Ποιός τελικά είναι queer? _ ή _ «συζητώντας» με τον Άκη….

 Ο Πόντος ως στόχος του διαφοριστικού ρατσισμού

Ο Άκης Γαβριηλίδης είναι ένας διανοούμενος με ενδιαφέρουσες και ρηξικέλευθες, κάποιες στιγμές, απόψεις. Απόψεις που έχουν τύχει της έντονης κριτικής από αρκετούς. Άλλες απ’ αυτές είναι αποκλίνουσες από τις κυρίαρχες και άλλες απολύτως συμβατές.  Άλλες επιδιώκουν να συνεισφέρουν στο διάλογο και να τροφοδοτήσυν με νέες προσεγγίσεις τη σκέψη και άλλες αναπαράγουν εντελώς συντηρητικά και αντιδραστικά σχήματα.

Η δεύτερη «συνάντηση με τον Άκη» μέσα στις σελίδες (σ.47) του Κoντέινερμε έπεισε ότι οι στερεότυπες παραδοσιακές εικόνες για τα προσφυγικά επικρατούν, συσκοτίζουν του νου  και τον οδηγούν στη ρατσιστική στοχοποίηση ενός προσφυγικού πληθυσμού που προσπάθησε άτεχνα να μιλήσει για την ιστορική του μοίρα.

Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε και στάλθηκε στο περιοδικό Κoντέινερ που διανέμεται μια φορά το μήνα με την «Ελευθεροτυπία». Είχε ήδη γραφτεί όταν προέκυψε η γνωστή αντιπαράθεση με το «Ένεκεν» και τμήματά του χρησιμοποιήθηκαν στην ανοιχτή επιστολή που έστειλα στον Γ. Γιαννόπουλο.

Ο Πόντος ως στόχος του διαφοριστικού ρατσισμού

Is this idea queer?

Διαβάζοντας το κείμενο «Η ποντιακότητα ως queering»  του Γαβριηλίδη στο τεύχ.  17 του Ιουνίου και συνειδητοποιώντας τα εργαλεία που επιλέγει ο συγγραφέας για να δομήσει το σχήμα που προτείνει στον αναγνώστη, αβίαστα έρχεται στο νου η τοποθέτηση του Αλέν ντε Μπενουά «Η φυλή είναι η μοναδική πραγματική ενότητα που περικλείει τις ατομικές διαφοροποιήσεις… Εφόσον οι φυλετικοί παράγοντες κληροδοτούνται με στατιστικό τρόπο, κάθε φυλή κατέχει τη δική της ψυχολογία» («Τι είναι εθνικισμός», 1966).

Το κείμενο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί ακριβώς αναδεικνύει τη συνάφεια και την όσμωση φαινομενικά πολύ διαφορετικών ρευμάτων σκέψης. Η φυλετική αντίληψη και η διαμόρφωση στερεοτύπων που βασίζονται στην έννοια της «φυλής», δηλαδή του λατινικού «race», όπως την έχει εισάγει στη σύγχρονη ζωή η Νέα Ακροδεξιά, αναπαράγονται με μια αξιοσημείωτη συνέπεια. Παρότι ο συγγραφέας θέλει να καλλιεργήσει την εικόνα του θετικά αιρετικού, του ρηξικέλευθου ερευνητή εν τούτοις καταφέρνει να διαβεί το φράγμα που διαχώριζε  ξεκάθαρα έως τώρα τις ελευθεριακές προσεγγίσεις από αυτές του εθνο-λαϊκισμού. Όπως σχολίασε ένας καλός γνώστης του φαινομένου: «το κείμενo αυτό θα επέλεγε ο Ταγκιέφ ως κλασικό παράδειγμα διήθησης των ιδεών της Δεξιάς στο λόγο της λιμπεραλιστικής Αριστεράς. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος: ότι όλοι τείνουμε να εγκλωβιστούμε στον / και να υποστασιοποιήσουμε τον ηγεμονεύοντα ρατσιστικό λόγο.»

Γιατί όμως η προσέγγισή του Άκη Γαβριηλίδη δεν είναι κριτική και απελευθερωτική, αλλά αντιθέτως κινείται στον ακροδεξιό, ανομικό και ασεβή χώρο, που παραγνωρίζει τις πραγματικές διαφορές και τα όρια, που εξαλείφει κάθε κριτική συζήτηση και επαναφέρει με έναν κυνικό τρόπο το φυλετικό ρατσιστικό μοντέλο του Μεσοπολέμου;

Στο κείμενο προτείνεται ένα σχήμα όπου ο κώδικας νοημάτων και αξιών του γνωστού Παναγιώτη Ψωμιάδη βασίζεται σε μια συλλογική και ενιαία ψυχοσύνθεση των Ποντίων. Τη βάση της ψωμιάδειας λογικής και συμπεριφοράς ο συγγραφέας την εντοπίζει  παντού όπου υπάρχουν Πόντιοι: από τον κομμουνιστή και αναχωρητή Στέλιο Καζαντζίδη και τον  ηθοποιό Νίκο Ξανθόπουλο, έως τον απατεώνα βενζινοπώλη. Ο πόνος της πρώτης γενιάς από την απώλεια της πατρίδας, αλλά και από τη Γενοκτονία που συνέβη εκεί, όπως και από την εμφυλιακή πολιτική βία κατά της Αριστεράς που δημιούργησε τη θλίψη και τη μελαγχολία που εξέφρασε ο Καζαντζίδης, εννοιοποιούνται και ενοποιούνται με ρουσφετολογικές και απατεωνίστικες συμπεριφορές -που διακρίνουν ολόκληρο το πελατειακής δομής πολιτικό σύστημα.

Χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν σε όλο το παραδοσιακό κανονιστικό σύστημα, όπως και οι κώδικες αποδοχής των έμφυλων συμπεριφορών, είτε αυτά αφορούν τους κατοίκους της Πυλαίας, είτε τους Αρβανίτες της Πελοποννήσου, είτε τους σλαβόφωνους της δυτικής Μακεδονίας και τους Πομάκους της Θράκης, είτε τους ελληνόφωνους της Τσακωνιάς και τους Κρητικούς των Λευκών Ορέων, ανάγονται σε μοναδική έκφραση της «ποντιακότητας». Η «ποντιακότητα» λοιπόν, παρότι διακριτή (υπό)κουλτούρα κατά τον αρθρογράφο, συγκροτεί μια υπερ-ταυτότητα που δεν βασίζεται μόνο σε όσους είναι «..(φερόμενοι ως) διαγενεακοί κληρονόμοι της θυματικής ιδιότητας», όπως έγραψε παλιότερα ο ίδιος,  αλλά και στο σύνολο της κοινότητας ως φορέα μιας υποσυνείδητης στάσης κληρονομημένης από τα προαιώνια χαρακτηριστικά της φυλής.(1)

Why did he act in a queer way?

Στην ανάλυση που κατατίθεται, ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία, όπως και τα αίτια που προκαλούν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Δεν υπάρχουν τάξεις, κοινωνικά στρώματα, διαφορετικές γενιές. Τα πάντα τοποθετούνται στο προκρούστειο τραπέζι  του προκατασκευασμένου ιδεολογικού σχήματος και ανακατασκευάζονται με βάση τις ανάγκες της υπόθεσης.

