Πριν τους συντρίψει ο σταλινισμός: H πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Μαριούπολης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου

Του  ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ[1]

Οι Έλληνες της Μαριούπολης αποτελούν σήμερα ένα από τα τελευταία εναπομείναντα συμπαγή μέρη του παρευξείνιου ελληνισμού. Οι περιπέτειες αυτού του άγνωστου, αλλά εκπληκτικού ελληνικού κόσμου, συγκροτούν μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες των Ελλήνων. Μια από αυτές τις ιστορικές περιπέτειες, σχετίζεται με τη σοβιετική εμπειρία των παρευξείνιων ελληνικών κοινοτήτων. Εμπειρία, που κατά την περίοδο του μεσοπολέμου -μετά την οριστική εδραίωση του κομμουνιστικού συστήματος και το τέλος των εμφύλιων και εθνικών συγκρούσεων- ανέδειξε μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική ελληνική έκφραση -καθεστωτική φυσικά- για να τελειώσει στα σταλινικά γκουλάγκ.

 

Ελληνίδες που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί

Η ελληνική πολιτιστική αναγέννηση

Η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Μαριούπολης, όπως και της υπόλποιπης Σοβιετικής Ένωσης, ήταν από τις προτεραιότητες του νέου συστήματος.[2] Η ιεράρχηση της πολιτιστικής ανάπτυξης στις πρώτες θέσεις καθορίστηκε από την πίστη των νέων κυρίαρχων ότι με την «πνευματική άνοδο των μαζών» θα ηττηθεί ο «συντηρητισμός» και «οι αντιδραστικές δυνάμεις.» Για την υλοποίηση των στόχων θεωρήθηκε πρωταρχική η οργάνωση ενός ελληνικού εκδοτικού οίκου, o oποίος θα ανταποκρινόταν στις μεγάλες ανάγκες που είχαν προκύψει και θα βοηθούσε τα Ελληνικά Κομμουνιστικά Τμήματα.

            Το πρώτο μέλημα του Ελληνικού Τυπογραφείου θα ήταν η έκδοση μιας καθημερινής ελληνικής εφημερίδας, η οποία θα ήταν όργανο των κομμουνιστικών τμημάτων και θα επηρέαζε τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές του ελληνικού πληθυσμού. Για την ίδρυση του τυπογραφείου, το Ελληνικό Κομμουνιστικό Τμήμα του Νοβοροσίσκ του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος καλούσε όλα τα αντίστοιχα Ελληνικά Τμήματα να κάνουν γνωστές τις προτάσεις τους για το πού θα έπρεπε να εγκατασταθεί το Κεντρικό Τυπογραφείο, για να μπορεί εύκολα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλου του ελληνισμού. Καλούσε τις άλλες τοπικές εφημερίδες να διαθέσουν τα επιπλέον τυπογραφικά στοιχεία που τους περίσσευαν. Εκτός από την έκδοση ημερήσιας ελληνικής εφημερίδας, το Κεντρικό Τυπογραφείο είχε ως στόχο να συγκεντρώσει τις καλύτερες δυνάμεις απ’ τον ελληνισμό της Ρωσίας, ώστε να εκδίδει στην ελληνική γλώσσα την πλούσια ρωσική επαναστατική φιλολογία και να βοηθά τις σχολικές εργασίες με την έκδοση ή την ανατύπωση νέων σχολικών βιβλίων, συμβατών με το νέο σοβιετικό σύστημα.

       Στην κατεύθυνση των προτάσεων αυτών συγκροτήθηκαν τα δύο μεγάλα «ελληνικά εκδοτικά.» Ο εκδοτικός οίκος «Κομμουνιστής» («Κομυνιςτις»)[3], με έδρα το Ροστόβ επί του Ντον για τους Έλληνες της νότιας Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας, και ο εκδοτικός οίκος «Κολεχτιβιστής» («Κολεχτι­βιςτις»), με έδρα τη Μαριούπολη για τον ελληνισμό της Ουκρανίας. Συνολικά δημιουργούθηκαν τέσσερις ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι: στο Ροστόβ, στην Κρίμσκαγια, στη Μαριούπολη και στο Σοχούμι. Ο εκδοτικός οίκος «Κομμουνιστής» άρχισε τη δραστηριότητά του πιθανόν πριν από το 1928, ενώ ο εκδοτικός οίκος «Κολεχτιβιστής» άρχισε τη δράση του το 1930.

