H επιστροφή του σταλινισμού

Στην εφημερίδα Αυγή, στις  25 Ιουλίου 2010, δημοσιεύτηκε το παρακάτω άρθρο μου με τίτλο: «H επιστροφή του σταλινισμού», όπου εξετάζεται η επίδραση του σταλινισμού στο ελλαδικό Κ.Κ.

___________________________


Έναν από τους καλύτερους ορισμούς του σταλινισμού έδωσε ο Γκι Ντεμπόρ στην Κοινωνία του Θεάματος: «Ο σταλινισμός υπήρξε η βασιλεία του τρόμου ακόμα και μέσα στην ίδια τη γραφειοκρατική τάξη… Η ψευδής συνείδηση συντηρεί την απόλυτη εξουσία της μόνο διαμέσου του απόλυτου τρόμου, όπου κάθε αληθινό κίνητρο τείνει να εξαφανιστεί. Τα μέλη της γραφειοκρατικής τάξης στην εξουσία δεν έχουν δικαίωμα κυριότητας πάνω στην κοινωνία, παρά μόνο συλλογικά σαν συμμέτοχοι σ’ ένα θεμελιώδες ψέμα: πρέπει να υποδύονται τον ρόλο του προλεταριάτου που διευθύνει μια σοσιαλιστική κοινωνία, πρέπει να είναι οι ηθοποιοί που παραμένουν πιστοί στο κείμενο της ιδεολογικής απάτης…»

Η λειτουργία του σταλινισμού στη σοβιετική κοινωνία περιγράφηκε ικανοποιητικά το 1956 στη «Μυστική έκθεση» της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ). Η ανάμνηση της «Διαθήκης και των αρχών του Λένιν» χρησιμοποιήθηκε για την καταδίκη της σταλινικής πολιτικής, η οποία, όπως υποστήριζαν, «κατάφερε ένα πλήγμα στην αδελφοσύνη των λαών, στη σοσιαλιστική νομιμότητα».

Ο σταλινισμός, εκτός από την καταστροφή της «αδελφοσύνης των λαών και της  σοσιαλιστικής νομιμότητας», δημιούργησε τις συνθήκες της διάλυσης της κοινωνικής δομής με την καταστροφή της αγροτικής τάξης (με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση) και έθεσε τους λαούς της ΕΣΣΔ στο έλεος των οιωνδήποτε ανεξέλεγκτων αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας. Μεγάλη υπήρξε επίσης η συμβολή του σταλινισμού στην καταστροφή των πολυάνθρωπων ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων που άνθισαν κατά τον Μεσοπόλεμο. Οι Έλληνες της ΕΣΣΔ -μαζί με άλλες μικρές εθνικές μειονότητες- υπέστησαν από το 1937 πολιτιστική γενοκτονία. Οι φυσικοί τους ηγέτες εκτελέστηκαν ή πέθαναν στα γκουλάγκ και μεγάλο μέρος των σοβιετικών Ελλήνων υπέστη την υποχρεωτική μαζική μετεγκατάσταση στις στέπες της Κεντρικής Ασίας – με την ανοχή της ίδιας της Ελλάδας.


Η αντιλαϊκή και τρομοκρατική συμπεριφορά των σταλινικών κατάστρεψε έναν μεγαλειώδη σοβιετικό ελληνικό πολιτισμό που άνθισε τον Μεσοπόλεμο και μαζί μ’ αυτόν και την τελευταία ελπίδα των Ποντίων που παρέμειναν στη Μαύρη Θάλασσα να συγκροτηθούν και να αναπτυχθούν μαζί με τους σύνοικους λαούς σε μια αυτόνομη ελληνική συνιστώσα.

Σταλινισμός και ΚΚΕ

Μετά την αποσταλινοποίηση στην ΕΣΣΔ και την καταδίκη της «προσωπολατρίας», η απαξίωση του σταλινισμού υπήρξε κοινός τόπος. Το ίδιο το ΚΚΕ εγκατέλειψε τη ζαχαριαδική πολιτική του «όπλου παρά πόδα» και ενστερνίστηκε με την 6η Ολομέλεια τις νέες προσεγγίσεις που κυριαρχούσαν πλέον στη Μέκκα του σοσιαλιστικού κόσμου.

Όμως η πολιτική αυτή τελείωσε το 2009, με το 18ο Συνέδριο και την παλινόρθωση του Στάλιν και της πολιτικής του. Εφεξής το ΚΚΕ αποφάσισε την οριστική εγκατάλειψη των θέσεων που επισήμως είχε από το 1956 και την επιστροφή στην προγενέστερη ιδεολογική κατάσταση της λατρείας του Στάλιν και του υπερθεματισμού των πρακτικών του. Η διαμόρφωση ενός περιχαρακωμένου κόμματος, που θα κινιόταν στη γραμμή του «όπλου παρά πόδα», προϋπέθετε δύο πράγματα: τη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικής ηγεσίας, αμόλυντης από το κριτικό προς το σταλινισμό πνεύμα, και την εξαφάνιση κάθε προσπάθειας ανάμνησης των αποτελεσμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας.

Το πρώτο επιτεύχθηκε ήδη με τη διαμόρφωση εντός του Περισσού κάποιων νέων «ιστορικών» ή «κοινωνικών επιστημόνων», οι οποίοι προσπαθούν να καθάρουν με κάθε μέσο τη σταλινική πολιτική και να αποδώσουν στη νέα κομματική γενιά μια στέρεη ιδεολογική βάση, η οποία θα έχει ως επίκεντρο την ανάμνηση μιας «τέλειας εργατικής σοβιετικής κοινωνίας, την οποία κατάστρεψε ο κακός ιμπεριαλισμός».

Το δεύτερο επιχειρείται με την επίθεση κατά όσων τολμούν να θυμούνται και να τιμούν τα θύματα της σταλινικής πολιτικής. Ένας από τους βασικούς τους στόχους είναι οι Πόντιοι, οι οποίοι από το 1987 οργανώνουν εκδηλώσεις μνήμης και από το 1997 έχουν ορίσει τη 13η Ιουνίου ως «…Ημέρα Μνήμης για τα θύματα των σταλινικών διώξεων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εφόσον τη μέρα αυτή, το 1949, πραγματοποιήθηκε η βίαιη εκτόπιση των ποντιακών πληθυσμών από τον Καύκασο στην Κεντρική Ασία».

Είναι θλιβερό ότι ένα κομμάτι της αριστεράς παλινδρομεί και με τελείως μεταφυσικές σωτηριολογικές διεργασίες κρύβεται πίσω από μια σκοτεινή εποχή που την εξιδανικεύει. Προσπαθώντας να καλύψει το γεγονός ότι δεν μπορεί να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο, καταφεύγει στην εύκολη λύση της ωραιοποίησης της παλιάς φρίκης, αναπαράγοντας ως φάρσα πολιτικές του «όπλου παρά πόδα».

Ο «Κομμουνιστής» ήταν μια από τις εφημερίδες των Ποντίων της ΕΣΣΔ ,
που υπήρξε και αυτή θύμα των σταλινικών διώξεων της δεκαετίας του 1930

————————————————————————————————————————————————

Δύο ενδιαφέροντα  κείμενα του Γιώργου Ρούση:

1) Ο σταλινισμός ως ανώτατο στάδιο του αντικομμουνισμού

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=239163

http://www.aristerovima.gr/blog.php?id=1647]


2) Σταλινισμού παρενέργειες

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=241715

http://www.aristerovima.gr/blog.php?id=1694

19 Σχόλια

  1. ΓΙΩΡΓΟΣ on

    Ο Σταλιν συνέχισε το έργο του Λένιν. 12 Εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν εξαιτίας των μπολσεβίκων υπο τον Λένιν.Η Μικρασιατική εκστρατεία εξαιτίας αυτών χάθηκε!20 εκατομμύρια θανάτωσε ο Στάλιν.(χωρίς τα 20 εκατομμύρια Σοβιετικών νεκρών του Β’ΠΠ.) Και όμως στην Ελλάδα υπάρχει το κόμμα που τους ΛΑΤΡΕΥΕΙ. Έχει τις προτομές του, τη φάτσα του παντού.Πουλάνε και τα άπαντα του Στάλιν τωρα τελευταία.Ντροπή στο ΚΚΕ.
    Και στον αντίποδα υπάρχει και το άλλο κόμμα που ΛΑΤΡΕΥΕΙ τον φασίστα Μεταξά. Και βεβαίως υπάρχουν και τα άλλα δύο κόμματα που ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΙΣ ΜΙΖΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΡΗΜΑ. Όλοι τους είναι χρεωκοπημένοι ιδεολογικά.Ετσι εξηγείται και η κατάσταση μας σήμερα.
    ΣΤΑΛΙΝ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ

  2. Ματσουκάτης on

    Με απασχολεί βαθύτατα το ερώτημα το πώς δεν καταλαβαίνει το ΚΚΕ ότι με την επιστροφή στο σταλινισμό και την ωραιοποίηση κάθε σελίδας της ιστορίας του δεν μπορεί να πείσει κανένα, εκτός από αυτούς που θέλουν να πειστούν.

    Δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του ΄30 όπου τα πάντα φάνταζαν ονειρικά και η σοσιαλιστική προοπτική ως διέξοδος στην καπιταλιστική αθλιότητα. Σήμερα βρισκόμαστε μπρος στα συντρίμμια ολόκληρου του ανατολικού κόσμου που επιχείρησε το κομμουνιστικό άλμα. Και επί πλέον ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά ότι οι κομμουνιστές ηγέτες ήταν αυτοί που ερήμην του λαού αποφάσισαν τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την νομιμοποίηση της κλοπής της δημόσιας περιουσίας από τα ίδια τα κομμουνιστικά στελέχη.

  3. Οι νοσταλγοί του Στάλιν βρίσκονται παντού στις χώρες που δεν δοκίμασαν την αγριότητα των μηχανισμών εξαφάνισης των ανθρώπων, αλλά επίσης υπάρχει μεταλλαγμένη στα μυαλά των θαυμαστών της παραστρατημένης παγκοσμοιοποίησης.Οι μέθοδοι στην ανθρωπότητα παρόμοιοι για την επιβολή και υποταγή.Η τύχη να φυλάει τους ανθρώπους.

