Το 1908 είναι το σημείο κατά το οποίο το πνεύμα του ακραίου φυλετισμού, που κόμιζε η τριανδρία της Θεσσαλονίκης των Τζεμάλ, Εμβέρ και Ταλαάτ πασά, υπερίσχυσε του ευρύτατου μεταρρυθμιστικού κινήματος που είχε αναφανεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα τέλη του 19ου αιώνα (το 1891 είχε δημιουργήσει το Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος») και προσδοκούσε στη μετεξέλιξη της Αυτοκρατορίας σε κράτος δικαίου.
Ακροδεξιοί μιλιταριστές εναντίον φιλελεύθερων αστών
Η φιλελεύθερη πτέρυγα, που ηττήθηκε από τους στρατιωτικούς, εξέφραζε τις νεωτερικές απόψεις. Εκπρόσωπός της ήταν ο πρίγκιπας Σαμπαχαεντίν και είχε την αποδοχή και των προοδευτικών στοιχείων από την ελληνική και αρμενική κοινότητα. Ο πρίγκιπας Σαμπαχαεντίν εξέφρασε τις πιο προωθημένες οθωμανικές δυνάμεις που εμφορούνταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού και επεδίωκαν τη διαμόρφωση ενός κράτους δικαίου. Ο Aχμέτ Οράλ γράφει γι’ αυτή την τεράστια διαφορά των δύο απόψεων: «…Εγκαινίασε (ο Σαμπαχαεντίν) ένα πρόγραμμα μετεξέλιξης της Αυτοκρατορίας σε μια ‘πολυπολιτισμική’ κοινωνία, που θα φιλοξενούσε μέσα στο οθωμανικό μωσαϊκό τους διάφορους συμβατούς μεταξύ τους πολιτισμούς. Με την αντίληψη αυτή ιδρύθηκε το κομιτάτο ‘Ένωση και Πρόοδος’. Στην οργάνωση αυτή, σε αντίθεση με τις απόψεις του πρίγκιπα Σαμπαχαεντίν (αντεμί μερκετζί: αποκέντρωση), εμφανίστηκε η ομάδα του Αχμέτ Ριζά, που υποστήριζε τον συγκεντρωτικό έλεγχο (κατί μερκετζί) και εισήλθε δυναμικά στην πολιτική με την υποστήριξη των Γερμανών. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της οργάνωσης… Οι Ενωτικοί, όταν πραγματοποίησαν το πραξικόπημα το 1908 προσανατολιζόταν από τον οθωμανισμό προς τον τουρκισμό / τουρανισμό. Στην κατεύθυνση αυτή ονειρεύονταν να εθνικοποιηθούν ως ‘Τούρκοι’. Το κομιτάτο δεν διέθετε τα εφόδια ώστε να εκπληρώσει τον σκοπό της εθνικοποίησης των Τούρκων ως μια ιστορική εξελικτική διαδικασία...».1
Η Λούξεμπουργκ για τους Νεότουρκους
Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών και αφετέρου την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.2
Ο γερμανικός καπιταλισμός εισδύει στη μικρασιατική ενδοχώρα επιχειρώντας να εξαρτήσει την αγροτική οικονομία μέσω της Γερμανικής Τράπεζας (Deutsche Bank). Παράλληλα, αναλαμβάνει τον έλεγχο του νεοτουρκικού στρατεύματος. Η Λούξεμπουργκ, που είχε καταγγείλει «την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα», αναφέρει: «Ο τουρκικός μιλιταρισμός γίνεται εξάρτημα του πρωσσικού – γερμανικού μιλιταρισμού… η αναλαμβανόμενη από τη Γερμανία προσπάθεια αναγέννησης της Τουρκίας ήταν μια καθαρή τεχνική προσπάθεια γαλβανισμού ενός πτώματος…».3
Οι Νεότουρκοι και ο λαός
Οι στρατιωτικοί που εξέφρασαν το κυρίαρχο, εντέλει, ρεύμα χαρακτηρίζονταν από ακραία εθνικιστική υπεροψία. Προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια νέα θετική οντότητα υπό τους όρους «Τούρκος» και «Τουρκία»4, που έως τότε ήταν απόβλητοι για τους Οθωμανούς μουσουλμάνους. Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στον λαό. Αποκαλυπτική είναι μια σύσταση του Ισμέτ Ινονού προς τους νέους αξιωματικούς: «Ο σουλτάνος είναι εχθρός σας. Είναι επτά γενεών εχθρός σας. …Ακόμα και ο λαός είναι εχθρός σας»5. Την ιδιόμορφη αυτή σχέση των Νεότουρκων με τον λαό και τη σημασία της στην τουρκική κοινωνική και πολιτική συγκρότηση αναλύει ο κοινωνικός επιστήμονας Φικρίτι Μπασκαγιά: «….Η ρεπουμπλικανική Τουρκία αντιμετώπιζε ανέκαθεν τις λαϊκές μάζες με μια αποικιοκρατική οπτική γωνία. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε μ’ ένα περίεργο φαινόμενο αυτοαποικιοκρατίας. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιάζουσα αποικιοκρατική διεργασία. Αυτή η αυτοαποικιοκρατία έχει ριζικές διαφορές από τη συνήθη αποικιοκρατία και παρουσιάζει την πρωτοτυπία να έχουν οι αποικιοκράτες την ίδια θρησκεία με τους αποίκους».6
Ο Ζιγιά Γκιοκάλπ και ο γερμανικός φυλετικός ρομαντισμός
Σε ιδεολογικό επίπεδο, η ακροδεξιά τάση των Νεότουρκων εμπνέεται από τον γερμανικό φυλετικό ρομαντισμό. Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού. Ως Νεότουρκοςσυνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.7
Ο Τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακσάμ στο βιβλίο του A Shameful Act υποστηρίζει ότι ο Γκιοκάλπ, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Γκιοκάλπ ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στον μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο». Παράλληλα, τονίζει την υπερηφάνεια της θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι».8
Στην περίπτωση του Γκιοκάλπ συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως, σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του Γκιοκάλπ. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε τον νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι ‘υπεράνθρωποι’ που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…». Ακριβώς έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες, τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες. Το ζήτημα της συνάφειας των Νεότουρκων και του πλέον επιτυχημένου εξ αυτών, αυτό έχει ήδη απαντηθεί οριστικά με την πρόσφατη μελέτη του Στέφαν Ίχρινγκ με τίτλο «Atatürk in the Nazi Imagination», που εκδόθηκε τον περσινό Οκτώβρη από τις εκδόσεις του Χάρβαρντ.
Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική και ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1911 είχαν αποφασίσει την καταπίεση και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.9
Οι Μικρασιάτες σοσιαλιστές
Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γεώργιο Σκληρό -που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου- και τον Δημήτρη Γληνό -από τη Σμύρνη της Ιωνίας- ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.10
Είναι εντυπωσιακή η παρόμοια ανάλυση των Γληνού και Σκληρού με αυτήν της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η ανάλυση αυτή δικαιώθηκε από τα όσα ακολούθησαν.
H λογική της γενοκτονίας υπήρξε σύμφυτη στην ακροδεξιά τάση του Νεοτουρκικού κινήματος. Ακόμα και ο ιστορικός Eρίκ Ζουρχέρ -που δεν διακρίνεται για την κριτική του στάση προς το νεοτουρκικό παράδειγμα- το αποδέχεται στο βιβλίο του «The Young Turk Legacyand Nation Building. From the Ottoman Empire to Ataturk’s Turkey» (Η νεοτουρκική κληρονομιά και το χτίσιμο του έθνους. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Τουρκία του Ατατούρκ)….
Εξάλλου, αυτά είναι γνωστά από αρκετά παλιά (1958) μέσα από το έργο του Φαλίχ Φιρκί Ατάι, δημοσιογράφου και στελέχους του κεμαλικού κινήματος…
1 Ahmet Oral, «Για το Αρμενικό, Ελληνικό, Κουρδικό και Αλεβίτικο Ζήτημα», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 30 Μαΐου 2011.
