-ΓΙΑΣΑΣΙΝ (ζήτω ο) ΓΟΥΝΑΡΗΣ

Το Σάββατο  30 Οκτωβρίου, η Ελευθεροτυπία δημοσίευσε μια παρέμβασή μου με αφορμή την απόφαση του Άρειου Πάγου για τους Έξ.

Με αφορμή την «αθώωση» των Εξ από τον Άρειο Πάγο

ΓΙΑΣΑΣΙΝ (ζήτω ο) ΓΟΥΝΑΡΗΣ 

Μ’ αυτή την επευφημία οι Τούρκοι μπέηδες της Μακεδονίας την περίοδο  μετά τις μοιραίες εκλογές του 1920 -που έφερε στην εξουσία την αντιπολεμική φιλομοναρχική παράταξη του Δημητρίου Γούναρη- εξαπέλυαν τις διώξεις κατά των ταλαιπωρημένων Ελλήνων  προσφύγων του Καυκάσου που μόλις είχαν καταφθάσει στην ελληνική Μακεδονία. Δύο χρόνια αργότερα, η τουρκική εφημερίδα της Πόλης Yeni Giun θριαμβολογούσε για την ανέλπιστη νίκη των τουρκικών εθνικιστικών στρατευμάτων με ένα εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο όπου πάνω από τις φωτογραφίες των Γούναρη και Στράτου έγραφε: «Γούναρης-Στράτος, οι σωτήρες της Τουρκίας».

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, υπό την πρωθυπουργία του Π. Πρωτοπαπαδάκη, ενώ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία –χωρίς να προλάβει- είχε ψηφίσει τον Νόμο 2870/1922 που με τις υπογραφές των Κωνσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου, απαγόρευε την έξοδο από τη Μικρά Ασία των Ελλήνων και των Αρμενίων. Παράλληλα είχε απαγορεύσει τη δράση της πολιτικής έκφρασης των Ιώνων, της Μικρασιατικής Άμυνας και τη δημιουργία ντόπιου μικρασιατικού στρατού.

Ογδονταοκτώ χρόνια μετά ο Άρειος Πάγος αποφασίζει την απαλλαγή αυτών που καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν τότε υπό το βάρος ενός τρομακτικού ανομήματος . Το παράδοξο της υπόθεσης ξεκινά απ’ την πρώτη αποδοχή του αιτήματος Πρωτοπαπαδάκη για ένα θέμα εξόχως πολιτικό που καθόρισε τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, διαμόρφωσε τα τελικά σύνορα στην περιοχή και τις γεωπολιτικές ισορροπίες του μεταοθωμανικού κόσμου.  Και είναι παράδοξη η αρχική αποδοχή, γιατί ένα τμήμα του Άρειου Πάγου με συνείδηση της υφής της υπόθεσης δέχτηκε να εγκλωβίσει το θεσμό σε μια θολή υπόθεση, να μετατραπεί σε πολιτικολογούντα κριτή, να ξαναγράψει την εθνική ιστορία και να κινηθεί στα όρια της παραβίασης της έως τώρα γνωστής  δεοντολογίας για τη θεσμική λειτουργία του οργάνου εντός της ελληνικής κοινωνίας, υπονομεύοντας οριστικά το όποιο κύρος του.

Τον τίτλο του κειμένου τον δανείστηκα από τον Π&Α, ο οποίος τον άντλησε από το κείμενο του Ανδρέα Αθανασιάδη για την εγκατάσταση στη Μακεδονία των πρώτων Ελλήνων προσφύγων του Καυκάσου (που είχαν εκπατριστεί λόγω της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ).

18 Σχόλια

  1. Βλάσης Αγτζίδης on

    http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4600509

    Η τελική απόφαση είναι της Ιστορίας
    Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

    Μια κορυφαία ιστορική στιγμή του 20ού αιώνα, ένα πολυσύνθετο θέμα με ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές προεκτάσεις δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής διαδικασίας. Αυτή εξακολουθεί να είναι η άποψή μας και μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου για τη Δίκη των Εξι. Οταν άρχισε η διαδικασία επανάληψης της δίκης είχαμε προειδοποιήσει με επιστολή μας τον Αρειο Πάγο ότι η επανάληψη προς αποκατάσταση αδικιών νοείται μόνον όταν παρίσταται εφικτή η επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ή η εκτίμηση νέων) μέσα σε πλαίσιο εκφοράς συναφές ή πάντως συμβατό προς το οποίο είχε διεξαχθεί η αρχική δίκη, δηλαδή όταν είναι δυνατό να υπεισέλθει ο σημερινός δικαστής στη θέση του προηγουμένου και να διορθώσει τυχόν λάθη του. Αντίθετα, δίκες εξ ορισμού πολιτικές, δηλαδή δίκες των οποίων η διαδικασία, το αντικείμενο και η έκβαση είχαν επικαθορισθεί από το πλαίσιο συγκεκριμένης και ήδη αδιαμφισβήτητα παρωχημένης πολιτικής συγκυρίας, είναι αδιανόητο να επαναλαμβάνονται υπό όρους κοινής ποινικής δικονομίας, ως εάν αφορούσαν μιαν ανθρωποκτονία που πρέπει να επανεκδικασθεί επειδή ανευρέθη και ομολόγησε ο πραγματικός ένοχος. Αν μπορούσε να επαναληφθεί η Δίκη των Εξι, τότε γιατί όχι και του Παναγούλη, του Μπελογιάννη, των κινηματιών του 1935, του Κολοκοτρώνη, του Σωκράτη; Ή και έπειτα από λίγα χρόνια των πρωταγωνιστών της επτάχρονης τυραννίας;
    Με λύπη μας πληροφορούμαστε σήμερα ότι η περίφημη «επανάληψη» της διαδικασίας προχώρησε τελικά σε μονομερή υιοθέτηση των απόψεων της μίας πλευράς, που επίμονα και πληθωρικά διατύπωσε. Ουσιαστικά χωρίς δίκη, χωρίς αντίλογο με παρούσα μόνη τη μία πλευρά διατυπώνει μια ιδιότυπη «αθωωτική άποψη», με προσθήκη της διά της «παραγραφής» λύσης του θέματος.

    Είναι προφανές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας με νομικοφανείς διαδικασίες εξέδωσε μια απόφαση, η οποία δεν προσφέρει τίποτε στην ιστορική αλήθεια, την πολιτική ισορροπία ή στη μνήμη κανενός. Παρά ταύτα, εμείς διατηρούμε την άποψή μας: Η τελική απόφαση ανήκει στη κρίση της Ιστορίας.

    Ο Νικόλαος Παπαδάκης είναι γενικός διευθυντής Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (Χανιά)
    ——————————————————-

    Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας, αλλά όχι στα δικαστήρια

    Του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

    Η είδηση κυκλοφορούσε εδώ και αρκετό καιρό. Ο εγγονός του κυκλαδίτη πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ενός από τους έξι που καταδικάστηκαν από επαναστατικό στρατοδικείο ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη και ζητούσε την ακύρωση της καταδίκης του προγόνου του και την απάλειψη της κατηγορίας της εσχάτης προδοσίας. Προχθές το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου με απόφασή του (κατά πλειοψηφία), φαίνεται να δικαίωσε τον εγγονό Πρωτοπαπαδάκη και απέδωσε λευκό στην ελληνική κοινωνία τον μακαρίτη πρόγονό του, έπειτα από ογδόντα οκτώ ακριβώς χρόνια στιγματισμού και απαξίας.

    Δεν ξέρω πώς πρέπει να αντιδράσει κανείς σε αυτή την περίεργη, ασφαλώς πρωτότυπη και οπωσδήποτε μακάβρια υπόθεση. Βέβαια, η νομική της πλευρά δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σχολιασμού από έναν μη νομικό και φυσικά δεν πρόκειται να γίνει εδώ κάτι τέτοιο. Αλλωστε, μια υπόθεση που εκδικάζεται από ένα τμήμα του Αρείου Πάγου έχει μηδαμινές πιθανότητες να νοσεί νομικά, πέραν φυσικά από το ενδεχόμενο του ανθρωπίνου λάθους.

    Αλλά και η πρόθεση του εγγονού Πρωτοπαπαδάκη να αποκαταστήσει τη μνήμη του παππού του, όσο και να φαίνεται δυσνόητη ή, ακόμη, και να προκαλεί σε κάποιους ειρωνικά σχόλια, έχει και αυτή την εξήγησή της. Η οικογενειακή αλληλεγγύη, έστω και στις συνθήκες παρακμής του οικογενειακού θεσμού που ζούμε σήμερα, έχει μια θέση ακόμη στις ελληνικές αρχοντικές οικογένειες που οι απόγονοί τους προσπαθούν να διαφυλάξουν άθικτο ή να αποκαταστήσουν το συμβολικό κύρος τους. Κάτι δηλαδή σαν τους Μορμόνους που (ανα)βαπτίζουν τελετουργικά τους προγόνους τους με την ελπίδα ότι θα τους εντάξουν στη νέα τους θρησκεία και θα τους εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή.

    Εχω την εντύπωση ότι η πράξη της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, και μάλιστα στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, στερείται νοήματος αφού ούτε κάποιο κατώτερο δικαστήριο της τακτικής Δικαιοσύνης είχε επιβάλει την ποινή ούτε ενδεχόμενο θεραπείας της άδικης απόφασης εκκρεμούσε.

    Αλλωστε στο επίπεδο της επιστημονικής ιστοριογραφίας, αλλά και σε εκείνο της δημόσιας ιστορίας γενικώς, το ζήτημα αυτό έχει εξομαλυνθεί ολοσχερώς. Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Εξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους. Βεβαίως το Στρατοδικείο, η συνοπτική δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση αναφέρονται διεξοδικά στη βιβλιογραφία, αλλά χωρίς ηθική απαξίωση και πάντοτε στο πλαίσιο της στρατιωτικής ήττας και της λαϊκής οργής, δηλαδή των έκτακτων συνθηκών που πλαισίωσαν τις τραγικές ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

    Προς τι λοιπόν η προσφυγή και προς τι μία απόφαση που από άλλους κρίθηκε απορριπτική και από άλλους αθωωτική; Η απάντηση είναι ασφαλώς δύσκολη. Αλλωστε, μπορεί εύκολα να σκέφτεται κανείς σκοπιμότητες εκεί όπου μπορεί να έχει εμφιλοχωρήσει μια νομική ταλαιπωρία.

    Προτείνω λοιπόν να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά. Να ξεχάσουμε τη νομική της διάσταση και να δούμε πώς μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια υβριδική υπόθεση στις σημερινές συνθήκες του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού, που αρχίζει να διαδίδεται στον δημόσιο χώρο. Πράγματι ιδεολογικά «απελευθερωμένοι» μελετητές αναζητούν και καταγράφουν τα «εγκλήματα» των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα που διαπράχθηκαν, κυρίως και πρωτίστως, από την ευρύτερη αντιδεξιά παράταξη, από τους βενιζελικούς και τους επιγόνους των έως τους μαρξιστές επαναστάτες του ΚΚΕ. Θεωρώντας μεροληπτική την μέχρι τώρα ιστοριογραφική μας παραγωγή, φαντασιώνονται μια παντοδύναμη αριστερή κυριαρχία που πρέπει να καταλυθεί. Μόνο που η απόπειρά τους είναι επιλεκτική και ανιστόρητη. Οι νεκροί των εθνικών πολιτικών και κοινωνικών αγώνων είναι πολλοί και το πένθος δεν ήταν ισότιμο για όλους. Οχι λοιπόν περισσότερο δημόσιο πόνο για επιλεγμένους νεκρούς. Αλλά η αναθεωρητική τους απόπειρα είναι και ανιστόρητη.

    Στον βραχύ χρονικό ορίζοντα των μελετών τους, η πολιτική και κοινωνική βία μετατρέπεται σε ηθικό ελάττωμα της «Αριστεράς» που καλείται έτσι να καθήσει στο περιθώριο και να τιμωρηθεί για τα αμαρτήματά της. Δειλά αλλά επίμονα ένας συντηρητικός αναθεωρητισμός από λίγους πανεπιστημιακούς και περισσότερους ιεράρχες θέλει να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας ή καλύτερα να την αφήσουμε άθικτη, όπως ήταν εκεί που την βρήκαμε όσοι αποπειραθήκαμε να την ξαναγράψουμε. Οπως και να έχουν τα πράγματα, εμείς θα επιμείνουμε. Ναι, να ξαναγράφουμε την Ιστορία μας αλλά όχι στα δικαστήρια.
    Ουδείς θεωρεί ή αποκαλεί σήμερα τους Εξι «προδότες» με την τρέχουσα, απαξιωτική σημασία της λέξης ούτε η αναφορά στη Μικρασιατική Καταστροφή εντοπίζεται στα πρόσωπά τους
    Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών

    Πράξη πολιτικής σκοπιμότητας
    Της ΛΙΝΑΣ ΛΟΥΒΗ

    Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι σίγουρα μια δικαίωση για τους απογόνους των έξι πολιτικών και στρατιωτικών που εκτελέστηκαν το πρωί της 15ης Νοεμβρίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Η «αθωότητά» τους όμως είναι ήδη γνωστή. «Του Ελληνισμού η σκληροτάτη Ειμαρμένη ηξίωσε την θυσίαν», έγραψε, αμέσως μετά την εκτέλεση, το Ελεύθερον Βήμα. Είναι κοινός τόπος ότι η τιμωρία των «ενόχων» της καταστροφής, που βρέθηκαν στα πρόσωπα των έξι εκτελεσθέντων, ήταν κατ΄ εξοχήν πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Ηταν αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει», που έθετε η οργισμένη κοινή γνώμη και, κυρίως, το στράτευμα. Επρεπε να βρεθούν συγκεκριμένοι υπαίτιοι της καταστροφής, και η προδοσία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αφομοιώσουν οι Ελληνες τη μεγάλη τους ήττα. Επομένως, η δίκη πέτυχε απόλυτα τον πολιτικό στόχο της. Η απόφαση ικανοποίησε το κοινό αίσθημα και αποσόβησε τον κίνδυνο περαιτέρω αναταραχών. Η ιστορική έρευνα λοιπόν έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίνει, τις απαντήσεις της για τη Δίκη των Εξι.

    Οι δικαστικοί λειτουργοί με την πρωτοφανή απόφασή τους επιδίωξαν μόνο να απαλλάξουν από το στίγμα της προδοσίας τους απογόνους των εκτελεσθέντων ή να ξαναγράψουν την Ιστορία; Η απόφαση ενός δικαστηρίου για ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη πριν από περίπου έναν αιώνα, τι θα προσθέσει στις ιστορικές μας γνώσεις; Οπως έχει ήδη αναφερθεί («Το Βήμα», 14/2/2010) μήπως πρέπει να ξαναδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη για να τον αθωώσουμε; Η επανεκδίκαση της υπόθεσης Μπελογιάννη θα άλλαζε την εικόνα του στη συλλογική μνήμη; Η Ιστορία δεν εξαρτάται από ένα δικαστήριο.