Η προσέγγιση θυμίζει την παραδοσιακή εξιδανίκευση –αρνητική ή θετική, δεν έχει σημασία- που επιχειρούσαν παλιά οι επί των τιμών Κυρίες κάποιας μοναρχικής Αυλής για να κατανοήσουν τον πολιτισμό των ιθαγενών υπηκόων τους. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για κάποια Κυρία της Αυλής που είναι αντικειμενικά αποστασιοποιημένη από το λαό, αλλά για εκπαιδευμένο γόνο του ίδιου του λαού που επιλέγει να ταυτιστεί με τους «κυνηγούς αυτού του λαού». Παράδοξο το σχήμα, που ο ποιητής για να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει θα πρέπει να έχει στην ερευνητική του  φαρέτρα πλήθος άλλων εργαλείων. Και κάποια απ’ αυτά τα εργαλεία σχετίζονται με το πολύπλοκο κοινωνικό σχήμα που εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη, καθώς και με την αλλοτρίωση μέρους των προσφύγων. Τα παραπάνω,  συνδυασμένα με μια αξιοσημείωτη ημιμάθεια σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ανατολή κατά την περίοδο της μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1914-1923), καθώς και με την προσωπική αδιαφορία για την γνώση της προσφυγικής γραμματείας στην Ελλάδα μετά το ’22, οδήγησαν σε κατασκευές αυθαίρετων σχημάτων. Μια παλιότερη διατύπωση του Γαβριηλίδη αποδεικνύει την παραπάνω διαπίστωση: «….  Ο λόγος περί γενοκτονίας πιστεύω ότι πρέπει να θεωρηθεί κατ’ αρχάς ως τυπική έκφραση του φαινομένου που στην κοινωνική ψυχολογία αποκαλείται «νεύρωση της επόμενης γενιάς».

Σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε στην ολοκλήρωση της αλλοτρίωσης, ήταν η σύγχυση και η ιδεολογική αποδιάλυση ενός ήδη προβληματικού ιστού, που επέφερε η δεκαετία του ’90 με τις εξελίξεις στη Βαλκανική και την αντανάκλασή τους στα καθ’ ημάς. Το κλίμα που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη, εκφράστηκε και σε δύο τομείς που αφορούν το θέμα μας. Πρώτα με την απαξίωση και την περιφρόνηση κατά των νέων Ποντίων προσφύγων από την EΣΣΔ και έπειτα με την Άρνηση της Γενοκτονίας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός, ότι ο αυτοαποκαλούμενος «αντιρατσιστικός-αντιεθνικιστικός» χώρος της Θεσσαλονίκης δεν ανάπτυξε ούτε μια κίνηση αλληλεγγύης προς τους εξαθλιωμένους προσφυγικούς πληθυσμούς της σοβιετικής κατάρρευσης που κατέκλυσαν την «πόλη των προσφύγων», αλλά αντιθέτως συνέβαλε στην κοινωνική τους απόρριψη. Η κακή αυτή παράδοση φαίνεται να συνεχίζεται με τη διατύπωση απόψεων που επαναφέρουν ένα ρατσιστικό λόγο, που ξεπερνά ακόμα και τη σύγχρονη Νέα Δεξιά και μας πηγαίνει κατευθείαν στα μεσοπολεμικά σχήματα και στην αντίληψη περί βιολογικής κληρονομικότητας…

Τελικά, he’s queer!

(1) Ιστορικός

(2) Η πολυμορφία της ποντιακής ταυτότητας αναλύθηκε στο κείμενό μου με τον τίτλο ««Mνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό», στο συλλογικό έργο Γ. Κόκκινος-Έλ.Λεμονίδου-Βλ.Αγτζίδης, «Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη», εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010.

 

ΤΟ  ΚΕΙΜΕΝΟ  ΤΟΥ  ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ  ΣΤΟ  CONTAINER  THΣ  «Ε»

 

 

Όπως έγραψα στην αρχή, αυτή είναι η δεύτερη «συνάντησή» μου με τον Γαβριηλίδη. Για πρώτη φορά συναντηθήκαμε πριν από 5 χρόνια αντιμαχώντας εντύπως, όταν άσκησε κριτική σε ένα δημοσιογραφικό κείμενό μου με  τίτλο «Πόντος και Αριστερά» που είχε δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Εποχή« (11-6-2006).

Tα κείμενα: το αρχικό μου, και η απάντηση του Γαβριηλίδη και η δική μου ανταπάντηση  δημοσιεύτηκαν επίσης και συζητήθηκαν στο Indymedia, όπου μπορείτε να τα διαβάσετε.  Επίσης την ανταπάντησή μου:  «Πόντος και Αριστερά. ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ κ. ΑΚΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ» μπορείτε  να τη βρείτε και  στην εφημερίδα «Εποχή».

Επίσης, το αρχικό κείμενο και την ανταπάντησή μου μπορείτε να τα διαβάσετε  και στο μπλογκ  «Πόντος και Αριστερά» , το οποίο εμπνεύστηκε το προσωνύμιό του από τον τίτλο του άρθρου μου.

Η αφίσα, που αναρτήθηκε στην αρχή του κειμένου με τίτλο «Ο ρατσισμός έχει πολλά πρόσωπα», είναι μια δικιά μου δημιουργία, εκδόθηκε από  την παλιά «Αργώ» το 1987 για να περιγράψει τη βία των «ποντιακών ανεκδότων«, στο πλαίσιο μιας αντιρατσιστικής καμπάνιας εκείνης της εποχής….

——————————————————————————————

σάρωση0008

——————————————————————————————

Gavriilidis-

——————————————————————————————

σάρωση0011

——————————————————————————————

18 Σχόλια

  1. ΓΙΩΡΓΟΣ on

    Οι ίδιοι οι Πόντιοι φταίμε για τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν. Όταν σκύβεις το κεφάλι τρως καρπαζιές. Οσο περισσοτερες καρπαζιές φας, τόσο αλλοτριώνεσαι και γίνεσαι σαν τον Γαβριηλίδη. Είναι όχι μόνο λυπηρό , άνθρωποι ποντιακής καταγωγής, να εκφράζουν τέτοιες απόψεις σαν του Γαβρι, αλλά και χρήζει ιδαίτερης ψυχολογικής έρευνας.
    Και επεξηγώ : αν υπήρχε πράγματι αλληλεγγύη μεταξύ μας, και είχαμε την αίσθηση ενός κοινού σκοπού, που στη περίπτωση μας δεν είναι άλλος απο την επιβίωση μας (φυσικής και πολιτισμικής , και την διασφάληση της συνέχειας της γενιάς μας στο μέλλον , μιας γενιάς που απλώνει τις ρίζες της στα βάθη των χιλιετιών) ως ενός ιδιαίτερου τμήματος του Ελληνισμού , το οποίο αναγκάστηκε να προσδιορίζει τον εαυτό του,την ιδιαίτερη ταυτοτητα απο ένα σημείο και μετά, με μια γη, απο την οποία εξεδιώχθη ύστερα απο την Γενοκτονία του, τότε θα υπήρχαν θεσμοί που θα απαγόρευαν και θα ποινικοποιούσαν τέτοιου είδους απόψεις. Η αντίσταση στην πολιτισμική Γενοκτονία να ονομάζεται , πως το είπε κουήριγκ??!@ Γιατί δεν μιλά Ελληνικά;

