2 Mαρτίου 2016, «Διερευνώντας την κρίση μέσα από το έργο του Παναγιώτη ΚΟΝΔΥΛΗ»

Στις 2 Μαρτίου θα γίνει η συνάντηση του κύκλου των μαθημάτων Σύγχρονης Ιστορίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Δήμου Κηφισιάς που για τεχνικούς λόγους δεν έγινε την προηγούμενη Τετάρτη. 
——————————————————————–
.
2 Mαρτίου 2016, 7.15 μ.μ. – 9 μ.μ.:
 .
Θανάσης Πολλάτος, δρ. φιλολογίας συγγραφέας: «Διερευνώντας την κρίση μέσα από το έργο του Παναγιώτη ΚΟΝΔΥΛΗ» (με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Παρασιτισμος και επίπλαστη ευημερία» εκδ. Επίκεντρο). Στην  «Έπαυλη Δροσίνη»-Βιβλιοθήκη Δήμου, Oδός Αγ. Θεοδώρων & Κυριακού, Κηφισιά. 
https://kars1918.wordpress.com/2015/10/07/seminaria-2015-2016-a/
.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε από τη δεκαετία του ’90 εντοπίσει τις ρίζες του ελληνικού προβλήματος. Είχε μάλιστα προβλέψει πως οι υστερήσεις και οι εσωτερικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το ελληνικό πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό υπόδειγμα θα οδηγούσαν έως το εκρηκτικό αποτέλεσμα της ελληνικής κρίσης.


Ο Θανάσης Πολλάτος εμβαθύνει, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, αλλά με παρούσα την κριτική διάθεση, στις θέσεις του για τη νεοελληνική περίπτωση, οι οποίες, μάλιστα, διατυπώθηκαν πριν από περισσότερο από είκοσι χρόνια και των οποίων η επικαιρότητα και ορθότητα μοιάζει σήμερα να επιβεβαιώνεται, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό. Επιπρόσθετα, αναπτύσσει μια σειρά δικών του πρωτότυπων σκέψεων για την κρίση, τα αίτιά της και τους σημερινούς πρωταγωνιστές της.
 
Το βασικό σχήμα μιας συμπεριφοράς καθιερωμένης κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που περιγράφει τη σχέση του Νεοέλληνα με το κράτος, με το να δηλώνει υπακοή στο κράτος, το οποίο, με τη σειρά του, τον προστατεύει, κατά διαφόρους τρόπους, από τον διορισμό του στο Δημόσιο έως την παραχώρηση προνομιακού εργασιακού ή ασφαλιστικού καθεστώτος σε σύγκριση με άλλες ομάδες εργαζομένων, αποτελεί ίσως τον πυρήνα όλων των μεταγενέστερων δυσλειτουργιών που διέπουν την οργάνωση της χώρας σε όλους τους τομείς: Η ελλιπής εξατομίκευση, ο υπερβάλλων ρόλος της οικογένειας και του πατερναλιστικού κράτους αποτελούν ψηφίδα συμπληρωματική της κονδυλικής άποψης περί της διαχρονικής επιβίωσης των βαλκανικών, πατριαρχικών, προνεωτερικών νορμών του σχήματος προστασία-υπακοή, που σταθερά ανταγωνίζονται και νοθεύουν τη δημιουργία ενός νεωτερικού κράτους.

————————————————–

 

Κονδύλης, Παναγιώτης, 1943-1998

Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis ή Panajotis Kondylis), γεννήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία το 1943 και πέθανε αιφνιδίως στην Αθήνα το 1998. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία, νεότερη ιστορία και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Φρανκφούρτης και Χαϊλδεμβέργης. Στη Χαϊλδεμβέργη αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Για το έργο του βραβεύτηκε με το μετάλλιο Γκαίτε και το βραβείο Χούμπολτ. Ήταν εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών του Βερολίνου. Διηύθυνε τη «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων «Γνώση» και τη σειρά «Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός» των εκδόσεων «Νεφέλη». Βιβλία του στην ελληνική γλώσσα: «Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη» 1983, «Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα» 1984, «Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός» Ι-ΙΙ 1987, «Ο νεοελληνικός διαφωτισμός» 1988, «Ισχύς και απόφαση» 1991, «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» 1991, «Πλανητική πολιτική μετά το ψυχρό πόλεμο 1992, «Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία» 1992 κ.ά. Επιπλέον έχει γράψει πολλά βιβλία στη γερμανική γλώσσα. Βιβλία του στα γερμανικά: «Die Entstehung der Dialektik» (1979), «Die Aufklaerung» (1981, β΄ έκδ. 1986), «Macht und Entscheidung» (1984), «Konservativismus» (1986), «Marx und die griechische Antike» (1987), «Theorie des Krieges» (1988), «Die neuzeitliche Metaphysikkritik» (1990), «Der Niedergang der buergerlichen Denk- und Lebensform» (1991), «Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg» (1992), «Montesquieu und der Geist der Gesetze» (1996), «Das Politische und der Mensch. Grundzuge der Sozialontologie» (1999), «Das Politische in 20. Jahrhundert» (2001).

 Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ(2015)Συντηρητισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης(2012)Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης(2012)Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης(2011)Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο(2011)Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο(2007)Το πολιτικό και ο άνθρωπος, Θεμέλιο(2007)Το πολιτικό και ο άνθρωπος, Θεμέλιο(2002)Μελαγχολία και πολεμική, Θεμέλιο(2001)Αντίδραση, παλινόρθωση, Ίνδικτος(2001)Επιστήμη, ισχύς και απόφαση, Στιγμή(2001)Ισχύς και απόφαση, Στιγμή(2000)Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία, Στιγμή(2000)Περί αξιοπρέπειας, Ίνδικτος(1999)Θεωρία του πολέμου, Θεμέλιο(1998)Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Θεμέλιο(1998)Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, Θεμέλιο(1998)Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, Θεμέλιο(1998)Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, Θεμέλιο(1998)Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Νεφέλη(1995)Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο(1984)Ο Μαρξ και η αρχαία ελλάδα, Στιγμή(1983)Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Γνώση [κείμενα, επιμέλεια σειράς] Συμμετοχή σε συλλογικά έργα(2011)Η εγγύτητα, Principia(2011)Η εγγύτητα, Πινακοθήκη Γρηγοριάδη(2011)Κατάλογος 25, Στιγμή(2003)Παλιά και νέα θεότητα, Έρασμος Μεταφράσεις(2006)Montesquieu, Charles-Louis de Secondat, Baron de- , 1689-1755, Το πνεύμα των νόμων, Γνώση(2005)Schiller, Friedrich von, 1759-1805, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, Στιγμή(2004)Lichtenberg, Georg Christoph, 1742-1799, Λίχτενμπεργκ, Στιγμή(1995)Ξενοφών ο Αθηναίος, Περί τυραννίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς, μετάφραση](1994)Rivarol, Antoine de, Ριβαρόλ, επιλογή από το έργο του, Στιγμή [μετάφραση, επιμέλεια](1994)Chamfort, Sebastien-Roch Nicolas, Σαμφόρ, Στιγμή(1994)Montesquieu, Charles-Louis de Secondat, Baron de- , 1689-1755, Το πνεύμα των νόμων, Γνώση [μετάφραση, επιμέλεια σειράς](1994)Montesquieu, Charles-Louis de Secondat, Baron de- , 1689-1755, Το πνεύμα των νόμων, Γνώση [μετάφραση, επιμέλεια σειράς](1993)Pavese, Cesare, 1908-1950, Στοχασμοί, Στιγμή(1989)Horkheimer, Max, 1895-1973, Απαρχές της αστικής φιλοσοφίας της ιστορίας, Κάλβος(1985)Cassirer, Ernst, 1874-1945, Δοκίμιο για τον άνθρωπο, Κάλβος(1985)Groethuysen, B., Η φιλοσοφία της γαλλικής επανάστασης, Κάλβος(1984)Machiavelli, Niccolo, 1469-1527, Έργα, Κάλβος [επιμέλεια, μετάφραση](1984)Hauser, Arnold, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος(1983)Marx, Karl, 1818-1883, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς, μετάφραση](1981)Plamenatz, John, Ιδεολογία, Κάλβος(1978)Kofler, Leo, Συμβολή στην ιστορία της αστικής κοινωνίας, Κάλβος(1978)Kofler, Leo, Συμβολή στην ιστορία της αστικής κοινωνίας, Κάλβος(1970)Schucking, L., Η κοινωνιολογία του φιλολογικού γούστου, Κάλβος Machiavelli, Niccolo, 1469-1527, Έργα, Κάλβος [επιμέλεια, μετάφραση] Burnham, James, Η επανάσταση των διευθυντών, Κάλβος Naville, Pierre, Η ψυχολογία της συμπεριφοράς, Κάλβος Hauser, Arnold, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος Hauser, Arnold, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος Hauser, Arnold, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος Λοιποί τίτλοι(2012)Haskell, Francis, 1928-2000, Η ιστορία και οι εικόνες της, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](2008)Foucault, Michel, 1926-1984, Οι λέξεις και τα πράγματα, Γνώση [επιμέλεια σειράς](2006)Σκουτερόπουλος, Νικόλαος Μ., Η αρχαία σοφιστική, Γνώση [επιμέλεια σειράς](2006)Συλλογικό έργο, Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](2006)Συλλογικό έργο, Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](2006)Συλλογικό έργο, Οι αρχαίοι κυνικοί, Γνώση [επιμέλεια σειράς](2000)Vovelle, Michel, 1933-, Ο θάνατος και η Δύση, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](2000)Vovelle, Michel, 1933-, Ο θάνατος και η Δύση, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1999)Sennett, Richard, Η τυραννία της οικειότητας, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1999)Bell, Daniel, Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1999)Heidegger, Martin, 1889-1976, Τα βασικά προβλήματα της φαινομενολογίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1998)Η αρχαία σοφιστική, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1998)Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από το 1828 ως το 1922, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1998)Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900, Ιστορία και ζωή, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1998)Sombart, Werner, Ο αστός, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1998)Οι αρχαίοι κυνικοί, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1998)Moscovici, Serge, Τεχνική και φύση στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1998)Freyer, Hans, Τεχνοκρατία και ουτοπία, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1997)Mühlmann, Wilhelm, Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και παγκόσμιος πολιτισμός, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1997)Michels, Robert, 1876-1936, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1997)Burckhardt, Jacob, 1818-1897, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νεφέλη [επιμέλεια σειράς](1995)Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από το 1828 ως το 1922, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1995)Gigon, Olof, 1912-1998, Σωκράτης, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1995)Lévi – Strauss, Claude, 1908-2009, Φυλή και ιστορία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1994)Aron, Raymond, 1905-1983, Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1994)MacPherson, Crawford Brough, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1993)Aron, Raymond, 1905-1983, Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1993)Von Glasenapp, Helmut, Η φιλοσοφία των Ινδών, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1993)Wittgenstein, Ludwig, Φιλοσοφικές παρατηρήσεις, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1992)Granet, Marcel, Η κινεζική σκέψη, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1991)Gigon, Olof, 1912-1998, Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1991)Cassirer, Ernst, 1874-1945, Ο μύθος του κράτους, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Locke, John, 1632-1704, Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Sorel, Georges, Οι ψευδαισθήσεις της προόδου, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1990)Derrida, Jacques, 1930-2004, Περί γραμματολογίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1989)Η φιλοσοφία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1989)Hobbes, Thomas, 1588-1679, Λεβιάθαν, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1989)Hobbes, Thomas, 1588-1679, Λεβιάθαν, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1989)Huizinga, Johan, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1988)Strauss, Leo, Φυσικό δίκαιο και ιστορία, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1986)Husserl, Edmund, 1859-1938, Δεύτερη λογική έρευνα, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1986)Goldmann, Lucien, 1913-1970, Διαλεκτικές έρευνες, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1986)Arendt, Hannah, 1906-1976, Η ανθρώπινη κατάσταση, Γνώση [επιμέλεια σειράς](1985)Löwith, Karl, Το νόημα της ιστορίας, Γνώση [επιμέλεια σειράς]

13 Σχόλια

  1. Δ.Β. on

    Εισαγωγικό σημείωμα
    του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
    Αθήνα, 30.7.2015

    Επειδή υπάρχει πλήρης σύγχυση για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, θα προσπαθήσω και από την δική μου πλευρά να αναλύσω ορισμένα φαινόμενα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, που είναι εκτός συζήτησης, γιατί έτσι βολεύει το σύστημα, κυρίως σε σχέση με τα θέματα εθνικής ασφάλειας.
    Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, που πολλές φορές υπήρξε προφητικός:

    ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ

    Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
    με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
    λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
    για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
    τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
    Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο,
    ψεύτικα ήταν τα μηνύματα
    (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
    Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
    εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
    κι ανέτοιμους – πού πια καιρός – μας συνεπαίρνει.

    Αυτά έγραφε ο ποιητής, που ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες σήμερα. Παρεμπιπτόντως πρέπει να τονίσω ότι ποτέ δεν έχω διαψευστεί στις προβλέψεις μου κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης.

    Τα περισσότερα άρθρα αποτελούν κεφάλαια από διάφορα βιβλία μου ή προηγούμενες αναλύσεις, που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο, γιατί, για το σύστημα και τα υποτακτικά του, ήταν απαγορευμένα.

