Η Στρατηγούλα, η Μαρία και οι θεωρίες συνωμοσίας
Οι θεωρίες συνωμοσίας και το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού
.
Η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει τη βία ενός άγριου
μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος
άμαχων πληθυσμών
Ενα από τα ερωτήματα που κατά καιρούς απασχολούν τους ιστορικούς των ιδεών είναι εάν έχει επηρεάσει την ελληνική κοινωνία ο Διαφωτισμός. Και αν «ναι», σε ποιο βαθμό το πολιτισμικό πλαίσιο του ορθού λόγου, που αυτός διαμόρφωσε, κατάφερε να διαπλάσει τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζονται τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα. Και αυτά τα ερωτήματα δεν αφορούν μόνο τη νεοελληνική κοινωνία, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου ο αντιδιαφωτισμός υπήρξε το κυρίαρχο ρεύμα, όπως η γερμανική ή η ρωσική (της ουκρανικής συμπεριλαμβανομένης, όπως και των λοιπών πρώην σοβιετικών).
Η πρόσφατη έρευνα για τα καθ’ ημάς, που έγινε από δύο ελληνικά πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας) και της Οξφόρδης και παρουσιάστηκε στο Βερολίνο, δείχνει πως η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μια συντηρητικοποίηση των νοοτροπιών, καθώς και -σε μεγάλο βαθμό- στην αποδοχή θεωριών συνωμοσίας από την ελληνική κοινωνία.
Και αν αυτά τα συμπεράσματα αφορούν κατά πλειονότητα τις μεσαίες και χαμηλότερες ομάδες του πληθυσμού, η δική μας ενασχόληση με ζητήματα διαχείρισης της ιστορικής μνήμης από τις «πνευματικές ελίτ» οδηγούν σε ακόμη πιο απογοητευτικές διαπιστώσεις. Μόνο που στην περίπτωση αυτή στη θέση των θεωριών συνωμοσίας υπάρχει η προσχηματική επίκληση αυτών των θεωριών, ώστε να υποστηριχθούν και να καθαρθούν ιστορικά και ιδεολογικά σχήματα τα οποία είναι προφανώς αυθαίρετα και ανορθολογικά. Ενα από τα κύρια στοιχεία αυτού του ανορθολογισμού των «ελίτ» είναι η αντιμετώπιση των γεγονότων που συνέβησαν στην οθωμανική Ανατολή την περίοδο 1908-1923, όπου υιοθετείται με σχεδόν απόλυτο τρόπο η τουρκική εθνικιστική μυθολογία και ενοχοποιείται η ιστορική Μνήμη των προσφύγων του 1922.
Η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει τη βία ενός άγριου μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος άμαχων πληθυσμών. Στην περίπτωση αυτή των Νεοελλήνων Αρνητών ισχύει με εξαιρετική ακρίβεια αυτό που περιέγραψε ο Βίκτορ Τσαπινόβ της αριστερής ουκρανικής οργάνωσης Μπορότβα για την πρόσφατη κρίση στην Ανατολική Ουκρανία ως παθογένεια των ισορρροπιστών και των ουδέτερων, αυτών δηλαδή που αρνούνται να πάρουν θέση: «Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές αποκαλούν τους εαυτούς τους αριστερούς, αποδεικνύεται πως είναι εντελώς ανίκανοι να εφαρμόσουν την ανάλυση της κοινωνικής τάξης που κληροδότησε ο Μαρξ, προτιμώντας να παραμείνουν στον κόσμο των ιδεολογιών και στον κόσμο της «ψευδούς συνείδησης»».
Το ρεύμα της Αρνησης της Γενοκτονίας, που είχε εμφανιστεί με σφοδρότητα από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, εκφράστηκε με τον πλέον έντονο τρόπο κατά τη σύγκρουση για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού λίγα χρόνια πριν.
Η πολύμορφη αντίσταση που συνάντησε δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε, αλλά ενοχοποιήθηκε και δαιμονοποιήθηκε και αυτή. Η πιο αποκαλυπτική έκφραση αυτής της στάσης υπήρξε μια «διπλωματική εργασία» (μεταπτυχιακού επιπέδου) που έγινε την εποχή της σφοδρής αντιπαράθεσης για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Μαρία Ρεπούση και τίτλο: «Παρουσίαση και Ανάλυση των θεωριών συνωμοσίας, όπως εκφράστηκαν από τον έντυπο Τύπο της Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη διαμάχη για το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού».
Συνωμότες και αντισυνωμότες
Στη συγκεκριμένη «διπλωματική μεταπτυχιακή», που έχει μάλλον έναν κραυγαλέα απολογητικό χαρακτήρα, προτείνεται ένα ασπρόμαυρο σχήμα. Χρησιμοποιείται -φαντάζομαι με την καθοδήγηση της επιβλέπουσας καθηγήτριας- ως θέσφατο αδιαπραγμάτευτο και σημείο απόλυτης ιστορικής ακρίβειας το βιβλίο της Ρεπούση και όλες τις κριτικές προς αυτό τις εντάσσει στις θεωρίες συνωμοσίας. Οπότε, δεν υπάρχει ούτε διακρίνει χώρο για κριτική απαλλαγμένη από τις θεωρίες αυτές.