  2. ΓΙΩΡΓΟΣ on

    Αλλά είμαστε για τα πανηγύρια, να χορευουμε αμον άλογα, όταν άλλοι, που σημειωτέον δεν είναι Έλληνες, κρατούν αυτον τον τόπο ασα κάκαλα…
    Άκου πράγματα, Ο ιδρυτής της Εθνικής τράπεζας είναι ο Ρότσιλντ!!! Για ποιό Ελληνικό κράτος ύστερα μιλάμε; Τα άρθρα του ακη,μας επείραξαν ; Ο οποίος Ρότσιλντ, τσέπωσε τους εκατοντάδες τόννους χρυσού της Τράπεζας της Ανατολής και στους μετόχους της τιδέν κι’εδέκεν.
    Αυτος ο τόπος κυβερνιέται απο μη Ελληνες. Αυτοι οι μη Έλληνες φοβουνται ότι θα πάρουν δρόμο, κι ημέρες εξουσίας τους θα τελειώσουν με δικαστήρια. Για αυτό κάνουν ότι μπορούν για να επιφέρουν την διχόνοια.
    Είμαστε οι μόνοι απο τους Έλληνες που μπορούμε να αλλάξουμε το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα, γιατί διατηρούμε ακόμα ευτυχώς την συνείδηση της ιστορίας μας και της καταγωγής μας, και είμαστε 2.5 εκατομμύρια μέσα στην Ελλάδα. Για αυτό μας μισούν, για αυτό τα γράφουν αυτά.
    ΕΜΕΙΣ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ;;;

  3. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ένα από τα καλά και χρήσιμα κείμενα που έφερε στο (ελληνικό) φως ο Άκης Γαβριηλίδης, μεταφράζοντάς το απ’ τα γαλλικά, είναι το παρακάτω που ο αρχικός του τίτλος ήταν Ο λόγος και ο οίκτος(εφημ. Le Monde της 20-3-2005) . Το έγραψε ο Emmanuel TERRAY (Εμμανουέλ Tερραί), διευθυντής σπουδών στο EHESS (Σχολή Ανώτατων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες) του Παρισιού.

    ________________________________________________

    Στην αγορά του οίκτου: χρήσεις και καταχρήσεις της μνήμης
    Posted on October 18, 2011 by nomadicuniversality

    Θα ήθελα να γνωστοποιήσω μια δυσφορία που σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που νιώθω. Μάταια ψάχνω τη ζωή μου προς σε όλες κατευθύνσεις, εξετάζω τις αναμνήσεις μου, το γεγονός δεν αλλάζει: δεν είμαι θύμα κανενός πράγματος και κανενός προσώπου.

    Είμαι άντρας• άρα έχω γλιτώσει τη χιλιετή καταπίεση που έχουν υποστεί τα θηλυκά του είδους μου. Είμαι ετεροφυλόφιλος του πιο κλασικού τύπου• άρα δεν έχω υποστεί τις διακρίσεις που πλήττουν τους γκέι και τις λεσβίες. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ευτυχισμένα: ούτε με ξυλοκόπησαν, ούτε με βίασαν. Δεν είμαι ούτε εβραίος, ούτε άραβας, ούτε μαύρος• άρα δεν έπεσα πάνω στον αντισημιτισμό, ούτε στο ρατσισμό. Όσο πίσω κι αν πάω στο γενεαλογικό μου δέντρο, είμαι από αστική οικογένεια• άρα, ούτε οι πρόγονοί μου ούτε εγώ έχουμε γνωρίσει τις αντιξοότητες της προλεταριακής κατάστασης. Τέλος, οι πρόγονοί μου δεν ήταν ούτε βρετόνοι, ούτε βάσκοι, ούτε οξιτανοί, ούτε κορσικανοί, αλλά ταπεινής καταγωγής από τις περιοχές της Βουργουνδίας και του Μπερρύ• άρα δεν μπορώ να επικαλεστώ καμία εθνική μειονότητα που ταπεινώθηκε από την εσωτερική αποικιοκρατία του ιακωβινικού κράτους. Επιπλέον, ήταν καθολικοί και κανείς απ’ αυτούς δε σκοτώθηκε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Με δυο λόγια, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάξω, δε βρίσκω για ποιον και για τι θα μπορούσα να παραπονεθώ.

    Δραματική πραγματικά διαπίστωση: η πρώτη συνέπειά της είναι ότι, μέσα στην κοινωνία μας που πλέον κατακλύζεται από λόγους συμπόνιας, δεν ενδιαφέρω πια κανένα, βρίσκομαι υποβιβασμένος στο βαθμό μηδέν της κοινωνικής ύπαρξης. Για να πω την αλήθεια, θα ήμουν πρόθυμος να παραιτηθώ εκουσίως από αυτή την περιθωριοποίηση, τέτοιο θέαμα που προσφέρει. Αλλά άλλες επιπτώσεις είναι ακόμα πιο επίφοβες.

    Πρώτα, οι όμοιοί μου και εγώ ο ίδιος περιβαλλόμαστε πλέον από αναρίθμητα τάγματα θυμάτων, όλων σημαδεμένων από τη ζωή ή την ιστορία και που όλα ζητούν λογαριασμούς. Σε ποιον όμως απευθύνονται για να ζητήσουν αποκατάσταση; Σ’ εμάς, φυσικά: αφού δεν είμαστε θύματα κανενός, έχουμε άθικτα αποθέματα οργής και οίκτου. Και αλίμονό μας αν σκοπεύουμε να τα ξοδέψουμε με σύνεση και μετριοπάθεια. Σύντομα θα γίνουμε ύποπτοι, στη χειρότερη περίπτωση, για επιείκεια απέναντι στους θύτες, ενώ στην καλύτερη για αδιαφορία προς τον πόνο του πλησίον.

    Δυστυχώς, αυτά τα αποθέματα οργής και οίκτου δεν είναι εκτατά επ’ άπειρον. Μπροστά στην πληθωρική εμφάνιση δικαιούχων, γίνεται δύσκολο να ικανοποιούμε τον καθένα. Αλλά βρισκόμαστε αμέσως σε μια κατάσταση ανυπόφορη: στην αγορά του οίκτου, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Κάθε παράγων αποβλέπει, αν όχι στο μονοπώλιο, τουλάχιστο σε μια ηγεμονική θέση: λόγω του φορτίου του, της σκληρότητάς του, της διάρκειάς του, το κακό που υπέστη πρέπει να τοποθετηθεί στην πρώτη γραμμή. Να λοιπόν που καλούμαστε να επιλέξουμε, να ορίσουμε προτεραιότητες, να καθιερώσουμε ιεραρχίες, να αναγνωρίσουμε την ιδιομορφία αυτής ή της άλλης δυστυχίας. Βάσει ποιων κριτηρίων; Καθένας θέλει να μας επιβάλει τα δικά του και χαλάει τον κόσμο αν δεν τα δεχθούμε ως «πακέτο».

    Τι να κάνουμε μπροστά σε τέτοιες αξιώσεις; Θα συνιστούσα, πρώτα να διακρίνουμε ανάμεσα στα άμεσα θύματα –που επλήγησαν ή πλήττονται τα ίδια στο σώμα τους, το πνεύμα τους, την αξιοπρέπειά τους- και τα έμμεσα, αυτά που είναι θύματα απλώς κατ’ ανάθεση ή κληρονομικά. Αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι και οι πιο λιγόλογοι, αλλά κυρίως εννοούν να θέλουν να μιλάμε γι’ αυτούς και να τους λυπόμαστε, πράγμα που είναι το ευκολότερο και το λιγότερο επείγον. Προκειμένου να ανακουφίσουμε τους πρώτους, απ’ την άλλη, θα πρέπει να δράσουμε, να εργαστούμε ώστε να αλλάξει η κοινωνική ζωή ή η κοινή γνώμη: το καθήκον είναι πολύ πιο πολύπλοκο και δεν αναμένει.