       Πριν από τη λειτουργία των δύο ελληνικών αυτών εκδοτικών οίκων, στα πλαίσια του «Κεντρικού Εκδοτικού των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ», λειτουργούσε στη Μόσχα, έως το 1929, ελληνικός εκδοτικός οίκος. Το πρώτο βιβλίο που τύπωσαν οι μοσχοβίτικες εκδόσεις ήταν ένα αναγνωστικό για ενήλικες του Δ. Ν. Σαβώφ με τίτλο Κόκκινες Αχτίδες. Αλφαβητάριο για τους ηλικιωμένους αγράμματους. Από τον εκδοτικό αυτό οίκο κυκλοφόρησαν άλλες δύο τουλάχιστον εκδόσεις. Τα επόμενα βιβλία προέρχονταν από το Ροστόβ επί του Ντον το 1928. Ηταν εκδόσεις του «Κραινατσιστάτ του Βόρειου Καυκάσου».[4] Απ’ αυτές τις εκδόσεις τυπώθηκε και η Γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας του Κ. Τοπχαρά.

       Επίσης, πριν από τη δημιουργία στο Δονμπάς του ελληνικού εκδοτικού οίκου «Κολεχτιβιστής», εκδόθηκαν δύο βιβλια για τα ελληνικά πράγματα της Ουκρανίας. Το πρώτο εκδόθηκε το 1932 στα ουκρανικά από τη λαογράφο Κασάνδρας Κοστάν με το ψευδώνυμο της Αλεξάνδρας Κωνσταντίνωφ και αναφέρεται σε έργα Ελλήνων λαϊκών ποιητών και συγγραφέων σε ουκρανική μετάφραση. Το δεύτερο, επίσης στα ουκρανικά, εκδόθηκε από τον Γιάλη το 1931 στο Χάρκοβο. Αναφερόταν στην πολιτική οργάνωση των ελληνικών χωριών της Ουκρανίας, στην οικονομική τους κατάσταση, στην εκπαίδευση και στις πολιτιστικές τους δραστηριότητες.[5]

       Με τη δημιουργία των εκδόσεων «Κομμουνιστής» και «Κολεχτιβιστής» άρχισε η περίοδος της ύπαρξης ολοκληρωτικά ελληνικών εκδοτικών οίκων. Ο σημαντικότερος από τους δύο αυτούς εκδοτικούς οίκους ήταν αυτός του «Κομμουνιστή», ο οποίος εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Η εφημερίδα Κομμουνιστής αποτελούσε τη συνέχεια της εφημερίδας Σπάρτακος και είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία απ’ όλες τις ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης. Η εκδοτική ομάδα του «Κομμουνιστή» ανέλαβε την έκδοση όλων των ελληνικών σχολικών βιβλίων. Το ίδιο έκανε και ο εκδοτικός οίκος του «Κολεχτιβιστή» με έδρα το Δονμπάς της νότιας Ουκρανίας, ο οποίος λειτουργούσε στα πλαίσια του ουκρανικού κρατικού εκδοτικού οίκου των εθνικών μειονοτήτων. Εξέδιδε ελληνικά βιβλία στη δημοτική και στα μαριουπολίτικα. Ως εκδοτική αρχή αναφέρεται άλλοτε ο “Κολεχτι­βιστής” και άλλοτε οι ουκρανικές κρατικές εκδόσεις.

       Οι εκδόσεις αυτές στην Ουκρανία αποτελούσαν συνέχεια της εκδοτικής προσπάθειας της ίδιας ομάδας που εξέδιδε την εφημερίδα Κολεχτιβιστής στην μαριουπολίτικη διάλεκτο.[6] Στην Μαριούπολη υπήρχε συγκροτημένη ελληνική φιλολογική ομάδα, η οποία υπέγραφε στην εφημερίδα διάφορα κείμενα. Η ταύτιση της σύνταξης του Κολεχτιβιστή και της φιλολογικής ομάδας είναι εμφανής. Για παράδειγμα, χαιρετίζοντας τη δεκάχρονη φιλολογική δράση του «ποιητή του κάρβουνου», συνυπέγραφαν «Η κολεχτίβα των συνεργατών της σύνταξης και η Μαριουπολίτικη ρωμαίικη φιλολογική γρούπα.»

