας το μήνυμα της πάλης για την κοινωνική απελευθέρωση. Αλλά ο «αστικοδημοκρατικός», σύμφωνα με τον σταλινισμό, χαρακτήρας της Επανάστασης, απαιτούσε να βρεθούν οι πολιτικοί εκφραστές των «συμμάχων του προλεταριάτου». Κι αν δεν υπήρχαν, έπρεπε να δημιουργηθούν. Έπρεπε να δημιουργηθούν οι όροι για την «πλατιά δημοκρατική συμμαχία», για «να μην τρομάξουν τους χωρικούς», όπως έλεγαν. Η οργανωτική διάλυση, ήταν κατευθείαν συνέπεια της πολιτικής προοπτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η τελείως διαλυτική πολιτική δημιούργησε μια κρίση μέσα στις ίδιες τις γραμμές της Κομιντέρν, όταν ο υπεύθυνος της Βαλκανικής Γραμματείας, Βαλέτσκι, διαφώνησε με τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων στο χωριό. Επενέβηκε τότε ολόκληρη η ηγεσία της Κομιντέρν (Μανουϊλσκι, Τολιάτι, Κουζίνεν, Δημητρόφ, κλπ) και «δικαίωσε» την ελληνική σταλινική ηγεσία. Στη συζήτηση με την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, είχαν πάρει μέρος τα μέλη του Π.Γ., Β. Νεφελούδης και ο χαφιές Γιάννης Μιχαηλίδης και τα μέλη της νεολαίας Ηλέχτρα Σιδερίδη και Β. Μπαρτζώτας (αναφέρεται από Β. Νεφελούδη στο «ΑΧΤΙΝΑ Θ.»). Αλλά ενώ οι κομματικές οργανώσεις στο χωριό διαλύθηκαν, το «Ενιαίο Αγροτικό Κόμμα» δεν έγινε ποτέ. Όπως φάνηκε αργότερα, στη διάρκεια της Επανάστασης του 1941-49, η αγροτιά, μέσα σε συνθήκες επανάστασης, δεν στράφηκε με κανένα τρόπο σε κανένα «αγροτικό κόμμα» (αν και υπήρχαν και τότε οι αγροτιστές δημαγωγοί με τους οποίους συνεργαζόταν το ΚΚΕ) αλλά στο κόμμα που φαινόταν ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που πάλευε για εξουσία. Η Επανάσταση του 1941-49 ήταν μια δραματική ιστορική διάψευση της προοπτικής για αστικοδημοκρατικό στάδιο, όπου η αγροτιά θα έπαιζε ένα δικό της, ανεξάρτητο ρόλο. Αυτή ήταν άλλωστε η εμπειρία της επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Οι αποφάσεις του 7ου Συνέδριου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνέδριου του ΚΚΕ ήταν στον αντίποδα της λενινιστικής στρατηγικής του 1917, όπως ζωντανά αναπτύχθηκε μέσα από την επαναστατική εμπειρία και επιβεβαίωνε τη θεωρία του Τρότσκι για τη ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, που στη συνέχεια ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση με τη μενσεβίκικης καταγωγής θεωρία των σταδίων του Στάλιν. Το 6ο Συνέδριο αποφάσισε ακόμα τη διάλυση ουσιαστικά της κομμουνιστικής νεολαίας και τη δημιουργία μιας «ενιαίας πλατιάς αντιφασιστικής οργάνωσης των νέων, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο τους νέους κομμουνιστές, αλλά τους νέους που μισούν την αντίδραση, το φασισμό, θέλουν την πρόοδο, τη λευτεριά, την ειρήνη». Στις 22 του Ιούλη 1936 υπογράφτηκε το «συμφωνητικό» για το Λαϊκό Μέτωπο, ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο Αγροτικό Κόμμα του Σοφιανόπουλου, λίγες μόλις μέρες πριν τη δικτατορία. Ένα πρόγραμμα μικροαστικής δημοκρατίας, που ξεκινούσε υπερασπίζοντας τις βασικές αρχές του καπιταλισμού, την ατομική ιδιοκτησία, την «πατρίδα» και τις ένοπλες δυνάμεις του αστικού κράτους, που υποσχόταν «να περιβάλει με στοργή», αφού τις «αποκαθάρει» από τους φασίστες… Πριν ωστόσο το ΚΚΕ καταλήξει να αυτοονομαστεί «Λαϊκό Μέτωπο» (μ΄ ένα κόμμα αστών αγροτοπατέρων που δεν είχε καμιά σχέση με την αγροτιά) είχε επιχειρήσει να συνεργαστεί και με τα δύο μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα της μεγαλομπουρζουαζίας, το Λαϊκό και το Φιλελεύθερο.

    ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΟΦΟΥΛΗ-ΣΚΛΑΒΑΙΝΑ

    Οι προαναφερθείσες διαπραγματεύσεις με το Λαϊκό Κόμμα κατάρρευσαν, όταν ο Τσαλδάρης αρνήθηκε να καταδικάσει δημόσια την καμπάνια ακροδεξιών εφημερίδων υποστηρικτών του, που ζητούσαν «να μην αναγνωρίζονται οι ψήφοι των κομμουνιστών βουλευτών»!!! Οι διαπραγματεύσεις με το Φιλελεύθερο Κόμμα προχώρησαν, ωστόσο και κατέληξαν σε συμφωνία παρά τον ανοιχτό συμβιβασμό, ήδη φανερό, των βενιζελικών με τη μοναρχία. Η συμφωνία αυτή, γνωστή σαν «σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα» κρατήθηκε μυστική, μέχρις ότου οι σταλινικοί διαπίστωσαν ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν τελείως συμβιβαστεί και στήριζαν τις προετοιμασίες για δικτατορία. Αλλά και πάλι η δημοσίευση της συμφωνίας ήταν όχι ένα σπάσιμο από τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα, αλλά μια προσπάθεια πίεσης για να γίνει η συνεργασία. Το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα περιείχε σημεία που ήταν προγραμματικά αντίθετα με την πολιτική, τη φύση και την ιστορία του Φιλελεύθερου Κόμματος, μολονότι δεν ξέφευγαν καθόλου από ένα πολύ συντηρητικό, αστικό πρόγραμμα. Περιείχε την κατάργηση του «Iδιώνυμου» από το Κόμμα που λίγα μόλις χρόνια πριν το θεσμοθέτησε. Περιείχε την κατάργηση φόρων κλπ., από το Κόμμα που είχε επιβάλλει τα πιο βάρβαρα αστυνομικά μέτρα για την εξασφάλιση του πιο άγριου φορολογικού ξεζουμίσματος (σ.σ. Ολόκληρη η Συμφωνία στο τέλος του κεφαλαίου). Με βάση αυτή συμφωνία το ΚΚΕ ψήφισε τον υποψήφιο των βενιζελικών για πρόεδρο της βουλής. Αλλά ο Σοφούλης αρνήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση που να στηρίζεται στις ψήφους του Παλλαϊκού Μετώπου. Αντίθετα υποστήριζε την υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, όπου υπουργός Στρατιωτικών είχε διοριστεί ο αγρίως αποδοκιμασμένος από το λαό στις εκλογές Μεταξάς, ο θεωρητικός και προπαγανδιστής της δικτατορίας;. Οι Φιλελεύθεροι βρίσκονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Μεταξά, ο οποίος με τη σειρά του βρίσκονταν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Γεώργιο και είχε πάρει την έγκριση του βρετανού πρεσβευτή Γουότερλοου, που προωθούσε τη δικτατορική λύση. Ο Μεταξάς χρησιμοποίησε τους Φιλελεύθερους για να σπάσει το εμπόδιο που έφερνε στα σχέδιά του η κλίκα του ήδη μακαρίτη Κονδύλη, που μαζί με τον Παπάγο ηγούνταν στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Μετά το θάνατο του Κονδύλη, ο Μεταξάς εκτόπισε τον Παπάγο από το υπουργείο Στρατιωτικών με τη βοήθεια βασίλεια και Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος, μετά την υπουργοποίηση του Μεταξά έγραφε ότι η εκλογή του Σοφούλη σαν προέδρου της Βουλής «εν συνδυασμό προς αντικατάστασιν υπουργού Στρατιωτικών παρουσιάζει ευτυχεί εξέλιξη αποκαταστάσεως ομαλού πολιτικού βίου». Οι Φιλελεύθεροι με επικεφαλής τον εκδότη του «Βήματος», Δ. Λαμπράκη, υποστήριζαν τον Μεταξά, σαν το μόνο ικανό να «επαναφέρει τους απότακτους βενιζελικούς αξιωματικούς» και να εδραιώσει τη θέση των βενιζελικών σε μια «ισχυρή κυβέρνηση» κάτω από το βασιλιά. Με το θάνατο του Δεμερτζή (13/4), ο Γεώργιος σπεύδει να διορίσει τον Μεταξά σαν πρωθυπουργό. Ο Μεταξάς πήρε στις 25 του Απρίλη ψήφο εμπιστοσύνης από τον Σοφούλη. Ψήφο ανοχής από τον Τσαλδάρη και εδραίωσε τη θέση του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μέρα που οι Φιλελεύθεροι έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Παλλαϊκού Μετώπου, Σκλάβαινας, τους καλούσε να σχηματίσουν δική τους κυβέρνηση και να εφαρμόσουν το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα!..

    Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΜΑΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

    Την ίδια περίοδο, η εργατική τάξη δίνει αγώνες αποφασιστικής σημασίας. Η εξέγερση στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο δεκαήμερο του Μάη, που ξεκίνησε από την απεργία των καπνεργατών, στην οποία ο Μεταξάς απάντησε με αιματηρή βία, πανικόβαλε την άρχουσα τάξη. Τα γεγονότα του Μάη ήταν το αποκορύφωμα της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και απόδειχναν ότι είχε όλη τη δύναμη να βάλει φραγμό στις ανοιχτές πια προετοιμασίες για δικτατορία. Ο τυχάρπαστος Μεταξάς και ο επαναθρονισμένος με τις λόγχες του Στρατιωτικού Συνδέσμου μονάρχης, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να πετύχουν τα σχέδιά τους χωρίς να καταφέρουν να αδρανοποιήσουν τις μάζες μέσα από τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό που έσπερνε το θεωρούμενο δημοκρατικό κόμμα των Φιλελευθέρων και πάνω απ΄ όλα το σταλινικό ΚΚΕ μέσα στην εργατική τάξη – το Κόμμα που θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευε την Οχτωβριανή Επανάσταση, που την αίγλη της είχε σφετεριστεί η σταλινική γραφειοκρατία. Για εικοσιτέσσερις ώρες, η κρατική εξουσία της αστικής τάξης είχε καταλυθεί στη Θεσσαλονίκη από τις λαϊκές μάζες. Η χωροφυλακή είχε κρυφτεί στα αστυνομικά τμήματα και ο στρατός που είχε κληθεί να επιβάλλει την τάξη είχε συναδελφωθεί με τους εξεγερμένους εργάτες. Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή έλεγχε την κατάσταση – την πόλη ολόκληρη. Η θέση του Μεταξά κλονιζόταν. Τότε επενέβηκαν οι βενιζελικοί βουλευτές διαμέσου των οποίων η Απεργιακή Επιτροπή ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό Ζέπο, που είχε έλθει να επιβάλλει το «νόμο και την τάξη». Σταλινικοί βουλευτές, όπως ο Σινάκος, επέβαλλαν τους βενιζελικούς στους εργάτες. Γίνεται μια συμφωνία με το Ζέπο, ο οποίος δέχτηκε μερικά αιτήματα όπως να αφεθούν ελεύθεροι όσοι είχαν συλληφθεί, να διωχθούν ορισμένοι αστυνομικοί κλπ. Καταφέρνει έτσι να κερδίσει χρόνο, στη διάρκεια του οποίου έφερε ενισχύσεις και αντιτορπιλικά κατέπλευσαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Όλη αυτή την περίοδο ολόκληρη η χώρα συγκλονίζεται από απεργιακές κινητοποιήσεις συμπαράστασης και η κατάσταση έτεινε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε η σταλινική ηγεσία των καπνεργατών (12 Μάη) έρχεται σε συμφωνία με τους καπνέμπορους, που δέχονται ορισμένα από τα οικονομικά αιτήματα και η απεργία λύνεται. Ταυτόχρονα, ο Ζέπος στη Θεσσαλονίκη, αφού ανασυντάχθηκε, πέρασε στην αντεπίθεση. Δεν αφήνει ελεύθερους τους συλληφθέντες και εξαπολύει όργιο τρομοκρατίας. Καταλαμβάνει το Εργατικό Κέντρο και συλλαμβάνει 600 εργάτες. Πολύ καθυστερημένα, η Ενωτική ΓΣΕΕ που ελέγχεται από τους σταλινικούς και η «ρεφορμιστική» ΓΣΕΕ κηρύσσουν 24ωρη απεργία στις 13 του Μάη. Η απεργία έχει μεγάλη επιτυχία σ΄ όλη την Ελλάδα, αλλά ο ηγέτης της Ενωτικής ΓΣΕΕ, Κώστας Θέος, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ, αρνείται να βάλει σαν στόχο της απεργίας την ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά. Είναι ο ίδιος που έσπασε την απεργία των καπνεργατών. Ετσι κατάφεραν να εκφυλίσουν μια εξέγερση που κάτω από μια επαναστατική ηγεσία θα έδινε οπωσδήποτε μια διαφορετική πορεία στην κατάσταση.

    Η 4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

    Ύστερα από το Μάη, ο βασιλιάς, ο Μεταξάς και οι εγγλέζοι επιταχύνουν την εφαρμογή των σχεδίων τους. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα αδυνατούν να δώσουν οποιαδήποτε λύση και να βρουν μια οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ τους. Το ΚΚΕ ακόμα και μέσα στη φωτιά των γεγονότων του Μάη καλούσε σαν μόνη λύση την εφαρμογή της συμφωνίας Σοφούλη-Σκλάβαινα. Την ίδια στιγμή, ένας από τους ηγέτες του Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ερχόταν σε συνεννόηση με τον Μεταξά και με το παλάτι να υποστηρίξει την κήρυξη δικτατορίας, την οποία οι φιλελεύθεροι πίστευαν πώς θα έλεγχαν. Ταυτόχρονα, ο Δ. Λαμπράκης, εκδότης του «Βήματος», από καιρό έχει ταχθεί υπέρ της δικτατορίας και μέσα από τις εφημερίδες του υποστηρίζει με έμφαση ότι δεν πρέπει τα κόμματα να άρουν την εμπιστοσύνη τους στην εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση Μεταξά, πριν περάσει το πεντάμηνο για το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί, μέχρι δηλαδή τον Σεπτέμβρη. Αυτό ευνοούσε απόλυτα τα σχέδια του Μεταξά, που βάδιζε ολοταχώς για τη δικτατορία και οι προετοιμασίες του ήταν φανερές. Έτσι μέσα από το κόμμα που το ΚΚΕ εκλιπαρούσε να κάνουν λαϊκό μέτωπο, πέρασαν τα σχέδια του Μεταξά, του βασιλιά και του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού, στις 4 Αυγούστου του 1936.

    —————————————————————-

    (1) Συμφωνητικόν του Κόμματος των Φιλελευθέρων και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου: «Υπό τον όρον και την προϋπόθεσιν ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων αναλαμβάνει την υποχρέωσιν διά του παρόντος συμφωνητικού να πραγματοποιήσει, όταν σχηματίσει κυβέρνησιν, εντός των καθοριζομένων προθεσμιών, τα κατωτέρω μέτρα, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Παλλαϊκού Μετώπου θα ψηφίσει το ψηφοδέλτιον το οποίον θα εκθέσει το Κόμμα των Φιλελευθέρων κατά τας εκλογάς προς ανάδειξιν προεδρείου της Βουλής και θα παράσχει ψήφον ανοχής εις την σχηματισθησομένην με την συμμετοχήν του Κόμματος των Φιλελευθέρων κυβέρνησιν. Τα μέτρα αυτά είναι τα εξής: 1) Πλήρης αποκατάστασης και κατοχύρωσης των λαϊκών ελευθεριών εντός μηνός από τον σχηματισμό της κυβερνήσεως, ήτοι: α) Ακύρωσης της διατάξεως του εκλογικού Νόμου δυνάμει της οποίας αφαιρούνται τα εκλογικά δικαιώματα από τους καταδικασθέντες επί παραβάσει του Ιδιώνυμου. Η ακύρωσης αύτη θα έχει αναδρομική ισχύ. β) Κατάργησης του νόμου 4229 και πασών των τροποποιήσεων αυτού ως και των Επιτροπών Ασφαλείας. γ) Παροχή Αμνηστίας εις τους βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου Β. Νεφελούδην, Β. Βερβέρην και Ν. Ζαχαριάδην. δ) Παροχή Γενικής Αμνηστίας εις άπαντας τους πολιτικούς καταδίκους, εξορίστους και καταδιωκομένους. ε) Κατάργησης της υπηρεσίας αμύνης του Κράτους (αντικομμουνιστική υπηρεσία που υπαγόταν στο ΓΕΣ και επικεφαλής είχε τον Φεσόπουλο). στ) Καταπολέμησης των δικτατορικών φασιστικών τάσεων και διάλυσης όλων των οργανώσεων αι οποίαι αποβλέπουν εις τοιούτους σκοπούς. 2) Καθιέρωσης ως μονίμου εκλογικού συστήματος της αναλογικής. 3) Ελάττωσης εντός διμήνου της τιμής του άρτου κατά δύο τουλάχιστον δραχμάς. 4) Κατάργησης της προσωποκρατήσεως διά χρέη προς το Δημόσιον, ετήσιον χρεοστάσιον εις τους οφειλέτας του Δημοσίου διά ποσόν μέχρι 3.000 δραχμών. 5) Πενταετές χρεοστάσιον άνευ όρων διά τα χρέη των αγροτών προς τους ιδιώτας και Τραπέζας και 6) Εφαρμογή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η Κοινοβουλευτική Ομάς του Παλλαϊκού Μετώπου δεν δεσμεύεται υπό του παρόντος Συμφωνητικού, όπως μή επικρίνει τας πράξεις και νομοθετήματα της κυβερνήσεως τα οποία δεν θα ευρίσκει σύμφωνα προς τας αρχάς και το πρόγραμμά της. Η Κοινοβουλευτική Ομάς του Παλλαϊκού Μετώπου δικαιούται να κάμει χρήσιν της παρούσης συμφωνίας κατά την εκλογήν του Προεδρείου της Βουλής. Ο Αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων προ της εκλογής του Προεδρείου της Βουλής θα προβεί εις δηλώσεις διά των οποίων θα επιβεβαιοί το περιεχόμενον του παρόντος Συμφωνητικού. Το παρόν Συμφωνητικόν συνταχθέν εις διπλούν υπεγράφη παρά των Αρχηγών του Κόμματος των Φιλελευθέρων και της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του Παλλαϊκού Μετώπου. Εν Αθήναις τη 19 Φεβρουαρίου 1936 Δια το Κόμμα των Φιλελευθέρων Θ. ΣΟΦΟΥΛΗΣ

  2. Τα «δύο τέρατα» και η Αριστερά

    Θεόδωρος Ζιάκας

    Κλασικό στην πολιτική μυθολογία των λαών είναι το θέμα με το τέρας, που ρημάζει τον τόπο και αναζητείται ο ήρωας που θα «καμακώσει το θεριό» και θα πάρει ως έπαθλο τον θρόνο της εξουσίας. Για να μην παραμυθιαζόμαστε όμως με τον ήρωα-εξουσιαστή, ο αντίστοιχος ελληνικός μύθος μας πληροφορεί, ότι ο τερατοκτόνος ήρωας θα γίνει κι αυτός, τελικά, σαν το ανθρωποβόρο φίδι που σκότωσε. – Ακόμα κι αν υπήρξε τόσο καλός κυβερνήτης που οι θεοί τον πάντρεψαν με την Αρμονία![1]

    Ήγουν, «Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει».[2]

    Επρόκειτο για την αποκάλυψη -στην αυγή του ελληνικού πολιτισμού- της φαυλοκυκλικής φύσης του πολιτικού πεδίου. Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν, ως γνωστόν, ο πρώτος που αγωνίστηκε σθεναρά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της Πολιτικής και να πετύχει το «μη άρχεσθαι υπό μηδενός»[3].

    Ι

    Στο μυθικό μοτίβο της τερατοκτονίας κινήθηκε και ο νεωτερικός πολιτισμός. Μόνο που εδώ ο μύθος προσέλαβε την απατηλή μορφή «επιστημονικού επαναστατικού προγράμματος». Το τέρας προσωποποιημένο στον Αστό ήταν ο Καπιταλισμός. Ενώ ο ήρωας που θα σκότωνε το τέρας και θα απελευθέρωνε «μια για πάντα» την κοινωνία, ήταν η Αριστερά.

    Το σκηνικό στήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και η εκτύλιξη του δράματος κράτησε ως το τελευταίο τέταρτο του 20ου. Άρχισε με την πρώτη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης» του νεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος (υπό βρετανική εθνική ηγεμονία). Αποκορύφωμα της «κρίσης» ήταν οι στιγμές όπου ο Πόλεμος και η Επανάσταση θα συγχωνεύτηκαν σε μια ενιαία καταιγιστική διαδικασία: Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος – Ρωσική και Κινεζική επανάσταση. Και όπου φάνηκε, για κάποιον καιρό, σα να κατανικήθηκε το τέρας. Στη Ρωσία αρχικά, στην Κίνα μετά και σε άλλες περιπτώσεις με τελευταία την Κούβα.

    Κάτι όμως «δεν πήγαινε καλά». Ήδη από τη δεκαετία του 1930, άρχισαν να πληθαίνουν οι ανησυχητικές διαδόσεις ότι, πίσω από το «παραπέτασμα», ο σοβιετικός ήρωας είχε μεταμορφωθεί σε τέρας. Το ίδιο θα επαναληφθεί και με τους Κινέζους, παρά την πρόθεσή τους να «ξεπεράσουν τη σοβιετική εμπειρία από τα αριστερά». Βέβαια οι όπισθεν του «παραπετάσματος» το «ήξεραν από καιρό», όπως θα πουν μετά. Οι εντεύθεν απλώς το διαισθάνονταν, βλέποντας τον δικό τους «ήρωα» να βγάζει φολίδες, πριν αρχίσει καλά-καλά να ζυγώνει στο άντρο του αστικού θηρίου. Δεν ήθελαν όμως να το σκέπτονται!

    Τελικά, η μυθικώς μοιραία μετάλλαξη, διεθνής τώρα και χωρίς καμιά εξαίρεση, ολοκληρώθηκε με την αναφανδόν προσχώρηση στο καπιταλιστικό σύστημα. Άρα, για ποιά Αριστερά μπορεί κανείς να μιλά σήμερα και εναντίον τίνος;

    Πριν απαντήσουμε, ας δούμε λίγο βαθύτερα το φαινόμενο, συγκρίνοντας το νεωτερικό με το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα.