    Στην, δυστυχώς πιθανή, περίπτωση που αυτό το μέτρο αποπληθωρισμού δεν αρκούσε, τότε θα στρεφόμουν προς έναν εβραίο φιλόσοφο που οι παππούδες του αναγκάστηκαν σε εξορία και που ο ίδιος διώχθηκε από δικούς του ως αιρετικός –με δυο λόγια, που θα είχε κάθε λόγο να εμφανίζεται ως θύμα. Παρ’ όλα αυτά, έγραψε: «Ο οίκτος είναι κακός και άχρηστος για τον άνθρωπο που ζει υπό την καθοδήγηση του λόγου. Πράγματι, ο οίκτος είναι μια θλίψη, επομένως είναι κακός καθαυτός. Όσο για το καλό στο οποίο οδηγεί, δηλαδή ότι προσπαθούμε να απαλλάξουμε από τη δυστυχία του τον άνθρωπο για τον οποίο νιώθουμε οίκτο, αυτό επιθυμούμε να το κάνουμε με βάση τις επιταγές του λόγου και μόνο• μόνο με βάση τις επιταγές του λόγου μπορούμε να κάνουμε κάτι που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι καλό. Συνεπώς, ο οίκτος είναι καθαυτός κακός και άχρηστος για τον άνθρωπο που ζει υπό την καθοδήγηση του λόγου. Έπεται ότι ο άνθρωπος που ζει με βάση τις επιταγές του λόγου προσπαθεί, όσο του είναι δυνατό, να αποφεύγει τον οίκτο». Θα αναγνωρίσατε το Σπινόζα (Ηθική, μέρος IV, πρόταση 50 και πόρισμα). Μακάρι η μνήμη του να μπορέσει να φέρει λίγη ευφυία και μέτρο μέσα στο πανδαιμόνιο των συζητήσεών μας.

  4. xrisiliou on

    Afieromeno ston A.G. kai stin akatanoiti misalodoxi stasi tou :

    η μισαλλοδοξία βρίσκεται πέραν κάθε δόγματος.»

    » η μισαλλοδοξία βρίσκεται πέραν κάθε δόγματος. Η μισαλλοδοξία απέναντι στον άλλο είναι φυσιολογική στο παιδί, όπως και το ένστικτο να αρπάξει ο,τι του αρέσει.. Μαθαίνουμε την ανοχή σιγά σιγά όπως μαθαίνουμε να ελέγχουμε τον σφιγκτήρα μας. Δυστυχώς, αν φτάνουμε αρκετά νωρίς στον έλεγχο του σώματος, η ανοχή μας είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς εκπαίδευσης των ενηλίκων»

    Ουμπέρτο Εκο

  5. Βλάσης Αγτζίδης on

    Το αίμα των γεφυριών
    Posted on December 10, 2011
    του Νεντίμ Γκιουρσέλ

    Το αίμα των γεφυριών

    Posted on December 10, 2011 του Νεντίμ Γκιουρσέλ

    “Οι Σέρβοι μπήκαν στα Σκόπια όταν ήμουν στη δεύτερη τάξη του κολλεγίου. Φύγαμε αμέσως, εγκαταλείποντας το ωραίο μας σπίτι. Ο πατέρας μου πέθανε από εξάντληση στο δρόμο“, μου διηγόταν η γιαγιά μου με τη φοβερή ρουμελιώτικη[1] προφορά της. Όπως πολλοί Τούρκοι από τη Μακεδονία, είχε διωχθεί από την εστία της κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Οι άνθρωποι που έχουν ξεριζωθεί από τη γη τους λυπούνται συνέχεια για το παρελθόν, μιλάνε συνέχεια για τις υπέροχες μέρες που ζούσανε κάποτε, τα πλούτη τους και το σπίτι τους –ναι, πάντοτε το σπίτι τους- που εγκατέλειψαν. Η γιαγιά μου ήταν από αυτούς τους ανθρώπους, μία “επαναπατρισθείσα από τα Βαλκάνια“, όπως έλεγαν τότε. Η ιστορία της, με την οποία με νανούριζε όταν ήμουν παιδί –γιατί αυτή με μεγάλωσε-, ήταν μια ιστορία εξορίας, πείνας, κάθε είδους φρικτής ταλαιπωρίας όπως αυτές των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου σήμερα.

    Θυμάμαι κάποιες φωτογραφίες στα εγχειρίδια ιστορίας και παλιά περιοδικά τακτοποιημένα στη σοφίτα του οικογενειακού μας σπιτιού, στην ακτή του Βοσπόρου. Φωτογραφίες παιδιών σκαρφαλωμένων σε ένα αμαξάκι με μεγάλες ρόδες, φορτωμένο με μπογαλάκια, που το έσερναν κάτι ραχιτικά βουβάλια. Γέροντες πεσμένους σε δρόμους γεμάτους λάσπη. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έφευγαν για να γλιτώσουν τις σφαγές και που βούλιαζαν στις ατέλειωτες πεδιάδες της Θράκης βρίσκονταν οι πρόγονοί μου. Κι αυτούς τους είχανε στοιβάξει σε στρατόπεδα προσφύγων, στο Τσορλού ή στο Κιρκαρελί, όπως αυτά που σήμερα υποδέχονται τους Κοσοβάρους.

    Αν αναφέρομαι στα συμβάντα αυτά που έχουν εγγραφεί στην οικογενειακή μου ιστορία, είναι για να πω ότι η “εθνική κάθαρση” δυστυχώς δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Και οι Τούρκοι δεν ήταν τα μόνα θύματα αυτής της πρακτικής, την ονομασία της οποίας την οφείλουμε στον πόλεμο της Βοσνίας, που κατά θλιβερό τρόπο εμπλούτισε το λεξιλόγιο της φρίκης με νέες εκδοχές όπως η μνημοκτονία και η πολεοκτονία. Η ίδια τραγωδία επρόκειτο να επαναληφθεί για τους Αρμένιους και τους Έλληνες της Ανατολίας λίγα χρόνια αργότερα. Κι αυτοί επίσης έμελλε να ξεχυθούν στους δρόμους και να χαθούν στην πορεία, χωρίς να φτάσουν ποτέ πουθενά. Εκείνοι που κήρυξαν την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, γνώριζαν άραγε ότι το 1922 ο ελληνικός στρατός, που είχε προωθηθεί ως την κεντρική Ανατολία για να πραγματοποιήσει την Μεγάλη Ιδέα, είχε με τη σειρά του προκαλέσει την Μεγάλη Καταστροφή, οδηγώντας στον εκτοπισμό ολόκληρων πληθυσμών; Υποθέτω πως ναι, γιατί η ιστορία είναι ακόμη έντονα παρούσα στη συλλογική συνείδηση των βαλκανικών λαών, αλλά και στο πνεύμα των διανοουμένων. Σκέφτομαι τον Σλόβαντα Σέλενιτς, για παράδειγμα, που έγραφε ότι μια αλλοδαπή κοινότητα είναι η πηγή της χειρότερης δυστυχίας που μπορεί να υπάρξει, ή τον Ντόμπριτσα Τσόσιτς, πρωθυπουργό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που, ενώ ο πόλεμος της Βοσνίας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ονειρευόταν τα Βαλκάνια αποτελούμενα από χώρες εθνικά καθαρές. Και ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον Σέρβο συγγραφέα, και μάλιστα ακαδημαϊκό, που, κατά τη φθινοπωρινή συνάντηση συγγραφέων στο Βελιγράδι, με είχε παρουσιάσει ως τον εκπρόσωπο του “στρατοπέδου που νίκησε στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου”. Είναι αλήθεια ότι ήταν 1989, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο υπήρχε ακόμη με τις έξι Δημοκρατίες της και δύο αυτόνομες περιφέρειες. Κι εμείς, συγγραφείς που είχαμε έρθει από όλο τον κόσμο, είμαστε στο Βελιγράδι με την ευκαιρία της 600ής επετείου της μάχης του Κοσσυφοπεδίου. Η ήττα όμως αυτή, που θα γινόταν “ο θεμέλιος μύθος του σερβικού έθνους”, είχε λάβει χώρα πριν από έξι αιώνες, και η Τουρκία, της οποίας ήμουν πολίτης, δεν υπήρχε καν την εποχή εκείνη. Βέβαια, είχε ήδη προηγηθεί η συγκέντρωση στην οποία ο Μιλόσεβιτς μάζεψε στην “Πεδιάδα των Κοτσυφιών” πάνω από ένα εκατομμύριο Σέρβους για να εξάψει τον εθνικισμό τους και να δικαιολογήσει έτσι την επιθετική πολιτική του, αλλά κανείς από μάς δεν ήξερε ακόμα ότι τα σχέδια εθνικής κάθαρσης βρίσκονταν στο στάδιο της προετοιμασίας στους ίδιους τους κόλπους της Ακαδημίας του Βελιγραδίου.

