Μοσχονήσια 1922: Η ιστορία βρίσκεται μπροστά μας

Μοσχονήσια - AyvaliΤα Μοσχονήσια, το Νησί όπως τα αποκαλούν οι νέοι τουρκο-Κρήτες κάτοικοί τους, ή η Cunta (Τζούντα) των Τούρκων, υπήρξε μια ελληνική πόλη των 8.000 περίπου κατοίκων, λίγο βορειότερα του Αϊβαλιού. Είναι το μεγαλύτερο νησί από τα 22 νησιά του σύμπλεγματος, τα οποία ανήκουν στην πόλη Αϊβαλί.

Εκεί βρέθηκα δύο φορές πριν από λίγα χρόνια: Έφαγα και χόρεψα (ποντιακά, όλως τυχαίως χάρις σ’ ένα Τραπεζούντιο μέτοικο στην περιοχή) στη κεντρική ταβέρνα MOSHONISIA 5της Gunta που έφερε το όνομα «Lyra» (Λύρα). Kαι κάποια χρόνια αργότερα, παρέα με μια ντόπια Κρητικιά φίλη, ήπια τον καφέ στον περίφημο πέτρινο καφενέ της παραλίας, που πριν την Καταστροφή ανήκε στον Θανάση Μαστροπαναγιώτη, και ονομαζόταν «Ερμής» σύμφωνα με τη Μ. Μαστροσταμάτη. Εκεί, το 1999, άκουσα τον νυν ιδιοκτήτη του καφενέ (τρίτης γενιάς ανταλλάξιμο) να μας μιλά σε άψογα κρητικά.

Ermis

«Kαφενείον Ο Ερμής»

Το πρώτο μου ταξίδι στα Μοσχονήσια έγινε το 1997 με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λέσβου για τα 75 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το δεύτερο έγινε το 1999 και είχε ως στόχο την επίσκεψη στο Βαϊνδίρι και το Μουραντιέ της Μαγνησίας (Ιωνία), παρέα με την καλή μας Τανζού από τα Μοσχονήσια.


Ο πέτρινος καφενές του Θανάση Μαστρο-παναγιώτη έτυχε να έχει μια τραγική ιστορία, αντίστοιχη με αυτή των κατοίκων των Μοσχονησίων κατά τον δραματικό Σεπτέμβρη του 1922. Τότε, οι κάτοικοι της ιωνικής παραλίας προδόθηκαν και παραδόθηκαν εν ψυχρώ από την μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών (Γούναρης, Πρωτοπαδάκης, και πολλοί άλλοι υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο) στους αγριεμένους τσέτες του Μουσταφά Κεμάλ.  [Για το τι συνέβη με τον άμαχο πληθυσμό της Ιωνίας, διάβασε την συγκλονιστική μαρτυρία από τη Φώκαια της Αγγελικής Ματθαίου, από ένα αφιέρωμα που έκανα στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία«.] 

vakirtzi 2Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, ο Θανάσης Μαστροπαναγιώτης μαζί με κάποιους άνδρες και τα αδέλφια του έφυγαν από την πόλη με την άφιξη του τουρκικού στρατού και κρύφτηκαν στα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ Μυτιλήνης και Αϊβαλιού, πιστεύοντας ότι θα ξαναγυρίσουν μόλις καταλαγιάσουν τα πράγματα. Τα πράγματα όμως δεν καταλάγιασαν. Οι άνδρες που συνελήφθησαν (800 άτομα) εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι υπόλοιποι άμαχοι έγιναν λεία των αιμοβόρων τσετών. Όσοι επέζησαν στάλθηκαν στα ενδότερα. Οι ελάχιστοι που επέζησαν ήρθαν στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών.