    Στο ελληνικό παράδειγμα, όπως άλλωστε και στο νεωτερικό, η κοινωνία αυτοθεσμίζεται στη βάση της ατομικής ελευθερίας. Με ρητή προϋπόθεση, για την ύπαρξη ατομικής ελευθερίας, την ελευθερία της πατρίδας – της πολεοκρατικής εκεί της εθνοκρατικής εδώ. Σε αντίθεση όμως με το νεωτερικό παράδειγμα, στην ελληνική περίπτωση η ατομική ελευθερία μετεξελίχθηκε από ιδιωτική σε κοινωνική και πολιτική, μέσω της περιέλευσης αρχικά του πολιτικού συστήματος και αργότερα του οικονομικού συστήματος, στην εταιρική συνιδιοκτησία και συνδιαχείριση του «Κοινού». Η κοινωνία των κρατοκεντρικών «Κοινών» ευτύχησε, μάλιστα, να ολοκληρωθεί σε οικουμένη-κράτος. (Πράγμα που άρχισε την ελληνιστική εποχή, συνεχίστηκε με τη ρωμαϊκή ηγεμονία, για να μακροημερεύσει επί χίλια έτη με τη μεσολάβηση μιας οικουμενικής θρησκείας: του Χριστιανισμού.)

    Τι συμβαίνει αντίστοιχα με το νεωτερικό παράδειγμα;

    Στην αρχή οι δύο αντίπαλοι, ο αστός και ο μετέπειτα αριστερός, ήταν «ένα». Συναποτελούσαν τον «ήρωα» του πολιτικού κύκλου του προηγούμενου πολιτισμού της Εσπερίας, όπου το «τέρας» ήταν ο φεουδαρχικός χριστιανικός δεσποτισμός. «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», έγραφαν στο κοινό πολεμικό τους λάβαρο. Τότε, λοιπόν, ο Αστός ήταν «προοδευτικός». Από τη στιγμή όμως, που παίρνοντας την εξουσία, καθήλωσε την κοινωνία στην ιδιωτική και μόνο ελευθερία, «αρνούμενος Ισότητα και Αδελφότητα», μεταμορφώθηκε σε «αντιδραστικό». Έγινε το «νέο τέρας», που δεν αφήνει το λαό να πιεί νερό απ’ τη ζωογόνο πηγή της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας (: «κατάργηση της μισθωτής δουλείας» και «μαρασμός του κράτους»). Επιπλέον, το αποφώλιον τούτο νέο τέρας, επικαλείται τη δήθεν κοινή εθνική ταυτότητα, μεταξύ αυτού και των χτεσινών δουλοπαροίκων, προκειμένου να μπλοκάρει τον αναγκαίο εναντίον του τώρα ξεσηκωμό τους (: «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»!).[4]

    Η καθήλωση του αστού στην ιδιωτική ελευθερία είχε, ωστόσο, αξιοσημείωτα επιχειρήματα, που αιδημόνως τα παρέκαμπτε η Αριστερά, καθώς κατά βάθος τα συμμεριζόταν. Δύνανται να συνοψιστούν στα εξής τρία:

    (α) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την ιδιωτική ελευθερία (: την «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης»!) που είναι και η «σπουδαιότερη» (: «ανώτερη» από την «ελευθερία των αρχαίων»!).[5] (Παρατήρηση: αν για το νεωτερικό Άτομο το νόημα της ελευθερίας έγκειται όντως στην «ιδιωτική απόλαυση», πώς να μην έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνικο-πολιτική ελευθερία, που είναι άθλημα και απαιτεί αρετή και τόλμη;)

    (β) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την «ελευθερία έναντι της φύσης». Διότι, εφόσον θέλουμε «να κυριαρχήσουμε πάνω στη φύση», πρέπει να μεταποιήσουμε τον δημόσιο χώρο σε Σύστημα, αποπροσωποποιώντας και εκτεχνικεύοντας τις κοινωνικές σχέσεις. Πράγμα που προϋποθέτει την καθήλωση της ατομικής ελευθερίας στον ιδιωτικό χώρο. Το πολύ-πολύ να την «προστατεύσουμε» εκεί περιτειχίζοντάς τη με διάφορα «δικαιώματα». (Ερώτημα: δεν αντιλαμβανόταν η Αριστερά και δεν την ενοχλούσε, το γεγονός ότι το αντίτιμο της «κυριαρχίας πάνω στη φύση» θα ήταν η υποδούλωση του ανθρώπου στις τεχνοσυστημικές δομές αυτής της «κυριαρχίας»; Χώρια η συνεπαγόμενη καταστροφή της ίδιας της φύσης, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «οικολογικό πρόβλημα»;)

    (γ) Η ελληνικού τύπου ελευθερία (που πονηρά τη βάφτισαν «άμεση δημοκρατία») είναι εφικτή «μόνο σε ολιγάνθρωπες κοινωνίες». Είναι «ανέφικτη» για κοινωνίες δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων! Το επιχείρημα έχει τόσο διαδοθεί που κατάντησε στερεότυπο. (Παρατήρηση: Δεν είναι η «πολυανθρωπία» το πρόβλημα, αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι, η εμβέλεια της φωνής του ρήτορα, την οποία ενίσχυαν με την τεχνική της κωνόσχημης περί το βήμα εξέδρας. Λοιπόν, μόνο η περιορισμένη εμβέλεια του επικοινωνιακού συστήματος απαιτούσε να είναι ολιγάνθρωπο το δημογραφικό μέγεθος του συλλογικού υποκειμένου της καθολικής ελευθερίας. Σήμερα έχουμε οπτικοακουστικό και ψηφο-συλλεκτικό σύστημα δια-πλανητικής εμβέλειας, οπότε το «επιχείρημα» έχει καταλυθεί. Το πρόβλημα είναι άλλο. Είναι η αναγκαστική -λόγω του ιδιωτικοστραφούς χαρακτήρα της νεωτερικής ελευθερίας- αυτονομία έναντι των ιδιωτών-πολιτών και άρα μη «ουδετερότητα» του παρεμβαλλόμενου επικοινωνιακού τεχνοσυστήματος.)

    Δέσμια, λοιπόν, της κοινής με τον αστισμό δίδυμης ανθρωπολογικής – οντολογικής πλατφόρμας (: ιδιωτική ελευθερία + τεχνολογικός μεσσιανισμός), η Αριστερά αφ’ ενός συμμερίστηκε την τύφλωση έναντι του συνεπαγόμενου οικολογικού προβλήματος και αφ’ ετέρου παρέκαμψε το γεγονός ότι το απελευθερωτικό κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα ήταν ασύμβατο με τη λατρεία της τεχνοσυστημικής «Προόδου».[6]

    ΙΙ

    Παραδόξως όμως μια εντελώς νέα κατάσταση θα προκύψει όταν έκλεισε ο φαύλος κύκλος της νεωτερικής Πολιτικής με την απορρόφηση της επαναστατικής Αριστεράς. Κατάσταση που καθόλου δεν μοιάζει με «νίκη του καπιταλισμού».

    Τώρα είναι δύο τα «τέρατα». Το ένα τέρας είναι η μεταμοντέρνα τοκογλυφική πλουτοκρατία, η οποία έχει καθυποτάξει την κλασική αστική τάξη της παραγωγής, του εμπορίου και του πρωτογενούς τομέα και συσσωρεύει τα υπεξαιρεμένα τρισεκατομμύρια σε απροσπέλαστους φορολογικούς παραδείσους. Το άλλο τέρας είναι ο μεταμοντέρνος μηδενισμός, οποίος έχει διαβρώσει καίρια την πληθυσμιακή βάση του νεωτερικού πολιτισμού.

    Τα δύο τέρατα έχουν μάλιστα συμπήξει αρραγή συμμαχία τόσο ακαταγώνιστη, που ήδη έχει πυροδοτήσει μια γιγάντια ολιγαρχική-δεσποτική υποστροφή σε διεθνή κλίμακα. Αρχίζοντας από τους αδύνατους κρίκους του Συστήματος, κατακρημνίζονται ραγδαία ή υποθηκεύονται όλα τα ως τώρα κεκτημένα: των κρατών η ανεξαρτησία, των εθνών η ελευθερία και των λαών τα δικαιώματα. Το εθνικό, το κοινωνικό και το οικολογικό ζήτημα, προσλαμβάνουν τώρα κολοσσιαίες διαστάσεις. Κι αυτή ακόμα η ιδιωτική-αστική ελευθερία μεταβάλλεται σε ιστορική ανάμνηση, γιατί αφ’ ης στιγμής το επικοινωνιακό τεχνοσύστημα έχει εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο, η ιδιωτική ελευθερία έχασε οριστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, έχει μεταφέρει τον τεχνοσυστημικό έλεγχο μέσα στα σπίτια, στο «άδυτο» της ιδιωτικότητας. «Δεν είναι αναγκαίο, λέει ο Jean Baudrillard, να φανταστούμε αυτόν τον έλεγχο σαν το περισκόπιο του καθεστώτος που κατασκοπεύει την ιδιωτική ζωή των πάντων, γιατί η τηλεόραση είναι ήδη καλύτερη απ’ αυτό: εξασφαλίζει πως οι άνθρωποι δεν θα μιλούν πλέον μεταξύ τους, πως θα είναι οριστικά απομονωμένοι μπροστά σε δηλώσεις χωρίς απόκριση.»

    Βρισκόμαστε έτσι και πάλι στο «σημείο μηδέν». Και μοιραία το απελευθερωτικό πρόταγμα ξαναγίνεται επίκαιρο. Μόνο που δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμος ήρωας να το αναλάβει. Ο νεωτερικός πολιτισμός έχει υποστεί ολική αντιηρωική στείρωση. Η εντός του επανάληψη του μυθικού κύκλου της Πολιτικής, είναι πλέον αδύνατη.

    Επειδή η άγνοια των λόγων της απροσδόκητης αυτής κατάστασης μοιραία αναπληρώνεται από διάφορες εκδοχές συνομωσιολογίας, ας τους δούμε δι’ ολίγων.

    Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πλάϊ στις δύο εκδοχές ελευθερίας, τη μίνιμουμ δεξιά-αστική και τη μάξιμουμ αριστερή-σοσιαλιστική, κάποιες εκκεντρικές «πρωτοπορίες» -από τον χώρο της Τέχνης- λάνσαραν μια νέα εκδοχή ελευθερίας: την ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους κανονιστικό (: «κομφορμιστικό») θέσφατο. Η «απελευθέρωση των ενστίκτων» ήταν μια καίρια διατύπωσή της. «Καλό είναι ό,τι με ευχαριστεί», ήταν μια άλλη εξ ίσου ευθύβολη διατύπωση. Η γοητεία αυτού του είδους ελευθερίας, ακολουθώντας την «υπόγεια διαδρομή», θα βγει στην επιφάνεια και θα υπερφαλαγγίσει, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την όποια γοητεία διατηρούσε ακόμη η φθαρμένη αστική ελευθερία και μαζί της η αμφιλεγόμενη σοσιαλιστική. Με τη μεταμοντέρνα πολιτισμική επανάσταση (Μάης ’68 κλπ.) η νέα αυτή ελευθερία θα αναλάβει τα ηνία του νεωτερικού φαντασιακού και ως το τέλος του αιώνα θα το κυριεύσει εξ ολοκλήρου.[7]

    Μιλάμε για το πέρασμα στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, όπου ο μηδενισμός του συλλογικού υποκειμένου ολοκληρώνεται με τον μηδενισμό του ατομικού υποκειμένου. Αν ο μοντέρνος μηδενισμός διέλυσε τη συλλογική ταυτότητα, ο μεταμοντέρνος ολοκληρώνει την ανθρωπολογική αποσύνθεση διαλύοντας την ατομική ταυτότητα.

    Ο μοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της μεταφυσικής (θρησκευτικής) κεφαλής του συλλογικού, συνεχίζεται με την κατάτμηση του συλλογικού σε άσχετα άτομα και ολοκληρώνεται με την ανακατασκευή του συλλογικού στη βάση του τεχνοσυστημικού προτάγματος: της ολοσχερούς συστημικής εκτεχνίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Ομοίως: ο μεταμοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της αντίστοιχης εσωτερικής στο Άτομο μεταφυσικής κεφαλής (που οι νεωτερικοί φιλόσοφοι εκθείασαν ως «Λόγο» και ο Φρόϋντ αποδόμησε ως έξωθεν διεμβαλλόμενη «πηγή δυστυχίας»: ως εξουσιαστικό «Υπερεγώ»). Συνεχίζεται δε με την κατάτμηση-διάλυση του «Ατόμου», σε «στοιχειώδη σωματίδια» ή μεμονωμένα «ψυχόρμητα» και «ένστικτα», ο χρόνος των οποίων περιορίζεται μόνο στο εκάστοτε παρόν. Τέλος, η μεταμοντέρνα διεργασία ολοκληρώνεται με την υπαγωγή της προσωπικότητας στη δεσποτεία της οχλοκρατίας των πολλών «εγώ», που διαγκωνίζονται για την άνοδο στο θρόνο του απόντος κοινωνικού-ταυτοποιητικού Εγώ. Για να γίνουν, προφανώς, «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη».

    Η αποσύνθεση του νεωτερικού Ατόμου αξιοποιήθηκε πλήρως από τον Τεχνοσυστημικό Λεβιάθαν. Διαβλέποντας ότι μπορεί να πετύχει, αυτό που εις μάτην ονειρεύτηκαν οι από καταβολής κόσμου αρχές και εξουσίες, -να υποκαταστήσει δηλαδή το διαλυμένο ενδο-ατομικό κοινωνικό-ταυτοποιητικό Εγώ και να αναπτύξει μια απ’ ευθείας σχέση με τα «ένστικτα» του ανθρωπολογικού υποζυγίου-, προσαρμόστηκε στην ανθρωπολογική αποσύνθεση, την οργάνωσε και την επιτάχυνε. Διεμβάλλοντας, μέσω του μιντιακού υποσυστήματος, τις ανάγκες του ως μύχιες προσωπικές επιθυμίες των «ατόμων», που μόνο αυτό είναι σε θέση να ικανοποιήσει, πέτυχε την τέλεια ανθρωπολογική χειραγώγηση. «Η κατανάλωση γίνεται αξία και οι αξίες καταναλωτικά αγαθά».[8] -Όλες οι άλλοτε υπερατομικές αξίες, νεωτερικές και προνεωτερικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές.

    Οίκοθεν νοείται ότι η επικράτηση του μεταμοντέρνου μηδενισμού εξαφάνισε μαζί με την αντιαστική Αριστερά και την «συντηρητική» ή «φιλελεύθερη» αστική Δεξιά, αλλά και τον ίδιο τον Αστό ως τύπο ανθρώπου. Ο τρομερός αυτός -«προμηθεϊκός» κατά τους μεν «φαουστικός» κατά τους δε- ασκητής της «αναβεβλημένης απόλαυσης», αφού φόρεσε τη λεοντή του κοσμοϊστορικού Νικητή, κήρυξε το «τέλος της Ιστορίας» …«και διαλαθών απεχώρησεν»!

    ΙΙΙ

    Η οργανική όσμωση μεταξύ Τεχνοσυστήματος και ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, διευκολύνθηκε από την τεχνητή παράταση της «κοινωνίας της αφθονίας» με την απεριόριστη πιστωτική επέκταση και διεύρυνση των «ελλειμμάτων». Πράγμα που πληρώθηκε, όπως όλοι ξέρουμε τώρα, με την είσοδο του Συστήματος στην δεύτερη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης», -της υπό αμερικανική εθνική ηγεσία. Ήδη και με το ξεκίνημα της νέας μεγάλης κρίσης, η χαξλεϊκή «μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία», η υποσχόμενη την πανευφρόσυνη «αυτοκρατορία των αισθήσεων», θα δείξει το αναπάντεχο οργουελικό της πρόσωπο.[9]

    Κατά κάποιον νεωτερικώς αδιάγνωστο τραγικό νόμο, η συμμαχία ανάμεσα στα «δύο τέρατα», την τοκογλυφική πλουτοκρατία και την πελατειακή οχλοκρατία, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είδε να «βάφει στο αίμα» την επόμενη μέρα της ελληνικής πολίχνης του ομώνυμου διηγήματος,[10] έχει τώρα αναπτυχθεί σε πλανητική κλίμακα. Και καθώς «οχλοκράτης» είναι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος που άγεται και φέρεται από τον «όχλο των παθών» του, ο μεταμοντέρνος μηδενισμός δεν είναι παρά η ειδική μορφή «οχλοκρατίας», η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάρρευση του Ατόμου της ιδιωτικής-αστικής ελευθερίας, εντός του κλωβού «εικονικής πραγματικότητας» που η ίδια συν τω χρόνω έχει διαμορφώσει. Χάρη στην καθήλωση του μεταμοντέρνου οχλοκράτη στο πελατειακό «παρόν» των εκάστοτε επιθυμητικών «σωματιδίων» του, μπορεί άνετα ο διεθνής και τεχνοσυστημικός πλέον, «σεβάσμιος τοκογλύφος», ο «νεκρόσιτος» και «ερεβομανής», κατά τον Ποιητή, να «κοπροκρατεί το μέλλον»![11]

    Κακά τα ψέματα. Στο σύστημα των «δύο τεράτων» οι «αριστεροί» είναι είτε μηδενιστές είτε απολιθώματα. Δεν χωράει Τρίτη εκδοχή στη «Νέα Εποχή». Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τους «φιλελεύθερους» αντιπάλους τους. Ανάμεσα στη μοντέρνα και στη μεταμοντέρνα εποχή «χάσμα μέγα εστήρικται». Ακόμα και αν ήταν δυνατός και επιπλέον ομόθυμα αποδεκτός, ένας απροκατάληπτος κριτικός απολογισμός της διεθνούς εμπειρίας της μοντερνιστικής αριστεράς, θα ήταν αδύνατο να καταστήσει επιτυχέστερη εκείνης, την όποια «πολιτική» των μεταμοντέρνων επιγόνων της!

    Η απόλυτη αδυναμία πραγματικής αντίστασης είναι εδώ κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Κι αυτό σε ολόκληρη τη Δύση. Ο μύθος του τερατοκτόνου ήρωα δεν λειτουργεί στα στερνά των ατομοκεντρικών πολιτισμών. Τι λειτουργεί εκεί θέλει βαθειά κατάδυση στην ομόλογη εποχή του πρώτου διδάξαντος την ελευθερία πολιτισμού, για να το αντιληφθεί κανείς. Το θέμα είναι, πάντως, ότι «το ζητούμενο του ανθρώπου», το απελευθερωτικό πρόταγμα, έχει πλέον τεθεί εκτός νεωτερικού πολιτισμού. Έχει μετατεθεί εκεί όπου κι ο ίδιος γεννήθηκε: στο πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητας. Ή εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι σώζεται απ’ αυτές.

    Το τι τέξεται εκεί η επιούσα δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε να μην είναι μόνο η αλληλοκτονική μανία του εξτρεμιστικού ισλαμικού φουνταμενταλισμού.

    Θα κλείσω με την κλασική ακροτελεύτια λαϊκή μας ρήση, που απέκτησε και μοντέρνα φιλοσοφική περιωπή, καθώς την επανέλαβε στη συνέντευξη-διαθήκη του ο πολύς Μαρτίνος Χάϊντεγκερ: Μόνο ένας Θεός θα μας σώσει!

    Σημειώσεις

    [1] Πρόκειται για τον μύθο του Κάδμου, ο οποίος ενώ περιεργαζόταν το θεριό που μόλις σκότωσε, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του λέει: “Γιατί, γυιέ του Αγήνορα, κοιτάς το ερπετό που σκότωσες; Κι εσύ, μια μέρα, θα πάρεις τέτοια μορφή”. (Απολλόδωρος).

    [2] Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, σ. 255. Ίκαρος 1992.

    [3] Αριστοτέλης, Πολιτικά.

    [4] Κλασικές διατυπώσεις από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (των Μαρξ-Έγκελς), το Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (του Μαρξ) και το Κράτος και Επανάσταση (του Λένιν).

    [5] Εμβληματικές διατυπώσεις του Μπενζαμέν Κονστάν (1767-1830).

    [6] Για και την αυτονόμηση της Τεχνικής και την δήθεν «ουδετερότητά» της βλ. Ζακ Ελλύλ, Το Τεχνικό Σύστημα (μετ. Γιάννης Ιωαννίδης. Εκδ. Αλήστου Μνήμης).

    [7] Για την εξέλιξη αυτή βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Η μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία. (Εκδ. Θεμέλιο 1995β)

    [8] Παναγιώτης Κονδύλης, ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 384, Απρίλιος 1998.

    [9] Αναφορά στα προφητικά έργα των Αλντους Χάξλεϋ (: Γενναίος νέος κόσμος. Γρηγόρης Μ.Π. 1971) και Τζορτζ Όργουελ (: 1984. Κάκτος 1978.)

    [10] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα δύο τέρατα. Άπαντα, τ. Δ’ σ. 316. Κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ. (Ευχαριστίες στον Λάκη Προγκίδη που μου τα θύμισε.)

    [11] Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί. Ανάγνωσμα τέταρτο.

    http://www.antifono.gr/portal/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%B6%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%B1%CF%82/%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/5006-%CF%84%CE%B1-%C2%AB%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B1%C2%BB-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC.html

  3. Η «λογοτεχνική σχολή» Ζαχαριάδη και η διάρκειά της

    Κώστας Βούλγαρης

    Η Αυγή της Κυριακής, 3 Απριλίου 2011

    Δεν έχει νόημα κάποιου είδους διεξοδική αντιπαράθεση με το κείμενο του Γ. Μαυρίκου … – το οποίο πάντως αποτελεί πολιτισμικό τεκμήριο της εποχής μας, τεκμήριο αγραμματοσύνης και αμετροέπειας – γιατί οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής του θα ισοδυναμούσε με το να κλέβει κανείς παπαδιαμαντικό ξωκλήσι. Άσε δε που μια στοιχειώδης αντιπαράθεση, σημείο προς σημείο, στα μάτια κάποιων αναγνωστών της Αυγής θα επιβεβαίωνε μακαρίως τη συντριπτική υπεροχή του δικού μας χώρου έναντι των «δογματικών».

