Κάλαντα στη Σοβιετική Ένωση

Πέρασαν ήδη 20 χρόνια (25 Δεκεμβρίου 1991) από την οριστική διάλυση μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας, που σφράγισε την ιστορία του 20ου αιώνα, καθόρισε τη μορφή της ευρύτερης περιοχής μας, απείλησε τις έως τότε κυρίαρχες δυνάμεις του κόσμου, προσπαθησε να αλλάξει τις καθιερωμένες νοοτροπίες και διακήρυξε τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας «απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο». Τελικά απέτυχε σ’ όλους τους στόχους που έθεσαν οι αρχικοί επαναστάτες του ’17, που πίστεψαν ότι μπορούν να υπερπηδηθούν κάποια στάδια της κοινωνικής εξέλιξης. Υλοποίησαν εν τέλει τα πιο τρελλά όνειρα των μεταφυσικών φιλοσόφων που πίστευαν ότι το πνεύμα προηγείται του όντος και ότι αρκεί η βούληση για να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων και να ανατρέψει τους νόμoυς της φύσης…. Μόνο που γι αυτό, απαραίτητη ήταν η σκληρή κυριαρχία μιας νέας τάξης ανθρώπων -συσπειρωμένων γύρω από το Κόμμα, απολαμβάνοντας τα  πλείστα όσα οφέλη από τη συσπείρωση αυτή-  που πίστευαν ότι αποτελούν την τελείωση του ανθρώπινου είδους, ότι οι ιδέες τους εκφράζουν την ενσάρκωση της έως τότε oυτοπίας  και ότι η πολιτική πρακτική τους εγγυάται το δρόμο για την κατάκτηση του επίγειου Παράδεισου. Τελικά, κατάφεραν να μετατρέψουν μια φιλοσοφική άποψη που προερχόταν από την καρδιά της νεωτερικότητας σε προνεωτερικό θρησκευτικό φαινόμενο.  Και ακριβώς γι αυτό ανταγωνίστηκαν τις προηγούμενες θρησκευτικές εκφράσεις, προσπαθώντας να αντικαταστήσουν το παλιό τελετουργικό με το νέο, όπως και τα σύμβολα και τις «Ιερές Γραφές» των παλαιότερων δοξασιών.  Στο πλαίσιο αυτού του ιδεολογικού ανταγωνισμού εντάσσεται και η απαγόρευση των καλάντων στην ΕΣΣΔ, φαινόμενο που διαπραγματεύτηκα σε κείμενό μου που δημοσιεύτηκε στην εφημ. «Καθημερινή» παλιότερα. 

Τα «αντιδραστικά κάλαντα»

Του Βλαση Αγτζιδη*

Η ιστορία των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων στη Σοβιετική Ενωση του μεσοπολέμου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τόσο σε επίπεδο πολιτικής ιστορίας, όσο και σε θέματα που άπτονται των πολιτισμικών επιλογών. Στις περιοχές εμφανίστηκε ένα μοναδικό φαινόμενο. Οι Ελληνες κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία και την άσκησαν για μια περίπου εικοσαετία. Προσπάθησαν να εφαρμόσουν την ευρύτερη σοβιετική πολιτική, καθώς και τις πλέον τολμηρές προτάσεις των ελλαδικών συντρόφων τους

Οι νέοι σοβιετικοί θεοί

Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να εξαλείψουν τις παλιές θρησκευτικές λατρείες από την επικράτειά τους. Ομως, δεν τα πολυκατάφεραν! Αφού προσπάθησαν στη θέση των παλιών θεών να βάλουν τους νέους και αφού αντικατέστησαν τις εκκλησίες, τα τζαμιά και τα βουδιστικά τεμένη με τα Μαυσωλεία… στο τέλος κατέρρευσαν, και οι παλιοί θεοί επέστρεψαν πολύ ισχυρότεροι!

Εχει ενδιαφέρον η αντικληρικαλιστική πολιτική των Σοβιετικών όπως εκφράστηκε στις μεγάλες ελληνικές σοβιετικές παρευξείνιες κοινότητες (πριν ο σταλινισμός σαρώσει τα πάντα στο διάβα του μετά το ’37).

Η άρνηση της θρησκείας και η καταδίωξη της χριστιανικής λατρείας στις ελληνικές περιοχές του Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας υπήρξε βασική επιδίωξη του κόμματος και της νέας ελληνικής καθεστωτικής διανόησης.

Οι ελληνικές κομματικές οργανώσεις, καθώς και ο ελληνικός σοβιετικός Τύπος θεωρούσαν ως ύψιστο ιδεολογικό καθήκον τους τη συστηματική αντιθρησκευτική προπαγάνδα για την αντιμετώπιση των προκαταλήψεων, όπως θεωρούσαν, του πληθυσμού.

Ο ελληνικός εκδοτικός οίκος «Κομμουνιστής», που έδρευε στο Ροστόβ επί του Ντον, είχε εκδώσει προπαγανδιστικό βιβλίο για τον αντιθρησκευτικό αγώνα με τίτλο «Αντιθρησκευτικό εγχειρίδιο για τους χωρικούς».

(Γραμμένο στο 20γράμματο αλφάβητο που καθιερώθηκε επίσημα με τη μεταρρύθμιση του 1926.. Υπάρχει μόνο ένα -ι-, ένα -ο-  καταργούνται οι δίφθογγοι, τα διπλά γράμματα -ξ- και -ψ- αντικάθίστανται με το -κς- και το -πς- ενώ το -υ- χρησιμοποιείται στη θέση του -ου- )

«Αντιθρησκευτικές γιορτές»

Η αντιθρησκευτική στάση εκφράστηκε με άρθρα στις ελληνικές καθεστωτικές εφημερίδες, τα οποία αποδείκνυαν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της θρησκείας και με καταγγελίες, σε περιπτώσεις εκδήλωσης του θρησκευτικού αισθήματος. Με δημοσίευση αντικληρικών άρθρων, αλλά και ποιημάτων και πεζογραφημάτων, επιχειρήθηκε η αντικατάσταση της θρησκευτικής πίστης από τη σοσιαλιστική. Το σύνθημα ότι η θρησκεία ήταν το «αφιόνι του λαού», που εμφανίστηκε μαζί με την ατομική ιδιοκτησία και μόνο κακό προκαλούσε στους εργαζόμενους, αποτελούσε τη μόνιμη επωδό στις αναφορές περί θρησκείας. Το κόμμα άρχισε να οργανώνει στα ελληνικά χωριά «αντιθρησκευτικές γιορτές»…

Για να αποδειχθούν οι βλαβερές συνέπειες της θρησκευτικής συμμετοχής του ελληνικού πληθυσμού, χρησιμοποιούνταν το επιχείρημα ότι κατά τη διάρκεια των διαφόρων γιορτών και ειδικά του Πάσχα οι χωρικοί δεν συμμετείχαν στις αγροτικές εργασίες και ότι στα ελληνικά χωριά άρχιζαν ατελείωτα γλέντια. Βασικός άξονας του αντιθρησκευτικού αγώνα ήταν η καταπολέμηση με κάθε τρόπο όλων των θρησκευτικών συνηθειών, όπως για παράδειγμα η συνήθεια του αγιάσματος, τα κάλαντα, οι λειτουργίες, η περιποίηση των εκκλησιών κ.λπ.

Επίσης, έπρεπε να καταπολεμηθεί η επιρροή των ιερέων, τους οποίους αποκαλούσαν «μάντηδες», στους αγροτικούς πληθυσμούς. Η επίθεση κατά των θρησκευτικών παραδόσεων έφτασε σε υπερβολικές ακρότητες, όπως η απαγόρευση των παιδιών να λένε τα κάλαντα, τα οποία θεωρούνταν αντιδραστικά. Υποστηριζόταν ότι ήταν οι βλαβερές συνήθειες, της παλιάς κοινωνίας και του αστικού καθεστώτος και επιπλέον ήταν οι «αντιδραστικές εκδηλώσεις των ηττημένων καπιταλιστών», κάτι που για την ΕΣΣΔ ήταν προσβολή και «εμπόδιο στη σοσιαλιστική οικοδόμηση».

* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας. Μελέτησε τις ελληνικές σοβιετικές κοινότητες την περίοδο του μεσοπολέμου.

Στο δρόμο για τον ….. Παράδεισο :

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

Το άρθρο μου για τα «αντιδραστικά κάλαντα» πρωτο-αναδημοσιεύτηκε στον Π&Α:

http://pontosandaristera.wordpress.com/2010/12/24/1-1-2008/

Η αρχική εικόνα, που παριστά τον Πλάτωνα -σε μια συζήτηση με τον Αριστοτέλη- προέρχεται από την περίφημη σύνθεση της Σχολής των Αθηνών που ζωγράφισε το 1510 ο Ραφαέλο (Raffaello Santi) στο Βατικανό .

Παρότι επιφανειακά, η λενινιστική αντίληψη φαίνεται να καθορίζεται από μια διαλεκτική υλιστική αντίληψη, εν τούτοις η δομή της -όπως εκφράζεται με το Κόμμα Νέου Τύπου και με την κρατική και κοινωνική οργάνωση της ΕΣΣΔ- είναι καταπληκτικά όμοια με τις αντιλήψεις των μεταφυσικών φιλοσόφων. Η ιδεατή Πολιτεία του Πλάτωνα είναι δομικά ταυτόσημη με την κομματική και κρατική αντίληψη που εξέφρασε και εφάρμοσε ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνοφ: 

 

Η κριτική στο λενιστικό μοντέλο έγινε από πολλούς και εγκαίρως. Αναδημοσιεύω από το βιβλίο μου «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.  Οι συνέπειες για τον ελληνισμό», που  γράφτηκε τους τελευταίους μήνες ύπαρξης της ΕΣΣΔ (τέλος του 1990) και εκδόθηκε το Γενάρη του 1991, λίγες μόλις μέρες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Έγραφα τότε: 

 »    Ο Πλεχάνωφ ήταν ένας από τους ηγέτες των μενσεβίκων (μειοψηφικών) του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας. Από το 1903 έκανε σκληρή κριτική στις απόψεις του Β.Ι.Λένιν. Ο Πλεχάνωφ υποστήριζε ότι πρώτα θα γινόταν η αστική δημοκρατική επανάσταση, στην οποία θα οδηγούσε η φιλελεύθερη μεσαία τάξη. Διαφώνησε με την μπολσεβίκικη άποψη για το Κόμμα και κατηγόρησε τον Λένιν ότι με τις απόψεις του δημιουργεί «κατάσταση πολιορκίας» και επιβάλλει στο σοσιαλισμό την «πειθαρχία των στρατώνων«.


     Αλλη σημαντική διαφωνία του Πλεχάνωφ με τον Λένιν ήταν η «δικτατορία του προλεταριάτου«. Ο Πλεχάνωφ κατηγόρησε τον Λένιν ότι κάνει σύγχυση μεταξύ της δικτατορίας του προλεταριάτου και της  δικτατορίας πάνω στο προλεταριάτο. Κατάγγειλε παράλληλα τις μεθόδους του Λένιν ως «κακέκτυπο της τραγικής αδιαλαξίας του γιακωβινισμού» και πρόβλεψε ότι οι απόψεις που εκφράζονται από τον Λένιν, ανοίγουν το δρόμο στους επίδοξους δικτάτορες.