    Θα ξεκινήσω στην παράθεση των κειμένων που θα λάβουν χώρα ανά δύο ημέρες, ξεκινώντας από σήμερα με μια διατύπωση που έχει την έννοια αξιώματος και αποτελεί την θέση της Αριστερής Πλατφόρμας: ΕΑΝ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ «ΣΥΜΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ» ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΣΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
    Οι προγραμματικές δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην Θεσσαλονίκη και γενικότερα αποτελούν ένα πρόγραμμα παροχών, που έχει σχέση με το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο όλης της μεταπολίτευσης, (εκτός από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης) που βασικά ισχυριζόταν ότι «λεφτά υπάρχουν», απλώς τα λεφτά αυτά ήταν δυστυχώς δανεικά. Μερικοί τα θεωρούσαν μάλιστα «δανεικά και αγύριστα». Τους διέψευσε όμως η σκληρή πραγματικότητα, που δεν έχει σχέση με ιδεοληπτικές φαντασιώσεις και βέβαια με την διεθνή και εσωτερική πραγματικότητα. Όλοι αυτοί από όλες τις ιδεολογικές κατευθύνσεις ζούσαν σε έναν κόσμο φανταστικό, εκτός τόπου και χρόνου και μάλλον θέλουν με την μέθοδο της φυγής, να συνεχίζουν να ζουν σ’ αυτόν τον ανύπαρκτο παραδεισένιο χρόνο και τόπο.
    Όλα αυτά τα φαινόμενα πρόκειται στην σειρά των αναλύσεών μου να καταθέσω στο επόμενο χρονικό διάστημα. Μπορείς βέβαια, για να πω και το τελευταίο στο εισαγωγικό αυτό σημείωμα, να υπόσχεσαι στον καθένα λαγούς με πετραχήλια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι η πραγματικότητα.
    Εκ προοιμίου ωστόσο δηλώνω καθαρά και ξάστερα και θα προσπαθήσω να αποδείξω με την παράθεση των αναλύσεών μου ότι τα μνημόνια και αντιμνημόνια δεν ήταν και δεν είναι το πρόβλημα της Ελλάδας, γιατί έτσι όπως πολιτευτήκαν τα κόμματα της μεταπολίτευσης, απαξάπαντα, δεν υπήρχε διαφυγή, δηλαδή θα τα υπέγραφαν, εκτός αν οδηγούσαν την χώρα στην πλήρη και οριστική καταστροφή. Κι’ αυτό επειδή όπως λεν διάφοροι στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Και πράγματι. Ο ένας δρόμος οδηγεί στην διέξοδο και ο άλλος στην καταστροφή. Το πρόβλημα λοιπόν είναι τι κάνεις για να βγεις απ’ αυτά. Με ευχολόγια φυσικά δεν γίνεται ούτε με «αριστερές ή δεξιές» φαντασιώσεις. Το βασικό πρόβλημα είναι η πρωτοφανής παρακμιακή μας πορεία από συστάσεως του ελληνικού κράτους, βασικά η παρασιτική μας νοοτροπία. Γιατί ο παρασιτισμός δεν εντρυφά μόνο στην οικονομία, αλλά κυρίως στα μυαλά μας. Η Ελλάδα στην μεταπολίτευση απετέλεσε ένα τεράστιο φρενοκομείο, όπως έλεγε ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος. Με αυτήν την έννοια τα φαινόμενα δεν μπορείς να τα εξηγήσεις πάντοτε με πολιτικούς ή οικονομικούς όρους, παρά με όρους της ψυχοπαθολογίας του Έλληνα.

    Παρασιτικός κοινωνικός καταναλωτισμός
    Ο καθρέφτης της Ελλάδας της μεταπολίτευσης
    Του Παναγιώτη Κονδύλη
    Ανάλυση τέταρτη
    Εισαγωγικό σημείωμα του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
    Αθήνα, 15 Ιουλίου 2013
    κατωτέρω παρατίθεται μια ανάλυση του μεγάλου Έλληνα διανοητή, ιστορικού και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κονδύλη, που περιγράφει την φρυκτή μετάλλαξη του Έλληνα, αιτία όλων των δεινών του. Ο Παναγιώτης Κονδύλης δημιουργεί τελείως απαισιόδοξες προοπτικές για την Ελλάδα, που βέβαια είναι θέμα εκτίμησης, κατά πόσο αυτή η κατάσταση που περιγράφει είναι μη αναστρέψιμη (μοιραία) ή επιδέχεται και άλλες εξελίξεις στο μέλλον, εφόσον οι συνθήκες αλλάξουν, τόσο όσον αφορά τις δυνατότητες των ανθρώπων, όσο και το γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει τις μελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες πολλές φορές είναι απρόβλεπτες, δίνοντας έναν τόνο ελπίδας και αισιοδοξίας, ότι τελικά οι Μήδοι, δεν «θα διαβούνε», σε αντίθεση με την περιγραφή του Καβάφη στο ποίημα του «Θερμοπύλες».
    O Έλληνας θέλει να λύσει τα προβλήματα που επισωρεύσει ο ίδιος και οι κυβερνήσεις του δια της φυγής. Απαρνείται τις συμπληγάδες πέτρες, έχοντας την πεποίθηση στην απελπισία του ότι η φυγή δια της δραχμής, ως δια μαγείας θα του λύσει αυτομάτως τα προβλήματα για να ζει πάλι στην ψευδή μακαριότητα που ζούσε λόγο πριν από την κρίση, παραγνωρίζοντας τα καθοριστικά για την τύχη και την επιβίωση αυτής της χώρας την γεωστρατηγική και γεωπολιτική της θέση. Περιμένει τελικά κάποιους σωτήρες από το πουθενά ως από μηχανής θεούς ή κάποια σωτηρία, που είναι εκτός των δικών του προσπαθειών. Θέλει να συνεχίσει να τρώει από μια πίτα που δεν την δημιούργησε ο ίδιος. Κανείς δεν μιλάει για μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης, που θα οδηγήσει την Ελλάδα στην διέξοδο από τα αδιέξοδα, φυσικά μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες.
    Πάντως η ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη είναι ένας ακριβής καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας. Επίκαιρο όσο ποτέ!
    Η παθογένεια του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας
    Τα καταστρεπτικά συμπτώματα της έλλειψης του γνώθι σαυτόν!
    Ένα προφητικό κείμενο του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη για τις αιτίες της ελληνικής παρακμής και για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας (γραμμένο το 1992!)
    Η Ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη
    Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση . Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· Oι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
    Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει, όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.
    Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του, για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους.
    Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες, τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμιά προστασία και καμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα. Aν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
    Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει, παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος, μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες, αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
    Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων . Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά . Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.
    …………………………

  2. Δ.Β. on

    …………………….
    Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 , ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά.
    Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων.
    Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός, όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ! Bαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
    Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει . Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις . Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο¬θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
    Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη , είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
    Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση. Oι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού . Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει .
    Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.
    Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: Mπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό, αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον! H σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας».
    Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.
    Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων . Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού , ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό! Aποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές, όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
    Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.
    Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά . Tόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται! Η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων, οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι¬κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου . Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
    Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση , η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κ.τλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
    Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
    Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.τλ. κ.τλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές , και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες . Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.
    Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη¬καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες . Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.
    Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια. Tο που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.
    Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.
    ·

  3. Περιοδικό ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (εστάλη από koutsourelis@gmail.com)
    Συνημμένα1:59 μ.μ. (Πριν από 1 ώρα)

    προς κρυφή κοιν.: Εμένα
    ​ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ – ​​ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ​ ΚΟΝΔΥΛΗ, 9-10 Απρίλίου 2016

    Δ​εκαοχτώ χρόνια​ από τον θάνατο του κορυφαίου Έλληνα στοχαστή ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ (1943-1998) η εξαμηνιαία επιθεώρηση λόγου και ιδεών Νέο Πλανόδιον σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής διοργανώνουν στην Αθήνα Συμπόσιο αφιερωμένο στη σκέψη του. Μετέχουν συγγραφείς, πανεπιστημιακοί, παλαιότεροι και νεώτεροι μελετητές οι οποίοι θα θίξουν ποικίλες πλευρές της: ζητήματα πολιτικά, οικονομικά, ιστορικά αλλά και αμιγώς φιλοσοφικά. Ιδιαίτερο βάρος θα τεθεί σε θέματα που αφορούν την νεοελληνική ιστορία και την παρούσα κρίση.

    ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ θα έχει διήμερη διάρκεια και θα λάβει χώρα στην Αίθουσα του Διαμερισματικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, ΠΑΝΟΡΜΟΥ 59 (πλησίον σταθμού Μετρό), στις 9 και 10 Απριλίου 2016.

    ΣΤΙΣ 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ημέρα Σάββατο, και ώρα 19.00, το Συμπόσιο θα ανοίξει με συζήτηση στρογγυλής τραπέζης και θέμα:

    2010-2016: Ευκαιρίες και χίμαιρες
    Η ελληνική διανόηση απέναντι στην Κρίση

    Μετέχουν οι:
    – Ανδρέας Ανδριανόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Διπλωματίας του Αμερικανικού Κολλεγίου της Ελλάδος, πρώην υπουργός
    – Γιάννης Κιουρτσάκης, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος
    – Κώστας Μελάς, οικονομολόγος, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
    – Παντελής Μπουκάλας, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
    – Νίκος Ξυδάκης, Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, δημοσιογράφος, τεχνοκριτικός
    Συντονίζει ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, διευθυντής του Νέου Πλανόδιου.

    ΣΤΙΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, σε τέσσερις πρωινές και απογευματινές συνεδρίες ακολουθούμενες από συζήτηση με τους παρισταμένους και το κοινό, θα εισηγηθούν οι:

    Α’ συνεδρία: Φιλόσοφοι και ιδέες (11.00 – 12.20)
    – Σωτήρης Γουνελάς, συγγραφέας, πρώην διευθυντής περιοδικού Σύναξη («Ο Μαρξ, ο Κονδύλης και η Αρχαία Ελλάδα»)
    – Γιώργος Ξηροπαΐδης, αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών («Είναι-προς-θάνατον: Κονδύλης και Χάιντεγγερ. Μια κριτική θεώρηση»)
    – Πέτρος Πολυμένης, συγγραφέας, διδάκτωρ φιλοσοφίας («Διαθλάσεις ηδονισμού»)

    Β’ συνεδρία: Διεθνής και ευρωπαϊκή πολιτική (12.40 -14.00)
    – Κώστας Μελάς, καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου («Το Οικονομικό στην προβληματική του Π. Κονδύλη. Η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης»)
    – Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, διευθυντής περιοδικού Νέο Πλανόδιον («‘…ο συγκλονιστικότερος και τραγικότερος της ανθρώπινης ιστορίας’. Ο Π. Κονδύλης και ο 21ος αιώνας.»)
    – Κυριάκος Μικέλης, λέκτορας Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας («Το Διεθνές και οι Ιδέες στον Παναγιώτη Κονδύλη»)

    Γ’ συνεδρία: Περί μεθόδου, συγκριτικής και προσλήψεως (17.00-18.20)
    – Λεωνίδας Σταματελόπουλος, πολιτικός επιστήμονας, μέλος της συντακτικής ομάδας του Νέου Πλανόδιου («Ο Παναγιώτης Κονδύλης ως ιστορικός των ιδεών και το πρόβλημα της μεθόδου».)
    – Γιώργος Αντωνιάδης, διεθνολόγος, διευθύνων εταίρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής («Finis Graeciae ή Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Γιανναράς και Κονδύλης.»)
    – Δημήτρης Δικαίος, νομικός-πολιτικός επιστήμονας («Η πρόσληψη του Παναγιώτη Κονδύλη από τη γερμανική διανόηση».)

    Δ’ συνεδρία: Ζητήματα νεοελληνικής ιστορίας (18.40-20.00)
    – Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, επ. καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς («Σκόρπιες μνήμες σε παράμερο τόπο: Ο Παναγιώτης Κονδύλης και το αίτημα της νεοελληνικής ιστορικότητας»)
    – Κώστας Χατζηαντωνίου, συγγραφέας, ιστορικός («Νευρωτική παραδοσιολατρεία και ευρωφιλικός παρασιτισμός: η παρακμή ως εθνική ενότητα»)
    – π. Ευάγγελος Γκανάς, θεολόγος («Κράτος και Εκκλησία. Ιστορία και προοπτικές μιας περίπλοκης σχέσης: ένα σχόλιο υπό την προοπτική του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη»)

    Είσοδος ελεύθερη. Για τους ενδιαφερόμενους θα διατεθούν βεβαιώσεις συμμετοχής. Οι εισηγήσεις του Συμποσίου θα συγκεντρωθούν προσεχώς σε ειδικό αφιερωματικό τεύχος του Νέου Πλανοδίου.

    ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
    Ιδέες. Κριτική. Λογοτεχνία.

    Στ. Κουμανούδη 3, 11474 Αθήνα

  4. Aπό τον προφητικό Παναγιώτη Κονδύλη:
    ————————————————————–

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998)- ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΧΗ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΚΛΙΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
    Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να μην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση ή απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας. Για να μείνουμε με κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλ. επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. την ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος. Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει με την επέκταση του κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους. Αυτό έγινε με την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε: το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο με το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλ. επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά. Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματοποιήθηκε όταν, μετά τον ελληνισμό της Μικρής Ασίας, αφανίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, που, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελεσφόρα εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από την γνώση και την φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων.

    ————————————————————–

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998)- ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ

    Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν. Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών. Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά ˙ οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ˙ βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

    ————————————————————-

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998)- ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΙΚΑΝΩΝ ΝΑ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
    Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του. Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, πού ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το μάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής. Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό. Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλ. της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από τις ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής πού δίνονται για το κυπριακό — ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση.

    —————————————————————–

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998) – Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΝΕΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗΣ

    Το φαύλο παιγνίδι της δανεικής ευημερίας με αντιπαροχή τη βαθμιαία εθνική εκποίηση θα μπορούσε ίσως να παραταθεί για πολύ μέσα στο θερμοκήπιο μιας Ευρώπης συνασπισμένης από τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά εύρωστης χάρη στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική στήριξη. Όμως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνεπέφερε και το τέλος τέτοιων θερμοκηπίων, οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις καλούνται να πληρώσουν τώρα οι ίδιες τα έξοδα για τις περιφερειακές και παγκόσμιες υποχρεώσεις ή επιθυμίες τους, και αρχίζει μία περίοδος, όπου καθένας μετρά ως την τελευταία πεντάρα τα (πολιτικά και οικονομικά) έσοδα και έξοδα, προετοιμαζόμενος για τους διαγραφόμενους νέους και οξείς ανταγωνισμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα γεωπολιτικά ή στρατηγικά πλεονεκτήματα προκειμένου ν’ ανταλλάξει μ’ αυτά τον παρασιτικό καταναλωτισμό της — όμως δεν τα διαθέτει, κι αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η εξακολούθηση της εθνικής εκποίησης στους ισχυρότερους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους όχι μόνο την εν μέρει δωρεάν διατροφή δεν μπορεί να εξασφαλίσει, αλλά ούτε καν μπορεί να εγγυηθεί τουλάχιστον την πολιτικοστρατιωτική προστασία της ελληνικής εθνικής υπόστασης. Η αναζήτηση προστάτη είναι μάταιη, όχι γιατί οι υπερήφανοι Έλληνες δεν ζητούν και δεν θέλουν την προστασία, αλλά γιατί κανείς δεν την προσφέρει αναμφίλεκτα και τελεσίδικα. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση του ελληνικού έθνους, μετά από επτά περίπου δεκαετίες γεωπολιτικής και κοινωνικοπολιτικής συρρίκνωσης.

