Mιλώντας για κάποιες πλευρές του 1821

Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας (Ιωνία, Πόντος…),
της Θράκης και της Μακεδονίας
στην Επανάσταση του 1821

 

Παρότι η Επανάσταση του 1821 έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό, εν τούτοις διάφορες παράμετροι που σχετίζονται με το ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και γεωγραφικό πλαίσιο, παραμένουν ακόμα άγνωστοι. Στις παραμέτρους αυτές περιλαμβάνεται και η συμμετοχή των Ελλήνων που κατοικούσαν σε περιοχές που είτε δεν εντάχθηκαν από την αρχή στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, είτε χάθηκαν οριστικά για τον ελληνικό κόσμο μετά το 1922.   Η συμβολή των εθελοντών στα επαναστατικά γεγονότα φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος γράφει: “Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στο μεγάλο στρατόπεδο που είχε σχηματιστεί έξω από την Ακρόπολη στις αρχές του 1827, μόνο 1500 από τους 11.000 συνολικά άντρες κατάγονταν  από τη Νότια Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, “ίσως και μαχιμώτεροι”, ήταν Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Επτανήσιοι και Κρητικοί

Πόντος

Σημαντική εκπρόσωπος της ποντιακής συμμετοχής υπήρξε η οικογένεια των Υψηλαντών, η οποία, όπως και η άλλη οικογένεια των Μουρούζηδων, έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα.  Η οικογένεια των Υψηλαντών καταγόταν από το μικρασιατικό Πόντο. Από τα τέλη του 17ου αιώνα μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ποτέ δεν λησμόνησε την ποντιακή της καταγωγή. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπήρξε χρηματοδότης της ανέγερσης του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντος.

Οι Υψηλάντηδες   ενσάρκωσαν με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το γεγονός της στράτευσης όλων των Ελλήνων στο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης του υπόδουλου γένους.   Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την Γενική Αρχηγεία της Φιλικής Εταιρείας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 πέρασε τον Προύθο επικεφαλής μερικών μόνο αντρών. Στις 24 Φεβρουαρίου κήρυξε την Επανάσταση. Η κρίσιμη μάχη έγινε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η ηρωϊκή αντίσταση και η θυσία του “Ιερού Λόχου” με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, σήμαναν την καταστολή της εξέγερσης. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη και 37 αιχμαλωτίστηκαν για να αποκεφαλιστούν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Σώθηκαν 136, οι οποίοι θα καταλήξουν στις ρωσικές φυλακές.>

Στη συνέχεια, πολλοί νέοι Πόντιοι κατέβηκαν μέσω Ρωσίας και Ρουμανίας στην Ελλάδα και εντάχθηκαν στα επαναστατικά στρατεύματα.

Ιωνία  

Κατά τους σκοτεινούς αιώνες της μουσουλμανικής οθωμανικής κυριαρχίας, η Ιωνία υπήρξε χώρος μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των Ελλήνων. Η Σμύρνη αποτελούσε το δεύτερο εθνικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία της, όπως και αυτά των Κυδωνιών (Αϊβαλί), υπήρξαν εστίες με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Ένας από τους κορυφαίους εμπνευστές της 0019__ελληνικής πολιτικής αναγέννησης, ο Αδαμάντιος Κοραής, ήταν Σμυρνιός. Το κίνημα της Φιλικής Εταιρείας είχε βρει γόνιμο έδαφος στην Ιωνία. Πολλοί Έλληνες της Ιωνίας έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να πολεμήσουν τους κατακτητές.  Οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας έδιναν σημαντική βοήθεια στους επαναστάτες, προκαλώντας την οργή των Οθωμανών. Η ανατίναξη ενός οθωμανικού πλοίου από μπουρλοτιέρηδες στο λιμάνι της Ερεσσού, στα τέλη του Μαϊου του 1821, έδωσε την αφορμή για την καταστροφή του Αϊβαλιού και των 30.000 Ελλήνων κατοίκων του.

Οι διωγμοί δεν τελείωσαν με την καταστροφή του Αϊβαλιού αλλά συνεχίστηκαν ως το Δεκέμβριο στη Σμύρνη και στο Κουσάντασι. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιωνία και να καταφύγει στην Ελλάδα.  Το 1826 ο Σμυρνιός Ιωάννης Καρόγλου συγκροτεί στην Πελοπόννησο την “Ιώνιο Φάλαγγα”. Εφεξής, ένα μέρος των Ιώνων, θα συμμετέχουν συγκροτημένα στην Επανάσταση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό δημοσίευμα της “Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος” στις 24 Ιουλίου 1826, συγκροτήθηκε στο Ναύπλιο δύο μήνες μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Σκοπός της Φάλαγγας ήταν“… η εις εν σώμα ένωσις των εις την ελευθέραν Ελλάδα ευρισκομένων και υπό διαφόρους αρχηγούς διεσπαρμένων Ιώνων… δια να κατασταθώσιν ούτω χρησιμώτεροι εις τον υπέρ της ελευθερίας ιερού ελληνικού αγώνα

Θράκη  

Η Θράκη, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη υπήρξε μια σημαντική κοιτίδα του ελληνισμού. Η γειτνίασή της με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τη Ρωσία, καθώς και η εκτεταμένη θρακική παραλία της Μαύρης Θάλασσας μετέτρεψαν την Ανατολική και Βόρεια Θράκη σε μεγάλο αιμοδότη των αγώνων.

Επαναστατική κινητοποίηση παρατηρήθηκε σ’ όλο θρακικό χώρο. Κυρίως στις περιοχές της Βόρειας και Ανατολικής Θράκης και κάποιες της Δυτικής: Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη, Βάρνα, Αγχίαλος, Σωζόπολη, Μεσημβρία, Μάκρης, Μαρώνειας και Κεσάνης, καθώς και στα ελληνικά χωριά του κόλπου του Σάρου. Θράκες επαναστάτες κινούνταν για να προκαλέσουν μεγαλύτερη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Στις 17 Απριλίου 1821 επαναστάτησε η Σωζόπολη. Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Οθωμανών κατανίκησαν τους ανοργάνωτους επαναστάτες. Στις 25 Απριλίου η Σωζόπολη καταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό. Οι Έλληνες πρόκριτοι μαζί με τον μητροπολίτη, απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία.

Στις αρχές του Μαϊου του 1821 παρατηρήθηκε μεγάλη επαναστατική κίνηση στην Αίνο, λίγο ανατολικότερα τςη Αλεξανδρούπολης, όταν οι Αινίτες κατέλαβαν το κάστρο και αιχμαλώτισαν την οθωμανική φρουρά. Η συμβολή της Αίνου στο ναυτικό αγώνα υπήρξε πολύτιμη, εφόσον η δύναμή της το 1821 ανερχόταν σε 300 καράβια. Αινίτικα καράβια ενίσχυσαν τους Μακεδόνες επαναστάτες στη Χαλκιδική και στον Όλυμπο, αποκλείοντας τα παράλια της Μακεδονίας. Μετά την ανακατάληψη της Αίνου από τους Οθωμανούς, πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Μακεδονία

Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης πολυάριθμοι Μακεδόνες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Επίσης, το Άγιο Όρος, με τα 20 μοναστήρια και τους 10.000 περίπου μοναχούς την εποχή εκείνη, αποτελούσε τον πνευματικό φάρο του υπόδουλου Ελληνισμού.  

Στις 16 Μαΐου 1821, μια ημέρα πριν από την ορισθείσα ημερομηνία για την εκδήλωση της επανάστασης, η τοπική οθωμανική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Η εξέγερση του Πολυγύρου είχε σοβαρό αντίκτυπο.

Στη Θεσσαλονίκη τα νέα από την Χαλκιδική προκάλεσαν την οργή των Οθωμανών και ένα κύμα τρομοκρατίας. Οι όμηροι δολοφονήθηκαν. Σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο μητροπολίτης Κίτρους Ιωσήφ και οι πρόκριτοι Χριστόδουλος Μπαλάνος και Αναστάσιος Κυδωνιάτης, αποκεφαλίσθηκαν. Επιπλέον, 2.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό κράτηση στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.

Παράλληλα οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και της δυτικής Μακεδονίας θα καταλάμβαναν καίριες θέσεις, π.χ. τη γέφυρα επί του Αξιού και τα Τέμπη. Ιδιαίτερα σημαντικός προβλεπόταν να είναι ο ρόλος της Νάουσας, η οποία διέθετε, σύμφωνα με τον Κασομούλη, «άφθονα ντουφέκια και σπαθιά».

Ο καπετάν-Χάψας.…..               Ο Στάμος Κάψας γεννήθηκε στα Παζαράκια (Κρυοπηγή) Χαλκιδικής στα τέλη του 18ου αιώνα. Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στη χερσόνησο του Άθω μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια με τη βοήθεια Αινιτών και Ψαριανών καπεταναίων. Εκεί συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα και προχώρησαν στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού, προκειμένου να σταματήσουν τις Οθωμανικές δυνάμεις που έρχονταν από Δράμα και Κωνσταντινούπολη, στα Μακεδονικά Τέμπη. Η φήμη του έχει φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου οι Θεσσαλονικείς περιμένουν να τον υποδεχτούν ως απελευθερωτή. Τότε του προσάπτεται και το προσωνύμιο καπετάν Χάψας, με την έννοια ότι έχαφτε τους Τούρκους.

Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν. Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος.

1821 Olympios_giorgakis

Γιωργάκης Ολύμπιος

Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.

Μπροστά στον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε, οι Οθωμανοί συνέλαβαν πολλούς ομήρους στη δυτική Μακεδονία. Παρόλα αυτά οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 8 Μαρτίου 1822. Οι Τούρκοι, χάρη στην υπεροπλία τους, κατέστειλαν την εξέγερση σύντομα. Σχεδόν ταυτόχρονα εξεγέρθηκε και η Νάουσα. Η αντίδραση των Τούρκων ήταν σκληρή, αλλά η πόλη αντέταξε ηρωική άμυνα. Τελικά, στα μέσα Απριλίου 1822, με ένα στράτευμα 20.000 ανδρών, κατέβαλαν τους επαναστάτες και έσφαξαν τον πληθυσμό. Με αυτό τον τραγικό τρόπο έσβησε και η τελευταία επαναστατική εστία στη Μακεδονία.

Οι διασωθέντες κατέβηκαν στην Νότια Ελλάδα, όπου οι  Μακεδόνες, μαζί με  Θράκες και με Θεσσαλούς, συγκρότησαν το στρατιωτικό σώμα των Θρακομακεδόνων με επικεφαλής τον Στέφο Βούλγαρη.

Από τον εορτασμό στην Τιφλίδα της Γεωργίας το 1986 της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης. Από αριστερά προς δεξιά: Ερ. Σαρμαζανίδου, μέλος του δ.σ. του Συλλ. Ελληνικής Νεολαίας, Μ. Στεφανίδου, β' αντιπρ. του Συλλόγου, Γ. Μπαραμίτζε, γραμματέας της Κ.Ε. του Κομσομόλ της Τιφλίδας, Γ. Καρυπίδης, πρ. του Συλλ., Γ. Ατζαμίδης, α' αντιπρ. του Συλλόγου, Λ. Παπαζαχαριάδης, πολιτικός-πρόσφυγας, καθηγητής ελληνικής γλώσσας, Γ. Μουρατίδης, ιατρός, και o Ηρ. Παπουνίδης, χοροδιδάσκαλος-καλλιτεχνικός διευθυντής

Από τον εορτασμό στην Τιφλίδα της Γεωργίας το 1986 της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης.
Από αριστερά προς δεξιά: Ερ. Σαρμαζανίδου, μέλος του δ.σ. του Συλλ. Ελληνικής Νεολαίας, Μ. Στεφανίδου, β’ αντιπρ. του Συλλόγου, Γ. Μπαραμίτζε, γραμματέας της Κ.Ε. του Κομσομόλ της Τιφλίδας, Γ. Καρυπίδης, πρ. του Συλλ., Γ. Ατζαμίδης, α’ αντιπρ. του Συλλόγου, Λ. Παπαζαχαριάδης, πολιτικός-πρόσφυγας, καθηγητής ελληνικής γλώσσας, Γ. Μουρατίδης, ιατρός, και o Ηρ. Παπουνίδης, χοροδιδάσκαλος-καλλιτεχνικός διευθυντής.

20 Σχόλια

  1. «Τραγικά συμβάντα εν Κωνσταντινουπόλει και αλλαχού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»

    Αναφορά στη Σμύρνη τις πρώτες ημέρες τις Επανάστασης όπως την εξιστορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης :

    Ότε εν τη βασιλική καθέδρα (Κωνσταντινούπολη) εχέετο ποταμηδόν και ανηλεώς το αίμα του ιερού κλήρου, των αρχόντων, των εμπόρων, των τεχνιτών και αυτού του όχλου· ότε διά μόνης της φυγής, και αυτής επί θανατική ποινή απηγορευμένης, οι μεν άνδρες ήλπιζαν ν’ αποφύγωσι τας βασάνους και τον θάνατον, αι δε γυναίκες την ατιμίαν· ότε τα άγια των αγίων εμιαίνοντο, και ό,τι εσέβετο και επροσκύνει ο Χριστιανός εσυντρίβετο, εποδοπατείτο ή εχλευάζετο· ότε αι οικίαι επατούντο και αι ιδιοκτησίας ηρπάζοντο· ότε όλα ταύτα επράττοντο υπό τας όψεις των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών αυλών και τα πλείστα διά των διαταγών αυτού του σουλτάνου, εύκολον είναι να συμπεράνη τις τας αιματοχυσίας και τα παντός είδους παθήματα των δυστυχών Ελλήνων κατά τα άλλα μέρη της τουρκικής αυτοκρατορίας. Όπου Τούρκοι και Έλληνες, εκεί και σφαγαί και αρπαγαί και ατιμίαι· εκορυφούντο δε τα κακά ταύτα όπου τυχόν συνηθροίζοντο και στρατεύματα.

    Η Σμύρνη, η δευτερεύουσα πόλις του κράτους, εκινδύνευσε να χαθή όλη τον καιρόν εκείνον. Οι κάτοικοι της πόλεως Τούρκοι, οι διά την ησυχίαν και ασφάλειάν της αφοπλισθέντες προ πολλού, εξωπλίσθησαν όλοι, έτοιμοι αφορμής δοθείσης να καταστρέψωσι τους Χριστιανούς. Ό,τι δε ερριψοκινδύνευσεν έτι μάλλον την πόλιν ήτον η συρροή πλήθους ενόπλων Τούρκων εις τα πέριξ, επί σκοπώ να πέσωσιν εκείθεν όπου εξερράγη η επανάστασις. Ο ένοπλος ούτος όχλος, αίσχος πάσης κυβερνήσεως και θανάσιμος πληγή πάσης κοινωνίας, εζήτει αναφανδόν την γενικήν σφαγήν των εν Σμύρνη Χριστιανών· αλλ’ οι εντόπιοι Τούρκοι, έχοντες εν τη πόλει τας οικογενείας των και μη φοβούμενοι τους Χριστιανούς, αόπλους όντας, δεν επέτρεψαν την είσοδον αυτού εις την ειρηνικήν πόλιν. Αλλ’ ούτος επί τη απαγορεύσει ταύτη εξηγριώθη και έπεσεν εις τα πέριξ της πόλεως χωρία, όπου, μηδενός εναντιουμένου, εσφάζοντο οι απροστάτευτοι χωρικοί ως πρόβατα, ητιμάζοντο αι γυναίκες και ηρπάζετο η περιουσία. Εντός δε της πόλεως, αν και ήτον ικανή εκτελεστική δύναμις οθωμανική, φόνοι σποράδην και αταξίαι συνέβαιναν καθ’ ημέραν, και καθ’ ημέραν φόβος ήτο γενικής σφαγής. Ουδείς Χριστιανός ετόλμα ν’ αντείπη προς Τούρκον ό,τι και αν ήκουεν, ούτε να εξέλθη την νύκτα της οικίας ό,τι και αν εχρειάζετο.

    Οι Τούρκοι θεωρούντες εαυτούς εμπολέμους (σεφερλίδας) ενόμιζαν ότι όλα ήσαν συγχωρητά. Τόσον δε εθρασύνθησαν, ώστε δεν εσυστάλησαν να εξυβρίσωσι και κρατήσωσιν υπό φύλαξιν ολονυκτίως και αυτόν τον αρχηγόν της γαλλικής μοίρας και δύο αξιωματικούς συναπαντηθέντας καθ’ οδόν υπό της εκτελεστικής δυνάμεως την νύκτα παρά την διαταγήν, αν και εφόρουν την στολήν των· αλλ’ η θρασύτης αύτη τοις απέβη εις κακόν. Τολμηροί και αλαζόνες ενώπιον αόπλων, εφάνησαν δειλοί και ουτιδανοί ενώπιον ολίγων ευρωπαίων ενόπλων. Ο αρχηγός της γαλλικής μοίρας, απαιτών την επιούσαν ικανοποίησιν δι’ όσα έπαθεν, έφερε το πλοίον του απέναντι του διοικητηρίου έτοιμον εις προσβολήν. Η πολεμία αύτη επίδειξις ήρκεσε μόνη και τους επ’ ανδρία επαιρομένους Τούρκους να βάλη όλους εις φόβον και πολλούς εις φυγήν, και η ζητηθείσα ικανοποίησις εν τω άμα να δοθή. Αλλ’ ο κίνδυνος των δυστυχών Χριστιανών εφαίνετο καθ’ ημέραν εγγύτερος.

    Οσάκις τα πνεύματα είναι ηρεθισμένα και επιρρεπή εις φόβον, μικρά αφορμή αρκεί να φέρη το παν άνω κάτω.

    Την νύκτα της 30 μαρτίου έπεσε κατά περίστασιν εν τη πόλει τουφεκία. Φωναί ηκούσθησαν εν τω άμα λέγουσαι «έ β α λ α ν – σ π α θ ί». Αι φωναί αύται επανελήφθησαν, επιστεύθησαν, και όλοι οι κάτοικοι Χριστιανοί εχύθησαν εις το παραθαλάσσιον προς διάσωσιν εις τα πλοία· τινές δε εξ αιτίας του κυριεύοντος αυτούς φόβου ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και επνίγησαν, ως αν τους κατεδίωκαν τω όντι φονείς· αλλ’ η πόλις διεσώθη ως εκ θαύματος κατ’ εκείνην την περίστασιν.»
    «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»