       Aπό το 1933 άρχισε η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Νεότητα και του παιδικού Πιονέρος. Οι ελληνικές εκδόσεις του Δονμπάς κυκλοφόρησε τις Φλογομηνύτρες Σπίθες, μια συλλογή με τα καλύτερα έργα των Ελλήνων λογοτεχνών της Ουκρανίας. Σε αντίθεση με τις εκδόσεις «Κομμουνιστής», που εξέδιδε πλήθος βιβλίων γενικότερου ενδιαφέροντος, ο «Κολεχτιβιστής» επικέντρωνε το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικά και σχολικά βιβλία. Την επιμέλεια των σχολικών βιβλίων είχε ο δάσκαλος Αμφικτύων Δημητρίου. Μερικά παιδικά βιβλία ήταν ιδιαίτερα προσεγμένα, όπως για παράδειγμα το έγχρωμο παιδικό βιβλίο του Σ. Μάρσακ με τίτλο Ι πόστα, το οποίο αναφέρεται στις ταχυδρομικές υπηρεσίες και προσπαθούσε να μυήσει τα παιδιά στις αντίστοιχες διαδικασίες.

       Μεταξύ των εκδόσεων του εκδοτικού οίκου του Δονμπάς ξεχωρίζουν έργα των Τσέχοφ και Πούσκιν σε μετάφραση στα μαριουπολίτικα από τον Γκεόργκι Κοστοπράφ. Εμφανίστηκαν επίσης λαϊκοί ποιητές και λογοτέχνες, οι οποίοι εμπνέονταν από την επανάσταση και τους στόχους της. Τα έργα τους δημοσιεύονταν στον Κολεχτιβιστή στα μαριουπολίτικα και στη δημοτική. Τέτοια περίπτωση είναι ο «ποιητής-σαχτιόρος», δηλαδή «ποιητής- ανθρακωρύχος», Π. Μπεσποστζάντνι. Ο νέος αυτός εργάτης-ποιητής έγραφε επηρεασμένος από τη ζωή του ανθρακωρύχου: «Ολα τα ποιήματά του είναι γραμμένα απ’ τη ζωή των ανθρακωρύχων για αυτό και είναι σημαδεμένα με το δικό του βίωμα, με την σκέψη του. Μεγάλο θυμό έχει… για την πρότερη παλαιά κατάσταση και μεγάλη αγάπη για το καινούριο Δονμπάς.»[7] Στην εφημερίδα Κολεχτιβιστής συναντούμε έργα του ποιητή αυτού στη μαριουπολίτικη διάλεκτο σε μεταφράσεις του Γ. Κοστοπράφ και Α. Σαπουρμά και στη δημοτική σε μετάφραση του Αμφικτύωνα Δημητρίου.

       Η σημαντικότερη φυσιογνωμία στο χώρο των γραμμάτων ήταν ο Γιώργης Κοστοπράφ. Διαμορφωμένος στο πνεύμα της νέας περιόδου αφομοίωνε δημιουργικά τα πλούσια στοιχεία της λαϊκής ποίησης. Τα καλύτερα ποιήματά του τα έγραφε στη διάλεκτο της Μαριούπολης. Έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και εκπροσώπησε την ελληνόφωνη σοβιετική λογοτεχνία στο 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, που συνήλθε στη Μόσχα. Ο ακαδημαϊκός Μaxim Rilski θα γράψει αργότερα: «Ο Γ. Κοστοπράφ είναι ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνόφωνης σοβιετικής λογοτεχνίας, ένας πατριώτης-ποιητής με μεγάλο ταλέντο… Ένας ποιητής που περιέγραψε με μεγάλη δύναμη τους σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς στη Σοβιετική Ένωση, τη ζωή και την εργασία των σοβιετικών ανθρώπων.»