     Με τις απόψεις του Πλεχάνωφ τάχθηκε και ο Τρότσκι, ο οποίος έγραψε:

     «Η οργάνωση του Κόμματος θα πάρει τη θέση του ίδιου του Κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή τη θέση της Οργάνωσης και τέλος ο δικτάτορας θα πάρει τη θέση της Κεντρικής Επιτροπής

     Ομως ο Τρότσκι, στα κρίσιμα χρόνια που ακολούθησαν το 1917, συντάχθηκε απόλυτα με τους επαγγελματίες επαναστάτες, επωμιζόμενος με αυτό τον τρόπο μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις εξελίξεις που οδήγησαν λίγο αργότερα στη σκληρή σταλινική τυραννία, στην εξόντωση της πλειοψηφίας των πρώτων μπολσεβίκων και τελικά στη δολοφονία του ίδιου. Συμφώνησε το Σεπτέμβριο του 1918  με τους Λένιν και Στάλιν για την απαγόρευση των αντιπολιτευτικών οργανώσεων. Ως αρχηγός του Κόκκινου Στρατού κατάστειλλε την αντι-κομματική εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, το μαχνοβίτικο κίνημα των φτωχών αγροτών της Νότιας Ουκρανίας και επέβαλλε με τη βία τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του «πολεμικού κομμουνισμού», που καταστρεψαν την αγροτική παραγωγή και οδήγησαν τη Ρωσία στο λιμό.

  Δριμεία κριτική στην πολιτική αυτή άσκησε και ο Π.Α.Κροπότκιν. Εγραφε:

  «…Εγιναν τεράστια λάθη, που πληρώθηκαν με το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων και με την καταστροφή ολόκληρων περιοχών»  και αναρωτιόταν:

  «Πως οι κήρυκες μιας νέας ζωής και μιας νέας κοινωνίας μπορεί να καταφεύγουν σε τέτοια όπλα για να αμυνθούν απέναντι στους εχθρούς τους;«

  Ο Κροπότκιν προειδοποιούσε:

     «Η προσπάθεια να θεμελιώσετε μια καινούργια κοινωνία με μέσο τη δικτατορία είναι μοιραία καταδικασμένη σε αποτυχία… Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, ακόμα και η λέξη «σοσιαλισμός» θα καταντήσει κατάρα...»

  Επίσης και η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάγγειλε «τον υπερσυγκεντρωτισμό που υπερασπίζει ο Λένιν» και παραλλήλιζε το πνεύμα που επικράτησε με «το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα

  Εγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ:

     «Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία είναι το μόνο ενεργό στοιχείο… Υπάρχει λοιπόν στο βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία είναι αλήθεια, …η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών.» 

            O Πλεχάνωφ, ο Κροπότκιν, η Λούξεμπουργκ δικαιώθηκαν πολύ γρήγορα. Η δικτατορία των, ιδεαλιστών αρχικά, επαγγελματιών επαναστατών πάνω στο προλεταριάτο γρήγορα εξελίχθηκε σε στυγνή δικτατορία μιας γραφειοκρατικής τάξης πάνω στο λαό….»