Στη θέση του «καλού», του σύγχρονου, του σωστού και του επιστημονικά έγκυρου βρίσκεται το έργο και οι απόψεις της κ. Ρεπούση και από την άλλη όλοι οι άλλοι, πλίνθοι τε και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι και καλά τακτοποιημένοι σε δύο -αποκλειστικά δύο- κατηγορίες οπαδών συνωμοτικών σχεδίων: «Στο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων και στο σχέδιο της διόρθωσης των σχολικών βιβλίων».
Το ιδεολογικό πλαίσιο και η ματιά της αποτίμησης της κριτικής, που ασκήθηκε στο βιβλίο της κ. Ρεπούση, δεν μπορούσε να προέρχεται από αλλού, παρά από τον γκουρού του χώρου: Τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, τον οποίο, όπως και τους οπαδούς του, ο Νάσος Βαγενάς χαρακτήρισε ως «ζηλωτές της υπερμοντέρνας θεωριοκρατούμενης ιστοριογραφίας» και τους αντιδιέστειλε με τους «μουτζαχεντίν της λαϊκής εθνικοθρησκευτικής πρόσληψης της ελληνικής ιστορίας», ως τα δύο απεχθή άκρα του ανορθολογισμού.
Αντώνης Λιάκος: ο καθοδηγητής!
Ο τρόπος που προσεγγίζεται το ιδεολογικό πλαίσιο παρουσιάζεται στην Εισαγωγή:
«Σύμφωνα με τον Λιάκο, τρία είναι τα κύρια σημεία εστίασης της κριτικής…
1) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται οι τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας…
2) ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εθνικής ελληνικής συνείδησης…
3) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία το 1922 μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Τα τρία αυτά θέματα είναι θεμελιώδη για την ελληνική εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία...».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που όρισε ο κ. Λιάκος επιχειρήθηκε η αποτίμηση της κριτικής που ασκήθηκε στο έργο της κ. Ρεπούση.
Για τα δύο πρώτα σημεία δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Μισές αλήθειες και μισά ψέματα! Για τα θέματα αυτά έχουν απαντήσει οι πρωτεργάτες της Επανάστασης και τα πρώτα επίσημα κείμενα του ελληνικού έθνους-κράτους.
Το κορυφαίο όμως από πλευράς ιδεολογικής και ιστορικής αυθαιρεσίας είναι το τρίτο, όπου
-η αλήθεια αντιστρέφεται,
-το ιστορικό παρελθόν πλαστογραφείται,
-η Μνήμη του λαού εξευτελίζεται.
Ετσι, η Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών, που είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα και είχε ξεκινήσει από το 1914, αποσιωπάται πλήρως στην ιστορική τους αντίληψη. Ενοχοποιείται επίσης ως «εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία» η Μνήμη της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού, που συνέβη στο τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου.
Αυτό πάντως που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με μια πρώτη ματιά είναι ότι το σχήμα άσπρο-μαύρο διακρίνει όλη τη διπλωματική και υπάρχει ως κύριο μεθοδολογικό εργαλείο. Οσοι ασκούν κριτική είναι αναμφισβήτητα οι «κακοί», οι εθνικιστές, οι αντιδραστικοί, οι σκοταδιστές. Ετσι λοιπόν, στην Εισαγωγή πληροφορούμαστε ότι οι πρώτες αντιδράσεις προήλθαν από την Εκκλησία. Οποίον λάθος!!! Και μόνο στο «Αντίβαρο» αν είχε ανατρέξει, όπου συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών προς το βιβλίο κειμένων, θα είχε μάθει ότι η πρώτη αντίδραση προήλθε από το Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (Αθήνα, Ιούλιος 2006), το οποίο με Ψήφισμά του διαμαρτυρήθηκε για την παράλειψη των συγκεκριμένων σελίδων της νεοελληνικής Ιστορίας από το επίμαχο βιβλίο.
Το Ψήφισμα (εγκρίθηκε ομόφωνα από εκπροσώπους 541 οργανώσεων απ’ όλο τον κόσμο) εντόπιζε τα εξής θέματα: «Το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, που βρίσκεται στη διαδικασία έκδοσης, έρχεται σε αντίθεση με ομόφωνες αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων, παραποιεί την Ιστορία, απενοχοποιεί τον τουρκικό εθνικισμό, αποσιωπά τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών και προσβάλλει ιδιαίτερα τον ποντιακό Ελληνισμό που υπέστη Γενοκτονία. Ζητάμε: να επανεξεταστεί η σχετική έκδοση, ώστε να είναι συμβατή και με τις αποφάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και με τη συλλογική ιστορική μνήμη του ποντιακού Ελληνισμού και του συνόλου του ελληνικού λαού».