  2. Ομιλία για την 25η Μαρτίου
    της Ειρήνης Παξιμαδάκη
    Τι ακριβώς γιορτάζουμε σήμερα; Τι είναι αυτό που είναι ανάγκη και ηθική επιταγή να μνημονεύουμε κάθε χρόνο τέτοια ημέρα; Τιμούμε την επανάσταση ενός λαού που τόλμησε με ιταμότητα να διεκδικήσει την ελευθερία του αψηφώντας τη λογική, κόντρα στις πιθανότητες κι ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, κυνηγώντας, όπως αρκετοί πίστευαν, μια χίμαιρα. Η καθιέρωση αυτού του εορτασμού, της επετείου δηλαδή της ελληνικής επανάστασης κι όχι της ίδρυσης του ελληνικού κράτους που αυτή πέτυχε, θυμίζει λίγο ως πολύ και την καθιέρωση της έτερης εθνικής μας επετείου, αυτή της 28ης Οκτωβρίου. Φαίνεται πως, σε αντίθεση με άλλους λαούς, οι Έλληνες γιορτάζουμε τις επαναστάσεις, τις αρνήσεις, τα μεγάλα ΟΧΙ, τις αντιστάσεις, την έναρξη του αγώνα κι όχι την αίσια έκβασή του. Δεν γιορτάζουμε, λοιπόν, σήμερα την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ύστερα από αιώνες οθωμανικής κατοχής, αλλά συμβολικά τη θρυαλλίδα που προκάλεσε την έκρηξη του λαού και έφερε την πολυπόθητη ανεξαρτησία.
    Για αιώνες οι Έλληνες και οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί, όπως ακόμα και οι ίδιοι οι τουρκικής καταγωγής αλλά χαμηλού εισοδήματος και παιδείας πληθυσμοί, υπέφεραν από ένα τυραννικό και απολυταρχικό καθεστώς. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος οι υπόδουλοι Έλληνες, αν και απογυμνωμένοι από την πνευματική ηγεσία και ουσιαστικά χωρίς την ύπαρξη αυτού που σήμερα ονομάζουμε πολιτική ηγεσία, κατόρθωσαν τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο, να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά του έθνους: τη γλώσσα, τη θρησκεία τα ήθη και τα έθιμα• παράγοντες που βοήθησαν να παραμείνει στην ψυχή η ανάμνηση της καταγωγής και να διατηρείται άσβεστη η ελπίδα της ελευθερίας και της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.
    Θρυλείται πως η σπίθα του Αγώνα άναψε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά είναι προφανές ότι δεν μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλη την επικράτεια. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της επανάστασης οι πρώτες επιτυχημένες επαναστατικές κινήσεις σημειώθηκαν το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821. Ως το τέλος Μαρτίου η επανάσταση γενικεύθηκε στην Πελοπόννησο και στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ακολούθησαν τον Απρίλιο τα νησιά, τον Μάιο η Χαλκιδική, το Πήλιο, η Αιτωλία, η Κρήτη και η Ήπειρος. Η 25η Μαρτίου θεωρήθηκε συμβολική και προτάθηκε ως επέτειος από τον Ιωάννη Κωλέττη και σ’ αυτήν συγχωνεύθηκαν όχι μόνο οι επέτειοι των κατά τόπους εξεγέρσεων στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη Μολδοβλαχία. Ο εορτασμός στις 25 Μαρτίου προτιμήθηκε και για τη σημειολογία της ημέρας, τη χριστιανική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καθώς το χαρμόσυνο μήνυμα του Θεού προς στην Παναγία συμβολίζει και τις ελπίδες που γέννησε η έναρξη της Επανάστασης στις ψυχές των Ελλήνων.
    Η Ελληνική Επανάσταση συνέπεια ως ένα βαθμό της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά προπαντός συνέχιση και κορύφωση της εθνικής επαναστατικής παράδοσης με την επίδραση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, είναι το ενδοξότερο και σπουδαιότερο γεγονός της Ιστορίας του Νεότερου ελληνισμού. Καθοριστικό ρόλο στη διάχυση και διάδοση των ιδεών του Ευ¬ρωπαϊκού διαφωτισμού θα διαδραματίσουν οι λόγιοι, οι οποίοι αποτελούν τους ιμά¬ντες μεταβίβασης των διαφωτιστικών ιδεών με σκοπό την καλλιέργεια συνείδησης για ελευθερία στους Έλληνες. Υποβοηθήθηκε βέβαια κι από το κίνημα του φιλελληνισμού, που γεννήθηκε στην Ευρώπη κυρίως από τον θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
    Η Ελληνική Επανάσταση, προετοιμασμένη και αποφασισμένη από τη Φιλική Εταιρεία, που εξέφρασε τότε με πίστη και τόλμη την έφεση του Έθνους για απελευθέρωση, πέτυχε ύστερα από εννιάχρονο επικό αγώνα εναντίον ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου να πραγματοποιήσει, έστω μερικώς, τον σκοπό της με τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια». Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση», θα παραδεχθεί ο Κολοκοτρώνης στον λόγο που εκφώνησε στην Πνύκα.
    Είθισται στις εορταστικές ομιλίες να αρκούμαστε σε στομφώδεις κι εγκωμιαστικές αναφορές στις αρετές και στο μεγαλείο της φυλής μας, για να λειτουργούν αυτές ως ενέσεις εθνικής υπερηφάνειας. Θεωρώ όμως ότι αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωση, γιατί η ιστορία είναι η μόνη αλήθεια, δεν χρειάζεται σχόλια για να αναδείξει το έπος του 1821 και είναι η μόνη που λειτουργεί ως οδηγός για το μέλλον και την αποφυγή των ίδιων λαθών.
    Το 1821, λοιπόν, ενώ η αυτοκρατορία είναι ακόμα ισχυρότατη κι ενώ στην Ευρώπη επικρατεί το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, οι Έλληνες αρχίζουν τον αγώνα για την απελευθέρωσή τους• ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύττει στο Ιάσιο την Ελλ. Επανάσταση και δημιουργεί πολεμικό μέτωπο στη Μολδοβλαχία, σπουδαίο αντιπερισπασμό για τον πόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα και μετά από ένα μήνα ξεσπά η επανάσταση στην Ελλάδα.
    Ο Αγώνας στη Μολδοβλαχία κρατάει επτά μήνες. Οι δυνάμεις των επαναστατών συντρίβονται. Στήνουν όμως και ηθικά τρόπαια: στο Δραγατσάνι με τη θυσία του Ιερού λόχου, στη Μονή Σέκου, με τη θυσία του Φαρμάκη και του δικού μας Γεωργάκη Ολύμπιου.
    Στην Ελλάδα η επανάσταση ευδοκιμεί. Ύστερα από πολυάριθμες συγκρούσεις στη στεριά και στη θάλασσα και ιδίως τις νίκες στη Γραβιά, στο Βαλτέτσι, στην Ερεσό, στο Μακρυνόρος, στα Βασιλικά και άλλες, ελευθερώνονται μεγάλες περιοχές.
    Στο τέλος του 1821 η Επανάσταση εδραιώνεται στη Νότια Ελλάδα. Την 1η Ιανουαρίου του 1822 διακηρύσσεται στην Επίδαυρο η Πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους.
    Μάλιστα στις 8 Μαρτίου 1822 κηρύσσεται η Επανάσταση στον Όλυμπο και στα Πιέρια Όρη, όπου πρωτοστατούν οι μηλιώτες πρωτοξάδερφοι Τόλιος και Δήμος Λάζος, ο πύργος των οποίων σώζεται ακόμα και σήμερα στην Άνω Μηλιά, υπόμνηση της παρουσίας τους και της ηρωικής τους δράσης.
    Κατά το 1822 και 1823, με τη συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη, την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη και πολλές άλλες νίκες, η Επανάσταση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί, παρά τις μεγάλες απώλειες στη Χίο, στο Πέτα, στη Νάουσα και το Σούλι.
    Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα.
    Από το 1824 αρχίζει η κάμψη της Επανάστασης εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων −στους οποίους συμμετείχαν μεγάλες προσωπικότητες της επανάστασης χωρισμένες σε ομάδες διεκδίκησης της εξουσίας− και των συντονισμένων επιχειρήσεων Τούρκων και Αιγυπτίων. Παρά την ηρωική αντίσταση, σβήνει κι ο αγώνας στην Κρήτη, καταστρέφονται η Κάσος και τα Ψαρά. Το 1825 αποβιβάζεται ο Ιμπραήμ με ισχυρές δυνάμεις και καταλαμβάνει συστηματικά την Πελοπόννησο.
    Τον επόμενο χρόνο αρχίζει η συγκλονιστική πολιορκία του Μεσολογγίου. Η πτώση του και η ηρωική έξοδος, εμπνέουν τον Διονύσιο Σολωμό και τον οδηγούν να γράψει τη μεγαλόπνοη σύνθεση των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Ο περίφημος στίχος του «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο ενδοξότερο από αυτό το αλωνάκι», συνοψίζει τον θαυμασμό που ενέπνευσε σε όλο τον κόσμο ο εκ προοιμίου χαμένος αγώνας των Μεσολογγιτών. Όλα αυτά προσθέτουν δόξα στον ελληνικό αγώνα, αλλά οι στρατιωτικές συνέπειες είναι βαρύτατες.
    Έτσι, το 1827 η καταστροφή του Καραϊσκάκη στο Φάληρο και η παράδοση της Ακρόπολης σημαίνουν και την απώλεια της Στερεάς Ελλάδας. Ο λαός λιμοκτονεί, η διοίκηση έχει παραλύσει και η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε έσχατο σημείο εξάντλησης. Όμως, με την παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων σώζεται η κατάσταση. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου κρίνει τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες και δίνει πνοή σε ένα έθνος που είχε επαναστατήσει μεν, αλλά την ίδια ώρα αλληλοσπαράσσεται από μίση, έριδες και πάθη. Τα τοκογλυφικά δάνεια από τους Ευρωπαίους και οι όροι αποπληρωμής τους δίνουν τελικά την ελευθερία σε έναν λαό που φαίνεται να μην ακούει τον Μπάιρον να συμβουλεύει:
    «Απ’ τον άπιστο Φράγκο λευτεριά μη ζητάτε.
    Εκεί ζουν ηγεμόνες που πουλούν κι αγοράζουν.
    Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε:
    εδώ θά ’βρετ’ ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.»
    μια συμβουλή που ηχεί ανατριχιαστικά επίκαιρη.
    Έτσι, η τάξη και η ευνομία αποκαθίστανται, και το 1830 αναγνωρίζεται ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με το περίφημο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Η βραχύβια διακυβέρνηση του Καποδίστρια αναπτερώνει τις ελπίδες, τερματίζεται όμως απότομα με τη δολοφονία του και φαντάζει σήμερα σαν την τελευταία μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το έθνος μας.
    Η ελληνική Επανάσταση τελειώνει με νίκη, έχει στοιχίσει όμως βαρύτατα. Εκατοντάδες χιλιάδες ελλήνων χάθηκαν στα πεδία των μαχών και το επίτευγμα της εξασφάλισης ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας προβάλλει ως ιστορική εποποιία και ως θρίαμβος της ελευθερίας.
    Το ελληνικό κράτος όμως είναι πολύ μικρό, φτάνουν τα σύνορά του μέχρι τη γνωστή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού. Γι’ αυτό και οι αγώνες των Ελλήνων, δεν σταματούν εκεί. Χρειάστηκαν πάνω από 120 ακόμα χρόνια αγώνων και διπλωματικών ζυμώσεων για να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό όλες οι περιοχές του σημερινού ελληνικού κράτους: τα Επτάνησα το 1864, η Θεσσαλία και η Ήπειρος το 1881, η Μακεδονία το 1912, η Κρήτη το 1913, η Θράκη το 1920 και τελευταία τα Δωδεκάνησα το 1947.
    Το μικρό αυτό ιστορικό αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να τελειώσει χωρίς να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τις αρετές και τις αδυναμίες μας, τις ίδιες που μας ακολουθούν από την αρχαιότητα και μας χαρακτηρίζουν και σήμερα. Η ομόνοια και η γενναιοψυχία απέναντι στον κοινό κίνδυνο και την επιδίωξη κοινού στόχου μάς έχουν βγάλει νικητές από πολλές και ποικίλες περιπέτειες. Ταυτόχρονα, η αδελφοκτόνος ζήλεια, το καταστροφικό εγωιστικό μας πείσμα, η εθνική έπαρση, το αίσθημα κατατρεγμού, η αδυναμία παραδοχής λαθών και η αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες, έφεραν πολλές φορές τη διχόνοια και την καταστροφή.
    Σήμερα διανύουμε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας μας. Παρά την αδιαμφισβήτητη ανεξαρτησία μας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλές απειλές, μια διαφορετική κατοχή, πολλούς, μα καλά κρυμμένους, εχθρούς. Αυτές τις στιγμές ας ηχεί στα αυτιά μας η περίφημη παρότρυνση του Μακρυγιάννη, ενός ανθρώπου αρχέτυπου του πατριώτη: Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ».
    Ας θυμόμαστε όμως και τον Ρήγα τον Θεσσαλό, τον Βελεστινλή, αυτόν τον μεγάλο οραματιστή του ομοσπονδιακού παμβαλκανικού κράτους, να γράφει στον Θούριο, στο «ιερότερο άσμα της φυλής μας», όπως χαρακτηρίστηκε:
    Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
    για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.
    Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,
    στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

    Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
    Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
    για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
    πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή

    [κι] Όσοι απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
    στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.
    Και όσοι του πολέμου, την τέχνην αγροικούν
    Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.

    Σκόπευα να τελειώσω την ομιλία μου εδώ, με την αναφορά στον Ρήγα, στον μεγάλο πρωτοπόρο οραματιστή να κηρύττει τη συναδέλφωση και να καλεί μέσα από τον Θούριο όλους τους λαούς των Βαλκανίων σε έναν κοινό αγώνα εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Όμως η επικαιρότητα με κατηύθυνε προς ένα διαφορετικό κλείσιμο: στην αναφορά σε μια άλλη προσωπικότητα της Επανάστασης, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον προοδευτικό κι ανήσυχο οπλαρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης, που οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε με το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Αυτός ο ανδρείος στρατηγός, που η γενναιότητά του στη μάχη συνδυάστηκε με μια απλή και ταπεινή ζωή, ονομάστηκε έτσι επειδή σε μια μάχη σκότωσε πολλούς Τούρκους. Στην πορεία της ζωής του ο επονομαζόμενος Νικηταράς φυλακίστηκε από τους Βαυαρούς, βασανίστηκε και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τυφλός και άρρωστος, κατάντησε ζητιάνος για να ζήσει. Αυτός ακριβώς ο άνθρωπος στέλνει το 1823 μια επιστολή στον Παπαφλέσσα:
    «Επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία, καθώς προς τούτοις εις την ιδίαν, ιερώτατον και η υπεράσπισις των πτωχών ασθενών, μάλιστα δε των στρατιωτών, ζητώ δια του παρόντος μου μέσον του Υπουργείου τούτου παρά της Υπερτάτης Διοικήσεως, ίνα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου, πρώτον το τζαμί του Αγαπασά μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, ίνα χρησιμεύση δια θέατρον, δεύτερον την μεγάλην οικίαν ευρισκομένην εις το πλάτωμα απέναντι του τζαμίου, ίνα χρησιμεύση δια σχολείον μεθ΄ όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, και τρίτον, ένα οσπίτιον μεγάλον κατά τα Πέντε Αφέλφια , ίνα χρησιμεύση δια Νοσοκομείον, δια τα οποία αφού μου δοθεί η άδεια, αφήνω επίτροπον δια να τα τελειώσει, παρακαλώντας την Υπερτάτην δια να ήθελεν να διορίση έναν επιστάτην της, ίνα μετά του ειδικού μου λαμβάνωσι τα εισοδήματα, και κάμνωσι τα έξοδα και χρονικώς δίδωσι λογαριασμόν.
    Όθεν και να έχω την απόκρισιν, προσκυνώ και μένω.
    Εκ Ναυπλίου τη 25η Σεπτεμβρίου 1823
    Νικήτας Σταματελόπουλος»
    Αυτό ήταν το όραμά του, η παιδεία, η συναδέλφωση, ο πολιτισμός, όχι το τυφλό μίσος και ο ρατσισμός.

    Ειρήνη Παξιμαδάκη
    Κατερίνη, Μάρτιος 2019

  3. Οι δρόμοι του μπαρουτιού
    του 1821:

    Από την Σμύρνη έφτασε
    μπαρούτι φορτωμένο…

    Του Φώτη Καραλή,
    προέδρου της Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας

    Παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα καράβι φορτωμένο μπαρούτι και μολύβι από την Σμύρνη φτάνει στο λιμανάκι του Αλμυρού, στη Βέργα. Το φορτίο με άκρα μυστικότητα θα μεταφερθεί στην μονή Μαρδακίου στην Αλαγονία για να διανεμηθεί στους επαναστάτες…
    Η ελληνική επανάσταση του 1821 θεωρείται από πολλούς θέμα εξαντλημένο. Υπήρξε, ωστόσο, καταλυτική όχι μόνο για την ιστορία της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Με την ευκαιρία του εορτασμού της παλιγγενεσίας του ελληνικού Έθνους, θα μπορούσα να αναφερθώ εκτενώς σε πάμπολλες σχετικές μελέτες και ομιλίες, καθώς η σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία είναι ιδιαίτερα εκτενείς και αναλυτικές. Οι μελετητές έχουν αναλύσει λεπτομερώς όχι μόνο τις ηρωικές στιγμές, αλλά και τη μιζέρια της εμφύλιας διχόνοιας των Ελλήνων, όχι μόνο τις δόξες, αλλά και τις δίκες των πρωταγωνιστών, τις πολιτικές διαπλοκές και τις δολοφονίες των αγωνιστών. Χαρά, περηφάνια αλλά και λύπη είναι όσα νιώσαμε για όλα όσα έχουμε κάνει, ενώ παράλληλα, είναι αδύνατον να μην έχουμε προβληματιστεί για εκείνα που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει, έχοντας ομόνοια, αν επιδιώκαμε τους κοινούς μας σκοπούς και κατορθώναμε να ξεπεράσουμε την εθνική μας κατάρα, τη διχόνοια, που «βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, παρ’ το λέγοντας και συ», όπως λέει και ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής.
    Είναι γεγονός, πως όλες οι αναφορές στην ελληνική επανάσταση του ’21 αναφέρονται στον κυρίως κορμό της Ελλάδας, ήτοι την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και το νησιωτικό της τμήμα. Εκτενής είναι η αναφορά σε Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιους, νησιώτες και άλλους στο πλαίσιο των πολιτικών και πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στις προαναφερθείσες περιοχές. Είναι παντελής, ωστόσο, -πλην ελάχιστων περιπτώσεων- η έλλειψη αναφορών στη συμβολή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι έδωσαν με σθένος και παλικαριά ό,τι μπορούσαν για την ελευθερία της Ελλάδας, θυσιάστηκαν στο βωμό των γεγονότων πολεμώντας και δίνοντας τη ζωή τους για να ζήσουν οι απόγονοί τους λεύτερη πατρίδα.
    Οι πόλεις της Μικράς Ασίας από πολύ νωρίς έγιναν αποδέκτες των μηνυμάτων για οργάνωση, ακολουθώντας τον ξεσηκωμό του Γένους. Η Φιλική Εταιρεία εξαπλώθηκε ταχέως και σε ευρέα στρώματα, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στη Σμύρνη, στις Κυδωνίες, στην χερσόνησο της Ερυθραίας, στην Καππαδοκία και τον Πόντο. Ας σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι είχε συσταθεί στη Σμύρνη η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», τα κέρδη της οποίας διετίθεντο υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος, για »αγορά και προώθηση πολεμοφοδίων στην Ελλάδα» κατ’ εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπως θα επεξηγήσουμε ακολούθως.
    Στις Κυδωνίες, το σημερινό Αϊβαλί, περισσότερα από 600 άτομα ήταν μυημένα στην Εταιρεία, προερχόμενοι από όλες τις τάξεις, όπως περιγράφει ο Ευστράτιος Πίσσας, μετέπειτα αγωνιστής που προήχθη στο βαθμό του Υποστρατήγου.

    Είναι αναγκαίο σε αυτό το σημείο να τονίσουμε το γεγονός πως οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας αποτελούσαν πάντα θύματα του Οθωμανικού κράτους και πλήρωναν με τη ζωή τους κάθε κρίση ή σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τούρκους. Αναφέρομαι στα Ορλωφικά (1770-74), στην επανάσταση του 1821, αλλά και αργότερα στον ατυχή πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13), στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου έγινε η μεγάλη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) αρχικά από τους Νεότουρκους αρχικά και στη συνέχεια από τον Κεμάλ, φτάνοντας στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν και επήλθε ο ξεριζωμός του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
    Πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι Μικρασιάτες δεν επαναστάτησαν όταν ξεκίνησε η επανάσταση από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας – με τη γνωστή άτυχη κατάληξη – ή όταν πραγματοποιήθηκε η διακήρυξη των Οπλαρχηγών της Επανάστασης στις 23 Μαρτίου 1821 στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Καλαμάτας. Η απάντηση τίθεται σε γεωγραφικούς λόγους, την εγγύτητα προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά ακόμη περισσότερο στην αποκάλυψη του «Μερικού περί Κωνσταντινουπόλεως Σχεδίου» του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και τον εμπρησμό του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκεφαλισμό του επικεφαλής της κινήσεως, Κωνσταντίνου Γκιούστου, Πλοιάρχου του τουρκικού στόλου, καθώς και άλλων ναυτικών, καταλήγωντας στην αποτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

    Σχετικά με τον Κωνσταντίνο Γκιούστο να αναφέρουμε τα κάτωθι:
    Υπήρξε Κυβερνήτης της τουρκικής ναυαρχίδας και αρχηγός των Υδραίων στον οθωμανικό στόλο. Στο απόγειο της Επανάστασης, ο Κωνσταντίνος Γκιούστος ήταν επικεφαλής 50 Υδραίων μελλάχηδων στον Ναύσταθμον της Κωνσταντινούπολης. Οι μελλάχηδες, αποτελούσαν ναύτες που παρείχε η Ύδρα στον Οθωμανικό Στόλο, πριν την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η ονομασία τους οφείλεται στην επιδέξια ναυτοσύνη τους. Παράλληλα, να σημειώσουμε, ότι η Ύδρα είχε παράσχει στον Στόλο και μικρό αριθμό Υδρέικων πλοίων. Σημειώνεται ότι λόγω των ειδικών προνομίων που είχαν οι Υδραίοι ναυτικοί από τον Καπουδάν Πασά (τον Υπουργό Ναυτικών ή Αρχιναύαρχο της Πύλης), πολλοί από αυτούς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της ναυτικής ιεραρχίας και έφταναν στο βαθμό του Πλοιάρχου ή και του Ναυάρχου.
    Πιο συγκεκριμένα, το 1821, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, Διευθυντής της Οθωμανικής Ναυαρχίας ήταν ο ικανότατος και εμπειρότατος Υδραίος ναύαρχος Κωνσταντίνος Γκιούστος, ένας πατριώτης με έναν μόνο πόθο και καημό: την ελευθερία της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Όταν επαναστάτησαν οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό τον Υψηλάντη και έφτασαν τα νέα του ξεσηκωμού των νησιών της Ελλάδας (Μύκονος, Ψαρά, Σπέτσες, Ύδρα, κ.λπ.), με τα νησιά το ένα μετά το άλλο να ξεσηκώνονται και να στέλνουν τα πλοία τους σε ναυτικές επιχειρήσεις, ο Κωνσταντίνος Γκιούστος δεν έκρυβε τη χαρά του και ανέλαβε να εκτελέσει το μεγαλειώδες αλλά συνάμα παράτολμο σχέδιο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.Να πυρπολήσει τον οθωμανικό στόλο εντός του Ναυστάθμου.

    ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ.

    Πιθανότατα αν τα είχαν καταφέρει η Οθωμανική αυτοκρατορία θα κατέρρεε και η Ελληνική Επανάσταση θα είχε επικρατήσει από τον πρώτο χρόνο της εκδήλωσής της. Δυστυχώς όμως,από άγνωστο μέχρι σήμερα πληροφοριοδότη,ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε το σχέδιο των Υδραίων και διέταξε άμεσα τη θανάτωση του Υδραίου κυβερνήτη της τουρκικής ναυαρχίδας, Κωνσταντίνου Γκιούστου. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι προχωρούσαν ανελέητα σε σφαγές στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Αϊβαλιού και άλλες πόλεις με ελληνικό πληθυσμό ως αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση.1
    Ας περάσουμε τώρα στις περιπτώσεις δύο πόλεων, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, τις Κυδωνίες και τη Σμύρνη, καθώς και σε μία σημαντική μικρασιατική προσωπικότητα, τον Γιαννακό Καρόγλου.

    Οι Κυδωνίες υπήρξε η μόνη αμιγής ελληνική πόλη, η οποία δεν είχε ούτε καν τουρκική διοίκηση ή αστυνόμευση, γεγονός που αξίζει να αναφερθεί στο πλαίσιο του τουρκοκρατούμενου περιβάλλοντος που επικρατούσε στη Μικρά Ασία. Με την έναρξη της Επανάστασης, οι Κυδωνίες αριθμούσαν 30.000 έως 40.000 κατοίκους, μόνο Έλληνες . Η ανάπτυξή της περιοχής οφείλεται στον Ιωάννη Δημητρακέλλη-Οικονόμου, ο οποίος είχε εξασφαλίσει σουλτανικό φιρμάνι το 1773 από τον Χασάν Πασά, κατά ένα μυθιστορηματικό τρόπο. Συγκεκριμένα, μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου υπό τον Χασάν Πασά από τον ρωσικό στόλο στη ναυμαχία της Κρήνης (Τσεσμέ) το 1770, ο Τούρκος Ναύαρχος κατέφυγε αρχικά στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Αφού περιπλανήθηκε κατέληξε στον ευρύτερο χώρο των Κυδωνίων, όπου και τον περιμάζεψε ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο οποίος τον περιέθαλψε,του πρόσφερε τα αναγκαία είδη ρουχισμού και τροφίμων και τον φυγάδεψε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα απέσπασε από τον Χασάν Πασά την υπόσχεση να του πραγματοποιήσει ό,τι ζητούσε σε μεταγενέστερο χρόνο, αν αυτό ήταν δυνατό και είχε την εξουσία. Ως αποτέλεσμα, μετά τη νικηφόρο ναυμαχία του τουρκικού στόλου κατά των Ρώσων το 1773 και την ανάδειξη του Χασάν Πασά ως Γαζή (νικητή) και Μέγα Βεζύρη του Οθωμανικού κράτους, ο Οικονόμου μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και απέσπασε φιρμάνι από τον Χασάν Πασά, το οποίο απαγόρευε την παρουσία Τούρκων στις Κυδωνίες.

    Ο Οικονόμου, όντας ένας από τους πιο πετυχημένους ηγέτες, αναδιοργάνωσε τις Κυδωνίες, την πόλη των ψαράδων και του λαδιού, σε πρότυπο πόλεως. Στις Κυδωνίες είχε ιδρυθεί Ακαδημία στην οποία δίδασκαν διαπρεπείς επιστήμονες του κινήματος του δυτικού διαφωτισμού, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, υπήρχαν 10 χριστιανικοί ναοί, θαυμαστά πετρόκτιστα σπίτια, πολλά από τα οποία ήταν με δύο ορόφους, αρχιτεκτονική που επέτρεπε τη φυσική άμυνα σε περίπτωση ανάγκης, διατηρώντας, παράλληλα, ένοπλο σώμα 1.000 περίπου ανδρών και τοπική αστυνομία. Οι διάδοχοί του Οικονόμου, παρότι δεν ακολουθούσαν διαδοχικά την ηγετική του προσωπικότητα, διαχειρίστηκαν καλά τις υποθέσεις της πόλεως, η οποία υπήρξε μία ακμάζουσα πόλη κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου, και ως τέτοια είχε προκαλέσει το φθόνο των γειτονικών τουρκο-κατοικούμενων περιοχών, όχι μόνο λόγω της ανόδου που σημείωναν οι Κυδωνίες σε κάθε τομέα, αλλά ιδιαίτερα για τα ένοπλα τμήματα και την ελληνικότητα που διατηρούσαν.