————————————————————————————–

Ένα έξυπνο κείμενο:  Αν η αριστερά ήταν θρησκεία…

14 Σχόλια

  1. Βλάσης Αγτζίδης on
    http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praltika%2011/VITALI.htm ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΏΝ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ, 1929-1972. Vitali BEZROGOV Dr. Senior Research Fellow Institute of Theory of Education Russian Academy of Education Η Σοβιετική Ένωση ήταν το πρώτο κράτος που είχε ως ιδεολογικό στόχο το θρησκευτικό περιορισμό. Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου το Κομμουνιστικό καθεστώς κατάσχεσε την εκκλησιαστική περιουσία, γελοιοποίησε τη θρησκεία, κακοποίησε τους πιστούς και διέδωσε τον αθεϊσμό στα σχολεία. Οι θεολογικές σχολές έκλεισαν και απαγορεύτηκαν οι εκκλησιαστικές εκδόσεις. Ακόμη και η ύπαρξη σταυρού κάτω από τα ρούχα αποτελούσε αιτία για αυστηρή δίωξη. Όλες οι εκκλησίες εξαναγκάστηκαν να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους στην αποκλειστική άσκηση των λατρευτικών τους καθηκόντων και απαρνήθηκαν τη διδασκαλία των θρησκευτικών και την έκδοση θεολογικών βιβλίων. Η ιστορία της θεολογικής εκπαίδευσης ήταν απαγορευμένη για πολλές δεκαετίες. Έχουν σωθεί λίγες μόνο πηγές σχετικά με αυτή την πλευρά της ιστορίας της ρωσικής εκπαίδευσης. Σκοπός μας είναι να εισαγάγουμε στην ιστορία της εκπαίδευσης ένα νέο τύπο πηγών που θα μας βοηθήσουν να αναπαραγάγουμε μερικές ενδιαφέρουσες αλλά κρυφές σελίδες της κατά τη διάρκεια του ολοκληρωτικού καθεστώτος στη Ρωσία. Αυτές οι πηγές είναι προσωπικά έγγραφα, ανεπίσημες προσωπικές μαρτυρίες διαφόρων γενεών. Έχω τη γνώμη ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτού του είδους τις πηγές για να εξερευνήσει την ανεπίσημη ιστορία διάφορων εκπαιδευτικών θεμάτων στη διάρκεια των ολοκληρωτικών καθεστώτων σε πολλές χώρες που ακολουθούσαν αυστηρή πολιτική ομοιόμορφης για όλους μνήμης. Η προσωπική ιστορία της θρησκευτικής κοινωνικοποίησης στη «χώρα του μαζικού αθεϊσμού» Στα απομνημονεύματα της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα Naum Korzhavin (γεννημένου το 1925), ένα απόλυτα κοσμικό κείμενο, υπάρχει ένα απόσπασμα σχετικά με το πώς ένα παιδί μεγαλωμένο σε μια εβραϊκή οικογένεια με πρώιμη πίστη στο Θεό, πήγε σε ένα σοβιετικό παιδικό σταθμό, και την πρώτη μέρα ένας παιδαγωγός του αποκάλυψε ότι δεν υπήρχε θεός και ότι εκεί όλα τα παιδιά, εκτός απ’ αυτόν, ήδη το ήξεραν, γεγονός που τον έκανε να αποτελεί παραφωνία όμοια με τους ιδιοκτήτες γης και τους καπιταλιστές που εξαπατούσαν αφώτιστους, αγράμματους και οπισθοδρομικούς ανθρώπους με τέτοιους μύθους. Το αγόρι αποφάσισε ότι οι γονείς του δεν ήταν «συνειδητοί εξαπατητές» αλλά άνθρωποι αφώτιστοι και οπισθοδρομικοί. Ταυτόχρονα άρχισε έναν αγώνα ενάντια στους πιστούς γύρω του: άρχισε να σκορπάει ψίχουλα ψωμιού στα πασχαλινά πήλινα σκεύη, κάτι που είναι απαγορευμένο και θεωρείται βλασφημία για την εβραϊκή πίστη, σύμφωνα με την οποία το ψωμί δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με την πασχαλινή τροφή. O μικρός Naum θέλησε να κάνει μια γόνιμη συζήτηση με τον παππού του, χωρίς να έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Παγιδεύτηκε προσπαθώντας να εξηγήσει και να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός και ακολούθησε την αντίθετη πορεία: Εντάξει, ίσως να μην μπορώ να αποδείξω πειστικά ότι δεν υπάρχει Θεός, απόδειξέ μου, όμως, εσύ, παππού, ότι υπάρχει Θεός!…Αλλά και πάλι ο παππούς αφόπλισε το νεαρό άθεο αντίπαλό του λέγοντας : «Ποτέ, βέβαια, δεν είπα ότι ξέρω πως υπάρχει Θεός, απλά πιστεύω πως υπάρχει». Ο Naum δεν εγκατέλειψε τον αθεϊσμό, αλλά, γράφει, για πρώτη φορά άρχισε να σέβεται αντίθετες με τη δική του γνώμες, παρακινημένος από τα λόγια του παππού του. Αυτό το περιστατικό, που έγινε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30, απεικονίζει βασικά θέματα, όπως η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην εκπαίδευση των παιδιών και τη θρησκεία στη Ρωσία, οι εκπαιδευτικές πολιτικές του Κόμματος, οι ιστορικές και ανθρωπολογικές ιδιαιτερότητες της συνείδησης του παιδιού στη Ρωσία του 20ου αιώνα, οι διάφοροι κόσμοι των ενηλίκων και ο τρόπος που συνδέονται με τον κόσμο των παιδιών, καθώς και ο τρόπος που συνδέονται ο ένας με τον άλλο. Μέσα από το παράδειγμα μπορεί κανείς να δει τις διαφορετικές δυνατότητες που απορρέουν από τις «προσωπικές μαρτυρίες» για την ανασύνθεση της ιστορίας της θρησκευτικής κοινωνικοποίησης των διάφορων γενεών της Ρωσικής κοινωνίας. Οι προσωπικές μαρτυρίες στην έρευνα της ιστορίας της θρησκευτικής κοινωνικοποίησης Το βιογραφικό και αυτοβιογραφικό υλικό που εστιάζει στην ιστορία της ζωής υπαρκτών προσώπων, στον τρόπο που έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, στον τρόπο που γνώρισαν τον πολιτισμό και απέκτησαν θρησκευτική ταυτότητα, συνιστά έναν από τους πιο σημαντικούς τρόπους για την ανασύνθεση των συμπεριφορών αυτών των ατόμων και των ομάδων τους. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή την προσέγγιση ως «μία εμπειρικά προσανατολισμένη παιδαγωγική ανθρωπολογία», στα πλαίσια της οποίας υπάρχει μια ειδική θέση για έρευνα σχετικά με την ιστορική δυναμική της θρησκευτικής κοινωνικοποίησης. Με ποιο τρόπο θα μελετήσουμε αυτό το θέμα; Η θρησκευτική εμπειρία ενός ατόμου είναι η πιο απόκρυφη από όλες τις άλλες προσωπικές του εμπειρίες. Το μυστήριο της πίστης διενεργείται στα ενδότερα -στα ενδότερα του ναού, στα ενδότερα του ατόμου. Κάποιος μπορεί να μπει εκεί μόνο εάν προσκληθεί. Γι’ αυτό το λόγο, οι ιστορίες υπαρκτών ατόμων, οι «προσωπικές μαρτυρίες», παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια έρευνα. Αποτελούν λεπτομερείς πηγές που μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τις διαδικασίες της θρησκευτικής κοινωνικοποίησης, έτσι όπως τις θυμάται και τις περιγράφει το άτομο που τις έζησε. Μέχρι τη δεκαετία του ’60, τα κείμενα που αναφέρονταν σε προσωπικές εμπειρίες θρησκευτικής κοινωνικοποίησης δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και οι ατομικές διηγήσεις χρησιμοποιούνταν –αν χρησιμοποιούνταν- μόνο για στατιστικούς λόγους. Προφανώς, αυτή η αντιμετώπιση των προσωπικών διηγήσεων προερχόταν από την προορατικότητα των αυτοβιογραφικών αναδρομικών περιγραφών του παρελθόντος, που είχαν δοθεί από την πλευρά κάποιου που έζησε όλη την εμπειρία μέχρι τη στιγμή που η ιστορία πήρε συγκεκριμένη προφορική μορφή ή καταγράφηκε σε χαρτί, έχοντας δεχτεί επιδράσεις από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του συγγραφέα κατά την περίοδο της καταγραφής. Οι ερευνητές ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί οι συγγραφείς αυτών των κειμένων, θρησκευτικά προσανατολισμένοι, τα είχαν γεμίσει με ασυνήθιστες και υπερφυσικές ιστορίες. Πιστευόταν ότι η αφθονία αυτών των υπερφυσικών διηγήσεων απεικόνιζε το πόσο πολύ ο συγγραφέας είχε εμποτιστεί με τα πιστεύω της μιας ή της άλλης θρησκείας. Κατά συνέπεια, για τους ερευνητές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα οι προσωπικές διηγήσεις, που ήταν αναξιόπιστες και φανταστικές, είχαν περιθωριακό χαρακτήρα και δεν είχαν κύρος. Στη δεκαετία του 1960, οι θρησκευτικοί εμπειρογνώμονες, οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις προσωπικές θρησκευτικές ιστορίες. Όλοι αυτοί παρακινήθηκαν από τη δημοσίευση της έρευνας που έκαναν πάνω σ’ αυτό το θέμα προηγούμενοι ψυχολόγοι, για τους οποίους αυτή η πνευματική παράδοση πήγαινε πίσω μέχρι τον William James. Σε αντίθεση, όμως, με τον James, το ενδιαφέρον τώρα δεν εστιαζόταν στους θρησκευτικούς δεσμούς του αφηγητή ή σε ασυνήθιστες εκδηλώσεις του θρησκευτικού συναισθήματος, αλλά στην προσωπική πίστη και τις προσωπικές εμπειρίες κοινών ανθρώπων. Αυτές οι αλλαγές αντανακλώνται στην ιστορική και παιδαγωγική έρευνα και στα ερευνητικά έργα της παιδαγωγικής ανθρωπολογίας. Απομνημονεύματα της παιδικής ηλικίας δίνουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τις ιδέες και τις πρακτικές των ενηλίκων που διοχετεύονταν στα παιδιά, για τα είδη εκείνα της θρησκευτικής πίστης ή του αθεϊσμού που υπήρχαν στο κοντινό περιβάλλον των παιδιών και με τα οποία έρχονταν σε επικοινωνία ή ενάντια στα οποία εξέφραζαν τα δικά τους αισθήματα, και ακόμη και για εκείνα τα είδη αθεϊσμού τα οποία θεωρούνταν «φυσικά για τα ανθρώπινα όντα», και που εμφανίζονταν στη Ρωσία στο «νέο ανθρώπινο τύπο» στον οποίο είχε σχεδιαστεί να μετασχηματιστεί το παιδί. Μέσα από τη μελέτη αυτών των απομνημονευμάτων, γίνεται φανερό ότι οι ενήλικες ήταν αυτοί που περίμεναν από τα παιδιά να τους πουν τι επιτρεπόταν και τι όχι, για ποιο πράγμα μπορούσαν να μιλήσουν και για ποιο δεν μπορούσαν -ακόμη και σε ποιο πράγμα έπρεπε να αναφερθούν ή όχι. Οι συγγραφείς των βιογραφικών ιστοριών δομούν τα κείμενά τους με βάση την πίστη και τα γενικά πολιτιστικά στερεότυπα της θρησκευτικότητας του παιδιού, και τη «σωστή βιβλιογραφία» που είναι αποδεκτή από την κοινωνία και την οικογένεια του αφηγητή. Για πολλούς αφηγητές, η αφήγηση της θρησκευτικής κοινωνικότητας φέρει τη σφραγίδα ενός θρησκευτικού κειμένου, που απευθύνεται σε ένα θρησκευτικά προσανατολισμένο ακροατήριο. Πολλές, βέβαια, διηγήσεις που δίνουν πληροφορίες για τη θρησκευτική κοινωνικοποίηση δεν έχουν το στίγμα της εσωτερικής θρησκευτικής πίστης του συγγραφέα, με αποτέλεσμα το ζήτημα της πίστης να περικλείει άλλα ερωτήματα. Το θρησκευόμενο άτομο σκοπεύει να εμπνεύσει, να προφητέψει δημιουργώντας μέσα από τη δική του ζωή ένα ασυνήθιστο παράδειγμα˙ οι μη θρησκευτικές αφηγήσεις είναι αφύσικο να εστιάζονται ειδικά στη θρησκεία, γι’ αυτό είναι εντελώς φυσικό ο αφηγητής να μιλάει για στιγμές που ενδιαφέρουν τον ερευνητή, όπως αυτές της καθημερινότητας. Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους στόχους των δύο τύπων κειμένων υπαγορεύουν διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση του καθενός. Ένα αμφισβητούμενο πρόβλημα που εμφανίζεται κατά την έρευνα απομνημονευμάτων σχετικών με την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση είναι αυτό του εσωτερικού και εξωτερικού μεσολαβητή ανάμεσα στον αφηγητή και το ακροατήριό του. Στους εσωτερικούς μεσολαβητές συμπεριλαμβάνεται ο συγγραφέας-αφηγητής ως δημιουργός του πλήρους έργου με τη συνένωση διάσπαρτων αποσπασματικών αναμνήσεων, ως «εσωτερικός κριτικός» που υπαγορεύει αλλαγές στην αναπαράσταση των αναμνήσεων με βάση στόχους έξω από αυτές, όπως προφητεία, απολογία, διαφωτισμός, εκπαίδευση, οικονομία κ.ο.κ., και στερεότυπα σχετικά με το τι είναι αποδεκτό και τι όχι, τι θεωρείται πρωτεύον και τι δευτερεύον, κ.ο.κ. Εσωτερικός μεσολαβητής μπορεί, ακόμη, να είναι η θρησκευτική, επαγγελματική και καθημερινή γλώσσα του συγγραφέα, η οποία καθορίζει όχι μόνο τη μορφή της έκφρασης αλλά και –μέσω αυτής- το περιεχόμενο της διήγησης. Σε γλωσσολογικό επίπεδο, μεσολαβητής μπορεί να είναι η ικανότητα του συγγραφέα να εκφράσει τον εαυτό του και τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Εξωτερικός μεσολαβητής είναι, συνήθως, το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται το κείμενο, ο διορθωτής, ο εκδότης, το άτομο που κάνει τις ερωτήσεις κ.ο.κ. Οι τρόποι με τους οποίους η διήγηση της προσωπικής θρησκευτικής εμπειρίας μετασχηματίζεται περνώντας μέσα από όλους αυτούς τους μεσολαβητές, και οι τρόποι με τους οποίους κάποιος θα επιχειρούσε να ανακαλύψει την επίδρασή τους, να τους συνυπολογίσει, να τους αναλύσει σαν μέρος και σαν όλο, αποτελεί ένα μείζον μεθοδολογικό πρόβλημα. Προϊστορία: «Το ιδεώδες της χριστιανικής αγιότητας αντικαταστάθηκε από την έννοια του επαναστάτη μαθητή» Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία αποδεικνύουν ότι γίνονται σημαντικές εσωτερικές αλλαγές στη θρησκευτικότητα των ανθρώπων στις αρχές του 20ού αιώνα, και ότι αλλάζει η ιεράρχηση κάποιων ερωτημάτων του λαού (ή του ακροατηρίου) προς τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και άλλες εκκλησιαστικές οργανώσεις. Το γεγονός ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτές τις αλλαγές έπαιξε ρόλο σημαντικό στην κοσμικοποίηση του πληθυσμού πριν από το 1917 αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια των ιδεολογικών αγώνων πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία και την εκκλησία. Μια γυναίκα, γεννημένη το 1941, θυμάται: «Μια μέρα η μητέρα μού μιλούσε για τη ζωή της όταν ήταν νέα και δούλευε στο σπίτι ενός «άγιου άντρα» (όπως τον αποκαλούσε εκείνη), πριν το 1917. Στη διάρκεια της σαρακοστής, κανένας μέσα στο σπίτι δεν επιτρεπόταν να φάει κρέας. Έπρεπε όλοι να νηστεύουν. Η μητέρα μου έβλεπε, όμως, ότι ο ιερέας έτρωγε τα πάντα, ακόμη και κρέας, την περίοδο της νηστείας. Όταν, λοιπόν, η μητέρα μου τον ρώτησε γιατί τρώει κρέας, ενώ θα έπρεπε να νηστεύει, εκείνος της απάντησε ότι το εκκλησίασμα έπρεπε να προσέχει τη νηστεία, ενώ ο ίδιος έπρεπε να τρώει κρέας, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να κάνει λειτουργίες ούτε να ψέλνει στην εκκλησία. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, πείστηκα ότι δεν υπήρχε Θεός και το θέμα αυτό έπαψε πια να με ενδιαφέρει». Σε απομνημονεύματα που τοποθετούνται χρονικά στην αλλαγή του αιώνα, γίνονται πιο χτυπητές οι περιγραφές των κρίσεων πίστης ή οι μεταστροφές στον αθεϊσμό. Για τον αφηγητή, ιδιαίτερα επικίνδυνες ήταν αυτές οι κρίσεις όταν ήταν έφηβος και στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του. Το άτομο αρχίζει να θέτει ένα τεράστιο αριθμό φιλοσοφικών ερωτημάτων για τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Σε αυτά τα ερωτήματα πάντα έδινε κάποια απάντηση το περιβάλλον. Μην μπορώντας, εξάλλου, να πάρουν μέσα από την εκκλησία τις απαντήσεις που έψαχναν, οι νέοι την εγκατέλειπαν, δηλώνοντας την άρνησή τους απέναντι στο Θεό. Αυτή η κατάσταση έγινε πιο σύνθετη, αποβαίνοντας κοινωνικό πρόβλημα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης εκκλησίας και κράτους. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό αρκεί. Ένα εννιάχρονο αγόρι, ο μετέπειτα Ρώσος συγγραφέας Vladimir Bakhmat’ev (1885-1963), πήγε το 1904 στην ορθόδοξη εκκλησία για να εξομολογηθεί. Όταν είπε ότι η βασική του αμαρτία ήταν ότι δεν πίστευε στο Θεό, ο ιερέας τρομοκρατημένος έκανε προς τα πίσω, και στη συνέχεια τον έδιωξε από την εκκλησία χτυπώντας τον με το σταυρό στο μέτωπο. Ο Vladimir από τότε έγινε άθεος. Οι κρίσεις πίστης ήταν ακόμη οξύτερες στο μυαλό των Ορθοδόξων, γιατί οι αντιθέσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι για τους Προτεστάντες ή και για τους Καθολικούς. Αυτές οι κρίσεις συχνά οδηγούσαν σε πλήρη απόρριψη της θρησκείας, γιατί η εκκλησία και ο ιερέας δεν ήταν εξατομικευμένα στο μυαλό των ορθόδοξων αλλά αντιπροσώπευαν τη συλλογικότητα ενώνοντας και αντιπροσωπεύοντας τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του πιστού που ασπάζεται τη θρησκεία. Εάν η αντιπροσώπευση αυτού με το οποίο έχω δεσμούς αίματος είναι κακή, τότε και η πίστη μου και η εκκλησία είναι κακές. Η προσωποποίηση της θρησκευτικής εμπειρίας στον Προτεσταντισμό, που αξιολογεί πάνω απ’ όλα τη σημασία της προσωπικής στάσης απέναντι στη θρησκεία και τη σημασία των ατομικών σχέσεων με το Θεό, επέτρεψε στον Προτεστάντη πιστό, στις περισσότερες περιπτώσεις, να μη χάσει την πίστη του αν έχανε ή άλλαζε τη συνηθισμένη εκκλησία του. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον αποπροσωποιημένο Ορθόδοξο πιστό που πρεσβεύει την ισότητα μέσα στην ενορία…. Οι βιογράφοι του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, διατηρώντας και επιβεβαιώνοντας την ορθόδοξη πίστη τους, μνημονεύουν κάποια μορφή μη παραδοσιακής θρησκευτικής ανατροφής που την έδωσαν στα παιδιά τους κάποιοι μορφωμένοι ευγενείς, βοηθώντας τα, σε πολλές περιπτώσεις, να ξεπεράσουν κρίσεις πίστης, χωρίς να αποκηρύσσουν την πίστη τους. Ο K.N. Leont’ev, ο οποίος έγινε μοναχός σε ένα από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους στην Ελλάδα, έγραφε για τη μητέρα του: «όταν ήμουν παιδί, όφειλα περισσότερα στη μητέρα μου απ’ ό,τι στον πατέρα μου για το ότι είχα καλή εντύπωση για τη θρησκεία….εκείνη ΄ήταν θρήσκα, χωρίς, όμως, να είναι αυστηρά Ορθόδοξη. Για εκείνη, όπως και για πολλούς άλλους νοήμονες Ρώσους εκείνης της εποχής, ο Χριστιανισμός αποκτούσε ένα Προτεσταντικό πνεύμα. Της άρεσε εκείνη η πλευρά του Χριστιανισμού που είχε να κάνει με την ηθικότητα, ενώ δεν την ενδιέφερε η πλευρά που αναφερόταν στην ευσέβεια. Δεν ήταν ο τύπος του πιστού που προσευχόταν, ποτέ δεν έκανε νηστεία και δεν μας υπόδειξε ούτε επέβαλε σε μας να νηστέψουμε…». Ο S.E.Trubetskoi (1890-1949) έγραφε παρόμοια πράγματα για τη μητέρα του, αλλά τόνιζε το γεγονός ότι τα μη παραδοσιακά χαρακτηριστικά της έγιναν χαρακτηριστικά της γενιάς των γονιών του και της δικής του (εδώ διέφερε από τον Leont’ev). Αυτός περιέγραφε τον τρόπο που τον ανέτρεφε η μητέρα του ως εξής: “Η θρησκεία βρισκόταν στην καρδιά των μεθόδων ανατροφής που ακολουθούσε η μητέρα μου. Με κανένα τρόπο η θρησκεία δεν ήταν τυπική ούτε τόσο παραδοσιακή όπως ήταν για τις προηγούμενες γενιές. “Ο Θεός είναι αγάπη” ήταν η κατευθυντήρια γραμμή της θρησκευτικής συνείδησης της μητέρας μου, και, φυσικά, της ανατροφής μας. Η φωνή της έπαιρνε διαφορετικό τόνο όταν διάβαζε μέσα από την Καινή Διαθήκη για την αγάπη, την πιο σημαντική εντολή του Θεού”. Η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία δεν αποδεχόταν τον πολύμορφο Χριστιανισμό, γεγονός που έκανε τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα σε περιόδους κρίσεως της πίστης, και οδηγούσε σε όλο και πιο συχνή κοσμικοποίηση του Ορθόδοξου πληθυσμού, απ’ ό,τι οι άλλες μορφές του Χριστιανισμού εκείνης της περιόδου. Οι αυστηροί κανόνες της μιας μορφής οδήγησαν σε ένα μεγάλο αριθμό αποστατών ακόμη και ανάμεσα σε ….μαθητές ιεροδιδασκαλείων: «Εκείνο τον καιρό δεν σκεφτόμουν σε βάθος τη θρησκεία: δεν είχα αμφιβολίες για την ύπαρξη του Θεού. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το δεύτερο χρόνο του ιεροδιδασκαλείου (1911), οπότε συνάντησα έναν ιερέα που θα δίδασκε τη Βίβλο. Οι προσπάθειές του να μας διαφωτίσει δε μου φάνηκαν πειστικές και άρχισα να διαπληκτίζομαι μαζί του στη διάρκεια των μαθημάτων, πράγμα που ενόχλησε τον ιερέα. Οι συμμαθητές μου ενεπλάκησαν κι αυτοί στη διαμάχη, Τότε άρχισα να αμφισβητώ φανατικά το Θεό..». Η ανάγνωση των φυσικών επιστημών και της ριζοσπαστικής ματεριαλιστικής λογοτεχνίας οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας κοσμικοποίηση. Η ανάγνωση αυτής της λογοτεχνίας καθώς και η παρακολούθηση μαθημάτων που τα δίδασκαν άθεοι δάσκαλοι στο τέλος της δεκαετίας του 1880 και κυρίως από το τέλος της δεκαετίας του 1890, οδήγησαν σε ένα πάγωμα, σε μια στάση ειρωνείας και αποξένωσης από τη θρησκεία ανάμεσα σε νέους ηλικίας 11-14 χρόνων που είχαν αποκηρύξει τη θρησκεία και είχαν απαρνηθεί την πίστη. Η φιλελεύθερη Ρωσίδα πολιτικός A. Tyrkova-Williams, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όντας εμιγκρέ, θυμάται με κριτική διάθεση το φιλελευθερισμό των δασκάλων της στο τέλος του 19ου αιώνα: «Όλα τα πλούτη, η αφθονία, η ομορφιά της Ρωσικής αυτοκρατορίας και το παρελθόν της είχαν αποκλειστεί από τις σπουδές μας στα σχολεία, όπως και η ομορφιά της Ορθοδοξίας. Οι δάσκαλοι φοβούνταν να μας «μολύνουν» με πατριωτισμό και εθνικισμό, που θεωρούνταν κατάλοιπα του παρελθόντος. Στους εξευγενισμένους κύκλους των μορφωμένων ανθρώπων κυριαρχούσε ένας παγκόσμιος φιλελευθερισμός, ένα ακαθόριστο αθεϊστικό πανανθρώπινο ιδεώδες». Ένα σημείο εκκίνησης: «κανένα ίχνος από Θεούς» (μοντέλα της δεκαετίας του 1920) Ο εικοστός αιώνας έφερε μαζικές τομές στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξε η αποδυνάμωση της θρησκευτικότητας των παιδιών και των νέων. Αυτές οι τομές προκλήθηκαν από τους «νέους ανθρώπους», τους μπολσεβίκους επαναστάτες. Καθένας απ’ αυτούς, καθώς έμπαινε σ’ έναν «άλλο κόσμο», με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο περνούσε από ένα κυρίως θρησκευτικό σ’ ένα κυρίως αθεϊστικό περιβάλλον. Απομνημονεύματα από τους υποδειγματικούς «αξιωματούχους» του νέου κόσμου, που εκδόθηκαν για να τονίσουν το γιορτασμό της 10ης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης (1927), έκαναν φανερές τις στρατηγικές που εφαρμόζονταν στη ζωή των παιδιών ως μοντέλο για τη μετατροπή όλων των Σοβιετικών πολιτών, ιδίως των νέων. Η συγγραφή, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, αυτοβιογραφιών εξεχουσών προσωπικοτήτων του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σημαντική. Οι τρόποι με τους οποίους αυτοί «οι δράστες της Ρωσικής και της Οκτωβριανής Επανάστασης» αντιπροσώπευαν το παρελθόν τους έγιναν με πολλούς τρόπους σημείο εκκίνησης για τη δουλειά μου πάνω στην ιστορία της θρησκευτικής εκπαίδευσης των παιδιών την εποχή του Στάλιν, του Χρουτσώφ, του Μπρέζνιεφ. Ετοιμάζοντας αυτή την εργασία χρησιμοποίησα 239 γραπτές αυτοβιογραφίες και 201 συνεντεύξεις. Χρησιμοποίησα μεθόδους επιλογής επεισοδίων και θεμάτων καθώς και ανάλυση των συζητήσεων. Σύγκρινα απομνημονεύματα ανθρώπων της ίδιας γενιάς (τη δομή των εμπειριών τους κ.λπ.) καθώς και απομνημονεύματα ανθρώπων που ανήκαν σε διαφορετικές γενιές (έρευνα για την εξέλιξη παρόμοιων θεμάτων, σχετικών με τη θρησκευτική κοινωνικοποίηση, και διάφορες ιστορίες γι’ αυτά). Εδώ, θα αναφερθώ κυρίως στην περίοδο 1929-1972, και μόνο στο τέλος κάνω σύντομη αναφορά στην ακόλουθη δεκαετία. Στις 8 Απριλίου 1929, το κυβερνητικό διάταγμα σχετικά με τους θρησκευτικούς συνδέσμους στην ουσία περιέστειλε κάθε δυνατότητα θρησκευτικής εκπαίδευσης των παιδιών, ακόμη και στο σπίτι. Η ισχύς του διατάγματος του 1929 επαναβεβαιώθηκε σε ψήφισμα του Συμβουλίου Θρησκευτικών Υποθέσεων με τίτλο «Για την ισχύ της νομοθεσίας της σχετικής με τη θρησκευτική πίστη των παιδιών και των νέων» (14.3.72), και που εκδόθηκε σε απάντηση των όλο και πιο συχνών προσπαθειών για αποδυνάμωση του αθεϊστικού καθεστώτος. Απαγορεύτηκε οποιαδήποτε ανυπακοή στο ψήφισμα, το οποίο καθιέρωσε σε κρατικό επίπεδο τις σφοδρές αντιθρησκευτικές τακτικές του Κόμματος, που είχαν αρχίσει από το 1964. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το πώς έζησαν τα 43 αυτά χρόνια τα παιδιά της Ρωσίας, τι μνήμες κράτησαν από τη θρησκευτική (αθεϊστική) τους ζωή και εκπαίδευση. Ξεκινώντας, ας γυρίσουμε στις αυτοβιογραφίες των «δραστών» της Επανάστασης και του νεαρού Σοβιετικού κράτους. Ενώ περίμενα ότι αυτοί οι άνθρωποι με κανένα τρόπο δε θα ήταν διατεθειμένοι να μιλήσουν για τη στάση τους απέναντι στη θρησκεία, αποδείχτηκε ότι ήταν έτοιμοι να μιλήσουν γι’ αυτό το θέμα, με το δικό τους, όμως, τρόπο – κυρίως, εξιχνίαζαν τη διαδικασία εγκατάλειψης της πίστης τους στο Θεό και της απόρριψης της θρησκείας τους, την επιβεβαίωση στο μυαλό τους των «νέων εντολών» που καλούνταν να ασπαστούν, ή, ακόμη, εξιστορούσαν την εκπαίδευσή τους σε θρησκευτικά σχολεία, χωρίς να την παρουσιάζουν ως ιδιαίτερα θρησκευτική ή τονίζοντας την έλλειψη δυνατότητας αποδοχής ή απόρριψης της διδασκαλίας της θρησκείας, αναπολώντας τη χαρά που ένιωσαν όταν πήγαν σε κοσμικό σχολείο κ.ο.κ. Άσχετα με την ατομική κατάσταση και τις οικογενειακές ρίζες τους, όλοι οι αφηγητές που περιγράφουν αυτή την περίοδο αναφέρονται στο πώς, με μεθοδικό τρόπο, μετακινήθηκαν από την πίστη τους στο Θεό προς την πίστη στις «νέες εντολές» του σοσιαλισμού, και τα «χάλασαν» με τη θρησκεία. Στις ιστορίες τους σχετικά με την αποχώρησή τους από τη θρησκευτική πίστη στην παιδική ηλικία, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες αρχές που διέπουν την τροχιά αυτών των αποχωρήσεων: 1. ως αποτέλεσμα έλξης από κοσμικές ασχολίες στη νεαρή ηλικία, ειδικά από τις φυσικές επιστήμες αλλά και τις κοινωνιολογικές και ιστορικές επιστήμες, από την καλλιτεχνική λογοτεχνία και την αριστερή λογοτεχνία (Βukharin, Chutskaev, Gusev, Krzhizhanovsky, Lazarevich, Pestkovskii, Preobrazhensky, Raskol΄nikov κ.ά.) 2. κάτω από την επιρροή ενός δασκάλου ή ενός άλλου «σημαντικού ενηλίκου» (Krzhizanovsky, Reisner, Sapronov, Vatsetis κ.ά.) 3. σε απάντηση στις απαιτήσεις από τα μέλη ενός επαναστατικού συνδικάτου, σχολείου, σπουδαστή ή άλλης ομάδας (Smigla, Vainsthein κ.ά.) 4. ως απόρροια μίσους προς εκείνους που τους ανάγκασαν είτε να προσευχηθούν είτε να μελετήσουν τα θρησκευτικά θέματα, ή ως αποτέλεσμα της εφηβικής έχθρας «για σχεδόν όλα » (Dybenko, Gusev, Miliutin, Raskol’nikov, Samursky και λοιποί.) 5. ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων της ζωής του κλήρου ή ως αποτέλεσμα ενός θρησκευτικού ακαδημαϊκού καθεστώτος (Lazarevich, Makharadze, Preobrazhensky, Samursky και λοιποί.) 5α. ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων πάνω στα ιερά βιβλία, πάνω στον τρόπο που αυτά διδάσκονταν, συγκρούσεων που συχνά υποδαυλίζονταν από τη συνήθεια των δασκάλων να χαρακτηρίζουν το σπουδαστή ως άπιστο ή άθεους (Aralov, Gusev, Kamo, Makharadze και άλλα) 6. ως συνέπεια της παιδικής απογοήτευσης από την έλλειψη διαφωτισμού στη ζωή (υπήρχε, παραδείγματος χάριν, ο Θεός που καταριόταν: ήθελα να γίνω σοσιαλιστής, επειδή δεν πιστεύουν σ΄Αυτόν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει απάνθρωπη δίωξη) 7. ως επιμονή της μητέρας ή του πατέρα τους, ή και των δύο (Leplevsky, Martynov, Skrynik, Smigla κ.ά.) 7α. συχνότερα κάτω από την επιρροή των αδελφιών (Uritsky κ. ά.) 8. ως επανάσταση ενάντια σε μια οικογένεια με ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις (Skobelev, Smidovich κ.ά.) 9. ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης των χριστιανικών εικόνων με σοσιαλιστικές, όταν ο αγώνας για το σοσιαλισμό θεωρήθηκε ως συνέχεια και ως υποκατάστατο της θρησκευτικής πίστης, καθόσον οι νέοι δεν μπορούσαν να δουν καμία συμφωνία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις θρησκευτικές υποσχέσεις για αγάπη, και ήταν έτοιμοι να υποφέρουν ως επαναστάτες για «μια δίκαιη αιτία» κατά το παράδειγμα των πρώτων Χριστιανών (Svidersky, Smirnov, Shliapnik κ.