2 Για τη γερμανική στάση βλέπε: Γ. Μικρασιανός, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, εκδ. Πετράκου, Αθήνα, 1916. Μιχαήλ Ροδά, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, επανέκδοση, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1995.
3 Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η δραστηριότητα των Γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία», περ. Οι Λαοί, τετχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 56-62.
4 Tekin Alp, «Τhe turkish and pan-turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Το βιβλιο αυτό εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αρμενικοί Ορίζοντες, Αθήνα, 1992, σελ. 78-79
5. Βασίλης Νότης, Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1986, σελ. 36.
6. Fikret Baskaya, «Η συνείδηση της Ιστορίας θα μας απελευθερώσει», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 30 Μαΐου 2011.
7. Για τον παντουρκισμό δες το βιβλίο ενός από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: Tekin Alp,Τhe turkish and pan-turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη το 1915. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1992.
8. Aριστοτέλης Μητράρας, Το εθνικιστικό τρίπτυχο. Εκτουρκισμός – εξισλαμισμός – εκσυγχρονισμός στην ποίηση του Ζιγιά Γκιοκάλπ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2012.
9. «The Salonica Congress. Young Turks and their programme», εφημ. The Times, Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 1911.
10. Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 101-134 και Γεώργιος Σκληρός, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, ό.π., σελ. 77-99
1 μ.μ.
The 1909 massacres of Armenians in Adana
William Armstrong – william.armstrong@hdn.com.tr
In the spring of 1909, Zabel Yessayan journeyed from Istanbul to Adana, after the massacre of up to 30,000 Armenians around the Mediterranean city. She was part of a group sent by the Armenian Patriarchate, assigned to survey conditions after the killings and provide assistance to orphans and refugees. Born in Istanbul, the 31-year-old Yessayan had also lived in Paris, where she published articles, stories and translations. But her experiences around Adana far exceeded anything she had seen before.
“Among the Ruins” was published on her return to Istanbul in 1911. It is a vivid testimony full of gruesome details, depicting the hellscape that Armenian districts had become and the trauma endured by the locals. “Our race’s veins had been slashed open once again, and our blood, still pulsing with joy over our newfound freedom, had been spilled once again on soil fertilized by our sweat,” she writes.
The massacres occurred in 1909, in the weeks after a countercoup in Istanbul saw Sultan Abdülhamit II returned to power. The sultan’s authority had been seized the previous year by the Young Turks, a cadre of young military officers who pledged to restore the constitution and protect the rights of all Ottoman subjects. The Christian-minority Armenians generally supported the coup against the paranoid sultan, who had inspired earlier pogroms against Ottoman Armenians. When Abdülhamit wrested back control from the Young Turks, he again mobilized popular support by identifying himself with the historically Islamic character of the state, promising to eliminate secular policies and restore the sharia. This precipitated a new wave of anti-Armenian raids in Adana carried out by local Muslims.
“In the Ruins” describes the aftermath of the bloodbath. It is full of purple prose but many of the descriptions are still shocking over 100 years later. “The devastated city stretches outward like a cemetery without end,” Yessayan writes upon arrival in Adana:
Nothing has been spared; all the churches, schools, and dwellings have been reduced to formless piles of charred stone, among which, here and there, the skeletons of buildings jut up. From east to west, from north to south, all the way to the distant limits of the Turkish quarters, an implacable, ferocious hatred has burned and destroyed everything.
The pages are full of visceral descriptions of the traumatized orphans and miserable survivors left behind. Everywhere she goes Yessayan finds locals bearing the physical and mental scars of torture and attempted lynching. At times there is a kind of stunned numbness in the aftermath of a cataclysm: “On their dark-skinned, somber, gloomy faces, you could sometimes read, as in an open book, all the terror of hours that defied description; but at other times, everything clouded over, and then the children were impenetrable. And that was even more unsettling.” Elsewhere the suffering is more clearly on the surface, and it is detailed in unforgettable, haunting passages.
The familiar theme of Armenian survival and resistance against all odds, often invoked today, can be seen in Yessayan’s work even back in 1911. As she writes towards the end: “The voice of my battered, bloody race was singing its imperious refrain in my veins. The enemy’s designs had once again proven fruitless, and I could sense, despite the desperately sad impressions we had gathered as eyewitnesses, that something immortal and indestructible … had eluded the criminals.” Such passages make for melancholy reading in the knowledge of what would happen in Eastern Anatolia six years later.
There are also chilling contemporary echoes. Adana is barely 100 km from the Syrian border, where today a human tragedy continues to unfold with no end in sight. Yessayan paints a pitiful picture of the surviving Armenian children of Adana:
When they saw anyone at all, they shivered like someone in the grip of a fever. In the imaginations of those tender innocents, grown-ups all looked alike. They saw a criminal in every adult male, were deluded by terrifying resemblances, imagined ghastly scenes … Their young minds were deranged, because for days on end they had seen criminals brandishing knives or rifles, eyes burning with a lust for evil, mouths contorted by curses and threats.
It’s hard to read such descriptions without thinking of terrified Syrians displaced on the border today.
*Follow the Turkey Book Talk podcast via iTunes here, Stitcher here, Podbean here, or Facebook here.
March/24/2016
http://www.hurriyetdailynews.com/the-1909-massacres-of-armenians-in-adana.aspx?pageID=238&nID=96825&NewsCatID=474
[…] ήττα των Νεότουρκων –που είχαν διαμορφώσει μια πρώιμη […]
Η Ιστορία ως πεδίο μάχης
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΤΟΥ ENZO TRAVERSO
Μου φαίνεται αναγκαίο, παρουσιάζοντας το βιβλίο αυτό, να αναφέρω την υπόγεια αλλά διαρκώς παρούσα επιρροή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Εκείνο που βρήκα στα γραφτά του, δεν ήταν τόσο απάντηση στα ερωτήματά μου αλλά βοήθεια για τη διατύπωσή τους, κάτι που αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για κάθε γόνιμη έρευνα. Ο Μπένγιαμιν, λοιπόν, σαν συνομιλητής σε έναν προβληματισμό γύρω από τις προϋποθέσεις και το νόημα της ιστορίας μάλλον, παρά σαν μοντέλο που προσφέρει έτοιμα εργαλεία για άμεση εφαρμογή. Η κληρονομιά του Μπένγιαμιν δεν είναι συγκρίσιμη με κείνη του Μαρξ, του Ντυρκέμ ή του Βέμπερ, του Μπροντέλ ή του Μπουρντιέ. Δεν μας άφησε μια μέθοδο, αλλά ένα βαθύ στοχασμό γύρω από τα κίνητρα και τις αντιφάσεις μιας διανοητικής πορείας που, προσπαθώντας να σκεφτεί την ιστορία, επιμένει να μη διαχωρίζει το παρελθόν από το παρόν.
Στον γραμμικό χρόνο του θετικιστικού ιστορικισμού, ο Μπένγιαμιν αντιπαραθέτει μιαν αντίληψη του παρελθόντος σημαδεμένη από την ασυνέχεια και τοποθετημένη κάτω από το σημείο της καταστροφής. Εγκαθιστώντας μια σχέση ταύτισης με τους νικητές, ο ιστορικισμός ήταν στα μάτια του «το πιο ισχυρό ναρκωτικό» του 19ου αιώνα. Πρέπει επομένως να αντιστρέψουμε την προοπτική, ανασυσταίνοντας το παρελθόν από τη σκοπιά των νικημένων. Αυτό συνεπάγεται να αντικαταστήσουμε τη μηχανική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, που αξιώνει ο θετικισμός -ο οποίος καταλήγει να θεωρεί το παρελθόν μια οριστικά αρχειοθετημένη εμπειρία- με μια διαλεκτική σχέση στην οποία «το Άλλοτε (Gewesene) συναντάει το Τώρα (Jetzt) μέσα σε μιαν αστραπή για να σχηματίσουν συναστρία» Από τη συνάντηση αυτή, που δεν είναι χρονική αλλά «μεταφορική» (bildlich) και συμπυκνώνεται σε μια εικόνα, αναδύεται μια θεώρηση της ιστορίας ως ανοιχτής διαδικασίας, στην οποία ένα ανολοκλήρωτο παρελθόν μπορεί, σε ορισμένες στιγμές, να ενεργοποιηθεί και πάλι, να διασπάσει τη συνέχεια μιας καθαρά χρονολογικής ιστορίας και, με την ξαφνική του εισβολή, να αναμειχθεί με το παρόν.