    Πήρα εδώ το θάρρος να υπενθυμίσω το ανέκδοτο αυτό σχετικά με τους Σέρβους, αλλά θα μπορούσα να πω ανάλογα για τους Τούρκους οι οποίοι εορτάζουν, κάθε χρόνο και με λίγο μεγαλύτερο ενθουσιασμό, την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Πρόσφατα υπήρξα στόχος του ισλαμιστικού τύπου επειδή στο τελευταίο μου μυθιστόρημα[2] έγραψα ότι ο εορτασμός μιας αιματηρής κατάκτησης μετά από πέντε αιώνες ανάγεται απλώς σε μια “συλλογική παθολογία” και δεν έχει καμία σχέση με το υποτιθέμενο “αίσθημα ένταξης σε ένα έθνος”. Εξάλλου, τί θα μπορούσε στις μέρες μας να σημαίνει η τουρκικότητα σε μια χώρα κληρονόμο μιας πολυεθνικής και πολυεθνοτικής αυτοκρατορίας, αν όχι την επιβεβαίωση μιας δολοφονικής ταυτότητας, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Αμίν Μααλούφ;

    Αυτό που με είχε συνταράξει στο Βελιγράδι εκείνο το φθινόπωρο του 1989, “τη χρονιά που άνοιξε το κουτί της Πανδώρας”, όπως θα έλεγε ο κ. Σεβενεμάν, ήταν όχι μόνο η κλιμάκωση του σερβικού εθνικισμού τη στιγμή του εορτασμού της μάχης του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και ο πρόωρος θάνατος του φίλου μου Ντανίλο Κις, μεγάλου συγγραφέα των Βαλκανίων και μεταφραστή στα σερβοκροατικά του Μπωντλαίρ, του Βερλαίν, του Πρεβέρ, του Πεταίφι και του Μαντελστάμ. Η Ένωση Συγγραφέων Σερβίας τον είχε κηδέψει με μεγαλοπρέπεια σύμφωνα με το ορθόδοξο τελετουργικό, αυτόν που ήταν από εβραίο πατέρα και πριν απ’ όλα πολίτης του κόσμου. Για να καταλάβω καλά την τελετή στην οποία παρέστην με όλους τους συγγραφείς που μετείχαν στη φθινοπωρινή συνάντηση, τις ατέλειωτες ψαλμωδίες των ορθόδοξων ιερέων με τις μακριές λευκές γενειάδες, το νόημα των εικόνων που συνόδευαν την πομπή, χρειάστηκε ένας αιματηρός πόλεμος στην Κροατία, ύστερα ένας άλλος ακόμα χειρότερος στη Βοσνία. Και υπήρξα μάρτυρας της καταστροφής μιας πόλης που αγαπούσα, του Σεράγεβο, για την οποία είχα μιλήσει εκτενώς στο βιβλίο μου Επιστροφή στα Βαλκάνια.

    Γυρνώντας ακριβώς από ένα ταξίδι στο Μόσταρ, κατά τη διάρκεια του ατελείωτου αυτού πολέμου, μια νύχτα με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος μου Πρέντραγκ Ματβέγεβιτς, κροάτης συγγραφέας, γεννημένος στο Μόσταρ, που με καλούσε: “Εσείς το χτίσατε, εμείς μόλις το καταστρέψαμε!” μου είπε. Αμέσως κατάλαβα. Μιλούσε για το “Παλιό”, όπως το αποκαλούσαμε μεταξύ μας, δηλαδή αυτό το υπέροχο γεφύρι που είχε χτίσει ο οθωμανός αρχιτέκτονας Χαϊρεντίν, μαθητής του μεγάλου Σινάν, σαν ένα ασημένιο περιδέραιο πάνω από τον Νέρετβα. Την εποχή που η Γιουγκοσλαβία υπήρχε ακόμα, έδινε τόση ευτυχία στα παιδιά εκείνα της Βοσνίας, μουσουλμάνους, καθολικούς ή ορθόδοξους αλλά πριν απ’ όλα φίλους, που βουτούσαν στα γαλάζια βαθιά νερά αστράφτοντας από χαρά.

    Στο μυθιστόρημά του Γέφυρα στο Δρίνο, ο Ίβο Άντριτς περιγράφει τόσο ωραία την αναλλοίωτη θέση που κατέχουν τα μνημεία στη μοίρα των ανθρώπων, ή και στη μοίρα μιας ολόκληρης γεωγραφίας. Σε πείσμα του χρόνου που περνά και των πολιτισμών που διαδέχονται ο ένας τον άλλο, η γέφυρα μένει εκεί και αντιστέκεται στο ρεύμα. Ο μεγάλος βεζίρης Μεχμέντ Σοκόλοβιτς, που θυμόταν τις δύσκολες μέρες που πέρασε όταν ήταν παιδί στις όχθες του Δρίνου και διέταξε την κατασκευή του, έτσι ώστε ο λαός της Βοσνίας να μην υποφέρει όσα υπέφερε αυτός, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την έγκριση όλων για την πρωτοβουλία αυτή. Έτσι, σύμφωνα με το μύθο, χρειάστηκε να περιμένει την αιματηρή θυσία μιας μητέρας και των διδύμων της, που ακόμα θήλαζαν, για να στεριώσουν τα θεμέλια της γέφυρας που επιτέλους ολοκληρώθηκε με κόστος τόσες προσπάθειες και ανθρώπινες απώλειες. Στα Σκόπια, την πόλη των προγόνων μου, άκουσα την ίδια ιστορία για το Πέτρινο Γεφύρι, πάνω από τον ποταμό Αξιό. Γιατί, στα Βαλκάνια, οι γέφυρες δεν ενώνουν μόνο δύο όχθες, αλλά και τους ανθρώπους. Αψηφούν ταυτόχρονα τη φύση και την ιστορία. Όταν σήμερα βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπινες ασπίδες πάνω στις γέφυρες του Δούναβη στο Βελιγράδι, όλους αυτούς τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για να προστατέψουν, όχι πέτρες και μεταλλικά δοκάρια, αλλά σύμβολα ολόκληρης της μνήμης των Βαλκανίων, δεν μπορώ να πω, όπως είπε ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ: “Καλά να πάθουν, αφού δεν έκαναν τίποτα όταν οι οβίδες έπεφταν πάνω στον αθώο πληθυσμό του Σεράγεβο!”