  4. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ο σταλινισμός ως ανώτατο στάδιο του αντικομμουνισμού

    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ Καθηγητή του Πάντειου Πανεπιστημίου grousis@ath.forthnet.gr
    http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=239163

    Το τελευταίο διάστημα, όλο και πιο έντονα, γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τουλάχιστον από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, μια προσπάθεια πολύμορφης προβολής των αρνητικών πλευρών της σταλινικής περιόδου, κατά την οποία συνήθως, και πάλι απ’ όσο είμαι σε θέση να κρίνω, προβάλλονται καθ’ υπερβολήν τα εγκλήματα αυτής της περιόδου.
    Η προσπάθεια αυτή έχει διάφορες μορφές, όπως λογοτεχνικά πονήματα, ιστορικές μελέτες, μαρτυρίες, αποφάσεις κυβερνήσεων πρώην ανατολικών χωρών ή και διεθνών οργάνων κ.λπ.

    Εύλογα διερωτάται κανείς ποιος μπορεί να είναι ο στόχος αυτής της συντονισμένης εκστρατείας. Το λογικό συμπέρασμα στο οποίο αβίαστα μπορεί να καταλήξει κανείς είναι ότι πρόκειται για μια προσπάθεια απαξίωσης του σοσιαλισμού, μέσα από την ταύτιση του με τη σταλινική περίοδο και με όλα τα έκτροπα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της· μια προσπάθεια η οποία αποσκοπεί τελικά στο να αποτρέψει έτσι ώστε να λειτουργήσει στη συνείδηση των ανθρώπων η σοσιαλιστική προοπτική ως εναλλακτική λύση στα σημερινά αδιέξοδα του κυρίαρχου συστήματος.

    Με άλλα λόγια, στο βαθμό που το φάντασμα του κομμουνισμού συνεχίζει να πλανάται, όχι λόγω κάποιας θεϊκής ή άλλης μεταφυσικής βούλησης, αλλά λόγω των πραγματικών συνθηκών που κυριαρχούν, οι δυνάμεις της συντήρησης είναι απολύτως λογικό να επιχειρούν να το απαξιώνουν και ο πλέον εύκολος για αυτές τρόπος να το πράξουν είναι να το ταυτίζουν με την πλέον αποτρόπαια ιστορικά διαστρέβλωσή του.

    Αν όμως αυτό είναι, με βάση την κοινή λογική κάθε στοιχειωδώς νοήμονος αριστερού, το βαθύτερο νόημα του απανταχού αντικομουνισμού, ποιο μπορεί να είναι το νόημα εκείνων των τοποθετήσεων που συνειδητά, ή ασυνείδητα πέφτουν στην παγίδα να ταυτίζουν και αυτές τον σοσιαλισμό με εκείνη την περίοδο και μάλιστα να θεωρούν ότι αυτή είναι που υπήρξε η πιο επιτυχημένη και εκείνη κατά την οποία δεν υπήρξαν παρεκκλίσεις από τις αρχές του σοσιαλισμού;

    Ποιο μπορεί να είναι το νόημα τοποθετήσεων σαν εκείνης του διευθυντή του «Ριζοσπάστη», ο οποίος, με αφορμή την επέτειο της γέννησης του Στάλιν, του αφιέρωσε έναν διθύραμβο στον οποίο, σε αντίθεση ακόμη και με τα προηγούμενα φιλοσταλινικά επίσημα κείμενα του κόμματος, δεν υπήρχε ούτε καν το παραμικρό αρνητικό ψεγάδι εναντίον του «πατερούλη των λαών», ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν αντικομουνιστής όποιος του ασκεί την όποια κριτική;

    Τι νόημα έχει να εκτιμάται μονόπλευρα ως «τεράστια η συμβολή του [Στάλιν] στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού»; Τι νόημα έχει να χαρακτηρίζεται ο Στάλιν ως «ένας από τους πιο επιφανείς ηγέτες του προλεταριάτου της ΕΣΣΔ, αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος»; Τι νόημα έχει να υποστηρίζεται ότι «το Κόμμα με την καθοδήγηση της Κεντρικής του Επιτροπής και ΓΓ τον Στάλιν αντιμετώπισε με επιτυχία όλες τις δυσκολίες και οικοδόμησε το σοσιαλισμό»; Ή ότι «οι τοποθετήσεις του [Στάλιν, προφανώς και οι πρακτικές και όχι μόνον οι θεωρητικές] για τις οποίες δέχτηκε και δέχεται αυτήν τη σφοδρή επίθεση επαληθεύτηκαν όχι μόνον όσο ζούσε, αλλά ιδιαίτερα μετά το θάνατό του» (!); Τι νόημα έχει όλες οι κραυγαλέες παραβιάσεις της σοσιαλιστικής δημοκρατίας που διέπραξε να χαρακτηρίζονται ως «φανταστικά εγκλήματα» και όποιος αναφέρεται σε αυτές, όπως άλλωστε έπραττε το ίδιο το ΚΚΕ και το ΚΚΣΕ να θεωρείται ότι συμμετέχει στην «επίθεση κατά της εργατικής εξουσίας»; Τι νόημα έχει να χαρακτηρίζεται ως «σημαντική παρακαταθήκη για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα» η σταλινική παρακαταθήκη;

    Αυτή η απόλυτη συνταύτιση με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, δηλαδή η συνταύτιση του σοσιαλισμού με τον σταλινισμό, αντικειμενικά λειτουργεί σαν «νερό στο μύλο της μαύρης αντίδρασης», για να χρησιμοποιήσω μια φράση από το ένδοξο κομμουνιστικό μας παρελθόν, διότι πρόκειται για την καλύτερη επιβεβαίωση της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, στο βαθμό που διευκολύνει ακόμη και τους πιο ακραίους αντικομμουνιστές να πατάνε πάνω της για να πλάθουν τα αντικομμουνιστικά τους επιχειρήματα. Και αν δεχτούμε, όπως θέλω ακόμη να πιστεύω, ότι αυτό δεν γίνεται συνειδητά, αλλά από ορισμένους από άγνοια, από άλλους επειδή πράγματι, και αλίμονο, επικροτούν τα σταλινικά εγκλήματα, οπότε και καλούνται να ερμηνεύσουν πώς το κόμμα μετατράπηκε σε Φράνκεσταϊν παραγωγό τεράτων, και από άλλους στη βάση της επικράτησης του απλοϊκού σκεπτικού ότι, στο βαθμό που η αντίδραση επιτίθεται στον Στάλιν, εμείς πρέπει να τον υπερασπιζόμαστε με νύχια και με δόντια, το αποτέλεσμα είναι πάλι το ίδιο: Η δυσφήμηση του σοσιαλισμού και η μετατροπή του από την πιο ελκτική προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας στην πιο αποκρουστική.

    Στην κάθε περίπτωση, και για να ξεκαθαρίσω μια για πάντα τη θέση μου:
    1. Παρ’ όλα αυτά και παρά τις πολλές άλλες σημαντικές διαφωνίες μαζί του, και παρά τα όσα μου έχουν κατά καιρούς σύρει τα στελέχη του, θεωρώ βασική συνιστώσα ενός αντικαπιταλιστικού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου το ΚΚΕ, με το οποίο νιώθω ότι βρίσκομαι στην ίδια όχθη.
    2. Η στάση μου απέναντι στα σταλινικά έκτροπα δεν σημαίνει ότι τάσσομαι υπέρ των ηγετών που ακολούθησαν τον Στάλιν και οι οποίοι, στη βάση της γραφειοκρατικής στρέβλωσης που εκείνος θεμελίωσε, οδήγησαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση και έστω πιο ήπια συνέχισαν τις διώξεις των κομμουνιστών που αντιστέκονταν στην τυφλή σε αυτούς υποταγή, όπως του ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη.

    —————————————————————

    Σταλινισμού παρενέργειες

    του Γιώργου Ρούση

    Από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 16 Ιανουαρίου 2011
    http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=241715

    Στο προηγούμενο κυριακάτικο σχόλιό μου έγραφα: «Η προσπάθεια πολύμορφης προβολής των αρνητικών πλευρών της σταλινικής περιόδου (…) αποτελεί μια προσπάθεια απαξίωσης του σοσιαλισμού, μέσα από την ταύτισή του με (αυτήν την περίοδο) και όλα τα έκτροπα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά της.
    Με άλλα λόγια, στο βαθμό που το φάντασμα του κομμουνισμού συνεχίζει να πλανάται (…) οι δυνάμεις της συντήρησης είναι απολύτως λογικό να επιχειρούν να το απαξιώνουν και ο πλέον εύκολος (…) τρόπος να το πράξουν, είναι να το ταυτίζουν με την πλέον αποτρόπαια ιστορικά διαστρέβλωσή του».

    Ιδού πώς αναποδογυρίζει στην κυριολεξία το όργανο της Κ.Ε. του ΚΚΕ, με σχόλιο του οποίου ο συντάκτης δεν έχει ούτε καν το θάρρος να υπογράψει με το όνομά του, αυτό μου το σχόλιο: Κατά τον «παράφρονα» Ρούση, «ο λυσσώδης πολύχρονος παροξυσμός, που χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, των κάθε λογής και μορφής υπερασπιστών του καπιταλισμού κατά της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, ειδικά την περίοδο που ηγέτης ήταν ο Στάλιν, στόχο και σκοπό έχει να υπηρετήσει το σοσιαλισμό(1)». Ητοι, ενώ εγώ κάνω σαφέστατα λόγο για απαξίωση του σοσιαλισμού, το ανθρωπάκι του Τσίρκα, μου αποδίδει ότι κάνω λόγο για υπεράσπισή του.

    Εδώ συμβαίνει ένα από τα δύο: ή η θολωμένη και τεθλασμένη, λόγω υπερβάλλοντος δογματισμού, σκέψη οδηγείται στην αλλοπρόσαλλη αυθαιρεσία ότι όποιος όπως εγώ καταγγέλλει τον νεοσταλινισμό του ΚΚΕ ως αντικομμουνιστικό, διότι εκθέτει το κομμουνιστικό όραμα, αυτόματα θεωρεί τον όποιο χυδαίο αντισταλινισμό των απανταχού αντικομμουνιστών ως φιλοκομμουνιστικό, ή πρόκειται για συνειδητή επιλογή, η οποία και χαρακτηρίζει τον πολιτισμό διαλόγου που διακατέχει τα στελέχη του ΚΚΕ.

    Οποια από τις δύο περιπτώσεις κι αν ισχύει, το αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο εξάγεται χρησιμοποιείται για να χτυπηθούν μ΄ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια:
    1. Η χυδαία απαξίωση όποιου διαφωνεί και του οποίου δεν έτυχε να διαβαστεί η πραγματική άποψη πριν απ΄ τη διαστρέβλωσή της.
    2. Η δήλωση και με αυτόν τον τρόπο της άρνησης ενός πραγματικού ενδοαριστερού διαλόγου, μια και ένας τέτοιος διάλογος καθίσταται αδύνατος αν οι συνδιαλεγόμενοι παραχαράζουν ο ένας τον άλλο.