Η εφημερίδα και ο εκδοτικός οίκος «Κολεχτιβιστής»

       Οι εκδόσεις «Κολεχτιβιστής» τύπωσαν τέσσερα πρωτότυπα έργα του Κοστοπράφ. Απ’ αυτά ξεχωρίζει το επικό ποίημα Λάμπος (1932), το οποίο ήταν αφιερωμένο στον αγώνα των μπολσεβίκων παρτιζάνων της Αζοφικής εναντίον των ένοπλων «αντεπαναστατικών» ομάδων του Σκουρό και του Μαχνό. Ο Λάμπος, νεαρός Έλληνας, παρουσιάζεται στο ποίημα ως «αγωνιστής για την ευτυχία του λαού.»[8] Το καλύτερο έργο του Κοστοπράφ είναι το έπος Λεόντης Χονα­γμπέη, το οποίο εκδόθηκε το 1934. Ο κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Έλληνας λαϊκός ποιητής Λεόντης, ο οποίος εκφράζει το μίσος κατά των ντόπιων Ελλήνων κουλάκων των ελληνικών χωριών της Αζοφικής, που εκμεταλλευόταν τους φτωχούς αγρότες. Η βασική αρχή που εκφράζεται από τον Λεόντη είναι: «Οταν ο λύκος λυπηθεί το αρνάκι, τότε και ο πλούσιος θα λυπηθεί το φτωχό.» Παράλληλα με την καταγγελία της εκμετάλλευσης ο Γ. Κοστοπράφ περιέγραφε με πολύ τέχνη την αγάπη του Λεόντη με την ελληνοπούλα Μαρία Κοσκός. Τα πρώτα ποιήματα του ποιητή εκδόθηκαν το 1933 με τον τίτλο Τα πρώτα βήματα. Το τελευταίο έργο του που τυπώθηκε ήταν το Καλημέρα ζήσιμο, δηλαδή Καλημέρα ζωή, το 1937. Η γραμμή της ομάδας του «Κολεχτιβιστή» ήταν ότι: «Η ελληνιζάτσια πρέπει να ξυπνήσει.»[9] Στην κατεύθυνση αυτή συναντούμε πολλές φορές, σε κείμενα γραμμένα στα μαριουπολίτικα, τη χρήση ελληνικών όρων, ενώ η αντίστοιχη ρωσική ή ταταρική λέξη, που ήταν περισσότερο γνωστή στους αναγνώστες βρισκόταν σε παρένθεση.

       Η έκδοση της εφημερίδας Κολεχτιβιστής είχε αρχίσει στο Ντονιέτσκ τουλάχιστον τρία χρόνια πριν από την ίδρυση του εκδοτικού οίκου στο Δονμπάς. Πιθανότατα το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 27 Οκτωβρίου 1930. Η πρώτη έκδοση ήταν μικρού σχήματος, δισέλιδη. Το σύνθημα «Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε» βρισκόταν στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας, όπως ακριβώς σ’ όλες τις υπόλοιπες εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης. Ο υπότιτλος ήταν: «Βδομαδιάτική ελληνική εφημερίδα της Μαριουπολίτικης επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος μπολσεβίκων Ουκρανίας.» Στα πρώτα φύλλα χρησιμοποιήθηκε η δημοτική με αρκετά στοιχεία της τοπικής ελληνικής διαλέκτου. Στη συνέχεια η εφημερίδα πέρασε στη μαριουπολίτικη διάλεκτο. Στη γραφή της εφημερίδας τηρούνταν οι αρχές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1926.

Η ελληνική εφημερίδα που εξέδιδε το εκδοτικό «Κολεχτιβιστής» στην τοπική ελληνική διάλεκτο