    —————————————————————–

    » δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από δεκαετίες ο Ελληνισμός βρίσκεται σε διαδικασία γεωπολιτικής συρρίκωνσης και γνωρίζουμε από τώρα με βεβαιότητα ότι μιά τουλάχιστον συνιστώσα της συρρίκνωσης αυτής θα προεκταθεί περίπου ευθύγραμμα : η δημογραφική»

    «αν ο ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμμένη ταυτότητα , το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να παράγει όσα τρώει»

    «Το λυπηρό παράδοξο σε ακρασφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα, είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο όσο εντονότερα την χρειάζεται ένα έθνος.Οπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρρωτιέται τι θα κάμει σε 10 χρόνια, αλλά άν θα βγάλει την νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζεται απο την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα.Η διαφορά σε όποιον χαροπαλεύει βιολογικά και σε όποιον αποσυντίθεται ιστορικά,είναι βέβαια ότι η προσήλωση του πρώτου στα άμεσα δεδομένα εμφανίζεται ως προσπάθεια υπέρβασης ενός πόνου, ενώ η προσήλωση του δεύτερου εμφανίζεται ως κοντόθωρη ευδαιμονική επιδίωξη» (Π. Κονδύλης -θεωρία του πολέμου -Σελ 383)

    «στο βαθμό που η ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαικούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος βαλκάνιος και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός.Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ότι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού,οι Ελληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», ‘υπέρβαση του εθνικισμού», και «εξευρωπαισμό».Πράγματι, το σημερινό δίλημμα(1997) είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο:η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή.Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού,η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ, την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία , έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.Οι μετριότητες, οι υπομετριότητες και ανθυπομετρητιότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους (Θεωρία του Πολέμου σελίδα 410 και 411)»

    «Αν λάβουμε υπόψη μας μόνο όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες(υποθέτω ότι ο Κονδύλης εδώ αναφέρεται τοσο στους πολίτες όσο και στους πολιτικούς), τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα ώστε κανείς να μήν έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσχημάτηστες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις (ελληνοκεντρικές η εξευρωπαιστικές αδιάφορο ).Τις τραγωδίες η τις κωμωδίες που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερα κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση θα τις γράψουν ίσως άλλοι.Εμένα μου έρχεται στον νού η τετριμμένη αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία : όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.(θεωρία του Πολέμου σελίδα 411)»

    ————————————————
    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ(1943-1998) -ΠΕΡΊ ΕΛΛΗΝΙΚΏΝ ΘΈΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΎΣ ΔΙΚΑΊΟΥ

    «Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά.»

    —————————-

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998) -ΠΕΡΙ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ

    «…καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ˙ αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.»

    —————————

    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-19980 – ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
    Έτσι τίθεται και πάλι, από άλλους δρόμους και με άλλες συντεταγμένες, το κλασσικό πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης, το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι θα λύσουν άνετα και πρόσχαρα με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι κάθε διατύπωση τέτοιων προβλημάτων και γενικά οποιαδήποτε επικέντρωση της πολιτικής σκέψης στο έθνος σημαίνει απορριπτέο αταβισμό. Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι, όσο κι αν αυτό φαίνεται λυπηρό για τις προοπτικές της παγκόσμιας κοινωνίας, το έθνος ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο βιβλίο αυτό εξηγήσαμε γιατί είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι οικονομικές συγχωνεύσεις και οι διεθνείς τυποποιήσεις του δικαίου ή της ηθικής μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν υπερεθνικές ενότητες. Όπως δείχνει, σε όποιον την παρακολουθεί προσεκτικά, η συμπεριφορά των μεγάλων ευρωπαϊκών και εξωευρωπαϊκών Δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτές διόλου δεν θεωρούν ότι η συγχώνευση των οικονομιών θα καταργήσει τα εθνικά οικονομικά και άλλα συμφέροντα ή ότι η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ζητήματα της οικονομίας θα εξαλείψει τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Τα μικρότερα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, οφείλουν να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους από τις παρατηρήσεις αυτές. Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής, και μάλιστα της εθνικής πολιτικής, παρά προκαλεί μιαν ολοένα και στενότερη σύνδεση ανάμεσα σε οικονομική και σε εθνική επιτυχία ή αποτυχία. Αυτό είναι οφθαλμοφανές στον στενότερο στρατιωτικό τομέα, εξ ίσου πρόδηλο θα γίνει όμως και ως προς ολόκληρο το εθνικό-οικονομικό φάσμα στον βαθμό πού ενεργειακοί, πληθυσμιακοί, οικολογικοί και συναφείς παράγοντες αποκτήσουν στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής προνομιακή σημασία για την επιβίωση των επί μέρους εθνών σε μία τέτοια περίπτωση, μόνον όποιος κάνει έγκαιρη και επίμονη προεργασία θα διασωθεί μακροπρόθεσμα — και το μικρό έθνος χρειάζεται ίσως μεγαλύτερη προβλεπτικότητα από τα μεγάλα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μαζικοδημοκρατική απάλειψη των προγραμματικών αστικοφιλελεύθερων διαχωρισμών ανάμεσα σε κυβερνητική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική ή ηθική σφαίρα κτλ. έκαμε το πρόβλημα της οικονομίας και συνάμα εκείνο της εθνικής επιβίωσης πολύ συνθετότερο απ’ όσο ήταν στην εποχή του εθνικισμού του 19ου αιώνα. Η σφαιρικότητα του σύγχρονου οικονομικού προβλήματος απαιτεί σφαιρικότητα και συλλογικότητα της προσπάθειας για την επίλυσή του, ήτοι απαιτεί τη σύλληψή του ως προβλήματος εθνικής επιβίωσης. Με δεδομένο τον μαζικοδημοκρατικό πλουραλισμό και την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ιδεολογικών συνεκτικών δεσμών, ο αποδοτικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η εναρμόνιση των επί μέρους προσπαθειών, έτσι ώστε ο κοινωνικός παρασιτισμός εκ των άνω ή εκ των κάτω να περιορίζεται κατά το δυνατόν, αποτελούν όρο κοινωνικής συνοχής ουσιωδέστερο απ’ ό,τι σε προγενέστερες κοινωνίες. Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση ακριβώς ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον, από μία κοινωνική συνοχή με την παραπάνω λειτουργική έννοια. Αυτό συνεπάγεται τόσο πολλά, τόσες πολλές και ριζικές αλλαγές σε τόσο διαφορετικά επίπεδα, ώστε είναι περισσότερο από αμφίβολο αν μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί σε καθοριστικό βαθμό. Αλλά εδώ συζητάμε μόνο ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις μιας εθνικής πολιτικής, δηλ. μιας πολιτικής με σκοπό την εθνική επιβίωση, χωρίς και να ισχυριζόμαστε ότι η τέτοια εθνική πολιτική είναι πλέον εφικτή. Η ορθή θεραπεία δεν αρχίζει πάντοτε εγκαίρως. Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση. Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ˙ οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.