    Η Λίνα Λούβη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

  2. Ellis on

    Απάντηση στο κατηγορητήριο του Θ. Βερέμη κατά του Ελευθ. Βενιζέλου

    Posted by βιβλιοπωλείο «χωρίς όνομα» στο Νοεμβρίου 23, 2009

    Στο φύλλο της 15-16 Αυγούστου 2009 δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή” άρθρο του διακεκριμένου δημοσιογράφου κ. Κώστα Ιορδανίδη, στο οποίο ανεφέρετο ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο υπαίτιος του Διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής. Το άρθρο δεν ανέφερε καμμία απολύτως δικαιολογία ή ιστορικό επιχείρημα για τον χαρακτηρισμό αυτό, εκτός από το ότι η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία της Ουκρανίας έκαμε την κομμουνιστική Ρωσία να βοηθήσει αργότερα τον Κεμάλ. Η διατύπωση δημιουργούσε την εντύπωση – πράγμα που πιστεύω ότι δεν μπορεί να ήθελε ο κ. Κ. Ιορδανίδης – ότι το γεγονός αυτό ήταν η αιτία – ή η κύρια αιτία – της ήττας μας.

    Το άρθρο αυτό ήταν συνέχεια άλλων άρθρων ή παρένθετων σχολίων που κατά διαστήματα εμφανίζονται τελευταίως στην “Καθημερινή”, με τα οποία επιχειρείται ακριβώς να αποδοθή ευθύνη, τουλάχιστον για την Μικρασιατική τραγωδία, στον Βενιζέλο.

    Την 20 Αυγούστου είχα στείλει στην “Καθημερινή” την παρακάτω επιστολή, που δεν δημοσιεύτηκε – λόγω του μεγέθους της, όπως με άφησαν να καταλάβω.

    Στο φύλλο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου (σελίδα 34) της “Καθημερινής” δημοσιεύτηκε και άρθρο του κ. Θ. Βερέμη, προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, με τίτλο “Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία”. Ουσιαστικά ο κ. Βερέμης διατυπώνει την ίδια κατηγορία κατά του Βενιζέλου. Φοβούμαι όμως ότι υποπίπτει σε μία τουλάχιστον αντίφαση. Συγκεκριμένα αναφέρει τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήδη από το 1914 και, σωστά, ότι “οι εκκλήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων προς τον Βενιζέλο αποτέλεσαν σοβαρό λόγο για την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να διεκδικήσει στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, τη Σμύρνη και το Βιλαέτι του Αϊδινίου. Τη συστηματική προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ενίσχυσε άθελά της και η διεκδικητικότητα της Ιταλίας και η προτίμηση των Άγγλων και Γάλλων ( αρχικά ) για μια ελληνική κατοχή αντί της, πιο επικίνδυνης για τα συμφέροντά τους, ιταλικής”.

    Αμέσως μετά, αγνοεί αυτήν την συστηματική προσπάθεια και, προφανώς επικριτικά, γράφει: “όταν ο Lloyd George, με τη σύμφωνη γνώμη του Clemenceau, πρότεινε στον Βενιζέλο να στείλει ειρηνευτική δύναμη στη Σμύρνη, αυτός άρπαξε την ευκαιρία με ενθουσιασμό”.

    Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η αγνόηση, και στα δύο άρθρα, των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες ενεργούσε τότε ο Βενιζέλος:

    α. Η ρωσική αντίθεση ήταν δηλωμένη ήδη από πολύ παλιά. Είναι προφανές γιατί: με οποιοδήποτε καθεστώς, τσαρικό ή κομμουνιστικό, την Ρωσία δεν συνέφερε η Δύση να μπορεί να ελέγχει τα Στενά μέσω συμμάχου της. Η αδύναμη – ή έστω δυνατή αλλά όχι φίλαγγλος – Τουρκία ήταν πάντα προτιμότερη για την Ρωσία.

    β. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η Αγγλία και η Γαλλία προτιμούσαν την Ελλάδα αντί της – πάντοτε αντιπάλου, έστω και με καθεστώς ουδετερότητας – Τουρκίας. Εάν προτιμούσαν την Τουρκία, θα άφηναν τα πράγματα ως είχαν. Η Ελλάδα όμως του Ελ. Βενιζέλου ήταν σύμμαχος· και όσο κυβερνούσε ο Βενιζέλος, η βοήθεια των Συμμάχων ήταν εξασφαλισμένη. Συνεπώς δεν πιστεύω σωστό το γραφόμενο στο άρθρο του κ. Βερέμη πως “το μοναδικό ίσως σταθερό έρεισμα του Βενιζέλου ήταν η ηθική συμπαράσταση του Lloyd George” και παρακάτω ότι “… ο Clemenceau, ο Lloyd George και συνεπώς η αγγλογαλλική εύνοια ήταν εφήμερα στοιχεία της συγκυρίας”. Τα συμφέροντα και επομένως η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων δεν αλλάζουν τόσο εύκολα.

    γ. Το σφάλμα του Βενιζέλου λέγεται – και από τον κ. Βερέμη – ότι ήταν ότι ο Βενιζέλος δεν αντελήφθη την κόπωση του ελληνικού λαού από τους διαρκείς πολέμους και – από άλλους – ότι δεν έπρεπε να είχε κάμει τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Το πρώτο είναι όντως σφάλμα του Βενιζέλου, αλλά η ενοχή για την ψήφο ανήκει στους ψηφοφόρους των εκλογών αυτών. Όσο για την προκήρυξη των εκλογών εάν δεν τις είχε προκηρύξει – που δεν μπορούσε να το κάμει, γιατί ήταν βαθύτατα δημοκρατικός – τότε, και άσχετα με την όποια τότε ιστορική συνέχεια, σήμερα βέβαια θα τον κατηγορούσαν για δικτατορικές τάσεις.

    δ. Τέλος, αγνοείται το γεγονός ότι, όταν εξελέγη η αντιβενιζελική κυβέρνηση, οι Σύμμαχοι την προειδοποίησαν, ευθέως και χωρίς περιστροφές, ότι εάν επανέφερε τον Κωνσταντίνο η Ελλάδα θα έχανε κάθε υποστήριξή τους. Την προειδοποίηση αυτή η κυβέρνηση Γούναρη προτίμησε, χάριν του Κωνσταντίνου, να αγνοήσει πλήρως. Αυτή ήταν η μεγάλη προδοσία. Μαζί με την άφρονα προέλαση προς την Άγκυρα, αυτή ήταν η αιτία της Καταστροφής.

    Παραθέτω το κείμενο της μη δημοσιευθείσης επιστολής μου:

    Αγαπητή «Καθημερινή»,

    Πιστεύω ότι λυπεί και άλλους πολλούς φανατικούς αναγνώστες σου η δημοσίευση κάθε τόσο στις σελίδες σου άρθρων που αποσκοπούν στην «αποδόμηση» του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον οποίο αποδίδουν κυρίως την ευθύνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το άρθρο του κ. Κώστα Ιορδανίδη με τίτλο Η Ελλάς και οι «Ξένοι» στο φύλλο της 15-16 Αυγούστου 2009, τον κατηγορεί επιπλέον ως υπαίτιο του Διχασμού αλλά και για την εισαγωγή της «διαίσθησης» ως βασικής παραμέτρου στην εξωτερική μας πολιτική. Την άποψη αυτή στηρίζει στο επιχείρημα ότι όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέμενε στο να εισέλθει η Ελλάς στον πόλεμο κατά της Γερμανίας (εδώ έχουμε κάποια διαστρέβλωση: δεν επέμενε να πολεμήσουμε με δική μας πρωτοβουλία, αλλά εάν η Γερμανία επετίθετο κατά της Σερβίας) δεν είχε την παραμικρή «ένδειξη» ότι οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο, αλλά μόνο «ενόραση». Ενόραση, κατά το άρθρο, που ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν την είχε όταν έστειλε τον ελληνικό στρατό κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία, ωθώντας έτσι τη Ρωσία να βοηθήσει τον Κεμάλ. Υπονοείται, υποθέτω, ότι αυτό ήταν αποφασιστικός παράγων για την καταστροφή του 1922!

    Οι σε μερικά σημεία όντως πρωτότυπες αυτές απόψεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους βασικά ιστορικά γεγονότα:

    Διχασμό δεν προκαλεί η νόμιμη κυβέρνηση μιάς χώρας αλλά όποιος την ανατρέπει για καθαρά προσωπικούς λόγους. Ο «συνταγματικός» Βασιλιάς Κωνσταντίνος, στρατάρχης του γερμανικού στρατού επί τιμή, γαμπρός του Κάιζερ, έπαυσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο από πρωθυπουργό (Σεπτέμβριος 1915) έξη μόλις ώρες (!) μετά από τη λήψη ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή. Ο λόγος; Διότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πει στη Βουλή ότι η Ελλάς θα βοηθούσε τη Σερβία, τιμώντας την υπογραφή της σε σχετική συνθήκη, αντιμετωπίζοντας και επίθεση της Γερμανίας εάν αυτή μας επετίθετο.

    Η δήλωση αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου δεν ήταν τόσο «παράλογη» όσο ίσως φαίνεται. Ο Βενιζέλος προέβλεπε ότι, εάν οι Γερμανοί καταλάμβαναν τη Σερβία, τότε η Βουλγαρία εύκολα θα έβγαινε και αυτή στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας – με ανταλλάγματα εις βάρος της Ελλάδος. Αυτό ακριβώς και έγινε, χάρις στον Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του. Επίσης, προ της δηλώσεως αυτής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει διαβεβαιώσεις ότι, εάν η Γερμανία μας επετίθετο, η Αγγλία θα μας έστελλε ένα σώμα στρατού 40.000 ανδρών και θα εκάλυπτε όλα τα έξοδα του πολέμου. Και εθεωρείτο απίθανο ότι η Γερμανία θα επετίθετο κατα των ηνωμένων στρατών Σερβίας-Ελλάδος-Αγγλίας. Και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια της Βουλγαρίας, που πιθανότατα δεν θα ενεπλέκετο υπό τις συνθήκες αυτές (ίδετε Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920).

    Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν έκαμε το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας τότε ακριβώς γιατί δεν ήθελε το διχασμό. Το έκαμε ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν είχαν πλέον συμβεί τα παρακάτω (παραλείπω την απόβαση των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη και άλλα σημαντικά):

    Η γερμανική επιδίωξη της κατάκτησης της Γαλλίας εντός έξη εβδομάδων είχε αποτύχει μετά τη μάχη του Μάρνη (Σεπτ. 1914) που οδήγησε στην μακρά και εξαντλητική, ιδίως για τη Γερμανία, «μάχη των χαρακωμάτων» και μετά τις αποφασιστικώτερες για την έκβαση του πολέμου μάχες του Βερντέν στην ξηρά (Φεβρ.-Ιούνιος 1916) και Γιουτλάνδης στη θάλασσα (31 Μαίου 1916). Η ήττα της Γερμανίας είχε προδιαγραφεί.

    Παρά την προδιαγραφόμενη ήττα, η Γερμανία είχε εισβάλει στη Σερβία και καταλάβει την ελληνική Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) τον Αύγουστο του 1916, την οποία παρέδωσε αμέσως στους Βουλγάρους. Επίσης είχε «απαγάγει» στη Γερμανία το ελληνικό Δ’ Σώμα Στρατού. Η κατάληψη της Αν. Μακεδονίας είχε γίνει χωρίς στοιχειώδη αντίδραση από τον Κωνσταντίνο και η παράδοση αμαχητί ενός ολόκληρου ελληνικού Σώματος Στρατού είχε γίνει με εντολή του Κωνσταντίνου (είναι άνευ ουσίας να μιλάμε για τους αυλικούς που παρίσταναν την κυβέρνηση).

    Για την ιστορία, η βουλγαρική κατοχή διήρκεσε 27 μήνες κατά τους οποίους εξετελέσθησαν ή πέθαναν από πείνα 45.000 Έλληνες. Μέχρι την ανατροπή της, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου, που τα επληροφορείτο και αυτή, περιωρίζετο σε «φιλικές διαμαρτυρίες» προς το Βερολίνο, που απαντούσε ότι οι «φήμες» αυτές ήταν αστήρικτες. Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι, χωρίς την Εθνική Άμυνα (άρα, τον Διχασμό) και τη συμπερίληψή μας στους νικητές του πολέμου, θα ανακτούσαμε ποτέ την Αν. Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη;

    Η δήλωση του 1915 και το Κίνημα του 1916 δεν ήταν «διαίσθηση» ή «ενόραση». Η έκβαση του πολέμου – αλλά και ποιες θα ήταν οι συνέπειες της απουσίας της Ελλάδος από αυτόν στο πλευρό των Συμμάχων – ήταν από τότε πρόδηλες τουλάχιστον σε ανθρώπους (δεν ήταν μόνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος) που διέθεταν στοιχειώδεις ιστορικές και γεωπολιτικές γνώσεις και λογική λίγο πάνω από την «κοινή». Οι μεγάλοι πολιτικοί δεν έχουν «διαίσθηση» ή «ενόραση». ‘Εχουν γνώσεις, πείρα, ευφυία και καλή προετοιμασία προτού τολμήσουν. Και – επίσης πατριωτισμό.

    Αλλ’ας έλθωμε και στο Μικρασιατικό.

    Ο κ. Ιορδανίδης λέγει ότι υπαίτιος της Καταστροφής είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και τον κατηγορεί ότι, με την εκστρατεία της Ουκρανίας, έστρεψε τη Ρωσία προς τον Κεμάλ, τον οποίο βοήθησε με όπλα και χρυσό.

    Δεν νομίζω ότι η ρωσική βοήθεια ήταν από μόνη της αποφασιστικός παράγων για το 1922, ούτε πιστεύω να μπορεί κανείς να το ισχυρισθεί αυτό σοβαρά.

    Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ξεκίνησε να διεκδικεί μέρος της Δυτικής Μικράς Ασίας, είχε υπ’όψη του τα εξής δεδομένα, τα οποία περιγράφει και στο περίφημο Υπόμνημά του προς το Συνέδριο Ειρήνης του 1919, στο οποίο εξέθετε τα Δίκαια – και τις διεκδικήσεις – της Ελλάδος. Έλεγε ως προς τη Δυτική Μικρά Ασία ότι: στα βιλαέτια Αϊδινίου, Προύσσας, Ισμίντ (ανατολική ακτή Βοσπόρου, κλπ) και Δαρδανελλίων ζούσαν 1.013.195 Έλληνες (άλλοι 731.000 στην Κωνσταντινούπολη και Αν. Θράκη), που αποτελούσαν σε πολλά τμήματα την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Επρότεινε συνεπώς την απόσπαση μέρους του βιλαετίου Προύσσας, του μεγαλύτερου τμήματος του βιλαετίου Αϊδινίου (Σμύρνης) και των νησιών, που κατοικούνταν σχεδόν μόνο από Έλληνες (Δωδεκάνησα, Ίμβρος, Τένεδος, νησιά Αρχιπελάγους) και την ένωση τους με την Ελλάδα. Επεκαλείτο δε την ανάγκη ασφαλείας των πληθυσμών αυτών με αιτιολογία:

    τη σφαγή των Αρμενίων του 1915, ως δείγμα της τουρκικής πολιτικής,

    την απέλαση 450.000 Ελλήνων από το 1914 έως το 1918,

    τον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων από τα παράλια στο εσωτερικό όπου πολλοί βρήκαν το θάνατο, και την ανάγκη επανόδου στα σπίτια τους των επιζώντων, πράγμα που προϋπέθετε την παύση της τουρκικής κυριαρχίας.

    Παραλείπω εδώ τα όσα αναφέρει για τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία.