    Όπως αναμενόταν, οι κάτοικοι των Κυδωνιών αγκάλιασαν ομόθυμα την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πολλοί Κυδωνιείς εντάχθηκαν στα ένοπλα επαναστατικά σώματα, ενώ, παράλλληλα, προετοιμάζονταν για τη δική τους επανάσταση. Οι ενέργειές τους, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν τον σουλτάνο Μαχμούτ Β να λάβει δραστικά μέτρα διατάσσοντας τον Ιμπραχίμ Πασά της Προύσας να επέμβει και να καταστείλει τις επαναστατικές αυτές ενέργειες. Την ίδια χρονική περίοδο (αρχές Μαΐου του 1821) μία μοίρα του ελληνικού στόλου κατέλαβε τα Μοσχονήσια, στην είσοδο του κόλπου των Κυδωνιών, παρακινώντας ουσιαστικά τους Αϊβαλιώτες σε εξέγερση.
    Στις 3 Ιουνίου 1821 διαδραματίστηκαν έντονες μάχες, με οχυρωμένους Κυδωνιείς στα σπίτια τους, παρακολουθώντας την αποβίβαση του στόλου 1.000 Ελλήνων, οι οποίοι απώθησαν τους Τούρκους του Ιμπραχίμ. Ακολούθησε διήμερη μάχη με απώλειες που έφθασαν τους 1.500 Τούρκους και 150 Έλληνες, νεκρούς και τραυματίες. Δυστυχώς, όμως η πόλη κατέληξε στην κατοχή των Τούρκων, οι οποίοι κυριολεκτικά την ισοπέδωσαν. Ακολούθως, 25.000 Κυδωνιείς μετακινήθηκαν στα Ψαρά και από εκεί σε άλλα νησιά, καθώς και στον χερσαίο κορμό της Ελλάδας, με τη συνδρομή του ελληνικού στόλου, αλλά και με δικά τους μέσα. Μεγάλος αριθμός αυτών εντάχθηκε στα επαναστατικά κινήματα, συμμετέχοντας ενεργά στις επιχειρήσεις, κυρίως υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Νικηταρά, δυστυχώς με εξίσου μεγάλες απώλειες. Ο Κυδωνιάτης Στρατηγός Στέλιος Πίσσας υπολόγισε 5.000 πεσόντες Κυδωνιείς στο βωμό της Ελληνικής Επανάστασης.

    ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ

    Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ιστορία της «Ψωροκώσταινας».
    Αλλά, ποια ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»;
    Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζόταν όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
    Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά και κάποια στιγμή έφτασε στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο όπου για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
    Η «Ψωροκώσταινα» καταγράφηκε στην ιστορική μνήμη, όταν, σύμφωνα με αναφορές της εποχής, προσέφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, το 1826.
    «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά.[1]
    Σήμερα, το παρατσούκλι της χρησιμοποιείται απαξιωτικά, για να αποδώσει την κακομοιριά και την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας. Η ίδια όμως, υπήρξε μια ηρωική και αξιέπαινη Ελληνίδα.

    Ας περάσουμε, στη συνέχεια, στη Σμύρνη. Μια πόλη πολυπολιτισμική και πολυεθνική, με τα 2/5 του συνολικού της πληθυσμού (περίπου 50.000 κάτοικοι) να αντιστοιχούν σε Έλληνες, που αντικειμενικά δεν μπορούσε να επαναστατήσει ενάντια στους Οθωμανούς. Βοήθησε όμως με χρήματα, εφόδια και μαχητές, ενέργειες που την οδήγησαν στις οργισμένες διαχρονικές αντεπιθέσεις των Τούρκων, όντας παντοτινό εξιλαστήριο θύμα τους:

    Στις 27 Ιουνίου 1770, 1.000-1.500 Σμυρνιοί σφαγιάστηκαν μέσα σε μία νύχτα, εξαιτίας της ήττας του οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία του Τσεσμέ

    Στις 3 Μαρτίου 1797 ακολούθησε η δολοφονία 1.000 περίπου Σμυρναίων, με αιτία μία θεατρική παράσταση από ένα αυστριακό τσίρκο, όπου ένας Επτανήσιος ναύτης, βενετσιάνικης υπηκοότητας σκότωσε έναν γενίτσαρο – φύλακα στην είσοδο του τσίρκου, που δεν του επέτρεψε να εισέλθει χωρίς εισιτήριο. Οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν και ζήτησαν από το προξενείο της Βενετίας στη Σμύρνη να τους παραδώσουν τον εγκληματία, ο οποίος είχε καταφύγει στο προξενείο του αναζητώντας άσυλο. Οι Τούρκοι επανήλθαν με το πέρας 15 ημερών εξοργισμένοι. Αυτή τη φορά εισήλθαν με βία στο προξενείο, καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόμους της Σμύρνης, πράττοντας βιαιοπραγίες κατά του ελληνικού πληθυσμού, οδηγώντας σε τραγικό θάνατο περισσότερους από 1.000 Έλληνες Σμυρνιούς.Το περιστατικό αυτό, που έχει μείνει στην ιστορία ως το «Ρεμπελιό της Σμύρνης», αποδεικνύει τις εκδικητικές διαθέσεις των Τούρκων κατά των Ελλήνων, αφού από μία ασήμαντη στην ουσία αφορμή και 24 χρόνια πριν καν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, οι Τούρκοι κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης

    Παρ’ όλα αυτά……

    Μέσα σ’ ένα αρχοντικό σπίτι της Σμύρνης, το Μάρτη του 1820, μια ευγενικιά κυρία, η Κυριακή Ναύτη, γυναίκα του ιατρού Μιχαήλ Ναύτη, βρίσκεται σε μεγάλη ανησυχία.

    Ο Μιχαήλ Ναύτης ήταν από τα κύρια μέλη της Φιλικής Εταιρείας, εκείνης της μεγάλης πατριωτικής οργάνωσης που έδωσε το πρώτο κήρυγμα της ελευθερίας στη σκλαβωμένη τότε Ελλάδα.

    ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΝΑΥΤΗ.

    Εργαζόταν με ζήλο, με αυταπάρνηση, με θυσίες μεγάλες, για να διαδώσει το Εθνικό Κήρυγμα και να εμψυχώσει τους ήρωες, που αργότερα θα έπαιρναν στα χέρια το ντουφέκι και θα ύψωναν τη σημαία της Επανάστασης.
    Η καημένη η Κυριακή Ναύτη έτρεμε χωρίς κι αυτή να ξέρει το γιατί. Κάτι της έλεγε πως οι μυστικές συνεννοήσεις που είχε κάθε τόσο ο σύζυγός της, ήταν εχθρικές για το τουρκικό κράτος, που ήταν τότε πανίσχυρο.
    Μόλις ο σύζυγός της βγήκε από το δωμάτιό του για να κατευοδώσει κάποιον ξένο, με τον οποίο εξακολουθούσε να μιλά, ανήσυχη μπαίνει βιαστικά μέσα, πλησιάζει το γραφείο του και φοβισμένη μην τύχει και του έστειλαν κανένα Σουλτανικό έγγραφο για να παρουσιαστεί στις Αρχές- όπως συχνά γινότανε τότες- ψάχνει πάνω στο γραφείο του.
    Τα κλειδιά ήταν ακόμα στο συρτάρι. Ανοίγει με χτυποκάρδι και βρίσκει διάφορα χαρτιά. Πάνω στα χαρτιά ήταν μια σφραγίδα με νεκροκεφαλή και δυο οστά, σταυρωτά τοποθετημένα.
    Με δάκρυα στα μάτια , τα διαβάζει. Ήταν επιστολές της Φιλικής Εταιρείας για το Μεγάλο Αγώνα της Πατρίδας. Διαταγές και συνεννοήσεις με τον Σκουφά, τον Τσακάλωφ, τον Σέκερη, τον Ξάνθο.
    Κατάπληκτη η Κυριακή πληροφορείται πως ο σύζυγός της ήταν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές, που φρόντιζαν να ελευθερώσουν τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Τώρα δεν τρέμει, αλλά υπερήφανη σηκώνει το κεφάλι με χαμόγελο και γονατίζει μπροστά στην Παναγία παρακαλώντας την να βοηθήσει τον αγώνα.
    Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει ο άντρας της. Βλέπει το ανοιχτό συρτάρι, τα έγγραφα απλωμένα στο γραφείο, χλωμιάζει και με σιγανή φωνή της λέει:
    -Τι έκανες; Γιατί τόλμησες να εγγίσεις ένα μυστικό που σε καταδικάζει σε θάνατο; Γιατί να το κάνεις αυτό; Γιατί;
    Τα μάτια του είναι γεμάτα δάκρυα. Ο όρκος των Φιλικών είχε ένα άρθρο που έλεγε:
    «Ορκίζομαι να μην φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της Εταιρείας, μήτε να σταθώ κατ’ ουδένα λόγον η αφορμή του να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ ότι γνωρίζω περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου…».
    Τώρα που το έμαθεν η γυναίκα του, τι θα γίνει; Πώς μπορεί να είναι ήσυχος την ώρα που ξέρει το φοβερό μυστικό μια γυναίκα;
    Αμέσως την κλειδώνει καλά μέσα στο δωμάτιο και τρέχει στους άλλους φιλικούς του τόπου, τους προσκαλεί στο σπίτι του, τους διηγείται τι έγινε και τους λέει:
    -Πάρτε το πιστόλι μου αυτό και θυσιάστε την, αν πρόκειται με τη θυσία αυτή να μη διακινδυνεύσει η πατρίδα. Ας θαφτεί το τρομερό μυστικό μαζί της. Την αγαπώ πολύ, γιατί είναι η μητέρα των παιδιών μου, μα πρώτα έρχεται το συμφέρον της Πατρίδας.

    Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
    Οι Φιλικοί συσκέφτηκαν κι αποφάσισαν να μην την σκοτώσουν, αλλά να την εγγράψουν μέλος στον κατάλογο των Φιλικών, να δώσει τον όρκο και να είναι κι αυτή συναγωνίστρια και βοηθός στον αγώνα.
    -Πάρε το πιστόλι σου, καλέ μας φίλε. Δεν χρειάζεται η θυσία αυτή. Κράτησε την μητέρα των παιδιών σου… θα μας βοηθήσει.
    Η Κυριακή Ναύτη, η εκλεκτή αυτή Σμυρναία, ήταν η πρώτη και μόνη γυναίκα της Φιλικής Εταιρείας. Εβοήθησε τον αγώνα σαν άντρας. Πλάι στο σύζυγό της, εργάσθηκε ηρωικά, μυστικά, εχέμυθα.
    Έδειξε παραδειγματική στάση για τη σκλαβωμένη πατρίδα. Έκανε μυστικούς εράνους μέσα στην Τουρκοκρατούμενη Σμύρνη κι έστειλε, το Μάρτη του 1821, τα πρώτα πολεμοφόδια για τον αγώνα.
    Ως πρώτη συνεισφορά σ’ αυτόν τον έρανο, ο σύζυγός της πρόσφερε 3000 γρόσια, κι εκείνη όσα χρήματα μπόρεσε να πάρει, πουλώντας τα κοσμήματά της.

    Συνεχίζοντας ας περάσουμε στον Γιαννακό Καρόγλου. Ο Γ. Καρόγλου υπήρξε Ταξίαρχος του ελληνικού στρατού, ενώ ίδρυσε την Ιωνική Φάλαγγα, ένα από τα πρώτα σώματα του τακτικού στρατού των επαναστατημένων Ελλήνων. Η Ιωνική Φάλαγγα θα μπορούσε σήμερα να συγκριθεί με ένα τάγμα, με 300-400 στελέχη και οπλίτες, με σημαντική δράση στον αγώνα, όπως στη μάχη του Μεχμέτ Αγά στις 18η Ιουνίου 1826, στις επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα, στη μάχη της Αράχωβας, στην πολιορκία της Ακροπόλεως, την αποτυχημένη εκστρατεία προς απελευθέρωση της Χίου υπό τον Φαβιέρο την 8η Οκτωβρίου 1827 και πολλές ακόμη.

    Αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με τα υπάρχοντα έγγραφα του 1821, ο Ιωάννης ή Γιαννακός Καρόγλου (ή απλά και Καρά) καταγόταν από τη Σμύρνη ή, κατ’ άλλους, από τα Βουρλά. Στη μερίδα του, στην οποία μπορεί κανείς να ανατρέξει στο «Μητρώο των κατά τον Ιερόν Αγώνα Αξιωματικών», που διατηρείται στην Εθνική Βιβλιοθήκη με αύξ. αρ. 348, σημειώνεται ότι «ήταν ταξίαρχος από το 1824 και υπηρέτησε καθ’ όλον τον Αγώνα ως οπλαρχηγός των Σμυρναίων».
    Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ τις περισσότερες φορές ο Γ. Καρόγλου χαρακτηρίζεται ως Σμυρνιός, σε δύο μισθοδοτικές καταστάσεις που σώζονται στα ΓΑΚ (Υπ. Πολ., Φ. 29/36 και Φ. 30/44), εμφανίζεται ως Βουρλιώτης. Αντίστοιχα, ο γραμματικός του, Ανδρέας Αντωνίου ήταν και αυτός Βουρλιώτης, και ως υπέγραφε ως Βουρλιώτης. Το 1836 ο Γ. Καρόγλου τιμήθηκε με το Αργυρό Αριστείο του Αγώνος, διάκριση που είχαν λάβει και άλλοι μεγάλοι Καπεταναίοι του 1821, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Ν. Μπότσαρης, ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Κ. Κανάρης, ο Νικηταράς. Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει ιστορική αναφορά σε χρυσό αριστείο(προφανώς δεν υπήρχε). Όσον αφορά τον Ανδρέα Αντωνίου τον Βουρλιώτη, πού τραυματίστηκε στον Αγώνα, του απεδόθη ο βαθμός του Υπολοχαγού.
    Έτσι ήταν τότε η κατάσταση στην καθ’ ημάς Ανατολή. Και αυτή ήταν με λίγα λόγια η σημαντική προσφορά των Μικρασιατών στην Επανάσταση, ένα δείγμα της οποίας αποτελεί και η αποστολή μπαρουτιού για την απελευθέρωση της Καλαμάτας.

    ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ,
    Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

    Στην ηπειρωτική Ελλάδα από τις αρχές Μαρτίου 1821, η δράση των Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κολοκοτρώνη είχε προκαλέσει πολεμικό αναβρασμό στη Μάνη. Οι Τούρκοι υποπτευόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο έστειλαν, στα μέσα Μαρτίου, τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής, ενώ ο ανήσυχος διοικητής της Καλαμάτας, Σουλεϊμάν Αγάς Αρναούτογλου κάλεσε σε συνέλευση τους προκρίτους της πόλης, οι οποίοι τον έπεισαν ότι οι 150 Τούρκοι φρουροί της πόλης δεν ήταν αρκετοί για να προστατευτεί η Καλαμάτα από τους επικίνδυνους ληστές που δρούσαν στην περιοχή και πως χρειαζόταν να λάβει ενισχύσεις από τους Μανιάτες. Τις φήμες περί ληστών είχαν διαδώσει, επίτηδες, ο Παπαφλέσσας και οι συνεργάτες του. Επίσης, προκειμένου να καθησυχάσουν τον Αρναούτογλου, μερικοί πρόκριτοι του παρέδωσαν τα παιδιά τους ως ομήρους.
    Στο μεταξύ ο Παπαφλέσσας, όντας κοντά στην Καλαμάτα την ίδια περίοδο άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι θα κατέφθανε ένα καΐκι στον Αλμυρό, που μετέφερε λάδι και αλάτι. Στην πραγματικότητα ανέμενε το πολύτιμο φορτίο, που θα έφερνε ο καπετάν Μέξης, με αγωνία από τη Σμύρνη και κατέστρωνε το σχέδιό του με πλήρη ακρίβεια. Ακολουθώντας τη στρατηγική του Παπαφλέσσα, ο καπετάν Χριστόδουλος Μέξης φόρτωσε, με απόλυτη μυστικότητα και μεγάλη προσοχή, στη σκούνα που διέθεσε ο Φιλικός Ποριώτης Μάνεσης Χατζηαναστάσης τα πολεμοφόδια (270 βαρέλια των 12 οκάδων το ένα μπαρούτι και έξι καντάρια μολύβι, όπου το κάθε καντάρι ισούται με 57 κιλά) που προσφέρθηκαν δωρεάν από τους Αϊβαλιώτες και τους Σμυρνιούς ,με προορισμό την Πελοπόννησο.
    Το πλοίο ΔΗΜΗΤΡΑ κατάφερε και πέρασε όλα τα θαλάσσια μπλόκα και αγκυροβόλησε στην Καρδαμύλη, αναμένοντας τις οδηγίες του Παπαφλέσσα. Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, ο Αρχιμανδρίτης είχε αποστείλει οδηγίες στους Φιλικούς της Σμύρνης για το ακριβές σημείο που θα ξεφορτωνόταν το μπαρούτι. Στις 17 Μαρτίου, ο καπετάν Μέξης αγκυροβολεί τελικά στο λιμανάκι του Αλμυρού. Την ίδια ημέρα ο Παπαφλέσσας, αφού πείθει τον Πετρόμπεη να δώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου, ειδοποιεί τον αδελφό του Νικήτα και τον Νικηταρά ότι το πολύτιμο φορτίο κατέφτασε στον Αλμυρό δίνοντάς τους οδηγίες.

    Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλαγόνιου αγωνιστή Παπα-Πολυζώη Κουτουμάνου, που έλαβε μέρος στα ακόλουθα γεγονότα, στις 17 Μαρτίου 1821 ο Νικηταράς τον κάλεσε να μεταβεί στη μονή Μαρδακίου, που αποτελούσε ισχυρό καταφύγιο κλεφταρματολών και βάση Φιλικών, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας και άλλοι Καπεταναίοι σχεδιάζοντας μυστικά τον τρόπο μεταφοράς των μπαρουτοβόλων, που μετέφερε ο καπετάν Μέξης. Το μπαρούτι κατέφτασε μέσα στη νύχτα πάνω σε μουλάρια, από τον Αλμυρό της Βέργας στη Μονή Μαρδακίου στη Νέδουσα, για να ετοιμάσουν φυσέκια για τον Αγώνα.

    Παράλληλα, ο Αρναούτογλου, στην Καλαμάτα, ζήτησε τις ενισχύσεις που ήθελε από τον Πετρόμπεη. Έτσι στις 20 Μαρτίου έφτασαν στην πόλη 150 Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Ακολουθώντας τον ίδιο στόχο, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης κατόρθωσε να πείσει τον Αρναούτογλου ότι ήταν απαραίτητες επιπλέον ενισχύσεις, καθώς κλέφτες επρόκειτο να επιτεθούν στην Καλαμάτα για να τη λεηλατήσουν. Στο μεταξύ, οι Έλληνες Καπετάνιοι είχαν πείσει τον Πετρόμπεη να γίνει Αρχηγός του αγώνα τους, ενώ περίμεναν συγκεντρωμένοι στις Κιτριές, περιοχή έξω από την Καλαμάτα.

    Ήδη, στις 17 Μαρτίου είχε προηγηθεί δοξολογία για την επανάσταση στην Αρεόπολη, στον ναό των Ταξιαρχών. Το κάλεσμα του Αρναούτογλου για ενισχύσεις ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι επαναστάτες για να καταλάβουν την πόλη. Από το απόγευμα της 22ας Μαρτίου έως τα χαράματα της επόμενης ημέρας 2.000 ένοπλοι πήραν θέσεις στα υψώματα γύρω από την Καλαμάτα, με αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους και άλλους οπλαρχηγούς.

    Παράλληλα, από την άλλη πλευρά της πόλης κινήθηκαν ένοπλοι υπό τους Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Κεφάλα και Αναγνωσταρά, συνδράμοντας στον αποκλεισμό της πόλης. Τότε, και μόνο τότε, ο Αρναούτογλου συνειδητοποίησε την παγίδα που του είχαν στήσει. Αποκλεισμένος, όπως ήταν, δεν μπορούσε πια να διαφύγει προς την Τριπολιτσά και αποφάσισε να συγκεντρωθούν οι Τούρκοι στα σπίτια της πόλης, που προσφέρονταν για άμυνα. Ωστόσο, στις 23 Μαρτίου, οπότε σημειώθηκε η είσοδος των επαναστατών στην Καλαμάτα, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συμβούλεψε τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις του για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη, και να παραδοθεί.

    Την ίδια ημέρα ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και τον οπλισμό της φρουράς της. Το ίδιο μεσημέρι, συγκεντρώθηκαν 24 ιερείς και ιερομόναχοι φέροντες τα ιερατικά άμφια και τις άγιες εικόνες κοντά στον βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων (κατά την επικρατούσα άποψη) και ευλόγησαν τις επαναστατικές σημαίες ψάλλοντας δεήσεις υπέρ του αγώνα. Εκεί ο Πετρόμπεης, όπως όλοι οι παρόντες πολεμιστές, έδωσαν όρκο ότι θα αγωνισθούν μέχρι θανάτου για την ελευθερία της πατρίδας, σηκώνοντας το χέρι.

    Ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών κατά την οποία συστάθηκε επαναστατική επιτροπή με το όνομα «Μεσσηνιακή Γερουσία», η οποία θα συντόνιζε τον αγώνα. Ηγέτης της, τιμητικά, διορίστηκε ο Πετρόμπεης στον οποίο δόθηκε ο τίτλος «Αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών δυνάμεων».

    Σε αυτό το σημείο έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κ. Παλαμά:
    «Τούτο το λόγο θα σας πω,
    δεν έχω άλλο κανένα,
    μεθύστε με τ’ αθάνατο
    κρασί του Εικοσιένα!»

    ΠΗΓΕΣ:
    Λιακάκη Μ. «Το μπαρούτι του Αλμυρού που απελευθέρωσε την Καλαμάτα», ομιλία για την εκδήλωση «Δρόμοι του Μπαρουτιού», Βέργα 18.3.2017.
    Παπαδοπούλου Αρχ. «Η Συμβολή των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής στην Παλλιγγενεσία του 1821», Αθήνα 2012, εκδόσεις Λεξίτυπον.
    Πύργαρης Γ. «Στρατηγού Ευστράτιου Πίσσα – Απομνημονεύματα 1821», 2017.
    Σαλκιτζόγλου Τ. Α. «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821, Η Συμβολή των Μικρασιατών στον Εθνικό Αγώνα», Αθήνα, 2010.
    Τσίρκας Ευαγ. στρατηγός ε.α. πόνημα.
    Πληροφορίες από τη σελίδα της Μέλιας: Ηρωικές γυναίκες, Κυριακή Ναύτη.

    [1] Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13.

  4. Αλήθειες και μύθοι για την Επανάσταση του 1821 από τον Θεόφιλος Διαμάντης
    ·
    Μύθοι και θρύλοι της Επανάστασης του 1821:

    α) Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης υπήρξε ο πιο ανιδιοτελής αγωνιστής. Debunked: Πολλάκις, ο Καραϊσκάκης, που θεωρούσε ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει δικό του καπετανάτο, φλέρτατρε με συμμαχίες με τους Τούρκους και ζητούσε ανταλλάγματα για τη δράση του. Ο Μακρυγιάννης γράφει εκτενώς για τη στάση του Καραϊσκάκη.

    β) Οι Έλληνες όλοι μαζί πολέμησαν τους Τούρκους. Debunked: Το κοινωνικό ψηφιδωτό του επαναστατικού στρατού δείχνει πως χιλιάδες Τούρκοι και Αλβανοί πολέμησαν με το συγκεκριμένο στρατό, όπως δείχνει και ο εκλογικός νόμος του 1844. Παράλληλα, ουκ ολίγοι υπήρξαν οι Έλληνες που πολέμησαν στο στρατό του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη, κυρίως από την Πελοπόννησο.