    Το δράμα όμως για το όργανο της Κ.Ε. του ΚΚΕ είναι ότι όσο κι αν πασχίζει, είναι ευτυχώς αδύνατον να απομονώσει διά στεγανών τούς φίλους και τα μέλη του κόμματος από τους υπόλοιπους αγωνιστές και τις κριτικές τους θέσεις, με συνέπεια όλο και περισσότερο να δυσκολεύεται να επιβάλλει την τυφλή υπακοή και τη μηχανική υποταγή στα κομματικά κελεύσματα, το ψέμα απέναντι στην αλήθεια. Και εν προκειμένω, η αλήθεια είναι ότι αποτελεί έγκλημα, όχι δα «η οικοδόμηση και η υπεράσπιση του σοσιαλισμού, (και) η εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας», όπως με περίσσια θρασύτητα μου καταλογίζει ο «Ριζοσπάστης», ότι υποστηρίζω, αλλά η υπεράσπιση των σταλινικών εγκλημάτων που και το ίδιο το ΚΚΕ είχε στα λόγια τουλάχιστον καταδικάσει κατά το παρελθόν.

    Διά του λόγου το αληθές παραθέτω την ομόφωνη απόφαση της 10ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του κόμματος. Κι αν επιμείνουν στο ίδιο μοτίβο έπεται συνέχεια και μάλιστα οδυνηρή για τα ανθρωπάκια συκοφάντες.
    «Η 10η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, παίρνοντας υπόψη τα στοιχεία που υπάρχουν για τους παρακάτω συντρόφους-θύματα της προσωπολατρίας και μέλη και στελέχη του ΚΚΕ:
    1. Κλειδωνάρη Απόστολο 2. Μαρκοβίτη Μάρκο 3. Χαϊτά Ανδρόνικο 4. Ευτυχιάδη Κώστα 5. Πηλιώτη Διονύσιο 6. Ντούβα Γεώργιο (Βορεινό) 7. Τσαγκαράκη Γιάννη (Τόμωφ) 8. Γιαννοκούτση Γιάννη 9. Δημάκο Νικόλαο (Γρηγόριεφ) 10. Δουλούδη Βασίλη (Ταμπακώφ) 11. Χριστοδουλίδη Χριστόδουλο (Αλέξη) 12. Κολοζώφ Γεώργιο (Λεωνίδα) 13. Χαραμή Στάθη (Ασάνωφ)
    Αποφασίζει:
    1) Αποκαθιστά ηθικά και κομματικά τους συντρόφους αυτούς που πέθαναν, σαν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ.
    2) Η απόφαση αυτή ν΄ ανακοινωθεί εσωκομματικά και να μη δημοσιευτεί στον κομματικό Τύπο.
    Το Π.Γ. να πάρει μέτρα ώστε στον κατάλληλο χρόνο και τρόπο (επέτειοι, ιστορικές αναμνήσεις και άλλες δημοσιεύσεις) ν΄ αποκαταστήσει δημόσια τη μνήμη των παραπάνω συντρόφων.
    3) Η Κ.Ε. εξουσιοδοτεί το Π.Γ. ν΄ ανακοινώσει κατάλληλα την απόφασή της στην οικογένεια, αν έχει, του κάθε συντρόφου και ταυτόχρονα να εξετάσει την περίπτωση ηθικής και υλικής βοήθειάς της.
    Γενάρης 1967»
    .(2)

    Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ανδρόνικος Χαϊτάς υπήρξε γενικός γραμματέας του Κόμματος (1928-1931), οι Γιώργος Κολοζώφ και Γιώργος Ντούβας, γραμματείς της ΟΚΝΕ (1928-1931) και (1925-1928), ο Κώστας Ευτυχιάδης, μέλος του Π.Γ. (1928-1931), ο Χριστόδουλος Χριστοδουλίδης, διευθυντής του «Ριζοσπάστη» (1928-1931)…
    Μήπως γνωρίζετε τουλάχιστον, εσείς οι μη παράφρονες σύντροφοι, να μας πείτε πού είναι οι τάφοι αυτών των συντρόφων -εκτός αν τώρα πια τους θεωρείται και αυτούς «συνωμότες με τμήματα του στρατού καθώς και με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών»(3)- να τους βάλουμε έστω εκ των υστέρων ένα λουλούδι ελληνικής γης; Αν ναι, ας μας το πείτε. Αν όχι υποχρεούστε να τους βρείτε, όπως καλεί το κόμμα να το πράξει, και μάλιστα ως «ιερή του υποχρέωση», ο Νίκος Ζαχαριάδης στο τελευταίο του γράμμα-διαθήκη.(4)

    (1) Ολες οι υπογραμμίσεις που ακολουθούν είναι δικές μου Γ. Ρ.
    (2) Αρχείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ «Η 10η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ» Εκδόσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ, 1971, σελ. 702»
    (3) Ετσι δικαιώνονται οι αποφάσεις των δικών της Μόσχας του 1936-1937 στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το δεύτερο θέμα. Βλέπε σελίδα 17 σχετικού ένθετου του «Ριζοσπάστη», Μάρτης 2009.
    (4) Πέτρος Ανταίος, Νίκος Ζαχαριάδης θύτης και θύμα, εκδόσεις Φυτράκη 1991, σελίδα 511.

  5. σοφια on

    τα τελευταια’καλα’χρονια τησ ελλαδιτσασ ενιωθα πωσ κατι σοβαρο ελειπε απο την κοινη ζωη ολων μασ.και τελικα φανηκε.πωσ θα μπορουσε να γινει αλλιωσ!οι φωνεσ των σκεπτωμενων και διανοουμενων αυτησ τησ χωρασ αρχισαν ν ακουγονται!δωστε τροφη για σκεψη και πραξη.φοβαμαι πωσ οιφτωχοι καιροι που ερχονται(και δεν εννοω μονο οικονομικα)θα ειναι και πολυ αγριοι!

  6. mr Μ on

    О́сип Мандельшта́м (Οσιπ Μαντελστάμ)
    Σπαράγματα από τη μνήμη και το έργο του

    Του Αναστάση Βιστωνίτη

    Tο κενοτάφιο ενός μεγάλου ποιητή

    Στην πόλη γύρισα που ξέρω ώσμε το δάκρυ,
    ως τις πρησμένες παιδικές αμυγδαλές. Στην άκρη
    τη γνώριμη ξανάρθες, πιες το γρήγορα λοιπόν
    το μουρουνόλαδο των ποταμίσιων φαναριών.

    Τη μέρα γνώρισε γοργά τη δεκεμβριανή
    όπου σαν μίγμα ο κρόκος και μια πίσσα μοχθηρή.
    Πετρούπολη! Δεν θέλω να πεθάνω, ακούς;
    Εσύ κρατάς των τηλεφώνων μου τους αριθμούς.

    Πετρούπολη! Διευθύνσεις έχω ακόμα και μπορώ
    των πεθαμένων τις φωνές μ’ αυτές να βρω.
    Στον κρόταφό μου με χτυπάει (σε πίσω σκάλα μένω)

    με ρίζες και με σάρκα το κουδούνι εξορυγμένο,
    κι ως το πρωί τους ακριβούς μου ξένους στέκω καρτερώντας
    της πόρτας μου την αλυσίδα ως χειροπέδη αχνοκουνώντας.

    (Oσιπ Μαντελστάμ, Λένινγκραντ, μετφρ.: Aρης Αλεξάνδρου)

    «Αγαπητέ Σούρα! Βρίσκομαι στο Βλαδιβοστόκ/Βορειοανατολικά Αναμορφωτικά Στρατόπεδα Εργασίας, 11ο παράπηγμα. Ετσι αρχίζει το τελευταίο γράμμα του Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ στον αδελφό του Αλεξάντρ και τη σύζυγό του Ναντιέζντα. Στάλθηκε μεταξύ 20 και 30 Οκτωβρίου 1938 από το διαμετακομιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου θα παρέμενε προσωρινά ο ποιητής ώσπου να αποφασιστεί πού θα τον έστελναν να εκτίσει την ποινή του: πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα για αντεπαναστατική δράση.

    Από τη λιγόλογη επιστολή μαθαίνουμε πως ο Μαντελστάμ είχε καιρό να λάβει νέα από τη Ναντιέζντα (γι’ αυτό και ρωτάει αν ζει), πως μάλλον δεν θα τον μεταφέρουν προς το παρόν σε άλλο στρατόπεδο και πως θα περνούσε τον χειμώνα εκεί. Ζητάει λοιπόν από τον αδελφό του να του στείλει ένα τηλεγράφημα, βαριά ρούχα, τρόφιμα και χρήματα. Λέει ακόμα ότι η υγεία του είναι κακή, κι ο ίδιος εντελώς εξαντλημένος, σκελετωμένος και αγνώριστος.

    Ποιο ήταν το έγκλημα που διέπραξε ο ποιητής για να καταδικαστεί σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα; Ενα σατιρικό ποίημα που έγραψε για τα μουστάκια του Στάλιν. Το διάβασε σε στενό κύκλο «ομοτέχνων», και κάποιος από αυτούς τον κατέδωσε. Ο χαφιές δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Ισως να μην ήταν μόνο ένας. Και το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να καταδίδεις κάποιον όταν ξέρεις ότι έτσι τον οδηγείς στη φυλακή και το στρατόπεδο συγκέντρωσης, το υποβάλλουν όσοι ζουν σε κοινωνίες όπου οι άνθρωποι δεν φυλακίζονται για ψύλλου πήδημα. Η απάντηση είναι ανατριχιαστικά απλή. Στα δημοκρατικά καθεστώτα οι καταδότες υποκινούνται είτε από φθόνο είτε για να αποκτήσουν προσωπικά οφέλη, αλλά σε καθεστώς γενικής καταστολής και διώξεων πολλοί γίνονται καταδότες μόνο και μόνο για να αποδείξουν τη νομιμοφροσύνη τους κι από φόβο πως, αν τους προλάβουν άλλοι, μπορεί να φανεί ότι συγκαλύπτουν τον ασεβή που τόλμησε να πει τη γνώμη του, έστω και σε στενό κύκλο.

