Οι τρεις Παπαδόπουλοι: Mε αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ανδρ. Βενιανάκη

Η νέα μελέτη του Ανδρέα Βενιανάκη για τους τρεις ηγέτες του δωσιλογικού ΕΕΣ ολοκληρώνει μια ερευνητική περίοδο για κάποιες από τις άγνωστες πλευρές της γερμανικής Κατοχής στο χώρο της Μακεδονίας. Μετά το βιβλίο για το βίο και την πολιτεία του Δάγκουλα, ενός κορυφαίου δωσίλογου με πολύ αιματηρή δράση και τη διερεύνηση του ρόλου των μυστικών γερμανικών υπηρεσιών στην συγκρότηση των ένοπλων σωμάτων στην υπηρεσία του κατακτητή, καθώς και το επόμενο για την οικονομική δράση των συνεργατών  των Ναζί στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη, έχουμε στα χέρια μας το παρόν πόνημα με στοιχεία αφενός της συγκρότησης του ΕΕΣ και αφετέρου τις πολύπλοκές συνθήκες και σχέσεις που δημιουργήθηκαν στην μακεδονική ύπαιθρο και καθόρισαν την ένταξη των πολιτών στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Παράλληλα, παρουσιάζονται για πρώτη φορά λεπτομέρειες και άγνωστα στιγμιότυπα εκείνων των αιματηρών συγκρούσεων που η μνήμη τους είχε διασωθεί μόνο στις προφορικές αφηγήσεις των επιγόνων. Ο Βενιανάκης με την επιμονή και τη μέθοδο ενός ώριμου ερευνητή συνέλεξε τις πληροφορίες και μέσα από μεθοδική επεξεργασία τις παρουσιάζει στον ερευνητή, αλλά και στον απλό αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει και να κατανοήσει τις υπόγειες διεργασίες.

Η σημαντικότητα της μελέτης, εκτός από όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν, έγκειται στο ότι μελετά αυτά που διαδραματίστηκαν στον μακεδονικό χώρο, όπου οι μνήμες και τα τραύματα παραμένουν ακόμα ζωντανά.  Κατά συνέπεια η πλήρης γνώση και της πιο μικρής λεπτομέρειας, συμβάλλει στην διαδικασία της κατανόησης και επιτρέπει την ιστορική πληροφορία να αντικαταστήσει τις τραυματικές οικογενειακές μνήμες. Σίγουρα η υπέρβαση των όσων δίχασαν την μακεδονική κοινωνία τη δεκαετία του ’40 δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Όμως γι αυτό είναι σημαντική η συμβολή του έργου του Ανδρέα Βενιανάκη στην κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών στη Μακεδονία. Να σημειωθεί ότι αυτά που διαδραματίστηκαν στη Βόρεια Ελλάδα αποτελούσαν παρέκβαση από τον κανόνα του Μεσοπολέμου, όπου μια από τις κύριες αντιθέσεις ήταν αυτή γηγενών-προσφύγων. Ήταν τόσο μεγάλη η κοινωνική σύγκρουση το Μεσοπόλεμο που κατά την περίοδο της Κατοχής θα λάβει συγκεκριμένη πολιτική μορφή και -καλυμμένη από τις ιδεολογίες του καιρού της- θα οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις και ακραίες πολιτικές εντάσεις. Είναι χαρακτηριστικό το συμπέρασμα του Γιώργου Θεοτοκά για τα Δεκεμβριανά του ‘44: «Βλέπω μιά επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών». Αυτά όμως συνέβαιναν μόνο νοτιότερα της κοιλάδας των Τεμπών.

Η μακεδονική ύπαιθρος εκείνη τη στιγμή της Κατοχής απαρτίζεται από ένα πλήθος ανόμοιων πληθυσμών. Πρόσφυγες (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες) και ντόπιοι (ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι). Οι πρόσφυγες αποτελούνται από εσωτερικές υποομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Επίσης διαφοροποιούνται και από τη γλώσσα. Υπάρχουν πρόσφυγες τουρκόφωνοι (και στις τρεις μεγάλες προσφυγικές ομάδες: Μικρασιάτες, Πόντιοι, Καππαδόκες) και ελληνόφωνοι. Αυτή η κοινωνία που μόλις μετά το 1922 απέκτησε κάποιας μορφής ηρεμία, βρέθηκε στην τρικυμία του πολέμου και της Κατοχής. Για πρώτη φορά ο πληθυσμός βρέθηκε χωρίς περιβάλλον κράτος. Και ακριβώς σ’ αυτή τη στιγμή βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι αντιθέσεις, κοινωνικές, εθνοτικές, πολιτικές, προσωπικές.

Μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ήταν το Κιλκίς. Ήταν μια εντελώς νέα κοινωνία, εφόσον οι χαρακτηρισμένοι ως «Ρωμιοί» στις οθωμανικές απογραφές ήταν μια μικρή μειονότητα. Η μεσοπολεμική κοινωνία του Κιλκίς δημιουργήθηκε από τους πολέμους και τα προσφυγικά ρεύματα αυτών που έφυγαν (Βούλγαροι, μουσουλμάνοι) και των Ελλήνων προσφύγων που έφτασαν από Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Καύκασο και Νότια Ρωσία.  Ο κύριος όγκος του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες, είτε από τη Μικρά Ασία (Πόντο, Ιωνία Καππαδοκία), είτε από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, είτε από την Ανατολική Θράκη και τα υπόλοιπα  Βαλκάνια (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα, Ανατολική Ρωμυλία). Υπήρχαν και κάποιες μικρές κοινότητες «ντόπιων», Βλάχων, Σαρακατσάνων και Σλαβόφωνων. Η κιλκισιώτικη κοινωνία κατά το Μεσοπόλεμο ήταν ένα αμάλγαμα εντελώς διαφορετικών πληθυσμών, που κάποιες από αυτές είχαν αναπτύξει ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους. Ακόμα και αυτό που σήμερα θεωρούμε ως δεδομένο, δηλαδή η κοινή ταυτότητα των Ποντίων, δεν υπήρχε τότε. Ήταν απλά, πολύμορφοι ρωμαίικοι πληθυσμοί στην προσφυγιά. Βαθμιαία, οι πολιτιστικές διαφορές θα λάβουν και πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία κατά την περίοδο της Κατοχής θα εκφραστούν εκρηκτικά.

Οι δύο μεγάλες ομάδες προσφύγων στο Κιλκίς που συγκρούστηκαν με ιδιαίτερα αιματηρό τρόπο ήταν οι Πόντιοι του Καυκάσου (Ποντιοκαυκάσιοι), δηλαδή οι Έλληνες που από τον οθωμανοκρατούμενο μικρασιατικό Πόντο θα μεταναστεύσουν στο ρωσικό Καύκασο κατά τον 19ο αιώνα και οι τουρκόφωνοι Δυτικοπόντιοι. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο κύριος όγκος και των δύο αυτών ομάδων κατά το Μεσοπόλεμο διακρινόταν για τα φιλελεύθερα και αντιμοναρχικά του συναισθήματα.

Οι διανοούμενοι της ομάδας των Ποντίων του Καυκάσου είχαν έρθει από νωρίς σε επαφή με τα ρωσικά επαναστατικά κινήματα. Aυτή η εμπειρία θα ευνοήσει την στροφή προς τα Αριστερά από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 μέρους των προσφύγων. Οι κύριες επιλογές τους ήταν το κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, δηλαδή του αριστερού βενιζελισμού που βρισκόταν πιο κοντά στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης που είχαν αποκτήσει λόγω της συνάντησής τους με τις ιδέες του μενσεβικισμού (του δημοκρατικού μαρξισμού) στον Καύκασο, καθώς και με το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) του Κώστα Γαβριηλίδη και λιγότερο με το σοβιετόφιλο ΚΚ. Έτσι και αλλιώς όμως κατά το Μεσοπόλεμο η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων θα εκφράζεται υπέρ των φιλελεύθερων του Βενιζέλου και θα είναι σφοδρός αντίπαλος της μοναρχίας. Όμως υπόγεια, οι πολιτιστικές διαφορές θα αρχίσουν να καθορίζουν τα συναισθήματα.

Με αυτό το κλίμα, την δικτατορία Μεταξά από το 1936 και την προϊστορία αντιθέσεων και συγκρούσεων ξεκίνησε η περίοδος του ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής, καθώς και του διαμελισμού της χώρας μετά τη ναζιστική επίθεση του Απριλίου του 1941. Άρα λοιπόν, η δικτατορία Μεταξά, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η γερμανική Κατοχή στη συνέχεια, μαζί με τον κίνδυνο συμπερίληψης του νομού Κιλκίς στη βουλγαρική σφαίρα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης ανάπτυξης της Αντίστασης. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η πλαστή διαίρεση σε «κομμουνιστές και εθνικιστές» που προκάλεσαν οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα το διχασμό του λαού και την έναρξη των αιματηρών συγκρούσεων. Συγκρούσεις που επιλύθηκαν σε παμμακεδονικό επίπεδο στην Μάχη του Κιλκίς της 4ης Νοεμβρίου 1944, λίγο μετά την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Μια μάχη στο τέλος της γερμανικής Κατοχής που σφράγισε τη μνήμη στην περιοχή και τις κοινωνικές σχέσεις έως σήμερα, και την οποία μελετά υποδειγματικά ο Ανδρέας Βενιανάκης σε τούτο το πόνημα.   

No comments yet

Σχολιάστε