    ——————————————————————————

    Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998) – ΑΡΘΡΟ Κ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ -Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – 20/7/1998
    «Με τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη», θα τον νεκρολογήσει στην Berliner Zeitung ο Γκούσταφ Ζάιμπτ, «η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους και διάδοχους της πνευματικής της παράδοσης. Μόνο μ’ αυτό το παράδοξο μπορεί να ειπωθεί η σημασία αυτού του θανάτου». Και θα καταλήξει: «Ο Κονδύλης υπήρξε συνεχιστής της γερμανικής παράδοσης της δύστροπης, οχληρής σκέψης. Τη στάση του αυτή την υποβάσταζε πάντα μια σπάνια πνευματική ελευθερία και μια σχεδόν αδιόρατη ευαισθησία: ο Κονδύλης δεν μπορούσε τα συνθήματα, την ωραιολογία, τον ναρκισσισμό. Όμως και η σκληρότητά του ήταν μεσογειακή, φωτεινή και ανθρώπινη. Ο ακαταπόνητος πέθανε, προτού ολοκληρώσει το ογκωδέστερο έργο του. Το καλοκαίρι λογάριαζε να το περάσει στην Ελλάδα».

    ———————————————————————————

  5. Η τουρκική απειλή και η «εθνική στρατηγική
    Σημείωση: Το άρθρο που ακολουθεί γράφτηκε το 1998 ως μια στοιχειώδης και ελάχιστη κατάθεση επιχειρημάτων σε μια στιγμή που ο όχλος των γνωστών επιφυλλίδων επιχείρησε να λοιδορήσει τον Παναγιώτη Κονδύλη με φράσεις και λόγια ανήκουστα, χυδαία και υβριστικά. Για την περιπέτεια αυτής της επιφυλλίδας που αρχικά μου ζητήθηκε αλλά μετά την διαδοχικά μπήκε στην κλίνη του Προκρούστη για πετσόκομμα λόγω … μεγέθους, θα επανέλθω δημοσιοποιώντας και μεταγενέστερη επιστολή προς τον τότε διευθυντή όταν πληροφορήθηκα έγκυρα τι γινόταν στο παρασκήνιο.
    Διάλογος
    Η τουρκική απειλή και η «εθνική στρατηγική»
    Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ
    Το ΒΗΜΑ, 15/02/1998 , Σελ.: B10 Κωδικός άρθρου: B12468B102, ID: 64929
    Η έκδοση του βιβλίου «Θεωρία του Πολέμου» του Παναγιώτη Κονδύλη θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για μια σοβαρή συζήτηση των κεντρικών ζητημάτων της εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας: μορφή και χαρακτήρας της τουρκικής απειλής, συσχετισμός ισχύος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, η θέση αμφοτέρων των χωρών στο πλέγμα των διακρατικών σχέσεων της περιφέρειάς μας, προβολή των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών στο ορατό μέλλον και η ανάπτυξη μιας εύρωστης ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Στις γραμμές που ακολουθούν και με αφορμή ορισμένες αναφορές τού Π.Κ. θα αναφερθώ σε δύο ζητήματα. Πρώτον, στις κοινές ρίζες του νεοφιλελεύθερου και του μαρξιστικού διεθνισμού, γεγονός που πιθανώς ερμηνεύει ορισμένες διαπαραταξικές συγκλίσεις στο ελληνικό πολιτικό πεδίο την τρέχουσα δεκαετία· και, δεύτερον, σε ορισμένες πτυχές για τη φύση και τον ρόλο του πολέμου στις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις.
    «Ο ουσιώδης κοινός παρονομαστής του αρχικού μαρξισμού και του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού» παρατηρεί ο Π.Κ. (σελ. 15) «έγκειται στη βεβαιότητα κατάργησης των πολέμων μέσω της απορρόφησης του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό». Οπως είναι γνωστό, αυτή η κοινή προσδοκία των δύο ιδεολογικών ρευμάτων, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις διεθνιστικών θέσεων και απόψεων, οδηγεί στη θέση ότι η εξάλειψη των εθνικών διαφορών είναι η άλλη προϋπόθεση τερματισμού των πολεμικών συγκρούσεων. Στον βαθμό που οι ιστορικοί παράγοντες και οι πνευματικές αξίες ιεραρχούνται με οικονομιστικά κριτήρια, οι ρίζες τόσο της μαρξιστικής όσο και της νεοφιλελεύθερης εσχατολογίας είναι ουσιαστικά κοινές.
    Οπως εύστοχα έγραψε ο Edward Η. Carr, «ο διεθνισμός / κοσμοπολιτισμός κάθε απόχρωσης αποτελούσε πάντοτε το ιδεολογικό εργαλείο προώθησης των δυνάμεων που βρίσκονται σε ισχυρή θέση». Στο πλαίσιο αυτής της θεμελιώδους και ιστορικά θεμελιωμένης παρατήρησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, είτε αναφερόμαστε στον μαρξιστικό διεθνισμό είτε στον νεοφιλελεύθερο διεθνισμό, στη σύγχρονη διεθνή πολιτική εκδηλώνονται διεθνισμοί δύο μορφών. Πρώτον, ο διεθνισμός των ηγετών (και μερικών στρατευμένων διανοουμένων) των εκάστοτε ηγεμονικών χωρών (ο οποίος ευνοεί τα συμφέροντα διείσδυσης των χωρών τους)· δεύτερον, οι εισαγόμενες διεθνιστικές ιδεολογίες ποικίλων αποχρώσεων στις μικρές χώρες, οι οποίες υποστηρίζουν την εξάλειψη ή αποδυνάμωση του κράτους έθνους και της κρατικής κυριαρχίας. Δηλαδή το ίδιο ακριβώς διεθνιστικό επιχείρημα έχει συγκεκριμένη έννοια (και διαφορετικές επιπτώσεις) όταν προβάλλεται από την πλευρά ενός ισχυρού κράτους (π.χ. των ΗΠΑ ή της τέως ΕΣΣΔ) και άλλη όταν ­ συχνότατα λόγω αφελείας ­ προβάλλεται από την πλευρά ενός μικρού και αδύναμου κράτους. Εφόσον δεν υπάρχει δημοκρατική και κοινώς αποδεκτή διεθνής εξουσία πέραν και υπεράνω του κράτους έθνους, τέτοιες ιδέες, αν κυριαρχήσουν στα μικρότερα κράτη, αναπόφευκτα, καθιστούν τους φορείς τους νεροκουβαλητές των συμφερόντων των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων.
    Συναφής με τα πιο πάνω ζητήματα είναι η θέση του πολέμου και της άσκησης βίας στον διεθνή χώρο, θέμα θεωρητικά απέραντο, γεγονός που καθιστά αδύνατη είτε εξάντλησή του σε λίγες γραμμές είτε ανάλυση των θεωρητικών καταδύσεων του Π.Κ. (έργο το οποίο, δικαίως, θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα στη διεθνή βιβλιογραφία). Πάντως, ελλείψει χώρου για εκτενή εξέταση του θέματος, είναι ίσως σκόπιμο να τονισθεί ότι η ευρωστία ορισμένων θέσεων του Π.Κ. οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στην Ελλάδα (και των οποίων η στρατηγική λογική ελάχιστα έγινε αντιληπτή) βρίσκεται ακριβώς στη μεγάλου βαθμού θεωρητική θεμελίωσή τους στο κυρίως μέρος της ανάλυσης, δηλαδή στα θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου. Στο πρώτο κεφάλαιο, π.χ., αναλύεται εκτενώς η σχέση «πολέμου» και «πολιτικής» για να τονισθεί η συνάφειά τους με την «κοινωνική κατάσταση» τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών.
    Ο πόλεμος, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί παρά να εκτιμηθεί ως μέρος του πλέγματος της «πολιτικής επικοινωνίας» μεταξύ των κρατών, «ως σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων η οποία λύνεται αιματηρά, και μόνον ως προς τούτο διαφέρει από τις άλλες συγκρούσεις». Στο ίδιο πλαίσιο, το δίλημμα άμυνα / επίθεση (στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί και η προβληματική του «πρώτου κτυπήματος» που, ίσως φυσιολογικά, τρομάζει τους μη εξοικειωμένους με τη στρατηγική ανάλυση και τους προσανατολισμούς των επιτελείων όλων των στρατών) εμπερικλείει ζητήματα που «υπαγορεύονται από λόγους, εν τέλει πολιτικούς».
    Σε μια εποχή που εκτοξεύονται κατά της χώρας μας «casus belli» (δηλαδή, ουσιαστικά, απειλές «πρώτου κτυπήματος» στην περίπτωση που ασκήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα), αριθμητικά ίσως όσα ποτέ άλλοτε στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων, ο στρατηγικός προβληματισμός της επιστημονικής εμβέλειας του Π.Κ. καθίσταται επίκαιρος και κρίσιμος για την «εθνική στρατηγική». «Εθνική στρατηγική» βεβαίως είναι μια έννοια η οποία, ενώ συχνά αναφέρεται στον ελληνικό πολιτικό διάλογο, τα θεμελιώδη διλήμματα και προβλήματα που εμπερικλείει ελάχιστα έχουν κατανοηθεί.
    Ο κ. Παναγιώτης Ηφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
    Φωτογραφία του Panayiotis Ifestos.