    γ) Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπήρξε ιδιοτελής και παραγκώνισε τους πραγματικούς αγωνιστές του 1821. Debunked: O Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπήρξε συνεπέστατος αστός πολιτικός της εποχής του, πολύ μπροστά από την εποχή του και τις αντιλήψεις πολλών αγωνιστών του 1821. Επιχείρησε να στήσει από το μηδέν ένα σύγχρονο αστικό κράτος και επιχείρησε να εφαρμόσει σε αυτό τις φιλελεύθερες ιδέες των κύκλων της Πίζας. Ισχύει ότι επιχείρησε να παραγκωνίσει αγωνιστές του 1821, όπως απέδειξαν και οι επακόλουθοι εμφύλιοι, πράττοντας σωστά, καθώς οι παλιές αντιλήψεις για φεουδαρχικού τύπου καπετανάτα και βιλαέτια, προφανώς δεν χωρούσαν στο κράτος που ο ίδιος επιθυμούσε να συγκροτήσει.

    δ) Οι φαναριώτες στήριξαν την επανάσταση του 1821. Debunked: Αποτελώντας ξεχωριστό στρώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορία και μάλιστα αφρόκρεμα της διοίκησής της, οι φαναριώτες ως σύνολο, με μηδαμινές εξαιρέσεις ουδέποτε ενστερνίστηκαν την ιδεολογία της επανάστασης, ενώ απειροελάχιστοι και κυρίως, όσοι δεν κατείχαν αξιοσημείωτες θέσεις εξουσίας, υπήρξαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

    ε) Η Εκκλησία στήριξε την ελληνική επανάσταση του 1821. Debunked: Ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ασπάστηκε το λάβαρο της επανάστασης, με ένα κουμπούρι στο σβέρκο, ελάχιστοι κληρικοί στήριξαν έμπρακτα την επανάσταση και πώς όχι, αφού η Εκκλησία υπήρξε στυλοβάτης του διοικητικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο αφού η επανάσταση έδειξε προοπτικές νίκης, μερίδα ανώτατου κλήρου και φυσικά στις γεωγραφικές περιοχές όπου επικρατούσαν οι επαναστάτες, αποφάσισε τη στήριξη των επαναστατών και ποτέ το Πατριαρχείο, ήτοι οι κεφαλές της Εκκλησίας. Μόνο μεμονωμένοι ιερείς, σε ρήξη με τις κεφαλές του θεσμού, όπως ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, στήριξαν έμπρακτα την επανάσταση και σκοτώθηκαν σε πεδία μαχών.

  5. Aπό τη Vassilika Sarilaki

    «Ποιοί είναι οι Φιλέλληνες καλλιτέχνες; Πώς απεικόνισαν την Επανάσταση του 1821;

    Δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα.. Με έκπληξή μου διαπίστωσα, μετά από την έρευνα που έκανα πως όχι μόνον ήρθαν τότε στην Ελλάδα πολλοί σημαντικοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, που απεικόνισαν τις μάχες και τους ήρωες, αλλά πολέμησαν κιόλας στο πλευρό των Ελλήνων ακολουθώντας το παράδειγμα του λόρδου Βύρωνα που πέθανε στο Μεσολόγγι!

    Η σημερινή ιστορική μας μνήμη, βασίζεται απόλυτα στους φιλέλληνες ζωγράφους καθώς στηρίζεται στις εικόνες τους ! Χωρίς αυτούς δεν θα είχαμε καθαρή εικόνα, γιατί τότε δεν υπήρχε η φωτογραφία. Ετσι οι δικές τους οπτικές μαρτυρίες, έπαιξαν και τον ρόλο της πολεμικής ανταπόκρισης, επηρεάζοντας έντονα την κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης.

    Έχει ενδιαφέρον λοιπόν, να δούμε ποιοί ακριβώς ήταν οι καλλιτέχνες αυτοί, πόσο σημαντικά ήταν τα έργα τους, πως είδαν τον αγώνα για Ελευθερία και πόση σημασία μπορεί να έχει η θαυμάσια αυτή λέξη, η Αλληλεγγύη.. »
    https://theartnoise.blogspot.com/2012/03/1821.html?m=1

  6. ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΨΑΧΝΟΥΝ ΒΑΘΥΤΕΡΑ
    —————————————–
    Παρακάτω αναδημοσιεύεται μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για τις κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην Επανάσταση του 1821…..
    Την προτείνω για όσους ψάχνουν τα βαθύτερα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής, γιατί στη διαπραγμάτευση της περιόδου 1914-1923 αποδεικνύει την μονομέρεια και το αντιμικρασιατικό πνεύμα που κυριάρχησε στην παλαιοελλαδική Αριστερά και επιβιώνει έως και σήμερα…

    Αυτό φαίνεται στην τελευταία παράγραφο του κειμένου. Εκεί αποτυπώνεται όλη την ιδεολογία της Μικράς πλην Εντίμου Ελλάδος, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή… Και αυτό γιατί μέσα από μια εντελώς αλλοτριωτική και μερική ανάγνωση της ιστορικής περιόδου της οθωμανικής κατάρρευσης, ταυτίζει τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των καταπιεσμένων εθνοτήτων (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυρίων, εν μέρει Κιρκασίων, Κούρδων) με τη Μεγάλη Ιδέα του παλαιοελλαδικού Βασιλείου…

    Μια θεώρηση που οδήγησε στην παρα φύσιν άτυπη βασιλο-κομμουνιστική αντιπολεμική συμμαχία κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και τον δωσιλογισμό που ακολούθησε στο μικρασιατικό μέτωπο από την ομάδα Πουλιόπουλου…………..

    ———————————————-
    Η γέννηση του νεοελληνικού κράτους Η επανάσταση που έκανε ο λαός και η αρπαγή της εξουσίας του

    Του Αλέξανδρου Καπακτσή

    Η κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι διαλυτικές τάσεις που εμφανίζει με την ταυτόχρονη πτώση της πολιτικής της ισχύος έχει σαν μια από τις βασικές της αιτίες την αποσάθρωση του ασιατικού τρόπου παραγωγής που είναι ο οικονομικός πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται. Αργά στην αρχή, πολύ πιο ορμητικά αργότερα, οι αστικές σχέσεις παραγωγής εισβάλλουν στην οικονομική ζωή και τροποποιούν σημαντικά τα έως τότε δεδομένα. Φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής γίνονται οι χριστιανικοί πληθυσμοί, και ειδικότερα οι ελληνικοί, που ήδη απασχολούνται με το εμπόριο και λιγότερο με τη βιοτεχνία και δεν έχουν τους θρησκευτικούς πολιτιστικούς περιορισμούς των μουσουλμάνων.[1] Η ελληνική γλώσσα γίνεται, για πολλούς λόγους, πόλος έλξης και μη ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών.[2] Παίζει σημαντικό ρόλο, πλέον, και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια της Οθωμανικής(φαναριώτες) αυτοκρατορίας και ελέγχει μέσω των Ελλήνων τις ηγεμονίες στα Βαλκάνια. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται εθνική συνείδηση και κάτω από τη μεγάλη επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού και ειδικά της Γαλλικής Επανάστασης, μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η εθνική απελευθέρωση για τη δημιουργία του απαραίτητου ζωτικού χώρου, χωρίς τους περιορισμούς των καθυστερημένων δομών της αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη της διασπορά, στα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της βόρειας βορειοδυτικής αυτοκρατορίας και στις εγγύς χώρες, διαμορφώνει και το απελευθερωτικό όραμά της, που περιλαβαίνει περιοχές των ευρύτερων Βαλκανίων και των ανατολικών ακτών του Αιγαίου. Μετά το 1792, το εμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχείται από τις γαλλικές εταιρείες περνά στα χέρια Ελλήνων εμπόρων και, έτσι, δίνεται μια πολύ μεγάλη ώθηση στο ειδικό τους βάρος στην ευρύτερη περιοχή αλλά και διαμορφώνουν τους όρους για μια ευρύτερη αντίληψη των δυνατοτήτων που τους δίνει η εποχή.[3] Σημαντικές αλλαγές γίνονται στο κοινοτικό σύστημα στην ηπειρωτική χώρα, με διεύρυνση των εμπορικοχρηματικών σχέσεων και των

    ατομικών παραγωγικών διαδικασιών. Ο έλεγχος της παραγωγής από τον οθωμανικό μηχανισμό εξασθενεί και τον παραχωρεί αυτός έναντι σταθερού δοσίματος. Έτσι, επιτρέπεται μια αυξημένη συσσώρευση που βρίσκει διέξοδο σε εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων αστικών σχέσεων παραγωγής. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο εφοπλιστικό-εμπορικό κεφάλαιο, που αξιοποιώντας τους ναπολεόντιους πολέμους παίζει έναν πρωταρχικής σημασίας ρόλο στη Μεσόγειο και το μέγεθος του το καταγράφει στις παγκόσμιες δυνάμεις της εποχής. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 556 μεγάλα και άρτια εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, η χωρητικότητα των οποίων έφθανε τους 131.410 τόνους.[4] Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590 τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα. Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας–βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της ναυπηγικής. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα, μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.[5]

    Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η αστική τάξη ουσιαστικά χωρίζεται σε 3 τμήματα ως προς τη θέση της στο σύστημα παραγωγής:

    «Α) Η αστική τάξη που συνδεόταν με την οικονομία της καθαυτό Ελλάδας: Εδώ άνηκαν κυρίως οι έμποροι που συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά, οι ιδιοχτήτες βιοτεχνικών εργαστηρίων (μανιφακτούρα), οι βιοτέχνες. Αυτή η μερίδα ενδιαφερόταν για την άμεση κατάργηση της εξουσίας του σουλτάνου, για την εξάλειψη της τουρκικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, επεδίωκε την εξασφάλιση της ατομικής της ελευθερίας και την ελευθερία της ιδιοκτησίας της και ήθελε μια πλατιά και ελεύθερη εσωτερική αγορά. Δεν είχε όμως αναπτυχθεί αρκετά, ήταν οικονομικά και πολιτικά αδύνατη.

    Β) Η αστική τάξη που δεν συνδεόταν στενά με την ελληνική αγορά. Το τμήμα αυτό της αστικής τάξης, κατ’ εξοχήν μεταπρατικό, ασχολούνταν με εμπορικές υποθέσεις σ’ ολόκληρη

    την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως στο ευρωπαϊκό τμήμα της, καθώς και με μεταφορές στη Μεσόγειο θάλασσα (ναυτιλιακό-εμπορικό κεφάλαιο). Και η μερίδα αυτή του ελληνικού κεφαλαίου δοκίμαζε τις συνέπειες του τουρκικού ζυγού, που έβαζε εμπόδια στην ανάπτυξή της. Στις παροικίες του εξωτερικού εκτοπιζόταν συνεχώς από τα αναπτυσσόμενα εθνικά κεφάλαια, ενώ στη Μεσόγειο το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κινδύνευε να πνιγεί από το αγγλικό εμπορικό ναυτικό. Για τους λόγους αυτούς και το εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο επεδίωκε επίσης τη δημιουργία εθνικής εστίας, ελεύθερου κράτους που θα του επέτρεπε να αναπτύξει τις δουλειές του, χωρίς τους στρατιωτικούς-φεουδαρχικούς περιορισμούς και χωρίς τον κίνδυνο καταστροφής του λόγω του εξωτερικού συναγωνισμού, και ν’ αυξήσει τα κέρδη του. Όμως η μερίδα αυτή της αστικής τάξης φοβόταν να διακινδυνεύσει την περιουσία της, τη θέση της, σε περίπτωση αποτυχία της επανάστασης. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις λαϊκές δυνάμεις. Και γι’ αυτό δεν στήριζε την πολιτική της στην πάλη των λαϊκών μαζών, αλλά επεδίωξε να βρει στήριγμα από το εξωτερικό. Έτσι εξηγούνται οι ταλαντεύσεις της στις παραμονές και στην πορεία της επανάστασης και το ότι σε πολλές περιπτώσεις ήρθε σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες.

    Στις ταλαντεύσεις αυτές και την αναποφασιστικότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου συνετέλεσε και ένα άλλο γεγονός. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας –συνδεμένο από τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα με τη Ρωσία, στην οποία χρωστούσε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του– από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα και κυρίως ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε να αποχτά στενούς δεσμούς με το αγγλικό κεφάλαιο, πράγμα που το βλέπουμε τόσο στην περίπτωση του Κουντουριώτη όσο και του Σέκερη. Αυτή η σύνδεση με το αγγλικό κεφάλαιο, όπως ήταν επόμενο, δεν άργησε να έχει τις πιο ολέθριες συνέπειες στην πολιτική. Το μεγάλο εμπορικό-εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ύδρας αρνούνταν επίμονα να πάρει μέρος στη Φιλική Εταιρία, προσχώρησε στην επανάσταση μόνο ύστερα από την εξέγερση του Οικονόμου[6] και έγινε, όπως θα δούμε, ο σκαπανέας του προσανατολισμού και της υποταγής της ελληνικής επανάστασης στην αγγλική πολιτική.»[7]

    Γ) «Στις νέες αυτές συνθήκες οι προεστοί παίζουν λοιπόν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους παραγωγούς και στο εμπορικό κεφάλαιο των μεγάλων πόλεων α) Συγκεντρώνουν την παραγωγή και τη μεταφέρουν στα μεγάλα λιμάνια της εποχής, που αποτελούν και την έδρα των εμπόρων. β) Πιέζουν τους αγρότες να αυξήσουν αλλά και να διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους, εξασφαλίζοντας έτσι την προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. γ) Εξασφαλίζουν την ανοχή των οθωμανικών αρχών, ακόμα και μέσα από τη δωροδοκία και εξαγορά των τοπικών αρχόντων (π.χ. τιμαριώτες). Οι προεστοί μετασχηματίζονται έτσι σε φορείς μιας τοπικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αστικού τύπου: Αποτελούν αποφασιστικής σημασίας κρίκους στα πλαίσια του μηχανισμού υπαγωγής των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο…

    …Στη Νότια Ελλάδα βρίσκεται λοιπόν σε εξέλιξη μια διαδικασία γρήγορης διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής και των ασιατικών κοινοτήτων προς όφελος των καπιταλιστικών κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου εγκαθιδρύεται και κυριαρχεί άμεσα η κεφαλαιακή σχέση, όπως είναι η περίπτωση των εμπορικών και εφοπλιστικών κοινοτήτων (νησιά, παράκτιες πόλεις) ή των μανιφακτουρικών κοινοτήτων, αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο, με τον ριζικό μετασχηματισμό των λειτουργιών των κοινοτήτων, τη διαμόρφωση ατομικών σχέσεων κατοχής και ιδιοκτησίας πάνω στη γη, την πρόσδεση και υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο.

    Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους έγινε δυνατό να συνδεθεί η φιλελεύθερη αστική ιδεολογία της εθνικής υπόστασης και ανεξαρτησίας με τις πλατιές λαϊκές μάζες της υπαίθρου. Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους ήταν δυνατόν να προσλαμβάνουν όλα τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης του παλιού καθεστώτος ένα εκρηκτικό- επαναστατικό περιεχόμενο. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούσαν να λειτουργήσουν οι Κλέφτες και οι αρματολοί ως το πρόπλασμα των ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης.»[8] Η αστική τάξη έχει και το υλικό συμφέρον και την ανάγκη να προχωρήσει η επανάσταση και, μαζί με αυτή, η ανεξαρτησία της από τις απολυταρχικές δομές του σουλτανάτου που, πλέον, την πνίγουν. Είναι, παράλληλα, η μόνη κοινωνική δύναμη που έχει βιώσιμη πρόταση για τη διάδοχη κατάσταση. Γνωρίζει όλα τα σύγχρονα ρεύματα και έχει, ταυτόχρονα, τη διεθνή εικόνα του κόσμου που την περιβάλλει, και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη προδιαγράψει μέσω των ταξικών της δεσμών και τις διεθνείς της συμμαχίες. Στον αντίποδά της, δεν έχουμε ακόμη συγκροτημένη μια εργατική τάξη και δεν μπορούμε να έχουμε ακόμη, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει η εποχή στην αστική τάξη. Και από το ολιγάριθμο και πολυδιασπασμένο της φύσης της, όπως και από τη χαμηλή της ταξική συνείδηση, που μόλις τώρα αρχίζει να ξεχωρίζει, είναι αδύνατον να παίξει αυτοτελή και πρωταγωνιστικό ρόλο.

    Μπορεί, όμως, και το κάνει πράξη, να κατανοήσει την αναγκαιότητα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και τις δυνατότητες που προσφέρει η νίκη της και γιʼ αυτό μαζικά στρατεύεται υπέρ του αγώνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προχωρεί ακόμη παραπέρα με το να συμμαχήσει με τα πιο ριζοσπαστικά επαναστατικά τμήματα της μικρής αστικής τάξης ενάντια στη μεγάλη και να δημιουργήσει επαναστατικά γεγονότα μέσα στην επανάσταση, όπως η λαϊκή εξουσία ενάντια στους μεγαλοκαραβοκυραίους της Ύδρας, την άνοιξη του 1821, με επικεφαλής τον Αντώνη Οικονόμου.
    Όλες οι διεργασίες που περιγράφουμε και που δίνουν τον τόνο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συμβαίνουν σε μια κατά βάση αγροτική οικονομία, όπου στις μεγάλες πεδιάδες, κυρίως του βορρά, έχουμε τσιφλίκια, αλλά κυρίως έχουμε από την αποσάθρωση της κοινοτικής αγροτικής παραγωγής μια τεράστια μάζα αγροτών με, περισσότερο ή λιγότερο, επαφή με τις διαδικασίες αστικοποίησής της, που έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τη θέση της και να ξυπνά από το μεσαιωνικό λήθαργο. Η υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο και η επίδραση στη ζωή και στη συνείδησή τους μπορεί να γίνει επίσης αντιληπτή από το γεγονός ότι, παρά την αύξηση της παραγωγής, οι συνθήκες αμοιβής των πελοποννήσιων παραγωγών χειροτέρευαν με γρήγορους ρυθμούς, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, πριν από την Επανάσταση. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πολύ υψηλό μερίδιο εξαγωγών (αξία εξαγωγών ως ποσοστό της συνολικής αξίας παραγωγής), που ξεπερνάει το 50%, πράγμα που κατά κανόνα συνεπάγεται μια έλλειψη μέσων διατροφής για τον πληθυσμό των πόλεων. Έτσι, το 1810, λαμβάνει χώρα μια εξέγερση του πληθυσμού της Πάτρας, γιατί οι έμποροι είχαν εξαγάγει όλη την ποσότητα του σταριού που βρισκόταν στη διάθεσή τους, γεγονός που δείχνει και τις αλλαγές στη συνείδηση των λαϊκών μαζών (αγροτικών, προλεταριακών, μισοπρολεταριακών κ.λπ). [9]

    Οι αγροτικές μάζες είναι αυτές που θα πλαισιώσουν τις τάξεις του επαναστατικού στρατού και θα υποφέρουν τα πάνδεινα στον πολύχρονο απελευθερωτικό αγώνα. Πολυδιασπασμένη, όμως, καθώς είναι η αγροτιά, με διαφορετικούς όρους ενταγμένη στην αγροτική παραγωγή, δεν της επέτρεπε το γεγονός αυτό ούτε την ενιαία έκφραση της ούτε τη δυνατότητα να παίξει ένα αυτοτελή ρόλο στο επαναστατικό γίγνεσθαι. Της έλειπε, ας πούμε, ένα μεγάλο όραμα, όπως η απαλλοτρίωση των τσιφλικάδων[10], εάν αυτή ήταν η κυρίαρχη κατάσταση που θα την ομογενοποιούσε πολιτικά και κοινωνικά και θα της επέτρεπε να παίξει ένα πιο αυτόνομο ρόλο. Η αλήθεια είναι ότι με το όπλο στο χέρι, πολλές φορές υπεράσπισε τα συμφέροντά της και αυτή η σιγουριά, για αυτή της τη δυνατότητα, της υπαγόρεψε στάση οπαδού στις ενδοαστικές διενέξεις. Προς υποστήριξη του παραπάνω συλλογισμού, ας θυμηθούμε την ένοπλη εξέγερση των αγροτών μπρος στις προθέσεις κοτζαμπάσηδων και άλλων, να ξεπουληθούν οι «εθνικές γαίες» με απόφαση της εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, την οποία και απέτρεψαν.
    Τέλος, δεν πρέπει να μη σταθούμε στο γεγονός ύπαρξης μιας

    στρατιωτικής «κάστας», που στα ηγετικά της επίπεδα περιείχε και το στοιχείο της οικογενειοκρατίας και της κληρονομικότητας των αξιωμάτων. Αυτή διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, από τη μια μεριά, σαν λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στην καταπίεση και στον αυταρχισμό και, από την άλλη, σαν μέσο βιοπορισμού κύρια σε βάρος της διοικητικής και οικονομικής κυρίαρχης τάξης της εποχής, είτε αποσπώντας της βίαια ένα μερίδιο από το λαϊκό εισόδημα που είχε προσποριστεί είτε προστατεύοντας τα συμφέροντά της από αντίστοιχους επίδοξους απαλλοτριωτές ή ανταγωνιστές. Θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι ολόκληρες περιοχές είχαν μετατρέψει σε επάγγελμα αυτές ακριβώς τις λειτουργίες αποσπώντας υπερπροϊόν από άλλες κοινότητες, οι οποίες ήταν φόρου υποτελείς σε αυτές, και υπό την «προστασία» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χωριά του Σουλίου.[11]

    Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επικεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιόλογων (και, καμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλέντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή… Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπόψη, όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους, κάθε άλλο παρά μικρούς, κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες.»[12]

    «Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Έτσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.

    Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και βεβαίως για την Επανάσταση του 1821.

