-Η «αθώωση» των Εξ, ο Άρειος Πάγος και οι προσφυγικές οργανώσεις…

«Όλο το ζήτημα εγγράφεται στη λογική της αναθεώρησης της ιστορίας, της απόσεισης του εθνικού βάρους, ώστε να παιχθεί  το παιχνίδι χωρίς κοινωνικές δεσμεύσεις από
τους φορείς του κράτους και τους περί αυτού.

Όπως ισχυρίζονται, η εγκατάλειψη του μικρασιατικού ελληνισμού, κατά την αποχώρηση του στρατού,
αλλά και όλη η υπόθεση της μικράς πλην εντίμου Ελλάδος, έγινε από πατριωτικό καθήκον και όχι για λόγους προδοσίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η δικαιοσύνηνα αναθεωρεί την ιστορία,
αυτό είναι έργο της επιστήμης.»

Γιώργος Κοντογιώργης

Με τον τίτλο «Αθώοι μετά θάνατον οι «6»!» κυκλοφόρησε η είδηση της έκδοσης της τελικής απόφασης από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, όπου είχε αναπέμψει την υπόθεση η Ολομέλειά του, αφού πρώτα το ίδιο Ποινικό Τμήμα είχε δεχτεί την προσφυγή του εγγονού του πρωθυπουργού της ήττας για αναψηλάφηση της Δίκης. Το παράδοξο της υπόθεσης ξεκινά απ’ αυτήν την πρώτη αποδοχή του αιτήματος Πρωτοπαπαδάκη για ένα θέμα εξόχως πολιτικό που καθόρισε τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, διαμόρφωσε τα τελικά σύνορα στην περιοχή και τις γεωπολιτικές ισορροπίες του μεταοθωμανικού κόσμου.

Και είναι παράδοξη η αρχική αποδοχή, γιατί ένα τμήμα του Άρειο Πάγου με συνείδηση της υφής της υπόθεσης δέχτηκε να εγκλωβίσει το θεσμό σε μια θολή υπόθεση, να μετατραπεί σε ιστορικό πολιτικολογούντα κριτή, και να κινηθεί στα όρια της παραβίασης της έως τώρα γνωστής  δεοντολογίας για τη θεσμική λειτουργία του Αρείου Πάγου εντός της ελληνικής κοινωνίας.

Η είδηση για τηνέκδοση τελικής απόφασης κυκλοφόρησε ως εξής στα Μέσα:  «Το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 1675/2010 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη για αναψηλάφηση της Δίκης των 6, οι οποίοι καταδικάστηκαν το 1922 σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, και έκρινε ότι οι 6 είναι αθώοι και παράλληλα ακύρωσε την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών του 1922, παύοντας την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής των αδικημάτων.»

Το ακριβές περιεχόμενο της απόφασης θα το πληροφορηθούμε με την καθαρογραφή της. Όπως όμως και να διατυπώνεται, η ουσία παραμένει σαφής: Απαλλαγή από κάθε κατηγορία.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε βαθύτατη θλίψη σ΄όσους διατηρούν έστω και  ίχνη της μνήμης για τα τραγικά εκείνα γεγονότα της περιόδου 1914-1923.

Το σύνολο των κειμένων που κατά καιρούς ανάρτησα για το θέμα αυτό μπορείτε να το δείτε πατώντας ΕΔΩ.

Ο προσφυγικός κόσμος με τις οργανώσεις του αντέδρασε σε ικανοποιητικό βαθμό κατά τη διάρκεια της συζήτησης του θέματος στα όργανα του Άρειου Πάγου απ’ τη στιγμή που έγινε αποδεκτή η μεθόδευση. Στο κείμενο που ανήρτησα με τίτλο: Αυτοί έσωσαν την τιμή του προσφυγικού ελληνισμού αναφέρονται οι επιστολές προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ανακοινώσεις  και οι κατεγγελίες των προσφυγικών οργανώσεων.  Η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας με πρόεδρο τον Θ. Λαγουδήμο παρέστη κατά την τελική συζήτηση στο Ποινικό Τμήμα ως πολιτική αγωγή, ζητώντας να απορριφθεί η αίτηση Πρωτοπαπαδάκη [βλέπε:  Η ΟΠΣΕ σε δήλωση πολιτικής αγωγής ζητά να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας της δίκης].

Από την ΠΟΕ εξέδωσαν κείμενα διαμαρτυρίας τα ΣΠΟΣ Νότιας Ελλάδας και Νήσων και Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΕ απέρριψε την πρότασή μου για έκδοση ανακοίνωσης και εμπλοκή της Ομοσπονδίας ως πολιτική ενάγουσα στη  δικονομική διαδικασία, αφόσον εκπροσωπεί τα θύματα της πολιτικής των υπό «αναψηλάφιση». Το κείμενο που είχα προτείνει και απορρίφθηκε με πρόταση του γ.γ. και τη συναίνεση του προέδρου ήταν το εξής:

 

Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδας                   ….,                                                                                                  … Σεπτεμβρίου 2009

Προς τους:

Πρόεδρο του Αρείου Πάγου

Κύριο Γεώργιο Καλαμίδα

& Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Κύριο Ιωάννη Τέντε

Λ. Αλεξάνδρας 121, Τ.Κ. 11510, Αθήνα

Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

 

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΜΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΟΕ)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΞ

Εκπροσωπώντας τον ποντιακό ελληνισμό της Ελλάδας και εκφράζοντας τη βούληση 360 πρωτοβάθμιων κοινωνικών οργανώσεων, απευθυνόμαστε σε σας, με αφορμή την προσφυγή στον Άρειο Πάγο με την οποία ζητείται η αναψηλάφηση της δίκης των Εξ.  Θεωρούμε, εξαιρετικά άστοχη τη διαδικασία προκειμένου μάλιστα για δίκη που δεν είχε ποινικό αλλά πολιτικό χαρακτήρα. Διότι και σ’ αυτή την περίπτωση, η αναψηλάφηση πολιτικό χαρακτήρα θα έχει.

Η εκστρατεία για αποκατάσταση των καταδικασθέντων της δίκης των έξι, έχει μια νομική και μια ιστορική διάσταση. Κατά το καθαρά νομικό, δηλαδή το ποινικό σκέλος, η παρέλευση ακόμη και τόσων δεκαετιών δεν εμποδίζει την κίνηση της διαδικασίας αναψηλάφησης σε περιπτώσεις όπου οι κληρονόμοι του καταδικασθέντος επιδιώκουν την αποκατάσταση της μνήμης του προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν φαίνεται να γίνεται λόγος για νέα στοιχεία, παρά μόνο για μεταγενέστερες πολιτικές εκτιμήσεις. Χωρίς νέα αποδεικτικά στοιχεία, όμως, δεν θα μπορούσε να διαλευκανθεί ο βαθμός αμέλειας ή η δυνατότητα πρόβλεψης των αποτελεσμάτων συγκεκριμένων στρατιωτικών ενεργειών, οι δε σύγχρονοι ιστορικοί, δημοσιογράφοι ή στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, αγέννητοι κατά τη στιγμή των κρινομένων γεγονότων, είναι εξ ορισμού αναρμόδιοι να καταθέσουν τη δευτερογενή επιστημονική γνώση τους ως υποκατάστατα ζώντων μαρτύρων. Επί πλέον, οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες είχε εκτυλιχθεί η δίκη των έξι καθιστούν αδύνατο το να υπεισέλθει ο σημερινός δικαστής στη θέση του παλαιοτέρου και να διορθώσει τυχόν λάθη του, καθώς το σημερινό νομικό πλαίσιο που διέπει τη δικαιοδοσία αλλά και την ουσία της υπόθεσης είναι παντελώς ασύμβατο προς εκείνο που ίσχυε τη στιγμή της δίκης, ενώ δεν νοείται καν επανάληψη ποινικής διαδικασίας για πράξεις που σήμερα πια εκφεύγουν κάθε ποινικής αντιμετώπισης.

Με αφορμή, όμως, την προσφυγή στον Άρειο Πάγο για την αναψηλάφηση της Δίκης των Εξ είδαν το φως της δημοσιότητας επιχειρήματα και απόψεις σχετικά με τη μικρασιατική εκστρατεία, τα οποία στερούνται ιστορικής ακρίβειας. Ούτε προκύπτουν από ψύχραιμη ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, που θα περίμενε κανείς ότι η χρονική απόσταση θα προσέφερε. 87 χρόνια μετά με άστοχες και αστήρικτες διατυπώσεις επανέρχεται, δυστυχώς, ένα κλίμα «Εθνικού Διχασμού».

Ανοίγει ένας διάλογος για ένα θέμα ιδιαίτερα σύνθετο. Ο διάλογος είναι βεβαίως θεμιτός και απαραίτητος. Όμως μία κορυφαία ιστορική στιγμή του 20ού αιώνα, ένα πολυσύνθετο θέμα με ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές προεκτάσεις, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής διαδικασίας.

Ορισμένοι φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν την αναψηλάφηση ως ευκαιρία για την ιστορική αποκατάσταση και δικαίωση των πρωταγωνιστών και τελικώς για την απόσειση των βαρύτατων ευθυνών των κυβερνήσεων που διαδέχθηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την καταστροφή του 1922.

Γνωρίζουμε από την Ιστορία την ανορθολογική διαχείριση της μεγάλης εκείνης πρόκλησης του 1919-1922, όταν κατέρρευσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη θέση της δημιουργήθηκαν τα νέα έθνη-κράτη, και μεταξύ αυτών και η Τουρκική Δημοκρατία. Οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολιτικής τότε βαρύνονται εκτός των άλλων που περιγράφηκαν με σαφήνεια στο κατηγορητήριο της Δίκης των Εξ, με την εγκατάλειψη του ελληνισμού της Ανατολής στο έλεος του τουρκικού εθνικισμού. Αυτό συνέβη είτε με την παραγνώριση τελείως του Ζητήματος του Πόντου και την άρνηση αποστολής πολεμοφοδίων στους Έλληνες αντάρτες που προστάτευαν τα γυναικόπαιδα από τις σφαγές, είτε στην περίπτωση της Σμύρνης όπου μετά την ήττα του ελληνικού στρατού από τους κεμαλικούς τον Αύγουστο του ’22, η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τηλεγράφημα στον Έλληνα αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη με το οποίο του ζητούσε να αποτρέψει την εκκένωση της Ιωνίας από τον χριστιανικό πληθυσμό. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής το περιγράφει ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του, ότι ο Μουσταφά Κεμάλ πασά, «γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού”.

 

Ως απόγονοι των θυμάτων της μεγάλης Τραγωδίας της Καταστροφής του ελληνισμού της Ανατολής, θεωρούμε ιταμή και απαράδεκτη πρόκληση στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών την επιχειρούμενη, μέσω δίκης, «αθώωση» των υπευθύνων της μεγαλύτερης καταστροφής, που υπέστη ποτέ το ελληνικό έθνος. Ειδικά ο ποντιακός ελληνισμός βιώνει έως σήμερα τις συνέπειες της άφρονος πολιτικής εκείνης της εποχής. Χιλιάδες συμπατριώτες μας που η ιστορική μοίρα της Μικρασιατικής Καταστροφής τους έσπρωξε στην τότε Σοβιετική Ένωση, θα εγκλωβιστούν εκεί και θα γίνουν θύματα του σταλινικού Μολώχ μετα το 1937. Οι ομογενείς μας αυτοί κατόρθωσαν να έρθουν στην Ελλάδα μόνο μετά τη σοβιετική κατάρρευση, θυμίζοντας σε όλους μας ότι οι συνέπειες της τρομερής Μικρασιατικής Καταστροφής καθορίζουν έως και σήμερα τη ζωή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων.

Οποιαδήποτε παρόμοια διαδικασία μας βρίσκει αντίθετους και δηλώνουμε ότι θα προστατεύσουμε τη μνήμη των προγόνων μας με κάθε νόμιμο μέσο.

Κάνουμε έκκληση στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου να απορρίψει κάθε εισήγηση για αναψηλάφηση της Δίκης, αφήνοντας την όποια απόφαση στην αδέκαστη κρίση της ιστορίας.

Παρακάτω δημοσιεύεται ένα κείμενο όπου φαίνεται το πόσο δύσκολα παρενέβη η ΟΠΣΕ στη διαδικασία, που σημαίνει μάλλον ότι η παρέμβαση αντιμετωπίστηκε ως φέρουσα προβλήματα σε μεθόδευση. Και στη συνέχεια τα βασικά σημεία της Δήλωσης Πολιτικής Αγωγής:

 

Η ΟΠΣΕ σε δήλωση πολιτικής αγωγής στην δίκη, κατά Του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, ζητά να απορριφθεί η αίτηση επανάληψη της διαδικασίας της δίκης

Το σωματείο με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ» προέβη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατερινόπουλο σε δήλωση πολιτικής αγωγής στην δίκη, κατά Του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη και ζητά να απορριφθεί η αίτηση επανάληψη της διαδικασίας της δίκης και να μην αναθεωρηθεί η από 15 Νοεμβρίου 1922 απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών.

Ως σωματείο πληροφορηθήκαμε για τη δίκη τη Δευτέρα 10/5 και δεν υπήρχε καθόλου χρονικό περιθώριο, ούτε πρόσβαση στη δικογραφία.

Μάλιστα, η παράσταση έγινε υπό δύσκολες συνθήκες καθώς το πρωί επί 20 λεπτά ο Εισαγγελέας Έδρας, κ. Τσάγγας δεν παραλάμβανε τη δήλωση πολιτικής αγωγής με διάφορα δικονομικά προσχήματα και τελικά αναγκάστηκα να προσφύγω στον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου κ. Τέντε όπου κατόπιν εντολής του η γραμματεία της Εισαγγελίας παρέλαβε το δικόγραφο.

Από τον συνήγορο της Ομοσπονδίας Κωνσταντίνο Κατερινόπουλο, έγινε εκτεταμένη προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο και η προθεσμία για το υπόμνημα είναι για τη Δευτέρα 17/5. Ζητήθηκαν τα έγγραφα της δικογραφίας για να γραφεί το υπόμνημα και δεν δόθηκαν αυθημερόν αλλά υποβλήθηκε γραπτή αίτηση και χορηγήθηκαν σήμερα.

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΕΙΝΑΙ :

Ο κατηγορούμενος για τον οποίο ζητείται η ακύρωση της απόφασης καταδικάστηκε για τα εγκλήματα «της εσχάτης προδοσίας και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη άλλου συγκατηγορουμένου του [Χατζηανέστης] για την πράξη της παράδοσης στον εχθρό μεγάλων τμημάτων του στρατού και για την παρεμπόδιση συνάθροισης αυτού και συνακόλουθα τη σφαγή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας».