Ομως, υπάρχει και τρίτη κατηγορία
Αν οι κατηγορίες των κειμένων που ασκούσαν κριτική ορίστηκαν στην εργασία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας ως δύο, εμείς οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπήρξε και μια τρίτη κατηγορία, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τις βολικές παραπάνω δύο. Στην τρίτη αυτή κατηγορία ανήκουν τα κείμενα που επεσήμαιναν τις επιστημονικές αδυναμίες του συγκεκριμένου βιβλίου και τόνιζαν τις σιωπές και τις αφαιρέσεις που υπήρχαν. Σίγουρα, ένα πολύ μεγάλο μέρος των άρθρων που ασκούσαν κριτική, ή κατήγγελλαν ακόμα, ανήκουν στις δύο συνωμοσιολογικές κατηγορίες. Ομως είναι ανέντιμο να εντάσσονται σ’ αυτές και κριτικές που ουδεμία συνωμοσιολογική πρόθεση είχαν. Θα ήταν ηθικότερο και εντιμότερο εάν η αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένη κριτική γινόταν στο αντίστοιχο επίπεδο της αντίκρουσης, αντί να τσουβαλιάζεται σε άσχετες κατηγορίες…
Ολα αυτά τα αναφέρω γιατί ένα άρθρο που είχα γράψει τότε με τίτλο «Η εκδίκηση των «αυτοχθόνων»» αντιμετωπίζεται με το μεροληπτικό και άδικο τρόπο που παρουσίασα πιο πριν. Σε κανένα σημείο του άρθρου δεν υπονοείται υπαγωγή της κ. Ρεπούση και του έργου της σε σχέδια ξένων κύκλων που επιδιώκουν να υλοποιήσουν «το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων»… Το δικό μου κείμενο είναι -νομίζω- εντελώς απαλλαγμένο από κάθε συνωμοσιολογική πρόθεση. Ασκεί κριτική στη βάση μιας διαφορετικής ιστορικής αντίληψης και μιας κριτικής στην κυρίαρχη καθεστωτική ιδεολογία.
Με το δημοσιογραφικό αυτό κείμενο προσπάθησα να εντοπίσω τις ιστορικές αναλογίες (αυτόχθονες και επίγονοί τους: σημερινοί αναθεωρητές) και το συναίσθημα υπεροχής που διαχρονικά έχουν οι «ντόπιοι» έναντι των «προσφύγων». Το κείμενο ξεκινούσε ως εξής:
«Η σύγκρουση των αυτοχθόνων με τους ετερόχθονες, δηλαδή των ντόπιων με τους πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τη μετεπαναστατική Ελλάδα για περίπου είκοσι χρόνια. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και σε απολύσεις από το Δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο Κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας -για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι «ετερόχθονες», θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών.
»Από τότε μέχρι σήμερα, η μεγάλη κληρονομιά της ιδεολογικής απόρριψης, του ρατσισμού κατά των ετεροχθόνων και της υποτίμησης των εξωελλαδικών Ελλήνων καλά κρατεί…».
Και τελείωνε έτσι:
«* Η απόκρυψη που επιχειρεί η συγγραφέας του βιβλίου, ποιοτικά είναι αντίστοιχη με τις προσπάθειες συγκάλυψης του Ολοκαυτώματος. Μπορεί το Ολοκαύτωμα να μην τολμά να το αποκρύψει, όμως την άλλη μεγάλη γενοκτονία -αναγνωρισμένη και αυτή διεθνώς- των Αρμενίων την αποκρύπτει με έναν εξίσου προκλητικό τρόπο. Είναι σαφές γιατί: γιατί βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής. Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού.
* Ετσι και αλλιώς το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Θα δούμε στο άμεσο μέλλον, εάν η ίδια η κοινωνία επιτρέψει αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης των γενοκτονιών μέσα από την αποσιώπησή τους».
Επιλεγόμενα
Πάντως, ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να μείνει με την άσχημη γεύση και την υπόνοια ότι τα μεταπτυχιακά της Θεσσαλονίκης είναι προκατειλημμένα, στρατευμένα και αμέθοδα. Μπορεί η κ. Ρεπούση να ήθελε να πάρει την «επιστημονική» ρεβάνς, χρησιμοποιώντας μια φοιτήτρια, με την οποία υπήρχαν αντικειμενικά σχέσεις εξάρτησης, όμως το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό έχει και αρετές. Πρωτίστως πρέπει να σημειώσουμε ότι η μεταπτυχιακή φοιτήτρια έκανε δύο πολύ χρήσιμες δουλειές: αφ’ ενός συγκέντρωσε τις εργασίες για τις θεωρίες συνωμοσίας και διατύπωσε το θεωρητικό σχήμα και αφ’ ετέρου μάζεψε τα πάσης φύσεως κριτικά και κατακριτικά κείμενα για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που είχαν δημοσιευθεί στις θεσσαλονικώτικες εφημερίδες…..
*Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,https://kars1918.wordpress.com/
Η ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟΥ:
———————————————————————-
«Η Στρατηγούλα, η Μαρία, οι θεωρίες συνωμοσίας».
Ο τίτλος αυτός θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια σαπουνόπερα με τη δομή των τουρκικών σίριαλ, με εθνικιστές, μεγάλες δυνάμεις, κατασκόπους, και όλα αυτά δοσμένα με τον αέρα των μεταμοντέρνων ιστορικών.
Ένας άλλος τίτλος, ποιό κοντά στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να είναι ο σαρκαστικός: «Τα μάστερ της Θεσσαλονίκης» με θέμα ενταγμένο στην «περί Θεσσαλονίκης και αλλοτρίωσης» ενότητα που έχουμε καθιερώσει σε τούτο το μπλογκ.
Η αφορμή δόθηκε από μια «διπλωματική εργασία» (μεταπτυχιακού επιπέδου!) που έγινε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ από την Στρατηγούλα Παντουβάκη και επιβλέπουσα καθηγήτρια την Μαρία Ρεπούση και τίτλο: «Παρουσίαση και Ανάλυση των θεωριών συνωμοσίας, όπως εκφράστηκαν από τον έντυπο Τύπο της Θεσσαλονίκης με αφορμή την διαμάχη για το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Στ’ δημοτικού».