    Ο Mαντελστάμ, από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, δεν έμελλε να βγάλει τον χειμώνα στο στρατόπεδο. Το δέμα που του έστειλε η Ναντιέζντα δεν το έλαβε ποτέ. Στις 27 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε από άγνωστη αιτία (καρδιακή ανεπάρκεια σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα της εποχής ή τύφο κατά μία άλλη εκδοχή) και τάφηκε σε ομαδικό τάφο κάτω από τον πάγο. Εκείνη κατάλαβε ότι είχε πεθάνει όταν της επιστράφηκε το δέμα. Τριάντα χρόνια αργότερα, του έστησε το λαμπρότερο κενοτάφιο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί γράφοντας το χρονικό Η ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, που ανήκει στα σημαντικότερα επιτεύγματα της ρώσικης πεζογραφίας της μεταπολεμικής εποχής.

    Το χειρόγραφο του βιβλίου στάλθηκε κρυφά στη Δύση κι εκδόθηκε το 1970 προκαλώντας πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό σοκ. Στη Σοβιετική Ενωση κυκλοφόρησε σε σαμιζντάντ με αποτέλεσμα δεκάδες συγγραφείς και διανοούμενοι, που παρελαύνουν στις σελίδες του, να χάσουν τον ύπνο τους. Ηταν αναπόφευκτο. Κανένα βιβλίο δεν αποκάλυπτε τη μικρότητα, τη δειλία, τη ρουφιανιά και την αθλιότητα ενός διόλου ευκαταφρόνητου μέρους της συντεχνίας των συγγραφέων. Τόσο εκείνων (ή εκείνου) οι οποίοι κατέδωσαν τον Μαντελστάμ στις μυστικές υπηρεσίες όσο κι αυτών που από ιδιοτέλεια, φόβο, φιλοτομαρισμό ή απλώς αδιαφορία αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν, μολονότι είχαν τη δύναμη. Ακόμη κι αδελφός του Εβγκένι, γιατρός το επάγγελμα, δεν του συμπαραστάθηκε όπως ήλπιζε ο Μαντελστάμ, που σε επιστολή του από το Βορόνεζ του γράφει με πικρή ειρωνεία: «Είναι δύσκολο να ’χεις αδελφό που είναι γιατρός. Αντίο, γιατρέ».

    Στους παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και όσους εύκολα πετούσαν δεξιά κι αριστερά φράσεις του τύπου «κακός χαρακτήρας», «δεν είναι διόλου σαν κι εμάς», «πάντα σκεφτόμουν ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν», «μιλάει πολύ» και τα παρόμοια. Μοιάζει εξωφρενικό, αλλά τη δεκαετία του ’30 στη Ρωσία και μία μόνο φράση όπως οι παραπάνω ήταν αρκετή να καταστρέψει για πάντα τη ζωή ενός ανθρώπου. Φτάνει να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τα σχετικά αρχεία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, την εποχή των σταλινικών διωγμών συνελήφθησαν 2.000 συγγραφείς, από τους οποίους οι 1.500 εκτελέστηκαν ή πέθαναν στη φυλακή και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

    Το συγκλονιστικό χρονικό της Ναντιέζντα Μαντελστάμ, που αρχίζει το 1934 με την πρώτη σύλληψη του ποιητή και τελειώνει με τον θάνατό του το 1938, την αποκαλούμενη περίοδο του Μεγάλου Τρόμου, βρίσκει επιτέλους τον δρόμο του και στην ελληνική αγορά σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του στη Δύση. Η απίστευτη αυτή καθυστέρηση -αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τόσες ασημαντότητες για θέματα πολύ μικρότερης σημασίας- δεν είναι δυσεξήγητη. Το 1970 είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα, ενώ και επί αρκετά χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας θεωρούνταν περίπου έγκλημα καθοσιώσεως να δημοσιεύονται κείμενα που υπερέβαιναν τα όρια της πολιτικής κριτικής για τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή όσα κατέγραφαν τις ωμές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τους συγγραφείς τους, στη χειρότερη των περιπτώσεων, τους χαρακτήριζαν προδότες ή πουλημένους, και στην καλύτερη αντικομμουνιστές. Δυστυχώς ο απογαλακτισμός της ελληνικής Αριστεράς από το σταλινικό παρελθόν της παραμένει ακόμα και σήμερα μια ανοιχτή υπόθεση. Για τούτο άλλωστε και οι μείζονες ρώσοι ποιητές και πεζογράφοι που διώχθηκαν από το σοβιετικό καθεστώς μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστοί στη χώρα μας: ο Πλατόνοφ, η Αχμάτοβα, ο Μαντελστάμ, ο Βικτόρ Σερζ, η Μαρίνα Τσβετάγεβα.

    Στα κορυφαία πεζογραφήματα της εποχής αυτής ανήκει και το βιβλίο της Μαντελστάμ, που υπερβαίνει τα όρια του χρονικού, της μαρτυρίας, της βιογραφίας, της κοινωνιολογίας ή της ιστορίας. Σήμερα γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα οποία είχαν μετατρέψει τη σταλινική ΕΣΣΔ σε ένα τεράστιο σύστημα φυλακών. Αυτό δεν σημαίνει ότι έλειψαν παλαιότερα οι σχετικές μαρτυρίες, πολύ νωρίτερα μάλιστα και από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν. Ηταν τα βιβλία του Βικτόρ Σερζ, στα οποία πρώτη φορά δημοσιοποιούνταν από τις αρχές ακόμα της δεκαετίας του ’40 αυτά που πραγματικά συνέβαιναν στη χώρα των σοβιέτ. Αλλά τότε η Αριστερά παγκοσμίως αρνιόταν να δεχτεί ως γνήσια τη μαρτυρία ενός τροτσκιστή, που τον βάραινε μάλιστα το αμάρτημα ότι στα νιάτα του υπήρξε αναρχικός· αμάρτημα για το οποίο τον κατηγορούσε και ο ίδιος ο Τρότσκι. Θα έλεγε κανείς πως, κατά ειρωνική σύμπτωση, όπως η Δύση ανακάλυπτε τον συγγραφέα Σερζ σαράντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, έτσι κι εμείς ανακαλύπτουμε σήμερα με την ίδια χρονική καθυστέρηση συγγραφείς σαν κι αυτούς που προανέφερα (συμπεριλαμβανομένης και της Μαντελστάμ).

    Η ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας μεταγράφει την Ιστορία όταν η τελευταία εκδηλώνεται με τις πιο ακραίες μορφές της, δηλαδή με προγραφές, διώξεις, φυλακίσεις κι εκτελέσεις, επομένως όλες τις πιθανές μορφές ατομικής εξόντωσης που εφαρμόζονται σε μαζικό επίπεδο. Είναι ό,τι αποκαλούμε διωγμό φαινόμενο που σε ανατριχιαστικής ευρύτητας κλίμακα εφαρμόστηκε κατεξοχήν τον προηγούμενο αιώνα. Η μεταγραφή αυτή έχει τέτοια αμεσότητα, που καθώς διαβάζεις το βιβλίο νιώθεις την Ιστορία να επιστρέφει στο παρόν μεταφέροντας τις πλέον ζοφερές μνήμες, με τέτοια μάλιστα αυθεντικότητα που σου γεννά αισθήματα αγανάκτησης.

    Πρόκειται για βιβλίο επικό – αλλά είναι έπος αναποδογυρισμένο, έπος αρνητικό. Και η ιστορία που αφηγείται, μολονότι καλύπτει μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του Μαντελστάμ, αρκεί για να μας δώσει το συνολικό πορτρέτο μιας εποχής ή πιο σωστά τη σκοτεινή και επί πολλά χρόνια αθέατη πλευρά της: την κοσμική κόλαση, την ψυχική άβυσσο, τη συντριπτική δύναμη μιας εξουσίας δίχως όρια, τη σύγκρουσή της με την ατομικότητα, τον στραγγαλισμό της ελευθερίας που επιβάλλεται με τον πιο βάναυσο τρόπο και μαζί με όλα αυτά τις αλλοιώσεις που επιφέρει το καθεστώς στις συνειδήσεις και, ως εκ τούτου, τη δύναμή του να παραμορφώνει ακόμα και τα αισθήματα.

    Το βιβλίο μόνο ύμνους γνώρισε όταν δημοσιεύτηκε στη Δύση – κι από συγγραφείς της αξίας του Ιρβινγκ Χάου και του Τζορτζ Στάινερ. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει και ξεπερνά την αξία του χρονικού ή της μαρτυρίας είναι η ακατάβλητη δύναμη της Μαντελστάμ, εκείνης της μικρόσωμης γυναίκας η οποία, καθώς τονίζει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, έζησε 19 χρόνια ως σύζυγος του ποιητή και 42 ως χήρα του· δύναμη να επιβιώσει, να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του συζύγου της και να περισώσει το έργο του.

    Από το 1938, που πέθανε ο Μαντελστάμ, ώς το 1964, όταν της επιτράπηκε να επιστρέψει στη Μόσχα, η Ναντιέζντα μετακινιόταν από πόλη σε πόλη στις απόμακρες επαρχίες της γκρίζας αυτοκρατορίας χωρίς να αφήνει ίχνη πίσω της, ζώντας ως δασκάλα ξένων γλωσσών ή από ασήμαντες μεταφράσεις, που σχεδόν όλες τις δημοσίευε με ψευδώνυμο. Εμοιαζε σαν να την κυνηγούσε μόνιμα ο ίσκιος του καθεστώτος, που τον απέφευγε μένοντας αφανής, γιατί η αφάνεια εκείνα τα χρόνια ήταν ο κυριότερος τρόπος να επιβιώσει κάποιος, ιδιαίτερα η χήρα ενός «εχθρού του λαού». Τρόπος αλλά όχι και λόγος επιβίωσης. Ο τελευταίος ήταν να περισωθεί το έργο ενός σπουδαίου ποιητή που, αν δεν υπήρχε η ίδια, κατά ένα μεγάλο -και ίσως το σημαντικότερο- μέρος του θα είχε χαθεί.

    Το καθεστώς που έστειλε στη Σιβηρία τον Μαντελστάμ δεν υπάρχει σήμερα. Η Ναντιέζντα πέθανε το 1980, και στην ιστορική προοπτική γεγονότα σαν κι αυτά που περιγράφει στο βιβλίο της θα ισχυριζόταν κανείς πως χάνουν την πρωτογενή τους σημασία – αν λέγοντας κάτι τέτοιο εννοούμε ότι αποκαλύπτοντας τα εγκλήματα καταργούν τα ιδεολογικά ψεύδη και λειτουργούν ως μορφές αντίστασης ή υψηλής διαμαρτυρίας. Το βιβλίο όμως ξεπερνά τους λόγους για τους οποίους γράφτηκε – κι ίσως δεν είναι τυχαίο που σε μια έξαρση υπερβολής ο Μπρόντσκι θεωρεί ότι η Ναντιέζντα Μαντελστάμ μαζί με τον Πλατόνοφ έσωσαν περίπου την τιμή της μεταπολεμικής ρώσικης πεζογραφίας.