    https://www.facebook.com/groups/eklektavivlia/permalink/1631958060464617/

  6. απλώς.. on

    «δεν υπάρχουν αξίες ούτε μάχονται αξίες αναμεταξύ τους, παρά μόνο συγκεκριμένες υπάρξεις, οι οποίες μέσω της διατύπωσης και της ερμηνείας αξιών προσπαθούν να ανατρέψουν ή να εδραιώσουν ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους» (ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, 2012, σ. 135).

  7. «Αυτή η πληθώρα διάχυτης και ακαταστάλαχτης ανθρώπινης
    ενέργειας ζητά να διοχετευθεί και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι
    πέρα από ή και παράλληλα με την στενά εννοούμενη οικονομική
    δραστηριότητα θα διοχετευθεί σε δραστηριότητες συναπτόμενες άμεσα ή
    έμμεσα με τον προσδιορισμό και την έμπρακτη προάσπιση της τουρκικής
    ταυτότητας και την θέση της μέσα στον κόσμο. Μόνον εκεί όπου κοχλάζει
    νεανικό αίμα γεννιούνται ιδέες ικανές να κινητοποιήσουν μάζες, όσο
    «πρωτόγονες» κι αν φαίνονται αυτές στα μάτια φθινόντων γειτόνων,
    εκλεπτυσμένων από την ξαφνική ευζωία ή διανοουμένων που εξ
    επαγγέλματος παράγουν ιδεολογίες του ειρηνιστικού ευδαιμονισμού υπό
    τις διαφορετικές μορφές….

    …Οι μετριότητες, υπομετριότητες, και ανθυπομετριότητες που
    συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο δεν έχουν
    το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας
    έκτασης και τέτοιους βάθους, ίσως καταρρεύσουν ακόμη και στην
    περίπτωση, όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξάγουν
    έναν πόλεμο»

    (Παν. Κονδύλη, «Θεωρία του Πολέμου»
    εκδ. «Θεμέλιο», σελ. 388).

  8. A... on

    «Ενώ η μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας διέγραφε μια λίγο πολύ ευθύγραμμη πρόοδο με ηθικά φορτισμένη κατάληξη και με άμεσο φορέα το οικονομικό στοιχείο, η θεώρηση της ιστορίας από τη σκοπιά του πολιτικού στοιχείου έδειχνε μια ανακύκλωση παρόμοιων μηχανισμών (όχι αναγκαία συμβάντων), δίχως έσχατο ηθικό ή άλλο νόημα και δίχως επιστημονικά διακριβώσιμη μόνιμη προτεραιότητα του οικονομικού, του ιδεολογικού, του φυλετικού και εθνικού ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα.

    Η αποκοπή από την εσχατολογία, η οποία ψυχολογικά δεν με δυσκόλεψε πολύ, είχε ως λογική της συνέπεια την αναίρεση κάθε ευθύγραμμης σύλληψης του ιστορικού γίγνεσθαι. Άλλωστε η σύλληψη αυτή διατυπωνόταν πάντοτε με σκοπό την κατοχύρωση κάποιας εσχατολογίας. Όμως και το πρωτείο της οικονομίας μέσα στο μαρξιστικό σχήμα κατέτεινε επίσης, όσο κι’ αν αυτό φαίνεται παράδοξο, στην κατοχύρωση της εσχατολογίας με επιστημονικά επιχειρήματα.

    Γιατί η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η αναγκαιότητα της προσαρμογής των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις φαινόταν να κάνουν αναπόδραστο το happy end της ιστορίας, δηλαδή την αταξική κοινωνία, ανεξάρτητα από τη βούληση, ανεξάρτητα ακόμη κι’ από την ατομική ηθική των ανθρώπων. Έτσι η άρνηση της εσχατολογίας συνεπέφερε και την άρνηση του πρωτείου της οικονομίας, τουλάχιστον, όπως το εννοούσε ο μαρξισμός».[Συνέντευξη του Παναγιώτη Κονδύλη στo περιοδικό «Διαβάζω, τ. 384, Απρίλιος 1998, με τίτλο «Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου».]