Ο Μαστροπαναγιώτης -ο οποίος είχε μεγάλη περιουσία στα Μοσχονήσια- εγκαταστάθηκε τελικά στα Μυστεγνά της Λέσβου. Επέλεξε να παραμείνει στο νησί ελπίζοντας ότι θα ξανασυναντηθεί με τη γυναίκα του, τη Στρατηγούλα και το μικρό παιδί τους. Η Στρατηγούλα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Για δέκα χρόνια ήλπιζε ότι ΚΑΙ θα ξαναβρεθεί με την οικογένειά του  ΚΑΙ θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Ακριβώς επειδή πίστευε ότι θα ξαναγυρίσει στα Μοσχονήσια αρνήθηκε να αποζημιωθεί από την Ανταλλάξιμη Περιουσία, όπως δικαιούνταν. Πίστευε ότι εάν δεχόταν την αποζημίωση θα ήταν σα να συναινούσε στην παραχώρηση της δικής του περιουσίας.

Μετά από δέκα χρόνια έχασε τις ελπίδες του και ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα από τη Μυτιλήνη που είχε το ίδιο όνομα με τη χαμένη του γυναίκα: Στρατηγούλα. Αργότερα δημιούργησε ένα μικρό καφενέ στη Μυτιλήνη που εξελίχθηκε σε ένα καλό οικογενειακό κέντρο.  

vakirtzi3(αρχείο Ντόρας Βακιρτζή)


Η εγγονή του Ντόρα Βακιρτζή περιγράφει ως εξής την ιστορία του παππού της:
«Στη μεγάλη σφαγή πολλοί ανδρες μαζι κι ο παπους Θανασης Μαστροπαναγιώτης έφυγαν απο το Μοσχονήσι και κρύφθηκαν σε νησάκια ανάμεσα Αιβαλί Μυτιλήνη.Είχε διαδοθεί οτι μαζεύουν τους άνδρες κι έτσι άφησαν τα γυναικόπαιδα στο Μοσχονήσι. Ο Θανάσης Μ. άφησε την έγγυο γυναίκα του Στρατηγούλα και το μικρό γιό του Στρατή.Το βράδυ όμως είδαν κι άκουσαν την καταστροφή και κατάλαβαν πως δεν ειχε επιστροφή. Βγήκαν στη Μυτιλήνη κι εκει με τα χρόνια έστησε ένα μικρό καφέ που αργότρα εξελίχθηκε σε οικογενεικό καφε -κεντρο στην Αλυσίδα. Ζούσε με την ελπίδα να βρει τους δικούς του και ήλπιζε να ππάρει κάποτε τη περιουσία του ,γι αυτό και δεν δεχθηκε απο τα ανταλλάξιμα κτήματα. Οταν απογοητεύθηκε ύστερα απο 10 χρόνια παντρεύτηκε τη γιαγιά Στρατηγούλα , συνονόματη της γυναίκας που έχασε, χήρα με τρεις κόρες.Οταν τον ρωτούσαν πως κι αποφάσισε να κάνει τέτοιο γάμο, έλεγε πως παντρεύτηκε για τα ορφανά. Και πράγματι τα αγάπησε εξίσου και περισσότερο κι απο τη δική του κόρη που απέκτησε από αυτό το γάμο.Ποτέ δεν μιλούσε για τη χαμένη ζωή στο Μοσχονήσι. Όλες τις πληροφορίες τις συνέλεξε η μεγάλη του θετή κόρη η Βήτα που τον λάτρευε.Τις όποιες πληροφορίες έχουμε απο τη ζωή του εκεί τις έχουμε από άλλους πρόσφυγες Μοσχονησιώτες και απο την επιτόπου έρευνα που έκανε η Βήτα με τον άνδρα της καθώς ταξίδευαν συχνά απέναντι γιατί είχαν το πλοίο που έκανε τη γραμμή Μυτιλήνη Αιβαλι. Απο τα αδέλφια του Θανάση Μαστροπαναγιώτη τα 4 βρέθηκαν Αμερική και ένας στ Βόλο. Απο αυτούς ξανασυνάντησε έκτοτε μόνο τον εναν. Δυστυχώς πέθανε αρκετά νέος και τα εγγόνια του δεν προλάβαμε να τον γνωρίσουμε. Μακάρι να μαθαίναμε περισσότερα..…»

……………………

Το Μοσχονήσι σήμερα από τη θάλασσα.
Στην άκρη δεξιά ο καφενές του Θανάση Μαστροπαναγιώτη.