Είναι απολύτως θεμιτό όταν κάποιος προσπαθεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποτινάξει από πάνω του μια δημόσια κατηγορία. Προσωπικά δεν αποδέχομαι την ηθικιστική άποψη ότι ο κάθε δημοσιογράφος ή οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να συκοφαντεί δημοσίως ατιμωρητί και «να πετά λάσπη», χωρίς κανόνες και κυρίως χωρίς αιτιολόγηση.
Έτσι, δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσω το δικαίωμα της κ. Μ. Ρεπούση να απαντήσει με όποιο τρόπο αυτή νομίζει στους ποικίλους κριτές της για τον τρόπο που προσέγγισε την ιστορία στο «περίφημο» βιβλίο Ιστορίας της Στ’ δημοτικού που ταλάνισε την Ελλάδα για κάποια χρόνια. Δεν θα ασκούσα κριτική ούτε στην -όχι και τόσο δόκιμη- προσπάθεια να αντιπαραθέσει άμεσα -χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα- τα δικά της επιχειρήματα μέσω μιας διπλωματικής εργασίας μιας φοιτήτριάς της, έχοντας η ίδια (η κ. Ρεπούση) την επίβλεψη της «διπλωματικής μεταπτυχιακής», αρκεί αυτή να τηρούσε στοιχειώδεις κανόνες της έρευνας και να μην ήταν τόσο κραυγαλέα απολογητική προτείνοντας ένα ασπρόμαυρο σχήμα. Η Στρατηγούλα Παντουβάκη χρησιμοποιεί -φαντάζομαι με την καθοδήγηση της επιβλέπουσας καθηγήτριας- ως θέσφατο αδιαπραγμάτευτο και σημείο απόλυτης ιστορικής ακρίβειας το βιβλίο της Ρεπούση και όλες τις κριτικές προς αυτό τις εντάσσει στις θεωρίες συνωμοσίας. Οπότε, δεν υπάρχει ούτε διακρίνει χώρο για κριτική απαλλαγμένη από τις θεωρίες αυτές. Στη θέση του «καλού», του σύγχρονου, του σωστού, και του επιστημονικά έγκυρου, βρίσκεται το έργο και οι απόψεις της κ. Ρεπούση και από την άλλη όλοι οι άλλοι, πλίνθοι τε και κέραμοι ατάκτως εριμένοι και καλά τακτοποιημένοι σε δύο -αποκλειστικά δύο- κατηγορίες οπαδών συνομωτικών σχεδίων: «στο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων και στο σχέδιο της διόρθωσης των σχολικών βιβλίων».
Λιάκος ο οδηγός μας!!!
Το ιδεολογικό πλαίσιο και η ματιά της αποτίμησης της κριτικής που ασκήθηκε στο βιβλίο της κ. Ρεπούση, δεν μπορούσε να προέρχεται από αλλού, παρά από τον γκουρού του χώρου. Τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, τον οποίο και τους οπαδούς του, ο Νάσος Βαγενάς χαρακτήρισε ως «ζηλωτές της υπερμοντέρνας θεωριοκρατούμενης ιστοριογραφίας» και τους αντιδιέστειλε με τους «μουτζαχεντίν της λαϊκής εθνικοθρησκευτικής πρόσληψης της ελληνικής ιστορίας» , ως τα δύο απεχθή άκρα του ανορθολογισμού.
Γράφει λοιπόν η Στρατηγούλα Παντουβάκη στην Εισαγωγή: «Σύμφωνα με τον Λιάκο, τρία είναι τα κύρια σημεία εστίασηςτης κριτικής…1) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται οι τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας… 2) ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εθνικής ελληνικής συνείδησης…. 3) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία το 1922 μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Τ τρία αυτά θέματα είναι θεμελιώδη για την ελληνική εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία….»
Για τα δύο πρώτα δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Μισές αλήθεις και μισά ψέματα!! Για τα θέματα αυτά έχουν απαντήσει οι πρωτεργάτες της Επανάστασης και τα πρώτα επίσημα κείμενα τα ελληνικού έθνους-κράτους. Το κορυφαίο όμως του κ. Λιάκου είναι το τρίτο, όπου η αλήθεια αντιστρέφεται, το ιστορικό παρελθόν πλαστογραφείται, η Μνήμη του λαού εξευτελίζεται. Αυτή η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει την βία ενός άγριου μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος άμαχων πληθυσμών. Έτσι, η Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών που είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα και είχε ξεκινήσει από το 1914 αποσιωπάται πλήρως στην ιστορική τους αντίληψη και ενοχοποιείται ως «εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία» η Μνήμη της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού, που συνέβη στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Αυτό πάντως που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με μια πρώτη ματιά είναι ότι το σχήμα άσπρο-μαύρο διακρίνει όλη τη διπλωματική και υπάρχει ως κύριο μεθοδολογικό εργαλείο. Όσοι ασκούν κριτική είναι αναμφισβήτητα οι «κακοί», οι εθνικιστές, οι αντιδραστικοί, οι σκοταδιστές. Έτσι λοιπόν, στην Εισαγωγή πληροφορούμαστε ότι οι πρώτες αντιδράσεις προήλθαν από την Εκκλησία. Οποίον λάθος!!! Και μόνο στο «Αντίβαρο» αν είχε ανατρέξει, όπου συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αρντικώ προς το βιβλίο κειμένων, θα είχε μάθει ότι η πρώτη αντίδραση προήλθε από το Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (Αθήνα, Ιούλιος 2006) το οποίο με Ψήφισμά του διαμαρτυρήθηκε για την παράλειψη των συγκεκριμένων σελίδων της νεοελληνικής Ιστορίας από το επίμαχο βιβλίο. Το Ψήφισμα (ψηφίστηκε ομόφωνα από εκπροσώπους 541 οργανώσεων απ’ όλο τον κόσμο) εντόπιζε τα εξής θέματα: «Το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ δημοτικού, που βρίσκεται στη διαδικασία έκδοσης, έρχεται σε αντίθεση με ομόφωνες αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων, παραποιεί την Ιστορία, απενοχοποιεί τον τουρκικό εθνικισμό, αποσιωπά τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών και προσβάλλει ιδιαίτερα τον ποντιακό ελληνισμό που υπέστη Γενοκτονία. Ζητάμε: να επανεξεταστεί η σχετική έκδοση, ώστε να είναι συμβατή και με τις αποφάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και με τη συλλογική ιστορική μνήμη του ποντιακού ελληνισμού και του συνόλου του ελληνικού λαού»
Αλλά αυτά είναι ψηλά γράμματα, who care!
Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο που όρισε ο κ. Λιάκος επιχειρήθηκε η αποτίμηση της κριτικής που ασκήθηκε στο έργο της κ. Ρεπούση.
Όμως, υπάρχει και τρίτη κατηγορία
Αν οι κατηγορίες των κειμένων που ασκούσαν κριτική ορίστηκαν στην εργασία της Παντουβάκη ως δύο, εμείς οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπήρξε και μια τρίτη κατηγορία, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τις βολικές παραπάνω δύο. Στην τρίιτη αυτή κατηγορία ανήκουν τα κείμενα που επισήμαιναν τις επιστημονικές αδυναμίες του συγκεκριμένου βιβλίου και τόνιζαν τις σιωπές και τις αφαιρέσεις που υπήρχαν. Σίγουρα, ένα πολύ μεγάλο μέρος των άρθρων που ασκούσαν κριτική ή κατήγγειλαν ακόμα, ανήκουν στις δύο συνωμοσιολογικές κατηγορίες. Όμως είναι ανέντιμο να εντάσσονται σ’ αυτές και κριτικές που ουδεμία συνωμοσιολογική πρόθεση είχαν. Θα ήταν ηθικότερο και εντιμότερο εάν η αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένη κριτική γινόταν στο αντίστοιχο επίπεδο της αντίκρουσης, αντί να τσουβαλιάζεται σε άσχετες κατηγορίες…
Όλα αυτά τα αναφέρω γιατί ένα άρθρο που είχα γράψει τότε με τίτλο «Η εκδίκηση των ‘αυτοχθόνων»» αντιμετωπίζεται με τον μεροληπτικό και άδικο τρόπο που παρουσίασα πιο πριν. Σε κανένα σημείο του άρθρου δεν υπονοείται υπαγωγή της κ. Ρεπούση και του έργου της σε σχέδια ξένων κύκλων που επιδιώκουν να υλοποιήσουν «το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων»… Το δικό μου κείμενο είναι -νομίζω- εντελώς απαλλαγμένο από κάθε συνομωσιολογική πρόθεση. Ασκεί κριτική στη βάση μιας διαφορετικής ιστορικής αντίληψης και μιας κριτικής στην κυρίαρχη καθεστωτική ιδεολογία.
Με το δημοσιογραφικό αυτό κείμενο προσπάθησα να εντοπίσω τις ιστορικές αναλογίες (αυτόχθονες-σημερινοί αναθεωρητές) και το συναίσθημα υπεροχής που διαχρονικά έχουν οι «ντόπιοι» έναντι των «προσφύγων». Το κείμενο ξεκινούσε ως εξής:
» •Η σύγκρουση των αυτοχθόνων με τους ετερόχθονες, δηλαδή των ντόπιων με τους πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τη μετεπαναστατική Ελλάδα για είκοσι περίπου χρόνια. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και απολύσεις από το δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας –για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι «ετερόχθονες», θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών.
•Από τότε μέχρι σήμερα, η μεγάλη κληρονομιά της ιδεολογικής απόρριψης, του ρατσισμού κατά των ετεροχθόνων και της υποτίμησης των εξωελλαδικών Ελλήνων, καλά κρατεί….»
….και τελείωνε έτσι:
•Η απόκρυψη που επιχειρεί η συγγραφέας του βιβλίου, ποιοτικά είναι αντίστοιχη με τις προσπάθειες συγκάλυψης του Ολοκαυτώματος. Μπορεί το Ολοκαύτωμα να μην τολμά να το αποκρύψει, όμως την άλλη μεγάλη γενοκτονία -αναγνωρισμένη και αυτή διεθνώς- των Αρμενίων την αποκρύπτει με έναν εξίσου προκλητικό τρόπο. Είναι σαφές γιατί: γιατί βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής. Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού.
•Έτσι και αλλιώς το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Θα δούμε στο άμεσο μέλλον, εάν η ίδια η κοινωνία επιτρέψει αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης των γενοκτονιών μέσα από την αποσιώπησή τους.»