Τα εγκλήματα για τα οποία αυτοί κατηγορήθηκαν ήταν :

Α) ότι με τις πράξεις και παραλείψεις τους σχετικά με τον πόλεμο ήταν ότι ενήργησαν παράνομα και εν γνώσει τους με τρόπο που μπορούσε να ενισχύσει τις πολεμικές δυνάμεις του εχθρού και να βλάψει τις πολεμικές δυνάμεις της ελληνικής Πολιτείας, καθόσον η κύρια κατηγορία αφορούσε την απόσυρση του στρατού από όλο το δυτικό μέτωπο την κρίσιμη περίοδο του Ιουλίου Αυγούστου 1922, όπως ιδίως την απόσυρση μεταξύ Μπέλ Τεπέ και υψωμάτων Κιοπουρλού, και την αποστολή 22.000 στρατιωτών στην Θράκη την περίοδο 13/8- 2/9/1922 με αποτέλεσμα να μείνουν ακάλυπτα χιλιάδες χιλιόμετρα του μικρασιατικού μετώπου, β)την άτακτη και βεβιασμένη υποχώρηση αντί της ανασύνταξης και συντεταγμένης κάλυψης του μικρασιατικού ελληνισμού και η παράδοση οπλισμού και εφοδίων στον εχθρό και ως εκ τούτου να επέλθει η ήττα του Ελληνικού Στρατού και η καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού,

Β) Ότι με τις πράξεις και παραλείψεις εγκατέλειψαν τους άμαχους Έλληνες με αποτέλεσμα αυτοί να σφαγιαστούν από τους Τούρκους και οι υπόλοιποι να μετατραπούν σε πρόσφυγες και έτσι ευνόησαν τις πολιτικές βλέψεις του εχθρού πάνω στο έδαφος που παραχωρούσε η συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα (ο οποίος εχθρός σκοπούσε στη γενοκτονία και ξεριζωμό των Ελλήνων) και ενήργησαν εν γνώσει με τρόπο που μπορούσε να μειώσει την πίστη των πολιτών στο Ελληνικό κράτος, κάτι που συντελέστηκε αφού αυτοί έμειναν μόνοι και αβοήθητοι στο μένος των τουρκικών στρατευμάτων που έκαψαν τη Σμύρνη και λεηλάτησαν σκότωσαν και έδιωξαν το σύνολο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.

Κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποκλεισθεί από τους κατοίκους και τους απόγονους των τμημάτων εκείνων της Ελληνικής Επικράτειας που ενώ με βάση τη συνθήκη των Σεβρών ανήκαν στο Ελληνικό Κράτος, Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη, έπεσαν οριστικά στα χέρια του εχθρού [Οθωμανικό και στη συνέχεια Τουρκικό Κράτος], από τις πράξεις και παραλείψεις των τότε κατηγορούμενων και καταδικασθέντων, να παραστούν διά των συλλόγων και σωματείων τους ως πολιτικώς ενάγοντες.

Αυτό διότι ναι μεν οι συγκεκριμένες διατάξεις προστατεύουν το έννομο αγαθό της κρατικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούν και στην προστασία των εννόμων αγαθών της περιουσίας και της ιδιοκτησίας των πολιτών του κράτους που κατοικούν στις εν λόγω περιοχές του κράτους που αποσπάστηκαν τελικά από την Ελληνική Κυριαρχία και περιήλθαν στο Τουρκικό Κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν 2.100.000 Έλληνες μικρασιάτες, να ξεριζωθούν από τα πανάρχαια πατρογονικά τους εδάφη, πολλοί από αυτούς να θανατωθούν και αυτοί που σώθηκαν να καταφύγουν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Ελλάδα και στις πόλεις αυτής χάνοντας εν τω μεταξύ την ακίνητη ιδιοκτησία τους γη και σπίτια καθώς και το σύνολο σχεδόν της κινητής περιουσίας τους καθώς και τις εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις τους, αλλά κυρίως της βιοτικής σχέσης κάθε Έλληνα με την εστία του, καθώς και του ηθικού και κοινωνικού δεσμού του με τη γη των προγόνων του πέρα και έξω από κάθε υλική αξία. Τα έννομα αυτά αγαθά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας των προσφύγων καθώς και της ζωής όσων σκοτώθηκαν, αλλά κυρίως της βιοτικής σχέσης με την εστία τους και του ηθικού και κοινωνικού δεσμού του κάθε Έλληνα με τη γη των προγόνων του πέρα και έξω από κάθε υλική αξία, προστατεύουν εξίσου με σαφήνεια οι σχετικές ποινικές διατάξεις.

Η Ομοσπονδία μας αποτελείται από 185 σωματεία Ελλήνων μικρασιατών προσφύγων, μέλη των οποίων, είναι περισσότεροι από (300.000) τριακόσιες χιλιάδες απόγονοι [παιδιά, έγγονοι και δισέγγονοι] των προσφύγων του 1922.

Σύμφωνα με το καταστατικό μας, σκοπός της ομοσπονδίας είναι η διατήρηση και η συνέχιση στο μέλλον της μνήμης των πατρογονικών εδαφών και των χαμένων πατρίδων όλων των μικρασιατών προσφύγων και η προβολή και διεκδίκηση των ιστορικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του προσφυγικού ελληνισμού και των θυμάτων του διωγμού των ετών 1922-1924, καθώς επίσης και η διατήρηση της μνήμης και της σύνδεσης των απογόνων των προσφύγων με την προγονική κληρονομιά.

Κατά συνέπεια η ομοσπονδία μας ως καθολικός και αντιπροσωπευτικός φορέας των (3.500.000) τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων απογόνων των μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα εκφράζει τη συλλογική συνείδηση και μνήμη του προσφυγικού ελληνισμού.

Είναι σαφές ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις των κατηγορούμενων για τις οποίες αυτοί καταδικάστηκαν προκάλεσαν την μικρασιατική καταστροφή και την έξοδο-ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά από 3.000 χρόνια παρουσίας στην Μικρά Ασία.

Οι πράξεις και οι παραλείψεις των κατηγορουμένων προκάλεσαν την καταστροφή της ιδιοκτησίας και της περιουσίας αλλά κυρίως προκάλεσαν την ολοσχερή καταστροφή της βιοτικής σχέσης με την εστία τους και του ηθικού και κοινωνικού δεσμού των μικρασιατών Ελλήνων με τη γη των προγόνων τους και έτσι η καταστροφή αυτού του ιστορικού δεσμού των προγόνων των μελών των σωματείων μας συνιστά στο διηνεκές ηθική βλάβη σε βάρος των προγόνων μας και ημών όχι μόνο ή κυρίως ως άτομα, αλλά ως η εκφρασμένη συλλογική οντότητα του μικρασιατικού ελληνισμού που ενσαρκώνεται στην συλλογική μνήμη και στην ιστορική συνέχεια των απογόνων των αρχικών προσφύγων, όπως αυτή πλέον εκφράζεται μέσα από τις συλλογικές οργανώσεις του προσφυγικού ελληνισμού, συλλογικός φορέας και εκφραστής των οποίων είναι η δική μας Ομοσπονδία.

Αυτή η στο διηνεκές ηθική βλάβη που έχουν υποστεί όλοι οι απόγονοι των μικρασιατών προσφύγων και η ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης των πατρίδων καθώς και της αίσθησης απόδοσης δικαίου και δικαιοσύνης όπως εκφράστηκε με την απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, είναι εκείνη που νομιμοποιεί τη σημερινή μας παράσταση ως πολιτική αγωγή, στη δίκη που έχει ανοίξει με την αίτηση επανάληψης της δίκης.

Τυχόν αθώωση των καταδικασθέντων με αποδοχή της αίτησης συνιστά ευθεία προσβολή της συλλογικής μνήμης όλων των απογόνων των μικρασιατών προσφύγων και προσβάλλει βάναυσα την ιστορική τους μνήμη και βέβαια συνιστά βάναυση προσβολή των σκοπών των σωματείων μελών μας και της Ομοσπονδίας μας.

Για το λόγο αυτό έχουμε έννομο συμφέρον στην παρούσα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής και ζητούμε να καταδικαστεί ο αιτών στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του σωματείου μας, από τις πράξεις του κατηγορούμενου, καθόσον η σχετική προσβολή εξακολουθεί και παράγει τα έννομα αποτελέσματα της στο διηνεκές σε συνδυασμό με την κρινόμενη ενέργεια του απογόνου του αιτούντος να ακυρώσει σήμερα σε ενεστώτα πλέον χρόνο, την ιστορική εκείνη απόφαση που αποτέλεσε την δικαίωση για τους πρόσφυγες και να επιδιώξει την εκ των υστέρων και μετά 86 έτη την αθώωση των καταδικασθέντων με σκοπό και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να μείνει ιστορικά αδικαίωτη η μεγαλύτερη σύγχρονη εθνική καταστροφή και βέβαια να προσβληθεί με μόνη την υποβολή της κρινόμενης αίτησης, βάναυσα η ιστορική συλλογική μνήμη των μελών μας όπως αυτή εκφράζεται και επιδιώκεται να διατηρείται στο διηνεκές, από τους σκοπούς του Σωματείου μας.

15 Σχόλια

  1. […] Η “αθώωση” των Εξ, ο Άρειος Πάγος και οι προσφυγικές ο… […]

  2. Πιστεύω ότι το παρακάτω σχόλιο που κατατέθηκε στο μπλογκ μας σχετίζεται με αυτήν εδώ την ανάρτηση:

    ——————————————————————————————————————–

    Να τι δήλωσε η ΠΟΠΣ:

    Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων που εκπροσωπεί 220 Ποντιακά Σωματεία απ΄ όλη την Ελλάδα, αισθάνεται βαθύτατα απογοητευμένη αλλά και οργισμένη με την απόφαση του Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία «αθωώνονται οι έξι», πρωταίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
    Ευτυχώς την ιστορία δεν τη γράφουν και δεν την έγραψαν ποτέ οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά η ακαδημαϊκή κοινότητα και ο λαός.
    ΄Αλλωστε η ιστορία μας είναι: «Απ΄ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».

    Το έγκλημα των πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής, επισφραγίστηκε με ένα νέο νομικό έγκλημα και μάλιστα

    διαρκές.
    Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στις προσπάθειες όλων των προσφυγικών Μικρασιατικών σωματείων και μεμφόμαστε εαυτούς και αλλήλους, διότι εφησυχάσαμε και αδιαφορήσαμε συλλογικά ως λαός, για το νέο διαρκές έγκλημα που διεπράχθει.

    Δυστυχώς για άλλη μια φορά καταφέραμε να ασχοληθούμε με τα επείγοντα και όχι με τα σημαντικά και αφήσαμε ανοιχτές τις πόρτες για μια νέα παραχάραξη της ιστορίας.

    Λυπούμεθα ειλικρινά κ.κ. Αρεοπαγίτες

    ——————————-

    Να και τι δήλωσε η ΠΟΕ δια στόματος Παρχαρίδη:

    «Είναι ένα θέμα καθαρά νομικό. Δεν θέλαμε να παρέμβουμε καθόλου, για να μην επηρεάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία»

    ——————————-

    ——————————————————————

    ΣΤΑ ΝΕΑ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:

    Τι λένε τα προσφυγικά σωματεία

    Τα 185 προσφυγικά σωματεία Ελλάδας είχαν ζητήσει από τον Αρειο Πάγο να μην ακυρώσει την απόφαση του Εκτακτου Στρατοδικείου. Ο κ. Αθανάσιος Λαγοδήμος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων, μεταφέρει πλέον την αίσθηση απογοήτευσης: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για αθώωση.

    Πρόκειται για μια παραγραφή. Η αθώωση νομιμοποιείται μόνο στα μάτια του κόσμου. Την Ιστορία δεν τη γράφουν οι αρεοπαγίτες, αλλά οι ιστορικοί. Εμείς από την πλευρά μας θα περιμένουμε να καθαρογραφεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, θα την εκτιμήσουμε σε νομικό επίπεδο και θα προχωρήσουμε σε συνέντευξη Τύπου μαζί με το “Ιδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος”».

    Από τη δική του πλευρά, ο κ. Γιώργος Παρχαρίδης, πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, επιμένει στην απόφαση που από την πρώτη στιγμή πήρε η ομοσπονδία του, όταν πριν από δύο χρόνια ξεκινούσε η αναψηλάφηση της υπόθεσης από τον κ. Μ. Πρωτοπαπαδάκη: «Είναι ένα θέμα καθαρά νομικό. Δεν θέλαμε να παρέμβουμε καθόλου, για να μην επηρεάσουμε με οποιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία».

    http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4600509

  3. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ευχαριστώ για τις πληροφορίες.

    ————–

    Διάφορα δημοσιεύματα σχετικά:

    http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4600509

    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100007_22/10/2010_419600

  4. Ελευθερία on

    Ποιος είναι ο Γιώργος Κοντογιώργης;

  5. ——————————————
    Για να έχετε μια εικόνα το πώς χρησιμοποιήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους ανεγκέφαλους μοναρχικούς κυβερνήτες της “Μικράς πλην Εντίμου” για να αποδυναμωθεί το Μέτωπο στη Μικρά Ασία και να επέλθει η φοβερή ήττα, διαβάστε τα συγκεκριμένα σημεία της 2ης Συνεδρίασης της Δίκης των Εξ πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως μας τα παραθέτει ο καλός φίλος του μπλογκ μας “Αsarciklis” [ΕΔΩ]

    ——————————————

    ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
    1η Νοεμβρίου 1922

    ……..
    ΖΟΥΡΙΔΗΣ (επαναστατικός επίτροπος): Δια τους αξιωματικούς οι οποίοι παρέμενον εδώ (εις Αθήνας), τι γνωρίζετε;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ (μάρτυρας): Ότι είχον τα μέσα να κατορθώνουν να μένουν εδώ.

    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκ των απομακρυνθέντων αξιωματικών υπήρχον ικανοί, οι οποίοι ηδύναντο να χρησιμοποιηθώσι και έπρεπε να χρησιμοποιηθώσι;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Υπήρχον και έπρεπε.

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (επ. επίτροπος): Ενθυμείσθε μίαν εγκύκλιον αρκετά καυστικήν του υπουργού των Στρατιωτικών, περί των αξιωματικών των παραμενόντων εδώ; Μετά την εγκύκλιον αυτήν τι έγινε; Σας έστειλαν αξιωματικούς ή σας έστειλαν τραυματίας;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Αυτοί εκάθηντο εις το «Ντορέ» και έκαμνον κριτικήν δια τον αρχιστράτηγον.

    …………

    ΧΑΒΙΝΗΣ (στρατοδίκης): Είνε δυνατόν ένας αρχιστράτηγος να μεταφέρη εκ του μετώπου στρατόν εις την Θράκην, και μάλιστα, όπως ο υπαρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς κ. Σαρηγιάννης λέγει, περί τας 25 χιλιάδας έως 30, χωρίς να υποστή κλονισμόν το μέτωπον;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Δεν υπάρχει αμφιβολία, διότι πάντες γνωρίζομεν ποίαν μείωσιν υφίσταται, διότι γνωρίζω, εκ πείρας, ότι οσάκις αποσπάται εν σώμα, έχει επίδρασιν η απόσπασις επί των στρατιωτών.