    Στην «Ελληνική Νομαρχία» μεταξύ πολλών άλλων αναφέρονται και τα εξής για το ρόλο της εκκλησίας την περίοδο αυτή: «Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν…

    …Ὦ σὺ μιαρὰ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τί ὁμοιάζεις, ἤθελα νὰ ἠξεύρω ἀπὸ ἐσὲ τώρα ὁποὺ σὲ ἐρωτῶ, εἰς τί, λέγω, ὁμοιάζεις τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους ἀποστόλους τοῦ λόγου τῆς σοφίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἴσως εἰς τὴν ἔνδειαν καὶ ἀφιλοκέρδειαν, ὁποὺ ἐκεῖνοι ἐκήρυττον; Ἀλλ᾿ ἐσὺ εἶσαι γεμάτη ἀπὸ χρήματα, ὁποὺ καθημερινῶς κλέπτεις ἀπὸ τοὺς ταλαιπώρους χριστιανούς. Ἴσως εἰς τὴν ἐγκράτειαν καὶ χαλιναγωγίαν τῶν παθῶν; Ἀλλ᾿ εἰς ποῖον μεγάλον ξεφάντωμα δὲν εὑρίσκεται μέρος ἀπὸ τοὺς συγκλήτους σου, καὶ ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λατρεύει δύο καὶ τρεῖς ἀρχοντίσσας μὲ ἄκραν ἀναισχυντίαν καὶ σχεδὸν φανερά;
    Μήπως τοὺς ὁμοιάζεις κἂν εἰς τὴν εὐλάβειάν των πρὸς τὴν θρησκείαν; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει τὴν ἄκραν ἀνευλάβειάν σου καὶ ποῖος δὲν ἠξεύρει πόσον γελοιωδῶς καὶ χλευαστικῶς ἐκτελεῖς τὰς ἱερουργίας; Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Εἰς τὴν φιλανθρωπότητα; Ἐσύ, τοὺς πτωχοὺς δὲν καταδέχεσαι οὔτε κἂν νὰ τοὺς ἰδῇς, οὐχὶ δὲ νὰ τοὺς βοηθήσῃς. Ἡ λύσσα σου διὰ τὰ χρήματα εἶναι ἀπερίγραπτος. Τοὺς ὁμοιάζεις ἴσως εἰς τὴν φιλαδελφότητα, εἰς τὴν ὁμόνοιαν, εἰς τὴν ἐπάλληλον ἀγάπην; Ἀλλὰ ποῖος δὲν γνωρίζει πόσον προσπαθεῖ ὁ ἕνας νὰ βλάψῃ τὸν ἄλλον. Εἰς τί λοιπὸν τοὺς ὁμοιάζεις; Βέβαια εἰς οὐδέν… Σύ, λοιπόν, ὦ Σύνοδος, ἀγκαλὰ καὶ νὰ φέρῃς τοὺς τίτλους τῆς ἁγιωσύνης καὶ τὰ σημεῖα τῆς ἀρετῆς, οὐχί, οὐχί, ποσῶς δὲν ὁμοιάζεις τὰ ὑποκείμενα, ὁποὺ προσπαθεῖς νὰ παρησιάσῃς. Σὺ εἶσαι μία μάνδρα λύκων, ὁποὺ δὲν ὑπακούεις τὸν ποιμένα σου καὶ κατατρώγεις τὰ ἀθῶα καὶ πολλὰ ἥμερα πρόβατα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.»[13]

    «Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Άνθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.

    Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση, επίσης, δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά. Οι Φαναριώτες –μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.»[14]

    Με αυτή τη διάταξη των δυνάμεων ξεκίνησε ένας πολύχρονος αγώνας με πολλές καμπές και διεθνείς προεκτάσεις, με εκατόμβες θυσιών και ηρωισμών των λαϊκών μαζών και φοβερές σκοτεινές σελίδες από την αδυσώπητη κίνηση αντιτιθέμενων ταξικών επιδιώξεων ή ιδιωτικών, ιδιοτελών δηλαδή, συμφερόντων όπως σε κάθε μεγάλη επανάσταση, όπως σε κάθε μεγάλη κοινωνική ανατροπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δίπλα σε κάθε μεγάλο όραμα και επιδίωξη υπάρχει και το πιο βρώμικο και ελεεινό κίνητρο. Δίπλα στην ανιδιοτελή θυσία, παρατηρείται η μετατροπή του αγώνα σε επιχείρηση κέρδους, δούναι και λαβείν. Δεν θα σταθούμε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, παρά μόνο σε κάποιες πλευρές του που τις ξεχωρίζουμε, γιατί εκτιμούμε ότι είναι χρήσιμες σήμερα.

    ……………………………..

  7. …………………..

    Η επανάσταση ξεκίνησε με βάση τις αντιλήψεις και τις επιδιώξεις του πιο προωθημένου τμήματος της αστικής τάξης -με αναντικατάστατο και κρίσιμο το ρόλο της φιλικής εταιρείας- για την πραγματική της δύναμη στην περιοχή και τη θέση που της άρμοζε, στο διεθνές σύστημα που ανήκε. Έτσι, άρχισε η προσπάθεια να ενταχθεί όλος ο χώρος της Βαλκανικής μέσα από την επαναστατική διαδικασία στη μελλοντική κρατική πολιτική σφαίρα κυριαρχίας της, κάτι που ανταποκρινόταν στο σημαντικό οικονομικό της ρόλο στην περιοχή. Εξέφραζε, κυρίως, την επιδίωξη του εμπορικού βιοτεχνικού τμήματός της που επεδίωκε μεγάλο ζωτικό χώρο, απαραίτητο για την ανάπτυξή της, η οποία, όμως, δεν καρποφόρησε. Η εκτίμηση ότι είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις και τις δυνατότητές της ή είχε κάνει λάθος στην ωριμότητα της στιγμής για την κίνηση των ευρύτερων λαϊκών μαζών της βαλκανικής,[15] που υπό την κηδεμονία της θα ξεσηκώνονταν για την ανατροπή τής εξουσίας τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περιοχή, αν και είναι ένα ανοικτό προς συζήτηση θέμα, ιστορικά έχει τελεσιδικήσει. Το γεγονός είναι ότι αυτή η απόπειρα απέτυχε, με αποτέλεσμα ένα ελάχιστο μόνο μέρος των επιδιώξεων της να πραγματωθεί με ένα κουτσουρεμένο νεοελληνικό κράτος, γεγονός που θα βάλει βαριά τη σφραγίδα του στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, στην Ελλάδα. Και μόνο το γεγονός του αποκλεισμού τού κύριου μέρους των ελληνικών κεφαλαίων από την εδαφική επικράτεια του νέου κρατιδίου λέει πολλά για τις δυνατότητές του.

    Η επανάσταση έγινε μέσα σε ένα τρομερά δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Από τη μια μεριά, έχουμε την τρομοκρατία σε όλη την ήπειρο, που έχει ακολουθήσει την ήττα της Γαλλικής Επανάστασης και την προσπάθεια να διατηρηθεί πάση θυσία το κοινωνικό status quo σε πολιτικό επίπεδο και, από την άλλη, έχουμε τις επιδιώξεις όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (πλην Ρωσίας που, όμως, στο πρώτο συμφωνεί) να διατηρηθεί η ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την προσφορότερη στιγμή που ο διαμελισμός της θα γίνει με δική τους πρωτοβουλία. Έτσι, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η μεγαλύτερη προσφορά της επανάστασης στην ανθρωπότητα είναι ότι πήγε παραπέρα στο χρόνο τη σημαία με τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, για να την παραδώσει παραπέρα, στην επόμενη επαναστατική απόπειρα. Γιʼ αυτό αγκαλιάστηκε από τόσους προοδευτικούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο,[16] γιʼ αυτό δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο κίνημα αλληλεγγύης, που, πέρα από τεράστια πολιτική αλλά και οικονομική στήριξη, έδωσε το αίμα αμέτρητων ευρωπαίων και άλλων αγωνιστών για τη λευτεριά της πατρίδας μας.[17] Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και τη διορατικότητά της, ότι αυτό ακριβώς το διεθνές περιβάλλον μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να ανατραπεί, και δεν είναι κάτι στατικό που έπρεπε να το αποδεχθεί παθητικά και, κατά συνέπεια, να θυσιάσει ή να ακρωτηριάσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Ήταν τότε, που ακόμη έπαιζε ένα προοδευτικό ρόλο.

    Το καθεστώς που διαμορφώνεται στην επαναστατημένη Ελλάδα είναι μια τεράστια πολιτική ανορθογραφία για την εποχή. Από την πρώτη αρχή, το πρώτο σύνταγμα αλλά και τα επόμενα, κατοχυρώνεται η πιο πλατιά, για την εποχή, αστική δημοκρατία, η ανάλογη μορφή πολιτεύματος και βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, που σε πολλές χώρες χρειάστηκε ποτάμια αίματος και θυσιών για να κατοχυρωθούν.

    «Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Η Συνέλευση απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και ορισμένων νήσων… Το Σύνταγμα αυτό περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι, η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το «Δικαστικόν», όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια», δηλαδή τα δικαστήρια.

    Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο ‘Αστρος Κυνουρίας. Το νέο Σύνταγμα, ο «Νόμος της Επιδαύρου», όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μια ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, …ενώ βελτίωνε και την προστασία των ατομικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία (ενώ απαγορεύει τη δουλοπαροικία και τα βασανιστήρια. σ.σ). Ακόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. …Η ίδια Συνέλευση του ‘Αστρους ψήφισε και νέο εκλογικό νόμο, όπου το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του «ανδρός» και όχι του «γέροντος», ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.

    Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων» δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.

    Η Γ’ Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα το 1826 και εν συνεχεία στην Τροιζήνα το 1827, και αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως «Κυβερνήτη της Ελλάδας» για επταετή θητεία, ψήφισε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και για το λόγο αυτό διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
    Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα. Καθιέρωνε μια αυστηρή διάκριση των εξουσιών αναθέτοντας στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, ονομαζόμενο Βουλή, τη νομοθετική. Ο Κυβερνήτης είχε απλώς το δικαίωμα αναβλητικού veto στα νομοσχέδια, ενώ δεν είχε και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ο ίδιος ήταν «απαραβίαστος», ενώ οι «Γραμματείς της Επικράτειας», δηλαδή οι Υπουργοί, αναλάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (και έτσι ενυπήρχαν στο Σύνταγμα του 1827 τα πρώτα ψήγματα της κοινοβουλευτικής αρχής). Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα

    της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής.»[18]
    Οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι και οι πολλές άλλες εσωτερικές συγκρούσεις δεν έχουν να κάνουν με το ίδιον της φυλής να ερίζει αλλά με την αναγκαιότητα της επικράτησης των ιδιαίτερων κάθε φορά κοινωνικών και ταξικών συμφερόντων. Έχουν γραφτεί πολλά προς αυτή την κατεύθυνση που άλλα μπερδεύουν και άλλα ξεκαθαρίζουν την κατάσταση. Επίσης πολλά είναι ανοιχτά στην ιστορική έρευνα και συζήτηση. Οι συγκρούσεις αυτές με δραματικό τρόπο παρουσιάζουν τη στάση που κράτησαν όλες οι ταξικές δυνάμεις στο κύριο ζήτημα κάθε μεγάλης κοινωνικής ανατροπής. Το ζήτημα της εξουσίας. Αποκαλύπτουν τις βαθύτερες επιδιώξεις τους και, ταυτόχρονα, το αποτέλεσμά τους διαμόρφωσε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα.

    Λόγω του περιορισμού της επανάστασης στο νότιο τμήμα του ελλαδικού χώρου αλλά και της οικονομικής καταστροφής λόγω της διεθνούς κρίσης, τα τμήματα εκείνα της αστικής τάξης που πήραν την πολιτική πρωτοβουλία της επανάστασης, μέσω της φιλικής εταιρείας, χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο. Αν και επηρεάζουν καθοριστικά στις αρχές του αγώνα, σύντομα διασπούνται και αποσυντίθενται σε πολλά μέρη, με διάφορους πρωταγωνιστές, και παύουν να παίζουν το σημαντικό ρόλο που είχαν, ενώ οι πιο σοβαροί εκφραστές του παίρνουν νέους ρόλους σε νέα μπλοκ δυνάμεων. Έντονα αναδεικνύονται, σε χοντρές γραμμές, τρεις πόλοι ισχύος που εκφράζουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Πρώτος και με μεγαλύτερη ευρύτητα αντίληψης των διαδικασιών που συντελούνται είναι ο πόλος του εφοπλιστικού κεφαλαίου-φαναριωτών, του οποίου η εμπορική και οικονομική ισχύς είναι η σημαντικότερη, όπως, επίσης, και η συγκεντρωτική πολιτική εμπειρία με ταυτόχρονη ισχυρή διεθνή συμμαχική επιλογή (Αγγλία).

    Συνεπικουρείται από τμήμα της στρατιωτικής κάστας της Στερεάς Ελλάδας, των οποίων τα αρματολίκια αποσυντίθενται και βρίσκονται πιο εκτεθειμένοι στρατηγικά στον εχθρό. Δεύτερος πόλος είναι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, που σε διάκριση από τους αντίστοιχους Ρουμελιώτες, είχαν πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη που ενισχύθηκε από την αρπαγή σημαντικού μέρους της περιουσίας της οθωμανικής αριστοκρατίας, που και αυτή ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Κρίσιμο επίδικο και των δύο πόλων για τη νομή της πολιτικής εξουσίας ήταν, σε αυτή τη φάση, οι κρατικές, πλέον απαλλοτριωμένες από τους Οθωμανούς, γαίες, που οι μεν έβλεπαν σαν συνέχεια της οικονομικής τους δραστηριότητας και οι δε σαν δυνατότητα επένδυσης των τεράστιων κεφαλαίων που είχαν συσσωρεύσει. Στη διάρκεια της επανάστασης, όμως, ισχυροποιήθηκε ο ρόλος της παλιάς στρατιωτικής αριστοκρατίας, που, βέβαια, είχε ισχυρούς δεσμούς με την αγροτιά και εξέφραζε τα πιο πλειβιακά τμήματα της επανάστασης (τρίτος πόλος).

    Οι εμφύλιες συγκρούσεις με τις δύο κορυφώσεις τους σαν πρώτος και δεύτερος εμφύλιος μεταθέτει το κέντρο βάρους της ισχύος από τους στρατιωτικούς (Κολοκοτρώνης) στους προκρίτους της Πελοποννήσου, με τη βοήθεια του εφοπλιστικού-εμπορικού κεφαλαίου και των Φαναριωτών και στη συνέχεια από αυτούς στους τελευταίους, με τους απαραίτητους κάθε φορά συμβιβασμούς. Οι συγκρούσεις πολλές φορές ήταν ανελέητες, οι συμμαχίες ρευστές, τα πάθη έντονα, το ατομικό όφελος συγκρουόταν ή ταυτιζόταν με το συλλογικό. Συμμετοχή σε αυτές είχαν και οι ξένοι, πρώτα και κύρια σαν επιλογή των εμπλεκομένων για τις διεθνείς συμμαχίες και τη θέση του μελλοντικού κράτους στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα που συγκροτείται.

    Κρίσιμο ρόλο για τη μετατόπιση της ισχύος από τους στρατιωτικούς έως και τη νίκη αυτού του μπλοκ έπαιξαν τρία στοιχεία: Πρώτο, «Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.

    Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης.»[19]
    Δεύτερο, η μεγάλη πολιτική εμπειρία σε συνδυασμό με την οικονομική ισχύ, η οποία όχι μόνο δεν μειώθηκε (τα λαϊκά στρώματα έδωσαν τα πάντα μαζί με την αδυναμία τους να παράγουν λόγω του πολέμου) αλλά αυξήθηκε, έδωσε τα υλικά μέσα στο μπλοκ των εφοπλιστών-εμπόρων και Φαναριωτών να κυριαρχήσουν έχοντας, ταυτόχρονα, το συνολικότερο σχέδιο από τους αντιπάλους τους για την «επόμενη μέρα».

    «Μόλις ξέσπασε ή επανάσταση, ό λαός πρόσφερνε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τούς άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ό τόπος από τον ξένο ζυγό. Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι άστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τί πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, οxι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, άλλα βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα άπ’ αυτά πού παράτησαν οι Τούρκοι. Κι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Μα και ή πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
    Οι ζάπλουτοι πάλι Κουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο κα­πετάνιο Οικονόμου, πού τούς ανάγκασε να ‘ρθούνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο.
    ……………………………..

  8. …………………………..

    Κι έτσι, αφού ξοδεύτηκαν τα λίγα λεφτά της Φιλικής Εταιρείας και των εμπόρων και πραματευτάδων του εξωτερικού, ή επανάσταση δεν διέθετε πια πεντάρα για τη συνέχιση του αγώνα. Με τούς φόρους δεν ήτανε δυνατό ν’ αντιμετωπιστεί ή κατάσταση. Σύμφωνα με τούς δημόσιους ψευτοπίνακες, από το Μάη του 1823 ίσαμε τον Απρίλη του 1824 τα δημόσια έσοδα φτάσανε τα 12.860.000 γρόσια. Κι απ’ αυτά, τα 7.500.000 τα πρόσφεραν οι Κρητικοί, μερικά εκατομμύρια τ’ άλλα νησιά και πολύ λίγα ή Πελοπόννησος, γιατί οι κοτζαμπάσηδές της κι οι νησιώτες Κουντουριώτηδες και Σία, όχι μονάχα δεν πλήρωναν πεντάρα φόρους, αλλά βάζανε χέρι και σ’ όσα με τόσο συγκινητικό τρόπο πρόσφερε ό φτωχός λαός.

    Ακούστε πώς περιγράφει αυτά τα κατορθώματά τους ή «επί των εθνικών λογαριασμών επιτροπή» στην έκθεσή της, πού υπέβαλε στην Τρίτη Εθνική Συνέλευση στις 11 του Απρίλη, αφού δούλεψε επί ένα ολό­κληρο χρόνο χωρίς καμιά βοήθεια και πάλεψε μ’ όλα τα εμπόδια πού ‘βαλαν στο έργο της όσοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη. Με τον έλεγχο, λοιπόν, πού ‘κανε η επιτροπή τούτη στους εθνι­κούς λογαριασμούς από τις αρχές της πρώτης περιόδου ίσαμε το τέλος της τρίτης, κατάληξε στα παρακάτω συμπεράσματα: Πρώτα, ότι τα εθνικά κατάστιχα ήσαν «νοθευμένα και πλήρη από καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδες, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίας».

    Οι διαχειριστές του δημόσιου ταμείου φούσκωσαν τα έξοδα σε 616.000 γρόσια το χρόνο και τα έσοδα τα περιόρισαν μόνο σε 12.864.000! Τύπωσαν 17.250 ομολογίες αξίας 5 εκατομμυρίων γρο­σιών με αντίκρισμα τα ʺεθνικάʺ χτήματα. Απ’ αυτές, κυκλοφό­ρησαν 3.688, αξίας 1.471.000 γροσίων. Και στα ταμεία βρέθηκαν μόνο άλλες 408, αξίας 42.100 γροσίων. Λείπανε, δηλαδή, 13.154 ομολογίες, αξίας 3.486.900 γροσίων. Αυτές κυκλοφόρησαν στις τσέπες των κοτζαμπάσηδων! «Εις τα κατάστιχα» -συνεχίζει ή επιτρο­πή- «ευρίσκονται και παράνομοι πωλήσεις εθνικών κτημάτων και ανύπαρκτοι πληρωμαί αυτών, ως έπραξε κατά τούτο και ό υπουρ­γός της Οικονομίας της τρίτης περιόδου, εις τα παρ’ αυτού αγορασθέντα κτήματα». «Εκ δε των συνεισφορών αι όποια εδόθη­σαν εις το έθνος από τούς φιλέλληνας και Έλληνας εκτός και εντός της επικρατείας, απ’ αρχής του ιερού αγώνα μέχρι τέλους της τρί­της περιόδου, και αι οποίαι ημπορούν να αναβαίνουν εις μιλιούνια γροσίων, δεν ευρίσκονται περασμέναι εις τα κατάστιχα ειμή μόνον μερικαί εκατοντάδες χιλιάδων γροσίων το ίδιον δε τρέχει και εις τούς κατά καιρούς δοθέντας εράνους»!
    Και σε σελίδες ολόκληρες ή επιτροπή αραδιάζει αμέτρητες, ξετσίπωτες λωποδυσίες των άστοκοτζαμπάσηδων. Ό Κολοκοτρώ­νης πού τα ‘βλεπε όλα τούτα, έγραφε στους Σπετσιώτες ότι «οι άρχοντες μας δεν παραδειγματίζονται εις εσάς, να εξοδεύσουν από τα ιδικά των, αλλά σφετερίζονται και τα της Πατρίδος». Και στον υπασπιστή του, τον Φωτάκο, τούς ζωγράφισε πετυχημένα λέγοντάς του ότι «ήλπιζαν να κληρονομήσουν τούς Τούρκους και να μεί­νουν αυτοί εις τον τόπον των…»[20]

    Τρίτος παράγοντας ήταν η πολιτική βοήθεια του πιο ισχυρού παράγοντα της εποχής, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας, της Αγγλικής, που καθόρισε και την τελική έκβαση των εμφύλιων συγκρούσεων και της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων. Δεν είναι αμελητέος αλλά αντίθετα κρισιμότατος ο παράγοντας οικονομικής παρέμβασης που γίνεται με τη χορήγηση των «δανείων της ανεξαρτησίας» βάζοντας, έτσι, έναν ισχυρότατο μοχλό για την ανατροπή των συσχετισμών δύναμης και για την προώθηση των επιδιώξεών τους. Η ιστορία των δύο αυτών δανείων είναι αποκαλυπτική και επιβεβαιώνει απόλυτα τον παραπάνω ισχυρισμό.
    Με διάταγμα του εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο, στις 2-6-1823, αποφασίζεται να συναφθεί δάνειο από 4.000.000 ισπανικά τάληρα. Όρισαν πληρεξούσιο τον Ορλάνδο, κουνιάδο του Κουντουριώτη, το Γ. Ζαΐμη, της γνωστής οικογένειας και τον Λουριώτη, παλιό φίλο του Μαυροκορδάτου. Είναι κατανοητό ότι, από τη μια μεριά, η ανάγκη κεφαλαίων για την αγορά πολεμικού, και όχι μόνο, υλικού είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχή έκβαση ενός εθνικοαπελευθερωτικού και όχι μόνο αγώνα. Από την άλλη, είναι σαφές ότι μόνο τυχοδιωκτικά και τοκογλυφικά κεφάλαια μπορούν να βρεθούν, ακόμη και αν υπάρχει ισχυρή υποστήριξη από φιλελληνικούς κύκλους. Αυτό συνεπάγεται απόλυτα τοκογλυφικούς όρους και εγγυήσεις εμπράγματες που, ναι μεν είναι παρακινδυνευμένες σε περίπτωση αποτυχίας, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσες μεγάλες που δελεάζουν κάθε τυχοδιωκτικό κεφάλαιο.

    Και από τέτοια, μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων βρωμούσε όλη η Ευρώπη, και ιδιαίτερα οι νικητές. Έτσι, οι πληρεξούσιοι είχαν στην πραγματικότητα το ελεύθερο να αποδεχθούν σχεδόν τα πάντα, και φυσικά το έκαναν. Ας τους αναγνωρίσουμε και μια «εθνική» υστεροβουλία. Αν χαθεί ο αγώνας, πάνε στα κομμάτια και οι υποχρεώσεις, και γιʼ αυτό το λόγο «αναγκάζεται» και οικονομικά η αγγλική κυβέρνηση να μας υποστηρίξει, και σε περίπτωση νίκης, θα κληθούν αυτοί στο όνομα των οποίων βγήκε το δάνειο, ο λαός δηλαδή, να πληρώσουν αυτά που άλλοι ξεκοκκάλισαν ή, για να το πούμε κομψότερα, χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους σκοπούς!