    Πέραν όμως του λογοτεχνικού υπάρχει και το ηθικό πεδίο – στην πραγματικότητα το πρώτο είναι συνέπεια του δεύτερου και αντιστρόφως. Γιατί η συγγραφέας αυτή δεν αναδεικνύει απλώς τη δύναμη της επιβίωσης αλλά κυρίως το πάθος για την απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα, έστω και μεταθανάτια, με πρωταγωνιστή το πιο αγαπημένο, τον άνθρωπο με τον οποίο ταυτίστηκε απόλυτα ζώντας με την εικόνα του και συνομιλώντας με τη σκιά του 42 ολόκληρα χρόνια. Αυτή η σπάνια μορφή αφοσίωσης μετατρέπεται σε πράξη αντίστασης εναντίον του πεπρωμένου, μας λέει ότι η υψηλότερη μορφή αγάπης είναι εκείνη που δεν διστάζει να συγκρουστεί με τη μοίρα – και η μοίρα εδώ είναι η Ιστορία γραμμένη σε αρνητικό, σε γραφεία μανδαρίνων, φανατικών και αλύγιστων κομισάριων και σε τόπους συνάντησης μικροπρεπών ομοτέχνων.

    Χωρίς τη Ναντιέζντα ο Μαντελστάμ είναι αμφίβολο αν θα ζούσε έστω και αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, από το 1934 ώς το 1938. Αν δεν υπήρχε η ίδια, αν δεν ήταν μαζί του στο Βορόνεζ να δουλεύει εργάτρια σε εργοστάσιο -γιατί σ’ εκείνον παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες δεν έδιναν δουλειά-, ο ποιητής δεν θα είχε γράψει τα εξαίσια ποιήματα εκείνης της περιόδου, ούτε και θα είχαν διασωθεί αν Ναντιέζντα δεν τα απομνημόνευε και δεν τα επαναλάμβανε ποιος ξέρει πόσες φορές στα ληθαργικά χρόνια της μοναξιάς της, όταν μετακινιόταν από πόλη σε πόλη προσπαθώντας να σβήσει τα ίχνη της, διδάσκοντας ξένες γλώσσες σε επαρχιακά σχολεία, άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους.

    Το 8 μ.Χ. ο Οβίδιος εξορίστηκε από τον Αύγουστο στους Τόμους (τη σημερινή Κονστάντσα). Εκεί έζησε τα υπόλοιπα έξι χρόνια της ζωής του κι έγραψε τα Tristia θρηνώντας ως Ρωμαίος που η σκληρότητα του Καίσαρα τον καταδίκασε να ζει σε μια χώρα βαρβάρων. Ο Μαντελστάμ έγραψε τα δικά του Tristia το 1920 προλέγοντας, σαν να τον παρακινούσε ένα ανατριχιαστικό προαίσθημα, το καθεστώς συλλήψεων, ανακρίσεων, συνεχών μετακινήσεων κι εκτοπισμού (που συνοδευόταν κι από το συντριπτικό αίσθημα μιας εσωτερικής εξορίας) στο οποίο θα αναγκαζόταν να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια του, ώς το μοιραίο 1938, που θα πέθαινε στη Σιβηρία.

    Η σύντροφός του τον ακολούθησε παντού στην καθοδική του πορεία στο σκοτεινό βασίλειο της Προσερπίνας (της ρωμαϊκής Περσεφόνης, τρομερής βασίλισσας των νεκρών η οποία στην περίπτωσή του είχε πάρει το πρόσωπο του Στάλιν). Αλλά το βασίλειο του Κάτω Κόσμου στον 20ό αιώνα είχε ανέβει στον επάνω με τη δύναμη της άνωσης. Αυτό μεταφραζόταν σε διπλή ζωή: ζούσε κανείς στο σκοτάδι, κι ωστόσο μπορούσε να διακρίνει στο βάθος τη μικρή χαραμάδα απ’ όπου περνούσε μια μικρή ακτίνα φωτός. Την ακτίνα αυτή η Ναντιέζντα Μαντελστάμ την προέκτεινε στον χρόνο, στον κόσμο της μνήμης (που διέσωζε το παρόν μεταμορφώνοντάς το σε άθροισμα μελλοντικών εικόνων).

    Oλα φεύγουν λοιπόν φορτωμένα στα άθλια τρένα που μετέφεραν τους καταδίκους στη Σιβηρία – αλλά και τίποτα δεν χάνεται. Ο Μαντελστάμ πέθανε μόνος, ή στο κρεβάτι του στο στρατόπεδο σκεπασμένος με την άθλια κουβέρτα του καταδίκου ή σε θάλαμο απομόνωσης στο νοσοκομείο, αν πράγματι έπασχε από τύφο. Αυτό συνέβη κάπου στον χρόνο, σε μέρα και ώρα μηδέν – και το μηδέν είναι ο φωτοστέφανος του νεκρού. Ομως ο φωτοστέφανος του ποιητή είναι το έργο του. Και για να θυμηθούμε τον Παστερνάκ, κανένας λαός δεν αγαπά την ποίηση όπως ο ρώσικος.

    Διασώζοντας τη μνήμη και το έργο του Μαντελστάμ την εποχή της καταστολής, των διώξεων και της καταφρόνιας, η Ναντιέζντα είναι σαν να τα ανασύρει από την άβυσσο. Γι’ αυτό δεν αρκούσε μόνο το κουράγιο, η ακατάβλητη θέληση και η ιώβεια υπομονή. Απαιτούνταν και ταλέντο που η μεγάλη γενιά των Μαντελστάμ, της Αχμάτοβα, του Πιλνιάκ, του Μπάμπελ, του Πλατόνοφ και τόσων άλλων διέθετε σε υπερθετικό βαθμό. Η ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας είναι από τα λαμπρότερα δείγματα αυτού του ταλέντου. Η έκδοση στα ελληνικά δεν καλύπτει απλώς ένα μεγάλο κενό. Προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό ένα σπουδαίο έργο το οποίο, για να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά, μας παρουσιάζει τη σύγχρονη εκδοχή της Δευτέρας Παρουσίας, που την επιβεβαιώνει η ετυμηγορία των θυμάτων, των νεκρών ενόρκων της Ιστορίας καθώς πίσω από την εικόνα του νεκρού ποιητή ανυψώνονται πάνω από τον θάνατο και τη σιωπή του τάφου.

    [προδημοσίευση της εισαγωγής από την έκδοση Ναντιέζντα Μαντελστάμ, Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας: Αναμνήσεις από τη ζωή μου με τον Οσίπ, μτφρ.: Σταυρούλα Αργυροπούλου, Μεταίχμιο 2011]

    http://www.poema.gr/dokimio.php?id=253

  7. mr Μ on

    ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΓΚΟΥΛΑΓΚ

    «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΥΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ»

    Αν νομίζετε πως περνάτε δύσκολες εποχές και πως η εξαθλίωση κτυπά την πόρτα σας, ρίξτε μια σύντομη ματιά στην κόλαση των Σοβιετικών Γκούλαγκ και ξανασκεφτείτε το!

    Του Γιώργου Στάμκου (stamkos@post.com)

    Η Σιβηρία είναι μια παγωμένη ήπειρος που όλοι ξέρουν που βρίσκεται αλλά λίγοι θέλουν να την επισκεφτούν. Ακόμη λιγότεροι επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτή παρότι είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους. Η αιτία είναι οι μεγάλοι, σκοτεινοί και δυσβάστακτα σκληροί χειμώνες της, με τη θερμοκρασία να καταποντίζεται στους –50 βαθμούς Κελσίου. Τα καλοκαίρια οι πάγοι λιώνουν και το έδαφος μετατρέπεται σε ένα αδιάβατο λασπώδες τέλμα. Η υγρασία είναι ανυπόφορη, ενώ σύννεφα από επιθετικά κουνούπια καλύπτουν όλο σου το σώμα. Τέτοιες ακραίες συνθήκες πρέπει να είναι μαζοχιστής κανείς για να τις υπομείνει. Αυτό το γνώριζαν καλά οι Τσάροι της Ρωσίας και για να προωθήσουν τον εποικισμό της Σιβηρίας δεν έστειλαν σ’ αυτή μόνον ξυλοκόπους και τυχοδιώκτες, αλλά εξόριζαν μαζικά τους Ρώσους κατάδικους. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ρωσίας ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα της αραιοκατοίκησης και εκμετάλλευσης του απώτερου ανατολικού και βόρειου τμήματος της Σιβηρίας εκτοπίζοντας σ’ αυτές τις εκτάσεις τους υπηκόους τους, κυρίως κατάδικους και πολιτικούς κρατούμενους.

    Ήδη από τον 18ο αιώνα οι Τσάροι καταδίκαζαν τους αιχμαλώτους τους σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ήταν μια μορφή τιμωρίας που έγινε γνωστή με τη λέξη Κάτοργκα (κάτεργα), που έχει ελληνική ετυμολογία, προερχόμενη από το ρήμα κατείργω που σημαίνει «εγκλείω, περιορίζω, εμποδίζω». Αυτό έκανε και ο Μέγας Πέτρός όταν το 1722 έβγαλε μια ντιρεκτίβα με την οποία διέταζε να σταλούν οι εγκληματίες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους σε περιοχές εκτοπισμών στην ανατολική Σιβηρία για να εργαστούν σε ορυχεία, να υλοτομήσουν τα δάση της Τάιγκα και να κατασκευάσουν δρόμους, και φρούρια. Ο ίδιος χρησιμοποίησε έναν ολόκληρο στρατό εκατοντάδων χιλιάδων σκλάβων-καταδίκων για να χτίσει τη νέα του πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα.