    ΧΑΒΙΝΗΣ: Η απόσπασις τι σκοπόν είχε;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Καθώς έμαθον, η απόσπασις είχε σκοπόν δια τας επιχειρήσεις προς την Κωνσταντινούπολιν. Εζήτησαν την γνώμην μου και είπον, ότι εύχομαι να επιτύχη. Το ζήτημα λύεται. Φοβούμαι όμως μήπως αι Δυνάμεις δεν επιτρέψωσι την είσοδον εις Κωνσταντινούπολιν και θα έχουμε τον αντίκτυπον αλλαχού.

    ΧΑΒΙΝΗΣ: Γνωρίζετε μετά την απαγόρευσιν των Συμμάχων να προελάσωμεν εις Κωνσταντινούπολιν, πόσες ημέρες παρήλθον από της ημέρας εκείνης μέχρι της ημέρας, καθ’ ήν ήρχισεν η επίθεσις;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: 25-30 ημέραι.

    ΧΑΒΙΝΗΣ: Εάν ήσθε αντιστράτηγος και εβλέπατε ότι η επιχείρησις εις Κωνσταντινούπολιν δεν επετρέπετο, τι θα εκάμνατε;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Αυτοστιγμεί θα μετέφερον τας δυνάμεις εις το μέτωπον.

    ΧΑΒΙΝΗΣ: Πως κρίνετε την διαταγήν του αρχιστρατήγου;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Κακήν.

    ΧΑΒΙΝΗΣ: Μόνον;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Εγκληματικήν.

    ……

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Ο κ. Σιώτης ήτο μέλος της Επιτροπής Αμύνης εν Κωνσταντινουπόλει. Κατά μήνα Φεβρουάριον 1922 ήλθεν εις την Σμύρνην και παρεκάλεσε να παρουσιασθή ενώπιόν μου. Ήλθε και παρουσιάσθη. Μου λέγει: «Στρατηγέ, γνωρίζομεν ότι η απόφασις των Δυνάμεων θα είνε δυσμενής, δυσμενεστάτη, και ότι θα εκκενώσωμεν την Μικράν Ασίαν. Δεν φρονείτε ότι κατόπιν τόσων θυσιών, κατόπιν τόσου αίματος, πρέπει να κηρύξωμεν τουλάχιστον μίαν αυτονομίαν και να σώσωμεν τους πληθυσμούς; Και εν Κωνσταντινουπόλει καθώς και εν Σμύρνη και, ως αντιλαμβάνομαι, ο στρατός έχουν πεποίθησιν προς υμάς».
    Απαντώ: «Δεν αποκρούω αυτήν την σκέψιν, αυτήν την εργασίαν σας. Είμαι σύμφωνος. Αλλά δια να γίνη τούτο, δια να κηρύξωμεν αυτονομίαν, πρέπει να έχωμεν και την έμμεσον υποστήριξιν της Κυβερνήσεως».

    ……..

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Την επομένην ημέραν επεδόθη η απόφασις των Δυνάμεων, δια της οποίας ωρίζετο η εκκένωσις της Μικράς Ασίας. Με εκάλεσε το Υπουργικόν Συμβούλιον να δηλώσω περί της εκκενώσεως ή μη. Εδήλωσα εγγράφως ότι, κατόπιν των θυσιών, τας οποίας υπέστημεν εν Μικρά Ασία, και κατόπιν του αίματος, με το οποίον εποτίσαμεν αυτήν, δεν είνε επιτετραμένον να εγκαταλείψω την Μικράν Ασίαν. «Εάν θέλετε να εκπληρώσητε αυτήν την εντολήν, την οποίαν έχετε από τας Δυνάμεις, τότε αφήσατέ με να ανακηρύξω αυτονομίαν. Εάν όμως και εις τούτο δεν συμφωνήτε, τότε να με απαλλάξετε από την διοίκησιν της Στρατιάς, διότι εγώ δεν εννοώ να μείνω εκεί και να βλέπω την κατάστασιν αυτήν, διότι τότε δεν θα λειτουργήση ο νους, αλλά η καρδία».

    ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (επ. επ.): Σας ετόνισαν εν τω υπομνήματι του Πατριαρχείου, από του κέντρου της Κυβερνήσεως, ότι η απώλεια της Μικράς Ασίας θα συνεπιφέρη και την απώλειαν της Θράκης;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Μάλιστα, την καταστροφήν. Αυτά ήσαν κατά Μάρτιον. Μετά δύο ημέρας, διότι εγώ ήμην υπό παραίτησιν αφού δεν ενέκριναν την γνώμην μου.

    ………

    ΖΟΥΡΙΔΗΣ (επ. επ.): Ηκούσατε εάν αξιωματικοί, οι οποίοι είχον εκπεμφθή εντεύθεν, εδίδασκον ότι η επιχείρησις της Μικράς Ασίας απετέλει γάγγραιναν δια την Ελλάδα και ότι πρέπει να λείψη;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Βεβαίως. Το είδον εις τας εφημερίδας.

    ΖΟΥΡΙΔΗΣ: Εμάθατε ότι ο συνταγματάρχης Ζεγγίνης, όστις είχεν υπό τας διαταγάς του 5.000 ανδρών, παρεδόθη εις 1.000 τσέτας;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Έμαθον, δεν γνωρίζω όμως…

    ΖΟΥΡΙΔΗΣ: Αν τούτο είνε αληθές, είνε αποτέλεσμα της εθνικής πολιτικής της γαγγραίνης της Μικράς Ασίας, η οποία δεν ανήκει εις την πρωτοβουλίαν των αξιωματικών αυτών;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Να παραδοθή αυτός ο συνταγματάρχης, έχων 5.000 άνδρας, να παραδοθή εις 1.000 τσέτας, θα είπη ότι ετρελάθη, εάν αυτός ο λόγος ήτο. Διότι δεν μπορώ να δεχθώ ότι το στράτευμα έπαθε τοιούτον πανικόν, ώστε να σηκωθή να φύγη.

    ……….

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (επ. επ.): Παρακαλώ κ. αντιστράτηγε, οι εκεί χριστιανικοί πληθυσμοί, οι εν Σμύρνη, οι μη Έλληνες, γνωρίζετε αν ήσαν ευνοϊκοί υπέρ τοιαύτης τινός λύσεως; (αυτονομία)

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Ήσαν, μάλιστα.

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ: Δηλαδή επροτίμων αυτό το σχέδιον της αυτονομίας, περί του οποίου ωμιλήσατε τώρα, από την ανακατάληψιν της Σμύρνης υπό του Κεμάλ;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επροτίμων την αυτονομίαν.

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ: Υπήρχε, παρακαλώ, διάθεσις και εκ μέρους μουσουλμανικού πληθυσμού, μη Τουρκικού, να υποστηρίξη την τοιαύτην λύσιν;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Βεβαίως. Ήσαν οι Κιρκάσιοι.

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ: Αντετάχθησαν οι ενταύθα κυβερνώντες εις τοιαύτην λύσιν;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Δεν την απεδέχθησαν.

    …………..

    ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (επ. επ.): Εάν κατείχομεν ημείς την Ερυθραίαν και ίσως και άλλην τινά χερσόνησον εν τη Προποντίδι, της Κυζίκου, ηδυνάμεθα να μείνωμεν εις την Θράκην; Θα υπήρχε ζήτημα εγκαταλείψεως της Θράκης;

    ΠΑΠΟΥΛΑΣ: Όχι βεβαίως.

    ………….

    ΛΥΕΤΑΙ Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΔΙΑ ΤΗΝ 2α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1922
    ——————–

  6. Σ. on

    Όπως γνωρίζετε, το βασικό επιχείρημα όσων ήταν υπέρ της «αθώωσης» των Εξ ήταν ότι οι ευθύνες ανήκαν στον Βενιζέλο γιατί συντάχθηκε με την Αντάντ, μένοντας πιστός στις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας. Και μια πα’ αυτές ήταν η υποχρέωση αλληλεγγύης προς την Σερβία.

    Ένα ενδιαφέρον κείμενο είναι το παρακάτω:

    «Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ: ΟΙ ΣΕΡΒΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
    ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΥΜΠΟΣ

    Με την ήττα της Σερβίας και την απόφαση των συμμάχων να διατηρηθεί το Βαλκανικό μέτωπο, κατά τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1915, λείψανα του Σερβικού στρατού (ανερχόμενα σε 133.000 περίπου), καταδιωκόμενα από τις στρατιές του Μέκενσεν που μέσα σε λίγες μέρες σάρωσαν όλη τη Σερβία, μεταφέρθηκαν από τις 18 Γενάρη 1916 με 15 ιταλικά και 14 γαλλικά μεταγωγικά πλοία από την Αυλώνα στην Κέρκυρα, με σκοπό την ανασύνταξή τους σε μάχιμη μονάδα.
    Επικεφαλής του Σερβικού στρατού ήταν ο γέροντας βασιλιάς της Σερβίας Πέτρος Καραγεώργεβιτς, μαζί με το διάδοχο Αλέξανδρο, ακολουθούσε δε ο πρωθυπουργός Πάσιτς με τα μέλη της Σερβικής κυβέρνησης και όλους τους βουλευτές.
    Έτσι, η Κέρκυρα χρησίμευσε για λίγο διάστημα σαν πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους. Η Σερβική κυβέρνηση, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μπέλλα Βενέτσια» που κάηκε με τους βομβαρδισμούς του 1943.
    Στη Βουλή των Σέρβων που λεγόταν Σκουψίνα, παραχωρήθηκε για τις συνεδριάσεις της το Δημοτικό Θέατρο, όπου είχε εντοιχιστεί και πλάκα για να θυμίζει το γεγονός. Ανάμεσα στους βουλευτές ήταν και πολλοί σοσιαλιστές οι οποίοι έμεναν πιστοί στις επαναστατικές τους ιδέες και κατήγγειλαν με κάθε ευκαιρία το Σέρβικο σωβινισμό. Πολλές φορές στη Βουλή δημιουργούνταν επεισόδια και δύο φορές το Θέατρο ζώστηκε από αποσπάσματα του γαλλικού στρατού.

    Φθάνοντας στην Κέρκυρα, ο Σερβικός στρατός, ύστερα από μέρες πορεία και πείνα, ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση που ευνοήθηκε η παρουσία εξανθηματικού τύφου, δυσεντερίας, πνευμονίας και άλλων ασθενειών.
    Οι ασθένειες, μεταδόθηκαν γρήγορα και προκάλεσαν σημαντικές απώλειες. Υπολογίζεται ότι από τις 18 Γενάρη που άρχισε η αποβίβαση, μέχρι τις 23 Φλεβάρη που ολοκληρώθηκε, είχαν πεθάνει από τις κακουχίες και τις επιδημίες περίπου 3.680 στρατιώτες. Τα συνεργεία δε πρόφθαναν να θάβουν τα πτώματα. Έτσι, τα πλοία τους μετέφεραν και τους έριχναν στην ανοιχτή θάλασσα. Η θάλασσα ξανάφερνε τα πτώματα στις ακτές του νησιού και οι δυτικές παραλίες της Κέρκυρας γέμισαν ξύλινους σταυρούς…
    Οι αρχές του νησιού, έλαβαν δρακόντεια μέτρα για την περιστολή των ασθενειών. Στην καταπολέμηση, πρωτοστάτησαν οι Κερκυραίοι γιατροί Κωνσταντίνος Παλατιανός και Σπυρίδων Παξινός ή Πίγκος, οι οποίοι και για τη δράση τους παρασημοφορήθηκαν.
    Στους Σέρβους παραχωρήθηκε ως επίσημη εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος των Γερόντων (Ντέι βέκκι) όπου τη λειτουργία ψάλλανε Σέρβοι παπάδες, στη Σερβική γλώσσα.
    Τέλος, οι Σέρβοι εκδίδανε εφημερίδα, σε Σερβική γλώσσα, με τίτλο «Σερβικά Νέα» η οποία τυπωνόταν στο τυπογραφείο Λάντσα. Το Τυπογραφείο, είχε επί τούτου εφοδιαστεί με Σερβικά στοιχεία από την Ευρώπη, με μέριμνα της Γαλλικής αρχής της Κέρκυρας.
    Στις 15 Μάρτη ο Σερβικός στρατός είχε ολοκληρώσει την αναδιοργάνωσή του δημιουργώντας τις μεραρχίες «ΔΡΙΝΑ», «ΣΟΥΜΑΔΙΑ», «ΤΙΜΟΚ», «ΒΑΡΔΑΡ», «ΔΟΥΝΑΒΗΣ» και «ΜΟΡΑΒΑ». Πυροβολικό, κτήνη, οπλισμός και ιματισμός είχαν χορηγηθεί από τους Γάλλους. Για τη συστηματική εκγύμνασή τους επιλέχτηκε η περιοχή της Χαλκιδικής και σαν μέθοδος ασφαλούς μεταφοράς προτάθηκε η μετάβαση στην Πάτρα και από εκεί σιδηροδρομικά δια Θεσσαλίας στον τελικό προορισμό.
    Στις 6 Απρίλη οι πρεσβευτές Μ. Βρετανίας και Γαλλίας ανακοίνωσαν στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι: «αναπαυθέντων επαρκώς και αναρωσάντων των εν Κερκύρα Σερβικών στρατευμάτων, προτίθενται να μεταφέρωσιν ταύτα , συγκείμενα εξ 100.000 χιλιάδων ανδρών, εις Θεσσαλονίκην, ατμοπλοϊκώς μεν από Κερκύρας μέχρι Πατρών, εκείθεν δε σιδηροδρομικώς εις Θεσσαλονίκην μέσω Αθηνών και Λαρίσης».
    Στην ίδια ανακοίνωση αναφερόταν: ¨Αι κυβερνήσεις Μ. Βρετανίας και Γαλλίας, ουδόλως αμφιβάλλουσιν ότι η Ελλάς και εκ λόγω φιλανθρωπικών ακόμη θέλει δεχθή μετά προθυμίας την μεταφοράν ταύτην».
    Η Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε γιατί η μετακίνηση τόσων δυνάμεων με τις περιορισμένες μεταφορικές ικανότητες των τότε σιδηροδρομικών συρμών, θα παρέλυε για ένα μήνα τουλάχιστον τις βασικές χερσαίες συγκοινωνίες σε βάρος της οικονομίας και γενικά της ζωής της χώρας. Πρόσθετε δε ότι μια τέτοια παραχώρηση ήταν και παραβίαση της ουδετερότητας της χώρας.
    Οι συμμαχικές κυβερνήσεις δυσαρεστήθηκαν και η Γαλλία αρνήθηκε τη χορήγηση δανείου 150 εκατομμυρίων φράγκων που είχε ζητήσει η Ελλάδα. Τότε η Ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να συνομολογήσει δάνειο με τη Γερμανία επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο τις σχέσεις με τις Συμμαχικές Κυβερνήσεις.
    Η μεταφορά του Σερβικού στρατού στη Χαλκιδική έγινε τελικά δια θαλάσσης χωρίς δυσάρεστα επεισόδια δεδομένης της Συμμαχικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο.