Από την «εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων» λοιπόν μπορεί να αντλήσει τη δύναμή της μια επαγγελία απελευθέρωσης, ενταγμένη στις μάχες του επίκαιρου χρόνου γιατί, πρόσθετε, η ιστορία δεν είναι μόνο «επιστήμη» αλλά και «μορφή αναμνημόνευσης» (Eingedenken). Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, το να γράφεις ιστορία σημαίνει να ευθυγραμμίζεσαι με τη μνήμη των νικημένων, η ανάμνηση των οποίων διαιωνίζεται σαν ανικανοποίητη «λυτρωτική επαγγελία». Η προσέγγιση αυτή δεν αντικαθιστά κάποια μέθοδο ανάλυσης, προσανατολίζει όμως και προσδιορίζει το στόχο της έρευνας, στους αντίποδες τής, κυρίαρχης σήμερα, αντίληψης που θέλει την ιστορία αντικείμενο ενός «εμπειρογνώμονα»·στο δημόσιο χώρο, οι ερευνητές που την ασκούν θα έπρεπε λοιπόν να είναι περισσότερο κριτικοί διανοούμενοι παρά «ειδικοί».
Στο επιστημολογικό επίπεδο, η γονιμότητα αυτής της προσέγγισης υπογραμμίστηκε από τον Ράινχαρτ Κοζέλεκ. Όταν οι ιστορικοί υιοθετούν την οπτική γωνία των νικητών, γράφει αναφέροντας σαν παραδείγματα τον Γκιζό και τον Ντρόιζεν (όμως οι παρατηρήσεις του θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν και στον Φυρέ), πέφτουν πάντα σ’ ένα προδιαγεγραμμένο σχήμα που βασίζεται σε μια απολογητική ερμηνεία του παρελθόντος, ενώ οι ενταγμένοι στο στρατόπεδο των νικημένων ιστορικοί επανεξετάζουν το παρελθόν με πιο διεισδυτική και κριτική ματιά. Βραχυπρόθεσμα, γράφει, «μπορεί η ιστορία να γράφεται από τους νικητές αλλά, σε βάθος χρόνου, τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης προέρχονται από τους ηττημένους».
Αυτή η αντίληψη της ιστορίας φωτίζει τη νοητική και ψυχολογική στάση, συχνά ασυνείδητη, πολλών «στρατευμένων» ιστορικών, όποιες κι ας είναι οι μέθοδοί τους ή οι ιστοριογραφικές παραδόσεις στις οποίες ανήκουν. Δεν θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε τέτοια ίχνη στα γραφτά των Έντουαρντ Π. Τόμσον, Ραναγίτ Γκούχα, Αδόλφο Τζίλι ή και άλλων ιστορικών των υπάγωγων τάξεων, κυρίως εκείνων που δουλεύουν πάνω σε προφορικές πηγές. Όταν διάβασα για πρώτη φορά τις Θέσεις πάνω στην έννοια της ιστορίας, του Μπένγιαμιν, μου έφεραν στο νου ένα εξαιρετικό απόσπασμα του Ισαάκ Ντόιτσερ, αφιερωμένο στον Τρότσκι σαν ιστορικό της ρωσικής επανάστασης: «Η επανάσταση είναι, γι’ αυτόν, εκείνη η στιγμή, σύντομη μα φορτισμένη με νόημα, όπου οι ταπεινοί κι οι καταπιεσμένοι έχουν επιτέλους λόγο να μιλήσουν και, στα μάτια του, η στιγμή αυτή εξαγοράζει αιώνες καταπίεσης. Επιστρέφει εκεί με μια νοσταλγία που χαρίζει στην ανασύστασή του μια έντονη κι ολοφάνερη λάμψη».
Όμως, όπως έγραφε ο Μαξ Χορκχάιμερ στον Μπένγιαμιν το 1937, το να θεωρούμε το παρελθόν ανολοκλήρωτη εμπειρία, όχι οριστικά κλεισμένη, παραπέμπει, θέλοντας και μη, στην ιδέα της Έσχατης Κρίσης, άρα στη θεολογία. Και συνέχιζε, διακρίνοντας ανάμεσα στις θετικές όψεις του παρελθόντος -τις χαρές και την ευτυχία, υποχρεωτικά εφήμερες και φευγαλέες- και τις αρνητικές όψεις του -«την αδικία, τον τρόμο, τα βάσανα»- που παίρνουν απεναντίας έναν «ανεπανόρθωτο» χαρακτήρα. Στα σχόλιά του, ο Μπένγιαμιν ήταν υποχρεωμένος να συμμεριστεί τη διαπίστωση αυτή και να ομολογήσει μια εγγενή αντίφαση στην προσέγγισή του: αν η αναμνημόνευση, έγραφε, «απαγορεύει να συλλάβουμε την ιστορία με τρόπο θεμελιακά αθεολογικό», δεν μας παραχωρεί ωστόσο ούτε «το δικαίωμα να προσπαθήσουμε να τη γράψουμε με άμεσα θεολογικές έννοιες».
Για τον Μπένγιαμιν, το ξέρουμε, θεολογία σημαίνει εβραϊκός μεσσιανισμός. Αυτή η ανταλλαγή, όμως, προσφέρεται επίσης και για μια πιο «εκκοσμικευμένη» ανάγνωση, που παραπέμπει στην ουτοπική πλευρά την οποία διαδίδει κάθε επαναστατικό κίνημα και κάθε κριτική σκέψη προσανατολισμένη στην αλλαγή του κόσμου. Θίγει τέλος ένα ετερογενές σύνολο νοητικών και ψυχικών διαθέσεων -από τη μελαγχολία ως το πένθος, από την ελπίδα ως την απογοήτευση- που μας έχει κληροδοτήσει η ιστορία και που στοιχειώνουν στο παρόν τη σχέση μας με το παρελθόν.
Με την έννοια αυτή, τούτη η ανταλλαγή μεταξύ Χορκχάιμερ και Μπένγιαμιν θυμίζει μερικές εντάσεις που διαπερνούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία: εντάσεις ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη, ανάμεσα αφενός στην αποστασιοποίηση, εγγενή στο διάβημα του ιστορικού, και αφετέρου στην υποκειμενικότητα, φτιαγμένη από ανησυχίες και αναθυμήσεις, αναμνήσεις και συλλογικές αναπαραστάσεις που διακατέχουν τα υποκείμενα της ιστορίας.
Ο 20ός αιώνας, όμως, δεν αποκάλυψε μόνο τις αυταπάτες του ιστορικισμού και δεν εικονογράφησε απλώς το ναυάγιο της ιδέας της Προόδου: κατέγραψε επίσης την έκλειψη των ουτοπιών, που είχαν σταθεί αχώριστες από τις επαναστατικές εμπειρίες. Όπως συμβαίνει και στον Άγγελο της ένατης θέσης του Μπένγιαμιν, το Άουσβιτς μας επιβάλλει να αντικρύσουμε την ιστορία σαν ένα πεδίο ερειπίων, ενώ το Γκουλάγκ μας απαγορεύει κάθε ψευδαίσθηση ή αφέλεια απέναντι στις μεσσιανικές διακοπές του ιστορικού χρόνου.