Διακρίνεται στο κέντρο η εκκλησία του Ταξιάρχη, που έχει ήδη αναπαλαιωθεί από το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού.Διακρίνονται άλλες δύο εκκλησίες. Μια στην κορυφή πλάι στον ανεμόμυλο, η οποία αναπαλαιώθηκε  και η άλλη δεξιά του Ταξιάρχη, επίσης προς την πάνω πλευρά.

Μοσχονήσια - Ayvali 3

Η εκκλησία του Ταξιάρχη, όπως ήταν όταν την πρωτοεπισκεφτήκαμε το 1997

Μοσχονήσια Ταξιάρχης Μοσχονησίου

Η ταβέρνα του Μόσχου (Moshos Taverna) σε ένα όμορφο πέτρινο σπίτι του Μοσχονησιού

Μοσχονήσια - Ayvali 2

 

H αναπαλαιωμένη εκκλησία (με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Κότς αν δε με γελά η μνήμη μου), η οποία είχε χτιστεί με τούβλα κατασκευασμένα στο γειτονικό ελληνικό χωριό Γενιτσαροχώρι, όπως ήταν η ανάγλυφη επιγραφή (σε κάθε τούβλο).
Μοσχονήσια - Ayvali Agios Ioannis Prodromos Greek Orthodox chapel

Πανοραμική θέα του Μοσχονησιού και του Ταξιάρχη. Στο νησάκι που βρίκεται μπροστά υπήρχε μοναστήρι που είχαν κτίσει οι Πόντιοι μεταλλωρύχοι που δούλευαν στα ορυχεία της Μπάλιας και είχαν και αυτοί τραγική μοίρα τον Σεπτέμβρη του 1922
Διαβάστε: https://kars1918.wordpress.com/2013/08/25/balya-kemal/

Μοσχονήσια Άποψη του Ταξιάρχη Μοσχονησίου

 

Μερικές σύγχρονες εικόνες από
τον καφενέ του Θανάση Μαστροπαναγιώτη
»ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Ο ΕΡΜΗΣ’‘ σήμερα »Τας».

13659220_923391334433068_2061784204825256758_n

MOSHONISIA 5

MOSHONISIA 6

Και ένα ελληνικό ρεμπέτικο συγκρότημα σε ταβέρνα της Cunta
( φωτογραφία Μεχμέτ Εργκιούν)

Μοσχονήσια Cunda_singers_greek

 

  • Author –

8 Σχόλια

  1. […] Μοσχονήσια 1922: Η ιστορία βρίσκεται μπροστά μας […]

  2. […] Ημερίδα αυτή ανήκει στην Ντόρα Βακιρτζή, εγγονή του Θανάση Μαστροπαναγιώτη από τα Μοσχονήσια -στον οποίο ανήκε το θαυμάσιο καφέ «Ο Ερμής» στην […]

  3. […] Μοσχονήσια 1922: Η ιστορία βρίσκεται μπροστά μας […]

  4. agelos on

    μαστροπαναγιωτησ αγγελοσ απο βολο μια ζωη ιστορια

  5. παναγιώτης μαστροπαναγιώτης on

    ΑΥΤΗ Η ΣΕΛΙΔΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΕ ΑΓΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣΤΡΟΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

  6. Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΊΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΑΪΒΑΛΙΟΥ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΖΗΣΕ Ο ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

    «6 Σεπτεμβρίου 1922. Τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού ήλθαν από τη Σμύρνη για να καταλάβουν το Αϊβαλί. Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Ύστερα βγήκε ή φοβερή διαταγή: «Να παρουσιασθούν όλοι οι άνδρες από 18-45 χρονών». Τους μάζεψαν, τους δέσαν, τους μεταφέρανε έξω από την πόλη και τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις χαράδρες. Από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή είχαν εξαιρέσει τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Αυτούς τους πήγαν σ’ένα λόφο λεγόμενο «Μπογιά» και τους σκότωσαν με τσεκούρια.

    Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε.
    Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες.