    Η μεταφορά άρχισε στις 11 Απρίλη και τελείωσε στις 30 Μάη 1916. Στη Χαλκιδική συγκροτήθηκαν τρεις στρατιές με έξι συνολικά μεραρχίες που περιλάμβαναν 130.000 άνδρες και 34.800 κτήνη.
    Εν τω μεταξύ, στην Κέρκυρα υπογράφτηκε η διακήρυξη της ανεξαρτησίας, της νέας μεγάλης Γιουγκοσλαβίας.
    Η κάθοδος των Σέρβων, άφησε στην Κέρκυρα πολλούς Σέρβους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί μόνιμα, παντρεύτηκαν Κερκυραίες και απόχτησαν αργότερα την Ελληνική υπηκοότητα. Μέχρι σήμερα διασώζονται ακόμα απόγονοί τους, γνωστοί με τα επίθετα Πέτροβιτς, Τόμιτς, Δημήτροβιτς κτλ. Ακόμα, άξιο λόγου να αναφερθεί, ότι ο στρατηγός Στογιάνοβιτς, μετέπειτα πρωθυπουργός μέχρι την εμφάνιση του Τίτο και ο επιτελικός αξιωματικός Ίλιτς, παντρεύτηκαν τις δύο Κερκυραίες αδελφές, θυγατέρες Φωτίου Γαζή, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Μπέλλα Βενέτσια».
    Γενικά οι Σέρβοι στρατιώτες άφησαν καλές εντυπώσεις. Παρά την πείνα τους στις αρχές, δεν ακούστηκε εκ μέρους τους ούτε μία κλοπή, λεηλασία ή βιαιοπραγία. Όσοι είχαν μπανκανότες πλήρωναν. Όσοι δεν είχαν, παρακαλούσαν με πολλή συστολή για λίγη χλέμπα (ψωμί). Η κερκυραϊκή έκφραση «χλεμπονιάρης» (πεινασμένος) θα πρέπει να έλκει από εκεί την καταγωγή της.
    Στην Κάτω Κορακιάνα όπου είχε στρατοπεδεύσει η Μεραρχία του Μοράβα (Μουράσκα Ντιβίτζε) οι κάτοικοι του χωριού τους θυμόνταν να γυμνάζονται και να παίζουν την «σκυτάλη της πέτρας» όπου εκατοντάδες στρατιώτες στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλο, δίνοντας ο πρώτος μια μεγάλη πέτρα στον δεύτερο κι από χέρι σε χέρι έφθανε στον τελευταίο, για να ξαναγυρίσει πάλι στον πρώτο με τον ίδιο τρόπο. Σ΄ αυτή την περιοχή πέθανε και ο δεσπότης της Μεραρχίας. Γύρω από την εκκλησία της Παναγίας τα μνήματα των στρατιωτών ξεπερνούσαν τα 1.000 ενώ εκεί έθαψαν και όλα τα όργανα της στρατιωτικής μπάντας για να μην μεταδοθεί η νόσος.
    Στο Χλωμό μέχρι πρόσφατα θυμόντουσαν αρκετές λέξεις (ζένα, ιμα, λούκα) και το τραγούδι ¨Ιμα ζένα βνογομία, λέπα…».

    Yστερα από χρόνια (1936), στην Κέρκυρα εγκαταστάθηκε επίσημο Σερβικό προξενείο, το οποίο με την βοήθεια κερκυραίων χωρικών, περισυνέλεξε τα οστά των Σέρβων στρατιωτών από όλα τα πρόχειρα νεκροταφεία που είχαν δημιουργηθεί και τα τοποθέτησε μέσα στο μαυσωλείο που βρίσκεται στην ανατολική πευκόφυτη ακτή, κοντά στο φάρο του Βίδο και το οποίο χτίστηκε γι΄ αυτό το σκοπό. Κάθε χρόνο από τότε, ερχόταν στην Κέρκυρα, επίσημη αντιπροσωπεία του Σερβικού κράτους και τελούσε μνημόσυνο. Η αντιπροσωπεία αυτή έπαψε να έρχεται με τον εμφύλιο πόλεμο και ξανάρχισε όταν αποκαταστάθηκε η ηρεμία. Μνημεία υπάρχουν επίσης στον Άγ. Ματθαίο και στον όρμο των Γουβιών όπου έγινε η αποβίβαση το Γενάρη του 1916.
    Με τα λείψανα του Σερβικού στρατού είχε έλθει στην Κέρκυρα ο επαγγελματίας επαναστάτης Ηλία Γιοβάνοβιτς ο οποίος λιποτάκτησε πριν ο στρατός αναδιοργανωθεί και έμεινε στην Κέρκυρα μέχρι το 1920. Ο Γιοβάνοβιτς ανήκε στην άκρα αριστερά του σερβικού σοσιαλιστικού κόμματος και είχε σοβαρή θεωρητική κατάρτιση. Γύρω του είχε συγκεντρωθεί ένας αριθμός νεαρών Κερκυραίων, έξω από την υπάρχουσα Σοσιαλιστική Ομάδα, που διαπαιδαγωγήθηκε από αυτόν στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού. Εκτελέστηκε λίγα χρόνια αργότερα στη Γιουγκοσλαβία.

    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

    1) Κατσαρός, Σπύρος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ 2, περισυλλογή εκ διαφόρων συγγραμμάτων, Κέρκυρα, Βιβλιοεμπορική Ο.Ε., χ. χ., σ. 428-430
    2) Στίνας, Ά., ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, Εβδομήντα χρόνια κάτω από τη σημαία της Σοσιαλιστικής επανάστασης, Αθήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1985, σ. 17-22 (Α΄ έκδοση: Εκδόσεις Βέργος, 1977).
    3) Σκόντρας, Σπυρίδων, ¨ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΜΕΤΩΠΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ, 6. Το πρόβλημα της ανασυγκροτή-σεως του Σερβικού στρατού», στην ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1914-1918, τ. Γ΄, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος ΚΕΚΡΟΨ, 1969, σ. 98-103.
    4) Καλούδης Σπύρος, Η Κάτω Κορακιάνα…., Κέρκυρα 1994, σ. 136 – 137.
    5) Αυλιανός Νίκος, Χλωμός, Αθήνα 1989, σ.22. »

    http://www.fortunecity.com/lavendar/kane/51/history/servoi.html

  7. Σ. on

    Για τη χρήση του όρου «έσχατη προδοσία»
    ———————————————————–

    Hμερομηνία : 13-03-11 , Καθημερινή

    Η εύγλωττα ένοχη αποσιώπηση
    Tου Χρηστου Γιανναρα

    Το έγκλημα της «έσχατης προδοσίας» προτού να είναι νομικός καταλογισμός, είναι πράξη – συντελεσμένη, κοινωνικά πιστοποιούμενη. Αν σκοπιμότητες επιβάλλουν να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν σημαίνει ότι μπορούμε και να εξαλείψουμε τα πράγματα, τα πεπραγμένα της έσχατης προδοσίας.

    Προδοσία θα πει: προδίδω, παραδίδω, καταδίδω φίλο, ευεργέτη, πολύτιμο κληροδότημα σε εχθρό, αντίπαλο, άνθρωπο επίβουλο και δόλιο. Το κάνω εισπράττοντας αμοιβή, «ξεπουλάω» ιερά και όσια, για χυδαίο ατομικό συμφέρον. Και «έσχατη» προδοσία, κορύφωμα, σε υπέρτατο βαθμό προδοσία, είναι να ξεπουλάω από ιδιοτέλεια την ίδια μου την πατρίδα: Την κοινωνία που με γέννησε, τη γλώσσα που με δόμησε λογικό υποκείμενο, την ιστορική συνείδηση που με μπολιάζει αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Ξεπουλάω, σε αλλότρια συμφέροντα, εδάφη ή θάλασσες που δεν είναι υλική απλώς κοινή περιουσία, αλλά κοιτίδες και όρια πολιτισμού, μήτρες που γέννησαν «νόημα» βίου, πανανθρώπινα μέτρα και στόχους συλλογικότητας.

    Εσχατο έγκλημα να προδίδω την πατρίδα μου για να κερδίσω αξιώματα, αλλοδαπή υποστήριξη προκειμένου να αναρριχηθώ στην εντόπια εξουσία. ΄Η και μόνο για χρήματα. Να συμπράττω με ξενικά συμφέροντα, επίβουλη ιδιοτέλεια αλλογενών, να ξεγελάω ομόγλωσσους, ομόρριζους συμπατριώτες που με εμπιστεύονται και με τιμούν. Να τους παραδίνω ανυποψίαστους στην εκμετάλλευση και απληστία των εντολέων πατρώνων μου.

    Ομως, για να κριθεί ως ειδεχθής συμπεριφορά η προδοσία και έγκλημα στυγερό η «έσχατη» (της πατρίδας) προδοσία, προϋποτίθεται κοινή και προηγμένη «αίσθηση» πατρίδας, αίσθηση του «ιερού», της τιμής, της αξιοπρέπειας, της φιλίας, της εμπιστοσύνης, της ευεργεσίας. Οταν ο Αισχύλος λέει: «Τους γαρ προδότας μισείν έμαθον» (Προμηθέας Δεσμώτης 1068), συνοψίζει μια κοινή «αίσθηση», ένα συλλογικό αισθητήριο κρίσης και αξιολόγησης της ανθρώπινης ποιότητας. Για να οικοδομηθεί αυτό το κοινό αισθητήριο χρειάζονται αιώνες κοινωνικής καλλιέργειας, ενώ, για να «αποδομηθεί», δεν απαιτούνται παρά ελάχιστα χρόνια και κυβερνήσεις εντολοδόχων τσαρλατάνων.

    Βέβαια η «αίσθηση» πατρίδας προϋποθέτει για τον Ελληνα, τουλάχιστον και Ελληνίδα μάνα, ελληνίδα γλώσσα μητρική, παιδικά βιώματα αναστροφής με ινδάλματα ηρώων, σαρκωμένη τη γενναιότητα, την αυτοθυσία, την ασυμβίβαστη επιλογή «ελευθερία ή θάνατος» σε μυθικά και ιστορικά πρόσωπα – από τον Ηρακλή και τον Θησέα ώς τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Σαμουήλ στο Κούγκι. Πλάθεται ο αποτροπιασμός για την προδοσία με αρχέτυπα φιλοπατρίας και αυταπάρνησης, όπως και με εικόνες, οσμές, αφή της ιδιαιτερότητας του ελληνικού τοπίου, εγκεντρισμό βιωματικό σε «νόημα» της κοινωνίας του βίου που αντλείται από το έμπρακτο, σε ήθη και έθιμα, κάλλος εμπειρικής μεταφυσικής παράδοσης.

    Στο σημερινό εν Ελλάδι καθεστώς της προεδρευόμενης (διακοσμητικά) Κομματοκρατίας το ενδεχόμενο της έσχατης προδοσίας έχει απαλειφθεί από το Σύνταγμα – αναφέρεται μόνο στο πρόσωπο του απογυμνωμένου από κάθε πολιτική ευθύνη Προέδρου της Δημοκρατίας!

    Φανερά και ομολογημένα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους τα κόμματα την απόλυτη απαγόρευση χρήσης του όρου «έσχατη προδοσία», σε οποιαδήποτε περίπτωση. Ακόμα κι όταν πρόκειται για κλοπή δημόσιου χρήματος προορισμένου για την αγορά αμυντικού εξοπλισμού της χώρας (αεροπλάνων, υποβρυχίων, αρμάτων μάχης) ή όταν υπογράφει πρωθυπουργός την παραίτηση της χώρας από το κυριαρχικό δικαίωμα υποθαλάσσιων ερευνών στα χωρικά ύδατα (ακόμα και στο Ιόνιο), όπως και από το δικαίωμα να υψώνεται σημαία σε οποιαδήποτε βραχονησίδα του Αιγαίου, ή για τη συναίνεση και προπαγανδιστική στήριξη σχεδίου εξάλειψης της ελληνικότητας της Κύπρου (του Σχεδίου Ανάν) κ. λπ. κ. λπ.

    Θα είχε τεράστια σημασία για την αξιοπιστία και λειτουργικότητα του πολιτικού συστήματος η συνταγματική πρόβλεψη της «έσχατης προδοσίας», με ταυτόχρονη πρόνοια ενδεχόμενης αμνήστευσης προσώπων για το κορυφαίο αυτό των αντικοινωνικών εγκλημάτων, και όχι αποσιωπώντας το έγκλημα. Για να επουλώσει ο «εθνάρχης» Καραμανλής τις πληγές του αδελφοκτόνου σπαραγμού που προκάλεσε η ένοπλη ανταρσία του ΚΚΕ, δεν αρκέστηκε στη γενική αμνηστία. Νομιμοποίησε την ανταρσία, δηλαδή τον θεσμό (το κόμμα), που το καταστατικό του επιβάλλει να στοχεύει πάντοτε στην ανταρσία: στην κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον ολοκληρωτισμό της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ετσι στέρησε ο «εθνάρχης» την Ελλάδα από τη δυνατότητα η πολιτική δυναμική της Αριστεράς να υπηρετεί τίμια τη δημοκρατία, να είναι αληθινά κοινωνιοκεντρική.

    Γι’ αυτό δεν υπάρχει και συνταγματικό περιθώριο να ελεγχθούν, να καταδικαστούν ή να αμνηστευθούν, και τα καμώματα του σημερινού, απελπιστικά μειονεκτικού, πρωθυπουργού μας: Θα άξιζε να διερευνηθεί δικαστικά το περιεχόμενο των επαφών του με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (με τον Paul Thomsen, δύο μήνες πριν από την ανάληψη της πρωθυπουργίας, και με τον Dominique Strauss-Kahn, λίγο μετά την ανάληψη). Αν μπορούν να συσχετιστούν αυτές οι τόσο έγκαιρες (με πρεμούρα που εκπλήσσει) επαφές (και μάλιστα, εν αγνοία των Βρυξελλών) με την εν συνεχεία παράδοσή του άνευ όρων στην τρόικα, δηλαδή στη συνταγή «θεραπείας» της ελληνικής οικονομίας με βάση τα πιο απάνθρωπα μέτρα αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού. Θα άξιζε να διευρευνηθεί ο συσχετισμός, μήπως και στοιχειοθετεί το ενδεχόμενο, η άνευ όρων υποταγή στον εφιάλτη να ήταν έγκαιρα εντεταλμένη και οι εντολοδόχοι ακόμα πιο έγκαιρα επιλεγμένοι.

    Παρά τη μεθοδική, πολύχρονη προσπάθεια να απαλειφθεί από το λεξιλόγιο των σημερινών Ελλήνων το σημαίνον «έσχατη προδοσία», έχει ζωτική σημασία να πιστοποιηθεί το πεπραγμένο σημαινόμενο. Το να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι ο ρεαλιστικότερος προσδιορισμός της ελευθερίας. Η έμπρακτη απόδειξη αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας.