Γιατί Μαρία μόνη σου;
Δυστυχώς, τα πράγματα έγιναν όπως σας τα περιγράφω. Το όλο πλαίσιο το βλέπετε και στο εξώφυλλο της διπλωματικής. Μια, αν και λιγάκι αφελής και ανεξάρτητα από τα παραπάνω, ερώτηση θα ήταν «Μα καλά, δεν υπήρχε ούτε ένας συνάδελφος που να μπορούσε να εποπτεύσει, ώστε να μην υπάρχει μια τέτοια κραυγαλέα ταύτιση μελετώμενου, μελετητή και επόπτη. Μια ταύτιση που από μόνη της υποθηκεύει την αξιοπιστία της εργασίας;»
Αν θέλετε να βρείτε την εργασία μπορείτε να τη ζητήσετε κατ’ ευθείαν από την ίδια την κ. Ρεπούση στην εξής διευθυνση: repousi@repousi.gr
Ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να μείνει με την άσχημη γεύση και την υπόνοια ότι τα μεταπτυχιακά της Θεσσαλονίκης είναι προκατειλημμένα και αμέθοδα. Μπορεί η κ. Ρεπούση να ήθελε να πάρει την «επιστημονική» ρεβάνς χρησιμοποιώντας μια φοιτήτρια, με την οποία υπήρχαν αντικειμενικά σχέσεις εξάρτησεις, όμως το συγκεκριμένο με τα μεταπτυχιακό της κ. Παντουβάκη ε’ιχε και κάποιες αρετές. Πρωτιστως πρόπει να σημειώσουμε ότι έκανε δύο πολύ χρήσιμες δουλειές: αφενός συγκέντρωσε τις εργασίες για τις θεωρίες συνωμοσίας και διατύπωσε το θεωρητικό σχήμα και αφετέρου μάζεψε τα πάσης φύσεως κριτικά και κατακριτικά κείμενα στις θεσσαλονικώτικες αυτές εφημερίδες.
Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο που είναι, όπως θα λέγαμε, το θεωρητικό μέρος της εργασίας, χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία και εξαιρετική χρησιμότητα. Αναφέρεται στις θεωρίες συνομωσίας, στις σχολές κριτικών των θεωριών αυτών και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη αλλά και οι πολιτισμικές σπουδές προσεγγίζουν το θέμα αυτό. Επίσης, προσπαθεί να εντοπίσει τη σχέση που έχει η εμφάνιση των θεωριών συνωμοσίας με την ίδια την εποχή, που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και από κατάρρευση των προσδοκιών μεγάλου μέρους των πολιτών. Παρακολουθεί την εξέλιξη των θεωριών συνωμοσίας, τη σχέση του κοινού με τους παραγωγούς θεωριών συνωμοσίας, τις πολιτικές και μη πολιτικές θεωρίες. Εξετάζει τις κοινωνικές και επιστημονικές επιπτώσεις των θεωριών αυτών και μελετά τον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πραουσιάζουν τις θεωρίες συνωμοσίας.
http://www.kathimerini.gr/708954/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/h-allh-istoriografia
Του Βλαση Αγτζιδη – Διδάκτορος Σύγχρονης Ιστορίας
Η άλλη ιστοριογραφία
ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ 24.04.2008
Τον Ιούλιο του 2006 ξεκίνησε η μεγαλύτερη συζήτηση για ιδεολογικά, ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα που έλαβε ποτέ χώρα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Αφορμή ήταν ένα βιβλίο Ιστορίας, που προοριζόταν για τη ΣΤ΄ Δημοτικού.
Αυτό που απεκρύβη κατά τη 13μηνη περίπου σκληρή αντιπαράθεση ήταν ότι το σύνολο των προσφυγικών οργανώσεων (πάνω από 1.000 οργανώσεις πολιτών), καθώς και ο κύρος όγκος της Αριστεράς στάθηκαν κριτικά απέναντι στη συγκεκριμένη απόπειρα αναθεώρησης της Ιστορίας.
Η πλέον ενδιαφέρουσα κριτική στον συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης της Ιστορίας προήλθε από τους απογόνους των προσφύγων του ’22. Με μια πρωτοφανή ομοφωνία και με τη διατύπωση ενός ψύχραιμου κριτικού λόγου, επανέφεραν στο προσκήνιο ερμηνείες, που η νεοελληνική ιστοριογραφία συστηματικά είχε απωθήσει τις δεκαετίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκφράζοντας παραδοσιακά την ιδεολογική ματιά της «μικράς πλην εντίμου» και «εξορίζοντας» κυριολεκτικά από το νεοελληνικό πεδίο τον ελληνισμό της Ανατολής, αντιμετώπισε αμήχανα την εμφάνιση ενός δυναμικού και σύγχρονου προσφυγικού λόγου.
Την αμηχανία αυτή περιέγραψε εύστοχα ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους ιστορικούς μας, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος:
«Δίπλα στον παλαιο-ελλαδίτικο τοπικισμό, αυτός ο αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης έρχεται να διεμβολίσει από μια απροσδόκητη πλευρά το νηφάλιο εθνικό σχήμα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής μας ταυτότητας, που με τόσες προσπάθειες πάει να συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη μεταπολίτευση, στη χώρα μας. Ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική προσφυγιά, κυπριακός ξεριζωμός κ.ά. τραγικές στιγμές του Νέου Ελληνισμού, δεν διεκδικούν απλά μια θέση στο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αλλά ζητούν ένα εφαλτήριο για ένα διορθωτικό εγχείρημα μέσα στο πεδίο της ιστορίας, προσβλέποντας σε μια αναδρομική διόρθωσή της. Ζητούν να κερδίσουν τη μάχη της μνήμης (που φυσικά δεν έχει χαθεί) ταυτίζοντάς την με τη μάχη των εδαφών και των χαμένων πατρίδων, μια μάχη που κανείς δεν τολμά ωστόσο ούτε να ομολογήσει και ούτε να προτείνει τον τρόπο της διεξαγωγής της…».