    Κάπως έτσι ξεκίνησε ο ρώσικος εποικισμός της Σιβηρίας: από τα κάτεργα και τους κατάδικους. Αλλά ποτέ ο αριθμός των εποίκων-καταδίκων δεν ήταν αρκετός για μια τόσο μεγάλη έκταση. Μεταξύ του 1824 και του 1889 στάλθηκαν στη Σιβηρία περίπου 720.000 Ρώσοι κατάδικοι και οι περισσότεροι έμειναν μόνιμα εκεί μαζί με τις οικογένειες τους αποικίζοντας τις άδειες αλλά πλούσιες σε ορυκτά εκτάσεις της Σιβηρίας. Δεν ήταν όμως αρκετοί, ούτε και μόνιμοι. Οι κατάδικοι ζούσαν σε ανοικτά στρατόπεδα και όταν η ζωή τους γινόταν ανυπόφορη μπορούσαν πάντοτε να αποδράσουν. Αυτό έκανε και ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τσουχατβίλι (Στάλιν), που συνελήφθη από την Τσαρική αστυνομία και εξορίστηκε τέσσερις φορές στη Σιβηρία, αλλά κατάφερε να αποδράσει τις τρεις από αυτές. Αυτή η εμπειρία από τη Σιβηρία σημάδεψε τον «πατερούλη» Στάλιν –έναν μεγάλο θαυμαστή της μεθόδου του «στρατού σκλάβων» του Μέγα Πέτρου– δίνοντας του ιδέες για τα μετέπειτα στρατόπεδα τιμωρίας και εργασίας που ο ίδιος θα αποφάσιζε να δημιουργηθούν. Όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία τον Οκτώβριο του 1917 δεν είχαν παρά να μιμηθούν το σύστημα των Τσάρων σε πολύ σκληρότερη όμως εκδοχή. Έτσι δημιουργήθηκαν τα Γκουλάγκ, ένα όνομα που κατέληξε συνώνυμο της φρίκης!

    ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ GULAG
    Η λέξη Γκουλάγκ (GULAG / ГУЛАГ) αποτελεί ακρωνύμιο του Glavnoe Upravlenie Lagere, που στα ρωσικά σημαίνει «Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδου». Παρά την αρχική της σημασία η λέξη αυτή κατέληξε να περιγράφει ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα καταναγκαστικών έργων που περιλάμβανε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα επιβολής τιμωρίας, στρατόπεδα ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, στρατόπεδα γυναικών, παιδιών και στρατόπεδα μεταγωγών. Κατέληξε να σημαίνει ολόκληρο το τυραννικό σοβιετικό σύστημα, μια αληθινή «κρεατομηχανή» που έφτασε στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς της επί Στάλιν. Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός στη Δύση μετά το 1973, όταν ο Ρώσος πυρηνικός επιστήμονας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και πρώην εξόριστος, δημοσίευσε το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, όπου περιέγραψε τις εμπειρίες του ως κρατούμενος του σοβιετικού συστήματος αναμόρφωσης. Ονομάστηκε «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» επειδή αποτελούνταν από μια αλυσίδα 476 ξεχωριστών στρατοπέδων (ορισμένοι υποστηρίζουν πως υπήρχαν χιλιάδες μικρότερα στρατόπεδα), που έμοιαζαν με «νησιά» διάσπαρτα μέσα στην απέραντη σοβιετική ενδοχώρα, ορισμένα από αυτά ακόμη και πέρα από τον αρκτικό κύκλο.

    Με βάση σχετικούς υπολογισμούς εκτιμάται πως περισσότεροι από 18 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από το αχανές σύστημα των σοβιετικών Γκούλαγκ μόνο κατά την περίοδο 1929 ως 1953, την εποχή δηλαδή της Σταλινικής δικτατορίας. Άλλα 6-7 εκατομμύρια εξορίστηκαν στις ερήμους του Καζακστάν και στην Τάιγκα της Σιβηρίας. Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία 1.053.829 άνθρωποι πέθαναν στα Γκούλαγκ μόνον μεταξύ του 1934 και του 1953, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό όσοι πέθαναν στις «εργατικές αποικίες» ή πέθαναν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους από τις επιπλοκές στην υγεία τους που έπαθαν κατά την περίοδο της κράτησής τους στα Γκούλαγκ. Και ήταν συχνό φαινόμενο οι διοικήσεις των στρατοπέδων να απολύουν ετοιμοθάνατους κρατούμενους τους, ώστε να μην επιβαρύνονται οι δείκτες θνησιμότητας των στρατοπέδων τους. Ο αριθμός των μόνιμων επίσημων κρατουμένων στα Γκούλαγκ ήταν 510.000 το 1934 για να εκτιναχθεί στο 1.730.000 το 1953, τη χρονιά θανάτου στου Στάλιν.

    ΟΙ «ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ»
    Φυσικά δεν ήταν μόνον οι «εχθροί του λαού», δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι η πλειοψηφία στα Γκούλαγκ. Οι περισσότεροι ήταν ποινικοί κρατούμενοι, κοινοί εγκληματίες, αν και οι πολιτικοί, που στέλνονταν στα Γκούλαγκ χωρίς δίκη και με «συνοπτικές διαδικασίες», ήταν πάντοτε ένα σημαντικό ποσοστό. Οι πολιτικοί κρατούμενοι συχνά αποκαλούνταν με τα αρχικά «KR» (αντεπαναστάτες), κόντρας ή κόντρικς, αλλά και βράγκι νάροντα («εχθροί του λαού»). Τους ξετρύπωνε η μυστική αστυνομία του Στάλιν, που έγινε ειδική στο ανακαλύπτει «εχθρούς του λαού», οι οποίοι εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν «πειθήνιοι και άκακοι», κατάφερναν να «παρεισφρήσουν στο σοσιαλισμό», αλλά «κατά βάθος δεν τον αποδέχονταν». Οι εχθροί δεν ήταν φυσικά «καταστροφείς», «δολιοφθορείς» ή δάκτυλοι ξένων δυνάμεων, όπως διατυμπάνιζε η σοβιετική προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα «εχθρός του λαού» μπορούσε να χαρακτηριστεί οποιοσδήποτε αρκεί να αμφισβητούσε το σοβιετικό σύστημα ακόμη και να αργούσε μερικά λεπτά να πάει στην εργασία που του είχαν αναθέσει, κάτι που θεωρούνταν «αντισοβιετική συμπεριφορά»! Παράδειγμα ο πατέρας του γνωστού Ρώσου στρατηγού και πολιτικού Αλεξάντερ Λέμπεντ ο οποίος, επειδή άργησε δύο φορές στη δουλειά του στο εργοστάσιο από δέκα λεπτά, καταδικάστηκε σε πενταετή κάθειρξη στα Γκούλαγκ. Κάποιος άλλος καταδικάστηκε επίσης για πέντε χρόνια για «κερδοσκοπία», επειδή απλώς έκανε εμπόριο τσιγάρων!

    Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων που στάλθηκαν στα Γκούλαγκ μόνο κατά την περίοδο του Στάλιν, ξεπερνούν κατά πολύ τα 2,5 εκατομμύρια, όπως τους υπολογίζουν επίσημα τα σοβιετικά αρχεία. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό τους. Το 1946 είχαν φτάσει να αποτελούν το 60% του συνόλου των κρατουμένων, επειδή οι περισσότεροι ποινικοί κρατούμενοι είχαν αμνηστευτεί λόγω του πολέμου. Το σίγουρο πάντως είναι πως πολιτικοί κρατούμενοι υπήρχαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του μεταρρυθμιστή Γκορμπατσόφ, ο παππούς του οποίου ήταν κι αυτός κρατούμενος στρατοπέδου των Γκούλαγκ.

    Πρέπει να σημειωθεί πως οι μαζικές εκτελέσεις και οι εκτοπισμοί λειτουργούσαν επί Στάλιν ως μαγικά ξόρκια που απέβλεπαν στην πειθάρχηση του Σοβιετικού λαού. Οι «εχθροί του λαού» ήταν παντού. Ήταν οι «Τροτσκιστές», διάφορες «ύποπτες» εθνότητες (Γερμανοί, Πολωνοί, Εσθονοί, Έλληνες κ.α.), αλλά κι εντελώς άσχετες ομάδες όπως γλωσσομαθείς, συλλέκτες γραμματοσήμων με διεθνείς επαφές (!), πολίτες που μάθαιναν την Εσπεράντο, ακόμη και Βουδιστές Λάμα των Μογγόλων! Δεν είχαν σημασία οι ομάδες, μόνον οι αριθμοί. Αν το Πολιτικό Γραφείο στη Μόσχα είχε ως «στόχο παραγωγής» έναν συγκεκριμένο αριθμό «εχθρών του λαού» για να τον στείλει στη Σιβηρία, τότε έπρεπε να αυξηθούν τα όρια π.χ. από 1.500 σε 2.000 τη βδομάδα. Υπήρξε μια παράνοια για την κάλυψη των ποσοστών της εξόντωσης και έτσι η Σοβιετική μυστική αστυνομία και οι δήμιοι είχαν συνεχώς δουλειά, αυξάνοντας συνεχώς τις κατηγορίες των υποψήφιων θυμάτων: «Δεν επρόκειτο για μια κατάσταση όπου έβαζαν στο στόχαστρο τους εχθρούς, αλλά για τυφλό μένος και πανικό» (Getty Naumov, The Road to Terrror).

    «ΡΑΜΠΟΤΣΑΓΙΑ ΖΟΝΑ»: ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΑΝ ΡΟΜΠΟΤ
    Η πολιτική αστυνομία του σοβιετικού καθεστώτος, που μετονομάζεται αλληλοδιαδόχως σε Τσε-Κα, GPU, NKVD και KGB, δεν ήταν μόνο το κυριότερο στήριγμα της κομμουνιστικής δικτατορίας. Ήταν, επίσης και ο μεγαλύτερος «επιχειρηματίας» αυτού του καθεστώτος. Η πολιτική αστυνομία του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν αυτή που διαχειριζόταν το απέραντο δίκτυο των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας και μέσα από το σύστημα των Γκούλαγκ είχε ένα συνεχώς ανανεούμενο και άνευ κόστους, ανθρώπινο δυναμικό που ήταν έγκλειστο στα στρατόπεδα.