  8. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ήταν ιστορικά και πολιτικά αναγκαία η επανάληψη της διαδικασίας της ιστορικής «Δίκης των έξι»;

    του Θόδωρου Λυμπεράκη

    [Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 5 (Ιανουαρίου 2011)
    του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]

    Όπως είναι γνωστό, τον Οκτώβριο του 2010 ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, έλαβε μια πρωτοφανή στα χρονικά της χώρας και άκρως ιστορική απόφαση: Αθώωσε τους «έξι» που είχαν καταδικαστεί ως υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή και είχαν εκτελεστεί στο Γουδί. Η επανάληψη της δίκης έγινε μετά από αίτηση του κ. Μιχάλη Πρωτο-παπαδάκη, εγγονού ενός των καταδικασθέντων. Η αναψηλάφηση της δίκης και κυρίως το α-θωωτικό αποτέλεσμα προκάλεσαν σωρεία οργισμένων αντιδράσεων από τις ομοσπονδίες των προσφυγικών σωματείων και πολλούς μικρασιατικούς, ποντιακούς και θρακικούς συλλόγους. Ζητήσαμε από τον κ. Θεόδωρο Δημ. Λυμπεράκη, διαπρεπή νομικό της πόλης μας, δικηγόρο και ιστορικό ερευνητή, να μας δώσει την άποψή του για το θέμα και τον ευχαριστούμε για την ανταπόκρισή του.
    Οι αιτίες, τα γεγονότα και τα τραγικά αποτελέσματα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι γνωστά και η υπενθύμισή τους περιττεύει. Μια από τις πτυ-χές του δράματος ήταν και ο «εθνικός διχασμός», κορυφαίο επεισόδιο του ο-ποίου αποτέλεσε και η γνωστή, πλέον, «Δίκη των Έξι», δηλαδή η δίκη των πολιτικών και στρατιωτικών που θεωρήθηκαν ως πρωταίτιοι της μεγάλης κα-ταστροφής.

    Την επαύριον της Μικρασιατική Καταστροφή εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα, υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά. Το κίνημα, που εξανάγκασε σε παραίτηση την κυβέρνηση Τριανταφυλ-λάκου και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, είχε ως πολιτικό και ηθικό έρεισμά του την άποψη ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».
    Στην Αθήνα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, η οποία αμέσως διέτα-ξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγμα-τος, στις 9 Οκτωβρίου του 1922, ζήτησε την εκτέλεση των υ¬πευθύνων της τραγωδίας, ένα αίτημα που είχε ήδη καλλιεργήσει έντεχνα η Επαναστατική Ε-πιτροπή με το διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου προς τον ελληνικό λαό. Στο διάγ-γελμα γινόταν λόγος για παραδειγματική, ποινική τιμωρία των «εχθρών της πατρίδος», στους οποίους οφειλόταν η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώ-που και η διεθνής καταδίκη της Θράκης. Ο κύβος είχε, συνεπώς, ριφθεί. Το ε-παναστατικό κίνημα απαιτούσε εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να γίνει αρεστό στον εξοργισμένο λαό.

    Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος) αλλά και ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούσαν εκτελέσεις. Οι μετρι-οπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), ήθελαν μια κανονική δίκη και το ίδιο απαιτούσαν κι οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Τελικά, οι δύο απόψεις των κινηματιών «συμβιβάστηκαν» στη διεξαγωγή μιας δίκης – παρωδίας, από ένα έκτακτο στρατοδικείο, που «στήθηκε» γι’ αυτό τον σκοπό και το οποίο παρείχε ελάχιστα εχέγγυα αμερόληπτης απονομής της Δικαιοσύνης.
    Το έκτακτο Στρατοδικείο συγκροτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1922. Τρεις μέρες αργότερα η ανακριτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πά¬γκαλος, εξέδωσε πόρισμα, με το οποίο παρέπεμψε σε δίκη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», οκτώ πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστι¬κό ρόλο στην πολιτική και στον Στρατό, κατά την περίοδο 1920-1922: Τον Δημήτριο Γούναρη (πρώην Πρωθυ-πουργό), τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Στράτο (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Θεοτόκη (Υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), τον Γεώργιο Μπαλτατζή (Υπουργό Εξωτε-ρικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), τον Ξενοφώντα Στρα-τηγό (υποστράτηγο ε.α., Υπουργό Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), τον Μιχαήλ Γαύδο (υποναύαρχο ε.α., Υπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη) και τον Γεώργιο Χατζανέστη, (αντιστράτηγο, Αρχιστράτηγο του Ελ-ληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και τη Θράκη).
    Η δίκη διεξήχθη από την 31η Οκτωβρίου έως την 15η Νοεμβρίου του 1922, σε ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή), αφού, ευθύς εξ αρχής, το Έκτακτο Στρατοδικείο απέρριψε το απόλυτα εύλογο για μια δημοκρατική κι ευνομούμενη χώρα αίτημα των κατηγορουμένων, να δικαστούν από το Ειδικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του τότε ισχύοντος νόμου περί ευθύνης Υπουργών.

    Κοινή ήταν η πεποίθηση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι το Στρατοδι-κείο θα επέβαλλε θανατικές ποινές. Λόγω των διεθνών πιέσεων υπέρ των κατη-γορουμένων η μετριοπαθής κυβέρνηση του Σωτηρίου Κροκίδα εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία ανέλαβε, στις 14 Νο-εμβρίου, (ενώ, δηλαδή, διαρκούσε ακόμη η δίκη), ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του κινήματος. Την ίδια εκείνη ημέρα, μετά την ο-λοκλήρωση των απολογιών των κατηγορουμένων και των αγορεύσεων των συ-νηγόρων υπεράσπισης, το Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του, με την ο-ποία κήρυξε παμψηφεί ενόχους, για εσχάτη προδοσία, όλους τους κατηγορου-μένους κι επέβαλε τη ποινή του θανάτου στους λοιπούς εξ αυτών, πλην του Μιχαήλ Γαύδου και του Ξενοφώντος Στρατηγού, στους οποίους επέβαλε την ποινή των ισοβίων δεσμών. Τη δίκη εκείνη της απόλυτης πολιτικής σκοπιμότη-τας τη συμπλήρωσε η εσπευσμένη εκτέλεση των θανατοποινιτών, λίγες μόλις ώρες μετά την έκδοση της ετυμηγορίας του στρατιωτικού δικαστηρίου.

    Γίνεται αντιληπτό, απ’ όσα συνοπτικά σας εξέθεσε ο υπογράφων, ότι, ως νομικός, δεν μπορεί να θεωρήσει αυτό που συνέβη στα τέλη του 1922 ως «δί-κη», υπό την τεχνική έννοια του νομικού όρου. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι ε-ξουσίας, για μια προσπάθεια ικανοποίησης της ανάγκης του ελληνικού λαού και των προσφύγων, ν’ ανεύρουν εξιλαστήρια θύματα, στα οποία να ξεσπά-σουν την οργή τους. Την ανάγκη αυτή πολύ εύκολα ικανοποίησε ένα «επανα-στατικό» κίνημα, το οποίο εκπορεύθηκε «εκ των άνω» και όχι από τον λαό, ο-δηγώντας σε μια δίκη – παρωδία, σε μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, τα επι-λεχθέντα ως εξιλαστήρια θύματα, που ήταν –καθόλου σπάνιο για τη δύσμοιρη πατρίδα μας!– οι πολιτικοί αντίπαλοι του νέου αυτού καθεστώτος!

    Το τελευταίο που θα περίμενε, κατόπιν τούτων, ο υπογράφων, ως νομικός, αλλά και ως δημοκρατικός πολίτης της Ελλάδας του 21ου αιώνα, ήταν μια νέα δίκη, πολιτικής σκοπιμότητας κι αυτή τη φορά, σαν αυτή που διεξήχθη ενώπιον του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου ν’ ανατραπούν, 88 χρόνια αργότερα, οι συνέπειες εκείνες της επαίσχυντης, πρώτης δίκης, του 1922.
    Κατανοώ, βέβαια, την ευαισθησία των απογόνων των θεωρηθέντων ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταδικασθέντων από το έ-κτακτο Στρατοδικείο, να ζητήσουν την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των προγόνων τους (οι οποίοι, άλλωστε, δεν δικάστηκαν στα πλαίσια μιας δί-καιης δίκης). Επίσης, δεν θεωρώ κανέναν από τα εκατομμύρια των απογόνων των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ότι πονάει πε-ρισσότερο από μένα (απόγονο προσφύγων που ήλθαν από την Ανατολική Θρά-κη) για την τεράστια εκείνη απώλεια. Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω, ως νο-μικός μεν τη νομιμότητα, ως πολίτης δε την σκοπιμότητα μιας νέας δίκης.
    Ως νομικός πιθανολογώ το σκεπτικό της με αριθμό 1675/2010 απόφασης του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (παρότι δεν έχει ακόμη δημοσι-ευθεί στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» και, συνεπώς, δεν μπό-ρεσα να το έχω στα χέρια μου): Η επανάληψη της διαδικασίας της «Δίκης των Έξι», που είχε αμετάκλητα περατωθεί πολλές δεκαετίες πριν, στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 525 αριθμός 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επα-ναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα –άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν– γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό μ’ εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγου-μένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε ήταν αθώος ή καταδικά-στηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε.

    Πράγματι, στην προαναφερθείσα, ποινική δίκη, το Ζ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με οριακή πλειοψηφία έκρινε ότι προέκυψαν νέα στοιχεία, που συνη-γορούν υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων. Ως τέτοια κρίθηκαν, αφενός μεν ένα τηλεγράφημα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στείλει στο έκτακτο Στρατοδικείο, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν και το οποίο έφθασε την επο-μένη (16η Νοεμβρίου) της εκτέλεσης των έξι καταδικασθέντων, αφετέρου δε μια ομιλία του ιδίου στη Βουλή, στην οποία έλεγε ότι οι «έξι» δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν προδότες.

    Κατά την ταπεινή μου άποψη, όμως, τέτοια στοιχεία δεν ήταν επαρκή και ικανά ν’ ανατρέψουν την παλαιά εκείνη δίκη, όσο αντιδημοκρατικά κι αν είχε διεξαχθεί, τη στιγμή μάλιστα που αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν ιστορικά και όχι νομικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως, παρόμοια, ιστορικής και μόνο α-ξίας στοιχεία αποτελούν οι απόψεις κι οι ερμηνείες των ιστορικών, των στρα-τιωτικών εμπειρογνωμόνων και των εν γένει μελετητών, όλων των δεκαετιών που ακολούθησαν την επαίσχυντη εκείνη δίκη. Επιπλέον τα πρακτικά της συ-νεδρίασης του έκτακτου Στρατοδικείου που την είχε διεξαγάγει και στα οποία είχαν περιληφθεί, μεταξύ άλλων, οι καταθέσεις των 12 μαρτύρων υπεράσπισης και των 12 μαρτύρων κατηγορίας, δεν υπήρχαν πια, ώστε να τεθούν υπόψη των Αρεοπαγιτών! Δεν προσκομίστηκαν, συνεπώς, ενώπιον του Αρείου Πάγου, α-ποδεικτικά στοιχεία τόσο ισχυρά, ώστε να μπορούν να πείσουν, από νομική άποψη, ότι αδίκως είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι προαναφερθέντες πολιτι-κοί και στρατιωτικοί και να επιτρέψουν την ανατροπή της αποφάσεως που είχε εκδοθεί σε βάρος τους το έτος 1922.

    Πιστεύω, συνεπώς, ως νομικός, ότι μια νέα, εσφαλμένη νομικά, δίκη, επι-χείρησε ν’ ανατρέψει το αίσχος και το «άγος» της προηγούμενης. Και μπορεί μεν ο σκοπός αυτής της νέας δίκης να ήταν ιερός. Μπορεί, πράγματι, μετά από τόσες δεκαετίες εθνικού Διχασμού, σε μια Ελλάδα που μόλις στα τελευταία χρόνια εξήλθε από το αδιέξοδο αυτού του Διχασμού, να χρειάζεται μια συμβο-λική πράξη εθνικής συμφιλίωσης και ίσως αυτό το σκοπό να εξυπηρέτησε η έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης του Αρείου Πάγου.

    Έρχομαι, όμως, ως πολίτης, πλέον, της σύγχρονης, δημοκρατικής Ελλά-δας, να παρατηρήσω, ότι την πολιτική και ηθική αποκατάσταση των πολιτικών και στρατιωτικών εκείνων ανδρών, (οι οποίοι καταδικάστηκαν από τους πολι-τικούς τους αντιπάλους σε ποινική δίκη, που είχε όμως αμιγώς πολιτικά κίνη-τρα), δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να την αναλάβει και να την κρίνει σήμερα ένα ποινικό Δικαστήριο, ακόμη και το υψηλότερο, αλλά μόνη η Ελληνική Βουλή, στηριγμένη μάλιστα σε πόρισμα μιας εξεταστικής Επιτροπής, που θα την αποτελούσαν μέλη όλων των πολιτικών παρατάξεων, στηριζόμενα στην ε-πιστημονική βοήθεια έγκριτων επιστημόνων (ιστορικών στρατιωτικών εμπει-ρογνωμόνων κλπ.) Μόνο το κορυφαίο αυτό όργανο του δημοκρατικού μας πο-λιτεύματος θα μπορούσε να κηρύξει το πολιτικό πέρας του εθνικού Διχασμού, αποκαθιστώντας, συνάμα, αν διαπιστώσει ότι είναι ιστορικά και πολιτικά επι-βεβλημένο, όχι μόνο τους καταδικασθέντες στη δίκη του 1922, (αν κρίνει ότι αυτοί άδικα καταδικάστηκαν), αλλά κι όλους εκείνους, τους εκατοντάδες χιλιά-δες Έλληνες, από τους οποίους αναρίθμητες δίκες πολιτικής σκοπιμότητας στέ-ρησαν, από το 1922 και μετά, τη ζωή, την τιμή, την περιουσία, το μέλλον, τα όνειρα. Μόνο η Ελληνική Βουλή είναι αρμόδια να διαγράψει τα μελανά κι αμ-φισβητούμενα εκείνα κομμάτια της ιστορίας μας, τα οποία ακόμη «πονάνε» και τα οποία εξακολουθούν ν’ αποτελούν τις αιτίες πλήθους αγκυλώσεων και δια-στρεβλώσεων του πολιτικού μας συστήματος.
    =-=-=-=-=-=-=-

    Οι αιτίες, τα γεγονότα και τα τραγικά αποτελέσματα της Μικρασια-τικής Καταστροφής είναι γνωστά και η υπενθύμισή τους περιττεύει. Μια από τις πτυχές του δράματος ήταν και ο «εθνικός διχασμός», κορυφαίο επεισόδιο του οποίου αποτέλεσε και η γνωστή, πλέον, «Δίκη των Έξι», δηλαδή η δίκη των πολιτικών και στρατιωτικών που θεωρήθηκαν ως πρωταίτιοι της μεγάλης καταστροφής.
    Την επαύριον της Μικρασιατική Καταστροφή εκδηλώθηκε στρατιω-τικό κίνημα, υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον α-ντιπλοίαρχο Φωκά. Το κίνημα, που εξανάγκασε σε παραίτηση την κυ-βέρνηση Τριανταφυλλάκου και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, είχε ως πολι-τικό και ηθικό έρεισμά του την άποψη ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νι-κήθηκε, αλλά προδόθηκε».
    Στην Αθήνα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, η οποία αμέσως διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίε-ση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος, στις 9 Οκτωβρίου του 1922, ζήτησε την εκτέλεση των υ¬πευθύνων της τραγωδίας, ένα αίτημα που είχε ήδη καλλιεργήσει έ-ντεχνα η Επαναστατική Επιτροπή με το διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου προς τον ελληνικό λαό. Στο διάγγελμα γινόταν λόγος για παραδειγματι-κή, ποινική τιμωρία των «εχθρών της πατρίδος», στους οποίους οφειλό-ταν η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η διεθνής καταδίκη της Θράκης. Ο κύβος είχε, συνεπώς, ριφθεί. Το επαναστατικό κίνημα απαιτούσε εξιλαστήρια θύματα, προκειμένου να γίνει αρεστό στον εξορ-γισμένο λαό.

    Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος) αλλά και ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούσαν εκτελέ-σεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), ήθελαν μια κανο-νική δίκη και το ίδιο απαιτούσαν κι οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Τελικά, οι δύο απόψεις των κινηματιών «συμβιβάστηκαν» στη διεξαγωγή μιας δίκης – παρωδία, από ένα έκτακτο στρατοδικείο, που «στήθηκε» γι’ αυτό τον σκοπό και το οποίο παρείχε ελάχιστα εχέγγυα αμερόληπτης α-πονομής της Δικαιοσύνης.
    Το έκτακτο Στρατοδικείο συγκροτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1922. Τρεις μέρες αργότερα η ανακριτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας α-νέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πά¬γκαλος, εξέδωσε πόρισμα, με το οποίο παρέπεμψε σε δίκη, με την κατηγορία της «εσχά-της προδοσίας», οκτώ πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστι¬κό ρόλο στην πολιτική και στον Στρατό κατά την περίοδο 1920-1922: Τον Δημήτριο Γούναρη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Στράτο (πρώην Πρωθυπουργό), τον Νικόλαο Θεοτόκη (Υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπα-παδάκη), τον Γεώργιο Μπαλτατζή (Υπουργό Εξωτερικών στις κυβερνή-σεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), τον Ξενοφώντα Στρατηγό (υπο-στράτηγο ε.α., Υπουργό Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), τον Μιχαήλ Γαύδο (υποναύαρχο ε.α., Υπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη) και τον Γεώργιο Χατζανέστη, (αντιστράτηγο, Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και τη Θράκη).
    Η δίκη διεξήχθη από την 31η Οκτωβρίου έως την 15η Νοεμβρίου του 1922 σε ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Πα-λαιά Βουλή), αφού, ευθύς εξ αρχής, το Έκτακτο Στρατοδικείο απέρριψε το απόλυτα εύλογο για μια δημοκρατική κι ευνομούμενη χώρα αίτημα των κατηγορουμένων, να δικαστούν από το Ειδικό Δικαστήριο, κατ’ ε-φαρμογή του τότε ισχύοντος νόμου περί ευθύνης Υπουργών.

    Κοινή ήταν η πεποίθηση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι το Στρατοδικείο θα επέβαλλε θανατικές ποινές. Λόγω των διεθνών πιέσεων υπέρ των κατηγορουμένων η μετριοπαθής κυβέρνηση του Σωτηρίου Κροκίδα εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου και την πρω-θυπουργία ανέλαβε, στις 14 Νοεμβρίου (ενώ, δηλαδή, διαρκούσε ακόμη η δίκη), ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του κι-νήματος. Την ίδια εκείνη ημέρα, μετά την ολοκλήρωση των απολογιών των κατηγορουμένων και των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης, το Στρατοδικείο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία κήρυξε παμψηφεί ενόχους, για εσχάτη προδοσία, όλους τους κατηγορουμένους κι επέβαλε τη ποινή του θανάτου στους λοιπούς εξ αυτών, πλην του Μιχαήλ Γαύδου και του Ξενοφώντος Στρατηγού, στους οποίους επέβαλε την ποι-νή των ισοβίων δεσμών. Τη δίκη εκείνη της απόλυτης πολιτικής σκοπι-μότητας τη συμπλήρωσε η εσπευσμένη εκτέλεση των θανατοποινιτών, λίγες μόλις ώρες μετά την έκδοση της ετυμηγορίας του στρατιωτικού δι-καστηρίου.
    Γίνεται αντιληπτό, απ’ όσα συνοπτικά σας εξέθεσε ο υπογράφων, ότι, ως νομικός, δεν μπορεί να θεωρήσει αυτό που συνέβη στα τέλη του 1922 ως «δίκη», υπό την τεχνική έννοια του νομικού όρου. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι εξουσίας, για μια προσπάθεια ικανοποίησης της ανάγκης του ελληνικού λαού και των προσφύγων, ν’ ανεύρουν εξιλαστήρια θύματα, στα οποία να ξεσπάσουν την οργή τους. Την ανάγκη αυτή πολύ εύκολα ικα-νοποίησε ένα «επαναστατικό» κίνημα, το οποίο εκπορεύθηκε «εκ των άνω» και όχι από τον λαό, οδηγώντας σε μια δίκη – παρωδία, σε μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, τα επιλεχθέντα ως εξιλαστήρια θύματα, που ήταν –καθόλου σπάνιο για τη δύσμοιρη πατρίδα μας!– οι πολιτικοί αντί-παλοι του νέου αυτού καθεστώτος!

    Το τελευταίο που θα περίμενε, κατόπιν τούτων, ο υπογράφων, ως νομικός, αλλά και ως δημοκρατικός πολίτης της Ελλάδας του 21ου αιώνα, ήταν μια νέα δίκη, πολιτικής σκοπιμότητας κι αυτή τη φορά, σαν αυτή που διεξήχθη ενώπιον του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου ν’ ανατραπούν, 88 χρόνια αργότερα, οι συνέπειες εκείνες της επαίσχυντης, πρώτης δίκης, του 1922.

    Κατανοώ, βέβαια, την ευαισθησία των απογόνων των θεωρηθέντων ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και καταδικασθέντων από το έκτακτο Στρατοδικείο, να ζητήσουν την αποκατάσταση της ιστο-ρικής μνήμης των προγόνων τους (οι οποίοι, άλλωστε, δεν δικάστηκαν στα πλαίσια μιας δίκαιης δίκης). Επίσης, δεν θεωρώ κανέναν από τα εκα-τομμύρια των απογόνων των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανα-τολικής Θράκης ότι πονάει περισσότερο από μένα (απόγονο προσφύγων που ήλθαν από την Ανατολική Θράκη) για την τεράστια εκείνη απώλεια. Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω, ως νομικός μεν τη νομιμότητα, ως πολίτης δε την σκοπιμότητα μιας νέας δίκης.
    Ως νομικός πιθανολογώ το σκεπτικό της με αριθμό 1675/2010 από-φασης του Ζ΄ ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (παρότι δεν έχει α-κόμη δημοσιευθεί στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» και, συνεπώς, δεν μπόρεσα να το έχω στα χέρια μου): Η επανάληψη της δια-δικασίας της «Δίκης των Έξι», που είχε αμετάκλητα περατωθεί πολλές δεκαετίες πριν, στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 525 αριθμός 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, αν, ύ-στερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα –άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν– γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό μ’ εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε ήταν αθώ-ος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγ-ματικά τέλεσε.

    Πράγματι, στην προαναφερθείσα, ποινική δίκη, το Ζ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με οριακή πλειοψηφία έκρινε ότι προέκυψαν νέα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων. Ως τέτοια κρίθηκαν αφενός μεν ένα τηλεγράφημα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στείλει στο έκτακτο Στρατοδικείο, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν και το οποίο έφθασε την επομένη (16η Νοεμβρίου) της εκτέλεσης των έξι κα-ταδικασθέντων, αφετέρου δε μια ομιλία του ιδίου στη Βουλή, στην οποία έλεγε ότι οι «έξι» δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν προδότες.
    Κατά την ταπεινή μου άποψη, όμως, τέτοια στοιχεία δεν ήταν επαρ-κή και ικανά ν’ ανατρέψουν την παλαιά εκείνη δίκη, όσο αντιδημοκρατι-κά κι αν είχε διεξαχθεί, τη στιγμή, μάλιστα που αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν ιστορικά και όχι νομικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως, παρόμοια, ιστορικής και μόνο αξίας στοιχεία αποτελούν οι απόψεις κι οι ερμηνείες των ιστορικών, των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων και των εν γένει με-λετητών, όλων των δεκαετιών που ακολούθησαν την επαίσχυντη εκείνη δίκη. Επιπλέον τα πρακτικά της συνεδρίασης του έκτακτου Στρατοδικείου που την είχε διεξαγάγει και στα οποία είχαν περιληφθεί, μεταξύ άλλων, οι καταθέσεις των 12 μαρτύρων υπεράσπισης και των 12 μαρτύρων κατηγορίας, δεν υπήρχαν πια, ώστε να τεθούν υπόψη των Αρεοπαγιτών! Δεν προσκομίστηκαν, συνεπώς, ενώπιον του Αρείου Πάγου, αποδεικτικά στοιχεία τόσο ισχυρά, ώστε να μπορούν να πείσουν, από νομική άποψη, ότι αδίκως είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι προαναφερθέντες πολιτι-κοί και στρατιωτικοί και να επιτρέψουν την ανατροπή της αποφάσεως που είχε εκδοθεί σε βάρος τους το έτος 1922.

    Πιστεύω, συνεπώς, ως νομικός, ότι μια νέα, εσφαλμένη νομικά, δίκη, επιχείρησε ν’ ανατρέψει το αίσχος και το «άγος» της προηγούμενης. Και μπορεί μεν ο σκοπός αυτής της νέας δίκης να ήταν ιερός. Μπορεί, πράγ-ματι, μετά από τόσες δεκαετίες εθνικού Διχασμού, σε μια Ελλάδα που μόλις στα τελευταία χρόνια εξήλθε από το αδιέξοδο αυτού του Διχασμού, να χρειάζεται μια συμβολική πράξη εθνικής συμφιλίωσης και ίσως αυτό το σκοπό να εξυπηρέτησε η έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης του Αρείου Πάγου.
    Έρχομαι, όμως, ως πολίτης, πλέον, της σύγχρονης, δημοκρατικής Ελλάδας, να παρατηρήσω ότι την πολιτική και ηθική αποκατάσταση των πολιτικών και στρατιωτικών εκείνων ανδρών (οι οποίοι καταδικάστηκαν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους σε ποινική δίκη, που είχε όμως αμιγώς πολιτικά κίνητρα), δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να την αναλάβει και να την κρίνει σήμερα ένα ποινικό Δικαστήριο, ακόμη και το υψηλότερο, αλλά μόνη η Ελληνική Βουλή, στηριγμένη μάλιστα σε πόρισμα μιας ε-ξεταστικής Επιτροπής, που θα την αποτελούσαν μέλη όλων των πολιτι-κών παρατάξεων, στηριζόμενα στην επιστημονική βοήθεια έγκριτων επιστημόνων (ιστορικών στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων κλπ.)

    Μόνο το κορυφαίο αυτό όργανο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος θα μπορού-σε να κηρύξει το πολιτικό πέρας του εθνικού Διχασμού, αποκαθιστώντας, συνάμα, αν διαπιστώσει ότι είναι ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένο, όχι μόνο τους καταδικασθέντες στη δίκη του 1922 (αν κρίνει ότι αυτοί άδικα καταδικάστηκαν), αλλά κι όλους εκείνους, τους χιλιάδες Έλληνες, από τους οποίους αναρίθμητες δίκες πολιτικής σκοπιμότητας στέρησαν, από το 1922 και μετά, τη ζωή, την τιμή, την περιουσία, το μέλλον, τα όνειρα. Μόνο η Ελληνική Βουλή είναι αρμόδια να διαγράψει τα μελανά κι αμφισβητούμενα εκείνα κομμάτια της ιστορίας μας, τα οποία ακόμη «πονάνε» και τα οποία εξακολουθούν ν’ αποτελούν τις αιτίες πλήθους αγκυλώσεων και διαστρεβλώσεων του πολιτικού μας συστήματος.

    http://mikrasiatis.gr/?p=4151

  9. Βλάσης Αγτζίδης on

    ———————————————————————————————–
    ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΗΧΩ», ΜΆΡΤΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011
    ———————————————————————————————–

    O Αρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση
    του Στρατοδικείου για τους ΄Εξι
    χωρίς να ασχοληθεί εκ νέου με την υπόθεση

    Του ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ, επίτιμου δικηγόρου – συγγραφέα

    Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Eλληνισμού από τις πατρίδες του, εκδηλώθηκε ως γνωστόν η Επανάσταση των στρατιωτικών μονάδων, που υπό την ηγεσία των Νικ. Πλαστήρα και Στυλ. Γονατά κατέλυσαν την κυβέρνηση των Αθηνών, εξεδίωξαν τον βασιλέα Κωνσταντίνο και συγκρότησαν Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο για την τιμωρία των ενόχων της συντριβής και της εγκατάλειψης των Μικρασιατών στο έλεος των Τούρκων. Στο Στρατοδικείο προσήχθησαν οκτώ κατηγορούμενοι, από τους οποίους οι έξι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ήταν οι Δημ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Νικ. Θεοτόκης, Γεωργ. Μπαλτατζής (που είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί ή υπουργοί στη διετία 1920-1922), και ο αρχιστράτηγος της Ήττας Γεωργ. Χατζανέστης. Η εκτέλεσή τους έγινε στις 15 Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί.

    Από τότε υπήρξαν ατέλειωτες και οξύτατες διαμφισβητήσεις για το κατά πόσον οι Έξι ήταν πράγματι προδότες, όπως τους χαρακτήριζε η απόφαση του Στρατοδικείου, και αν άξιζαν τη θανατική εκτέλεση. Μετά από 85 χρόνια ο εγγονός του Π. Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε την επανάληψη της διαδικασίας της περιώνυμης εκείνης δίκης (αναψηλάφηση). Σημειωτέον ότι η άσκηση ενός ενδίκου μέσου από οποιονδήποτε καταδικασθέντα συνεπάγεται την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης και για τους υπόλοιπους. Ο Άρειος Πάγος (Ζ΄ Ποινικό Τμήμα) μετά από κάποιες δικονομικές δολιχοδρομήσεις εξέδωσε την υπ’ αρ. 1675 /2010 απόφασή του, με την οποία ακύρωσε την απόφαση του Στρατοδικείου του 1922, αλλά δεν εδίκασε την υπόθεση εκ νέου, διότι η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος επέφερε την παραγραφή των αδικημάτων που τους απεδόθησαν.