    Μόνο ένα γεγονός νομίζω πως έχει νόημα να σχολιαστεί, γιατί αναπαράγει ένα παλιό σκάνδαλο, το οποίο όμως έχει πολύχρονη διάρκεια και ευρύτερες διαστάσεις. Αναφέρομαι στην καταληκτήρια αναφορά στην περισπούδαστη μελέτη του Ζαχαριάδη «Ο αληθινός Παλαμάς», σε συνδυασμό με μια άλλη κορώνα του κειμένου του Γ. Μαυρίκου: «Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, το δικό μας κίνημα έχει αναδείξει και έχει συμπορευτεί με αληθινούς γίγαντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών, με κορυφαίους διανοητές. Σπουδαίους ανθρώπους που έθεσαν τη μοναδική τους ‘πένα’, την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων και του Κόμματος. Χρειάζεται σεβασμός στους δικούς μας ‘άγιους’, που άγιασαν με τη στάση ζωής τους και το έργο τους τους αγιασμένους αγώνες του λαού μας».

    Το σκάνδαλο λοιπόν, η πιο διαρκής παθολογία της αριστεράς, έχει να κάνει ακριβώς με τον μη σεβασμό των «δικών μας», της κουλτούρας και του έργου των αριστερών δημιουργών, εν τέλει της ίδιας της δυναμικής του αριστερού κινήματος, δηλαδή με το γεγονός ότι η περιβόητη μελέτη του Ζαχαριάδη γράφεται το 1937, και έχει ως στόχο, αναδεικνύοντας τον «αληθινό Παλαμά», να τον «αποσπάσει» από τα χέρια της αστικής τάξης, καθιστώντας τον «δική μας» σημαία. Ναι, το 1937, όταν ο Κώστας Βάρναλης έχει ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο, όταν ο Γιάννης Ρίτσος έχει ήδη δώσει, μάλλον χαρίσει, κυριολεκτικά και απλόχερα, στην αριστερά τον «Επιτάφιο», κάνοντας απίστευτες υποχωρήσεις από την ήδη κατακτημένη τεχνική και αισθητική του.

    Είναι προφανές, ότι του τραγικά (σε σχέση με τον ιστορικό ρόλο που του έλαχε) αγράμματου Ζαχαριάδη δεν του αρκούσαν αυτοί οι δύο αριστεροί ποιητές∙ του έπεφταν ποιητικά «λίγοι», δεν του έκαναν για «σημαίες». Έτσι ανέλαβε, αυτός αυτοπροσώπως, να κατασκευάσει τον ποιητή-οδηγό της λαοκρατίας, αποκαλύπτοντάς μας το κρυμμένο, αληθινό νόημα του Παλαμά, δηλαδή του επίσημου, καθεστωτικού ποιητή της Μεγάλης Ιδέας.

    Η έπαρση του Ζαχαριάδη, έπαρση τυπικά κομματική, αναπαράγεται σε όλα τα συστατικά της και στο παρόν κείμενο: ούτε ο Ζαχαριάδης, τότε, ούτε ο μαθητής του Γ. Μαυρίκος, σήμερα, μπόρεσαν να διανοηθούν ότι τα κολλυβογράμματά τους δεν αρκούν για να χειριστούν και το απλούστερο λογοτεχνικό ή πολιτισμικό φαινόμενο, πόσο μάλλον τα λογοτεχνικά μεγέθη του Παλαμά και του Παπαδιαμάντη. Όμως, εκτός από την έπαρση υπάρχει και η ύβρις: δεν αναρωτήθηκαν ποτέ για την αυτάρκεια της «θεωρίας» τους, δηλαδή για την τραγική φτώχεια της, για την κουτοπόνηρη και ηθελημένη άγνοιά της, έναντι π.χ. εκείνου του τρομακτικού όγκου θεωρητικών επεξεργασιών που είδαν το φως μέσα στο πιο ζέον «καμίνι της ταξικής πάλης», στην επαναστατική Ρωσία, αμέσως πριν και αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, των θεωρητικών επεξεργασιών που ακόμα αρδεύουν πλουσιοπάροχα τη θεωρία της τέχνης, στις πιο προωθημένες αναζητήσεις και επεξεργασίες της.

    Με το «αισθητικό» τους κριτήριο τραγικά αναγνωρίσιμο, βαλτωμένο στα απόνερα της λαϊκίστικης παραφιλολογίας, δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλογιστούν: πώς στα επαναστατικά χρόνια, οι εργάτες της Αγίας Πετρούπολης άκουγαν, διάβαζαν και έβλεπαν πρωτοποριακά έργα, όπως π.χ. τα φουτουριστικά ποιήματα του Μαγιακόφσκι; Απ’ ό,τι φαίνεται, η «θεωρία» του Γ. Μαυρίκου χρειάζεται ακόμη πολλές δεκαετίες για να φθάσει στο «στάδιο» του φουτουρισμού, και έτη φωτός για να προσεγγίσει το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς…

    Κι αυτή είναι μια άλλη όψη της τραγωδίας: κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αγράμματη την αριστερά, ούτε την παγκόσμια ούτε την ελληνική. Ακόμα και στο Μεσοπόλεμο, έστω και συνυπολογίζοντας μόνο τον Βάρναλη και τον Ρίτσο (δηλαδή χωρίς να μιλήσουμε για τον «ορισμό» της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, δηλαδή για τον αριστερό και εν ταυτώ σουρεαλιστή Νικόλαο Κάλας, και τόσους άλλους), η αριστερά χρεώνεται ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού κεφαλαίου της χώρας. Αλλά και το κοινωνικό σώμα της αριστεράς, σε κάθε εποχή, αποτελείτο από ανθρώπους που διάβαζαν περισσότερο από τους άλλους, και επειδή διάβαζαν με τον τρόπο των αριστερών, με «ιερό» δέος απέναντι στη γνώση, με επίγνωση των ορίων τους, με παροιμιώδη νηφαλιότητα και σεμνότητα, ενίοτε και κρυπτικότητα, γι’ αυτό και μάθαιναν να μιλούν μόνο για όσα ξέρουν καλά.

    Η αμετροέπεια αφορά το κομματικό σώμα της αριστεράς, κι αυτή η διαφορά συνιστά μια παθολογία με τη μεγαλύτερη διάρκεια και διάχυση. Ας θυμηθούμε μόνο τον «αληθινό Σολωμό», πριν από κανα δυο χρόνια, στις σελίδες της Αυγής, διά χειρός Αλέκου Αλαβάνου, που με θεωρητικούς αυτοσχεδιασμούς προσπάθησε να μας αποκαλύψει το «πραγματικό νόημα» του «Ύμνου εις την Ελευθερία», αγνοώντας επιδεικτικά την ογκώδη φιλολογική εργασία των σύγχρονων σολωμιστών, οι οποίοι, όλως τυχαίως, στον δικό μας πολιτικό χώρο ανήκουν, σχεδόν όλοι. Αλλά, και πάλι, ας μη χαμογελάσουμε μακαρίως, επιβεβαιωνόμενοι έναντι των κάθε φορά «άλλων», γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος.

    Ερχόμαστε έτσι σε μια άλλη όψη, του ίδιου φαινομένου, που επίσης συνδέει τις περιπτώσεις που ήδη ανέφερα: αφορά τον, εκτός τόπου και χρόνου, πολιτικό μαξιμαλισμό. Μάλιστα, η Ζαχαριαδική εκδοχή του ευδοκίμησε αμέσως μετά την κρίση του 1929, ενώ οι σύγχρονες παραφυάδες του βλασταίνουν υπό την παρούσα κρίση. Η συγκυρία, το περιβάλλον της κρίσης είναι φαίνεται ιδανικό για τέτοιες εξάρσεις, οι απλουστεύσεις εύκολα αποκτούν κάποια ερείσματα, όμως είναι γνωστό πως ο βολονταρισμός καταλήγει μόνο στην τραγωδία. Άλλωστε, το έπος της δεκαετίας του 1940, με το παλαμικό κοσμοείδωλο να οργανώνει την ιδεολογία του (ας δει κανείς μόνο τα αντιστασιακά τραγούδια και τα θεατρικά δρώμενα «του βουνού»), είχε την πιο άδοξη κατάληξη: όλο αυτό το κίνημα ηττήθηκε στον Γράμμο, γιατί το κοσμοείδωλό του, ως ιστορικό πρόταγμα, ήταν παρωχημένο. Ηττήθηκε ως παλαμικός, εθνο-ποιμενικός δεκαπεντασύλλαβος, απέναντι στον επελαύνοντα σεφερικό «ελεύθερο» στίχο.

    Οι πόλεμοι, και οι εμφύλιοι πόλεμοι, σε «τελευταία ανάλυση» δεν κερδίζονται βέβαια με στίχους, αλλά η ιδεολογία τής κάθε «σημαίας» είναι αναγνωρίσιμη, «μυρίζει» από μακριά, καθορίζει εν πολλοίς την έκβαση των πραγμάτων. Για παράδειγμα, οι ιστορικοί θα συνεχίσουν να ερευνούν το γεγονός ότι οι εργάτες των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα της Αθήνας, δεν ανέβηκαν στο βουνό κατά τον εμφύλιο, θα συνεχίσουν να εντοπίζουν κοινωνικούς λόγους και οικονομικές αιτίες, όμως είναι γνωστό πως οι συγκεντρώσεις των εργατών του Μεσοπολέμου έκλειναν με απαγγελίες ποιημάτων του Βάρναλη – σε αυτό, το λαϊκο-εργατικό κοσμοείδωλο είχαν αναγνωρίσει τον εαυτό τους ως εργατική τάξη.

    Ο Παλαμάς αντιστοιχούσε στην πριν το 1922 Ελλάδα∙ αντίθετα, με την ίδρυση του ΚΚΕ και με το Φως που καίει (1922) του Βάρναλη, η ελληνική κοινωνία και κουλτούρα περνά οριστικά στην αστική εποχή, δηλαδή στις αντιθέσεις και τα διλήμματά της. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο Ζαχαριάδης θα ψάχνει την «ψυχή του λαού» από χωρίου εις χωρίον, στη φλογέρα του Παλαμά… Και, ενενήντα χρόνια αργότερα, ο Γ. Μαυρίκος θεωρεί, αφελώς, μαζί με τον Ζαχαριάδη, πως ο Παπαδιαμάντης, που κι αυτός αντιστοιχεί στην προνεωτερική ελληνική κοινωνία, «περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού»… Τη ζωή ποιου λαού, ποιας εποχής, περιέγραψε; Αφηρημένη έννοια είναι ο λαός; Η δε λογοτεχνική «περιγραφή», κι αυτή αισθητικά αφηρημένη έννοια είναι;

    Με τούτα και μ’ εκείνα, πάλι στο Μεσοπόλεμο επιστρέφουμε, δηλαδή στο σημείο μηδέν, στη νεκρανάσταση της Ζαχαριαδικής απλουστευτικής αυθαιρεσίας. Και πάλι απ’ την αρχή, προσμένοντας, ίσως μάταια, ίσως με πίστη μεταφυσική αλλά δεν γνωρίζω να υπάρχει καμιά άλλη πίστη, εκείνη τη στιγμή που η πολιτική πρωτοπορία θα αναπνέει στο οξυγόνο της αισθητικής πρωτοπορίας, όπως τότε, στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Με τον βολονταρισμό και πάλι να καραδοκεί, να τις καταστρέψει και τις δύο…

    Είμαστε μεσοπόλεμος, ανίατα μεσοπόλεμος…
    Βύρων Λεοντάρης

    Πηγή: http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=608487
    … και αν υπάρχει πρόβλημα στην ιστοσελίδα της Αυγής …
    βλ. εδώ: http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/04/h.html

  4. […] την προεκλογική περίοδο του 1920, καθώς και -τη δράση των Αντιπολεμικών Πυρήνων στο μικρασιατικό μέτωπο, θα την παρουσιάσω σε μια από […]

  5. http://marxistikiskepsi.gr/index.php/14/8-2014-11-02-15-09-08

    Βλάσης Αγτζίδης – Η πολιτική του ΣΕΚΕ στο Μικρασιατικό Ζήτημα

    Τουρκικός εθνικισμός και γερμανικός ιμπεριαλισμός

    Ο μιλιταριστικός τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Οι στρατιωτικοί που τον εξέφρασαν χαρακτηρίζονταν από ακραία εθνικιστική υπεροψία. Αποκαλυπτική είναι μια σύσταση του Ισμέτ Ινονού προς τους νέους αξιωματικούς: «Ο σουλτάνος είναι εχθρός σας. Είναι επτά γενεών εχθρός σας… ακόμα και ο λαός είναι εχθρός σας»12. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία» 13. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα».14 Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό. Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.

    Η νεοτουρκική ακροδεξιά (Τζεμάλ, Εμβέρ, Ταλαάτ) εξέφραζε τα προαστικά μουσουλμανικά στρώματα που επιδίωκαν το σταμάτημα τόσο των πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και της απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα αλλά και «την κοινωνική ανωριμότητα» ξεσκέπασαν «γρήγορα και καθαρά» οι Γερμανοί σοσιαλιστές.15 Η φιλελεύθερη πτέρυγα που εκπροσωπούνταν από τον Πρίγκιπα Σαμπαχαεντίν και είχε την αποδοχή και των προοδευτικών στοιχείων από την ελληνική και αρμενική κοινότητα, θα ηττηθεί από τους στρατιωτικούς. Ο Πρίγκιπας Σαμπαχαεντίν εξέφρασε τις πιο προοδευτικές οθωμανικές δυνάμεις που εμφορούνταν από το πνεύμα του διαφωτισμού και επεδίωκαν τη διαμόρφωση ενός κράτους δικαίου16.

    Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των ανταγωνιστών τους, δηλαδή, μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών, των Ελλήνων και των Αρμενίων.17 Ο γερμανικός καπιταλισμός εισδύει στη μικρασιατική ενδοχώρα επιχειρώντας να εξαρτήσει την αγροτική οικονομία μέσω της Γερμανικής Τράπεζας (Deutsche Bank). Παράλληλα αναλαμβάνει τον έλεγχο του νεοτουρκικού στρατεύματος. Η Λούξεμπουργκ που είχε καταγγείλει «την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα» αναφέρει: «Ο τουρκικός μιλιταρισμός γίνεται εξάρτημα του πρωσικού-γερμανικού μιλιταρισμού… η αναλαμβανόμενη από τη Γερμανία προσπάθεια αναγέννησης της Τουρκίας, ήταν μια καθαρή τεχνική προσπάθεια γαλβανισμού ενός πτώματος…»18

    Οι απόψεις των μπολσεβίκων ηγετών για τους Νεότουρκους και τον κεμαλισμό ήταν διφορούμενες, περιέχοντας στοιχεία αποδοχής αλλά και επιφύλαξης. Ο Λένιν και ο Τρότσκι σε κείμενά τους στα 1910-1912 υποστήριζαν πως οι Νεότουρκοι αποτελούσαν ένα επαναστατικό αστικό κίνημα, που όμως έτεινε προς συμβιβασμό με την παλιά φεουδαρχική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.19 Όμως αργότερα η επίσημη σοβιετική άποψη θα είναι απορριπτική των Νεότουρκων. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα αναφερθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού.20

    Η πολιτική της γερμανικής Δεξιάς εντάσσεται σε μια προαστική προσπάθεια κυριαρχίας των τοπικών φεουδαρχών και γαιοκτημόνων και στο σημείο αυτό συναντά και συμπορεύεται με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο επίσης είχε προαστικά, αντι-εκσυγχρονιστικά και φεουδαρχικά χαρακτηριστικά και βάσιζε την πολιτική του σε έναν ακραίο φυλετικό λόγο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής επιδιώκοντας την καταστροφή των μεσοαστικών στρωμάτων και την ιδιοποίηση του πλούτου που αυτά είχαν παράγει. Αυτή ήταν μια από τις θεματικές που θα ενσωματωθούν, μέσα στο φόντο των εξελίξεων του Μεσοπολέμου, στο φαινόμενο του Ναζισμού.21

    Σε ιδεολογικό επίπεδο, η ακροδεξιά πτέρυγα των Νεότουρκων που θα καταλάβει την εξουσία με το στρατιωτικό κίνημα του 1908, εμπνέεται από το γερμανικό φυλετικό ρομαντισμό. Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.22 Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα.23

    Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να εμφυσήσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο». Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια της θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι»24.

    Στην περίπτωση του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της –όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή– έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαΐστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φυλών. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του Gökalp. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…» Έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες.

    Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική και ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1911 είχαν αποφασίσει την καταπίεση και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.25

    Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η Επιτροπή θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Έλληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας… Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gökalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ένα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».26

    Οι Μικρασιάτες σοσιαλιστές

    Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γεώργιο Σκληρό –που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου– και τον Δημήτρη Γληνό –από τη Σμύρνη της Ιωνίας– ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.

    Ο Δημήτρης Γληνός γράφει με εξαιρετική οξυδέρκεια: «Εύρομεν ότι ο μόνος τρόπος αμύνης των μη Τούρκων κατά του επιδιωχθησομένου αμειλίκτως εκτουρκισμού είνε η συστηματική διοργάνωσίς των ως πολιτικών παραγόντων… η μόνη ultima ratio κατά του εσχάτου κινδύνου των εν Τουρκία Χριστιανών… είνε η στρατιωτική και ναυτική οργάνωσις η σκόπιμος και τελεία και επί ωρισμένου σχεδίου προπαρασκευή προς δράσιν των περί την Τουρκία χριστιανικών κρατών… Η τουρκική αστική τάξις θα φανή συμβιβαστική μόνον, εάν γνωρίζει ότι απέναντί της έχει ωργανωμένους και ισχυρούς αντιπάλους, έτοιμους να αναλάβωσι τον περί πάντων αγώνα»27.

    Ο Γεώργιος Σκληρός θεωρούσε ότι: «…Μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων σε ένα πολιτικό συνασπισμό και μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου, θα μπορέσει να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεότουρκων σε ομαλά όρια, και από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις, πώς το ζήτημα της Ανατολής είναι μονάχα ζήτημα των λαών της, που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής».28

    Παρόμοια προσέγγιση είχε και η εφημερίδα Ο Λαός που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη από τον Νίκο Γιαννιό: «Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει».29

    Η επιρροή στο ελλαδικό κομμουνιστικό κίνημα

    Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ θα λάβει χώρα στις 4-10 Νοεμβρίου του 1918, στο οποίο συμμετέχουν περί τα χίλια άτομα, μεταξύ αυτών και κάποιοι εκπρόσωποι Μικρασιατών εργατών.45 Στο συνέδριο αυτό θα παρθούν σημαντικές αποφάσεις για τα «Βαλκανικά Ζητήματα». Συγκεκριμένα υπερψηφίστηκε η θέση:

    «Προς επίλυσιν των εκκρεμών ζητημάτων ά ενδιαφέρουν την Βαλκανικήν και ειδικώς τη χώρα μας, το συνέδριον προτείνει:

    1) Την παροχή πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης και Δωδεκανήσων και Καστελορίζου, καθώς και της Β. Ηπείρου να καθορίζουν την τύχη των.

    2) Πλήρες δικαίωμα παλινοστήσεως και αποζημιώσεως (δια καταστροφάς τας οποίας υπέστησαν) δια τους βίαια εκδιωχθέντες διαφόρους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξαρτήτων φυλής, εις τους οποίους να παρασχεθούν τα μέσα επιστροφής.

    3) Το σημερινό κράτος [σ.τ.σ. Οθωμανική Αυτοκρατορία] να μεταβληθεί εις μίαν ομοσπονδίαν αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικώς οργανωμένων, ώστε οι εθνικότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την Βαλκανικήν δημοκρατικήν ομοσπονδία».

    Παρόμοια και πολύ πιο έντονη είναι η θέση άλλων ελληνικών κομμουνιστικών οργανώσεων που απαρτίζονται από Έλληνες της Μικράς Ασίας, που γνωρίζουν την πραγματικότητα της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της «Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού», που καθοδηγείται από τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, Πόντιο πρόσφυγα από το Καρς του Καυκάσου. Η «Ελληνική Κομμουνιστική Ομάς Οδησσού» χρησιμοποιεί σαν βασικό αντεπιχείρημα στην επέμβαση του ελληνικού στρατού κατά των μπολσεβίκων, την ιμπεριαλιστική στάση της τσαρικής Ρωσίας που απειλούσε τις ελληνικές περιοχές της Ανατολής. Στην προκήρυξη που μοιράζει στον ελληνικό στρατό που συμμετέχει στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία της Αντάντ, γράφει ότι ο τσαρισμός «…ήθελε να πάρει την Τραπεζούντα, την Μικρασία και την Κων/πολη ακόμα».46 Θεωρεί αυταπόδεικτα τα ελληνικά δικαιώματα στις περιοχές αυτές.