Την περιγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η προσφυγική κριτική τη διαβάσαμε στο καλό ιστολόγιο «Πόντος και Αριστερά»:
«Απ’ την πλευρά μας, η σύγκρουση για το βιβλίο της Ιστορίας δεν έγινε για την αφηρημένη «υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας από την παγκοσμιοποίηση», αλλά γιατί θεωρήσαμε και θεωρούμε ότι αποκρύπτονται -με αναθεωρητικό τρόπο- πλευρές του ιστορικού παρελθόντος στο όνομα του πολιτικά ορθού. Και θεωρούμε επίσης ότι αυτό το «πολιτικά ορθόν» σήμερα εκφράζει την πραγματική εξουσία στην Ελλάδα, καθώς και τους νέους προσανατολισμοόυς του ελληνικού καπιταλισμού. Για μας, η αναθεώρηση που επιχείρησαν οι συγγραφείς του βιβλίου σχετίζεται επίσης και με την αναίρεση των κατακτήσεων της δεκαετίας του ’90 και την επανάκαμψη του ιδεολογικού απαρτχάιντ, που είχε οργανώσει μέχρι τότε η εξουσία για τους Ελληνες της Ανατολής και τους πρόσφυγες του ’22. Και η επανάκαμψη αυτή είχε πολύ πιο βίαια, κυνικά και βάρβαρα χαρακτηριστικά, από αυτά που μας είχαν συνηθίσει παλιότερα οι απλοϊκοί δεξιοί και η παραδοσιακή εθνικοφροσύνη…».
Η βαθύτατη ρήξη των προσφυγικών οργανώσεων με τη συγκεκριμένη εκδοχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας οφείλεται πρωτίστως στη μη συμπερίληψη των κατακτήσεων της κοινωνίας των πολιτών της δεκαετίας του ’90. Τότε κλείνουν ουσιαστικά οι πολιτικές εκκρεμότητες των προσφύγων της Ανατολής με το ελληνικό κράτος, με την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό κατά την περίοδο τα 1914-1923, με την καθιέρωση δύο επίσημων Ημερών Μνήμης (19 Μαΐου και 14 Σεπτεμβρίου).
Οι προσφυγικές οργανώσεις, λοιπόν, εντοπίζουν την αντίφαση να διδάσκεται στο κράτος που αναγνώρισε τις γενοκτονίες από ένα βιβλίο Ιστορίας ιστορία που υποβαθμίζει με τον πλέον απόλυτο τρόπο την προσφυγική ιστορική εμπειρία. Καταγγέλλουν με ένταση την «αναθεωρητική ερμηνεία», και παραλληλίζουν τη στάση αυτή με τη στάση των αναθεωρητών του Ολοκαυτώματος και των αρνητών των Γενοκτονιών. Επισημαίνουν ότι οι συγγραφείς του βιβλίου, όσον αφορά την αποσιώπηση της αρμενικής γενοκτονίας, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους νόμους στην Ευρώπη που θεωρεί ως έγκλημα την αιτιολόγηση των γενοκτονιών. Θεωρούν ότι υπεύθυνα για τη διαιώνιση των ιστορικών αποσιωπήσεων είναι «τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της «αυτοχθόνου» ιδεολογίας».
Η «Ενωση Σμυρναίων» θα γράψει στην καταγγελία της: «Ετσι ο Μικρασιατικός Ελληνισμός εξοβελίζεται από το γνωστικό πεδίο των 12χρονων παιδιών, με συνέπειες τραγικές για το μέλλον αυτού του τόπου». Η σύγκρουση άρχισε τον Ιούλιο του 2006, όταν ψηφίστηκε ομόφωνα από εκπροσώπους 541 οργανώσεων ένα ψήφισμα στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού: «Το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, που βρίσκεται στη διαδικασία έκδοσης, έρχεται σε αντίθεση με ομόφωνες αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων, παραποιεί την Ιστορία, απενοχοποιεί τον τουρκικό εθνικισμό, αποσιωπά τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών και προσβάλλει ιδιαίτερα τον ποντιακό ελληνισμό που υπέστη Γενοκτονία.».
Η αντίθεση που προέκυψε με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας δεν έχει περιστασιακά χαρακτηριστικά. Οι ίδιες οι προσφυγικές οργανώσεις αναπτύσσουν μια παράλληλη ιστοριογραφία, που αμφισβητεί πολλά από τα παραδεδεγμένα στερεότυπα της κυρίαρχης νεοελληνικής. Η απορριπτική και υπεροπτική παράλληλα αντιμετώπιση δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Αντιθέτως, βαθαίνει το ρήγμα. Ακόμα και η μετανεωτερική εποχή μας, συνδυασμένη με τις απελπιστικά νεωτερικές συμπεριφορές του περιβάλλοντος παλιού κομμουνιστικού κόσμου, ενισχύει την ανάπτυξη της παράλληλης ιστοριογραφίας και την εμπέδωση των ιδεολογικών, και όχι μόνο, αντιπαθειών και προκαταλήψεων.