    Έτσι, συνάπτεται δάνειο από τους τραπεζίτες Longman, O’ Brien, Ellice με ονομαστική τιμή 800.000 λιρών και πραγματική 59% ή 472.000 λίρες. Οι τοκογλύφοι κράτησαν επιπλέον 3% για προμήθεια και μεσιτεία, 1,5% για ασφάλιστρα, κράτησαν τους τόκους για δύο χρόνια μπροστά 80.000 λίρες, τα χρεόλυτρα δύο χρόνων από 1% 16.000λίρες και για προμήθεια πληρωμής τόκων 3.200 λίρες. Σύνολο 43,5% πραγματικό δάνειο που και αυτό δεν πάρθηκε όλο και θα δινόταν σε δόσεις. Η είδηση σύναψης του δανείου πυροδότησε αμέσως τις συγκρούσεις, γιατί όλοι καταλάβαιναν ότι ο διαχειριστής του είχε την οικονομική δυνατότητα να συντρίψει τους αντιπάλους. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να έρθει σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη και τους οπλαρχηγούς για να περάσουν λεπίδι τους κοτζαμπάσηδες αλλά η σύσκεψη αποτυγχάνει. Ενώ η πρώτη δόση δεν εκταμιεύεται, γιατί δεν πληρούνται οι όροι του αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου, καπάκι έρχεται και η δεύτερη δόση. «Η αναγγελία της αλληλοδιαδόχου αφίξεως των δόσεων γράφει ο Παπαρηγόπουλος ηύξησε τον περί κατοχής της εξουσίας πόθον» που «απέληξεν βαθμηδόν εις δεύτερο εμφύλιο πόλεμο». Μετά από παρέμβαση της Αγγλίας, παραδίδονται τα χρήματα στην τριανδρία Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μαυροκορδάτου, η οποία είχε εξουδετερώσει τον Κολοκοτρώνη και αγοράζοντας με λεφτά του δανείου τον Γκούρα, βγάζει από τη μέση το μόνο σοβαρό αντίπαλο από το λαϊκό στρατόπεδο, τον Ο. Ανδρούτσο. Από το δάνειο αυτό η κυβέρνηση πήρε τελικά 310.000, χρεώνοντας τον ελληνικό λαό με 800.000 και έχοντας βάλει ως υποθήκη όλες(!) τις εθνικές γαίες και τα έσοδα από τις αλυκές και τα διβάρια. Με αυτούς τους όρους έπεσε χοντρός ανταγωνισμός γαλλικών και αγγλικών κεφαλαίων για το ποιος να μας δανείσει για δεύτερη φορά… Αυτή τη φορά προτιμήθηκαν οι Ιάκωβος και Σαμψών Ρικάρδο του Λονδίνου για ένα δάνειο με ονομαστική τιμή 2.000.000 λιρών και 5% τόκο και πραγματική 55%, που μετά από τις απαραίτητες ευφάνταστες αφαιμάξεις, έφτασε να απομείνει 816.000 λίρες ή το 40.08%. Ένα τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της επαναστατημένης Ελλάδας που η με σύνεση διαχείρισή του θα είχε ορίσει αλλιώς την ιστορία της. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σωθεί το Μεσολόγγι με μόνο 100.000 τάληρα που ήταν αρκετά για αυτό το σκοπό και που, όπως γράφει ο Παπαρηγόπουλος, «η ελληνική κυβέρνηση λαβούσα εις τας χείρας αυτής κατά το προλαβόν δωδεκάμηνον εκατομμύρια περίπου ταλήρων, δεν ηδυνήθη να οικονομήση εξ αυτών τας 100 εκείνας χιλιάδας από των οποίων εξηρτήθη η τύχη της Ελλάδας.» Άφησαν, λοιπόν, το Μεσολόγγι νηστικό και άοπλο να πέσει. Αλλά

    και το υπόλοιπο πήγε άπατο, δήθεν στην προσπάθεια να ναυπηγήσουν σύγχρονο στόλο που δεν έφθασε ποτέ εκτός από ένα ατμοκίνητο, το οποίο δεν μπορούσε να κινηθεί και μια φρεγάτα από τις ΗΠΑ, που αφού κόστισε δεκαπλάσια, μετά από ξεσηκωμό των φιλελλήνων της Αμερικής, κατάφερε να φτάσει πολύ αργά. Έτσι, από όλο το δάνειο έφτασαν στην Ελλάδα 232.500 λίρες, που χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση των οικονομικών των πρωταγωνιστών της εποχής, όπως ο Κουντουριώτης και άλλοι υδραίοι εφοπλιστές οι οποίοι πήραν αποζημιώσεις για όσα προσέφεραν στον αγώνα. Για αυτούς ήταν κανονική επιχείρηση, όπως και οι λεηλασίες και οι πειρατείες που τους γέμιζαν τις κάσες. Μερίδιο πήραν όλα τα στηρίγματα του καθεστώτος, ενώ το υπόλοιπο σπαταλήθηκε στην εξαγορά αντιπάλων.

    Γιʼ αυτά τα δάνεια, όπως και για πολλά άλλα, θα ασχοληθούμε εκτενώς αλλού, γιατί είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξέλιξη του καπιταλισμού στη χώρα μας. Αποτέλεσαν το βασικό κίνητρο για την ισχυρή, μέσα στην αριστερά, θεωρία της εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Ένα κρίσιμο ζήτημα που δεν γίνεται να μη μας απασχολήσει στη συνέχεια και που θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την πιο αντικειμενική απάντηση.
    Στα τέλη του 1825, εισβάλλει ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και η επανάσταση φθάνει στο χείλος του γκρεμού. Μια ορισμένη αναζωογόνηση της δύναμης των στρατιωτικών φέρει η αντίσταση του Κολοκοτρώνη. Η Αγγλία αποφασίζει να προτείνει το σχηματισμό ημιαυτόνομης ελληνικής ηγεμονίας υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου –στην πραγματικότητα ένα αγγλικό προτεκτοράτο– και με δική της πρωτοβουλία υπογράφεται από τις τρεις δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία ένα πρωτόκολλο, βάσει του οποίου καλούν τους εμπόλεμους να πάψουν τις εχθροπραξίες και να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Απαίτηση που αρνείται η άλλη πλευρά, και, έτσι, επιβάλλουν με τη δύναμη των όπλων τη θέληση τους.

    Τον Οκτώβρη, στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο ενωμένος στόλος των τριών δυνάμεων συντρίβει τον τουρκοαιγυπτιακό. Τον Απρίλιο του 1828, ξεσπάει ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος. Λίγους μήνες αργότερα αποβιβάζονται στην Πελοπόννησο γαλλικά στρατεύματα για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τα υπολείμματα του αιγυπτιακού στρατού. Ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1828 και τον ίδιο μήνα ανέστειλε, με τη συναίνεση και των τριών κομμάτων, την ισχύ του Συντάγματος.
    Το 1829, υπογράφεται μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας η Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία επικυρώνεται η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Ο Σουλτάνος υποχρεώνεται με τη συνθήκη αυτή να αποδεχθεί τη λύση που θα διατύπωναν οι μεγάλες Δυνάμεις για το ελληνικό πρόβλημα. Το 1830, υπογράφεται το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο βασίλειο. Ο Καποδίστριας, αφού ταυτίστηκε με το ρωσικό κόμμα και δημιουργήθηκαν ρήξεις και εξεγέρσεις, δολοφονήθηκε το Σεπτέμβριο του 1831. Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας, εκλεκτός των ξένων για να κυβερνήσει, αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό (3.850 στρατιώτες) που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς. Έτσι, αρχίζει η ιστορική πορεία του νεοελληνικού κράτους. Για αλλού ξεκίνησε και σε άλλα μέρη βρέθηκε.

    Είναι αναγκαία, ακόμη, μια μικρή ιστορική παρένθεση. Στη διάρκεια του αγώνα σχηματίστηκαν τρία κύρια κόμματα που πήραν το όνομα τους από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και που, σε γενικές γραμμές, εξέφραζαν τα κύρια ρεύματα που διαμορφώθηκαν μέσα στην κυρίαρχη τάξη, το εφοπλιστικό-εμπορικό-τοκογλυφικό(γαιοκτημονικό)-στρατιωτικό μπλοκ με τους αναγκαίους συμβιβασμούς και διαπλοκή. Η ονοματική αναφορά είχε να κάνει, κυρίως, με τη στρατηγική συμμαχία που επιθυμούσε το κάθε τμήμα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, για την ένταξη της χώρας στο διεθνή καταμερισμό και την καλύτερη, κατά τη γνώμη τους, ιδιαίτερη εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων και όχι μια άνευ όρων υποταγή στους ξένους (στο ξένο κεφάλαιο στην ουσία) και τη πρακτόρευση αυτού στη χώρα. Εκτίμηση που θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Θα πρέπει να επισημάνουμε και τη μεταστροφή των κυρίαρχων, με το τέλος του αγώνα, στον Βοναπαρτισμό, στην απολυταρχική, δηλαδή, άσκηση της εξουσίας. Από εκεί που είχαν ψηφίσει στην Τροιζήνα, το 1827, το δημοκρατικότερο σύνταγμα της Ευρώπης, μόλις φάνηκε να κατοχυρώνεται η κρατική κυριαρχία, με απίστευτο ταξικό ένστικτο όλες οι πτέρυγες αποδέχθηκαν αυταρχικές- ημιδικτατορικές λύσεις, οι οποίες έβαζαν στην κατάψυξη, πρώτα και κύρια, την όποια συμμετοχή του λαού ή την επίδρασή του στις πρώτες εξελίξεις που θα καθόριζαν την οικονομική βάση του νέου κράτους. Και,μάλιστα, ενός λαού ένοπλου! Έτσι εξηγείται η στάση και των τριών κομμάτων και στο διορισμό του Καποδίστρια, και στου Όθωνα, ευελπιστώντας σε μια κατάσταση ουδετερότητάς τους απέναντι σε όλες τις πτέρυγες του κεφαλαίου, ταξικής κυριαρχίας, απέναντι στις λαϊκές μάζες όπως και τη θεσμική κατοχύρωση των διεθνών συμμαχιών και της ένταξής τους στο διεθνή καταμερισμό του κεφαλαίου.
    Η χώρα βγήκε σε τραγική κατάσταση από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο παραγωγικός ιστός, η αγροτική παραγωγή και η βιοτεχνία, ρημαγμένοι. Οι λαϊκές μάζες εξαθλιωμένες. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω περιγραφή:
    «Για τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά, και για κείνους που θυσίασαν το εδικό τους στον αγώνα της πατρίδας, και ήταν νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακοναραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα· γι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και για τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι αγόρασε στην πατρίδα του (τη Βαυαρία) έναν τόπο και τον έβγαλε ʺΕλλάςʺ και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας. Πού ’ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια πού είναι οι πρόσοδοι, πού είναι οι καλύτερες γες, πού ’ναι οι μύλοι, πού ’ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και τα σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα».

    «Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτεῖνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, ἀπὸ τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι᾿ ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος αὐτείνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτζα κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστᾶς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: ‟Ποιός σας εἶπε, τοὺς λένε, νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;” Ἔχουνε δίκαιον, ὅτι ὁ Ζαΐμης χρώσταγε τῶν Τούρκων ἕνα μιλιούνι γρόσια, καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι, κι᾿ ὁ Μεταξάς, κόντες τῆς πιάτζας, χωρὶς παρά, κι᾿ ὁ Κωλέτης ἕνας γιατρός, ὁ Μαυροκορδάτος τζιράκι τῆς Κωσταντινοπόλεως. Τοὺς φκειάσαν αὐτεῖνοι οἱ διακονιαραῖγοι, οἱ ἀγωνισταί, Ἐκλαμπρότατους, τοὺς λευτέρωσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀπὸ τὰ χρέη, ὁποῦ χρώσταγαν τῶν Τούρκων, κ᾿ ἔγιναν τώρα μεγάλοι καὶ τρανοί. Γύμνωσαν καὶ τοὺς Τούρκους, παίρνοντας τὸ βίον τους, καὶ τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες καὶ κακίες τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀγῶνος.»[21].

    Οι εθνικές γαίες λυμαίνονται από τους κοτσαμπάσηδες ενώ οι αγρότες τις χρησιμοποιούν πληρώνοντας βαρείς φόρους. Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής έχει πλήρως διαλυθεί και η ατομική ιδιοκτησία ή ιδιοποίηση της αγροτικής γης προχωρά με άλματα, έστω και με άλυτο το νομικό καθεστώς που έχει κρατικοποιήσει τη γη και την έχει υποθηκεύσει στο ξένο κεφάλαιο με τα «δάνεια της ανεξαρτησίας». Οι εμποροχρηματικές σχέσεις, ενώ έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα λόγω του πολέμου σιγά-σιγά επανέρχονται, όπως και το εμπόριο, με την πρώτη ανάκαμψη της αγροτικής παραγωγής. Οι αστικές σχέσεις παραγωγής έχουν εισβάλει για τα καλά και δεν πρόκειται να σταματήσουν να εξαπλώνονται, αν δεν κυριαρχήσουν απόλυτα.[22] Οι μόνοι που έχουν μεγάλα κεφάλαια -είναι και οι πραγματικοί νικητές- το εφοπλιστικό εμπορικό κεφάλαιο και οι στενοί τους συνεργάτες, οι τοκογλύφοι- γαιοκτήμονες της υπαίθρου.

    ……………………………….

  9. …………………

    Έξω από τα όρια του νεοελληνικού κράτους, που φτάνει λίγο έξω από τη Λαμία, και περιλαμβάνει λίγα νησιά του Αιγαίου μένουν οι ελληνικοί πληθυσμοί όπως και τα κεφάλαιά τους στα μεγάλα κέντρα της διασποράς και στα παράλια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[23] Το γεγονός θα σφραγίσει την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του νεοσύστατου κράτους. Θα αποτελέσει τη βάση της επεκτατικής πολιτικής που οραματίζεται η άρχουσα τάξη, που δε βολεύεται καθόλου στο μικρό ρόλο που της έλαχε και θα ονομασθεί «Μεγάλη Ιδέα». «Βεβαίως η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, της επέκτασης, δηλαδή της ελληνικής επικράτειας σε ολόκληρη τη Βαλκανική μέχρι τον Δούναβη και στη Μικρά Ασία μέχρι τον Ταύρο, όπως όμως, επίσης και η εμμονή στην αναγκαιότητα της συνταγματικής αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης αποτελούσαν κοινές ιδεολογικοπολιτικές σταθερές και των τριών κομμάτων.»[24] Θα κυριαρχήσει στον Ελλαδικό χώρο και, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων, μόνο με την εξάπλωση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας θα βρει ισχυρό αντίπαλο. Η ιστορική εξέλιξη είναι εν τέλει αυτή που θα την ενταφιάσει 100 χρόνια μετά, σκεπάζοντας την με τα αμέτρητα συντρίμμια μιας μεγάλης καταστροφής.

    Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο μου «Το ελληνικό πρόβλημα» όπου θεώρησα χρήσιμη μία παράθεση όλων των κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων που οδήγησαν στον σύγχρονο κοινωνικό οικονομικό σχηματισμό και τα συγκεκριμένα προβλήματα του
    Αλέξανδρος Καπακτσή

    [1] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ. 98
    [2] Τοντόροφ Ν. Η βαλκανική πόλις εκδόσεις Θεμέλιο 1986 σελ. 287
    [3] Βλ. όραμα του Ρήγα: ένα βαλκανικό μέλλον, όπου όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας («Βούλγαροι, κι Αρβανήτες, Αρμένοι, και Ρωμηοί, Αράπηδες και Άσπροι», γράφει στο Θούριο) θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικές αρχές και οικονομική ελευθερία. Η Επαναστατική Προκήρυξις, επίσης, απευθύνεται στο λαό, απόγονο των Ελλήνων, που κατοικεί στη Ρούμελη, τη Μικρά Ασία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, τη Βλαχομπογδανία και όσους «στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού», Χριστιανούς και Τούρκους, «χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας». Υιοθετεί τις αρχές του φυσικού δικαίου και γράφει στο φυλλάδιο της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως (Τα Δίκαια του Ανθρώπου): «Άρθρον 3. Όλοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. Όταν πταίση τινάς, οποιασδήποτε καταστάσεως, ο Νόμος είναι ο αυτός διά το πταίσμα και αμετάβλητος· ήγουν δεν παιδεύεται ο πλούσιος ολιγώτερον και ο πτωχός περισσότερο διά το αυτό σφάλμα, αλλ’ ίσα-ίσα.
    [4] Λεωνίδας Στρίγκος «Επανάσταση του εικοσιένα»
    [5] Η γένεση της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της Δώρα Μόσχου Erodotus weblog
    [6] Γεννήθηκε στην Ύδρα και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα. Λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης το ιστιοφόρο του ναυάγησε στο Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη για να ναυπηγήσει καινούριο. Εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και αμέσως αφιερώθηκε στο σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας του παρατώντας τα όποια εμπορικά σχέδια είχε. Στην Ύδρα όμως οι πρόκριτοι δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν να χάσουν από τους Τούρκους τα προνόμια τους με αποτέλεσμα να μην ξεσηκώνονται. Τότε ο Οικονόμου κατέλαβε στις 30 Μαρτίου του 1821 το λιμάνι και κατέλυσε την εξουσία των προκρίτων. Ο διοικητής του νησιού, Νικόλαος Κοκοβίλας, εκδιώχθηκε και εγκαθιδρύθηκε λαϊκή εξουσία υπό τον Οικονόμου που έστρεψε με τους ναύτες τις μπούκες των κανονιών ενάντια στα αρχοντικά των προκρίτων και εκβίασε την υποταγή τους. Στις 16 Απριλίου του 1821 κήρυξε επίσημα την επανάσταση και το νησί της Ύδρας. Οι πρόκριτοι όμως, οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Οικονόμου, οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του, η οποία εκδηλώθηκε στις 22 Μαΐου του 1821. Οι υποστηρικτές του, κατά κύριο λόγο ναύτες, είχαν μπαρκάρει με τα πλοία με αποτέλεσμα ο Οικονόμου να βρεθεί απροστάτευτος. Αφού συνελήφθη, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Οι συγγενείς του όμως κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Κρανίδι, όπου όμως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Μονή Αγίου Γεωργίου. Δραπέτευσε πάλι και κατευθύνθηκε προς το Άργος για να παρουσιαστεί στην εθνοσυνέλευση που γινόταν εκεί, γεγονός που ανησύχησε τους προκρίτους της Ύδρας, οι οποίοι και έστειλαν στρατιωτικό σώμα { του Λόντου) να τον σκοτώσει. Ο Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας τα σχέδια των προκρίτων έστειλε τον οπλαρχηγό Τσωκρή με 200 παλικάρια να τον προστατεύσουν. Ο Τσωκρής όμως δεν κατάφερε να τον προλάβει πριν τον δολοφονήσουν οι μισθοφόροι των προκρίτων της Ύδρας στις 16 Δεκεμβρίου του 1821. Από Wikipedia και από το «Αντώνης Οικονόμου» του Γιώργου Λαμπρινού
    [7] Λ. Στρίγκου, Η επανάσταση του ’21, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 32-36.
    [8] Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη Γ. Μηλιός σελ. 135
    [9] Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821 Β. Κρεμμυδάς Θεμέλιο όπως παρατίθεται στο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη Γ. Μηλιός
    [10] Η διάλυση του ασιατικού-κοινοτικού τρόπου παραγωγής που προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς έγινε κυρίαρχη με την επανάσταση και το πέρασμα της ιδιοκτησίας των «εθνικών γαιών» στο κράτος. Οι ένοπλοι αγρότες εξασφάλισαν τη νομή και αργότερα την ιδιοκτησία των παραπάνω γαιών παρόλο που το ζήτημα έμενε νομικά και οικονομικά ανοικτό πολλές δεκαετίες αργότερα. Η μικρή ιδιοκτησία de facto αποτέλεσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις επαναστατημένες περιοχές ενώ περιθωριακό ήταν το φαινόμενο της ύπαρξης τσιφλικιών και γενικά μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη σε ορισμένες περιοχές της Αττικής, της Εύβοιας και της Στερεάς Ελλάδας
    [11] «Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη. Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρατίας, αλλά είχαν καταφέρει «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας εξήκοντα έξ χωρία, τα οποία πλήρωναν σ’ αυτούς φόρο υποτέλειας.» Ιστοσελίδα του συλλόγου των απανταχού Σουλιωτών
    [12] 1821 : Οι εμφύλιες συγκρούσεις Θανάσης Παπαρήγας ERODOTOS WEBLOG
    [13] Ελληνική Νομαρχία Συντεθείς τε καὶ τύποις ἐκδοθεὶς ἰδίοις ἀναλώμασι πρὸς ὠφέλειαν τῶν Ἑλλήνων ΠΑΡΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ Ἐν Ἰταλίᾳ. 1806. Κεφάλαιο 4ο αρχή
    [14] Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 ΚΟΜΕΠ, τ. 2, 2011. Του Αναστάση Γκίκα
    [15] Το ίδιο το στράτευμα του Υψηλάντη, θα πλαισιώσουν χιλιάδες Βαλκάνιοι, που διέβλεπαν στο επαναστατικό προσκλητήριο του αρχηγού, τη διέξοδο και για τους δικούς τους πόθους. Πλάι στους Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και Μολδαβούς, απαντά κανείς στους καταλόγους της Φιλικής Εταιρείας που διασώθηκαν και έναν μικρό αριθμό επαναστατών από πιο μακρινές χώρες, που κατάφεραν μετά την συντριβή του στρατεύματός τους στο Δραγατσάνι, να περάσουν στη Ρωσία: τον Φρατσέσκο Σαβόνι από την Ισπανία, τον Γάλλο ναύτη Ζαν Πλοσιέ, τον Ιταλό Ιωσήφ Σπέλτι, τον Ναπολιτάνο Άγγελο Πινατέλο, ή τον Πρώσσο Φρίντιχ Γκεντς. Σέρβους και Βούλγαρους απαντούμε στο τμήμα του Γεωργάκη Ολύμπιου και του Ιωάννη Φαρμάκη που συνέχισαν τον αγώνα μέχρι το μοναστήρι του Σέκου, όπως επίσης και στο τμήμα του Αθανάσιου Καρπενησιώτη, στο οποίο συμμετείχε και ο βούλγαρος αρματολός Ιντζέ Βοεβόδας με τα παλικάρια του.
    [16] Η Αϊτή είναι η πρώτη χώρα πού αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 διά του Προέδρου της Μπουαγιέ. Μόλις που τελείωσε τον δικό της απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών κατεστραμμένη οικονομικά, έστειλε στο Παρίσι στον Αδαμάντιο Κοραή 25 τόνους καφέ να εκποιηθούν για να αγορασθούν όπλα για τον αγώνα. Επίσης έστειλε 100 εθελοντές μαύρους στρατιώτες να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων. Δεν έφθασαν ποτέ, φημολογείται ότι τους μακέλεψε ο γάλλος του οποίου τα μπακάλικα ρημάζουν σήμερα την Ελληνική οικονομία.
    [17] Η άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο τον Ιούνιο του 1821, θα φέρει και τους πρώτους δυτικοευρωπαίους πολεμιστές: Είναι ο γάλλος συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ που αναλαμβάνει το πρώτο τμήμα Πυροβολικού υπό τις διαταγές του και ο ταγματάρχης Μπαλέστε, παλιός αξιωματικός του Ναπολέοντα που προήχθη σε συνταγματάρχη. Μαζί τους ο Υψηλάντης θα συγκροτήσει τρεις λόχους τακτικού στρατού – το πρώτο πρόπλασμα τακτικού στρατεύματος στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, θα συγκροτηθεί και το τακτικό σύνταγμα Πεζικού με επικεφαλής τον ιταλό συνταγματάρχη Πιέτρο Ταρέλλα. Το σύνταγμα αυτό, μαζί με άλλους δύο λόχους ευρωπαίων φιλελλήνων και ένα σώμα επτανησίων εθελοντών, πολέμησε στο Πέτα της Άρτας στις 4 Ιουλίου του ’22 υπό τις διαταγές του γερμανού στρατηγού Κάρολου Νόρμαν, πλάι στους Έλληνες, του Μπότσαρη, του Βλαχόπουλου και του Γώγου. Τους περίμενε η συντριβή, εν πολλοίς οφειλόμενη στην εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης από τον Γώγο, που προσχώρησε στη συνέχεια στους Τούρκους. Από τους περίπου 150 ευρωπαίους, σώθηκαν μόλις 8. Στους νεκρούς συγκαταλέγεται ένας έφηβος 16 ετών, ο Deiss από την Βαϊμάρη, ενώ ο Νόρμαν που επέζησε, πέθανε λίγες μέρες αργότερα από τη θλίψη του. Πηγή ΑΠΕ