    Σήμερα, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου είναι με τη σειρά τους θύματα της σερβικής επιθετικότητας όπως ήταν, πριν από λίγα χρόνια, οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας. Αλλά αυτοί οι κύριοι του ΝΑΤΟ, μεγάλα στρατηγικά μυαλά και ειδικοί του χειρουργικού πολέμου, στον οποίο μετέχουν και τα αεροπλάνα της χώρας μου, βομβαρδίζουν άμαχους πληθυσμούς και καταστρέφουν τις γέφυρες. Ίσως δεν ξέρουν ότι, καταστρέφοντάς τις, καταργούν κάθε ελπίδα διαλόγου ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς.

    [1] Στην τουρκική γλώσσα η λέξη Rumeli δηλώνει τα (εκτός της Τουρκίας) Βαλκάνια [σ.τ.μ.].

    [2] Le Roman du conquérant, εκδ. Seuil (ελλ. μετ.: Πασκεσέν – Το μυθιστόρημα του Πορθητή. Εξάντας 1999)

    Μετάφραση από τα γαλλικά: Α.Γ.

    Ο Νedim Gürsel είναι Τούρκος συγγραφέας, διευθυντής ερευνών στο CNRS (= Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας). Το παραπάνω κείμενό του δημοσιεύτηκε στη Libération της 26.4.99

    http://www.liberation.fr/tribune/0101278768-dans-les-balkans-les-ponts-ont-des-legendes-et-ils-ne-relient-pas-seulement-deux-rives-mais-aussi-les-hommes-ils-defient-a-la-fois-la-nature-et-l-histoire-l-otan-le-sait-elle-quand-elle-les-detruit-le

    Η ελληνική μετάφραση είχε δημοσιευτεί λίγο αργότερα στην εφημερίδα “Εποχή”. Αναδημοσιεύεται εδώ ως ένας φόρος τιμής για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

  6. Βλάσης Αγτζίδης on

    «Το πανηγύρι κρατάει χρόνια». Θέματα του αντιδραστικού μοντερνισμού
    Τεύχος 66, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 1999

    http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=654&Itemid=29

  7. υσΑ on

    Από την επίσημη σελίδα της Αμερικανικής Πρεσβείας της Αθήνας στο Facebook (https://www.facebook.com/USEmbassyAthens):

    «Η Πρεσβεία των ΗΠΑ προκηρύσσει διαγωνισμό LGBT λογοτύπου

    Για τον εορτασμό του Διεθνή Μήνα Pride τον Ιούνιο και του Athens Pride 2013, η Πρεσβεία των ΗΠΑ Αθήνας βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει την έναρξη του δεύτερου ετήσιου διαγωνισμού για το λογότυπο της Lesbian, Gay, Bisexual, και τρανσεξουαλικών (LGBT) Υπερηφάνειας. Ψάχνουμε για ένα πρωτότυπο σχέδιο που να αντιπροσωπεύει την LGBT υπερηφάνεια και να ενσωματώνει την πρεσβεία των ΗΠΑ στο λογότυπο. Ο νικητήριος σχεδιαστής θα λάβει ένα ολοκαίνουργιο Mini iPad και το νικητήριο λογότυπο θα χρησιμοποιηθεί στην σελίδα της Πρεσβείας του Facebook κατά τη διάρκεια του μηνός Ιουνίου».