Ο Νταν Ντίνερ δεν έχει άδικο, όταν παρατηρεί ότι η αφήγηση του 20ού αιώνα συγκροτείται σήμερα γύρω από έναν αρνητικό τελικό σκοπό: «Η συνείδηση της εποχής σφυρηλατείται από μια μνήμη σφραγισμένη από τους κατακλυσμούς του αιώνα». Για εκείνους που δεν επέλεξαν την παραιτημένη απογοήτευση ή τη συμφιλίωση με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, η δυσφορία είναι αναπόφευκτη. Πιθανότατα κάτω απ’ το σημάδι μιας τέτοιας δυσφορίας τοποθετείται σήμερα η ιστοριογραφία. Ας προσπαθήσουμε, εντούτοις, να αποδώσει καρπούς.
Το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου
Ο Α. Λιάκος ζητά την αποπομπή του Κ. Ζουράρι «πριν γίνει διεθνές θέμα»
Πριν ακόμη ο νέος υφυπουργός Παιδείας Κ. Ζουράρις αναλάβει κι επίσημα τη νέα θέση στην οποία τον όρισε ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, εισέπραξε τα πρώτα κυβερνητικά “πυρά”.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την παιδεία Αντώνης Λιάκος σχολίασε την τοποθέτηση του κ. Ζουράρι ως υφυπουργό Παιδείας:”Βαζεις έναν τέτοιο τύπο στο υπουργείο Παιδείας; Είμαστε καλά; Γρήγορα αποπομπή, πριν γίνει διεθνές θέμα”.
Τι είχε πει ο κ. Ζουράρις για τον κ. Λιάκο
Υπενθυμίζεται ότι με αφορμή το θέμα των Αρχαίων Ελληνικών και τα όσα είπαν οι έφηβοι βουλευτές στον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, ο νέος υφυπουργός Παιδείας, ως Βουλευτής των ΑΝΕΛ, είπε στη Βουλή για τον κ. Λιάκο:
-Εγώ έχω ένα πρόβλημα και δεν είναι ο Φίλης, είναι ο Λιάκος.
-Δεν τολμά να βάλει ακόμη θέμα βιβλίων λόγο αχρηματίας και δεν θα τυπωθούν τα καινούρια για 4-5 χρόνια.
-Ο Λιάκος είναι το πρόβλημα, με τη θεωρία του που είναι μερική, περί ασυνέχειας του ελληνικού έθνους, ότι δεν υπάρχει έθνος και ότι το έθνος είναι κατασκευή των Βαυαρών μετά τη Γαλλική επανάσταση και το κράτος έκανε τους Έλληνες.
-Αυτός ο Λιάκος που είναι κλασικός πατριδοκλάστης λέει ότι δεν υπάρχει πατρίδα είναι κατασκευή ιδεολόγημα μετά το 1830.
-Τώρα κρύβεται, δεν μπορεί να εκτεθεί απέναντι σε ένα ολόκληρο λαό και έθνος και πολιτισμό καταλαβαίνει πως αυτά θα τον ρίξουν και αυτόν και τους άλλους.
http://www.esos.gr/arthra/47251/o-liakos-zita-tin-apopompi-toy-k-zoyrari-prin-ginei-diethnes-thema
[…] Oθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923) ή αυτό: Ποιοι Νεότουρκοι; . Η πρώτη αναφορά στη γερμανική ευθύνη έγινε στο […]
[…] η Γερμανία του Κάϊζερ είχε ως προνομιακό σύμμαχο τους Νεότουρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και γι αυτό συνεργάστηκε […]
«Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως»: Η μυστική οργάνωση του Ελληνισμού της Ανατολής (1908-1912)
αναρτήθηκε από Ιωάννης Φιλίστωρ Νοεμβρίου 11, 2018
γράφει ο Φιλίστωρ Ι.Β.Δ.
Σκοποί της Οργάνωσης και οι ιδρυτές της
Το 1908 ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Ίωνα Δραγούμη και τον Αθανάσιο Σουλιώτη – Νικολαΐδη η μυστική οργάνωση «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως». Σκοπός της οργάνωσης ήταν η καταπολέμηση της δράσης του Βουλγαρικού κομιτάτου στη Θράκη, η αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, αλλά και η προστασία του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης από την επιρροή άλλων δυνάμεων που επεδίωκαν τον αφελληνισμό του. Ουσιαστικά η Οργάνωση είχε ως στόχο την διάσωση του υπόδουλου Ελληνισμού μέσω μιας ελληνοτουρκικής συνύπαρξης και συμμαχίας. Η οργάνωση συνδεόταν μυστικά με το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, στο οποίο είχε γνωστοποιηθεί το πρόγραμμα της, και αρχικά τουλάχιστον, είχε χρηματοδοτηθεί από αυτό. Τα δύο πρόσωπα που συνέπτυξαν την οργάνωση δεν ήταν τυχαία.
Ο Ίων Δραγούμης ήταν Έλληνας διπλωμάτης που υπηρετούσε ως πρόξενος στη Κωνσταντινούπολη μετά από δική του αίτηση, έχοντας πρωταγωνιστήσει στον Μακεδονικό Αγώνα επιδεικνύοντας τόλμη και υψηλή φιλοπατρία. Ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης, αν και αξιωματικός του στρατού, υπηρετούσε σε διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές κατασκοπίας. Υπήρξε ένας άνθρωπος της δράσης, αποφασιστικός και τολμηρός που κινήθηκε κυρίως στα παρασκήνια της εποχής διαδραματίζοντας σπουδαίο ρόλο σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως ο Μακεδονικός Αγώνας. Οι δύο άνδρες συνδέονταν με ισχυρή προσωπική φιλία και κοινή ιδεολογική συμπόρευση, ενώ ταυτίζονταν τα ιδανικά τους για μια αναγέννηση του Ελληνισμού εντός του πολυφυλετικού πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ιδεολογία της οργάνωσης και η δομή της
Λόγω της ιδεολογίας των ιδρυτών της, η οργάνωση είχε έντονα αντισλαβικά και αντιδυτικά χαρακτηριστικά και η οργάνωση της βασίστηκε στη φιλοσοφία της «Οργάνωσης Θεσσαλονίκης» που είχε ιδρυθεί το 1906 από τον Σουλιώτη στη Θεσσαλονίκη για να βοηθηθεί οικονομικά ο Μακεδονικός Αγώνας. Η οργάνωση διέθετε συγκεκριμένο τυπικό μύησης για κάθε νέο μέλος που θύμιζε έντονα τη Φιλική εταιρία, αλλά δεν δεχόταν νέα μέλη χωρίς κριτήρια. Κάθε νέο μέλος όφειλε να είναι άτομο επιρροής που θα μπορούσε να βοηθήσει τους σκοπούς της οργάνωσης κινητοποιώντας Έλληνες ομογενείς. Η οργάνωση διέθετε πλήρες σύστημα συλλογής πληροφοριών, αλλά και πλήρες σύστημα διαβίβασης εντολών στα μέλη της. Συνήθως τα τμήματα της οργάνωσης ήταν ανεξάρτητα μεταξύ τους για λόγους ασφαλείας και οι μυημένοι δεν γνώριζαν άλλους από αυτούς που τους είχαν μυήσει. Οι ιδρυτές της απέφυγαν τις σφραγίδες και τα έγγραφα και όταν ήταν απολύτως αναγκαίο υπέγραφαν είτε με τα αρχικά τους, είτε με έναν δικέφαλο αϊτό. Ανάμεσα στα πιο δραστήρια μέλη της συναντάμε τους: Α.Χ. Χαμουδόπουλο, Σπηλιωτόπουλο, Κομποθέκρα, Βατικιώτη, Ι. Ζαγοριανάκο, Γ. Σκαλιέρη, Γ. Μπούσιο, Γ. Καραβαγγέλη, Μ. Θεοτοκά, Χρύσανθο Τραπεζούντος, Δ. Δίγκα, Χ. Βαμβακά, Π. Κοσμίδη, Γ. Θεοχαρίδη. Μεταξύ των μελών της οργάνωσης υπήρχε αδελφική αλληλεγγύη, αφοσίωση και θυσία για το ιδανικό ενώ ο σημαντικότερος παράγων επιτυχίας ήταν φυσικά η εχεμύθεια.