ά.). Μετά από την πρώτη φάση της διαφωνίας με το καθεστώς του θρησκευτικού σχολείου και της λατρείας, η αφήγηση συνεχίζεται δίνοντας έμφαση σε μια κλιμακούμενη ανυπακοή στο σχολείο και την εκκλησία που ταυτίζονται με τις κρατικές αρχές. Για τον αφηγητή, αυτό αποτελεί υποχρεωτικό χαρακτηριστικό γνώρισμα σαν ένα είδος αυτοβιογραφικού κανόνα. «Βάλτε τέλος στα αίσχη που διαφθείρουν τα μυαλά των παιδιών: Ο τρόπος της (μη)θρησκευτικής (απο)κοινωνικοποίησης στη Σοβιετική Ρωσία (1929-1972) Η ιστορία της αλληλεπίδρασης παιδιών και θρησκείας στη Ρωσία είναι η ιστορία των προσπαθειών των μεγάλων να δημιουργήσουν για τα παιδιά μία μη θρησκευτική εκπαίδευση και γενικότερα έναν κόσμο χωρίς θεό. Η σαρωτική κοσμικοποίηση του πληθυσμού, που άρχισε μετά την επανάσταση οδήγησε σε μία σύγκρουση ανάμεσα στην εκπαιδευτική ιδεολογία και την εκπαιδευτική πρακτική της καθημερινής ζωής, καθώς και σε αντίθεση ανάμεσα στη θρησκευτική θέση της νεότερης γενιάς και αυτή όλων των άλλων γενεών. Ένας αφηγητής, γεννημένος το 1911, που πέρασε την παιδική του ηλικία στο Perm, λέει τα εξής: «Όταν ήμουν στο σχολείο, ο γιορτασμός του Πάσχα ήταν επίσημα απαγορευμένος. Όμως εμείς στην οικογένειά μου λατρεύαμε το Πάσχα. Καθαρίζαμε το σπίτι, και σ’ αυτό βοηθούσαν ακόμη και τα μικρότερα παιδιά.. Ο πατέρας μας ήταν θρήσκος. Κάθε χρόνο πηγαίναμε υποχρεωτικά στην εκκλησία και ψέλναμε το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών». Το Πάσχα ήταν γιορτή χαράς για μεγάλους και παιδιά…και παρά το γεγονός ότι οι κομμουνιστές είχαν απαγορέψει τις λειτουργίες στην εκκλησία καθώς και τη γιορτή του Πάσχα, εμείς πηγαίναμε στην εκκλησία. Και μερικοί, ιδιαίτερα οι νέοι, πέρναγαν αρκετές ώρες στο χριστιανικό σύλλογο». Εδώ, έχουμε την καθαρή περίπτωση ενός παιδιού που θέλει να πάρει μέρος στη γιορτή μαζί με τους μεγάλους και της νεανικής πολιτικής αντίθεσης προς τη θρησκευτική φύση της γιορτής αυτής. Η απόρριψη από τους νέους των τελετουργικών με θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς και η καλλιέργεια κριτικής της αυθεντίας της παλιάς γενιάς, επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, αφηγηματικές και δημογραφικές. Οι πιο σκληροί μαχητές της θρησκείας ήταν τα μέλη της Κομμουνιστικής σοβιετικής νεολαίας (που λεγόταν «Komsomol»), που με το ζήλο της νεότητάς τους έκαιγαν βιβλία, εικόνες και το διάκοσμο των εκκλησιών. Για να κάνει κάποιος καριέρα έπρεπε να είναι άθεος. Ο Λένιν έγραψε στις 30.5.1919: «υποστηρίζω τη διαγραφή από το Κόμμα όποιων παρακολουθούν λειτουργία στην εκκλησία». Τα άθεα μέλη της Komsomol πίστευαν στην κάθαρση μέσα από τη φωτιά, που θα τα οδηγούσε γρήγορα στον κομμουνισμό. Όσοι ήταν παιδιά εκείνο τον καιρό θυμούνται με πόσο ενδιαφέρον κοιτούσαν τις τεράστιες φωτιές που άναβαν στα σκαλιά των εκκλησιών και με πόσο πάθος μιλούσαν για την καταστροφή των εκκλησιών, ανταλλάσσοντας αναμεταξύ τους με χαρά τις εντυπώσεις τους. Η προσανατολισμένη στη θρησκεία καθημερινή ζωή των ατόμων και των ομάδων ήταν αυτή που αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια των Μποσελβίκων τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής δύναμης, γιατί παρουσιαζόταν μπροστά τους σε όλες τις δραστηριότητές τους, εκπαιδευτικές, διοικητικές, ακόμη και οικονομικές: «Μας πήρε πολύ καιρό να τακτοποιήσουμε το θέμα των θρησκευτικών γιορτών. Οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα…κάθε εκκλησία είχε την τοπική της γιορτή…σε κάθε χωριό υπήρχαν γιορτές όπου οι πιστοί έκαναν τάματα….για παράδειγμα ένα τάμα για τα ζωντανά για να μην πέσει πάνω τους λοιμός» (αφηγητής γεννημένος το 1916). Σαν απάντηση σε αυτή τη ρουτίνα το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20 και η αρχή της δεκαετίας του ’30 χαρακτηρίστηκαν από τη διαμόρφωση ενός πολυστρωματικού και διαφορετικού συστήματος εκστρατειών και μεθόδων αντιθρησκευτικής ανατροφής. Εδώ συμπεριλήφθηκαν όχι μόνον αυστηρά προπαγανδιστικές μέθοδοι (αντιθρησκευτική ώρα, αντιθρησκευτική εξόρμηση κ.ά.), αλλά και παιχνίδια αλληλεπίδρασης, που σκοπό είχαν να εισαγάγουν τη δημοκρατία στα παιδιά, ώστε αυτά να ανακαλύψουν τα πιθανά μοντέλα συμπεριφοράς για το «νέο παιδί» στο «παλαιό» θρησκευτικό περιβάλλον, τα οποία θα τα επεξεργαζόταν το παιδί συνειδητά, θα τα δικαιολογούσε και θα τα ενστερνιζόταν. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του 1930 «Θρησκεία και αντι-θρησκεία στο περιβάλλον του παιδιού» (συγγραφέας ο S.M.Rives), δόθηκαν τα ακόλουθα παραδείγματα στόχων για τα παιδιά (ο συγγραφέας αποκάλεσε αυτή τη μέθοδο «μέθοδο διαφωνιών [εναλλακτικές λύσεις σύγκρουσης]»): «Η Zoia, η Ira και η Nastia είναι αδελφές. Είναι όλες άπιστες, αλλά όταν ήλθε το Πάσχα, η καθεμιά τους συμπεριφέρθηκε διαφορετικά. Το βράδυ πριν από το Πάσχα η μητέρα τούς είπε: “Κορίτσια, θα πάμε πρώτα στην εκκλησία, και έπειτα θα σταματήσουμε τη νηστεία». Η Zoia απάντησε: «Δεν πηγαίνω στην εκκλησία, δε θα σταματήσω τη νηστεία, αλλά θα πάω στη λέσχη σε ένα αντιθρησκευτικό παιχνίδι. Και συ, μητέρα, να πας». Η Ira απάντησε: “Εγώ δε θα πάω στην εκκλησία, αλλά θα σταματήσω να νηστεύω, επειδή μου αρέσουν το paskha και τα kulich» [είδη ψωμιού και κέικ ]. Η Nastia λέει: «Μητέρα, καμιά τους δεν είναι εντάξει. Ούτε εγώ πιστεύω στο Θεό, αλλά δε θα σε στενοχωρήσω. Θα σταματήσω τη νηστεία, αλλά θα πάω στην εκκλησία «. Πώς θα είχατε ενεργήσει εσείς; Γιατί θα είχατε συμπεριφερθεί έτσι και όχι αλλιώς; Το παιδί, έχοντας συνδέσει αυτό το θέμα με τη «μαθηματική ηθική» θα χρησιμοποιούσε τη λογική και την επαναστατική συνείδηση (υποτίθεται ότι εδώ ήταν ενωμένα), και θα δικαιολογούσε την επιλογή και την απόφασή του, και θα κατέληγε σε έναν αλγόριθμο συμπεριφοράς που θα ανταποκρινόταν ορθολογιστικά στην απαιτούμενη ιεραρχία αξιών και θα είχε καταστρέψει τέτοια επικίνδυνα καθημερινά οικογενειακά τελετουργικά, που υποτάσσουν την αγάπη κάποιου για τους γονείς του στα συμφέροντα του κράτους (κόμματος). Αυτή η ιεραρχία των μεταβλητών της συμπεριφοράς φάνηκε ότι επιφανειακά γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από το ίδιο το παιδί, ενώ, στη συνέχεια, έγινε ένας τρόπος συμπεριφοράς που εσωτερικεύτηκε, που μπολιάστηκε στην προσωπικότητα και που στόχευσε να κάνει την καθημερινή ζωή αυτού του ανθρώπου και ολόκληρης της οικογένειας (εάν θα ήταν δυνατό) μη-θρησκευτική. Αυτή η ιεραρχία ήταν ισχυρή και δραστική στην αντιπαράθεσή της με τις παραδοσιακές επιρροές του οικογενειακού περιβάλλοντος. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της καθημερινής ζωής διάρκεσε περισσότερο στις αγροτικές περιοχές, όπου, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, θα μπορούσε κανείς να βρει ιδιωτικές βιβλιοθήκες με θρησκευτική λογοτεχνία, που ανήκαν στους εύπορους αγρότες και που επηρέασαν σημαντικά τη συνείδηση των παιδιών αυτών των οικογενειών. Αφηγητές που δηλώνουν σεβασμό στη θρησκεία κατά την παιδική ηλικία τους, αναφέρουν συχνά στις συζητήσεις την παρουσία στα περίχωρα μιας βιβλιοθήκης με θρησκευτική λογοτεχνία. Αυτή η συνειρμική σύνδεση δεν ήταν τυχαία: «Όταν ήμουν παιδί, αγαπούσα το Πάσχα και καταλάβαινα τη σημασία του. Ο παππούς ήταν βαθιά πιστός. Είχε μια ογκώδη βιβλιοθήκη με θρησκευτική λογοτεχνία «(ο αφηγητής γεννήθηκε το 1918). Τέτοιες βιβλιοθήκες ιερών αντικειμένων έγιναν διάσημες ως κέντρα παιδαγωγικής επιρροής της μιας γενιάς στην άλλη, όταν, για παράδειγμα, ο κλήρος απαγορευόταν, από το 1929, να κάνει οποιασδήποτε μορφής θρησκευτική καθοδήγηση σε νέους κάτω από 18 χρονών. Ο Θεός είναι εχθρός των ανθρώπων Σ’ αυτή τη διάλεξη, δεν πρόκειται να μιλήσω για τις καλά γνωστές περιπτώσεις καταστολής στην ιεροσύνη, τα μέλη των οικογενειών τους, τα μέλη των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, κ.λπ. Εδώ, θα εστιάσουμε όχι στις ακρότητες της GULAG, αλλά μάλλον στους εξτρεμισμούς της “φυσιολογικής” εκπαίδευσης την περίοδο 1929-1972. Εδώ, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι καταστολές που κατευθύνονταν σε όλα τα είδη διαφορετικών ανθρώπων οδηγούσαν στη διατήρηση ή την εμφάνιση θρησκευτικών συναισθημάτων σ’ εκείνα τα παιδιά που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρεάστηκαν από αυτές τις καταστολές. Οι καταστολές άσκησαν μια πολύ ισχυρή επιρροή στην ανάπτυξη θρησκευτικών συναισθημάτων στους ανθρώπους· στα παιδιά περισσότερο παρά στους ενήλικους θα ενίσχυαν τα θρησκευτικά συναισθήματα, που συνδέονταν με την ελπίδα: η επίκληση του υπερφυσικού για βοήθεια ήταν γι’ αυτούς φυσικότερη. Τα «συνήθη καθημερινά θρησκευτικά συναισθήματα» του πληθυσμού αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για τους Μπολσεβίκους, προπάντων γιατί αποτελούσαν ένα χώρο σχετικής ελευθερίας από την επίσημη εκπαίδευση. Ιδρύματα παιδιών που δημιουργήθηκαν ή που μετασχηματίστηκαν από το σοβιετικό κράτος χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει διείσδυση σ’ αυτό το χώρο, ώστε να διαμορφωθούν τάσεις στα παιδιά, να ξεπεραστούν οι παραδοσιακοί δεσμοί και η αμοιβαία υποστήριξη στις θρησκευόμενες οικογένειες. Αυτή η δραστηριότητα απαιτήθηκε ακόμη και από τους δασκάλους των παιδικών σταθμών και του δημοτικού σχολείου. Στα δημοτικά σχολεία, ενισχύθηκε τα προπολεμικά, και μεταπολεμικά έτη, και τα χρόνια των Khrushchev και Brezhnev. Στις συνεντεύξεις για τη δεκαετία του ’50 και τη δεκαετία του ’60, υπάρχουν ιστορίες για το πώς οι δάσκαλοι στα δημοτικά σχολεία μάθαιναν από τα παιδιά κάθε Δευτέρα ποια είχαν πάει στην εκκλησία την Κυριακή με τη γιαγιά τους. Τα παιδιά που απαντούσαν καταφατικά, ανακρίνονταν ενδελεχώς, οι γιαγιάδες τους χαρακτηρίζονταν ακαλλιέργητες και ανίδεες που προσπαθούσαν να εξαπατήσουν τα εγγόνια τους. Τα παιδιά πείθονταν να αρνηθούν να πάνε στην εκκλησία την επόμενη Κυριακή, και να πουν ότι ήταν Οκτωβριανοί (μέλη της ένωσης των μικρών παιδιών που ονομάζονταν έτσι από τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτωβρίου, ή «εγγονοί Λένιν».) Στις συνεδριάσεις των γονέων, οι γονείς τέτοιων παιδιών ανακρίνονταν γιατί είχαν επιτρέψει στα παιδιά τους να πάνε στην εκκλησία. Στους παιδικούς σταθμούς, οργανώθηκαν νυχτερινά μαθήματα για τον αθεϊσμό. Αυτές οι πρακτικές ήταν άμεση συνέχεια των προπολεμικών καταλόγων στους πίνακες των τάξεων με τίτλους όπως «ποιος πήγε στην εκκλησία για το Πάσχα;»(οι τελευταίες λέξεις ήταν γραμμένες με έντονα γράμματα, πιθανώς, για να προκαλέσουν αποστροφή, διαμαρτυρία ή και τάση φυγής στα παιδιά). Τα παιδιά μάζευαν μόνα τους τις λίστες με τα ονόματα των συμμαθητών τους που είχαν δει να μπαίνουν ή να βγαίνουν από την εκκλησία. Αυτό δεν θεωρούνταν πληροφόρηση αλλά ήταν πράξη αρχής. Αρχές θεσπίστηκαν, υποστηρίχθηκαν και ενισχύθηκαν από τις περιπόλους της Komsomol κατά τη διάρκεια των παραδοσιακών διακοπών, γύρω από τις εκκλησίες, ή ακόμα και στους δρόμους (το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα έντονο όταν απαγορεύτηκε το χριστουγεννιάτικο έλατο). Ένας άλλος κίνδυνος ήταν ο άκρατος αυθορμητισμός των τελετουργικών, ο οποίος πριν την επανάσταση είχε εμποδίσει την αυτοέκφραση, ειδικά στους κύκλους των μορφωμένων με τη δύσπιστη στάση τους απέναντι στην εκκλησία. Μετά το 1917, η κατάσταση άλλαξε. Η ανάγκη για τελετουργίες στήριξε την οργάνωση της κρυφής θρησκευτικής εκπαίδευσης των ανθρώπων της σοβιετικής Ρωσίας, για να τους βοηθήσει να μη χάσουν τη θρησκευτική ταυτότητά τους. Το θρησκευτικό τελετουργικό, που διενεργούνταν από την τοπική κοινωνία, αποτέλεσε εμπόδιο στη σύγκρουση μεταξύ των γενεών, ή «την απομάκρυνση των παιδιών από την επιρροή της οικογένειάς τους». Οι εφημερίδες έγραφαν για τα αγροτικά μέλη Komsomol: «δεν υπήρξε ούτε ένα μέλος της Komsomol που να μιλάει ενάντια στη γιορτή του προστάτη Άγιου». Ο τύπος αυτό το εξηγούσε σαν αποτέλεσμα του φόβου κριτικής, που θα υπονοούσε μια θετική στάση απέναντι στη θρησκευτική αγωγή της υπαίθρου. Η διατήρηση τελετουργικών στην καθημερινή ζωή των κατοίκων ενός κράτους που ήταν άθεο ήταν πιθανώς ένας τρόπος να διατηρηθούν τα στοιχεία της θρησκευτικής παράδοσης και η χωρίς λόγια μετάδοσή τους στις επόμενες γενιές Αναμνήσεις από την ύπαρξη των θρησκευτικών γιορτών έχουν αφηγητές από όλα τα είδη διαφορετικών γενεών – προπολεμικών, και μεταπολεμικών. Εξουσιάζουν τις αναμνήσεις τους από το παρελθόν. Όταν μιλούν για τη θρησκεία και τη στάση τους απέναντι σ’ αυτή, μιλούν σχεδόν αποκλειστικά για τα τελετουργικά. Ο Sergei (γεννημένος το 1952), που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Udmurtiia της βόρειας Ρωσίας, θυμάται: «Το Πάσχα, όταν πηγαίναμε στο κρεβάτι, κάποιος έβαζε ένα ή δύο βαμμένα αυγά κάτω από τα μαξιλάρια μας. Θυμάμαι ένα από τα παιχνίδια του Πάσχ
  2. […] Βλάσης Αγτζίδης * […]