    Ας υπομνησθή εδώ ότι βλέψεις για τη Σμύρνη είχε και η Ιταλία, η οποία είχε επιτύχει να αποσπάσει από τους Αγγλογάλλους τη Συμφωνία του Λονδίνου (26 Απριλίου 1915) βάσει της οποίας θα της παρεχωρείτο απροσδιόριστο τμήμα της Μικράς Ασίας, και αργότερα τη Συμφωνία του St-Jean-de-Maurienne με την οποία θα της παρεχωρείτο «ευρεία περιοχή της Δυτικής Μικράς Ασίας περιλαμβανομένης της Σμύρνης και άλλης –απροσδιορίστου-περιοχής βορειότερα αυτής». Συνεπώς, το πρόβλημα που ετίθετο ήτο: ή θα εγκατελείποντο οι Έλληνες της Μικράς Ασίας στις διαθέσεις των Τούρκων ή θα εγένοντο υπήκοοι της Ιταλίας – όπως έγιναν οι Δωδεκανήσιοι – ή θα εγένοντο επιτέλους και πάλι ελεύθεροι Έλληνες. Τέλος, η Ιταλία είχε ήδη καταλάβει εδάφη νοτιότερα της Σμύρνης.

    Είναι γνωστό ότι εδαφικές παραχωρήσεις στα παράλια της Μικράς Ασίας είχαν υποσχεθή στον Ελευθέριο Βενιζέλο οι Σύμμαχοι και το 1915 υπό τον όρο συμμετοχής στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Τον Νοέμβριο 1918 η γαλλική κυβέρνηση έθεσε ουσιαστικά ένα νέο όρο: Ο Κλεμανσώ και ο υπουργός εξωτερικών Πισόν εζήτησαν ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας, με αντάλλαγμα την γαλλική υποστήριξη για την παραχώρηση στην Ελλάδα της Αν. Θράκης και της Σμύρνης, «εφ’όσον ετίθετο τέτοιο θέμα από τους Άγγλους ή Αμερικανούς». Η φρασεολογία αυτή λίγη αμφιβολία αφήνει ότι, εάν η Ελλάς ηρνείτο, οι Γάλλοι όχι μόνο δεν θα επρότειναν την παραχώρηση, αλλά και δεν θα συμφωνούσαν σ’αυτήν. Με δεδομένη ήδη την άρνηση της Ιταλίας και (από το 1917 ήδη) και της Ρωσίας, είναι προφανές ότι χωρίς τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία δεν θα είχαμε πολλές ελπίδες για τη Μικρά Ασία.

    Ως προς την αποδιδόμενη στον Ελευθέριο Βενιζέλο υπαιτιότητα για το 1922:

    Όταν ο ελληνικός στρατός πήγε στη Σμύρνη, την 15 Μαίου 1919, την Τουρκία κυβερνούσε ακόμη Σουλτάνος με κυβέρνηση αποδυναμωμένη και υπάκουη στις θελήσεις των Συμμάχων. Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν ακόμη απλώς ένας ανώτερος αξιωματικός, που όμως είχε ήδη διακριθεί για τη στρατηγική ιδιοφυία του. Τον αγώνα εναντίον του Σουλτάνου και για την αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στα εδάφη της Ανατολίας άρχισε όταν μετετέθη στην Σαμψούντα, την 19η Μαϊου 1919, 4 ημέρες μετά την ελληνική κατάληψη της Σμύρνης. Ο αγώνας του έγινε αισθητός μόνον το 1920, και ιδίως τον Ιούνιο του έτους αυτού, όταν οι Σύμμαχοι εζήτησαν τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου που, πολύ σοφά, τους προσέφερε περιορισμένη μόνο: δηλαδή την εξουδετέρωση του κεμαλικού στρατού «προ του μετώπου μας» (δηλαδή του ελληνικού) και την διασφάλιση των παραλίων της Προποντίδας. Μετά, έχασε τις εκλογές.

    Οι διάδοχοί του αγνόησαν την προειδοποίηση των Συμμάχων ότι επάνοδος του Κωνσταντίνου θα επέφερε πλήρη διακοπή της υποστήριξης τους προς την Ελλάδα. Δεν περιόρισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην άμυνα του παραχωρηθέντος στην Ελλάδα τμήματος της Μικράς Ασίας , αλλά αφρόνως, όπως ο Ναπολέων και ο Χίτλερ, ξεκίνησαν για τη δική τους Μόσχα, την Άγκυρα, για να καταστρέψουν τον Κεμάλ- αφού πρώτα διέλυσαν τον ελληνικό στρατό με την αποπομπή όλων σχεδόν των έμπειρων ανώτατων και πολλών ανώτερων αξιωματικών για πολιτικούς λόγους, διορίζοντας μεταξύ άλλων έναν ημιπαράφρονα αρχιστράτηγο. Και όταν επήλθε η κατάρρευση του μετώπου, δεν επέτρεψαν στον στρατό να υπερασπιστεί την Σμύρνη, για να εξασφαλιστεί ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να διαφύγει ο εκεί συγκεντρωμένος ελληνικός πληθυσμός.

    Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκαμε ασφαλώς λάθη, αλλά όχι βεβαίως αυτά που του αποδίδει το άρθρο. Όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη και τα λάθη τους – όπως και τα επιτεύγματά τους – είναι ανάλογα του μεγέθους των ιδίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν μεγάλος. Όπως είπε ο σεβαστός κ. Κ. Δεσποτόπουλος, είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός σε προσφορά στην Ελλάδα, μετά μόνον τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ας θυμηθούμε ότι ο σοφώτερος όλων ημών, ο Γεώργιος Σεφέρης, έγραψε για το 1922 ότι «….η πραγματική καταστροφή – τα επακόλουθά της δεν ήταν καθόλου απροσδόκητα – ήταν η εσωτερική κατάρρευση του 1920».

    Με εκτίμηση,

    Κώστας Μ. Μελέγκογλου

    • Λυκούργος Νάνης on

      Προτού χαρακτηρίσουμε «μεγάλο» τον Ελευθέριο Βενιζέλο καλό θα είναι να θυμηθούμε τον επαίσχυντο τρόπο με τον οποίο κυβέρνησε το δύσμοιρο τούτον τόπο την τριετία 1917-1920 οπότε και πολιτεύθηκε σαν κοινοβουλευτικός δικτάτωρ ασκώντας πρωτοφανή τρομοκρατία σε βάρος των πολιτικών του ανιπάλων(εξορίες αντιπάλων πολιτικών αρχηγών, Λαμιακά, Ναξιακά, Γυπαραίοι, δολοφονία Δραγούμη κ.ά.). Επίσης το γεγονός ότι δεν έκανε τίποτε μα τίποτε προκειμένου να παρεμποδίσει με το κύρος και την ισχύ που διέθετε την άδικη εκτέλεση των πολιτικών του αντιπάλων καθώς και τη βαθύτατα αντιδημοκρατική του συμπεριφορά όπως αυτή διαφάνηκε με την περιφρονητική προς τη λαική θέληση πολιτική του στο κίνημα του 1935.

      • Ε όχι και άδικη η εκτέλεση των Έξη πρωταιτίων της κυρβέρνησης της ήττας, μεταξύ αυτών και του κορυφαίου ενόχου Δημητρίου Γούναρη.

        Φυσικά, συνιστά απαράδεκτο γεγονός η εκτέλεση ενός ανθρώπου με τις σύγχρονες ευαισθησίες που έχουμε αναπτύξει -ανεξάρτητα από το μέγεθος του εγκλήματος που έχει διαπράξει.

        Είναι δυνατόν 90 χρόνια μετά από τη σφαγή από τα στίφη του Κεμάλ δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων που είχαν εγκαταλείψει απροστάτευτoυς οι Λαϊκοί κυβεrνήτες, να υπάρχουν Νεοέλληνες που να μιλούν για την αθωώτητα των τότε κυβερνητών;

        -Ο Άρειος Πάγος και το μήνυμα: Προδώστε, ξεπουλήστε, λεηλατήστε… Εγώ είμαι εδώ για να σας αθωώσω!

  3. Βλάσης Αγτζίδης on

    Σχόλιο στην Απόφαση του ΑΠ για την Δίκη των 6

    Η Δίκη των Έξι

    http://www.enosismyrneon.gr/el/ekdoseis-tes-enoses/arthra-arkheiou/skholio-sten-apophase-tou-ap-gia-ten-dike-ton.html

    ΜΕΤΑ την ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τις πατρίδες του, εκδηλώθηκε ως γνωστόν η Επανάσταση των στρατιωτικών μονάδων, που υπό την ηγεσία των Νικ. Πλαστήρα και Στυλ. Γονατά κατέλυσαν την κυβέρνηση των Αθηνών, εξεδίωξαν τον βασιλέα Κωνσταντίνο και συγκρότησαν Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο για την τιμωρία των ενόχων της συντριβής και της εγκατάλειψης των Μικρασιατών στο έλεος των Τούρκων. Στο Στρατοδικείο προσήχθησαν οκτώ κατηγορούμενοι, από τους οποίους οι έξι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ήταν οι Δημ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Νικ. Θεοτόκης, Γεωργ. Μπαλτατζής (που είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί ή υπουργοί στη διετία 1920-1922), και ο αρχιστράτηγος
    της Ήττας Γεωργ. Χατζανέστης. Η εκτέλεσή τους έγινε στις 15 Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί.

    Από τότε υπήρξαν ατέλειωτες και οξύτατες διαμφισβητήσεις για το κατά πόσον οι Έξι ήταν πράγματι προδότες, όπως τους χαρακτήριζε η απόφαση του Στρατοδικείου, και αν άξιζαν τη θανατική εκτέλεση. Μετά από 85 χρόνια ο εγγονός του Π. Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε την επανάληψη της διαδικασίας της περιώνυμης εκείνης δίκης (αναψηλάφηση). Σημειωτέον ότι η άσκηση ενός ενδίκου μέσου από οποιονδήποτε καταδικασθέντα συνεπάγεται την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης και για
    τους υπόλοιπους. Ο Άρειος Πάγος (Ζ’ Ποινικό Τμήμα) εξέδωσε την υπ’ αρ. 1675 /2010 απόφασή του, με την οποία ακύρωσε την απόφαση του Στρατοδικείου του 1922, αλλά δεν εδίκασε την υπόθεση εκ νέου, διότι η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος επέφερε την παραγραφή των αδικημάτων που τους απεδόθησαν.

    Την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, η οποία δίχασε την κοινή γνώμη και τους ιστορικούς, σχολιάζει σήμερα στη Μικρασιατική Ηχώ ο συνεργάτης μας, επίτιμος δικηγόρος και συγγραφέας, κ. Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου.

    —————————————————————-

    Σχόλιο στην Απόφαση 1675/2010 του Αρείου Πάγου

    του ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ *

    1 Μετά από αίτηση του Μιχ.Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού ενός από τους καταδικασθέντες στη Δίκη των Έξι, ο οποίος ζήτησε την επανάληψη (αναψηλάφηση) της διαδικασίας του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου και την απάλειψη του στίγματος της προδοσίας, που η καταδικαστική απόφαση είχε αποδώσει σε αυτούς, ο Άρειος Πάγος (Ζ’ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο) μετά από δικονομικές δολιχοδρομήσεις εξέδωσε την
    υπ’ αρ. υπ’ αρ. 1675/2010 απόφασή του. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας απεφάνθη,
    με ισχυρή μειοψηφία, ότι ναι μεν έχει δικαίωμα να επιληφθεί της αναψηλάφησης της υπόθεσης, αλλά λόγω της επελθούσης παραγραφής, αφού από το 1922 έχουν συμπληρωθεί 88 ολόκληρα χρόνια, η καταδικαστική απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου πρέπει να ακυρωθεί και η εναντίον τους ποινική δίωξη να παύσει. Ο Άρειος Πάγος δηλαδή δεν αθώωσε τους καταδικασθέντες, όπως ίσως πολλοί ενόμισαν, αλλά απλά και μόνο δεν επελήφθη της ουσίας της υπόθεσης. Η ακύρωση της απόφασης του Στρατοδικείου σημαίνει και την ακύρωση του χαρακτηρισμού της προδοσίας που τους απεδόθη με την απόφαση αυτή. Έληξε έτσι το δικαστικό μέρος της πολυτάραχης αυτής υπόθεσης. Όχι όμως και το ιστορικό πρόβλημα που αφορά την ενοχή των καταδικασθέντων στη μεγαλύτερη ίσως ήττα που υπέστη ποτέ ο ελληνισμός.

    Η απόφαση αυτή του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου (και μάλιστα σε Συμβούλιο, δηλαδή χωρίς δημοσία συνεδρίαση) παρέχει διττή αφορμή για σχολιασμό, τόσο από ιστορική θεώρηση όσο και από άποψη ορθής νομικής θεμελίωσης. Ο σχολιασμός και η κριτική των αποφάσεων των δικαστηρίων είναι βεβαίως ελεύθερος, αρκεί να γίνεται με ευπρέπεια και με επιχειρήματα.

    Μια τέτοια κριτική θα επιχειρήσει και αυτός που σύρει τις ακόλουθες γραμμές.

    Ευθύς εξ αρχής τονίζουμε ότι το κείμενο που ακολουθεί κάθε άλλο παρά επικροτεί την εκτέλεση της θανατικής ποινής την οποία κατέγνωσε το Επαναστατικό Στρατοδικείο. Οι εκτελέσεις των καταδικασθέντων χρεώνονται στην τότε ηγεσία της Επανάστασης, η οποία μπορούσε να διατάξει τη μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια δεσμά, όπως
    έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967.

    2 Ευρύτατο πεδίο κριτικής παρέχει κατ’ αρχάς το ιστορικό προοίμιο της κρινομένης απόφασης (1675/2010), το οποίο αναπτύσσεται στην πρόταση του κ. Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η εισαγγελική αυτή πρόταση εκτείνεται στις 162 από τις 182 σελίδες της όλης απόφασης, γεγονός ασύνηθες στα δικαστικά χρονικά. Και εάν η εισαγγελική πρόταση επρόκειτο να εγκύψει στην επίλυση ακανθωδών νομικών προβλημάτων, που έχουν διχάσει την επιστήμη και τη νομολογία, θα ήταν δυνατόν να δικαιολογηθεί μια κάποια έκταση στην εισήγησή αυτή, οπωσδήποτε όμως όχι σε τέτοιο βαθμό. Αλλά ο κ.
    αντεισαγγελέας θεώρησε υποχρέωσή του να ενσωματώσει μέσα στην πρότασή του μια πολυσέλιδη ιστορική πραγματεία, τελείως αλυσιτελή και περιττή, στην οποία αναπτύσσει δια μακρών άσχετα γεγονότα και υποπίπτει επί πλέον σε πολλαπλά σφάλματα, κυριότερο των οποίων είναι η τελική γνώμη του ότι οι έξι καταδικασθέντες “είναι προφανώς αθώοι” (σελ. 162 της απόφασης). Είναι γνωστόν όμως ότι η παραγραφή ποτέ δεν αθωώνει τους κατηγορουμένους. Απλώς παύει την ποινική δίωξη και δεν επιτρέπει την έρευνα της υπαιτιότητάς τους.
    Προφανώς ο κ. αντεισαγγελέας παρεσύρθη στην έκφραση αυτής της νομικά άστοχης
    πρότασής του περί “αθωότητος” των Έξι, ελαυνόμενος από τις προσωπικές ιστορικές εκτιμήσεις του, οι οποίες εκφράζονται μέσα από τον ποταμό των σελίδων της πρότασής του, όπου χωρίς λόγο μακρηγορεί και πλατειάζει.