    Η ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κομιντέρν αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κρίση στην Ανατολή. Η βασική του θέση, όπως ψηφίστηκε στο ιδρυτικό συνέδριο, θα αγνοηθεί. Η προσέγγισή του για τον μικρασιατικό πόλεμο διαμορφώνεται πλέον από την απόφαση της Κομιντέρν που έφτασε στην Αθήνα το Μάρτη του 1920 γραμμένη στα γερμανικά υπό τον τίτλο: «Thesen und Resolutionen des zweites Weltkongresses der Kommunistischen Internationale».47 Αποφασιστική είναι η επίδραση των Εβραίων σοσιαλιστών της Θεσ/νίκης και της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν. Ο G. Haupt, ο οποίος προλογίζει την αυτοβιογραφία του Αβραάμ Μπεναρόγια, ερμηνεύει την απόλυτα διεθνιστική θέση των Εβραίων σοσιαλιστών, από την «ειδική τους κατάσταση και απομόνωση».48

    Από τις επίσημες αναλύσεις του ΣΕΚΕ λείπει πλέον ολοκληρωτικά και η παραμικρή αναφορά στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Το μόνο που υπάρχει είναι τα συμφέροντα της «αγγλογαλλικής κεφαλαιοκρατίας».49 Το ΣΕΚΕ θεωρεί ότι το επιχείρημα της απελευθέρωσης των «υπόδουλων αδελφών» (τα εισαγωγικά του ΣΕΚΕ) είναι μόνο για μεγαλύτερη εκμετάλλευση του λαού από τους αστούς και βάθεμα της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Και καλεί «τους εργάτας και χωρικούς της Ελλάδος» σε αντιπολεμικό αγώνα για την «οριστικήν επικράτησιν της σημαίας μας, δια την οριστικήν απολύτρωσίν μας από κάθε είδους ζυγόν, από κάθε εκμετάλλευσιν».50 Ο Σταυρίδης ανα- φέρει, ωστόσο, ότι σε μεταξύ τους συζητήσεις θεωρούσαν ότι ήταν «εκστρατεία απελευθερωτική ελληνικών πληθυσμών και ελληνικών εδαφών εφ’ όσον περιωρίζετο εις τα εδάφη της Συνθήκης των Σεβρών». Ακόμα και ερωτήματα έμπαιναν «γιατί δεν έρχεται εδώ να μας βοηθήσει με στρατόν της [σ.τ.σ. η Αγγλία] με αποβάσεις εις τον Εύξεινον Πόντον. Δια να κτυπήσει αμέσως τον Κεμάλ να τελειώνωμεν».51

    Η αντιπολεμική εκστρατεία του ΣΕΚΕ άρχισε με τη δημοσίευση σκληρών άρθρων κατά του πολέμου στην εφημερίδα Η φωνή του εργάτη. Είχε προηγηθεί έκκληση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο, προς τους κομμουνιστές στρατιώτες να αντισταθούν στην εκστρατεία. Σταθμό στην αντιπολεμική στρατηγική αποτελεί η εκλογική συμμαχία με την, επίσης αντιπολεμική, αντιβενιζελική βασιλική παράταξη. Τα συνθήματα ήταν: «Οίκαδε», «επιστροφή από το μέτωπο», «αποχώρηση του στρατού από τη Μικρά Ασία». Διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ένας αντιμικρασιατικός, αντιπολεμικός χώρος. Η προεκλογική ρητορική του κόμματος «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη ήταν απολύτως συμβατή με την αντίστοιχη ρητορική του ΣΕΚΕ. Αποκαλυπτικό γεγονός της παράδοξης εκείνης συνάντησης μοναρχικών και παλαιοελλαδιτών κομμουνιστών, υπήρξε μια κομμουνιστική προεκλογική συγκέντρωση (Οκτώβρης 1920). Για την προεκλογική αυτή συγκέντρωση που έγινε από το ΣΕΚΕ(Κ) στην Αθήνα, ο Κορδάτος μας ενημερώνει ότι έλαβαν μέρος 50.000 διαδηλωτές: «Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί. Φοβόνταν να οργανώσουν δική τους διαδήλωση και πήραν μέρος στην κομμουνιστική. Γι’ αυτό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας: Κάτω ο Βενιζέλος, Κάτω ο πόλεμος… Μερικές κυρίες απ’ τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της Πλατείας Συντάγματος “έραιναν με άνθη” τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα “μπράβο παιδιά. Σφυρί δρεπάνι”. Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές». Μας πληροφορεί επίσης ότι την εκδήλωση του ΣΕΚΕ(Κ) παρακολούθησαν κάποια στελέχη του μοναρχισμού όπως οι Γεώργιος Βλάχος, Νίκος Κρανιωτάκης και μας ενημερώνει ο Κορδάτος ότι: «Ήταν και αυτοί χαρούμενοι και δυο τρεις φορές χειροκρότησαν το ρήτορα Ευ. Παπαναστασίου».52 Ο Ελευθέριος Σταυρίδης αναφέρει ότι κατά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πολλοί μοναρχικοί διπλοφήφισαν το ΣΕΚΕ και την Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν του Γούναρη.

    Σημειώσεις
    12. Βασίλης Νότης, ό.π., σελ. 36.
    13. Τεκίν Αλπ, Το τουρκικό και παντουρκιστικό ιδεώδες, έκδ. Αρμενικοί Ορίζοντες, Αθήνα, 1992, σελ. 78-79.
    14. Celal Bayar, Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris, τόμ. 5, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Baha, 1967, σελ. 1572-82.
    15. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η δραστηριότητα των γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία», περ. Οι Λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 56-62.
    16. «…Εγκαινίασε (ο Σαμπαχαεντίν) ένα πρόγραμμα μετεξέλιξης της Αυτοκρατορίας σε μια “πολυπολιτισμική” κοινωνία, που θα φιλοξενούσε μέσα στο οθωμανικό μωσαϊκό τους διάφορους συμβατούς μεταξύ τους πολιτισμούς. Με την αντίληψη αυτή ιδρύθηκε το Κομιτάτο “Ένωση και Πρόοδος”. Στην οργάνωση αυτή, σε αντίθεση με τις απόψεις του πρίγκιπα Σαμπαχαεντίν (αντεμί μερκετζί: αποκέντρωση), εμφανίστηκε η ομάδα του Αχμέτ Ριζά, που υποστήριζε τον συγκεντρωτικό έλεγχο (κατί μερκετζί) και εισήλθε δυναμικά στην πολιτική με την υποστήριξη των Γερμανών. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της οργάνωσης…. Η γραμμή του Σαμπαχαεντίν είχε τη μεγαλύτερη μαζική αποδοχή. Παρ’ όλη τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση για κάποια περίοδο, δεν κατάφερε να διαμορφώσει την τελική γραμμή και βαθμιαία απομακρύνθηκε από την εξουσία». Ahmet Oral, «Για το Αρμενικό, Ελληνικό, Κουρδικό και Αλεβίτικο Ζήτημα», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 30 Μαΐου 2011.
    17. Για τη γερμανική στάση βλέπε: Γ. Μικρασιανός, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, εκδ. Πετράκου, Αθήνα, 1916· Μιχαήλ Ροδά, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, επανέκδοση, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1995.
    18. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η δραστηριότητα των γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία», περ. Οι Λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 56-62.
    19. Είναι χαρακτηριστικές επίσης εδώ οι ανάλογες εκτιμήσεις του Ζινόβιεφ για τον Κεμάλ το Σεπτέμβριο του 1920 στο συνέδριο των λαών της Ανατολής στο Μπακού: «Στην Τουρκία… η σοβιετική κυβέρνηση υποστηρίζει τον Κεμάλ. Δεν ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή ότι το κίνημα του οποίου είναι επικεφαλής ο Κεμάλ δεν είναι ένα κομμουνιστικό κίνημα… Ο ίδιος ο Κεμάλ λέει ότι “το πρόσωπο του Χαλίφη και του Σουλτάνου είναι ιερό και απαραβίαστο”. Το κίνημα που επικεφαλής του είναι ο Κεμάλ θέλει να σώσει το “ιερό” πρόσωπο του Χαλίφη από τα εχθρικά χέρια – αυτή είναι η άποψη αυτού του κόμματος» (https://www.marxists.org/history/international/comintern/baku/ch01.htm).
    20. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ. 637-650.
    21. Το φαινόμενο αυτό, η έρευνα για τις πνευματικές ρίζες της ακροδεξιάς πολιτικής, η διαμόρφωση της γερμανικής ιδεολογίας και η προϊστορία της σχέσης της άκρας Δεξιάς με τη μεταμοντέρνα σκέψη αναπτύσσεται υποδειγματικά στο: Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό (πρωτότυπ. τίτλος The Seduction of Unreason), εκδ. Πόλις, 2007.
    22. Για τον παντουρκισμό δες το βιβλίο ενός από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: Tekin Alp, Τhe turkish and pan-turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη το 1915. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1992. Το παντουρκιστικό φαινόμενο παρουσιάζεται αναλυτικά στη μελέτη: Jacob M. Landau, Ο παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, Αθήνα, εκδ. Θετίλη, 1985.
    23. Dimitris A. Zeginis, Nationalism and the reality of the nation-state: The case of Greece and Turkey in relation to the European orientation in the two countries”, Ph.D. Thesis, University of Essex, 1993, σελ. 195-203.
    24. Aριστοτέλης Μητράρας, Το εθνικιστικό τρίπτυχο. Εκτουρκισμός-εξισλαμισμός-εκσυγχρονισμός στην ποίηση του Ζιγιά Γκιοκάλπ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2012.
    25. “The Salonica Congress. Young Turks and their programme”, εφημ. The Times, Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 1911.
    26. Taner Aksam, Mια επαίσχυντη πράξη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 141.
    27. Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 101-134.
    28. Γεώργιος Σκληρός, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 77-99.
    29. Κεντρικό άρθρο, Λαός, Κωνσταντινούπολη, 18 Ιανουαρίου 1909.
    45. Στο Β΄ συνέδριο του ΣΕΚΕ, τον Απρίλιο του 1920, αποφασίζεται η προσθήκη της λέξης «Κομμουνιστικό» στον τίτλο και γίνεται έτσι ΣΕΚΕ(Κ) (Μανώλη Κόρακα, «Ο Ελληνικός συνδικαλισμός». Αναφορά από τον Λιβιεράτο Δημήτρη, Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα 1918-1923, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1976, σελ. 31, 45.)
    46. Παυλίδης Ελευθέριος, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, εκδ. Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων, 1953, σελ. 57-60.
    47. Ελευθέριος Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα, 1953, σελ. 56.
    48. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του Ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα, εκδ. Κομμούνα, 1986, σελ. 157, 34.
    49. Προκήρυξη του «εκτελεστικού συμβουλίου των σοβιέτ των στρατιωτών της Ελλάδος», προς τους «Κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου». Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. Α΄, σελ. 170.
    50. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 104.
    51. Ελευθέριος Σταυρίδης, ό.π., σελ. 59, 60.
    52. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 543-544.
    * Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας στο ΑΠΘ και μαθηματικός. Το παρόν είναι αποσπάσματα από το άρθρο του στη Μαρξιστική Σκέψη τόμ. 14, σελ. 61-85.

  6. Νικου Ζαχαριαδη: Η πραγματικη σημασια των γραμματων (Πουλιοπουλου) (30/1/1927)

    Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

    Επιτέλους! Στο «Ριζοσπάστη» δημοσιεύτηκαν τα περίφημα γράμματα του Πουλιόπουλου και τώρα καθησυχασμένος o καθένας και με «πλήρη στοιχεία» θα μπορέσει να σχηματίσει γνώμη. Γιατί είναι απαραίτητο το κάθε μέλος του κόμματος να σχηματίσει γνώμη. Δισταγμοί, αμφιταλαντεύσεις, προσωπικές συμπάθειες και μελαγχολικές αναμνήσεις παλιών αγώνων και ένδοξων σελίδων κομμουνιστικών θυσιών και αυταπαρνήσεων πρέπει να μπουν στη μπάντα απ’ όλους που παραπάνω από κάθε άλλο βάζουν το συμφέρον του κόμματος.

    Δε θ’ ασχοληθούμε δω με την εξέταση της κρίσης του κόμματος που βαστά απ’ τα τότε που ιδρύθηκε. Θα εξετάσουμε εδώ συγκεκριμένα χωρίς ιστορίες, μια, τη πιο επικίνδυνη ως τα σήμερα εκδήλωσή της, το λικβιταρισμό που ως κύριο εκπρόσωπό του έχει τον Παντελή Πουλιόπουλο, πρώην γενικό γραμματέα του κόμματος.

    Για να μη πολυλογούμε, τα κύρια σημεία των γραμμάτων, που στειλε στην ΚΕ και που δημοσιεύτηκαν στο «Ριζοσπάστη» είναι τα εξής:

    Πλήρη άρνηση του ρόλου του ΚΚΕ στους ταξικούς αγώνες του ελληνικού προλεταριάτου.

    1)

    Λικβιταριστική- Μενσεβικική εκτίμηση της σημερινής κατάστασης από την οποία βγαίνει και η στροφή του προς τα δεξιά (παραδοχή ως σωστής της γραμμής Αποστολίδη- Κορδάτου)

    2)

    Τέλειος μικροαστικός-σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός στην ιδεολογική υποδούλωση του ελληνικού προλεταριάτου στο άρμα της μπουρζουαζίας με την παραδοχή της περίφημης θεωρίας του Γεωργιάδη- Σιδέρη για την «ελληνική πραγματικότητα».

    3)

    Τέλεια σύγχυση με την παραδοχή ως ορθής της χαφιέδικης αντικομμουνιστικής δράσης του αρχείου

    4)

    Παραβίαση των βασικών καταστατικών θέσεων του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς περί πειθαρχίας κτλ και ύψωση της σημαίας της διάλυσης του Κόμματος και το σπουδαιότερο

    5)

    Απόκρουση των προγραμματικών θέσεων του ΚΚΕ και της ΚΔ σε σειρά βασικότατων ζητημάτων, τέλεια αντιλενινιστική, σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση

    6)

    Πολλοί θα ρωτήσουν «είναι αλήθεια αυτά;» Όποιος θελήσει να διαβάσει τα γράμματα του Πουλιόπουλου όχι με το φακό των προσωπικών συμπαθειών και αντιπαθειών αλλά με το φακό των γεγονότων, της πραγματικότητας, και του συμφέροντος του κόμματος, δε θα μπορέσει, μ’ όλη του την καλή θέληση, να βγάλει τίποτε το αντίθετο απ’ εκείνο που λέγεται πιο πάνω.

    Μα αφού ήταν κουρασμένος, άρρωστος κτλ κτλ; Μπορεί κανείς να ζητά άδεια, μπορεί να αρρωσταίνει, μα δεν έχει το δικαίωμα να στραπατσέρνει, να τσακίζει το κόμμα γιατί έτσι θέλει. Και το σπουδαιότερο, αφού γίνεται καλά και σιάζει, να επιμένει σ’ όλα εκείνα που έγραφε και έλεγε όταν ήταν άρρωστος.

    Ώστε το ζήτημα φεύγει απόλυτα απ’ το πεδίο που το θέτουν μερικοί σύντροφοι και έρχεται στο μόνο σωστό και ορθό:

    Υπάρχει ξεκάθαρη και πλέρια παράβαση των καταστατικών και προγραμματικών αρχών του ΚΚΕ και της ΚΔ- ολοφάνερη λικβιταριστική-μενσεβικική παρέκκλιση και μπροστά σ’ αυτό το γεγονός που φωνάζει αμείλικτα, δε μπορεί κανένας, μα απόλυτα κανένας, να μείνει με το στόμα κλειστό, σε στάση μεσοβέζικη.

    Βέβαια δεν υπάρχει γι’ αυτό καμια αμφιβολία, ο Πουλιόπουλος και οι οπαδοί του θα παρατάξουν σωρεία επιχειρημάτων και θα προσφύγουν στα φώτα του «αρχειομαρξιστικού λενινισμού» και του «ευνουχισμένου μαρξισμού» για να δικαιολογήσουν τη θέση τους και τη λικβιταριστική τους τακτική. Έτσι έκαμναν όλοι οι προηγούμενοί τους, το ίδιο θα κάμουν και αυτοί: Εξ ονόματος του προλεταριάτου (!) κτλ, ας είναι όμως βέβαιοι ότι το κόμμα θα μπορέσει, οσοδήποτε και αν του κοστίσει αυτό το πράγμα, να βγει νικηφόρο και κερδισμένο απ’ τον αγώνα και την κρίση του αυτή.

    Τίποτε περισσότερο και λιγότερο, ο λικβιταρισμός υποστηρίζει την εξής θέση:

    Ο ρόλος της Ελλάδος στο σημερινό ιμπεριαλισμό είναι μικρός, άρα και ο επαναστατικός ρόλος του ΚΚΕ και του ελληνικού προλεταριάτου ελάχιστος. Παίρνοντας μάλιστα υπόψη μας και τις «βασικές ιδιομορφίες» της χώρας μας και την ανικανότητα του ΚΚΕ να ανταποκριθεί ως τα σήμερα στα καθήκοντά του και τον προορισμό του βγάζουμε το συμπέρασμα πως κόμμα δε χρειάζεται ή μάλλον χρειάζεται σαν εκείνο όμως που το ήθελαν οι Αποστολίδης- Κορδάτος κάνοντας και μια μορφωτική- προπαρασκευαστική δουλειά. Στο εθνικό κάναμε λάθος, πρέπει να διορθώσουμε την ταχτική μας. Η επανάσταση δεν θα εκραγεί στην Ελλάδα, γι αυτό και μεις (όταν θα γίνει αλλού) θα τη δεχθούμε και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι (δηλ. μορφωμένοι) για να μπορέσουμε να διοικήσουμε (δε βαριέσαι καημένε, θα ρθούνε άλλοι ή οι …αρχείοι!).

    Αυτά όλα, που βγαίνουν καθαρά απ’ τα γράμματα του Πουλιόπουλου, ξέρτε τι σημαίνουν σε απλούστερη γλώσσα;

    Δε χρειάζεται αγώνας. Εμείς πέρα από μόρφωση τίποτε άλλο δεν έχουμε να κάνουμε.

    Καλά η εργατική τάξη δε θ’ αγωνισθεί; Δε θα κάνει τίποτε;

    Σύμφωνα με τις «βασικές ιδιομορφίες» της χώρας μας (στη γλώσσα του Γεωργιάδη ίσον ελληνική πραγματικότητα) επαναστατικό κόμμα δε μπορεί να υπάρξει.

    Την πολιτική της εργατικής τάξης μπορεί να την κάνει (σήμερα προπαντός) και η φιλελεύθερη μπουρζουαζία. Στο συνδικαλιστικό υπάρχουν (δόξα να’χει ο Θεός!) οι σοσιαλφασίστες. Οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις στα Βαλκάνια, και στη Μακεδονία και Θράκη…δε μας ενδιαφέρουν! Και αν γίνει πόλεμος; Θα πρέπει να πολεμήσουμε για την …πατρίδα!

    Αυτό είναι το ευαγγέλιο του λικβιταρισμού. Γιατί, αν το κόμμα ακολουθήσει τη σοφή συνταγή των λικβιταριστών και αν κάθε «τίμιος σύντροφος» κάνει ό,τι έκανε και ο Πουλιόπουλος τότε ασφαλώς θα γίνει ό,τι λέμε πιο πάνω.

    Μήπως έλεγαν τίποτε περισσότερο οι Γεωργιάδης και Σιδέρης και οι άλλοι συγκεντρωτικοί; Όχι, απόλυτα τίποτε.

    Ξέρτε τώρα πώς ο Πουλιόπουλος χαρακτηρίζει τους Γεωργιάδηδες και τους Σιδέρηδες με τους οποίους σήμερα συμφωνά;

    Δεν έχετε παρά να διαβάστε τη σειρά των άρθρων του με τον τίτλο «Ελληνικός Μενσεβικισμός» στα τεύχη Ιουλίου, Αυγούστου και Οκτωβρίου 1924 της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης.

    Εδώ δε θα παραθέσουμε παρά ορισμένα μέρη απ’ το τελευταίο μέρος του άρθρου που δημοσιεύεται στο τεύχος του Οκτώβρη του 1924.

    «Κατά ποίον τρόπο απαντούν τα διάφορα πρόσωπα και οι «ομάδες» της διαλυμένης ΣΕΕ (Σοσιαλιστικής Ένωσης της Ελλάδος) στα συγκεκριμένα αυτά καθήκοντα; Διακηρύσσουν πρώτα πρώτα τη βασική του θεωρητική «αρχή», ότι η ιστορία δε θέτει άλλα προβλήματα στην κοινωνία παρά μόνον εκείνα που υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις της λύσεώς των και ότι το κίνημά μας στην Ελλάδα έχοντας ανάγκη «μακράς νομίμου υπάρξεως» διατρέχει το ιστορικό στάδιο της 2ης Διεθνούς, δηλαδή το στάδιο «της οργανώσεως της προπαγάνδας και της μορφώσεως»…

    «Και η μεν αντιμαρξικότης- λέγει ο Πουλιόπουλος- των δογμάτων αυτών είναι προφανής…Όποιος δεν αισθάνεται μέσα του τη δύναμη να μπει μέσα στη σύγκρουση των ζωντανών στοιχείων της κοινωνίας που παίρνουν ενεργό μέρος στη λύση των προβλημάτων που τίθενται κάθε φορά, αυτός αντί να μιλεί για μαρξιστικές αρχές κάθεται στο γραφείο του και θεάται από μακριά ως σοφός παρατηρητής την εξέλιξη των κοινωνικών αγώνων. Δεν έχει την απαίτηση να μας κάνει να πιστεύουμε, ότι λαβάνει μέρος στους αγώνες μιας τάξεως και τους διευθύνει μάλιστα».

    Και παρακάτω στη υποσημείωση στο ίδιο μέρος:

    «Ο «μαρξισμός» της ομάδας αυτής είχε και άλλες πολύ φαιδρότερες εκδηλώσεις. Υπενθυμίζουμε το άρθρο εκείνο του Ν. Δημητράτου, στο οποίον σοβαροφανέστατα μιλούσε περί «σοσιαλδημοκρατισμού» και επαναστατικότητος εν σχέσει με τον… σλαβικό και ελληνικό χαρακτήρα!»

    Ο Πουλιόπουλος του 1924 χτυπούσε την αντιμαρξικότητα των «σοσιαλιστών» και τις ανοησίες του Ν. Δημητράτου.

    Ο Πουλιόπουλος του 1926, με τις θεωρίες περί «μορφώσεως», τις «βασικές ιδιομορφίες» και την όλη του τακτική τίθεται αλληλέγγυος με τους Γεωργιάδηδες, Σιδέρηδες και με τους «σλαβικούς και ελληνικούς φυλετικούς χαρακτήρες» του Ν. Δημητράτου.

    Και προχωρούμε στο άρθρο του:
    «Θα πολεμήσουμε τη μπουρζουαζία, όσο κι αν είμαστε οργανωτικά αδύνατοι, με τα ίδια μέσα που μας πολεμά κι αυτή».

    Και τελειώνει έτσι:

    «Ο ελληνικός μενσεβικισμός δεν είναι προορισμένος να προσφέρει στην ελληνική μπουρζουαζία τόσες υπηρεσίες όσες προσφέρει σήμερα ο ευρωπαϊκός στη μπουρζουαζία των χωρών του. Το έδαφος επάνω στο οποίο θα ζητήσει ίσως και στο μέλλον να στηριχτεί, η εργατική τάξη της Ελλάδος, είναι πολύ επισφαλές γι αυτόν. Ο κομμουνισμός έχει στο έδαφος αυτό πολύ βαθύτερες ρίζες από όσες θα επιθυμούσαν να έχει οι Έλληνες μενσεβίκοι».

    Αυτά γράφονταν στα 1924. Και απ’ το γράψιμο ως την πράξη υπάρχει καμμιά φορά τόση απόσταση που επιτρέπει στο Πουλιόπουλο να βρίσκεται σήμερα στο στρατόπεδο του ελληνικού μενσεβικισμού που στα 1924 στάθηκε ο μεγαλύτερος του πολέμιος.

    « Οι φιλόσοφοι μόνο ξηγούσαν τον κόσμο, έτσι ή αλλιώς, το ζήτημα όμως έγκειται στο να τον αλλάξεις» (Μαρξ). Ο Πουλιόπουλος μάς εξήγησε μόνο τον ελληνικό μενσεβικισμό. Δε προχώρησε παρακάτω. Αλλά αυτό μόνο δε φθάνει. Και το κόμμα το ξέρει αυτό και θα προχωρήσει χτυπώντας μαζί με το χθεσινό και το σημερινό μενσεβικισμό.

    Το σπέρμα όμως του μενσεβικισμού στον Πουλιόπουλο δεν εμφανίζεται σήμερα. Θα φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα απ’ το ίδιο άρθρο.