    [18] Συνταγματική ιστορία. Βουλή των Ελλήνων
    [19] 1821 : Οι εμφύλιες συγκρούσεις Θανάσης Παπαρήγας ERODOTOS WEBLOG
    [20] Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Ν. Μπελογιάννης εκδόσεις Άγρα σελ. 53-55
    [21] Από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
    [22] «Ουσιαστικά στην φάση αυτή κυριαρχούσαν στοιχεία και διαδικασίες του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, ταυτόχρονα όμως με ιδιόμορφες πολιτικές που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν εκ των ενόντων τα προβλήματα εδραίωσης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων.» “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” Ιωαννίδης Α. – Μαυρουδέας Στ. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών
    [23] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας από 7,9% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής κατά τον 18ο αιώνα φτάνει στο 21% του μικρασιατικού πληθυσμού το 1880. Ανάλογη είναι η εξέλιξη των ελληνικών μειονοτήτων στη Ρουμανία, τη Νότια Ρωσία και την Αίγυπτο, παρ ότι βέβαια στις περιοχές αυτές έχουμε να κάνουμε με πολύ μικρότερα ποσοστά Ελλήνων στον συνολικό πληθυσμό. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα οι Έλληνες του εξωτερικού είναι σαφώς περισσότεροι από τους κατοίκους του Βασιλείου. Αυτό που όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο αριθμός των Ελλήνων του εξωτερικού αλλά ο οικονομικός (και κατ επέκταση διεθνοπολιτικός) ρόλος που έπαιζαν οι ελληνικές μειονοτικές κοινότητες στον ανατολικοευρωπαικό και βορειοαφρικανικό χώρο: Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες έλεγχαν περίπου το 50% της βιομηχανικής παραγωγής (ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, όχι μόνο των περιοχών όπου ήταν έντονο το ελληνικό στοιχείο) και περισσότερο από το 50% του οθωμανικού εξωτερικού εμπορίου. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι κατά τον 19ο αιώνα στα χέρια των Τούρκων βρίσκεται μόνο το 15% της βιομηχανικής παραγωγής της Αυτοκρατορίας, ενώ από το υπόλοιπο που δεν ελεγχόταν από τους Έλληνες, περισσότερο από το 15% ήταν στα χέρια των Αρμενίων, το 5% ελεγχόταν από τους Εβραίους και το 10% από άλλες εθνικές μειονότητες.
    Στην Αίγυπτο οι Έλληνες έλεγχαν πάνω από 50% των εξαγωγών βαμβακιού και τσιγάρων (δηλαδή πάνω από 25% των συνολικών εξαγωγών της χώρας) και τη δεύτερη σε μέγεθος αιγυπτιακή τράπεζα (την Αngo-Εgyptian Βank). Στη μεγαλύτερη αιγυπτιακή
    τράπεζα της εποχής (την Νational Βank) οι Έλληνες διατηρούν μια ιδιαίτερα σημαντική συμμετοχή. Μετά το 1890 οι ελληνικές τράπεζες ιδρύουν αρκετά υποκαταστήματα στην
    Αίγυπτο. Παράλληλα, η πλειοψηφία των «τοκογλύφων» και περισσότεροι από το 1/4 των επιστημόνων της Αιγύπτου (γιατροί, δικηγόροι, δικαστές κ.λπ.) είναι την ίδια εποχή Έλληνες. Η σημασία αυτών των ποσοστών γίνεται κατανοητή αν λάβουμε υπόψη ότι η ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου, παρ ότι ήταν η πολυαριθμότερη κοινότητα ξένων στη χώρα, δεν ξεπέρασε ποτέ μέχρι το 1880 τα 30.000 άτομα. Στη Ρωσία και τη Ρουμανία βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων εμπόρων το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών δημητριακών, που, για την περίπτωση της Ρωσίας, αποτελούσαν στα μέσα της δεκαετίας του 1830 το 15% και το 1870 το 31% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Γ. Μηλιός 2. Οικονομική ανάπτυξη και διεθνές περιβάλλον: Οι οικονομικές βάσεις της μεγάλης ιδέας σελ. 10
    [24] Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη Γ. Μηλιός σελ. 142

    https://eforipediada.blogspot.com/2020/03/iellinikiepanastasi.html?spref=fb&fbclid=IwAR1GOzEDU2sVQt7vWhx58Zb-bW8mYeFaX2vnNUiyv2uL0H5CJw7WbGU3Z5c

  10. Από το 1453 στο 1821
    ————————————————–

    Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

    Ἅπαντα Τσερτσέτη , τομ. Γ΄, σελ. 149-150

    Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: « Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: « Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – « Η φρουρά του βασιλέως μας είναι είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.

    284. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι », και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του».

    285. Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους.

  11. Ανδρέας on

    Πόσοι Έλληνες χάθηκαν σε Μωρια-Ρούμελη-Κυκλαδες
    https://www.mixanitouxronou.gr/oi-apoleies-ton-ellinon-stin-epanastasi-toy-1821/

  12. Ανδρέας on

    «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»
    Η πρώτη οργανωμένη επαναστατική ενέργεια των υποδούλων Ελλήνων εκδηλώθηκε τον Φλεβάρη του 1821 με επικεφαλής τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη. Το «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών πρόβλεπε στάση στην Κωνσταντινούπολη, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου από τα ελληνικά πληρώματά του, και ταυτόχρονη εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στο Μοριά.

    Τυπογράφος του μανιφέστου «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», αλλά και των άλλων προκηρύξεων, ήταν ο Ρεθυμνιώτης νομικός και γλωσσομαθής Μανουήλ Βερνάρδος, που ίδρυσε το τυπογραφείο στο Ιάσιο το 1812 με έρανο των ομογενών. Συντάκτης των προκηρύξεων που κυκλοφόρησαν από τις 22 έως τις 24 Φεβρουαρίου σημαίνοντας την επίσημη έναρξη του Αγώνα, ήταν ο διακεκριμένος Ληξουριώτης γιατρός και λόγιος Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, Φιλικός με δυνατή παρουσία στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, με σημαντική δράση στην οργάνωση της επανάστασης και με διεθνώς αναγνωρισμένο έργο.

    Άμεσος αποδέκτης των επαναστατικών προκηρύξεων ήταν φυσικά το υπόδουλο Γένος. Έμμεσος όμως ήταν η «Ιερά Συμμαχία», εκείνη η ανίερη σύμπραξη των απολυταρχικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που τρέφονταν από τον φόβο των καταδυναστευόμενων λαών. Η δε επίσημη σημαία της εξέγερσης ήταν τρίχρωμη, όπως η σημαία του Ρήγα Φεραίου, ενώ στη μια πλευρά της έφερε τον Φοίνικα της ελληνικής μυθολογίας και την συμβολική για την εθνική αφύπνιση επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ».

    Η αποτυχία της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν προδιαγεγραμμένη. Η άρνηση της Ρωσίας για βοήθεια μετά την ισχυρή πίεση της Ιεράς Συμμαχίας, η είσοδος -με τη συγκατάθεσή της- ισχυρών οθωμανικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία, η αποχώρηση του Ρουμάνου οπλαρχηγού Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου και πολλών άλλων ενόπλων, η δολοφονία του βέβαιου συμμάχου και φίλου του Υψηλάντη Καραγεώργη της Σερβίας, το αφοριστικό κείμενο του Πατριαρχείου, η προδοσία του Έλληνα οπλαρχηγού Σάββα Φωκιανού, αλλά και η πολεμική απειρία των Ιερολοχιτών έκριναν την τύχη της επανάστασης. Ο τραγικός επίλογος γράφτηκε στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821, μαζί με μια σειρά δραματικών προσωπικών επεισοδίων.
    Το τολμηρό εγχείρημα όμως του Αλέξανδρου Υψηλάντη δεν ήταν καταστροφικό για την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
    Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ευαισθητοποιήθηκε, οι κοινωνίες του διαφωτισμού συγκινήθηκαν και το ελληνικό ζήτημα διεθνοποιήθηκε. Κυρίως όμως δόθηκε χώρος και χρόνος στον ελληνικό αγώνα να ενταθεί στη νότια Βαλκανική. Ο αντιπερισπασμός των τουρκικών δυνάμεων που στράφηκαν εναντίον της Μολδοβλαχίας, έδωσε την ευκαιρία στους Μωραΐτες και στους Ρουμελιώτες να εδραιώσουν την επανάσταση στα μέρη τους. Την ώρα που ο Υψηλάντης έλιωνε στο μεσαιωνικό κελί της φυλακής του Μουγκάτς, ο Κολοκοτρώνης έπαιρνε την Τριπολιτσά. Κι όταν η γενναία του καρδιά σταμάτησε να χτυπά, είχαν ήδη αρχίσει στο Μοριά οι πυρετώδεις προετοιμασίες για την Α’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση.

    Με αυτά τα δεδομένα, η συνειδητή θυσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποτέλεσε την πεμπτουσία της επανάστασης που την κράτησε ιερή: ο φόβος του θανάτου και της συντριβής υποχώρησε μπροστά στην αδήριτη ανάγκη του Γένους να απαιτήσει την εθνική και πολιτική του ανεξαρτησία. Διότι, άνθρωποι νέοι, μορφωμένοι, γόνοι κυρίως αστικών οικογενειών, με προοπτικές μιας ήσυχης και καλής ζωής, άνθρωποι που δεν ήταν κυνηγημένοι, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι, ξεκίνησαν να σκοτωθούν για μια πατρίδα που τότε υπήρχε μόνον ως ιδέα και ως ιστορική μνήμη. Οπότε, επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο της μάχης ακόμα κι όταν η νίκη ήταν αβέβαιη. Τελευταία επιθυμία άλλωστε του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που εγκατέλειψε την σπουδαία πολιτική του σταδιοδρομία και τη ζηλευτή ζωή του και διέθεσε όλη την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για την επανάσταση, ήταν να απομακρυνθεί από το σώμα του η καρδιά του και να σταλεί στην Ελλάδα…

    ☑Από την επαναστατική προκήρυξη παραθέτω ένα απόσπασμα που σήμερα αποκτά ιδιαίτερη σημασία:
    «…Μεταξὺ ἡμῶν εὐγενέστερος εἶναι, ὅς τις ἀνδρειωτέρως ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαια τῆς Πατρίδος καὶ ὠφελιμωτέρως τὴν δουλεύσει….[…]
    Ἂς κινηθῶμεν λοιπὸν μὲ ἓν κοινὸν φρόνημα:
    Οἱ πλούσιοι ἂς καταβάλωσιν μέρος τῆς ἰδίας περιουσίας, οἱ ἱερoὶ ποιμένες ἂς ἐμψυχώσωσι τὸν λαὸν μὲ τὸ ἴδιόν των παράδειγμα, οἱ πεπαιδευμένοι ἂς συμβουλεύσωσιν τὰ ὠφέλιμα.
    Οἱ δὲ ἐν ξέναις αὐλαῖς ὑπουργοῦντες στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ὁμογενεῖς, ἀποδίδοντες τὰς εὐχαριστίας εἰς ἣν ἕκαστος ὑπουργεῖ δύναμιν, ἂς ὁρμήσωσιν ὅλοι εἰς τὸ ἀνοιγόμενον ἤδη μέγα καὶ λαμπρὸν στάδιον, καὶ ἂς συνεισφέρωσιν εἰς τὴν πατρίδα τὸν χρεωστούμενον φόρον, καὶ ὡς γενναῖoι ἂς ἐνοπλισθῶμεν ὅλοι ἄνευ ἀναβολῆς καιροῦ μὲ τὸ ἀκαταμάχητον ὅπλον τῆς ἀνδρείας καὶ ὑπόσχομαι ἐντὸς ὀλίγου τὴν νίκην καὶ μετ᾿ αὐτὴν πᾶν ἀγαθόν. Πoῖoι μισθωτοὶ καὶ χαῦνοι δοῦλοι τολμοῦν νὰ ἀντιπαραταχθώσιν ἀπέναντι λαοῦ, πολεμοῦντος ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἀνεξαρτησίας; Μάρτυρες οἱ ἡρωικοὶ ἀγῶνες τῶν προπατόρων μας·»…
    Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης
    Τῇ 24ῃ τοῦ Φεβρουαρίου 1821
    Εἰς τὸ γενικὸν στρατόπεδον τοῦ Ἰασίου

    Ολόκληρο το κείμενο της προκήρυξης εδώ: https://www.ypsilantio.gr/content/istorika-stoixeia/sylloges/diafora/42-laquo-maxoy-yper-pistews-kai-patridos-raquo?fbclid=IwAR2s_D31cdTEvpaob9UDjEyF5X0XpsumDCuSjCuGS3sB02sEdN9c542pmzA

    Εις μνήμην…

    Από Ειρηνη Πετρακακη

  13. Ανδρέας on

    Οι σφαγές των Ελλήνων το 1821 στην Κωνσταντινούπολη

    Αντώνης Λαμπίδης — 30 Μαρτίου 2021

    Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Αγνώστου ζωγράφου. 2ο ήμισυ του 19ου αι.
    Ο απαγχονισμός του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄

    Του Αντώνη Χ. Λαμπίδη

    Συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Ο Ελληνισμός αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα τιμά τους ήρωες που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα για την Ελευθερία.

    Η Κωνσταντινούπολη διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία και την έναρξη της Επανάστασης. Ήδη, από το 1918, η Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τους Αθανάσιο Τσακάλωφ, Νικόλαο Σκουφά και Εμμανουήλ Ξάνθο, έχει έδρα της την Κωνσταντινούπολη. Η μεσαία τάξη και οι έμποροι της ελληνικής διασποράς αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό το πατριωτικό εγχείρημα και συμπαραστέκονται υλικά και ηθικά σε αυτό. Για την αποκάλυψη των σχεδίων των Φιλικών στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, έως τότε ανυποψίαστο για τις προθέσεις τους, και την επαπειλούμενη σφαγή των Ελλήνων, μεταφέρουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Διονυσίου Α. Κοκκίνου, «Η Ελληνική Επανάστασις» (1).

    «Είπομεν ότι ο Αλή πασσάς πληροφορηθείς τα της Εταιρείας, τά διεμήνυσεν αμέσως εις τον σουλτάνον, ζητών αμνηστίαν, με την υπόσχεση να ανακαλύψη και να εξαφανίση ολόκληρον το μυστικόν επαναστατικόν δίκτυον των Φιλικών ή να καταστείλη την επανάστασιν αν εξερρηγνύετο αμέσως, αλλά δεν έγινε πιστευτός. Ο Μαχμούτ ενόμισε ότι επρόκειτο περί των συνήθων ραδιουργιών του Αλή. … Αλλά τον Ιανουάριον του 1821 έφεραν εις τον Μαχμούτ τας επιστολάς του Υψηλάντη προς τον Αλή πασσάν, που ευρήκαν επί του δολοφονηθέντος Υπάτρου. Η οργάνωσις του ελληνικού κινήματος απεκαλύφθη. … Δεν υπήρχεν αμφιβολία ότι μερικοί Έλληνες ετοίμαζαν επανάστασιν. Αλλ’ αυτοί ήσαν άραγε πολλοί; Θα έκαναν πράγματι την μωρίαν να κινηθούν κατά της αυτοκρατορίας; Η Πύλη οπωσδήποτε δεν εφάνη ότι έδωσε μεγάλην σημασίαν εις τα αποκαλυφθέντα. Ολίγον αργότερα, ένας ΄Ελλην, ο Ασημάκης Θεοδώρου, κατήγγειλεν εις την Πύλην ότι η ελληνική επανάστασις, η οποία θα εκηρύσσετο ταχύτατα, είχεν ως πρώτον της σχέδιον την καταστροφήν του τουρκικού στόλου και την δια ταραχών κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως.

    Το σχέδιον της συνωμοσίας, που ήτο πραγματικόν, εξετέθη εις την Πύλην. Ονόματα δεν εξηκριβώθησαν, αλλά κατηγγέλθη ότι συμμετείχαν εις την συνωμοσίαν οι ισχυρότεροι Φαναριώται. Αυτά εκοινολογήθησαν και εδημιουργήθησαν αμέσως αλλόκοτοι φήμαι: Ότι πολλά σπίτια ελληνικά είχαν μεταβληθή εις αποθήκας όπλων, ότι είχαν σκαφή υπό τα δημόσια και τα σουλτανικά κτίρια υπόνομοι, ότι θα εφονεύετο ο σουλτάνος και όλοι οι αξιωματικοί και ισχυροί Τούρκοι ταυτοχρόνως. Ο Μαχμούτ, κατάπληκτος προ της αποκαλύψεως, απεφάσισε να λάβη ταχύτατα μέτρα προς εκμηδένισιν της συνωμοσίας προ της εκτελέσεως του σχεδίου της. Η Υψηλή Πύλη υποψιάστηκε ότι η Φιλική Εταιρεία στόχευε στη διάσπαση και διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας… Ο τουρκικός λαός της Κωνσταντινουπόλεως ευρίσκετο ήδη εις αναβρασμόν. Εκυκλοφόρει η φήμη ότι οι Έλληνες εσκόπευαν να σφάξουν όλους τους Τούρκους. Εμαίνοντο λοιπόν κατά του Ελληνικού στοιχείου της Πόλεως και κυρίως κατά του Φαναρίου».

    Στις οικογένειες των Φαναριωτών υπήρξε μεγάλη αναταραχή. Ο Σουλτάνος διέταξε τον Πατριάρχη να καταρτίσει κατάλογο με τα ονόματα, τον τόπο καταγωγής και τα επαγγέλματα των Ελλήνων που διέμεναν στο Φανάρι, ώστε η Πύλη να δημιουργήσει κατάλογο ομήρων. Δεν άργησε λοιπόν να ξεκινήσουν σφαγές Ελλήνων και επιθέσεις εναντίον οικιών και καταστημάτων από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο στις οδούς της Πόλης. Στα χρονικά εκείνης της θυελλώδους εποχής αναφέρονται και οι εθνομάρτυρες Τζιραίοι, ο πατέρας Στέφανος Τζίρας ή Τσιράς και ο γιος του Αντώνιος Τζιράς, οι οποίοι συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκαν, ενώ τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τραπεζίτη του πρώην ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλεξάνδρου Σούτσου, τον κρέμασαν από το παράθυρο του σπιτιού του.

    Ο αποκεφαλισμός του Μεγάλου Διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη προάγγελος του απαγχονισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄

    Ο Κωνσταντινουπολίτης διακεκριμένος λόγιος Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης (1835 – 1901) αναφέρει:

    «…Η αποτυχούσα εν ταις παριστρίοις ηγεμονίαις επανάστασις, είχε λάβει εν Πελοποννήσω ανάπτυξιν μεγίστην, η δε Πύλη μένεα πνέουσα κατά των ανταρτών εσχεδίαζε φρικώδη εκδίκησιν, αρχομένη από την σφαγήν των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων. Το σχέδιον τούτο μαθών ο αείμνηστος πατριάρχης Γρηγόριος, απελθών εις την οικίαν του Κωνσταντίνου Μουρούζη… συνεβούλευσε και προέτρεψεν αυτόν εις φυγήν. «Άφες εις εμέ, έλεγε προς αυτόν ο σεβάσμιος ιεράρχης, να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου… Ο Κ. Μουρούζης απάντησε: «Ας θυσιασθώ εγώ, δέσποτά μου, αλλ΄ ας σωθώσιν οι αθώοι, ας σωθεί το έθνος».

    «…΄Ητο μεγάλη δευτέρα της αγίας εβδομάδος των παθών, Τετάρτη δε του μηνός Απριλίου, καθ΄ ην ο μέγας διερμηνεύς κατέβη εκ της εν Θεραπείοις οικίας αυτού εις Κωνσταντινούπολιν δι΄ υπηρεσίαν, έχων πάντοτε υπ΄ όψιν ότι κατέβαινεν εις θυσιαστήριον».

    Στην πόρτα των υπουργείων του έστησαν επίβουλη παγίδα, επιδίδοντάς του επιστολή με την υπογραφή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Εκείνος κατάλαβε την δολιότητα και διαμαρτυρήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Τότε, τον αρπάζει ο δήμιος και τον οδηγεί ενώπιον του σουλτάνου. Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης τον κοίταξε κατάματα και του είπε στην οθωμανική γλώσσα: «Σουλτάνε αιμοβόρε! Σουλτάνε άδικε! Σουλτάνε άθλιε! Η τελευταία της βασιλείας ώρα σου ήγγικεν, αι ωμότητες σου τιμωρηθήσονται, ο δε Θεός εκδικήσει το Ελληνικόν έθνος» (2).

    Αμέσως, ο δήμιος τον αποκεφάλισε και πέταξε το σώμα του στη θάλασσα. ‘Ήταν μόλις 32 ετών. Στις 6 Μαΐου σφαγιάστηκε και ο αδελφός του Νικόλαος Μουρούζης, ο τελευταίος διερμηνέας του Στόλου.

    Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ οδηγήθηκε στην αγχόνη. Επί τρεις ημέρες παρέμεινε κρεμασμένος. Το τίμιο λείψανο παραδόθηκε στον όχλο και στη συνέχεια το έρριψαν στη θάλασσα.

    Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη ερμηνεύθηκε από τον φανατικό όχλο σαν το πράσινο φως για να σφαγιάσουν τους Έλληνες. Γι’ αυτό τον λόγο, οι διωγμοί εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης εντάθηκαν. Στις 22 Απριλίου, τουρκικός όχλος λεηλάτησε 13 ναούς, ενώ τον Μάιο προχώρησε και σε ομαδικές εκτελέσεις. 500 επαγγελματίες της Πόλης, καταγόμενοι από την Πελοπόννησο, αφού τους συγκέντρωσαν σε ένα πλοίο, τους έπνιξαν στη θάλασσα έξω από τη Νικομήδεια.

    Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με καρτερία υπέμειναν τους σκληρούς διωγμούς χωρίς να υποκύψουν. Δυστυχώς, οι ξένες Δυνάμεις ατάραχες και απαθείς παρακολουθούσαν τους διωγμούς και τις σφαγές των αμάχων.

    Αυτή η μαύρη σελίδα του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη όλων, υπενθυμίζοντας το χρέος μας στην υπεράσπιση και διαφύλαξη της Ελευθερίας του Γένους.

  14. Ανδρέας on

    «Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση του 1821» – Αγγελιαφόρος

    «Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση του 1821» – Αγγελιαφόρος

    https://ageliaforos.com/i-symmetochi-tis-kyproy-stin-elliniki-epanastasi-toy-1821/

  15. Ανδρέας on

    Οι σφαγές των Ελλήνων το 1821 στην Κωνσταντινούπολη

    30 Μαρτίου 2021

    Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Αγνώστου ζωγράφου. 2ο ήμισυ του 19ου αι.
    Ο απαγχονισμός του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄

    Του Αντώνη Χ. Λαμπίδη

    Συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Ο Ελληνισμός αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα τιμά τους ήρωες που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα για την Ελευθερία.