Στα δύο χρόνια λειτουργίας της, κάτω από την καχύποπτη οθωμανική εξουσία και υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, η οργάνωση επέδειξε αξιόλογο εθνικό έργο. Αρχικά πέτυχε να επανέλθουν στο πατριαρχείο χωριά της επαρχίας Δέρκων που είχε αποσπάσει βίαια η σχισματική βουλγαρική εξαρχία. Ακολούθως, με ενέργειες της όλα τα καταστήματα Ελλήνων ομογενών στη Κωνσταντινούπολη απομάκρυναν όλες τις ξενικές τους επιγραφές και τις αντικατέστησαν με Ελληνικές. Η οργάνωση πίεσε και πέτυχε όλοι οι Έλληνες μαθητές που φοιτούσαν σε καθολικά σχολεία της Πόλης να τα εγκαταλείψουν και να επανέλθουν σε Ελληνικά. Κατάφεραν να μποϋκοτάρουν τις βουλγαρικές εταιρίες και καταστήματα, ενώ έδειραν και κακοποίησαν πολλούς Βούλγαρους σχισματικούς στις γύρω επαρχίες. Όλοι οι βουλγαρικοί πυρήνες στη Σηλυβρία και την Τσατάλτζα αποδυναμώθηκαν ενώ αντιστοίχως ενδυναμώθηκαν οι ελληνικοί θύλακες στις περιοχές αυτές.
Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης
Αλλά η σημαντικότερη υπηρεσία της οργάνωσης είναι ότι κατάφερε να εξαλείψει τους σφοδρούς πολιτικούς ανταγωνισμούς εντός του Πατριαρχείου μεταξύ οπαδών και εχθρών του πατριάρχη Ιωακείμ. Και αυτό το κατάφερε καθώς προς το τέλος της δράσης της, η οργάνωση διέθετε ως μέλη σχεδόν όλες τις σημαίνουσες προσωπικότητες του Ελληνισμού της Πόλης. Στην κορύφωση της επιρροής της, η «Οργάνωση Κωνσταντινούπολης» διέθετε την πλειοψηφία των μελών του ανώτατου συμβουλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σχεδόν όλοι οι διευθυντές και αρθρογράφοι των εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης ήταν μέλη της, ενώ διέθετε δύο εβδομαδιαίες εφημερίδες την «Πολιτική επιθεώρηση» και την Γαλλόφωνη «Tribune des nationalites». Με αυτό τον τρόπο η οργάνωση έλεγχε και κατηύθυνε κατά το δοκούν την Ελληνική κοινή γνώμη της Πόλης. Λόγω της σταθερής της εθνικής γραμμής η «Πολιτική Επιθεώρησις» παύτηκε από τις Οθωμανικές αρχές στις αρχές του 1912.
Συγκυριακή συμπόρευση με τους Νεότουρκους (1909-1910)
Η επιρροή της οργάνωσης είχε φτάσει στο μέγιστο σημείο της όταν ακριβώς αποφασίστηκε από την ηγεσία της η συμπόρευση με τους Νεότουρκους. Τόσο ο Ίων Δραγούμης, όσο και ο Σουλιώτης θεωρούσαν ως βασικό κίνδυνο για τον Ελληνισμό τους Σλάβους, έτσι η επανάσταση των Νεότουρκων και το νέο Οθωμανικό Σύνταγμα τους βρήκε αρχικά πρόθυμους να βοηθήσουν στην εφαρμογή του. Ένα νέο πλαίσιο πλήρους ισότητας όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια πολύ ελκυστική ελπίδα για τους επικεφαλής της οργάνωσης, ενώ υπήρχαν και κάποιοι ειλικρινείς φιλελεύθεροι ιδεολόγοι μεταξύ των Νεότουρκων που επηρεασμένοι από τις σπουδές τους στη Δύση επεδίωκαν την ισοπολιτεία. Με αυτούς ήρθε σε επαφή η οργάνωση και σε αυτούς στήριξε τις ελπίδες της για μια νέα αρχή στην Ανατολή. Όμως εντός των Νεότουρκων οι μετριοπαθείς παραμερίζονταν από άλλους που βρίσκονταν σε στενή επαφή με αξιωματικούς του Οθωμανικού στρατού και σχεδίαζαν την βίαιη επικράτηση των Τούρκων εις βάρος όλων των άλλων εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας.
Σουλιώτης – Νικολαΐδης και Ίων Δραγούμης
Η απόφαση της οργάνωσης για συνεργασία με τους Νεότουρκους δεν ήταν αντίθετη με τη γενικότερη πολιτική της Ελληνικής κυβέρνησης καθώς την εποχή εκείνη καταγράφονται πολλές προσπάθειες προσέγγισης και συνεννόησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γενικά η «Οργάνωση Κωνσταντινούπολης» υπήρξε συγκοινωνούν δοχείο με το Ελληνικό υπουργείο εξωτερικών και οι διαφοροποιήσεις της από την επίσημη Ελληνική πολιτική ήταν ανεπαίσθητες. Έτσι αποφασίστηκε η ειλικρινής συμμετοχή της οργάνωσης στις πρώτες οθωμανικές εκλογές του 1908. Οι Νεότουρκοι όχι μόνο φαλκίδευσαν τον εκλογικό νόμο, αλλά και άσκησαν πιέσεις στους εκλογείς, έτσι οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξέλεξαν μόλις 27 βουλευτές, ενώ κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπηθούν από διπλάσιους. Η «Οργάνωση Κωνσταντινούπολης» αντέδρασε δυναμικά και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της Ελληνικής παρουσίας στην Πόλη διοργανώθηκε μαζικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας ομογενών κατά των παραβάσεων του εκλογικού νόμου στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 30.000 ομογενείς. Η οργάνωση πέτυχε να εκλέξει τα 2/3 των βουλευτών της ομογένειας από μέλη της και επέλεξε να συμπορευτεί με τους Νεότουρκους για ακόμη ένα χρόνο, στηρίζοντας τους στην καταστολή του κινήματος του Σουλτάνου στις 31 Μαρτίου 1909 και προσπαθώντας να αποκτήσει επιρροή και να δημιουργήσει ένα δίαυλο επικοινωνίας με τη νέα κατάσταση.
Η συνέχεια όμως απέδειξε πολύ γρήγορα ότι η συνεννόηση ήταν αδύνατη. Μετά την οριστική τους επικράτηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Νεότουρκοι φανέρωσαν το αληθινό πρόγραμμα τους που δεν ήταν άλλο από τον πλήρη εξισλαμισμό της Αυτοκρατορίας, καθώς με μια σειρά από διατάγματα προσπαθούσαν να καταλύσουν όλα τα προνόμια του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, εξουθενώνοντας τους Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν μια προσπάθεια να απομακρύνουν όλους τους Έλληνες Ομογενείς από τις δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους, ενώ με τη συμπεριφορά τους εξευτέλιζαν τους θρησκευτικούς επικεφαλής όλων των εθνοτήτων. Αναμφίβολα οι κακές διμερείς σχέσεις υποδαυλίζονταν από το Κρητικό ζήτημα, ενώ οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν επιθετικά την Ελλάδα που τη θεωρούσαν αδύναμη για να ισοσταθμίσουν στην εσωτερική κοινή γνώμη την υποχωρητικότητα τους έναντι των Αυστριακών που οδήγησε τελικά στην προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης στην Αυτοκρατορία των τελευταίων.