            Από το 1930-1931 η εφημερίδα ήταν εβδομαδιαία, για να γίνει δισεβδομαδιαία από το 1933. Από το 1935 κυκλοφορούσε μέρα παρά μέρα. Στη θεματολογία της περιλαμβάνονταν πολιτικά θέματα και ανταποκρίσεις από τις ελληνικές κοινότητες της Αζοφικής. Ο προβληματισμός για το εκπαιδευτικό πρόβλημα και το γλωσσικό ζήτημα απασχολούσε σοβαρά την εκδοτική ομάδα του Κολεχτιβιστή, ενώ από τις στήλες της εφημερίδας παρουσιάζονταν στοιχεία σχετικά με τον αναλφαβητισμό των ελληνικών πληθυσμών και τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Aπό απολογισμούς της ίδιας εφημερίδας συμπεραίνεται πως τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της απασχολούνταν στη σύνταξη εννέα άτομα, ενώ στο πρώτο φύλλο απασχολούνταν μόνο δύο άτομα. Το 1934 οι εργαζόμενοι έφτασαν τους 14. Το 1930 η εφημερίδα τυπώθηκε σε 500 μόνο αντίτυπα για να φτάσει τα 3.000 το 1933 με στόχο τις 6.000. Βασικά στελέχη του Κολεχτιβιστή ήταν ο ποιητής Γκεόργκι Κοστοπράφ, ο Αμφικτύων Δημητρίου, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Μαρμαρινός» σε ανάμνηση της καταγωγής του από το νησί του Μαρμαρά, ο Γιάλης, ο Γ. Δ. Λεωνίδας κ.ά. Με την εφημερίδα συνεργάζονταν ευκαιριακά Ελλαδίτες και Κύπριοι, όπως ο Πλουτής Σέρβας που αργότερα έγινε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου.

Εν Κατακλείδι!

            Όλες αυτές οι προσπάθειες, συνδυασμένες με τις αντίστοιχες πολιτικές των Ελλήνων στο πλαίσιο του δύσκολου σοβιετικού περιβάλλοντος, συνιστούν ένα μοναδικό εγχείρημα και αποτελούν την ύστατη απόπειρα του ευξεινοποντιακού ελληνισμού να κατοχυρώσει την παρουσία του, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ελληνικού κράτους στο βαλκανικό Νότο. Τραγική όμως, είναι η κατάληξη του εγχειρήματος αυτού, εφόσον οι πρωταγωνιστές του θα πέσουν θύματα του σταλινικού Μολώχ την μετά το ‘37 εποχή, όταν στη θέση της πολυπολιτισμικής αντίληψης, εδραιώνεται η αφομοιωτική, εκρωσιστική πολιτική. Τα χιλιάδες θύματα και οι δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι στην Κεντρική Ασία -λίγα μόλις χρόνια από τη γενοκτονία που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι εθνικιστές στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας- σηματοδοτούν το τέλος του παλιού, πολύμορφου, ελληνικού κόσμου.

Το διάταγμα της Μεγάλης Αικατερίνης (Μάρτιος 1778) για τη μετοικεσία των Ελλήνων από την Κριμαία στην Αζοφική

[1]  Διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας-μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/

[2]    Βλέπε: Βλάσης Αγτζίδης, Παρευξείνιος Διασπορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου, Αθήνα, εκδ. Κυριακίδη, 1997.

[3]       Για την ευκολία της ανάγνωσης, οι τίτλοι στην φωνητική γραφή θα έπονται της γραφής στο 24γράμματο αλφάβητο. Για τη φωνητική γραφή και την αντικατάσταση του 24γράμματου αλφαβήτου με το 20γράμματο ελληνικό, έγινε στο πλαίσο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1926 και σχετιζόταν με την επικράτηση των ακραίων δημοτικιστικών θέσεων και το ευνοϊκό κομμουνιστικό περιβάλλον. Στη πραγματικότητα, η μεταρρύθμιση αυτή ολοκλήρωνε τη διαδικασία απλοποίησης της γραφής, πρώτο βήμα της οποίας είναι η επιβολή του μονοτονικού συστήματος.