Ισως να είναι η κατάλληλη στιγμή να αντιμετωπιστεί με ειλικρίνεια το συγκεκριμένο φαινόμενο. Ισως θα έπρεπε να ανοίξει επιτέλους ένας διάλογος μεταξύ των «επίσημων» ιστορικών -των Νέων Ιστορικών συμπεριλαμβανομένων- με τους ιστορικούς του προσφυγικού χώρου. Ετσι ώστε μέσα από έναν ειλικρινή επιστημονικό διάλογο, να συμφωνηθεί ένα νέο ιστορικό αφήγημα, που θα συμπεριλαμβάνει το σύνολο των ομάδων που κατοικούν, οριστικά πλέον, στα εδάφη του ελληνικού έθνους – κράτους.
[…] Η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει τη βία ενός άγριου μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος άμαχων πληθυσμών. Στην περίπτωση αυτή των Νεοελλήνων Αρνητών ισχύει με εξαιρετική ακρίβεια αυτό που περιέγραψε ο Βίκτορ Τσαπινόβ της αριστερής ουκρανικής οργάνωσης Μπορότβα για την πρόσφατη κρίση στην Ανατολική Ουκρανία ως παθογένεια των ισορρροπιστών και των ουδέτερων, αυτών δηλαδή που αρνούνται να πάρουν θέση: “Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές αποκαλούν τους εαυτούς τους αριστερούς, αποδεικνύεται πως είναι εντελώς ανίκανοι να εφαρμόσουν την ανάλυση της κοινωνικής τάξης που κληροδότησε ο Μαρξ, προτιμώντας να παραμείνουν στον κόσμο των ιδεολογιών και στον κόσμο της “ψευδούς συνείδησης”».Το ρεύμα της Αρνησης της Γενοκτονίας, που είχε εμφανιστεί με σφοδρότητα από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, εκφράστηκε με τον πλέον έντονο τρόπο κατά τη σύγκρουση για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού λίγα χρόνια πριν.Η πολύμορφη αντίσταση που συνάντησε δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε, αλλά ενοχοποιήθηκε και δαιμονοποιήθηκε και αυτή.Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ […]
«Μια μικρή ομάδα ανθρώπων, αψηφώντας την πραγματικότητα, αρνείται την ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Τους ονομάζουμε αρνητές του Ολοκαυτώματος. Άλλοι, περισσότεροι σε αριθμό, θεωρούν ότι οι θάλαμοι αερίων δεν είναι παρά μια «λεπτομέρεια» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αιτία που κρύβεται πίσω από αυτή τη στάση είναι ο αντισημιτισμός. Εάν το Άουτσβιτς δεν υπήρξε, τότε εκείνοι μπορούν με ήσυχη τη συνείδηση να είναι εκ νέου αντισημίτες»
Wieviorka Annete «Το Άουτσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» Εκδόσεις Πόλις, 2013
ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ Ο ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ!!!
—————————————————
Σ’ ένα κείμενο που έγραψε στην «Καθημερινή» την 1η Απριλίου με τίτλο «Το κόστος του συνωστισμού» , ξεκινά με την εξής περιγραφή: «Η λέξη που παίρνει εκδίκηση τώρα με την κορωνοκρίση είναι ο «συνωστισμός». Ενώ μέχρι χθες κρινόταν απαράδεκτη και εξαπολυόταν αποκλειστικά για να ελεεινολογηθούν οι «εθνομηδενιστές», που τη χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν τη φυγή των προς σφαγήν Ελλήνων της Σμύρνης, εσχάτως χρησιμοποιείται μέχρι κορεσμού.»
Όμως ο Παντελής Μπ. καλός διανοούμενος κατά τα άλλα, αποδεικνύει αυτό που το γνωρίζουμε από χρόνια. Ότι η ελλιπής αντίληψη της ιστορίας -ειδικά όσον αφορά τα της Ανατολής- είναι κυρίαρχη στο κοινωνικό αυτό στρώμα. Κι ακριβώς γι αυτό θεωρεί ότι η κριτική στη λέξη «συνωστισμός» όπως χρησιμοποιήθηκε τότε είχε ως «αποκλειστικό στόχο» να καταγγελθούν οι «εθνομηδενιστές» (ο ίδιος χρησιμοποιεί τον κακόηχο όρο)…..
Αυτό σημαίνει ότι τόσα χρόνια μετά δεν κατάλαβε τίποτα από εκείνη τη σύγκρουσή και γι αυτό αναδεικνύει μόνο αυτή την πλέον γραφική πλευρά..
Όμως εκείνη η σύγκρουση επί της ουσίας εξέφραζε την παλιά, υπόγεια σύγκρουση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής με το ένοχο ελλαδικό πολιτικό σύστημα που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή, συνήργησε στη σφαγή της Σμύρνης και στη συνέχεια υποβάθμισε το ανθρώπινο κόστος, μετατρέποντας τους πρόσφυγες του 1922 σε ανθρώπινη μάζα προς εκμετάλλευση…
Με δυό λόγια η αντίληψη ότι η ολοκλήρωση των Γενοκτονιών από ένα απεχθή εθνικιστικό μιλιταρισμό συνιστούσε έναν απλό συνωστισμό υπήρξε η κυρίαρχη κρατική αντίληψη μετά το 1922…
Απλώς η καημένη η Μαρία το επανέλαβε σε μια εποχή που η κοινωνία των πολιτών είχε αναπτυχθεί πολύ και οι γόνοι των προσφύγων είχαν πάψει από καιρού να είναι περιθωριοποιημενοι πρόσφυγες!!!
https://www.facebook.com/groups/metarrythmisi/permalink/3035378889817410/