    Όσοι γλυτώσαμε από τις σφαγές μας χώρισαν σε τάγματα εργασίας και μας υποχρέωσαν σε πορεία θανάτου. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων πού οι Τούρκοι όδηγούσανε στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, φθάσαμε στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα άνοιξε ή πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν οι παπάδες του Άιβαλιού: καταματωμένοι, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι άπ’ τη μαρτυρική πορεία.
    O Κυδωνιών Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω άπ’ το Αϊβαλί, οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους και τον παραδώσανε σ’ένα εκτελεστικό απόσπασμα πού είχε εκτός άπ’ τα όπλα και φτυάρια. Οι άλλοι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε: «Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντου­φεκιές ήταν για τους άλλους».
    Απ’ την Πέργαμο συνεχίσαμε τη μαρτυρική πορεία προς το εσωτερικό της Ανατολής. Έξω άπ’ την Πέργαμο σκότωσαν τον γερο-παπά της ενορίας μας, πού δεν μπο­ρούσε να βαδίση. Τον παραδώσανε στον όχλο – στους πολίτες και στα παιδιά- και ο όχλος τον σκότωσε μπρος στα μάτια μας με λιθοβολισμό.

    Φτάσαμε στο Κιρκαγάτς. Εκεί, τη νύχτα, οι Τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες και τους πήραν δεμένους να τους πάνε στο ‘Αξάρι. Μάθαμε αργότερα πώς τους σκότωσαν όλους στο δρόμο.

    Από τους 3000 χιλιάδες άνδρες του τάγματος μου σωθήκαμε και φτάσαμε ύστερα από δεινά πολλά στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές (αριθμός 23).
    Από όλους αυτούς που οι Τούρκοι πιάσανε στο Αϊβαλί οι περισσότεροι αφανίστηκαν. Είτε δολοφονήθηκαν κατά την πορεία του θανάτου είτε δεν άντεξαν τις κακουχίες και πέθαναν ενώ ένα μεγάλο πλήθος χάθηκε άπ’ το μαχαίρι του Τούρκου στις χαράδρες του Σίπιλου της Μαγνησίας.
    Εγώ ο ίδιος δούλεψα μήνες αργότερα, ως σκλάβος των Τούρκων, σε τούτη την αγγαρεία, να μεταφέρουμε τα κόκαλα των σφαγμένων και να τα κρύψουμε στο βάθος μιάς χαράδρας επειδή τα νερά τα είχαν κατεβάσει προς τη σιδηροδρομική γραμμή. Υπήρχαν μες στους σκελετούς πολλά παιδιά και γυναίκες δεμένα χέρι – χέρι, με σύρμα. Το θέαμα πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή ήταν άκομψο και επρόκειτο να έρθει μια διεθνής επιτροπή υπό τον Ισπανό στρατηγό Ντελάρα, για να διαπιστώσουν πώς διαβούμε στα Τάγματα Εργασίας. Δεν έπρεπε να δουν την εικόνα και να σχηματίσουν κακή ιδέα για τους Τούρκους…»

  7. Ανδρέας on

    Για την πρώτη προσφυγιά 1914-1918
    ————————-
    Αποσπάσματα από το βιβλίο:

    Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, O ντελάλης, 2003

    Το 1914 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Aμέσως μέσα το Aϊβαλί (Ayvalik) έγινε άνω κάτω. Πολύς κόσμος έφυγε στην Eλλάδα. Oι Tούρκοι αμέσως δέσανε τη θάλασσα και δεν άφηναν κανέναν να φύγει, μείναμε αποκλεισμένοι, μετά βγάλανε διαταγή ν’ αδειάσει όλο το Aϊβαλί. Tότε εμάς με άλλες 200 οικογένειες μας έβαλαν μέσα σε βοϊδαραμπάδες χωρίς να ξέρομε πού μας πηγαίνανε, περπατούσαμε όλη τη μέρα και όταν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος σταματήσανε τους αραμπάδες και μας κατέβασαν για να ξεκουραστούνε τα βόδια και να τα ταΐσουνε….
    Σε δυο ώρες μάς σηκώσανε πάλι, περπατούσαμε πέντε έξι ώρες και φτάσαμε σ’ ένα μέρος που λέγεται Bαλανιδιά, εκεί μείναμε έξω στο ύπαιθρο μέσα στους αραμπάδες, και άλλοι κάτω. Tη νύχτα μάς επιτέθηκαν Tούρκοι. Zητούσαν να πάρουν τα κορίτσια, όσα είχαμε μαζί μας, αλλά αντιστάθηκαν οι Tσανταρμάδες (Jandarma) που μας συνόδευαν και οι δικοί μας όλοι, νέοι, γέροι, όλοι μαζί και δεν κατόρθωσαν να πάρουν ούτε ένα….
    . Όταν νύχτωσε φτάσαμε στου Mπρούσαλη το χάνι. Eκεί μείναμε μια βραδιά, την άλλη μέρα ξεκινήσαμε, περπατούσαμε ύστερα δυο μέρες νηστικοί, διψασμένοι και φθάσαμε στο Mπαλού Kισέρη (Balikesir). Eκεί δεν μας άφησαν να καθίσομε καθόλου, αμέσως μάς πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό και μας έβαλαν στα τρένα, από κει μας κατέβασαν σε ένανε σταθμό που λεγόταν Σούσουρλου. Mας έβαλαν πάλι σε βοδόκαρα και ξεκινήσαμε, σε 3 μέρες φθάσαμε στο Tας Kιουπρού που είναι μία γέφυρα μεγάλη πέτρινη και εκεί μας άφησαν μέσα στα χωράφια, δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε, ούτε νερό. Πέσαμε όλοι στ’ αγκάθια που ήτανε κάτι χοντρά τα ξεφλουδίζαμε και τα τρώγαμε. Mε τ’ αγκάθια περάσαμε εκεί μέρες. Aπό κει φέρανε άλλες βοϊδάμαξες, μας έβαλαν μέσα και μας πήγανε σε ένα χωριουδάκι μικρό που το λέγανε Λουμπάτ (Ulubat), που είναι κοντά στη λίμνη Aπολλωνιάδα (Ulubat gölü)
    Mας κατέβασαν, μας έβαλαν μέσα σε καΐκια και μας πέρασαν στην απέναντι στεριά. Eκεί ξεκουραστήκαμε λίγο ώσπου να βρούνε καρότσες και βάλαμε τα λίγα ρούχα μας απάνω και ανεβάσαμε τους γέρους, τις γριές και τα πολύ μωρά και ξεκινήσαμε. Oι νέοι περπατούσαμε ακολουθώντας τις καρότσες και σε δύο μέρες πορεία φθάσαμε στην Προύσα. Eκεί μας πήγαν και καθίσαμε σε κάτι παράγκες. Mας μοίρασαν καλαμπόκι άσπρο και κόκκινο ανακατωμένο και μόλις το φάγαμε, από την κούραση και την εξάντληση που είχαμε, μας πήγε αίμα, δεν άντεξαν, 16 άτομα πέθαναν….
    Kαθίσαμε 10 μέρες, από φαΐ μάς έδιναν το καλαμποκάλευρο κι από λίγη σούπα γερμανικιά, εμάς όμως μας έπιασε ο φόβος και δεν τα τρώγαμε. Bγαίναμε και ζητιανεύαμε στα ελληνικά σπίτια…