    Η Κωνσταντινούπολη διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία και την έναρξη της Επανάστασης. Ήδη, από το 1918, η Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τους Αθανάσιο Τσακάλωφ, Νικόλαο Σκουφά και Εμμανουήλ Ξάνθο, έχει έδρα της την Κωνσταντινούπολη. Η μεσαία τάξη και οι έμποροι της ελληνικής διασποράς αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό το πατριωτικό εγχείρημα και συμπαραστέκονται υλικά και ηθικά σε αυτό. Για την αποκάλυψη των σχεδίων των Φιλικών στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, έως τότε ανυποψίαστο για τις προθέσεις τους, και την επαπειλούμενη σφαγή των Ελλήνων, μεταφέρουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Διονυσίου Α. Κοκκίνου, «Η Ελληνική Επανάστασις» (1).

    «Είπομεν ότι ο Αλή πασσάς πληροφορηθείς τα της Εταιρείας, τά διεμήνυσεν αμέσως εις τον σουλτάνον, ζητών αμνηστίαν, με την υπόσχεση να ανακαλύψη και να εξαφανίση ολόκληρον το μυστικόν επαναστατικόν δίκτυον των Φιλικών ή να καταστείλη την επανάστασιν αν εξερρηγνύετο αμέσως, αλλά δεν έγινε πιστευτός. Ο Μαχμούτ ενόμισε ότι επρόκειτο περί των συνήθων ραδιουργιών του Αλή. … Αλλά τον Ιανουάριον του 1821 έφεραν εις τον Μαχμούτ τας επιστολάς του Υψηλάντη προς τον Αλή πασσάν, που ευρήκαν επί του δολοφονηθέντος Υπάτρου. Η οργάνωσις του ελληνικού κινήματος απεκαλύφθη. … Δεν υπήρχεν αμφιβολία ότι μερικοί Έλληνες ετοίμαζαν επανάστασιν. Αλλ’ αυτοί ήσαν άραγε πολλοί; Θα έκαναν πράγματι την μωρίαν να κινηθούν κατά της αυτοκρατορίας; Η Πύλη οπωσδήποτε δεν εφάνη ότι έδωσε μεγάλην σημασίαν εις τα αποκαλυφθέντα. Ολίγον αργότερα, ένας ΄Ελλην, ο Ασημάκης Θεοδώρου, κατήγγειλεν εις την Πύλην ότι η ελληνική επανάστασις, η οποία θα εκηρύσσετο ταχύτατα, είχεν ως πρώτον της σχέδιον την καταστροφήν του τουρκικού στόλου και την δια ταραχών κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως.

    Το σχέδιον της συνωμοσίας, που ήτο πραγματικόν, εξετέθη εις την Πύλην. Ονόματα δεν εξηκριβώθησαν, αλλά κατηγγέλθη ότι συμμετείχαν εις την συνωμοσίαν οι ισχυρότεροι Φαναριώται. Αυτά εκοινολογήθησαν και εδημιουργήθησαν αμέσως αλλόκοτοι φήμαι: Ότι πολλά σπίτια ελληνικά είχαν μεταβληθή εις αποθήκας όπλων, ότι είχαν σκαφή υπό τα δημόσια και τα σουλτανικά κτίρια υπόνομοι, ότι θα εφονεύετο ο σουλτάνος και όλοι οι αξιωματικοί και ισχυροί Τούρκοι ταυτοχρόνως. Ο Μαχμούτ, κατάπληκτος προ της αποκαλύψεως, απεφάσισε να λάβη ταχύτατα μέτρα προς εκμηδένισιν της συνωμοσίας προ της εκτελέσεως του σχεδίου της. Η Υψηλή Πύλη υποψιάστηκε ότι η Φιλική Εταιρεία στόχευε στη διάσπαση και διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας… Ο τουρκικός λαός της Κωνσταντινουπόλεως ευρίσκετο ήδη εις αναβρασμόν. Εκυκλοφόρει η φήμη ότι οι Έλληνες εσκόπευαν να σφάξουν όλους τους Τούρκους. Εμαίνοντο λοιπόν κατά του Ελληνικού στοιχείου της Πόλεως και κυρίως κατά του Φαναρίου».

    Στις οικογένειες των Φαναριωτών υπήρξε μεγάλη αναταραχή. Ο Σουλτάνος διέταξε τον Πατριάρχη να καταρτίσει κατάλογο με τα ονόματα, τον τόπο καταγωγής και τα επαγγέλματα των Ελλήνων που διέμεναν στο Φανάρι, ώστε η Πύλη να δημιουργήσει κατάλογο ομήρων. Δεν άργησε λοιπόν να ξεκινήσουν σφαγές Ελλήνων και επιθέσεις εναντίον οικιών και καταστημάτων από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο στις οδούς της Πόλης. Στα χρονικά εκείνης της θυελλώδους εποχής αναφέρονται και οι εθνομάρτυρες Τζιραίοι, ο πατέρας Στέφανος Τζίρας ή Τσιράς και ο γιος του Αντώνιος Τζιράς, οι οποίοι συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκαν, ενώ τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τραπεζίτη του πρώην ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλεξάνδρου Σούτσου, τον κρέμασαν από το παράθυρο του σπιτιού του.

    Ο αποκεφαλισμός του Μεγάλου Διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη προάγγελος του απαγχονισμού του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄

    Ο Κωνσταντινουπολίτης διακεκριμένος λόγιος Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης (1835 – 1901) αναφέρει:

    «…Η αποτυχούσα εν ταις παριστρίοις ηγεμονίαις επανάστασις, είχε λάβει εν Πελοποννήσω ανάπτυξιν μεγίστην, η δε Πύλη μένεα πνέουσα κατά των ανταρτών εσχεδίαζε φρικώδη εκδίκησιν, αρχομένη από την σφαγήν των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων. Το σχέδιον τούτο μαθών ο αείμνηστος πατριάρχης Γρηγόριος, απελθών εις την οικίαν του Κωνσταντίνου Μουρούζη… συνεβούλευσε και προέτρεψεν αυτόν εις φυγήν. «Άφες εις εμέ, έλεγε προς αυτόν ο σεβάσμιος ιεράρχης, να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου… Ο Κ. Μουρούζης απάντησε: «Ας θυσιασθώ εγώ, δέσποτά μου, αλλ΄ ας σωθώσιν οι αθώοι, ας σωθεί το έθνος».

    «…΄Ητο μεγάλη δευτέρα της αγίας εβδομάδος των παθών, Τετάρτη δε του μηνός Απριλίου, καθ΄ ην ο μέγας διερμηνεύς κατέβη εκ της εν Θεραπείοις οικίας αυτού εις Κωνσταντινούπολιν δι΄ υπηρεσίαν, έχων πάντοτε υπ΄ όψιν ότι κατέβαινεν εις θυσιαστήριον».

    Στην πόρτα των υπουργείων του έστησαν επίβουλη παγίδα, επιδίδοντάς του επιστολή με την υπογραφή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Εκείνος κατάλαβε την δολιότητα και διαμαρτυρήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Τότε, τον αρπάζει ο δήμιος και τον οδηγεί ενώπιον του σουλτάνου. Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης τον κοίταξε κατάματα και του είπε στην οθωμανική γλώσσα: «Σουλτάνε αιμοβόρε! Σουλτάνε άδικε! Σουλτάνε άθλιε! Η τελευταία της βασιλείας ώρα σου ήγγικεν, αι ωμότητες σου τιμωρηθήσονται, ο δε Θεός εκδικήσει το Ελληνικόν έθνος» (2).

    Αμέσως, ο δήμιος τον αποκεφάλισε και πέταξε το σώμα του στη θάλασσα. ‘Ήταν μόλις 32 ετών. Στις 6 Μαΐου σφαγιάστηκε και ο αδελφός του Νικόλαος Μουρούζης, ο τελευταίος διερμηνέας του Στόλου.

    Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ οδηγήθηκε στην αγχόνη. Επί τρεις ημέρες παρέμεινε κρεμασμένος. Το τίμιο λείψανο παραδόθηκε στον όχλο και στη συνέχεια το έρριψαν στη θάλασσα.

    Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη ερμηνεύθηκε από τον φανατικό όχλο σαν το πράσινο φως για να σφαγιάσουν τους Έλληνες. Γι’ αυτό τον λόγο, οι διωγμοί εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης εντάθηκαν. Στις 22 Απριλίου, τουρκικός όχλος λεηλάτησε 13 ναούς, ενώ τον Μάιο προχώρησε και σε ομαδικές εκτελέσεις. 500 επαγγελματίες της Πόλης, καταγόμενοι από την Πελοπόννησο, αφού τους συγκέντρωσαν σε ένα πλοίο, τους έπνιξαν στη θάλασσα έξω από τη Νικομήδεια.

    Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με καρτερία υπέμειναν τους σκληρούς διωγμούς χωρίς να υποκύψουν. Δυστυχώς, οι ξένες Δυνάμεις ατάραχες και απαθείς παρακολουθούσαν τους διωγμούς και τις σφαγές των αμάχων

  16. -Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του βόρειου ελληνισμού, εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2010

    -Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Νεότερος ελληνισμός (1774-1833). Ο χώρος και η κοινωνία από την προεπαναστατική περίοδο έως την έλευση του Όθωνα, εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2010

    -Μαρία Κ. Βεργέτη, Η ζωή μου. Ήτοι αυτοβιογραφία του εξ Αργυρουπόλεως του Πόντου Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη-Κάνεως, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2002

    -Γιώργου Καμαράδου-Βυζάντιου, Η αλήθεια για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Αθήνα, 1984

    -Γεωργίου Κανδηλάπτη, «Σύμμεικτα λαογραφικά Χαλδίας», Αρχείον Πόντου, τόμ.13, εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, Αθήνα, 1948

    -Οδυσέα Λαμψίδη, «Η συμμετοχή των Ελλήνων Ποντίων εις την εθνεγερσίαν του 1821», Αρχείον Πόντου, τόμ.3, εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, Αθήνα, 1975-76

    -Τάκη Α. Σαλκιτζόγλου, Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821. Η συμβολή των Μικρασιατών στον εθνικό αγώνα, εκδ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα, 2010

    -Όλγα Σπάρο, Η απελευθέρωση της Ελλάδας και η Ρωσία (1821-1929), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985

    -Η συμμετοχή των Μικρασιατών στην Επανάσταση του 1821, συλλογικό, εκδ. Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού, Νέα Ιωνία 2021

    -Σταύρου Χ. Σκοπετέα, «Οι Υψηλάνται. Η Τραπεζουντιακή καταγωγή τους», », Αρχείον Πόντου, τόμ.20, εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, Αθήνα, 1955

    -Νικολάι Τοντόροφ, Η βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1982

  17. Agtzidis Vlassis on

    Ιωάννης Κακουλίδης (1785-1865)

    Μεγαλέμπορος στη Ρωσία και στην Ευρώπη και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, γραμματέας του Αλ. Υψηλάντη. Γεννήθηκε στην Κερασούντα, έζησε στη Σμύρνη, στην Τεργέστη, στη Ρωσία και στο Λονδίνο. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο επί Καποδίστρια. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια βρίσκεται στην Αίγινα, στη συνέχεια γυρίζει στη Μικρά Ασία και συνεχίζει το διεθνές εμπόριο μέχρι τον θάνατό του. Ο γιος του Αριστοτέλης ήταν Εισαγγελέας επί Όθωνα και ο εγγονός του Γεώργιος ήταν Ναύαρχος και Αρχηγός του Ελληνικού Στόλου.

    http://eismnimin.blogspot.com/2012/10/blog-post.html?m=1

  18. Ελλάς-Γαλλία συμμαχία

    Ελλάς-Γαλλία συμμαχία
    25 Μαρτίου, 2023 από Δύτης των νιπτήρων

    Κάτι πολλαπλά επίκαιρο σήμερα. Όλοι έχουμε ακούσει τη ρήση του Κολοκοτρώνη για τη Γαλλική Επανάσταση που «άνοιξε τα μάτια του κόσμου» και του έμαθε πως η τάξη των πραγμάτων κάθε άλλο παρά είναι αιώνια και αμετακίνητη. Αυτό που δεν πολυξέρουμε είναι το πώς οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης πέρασαν σε μερίδα έστω των ελληνικών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, αν πράγματι μπορεί να στοιχειοθετηθεί αυτό. Εντάξει, ξέρουμε για τους Έλληνες έμπορους που μετακινούνταν ή είχαν επαφές με κέντρα της διασποράς που ήρθαν σε επαφή με την Επανάσταση, όπως λόγου χάριν η Τεργέστη· ξέρουμε για τους μισθοφόρους που υπηρέτησαν στο γαλλικό στρατό. Μιας και είναι της μόδας η πρακτορολογία όμως, να μην έπαιξαν κάποιο ρόλο και Γάλλοι πράκτορες;

    Να λοιπόν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο των αρχών του 1798, σημείωμα του διοικητή του Μοριά Χασάν Πασά προς τον Σουλτάνο, που μιλά για πράκτορες του Ναπολέοντα που διαδίδουν επαναστατικές ιδέες στην Πελοπόννησο (για αυτό και άλλα έγγραφα σχετικά με την ίδια υπόθεση, βλ. Yusuf Ziya Karabıçak, «“Why Would It Be Limberte?” Liberté in the Ottoman Empire, 1792-1798», Turcica 51 (2020), 219-253 και ιδίως 240-242). Ο Χασάν Πασάς λέει πως είχαν και προηγουμένως σταλεί από τον Βοναπάρτη δύο αξιωματούχοι (ofiçyal) στο Μοριά και τη Μάνη, οι οποίοι «ήλθαν στους προξένους τους που κατοικούν στο φρούριο της Κορώνης στην Πελοπόννησο, και από εκεί πήγαν στον πρώην αρχηγό της Μάνης». Επειδή όμως «απέτυχαν να ξεσηκώσουν τους ραγιάδες, όπως ήταν η αποστολή τους», επέστρεψαν στη Ζάκυνθο. Το έγγραφο εστιάζει σε μια νέα προσπάθεια των Γάλλων να ξεσηκώσουν τα γύρω νησιά, δηλαδή τις Σπέτσες και την Ύδρα, ώστε να διαδοθεί η αναταραχή στην Πελοπόννησο. Διαβάζουμε ότι ο Βοναπάρτης

    επιφόρτισε δυο Γάλλους, δίνοντάς τους οδηγίες για νέα τεχνάσματα και απάτες, και τους έστειλε στα νησιά. Έχοντας αυτοί μαζί τους θεραπείες και φάρμακα σοφών, δηλώνουν στις περιοχές όπου φτάνουν πως είναι γιατροί, σε περίπτωση που αντιληφθούν εμπόδια στην πραγματοποίηση των ταραχών και των δολιοτήτων τους. Εάν δεν αντιμετωπίσουν κανένα εμπόδιο, εμφανίζουν το δόλο και την απάτη τους και διαδίδουν μυθεύματα όπως τα εξής: «Κάποιοι από τους γιους του Αδάμ είναι πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί, όμως όλοι οι εθιμικοί και έκτακτοι φόροι καταβάλλονται πάλι από τους φτωχούς. Και οι ομάδες (στις οποίες είναι χωρισμένοι) είναι επινόηση των αρχηγών τους μόνο και μόνο για να τους καταπιέζουν για ευχαρίστησή τους· όπως τα σώματα των απογόνων του Αδάμ έχουν δημιουργηθεί παρόμοια το ένα με το άλλο, έτσι και για την αποφυγή της καταπίεσης πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να είναι ίσοι. Το ζήτημα αυτό εξαρτάται από τη φιλάνθρωπη θέληση του, και πράγματι για την πραγματοποίηση αυτής της ωραίας υπόθεσης, η Γαλλική Δημοκρατία ορίστηκε από τον Θεό και ενδυναμώθηκε· κάθε πρόταση που σας γίνει από την Δημοκρατία, να την πραγματοποιήσετε και να σπεύσετε να συμμορφωθείτε».
    Στη συνέχεια του εγγράφου, ο διοικητής του Μοριά σημειώνει και κάποια ακόμα στοιχεία που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

    Όταν ερευνήθηκε (από τους Γάλλους) η κατάσταση των ραγιάδων, (διαπιστώθηκε πως), επειδή οι ψευδείς θρησκείες και τελετές στις οποίες καταφεύγει η τάξη των Ρωμιών θεωρώντας τις αξιόπιστη συνθήκη (με το Θεό) είναι σε πλήρη διάσταση με τις πεποιθήσεις που έχουν επινοήσει οι Γάλλοι, για αυτό το λόγο η τάξη των Ρωμιών δεν έχει καμία συμπάθεια και κλίση προς τους Γάλλους, και αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι δολιότητες και οι δολοπλοκίες τους δεν έχουν διαδοθεί. Ο προαναφερθείς Στρατηγός αντιλήφθηκε αυτό το λεπτό σημείο. Διέδωσε τη φήμη ότι «Δεν θα εμποδιστεί η εκτέλεση των παλαιών τελετών καμίας (θρησκευτικής) ομάδας» και έστειλε στα αυτιά και τις διάνοιες των ελαφρόμυαλων ραγιάδων το στρατήγημα ότι θα πάψουν οι καταπιέσεις και ότι πλούσιοι και φτωχοί θα γίνουν ίσοι και όμοιοι, ούτως ώστε να παραπλανήσει σε μεγάλο βαθμό τους ραγιάδες.
    Ωστόσο, όπως σημειώνει ο οθωμανός αξιωματούχος, το σχέδιο αυτό προσέκρουσε στην αντίδραση των προκρίτων με αποτέλεσμα οι πράκτορες των Γάλλων να εμποδιστούν διακριτικά από τις αρχές ενώ ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την Ύδρα για τη Θεσσαλονίκη και να επιστρέψουν άπρακτοι στην Κέρκυρα:

    Οι αρχηγοί των ραγιάδων και οι επικεφαλής σκέφτηκαν και κατάλαβαν ότι αυτό το ζήτημα της ισότητας και της ομοιότητας θα προκαλούσε τη μείωση του σεβασμού στο πρόσωπό τους και θα έχαναν τα αξιώματά τους. Προσέχοντας πάνω απ’ όλα και φροντίζοντας […] να προστατέψουν τους ραγιάδες από αυτό το στρατήγημα, απέτρεψαν τελείως τη διάδοσή του στους ανθρώπους.
    Οι Γάλλοι πράκτορες, φυσικά, δεν κατονομάζονται στο έγγραφο. Τι πράκτορες θα ήταν άλλωστε! Μια ιδέα για το ποιον τους μας δίνει η σταδιοδρομία του Χριστόφορου Περραιβού, ο οποίος την ίδια ακριβώς περίοδο (Ιανουάριος 1798) έφυγε από την Τεργέστη με γαλλικά έγγραφα και χρήματα προκειμένου, με βάση την Κέρκυρα, να προπαγανδίσει τη γαλλική επαναστατική υπόθεση: σύμφωνα με ένα ανώνυμο λιβελλογράφημα, που διέσωσε ο Γιάνης Κορδάτος, «παραστήσας αυτώ εαυτόν ικανόν έμπηρον και άξιον όντα πολυτρόπως δια να απέλθη ης την ελλάδα, και να περιέλθη αποστολικώς, κηρίσσον το δόγμα της φρονίσεως των γάλλων» πέτυχε να περάσει στην Πάργα και την Πρέβεζα «κηρύττων τον εαυτόν του φιλόσοφον ρήτορα, γεωμέτρην και ενί λόγω άνδρα πολυμαθέστατον» και «διέσπειρε καθεκάστην τους φθοροποιούς λόγους του». Αν όμως πρέπει να επιχειρήσουμε μια ταύτιση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πρώτοι πράκτορες που αναφέρονται (εκείνοι που επέστρεψαν στη Ζάκυνθο) είναι οι αδελφοί Δήμος και Νικόλαος Στεφανόπολι, οι μανιατικής καταγωγής κορσικανοί που επισκέφθηκαν τη Μάνη σε μυστική αποστολή προκειμένου να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τζανέτου Γρηγοράκη το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1797. Για την αποστολή τους δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς η αναφορά τους περιέχει πολλά μυθιστορηματικά στοιχεία, ωστόσο πέρασαν στη Μάνη από τα Κύθηρα, και μετά τη συνάντηση με το Γρηγοράκη αναχώρησαν και έφτασαν στη Ζάκυνθο μετά από μια σύντομη αναγκαστική στάση στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Μάλιστα αναφέρεται ότι αρχικός σκοπός των αδελφών ήταν να συνεχίσουν στις Σπέτσες και την Ύδρα. Για την αντίδραση των προκρίτων που αναφέρεται στο έγγραφο, ξέρουμε και κάτι άλλο: υπάρχει μια αυτοβιογραφική επιγραφή του Παϊσίου, επισκόπου Σταγών και κατόπιν Σηλυμβρίας και Φιλιππουπόλεως, που σώζεται στη μονή των Αγίων Αποστόλων στον Κλεινοβό Καλαμπάκας (βλ. Μίλτος Γαρίδης, «Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό φρόνημα», Τα Ιστορικά 3 (1985), 183-203). Ο Παΐσιος λοιπόν δηλώνει ότι

    κατ’ υψηλήν επιταγήν του βασιλείου κράτους προς την αγιωτάτην εκκλησίαν απεστάλθην έξαρχος εις πελοπόνισον και λακωνικήν λέγω, την μάνην και περιήλθον ταύτας κατά πόλεις και κομοπόλεις δι’ υψηλού βασιλικού ορισμού και γραμμάτων πατριαρχικών συνοδικών διδάσκων και στηρίζων τον χριστεπόνυμο λαόν και υποτελή επ’ ευνομία ειρήνη και οφειλομένη υποταγή επί το βασίλειον κράτος, καθότι τότε ο εκ γης και χαμερπών ανυψωθείς γάλλος ναπολέων μπονεπάρτης, δυνάστης και βασιλεύς της Γαλλίας αυτονόμως αναγορευθείς […] δι’ οικείων κατασκόπων και σκευωριών ενέτεινε τα δολερά αυτού δίκτυα της ταραχής και αποστασίας και εν πελοπονήσω και λακωνία, της θείας δε προνοίας άλλως βουλευσαμένης τα κατ’ εκείνον τον χώρον ή εκείνος ηννόει ειρήνη πάλιν και ευνομία εγένετο εν τω πελοπονησιακώ και λακωνικώ λαώ και η πρέπουσα υποταγή και φορολογία επί το βασίλειον κράτος.
    Εν πάση περιπτώσει, τόσο η αποστολή του Παϊσίου όσο και η αναφορά του πασά δείχνουν ότι οι γαλλικές αποστολές θεωρήθηκαν δυνάμει επικίνδυνες και αποτελεσματικές όχι μόνο από τις οθωμανικές αλλά και από τις εκκλησιαστικές αρχές. Αν πιστέψουμε τον Κολοκοτρώνη, όχι άδικα!

    1. «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου Γένους φοβούμενοι την σφαγήν του αόπλου άλλου Γένους. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον και αναγγείλατε εις τον Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλογία εμού επί τα έργα των χειρών του Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν!»
      (Πηγή: Ι. Χατζηφώτης – «Από το Βυζάντιο στον Νέο Ελληνισμό», τόμ. 3ος.)
    2. «Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πως εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι, είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου»
      (Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ προς τον Μουρούζη)
    3. «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου»
      (Αλεξάνδρου Υψηλάντου οδηγίες από το Κινσόβιο της Βεσσαραβίας προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως για τον “αφορισμό” του Πατριάρχη).

Σχολιάστε