Ο Γεώργιος Μπούσιος (καθήμενος) ως βουλευτής της βουλής
Η επιθετικότητα των Νεότουρκων προφανώς δεν διέφευγε της προσοχής της «Οργάνωσης Κωνσταντινούπολης» που κατάφερε να οργανώσει, να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τους Έλληνες βουλευτές της Οθωμανικής βουλής. Χάρις την Οργάνωση, οι Έλληνες βουλευτές που ήλεγχε προσέρχονταν πάντοτε ενημερωμένοι για τις εξελίξεις, με αποφασιστικότητα και σαφή κατεύθυνση για τις πρωτοβουλίες που όφειλαν να λάβουν. Για τις πρωτοβουλίες τους ήταν ενημερωμένο το Πατριαρχείο που αντίστοιχα συντονιζόταν κάνοντας αντίστοιχες κινήσεις φανερώνοντας ένα αρραγές εθνικό μέτωπο εντός της Αυτοκρατορίας, ενώ και η Ελληνική κοινή γνώμη ήταν ενήμερη και στήριζε τις ενέργειες μέσω του Τύπου που βρισκόταν υπό την επιρροή της Οργάνωσης. Ο κορυφαίος εκφραστής της γραμμής της οργάνωσης εντός της Οθωμανικής βουλής υπήρξε κατεξοχήν ο Γεώργιος Μπούσιος, βουλευτής Σερβίων, που με την πύρινη αρθρογραφία του υπέρ της μεταμόρφωσης της Οθ. Αυτοκρατορίας σε Βυζαντινή, κίνησε την προσοχή των Αρχών που τελικά τον απέλασαν. Η τελευταία προειδοποίηση της Οργάνωσης στους Νεότουρκους ήταν στις 12 Αυγούστου 1910 όταν δημοσιοποίησε υπόμνημα που περιείχε σειρά νομοθετημάτων που έπρεπε να ληφθούν υπέρ των Χριστιανικών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας ώστε οι τελευταίες να επιβιώσουν. Το υπόμνημα παραδόθηκε από τους Έλληνες βουλευτές στη κυβέρνηση ενώ διαβάστηκε και εντός του βουλευτηρίου. Οι Νεότουρκοι όμως δεν άλλαξαν πολιτική και τότε η Οργάνωση στράφηκε οριστικά εναντίον τους. Η πρώτη της ενέργεια ήταν να έρθει σε συνεννόηση με την Τουρκική αντιπολίτευση εντός της Τουρκικής βουλής (κόμμα «Ένωση και Πρόοδος») και να εξασφαλίσει γραπτώς τις υποσχέσεις της για απόλυτη ισοπολιτεία αν αναλάμβανε την εξουσία.
Η απροσδόκητη προσέγγιση με τους Βούλγαρους (1910-1911)
Η Οθωμανική βουλή του 1908
Ακολούθως, στα τέλη του 1910 και σε πλήρη αρμονία με την πολιτική του Εθνικού κέντρου, η Οργάνωση προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους εντός της Αυτοκρατορίας που διέθεταν 5 βουλευτές. Η προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς τις δύο κοινότητες χώριζαν μίση, εθνικοί και οικονομικοί αδυσώπητοι ανταγωνισμοί 7 δεκαετιών. Πρόσφατη ήταν η εθνοτική διαπάλη στο χώρο της Μακεδονίας με εκατέρωθεν δολοφονίες και ακρότητες, οπότε η προσέγγιση συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις ακόμη και εντός της Οργάνωσης. Επίσης υπήρχε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας που υποδαύλιζαν οι Τούρκοι. Όμως οι εξελίξεις και η εθνοκαθαρτική πολιτική των Νεότουρκων εξανάγκασαν την Ελληνική ομογένεια να συνεργαστεί με τις άλλες χριστιανικές εθνότητες της Αυτοκρατορίας για λόγους επιβίωσης και μόνο. Η νέα κατάσταση εγκαινιάστηκε την πρωτοχρονιά του 1911, όταν μετά από πρόσκληση των Ελλήνων Βουλευτών, γιόρτασαν από κοινού την έλευση του νέου έτους όλοι οι χριστιανοί βουλευτές της Αυτοκρατορίας συμπεριλαμβανομένων των Βουλγάρων.
Η πρωτοφανής αυτή προσέγγιση άλλαξε τις ισορροπίες τόσο εντός Αυτοκρατορίας όσο και διεθνώς. Ο Βουλγαρικός Τύπος περιείχε πλέον πολλά θετικά δημοσιεύματα για τους Έλληνες βουλευτές της Οθωμανικής βουλής που στις αγορεύσεις τους πλέον υπερασπίζονταν με θάρρος και τους Βουλγαρικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Επίσης, στις αρχές του 1911, Έλληνες βουλευτές προσήλθαν αυτοπροσώπως και έδειξαν ενδιαφέρον για τις διώξεις που υπέστησαν βουλγαρικοί πληθυσμοί στο Ιστίπ. Η κοινή συμπόρευση των Χριστιανικών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας σφραγίστηκε με το κοινό τους υπόμνημα της 15ης Μαΐου 1911 που αφορούσε την εκπαίδευση και τη στράτευση των Χριστιανών εντός της Αυτοκρατορίας. Το υπόμνημα αρχικά κοινοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και χάρις τις ενέργειες της Οργάνωσης, ακολούθησαν ταυτόσημα υπομνήματα από τη Βουλγαρική Εξαρχία, το Αρμένικο Πατριαρχείο και άλλα θρησκευτικά κέντρα. Το πλέον σημαντικό είναι ότι όλα τα Χριστιανικά κέντρα με ανακοινώσεις τους τάσσονταν υπό την ηγεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη συνέχιση του Αγώνα υπέρ των Δικαίων των Χριστιανικών εθνοτήτων εντός Αυτοκρατορίας.
Στις 18/31 Ιανουαρίου 1912 υπογράφτηκε επίσημη ελληνοβουλγαρική συμφωνία ενόψει των νέων βουλευτικών εκλογών για την αμοιβαία συνεργασία και υποστήριξη των δύο εθνοτήτων. Το αρραγές χριστιανικό μέτωπο εντός της αυτοκρατορίας υπήρξε μια εξέλιξη που δυσαρέστησε τους Νεότουρκους, ενώ είχε και διεθνείς προεκτάσεις καθώς οι Μεγάλες δυνάμεις πίεζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για υποχωρήσεις έναντι των Χριστιανών υπηκόων της. Οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να διασπάσουν το νέο μέτωπο προτείνοντας στο Πατριαρχείο μετά τη διάλυση της πρώτης Οθωμανικής βουλής στις 5 Απριλίου 1912, να ορίσουν από κοινού τους Χριστιανούς υποψηφίους. Το Πατριαρχείο παρέπεμψε τους Νεότουρκους στην ομάδα των τέως Ελλήνων βουλευτών που απάντησε αμέσως αρνητικά, καθώς ήδη είχε συνάψει εκλογική συνεργασία με τους Βούλγαρους και τη μωαμεθανική αντιπολίτευση. Η συμφωνία αυτή που αποτυπώθηκε γραπτώς, αποτύπωνε επακριβώς την εθνοτική σύνθεση πολλών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ήταν μια τελευταία πολύτιμη υπηρεσία της Οργάνωσης στον Ελληνισμό, καθώς την επικαλέστηκαν Ελληνικές αντιπροσωπείες σε μελλοντικά συνέδρια ειρήνης όπως αυτό του 1918 για να αποδείξουν την ελληνικότητα των περιοχών αυτών.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν είναι γνωστές και ραγδαίες: στις 3 Μαΐου 1912 υπογράφτηκε στη Σόφια η περίφημη ελληνοβουλγαρική συμμαχία που σφράγισε την – βραχεία – συμπόρευση των δύο εθνών προς τον Α΄ βαλκανικό πόλεμο.