    Να τι διαβάζουμε στο τεύχος Οκτωβρίου του 1924 στο τέλος της σελ. 327:

    «2. Αντιμετώπιση των προβλημάτων της επαναστάσεως όπως μας παρουσιάζονται σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς, και ειδικά για μας, βαλκανικής σκοπιμότητος: (Λ.χ. θέση μας απέναντι του εθνικού ζητήματος).

    Καθώς βλέπουμε η θέση μας απέναντι του εθνικού καθορίζονταν από «κανόνες βαλκανικής σκοπιμότητος»! Ώστε το εθνικό για την ΚΔ δεν είναι ζήτημα αρχής αλλά σκοπιμότητος; Και αυτά γράφονταν απ’ τον Π. όχι στο 1926, αλλά στο 1924.

    Τότε τι διαφορά τον χώριζε απ’ τον Αποστολίδη και Κορδάτο;

    Γιατί με την απόφαση του πυρήνα φυλακισμένων παραπηγμάτων (που γράφτηκε απ’ αυτόν) διαμαρτυρότανε για τις κατηγορίες του Κορδάτου ενάντια στο Κόμμα επί «τριτοδιεθνοφοβία» αφού την τακτική μας στο εθνικό δεν την επέβαλαν λόγοι αντικειμενικά επαναστατικοί, αλλά η σκοπιμότητα που καθορίζουνταν, βέβαια, απ’ τη Διεθνή;

    Το κήρυγμα του λικβιταρισμού είναι ξεκάθαρο. Η παραδοχή του για το κόμμα μας θα σήμαινε: διάλυση του κόμματος, προδοσία της επανάστασης, παράδοση του προλεταριάτου στα χέρια της αστικής τάξης.

    Βέβαια, γι’ αυτό δε μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία, οι κομμουνιστές της Ελλάδας δε θα επιτρέψουν καμμιά φορά να γίνει αυτό το πράγμα.

    Υπάρχουν όμως πολλοί σύντροφοι που έπαθαν τέλεια σύγχυση και στέκονται αμφιταλαντευόμενοι. «Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία» φωνάζουν. Αυτό δεν είναι σωστό. Και όποιος, με τα στοιχεία που υπάρχουν και που βροντοφωνούνε, αρνείται να χτυπήσει το λικβιταρισμό, αυτό χτυπά το κόμμα, γίνεται κι αυτός λικβιταριστής, δουλεύει για τη διάλυση του κόμματος. Γι’ αυτό και κάθε κομμουνιστής πρέπει φανερά και καθαρά να πει: είναι υπέρ του λικβιταρισμού έτσι όπως παρουσάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πουλιόπουλου;

    «Δεν είναι αρκετό να’ ναι κανείς επαναστάτης ή οπαδός του σοσιαλισμού ή γενικά κομμουνιστής. Πρέπει να μπορεί να βρίσκει κάθε στιγμή εκείνον τον ειδικό κρίκο της αλυσίδας, απ’ τον οποίο πρέπει να κρατιέται μ’ όλες τις δυνάμεις για να μπορεί να κατέχει όλη την αλυσίδα και να προετοιμάζει το ασφαλές πέρασμα στον επόμενο κρίκο» (Λένιν: Τα Άμεσα Καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας», Μπροσούρα 1918)

    Ο κρίκος εκείνος που χρειάζεται σήμερα και που η κατοχή του θα επιτρέψει την ανάπτυξη του κόμματος είναι το αλύπητο χτύπημα του λικβιταρισμού.

    Πρέπει κάθε κομμουνιστής να πάρει μέρος στο χτύπημα αυτό αφήνοντας στη μπάντα προσωπικές συμπάθειες και παλιές αναμνήσεις. Ο καθένας κρίνεται στον αγώνα απ’ εκείνο που’ναι σήμερα και όχι απ’ εκείνο που’ ήτανε χθες ή προχθές.

    Πρέπει όλο το κόμμα σαν ένας άνθρωπος να δώσει στο λικβιταρισμό και στους Γεωργιάδηδες, Σιδέρηδες, Κορδάτηδες και Αποστολίδηδες που τρίβουν τα χέρια τους και χαμογελούν, την απάντηση που κάθε κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να δίνει σε τέτοιες περιστάσεις και να εξακολουθήσει τον επαναστατικό του δρόμο με την αμορφωσιά του και τις λίγες του δυνάμεις, έχοντας στο νου εκείνο που είπε ο Λένιν, μόλις βγήκε απ’ την παρανομία, στο πρώτο λόγο που εξεφώνησε στο Σμόλνυ ύστερα απ’ την κατάληψη της εξουσίας απ’ τους Μπολσεβίκους.

    «Να λοιπόν εμείς παίρνουμε την εξουσία. Μπορούμε μήπως να διοικήσουμε το κράτος; Δε μπορούμε. Μπορούμε μήπως να διευθύνουμε την οικονομία; Όχι δε μπορούμε. Αλλά θα μάθουμε!»

    Μήπως οι Έλληνες λικβιταριστές έχουν τη γνώμη ότι οι μπολσεβίκοι δε θα’ πρεπε να την πάρουν γιατί δεν ήξεραν να διοικήσουν;

    Θεσσαλονίκη ΚΟΥΤΒΗΣ

    («Ριζοσπάστης», 30/1/1927)

  7. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
    Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες
    Από τον Ιούλιο του 1922, για την είσοδο προσφύγων στην Ελλάδα χρειαζόταν ειδική άδεια
    Τάσος Κωστόπουλος
    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»

    Αριστείδης Στεργιάδης (ύπατος αρμοστής Σμύρνης), καλοκαίρι 1922

    Χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες συνωστίζονται στις μικρασιατικές ακτές, προσπαθώντας να περάσουν με κάθε μέσο στα νησιά για να γλιτώσουν από τη φωτιά και το μαχαίρι ενός αδυσώπητου πολέμου που μετέτρεψε την πατρίδα τους σε κόλαση.

    Παρά τα εύλογα ανθρωπιστικά ανακλαστικά, η προοπτική μονιμότερης εγκατάστασης των προσφύγων στη χώρα μας προκαλεί έντονη ανησυχία σε πολλούς γηγενείς, που φοβούνται πως οι επήλυδες Ασιάτες θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, θα αποσπάσουν για την επιβίωσή τους μερίδιο από τους αποψιλωμένους δημόσιους πόρους και, με τα αλλότρια ήθη και έθιμά τους, θα θέσουν σε δοκιμασία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του τόπου· μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι αποφαίνονται πως η χρεοκοπημένη Ελλάδα «δεν χωράει» άλλους ξενομερίτες.

    Κάποια στιγμή, οι πύλες της ελληνικής επικράτειας σφραγίζονται θεσμικά με μια έκτακτη, δρακόντεια νομοθεσία. Κατ’ ιδίαν, ένας υψηλόβαθμος κρατικός λειτουργός δεν θα διστάσει μάλιστα να αποφανθεί πως οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες θα ήταν καλύτερα να σφαγούν από τον εχθρό, παρά να θέσουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή της ελλαδικής κοινωνίας.

    Η παραπάνω περιγραφή δεν αφορά τους σημερινούς Σύρους ή Αφγανούς πρόσφυγες, αλλά τους Μικρασιάτες ομολόγους τους πριν από ένα σχεδόν αιώνα.

    Μπορεί η έλευση των τελευταίων να έχει εξωραϊστεί από την επίσημη και εθνικά ορθή ιστοριογραφία ως «υποδοχή» (ή και «παλιννόστηση») των κυνηγημένων ομογενών στη νέα τους πατρίδα, τον ματωμένο όμως εκείνο Αύγουστο του 1922 η στάση του ελληνικού κράτους θύμιζε περισσότερο την απροθυμία της σημερινής Ευρώπης να απορροφήσει τα κύματα των απελπισμένων που καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι εδώ από τα σφαγεία της Μέσης Ανατολής.

    Τις παραμονές μάλιστα της Καταστροφής, απαγορεύτηκε με νόμο η είσοδος Μικρασιατών προσφύγων στη χώρα· επίδειξη «ρεαλισμού» μοιραία για χιλιάδες ανθρώπους, τους οποίους το ίδιο ακριβώς κράτος θα καταχώριζε λίγο αργότερα υποκριτικά στις δέλτους των «εθνομαρτύρων».

    Η ποινικοποίηση της προσφυγιάς
    Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922)Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922) | ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Ηταν 20 Ιουλίου 1922, όταν με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» – το πρώτο νομοθετικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος «λαθρομεταναστών» και προσφύγων στη χώρα.

    Το πρώτο άρθρο του νόμου, που υπογράφεται από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη Ρούφο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη, διακηρύσσει ότι στο εξής «απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών».

    Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922)ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Παρά τη γενική του διατύπωση, ο νόμος στόχευε στο κλείσιμο των συνόρων ειδικά για τους Ελληνες της Μικρασίας και του Πόντου – τη μόνη κατηγορία ανθρώπων που ήταν άλλωστε διατεθειμένη να «αποβιβαστεί ομαδόν» στο εμπόλεμο και καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.

    Το προηγούμενο δίμηνο, χιλιάδες Πόντιοι είχαν καταφτάσει «απρόσκλητοι» στον Πειραιά και κλειστεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, όπου πέθαιναν σαν τις μύγες από τον συνωστισμό και τις αρρώστιες· η τελευταία παρτίδα, 4.500 άτομα, είχε έρθει από το Νοβοροσίσκ μόλις πριν από μια βδομάδα (12/7/1922).

    Αντιμέτωπη με τον πανικό των ντόπιων για ενδεχόμενη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών, η κυβέρνηση είχε ήδη εξαγγείλει (9/6/1922) τη μετατροπή της Μακρονήσου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και «απολύμανσης» προσφύγων (βλ. «Ιός», 16/5/2015).

    Ο Ν. 2870 δεν ήταν παρά η λογική προέκταση αυτών των μέτρων, απέναντι στο προσφυγικό τσουνάμι που διαφαινόταν στον ορίζοντα.

    Η θέσπισή του δεν απείχε ούτε μήνα από την αναμενόμενη τελική επίθεση του Κεμάλ και την προβλεπόμενη κατάρρευση του μετώπου.

    Το άρθρο 2 προέβλεπε δρακόντειες ποινές για τους «δουλεμπόρους» της εποχής, που μετέφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τη Μικρασία:

    «1. Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβη, διευκολύνη ή δεχθή την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν τω άρθρω 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως έξ τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.

    2. Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος, η καταδικαστική απόφασις δύναται ν’ απαγγείλη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος».

    Οσο για το όργανο του «εγκλήματος», αυτό δεν κατασχόταν μεν (όπως συμβαίνει σήμερα), αχρηστευόταν όμως προσωρινά βάσει του άρθρου 3:

    «Το ενεργήσαν την παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον διά την πληρωμήν της κατά το προηγούμενον άρθρον ποινής, υποχρεουμένης της λιμενικής αρχής να μη επιτρέπη τον απόπλουν αυτού μέχρι της οριστικής και τελεσιδίκου εκδικάσεως της υποθέσεως».

    Ο Ν. 2870 αποτέλεσε καθοριστική τομή στην αντιμετώπιση των Μικρασιατών από το ελληνικό κράτος.

    Μέχρι τότε, μια εγκύκλιος του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα (22/4/1921) απαγόρευε την αποδημία από την ελληνική ζώνη κατοχής, για στρατολογικούς καθαρά λόγους, μόνο στους άρρενες «Οθωμανούς υπηκόους Ελληνες το γένος»ηλικίας 18-37 ετών.

    «Η Υπηρεσία Εκδόσεως διαβατηρίων της Υπάτης Αρμοστείας» Σμύρνης, διαβάζουμε εκεί, «εκανόνισε την λειτουργίαν αυτής, ώστε να μη εκδίδη διαβατήριον άνευ σημειώματος της Αστυν. Αρχής και θεωρήσεως της Στρατιωτικής Υπηρεσίας ότι επιτρέπεται η αναχώρησις» του ενδιαφερόμενου· επιπλέον, «οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, κατά την αναχώρησιν των πολιτών θα ζητώσι την θεώρησιν της Στρατ. Αρχής επί της αδείας αναχωρήσεως».

    Εξίσου ρητά όμως η ίδια εγκύκλιος ξεκαθάριζε ότι παρόμοια «θεώρηση» (βίζα) δεν απαιτείται «εφ’ όσον προφανώς πρόκειται περί μη στρατευσίμων (π,.χ. αναπήρων, ηλικιωμένων κ.λπ.)» (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, φ. 80, έγγρ. 12-14).

    Αντίθετα, με τον νόμο που ψηφίστηκε τις παραμονές της Καταστροφής, οι πύλες της Ελλάδας έκλειναν για κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.

    Η σκλήρυνση αυτή υπαγορεύτηκε, ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης του μετώπου, από «εθνικούς», κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους.

    Οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες ήταν χρήσιμοι ως εθνολογικό προγεφύρωμα του ελληνικού κράτους στις αλύτρωτες πατρίδες, ανεπιθύμητοι όμως ως συμπολίτες, καθώς το κοινωνικοπολιτικό προφίλ τους απέκλινε από τα κυρίαρχα στερεότυπα της μητέρας πατρίδας.

    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται λ.χ. να δήλωσε ο ίδιος ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, λίγο πριν από την Καταστροφή (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Αθήνα 1997, σ. 31), ενώ ακόμη σαφέστερος ήταν ο πρίγκιπας Ανδρέας, σε προσωπική επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη 19/12/1921):

    «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Ελληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού!»

    Βίζες ζωής και θανάτου
    Βίζες με το σταγονόμετρο, για να μη δημιουργηθεί «προσφυγικό ζήτημα»… Βίζες με το σταγονόμετρο, για να μη δημιουργηθεί «προσφυγικό ζήτημα»… | Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (2000)
    Η εθνικόφρων ιστοριογραφία περί Μικρασιατικής Καταστροφής αποφεύγει συνήθως κάθε αναφορά στον Ν. 2870.

    Για την πρακτική εφαρμογή του υπάρχουν όμως πρωτογενή τεκμήρια και άκρως διαφωτιστικές μαρτυρίες.

    Στα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του Βασίλη Κουλιγκά παρατίθεται π.χ. φωτοτυπία μιας τέτοιας οικογενειακής άδειας που εκδόθηκε και θεωρήθηκε από το Φρουραρχείο Κίου, στην Προποντίδα, κατά το τελευταίο διήμερο της εκεί παρουσίας των ελληνικών αρχών (25-26.8.1922).

    Το (τυποποιημένο) έγγραφο πιστοποιεί πως «επιτρέπεται η αναχώρησις των κάτωθι»προσώπων, φωτογραφία των οποίων επισυνάπτεται, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα πως «ο κάτοχος του παρόντος οφείλει να παρουσιασθή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών εις τας Στρατιωτικάς αρχάς του τόπου αφίξεώς του» – εν προκειμένω, της Κωνσταντινούπολης («Κίος 1912-1922. Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ. 13-14).

    Συγκλονιστική είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα, που συνοδεύει το ντοκουμέντο.

    Πληροφορούμενοι από τις τουρκικές εφημερίδες την προέλαση του κεμαλικού στρατού, γράφει, κάποιοι συγγενείς τους στην Πόλη:

    «Εναύλωσαν ένα μικρό βαποράκι (ρεμουλκό) με αγγλική σημαία, το οποίο στείλανε να μας παραλάβει.

    Το πλοίο έφτασε την 25η Αυγούστου αλλά για να μας επιτραπεί η αναχώρηση έπρεπε να βγάλουμε “Αδεια Αναχωρήσεως” από το Ελληνικό Φρουραρχείο, την οποία και βγάλαμε. Θα φεύγαμε τέσσερα άτομα από την οικογένειά μας. Η μητέρα μου, τα δυο αδέλφια μου κι εγώ. Ο πατέρας μου θα έμενε εκεί και θα ανέμενε να του στείλουμε μεγάλο μεταφορικό μέσο από την Πόλη στο οποίο θα φόρτωνε τα υπάρχοντά μας (είδη του σπιτιού και του μαγαζιού).

    Την άλλη μέρα, 26 Αυγούστου 1922, ύστερα από θεώρηση της Αδείας από το Λιμεναρχείο και αφού το πλοίο παρέλαβε και μερικές άλλες συγγενικές οικογένειες, σήκωσε άγκυρα με κατεύθυνση πρώτα το εκεί κοντά ελληνικό χωριό Λιγουμούς (Ελιγμοί), όπου μας ανέμενε μια ακόμη οικογένεια (οικογένεια Αλκινιάδη-Λουκά Ψαλτίδη) για να επιβιβαστεί κι αυτό με ίδιο προορισμό, την Κωνσταντινούπολη.

    Ομως ποια έκπληξη μας περίμενε! Η οικογένεια εκείνη δεν εφρόντισε να βγάλει Αδεια Αναχωρήσεως. Δεν φανταζότανε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειαζότανε άδεια για να γλυτώσει από τη σφαγή. Ετσι, όταν πλησιάσαμε στην αποβάθρα όπου μας ανέμενε με τις αποσκευές της, για να την παραλάβουμε, τα Λιμενικά όργανα δεν επέτρεψαν την αναχώρηση χωρίς άδεια.

    Η άδεια έπρεπε να βγει από το Φρουραρχείο της Κίου διότι φρουραρχείο δεν υπήρχε στο χωριό. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να πάνε στην Κίο, χρειαζότανε μια μέρα.

    Αρχίσανε τα παρακάλια. Παρακαλούσαν τη Λιμενική φρουρά, που αποτελείτο από πεζοναύτες, να τους επιτρέψει να φύγουν. Αυτοί, όμως, ανένδοτοι. “Εμείς είμαστε απλά όργανα και εκτελούμε διαταγές”, λέγανε. “Δεν επιτρέπεται η αναχώρηση χωρίς άδεια”. Φυσικά, τα κατώτερα εκείνα όργανα εκτελούσαν διαταγές της προϊσταμένης τους Αρχής και προϊσταμένη Αρχή ήταν το Φρουραρχείο της Κίου, που εκτελούσε διαταγές της Κυβέρνησης. Ετσι, το πλοίο έφυγε αφήνοντας την οικογένεια εκείνη στην παραλία της Μικράς Ασίας, για να υποστεί τις θηριωδίες των Τούρκων»

    (όπ. π., σ. 211-212).

    Ζήτημα «κοινωνικής θέσεως»

    Οντας εκτός ελληνικής επικράτειας, η Κωνσταντινούπολη δεν παρουσίαζε ως προορισμός ιδιαίτερες δυσκολίες για την έκδοση «αδείας αναχωρήσεως».

    Αυτό όμως δεν συνέβαινε και με την ίδια την Ελλάδα, τον φυσικό δηλαδή προορισμό του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατών που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου. Εδώ η χορήγηση βίζας γινόταν με το σταγονόμετρο και με βάση ανομολόγητα αλλά πασιφανή κοινωνικά κριτήρια.

    «Λόγω της κοινωνικής μας θέσεως, είχαμε γνωριμίες στη Διοίκηση. Ημουνα πρόεδρος της Αδελφότητος Κυριών. Κατάφερα και έβγαλα διαβατήριο», εξηγεί χαρακτηριστικά μια Μικρασιάτισσα από το Αδραμύττι στους ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών («Εξοδος», τ. Α΄, Αθήνα 1980, σ. 229).

    Αναλυτικότερος είναι στα δικά του «Ενθυμήματα» ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης (τ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 205-207). Στις 18 Αυγούστου 1922, διαβάζουμε, ένας οικογενειακός φίλος (ο αρχηγός πυροβολικού της ελληνικής στρατιάς, συνταγματάρχης Αθανασιάδης) ενημέρωσε εμπιστευτικά τον ίδιο και την αδερφή του πως «όλα χάθηκαν», συμβουλεύοντάς τους «να φύγουν το συντομότερο».

    Η περιγραφή της διαδικασίας που ακολούθησε αποτυπώνει ευκρινώς τόσο τους μηχανισμούς της απαγόρευσης όσο και τα κριτήρια που πρυτάνευαν για την επιλεκτική παράκαμψή της:

    «Λέει στην αδερφή μου πως θα στείλει την άλλη μέρα ένα λοχαγό για να τη βοηθήσει να πάρει χαρτί από σχετικό γραφείο της Στρατιάς, το χαρτί που θα είχε ισχύ διαβατηρίου, για να της επιτραπεί να φύγει. “Αν πάτε μόνη σας δε θα τα καταφέρετε”, προσθέτει. […]

    Στις 20 Αυγούστου, μαζί με το λοχαγό που έστειλε ο συνταγματάρχης Αθανασιάδης, πάμε να πάρουμε την άδεια. Φτάνουμε σ’ ένα στενό σοκάκι αδιαπέραστο από τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν’ αποκτήσει το θαυματουργό χαρτί.

    Κατορθώνουμε με τη βοήθεια του λοχαγού και με μεγάλη δυσκολία να μπούμε στο γραφείο.

    Ενα μικρό δωμάτιο με δυο-τρία τραπέζια, άλλους τόσους φαντάρους κι έναν ανθυπολοχαγό, που σ’ όσους είχαν κατορθώσει να φτάσουν ώς αυτόν έβαζε διάφορες ερωτήσεις για ποιο λόγο ήθελαν να φύγουν.

    Βέβαια, με τη μεσολάβηση του λοχαγού, αμέσως δόθηκε η άδεια στην αδερφή μου.

    ην άλλη μέρα της πήρα εισιτήριο για τον Πειραιά σε ακτοπλοϊκό της τακτικής γραμμής. Θα έφευγε στις 23 Αυγούστου τη 1 το μεσημέρι.

    Φτάνουμε στο λιμεναρχείο -στο κουμέρκι, καθώς το λέγαμε- κατά τις 11. Πάμε να μπούμε μα ένας υποκελευστής μας σταματά. Του δείχνω την άδεια.

    Τη βλέπει και μας λέει: “Πρέπει να τη θεωρήσει αυτοπρόσωπα στο λιμενικό γραφείο”.

    Κοιτώ, ήταν μια μπαράγκα όπου στριμώχνονταν φωνάζοντας πάνω από διακόσιοι άνθρωποι.

    Του λέω, ούτε σε δέκα ώρες δε θα είταν κατορθωτό να το επιτύχει και του διευκρινίζω πως πρόκειται για τη γυναίκα ανωτέρου αξιωματικού που, καθώς έβλεπε, κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. “Ο,τι και να κρατάει κι όποια νάναι, εγώ αυτή τη διαταγή έχω”.

    Επιμένω. Αρνιέται. Τότε, νέος καθώς είμουνα και με την πεποίθηση πως μονάχα αν έφευγε εκείνη την ώρα θα έσωνε η αδερφή μου τη ζωή της, βγάζω το πιστόλι μου από την πίσω τσέπη του παντελονιού -φορούσα πολιτικά- και του λέω:

    ● Κάνε πέρα για να περάσει! Είμαι κι εγώ υπαξιωματικός του στρατού.