    Έτσι ο αναγιγνώσκων την πρότασή του δεν αντιλαμβάνεται τι σχέση έχουν με την κρινόμενη υπόθεση οι πολυσέλιδες αναφορές του στη Ρώσο-Γερμανική σύγκρουση του 1914 για την Πρωσία (σελ. 12), στην κινηματογραφική ταινία του Μέλ Γκίμπσον Gallipoli (σελ. 34), στον Έρνεστ Χεμινγουέι και τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-
    1939 (σελ. 93-94), στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία (σελ. 101), στην ήττα των Γάλλων στο Ντιεν-Μπεν-Φού της Ινδοκίνας το 1954 (σελ. 157), ακόμα και στο ρόλο του … Ρασπούτιν κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση (σελ. 40), όπως επίσης και, λίαν περιέργως, στον……Τρωικό Πόλεμο (σελ. 106-107). Η μικρή αυτή σταχυολόγηση μερικών μόνο επιχειρημάτων του από την πλημμύρα των άχρηστων και άσχετων ιστορικών συμβάντων, τα οποία ματαίως προσπαθεί να συνδέσει ο συντάκτης της πρότασης με την προδοσία ή όχι των Έξι καταδικασθέντων, αποδεικνύει απλώς την επιδεικτική ιστοριομάθεια του κ. αντεισαγγελέα. Η πολυσέλιδη αυτή εισαγγελική πρόταση αναλίσκεται επίσης σε διεξοδική περιγραφή όλων σχεδόν των μαχών που έδωσε ο στρατός μας στη Μικρά Ασία, πράγμα βεβαίως περιττό αφού κανείς δεν περιμένει να λάβει μαθήματα πολεμικής στρατηγικής από τα δικόγραφα των νομικών.

    Όλα αυτά είναι απλώς περιττά και απροσδιόνυσα 1 και δεν συνάδουν με τη λακωνικότητα και την εύστοχη ακρίβεια που πρέπει να διακρίνει τις δικαστικές εισηγήσεις και αποφάσεις.

    3 Εξάλλου ο συντάκτης της εισαγγελικής πρότασης παρεσύρθη και σε σοβαρές ιστορικές παρεκτιμήσεις, πράγμα αναμενόμενο από τη στιγμή που θέλησε να γίνει κριτής των συμβάντων της Ιστορίας. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πεδίον και ευκαιρία ανάπτυξης υποκειμενικών θεωριών επί θεμάτων αμφισβητουμένων ή και άλυτων, επί
    των οποίων η επιστήμη δεν έχει ακόμη κατασταλάξει, και ίσως ποτέ δεν θα το κατορθώσει, και που διαφεύγουν από το γνωστικό αντικείμενο των δικαστών. Διότι δεν περιμένουμε βεβαίως από τα δικαστήρια να αποφανθούν επί μεγάλων προβλημάτων όπως π.χ. η ορθότης των θεωριών του Δαρβίνου, η παραδοχή ή η απόρριψη της θεωρίας του Φρόϋντ, ακόμη και η ύπαρξη ή όχι Θεού2.

    Και η αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων είναι έργο των ιστορικών και όχι των δικαστών. Διαφορετικά οδηγούμεθα σε μια επικίνδυνη Δικαστηριοποίηση της Ιστορίας (Judiciarisation de l’ Histoire).

    Οι ιστορικές αυτές παρεκτιμήσεις αλλά και οι άσκοπες περιηγήσεις του κ. αντεισαγ-γελέα στην παγκόσμια ιστορία, είναι άπειρες. Γνωμοδοτεί περιέργως ότι “δεν ήταν ο εθνικός διχασμός εκείνος που άσκησε τη νομιζόμενη γενικώς επιβλαβή επιρροή στη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά άλλα γεγονότα ανεξάρτητα εκείνου “ (σελ. 7). Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο εθνικός διχασμός στα 1916 ήταν ….. επωφελής (!) για την Ελλάδα, αφού συνετέλεσε να καθυστερήσει η είσοδος της χώρας μας στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (σελ. 41). Μας πληροφορεί το λίαν ενδιαφέρον (για τον ίδιο φυσικά) γεγονός ότι ο Τσάρος προσέφερε 50.000 ρούβλια στο Ρώσσο στρατιώτη που θα έμπαινε πρώτος στο Βερολίνο (σελ. 15), και το μεγάλης σημασίας (κατά τον κ. αντεισαγγελέα) γεγονός ότι ο Έρικ φον Φάλκενχαϊμ, που αντικατέστησε μετά τη μάχη του Μάρνη τον στρατάρχη φον Μόλτκε, ήταν “ένας κοντοκουρεμένος Γερμανός αξιωματικός με γκρίζο μουστάκι, με βλέμμα ψυχρό και ύφος στιβαρό” (σελ. 16), ότι η απόπειρα αυτονόμησης της Ιωνίας” δεν βρήκε ανταπόκριση από τους ντόπιους” (σελ. 125), ότι η αρχαιοελληνική λέξη “Οίκαδε”, που έγινε τίτλος του
    πασίγνωστου άρθρου του Γ. Α. Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή» τον Αύγουστο του 1922, απασχολούσε τους στρατιώτες της Μικράς Ασίας “ όπως τον ομηρικό Οδυσσέα η ΙΘΑΚΗ “ (σελ. 134, περίεργη παρομοίωση), ότι το “ αποτέλεσμα της ήττας ήταν η μ ε τ α κ ί ν η σ η ενός τεραστίου πλήθους 1.500.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην κυρίως Ελλάδα “ (σελ. 143, έτσι ονομάζει το ξερρίζωμα τόσων Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρίδες του ο κ. αντεισαγγελέας, απλή … μετακίνηση) κ.λ.π., παραδείγματα «ων ουκ έστι αριθμός». Εκφράζει δε και τη γνώμη ότι θα έπρεπε η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ιωνία πολύ πριν από τις εκλογές της 1/11/1920 (σελ. 63), χωρίς βεβαίως να αναλογισθεί ότι έτσι μόνη της η Ελλάδα θα καταπατούσε τη Συνθήκη των Σεβρών με απροσμέτρητες συνέπειες για τη χώρα μας και βεβαίως και για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι υπέφεραν από τους διωγμούς των Νεοτούρκων με συνέπεια σημαντικό τμήμα από αυτούς να καταφύγουν, ήδη πολύ προ του 1919, έντρομοι στην Ελλάδα. Διαφεύγει απολύτως της
    ιστοριομάθειας του κ. αντεισαγγελέα ότι η ελληνική κυβέρνηση, εκτός των άλλων, απεδέχθη την εντολή κατάληψης της Ιωνίας για να προστατεύσει τους Μικρασιάτες της Ανατολής από τη γενοκτονική βία των Νεοτούρκων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει περιγράψει αναλυτικά και κατά περιοχές τα μαρτύρια και τους διωγμούς των Μικρασιατών στις 416 σελίδες της Μαύρης Βίβλου που εξέδωσε το 1919.

    4 Θα μπορούσε κανείς να αλιεύσει πλείστα άλλα παρόμοια επιχειρήματα από την πρόταση του κ. αντεισαγγελέα. Μπορεί επί παραδείγματι να επισημάνει την α π ο σ ι ώ π η σ η πολλών κρισίμων ιστορικών περιστατικών, όπως την επανειλημμένη αγνόηση της εκπεφρασμένης ετυμηγορίας του ελληνικού λαού από τον Κωνσταντίνο, την σαφώς φιλογερμανική στάση του, την παράδοση του Ρούπελ στον στρατό των γερμανοβούλγαρων, την αυτομόληση ολόκληρης ελληνικής μεραρχίας στους Γερμανούς (της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς), πράξεις οι οποίες δικαιολογήθηκαν στο βωμό της ουδετερότητας (ουσιαστικά γερμανοφιλίας) των βασιλικών κυβερνήσεων. Αποσιώπησε ο κ. αντεισαγγελέας ότι η εντολή του Μαΐου του 1919 προς τον Βενιζέλο να καταλάβει η Ελλάδα την Ιωνία δόθηκε επειδή οι Ιταλοί προέλαυναν ήδη από την Καρία προς τη Σμύρνη, και αν η Ελλάδα δεν δεχόταν την ιστορική αυτή ευκαιρία θα χανόταν ίσως δια παντός στο μέλλον η ελπίδα απελευθέρωσης των Μικρασιατών. Αποσιωπά ότι το οθωμανικό κράτος είχε κηρύξει ήδη από το 1914 απηνή διωγμό και κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όπως αποδεικνύει η τακτική του με τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Αποσιωπά επίσης τη σφοδρή αντίθεση των Συμμάχων προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, τον οποίον θεωρούσαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους μετά τον Κάϊζερ και ότι η επαναφορά του στο θρόνο συνετέλεσε και αυτή στη μεταστροφή της μέχρι τότε ευνοϊκής προς την Ελλάδα πολιτικής τους.

    Το ακόμη περιεργότερο είναι ότι ο κ. Αντεισαγγελέας εξυμνεί τα αγαθά της ουδετερότητας που έπρεπε να τηρήσει τότε η ελληνική κυβέρνηση, επικαλούμενος το απαράδεκτο επιχείρημα ότι “οι προπαγανδιστές (της εξόδου στον πόλεμο) που εξήπταν τη φαντασία των νεαρών για ηρωικά κατορθώματα και δόξα ατελεύτητη παρέλειπαν να τους πουν, ότι ο Πόλεμος ούτε Πανήγυρη – ούτε Φιέστα – ούτε Χοροεσπερίδα – ούτε Πικ-νικ – ούτε Εκδρομή – ούτε Τουρισμός είναι. Είναι Αίμα, Δάκρυα, Θάνατος”. Και προς επίρρωσιν του κηρύγματός του μας παρακινεί να διαβάσουμε το αντιπολεμικό έργο του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ “Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο” (σελ. 39). Εδώ θα
    μας επιτραπεί να του υπενθυμίσουμε ότι ε υ τ υ χ ώ ς που δεν είχαν τέτοιες ιδέες οι Έλληνες, όταν πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και απελευθέρωσαν τόσα ελληνικά εδάφη ή όταν πήραν τα όπλα και έτρεξαν το 1940 στην Αλβανία. Διαφεύγει δε εντελώς από την ιστοριομάθεια του κ. αντιεισαγγελέα ότι η πολιτική της ουδετερότητας μετά την παράδοση του οχυρού του Ρούπελ και της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς στους Γερμανοβούλγαρους, έθετε σε άμεσο κίνδυνο τα εδαφικά οφέλη που είχε κερδίσει η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους3.

    5 Αποσιωπά επίσης η εισαγγελική πρόταση το γεγονός ότι ο αρχιστράτηγος της Ήττας Χατζανέστης, αντί να σπεύσει επί τόπου στα πεδία των μαχών, επέμενε να διευθύνει τις επιχειρήσεις από τη Σμύρνη, δηλαδή από απόσταση 80 χιλιομέτρων, με μόνο μέσο επικοινωνίας έναν ασύρματο, ο οποίος και αυτός ήταν κακοσυντηρημένος και
    μισοχαλασμένος.3 Έτσι οι Τούρκοι υπέκλεψαν τη διαταγή της αντικαταστάσεώς του από τον αντιστράτηγο Νικ. Τρικούπη και ο νεοπροαχθείς εις αρχιστράτηγον Τρικούπης την πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, όταν συνελήφθη αιχμάλωτος ! …
    Επονείδιστες στιγμές στην ελληνική ιστορία, για τις οποί-
    ες έπρεπε να πληρώσουν επιτέλους κάποιοι…
    Αποσιωπά τέλος ο συντάκτης της σχοινοτενούς εισαγγελικής πρότασης τον απαράδεκτο νόμο 2870/1922 “περί απαγορεύσεως της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής” (Φ.Ε.Κ. 119/20-7-1922).

    Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, προβλέποντας το κύμα των προσφύγων που θα κατέκλυζε την κυρίως Ελλάδα μετά την αναμενόμενη ήττα, θέλησε να το εμποδίσει. Στην ουσία δηλαδή εγκατέλειπε τους Μικρασιάτες στη σφαγιαστική μανία των Τούρκων, διότι κατά βάθος ήθελε να αποφύγει την έλευση στην κυρίως Ελλάδα των
    εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ιωνίας, της Αιολίδας, της Λυδίας κ.λ.π., οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους βενιζελικοί και θα άλλαζαν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Δηλαδή προέταξαν το κομματικό τους συμφέρον και αδιαφόρησαν για την τύχη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας…

    6 Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες παρεκτιμήσεις ή αποσιωπήσεις των ιστορικών γεγονότων της ταραγμένης εκείνης εποχής, τις οποίες διαπιστώνει ο επαρκής αναγνώστης της εισαγγελικής πρότασης. Ο επαρκής αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μην διερωτηθεί πώς διέφυγε της προσοχής του κ. αντεισαγγελέως, ότι δεν είχε μπροστά του ούτε το κείμενο της προς αναψηλάφησιν απόφασης, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία (δηλαδή τις μαρτυρίες και τα έγγραφα που κατετέθησαν), ούτε καν τον αριθμό της απόφασης του Στρατοδικείου, πράγμα που
    δικαίως επεσήμαναν οι μειοψηφήσαντες δικαστές. Τούτο διότι, ως γνωστόν, ολόκληρη η δικογραφία έχει περιέργως εξαφανισθεί και μόνη πηγή από την οποία πληροφορούμεθα περί όλων αυτών είναι μερικές ανεύθυνες ή και ύποπτες μεταγενέστερες δημοσιογραφικές δημοσιεύσεις.

    Μόνη αυτή ή έλλειψη της δικογραφίας, στο πρωτότυπο ή έστω σε επίσημο αντίγραφο, θα έπρεπε να οδηγήσει τον κ. αντεισαγγελέα στην άρνηση διατύπωσης οποιασδήποτε γνώμης περί της ανάγκης ή όχι της επανάληψης της διαδικασίας (αναφηλάφησης).

    Και βεβαίως στην ίδια γνώμη θα έπρεπε να καταλήξει και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όπως ορθώς εισηγήθηκε η μειοψηφία. Θα ανέμενε δε ευλόγως ο αναγνώστης του σκεπτικού της αρεοπαγιτικής απόφασης να ασχοληθεί με την κριτική επεξεργασία των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλε ο προτείνας την αθώωση των καταδικασθέντων κ. αντεισαγγελέας. Αντιθέτως η απόφαση του Αρείου Πάγου εμφανίζεται να ασπάζεται ασυζητητί τα επιχειρήματα αυτά, αφού υιοθέτησε καθ’ ολοκληρίαν την εισαγγελική πρόταση.

    7 Η επανάληψη της διαδικασίας ποινικής δίκης (αναψηλάφηση) διατάσσεται κατά το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας χωρίς κανένα χρονικό περιθώριο, δηλαδή
    οποτεδήποτε, αρκεί να αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη νέα γεγονότα και αποδείξεις, άγνωστα στους δικάσαντες, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο δικάσαν δικαστήριο καθιστούν φανερή την αθωότητα του καταδικα-σθέντος. .
    Και ευλόγως διερωτάται ο καθένας: – Αφού δεν είχε ο Άρειος Πάγος υπ’ όψη του τα γεγονότα και τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν στο Στρατοδικείο, πώς αποφαίνεται ότι οι σημερινές αποδείξεις ήταν άγνωστες στους δικάσαντες; Τόσο στην εισαγγελική πρόταση όσο και στο σκεπτικό της απόφασης κανένα νέο τέτοιο γεγονός δεν αναφέρεται. Το μόνο που αναγράφεται είναι κάποιες γνώμες πολιτικών, ελλήνων και ξένων, που προέβλεψαν (για δικούς τους λόγους) την αποτυχία της εκστρατείας ή κείμενα συγγραφέων, που εκ των υστέρων βεβαίως, έγραψαν ότι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ήταν καταδικασμένη.