  3. giorgos on

    Κύριε Αγτζίδη, το βίντεο με τον ρώσο βουλευτη να μιλά στη Δουμα, για το ρόλο των μπολσεβίκων στην Μικρασιατική καταστροφή , ντο έστειλα σε ετέρεσεσ’ατό;

  4. giorgos on

    Καλά Χριστούγεννα Υείαν, Ευλοΐαν και Καλοχρονίαν

  5. giorgos on

  6. giorgos on

    ενεργοποιήστε τους υπότιτλους με το cc

  7. Βλάσης Αγτζίδης on

    Γιώργο αυτά είναι πολύ γνωστά. Προσωπικά τα έγραψα εδώ και 20 χρόνια, τόσο στα βιβλία μου [1) «Ποντιακός ελληνισμός. Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό στην περεστρόϊκα», Θεσσαλονίκη 1990, 2) «“Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι συνέπειες για τον ελληνισμό”, 1991]. Για να έχω πρόσβαση σε σοβιετικά στοιχεία είχα δώσει σε επαγγελματία μεταφραστή και μου μετέφρασε τα απομνημονεύματα του Αράλωφ, το «τουρκικό καραβάνι» του Ιλιτσώφ και το «Ερωτήσεις Ιστορίας» του Νόβιτσεφ.

    Επίσης έχουν δημοσιευτεί σε αρκετά άρθρα μου, τους τίτλους των οποίων μπορείς να βρεις στην «Παλιά Εργογραφία» https://kars1918.wordpress.com/2009/11/10/1987-1997/.

    Το πρόβλημα όμως για εκείνη την εποχή και τις τραγικές εξελίξεις δεν είναι η στάση των Σοβιετικών, οι οποίοι κινήθηκαν με την κλασική συνταγή της διπλωματίας: ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος. Γιατί οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ήταν εχθροί των Σοβιετικών και σύμμαχοι των Βρετανών. Δεν είχαν κανένα λόγο οι Σοβιετικοί να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις στο Ανατολικό Ζήτημα. Το δικό τους θέμα, όπως και κάθε κράτους ή ακόμα και πολιτικής δύναμης, είναι η επιβίωση και η ενίσχυσή του.

    Το πρόβλημα για τον ελληνισμό σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με τη στάση των συμμάχων και ακόμα περισσότερο με τη στάση του μισού ελλαδικού πολιτικού προσωπικού. Θα σου πρότεινα να διαβάσεις το βιβλίο: Edward Hale Bierstadt, «Η μεγάλη προδοσία. Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Συνθήκη της Λωζάννης», Αθήνα, 1997. Επίσης διάβασε το άρθρο: Φωτεινή Τομαή, «Η προαναγγελθείσα προδοσία της Ελλάδας από τους Συμμάχους» http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=417713.

    Αλλά κυρίως διάβασε για τις εσωτερικές συγκρούσεις και για την άρνηση του παλαιοκομματικού χώρου -που ασκούσε εξουσία και διαχειρίστηκε για δύο χρόνια το μικρασιατικό ζήτημα |(Νοέμβρης ’20-Αύγουστος ’22) και εκφραζόταν με την μοναρχία και το Λαϊκό Κόμμα- να στηρίξει τον ελληνισμό της Ανατολής, να αποστείλει οπλισμό στους Πόντιους αντάρτες, να βοηθήσει την οργάνωση αποτελεσματικής άμυνας στη Σμύρνη και την Ιωνία, να σώσει τους πρόσφυγες απ’ τη σφαγή.