    Ξαφνιάζεται και μου φωνάζει:

    ▸ Τρελλός είσαι;

    ● Σε ρωτώ, θα την αφήσεις ναι ή όχι να περάσει;

    Διστάζει. Με κοιτάζει. Στο τέλος απαντά:

    ▸ Αν είναι να σκοτωθούμε, ας περάσει.

    Πέρασε, μπήκε σε μια βάρκα κι ανέβηκε στο βαπόρι».

    Αποτροπές και απαγορεύσεις
    Εκτός από τον γραφειοκρατικό φραγμό διαβατηρίων, θεωρήσεων κ.λπ., η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα εμποδίστηκε, κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες και ώρες της Καταστροφής, με μια σειρά ακόμη διοικητικά μέτρα: συνειδητή και διατεταγμένη αποσιώπηση της κατάρρευσης του μετώπου από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, ακόμη και παρεμπόδιση των κατοίκων της ενδοχώρας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για τα παράλια.

    «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των. […] Ανακοινώσατε περιεχόμενον παρούσης Υποδιοικούντα Ναζλή, όπως και ούτος καθησυχάσει κατοίκους περιφερείας του», διαβάζουμε σε διαταγή του γ.γ. της Αρμοστείας, Πέτρου Γουναράκη, προς τον υποδιοικητή Αϊδινίου (7/8/1922, αρ. 2578, Αρχείο Αρμοστείας, φ. 70, εγγρ. 114).

    «Πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους περιφερείας σας εμποδίζοντες αναχώρησιν τούτων», διατάσσει ο ίδιος τον αντιπρόσωπο Μουδανιών-Κίου στις 20 Αυγούστου, ενώ η ελληνική διοίκηση συσκευάζει πια τα αρχεία της για τη μεγάλη φυγή (Μιχαήλ Ροδάς, «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία», Αθήναι 1950, σ. 336).

    «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη [υπό] πανικού [και] ζητεί [να] αναχωρήση [εις] Σμύρνην. Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν», ενημερώνει στις 18 Αυγούστου τα κεντρικά ο υποδιοικητής Οδεμησίου, Καζαντζόγλου (φ. 70, εγγρ. 150).

    Πρόσφυγες, 1922Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Για την πρακτική εφαρμογή αυτής της παρεμπόδισης, εξαιρετικά εύγλωττες είναι κάποιες μαρτυρίες από τη συλλογή του ΚΜΣ:

    ◈ «Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει» (σ. 27, Μαρία Χάππα απ’ το Τζιμόβασι).

    ◈ «Επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: “Τι είδατε και ξεσηκώνετε έτσι τον κόσμο;” Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: “Πέσε στο γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή”» (σ. 58, Αναστάσης Χαρανής από το Γκερένκιοϊ).

    Η τηλεγραφική ανάκληση της διαταγής, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ήρθε υπερβολικά αργά για πολύ κόσμο.

    Ακόμη σοβαρότερες συνέπειες είχε η απαγόρευση του απόπλου από τα λιμάνια των ελληνικών νησιών, για να μην παραλάβουν πρόσφυγες.

    «Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες», παραδέχεται ο επικεφαλής της λογοκρισίας στη Σμύρνη, «διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως» (Ροδάς, 1950, σ. 366).

    «Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι [του Αϊβαλί] να ’ρθουν πλοία από την Ελλάδα»,διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα από το Τσουρούκι.

    Ηρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν·ήταν μόνο για το στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ηταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Στη Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί» («Εξοδος», σ. 249).

    Για το σκεπτικό αυτής της απαγόρευσης, αποκαλυπτικό είναι ένα επείγον τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου, Σταυρίδη, προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8 με το παλιό ημερολόγιο), τρεις μέρες δηλαδή προτού τα κεμαλικά στρατεύματα καταλάβουν τη Σμύρνη:

    «Από Κυριακής ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης, ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον. Εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών» (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Π.Γ. Πρωθυπουργού, φ. 705).

    Από τους πρόσφυγες που επέζησαν και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την εσωτερική λειτουργία της κρατικής ιεραρχίας, η ευθύνη για όλα αυτά θα αποδοθεί κυρίως στον (έτσι κι αλλιώς αντιδημοφιλή) ύπατο αρμοστή Στεργιάδη:

    «Στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Ακτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού να ’ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. Εγώ και άλλες δεκαεννέα οικογένειες, που είχαμε διαβατήριο, φύγαμε με το ατμόπλοιο “Καλλίπολις”. […]

    Στη Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο “Μεγάλη Ελλάς”. Παρακαλούσαμε τις εκεί αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Ακτσαϊ και στη Σκάλα του Κεμεριού. Ακαρπες οι προσπάθειές μας» («Εξοδος», σ. 229-230, μαρτυρία Αννας Παρή από το Αδραμύττι).

    Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Ν. 2870, κάποιοι Ελληνες καπετάνιοι θα προτιμήσουν έτσι να επιδοθούν, στις τραγικές εκείνες στιγμές, όχι στη διάσωση ανθρώπων αλλά σε ποινικά λιγότερο επιλήψιμες δραστηριότητες:

    «Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε» (όπ. π., σ. 71, μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζιλάρι της Ερυθραίας).

    Εκκένωση δύο ταχυτήτων
    Πρόσφυγες στη Χίο και στο Θησείο (1922). Η προστασία του «παραδοσιακού πολιτισμού» της Ελλάδας από τα «ανατολίτικα έθιμα» υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα του αντιπροσφυγικού ρατσισμούΠρόσφυγες στο Θησείο (1922). Η προστασία του «παραδοσιακού πολιτισμού» της Ελλάδας από τα «ανατολίτικα έθιμα» υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα του αντιπροσφυγικού ρατσισμού | National Geographic, «1922 O μεγάλος ξεριζωμός» (2007)
    Κάποια στελέχη της ελληνικής διοίκησης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να διασκεδάσουν εκ των υστέρων τις εντυπώσεις από τη στάση αυτή του εθνικού κέντρου.

    «Ας μη λέγωμεν ότι “δεν μας είπαν” και “δεν μας άφησαν” να φύγωμεν από την Σμύρνην», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ένας υπάλληλος της Αρμοστείας, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε την 50ή επέτειο της Καταστροφής.

    «Δεν υπήρχον πλοία διά να φύγωμεν, διότι όλο το κακό έγινε μέσα σε δέκα μέρες. Αλλά και αν ακόμη υπήρχον τα μέσα φυγής, θα εφεύγαμεν; Ή θα υπακούαμεν εις τα κελεύσματα του Μητροπολίτου και τας συστάσεις των Δημογερόντων και των προεστών, που όλοι έλεγον ότι ήτο ανεπίτρεπτος η φυγή και ότι το καθήκον μας επέβαλλεν να μείνωμεν;» (Μιχάλης Νοταράς, «Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν», Αθήναι 1972, σ. 66).

    Πρόκειται, φυσικά, για προφάσεις εν αμαρτίαις. Για τον ίδιο τον συγγραφέα και τους ομοίους του πλοία «υπήρξαν», άλλωστε, «για να φύγουν», όπως πιστοποιεί η λεπτομερής εξιστόρηση της συντεταγμένης αποχώρησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού από έναν συνάδελφό του.

    Πρόσφυγες στη Χίο- 1922Πρόσφυγες στη Χίο- 1922 | Μ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ «Η Σμύρνη» (1979)
    Η εκκένωση της Μικρασίας από τις ελληνικές αρχές διατάχθηκε μυστικά από την Αθήνα στις 18/8/1922, πέντε μέρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης.

    Την επομένη, ο ύπατος αρμοστής διέταξε τους αντιπροσώπους του στα μεγάλα αστικά κέντρα «να συσκευασθώσιν τα αρχεία» των υπηρεσιών τους κι οι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι για αναχώρηση «εις πρώτην διαταγήν», τονίζοντας πως η διαταγή αυτή έπρεπε να κρατηθεί «απολύτως μυστική από [τον] πληθυσμόν».

    Οι κατώτεροι υπάλληλοι της διοίκησης έφυγαν από τη Σμύρνη με τα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» στις 24/8, οι δε τραυματίες των στρατιωτικών νοσοκομείων με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» στις 25/8· το ίδιο βράδυ, ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του μετακόμισαν στον στόλο και την επομένη ακολούθησαν οι ανώτεροι υπάλληλοι (με το «Νάξος») κι ο ίδιος ο Στεργιάδης (με αγγλικό σκάφος).

    Την τελευταία στιγμή, «μετά πολλούς κόπους και παρακλήσεις», στα καράβια που είχε επιτάξει ο στρατός έγιναν επίσης δεκτοί οι διευθυντές και συντάκτες των τοπικών ελληνικών εφημερίδων.

    Οι πρώτοι Τούρκοι αντάρτες μπήκαν στην πόλη το επόμενο πρωί (Ροδάς 1950, σ. 343-353).

    Υπήρξαν περιπτώσεις που η διάκριση αυτή υπήρξε ακόμη πιο προκλητική.

    Ο φρούραρχος Σμύρνης μετέφερε λ.χ. με την ησυχία του τα έπιπλά του σε επιταγμένο βαποράκι, ενώ υφιστάμενοί του εμπόδιζαν με εφ’ όπλου λόγχη τους πολίτες να επιβιβαστούν (Σπύρος Βλάχος, «Απομνημονεύματα», τ. Α΄, Αθήνα 1975, σ. 247-248).

    Τόσο η φυγή όσο και η παραμονή επικαθορίστηκαν, άλλωστε, συχνά από καθαρά κοινωνικές παραμέτρους.

    «Εκείνοι που είχαν χρήματα ή δικά τους πλεούμενα φεύγαν», θυμάται χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας από το Αϊβαλί. «Την άλλη μέρα φύγαν όσοι στρατιωτικοί είχαν μείνει και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλιστα μας μίλησε ο λιμενάρχης και μας συμβούλεψε να μείνουμε στον τόπο μας και να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τους Τούρκους. Αρκετοί θέλαν να μείνουν, για να μη χάσουν τις περιουσίες τους. Σχημάτισαν τότε και πολιτοφυλακή για να τηρήσει την τάξη και να εμποδίσει όσους θέλαν να φύγουν. Μερικοί κατάφεραν και φύγαν κρυφά» («Εξοδος», σ. 94).

    Θαλασσοπνιγμένα «σκυλιά»
    Προσφυγόπουλα, 1922Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Το ανθρώπινο δράμα των προσφύγων μπορεί να γεννά αυθόρμητα αισθήματα συμπόνιας, κάποιες ωστόσο ρατσιστικές φωνές δεν διστάζουν να το αναγορεύσουν ακόμη και «τεκμήριο» της κοινωνικής «επικινδυνότητάς» τους.

    Οι πρόσφυγες του ’22 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα, όπως διαπιστώνουμε από το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, που κυκλοφόρησε το 1935:

    «Για όσους δεν είδαν τον ελληνικό κατακλυσμό του 1922, κάθε περιγραφή είναι περιττή. […] Ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια.

    Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.

    Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός.

    Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

    Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

    Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω».

    -Σχετικά με την σχιζοφρένεια του Νεοέλληνα: Μ’ αφορμή την περίπτωση του Τάσου Κωστόπουλου

  8. Παντελής Πουλιόπουλος

    Το Μακεδονικό ζήτημα και οι Κομμουνιστές

    Γράφτηκε: Μάης 1940
    Επανεκδόθηκε: Περιοδικό Σπάρτακος Νο. 30, 1991

    Online Έκδοση: Ελληνικό Αρχείο Παντελή Πουλιόπουλου, Μάης 2003
    Επιμέλεια: Δ. Πλάτανος και η Κ.Ε. της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
    HTML Markup: Αντώνης Μεγρέμης για το Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet, 2003

    I

    Αδύνατη η συγκρότηση επαναστατικού προλεταριακού κόμματος στην Ελλάδα χωρίς την πάλη κατά του εθνικισμού γενικά και ειδικότερα στο μακεδονικό. Ο εθνικισμός του ΚΚΕ όχι μόνο ευκόλυνε την προδοτική πολιτική του της ταξικής συνεργασίας -«Λαϊκό Μέτωπο». (Το ίδιο αληθεύει και για το Αρχείο με τον προκλητικό σωβινισμό του στο μακεδονικό ζήτημα και με τη ντροπαλή λαϊκομετωπική του πολιτική). Ευκολύνει τη συνθηκολόγησή του στη Διχτατορία, θα εκδηλωθεί αναπότρεπτα και μέσα στον πόλεμο με σοσιαλπατριωτικές θέσεις και σ’άλλα πεδία, λ.χ. εθνικό ζήτημα Δωδεκανησίων, Κυπρίων.

    Μας λείπουν εδώ τώρα τα ντοκουμέντα για την ιστορία της θεωρίας μας και της πολιτικής μας στο εθνικό γενικά. Σημειώνουμε από μνήμης μερικά.

    Οι συζητήσεις στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία (ιδίως στον αυστρομαρξισμό, «Ζήτημα εθνικοτήτων» του Μπάουερ, απάντηση του Κάουτσκι) ήταν συνήθως για τη γενική θεωρία, τί καλείται έθνος κ.τ.τ. Ο Μπάουερ θεωρούσε για κριτήριο του έθνους τη γλώσσα, ο Κάουτσκι τα πολιτιστικά (Kultur) στοιχεία και τις κοινές ιστορικές περιπέτειες[A]. Κοινή τους κατάληξη: ρεφόρμα ειρηνική μέσα στα όρια του τετελεσμένου γεγονότος των καταχρήσεων της εθνικής μπουρζουαζίας «μας». Η θεωρία του μπολσεβικισμού ξανάθεσε στη βάση του επαναστατικού μαρξισμού το ζήτημα για τις εθνικότητες της ρωσικής αυτοκρατορίας όπως για πρώτη φορά τόχε θέσει ο Μαρξ για την Ιρλανδία. Οι συζητήσεις του Λένιν με τους «μπουντιστές» και με τη Ρόζα για το πολωνικό ζήτημα διαφώτισαν τη σωστή τοποθέτησή του και τα καθήκοντά μας στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Στάλιν σε μπροσουρίτσα του υποστήριξε απόψεις καιροσκοπικές που τις χτύπησε τότε σαν τέτοιες ο Λένιν. Δεν κρατάμε δυστυχώς υπόψη μας ακριβή λεπτομερή στοιχεία της πολεμικής αυτής[B], που έχει άλλωστε δευτερεύουσα ιστορική σημασία για το θέμα μας. Οι μπουντιστές[Γ] και όλοι οι καιροσκόποι μέσα στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία υποστήριξαν αυστρομαρξιστικές (ντροπαλού εθνικισμού και πατσιφισμού) απόψεις. Αυτή είναι η πρώτη τάση που πολεμήθηκε από τους Ρώσους μαρξιστές Λένιν, Τρότσκι. Μια δεύτερη ήταν η μηχανική συγκεντρωτική, που καταντούσε, στο όνομα του οικονομικού σοσιαλιστικού ιδεώδους της συγκεντρωτικά οργανωμένης μελλοντικής οικονομίας, να υπηρετεί τον τσαρισμό στο εθνικό ζήτημα (σ’αυτή την κατεύθυνση χτυπούσε η αντισταλινική πολεμική του Λένιν για το γεωργιανό εθνικό ζήτημα). Η τρίτη άποψη που ορθά πολεμήθηκε ήταν η άποψη της Ρόζας: Δεν μπορεί να υπάρξει εθνική απελευθέρωση των υποδουλωμένων εθνοτήτων κάτω από τον καπιταλισμό, και ειδικά της πολωνικής εθνότητας στην εποχή μας. Άρα μόνον σοσιαλιστικά επαναστατικά συνθήματα θα ρίξουμε σ’αυτές, όχι και εθνικά.

    Η πολιτική του μπολσεβικισμού για το εθνικό ολοκληρώθηκε στο 2ο και 3ο παγκόσμια Συνέδρια της Κ.Δ. με τις θέσεις για το αποικιακό ζήτημα πούναι ζήτημα εθνικό + αγροτικό. Γνωστή η θεμελιώδης θέση μας από τις σχετικές αποφάσεις. Δίνουμε μερικές διασαφήσεις που ίσως δεν είναι πρόχειρες στη μνήμη όλων:

    1) Ο Λένιν απαντούσε πριν από τον πόλεμο στη Ρόζα: Δεν είναι, πρωτίστως, σωστό ότι είναι αδύνατη η απόκτηση ανεξάρτητης κρατικής ύπαρξης για τα υποδουλωμένα έθνη κάτω από τον καπιταλισμό πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Λ.χ. όπως έγινε, έλεγε, με τη Νορβηγία κλπ. ‘Αρα και στην Πολωνία κλπ

    2) Φυσικά οριστική και πραγματική εθνική ελευθερία μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση θα βρουν οι εθνικά καταπιεζόμενοι. Αλλά είναι λάθος να κρατούμε μηδενισμό πολιτικό απέναντι στα εθνικά επαναστατικά κινήματα και να μην επιδιώξουμε να τα κάνουμε βοηθητικά συμμαχικά στοιχεία του γενικού επαναστατικού κινήματος για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας στον κόσμο.

    3) Για την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (αγροτική πλειονοψηφία αποικιακών λαών, καθυστερημένες ή μή μικρές εθνότητες στην Ευρώπη) σήμερα θα παλαίψουν η μπουρζουαζία και το νεογέννητο προλεταριάτο. Η μπουρζουαζία κι αν υπερτερήσει στην αρχή (Ινδίες, Κίνα), τελικά, ακόμα και μέσα στην πορεία της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, θα συμβιβαστεί με τους καταπιεστές ή υποψήφιους αντίζηλούς της καταπιεστές ξένους ιμπεριαλιστές. Γι’αυτό η πολιτική μας: Μαζί μ’όλο τον υποδουλωμένο λαό για την αυτοδιάθεση μέχρις αποχωρισμού -αλλά ανεξάρτητη πολιτική θέση κατά της προδότρας του εθνικο-επαναστατικού σκοπού μπουρζουαζίας- για την προλεταριακή εξουσία που μόνη είναι πλέρια εγγύηση για τη νίκη κατά του ξένου εθνικού ζυγού. Συνδυασμός πάλης για αποτίναξη εθνικού και κοινωνικού ζυγού. (Εδώ ο Λένιν και ο Τρότσκι αντιμετώπισαν τις καιροσκοπικές τάσεις του Ινδού κομμουνιστή δεξιού ηγέτη Ρόι στα συνέδρια της Κ.Δ., ιδίως στο 2ο και 3ο).

    4) Τα καταστρεφτικά αποτελέσματα της σταλινικής πολιτικής στην Κίνα (1925-27, 1936-40) έχουν για κύρια πηγή το σταλινικό οπορτουνισμό στο εθνικό-αποικιακό: εγκατάλειψη της ανεξάρτητης θέσης του προλεταριάτου.

    5) Η δυνατότητα του νεοπαγούς προλεταριάτου της καταπιεζόμενης εθνότητας στους αποικιακούς και τους καθυστερημένους μικρούς λαούς να διεκδικήσει την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στηρίζεται α) στο γενικό χαρακτήρα της εποχής, β) στη συνδρομή του προοδευμένου προλεταριάτου των μητροπόλεων, του προλεταριάτου των καταπιεζόντων εθνών.

    6) Το επαναστατικό προλεταριάτο του καταπιέζοντος έθνους υπερασπίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της καταπιεζόμενης εθνότητας εκπληρώνει έναν όρο εκ των ουκ άνευ α) για τη διεθνιστική διαπαιδαγώγηση των μαζών και τον τέλειο αποχωρισμό τους από την επίδραση της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, β) για την επιτυχία της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης αύριο. Αγγλικό προλεταριάτο που δεν θα διεκδικήσει από τώρα την εθνική ελευθερία των Ιρλανδών δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει επιτυχώς τη δική του κοινωνική απελευθέρωση από την αγγλική καπιταλιστική εξουσία -έλεγε ο Μαρξ στα μέσα του περασμένου αιώνα. Ανάμεσα στις εκμεταλλευόμενες μάζες, προλετάριους και χωρικούς, της καταπιεζόμενης εθνότητας και στο προλεταριάτο του καταπιέζοντος έθνους υπάρχουνε μοιραία και καλλιεργούνται συστηματικά από την κυρίαρχη τάξη αισθήματα δυσπιστίας, μίσους και γενικά αποξένωσης, εχθρότητας απέναντι στα ταξικά τους αδέρφια. Στοιχείο ομαδικής ψυχολογίας που εμποδίζει σοβαρότατα τη συνένωση όλων των εκμεταλλευόμενων στην πάλη κατά του κοινού εθνικού και κοινωνικού εχθρού και δίχως άλλο θα εμποδίζει τη συναδέλφωσή τους αύριο για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση. Η δυσπιστία και η αποξένωση αυτή δεν μπορούν αλλοιώτικα να πολεμηθούν παρά μόνο αν ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΠΕΙΣΘΕΙ το προλεταριάτο και η αγροτιά της καταπιεζόμενης εθνότητας ότι το προλεταριάτο της καταπιέζουσας εθνότητας είναι πραγματικά, όχι στα λόγια, υπέρ της απελευθέρωσής τους, ότι από τώρα ακόμα και ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ είναι έτοιμο αυτό το προλεταριάτο να αγωνιστεί μαζί τους για την εθνική αυτοδιάθεσή του μέχρι και αυτού του κρατικού των αποχωρισμού, αν τέτοια είναι η θέλησή τους.

    Αυτή τη διεθνιστική ΕΜΠΡΑΧΤΗ διαπαιδαγώγηση έδωσε ο μπολσεβικισμός από τα χρόνια του τσάρου στις πολυάριθμες καταπιεζόμενες εθνότητες της ρωσικής αυτοκρατορίας και έτσι κατάχτησε την εμπιστοσύνη τους προς τη νέα κυρίαρχη τάξη -δηλαδή προς τη θεληματική τους ομοσπόνδως και αδελφική συνεργασία στο έργο της αποκεντρωτικής σοσιαλιστικής οικονομικής ανοικοδόμησης. Και είναι γνωστό πως αυτή η τελευταία έδωσε παράλληλα και την πιο μεγάλη πολιστιστική αυτονομία που μπόρεσε ποτέ να φανταστεί ώς τώρα οποιοσδήποτε αστός ή σοσιαλδημοκράτης θεωρητικός του εθνικού ζητήματος. Η σταλινική απολυταρχία καταργεί αυτή την προϋπόθεση σήμερα και ετοιμάζει νέες φοβερές χωριστικές εκρήξεις για μεγάλο κίνδυνο του ό,τι απομένει από τις καταχτήσεις του Οχτώβρη (Ουκρανία σήμερα!).