    Αυτά όμως δεν είναι νέα γεγονότα, που π ρ ο ϋ π ή ρ ξ α ν της καταδίκης και που παρέμειναν, για διαφόρους λόγους, άγνωστα στους δικάσαντες. Οπωσδήποτε δε οι νεότερες αυτές γνώμες καθόλου δεν συνάπτονται με την προδοτική ή όχι συμπεριφορά των Έξι καταδικασθέντων.

    8 Η απόφαση ελήφθη με ψήφους τρεις κατά δύο. Οι δύο εκ των πέντε δικαστών που συναποτελούσαν τη σύνθεση του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου διατύπωσαν την αντίθετη γνώμη τους σε ένα κείμενο ευσύνοπτο, που είναι θεμελιωμένο κυρίως στις
    διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι μειοψηφήσαντες αρεοπαγίτες (Κων/νος Φράγκος και Ανδρ. Ξένος) είχαν την ορθή, κατά την άποψή μας, γνώμη ότι έπρεπε να ανακληθεί η προηγουμένη απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία παρέπεμψε την υπόθε-
    ση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπ’ αρ. 1533/2009), αφ’ ενός μεν διότι δεν ήταν οριστική (και το αιτιολογούν πειστικότατα αυτό), αφ’ ετέρου δε διότι θα έπρεπε να εξετασθεί εξ αρχής η υπόθεση παρουσία μάλιστα του αιτούντος, κυρίως δε :
    “διότι δεν βρέθηκε στα Αρχεία του Κράτους και δεν υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ούτε η προσβαλλομένη από 15-11-1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβαν υπ’ όψιν τους οι δικαστές που συγκρότησαν το δικαστήριο εκείνο (…….) και δεν δύνανται να συγκριθούν και να αξιολογηθούν προς όσα στοιχεία ως νέα γεγονότα και αποδείξεις επικαλείται και προσκομίζει στην αίτησή του (ο αιτών την αναψηλάφηση), ώστε να δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι ήταν ικανά να οδηγήσουν, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τα γεγονότα που είχαν τεθεί υπ’ όψιν των δικαστών (του Στρατοδικείου) στην παραδοχή της ενδίκου αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας”.

    Οι τρείς όμως πλειοψηφήσαντες δικαστές (Θεοδώρα Γκοΐνη, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Παπαδόπουλος και Ιωάννης Γιαννακόπουλος, εισηγητής) απέρριψαν τη γνώμη της μειοψηφίας και έκαναν δεκτή την πρόταση του Αντεισαγγελέα κ. Νικολάου Τσάγγα. Έτσι ετάχθησαν αλληλέγγυοι με τα όσα η εισαγγελική αυτή εισήγηση προέτεινε και με όσες ιστορικές απόψεις διατυπώθηκαν σε αυτήν.
    Η Ιστορία λοιπόν ερμηνεύθηκε και αξιολογήθηκε από δικαστές, ανωτάτου μεν επιπέδου, για την ιστορική όμως παιδεία και κατάρτιση των οποίων δικαιούται ο καθένας να έχει αντίθετη γνώμη.

    9 Ο γράφων δεν υποστηρίζει ότι οι καταδικασθέντες ήσαν προδότες με την αυστηρή έννοια του νομικού όρου. Θυμάται όμως πάντοτε τον γνωστό κανόνα του Ρωμαϊκού Δικαίου, που προήλθε από τον λαό εκείνο, του οποίου η νομική διαίσθηση και σκέψη μας εκπλήσσει μέχρι σήμερα, και ο οποίος κανόνας έλεγε ότι culpa lata dolo comparatur (η βαρεία αμέλεια εξομοιούται προς τον δόλο). Πολύ ενωρίς άλλωστε η έννοια του δόλου διευρύνθηκε και περιέλαβε και τη βαρεία αμέλεια. Ήταν φυσικό να υιοθετηθεί αυτή η κοινώς κρατούσα άποψη από ένα Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, που συνεδρίαζε όταν γύρω του ήταν νωπές οι πληγές της Καταστροφής, όταν η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που θρηνούσαν το θάνατο των δικών τους ανθρώπων, που δεν είχαν ούτε καν ακόμη στεγασθεί σε αντίσκηνα ή σε παράγκες και επαιτούσαν «μονοχίτωνες και μονοσάνδαλοι». Οι θεωρούμενοι, καλώς ή κακώς, υπεύθυνοι της Καταστροφής αντιμετώπιζαν την ζέουσα οργή του επαναστατημένου στρατού και της κοινής γνώμης. Βεβαίως οι έξι δεν άξιζαν τη θανατική εκτέλεση. Δεν άξιζαν όμως το θάνατο ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες των σφαγιασθέντων Μικρασιατών και αιχμαλώτων.

    Η ευθύνη της εκτέλεσής τους, όπως προαναφέρθηκε, δεν βαρύνει τόσο τους στρατοδίκες, αλλά περισσότερο την επαναστατική κυβέρνηση εκείνης της ιστορικής ώρας. Το αίμα που ρέει από τις εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων φέρνει άλλο αίμα, όπως έγινε μετά το κίνημα του 1935 και τις εκδικητικές εκτελέσεις των Παπούλα και Κοιμίση.
    10 Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προδοσίας απαιτεί τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου στον δράστη. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι καταδικασθέντες επρόδωσαν ενσυνείδητα την πατρίδα τους, όπως έκανε ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες. Τούτο το παραδέχθηκαν αργότερα τόσο ο Θ. Πάγκαλος όσο και ο Ε.
    Βενιζέλος. Και κανένας όμως δεν μπορεί να παρίδει την εγκληματική αμέλειά τους σε πληθώρα περιπτώσεων, και τον κομματικό τους καιροσκοπισμό, που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο άλλου, ξεχωριστού, σχολίου.

    Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι στους τρεις εξ αυτών (Γούναρη, Θεοτόκη και Πρωτοπαπαδάκη) μπορεί να αποδοθεί και ενδεχόμενος δόλος5.

    Η καταδίκη των Έξι δεν ήταν παρά η κάθαρση μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν η δυσάρεστη, οδυνηρή και αιματηρή εκτόνωση του λαϊκού και εθνικού αισθήματος εκείνων των τραγικών ημερών, μια στρόφιγγα από την οποία εκτονώθηκε η αγανάκτηση μιας νικημένης στρατιάς τουλάχιστον 100.000 στρατιωτών και ενός εκατομμυρίου ξεριζωμένων (και όχι απλώς…. μετακινηθέντων, όπως τους θέλει η απόφαση) Μικρασιατών προσφύγων, οι οποίοι θρηνούσαν τουλάχιστον άλλα 500.000 θύματα σφαγών, αποκεφαλισμών, βιασμών, εμπρησμών, δηώσεων και κατακρεουργήσεων.

    Όσον αφορά τον ξεριζωμό και τον αφανισμό του ενός από τους δύο πνεύμονες με τους οποίους ανέπνεε και μεγαλουργούσε ο ελληνισμός, και που είναι η προαιώνια Μικρασιατική του πατρίδα, αυτό είναι ένα άλλο κολοσσιαίο κεφάλαιο με το οποίο η κρινόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, και βεβαίως και ο προτείνας κ. αντεισαγγελέας δεν ασχολήθηκαν.

    Οι καταδικασθέντες το 1922 δεν επρόδωσαν. Όμως παρέδωσαν τη Μικρά Ασία και τους Μικρασιάτες στους τσέτες του Κεμάλ. Ίσως οι κ.κ. αρεοπαγίτες να διατύπωναν διαφορετικά την απόφασή τους (και βεβαίως και ο κ. αντεισαγγελέας την πρότασή του), αν ήξεραν ότι δυο χρόνια αργότερα η τουρκική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης Yeni Giun, σε μια ανασκόπηση της ελληνοτουρκικής σύρραξης, παραδεχόταν ότι η τουρκική νίκη ήταν ανέλπιστη και δημοσίευε μάλιστα στην πρώτη της σελίδα τις φωτογραφίες των Γούναρη και Στράτου με τον υπέρτιτλο «Οι Σωτήρες της Τουρκίας»………6

    Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Άλωση δεν έγινε το 1453. Έγινε το 1922.

    1. «Τί προς Διόνυσον;» αναφωνούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι όταν έβλεπαν στις θεατρικές παραστάσεις ότι τα δρώμενα ήταν άσχετα με τη διονυσιακή λατρεία.
    2. Τούτο ενθυμίζει παλαιό πανεπιστημιακό καθηγητή ο οποίος έθεσε στους φοιτητές του σε ψηφοφορία το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός! Μετά από την ψηφοφορία ανακοίνωσε περιχαρής ότι απεδείχθη η ύπαρξη του Θεού….
    3. Βλ. Γ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα 1909-1940, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σ.60.
    4. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Βίκτωρ Δούσμανης, γνωστός για την προσήλωσή του στην κυβέρνηση Γούναρη, έγραψε για τον Χατζανέστη : « Από μακράν ηδυνάτει να διοικήσει. Και εάν ήτο ικανός, ηδυνάτει να αντιληφθεί την εκάστοτε κατάστασιν της μάχης.
    Και εάν την αντελαμβάνετο, ηδυνάτει να επέμβει αμέσως, ταχέως και αποτελεσματικώς …. Μακράν ευρισκόμενος υποχρεωτικώς ηδράνησεν, αδρανήσας ηστόχησεν και αστοχήσας επέφερε την καταστροφήν ». (Δούσμανης Β., Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής, Αθήναι, 1928, σελ. 177).

    5. Βλ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Ασύγνωστη αμέλεια ή και ενδεχόμενος δόλος», εφ. Καθημερινή 28/11/2008.
    6. Βλ. Βλάση Αγτζίδη, «Η Δίκη των Εξ», περιοδικό Επίκαιρα.
    *Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ,
    Νο 409, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011, σελ. 9-12

  4. Μ on

    ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ Γιάννη Μέγα στην εφημερίδα Μακεδονία

    Εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μερικά ερωτήματα που συνοδεύουν την κρίσιμη για την πόλη χρονική περίοδο 1912-1913 παραμένουν: Πόσο εύκολα θα μπορούσε σήμερα η Θεσσαλονίκη να μην είναι ελληνική;

    Της Κυριακής Τσολάκη: «Γιάννης Μέγας: Στο παρά πέντε ελληνική η Θεσσαλονίκη»

    ……………………..
    …………………….

    http://www.makthes.gr/news/arts/83326/
    -Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά στη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, της οποίας, ως γνωστόν, τα κίνητρα δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ. Η έρευνά σας οδήγησε στα πιθανά αίτιά της;

    -Ο δολοφόνος προέβη στην πράξη αυτή μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, αλλά κανείς δεν ξέρει γιατί το έκανε. Λένε πως ήταν ένας μισότρελος από τις Σέρρες, που λίγες εβδομάδες μετά, στη διάρκεια της ανάκρισης, πήδηξε από το παράθυρο. Δεν ξέρουμε όμως αν πήδηξε ή τον έσπρωξαν. Μετά από αυτό συνέβησαν πάρα πολλά που δεν δικαιολογούνται. Ο υπασπιστής τού βασιλιά που συνόδευε τον Γεώργιο τη στιγμή της δολοφονίας του δεν ανακρίθηκε ποτέ και, κατά έναν περίεργο λόγο, τον έστειλαν στην πρεσβεία στην Ουάσιγκτον όπου και πέθανε. Τα αρχεία της ανάκρισης εξαφανίστηκαν, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τι ακριβώς συνέβη. Διαβάζοντας και γράφοντας, κατέληξα στο ότι όλο αυτό ήταν ένα σχέδιο των Γερμανών προκειμένου να εξουδετερώσουν τον Γεώργιο που ήταν εντονότατα φιλοεγγλέζος και να γίνει βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν γνωστός φιλογερμανός.

    ……………………………….
    ……………………………….

  5. […] και κοινωνικά βασιζόταν στην παραδοσιακή αντιπροσφυγική στάση της Δεξιάς και ιδεολογικά στη μεταφυσική  θεώρηση του […]

  6. Χρ. on

    Δημήτριος Γούναρης: Ένας Ολέθριος Λαϊκιστής Πολιτικός του Παρελθόντος μ’ Αντανάκλαση στο Παρόν;

    Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/8615, Ἀντίβαρο

    Κωνσταντίνος Φουράκης

    Ο Δημήτριος Γούναρης (1867 – 1922) στις 17 Νοεμβρίου του 1902 πολιτεύθηκε και εκλέχτηκε για πρώτη φορά με ανεξάρτητο συνδυασμό επειδή οι απόψεις του θεωρήθηκαν ιδιαίτερα προοδευτικές αφού πρότεινε μέτρα για την eκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, υποστηριχθείς απ’ την ομάδα «των γοβών», όπως αποκαλέστηκε από τον λαό, η οποία αποτελείτο από επαγγελματίες τεχνοκράτες φερόμενους ως ανεξάρτητοι από κομματικές εξαρτήσεις. Στις 17 Μαΐου του 1903, στη συζήτηση του νόμου για την κύρωση της συμβάσεως του μονοπωλίου της σταφίδας που είχε φέρει στη βουλή η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, ο Γούναρης διαφώνησε και εξεφώνησε ένα θαυμαστό, για κείνη την εποχή λόγο, που ανάγκασε την κυβέρνηση μετά από λίγες μέρες και εξαιτίας των αντιδράσεων για τον νόμο αλλά και της διαφωνίας Ζαΐμη, σε παραίτηση. Ο νόμος αφορούσε στην σύναψη, μεταξύ του ελληνικού κράτους και ομάδας βρετανών κεφαλαιούχων, συμφωνίας για τη μονοπώληση του εμπορίου ελληνικής σταφίδας για είκοσι χρόνια. Στις εκλογές του 1905, συνεργάστηκε με το Θεοτοκικό κόμμα αλλά συνάντησε την αντίσταση των σταφιδοπαραγωγών με αποτέλεσμα να μην εκλεγόταν αλλά κατάφερε να επανεκλεγόταν στις εκλογές του Μαρτίου του 1906 και αφού είχε προηγηθεί η τραγική δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, με το Θεοτοκικό κόμμα. Τον Ιούνιο του 1906 δημιουργήθηκε η γνωστή πολιτική «ομάδα των Ιαπώνων», η οποία ονομάστηκε έτσι λόγω της μαχητικότητάς της που ομοίαζε με τη μαχητικότητα των Ιαπώνων στρατιωτών στον διεξαγόμενο κατά την εποχή εκείνη Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και απετελείτο από τους Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Γούναρη, Εμμανουήλ Ρέπουλη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Χαράλαμπο Βοζίκη, Απόστολο Αλεξανδρή και Ανδρέα Παναγιωτόπουλο (οι συνιστώσες εκείνης της εποχής). Η δράση των Ιαπώνων ενόχλησε τον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος διαβλέποντας την επικείμενη κρίση προσπάθησε να προσεταιριζόταν μερικούς από αυτή την πολιτική ομάδα, προσφέρων υπουργικά αξιώματα στους Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη και Ρέπουλη. Οι δύο πρώτοι δέχτηκαν αυτά τα αξιώματα με αποτέλεσμα η ομάδα των Ιαπώνων να εξουδετερωνόταν πολιτικώς. Με την εκδήλωση του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, η οποία έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην εξουσία για να έδινε λύση στο τότε σκοτεινό πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, ο Γούναρης εναντιώθηκε μανιωδώς εναντίον του αφού δεν συμφωνούσε με την επέμβαση του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις κι έμεινε πιστός στις ιδέες του παρά τις προσπάθειες του Στρατιωτικού Συνδέσμου να τον ενέτασε στο κυβερνητικό σχήμα, λέγων «Πρέπει να έλθω στην εξουσία δια του λαού» αλλά υποστηρίζεται ότι πριν να εκαλείτο ο Βενιζέλος απ’ την Κρήτη, αυτός ήταν εκείνος ο οποίος καθοδηγούσε πολιτικά τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Στις εκλογές το 1910, εκλέχτηκε βουλευτής Πατρών με άνεση λόγω της υποστηρίξεως του από το Θεοτοκικό κόμμα και μετά τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, οι οποίες ακολούθησαν τον ίδιο χρόνο, ο Γούναρης προσεχώρησε στην δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας που θα στηριζόταν σε κοινή ιδεολογία (πάλι συνιστώσες και τότε). Στις εκλογές του Μαρτίου 1912, ο Γούναρης μόλις και μετά βίας κατάφερε να εκλεγόταν βουλευτής Πατρών εξαιτίας της ανετοιμότητας του και της σαρωτικής εκλογικής επιτυχίας του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο κέρδισε τις 151 από τις 181 βουλευτικές έδρες. Η πρώτη σοβαρή πολιτική σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου και Γούναρη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1913 με κύριο θέμα τους χειρισμούς της κυβερνήσεως Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική ως προς τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Αφορμή γι’ αυτές τις εξελίξεις ήταν η δήλωση του Ελ. Βενιζέλου, κατόπιν συναντήσεως του με επιτροπή κατοίκων Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για βάναυση συμπεριφορά Βουλγάρων στρατιωτών εναντίον τους, ότι «Εάν οι Έλληνες εκ των υποδούλων περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν τινός των συμμάχων κρατών όπως κατ’ ανάγκην θα περιέλθωσιν, η κυβέρνησις θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν να περιέλθωσιν λιγότερον». Ο Γούναρης κατηγόρησε τότε τον Βενιζέλο ότι είχε αφήσει ανενημέρωτη την εθνική αντιπροσωπεία σχετικά με την πορεία των εξωτερικών πραγμάτων και ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα της Ελλάδας και, συγκεκριμένως, των Ελλήνων κατοίκων της υπόδουλης Μακεδονίας απέναντι στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της τότε συμμάχου της Ελλάδος Βουλγαρίας. Στις 21 Ιουνίου του 1913, κατά την ημερομηνία κηρύξεως –του απελευθερωτικού, με την διεκδίκηση των κατεχομένων ακόμα Ελληνικών εδαφών- πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο Γούναρης επεσήμανε στη Βουλή ότι ο πόλεμος ήταν απότοκο της λανθασμένης προσεγγίσεως της κυβερνήσεως Βενιζέλου προς αυτήν της Βουλγαρίας. Στους επόμενους μήνες η διαμάχη των δύο ανδρών επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, εσωτερικής πολιτικής σχετικώς με διάφορες «αυθαιρεσίες» της κυβερνήσεως κι ο Γούναρης καυτηρίασε την κίνησή της του να κατέφευγε στην έκδοση αναγκαστικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της ίδιας της Βουλής, με την σύναψη δανείων, όπως η συζήτηση της 23ης Δεκεμβρίου που στην αφορούσε στην σύναψη δανείου 500 εκατομμυρίων δραχμών κ.α. Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιουνίου/28 Ιουνίου του 1914, ο Αρχιδούκας της Αυστρίας και διάδοχος του θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε από τον Σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σεράγεβο, μια πόλη που τελούσε τότε υπό την επικυριαρχία της Αυστροουγγρικής Αυτικρατορλθας. Η Αυστρία απεύθυνε τελεσίγραφο στη Σερβία, η οποία το απέρριψε. Τα γεγονότα προχώρησαν με ταχύ ρυθμό και στις 22 Ιουλίου η Μεγάλη Βρετανία εισήλθε στον πόλεμο. Η Ελλάδα αρχικά τήρησε ουδέτερη στάση αλλά ήταν ξεκάθαρη η διχογνωμία απόψεων μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος υποστήριζε την Αντάντ, δηλαδή τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Αγγλία αλλά ο Κωνσταντίνος A’, όμως, λόγω και της συγγένειας του με την γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, εμπιστευόταν την -κατ’ αυτόν- γερμανική υπεροχή. Με αφορμή επιστολή-απάντηση του Βασιλιά σε ερώτημα του Βρετανού ναυάρχου Καρ, η οποία κατά τον Βενιζέλο υποδήλωνε μεταβολή της συμπεφωνημένης Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπέβαλε την παραίτηση του στις 25 Αυγούστου. Ο βασιλιάς, όμως, αρνήθηκε να έκανε δεκτή την παραίτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κι η επακολουθήσασα ρήξη μεταξύ τους ήταν μια αναμενόμενη, προδιαγεγραμμένη συνέπεια της. Η απομάκρυνση του φιλοβασιλικού Γεωργίου Στρέϊτ, υπουργού επί των εξωτερικών, η παύση του υποστράτηγου Δούσμανη από την αρχηγία του επιτελείου και τέλος η άρνηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ να ικανοποιούσε το αίτημα για συμμετοχή της Ελλάδας στις Αγγλογαλλικές συμμαχικές επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια επέφερε το τέλος, το οποίο επισημοποιήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1915, της συνεργασίας Βενιζέλου-Βασιλέως όταν ο πρώτος υπέβαλε την παραίτηση του κι ο δεύτερος την έκανε αμέσως γενόμενη αποδεκτή. Η στάση του Γούναρη όλων αυτών τον καιρό ήταν απλώς η παρακολούθηση των εξελίξεων αν και σε στενό κύκλο συνεργατών είχε δηλώσει ότι προτιμούσε την ουδετερότητα παρ’ όλο το γεγονός ότι είχε πειστεί από τον Μεταξά για την υπεροχή της Γερμανίας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1915, και αφού είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ πρότεινε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη την πρωθυπουργία και, κατόπιν της αρνήσεως του τελευταίου να την δεχόταν, στον Στέφανο Σκουλούδη. Ύστερα από την άρνηση και του Στέφανο Σκουλούδη για την πρωθυπουργοποίηση του, απευθύνθηκε στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις 24 Φεβρουαρίου σχημάτισε κυβέρνηση, στην οποία κράτησε για τον εαυτόν του το υπουργείο στρατιωτικών, κατά την θητεία της οποία συγκρούστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο εξαιτίας μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης, με την οποία ο Γούναρης εμμέσως πλην σαφώς κατηγορούσε τον Βενιζέλο για άσκοπες παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική οι οποίες δεν ευνοούσαν την χώρα. Ο Βενιζέλος αντέδρασε στέλνοντας επιστολή στον υπουργό των εξωτερικών Ζωγράφο, ο οποίος τον παρέπεμψε σε επιστολή του Γούναρη προς τον πρώτο. Ο Βενιζέλος δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις και απευθύνθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος την μεταβίβασε στον πλέον αρμόδιο, τον πρωθυπουργό Γούναρη. Τελικώς, η κρίση έληξε με την ανακοίνωση του Βενιζέλου ότι αποχωρούσε της ενεργού πολιτικής τον Απρίλιο του 1915. Στις εκλογές του Μαΐου 1915, ο Γούναρης πολιτεύθηκε με το κόμμα των Εθνικοφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος, πλην η ενασχόληση του με την διακυβέρνηση του κράτους ήταν αποτυχημένη, με αποτέλεσμα να υφίστατο συντριπτική ήττα από το κόμμα των Φιλελευθέρων, λαβών 95 βουλευτικές έδρες έναντι 185 του κόμματος του Βενιζέλου. Όμως, αρνήθηκε να υπέβαλε αμέσως την παραίτηση του, επικαλούμενος την κατάσταση υγείας του βασιλιά, ενώ παράλληλα ο τελευταίως παρέτεινε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας βουλής, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων. Τελικώς, η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε την 4η Αυγούστου του ίδιου έτους κατόπιν της παραιτήσεως της προηγούμενης κυβερνήσεως πέντε μέρες νωρίτερα. Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ εκλογών και της αναδείξεως της κυβερνήσεως Βενιζέλου, ο Γούναρης είχε αναλάβει και το υπουργείο εξωτερικών, ύστερα από την παραίτηση Ζωγράφου. Μετά την άνοδο του Ελ. Βενιζέλου και λόγω του κινδύνου επιθέσεως της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση, η οποία επικρίθηκε από τον Γούναρη. Η αποβίβαση ταγμάτων στρατού από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας στην Θεσσαλονίκη και η χλιαρή στάση της κυβερνήσεως έδωσαν το έναυσμα για την αρχή του λεγόμενου Εθνικού διχασμού. Ο Γούναρης, στη συνεδρίαση της βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου του 1915, αφού σχολίασε τα γεγονότα, ξεκαθάρισε την θέση του λέγων: «Η φυσική πολιτική μιας χώρας, όταν έτερα κράτη συμπλέκονται προς άλληλα, είναι η πολιτική της ουδετερότητας… Η πολιτική του πολέμου ενδείκνυται μόνον προς αποτροπήν κινδύνου των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, ενδείκνυται μόνον προς προστασίαν των υπερτάτων αυτής συμφερόντων». Ο Βενιζέλος απαντώντας, τόνισε ότι μια επικείμενη συμμαχία με τις κεντρικές δυνάμεις θα ωφελούσε την Ελλάδα ενώ απέρριψε την πρόταση ουδετερότητας. Στο τέλος της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης, η οποία έληξε υπέρ της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο βασιλιάς κάλεσε αμέσως μετά τον πρωθυπουργό και τον επέπληξε για την πρωτοβουλία που πήρε μόνος του. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Δημήτριο Γούναρη, o οποίος δεν θέλησε να αναλάμβανε την πρωθυπουργία φοβούμενος ακραίες καταστάσεις. Έτσι ο βασιλιάς κάλεσε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη για να αντικαταστούσε τον Βενιζέλο στην προεδρία της κυβερνήσεως. Ο Δ. Γούναρης χρημάτισε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Την 21η Οκτωβρίου του 1915, μετά από ένα διαπληκτισμό του Βενιζέλου με τον υπουργό στρατιωτικών Ιωάννη Γιαννακίτσα, ο Βενιζέλος ζήτησε την άμεση αποπομπή του από την κυβέρνηση, επεκταθείς συντόμως και σε άλλα ζητήματα θίγοντας κυρίως τα εξωτερικά θέματα της χώρας. Ο Γούναρης, αφού έλαβε τον λόγο, ξεκαθάρισε για άλλη μια φορά τη θέση του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η διαφορά της γνώμης μεταξύ ημών και υμών είναι μέγιστη». Τελικά η κυβέρνηση καταψηφίστηκε, και κλήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Σκουλούδης, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να λάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για την 6η Δεκεμβρίου του 1915, στις οποίες όμως δεν αρνήθηκαν να συμμετάσχει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τις εκλογές κέρδισε ο Γούναρης αλλά κυβέρνηση σχημάτισε ο Σκουλούδης, στην οποία ο Γούναρης μετείχε αρχικά ως υπουργός επί των εσωτερικών και αργότερα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Θεοτόκη, ως υπουργός των οικονομικών. Στις 8 Ιουνίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και σχηματίστηκε νέα τοιαύτη την επόμενη μέρα υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, η οποία παραιτήθηκε στις 29 Αυγούστου, λόγω του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη. Ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο οποίος δήλωσε αδυναμία με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Νικόλαος Καλογερόπουλος. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1916, ο Βενιζέλος εγκαθίδρυσε την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Παναγιώτη Δαγκλή, απαιτώντας την είσοδο της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ουσιαστικώς, η χώρα είχε διαιρεθεί στα δύο: σ’ αυτήν της Βενιζελικής κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης και σ’ αυτή της «βασιλικής» κυβερνήσεως των Αθηνών. Στις 27 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε η κυβέρνηση Καλογερόπουλου και σχηματίστηκε νέα υπό τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Μερικές μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου εισέβαλαν Γαλλικά στρατεύματα στην Αθήνα και τον Πειραιά αλλά απωθήθηκαν. Ταυτοχρόνως, φιλοβασιλικοί διαδηλωτές πραγματοποίησαν βιαιότητες εναντίον των Βενιζελικών με την έκρηξη οχλοκρατικών εκδηλώσεων οι οποίες έμειναν γνωστέ ως «τα Νοεμβριανά». Έξι μέρες αργότερα απ’ αυτά γεγονότα, οι σύμμαχοι ενεργοποίησαν γενικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Ο ρόλος του Γούναρη στα Νοεμβριανά είναι διφορούμενος. Από πολλούς κατηγορείται ότι ήταν ο ιδρυτής των επιστράτων, ένα σώμα απλών πολιτών, οπαδών του βασιλιά, οι οποίοι κατά την περίοδο των Νοεμβριανών προέβησαν σε καταστροφές, ξυλοδαρμούς κ.