  8. παρέμβαση on
    Η «ΣΥΖΗΤΗΣΗ» ΣΤΗΝ ΕΦΗΜ. «ΕΠΟΧΗ» ————————————————————————- ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ Βλάσης Αγτζίδης ιστορικός Έχουν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια από τότε που θεσπίστηκε μια επίσημη νέα επέτειος, η 19η Μαϊου, ως Ημέρα Μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων. Ήταν η κατάληξη ενός ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος που είχε εμφανιστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και είχε ως πρωτεργάτες ανθρώπους που προέρχονταν από δύο πολιτικές τάσεις διαφορετικές και αντιμαχόμενες μέχρι σήμερα: την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τους «Ιταλούς» του Πασόκ. Το κίνημα αυτό είχε μεγάλη επιτυχία εφόσον υιοθετήθηκε από το σύνολο του οργανωμένου ποντιακού χώρου, δηλαδή πάνω από 400 οργανώσεις στην Ελλάδα -που εκπροσωπούν περισσότερους από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας- και άλλες 200 στην Ευρώπη, την πρώην Σοβιετική Ένωση, ΗΠΑ-Καναδά, Αυστραλία, Αφρική. Βασικό χαρακτηριστικό του κινήματος αυτού είναι η απόλυτη αυτονομία, η δημοκρατική έκφραση της βάσης και η αυθύπαρκτη επιλογή μιας κοινωνικής ομάδας να ορίσει μόνη της τις αξίες της και τις προτεραιότητές της χωρίς τη διαμεσολάβηση ιδεολογικών και πολιτικών «προστατών». Αναγνώριση: Από το Κοινοβούλιο έως τη «17 Νοέμβρη» Το μεγάλο κίνημα των πολιτών, που εμφανίστηκε σε μια εποχή που οι ιστορικές συνθήκες το επέτρεπαν, κατάφερε να πετύχει την πρώτη σημαντική νίκη των πληθυσμών που προήλθαν από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, είχαν μέχρι τότε υποστεί μια πολιτική απόλυτης ιδεολογικής αφομοίωσης στο παλαιοελλαδικό μοντέλο και καταστροφής της ιστορικής τους μνήμης. Μιας πολιτικής που προωθούσαν όλες ανεξαιρέτως οι εκδοχές της εξουσίας -όπως και της όποιας αντιπολίτευσης- εφόσον οι πρόσφυγες του ’22 βρέθηκαν για δεκαετίες εκτός συστήματος, μακριά από τη χαμένη πια πατρίδα τους, σ’ ένα άξενο τόπο, που για πολύ καιρό τους αντιμετώπιζε ως «εσωτερικό εχθρό». Η κατάσταση αυτή θα πάψει σχετικά να ισχύει μόνο όταν θα βρεθεί ο νέος «εσωτερικός εχθρός», οι κομμουνιστές. Έτσι λοιπόν για πρώτη φορά, το 1994 όλες οι κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, μέχρι και τη «17 Νοέμβρη», αποδέχονται και αναγνωρίζουν το γεγονός ότι στο χώρο της Ανατολής ο τουρκικός εθνικισμός διέπραξε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού κατά την πρώτη εικοσιπενταετία του 20ου αιώνα. Δεν θα είχε καμιά σημασία η ανακήρυξη μιας νέας επετείου εάν αυτό δεν σήμαινε επί της ουσίας πλήρη ανατροπή των βασικών ιδεολογικών συνιστωσών του συστήματος ?τόσο του κράτους όσο και της αντιπολίτευσής του? όπως αυτές παγιώθηκαν μετά το 1922. Μπορεί οι υπεύθυνοι των κομμάτων που ψήφισαν τη νέα επέτειο να μην κατανοούσαν τη συμβολική σημασία της ψήφου τους, όμως για μας τους ιστορικούς που ασχολούμαστε με τη συγκεκριμένη περίοδο, η εξέλιξη αυτή είχε μεγάλη αξία. Βέβαια, η συνέχεια απέδειξε ότι οι ερμηνείες και τα κυρίαρχα στερεότυπα της ελλαδικής εξουσίας ?και όχι μόνο- ήταν πανίσχυρα. Έτσι ερμηνεύεται η αδυναμία κατανόησης της ιδεολογικής ανατροπής που επέφερε η αναγνώριση της 19ης του Μάη ως Ημέρας Μνήμης, η αμηχανία των μηχανισμών να ερμηνεύσουν τη σημασία των κατακτήσεων αυτών, η αντιμετώπισή τους ως ιδιότυπου λαογραφικού γεγονότος με ένα μάλλον εθνικιστικό περιεχόμενο, που καλλιεργείται από επικίνδυνα κέντρα και η προσπάθεια δαιμονοποίησης του ποντιακού κινήματος. Τουρκικός εθνικισμός, γενοκτονίες και Ρόζα Λούξεμπουργκ Ας δούμε όμως πολύ σύντομα πώς διαμορφώθηκαν οι ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στις γενοκτονίες. Οι Έλληνες είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ένα μικρό κρατίδιο στο Νότο της βαλκανικής χερσονήσου, στο πλέον καθυστερημένο και απομακρυσμένο από τα κέντρα του ελληνισμού χώρο. Ο κύριος όγκος των Ελλήνων θα συνεχίσει να ζει υπό οθωμανική κυριαρχία, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα -Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Τραπεζούντα- οι ελληνόφωνοι ήταν αναλογικά περισσότεροι απ’ ότι στην Αθήνα το 1830 ή τη Θεσσαλονίκη το 1910. Η ιστορική εποχή χαρακτηρίζεται από τη διαδικασία αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού και υπέρβασης των αυτοκρατορικών οθωμανικών φεουδαρχικών δομών. Σε μια κοινωνία όπου κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα ήταν οι μουσουλμάνοι και κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά ήταν η θρησκευτική απαξίωση των χριστιανών και των εβραίων, οι περιφρονημένοι τομείς της αναδυόμενης νέας καπιταλιστικής οικονομίας θα αποτελέσουν διέξοδο για τους περιφρονημένους λαούς της Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι, μετά τη σχετική απόδοση δικαιωμάτων με το Χάτι Χουμαγιούν (1856) θα συγκροτήσουν το κύριο τμήμα της νεοδημιουργημένης οθωμανικής αστικής τάξης. Έτσι, τα αστικά στρώματα των υπόδουλων λαών θα αποτελέσουν την αντικειμενική κοινωνική δύναμη που θα κληθεί να οδηγήσει την φεουδαρχική κοινωνία στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό. Για τους υπόδουλους Έλληνες και Αρμένιους η μόνη ανεκτή προοπτική θα μπορούσε να είναι η απόδοση ισονομίας και ισοπολιτείας από την οθωμανική διοίκηση. Όμως η Ιστορία θα επιβάλλει την αντίθετη πορεία. Η μοιραία πολιτική δύναμη που θα αναλάβει βίαια την πολιτική διαχείριση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα είναι οι Νεότουρκοι, οι οποίοι θα καταλάβουν με πραξικόπημα την εξουσία το 1908. Με την πράξη τους αυτή θέτουν ουσιαστικά τέλος σε μια μακραίωνη περίοδο οθωμανικής παράδοσης, που συγκροτούσε ένα πολυεθνικό μουσουλμανικό κράτος με κύρια έμφαση στην θρησκευτική επιλογή. Εφεξής, για τους Τούρκους εθνικιστές το αίτημα θα είναι η κυριαρχία της εθνικιστικής τουρκικής εκδοχής, τόσο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασυροχαλδαίων και Αράβων), όσο και κατά των πολυεθνοτικών και πολύγλωσσων μουσουλμανικών μαζών. Στην περίπτωση αυτή, μια ομάδα φανατικών στρατιωτικών θα επιχειρήσει να εξοντώσει τα εκατομμύρια των χριστιανών με μια επίσημη απόφαση που θα λάβει το κόμμα τους τον Οκτώβριο του 1911. Την κατάσταση αυτή, τις αντιθέσεις αλλά και τις υποχρεώσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος θα επεξεργαστεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε κάποια εκπληκτικά για τη διορατικότητά τους κείμενα. Στη μπροσούρα της με τίτλο «Οι αγώνες στη Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία» γράφει: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγει: βάδιζε προς την διάλυση». Σε ταξικό επίπεδο η σύγκρουση θα είναι μεταξύ των προοδευτικών αστικών στρωμάτων των χριστιανικών, κυρίως, λαών και των εθνικιστών στρατιωτικών. Γνωρίζει πολύ καλά η Λούξεμπουργκ τη ταξική αυτή διαφοροποίηση, όταν καλεί το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να στηρίξει τα χριστιανικά κινήματα της Αυτοκρατορίας. Γι? αυτό θα γράψει: «?Η σημερινή μας θέση στο Ανατολικό Ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας ως μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε σκέψη ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας.» Η χρυσή ευκαιρία για τον τουρκικό εθνικισμό θα δοθεί την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν σε συνεργασία με το γερμανικό ιμπεριαλισμό θα προσπαθήσει να υλοποιήσει της ειλημμένες του αποφάσεις. Από το 1914 θα αρχίσουν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας αρχικά και θα συνεχιστούν κατά των Αρμενίων με τη γενοκτονία ?