    ΙΙ

    Για το μακεδονικό οι διάφορες απόψεις το ιστορικό και εθνολογικό[1] ζήτημα είναι γενικά, καλά εκτεθειμένο από τους σ.Λ., Τ. και Κρ. Ιδίως οι άμεσες διεκδικήσεις πούχει στο τέλος η εισήγηση των σ.Λ. και Τ. συνοψίζουνε πολύ σωστά τη θέση μας. Τα τελικά γενικά συνθήματά τους μονάχα είναι αφηρημένα και άρα δεν έχουν το ουσιώδες χαρακτηριστικό των κομμουνιστικών συνθημάτων, τη συγκεκριμένη μορφή και την άμεση κατανοητότητά τους από τις πλατειές μάζες:

    1) «Αυτοδιάθεση της μακεδονικής εθνότητας μέχρι και του αποχωρισμού της» (του κρατικού δηλαδή). 2) «Βαλκανική Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών». Αυτά πρέπει να είναι τα συνθήματά μας τα γενικά είναι όμως ανακριβές ότι η θέση του Αρχειομαρξισμού και του ΚΚΕ είναι «μπουντιστική» ή «αυστρομαρξιστική». Τα δύο αυτά κόμματα (το Αρχείο πάντοτε, το ΚΚΕ από το 1932 κ’ έπειτα) δεν διεκδικήσανε με έμπραχτο τρόπο ούτε μια (αριθμ.1) απαίτηση άμεση των Μακεδόνων. Αγνοούν απλά και καθαρά την ύπαρξή τους και λένε ότι η ελληνική μπουρζουαζία καθάρισε το ζήτημα με το διπλό εξεθνιστικό τους εξανδραποδισμό στη Μακεδονία, δηλαδή την ελληνοβουλγαρική «εκουσία» ανταλλαγή και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή. Είναι λοιπόν εκεί πάνω κόμματα-πραχτορεία του ελληνικού εθνικισμού, στην κυριολεξία. Πότε σταλινικός βουλευτής μίλησε για ένα (αριθμ.1), έστω επουσιώδες, άμεσο ζήτημα Μακεδόνων στη Βουλή; Και μέσα σ’όλες τις τραγωγίες που αποτελούν το λεγόμενο «φρούριο της Ακροναπλίας» η τραγικότερη είναι να υπάρχουν Μακεδόνες κλεισμένοι εδώ ως οπαδοί του σταλινισμού. Υπάρχει κ’ ένας αρχείος του τραγικότατου αυτού είδους, μαθαίνουμε.

    Στην κριτική που οι σ. Λ. και Τ. κάνουνε στο παλιό σύνθημα του ΚΚΕ (1924-1926) χρειάζονται διευκρινίσεις και συμπληρώσεις για ν’αποφύγουμε λάθη που δεν έχουν ίσως ιστορική μόνο σημασία: Σωστό πως το σύνθημα: «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία – Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη» της 7ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης και του ‘Εκτακτου Συνεδρίου του ΚΚΕ του 1924 ήταν «ανεδαφικό».

    1) Θρακική εθνότητα δεν υπάρχει. Η ανάμιξη Τούρκων και Ελλήνων (βούλγαροι πολύ μικρή μειοψηφία εκεί ανέκαθεν) δεν βάζει σήμερα το εθνικό ζήτημα εκεί πέρα με τη μορφή αυτή («θρακικό έθνος», όπως στον καιρό της δωρικής καθόδου) -φανερό το πράμα.

    2) Όμοια, το σύνθημα αυτό τοποθετεί το μακεδονικό ζήτημα σαν εδαφικό και όχι σαν εθνικό που είναι. Γεωγραφικά Μακεδονία είναι μια έκταση που εύλογα δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στους Βούλγαρους εθνικιστές «αυτονομιστές» και στους διεκδικητές της απελευθέρωσης της μακεδονικής εθνότητας. Αυτή η εθνότητα είναι συμπαγής σε ορισμένο μόνο τμήμα της γεωγραφικής ενότητας που λέγεται «Μακεδονία». Φυσικά (κ’ εδώ η ανάλυση της εισήγησης Λ.-Τ. είναι ικανοποιητικότατη) η πολιτική η επαναστατική δεν αντικρύζει στατιστικά-συνοριακά το πράγμα, όπως κάνουν οι εθνολογικοί και «σοσιαλιστικοί» λακέδες των βαλκανικών μπουρζουαζιών, αλλά δυναμικά-επαναστατικά, κι αφήνει μετά την επανάσταση τον καθορισμό των ελεύθερων εθνικών περιοχών στην πραγματικά ελεύθερη θέληση των ενδιαφερομένων αδελφωμένων λαών. Αλλά η σύγχυση που χύνει στις μάζες καταπιέζουσας και καταπιεζομένης εθνικότητας η κακή διατύπωση των συνθημάτων μας μπορεί να εμποδίσει αντί να βοηθήσει τους σκοπούς της διεθνιστικής πολιτικής μας. Και πράγματι τους βοήθησε: Με τί καταπληκτική ευκολία οι Έλληνες προλετάριοι δέχτηκαν τη νέα υπερσωβινιστική πολιτική του ΚΚΕ που διαδέχτηκε το εσφαλμένο εκείνο σύνθημα! Τί φοβερό χάος δημιουργήθηκε μέσα στα κεφάλια όλων των αγωνιστών και πόσο αυτό εμποδίζει και θα εμποδίσει ακόμα τη διεθνιστική διαπαιδαγώγησή τους από το Κόμμα μας!

    Αλλά το λάθος των συνθημάτων εκείνων δεν είναι ούτε η Θράκη (που σαν ψωραλέα έλειψε απ’όλα τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ ακόμα και από την 1η Δεκεμβρίου 1924 -τόσο η δύναμη της πραγματικότητας ήταν ακατανίκητη!) ούτε η «ανεδαφική» εδαφικότητα της διατύπωσης του μακεδονικού συνθήματος. Τα συνθήματα εκείνα ήταν καιροσκοπία καθαρή και μάλιστα του πιο πρωτότυπου τυχοδιωκτικού είδους. Για όσους δεν έχουν υπόψη τις αναλύσεις της πρώτης αριστερής αντιπολιτευτικής ομάδας του ΚΚΕ και αργότερα του «Σπάρτακου» πάνω σ’αυτό το σπουδαιότατο ζήτημα θα προστεθούν μερικά εδώ.

    Μετά την πρώτη βουλγαρική ήττα (1923) και τη δεύτερη (1924), και μετά τη μεγάλη γερμανική ήττα του 1923 (φθινόπωρο), η σταλινική γραφειοκρατία που τότε άρχιζε να στερεώνεται και να υπονομεύει σοβαρά τη Διεθνή [περίοδο ζηνοβιεφικο-σταλινικού τυχοδιωχτισμού (1924-26)] έρριξε στο κέντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής της τις εθνικές εξεγέρσεις (Ράντιτς, Σλοβάκοι, Τσέχοι, Ουκρανοί, Μακεδόνες κλπ.). Ο εισηγητής Μανουίλσκυ στο 5ο Συνέδριο (1924) έλεγε: Η μπόμπα που βάζομε για την επιτυχία της επανάστασης στην Ευρώπη είναι τώρα: οι εθνικές εξεγέρσεις. Κεντρικό ζήτημα που επισκίασε όλα τα άλλα στο 5ο παγκόσμιο Συνέδριο ήταν το εθνικό. Τότε υποχρεώθηκε και το ΚΚΕ να βάλει το μακεδονικό στο κέντρο της πολιτικής του γιατί -δήλωναν ο Δημήτρωφ και ο Κολλάρωφ στη Μόσχα- «μόνον έτσι θα καταχτήσουμε τους κομιτατζήδες στη συμμαχία μ’εμάς για την κατάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρία. Το ΚΚΕ πρέπει να είναι έτοιμο σε κάθε θυσία για τη βουλγαρική επανάσταση, δηλαδή για τη βαλκανική επανάσταση». Αφού χαντάκωσαν οι οπορτουνιστές ηγέτες του βουλγάρικου Κ.Κ. το κίνημα, έπεσαν στην τυχοδιωχτική αυταπάτη όταν πίστεψαν πως, αφού με τη δύναμη προλεταριάτου και χωρικών δεν καταχτήσανε την εξουσία, θα την καταχτούσαν με το συμβόλαιο πολιτικής συμμαχίας που υπογράψανε το Μάη του 1924 στη Βιέννη με τους Αλεξαντρώφ και Πρωτογκέρωφ[Δ]. Σε 6 μήνες μόνο κατέρρευσε η σκιώδης εκείνη συμμαχία για ν’αποδείξει την απέραντη τύφλα της βουλγαρικής κομματικής -σταλινικής υπό κατασκευήν- διοίκησης Κολλάρωφ-Δημήτρωφ. Δολοφονήθηκε ο Αλεξαντρώφ, ύστερα ο Πρωτογκέρωφ, και οι Μακεδόνες κομιτατζήδες, αφού ξανάπαιξαν μια φορά ακόμα τον αιμοσταγή ρόλο τους σε βάρος των εργατών και χωρικών κομμουνιστών της Βουλγαρίας (σφαγές μετά το πουτς Σβετά-Νεντέλια[E], Απρίλης 1925), έπεσαν με τη σειρά τους θύματα της «αιώνιας φιλίας» σερβικής και βουλγαρικής μπουρζουαζίας. Το μακεδονικό κίνημα σαν ιδιαίτερη επαναστατική οργάνωση τέθηκε εκτός νόμου και μέσα στη Βουλγαρία.

    Σύμφωνα με τη λογική της πολιτικής εκείνης καιροσκοπίας απέναντι του Μακεδονικού Κομιτάτου, το σύνθημά μας δεν έπρεπε σαφώς να εκφράζει τη θέση αρχής μας (principielle) απέναντι στο εθνικό-μακεδονικό ζήτημα, αλλά έπρεπε να ζητάει τη Μακεδονία ανεξάρτητη (και τη Θράκη). Και νά γιατί, μόλις η εξτρεμιστικο-ζηνοβιεφική φάση της ανερχόμενης σταλινικής γραφειοκρατίας ακολουθήθηκε από την καιροσκοπικο-μπουχαρινική της ύστερ’απ’την οριστική καταβαράθρωση του βαλκανικού κινήματος, ο Μπατουλέσκου, αντιπρόσωπος της Διεθνούς, στάλθηκε στην Ελλάδα για να πει ξαφνικά… «αποσύρατε το σύνθημα» την ώρα που η Κ.Ε. του Κόμματος όφειλε επί δικαστηρίου να υπερασπίσει δημόσια την υπόθεση πια του προλεταριακού διεθνισμού και την ίδια την τιμή του Κόμματος. Και έσωσε τότε η Κ.Ε. με τη στάση της την τιμή του αγωνιζόμενου προλεταριάτου και του ΚΚΕ[Z] στέλνοντας στο διάβολο το γελοίο εκείνο παραγγελιοδόχο του Στάλιν, αλλά η «μπόμπα» του Μανουίλσκυ είχε αποδειχτεί μπόμπα όχι στα θεμέλια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού αλλά του ευρωπαϊκού κομμουνισμού. Πράγματι μέσα σ’ένα χρόνο όλη η περί εθνικού πύρινη φιλολογία του 1924 είχε μεταφερθεί στα θλιβερά αρχεία της σταλινιζόμενης Διεθνούς.

    Στο 3ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Μάρτης 1927) ο σταλινικός αντιπρόσωπος της Κ.Δ. Ρέμμελε (αφού κατατρόπωσε τότε με τη συκοφαντία τον τροτσκισμό και την πρώτη αντιπολιτευτική ομάδα του ΚΚΕ, κατάντησε ύστερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τουρκεστάν και τέλος στο εκτελεστικό απόσπασμα) απέσυρε ουσιαστικά το σύνθημα. Τυπικά όμως το υποστήριξε απέναντι στην αντιπολίτευσή μας μόνο για λόγους εσωτερικού γοήτρου της γραφειοκρατίας, εκμεταλλευόμενος τη γενική πίστη του Κόμματος στη Διεθνή του Λένιν και την άγνοιά του για το μόλις τότε εξερχόμενο από τα ρωσικά όρια αριστερό αντιπολιτευτικό κίνημα.

    III

    1. Όποιος αρνείται την ύπαρξη, αλύτου ώς τώρα, ενός εθνικού μακεδονικού ζητήματος στην ελληνική, βουλγαρική, σερβική Μακεδονία είναι δίχως άλλο λακές της μπουρζουαζίας.

    2. Όποιος αρνείται το ιστορικό απελευθερωτικό κίνημα των Μακεδόνων, αυτός ή είναι αμαθής και τότε πρέπει να μάθει την ιστορία του κινήματος αυτού και των εθνικών του ηρώων ή είναι πάλι λακές μιας από τις τρεις καταπιέζουσες μπουρζουαζίες.

    3. Το κίνημα αυτό έχει πνιγεί ώς τώρα στο αίμα και στην προδοσία ή έχει πάθει μια καταστρεφτική για τα συμφέροντα των Μακεδόνων εργατών και χωρικών εκμετάλλευση από τη (βουλγαρική ιδίως) βαλκανική μπουρζουαζία.

    4. Το κίνημα αυτό μπορεί να ξαναβρεί μια νέα ανάπτυξη κάτω από ευνοϊκές νέες ιστορικές συνθήκες -κοινωνικές, οικονομικές (εκμετάλλευση άγρια των εργαζομένων μακεδονικών μαζών από τις καταχτητικές εθνικές μπουρζουαζίες, ζητήματα αγροτικής ιδιοκτησίας κλπ.), πολιτικές (εσωτερικές κρίσεις στα βαλκανικά κράτη, πόλεμος) και πολιτιστικές συνθήκες.

    5. Όποιος αρνείται αυτή τη δυνατότητα είναι τυφλός ή εθελοτυφλεί, αν δεν είναι λακές των εθνικιστών εξανδραποδιστών του πολυπαθούς μακεδονικού λαού.

    6. Οι κομμουνιστές δεν αναλαμβάνουν να «δημιουργήσουν» εθνικά κινήματα εκεί όπου τέτοια δεν υπάρχουν, έργο χιμαιρικό. Υποστηρίζουν τέτοια κινήματα όπου εκδηλώνονται.

    7. Οι κομμουνιστές μπροστά σ’ένα νικημένο ή προδομένο εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα ή μπροστά σε εξεθνιστικές, εξανδραποδιστικές ενέργειες της εθνικής τους μπουρζουαζίας δεν κλείνουν τα μάτια και δεν γίνονται λάτρεις του «τετελεσμένου γεγονότος». Δεν θ’αρνηθούνε την πραγματικότητα της εθνικής καταπίεσης μιας εθνότητας και τον πόθο της (που υπάρχει στην καρδιά και στο μυαλό κάθε Μακεδόνα εργαζομένου) ν’αποτινάξει μια μέρα τον εθνικό ζυγό. Οι κομμουνιστές κάνουν δικούς τους τους απελευθερωτικούς αυτούς πόθους του μακεδονικού λαού και διακηρύττουν δυνατά από τώρα το δικαίωμά του να αυτοδιατεθεί μέχρι και του κρατικού αποχωρισμού του, αν τέτοια είναι η θέλησή του. Υπερασπίζουν κάθε μέρα κάθε άμεση εθνική του διεκδίκηση, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, και έτσι ετοιμάζουν από τώρα την αυριανή επαναστατική συμμαχία του κοινωνικού επαναστατικού κινήματος του προλεταριάτου με το εθνικό επαναστατικό κίνημα των Μακεδόνων κατά του κοινού εχθρού της βαλκανικής μπουρζουαζίας.

    Παντελής Πουλιόπουλος

    Ακροναυπλία, Μάης 1940

    Σημειώσεις

    [1] Στατιστικά και εθνολογικά στοιχεία βλέπε στο «Δελτίο Συζήτησης της ΕΟΚΔΕ και ΚΔΕΕ» Νο 1 Φλεβάρης 1940, στα άρθρα για το μακεδονικό των σ. Λ., Τ. και Κρ. Τα τετράδια του σ. Μακεδόνα που μιλήσουμε γι’αυτά ιδιαιτέρως, έχουν μερικά ιστορικά στοιχεία για τους ματοβαμένους επαναστατικούς αγώνες των Μακεδόνων και για τους εθνικούς ήρωες που λάτρεψε ο λαός αυτός στην πολύπαθη πρόσφατη ιστορία του.

    [Α] Ο Πουλιόπουλος εδώ, προφανώς γράφοντας από μνήμης, αντιστρέφει τις αντίστοιχες θέσεις: Στη σύνθετη θεωρία του, ο Otto Bauer προτείνει για ορισμό: «Το έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων που συνδέονται με μια κοινότητα πεπρωμένου μέσα από μια κοινότητα χαρακτήρα». Στο πλαίσιο αυτό -που εδώ το παρουσιάζουμε σχηματικά-, την κοινή γλώσσα την θεωρεί σαν «το μέσον με το οποίο δρα η κοινή κουλτούρα, το εργαλείο με το οποίο η πολιτιστική κοινότητα δημιουργήθηκε και με το οποίο διατηρείται, σαν εξωτερική ρύθμιση της μορφής της κοινωνικής συνεργασίας των ατόμων που αποτελούν μια κοινότητα και που την αναδημιουργούν ακατάπαυστα», έστω και αν πρέπει κανείς να πάρει υπόψη του ότι «η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσον της μετάδοσης των πολιτιστικών αγαθών, αλλά και αποτελεί από μόνη της ένα πολιτιστικό αγαθό» (Otto Bauer «Το ζήτημα των εθνοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία»). Στο σημείο αυτό είναι που επικεντρώνεται και μια από τις κριτικές του Karl Kautsky: «Δεν καταλαβαίνουμε γιατί ο Μπάουερ αρνείται να αναγνωρίσει το δεσμό, ή ακριβέστερα τον πιο γερό από όλους τους δεσμούς που συγκροτούν την ενότητα του έθνους και που είναι προφανής: Τη γλώσσα. (…) Ο ισχυρός ρόλος της γλώσσας στην κοινωνική ζωή μπορεί να μας κάνει να καταλάβουμε ώς ένα μεγάλο σημείο τη δύναμη του εθνικού αισθήματος. Αντίθετα, η κοινότητα του εθνικού χαρακτήρα, για την οποία κανείς δεν ξέρει καλά με τί μοιάζει και η οποία στην πράξη δεν επηρεάζει αισθητά τη συλλογική μας ζωή, δεν μας εξηγεί τίποτα. (…) Δεν είναι παρά μόνο αν πάρουμε υπόψη μας τη σημασία της γλώσσας για το κράτος που μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως την ισχύ της αρχής των εθνοτήτων στη σύγχρονη πολιτική». (Karl Kautsky «Εθνικότητα και διεθνικότητα» άρθρο κριτικής στον Bauer). [Σημείωση Δ.Πλάτανου].

    [Β] Η αδυναμία πρόσβασης στα στοιχεία οδηγεί το συγγραφέα σε πρόχειρη περιγραφή μιας αντίθεσης ουσίας, που όμως δεν πήρε τη μορφή πολεμικής: Η περίφημη μπροσουρίτσα του Στάλιν γράφτηκε από τον ίδιο κάτω από την προτροπή του Λένιν (αλλά όχι και κάτω από την καθοδήγησή του, όπως το παρουσίασε ο Τρότσκι -βλ. «Στάλιν») στο πλαίσιο μιας καμπάνιας εκλαϊκευσης των θέσεων των μπολσεβίκων και αντίκρουσης των μπουντιστών και των αυστρομαρξιστών (βλ. Georges Haupt και Michael Lowy «Οι μαρξιστές και το εθνικό ζήτημα, 1848-1914»). Αλλά ενώ ο Λένιν περιμένει ένα «μεγάλο άρθρο» από το «θαυμάσιο Γεωργιανό», όταν αυτό δημοσιεύεται δεν το αναφέρει σε κανένα από τα πολλά του κείμενα για το εθνικό, εκτός από μία γρήγορη παραπομπή σε ένα άρθρο του της 28-12-1913. Ο λόγος είναι προφανώς ότι είτε το βρίσκει σαν ένα γρήγορο προπαγανδιστικό κείμενο, είτε -που είναι και το πιθανότερο- ότι έχει εν δυνάμει ή και πραγματικές διαφωνίες μαζί του: Διαφωνίες αντίληψης και μεθόδου. Π.χ. -όπως παρατηρεί ο Michael Lowy- ο εννοιολογικός δογματισμός του Στάλιν περνάει το έθνος από ένα πραγματικό ιδεολογικό κρεβάτι του Προκρούστη. Ή ακόμα η κριτική της απλής πολιτιστικής αναγωγής του έθνους (Bund) οδηγείται από το Στάλιν ώς τηνάρνηση της δυνατότητας εξωεδαφικής συνένωσης των εθνοτήτων σαν «ουτοπική» και «αδιανόητη» (π.χ. Γερμανοί της Βαλτικής και του Καυκάσου), σε πλήρη αντίθεση με τη λενινιστική «ελευθερία κάθε συνάθροισης, ακόμα και της συνάθροισης οποιωνδήποτε κοινοτήτων της οποιασδήποτε εθνότητας μέσα σε ένα δεδομένο κράτος» (άσχετα αν η εθνότητα είναι διασκορπισμένη σε διάφορα σημεία της χώρας ή και του κόσμου, π.χ. ακριβώς… οι Γερμανοί της Βαλτικής και του Καυκάσου). Ή τέλος -ακόμα πιο χαρακτηριστικά- η άρνηση του Στάλιν να ξεχωρίσει ουσιαστικά τον καταπιεστικό τσαρικό μεγαλορώσικο εθνικισμό από τον εθνικισμό των καταπιεσμένων εθνών βρίσκεται στον αντίποδα του Λένιν για τον οποίο η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί πραγματικό leitmotiv. Όπως και νάναι το θέμα αυτό, είναι γεγονός ότι ο Πουλιόπουλος γράφει το κείμενό του κάτω από το φως της μετέπειτα εμπειρίας, όταν το εθνικό ζήτημα υπήρξε η τελευταία μάχη του Λένιν ενάντια ακριβώς στο Στάλιν. (Βλ. «Η τελευταία μάχη του Λένιν», του Μοσέ Λεβίν). [Σημείωση Δ.Πλάτανου].