Συμπεράσματα
Αναμφίβολα η «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» δημιουργήθηκε και έδρασε μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα εχθρικό με μικρά περιθώρια ελιγμών. Αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι η οργάνωση δεν παρέμεινε αγκυλωμένη στην ανατολική ιδεολογία των ιδρυτών της, είτε στις προγραμματικές τις δηλώσεις και σχέδια. Αντίθετα παρακολούθησε στενά τις εξελίξεις και μετέβαλλε την πολιτική της ανάλογα με αυτές. Έτσι λοιπόν, δεν έχουν αξία οι εύκολες κατηγορίες που έχουν ακουστεί κατά καιρούς για τους ιδρυτές της Οργάνωσης ότι ήταν πολιτικά αφελείς υποστηρίζοντας τους Νεότουρκους.
Επίσης, η ηγεσία της Οργάνωσης προσπάθησε πάντοτε να συντονίζει την δράση της με το ελλαδικό κέντρο και τους σχεδιασμούς του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών. Στέγασε πολιτικά τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης σε πολύ δύσκολες εποχές, τον κράτησε ενωμένο, οργανώνοντας τη δράση του και διασώζοντας το ελληνικό του πρόσημο.
Πηγές
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ίων Δραγούμης (Μαρτύρων και ηρώων αίμα), εκδόσεις Σταμούλη
Λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός»
…………….
Πιο συγκεκριμένα το
1902 στο Παρίσι στο συνέδριο της επιτροπής οι έντονες διαμάχες και διαφωνίες
είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση των Νεοτούρκων του εξωτερικού σε δύο κυρίως
ομάδες. Η ομάδα του Σαμπαχεντίν με μέλη της τον Λουτφουλάχ, Αλβανούς,
Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους αντιπροσώπους, που ήλεγχε τις περισσότερες
εκδόσεις της επιτροπής, και η ομάδα του Αχμέτ Ριζά, που, χρησιμοποιώντας το
όνομα «Κομιτάτο της Ένωσης και της Προόδου» (ΚΕΠ), άρχισε να εκδίδει ένα
καινούριο περιοδικό με τίτλο «Συμβούλιο για την κοινότητα των πιστών». Ο
Σαμπαχεντίν ίδρυσε την «Οθωμανική Φιλελεύθερη Επιτροπή» πιστεύοντας σε μια
συνταγματική μοναρχία με αποκεντρωμένη διοίκηση, με συμμετοχή των εθνοτήτων
στις τοπικές διοικήσεις και με καλλιέργεια της ατομικής πρωτοβουλίας,
επηρεασμένος από τον Μιντχάτ Πασά και τα αγγλικά πρότυπα. Ο Αχμέτ Ριζά
εκπροσωπούσε τον τουρκικό εθνικισμό υποστηρίζοντας ότι ο Οθωμανός ήταν
Τούρκος, ότι οι υπόλοιποι λαοί της αυτοκρατορίας έπρεπε να εκτουρκιστούν και ζητούσε ριζοσπαστικότερες μεταρρυθμίσεις. Ανάμεσα στα 1902 και 1906 η
οργάνωση του Σαμπαχεντίν διαλύθηκε, ενώ η αντίστοιχη του Ριζά διατηρήθηκε,
αναδιοργανώθηκε και συνέχισε τις δραστηριότητες και τις εκδόσεις της, κυρίως με
τις προσπάθειες του Δρ. Μπαχαντίν Σακίρ και του Ναζίμ Μπέη. Το 1907
συγχωνεύθηκε με την οθωμανική «Επιτροπή Ανεξαρτησίας της Θεσσαλονίκης»7
. ……………………
Μετά την ένωση της ομάδας της Θεσ/νίκης,
όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, με αυτήν του Ριζά, έγινε τον Δεκέμβρη του 1907
ένα δεύτερο συνέδριο στο Παρίσι με συμμετοχή -εκτός των άλλων- Αρμενίων,
Αλβανών και Ελλήνων. Η αντίθεση ανάμεσα στον Ριζά και τον Σαμπαχεντίν
μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, αλλά δεν είχε καμία σημασία γιατί τις αποφάσεις
πλέον τις λάμβαναν οι Νεότουρκοι του εσωτερικού της αυτοκρατορίας10. Προσπαθώντας να διαφωτίσουμε την σύνδεση-σχέση ανάμεσα στους
Νεότουρκους και στους μασόνους της Θεσ/νίκης παρατηρούμε, σύμφωνα με την
συγγραφέα και ιστορικό Nest Webster, (στο βιβλίο της «Secret Societies and
subversive Movements», Λονδίνο, 1928), ότι το νεοτουρκικό κίνημα ξεκίνησε στις
μασονικές στοές της Θεσ/νίκης, με την άμεση επίβλεψη της Μεγάλης Ανατολικής
Στοάς της Ιταλίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να μας οδηγήσει η
συνέντευξη του Νεοτούρκου Ρεφίκ Μπέη στην εφημερίδα του Παρισιού «Le Temps»
στις 20/8/1908 στην οποία αναφέρει: «Είναι αλήθεια ότι δεχόμαστε υποστήριξη από
την Ελεύθερη Μασονία και ειδικά από την Ιταλική Μασονία. Οι δύο ιταλικές στοές
(της Θεσ/νίκης) “Macedonia Risorta” και “Labor et Lux” έχουν προσφέρει
ανεκτίμητες υπηρεσίες και έχουν γίνει καταφύγιο για μας. Συναντιόμαστε εκεί σαν
φίλοι μασόνοι, γιατί στην πραγματικότητα πολλοί από μας είναι μασόνοι, αλλά το πιο
σημαντικό είναι ότι συναντιόμαστε ώστε να μπορούμε να οργανωθούμε καλύτερα11».
Σχετικά με την εβραϊκή συμμετοχή στο κίνημα υπάρχουν ορισμένα σκοτεινά
σημεία, χωρίς να αποκλείεται η ενεργή δραστηριότητά τους. Την σχέση μεταξύ
Εβραίων – Νεοτούρκων έχουν μελετήσει αρκετοί συγγραφείς και επιστήμονες. Ο
μεγάλος Βρετανός ιστορικός R. Seton Watson, (στο βιβλίο του «The Rise of
Nationality in the Balkans», Λονδίνο 1917), εκφράζει την άποψη ότι τα πραγματικά
μυαλά του κινήματος υπήρξαν οι Εβραίοι ή οι εξωμότες Εβραίοι (ντονμέδες).
Πιστεύει ότι οι Εβραίοι της Θεσ/νίκης, όπως και της Βιέννης, του Βερολίνου, της
Βουδαπέστης και ίσως και του Λονδίνου και του Παρισιού στήριξαν οικονομικά τους
Νεότουρκους. Σύμφωνα, επίσης, με μία έκθεση της Αστυνομίας (23/1/1914) που
στάλθηκε απευθείας στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αγία Πετρούπολη, φέρεται να
έχει οργανωθεί στην «Nouri Osman» στοά της Κων/πολης πανισλαμικό συνέδριο
από Νεότουρκους και Εβραίους. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή φέρονται να μετείχαν
σε αυτό ο Ταλαάτ Μπέη (Υπουργός), ο Μπεντρί Μπέη, ο ντονμέ Γιαβίτ Μπέη, όπως
επίσης οι Εβραίοι Σαμουέλ Εφέντη (Αρχηγός της Υπηρεσίας Ασφαλείας) και Αβραάμ Μπέη (υποδιοικητής της Αστυνομίας). Πέρα βέβαια από τα συμφέροντα
στα οποία αποσκοπούσαν και τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζαν κάποιοι ντονμέ ή Εβραίοι, είναι σίγουρο ότι η συμμετοχή τους σφράγισε τις κατοπινές εξελίξεις του κινήματος12.