    Δημοσιεύουμε στη συνέχεια εκτενές σχόλιο της απόφασης του Αρείου Πάγου, γραμμένο από τον συνεργάτη μας Τάκη Σαλκιτζόγλου (επίτιμο δικηγόρο-συγγραφέα)

    1.- Μετά από αίτηση του Μιχ. Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού ενός από τους καταδικασθέντες στη Δίκη των Έξι, ο οποίος ζήτησε την επανάληψη (αναψηλάφηση) της διαδικασίας του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου και την απάλειψη του στίγματος της προδοσίας, που η καταδικαστική απόφαση είχε αποδώσει σε αυτούς, ο Άρειος Πάγος (Ζ΄ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο) μετά από δικονομικές δολιχοδρομήσεις εξέδωσε την υπ’ αρ. υπ’ αρ. 1675/2010 απόφασή του. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας απεφάνθη, με ισχυρή μειοψηφία, ότι ναι μεν έχει δικαίωμα να επιληφθεί της αναψηλάφησης της υπόθεσης, αλλά λόγω της επελθούσης παραγραφής, αφού από το 1922 έχουν συμπληρωθεί 88 ολόκληρα χρόνια, η καταδικαστική απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου πρέπει να ακυρωθεί και η εναντίον τους ποινική δίωξη να παύσει. Ο Άρειος Πάγος δηλαδή δεν αθώωσε τους καταδικασθέντες, όπως ίσως πολλοί ενόμισαν, αλλά απλά και μόνο δεν επελήφθη της ουσίας της υπόθεσης. Η ακύρωση της απόφασης του Στρατοδικείου σημαίνει και την ακύρωση του χαρακτηρισμού της προδοσίας που τους απεδόθη με την απόφαση αυτή. Έληξε έτσι το δικαστικό μέρος της πολυτάραχης αυτής υπόθεσης. Όχι όμως και το ιστορικό πρόβλημα που αφορά την ενοχή των καταδικασθέντων στη μεγαλύτερη ίσως ήττα που υπέστη ποτέ ο Ελληνισμός.

    Η απόφαση αυτή του Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου (και μάλιστα σε Συμβούλιο, δηλαδή χωρίς δημοσία συνεδρίαση) παρέχει διττή αφορμή για σχολιασμό, τόσο από ιστορική θεώρηση όσο και από άποψη ορθής νομικής θεμελίωσης. Ο σχολιασμός και η κριτική των αποφάσεων των δικαστηρίων είναι βεβαίως ελεύθερος, αρκεί να γίνεται με ευπρέπεια και με επιχειρήματα. Μια τέτοια κριτική θα επιχειρήσει και αυτός που σύρει τις ακόλουθες γραμμές.

    Ευθύς εξ αρχής τονίζουμε ότι το κείμενο που ακολουθεί κάθε άλλο παρά επικροτεί την εκτέλεση της θανατικής ποινής την οποία κατέγνωσε το Επαναστατικό Στρατοδικείο. Οι εκτελέσεις των καταδικασθέντων χρεώνονται στην τότε ηγεσία της Επανάστασης, η οποία μπορούσε να διατάξει τη μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια δεσμά, όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967.

    2.- Ευρύτατο πεδίο κριτικής παρέχει κατ’ αρχάς το ι σ τ ο ρ ι κ ό π ρ ο ο ί – μ ι ο της κρινομένης απόφασης (1675/2010), το οποίο αναπτύσσεται στην πρόταση του κ. αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η εισαγγελική αυτή πρόταση εκτείνεται στις 162 από τις 182 σελίδες της όλης απόφασης, γεγονός ασύνηθες στα δικαστικά χρονικά. Και εάν η εισαγγελική πρόταση επρόκειτο να εγκύψει στην επίλυση ακανθωδών νομικών προβλημάτων, που έχουν διχάσει την επιστήμη και τη νομολογία, θα ήταν δυνατόν να δικαιολογηθεί μια κάποια έκταση στην εισήγηση αυτή, οπωσδήποτε όμως όχι σε τέτοιο βαθμό. Αλλά ο κ. αντεισαγγελέας θεώρησε υποχρέωσή του να ενσωματώσει μέσα στην πρότασή του μια πολυσέλιδη ιστορική πραγματεία, τελείως αλυσιτελή και περιττή, στην οποία αναπτύσσει δια μακρών άσχετα γεγονότα και υποπίπτει επί πλέον σε πολλαπλά σφάλματα, κυριότερο των οποίων είναι η τελική γνώμη του ότι οι έξι καταδικασθέντες «είναι προφανώς αθώοι» (σελ. 162 της απόφασης). Είναι γνωστόν όμως ότι η παραγραφή ποτέ δεν αθωώνει τους κατηγορουμένους.

    Απλώς παύει την ποινική δίωξη και δεν επιτρέπει την έρευνα της υπαιτιότητάς τους. Προφανώς ο κ. αντεισαγγελέας παρεσύρθη στην έκφραση αυτής της νομικά άστοχης πρότασής του περί «αθωότητας» των Έξι, ελαυνόμενος από τις προσωπικές ιστορικές εκτιμήσεις του, οι οποίες εκφράζονται μέσα από τον ποταμό των σελίδων της πρότασής του, όπου χωρίς λόγο μακρηγορεί και πλατειάζει.

    Έτσι ο αναγιγνώσκων την πρότασή του δεν αντιλαμβάνεται τι σχέση έχουν με την κρινόμενη υπόθεση οι πολυσέλιδες αναφορές του στη Ρωσογερμανική σύγκρουση του 1914 για την Πρωσία (σελ. 12), στην κινηματογραφική ταινία του Μελ Γκίμπσον Gallipoli (σελ. 34), στον Έρνεστ Χεμινγουέι και τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-1939 (σελ. 93-94), στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία (σελ. 101), στην ήττα των Γάλλων στο Ντιεν-Μπεν-Φού της Ινδοκίνας το 1954 (σελ. 157), ακόμα και στο ρόλο του … Ρασπούτιν κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση (σελ. 40), όπως επίσης και, λίαν περιέργως, στον……Τρωικό Πόλεμο (σελ. 106-107). Η μικρή αυτή σταχυολόγηση μερικών μόνο επιχειρημάτων του από την πλημμύρα των άχρηστων και άσχετων ιστορικών συμβάντων, τα οποία ματαίως προσπαθεί να συνδέσει ο συντάκτης της πρότασης με την προδοσία ή όχι των Έξι καταδικασθέντων, αποδεικνύει απλώς την επιδεικτική ιστοριομάθεια του κ. αντεισαγγελέα. Η πολυσέλιδη αυτή εισαγγελική πρόταση αναλίσκεται επίσης σε διεξοδική περιγραφή όλων σχεδόν των μαχών που έδωσε ο στρατός μας στη Μικρά Ασία, πράγμα βεβαίως περιττό, αφού κανείς δεν περιμένει να λάβει μαθήματα πολεμικής στρατηγικής από τα δικόγραφα των νομικών.

    Όλα αυτά είναι απλώς περιττά και α π ρ ο σ δ ι ό ν υ σ α και δεν συνάδουν με τη λακωνικότητα και την εύστοχη ακρίβεια που πρέπει να διακρίνει τις δικαστικές εισηγήσεις και αποφάσεις .

    3.- Εξάλλου ο συντάκτης της εισαγγελικής πρότασης παρεσύρθη και σε σοβαρές ιστορικές π α ρ ε κ τ ι μ ή σ ε ι ς, πράγμα αναμενόμενο από τη στιγμή που θέλησε να γίνει κριτής των συμβάντων της Ιστορίας. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πεδίον και ευκαιρία ανάπτυξης υποκειμενικών θεωριών επί θεμάτων αμφισβητουμένων ή και άλυτων, επί των οποίων η επιστήμη δεν έχει ακόμη κατασταλάξει, και ίσως ποτέ δεν θα το κατορθώσει, και που διαφεύγουν από το γνωστικό αντικείμενο των δικαστών. Διότι δεν περιμένουμε βεβαίως από τα δικαστήρια να αποφανθούν επί μεγάλων προβλημάτων, όπως π.χ. η ορθότης των θεωριών του Δαρβίνου, η παραδοχή ή η απόρριψη της θεωρίας του Φρόϋντ, ακόμη και η ύπαρξη ή όχι Θεού . Η αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων είναι έργο των ιστορικών και όχι των δικαστών. Διαφορετικά οδηγούμεθα σε μια επικίνδυνη Δ ι κ α σ τ η ρ ι ο π ο ί η σ η τ η ς Ι σ τ ο ρ ί α ς (Judiciarisation de l’ Histoire ).

    Οι ιστορικές αυτές παρεκτιμήσεις αλλά και οι άσκοπες περιηγήσεις του κ. αντεισαγγελέα στην παγκόσμια ιστορία, είναι άπειρες. Γνωμοδοτεί περιέργως ότι «δεν ήταν ο εθνικός διχασμός εκείνος που άσκησε τη νομιζόμενη γενικώς επιβλαβή επιρροή στη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά άλλα γεγονότα ανεξάρτητα εκείνου» (σελ. 7). Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο εθνικός διχασμός στα 1916 ήταν ….. επωφελής (!) για την Ελλάδα, αφού συνετέλεσε να καθυστερήσει η είσοδος της χώρας μας στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (σελ. 41). Μας πληροφορεί το λίαν ενδιαφέρον γεγονός (μόνο για τον ίδιο φυσικά) ότι ο Τσάρος προσέφερε 50.000 ρούβλια στο Ρώσο στρατιώτη που θα έμπαινε πρώτος στο Βερολίνο (σελ. 15), και το μεγάλης σημασίας (κατά τον κ. αντεισαγγελέα) γεγονός ότι ο Έρικ φον Φάλκενχαϊμ, που αντικατέστησε μετά τη μάχη του Μάρνη τον στρατάρχη φον Μόλτκε, ήταν «ένας κοντοκουρεμένος Γερμανός αξιωματικός με γκρίζο μουστάκι, με βλέμμα ψυχρό και ύφος στιβαρό» (σελ. 16 ), ότι η απόπειρα αυτονόμησης της Ιωνίας» δεν βρήκε ανταπόκριση από τους ντόπιους» (σελ. 125), ότι η αρχαιοελληνική λέξη «Οίκαδε», που έγινε τίτλος του πασίγνωστου άρθρου του Γ. Α. Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή» τον Αύγουστο του 1922, απασχολούσε τους στρατιώτες της Μικράς Ασίας » όπως τον ομηρικό Οδυσσέα η ΙΘΑΚΗ » (σελ. 134, πολύ περίεργη παρομοίωση ), ότι το » αποτέλεσμα της ήττας ήταν η μ ε τ α κ ί ν η σ η ενός τεραστίου πλήθους 1.500.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην κυρίως Ελλάδα » (σελ. 143, έτσι ονομάζει το ξερίζωμα τόσων Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρίδες του ο κ. αντεισαγγελέας, απλή μετακίνηση) κ.λ.π., παραδείγματα «ων ουκ έστι αριθμός». Εκφράζει δε και τη γνώμη ότι θα έπρεπε η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ιωνία πολύ πριν από τις εκλογές της 1/11/1920 ( σελ. 63 ), χωρίς βεβαίως να αναλογισθεί ότι έτσι μόνη της η Ελλάδα θα καταπατούσε τη Συνθήκη των Σεβρών με απροσμέτρητες συνέπειες για τη χώρα μας και βεβαίως και για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι υπέφεραν από τους διωγμούς των Νεοτούρκων με συνέπεια σημαντικό τμήμα από αυτούς να έχουν καταφύγει ήδη πολύ προ του 1919, έντρομοι στην Ελλάδα. Διαφεύγει απολύτως της ιστοριομάθειας του κ. αντεισαγγελέα ότι η ελληνική κυβέρνηση, εκτός των άλλων, απεδέχθη την εντολή κατάληψης της Ιωνίας για να προστατεύσει τους Μικρασιάτες της Ανατολής από τη γενοκτονική βία των Νεοτούρκων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει περιγράψει αναλυτικά και κατά περιοχές τα μαρτύρια και τους διωγμούς των Μικρασιατών στις 416 σελίδες της Μαύρης Βίβλου που εξέδωσε το 1919.

    4- Θα μπορούσε κανείς να αλιεύσει πλείστα άλλα παρόμοια επιχειρήματα από την πρόταση του κ. αντεισαγγελέα. Μπορεί επί παραδείγματι να επισημάνει την α π ο σ ι ώ π η σ η πολλών κρισίμων ιστορικών περιστατικών, όπως την επανειλημμένη αγνόηση της εκπεφρασμένης ετυμηγορίας του ελληνικού λαού από τον Κωνσταντίνο, τη σαφώς φιλογερμανική στάση του, την παράδοση του Ρούπελ στον στρατό των γερμανοβούλγαρων, την αυτομόληση ολόκληρης ελληνικής μεραρχίας στους Γερμανούς (της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς), πράξεις οι οποίες δικαιολογήθηκαν στο βωμό της ουδετερότητας (ουσιαστικά γερμανοφιλίας) των βασιλικών κυβερνήσεων. Αποσιώπησε ο κ. αντεισαγγελέας ότι η εντολή του Μαΐου του 1919 προς τον Βενιζέλο να καταλάβει η Ελλάδα την Ιωνία δόθηκε επειδή οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να καταλάβουν αυτοί τη Σμύρνη, και αν η Ελλάδα δεν δεχόταν την ιστορική αυτή ευκαιρία θα χανόταν ίσως δια παντός στο μέλλον η ελπίδα απελευθέρωσης των Μικρασιατών. Αποσιωπά ότι το οθωμανικό κράτος είχε κηρύξει ήδη από το 1914 απηνή διωγμό και κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όπως αποδεικνύει η τακτική του με τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Αποσιωπά επίσης τη σφοδρή αντίθεση των Συμμάχων προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, τον οποίον θεωρούσαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους μετά τον Κάϊζερ και ότι η επαναφορά του στο θρόνο συνετέλεσε και αυτή στη μεταστροφή της μέχρι τότε ευνοϊκής προς την Ελλάδα πολιτικής τους.

    Το ακόμη περιεργότερο είναι ότι ο κ. αντεισαγγελέας εξυμνεί τα αγαθά της ουδετερότητας που έπρεπε να τηρήσει τότε η ελληνική κυβέρνηση, επικαλούμενος το απαράδεκτο επιχείρημα ότι «οι προπαγανδιστές (της εξόδου στον πόλεμο) που εξήπταν τη φαντασία των νεαρών για ηρωικά κατορθώματα και δόξα ατελεύτητη παρέλειπαν να τους πουν, ότι ο Πόλεμος ούτε Πανήγυρη – ούτε Φιέστα – ούτε Χοροεσπερίδα – ούτε Πικ-νικ – ούτε Εκδρομή – ούτε Τουρισμός είναι. Είναι Αίμα, Δάκρυα, Θάνατος». Και προς επίρρωσιν του κηρύγματός του μας παρακινεί να διαβάσουμε το αντιπολεμικό έργο του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» (σελ. 39). Εδώ θα μας επιτραπεί να του υπενθυμίσουμε ότι ε υ τ υ χ ώ ς που δεν είχαν τέτοιες ιδέες οι Έλληνες, όταν πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και απελευθέρωσαν τόσα ελληνικά εδάφη ή όταν πήραν τα όπλα και έτρεξαν το 1940 στην Αλβανία. Διαφεύγει δε εντελώς από την ιστοριομάθεια του κ. αντεισαγγελέα ότι η πολιτική της ουδετερότητας μετά την παράδοση του οχυρού του Ρούπελ και της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς στους Γερμανοβούλγαρους, έθετε σε άμεσο κίνδυνο τα εδαφικά οφέλη που είχε κερδίσει η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους .

    5.- Αποσιωπά επίσης η εισαγγελική πρόταση το γεγονός ότι ο αρχιστράτηγος της Ήττας Χατζανέστης, αντί να σπεύσει επί τόπου στα πεδία των μαχών, επέμενε να διευθύνει τις επιχειρήσεις από τη Σμύρνη, δηλαδή από απόσταση 80 χιλιομέτρων, με μόνο μέσο επικοινωνίας έναν ασύρματο, ο οποίος και αυτός ήταν κακοσυντηρημένος και μισοχαλασμένος. Έτσι οι Τούρκοι υπέκλεψαν τη διαταγή της αντικαταστάσεώς του από τον αντιστράτηγο Νικ. Τρικούπη και ο νεοπροαχθείς εις αρχιστράτηγον Τρικούπης την πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, όταν συνελήφθη αιχμάλωτος ! Επονείδιστες στιγμές στην ελληνική ιστορία, για τις οποίες έπρεπε να πληρώσουν επιτέλους κάποιοι…

    Αποσιωπά τέλος ο συντάκτης της σχοινοτενούς εισαγγελικής πρότασης τον απαράδεκτο νόμο 2870/1922 «περί απαγορεύσεως της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»(βλ. Φ.Ε.Κ. 119/20-7-1922 ). Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, προβλέποντας το κύμα των προσφύγων που θα κατέκλυζε την κυρίως Ελλάδα μετά την αναμενόμενη ήττα, θέλησε να το εμποδίσει. Στην ουσία δηλαδή εγκατέλειπε τους Μικρασιάτες στη σφαγιαστική μανία των Τούρκων, διότι κατά βάθος ήθελε να αποφύγει την έλευση στην κυρίως Ελλάδα των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ιωνίας, της Αιολίδας, της Λυδίας κ.λ.π., οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους βενιζελικοί και θα άλλαζαν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Δηλαδή προέταξαν το κομματικό τους συμφέρον και αδιαφόρησαν για την τύχη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας …

    6.- Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες παρεκτιμήσεις ή αποσιωπήσεις των ιστορικών γεγονότων της ταραγμένης εκείνης εποχής, τις οποίες διαπιστώνει ο επαρκής αναγνώστης της εισαγγελικής πρότασης. Ο επαρκής αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μην διερωτηθεί πώς διέφυγε της προσοχής του κ. αντεισαγγελέα, ότι δεν είχε μπροστά του ούτε το κείμενο της προς αναψηλάφησιν απόφασης, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία (δηλαδή τις μαρτυρίες και τα έγγραφα που κατετέθησαν), ούτε καν τον αριθμό της απόφασης του Στρατοδικείου, πράγμα που δικαίως επεσήμαναν οι μειοψηφήσαντες δικαστές. Τούτο διότι, ως γνωστόν, ολόκληρη η δικογραφία έχει περιέργως εξαφανισθεί και μόνη πηγή από την οποία πληροφορούμεθα περί όλων αυτών είναι μερικές α ν ε ύ θ υ ν ε ς ή και ύ π ο π τ ε ς μεταγενέστερες δημοσιογραφικές δημοσιεύσεις.

    Μόνη αυτή ή έλλειψη της δικογραφίας, στο πρωτότυπο ή έστω σε επίσημο αντίγραφο, θα έπρεπε να οδηγήσει τον κ. αντεισαγγελέα στην άρνηση διατύπωσης οποιασδήποτε γνώμης περί της ανάγκης ή όχι της επανάληψης της διαδικασίας (αναφηλάφησης). Και βεβαίως στην ίδια γνώμη θα έπρεπε να καταλήξει και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όπως ορθώς εισηγήθηκε η μειοψηφία. Θα ανέμενε δε ευλόγως ο αναγνώστης του σκεπτικού της αρεοπαγιτικής απόφασης να ασχοληθουν οι δικαστές με την κριτική επεξεργασία των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλε ο προτείνας την «αθώωση» των καταδικασθέντων κ. αντεισαγγελέας. Αντιθέτως η απόφαση του Αρείου Πάγου εμφανίζεται να ασπάζεται ασυζητητί τα επιχειρήματα αυτά, αφού υιοθέτησε καθ’ ολοκληρίαν την εισαγγελική πρόταση.

    7.- Η επανάληψη της διαδικασίας ποινικής δίκης (αναψηλάφηση) διατάσσεται κατά το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας χωρίς κανένα χρονικό περιθώριο, δηλαδή οποτεδήποτε, αρκεί να αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη νέα γεγονότα και αποδείξεις, άγνωστα στους δικάσαντες, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο δικάσαν δικαστήριο καθιστούν φανερή την αθωότητα του καταδικασθέντος.

    Και ευλόγως διερωτάται ο καθένας: – Αφού δεν είχε ο Άρειος Πάγος υπ’ όψη του τα γεγονότα και τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν στο Στρατοδικείο, πώς αποφαίνεται ότι οι σημερινές αποδείξεις ήταν άγνωστες στους δικάσαντες? Τόσο στην εισαγγελική πρόταση όσο και στο σκεπτικό της απόφασης κανένα νέο τέτοιο γεγονός δεν αναφέρεται. Το μόνο που αναγράφεται είναι κάποιες γνώμες πολιτικών, Ελλήνων και ξένων, που προέβλεπαν (για δικούς τους λόγους) την αποτυχία της εκστρατείας ή κείμενα συγγραφέων, που εκ των υστέρων βεβαίως, έγραψαν ότι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ήταν καταδικασμένη. Αυτά όμως δεν είναι νέα γεγονότα, που π ρ ο ϋ π ή ρ ξ α ν της καταδίκης και που παρέμειναν, για διαφόρους λόγους, άγνωστα στους δικάσαντες. Οπωσδήποτε δε οι νεότερες αυτές γνώμες καθόλου δεν συνάπτονται με την προδοτική ή όχι συμπεριφορά των Έξι καταδικασθέντων.

    8.- Η απόφαση ελήφθη με ψήφους τρεις κατά δύο. Οι δύο εκ των πέντε δικαστών που συναποτελούσαν τη σύνθεση του Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου διατύπωσαν την αντίθετη γνώμη τους σε ένα κείμενο ευσύνοπτο, που είναι θεμελιωμένο κυρίως στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι μειοψηφήσαντες αρεοπαγίτες (Κων/νος Φράγκος και Ανδρ. Ξένος) είχαν την ορθή, κατά την άποψή μας, γνώμη ότι έπρεπε να ανακληθεί η προηγουμένη απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπ’ αρ. 1533/2009), αφ’ ενός μεν διότι δεν ήταν οριστική ( και το αιτιολογούν πειστικότατα αυτό), αφ’ ετέρου δε διότι θα έπρεπε να εξετασθεί εξ αρχής η υπόθεση παρουσία μάλιστα του αιτούντος, κυρίως δε : «διότι δεν βρέθηκε στα Αρχεία του Κράτους και δεν υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ούτε η προσβαλλομένη από 15-11-1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβαν υπ’ όψιν τους οι δικαστές που συγκρότησαν το δικαστήριο εκείνο (…….) και δεν δύνανται να συγκριθούν και να αξιολογηθούν προς όσα στοιχεία ως νέα γεγονότα και αποδείξεις επικαλείται και προσκομίζει στην αίτησή του (ο αιτών την αναψηλάφηση), ώστε να δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι ήταν ικανά να οδηγήσουν, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τα γεγονότα που είχαν τεθεί υπ’ όψιν των δικαστών (του Στρατοδικείου) στην παραδοχή της ενδίκου αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας».
    Οι τρείς όμως πλειοψηφήσαντες δικαστές (Θεοδώρα Γκοΐνη, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Παπαδόπουλος και Ιωάννης Γιαννακόπουλος, εισηγητής) απέρριψαν τη γνώμη της μειοψηφίας και έκαναν δεκτή την πρόταση του Αντεισαγγελέα κ. Νικολάου Τσάγγα. Έτσι ετάχθησαν αλληλέγγυοι με τα όσα η εισαγγελική αυτή εισήγηση προέτεινε και με όσες ιστορικές απόψεις διατυπώθηκαν σε αυτήν.

    Η Ιστορία λοιπόν ερμηνεύθηκε και αξιολογήθηκε από δικαστές, ανωτάτου μεν επιπέδου, για την ιστορική όμως παιδεία και κατάρτιση των οποίων δικαιούται ο καθένας να έχει αντίθετη γνώμη.

    9.- Ο γράφων δεν υποστηρίζει ότι οι καταδικασθέντες ήσαν προδότες με την αυστηρή έννοια του νομικού όρου. Θυμάται όμως πάντοτε τον γνωστό κανόνα του Ρωμαϊκού Δικαίου, που προήλθε από τον λαό εκείνο, του οποίου η νομική διαίσθηση και σκέψη μας εκπλήσσει μέχρι σήμερα, και ο οποίος κανόνας έλεγε ότι culpa lata dolo comparatur (η βαρεία αμέλεια εξομοιούται προς τον δόλο). Πολύ ενωρίς άλλωστε η έννοια του δόλου διευρύνθηκε και περιέλαβε και τη βαρεία αμέλεια. Ήταν φυσικό να υιοθετηθεί αυτή η κοινώς κρατούσα άποψη από ένα Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, που συνεδρίαζε όταν γύρω του ήταν νωπές οι πληγές της Καταστροφής, όταν η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που θρηνούσαν το θάνατο των δικών τους ανθρώπων, που δεν είχαν ούτε καν ακόμη στεγασθεί σε αντίσκηνα ή σε παράγκες και επαιτούσαν «μονοχίτωνες και μονοσάνδαλοι».

    Οι θεωρούμενοι, καλώς ή κακώς, υπεύθυνοι της Καταστροφής αντιμετώπιζαν την ζέουσα οργή του επαναστατημένου στρατού και της κοινής γνώμης. Βεβαίως οι Έξι δεν άξιζαν τη θανατική εκτέλεση. Δεν άξιζαν όμως το θάνατο ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες των σφαγιασθέντων Μικρασιατών και αιχμαλώτων. Η ευθύνη της εκτέλεσής τους, όπως προαναφέρθηκε, δεν βαρύνει τόσο τους στρατοδίκες, όσο, πολύ περισσότερο, την επαναστατική κυβέρνηση εκείνης της ιστορικής ώρας. Το αίμα όμως που ρέει από τις εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων φέρνει άλλο αίμα, όπως έγινε μετά το κίνημα του 1935 και τις εκδικητικές εκτελέσεις των Παπούλα και Κοιμίση.

    10.- Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προδοσίας απαιτεί τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου στον δράστη. Κανένας, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι καταδικασθέντες επρόδωσαν ενσυνείδητα την πατρίδα τους, όπως έκανε ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες. Τούτο το παραδέχθηκαν αργότερα τόσο ο Θ. Πάγκαλος όσο και ο Ελ. Βενιζέλος. Κανένας όμως δεν μπορεί να παρίδει την εγκληματική αμέλειά τους σε πληθώρα περιπτώσεων, και τον κομματικό τους καιροσκοπισμό, που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο άλλου, ξεχωριστού, σχολίου.

    Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι στους τρεις εξ αυτών (Γούναρη, Θεοτόκη, Πρωτοπαπαδάκη) μπορεί να αποδοθεί και ενδεχόμενος δόλος.
    Η καταδίκη των Έξι δεν ήταν παρά η κ ά θ α ρ σ η μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν η δυσάρεστη, οδυνηρή και αιματηρή εκτόνωση του λαϊκού και εθνικού αισθήματος εκείνων των τραγικών ημερών, μια στρόφιγγα από την οποία εκτονώθηκε η αγανάκτηση μιας νικημένης στρατιάς τουλάχιστον 100.000 στρατιωτών και ενός εκατομμυρίου ξεριζωμένων (και όχι απλώς….μετακινηθέντων, όπως τους θέλει η απόφαση) Μικρασιατών προσφύγων, οι οποίοι θρηνούσαν τουλάχιστον άλλα 500.000 θύματα σφαγών, βιασμών, εμπρησμών, δηώσεων και κατακρεουργήσεων.

    Όσον αφορά τον ξεριζωμό και τον αφανισμό του ενός από τους δύο πνεύμονες με τους οποίους ανέπνεε και μεγαλουργούσε ο ελληνισμός, και που είναι η προαιώνια Μικρασιατική του πατρίδα, αυτό είναι ένα άλλο κολοσσιαίο κεφάλαιο, με το οποίο η κρινόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, και βεβαίως και ο προτείνας κ. αντεισαγγελέας δεν ασχολήθηκαν.

    Οι καταδικασθέντες το 1922 δεν επρόδωσαν. Όμως π α ρ έ δ ω σ α ν τη Μικρά Ασία και τους Μικρασιάτες στους τσέτες του Κεμάλ. Ίσως οι κ.κ. αρεοπαγίτες να διατύπωναν διαφορετικά την απόφασή τους (και βεβαίως και ο κ. αντεισαγγελέας την πρότασή του), αν ήξεραν ότι δυο χρόνια αργότερα η τουρκική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης Yeni Giun, σε μια ανασκόπηση της ελληνοτουρκικής σύρραξης, παραδεχόταν ότι η τουρκική νίκη ήταν ανέλπιστη και δημοσίευε μάλιστα στην πρώτη της σελίδα τις φωτογραφίες των Γούναρη και Στράτου με τον υπέρτιτλο « Ο ι Σ ω τ ή ρ ε ς τ η ς Τ ο υ ρ κ ί α ς» .
    Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Άλωση δεν έγινε το 1453.

    Έγινε το 1922.

  10. […] τους και με την διάπραξη νομικών ανομιών, όπως η πρόσφατη οριακή απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία μετατρέπεται σε ιστορικό που […]

  11. […] Η “αθώωση” των Εξ, ο Άρειος Πάγος και οι προσφυγικές ο… […]

  12. […] καλλιέργησε ιστορικά και συνεχίζει να καλλιεργεί μια αντιδραστική και ακραία Δεξιά σε απόλυτη συμφωνία με μια φιλοκεμαλική […]

  13. […] Η “αθώωση” των Εξ, ο Άρειος Πάγος και οι προσφυγικές ο… […]

  14. […] των ενόχων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δηλαδή την ακύρωση της Δίκης των Έξη από τον Άρειο Πάγο και την επίσημη πλέον παραδοχή ότι για εκείνο το […]


Σχολιάστε