    [Γ] Μπουντιστές (Bund: Γενική Ένωση Εβραίων Εργατών της Ρωσίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας): Εργατική οργάνωση της σοσιαλδημοκρατίας που πρέσβευε την πολιτιστική ιδιομορφία με βάση την οποία δικαιολογούσε την ξεχωριστή οργάνωση των εργατών των διαφόρων εθνοτήτων. Οι μπουντιστές βρήκαν ένα θεωρητικό στήριγμα στον αυστρομαρξισμό (Karl Renner και, κυρίως, Otto Bauer), οι οποίοι -θέλοντας να απαντήσουν στα προβλήματα που έθετε κυρίως η Αυστρο-ουγρική αυτοκρατορία- επεξεργάστηκαν μια θεωρία για το εθνικό ζήτημα που περιστράφηκε γύρω από τα πολιτιστικά στοιχεία και που κατέληγε στην υιοθέτηση πολιτιστικής αυτονομίας για τις εθνότητες μέσα στα πλαίσια ενιαίου κράτους και άσχετα από εδαφικές οριοθετήσεις. [Σημείωση Δ.Πλάτανου].

    [Δ] Τοντόρ Αλεξαντρώφ και Αλεξαντάρ Πρωτογκέρωφ: Μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ 27/11/1919 ανασυγκροτούν την εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΜΕΟ) για την υπεράσπιση της βουλγαρικής μειονότητας στη Μακεδονία. Στη συνέχεια την αυτονόμηση της ελληνικής και σερβικής Μακεδονίας, σαν μεταβατικό σχέδιο για την ένωση με τη Βουλγαρία. Το 1921 με τη βοήθεια στρατιωτικών κάνουν πραξικόπημα, σκοτώνουν τον Αλεξαντάρ Σταμπολίνσκυ, αρχηγό του αγροτικού κόμματος, και τον Γιουρούκωφ, ιδρυτή της «Φεντεραλιστικής Μακεδονικής Οργάνωσης». Υποστηρίζουν τη δικτατορική κυβέρνηση του Τσεγκώφ και μαζί με τους στρατιωτικούς πνίγουν στο αίμα την εργατοαγροτική εξέγερση της 12ης Σεπτεμβρίου 1923. Το 1924, αφού διαφωνεί με την κυβερνητική πολιτική, ο Αλεξαντρώφ υπογράφει συμφωνία με την Γ’Διεθνή ως εκπρόσωπος της εσωτερικής ΜΕΟ ότι θα συνεργαστεί με το ΚΚ Βουλγαρίας, για να ανατρέψουν την καπιταλιστική κυβέρνηση! Επειδή αυτή η συμφωνία δεν απηχούσε τις απόψεις των άλλων κομιτατζήδων, εξαναγκάζεται να αποσύρει την υπογραφή του από το σύμφωνο και εν συνεχεία δολοφονείται. [Σημείωση Δ.Πλάτανου, τα μικρά ονόματα από τον Zdravko]

    Η Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση είναι η σημαντικότερη εθνικο-απελευθερωτική οργάνωση του Σλαβικού πληθισμού της Μακεδονίας ενάντια στους Τούρκους και ιδρύθηκε το 1893. Η Μακεδονική ιστοριογραφία επιμένει ότι οι ηγέτες της ΜΕΟ είχαν εθνικά Μακεδονικά αισθήματα, αλλά σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα είναι ξεκάθαρο ότι είχαν εθνικά Βουλγαρικά αισθήματα (χωρίς να σημαίνει ότι ο Σλαβικός πληθυσμός τα μοιραζόταν). Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, οι Αλεξαντρώφ και Πρωτογκέροφ επανίδρυσαν τη ΜΕΟ σαν μία καθαρά δεξιά οργάνωση (η αρχική ΜΕΟ δεν ήταν δεξιά, ενώ είχε πολλά αριστερά μέλη). Επειδή ο Μακεδονικός πληθυσμός προσκείταν στη ΜΕΟ (ένας από τους λόγους ήταν η επιρροή που είχε ανάμεσα στους Μακεδόνες το όνομα της οργάνωσης), η Κομιντέρν ήθελε να φέρει τη ΜΕΟ υπό την επιρροή της. Επεδίωκε να ενώσει όλους τους Μακεδόνες επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένης και της ΜΕΟ του Αλεξαντρώφ, αλλά ο Αλέξαντρώφ (μετά από ισχυρή αντίσταση των Βουλγάρων και άλλων ηγετικών μελών της ΜΕΟ) απέρριψε την ιδέα. Έτσι η υποστηριζόμενη από την Κομιντέρν οργάνωση ιδρύθηκε χωρίς τη δεξιά πτέρυγα της ΜΕΟ, ονομαζόμενη ΜΕΟ (Ενωμένη). [Σημείωση του Zdravko]

    [Ε] Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας ανατίναξε την Αγία Κυριακή, εκκλησία όπου πίστευαν ότι θα ευρίσκοντο κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Τσαγκώφ. Το πραξικόπημα απέτυχε και εξαπολύθηκε άγρια επίθεση και σφαγές εναντίον των αγροτών και εργατών οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος. [Σημείωση Δ.Πλάτανου]

    [Ζ] Στις 24 Αυγούστου 1925, ο Π.Πουλιόπουλος, μαζί με άλλους 23 συντρόφους του, οδηγείται στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος για απόπειρα «απόσπασης της Μακεδονίας και Θράκης». Η εκπληκτική 5ωρη απολογία του έμεινε ιστορική. Η δίκη αναβάλλεται. Στις 22 Φεβρουαρίου 1926, συνεχίστηκε η δίκη των «αυτονομιστών» όπως τους αποκαλούσαν. Το δικαστήριο έπαυσε τη δίκη και τη δίωξη, αλλά αντί να αφεθούν ελεύθεροι οδηγήθηκαν εξορία στην Ανάφη, την Αμοργό και τη Φολέγανδρο. [Σημείωση Δ.Πλάτανου].

    Δείτε και το κείμενο των συντρόφων της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος που ευγενικά μας παραχώρησαν, με την εισαγωγή του σ. Δ.Πλάτανου
    https://www.marxists.org/ellinika/archive/pouliop/works/1940/05/macedonia.htm

  9. Μ.Κ. on

    ΚΚΕ εναντίον προσφύγων του 1922
    ————————————————–

    -Πριν τις εκλογές το ΚΚΕ λέει :
    « Αδέλφια πρόσφυγες!……ελάτε στην αγκαλιά της εργατικής τάξεως, η οποία μόνη μπορεί να νοιώση τον πόνο σας….. θα παλαίψετε συγχρόνως μαζί μ’ αυτήνε στο πλευρό της ενάντια στον κοινό εχθρό -την κεφαλαιοκρατία- όταν θα σηκωθή για να γκρεμίση το καθεστώς αυτό της ιμπεριαλιστικής αχορτασιάς και του παράφρονος εθνικισμού ο όποιος σας οδήγησε στη σημερινή σας κατάντια» .

    -Και μετά τις εκλογές:
    «Σύντροφοι!….Την προχθεσινή νύχτα (16 του Δεκεμβρίου 1923) ετελείωσαν αι υπό της Επαναστάσεως του Συνταγματάρχου Πλαστήρα προκηρυχθείσαι εκλογαί…..Μολονότι δεν τους εψήφισαν οι εργάται, οι χωρικοί, οι βιοπαλαισταί, οι έφεδροι και τα θύματα των πολέμων αυτοί εξελέγησαν. Εξελέγησαν υπό των προσφύγων, των γυναικών των προσφύγων, των παιδιών των προσφύγων, των χαφιέδων, των αργομίσθων…».

  10. Το ποίημα «Οι λύκοι» του Κωστή Παλαμά γράφτηκε το 1925 στον απόηχο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής.

    Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
    Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
    καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
    για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.
    (Απ’ της μαυρίλας της αραχνίλας την αποθήκη
    σε σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί,
    των εκατό σου χρονών ανοίγω το αρχοντιλίκι
    στου ήλιου το φέγγος, τι σε προσμένουν οι δυνατοί
    ξανά σαν πάντα και για τη μάχη και για τη νίκη
    να τους φτερώσεις το πάτημα τους όπου πατεί.
    Σ’ εμέ -κελλάρης λυράρης είμαι,- σ’ εμένα ανήκει
    να το κεράσω στα νέα ποτήρια το αρχαίο πιοτί).
    Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τα’ αρνιά; Μουζίκοι.
    Ό λαός; Όνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ’ ή οργή,
    Δίκη από πάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη
    και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν αργεί.
    Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, αρματολίκι,
    τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα ψέματα, αχνοί,
    Ιδέα βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη
    τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ως χτες, εσύ
    του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
    του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
    μας τον καθρέφτιζες μέσ’ στης Πόλης τό βασιλίκι
    τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή
    του Ισλάμ. Ή Θράκη προικιό του, ώ δόξα! Και απανωπροίκι
    μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
    της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα…. Οι λύκοι! Οι λύκοι!
    κ’ οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι κι οι αντρείοι δειλοί.
    Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
    Ξανά στα Τάρταρα Ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ.
    Ψόφια όλη ή στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
    για το αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.

  11. […] όπως έχω παραθέσει παλιότερα και άλλους διαλόγους (Για τον Πουλιόπουλο στον ΟΜΙΚ, για το σταλινισμό στη σελίδα των […]

  12. […] την προεκλογική περίοδο του 1920, καθώς και -τη δράση των Αντιπολεμικών Πυρήνων στο μικρασιατικό μέτωπο, θα την παρουσιάσω σε μια από […]

  13. Αυτές είναι οι πραγματικές αποστάσεις, για τις οποίες το τότε ΚΚΕ χαρακτήρισε τη Μικρασιατικκή Εκστρατεία ως υπερπόντια εκστρατεία… ταυτιζόμενος πλήρως με τον Ιωάννη Μεταξά που τη θεωρούσε «αποικιακή εκστρατεία»:

  14. […] πρόσωπό του, όπως και στο πρόσωπο του Παντελή Πουλιόπουλου –που πρωτοστάτησε στη δημιουργία των αντιπολεμικών […]

  15. […] πρόσωπό του, όπως και στο πρόσωπο του Παντελή Πουλιόπουλου –που πρωτοστάτησε στη δημιουργία των αντιπολεμικών […]

  16. […] δράση των Αντιπολεμικών Πυρήνων στο μικρασιατικό μέτωπο, θα την παρουσιάσω σε μια από […]

  17. Οι κεμαλιστές Τούρκοι κομμουνιστές
    —————————————————–

    Μια παράδοξη περίπτωση κομμουνιστών είναι αυτοί που έφτιαξε ο Μουσταφά Κεμάλ…

    Κια ειδικά ο επικεφαλής τους, ο οποίος εμπλέκεται και στην Αρμενική Γενοκτονία:

    O Tevfik Rüştü Aras φαίνεταί να είαι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Νεότουρκος εθνικιστές που ενεπλάκη στη γενοκτονάι των Αρμενιών και στη συνέχεια -και ως το τέλος- πιστός κεμαλιστής. Ο Κεμάλ φαίνεται ότι τον έχρισε «κομμουνιστή» όταν εξόντωσε τους 14 αυθεντικούς κομμουνιστές του Μουσταφά Σουπχί. Και με αυτόν (τον Tevfik Rüştü Aras ) δημιούργησε το κεμαλικό ΤΚP, το τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα

    Role in the Armenian Genocide
    Tevfik Rüştü Aras was the brother-in-law of Nazim Bey, one of the chief organizers of the Armenian genocide. Tevfik Rüştü Aras became Inspector-General of Health Services and was given the task to destroy the bodies of Armenian victims of the genocide.[3] He organized the disposal of Armenian corpses with thousands of kilos of lime over six months.[4] The bodies were dumped into wells which were then filled with lime and sealed with soil.[3] Tevfik Rüştü Aras was given six months to complete the task, after which he returned to Constantinople.[5] H.W. Glockner, a British POW, wrote in his memoirs that he had seen the bodies of murdered Armenians in Urfa thrown into large ditches and covered with lime, just as Tevfik Rüştü Aras has been instructed to do.[6]

  18. Antreas on

    Από το βιβλίο του Γιάννη Καψή

    ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

    (ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-ΛΙΒΑΝΗ)

    Ήταν παραμονές των εκλογών του 1920. Στην Αθήνα οι προεκλογικές συγκεντρώσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Τότε αποφάσισε να συγκροτήσει συλλαλητήριο και το ασήμαντο την εποχή εκείνη Κομμουνιστικό Κόμμα. Κι ήταν, πράγματι, ασήμαντο – είχε μόλις 1.200 μέλη κι ο «Ριζοσπάστης» 2.500 φύλλα κυκλοφορία. Τους λιγοστούς αυτούς οπαδούς τους θέλησαν να συγκεντρώσουν οι τότε ηγέτες του Κ.Κ.Ε. και αιφνιδιάστηκαν. Μια πραγματική κοσμοπλημμύρα κατέκλυσε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα. Τι είχε συμβεί; Θα καταλάμβανε το Κ.Κ.Ε. την Εξουσία;«Η αυταπάτη δεν διήρκεσε πολύ», γράφει ο άλλοτε γεν. γραμματέας του Κ.Κ.Ε., Ε.Σταυρίδης. «Το κύριον σύνθημα πού ηκούετο και εδόνει την ατμόσφαιραν ήτο «Κάτω ο πόλεμος». Τα καθαρώς κομμουνιστικά συνθήματα εύρισκαν πολύ περιωρισμένην απήχησιν. Το «Κάτω ο Βενιζέλος» όμως αντηχούσε πέρα ως πέρα… Από τα μπαλκόνια της οδού Σταδίου οι κύριες της αριστοκρατίας μας έρραιναν με άνθη. Και απορούντες διηρωτώμεθα: Πότε έγιναν κομμουνίστριες αυτές από τα μέγαρα;».
    Το μίσος κατά του Βενιζέλου, η αντίθεση προς τη μικρασιατική εκστρατεία συναδελφώνει την Άκρα Δεξιά με τους Κομμουνιστές. Η συνεργασία τους θ’ αποδώσει γρήγορα καρπούς: την καταστροφή. Ο Ε. Σταυρίδης δεν αφήνει τη παραμικρή αμφιβολία. Άλλωστε, το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει μια αδιάψευστη απόδειξη: Το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε 100.000 ψήφους. Ασφαλώς δεν ήταν όλοι αυτοί κομμουνιστές. Ουδέποτε στις μετέπειτα εκλογές, το Κ.Κ.Ε. κατόρθωσε να συγκεντρώσει τόσες πολλές ψήφους. Το 1920 οι υποψήφιοί του ψηφίσθηκαν από τους Αντιβενιζελικούς.

    Χάρη στο σφαιρίδιο διπλοψήφισαν – έριχναν άσπρο στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση και το Κ.Κ.Ε. Αν δεν κέρδιζαν τις εκλογές ο Γούναρης και οι συνεργάτες του, ας κέρδιζαν οι κομμουνιστές. Οποιοσδήποτε, κι ο Σατανάς ακόμη, εκτός από το Βενιζέλο. Τόσο βαθύ ήταν το μίσος. Πώς ν’ απορεί λοιπόν κανείς για την κατάρρευση του Μετώπου; Αλλ’ οι κομμουνιστές ανέπτυξαν ουσιαστική δράση στο Μέτωπο κι οι συνέπειες της διάβρωσης του Στρατού μας δεν άργησαν να δώσουν αποτελέσματα. Πρέπει να ομολογηθεί, ότι ο φανατισμός και των δύο παρατάξεων ωφέλησε τους κομμουνιστές. Οι Βενιζελικοί έβριζαν τον Κωνσταντίνο και συμφωνούσαν μαζί τους κι οι κομμουνιστές. Αλλά και οι Αντιβενιζελικοί έβριζαν τον Βενιζέλο και αποκαλούσαν τη μικρασιατική εκστρατεία «αποικιακό πόλεμο» – σύνθημα που υιοθέτησαν αμέσως οι κομμουνιστές.

    Το 1921 κυκλοφόρησε φυλλάδιο της «Ινπρεκόρ» – της υπηρεσίας Τύπου της Κόμιντερν – με άρθρο του Οσσίνσκυ, μέλους του Κ.Ε. του Κ.Κ. της Σοβ. Ένωσης, για τη μικρασιατική εκστρατεία. Τίτλος του ήταν: «Υπό το φως των πετρελαίων της Μουσούλης» και χάραζε τη «γραμμή», ότι ο Βενιζέλος οδήγησε το Στρατό μας στη γη της Ιωνίας, για να εξασφαλίσουν οι Άγγλοι τα πετρέλαια της Μουσούλης!

    Τη γραμμή αυτή υιοθέτησαν κι οι «ινστρούχτορες» του Κ.Κ.Ε., που είχαν εισχωρήσει στις τάξεις του Στρατού μας. Και το «θαύμα» έγινε. Οι αξιωματικοί, εκείνοι που μοναδικό προσόν τους είχαν τον Αντιβενιζελισμό, τους επέτρεψαν να προπαγανδίζουν ελεύθερα τα συνθήματα τους. Ακόμη και πολλοί Αντιβενιζελικοί, αλλά τίμιοι αξιωματικοί και ακραιφανείς Έλληνες, δεν τόλμησαν ν’ αντιδράσουν.
    Πώς να απαγορεύσουν συνθήματα αντιβενιζελικά; Το τριαδικό σύστημα, η συνωμοτική οργάνωση των κομμουνιστών μέσα στις τάξεις του Στρατού μας, εγκαταλείπεται. Ο συνωμοτισμός είναι περιττός. Η κομμουνιστική προπαγάνδα διεξάγεται ελεύθερα – έχει την ανοχή και τις ευλογίες της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας. Το γνώριζε αυτό ο Κωνσταντίνος; Ασφαλώς όχι.

    Και οι κομμουνιστές συνέχισαν το όργιό τους, που κορυφώθηκε με την απεργία των σιδηροδρομικών, που έγινε αφορμή να παραδοθεί όλο το συγκοινωνιακό δίκτυο στους κομμουνιστές. Και ιδού πώς:

    Οι σιδηροδρομικοί των Σ.Ε.Κ. έκαναν απεργία, ζητώντας αύξηση των αποδοχών τους. Οι συγκοινωνίες μας παράλυσαν. Αλλ’ η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και η Κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα επιστράτευσης των σιδηροδρομικών. Και όσοι δεν επέστρεψαν στην εργασία τους συνελήφθηκαν και στάλθηκαν… στους σιδηρόδρομους της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική γη, η χώρα των 6.000.000 Ελλήνων, ήταν για την Κυβέρνηση Γούναρη η Σιβηρία της Ελλάδας των 4.000.000. Η αποστολή τους είχε την έννοια «ποινής», στην εξορία. Και οι εξόριστοι αντέδρασαν ακολουθώντας τ’ αχνάρια των θυμάτων του τσαρισμού: Κήρυξαν την κοινωνική τους επανάσταση με το σύνθημα: «Κάτω ο πόλεμος». Η Κόμιντερν θα έπρεπε να ήταν ικανοποιημένη. Η Ελλάδα βάδιζε τα βήματα της τσαρικής Ρωσίας.

    Οι περισσότεροι από τους 300 σιδηροδρομικούς ήταν κομμουνιστές- πρωτεργάτες της απεργίας. Αλλά κι όσοι δεν ήταν, έγιναν μόλις δόθηκε η διαταγή της «εξορίας» τους. Από την ημέρα εκείνη οι σιδηρόδρομοί μας ήταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών. Κι ο Σταυρίδης προσθέτει:

    «Δύναται ν’ απορή κανείς τώρα, διατί κατέρρευσεν εκεί το μέτωπον, όταν τοιαύτα μέτρα ελαμβάνοντο από την Κυβέρνησιν; Οι 300 σιδηροδρομικοί εις το Μέτωπον, όχι μόνον έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ των ομάδων των κομμουνιστών εις το Μέτωπον, όχι μόνον μετέφερον πανταχού προπαγανδιστικό υλικόν, εφημερίδας, «μπροσούρας», αλλά και λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ των μονάδων και της Σμύρνης. Έφθασε το πράγμα εις σημείον, ώστε η Στρατιά Μικράς Ασίας να έχη εις τα χαρτιά της 60.000 λιποτάκτας. Οι πλείστοι έξ αυτών είχον σταλή ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία, όπου υπήρχον ναύται κομμουνισταί. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν το επίτακτον πλοίο, «Έλση», μέσα εις το οποίον υπηρετούν εις ιατρός κομμουνιστής και μερικαί νοσοκόμοι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των κρεββατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον».

    Είναι αλήθεια, ότι ορισμένοι συγγραφείς, στρατιωτικοί, αναζητώντας τα αίτια της κατάρρευσης, αρνήθηκαν ή θέλησαν να μειώσουν τη σημασία της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Είναι ευνόητο. Δεν αποτελεί προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών τους. Απλούστατα, ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να πιστέψουν, ότι διαπράχθηκαν τόσο εξοργιστικά σφάλματα. Άραγε όμως, ήταν μόνο σφάλματα;

    Όσο κι αν ερευνήσει κανείς τα στοιχεία, που σήμερα υπάρχουν, όση προκατάληψη να έχει, δεν θα κατορθώσει να δώσει στην «εξορία» των 300 σιδηροδρομικών άλλο χαρακτηρισμό από το ότι ήταν ένα ολέθριο σφάλμα. Αλλά και τα μεγαλύτερα αποθέματα καλής πίστης δεν μπορούν να παρεμποδίσουν ένα παραλληλισμό της κατάρρευσης του μικρασιατικού Μετώπου, της αποσύνθεσης της Στρατιάς με τη διάλυση του τσαρικού Στρατού, την οποία υποδαύλισα ο Λένιν. Και τον Λένιν είχε στείλει στη Ρωσία ο ίδιος ο Κάιζερ ο φανατικός εχθρός του Κομμουνισμού για να υπονομεύσει το Μέτωπο, των μετόπισθεν, ακριβώς όπως υπονόμευσαν τα μετόπισθεν και οι 300 σιδηροδρομικοί. Είναι μια συμπτωματική ομοιότητα, την οποία, όμως, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς.

    Έτσι, ο Κομμουνισμός, προετοίμασε την κατάρρευση. Και οι πρώτοι, που έδωσαν το σύνθημα της φυγής, στη πρώτη μονάδα, που κατέρρευσε, ήταν δύο κομμουνιστές λοχίες του 41ου Συντάγματος. Από τη στιγμή εκείνη οι κομμουνιστές αναπτύσσουν εντατική δράση. Είχαν κατορθώσει, πάντοτε με το έμβλημα του Αντιβενιζελισμού να διεισδύσουν σ’ εμπιστευτικές θέσεις, σε επιτελεία, τηλεφωνικά κέντρα, μονάδες ανεφοδιασμού. Γνώριζαν την πραγματικότητα και φρόντιζαν να την εξογκώνουν. Στις κρίσιμες στιγμές, όταν μια λέξη ήταν αρκετή να κλίνει τη πλάστιγγα, έριχναν το δηλητήριό τους: – Εμπρός για τα σπίτια μας, παιδιά… Ας αφήσουμε τον Κεμάλ στη χώρα του.

    Και το τμήμα, η μονάδα, το Μέτωπο ολόκληρο κατέρρεε.


Σχολιάστε