  9. Ο Κονδύλης, σε συντομο κείμενό του, αναφερόμενος στο « Είναι και ο Χρόνος» στο οποίο ο Χάιντεγγερ οφείλει την παγκόσμια απήχησή του , γράφει:

    « Θεωρω το «Είναι και ο χρόνος» ένα από τα υπερτιμημένα βιβλια του αιώνα μας. Για την ακριβεια, μου φαίνεται ως μια συλλογη κοινοτοπιών μεταφρασμένων σε γλωσσα εξεζητημένη και ασαφή. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει όποιιο βγαινει από την στενη φιλοσοφική προοπτική και εποπτεύει την Ιστορία των ιδεών και των προβλημάτων στο σύνολό της. ΟΙ φιλοσοφοι όντας κατά κανόνα μονομερέστατα μορφωμένοι, συνήθως διογκώνουν την σημασία όσων συμβαίνουν στο δικό τους πεδίο και θεωρούν πρωτότυπο έναν συγγραφέα και μόνον επειδή οι ίδιοι πληροφορήθηκαν μερικά πράγματα για πρωτη φορά απ αυτόν….

    Ετσι παρα το πλήθος των αναγνωστων και υπομνηματιστών του, ελάχιστα γονιμοποίησε τις ανθρωπολογικες και κοινωνικές επιστήμες, ακόμη και τις φιλοσοφικές σπουδές – οι επαναλήψεις , οι παραφρασεις ή οι παραθέσεις ηχηρων φρασεων και ορων δεν συνιστουν τετοια γονιμοποίησηση… Τοσο η κριτρική του στη μεταφυσικήγ όσο και η κριτική του στη νεώτερη τεχνοεπιστημονική σκέψη λίγες αξιώσεις πρωτοτυπίας και βάθους έχουν.

    … Οι αρχάιοι γνωριζαν ότι τις τυχες των βιβλιων τις καθορίζουν διαφορετικοι και πολλαπλοί παραγοντες fata libelli…”

    Aπό το «Μελαγχολία και Πολεμική, εκδ. Θεμέλιο,σ.194-98.

  10. » Με αυτην την εννοια, το γεωπολιτικο δυναμικο της ελληνικης πλευρας αποτυπωνοταν κατα τον 19ο αι., και ισαμε το σημαδιακο ετος 1922, πολυ περισσοτερο στο εθνος παρα στο κρατος.
    Το εθνος ηταν κατα πολυ ευρυτερο απο το κρατος, απλωνοταν απο την Ουκρανια ως την Αιγυπτο κι απο τις παρακαυκασιες χωρες ως τις ακμαιες παροικιες των Βαλκανιων και της κεντρικης και δυτικης Ευρωπης.
    Το κρατος ζητουσε να επεκταθει, για να κλεισει μεσα του τουλαχιστον οσα τμηματα του εθνους βρισκονταν εκαστοτε στις παρυφες του, και αυτο το κατορθωσε, μετα την ενωση των Ιονιων Νησων, προπαντος με τους Βαλκανικους Πολεμους, φτανοντας σε μιαν ανεπαναληπτη κορυφωση το 1920.
    Εκτοτε αρχιζει η αντιστροφη μετρηση, που διαρκει ως σημερα.
    Το εθνος συνεπεσε εν τελει με το κρατος οχι γιατι το κρατος διευρυνθηκε, αλλα γιατι το εθνος ακρωτηριασθηκε και συρρικνωθηκε, γιατι αφανισθηκε η εκτοπιστηκε ο ελληνισμος της Ρωσιας (μετα το 1919), της Μ.Ασιας (μετα το 1923), των Βαλκανιων και της Μεσης Ανατολης (ιδιως μετα το 1945).
    Ακολουθησε η εκδιωξη του ελληνισμου της Κωνσταντινουπολης (1955) και την βορεια Κυπρο (1974), ενω σημερα παρευρισκομαστε μαρτυρες της αποσυνθεσης και της μαζικης φυγης του ελληνισμου της Βορειας Ηπειρου.
    Προκειται για μιαν εξαιρετικα πυκνη αλυσιδα εθνικων καταστροφων μεσα σε διαστημα ελαχιστο απο ιστορικη αποψη- εβδομηντα μολις χρονια.»

    Π.Κονδυλης, «Γεωπολιτικες και στρατηγικες παραμετροι ενος ελληνοτουρκικου πολεμου», επιμετρο στην ελληνικη εκδοση του » Θεωρια του πολεμου», Θεμελιο, 1997, σελ.384.

  11. Βασίλης Δ. on

    Δεκαετίες πριν ο Παναγιώτης Κονδύλης έγραφε :

    «…Στο βαθμό που η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αυγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ιδανικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονισμένος βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται παρασιτικός καταναλωτισμός.
    Υπό αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή.»

  12. «Θεωρία του πολέμου» (1988).

    Ήταν η σπουδαιότερη, μοναδικά εμβριθής, τεκμηριωμένη ανάλυση του γνωστού βιβλίου του Γερμανού στρατηγού, Clausevitz, «Περί του Πολέμου». Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1997 (εκδόσεις «Θεμέλιο»), με επίμετρο για τις «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παραμέτρους ενός ελληνοτουρκικού πολέμου» (σελ. 381-411).

    Πριν από 22 χρόνια, ο Π. Κονδύλης είχε αναλύσει, με τα τότε δεδομένα, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε συνάρτηση προς την Κύπρο και την τουρκική κατοχή. Εκπλήττει, κυριολεκτικά, η διορατικότητα του συγγραφέα και η αναλυτική διαύγεια, με τις οποίες προέβλεψε όσα τραγικά, για τον Ελληνισμό, συμβαίνουν σήμερα.

    Γράφει: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα, όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αν αυτό πράγματι συμβεί, όπως φοβούμαι εντονότατα, τότε θα δούμε μία ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις οποίες συνηθίζει η Ιστορία. Ενώ, δηλαδή, η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλιστεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας».

    Αφού επισήμανε την ύψιστη αναγκαιότητα άσκησης σοβαρής εξωτερικής πολιτικής και ενίσχυσης της άμυνας του Ελληνισμού, ο Π. Κονδύλης υπογράμμισε όσα δραματικά συντελούνται σήμερα: «Η βαθύτερη έννοια της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι χαμένο». Και προβλέπει:

    «Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα (…) ενώ η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη ‘δεν παραχωρούμε τίποτε’ δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ην. Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις (…) Στον βαθμό που η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αυγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους».

    Ο Π. Κονδύλης είναι δραματικά ωμός και τραγικά επίκαιρος: «Ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν ‘πολιτισμένη συμπεριφορά’, ‘υπέρβαση του εθνικισμού’ και ‘εξευρωπαϊσμό’. Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: Η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή.

    »Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών (το 1997, αλλά δυστυχώς και τώρα) γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό (και κυπριακό) πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους – ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο. Γιατί αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική;».

    Σάββας Ιακωβίδης

    Πηγή: https://simerini.sigmalive.com/article/2019/8/25/oi-upometriotetes-se-athena-kai-leukosia-den-xeroun-na-antimetopisoun-ten-tourkia/


Σχολιάστε