                Η μεταρρύθμιση έγινε σε δύο στάδια. Σε Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη των Ελλήνων διανοουμένων στη Μόσχα το 1926 αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη θέση της καθαρεύουσας και η αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφαβήτου με το εικοσαγράμματο. Με την απόφαση αυτή: καταργήθηκαν οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το «ι» και το «ο», στη θέση του «ου» καθιερώθηκε το «υ», στη μικρογράμματη γραφή παρέμεινε μόνο το «ς» ενώ καταργήθηκε το «σ», τα διπλά σύμφωνα γράφονταν αναλυτικά (δηλαδή το «ξ» ως «κς» και το «ψ» ως «πς») και καθιερωνόταν το ενωτικό  στις κτητικές αντωνυμίες. Η τελική απόφαση για το γλωσσικό ζήτημα πάρθηκε στην Πρώτη Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη που έγινε στις 21 Απριλίου του 1934 στη Μόσχα. Με βάση την απόφαση αυτή η επίσημη ελληνική γλώσσα στη Σοβιετική Ένωση θα ήταν η δημοτική και όχι η ποντιακή. Για τα συνέδρια του 1926 και του 1934 με τα οποία επιβλήθηκε η δημοτική γλώσσα και η φωνητική γραφή βλ. Δ. Γληνός, «Η σημερινή Σοβιετική Ρωσσία», περ. Νέος Κόσμος, 15 Δεκεμβρίου 1934, Βλάσης Αγτζίδης, Ο ελληνικός Τύπος στη Σοβιετική Ένωση. Η περίπτωση της εφημερίδας Κόκινος Καπνας (1932-1937), ό.π, του ιδίου, «Το γλωσσικό ζήτημα στις ελληνικές κοινότητες της πρώην ΕΣΣΔ (1905-1938)»,  περ. Αντί,  τεύχ. 585 1 Σεπτεμβρίου 1995, σ. 42-45, Απόστολος Καρπόζηλος, «Ρωσο-ποντιακά», Αρχείον Πόντου, τόμ. 38 1984, σ. 153-176.

[4]       Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, «Ελληνοποντιακά βιβλία στη Σοβιετική Ενωση», Αρχείον Πόντου, τόμ. 42 1985 σ. 58-59.

[5]       Απόστολος Καρπόζηλος, «Το εκδοτικό «Κολεχτιβιςτις»», εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο Η ελληνική διασπορά της Ρωσίας από την άλωση της Κων/πολης έως τις μέρες μας, Αθήνα, 1992 (από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά.)

[6]       Tα άρθρα που φιλοξενούνται στις στήλες του «Κολεχτιβιςτι» είναι κατά κανόνα γραμμένα στο ιδίωμα των ελληνικών χωριών Σαρτανά και Τσερμαλίκ. Στην περιοχή της Αζοφικής υπάρχουν πέντε ελληνικές διάλεκτοι. Ο καθ. Σοκολόφ, βασιζόμενος στη συγγένεια και τους κοινούς τύπους με την δημοτική όπως και με τον βαθμό ανάμιξης ξένων στοιχείων, πρότεινε την εξής κατάταξη κατά χωριά: 1) Διάλεκτος Γιάλτας και Ουρζούφ, 2) Στίλας, Κωνσταντινούπολης και Μπαλσόϊ Γιανισόλ, 3) Μπάλσαγια Καρακούμπα, Νοβαγια Καρακού­μπα, Μπουγκάς, 4) Σαρτανά, Τσερμαλίκ, Μακεντόνοφκα, 5) Τσερντακλί, Μάλλι Γιανισόλ, Νόβιι Γιανισόλ. [Απόστολος Καρπόζηλος, «Οι Ελληνες της Μαριούπολης (Ζντάνοφ) και η διάλεκτός τους», ό.π., σ. 106-108.]

[7]       Το δημοσιευμένο κείμενο στην μαριουπολίτικη γλώσσα είναι το εξής: «Ολα-τ τα πιίματα ίνε γραμένα απ’ το ζίςιμο τον ςςαζτιότον για κε ίνε ςιδεμένα με δικό-τιν το ζίςιμο μετο νυνιζμά-τιν. Μεγάλο χολί έχι ο ς. Μπεςποςτζάντνι για το παλέο εμπριζνό κε μεγάλι χαρά κε αγάπ ςτο κενυριο Ντονπάς» (Γ.Κ., «Για τα έργα τυ ς. Π. Μπεςποςτζαντνι. (Πιιτις τυ Ντονμπας)», εφημ. Κολεχτιβιςτις, αριθ. 47(291), 6 Ιουνίου 1934, σ. 3.

[8]       Γιώργης Λαζαρίδης, «Γιώργης Κοστοπράφ, ταλαντούχος Ρουμαίος ποιητής αγωνιστής», εφημ. Νέος Δρόμος, αριθ. 219 (3962) 13 Νοέμβρη 1973, σ. 2.

[9]       Mε τον όρο «ελληνιζάτσια» εννοεί την «προπαγάνδα ελληνικότητας.»

4 Σχόλια


Σχολιάστε