    Mετά μάς ξανασηκώνουνε για να μας πάνε μέσα στο εσωτερικό της Tουρκίας, οι πιο πολλοί περπατούσαμε μέρες, λίγα κάρα μόνον για τα ρούχα και τους γέρους. Περάσαμε διάφορα χωριά από το Tίμπος, από το Kουγιού Nεσέρ και ύστερα με κόπους μεγάλους και πείνα φθάσαμε Γενισεχίρ (Yenişehir), εκεί νομίζαμε ότι θα καθίσομε λίγο να φάμε και να ξεκουραστούμε, αλλά μόλις μας είδαν οι Tούρκοι και οι Tουρκάλες και τα παιδιά τους μας κυνηγούσανε με ξύλα, με πέτρες, μας φώναζαν: «Γκιαούρηδες, να φύγετε…» Tέλος μάς πήγανε σε κάτι χάνια και μας έφεραν λίγο ψωμί και τίποτα φαΐ….
    Ύστερα από δύο μέρες πορεία φθάσαμε σ’ έναν νερόμυλο κι εκεί ξεζέψαμε να ξεκουραστούμε και να φάμε το λίγο ψωμί και να πιούμε λίγο νερό. Tη νύχτα μάς επιτέθηκαν και μας άρπαξαν δυο κορίτσια και μια γυναίκα 55 χρονών· ό,τι κι αν κάναμε, όσο κι αν φωνάξαμε, δεν μας πέρασε τίποτα γιατί ήταν οι φρουροί μαζί τους. Tην άλλη μέρα σαν ξεκινήσαμε βρήκαμε τη γυναίκα πεθαμένη απάνω σ’ έναν πάσαλο που ήταν μέχρι τα στήθια της. Tα κορίτσια δεν τα βρήκαμε καθόλου. Ξεκινήσαμε και πηγαίναμε, στο δρόμο όμως κουραστήκαμε πολύ και οι γέροι μόλις έμεναν πίσω τούς έδιναν μια βουρδουλιά και μια μαχαιριά και τους άφηναν στον τόπο. Στο δρόμο εδώ κι εκεί αφήσαμε πολλούς νεκρούς. Άρχισε ο κόσμος ν’ αρρωσταίνει από την εξάντληση και την κακουχία, άρχισε και να κρυώνει τόσο πολύ που παγώναμε στους δρόμους. Ύστερα από 4 μέρες φθάσαμε στο Mπελετζίκ (Bilecik)….
    . Tην άλλη μέρα μάς σήκωσαν και μας πήγανε στο Σουγούτ (Sogut), εκεί δεν μας θέλησαν όλους και μας χώρισαν σε δύο μέρη. Oι μισοί, κι εμείς μαζί, γυρίσαμε πίσω στο Μπελετζίκ….
    Λοιπόν, εκεί στο Mπελετζίκ καθίσαμε 2 χρόνια. O καθένας κοίταζε κάτι να κάνει για να ζήσει…
    O πατέρας μου έπιασε δουλειά σε ένα φούρνο, αλλά ήμαστε τόσο μεγάλη οικογένεια και κάθε μέρα μεγάλωνε γιατί όσα ορφανά έμειναν, που πέθαιναν οι γονείς τους, γιατί έπεσε τέτοια αρρώστια εξανθηματικός τύφος που κάθε μέρα θέριζε, κι επειδή έμειναν μέσα στο δρόμο φοβόταν ο πατέρας μου μην τα πάρουν οι Tούρκοι και τα τουρκέψουνε κι έτσι μάζεψε 25 ορφανά και 15 άτομα που ήμαστε εμείς, καθόμαστε 40 άτομα στο τραπέζι….
    Στα δύο χρόνια αυτά λιγοστέψαμε πάρα πολύ γιατί πέθανε πολύς κόσμος. Mετά έγινε η ανακωχή και μας συμμάζεψαν όλους σ’ ένα μέρος και μας κατέβασαν στο σταθμό στα Kιουπλιά κι εκεί μας είπανε ότι θα μας πάνε στην Πόλη. Μας βάλανε στα τρένα και φθάσαμε στον πρώτο σταθμό που λέγεται Bεζίρ Xάνι. Mετά φθάσαμε στη Nικομήδεια (Izmit), καθίσαμε 2 μέρες μέσα στα τρένα, τέλος φθάσαμε στην Πόλη, στο Xαϊδάρ Πασά. Aπ’ εκεί μας πήγανε στο Kατίκιοϊ (Kadıköy) κι εκεί μας έβαλαν σ’ ένα σχολείο ελληνικό, μας είχανε 2 μήνες εκεί. Όλοι οι Έλληνες κάνανε έρανο και μας έκαναν συσσίτιο μέχρι να φύγομε.
    Ύστερα από 2 μήνες μάς έβαλαν σ’ ένα βαπόρι και 2 Iανουαρίου του ’19 μάς κατέβασαν μέσα στο Aϊβαλί. Γυρίσαμε οι μισοί. Kαθένας πήγε στο σπίτι του.
    Never again.
    Any Comments?


Σχολιάστε