Από το 1906 ξεσπούν αναταραχές και στάσεις στον στρατό, με μισθοδοτικά
κυρίως αιτήματα και το 1907 πληθαίνουν καθώς συμμετέχουν πλέον σε αυτές και
απλοί πολίτες. Η κύρια αιτία όλων αυτών ήταν η οικονομική κρίση του 1907 και ίσως
η προπαγάνδα του Σαμπαχεντίν, των Αρμενίων και των Νεότουρκων στην περιοχή
της Μικράς Ασίας13. Το 1908 η επανάσταση ξέσπασε. Το κίνημα πιθανότατα δεν
ήταν προγραμματισμένο να ξεσπάσει τότε αλλά κάποιες έρευνες του Σουλτάνου με
σκοπό να βρει επαναστάτες την άνοιξη του 1908 προκάλεσε την έκρηξή του. Η
γενικότερη αναταραχή που είχε προκληθεί στη Μακεδονία είχε ως αποτέλεσμα την
μεταφορά μεγάλων τουρκικών στρατιωτικών μονάδων. Οι στρατιώτες ήταν
απλήρωτοι για πολλούς μήνες και οι αξιωματικοί, πέρα από την έντονη
δυσαρέσκειά τους απέναντι στην παρουσία των ξένων στρατιωτικών, ήταν ανίκανοι
πλέον να διατηρήσουν την τάξη και την πειθαρχία στο στράτευμα. Στις 6 Ιουλίου
1908 στην μικρή πόλη Ρέσνα οι αξιωματικοί στασίασαν14. Το επαναστατικό κύμα
από εκεί εξαπλώθηκε ραγδαία. Στις 21 Ιουλίου οι Νεότουρκοι με τελεσίγραφό τους,
από τις Σέρρες, ζητούν από τον Σουλτάνο την άμεση αποκατάσταση και εφαρμογή
του συντάγματος του 1878 και τον απειλούν ότι θα τον εκθρονίσουν εάν δεν
αποδεχθεί τα αιτήματά τους. Ο Αμπντούλ-Χαμίτ Β΄ στις 24 Ιουλίου 1908
ανακοίνωσε την επαναφορά του συντάγματος και την 1 Αυγούστου επιβεβαιώνει
την διάλυση της μυστικής αστυνομίας ανακοινώνοντας παράλληλα την ισότητα
όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνότητας και θρησκεύματος15. Η επιτυχία των
Νεότουρκων οφειλόταν πολύ περισσότερο σε αυτούς που βρισκόταν στο εσωτερικό
της αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα στην Μακεδονία, με την εξαιρετική οργάνωση και προετοιμασία τους, παρά σε αυτούς του εξωτερικού16.
Η πρώτη αντίδραση των λαών της αυτοκρατορίας ήταν ενθουσιώδης με
πανηγυρισμούς και διαδηλώσεις υπέρ του κινήματος. Θεωρούσαν ότι το σύνταγμα
θα επίλυε όλα τα προβλήματα που είχαν ως τότε συσσωρευτεί από το καθεστώς
της Πύλης17. Στην Μακεδονία, μέσα στη γενική ευφορία, πολλοί αντάρτες, οι
περισσότεροι Βούλγαροι, κατέβηκαν στις πόλεις, ενώ οι πιο πολλοί Έλληνες
αντάρτες κατευθύνθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα18. Οι πιο ενθουσιώδεις αντιδράσεις
εμφανίστηκαν στην Κων/πολη, στην Μακεδονία και στα παράλια της Μ. Ασίας. Οι
Άραβες της αυτοκρατορίας εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί και δεν εντάχθηκαν στο
κίνημα, οι μουσουλμάνοι του εσωτερικού της Μ. Ασίας ήταν αρνητικοί και
σαφέστατα υπέρ του Σουλτάνου, οι Εβραίοι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω
συμμετείχαν στο κίνημα, ήταν υπέρ αυτού και υποστήριξαν ανοιχτά τους
Νεότουρκους. Για το λόγο αυτό ήρθαν σε σύγκρουση με τον Αρχιραββίνο τους
όπως μας αναφέρει και ο Ευρ. Γεωργανόπουλος19. Αναφορικά με τους Έλληνες
ήταν θετικότατοι ως προς αυτήν την αλλαγή. Μόνο ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ήταν
αντίθετος, προβλέποντας δυστυχώς τις ψευδείς υποσχέσεις που θα αθετούσε το
νέο καθεστώς, εκφράζοντας μάλιστα και δημόσια τις ανησυχίες του. Ωστόσο, τελικά
υποχώρησε για να μην έρθει σε αντίθεση με τους ομοεθνείς του. Μόνο οι Έλληνες
του εσωτερικού της Μ. Ασίας έμειναν πιστοί στον Πατριάρχη20.
….λίγοι Έλληνες ήταν μυημένοι στο κίνημα21. Η «Οργάνωσις της
Κωνσταντινουπόλεως» με κύριους εκφραστές της τον Αθ. Σουλιώτη και τον Ίωνα
Δραγούμη εξέφραζε θετική άποψη απέναντι στο κίνημα, θεωρώντας ότι στο
καθεστώς ισότητας και ισονομίας, που ευαγγελίζονταν οι Νεότουρκοι, το ελληνικό
στοιχείο θα κυριαρχούσε και σιγά-σιγά θα ελληνοποιούσε εκ των έσω την
αυτοκρατορία. Θεωρούσαν αναγκαία την συνεργασία με τους Τούρκους για την
αποφυγή του Σλαβικού κινδύνου. Αν αυτό δεν ήταν εφικτό, τότε πίστευαν πως κάτω
από μία συμμαχία με τους άλλους βαλκάνιους γείτονες θα έπρεπε να γίνει πόλεμος
με την Τουρκία, με σκοπό να δημιουργηθεί μια Βαλκανική Ομοσπονδία22.
…………………………………….
…………………………………….
Από:
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΧΩΡΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ
& ΤΟΥΡΚΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ»
ΜΕΛΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Σάββατο, 11 Αυγούστου 2012
Η Επανάσταση των Νεοτούρκων
http://ellada-history.blogspot.com/2012/08/blog-post.html
[…] ήταν όντως Ατατούρκ, εφόσον συνεχίζοντας την πολιτική των Νεότουρκων εθνικιστών κατασκεύασε σχεδόν εκ του μηδενός ένα νέο έθνος. Όμως […]
Με αφορμή το Κείμενο του Αντ. Λιάκου για τους Νεότουρκους
—————————————————————————–
Ποιό είναι το ζήτημα των Αρνητών:
-Η απουσία συναισθηματικής συμμετοχής στο προσφυγικό Τραύμα,
-η αποδοχή της επιλεκτικής «συλλογικής αμνησίας»,
-η συμμετοχή τους στη «συνωμοσία της σιωπής»
-η δυσανεξία απέναντι στην πολιτική έκφραση της μνήμης των προσφύγων,
-άρνηση να θίξουν τα όσα συστηματικά συνέβησαν κατά των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων από τον ακραίο μιλιταριστικής προέλευσης τουρκικό εθνικισμό.
«Ο πραγματικός επιστημονικός σύμμαχος ημών που μελετούμε αυτή την σκοτεινή περίοδο δεν είναι Ελληνες ιστορικοί, αλλά είναι Τούρκοι ιστορικοί.
Αυτή τη στιγμή στην Τουρκία βγαίνει μια νέα γενιά προοδευτικών Τούρκων ιστορικών που δεν έχει κανένα ταμπού, μελετά αυτά τα γεγονότα και αποκαλύπτει την βία, την γενοκτονική βία που άσκησε ο Τούρκικος εθνικισμός εναντίων των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Αντιθέτως στην Ελλάδα αυτό γα άλλους λόγους, επελέγη να αποσιωπηθούν και από το κράτος, και από τα κόμματα, και από την ιστοριογραφική κοινότητα, την κοινότητα των ιστορικών.Αυτή είναι μια θλιβερή πλευρά που σχετίζεται με τον τρόπο που συγκροτήθηκε η νεοελληνική ιδεολογία μετά το ’22…
(Βλάσσης Αγτζίδης Σεπ2015 σε συνέντευξη στον realnews) «
Τί Κοραής, τί Ζιγιά Γκιοκάλπ;
Τί Κολοκοτρώνης τί Μουσταφά Κεμάλ;
https://www.efsyn, .gr/politiki/synenteyxeis/322833_epanastasi-einai-onoma-aytoy-poy-theloyme-na-dimioyrgisoyme