    Εάν σε ενδιαφέρει η προσωπική μου άποψη, σου λέω ξεκάθαρα ότι εκείνη τη δύσκολη εποχή, όπου ξαναφτιαχνόταν ο κόσμος, οι Έλληνες έχασαν στην Ανατολή εξαιτίας της εσωτερικής προδοσίας. Σου προτείνω τρία κείμενα, στα οποία η άποψη αυτή αναπτύσσεται πληρέστερα:

    1) Για το διεθνές πλαίσιο που υπήρχε έως το Νοέμβριο του 1920, μ’ αφορμή το βιβλίο του Κ. Σβολόπουλου “«Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία»

    -Για το βιβλίο του Σβολόπουλου…

    2) ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ “ΜΙΚΡΑΣ ΠΛΗΝ ΕΝΤΙΜΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ”

    -Ο Ίων Δραγούμης και οι νεοελληνικές αντινομίες

    3) Το αφιέρωμα που επιμελήθηκα: “Πώς φτάσαμε στην Καταστροφή. Η Σμύρνη φλέγεται 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922” στην “Ελευθεροτυπία” του Σαββάτου (17 Σεπτεμβρίου 2011)

    http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/09/2011&id=310410
    http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/09/2011&id=310411

    To διακύβευμα του ’22. Ένα αφιέρωμα στην «Ελευθεροτυπία»

  8. Chomsky on

    ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΣ;

    ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΉ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ Noam Chomsky. ΛΕΕΙ:

    «ΑΝ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΛΗ: «FOLLOW ME (AKOΛΟΥΘΗΣΤE ME)»

    Noam Chomsky

  9. Λέων on

    ΤΟ ΘΕΑΜΑ, ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΟΠΛΟ

    Οι απόψεις του μαρξιστή Λέοντος Τρότσκυ για τη χρήση του θεάματος
    εναντίον του εκκλησιασμού

    Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από άρθρο του περιώνυμου Ρώσου μπολσεβίκου και μαρξιστή Λέοντος Τρότσκυ (1879-1940), ενός από τους ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, δευτέρου μετά τον Βλαδίμηρο Λένιν, σχετικά με τη δύναμη του θεάματος (συγκεκριμένα του κινηματογράφου, τότε) ως μέσου απομάκρυνσης του λαού από τον εκκλησιασμό.

    Το άρθρο αυτό, «Η βότκα, η Εκκλησία και ο κινηματογράφος», πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πράβντα» στις 12 Ιουλίου του 1923. Εμείς το δημοσιεύουμε αποσπασματικώς από αγγλική μετάφρασή του στο Διαδίκτυο (http://www.marxists.org/archive/trotsky/women/life/23_07_12.htm).

    Το άρθρο είναι ενδεικτικό πολλών πραγμάτων, για ένα προσεκτικό ερευνητή της Νέας αντιχρίστου Εποχής (που ήδη άρχιζε με την είσοδο του 20ού αι.), ενδεικτικό της νοοτροπίας αλλά και των συνωμοτικών διεργασιών των εκάστοτε κυβερνητών, οι οποίες αποσκοπούν στη χειραγώγηση των πληθυσμών, αλλ’ επίσης ενδεικτικό και της πολύ ρηχής κατανόησης της Εκκλησιαστικής Λατρείας από τους εχθρούς της Εκκλησίας· σφάλμα που στοίχισε στους Μπολσεβίκους την ήττα τους από την Ρωσική Ορθοδοξία, όπως αποδεικνύει περίτρανα τα 20 τελευταία έτη η πανηγυρική επιστροφή της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς του ρωσικού βίου.

    Ο τηλεοπτικός «οχετός» στις μέρες μας, από τις χαμηλότερες εκφάνσεις του, την καλλιέργεια των σαρκικών και φονικών παθών, μέχρι και τις πλέον «ψυχικές» (Α΄ Κορ. 2,14) ή δαιμονικές, όπως είναι ο τυφλός ορθολογισμός και η μαγεία, επιβάλλει βαρύ φόρο ψυχικής απωλείας στην ανθρωπότητα. Γι αυτό δημοσιεύουμε το παρόν, προς γνώση και συναίσθηση του φοβερού κινδύνου και των μηχανισμών που όπισθεν της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, του διαδικτύου και όλων των λοιπών διαύλων του θεάματος οργανώνουν τη συστηματική κατεδάφιση των ανθρωπίνων αξιών και την καλλιέργεια όλης της υποκουλτούρας της Νέας Τάξης Πραγμάτων και της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου.

    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

    «Το θέμα της ψυχαγωγίας, σε αυτή τη σύνδεση, αποκτά εξαιρετικά αυξημένη σπουδαιότητα, όσον αφορά στην κουλτούρα και την παιδεία. Ο χαρακτήρας ενός παιδιού αποκαλύπτεται και διαμορφώνεται στο παιχνίδι του. Ο χαρακτήρας ενός ενήλικος εκφαίνεται καθαρά στο παιχνίδι και τις ψυχαγωγίες του. Αλλά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μιας ολόκληρης τάξης, όταν αυτή η τάξη είναι νεαρή και προοδεύει, όπως το προλεταριάτο, οι ψυχαγωγίες και το παιχνίδι πρέπει να κατέχουν διακεκριμένη θέση. Ο μεγάλος Γάλλος ουτοπικός μεταρρυθμιστής, ο Φουριέ, απορρίπτοντας τον χριστιανικό ασκητισμό και την καταπίεση κατά των φυσικών ενστίκτων, κατασκεύασε την “phalanstère” του (τις κοινότητες του μέλλοντος) επί της ορθής και λογικής αξιοποίησης και του συνδυασμού των ανθρωπίνων ενστίκτων και παθών. Αυτή είναι ιδέα βαθεία! Το κράτος της εργατικής τάξης δεν είναι ούτε πνευματικό τάγμα ούτε μοναστήρι. Εκλαμβάνουμε τους ανθρώπους όπως έχουν κατασκευαστεί εκ φύσεως και όπως έχουν μερικώς εκπαιδευθεί και μερικώς παραμορφωθεί από την παλαιά τάξη. Αναζητούμε ένα σημείο υποστήριξης σε αυτό το ζων ανθρώπινο υλικό, για την εφαρμογή του μοχλού του κόμματός μας και του επαναστατικού κράτους μας. Η επιθυμία για ψυχαγωγία, διασκέδαση, ξενάγηση και γέλιο, είναι η πιο νόμιμη επιθυμία της ανθρώπινης φύσης. Είμαστε ικανοί, και πράγματι υποχρεωμένοι, να δώσουμε στην ικανοποίηση της επιθυμίας αυτής μιαν υψηλότερη καλλιτεχνική ποιότητα, κάνοντας ταυτόχρονα την ψυχαγωγία ένα όπλο μαζικής εκπαίδευσης, απελευθερωμένο από την φρούρηση του παιδαγωγού και από την κουραστική συνήθεια να ηθικοποιεί.»

    «Το πιο σημαντικό όπλο σχετικά, ένα όπλο που υπερέχει παντός άλλου, είναι σήμερα ο κινηματογράφος. Αυτός ο θαυμαστός νεωτερισμός του θεάματος, έχει παρέμβει στην ανθρώπινη ζωή με μία επιτυχή ταχύτητα, που ποτέ δεν έχει μαρτυρηθεί στο παρελθόν. Στην καθημερινή ζωή των καπιταλιστικών πόλεων, ο κινηματογράφος έχει γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, όσο και το μπάνιο, η μπυραρία, η εκκλησία και άλλοι αναφαίρετοι θεσμοί, επαινετοί ή μη. Το πάθος για τον κινηματογράφο είναι ριζωμένο στην επιθυμία για διασκέδαση, στην επιθυμία να δεί κανείς κάτι νέο και απρόοπτο, να γελάσει και να κλαύσει με τις δυστυχίες των άλλων ανθρώπων, όχι τις δικές του. Ο κινηματογράφος ικανοποιεί αυτές τις απαιτήσεις με ένα πολύ άμεσο, οπτικό, γραφικό και ζωντανό τρόπο, χωρίς να απαιτεί τίποτε από τους θεατές. Δεν απαιτεί καν να είναι αυτοί μορφωμένοι. Γι’ αυτό οι θεατές τρέφουν μια τόσο μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο, αυτό το αστείρευτο σιντριβάνι εντυπώσεων και συναισθημάτων. Αυτό παρέχει ένα σημείο, και όχι απλώς ένα σημείο, αλλά μια τεράστια πλατεία, για την εφαρμογή των δικών μας σοσιαλιστικών εκπαιδευτικών ενεργειών».

    «Το γεγονός ότι μέχρι τώρα, δηλαδή σε σχεδόν έξι χρόνια, δεν έχουμε αποκτήσει την κυριότητα του κινηματογράφου, δείχνει πόσο αργοί και απαίδευτοι είμαστε, για να μη πω ειλικρινά, ανόητοι. Αυτό το όπλο, που «κραυγάζει» για να χρησιμοποιηθεί, είναι το καλύτερο εργαλείο για προπαγάνδα: για τεχνική, εκπαιδευτική και βιομηχανική προπαγάνδα, προπαγάνδα κατά του αλκοόλ, υπέρ της υγιεινής, προπαγάνδα πολιτική, κάθε προπαγάνδα που θα θέλατε, μια προπαγάνδα που είναι προσβάσιμη στον καθένα, που είναι ελκυστική, που εισδύει στη μνήμη και μπορεί να γίνει πιθανή πηγή εισοδήματος».

    « […] Μπορούμε να εξασφαλίσουμε αυτό το ασύγκριτο όπλο; Γιατί όχι; Η κυβέρνηση του Τσάρου, μέσα σε λίγα χρόνια, οργάνωσε ένα περίπλοκο δίκτυο κρατικών μπάρ. Η επιχείρηση απέφερε ετήσιο εισόδημα σχεδόν ενός δισεκατομμυρίου χρυσών ρουβλίων. Γιατί η κυβέρνηση των εργατών να μη ιδρύσει ένα δίκτυο κρατικών κινηματογράφων; Αυτός ο μηχανισμός ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης θα μπορούσε όλο και περισσότερο να εξελιχθεί σε αναφαίρετο κομμάτι του εθνικού βίου. Χρησιμοποιούμενο για την καταπολέμηση του αλκοολισμού, θα μπορούσε ταυτόχρονα να μετατραπεί και σε μία κερδοφόρο επιχείρηση. Είναι πρακτικό; Γιατί όχι; Φυσικά, δεν είναι εύκολο. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν περισσότερο φυσικό και περισσότερο ταιριαστό με τις οργανωτικές ενέργειες και ικανότητες ενός κράτους εργατών, απ΄ ότι, ας πούμε, μια προσπάθεια να επανασυστήσουμε το μονοπώλιο της βότκα».

    «Ο κινηματογράφος ανταγωνίζεται όχι μόνο την ταβέρνα, αλλά επίσης και την εκκλησία. Και αυτός ο ανταγωνισμός μπορεί να αποβεί θανάσιμος για την εκκλησία, αν αναπληρώσουμε τον χωρισμό της εκκλησίας από το σοσιαλιστικό κράτος, με την συγχώνευση του σοσιαλιστικού κράτους με τον κινηματογράφο».

    «Η θρησκευτικότητα στις ρωσικές εργατικές τάξεις πρακτικά δεν υπάρχει. Ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν καθημερινό έθος και κυβερνητικός θεσμός. Ποτέ δεν ήταν επιτυχής στο να διεισύσει βαθειά μέσα στη συνείδηση των μαζών, ούτε στο να αναμείξει τα δόγματα και τους κανόνες της με τα εσωτερικά συναισθήματα του λαού. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ο ίδιος: η απολίτιστη κατάσταση της παλαιάς Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας της. Συνεπώς, όταν αφυπνισθεί πολιτιστικά, ο Ρώσος εργάτης εύκολα απορρίπτει την πτωχή εξωτερική του σχέση με την εκκλησία, μια σχέση που αναπτύχθηκε πάνω του από συνήθεια. Για τον χωρικό, σίγουρα, αυτό καθίσταται δυσκολότερο, όχι επειδή ο χωρικός έχει περισσότερο βαθειά και άμεσα εισέλθει στην εκκλησιαστική διδασκαλία – αυτό βεβαίως ποτέ δεν έγινε – αλλ’ επειδή η αδράνεια και μονοτονία της ζωής του είναι στενά δεμένα με την αδράνεια και μονοτονία των εκκλησιαστικών πρακτικών».