α. εναντίον φιλοβενιζελικών. Ο ίδιος απαντούσε χαρακτηριστικά ότι «ουδόλως συνδέεται» μ’ αυτά τα γεγονότα. Γεγονός είναι ότι η συμμετοχή του δεν αποδείχτηκε και ότι ουσιαστικός αρχηγός των επιστράτων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς καθώς και ο Ιωάννης Σαγιάς, πιθανότατα συγγενής του γαμπρού του Γούναρη, Νικολάου Σαγιά. Η στάση του Γούναρη δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική μπροστά στις αυθαιρεσίες των επιστράτων αλλά ούτε και αρνητική, προτιμήσας μάλλον την τήρηση μετριοπαθούς στάσεως έτσι ώστε να μην ερχόταν σε σύγκρουση με τα ανάκτορα. Η κυβέρνηση, μπροστά στην απειλή λιμοκτονίας του πληθυσμού εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού, αναγκάστηκε να υποχωρούσε και να απέσυρε τα στρατεύματα της προς την Πελοπόννησο. Οι Γάλλοι εν των μεταξύ κατέλαβαν την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 21 Απριλίου του 1917, η κυβέρνηση Λάμπρου παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Στις 29 Μαΐου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Αλέξανδρου, ύστερα από πιέσεις των συμμάχων και υπό την απειλή των γαλλικών στρατευμάτων. Η τοποθέτηση Βενιζέλου στην εξουσία ήταν πια θέμα χρόνου. Με τον σχηματισμό κυβερνήσεως υπό τον Ελ. Βενιζέλο στις 14 Ιουνίου του 1917 και αφού είχαν προηγηθεί τα Νοεμβριανά, ο Γούναρης έλαβε εντολή να παρουσιαζόταν στο συμμαχικό στρατηγείο στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλες 30 αντιβενιζελικές προσωπικότητες θα εξοριζόταν στην Κορσική. Αφού ανέγνωσε ένα σύντομο λόγο, αναχώρησε στις 7 Ιουλίου για το Αιάκιο της Κορσικής με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Ο φόβος των εξορίστων για πιθανές διώξεις μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα ανάγκασε μερικούς από αυτούς να σκεφτόταν την λύση της αποδράσεως απ’ την Ελλάδα. Έτσι, κατόπιν συνεννοήσεως με την κυβέρνηση, ο Γούναρης, ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου διέφυγαν στη Σαρδηνία, όπου συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές, από τις οποίες τους παρεσχέθη η απαραίτητη κάλυψη την 6η Δεκεμβρίου του 1918. Η Ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους εξέδιδε παρ’ όλες τις έξωθεν ασκηθείσες πιέσεις σ’ αυτήν και έτσι ο Γούναρης εγκαταστάθηκε αρχικά στην Πίζα και έπειτα στη Σιένα αφού είχε χορηγηθεί η άδεια ελευθέρας κινήσεως εντός της χώρας σ’ αυτόν και στους συντρόφους του. Κατά την απουσία του Δ. Γούναρη, η Ελλάδα είχε συνταγεί με τις συμμαχικές δυνάμεις και κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ελλάδα νικήτρια σε αντίθεση με τις γείτονες χώρες, Βουλγαρία & Τουρκία. Με τη συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) του 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε την Ίμβρο, την Τένεδο, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος προκειμένου να εξάλειφε τον κίνδυνο του τουρκικού στρατού, οργάνωσε εκστρατείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, εκτείνοντας ακόμα περισσότερο το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Γούναρης επέστρεψε από την Ιταλία στη Κέρκυρα στις 10 Οκτωβρίου του 1920. Στις 17 Οκτωβρίου ίδρυσε το Λαϊκό κόμμα, όπως μετονόμασε το «κόμμα των Εθνικοφρόνων», με κύρια δέσμευση του να ήταν η απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου τον βρήκαν νικητή με την άνοδο στην εξουσία της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων με την ανάδειξη 260 βουλευτές έναντι 110 του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου. Συγκεκριμένα το Λαϊκό κόμμα είχε αποσπάσει 75 έδρες. Προτίμησε όμως να εκινείτο παρασκηνιακώς, δεχόμενος την ανάληψη της πρωθυπουργίας απ’ τον Δημήτριο Ράλλης, στην κυβέρνηση του οποίου ο Γούναρης προτίμησε να αναλάμβανε το υπουργείο στρατιωτικών. Μια από τις πρώτες κινήσεις της νέας φιλοβασιλικής κυβερνήσεως ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την επαναφορά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, παρά τις έντονες αντιδράσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Παναγιώτη Δαγκλή, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Βενιζέλο με τη σύμφωνη γνώμη του δεύτερου, και των ξένων δυνάμεων. Aπέκρυψαν όμως από τον λαό την διακοίνωση των συμμάχων, στην οποία προειδοποιούσαν την Ελληνική κυβέρνηση για οικονομικό αποκλεισμό στην περίπτωση επαναφοράς του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Η κυβέρνηση επανέφερε τον Κωνσταντίνο, ο οικονομικός αποκλεισμός πραγματοποιήθηκε και οι σύμμαχοι, φοβούμενοι τον φιλογερμανό Κωνσταντίνο, άρχισαν να κρατούν αποστάσεις. Παρατηρήθηκε τότε απότομη μεταστροφή της πολιτικής των συμμάχων υπέρ των Τούρκων, τους οποίους ενίσχυσαν πολλές φορές με πολεμικό υλικό. Επίσης φρόντισε να επανέφερε 3.000 απόστρατους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και να αντικαταστούσε τους βενιζελικούς αξιωματικούς με αυτούς παρ’ όλη την κρίσιμη χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα οι άπειροι ως προς τα θέματα της Μικρασιατικής εκστρατείας, και ανέτοιμοι αξιωματικοί να αναλάμβαναν υψηλές και καίριες για την εξέλιξη της εκστρατείας, θέσεις. Στις 22 Ιανουαρίου του 1921 ο Δημήτριος Ράλλης, κατόπιν διαφωνίας του με τον Γούναρη, υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο. Ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο των στρατιωτικών και σε αυτή την κυβέρνηση. Την 24η Φεβρουαρίου του 1921, έφτασε στο Λονδίνο μαζί με τον πρωθυπουργό Καλογερόπουλο και διαφόρους κυβερνητικούς συμβούλους για να συναντιόταν με τον Άγγλο πρωθυπουργό Λόϋντ Τζορτζ. Η συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη, με τον Δημήτριο Μάξιμο, τότε διοικητή της εθνικής τράπεζας, να επέμενε στην εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας από τα Ελληνικά στρατεύματα, πράγμα το οποία αποτελούσε μια άποψη την οποία δεν συμμεριζόταν ούτε ο Καλογερόπουλος αλλά ούτε ο ίδιος ο Γούναρης. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα. Ύστερα από την παραίτηση του Καλογερόπουλου, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο δικαιοσύνης. Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως Λόγω της μη τηρήσεως των υποσχέσεων περί αποσύρσεως των Ελληνικών στρατευμάτων από την Μικρά Ασία, όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικώς η κυβέρνηση Γούναρη ως κύρια προεκλογική εξαγγελία κι υπόσχεση της, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Προς τόνωση λοιπόν του ηθικού του στρατεύματος, ο Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά επισκέφθηκαν τα στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα οχήμαρα, όπλα κ.λπ. Αφού επέστρεψαν στην Ελλάδα, στις 3 Οκτωβρίου του 1921 αναχώρησε μαζί με τον υπουργό των εξωτερικών, Γεώργιο Μπαλτατζή, για το Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο ομόλογό του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, όπου είχε προκαθορισμένη συνάντηση με τον Άγγλο πρωθυπουργό, στον οποίο δήλωσε ότι δεχόταν τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν γίνει από το Μάρτιο του 1921 (σαν τα ταξίδια του Τσίπρα στην Ευρώπη και την Λατινική Αμερική). Ακολούθησε η μετάβαση του στη Ρώμη, έπειτα στις Κάννες, στο Παρίσι και τέλος πάλι στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1922, έχοντας ουσιαστικά αποτύχει να επέσπευδε την λήξη του Μικρασιατικού ζητήματος και την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, ο οποίος είχε επιβληθεί από τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄. Με την επιστροφή του λοιπόν στην Αθήνα, ο Δ. Γούναρης απέτυχε να λάβαινε ψήφο εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα να εκαλείτο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε και δεν μπόρεσε να σχημάτιζε κυβέρνηση. Έτσι ο Γούναρης ανέλαβε να σχημάτιζε νέα κυβέρνηση, στην οποία κράτησε πάλι το υπουργείο δικαιοσύνης για τον εαυτόν του. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής διορίστηκε υπουργός εξωτερικών και ναυτικών, ο Γούδας εκκλησιαστικών, ο Νικόλαος Θεοτόκης στρατιωτικών και ο Πρωτοπαπαδάκης οικονομικών. Η αποδοχή των όρων της συμμαχικής συνδιάσκεψης ήταν στην άμεση προτεραιότητα της κυβερνήσεως, πράγμα το οποίο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους στρατιωτικούς κύκλους, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Παπούλα, και στη κοινωνία της Μικράς Ασίας. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της καταστάσεως ήταν το ότι το μέσο ημερήσιο κόστος της εκστρατείας είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δραχμές. Ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΔΙΧΟΤΟΜΟΥΣΕ ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΝΑ ΠΡΟΕΒΑΙΝΕ ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ. Το ένα κομμάτι διατήρησε την μισή αξία του χαρτονομίσματος και το άλλο μετατράπηκε σε έντοκο δάνειο, εικοσαετούς διαρκείας. Ο Γούναρης, στην προσπάθεια του να λάβαινε οικονομική αλλά και διπλωματική ενίσχυση, αναχώρησε για τη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με ξένους ομολόγους του στο περιθώριο της διάσκεψης για τα μέτρα της οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης χωρίς όμως να κατάφερνε κάτι το ουσιαστικό. Απότοκο αυτής της προσπάθειας ήταν η καταψήψιση του προϋπολογισμού και η οδήγηση του Γούναρη σε παραίτηση με την αντικατάσταση του και πάλι από τον Νικόλαο Στράτο αλλ’ ο τελευταίος δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και στη συνέχεια, ο Πρωτοπαπαδάκης ανέλαβε την πρωθυπουργία, τεθείς επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης. Mια από τις πρώτες ενέργειες της κυβερνήσεως ήταν η ψήφιση του νομού περί κοινωνικών ασφαλίσεων και η αντικατάσταση του Παπούλα από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Το σκηνικό στη Μικρά Ασία ήταν δραματικό. Ο στρατός ήταν ανοργάνωτος και με χαμηλό ηθικό, η Ελλάδα παρατημένη από τους συμμάχους ενώ από την αντίθετη πλευρά οι Τούρκοι με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωναν αντεπίθεση. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη πρότεινε επίθεση στη Κωνσταντινούπολη για αντιπερισπασμό, οι σύμμαχοι όμως, και ιδιαίτερα η Γαλλία, αντέδρασαν. Έτσι στις 13 Αυγούστου, εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση που είχε ως συνέπεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής. Tο εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί το Λαϊκό Κόμμα επέλεξε να συνέχιζε την μικρασιατική εκστρατεία παρ’ όλο που είχε κερδίσει τις εκλογές με κύρια προεκλογική δέσμευση του την απόσυρση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία; Στη συγκεκριμένη απορία, η απάντηση δίνεται απ’ το ρητορικό ερώτημα του Γούναρη προς εκείνους που τον συμβούλευαν να εγκατέλειπε την Μικρά Ασία: «ναι αλλά τι θα απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί που τους πήραμε στο λαιμό μας»; H απόσυρση του στρατού σε μια τόσο κρίσιμη χρονική στιγμή, όταν υπήρχαν ακόμα οι ελπίδες για ολική εξόντωση του τούρκικου στρατού και οριστική επικράτηση της Ελληνικής κυριαρχίας στα παράλια της Μικρός Ασίας καθώς και η ελπίδα για την αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Ελλάδας των δυο ηπείρων και των επτά θαλασσών δεν επέτρεψαν στους πολιτικούς του Λαϊκού Κόμματος, και ειδικότερα στον Γούναρη, να προέβλεπαν την επικείμενη καταστροφή ενώ, βεβαίως, ήταν υπαρκτός και ο κίνδυνος τουρκικών αντεκδίκησεων σε περίπτωση που ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τα μικρασιατικά παράλια αφού οι Τούρκοι δεν ήταν πρόθυμοι να συμβιβαζόταν. Η μη εύρεση ικανοποιητικής λύσεως διαφυγής ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Δ. Γούναρη να συνέχιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διέφευγε στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικώς. Στις 15 Οκτωβρίου, ξεκίνησε η δίκη η οποία έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις τον κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του (τρομάρα του) είναι ότι, αν και έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του παρεστάθη ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία. Η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους στις 9 π.μ και ήταν καταδικαστική σε θάνατο και για τους έξι από τους συνολικώς οκτώ κατηγορούμενους: Γούναρη, Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη. Τι ωφέλεια όμως προσέφερε στην χώρα η εκτέλεση τους όταν είχε ήδη επισυμβεί η, διαχρονικώς, τρίτη συμφορά (μετά την καταστροφή των Πελοποννησιακών Πολέμων και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως) που έπληττε το Ελληνικό έθνος, το οποίο, μαζί με την χώρα του, η είχε υποδουλωθεί ξανά στους Τούρκους αν έλλειπε ένα φωτισμένος, ικανός Έλληνας πατριώτης κι ηγέτης: ο Ελευθέριος Βενιζέλος; Όμως, ενώ σήμερα, φευ, δεν υπάρχει πια ένας ηγέτης παρομοίας ολκής όπως τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να έδινε στην Ελλάδα ένα νέο όραμα, σχέδιο σωτηρίας και υψηλό ηθικό, η ευμενής ιστορική, πολιτική και κοινωνική εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών υπέρ της Ελλάδος έχει επιτρέψει στην τελευταία να κινείται μέσα σ’ ένα προστατευμένο κι ασφαλές περιβάλλον το οποίο της εγγυάται δημοκρατική νομιμότητα και σταθερότητα, οικονομική άνοδο -ιδίως τώρα με την εισέτι σοβούσα, βαριά αλλά όχι αμάχητη οικονομική κρίση η οποία την πλήττει- και προστασία των κυριαρχικών της δικαίων, απαιτήσεων και οραμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία μας εισήγαγε ένα άλλος φωτισμός εθνικός ηγέτης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η Ευρωζώνη και η Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και της δίνει την πολυτέλεια να διοικείται από μικρότερου βεληνεκούς –απ’ τους Ελ, Βενιζέλο και Κων. Καραμανλή- μεν αλλά λογικούς, ψύχραιμους κι ικανούς πολιτικούς άνδρες αρκεί η ιστορία της χώρας να έχει διδάξει τον Ελληνικό λαό να κλείνει τ’ αυτιά του ως νέος Οδυσσέας στα απατηλά, λαϊκιστικά, εύπεπτα κι εύηχα τραγούδια ορισμένων νεανικών, ευειδών, δημαγωγικών αλλά τυχάρπαστων πολιτικών σειρήνων φιλοδοξούντων να σφετεριστούν την εξουσία και λυσσομανούντων αδιαλείπτως για την διενέργεια εκλογών οι οποίες θα τους –κατά τους ευσεβείς τους πόθους- βοηθήσουν στην υλοποίηση του προσωπικού, ιδιοτελούς ονείρου τους ασχέτως του αν αυτό σημαίνει την εκ νέου καταστροφή της Ελλάδος και την εξαθλίωση του λαού της. Η ανάδειξη ενός επιπλέον σύγχρονου Δ. Γούναρη και η ανάκυψη μιας νέας μεταφορικής Μικρασιατικής Καταστροφής θα πρέπει να παραμείνουν θλιβερά γεγονότα-εφιάλτες του παρελθόντος και της ιστορίας μας και να μην αιωρούνται στην ατμόσφαιρα ως έωλα, απατηλά και ζημιογόνα οράματα του παρόντος.

    Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/8615, Ἀντίβαρο

  7. ΤΟ «ΑΝΑΘΕΜΑ» ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΤΟ 1916

    Όλο τον Δεκέμβρη του 1916 πέτρες μεταφέρονται στην Αθήνα από διάφορες πόλεις και κοινότητες της Χώρας και ρίχνονται στο ίδιο σημείο στο Πεδίο του Aρεως, πίσω από το σημερινό μνημείο της θεάς Αθηνάς, όπου τις μέρες αυτές γίνονται έργα ανάπλασης του ιστορικού αυτού χώρου. Φαντάζομαι ότι εκεί θα είχε σχηματισθεί ένας πετρόλοφος, που θύμιζε το θανάσιμο πάθος τιμωρίας και εκδίκησης ενάντια στον γίγαντα της πολιτικής, διορατικό και πατριώτη Κρητικό πολιτικό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Μερικές από αυτές τις «ιστορικές» πέτρες, με τις οποίες δεκάδες μητροπολίτες, κληρικοί και φανατισμένοι αντιβενιζελικοί αναθεμάτισαν το Βενιζέλο ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, τον Απρίλη του 2004, τυχαία, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ιππασίας στο Γουδί, χάρη σε μια παρατηρητική καθηγήτρια ιππασίας.

    Η Ελισάβετ Στραβάτου-Αραχωβίτου βρισκόταν σε πλακόστρωτο χώρο των πρώην βασιλικών στάβλων, όταν πρόσεξε την επιγραφή σε μια πέτρα που είχε αναποδογυρίσει. Η πλάκα ανέγραφε «Κοινότης Κυνουρίας».

    Οι πέτρες του Αναθέματος αγνοούνταν από τη δεκαετία του 1930. «Με αυτές κατασκευάστηκε η ποτίστρα του στάβλου. Τις είχαν γυρίσει ανάποδα και είχαν φτιάξει την πλακόστρωση του χώρου, όπου πήγαιναν για δεκαετίες τα άλογα για να πιουν νερό» εξηγεί η κ. Στραβάτου-Αραχωβίτου.

    «Όπως μας εξήγησαν καθηγητές και ιστορικοί […] οι πέτρες είχαν μαζευτεί και στοιβαχθεί για κάποια χρόνια στις βασιλικές αποθήκες. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, οι πέτρες και άλλα υλικά από τις αποθήκες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των βασιλικών στάβλων» αναφέρει η κ.Στραβάτου-Αραχωβίτου. Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως το λεγόμενο Σπήλαιο του Πανός, στο Πεδίο του Aρεως, κατασκεύσθηκε με τις πέτρες του Αναθέματος.
    Τι ήταν λοιπόν αυτό το διαβόητο Ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου το οποίο θεωρείται από τις μελανότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και του ελληνικού έθνους; Πριν δούμε όμως τις λεπτομέρειες του ιστορικού αυτού γεγονότος να προλάβουμε εδώ να πούμε πως ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε την ευκαιρία τον Απρίλιο του 2000 να ζητήσει ειλικρινά και δημόσια συγγνώμη για την απαράδεκτη ενέργεια του προκατόχου του Θεοκλήτου Α΄ που τότε έφερε τον τίτλο Μητροπολίτης Αθηνών. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1916 οι μητροπολίτες και οι κληρικοί από πολλές περιοχές της Ελλάδας , με την παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ηγετών και μπροστά σε χιλιάδες λαού προχώρησαν στο «πολιτικό» ανάθεμα κατά του τότε Προέδρου της εν Θεσσαλονίκη Επαναστατικής Κυβερνήσεως Βενιζέλου, που νωρίτερα είχε ταχθεί με το κίνημα Εθνικής Αμύνης, το οποίο υποστήριζαν οι αγγλογαλλικές συμμαχικές δυνάμεις.
    Όλα ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1916, όταν ο Βενιζέλος μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη το ναύαρχο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Δαγκλή. Η προσωρινή κυβέρνηση μεταβαίνει στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη και κηρύττει τον πόλεμο στην «κυβέρνηση των Αθηνών».

    Η Ελλάδα κόβεται στα δύο: από τη μία το «κράτος της Θεσσαλονίκης» με τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη η κυβέρνηση των Αθηνών με τους απολυθέντες στρατεύσιμους («επίστρατους») που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς.

    Στην προσπάθεια των Συμμάχων να καταλάβουν τη Νότια Ελλάδα, γαλλικά θωρηκτά μπαίνουν στον Πειραιά, αποβιβάζουν 3.000 άνδρες και βομβαρδίζουν τις περιοχές γύρω από το Στάδιο και τα Ανάκτορα.
    Η άρνηση του βασιλιά στο αίτημα των Γάλλων για παράδοση των αντιτορπιλικών, των σιδηροδρόμων και του λιμανιού του Πειραιά οδηγούν στη μάχη των Αθηνών μεταξύ Γάλλων από τη μια και των «επίστρατων», πολιτών πιστών στο βασιλιά, και τμήματος στρατού από την άλλη γύρω από το λόφο του Φιλοπάππου (Νοέμβριος 1916). Τα «Νοεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία τα γεγονότα αυτά, καταδεικνύουν την κρισιμότητα της κατάστασης που έφτασε στα όρια του εμφύλιου σπαραγμού. Οργισμένοι από την ξένη επέμβαση, οι αντιβενιζελικοί κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως προδότες.

    Μια όμως από τις θεαματικότερες πρωτοβουλίες ενάντια στο Βενιζέλο ήταν εκείνη της Εκκλησίας που στρεφόταν κατά του «Σατανά» και της πολιτικής εκπροσώπησής του! Πρόκειται ασφαλώς για το περιβόητο «ανάθεμα» που εξαπέλυσε η Εκκλησία κατά του Βενιζέλου-Βελζεβούλ. Την εποχή αυτή, ο Διχασμός βρισκόταν στο αποκορύφωμά του: ο Βενιζέλος παρέμενε ακόμη στη Θεσσαλονίκη επικεφαλής της κυβέρνησης της Εθνικής Aμυνας, ενώ στη βασιλική και μόλις βομβαρδισμένη από τον γαλλικό στόλο Αθήνα επικρατούσε πλήρης ακυβερνησία. Στο διχαστικό κλίμα αυτό, οργανώνεται στην πρωτεύουσα μια ογκώδης αντιβενιζελική πορεία που, με την Ιερά Σύνοδο στην κορυφή της, κατευθύνεται στο Πεδίο του Aρεως, εκεί όπου αργότερα υψώθηκε το άγαλμα της Αθηνάς, για να αναθεματίσει τον «Σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου. Εκεί, ο καθένας ρίχνει μια πέτρα και επαναλαμβάνει την κατάρα του Αθηνών Θεόκλητου κατά του Βενιζέλου: » Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω» .
    Στις γραμμές που ακολουθούν, η γνωστή λογοτέχνισσα και κόρη του Εμμ. Μπενάκη Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), οικογενειακή φίλη και συνεργάτρια του Ελευθερίου Βενιζέλου, θυμάται το «ανάθεμα» και το περιγράφει με αηδία ως εξής:

    «Όταν, μετά τα Νοεμβριανά του 1916, ο αξιοθρήνητος μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α΄ έκανε το περίφημο «ανάθεμα», άντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου ‘καλού κόσμου’, πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Aρεως, αναθεματίζοντας, το «Σατανά», το «Βελζεβούλ», τον «προδότη» που εκείνη την ώρα, με όλη τη δύναμη του δαιμόνιου μυαλού του, με όλη την ένταση της θελήσεώς του, μάζευε και οργάνωνε στρατό, για ν’ απωθήσει τους Βουλγαρο-Τουρκο-Γερμανούς και να ελευθερώσει την ανατολική Μακεδονία που είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και η Κυβέρνησή του στους Βουλγάρους.
    Η άμορφη αυτή, σιχαμένη μάζα από πέτρες όλων των μεγεθών και σχημάτων, άσπριζε εκεί, όλη μέρα, στα χώματα του Πεδίου του Aρεως. Τη νύχτα, πιστοί, θλιμμένοι πατριώτες, πήγαιναν κρυφά και στόλιζαν με λουλούδια της εποχής, τις άσχημες πέτρες. Το πρωί, οι αρχές έβαζαν και μάζευαν βιαστικά τ’ αφιερώματα αυτά των πιστών. […]

    Η μητέρα μου έφερε βαριά το ανάθεμα. Το θεωρούσε ασχημιά και ντροπή και, θεοσεβούμενη όπως ήταν, έτρεμε μην πάθει τίποτε ο Βενιζέλος, που τον αναθεμάτισε η εκκλησία.

    Ένα από τα πρώτα βράδια που ήμαστε όλοι συναγμένοι στο πατρικό, έφερε την ομιλία αυτήν και παρακάλεσε το Βενιζέλο να προκαλέσει μια τελετή, όπου πάλι η εκκλησία να σηκώσει το ανάθεμα.

    Ο Βενιζέλος άναψε.

    -«Όχι, βέβαια, κυρία Μπενάκη, δε θα το κάνω αυτό ποτέ!», αναφώνησε. «Το ανάθεμα θα μείνει, και κάτω από το ανάθεμα θα νικήσομε, θα ελευθερώσομε τη Μακεδονία και θα τσακίσομε τους Βουλγάρους. Όχι μόνο δε θα ζητήσω να σηκωθεί το ανάθεμα, αλλά και θα μείνουν οι πέτρες εκεί που έπεσαν στοίβα, να ξέρει και να θυμάται ο κοσμάκης πως είμαι αναθεματισμένος, και όμως πως η νίκη θα είναι δική μας…»

    Κάποιος είπε: «Δε θα μείνουν πολύ οι πέτρες! Ήδη μίκρανε η στοίβα, και κάθε νύχτα μικραίνει…»

    Ο Βενιζέλος έβγαλε τις φωνές.

    -«Δεν εννοώ να γίνει αυτό!», αναφώνησε. «Δε θέλω να χαθεί η απόδειξη αυτή του αναθέματος! Θα βάλω φύλακες! Εννοώ να μείνουν οι πέτρες όπως είναι, να τις βλέπουν κάθε μέρα οι περαστικοί και να ξέρουν τι ανόητα, τι μάταια πράγματα που είναι οι κατάρες της εκκλησίας!»

    -«Είναι όμως μια ασχημιά στο Πεδίο του Aρεως, κύριε Πρόεδρε», είπε ο πατέρας μου, που αν και παραιτημένος, δεν ξεχνούσε πως υπήρξε Δήμαρχος Αθηναίων.

    -«Θα υποστούμε και την ασχημιά αυτή, κύριε Μπενάκη», αποκρίθηκε ο Βενιζέλος, «θα την υποστούμε για την ανατροφή του λαού, που πρέπει να μάθει την αξία της εκκλησιαστικής κατάρας όσο και της ευλογίας της, όταν γίνεται η εκκλησία όργανο πολιτικών παθών».

    (Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Α΄, «Ελευθέριος Βενιζέλος», Ημερολόγιο-Αναμνήσεις, επιμέλεια Π. Α. Ζάννας, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 279-280).

    Αφορισμοί και αναθέματα εναντίον του Βενιζέλου δεν γινόντουσαν μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Έναν τέτοιο ανάθεμα-αφορισμό διαβάζουμε στα Κρητικά Νέα, Εφημερίδα της ίδιας εποχής, συντάκτης του οποίου είναι ο Μητροπολίτης Φωκίδος Αμβρόσιος και ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος:
    «Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου εσχάτης προδοσίας Ελ. Βενιζέλου, του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν είς την Ελλάδα, μόνον και μόνον διά να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον πουλημένον σενεγαλέζον τράγον Βενιζελον, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ.
    Κατ’ αυτού όθεν του προδότου Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενσκήψωσι:
    • Τα εξανθήματα του Ιώβ
    • Το κύτος του Ιωνά
    • Η λέπρα του Ιεχωβά
    • Ο μαρασμός των νεκρών
    • Το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων
    • Οι κεραυνοί της κολάσεως
    • Και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων.
    Τας ιδίας αράς θα αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον κατάπτυστον προδότην Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις, όπως μαραθώσιν αι χέραι, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα. Γένοιτο».
    Δέστε λοιπόν πού φτάσαμε. Προκειμένου να εξοντώσουν πολιτικά τον μεγάλο πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο τα Ανάκτορα και οι πολιτικάντηδες της εποχής έσυραν και κατέβασαν την Εκκλησία στο ευτελιστικό πεζοδρόμιο και την κατέστησαν θεραπενίδα ανομολόγητων ποταπων πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων. Ας είναι το θλιβερό αυτό περιστατικό του 1916 ένα χρηστικό μήνυμα για τη σημερινή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με την πεφωτισμένη ηγεσία του συνετού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Β’.

    http://eleftheriadis.edu.gr/site/index.php/news-paper/religious/121-eleftherios-venizelos

  8. Η Ελένη Καζαντζάκη σημειώνει στο βιβλίο της «Ο Ασυμβίβαστος» (εκδόσεις «Καζαντζάκης» 1983):

    «Αγγελάκης και Κωνστανταράκης με βεβαίωσαν πως η αποστολή στον Καύκασο είχε εκτελεστεί σύμφωνα με τα σχέδια του Νίκου. Κράτησε 15 μήνες κι έσωσε πολλές χιλιάδες έλληνες, 150.000 περίπου. Οργάνωσαν νοσοκομεία, ο Βενιζέλος έστειλε πλοία, που μετάφεραν στην Ελλάδα όσους ήθελαν να μεταναστέψουν, μαζί με τα ζώα και τα σύνεργά τους. Κι αντί να τους ρίξουν στην Αττική, όπως έγινε αργότερα με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ο Καζαντζάκης πολύ ορθά, φρόντισε να τους εγκαταστήσουν στα πλούσια χώματα της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος όμως αναγκάσθηκε να παραιτηθεί κι οι πρόσφυγες του Καυκάσου υπέφεραν πολύ, αβοήθητοι ως έμειναν από τις κατοπινές κυβερνήσεις…».

    Η Ελένη γράφει στον επίλογό της ότι μετά την έκβαση αυτή ο Νίκος Καζαντζάκης «απατραβήχτηκε πάλι στην μοναξιά του».
    http://archive.enet.gr/online/online_text/…2005,id=7722696

  9. […] τους ενόχους της τότε κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος (Γούναρης-Πρωτοπαδάκης…) που απαγόρευσαν την έξοδο των Μικρασιατικών […]

  10. 13 Ιουνίου 2020
    —————————-

    106 χρόνια μας χωρίζουν από το πρώτο μεγάλο πογκρόμ κατά του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έγινε στη Φώκαια, λίγο βορειότερα της Σμύρνης. Το πογκρόμ το εξαπέλυσαν οι παρακρατικές εθνικιστικές ομάδες της Teskilat-i- mahsusa υπό την καθοδήγηση της Νεοτουρκικής ηγεσίας..
    Το ενδιαφέρον για μας είναι ότι 106 χρόνια μετά και ακόμα δεν έχουμε συμφωνία για το ιστορικό πλαίσιο. Η πλειονότητα των πολιτικών απογόνων εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που ενεπλάκησαν, όπως και η πλειονότητα των ιστορικών θεωρούν ως ημερομηνία έναρξης του ζητήματος το 1919, αγνοώντας όλη την περίοδο που ξεκίνησε με την άνοδο των ακραίων εθνικιστών στην εξουσία το 1908 και την οργάνωση των Γενοκτονιών των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων…

    -Οι Δεξιοί δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει τον Εθνικό Διχασμό. Λειτουργούν με έναν ιδιαιτέρως θρασύ και προκλητικό τρόπο αποσιώπησης των αιτίων της ήττας, αθώωσης των ενόχων και μετάθεσης των ευθυνών αλλού. Μοιάζουν πολύ με τους αντίστοιχους πολιτικούς τους «αντιπάλους», εκκινώντας με το παραπειστικό ερώτημα «Τι δουλειά είχαμε στη Σμύρνη»

    -Οι περισσότεροι των Αριστερών θεωρούν ακόμα ότι «κακώς μπλέξαμε με τη Μικρασιατική Εκστρατεία» και ελάχιστοι κάνουν κριτική στην τότε πολιτική του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ που συμπορεύτηκε αρκετά με τους μοναρχικούς σε μια αντιπολεμική (και άρα αντιμικρασιατική) πλατφόρμα

    – Οι απόγονοι του βενιζελισμού έχουν μια πολύ περιορισμένη αντίληψη και αρκούνται στην καταγγελία των μοναρχικών. Αντιμετωπίζουν τα γεγονότα του μετασχηματισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορίας ως μέρος της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και δεν συνειδητοποιούν την αυτονομία του φαινομένου και τη σημαντικότητα του γεωπολιτικού μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής.
    ….


Σχολιάστε