    Κατά τη διάρκεια της ακμής τους τα στρατόπεδα Γκούλαγκ έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη σοβιετική οικονομία. Παρήγαγαν το 1/3 του χρυσού της χώρας, κι ένα μεγάλο μέρος της ξυλείας, του άνθρακα καθώς και άλλων προϊόντων. Οι κρατούμενοι δούλευαν σκληρά, πολλές ώρες, σε αντίξοες συνθήκες και με λιγοστή τροφή, κατασκευάζοντας δρόμους, υλοτομώντας δένδρα, εξορύσσοντας μεταλλεύματα, καλλιεργώντας γη και δουλεύοντας σε βιομηχανικά συγκροτήματα της Σιβηρίας. Τα στρατόπεδα αυτά ήταν μια «Ραμπότσαγια Ζόνα», μια «ζώνη εργασίας», όπου η σκληρή εργασία ήταν στο επίκεντρο της καθημερινότητας των κρατουμένων και η κύρια σκέψη της διοίκησης. Οι κρατούμενοι ήταν ενταγμένοι σε ομάδες εργασίας, που καθοδηγούνταν από ομαδάρχες κι έπρεπε να εκπληρώσουν συγκεκριμένες νόρμες παραγωγής, που υπολογίζονταν με «επιστημονική λογική». Ανάλογα με την επίτευξη της νόρμας τους οι κρατούμενοι έπαιρναν και την αντίστοιχη μερίδα φαγητού. Για να εξασφαλίσουν το μέγιστο επίπεδο μερίδας φαγητού, που έφτανε ως τα 1.200 γραμμάρια ψωμιού ημερησίως (το ψωμί ήταν το «σκληρό νόμισμα» των στρατοπέδων), έπρεπε να εργάζονται εντατικά για πολλές ώρες. Όσοι δεν εργάζονταν εντατικά θα έπρεπε να αρκεστούν στα 700 γραμμάρια ψωμιού, ενώ οι «τεμπέληδες» ήταν αναγκασμένοι να τη βγάλουν με 400 γραμμάρια ή να πεθάνουν της πείνας. Σε εποχές λιμού, όπως ήταν ο χειμώνας του 1942, οι αρχές τους στρατοπέδου περιόριζαν τις μερίδες στους κρατούμενους φτάνοντας σε σημείο ώστε να πετύχουν το ρεκόρ επιβίωσης σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων με μόλις 400 θερμίδες την ημέρα!

    Η εργασία συνεχιζόταν αδιάκοπα χειμώνα-καλοκαίρι. Ειδικά κατά τους σκληρούς σιβηριανούς χειμώνες η εργασία των κρατουμένων συνεχιζόταν κανονικά, εκτός κι αν η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους –45,5 βαθμούς Κελσίου (άσχετα αν υπήρχε ή όχι παγωμένος αέρας), οπότε οι κανόνες όριζαν τη διακοπή των εργασιών οπότε οι κρατούμενοι ζωντάνευαν ξαφνικά, μάζευαν τα εργαλεία τους, σχημάτιζαν γραμμή κι επέστρεφαν στο στρατόπεδό τους. Κατά την επιστροφή τους, μέσα από την παγωμένη χιονοθύελλα που ούρλιαζε, όλο και κάποιος έπεφτε και θάβονταν στο χιόνι, ενώ το πτώμα του ανακαλύπτονταν παγωμένο την άνοιξη. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, όπως το σκληροπυρηνικό στρατόπεδο του Κολίμα, όπου οι κρατούμενοι σταματούσαν να εργάζονται μόνον όταν η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους –50 βαθμούς Κελσίου!

    ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ
    Τα εργατικά ατυχήματα ήταν πολύ συχνό φαινόμενο στα Γκούλαγκ. Πολλοί κρατούμενοι μάλιστα αυτοτραυματίζονταν για να απαλλαγούν από τη σκληρή εργασία και να απολαύσουν έστω για λίγες μέρες τη «θαλπωρή» της νοσοκομειακής πτέρυγας του στρατοπέδου, που δεν διέθετε βέβαια καμία άνεση απλώς είχαν ευκαιρία να ξεκουραστούν. Κάποιοι σακατεύονταν από μόνοι τους για να πάνε σε νοσοκομεία για ανίατους ή παρίσταναν τους κωφούς ή τους τρελούς. Εγκληματίες ακρωτηρίαζαν μόνοι τους τα τρία μεσαία δάκτυλα των χεριών τους για να μην μπορούν να κόβουν δένδρα ή να τραβούν χειράμαξες. Άλλοι έκοβαν ολόκληρο χέρι ή πόδι, ή τυφλώνονταν ρίχνοντας οξύ στο ένα τους μάτι. Άλλοι πάθαιναν επίτηδες κρυοπαγήματα για να τους ακρωτηριάσουν τα άκρα.

    Υπήρχαν μάλιστα και κρατούμενοι που κάρφωναν τους όρχεις τους στον πάγκο εργασίας για να καταστούν ανίκανοι προς εργασία! Οι πιο τολμηροί έκλεβαν μια σύριγγα κι έκαναν ένεση με σαπούνι στο πέος τους παριστάνοντας ότι έπασχαν από κάποιο αφροδίσιο νόσημα! Κάποιοι άλλοι κάπνιζαν σκόνη από ασήμι για να εμφανιστεί έτσι «σκιά» στους πνεύμονες τους ώστε να τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο για πάσχοντες από ανίατες ασθένειες.

    Υπήρχαν βεβαίως και οι απατεώνες που παρίσταναν τους ψυχασθενείς, τους κωφούς ή τους παράλυτους. Οι γιατροί όμως του στρατοπέδου είχαν γίνει ειδικοί στο να ξεσκεπάζουν τους ψευδοασθενείς. Έτσι τους «παράλυτους» τους τοποθετούσαν στο χειρουργικό τραπέζι, τους έκαναν μια ελαφρά αναισθησία και όταν ξυπνούσαν τους έβαζαν να σταθούν στα πόδια τους. Φυσικά οι περισσότεροι έκαναν πάντα ένα-δύο βήματα πριν θυμηθούν πως ήταν «παράλυτοι» και καταρρεύσουν στο πάτωμα. Σε μια «κωφή» γυναίκα έφεραν τη μητέρα της για επίσκεψη, που της φώναξε και η κόρη φυσικά απάντησε.

    Οι υποτιθέμενοι «φρενοβλαβείς» ήταν πιο εύκολη περίπτωση. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την ανακάλυψη της απάτης τους ήταν να τους βάλουν στον ίδιο θάλαμο με πραγματικά σχιζοφρενείς. Μέσα σε λίγες ώρες οι απατεώνες ασθενείς κτυπούσαν οι ίδιοι τις πόρτες και ζητούσαν να βγουν έξω! Αν αυτή η μέθοδος αποτύγχανε τότε τους έκαναν ένεση με καμφορά, κάτι που τους προκαλούσε τέτοια ψυχιατρική κρίση, που όσοι επιζούσαν δεν ήθελαν με τίποτε να το ξαναζήσουν!

    Η ΑΡΓΚΟ ΤΩΝ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
    Η εμπειρία των Γκούλαγκ άφηνε τα ανεξίτηλα σημάδια της πάνω σε όσους πέρασαν από αυτά. Ακόμη και μετά από δεκαετίες οι πρώην κρατούμενοι αναγνωρίζονταν στο δρόμο απλά και μόνο από το βλέμμα των μάτια τους.

    Οι σκληρές και ιδιαίτερες συνθήκες των Γκούλαγκ, που ήταν ένας ολόκληρος σκοτεινός κόσμος μέσα στη Σοβιετική Ένωση, δημιούργησαν μια δικιά τους αυτόνομη υποκουλτούρα. Τα στρατόπεδα των Γκούλαγκ λειτουργούσαν με τους δικούς τους νόμους, τους δικούς τους ηθικούς κανόνες, τις δικές τους συνήθειες, σύμβολα, ακόμη και τη δική τους αργκό. Αυτή την αργκό την επέβαλαν οι κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου, δηλαδή οι εγκληματίες που αποκαλούνταν Ούρκι ή Μπλάτνοϊ, ενώ αν ανήκαν στην ελίτ του εγκλήματος αποκαλούνταν Βόρι βι Ζάκονε. Αυτοί είχαν τους δικούς τους κώδικες, έθιμα και κανόνες πολύ πριν δημιουργηθούν τα Γκούλαγκ και όταν αυτά δημιουργήθηκαν τα επέβαλαν εύκολα και στους άλλους.

    Η αργκό των στρατοπέδων ήταν μια ιδιαίτερη γλώσσα (φαίνεται πως προήλθαν από τα εβραϊκά ή γίντις, που ήταν διαδεδομένα στο κακόφημο λιμάνι της Οδησσού –ένα πραγματικό «φυτώριο» εγκληματιών) και ήταν σημαντικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων. Αποκαλούνταν Μπλάτνοϊ Σλόβο («γλώσσα των κλεφτών») και κάποιες φορές Μπλάτναγια Μούζικα («μουσική των κλεφτών»). Η εκμάθηση αυτής της ιδιαίτερης γλώσσας ήταν ένα «τελετουργικό μύησης», που έπρεπε να υπομείνει όλοι οι κρατούμενοι. Διέθετε ένα εκτεταμένο λεξιλόγιο λεπτομερέστατων υβριστικών εκφράσεων και εκατοντάδες λέξεις για καθημερινά αντικείμενα. Πολλές φράσεις υπήρχαν για να περιγράψουν την έννοια του εγκλήματος, όπως η φράση Μούζικε Χόντιτ, που σημαίνει «χορεύοντας με τη μουσική». Υπήρχαν ξεχωριστές λέξεις για τον κλέφτη εκκλησιών, τον κλέφτη λεωφορείων, την τυχαία κλοπή κ.α.

    Η Μπλάτνοϊ Σλόβο ήταν μια αργκό κατά το ήμισυ αισχρή και κατά το ήμισυ αρρωστημένα συναισθηματική, γεμάτη με λέξεις που αντανακλούσαν την ηθική των κλεφτών. Αντί για τη λέξη ομιλία (γκόβορτ) οι κλέφτες χρησιμοποιούσαν τη λέξη κτύπημα, επειδή οι έγκλειστοι επικοινωνούσαν παραδοσιακά με κτυπήματα στους τοίχους. Όσο κι αν οι αρχές των στρατοπέδων προσπάθησαν να αποτρέψουν τη χρήση της «γλώσσας των κλεφτών» δεν τα κατάφεραν. Η γλώσσα αυτή όχι μόνον επιβίωσε αλλά διαδόθηκε και στους υπόλοιπους, τους πολιτικούς κρατούμενους, που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν φράσεις της ακόμη και στην αλληλογραφία τους.

    Πρέπει να σημειωθεί άλλωστε πως και οι σοβιετικές αρχές είχαν τη δική τους «γλώσσα» –ολόκληρες κωδικές ονομασίες σχετικά με τα Γκούλαγκ. Κατ’ αρχάς η περιβόητη NKVD αναφέρονταν στα στρατόπεδα αυτά με το χαρακτηρισμό «ειδικά αντικείμενα» ή «υποκεφάλαια», για να αποκρύψουν την πραγματική φρικτή τους δραστηριότητα. Οι κρατούμενες έγκυες γυναίκες αναφέρονταν ως «Βιβλία» και τα παιδιά ως «Αποδείξεις». Οι άνδρες ως «Λογαριασμοί», οι εκτοπισμένοι ως «Σκουπίδια» και όσοι υποβάλλονταν σε έρευνα ως «Φάκελοι». Τα ίδια τα στρατόπεδα είχαν κωδικό όνομα «Κοινοπραξία», ενώ ένα από αυτά λέγονταν κωδικά «Ελεύθερο»!