    Η σχέση του εργάτη με την εκκλησία (αναφέρομαι στον εκτός κόμματος εργάτη της μάζας) συγκρατιέται κυρίως από το νήμα της συνήθειας, ιδιαιτέρως της συνήθειας των γυναικών. Οι εικόνες ακόμη είναι κρεμασμένες στο σπίτι, επειδή υπάρχουν εκεί· οι εικόνες κοσμούν τους τοίχους· θα ήταν άδειο χωρίς αυτές· οι άνθρωποι δεν θα ήταν συνηθισμένοι σε αυτό. Ένας εργάτης δεν θα μπεί στον κόπο να αγοράσει καινούργιες εικόνες, αλλά δεν έχει και αρκετή θέληση να ξεφορτωθεί τις παλιές. Με ποιο τρόπο μπορεί να εορτασθεί η εορτή της άνοιξης παρά μόνο με Πασχάλιο γλυκό; Και το Πασχάλιο γλυκό πρέπει να ευλογηθεί από τον ιερέα, αλλιώς θα είναι απλά χωρίς νόημα. Ως προς τον εκκλησιασμό, οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν επειδή είναι θρησκευόμενοι· η εκκλησία είναι λαμπρά φωτισμένη, γεμάτη με άνδρες και γυναίκες ενδεδυμένους με τα καλύτερά τους ρούχα, η ψαλμωδία είναι καλή – ένα πεδίο κοινωνικο -αισθητικών έλξεων που δεν παρέχονται από το εργοστάσιο, την οικογένεια ή την καθημερινότητα του δρόμου. Πίστη δεν υπάρχει ή δεν υπάρχει καθόλου έμπρακτα. Οπωσδήποτε, δεν υπάρχει σεβασμός για τον κλήρο ή πίστη στη μαγική δύναμη του τελετουργικού. Αλλά δεν υπάρχει ενεργής θέληση να το καταστρέψει ολικά. Τα στοιχεία της διασκέδασης, της ευχαρίστησης και της ψυχαγωγίας παίζουν ένα μεγάλο ρόλο στα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Με θεατρικές μεθόδους η εκκλησία ενεργεί πάνω στην όραση, την αίσθηση της όσφρησης (μέσω του θυμιάματος) και μέσω αυτών πάνω στην φαντασία. Η επιθυμία του ανθρώπου για το θεατρικό, επιθυμία να δεί και να ακούσει το ασύνηθες, το εκπληκτικό, η επιθυμία για ρήξη της συνήθους μονοτονίας της ζωής είναι μεγάλη και ανεξάλειπτη· επιμένει από την πρώιμη παιδική μέχρι την προχωρημένη γεροντική ηλικία. Αποσκοπώντας στην απελευθέρωση των κοινών μαζών από το τελετουργικό και τον εκκλησιαστικισμό, που αποκτήθηκαν από συνήθεια, δεν είναι αρκετή από μόνη της η αντιθρησκευτική προπαγάνδα. Φυσικά, είναι αναγκαία· αλλ’ η άμεση πρακτική επίδρασή της περιορίζεται σε μια μικρή μειοψηφία όσων είναι περισσότερο γενναίοι στο πνεύμα. Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν επηρεάζονται από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα· αλλά αυτό δεν είναι επειδή η πνευματική τους σχέση με τη θρησκεία είναι τόσο βαθειά. Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμμία πνευματική σχέση· υπάρχει μόνο μια άμορφη, νωθρή, μηχανιστική σχέση, η οποία δεν έχει περάσει μέσα από τη συνείδηση· μια σχέση σαν αυτή του ξεναγούμενου οδοιπόρου, ο οποίος περιστασιακά δεν αρνείται να συμμετάσχει σε μια λιτανεία ή σε μια πομπώδη τελετή ούτε να ακούσει την ψαλμωδία ή να κινεί τα χέρια του».

    «Ένα τελετουργικό άνευ νοήματος, που κείται στη συνείδηση σαν αδρανές φορτίο, δεν μπορεί να καταστραφεί από μόνη την κριτική· μπορεί να αντικατασταθεί από νέες μορφές ζωής, νέες ψυχαγωγίες, νέα και πιο πολιτισμένα θέατρα. Και πάλιν εδώ, οι σκέψεις στρέφονται στο πιο δυνατό – επειδή είναι το πιο δημοκρατικό – όργανο του θεάτρου: στον κινηματογράφο. Χωρίς να απαιτεί κλήρο ενδεδυμένο στόφα κ.λπ. ο κινηματογράφος ξεδιπλώνει επί της λευκής οθόνης θεατικές εικόνες μεγαλύτερης αποδοχής από εκείνες που παρέχει η πλουσιότερη εκκλησία – που έχει γίνει σοφή μέσω εμπειρίας χιλίων ετών – ή ένα τζαμί ή μια συναγωγή. Στην εκκλησία μόνο ένα δράμα εκτελείται, και πάντοτε ένα και το αυτό, μπαίνει χρόνος, βγαίνει χρόνος. Αλλά στον κινηματογράφο της γειτονιάς θα σου δείξουν τα Πάσχα των εθνικών, των Ιουδαίων και των Χριστιανών στην ιστορική τους διαδοχή και με την ομοιότητα του τελετουργικού τους. Ο κινηματογράφος ψυχαγωγεί, μορφώνει, βάλλει τη φαντασία με εικόνες και σε απελευθερώνει από την ανάγκη να διασχίσεις την πόρτα της εκκλησίας. Ο κινηματογράφος είναι ο μεγάλος ανταγωνιστής όχι μόνο της ταβέρνας, αλλά και της εκκλησίας. Ιδού ένα εργαλείο που πρέπει να εξασφαλίσουμε με οποιοδήποτε κόστος».

  10. Π... on

    Βιστωνίτης Αναστάσης

    Η βαρβαρική λύρα

    Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης
    Κατά τη σταλινική περίοδο το σοβιετικό καθεστώς ύστερα από «απόφαση» του ίδιου του Στάλιν είχε ανακηρύξει τον Μαγιακόφσκι ως τον μεγαλύτερο σύγχρονο ποιητή της Ρωσίας. Μετά το 20ό Συνέδριο και το λιώσιμο των πάγων, στη χρουστσοφική εποχή τη θέση του έμοιαζε να διεκδικεί ο Γεβγκένι Γεφτουσένκο. Οταν στην μπρεζνιεφική περίοδο άρχιζε η μεγάλη έξοδος πολλών αντικαθεστωτικών συγγραφέων στη Δύση, για την «πρωτιά» προτάθηκαν άλλοτε η Αχμάτοβα και άλλοτε ο Μάντελσταμ, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις και η Μαρίνα Τσβετάγεβα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης είχε ως αποτέλεσμα, προκειμένου να «αποκατασταθεί» ο Μάντελσταμ, να υποβαθμιστεί η αξία του Μαγιακόφσκι με τον τρόπο που κάποτε είχε υπερτιμηθεί. Δεν είναι ωστόσο λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν και σήμερα πως ούτε το Σύννεφο με παντελόνια του Μαγιακόφσκι ούτε το Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα ούτε το Tristia του Μάντελσταμ – και πολύ λιγότερο το Μπάμπι Γιαρ του Γεφτουσένκο – μπορούν να συγκριθούν με το μεγάλο ποιητικό έργο του ρωσικού μετασυμβολισμού: τους Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ.

    Ο Μπλοκ υπήρξε πολύ Ρώσος και ταυτοχρόνως πολύ Ευρωπαίος – ένα προσόν που το διέθετε μόνον ο Πούσκιν. Ηταν ο κορυφαίος των μοντερνιστών στην Πετρούπολη πριν από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, με έργο που θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε η επιτομή ενός εκλεπτυσμένου πεσιμισμού – όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στη θαυμάσια πρόζα του, που τη διακρίνει η οξύτατη αίσθηση του επί μέρους και της λεπτομέρειας που χρωματίζει την εποπτεία, γνώρισμα μόνο των ποιητών πρώτης γραμμής. Αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, τον ευρωπαίο Μπλοκ αντικαθιστά ο Σκύθης, ο «βάρβαρος» που του υποδεικνύει ότι προκειμένου να κατανοήσει και να αξιοποιήσει την ιστορία της χώρας του θα πρέπει να ορίσει τη ρωσική ταυτότητά του «ανάμεσα στους Μογγόλους και τους Ευρωπαίους». Αυτό είναι το θέμα του πρώτου από τα δύο μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα του Μπλοκ: οι Σκύθες. Οι Δώδεκα είναι το δεύτερο και από πολλές πλευρές σημαντικότερο ποίημά του.

    Η επανάσταση φέρνει στο προσκήνιο τον λαό (η λέξη «ναρόντ» στα ρωσικά σημαίνει και τον λαό και το έθνος). Αυτός είναι η ταυτότητα και το μέλλον. Το θέμα των Δώδεκα τοποθετείται στη σύγχρονη Πετρούπολη, όπου το πάθος συναντά τη βία. Βία γλωσσική, που έλκει την καταγωγή της από το έπος. Οι ερυθροφρουροί τού Μπλοκ εκφράζουν έμμεσα την πολυπρόσωπη παρουσία ενός Χριστού-μαχητή, μιας κοσμικής και εκδικητικής Πρόνοιας που ανοίγει δρόμο στο μέλλον. Ο βηματισμός του στίχου του διαθέτει την ορμή και τη δύναμη του πλήθους. Ενας κόσμος ξεδιπλώνει σαν σημαία την ιστορία του – και την ξεδιπλώνει με τρόπο βίαιο, παρελαύνοντας και καταργώντας ταυτοχρόνως το σκοτάδι. Αυτός ο άγριος βηματισμός, που είναι ο ρυθμός της κραυγής, χαρακτηρίζει το ώριμο έργο του Μπλοκ, το οποίο επηρέασε ακόμη και εκείνους που ποτέ τους δεν το ομολόγησαν. Οι ερυθροφρουροί αποσπώνται θεληματικά από τον παλιό κόσμο, απόλυτοι και αποφασισμένοι. Η απόφασή τους δεν εκφράζει απλώς την επιθυμία για τον νέο κόσμο που θα προκύψει, αλλά και την αναμέτρηση με την Ιστορία.

    Οι Δώδεκα γράφτηκαν το 1918. Ο Μπλοκ πέθανε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας «προλάβει» στο μεταξύ να νιώσει τις απογοητεύσεις όσων υποστήριξαν την επανάσταση. Σήμερα η βαρβαρική του λύρα εξακολουθεί παρά ταύτα να ηχεί, σε μια ποίηση που μέσω της δοξολόγησης του λαϊκού αισθήματος όχι μόνον ανανεώνει την ποιητική παράδοση μιας ολόκληρης χώρας αλλά και παραμένει αξεπέραστη, έστω και ως αντίποδας του κοινωνικού, ψυχολογικού και μεταφυσικού κατακερματισμού που τη διαδέχθηκε.

    Αλεξάντερ Μπλόκ «Οι Δώδεκα» (Το ποίημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Γιάννη Ρίτσο).

    http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=144766

    Ο ποιητής Αλέξανδρος Μπλοκ –άρρωστος, το 1921, θα λάβει άδεια από τους μπολσεβίκους να πάει για θεραπεία στο εξωτερικό μια μέρα πριν πεθάνει- στους «Σκύθες» του το 1918:

    «Δεν θα κουνήσουμε ρούπι, όταν ο άγριος Ούνος
    τις τσέπες των πτωμάτων σας θα κλέβει
    θα καίει πόλεις, και σκηνές θα στήνει στο ναό
    και κρέας ευρωπαίων αδερφών θα ψήνει»

  11. Ανδρέας on

Σχολιάστε