    ΤΑΤΟΥΑΖ: ΟΙ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
    Εκτός από την ιδιαίτερη γλώσσα τους οι εγκληματίες, που άνηκαν στην ανώτερη κάστα των Γκουλάγκ και στους οποίους οι υπόλοιποι όφειλαν σεβασμό, ξεχώριζαν από το περπάτημά τους «με μικρά βήματα και τα πόδια ελαφρώς ανοικτά», τις χρυσές ή ασημένιες κορώνες στα δόντια τους και, βεβαίως, από τα τατουάζ τους. Ανάγκαζαν τους καλλιτέχνες των στρατοπέδων να τους ζωγραφίσουν στο σώμα τους διάφορα σχέδια με τη βοήθεια βελόνας: μια καρδιά, τον εσταυρωμένο, χαρτιά τράπουλας ή μια γυναίκα. «Παρέδιδαν το χάλκινο σώμα τους στην τέχνη του τατουάζ και με τον τρόπο αυτό ικανοποιούσαν λίγο τις καλλιτεχνικές, ερωτικές, ακόμα και ηθικές τους ανάγκες», έγραφε ο Σολζενίτσιν στα απομνημονεύματά του. Ορισμένα τατουάζ των ούρκι είχαν συναισθηματικό περιεχόμενο με φράσεις όπως «Δεν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτή τη ζωή…» κ.α.

    Άλλοι έκαναν αστεία τατουάζ, όπως μια μαϊμού που αυνανίζεται. Κάποιοι έβαζαν τους καλλιτέχνες να τους ζωγραφίσουν στο στήθος το πρόσωπο του Λένιν ή του Στάλιν, επειδή πίστευαν πως κανένα εκτελεστικό απόσπασμα δεν θα τολμούσε να πυροβολήσει ένα πορτρέτο τους! Άλλοι ήταν ακόμη πιο προχωρημένοι, όπως περιγράφει ο Ντανίλο Κις το τατουάζ ενός εγκληματία κρατούμενου: «μπροστά αετός που με το ράμφος του κατασπαράζει το συκώτι του Προμηθέα. Πίσω, σκύλος σε ασυνήθιστη στάση, ζευγάρι με μια κυρία. Δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Κορόνα και γράμματα. Φως και σκοτάδι. Τραγωδία και κωμωδία. Παρωδία της ίδιας της ανωτερότητας. Ταύτιση του σεξ και του γέλιου. Του έρωτα και του θανάτου».

    Η ΤΡΑΠΟΥΛΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
    Οι αρχηγοί των εγκληματιών στα Γκούλαγκ αρέσκονταν στη χαρτοπαιξία. Τα πιο αγαπημένα και συνηθισμένα χαρτιά ήταν χειροποίητα, κατασκευασμένα από κολλημένα μεταξύ τους στρώματα εφημερίδας. Στη μεσαιωνική εικονογραφία αυτών των χαρτιών είχε αναμιχθεί κι ένας ρώσικος συμβολισμός: ο αριθμός των χαρτιών ήταν είκοσι έξι. Τις ατέλειωτες πολικές νύχτες, μέσα στο μπλε μισοσκόταδο των κελιών με καπνούς από φτηνά τσιγάρα παπιρόσα, οι κρατούμενοι εγκληματίες έπαιζαν κυριολεκτικά τα πάντα: ρούβλια, σκούφους για το κρύο, ρούχα, τσιγάρα, κύβους ζάχαρης, κομμάτια σώματος, βιασμούς, ακόμη και ανθρώπινες ζωές. Αν κάποιος έχανε και η ποινή του ήταν να σκοτώσει κάποιον κρατούμενο τότε ήταν αναγκασμένος να το κάνει, διαφορετικά αποκτούσε το παρατσούκλι σκύλα, όλοι τον περιφρονούσαν και σέρνονταν χρόνια ολάκερα σαν ψωριασμένη σκύλα.

    Όταν το παιχνίδι ανάμεσα σε δύο κλέφτες που ήταν ψηλά στην ιεραρχία ήταν παρατεταμένο ή δυσάρεστο συνήθως κατέληγε σε εξευτελισμό ή θάνατο. Ένας νικητής αρχηγός απαίτησε από τον καλλιτέχνη του στρατοπέδου να κάνει στο πρόσωπο του ηττημένου ένα τατουάζ που απεικόνιζε ένα τεράστιο πέος που στρέφονταν προς το στόμα του. Ο καλλιτέχνης το έκανε, αλλά λίγο αργότερα ο ηττημένος με το τατουάζ πίεσε το πρόσωπο του σε μια καυτή μασιά για να το σβήσει! Προτίμησε το σημάδι ενός εγκαύματος παρά κάτι το τόσο προσβλητικό.

    Κάποιοι έπαιζαν στα χαρτιά ακόμη και τη φωνή τους και αφού έχαναν ήταν υποχρεωμένοι να μη μιλούν για χρόνια. Υπήρχε ένας τέτοιος «κωφάλαλος», που τον έστελναν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει γιατί κι εκεί οι τοπικοί ούρκα είχαν ακουστά την ιστορία του. Ήταν γνωστό πως οι παραβιάσεις τέτοιων συμφωνιών ανάμεσα στους ούρκι τιμωρούνταν με θάνατο και όλοι γνώριζαν πως κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους νόμους των κλεφτών. Δεν έπαιζες με τέτοια πράγματα στα Γκουλάγκ. Εκεί οι πάντες γνώριζαν καλά πως ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο…

    Παρά την ύπαρξη πολλών μαρτυριών από την κόλαση των Γκούλαγκ πολλά πράγματα εξακολουθούν να μην είναι ξεκάθαρα, αλλά να ανήκουν στη σφαίρα του θρύλου. Υπάρχει μια ολόκληρη λογοτεχνία γι’ αυτή τη «χαμένη ήπειρο», που βρίθει από urban legends. Τι ήταν πραγματικότητα και τι θρύλος; Είναι δύσκολο να το πει κανείς. Το σίγουρο είναι πως οι ιστορικοί έχουν πολύ δουλειά μπροστά τους. Μπορεί η Σοβιετική Ένωση να κατέρρευσε και η δημοκρατία να είναι σήμερα μια βεβαιότητα, ωστόσο η μελέτη της ιστορίας των Γκούλαγκ είναι βέβαιο πως προσφέρει πολλά διδάγματα. Όχι μόνον σε πιο σημείο μπορεί να φτάσει η εξαθλίωση των ανθρώπων, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν σ’ αυτήν. Και αυτό είναι το πιο φρικτό.

    Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

    Anne Aplebaum, Γκούλαγκ: Η Αληθινή Ιστορία, IOLKOS, 2009
    Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 2009
    Slavoj Zizek, Μίλησε Κανείς για Ολοκληρωτισμό; Scripta, 2002
    Ντανίλο Κις, Ένας Τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς, Κέδρος, 2006
    Tomasz Kizny, Gulag: Life and Death Inside the Soviet Concentration Camps 1917-1990, Firefly Books Ltd., 2004
    Orlando Figes, The Whisperers: Private Life in Stalin Russia, Allen Lane, 2007
    Paul R. Gregory, Valery Lazarev, The Economics of Forced Labour: The Soviet Gulag, Stanford: Hoover Institution Press, 2003
    Oleg V. Khlevniuk, The History of the Gulag: From Collectivization to the Great Terror, Yale University Press, 2004
    Yurii Fidelgolts, Kolyma, Moscow, 1997
    Simeon Vilsnsky, Deti Gulaga: 1918-1956, Moscow, 2002
    Yanusz Bardach, Man Is a Wolf to Man: Surviving Stalin’s Gulag, London 1998

    AΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ: ΤΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

  8. […]  “με τον ολοκληρωτισμό (τον πάσης φύσεως) ή εναντιά του;“ . Πολύ φοβάμαι ότι η τρέχουσα κριτική στον ολοκληρωτισμό οφείλεται στο χρώμα που έχει και στις πολιτικές επιλογές του κρίνοντος και όχι στη δομή εξουσίας που εισάγει.   Και ειδικά σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή που διάγει ο τόπος, σε αρκετούς ο ολοκληρωτισμός φαντάζει ως μια κάποια λύση!!!  Δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση στις προσπάθειες ηρωοποίησης του Ιωάννη Μεταξά ή αθώωσης της Χούντας ή -από την  άλλη πλευρά- αποκατάστασης και παλιννόρθωσης του Στάλιν και του Ν. Ζαχαριάδη. […]

  9. […] φαίνεται να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  10. […] να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  11. […] να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  12. […] -«H επιστροφή του σταλινισμού» http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=557717 . Υπάρχει αναρτημένο και εδώ: https://kars1918.wordpress.com/2010/12/17/stalin-2/ […]

  13. […] φαίνεται να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  14. […] φαίνεται να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  15. […] φαίνεται να έχει δύο στόχους: αφενός να αποκαλύψει την πραγματική σταλινική παλινδρόμηση του ΚΚΕ και να τη χρησιμοποιήσει ώστε να απαξιώσει το κόμμα […]

  16. […] κείμενο υπό τον τίτλο «H επιστροφή του σταλινισμού», https://kars1918.wordpress.com/2010/12/17/stalin-2/, όπο μεταξύ άλλων […]

  17. Agtzidis Vlassis on

    «Άπασα η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής προαγγέλλεται ως μία απέραντη συσσώρευση θεαμάτων. Ό,τι υπήρξε άμεσο βίωμα έχει απομακρυνθεί σε μία αναπαράσταση. […]

    Αυτή είναι η αρχή του φετιχισμού του εμπορεύματος, η κατακυρίευση της κοινωνίας από «αντικείμενα υπεραισθητά παρότι αισθητά», που εκπληρώνεται απόλυτα εντός του θεάματος, όπου ο αισθητός κόσμος υποκαθίσταται από μία επιλογή εικόνων, που υφίσταται υπεράνω αυτού και ταυτοχρόνως έχει κατορθώσει να αναγνωρισθεί ως το κατεξοχήν αισθητό».

    ΓΚΥ ΝΤΕΜΠΟΡ, «Η κοινωνία του θεάματος» (1967), μτφρ. Σύλβια, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000, σσ. 13, 29.


Σχολιάστε