που είναι και η μόνη ευρύτερα γνωστή πράξη του γενικευμένου παντουρκιστικού σεναρίου. Από το 1916 η γενοκτονία θα συμπεριλάβει και τους ελληνικούς πληθυσμούς στη βόρεια Μικρά Ασία, τον Πόντο. Οι Πόντιοι παράλληλα θα εκφράσουν την αντίστασή τους με τη συγκρότηση ενός αυθόρμητου και ελάχιστα κεντρικά καθοδηγημένου ένοπλου επαναστατικού κινήματος, του ποντιακού αντάρτικου. Αργότερα ο Σοβιετικός ιστορικός Νόβιτσεφ θα το χαρακτηρίσει ως «επαναστατικό αγροτικό κίνημα». Να σημειωθεί ότι η επαναστατική παράδοση θα χαρακτηρίσει και τους αγροτικούς πληθυσμούς στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, όπου οι Έλληνες της Μαριούπολης θα πλαισιώσουν και θα αγωνιστούν στο πλαίσιο του Μαχνοβίτικου αναρχικού αγροτικού κινήματος. Γενικά ο τουρκικός εθνικισμός θα φανεί ιδιαίτερα επιτυχημένος στις επιλογές του, καταφέρνοντας με μια φρενήρη ρατσιστική πορεία να εξοντώσει τις κοινότητες που θεωρούσε εν δυνάμει επικίνδυνες. Η τελική πράξη του δράματος θα «παιχθεί» στη «γκιαούρ Ιζμίρ», την «άπιστη Σμύρνη» το Σεπτέμβριο του ’22, όταν τα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που οι Τούρκοι εθνικιστές θα του προσδώσουν το χαρακτηρισμό Ατατούρκ, δηλαδή «γεννήτορα των Τούρκων»- θα εξοντώσουν με έναν απίστευτο τρόπο για τη σύγχρονη Ιστορία το χριστιανικό πληθυσμό (Έλληνες και Αρμενίους). Πρέπει να σημειωθεί ότι τους προς εξόντωση πληθυσμούς, συνειδητά εγκατέλειψαν στο έλεος των κεμαλικών οι ελληνικές αρχές κατοχής μετά από εντολή του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα». Λένιν, Κεμάλ και παλαιοελλαδική Αριστερά Η μόνη σοβαρή παραγωγή της Αριστεράς για τις ταξικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -εκτός από τις θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ- είναι τα κείμενα των Γεωργίου Σκληρού («Το ζήτημα της Ανατολής») και Δημήτρη Γληνού («Η τουρκική μεταπολίτευσις»). Το εντυπωσιακό με την παλαιοελλαδική Αριστερά (1) είναι ότι συγκρότησε άποψη, και πάνω απ’ όλα πολιτική παρέμβαση, αγνοώντας αυτές τις βασικές αναλύσεις. Αυτό την οδήγησε στην κρίσιμη ιστορική καμπή του μετασχηματισμού της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε έθνη-κράτη, σε συμπαράταξη και συμμαχία με το κεμαλικό τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Βέβαια, το ιστορικό πλαίσιο της εποχής ευνοούσε την προσέγγιση αυτή. Η γραμμή του Λένιν είχε επιβληθεί βιαίως επί της Αριστεράς των μπολσεβίκων και του υπόλοιπου επαναστατικού κινήματος. Χαρακτηριστική είναι η πρώιμη πραξικοπηματική επιβολή του Λένιν επί της αριστεράς της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του -καθώς και όλης της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών που υποστήριζαν τη συνέχιση και τη μετατροπή του πολέμου σε επαναστατικό- που θα οδηγήσει στη μειοδοτική Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. Λίγο καιρό μετά θα κατασταλεί βιαίως το αυθεντικό κίνημα των ναυτών της Κροστάνδης και θα επιβληθεί το μονοκομματικό καθεστώς. Εκεί θα τελειώσει η δημοκρατία των Σοβιέτ. Εγκαίρως η Ρόζα Λούξεμπουργκ διέγνωσε «τον υπερσυγκεντρωτισμό», που μοιάζει με το «στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα» και διαπίστωσε: «?Υπάρχει στο βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία είναι αλήθεια? η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών.» Στο πλαίσιο αυτό και με οδηγό τη ρέαλ πολιτίκ ο Λένιν θα επιλέξει τη συμμαχία με το κεμαλικό εθνικιστικό κίνημα. Σημαντική παράμετρος που θα συμβάλλει στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή θα είναι και η συμμαχία με τους παντουρκιστές της Κεντρικής Ασίας, για τους οποίους η υπεράσπιση της νεοτουρκικής Αυτοκρατορίας υπήρξε βασική απαίτηση. Η τραγωδία για την παλαιοελλαδική Αριστερά θα είναι ότι η κυνική εξωτερική πολιτική του σοβιετικού κράτους θα μετατραπεί σε ιδεολόγημα και κατ’ επέκταση σε πολιτική πράξη, τη στιγμή του κοσμοϊστορικού μετασχηματισμού. Δηλαδή, όταν οι εργάτες και οι αγρότες από τον Πόντο θα υποχρεώνονται από τα κεμαλικά άτακτα στρατεύματα να βαδίσουν τις πορείες θανάτου, κάποιοι ?στο όνομα της διεθνιστικής αλληλεγγύης- θα κάνουν «απεργία πολέμου» ή θα βοηθούν έμπρακτα τα τουρκικά στρατεύματα στο μέτωπο. Θα συμπαραστέκονται έτσι συνειδητά στην πιο αντιδραστική πολιτική δύναμη που είχε εμφανιστεί στο χώρο, τους Τούρκους εθνικιστές και τις ομάδες θανάτου των νεοτούρκων. Γιατί, δυστυχώς για όσους πιστεύουν ότι το κεμαλικό κίνημα υπήρξε αντιαποικιακό και αντιιμπεριαλιστικό, αυτοί που εκτέλεσαν τη σφαγή των χριστιανικών πληθυσμών στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα αποτελέσουν τον πυρήνα του κεμαλικού στρατού. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat-I Mahsusa του νεοτουρκικού κομιτάτου, που βαρύνονταν για την πρώτη φάση της γενοκτονίας κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων, θα πλαισιώσουν τον Μουσταφά Κεμάλ και θα ολοκληρώσουν το έργο τους με αποκορύφωμα τη δολοφονία του χριστιανικού πληθυσμού της Σμύρνης το Σεπτέμβρη του ’22 και την πυρπόληση της πόλης. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι η συγκεκριμένη εκδοχή της Αριστεράς εκείνης της εποχής εξέφρασε, με ένα ιδεοληπτικό τρόπο, τα συμφέροντα των παλαιοελλαδικών πληθυσμών ?όχι κατ’ ανάγκην προλεταριακών- τα οποία βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των εργατικών και αγροτικών χριστιανικών μαζών της Ανατολής (Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων). Σε συμβολικό επίπεδο, αυτή η έκφραση θα κωδικοποιηθεί στην αντιμικρασιατική, αντιπολεμική βασιλοκομμουνιστική συμμαχία του 1919-1920. Η γνώμη μου είναι ότι ακριβώς αυτή η παράδοση ευθύνεται για τη σύγχρονη αμηχανία μπροστά στο ποντιακό κίνημα. Η σημασία για μια αληθινή Αριστερά Οι προσπάθειες των Ποντίων για καταξίωση της ιστορικής τους εμπειρίας είναι μια απόπειρα ενός μικρασιατικού πληθυσμού να παρέμβει στη διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής μας μνήμης και να τη διευρύνει. Εκφράζουν την αντίσταση απέναντι στη συνομωσία σιωπής που καλλιέργησε η εξουσία και ανοίγουν το διάλογο για συζήτηση επί των συνθηκών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επί πλέον η συζήτηση για τη γενοκτονία συναντά τις ευρύτερες ευαισθησίες για τα δικαιώματα των κοινοτήτων που καταπατώνται από σκληρές εξουσίες. Η γενοκτονία των Ποντίων, όπως και των υπόλοιπων Μικρασιατών, των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων στην Τουρκία, βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί, των ιθαγενών στην Βόρεια Αμερική και στην Αυστραλία από τους Αγγλοσάξωνες, των Λατινοαμερικανικών λαών από τους Ισπανούς, των μουσουλμάνων του Καυκάσου από τους Ρώσους. Όσον αφορά την Αριστερά, ανοίγουν το διάλογο για να συζητηθούν επιτέλους οι γενέθλιες συνθήκες που οδήγησαν το παλαιοελλαδικό κομμάτι της να απορρίψει τις εκτιμήσεις της Λουξεμπουργκ, του Γληνού και του Σκληρού και να πορευτεί εν τέλει, με ένα τρόπο απίστευτης αλλοτρίωσης, στον αντίθετο δρόμο. Να κατανοήσει γιατί το ΣΕΚΕ περιορίστηκε σε προσπάθειες κατοχύρωσης της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» σε ένα ?ακατανόητο για τα σημερινά δεδομένα- βασιλοκομμουνιστικό αντιμικρασιατικό και αντιπολεμικό μέτωπο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και η «αριστερή» φράξια του υπό τον Παντελή Πουλιόπουλο να οργανώσει στο μικρασιατικό μέτωπο τους Αντιπολεμικούς Πυρήνες, οι οποίοι θα συνεργαστούν με τον τουρκικό εθνικιστικό στρατό και τη σοβιετική αποστολή που βοηθούσε τους κεμαλικούς. Παράλληλα, η σημερινή Αριστερά καλείται να κατανοήσει ότι οι προσπάθειες των Ποντίων συμβαδίζουν με τις ουμανιστικές θεωρήσεις, εφόσον θέτουν τέλος σε μια περίοδο συγκάλυψης μιας μεγάλης γενοκτονίας ενός λαού μόνο και μόνο γιατί δεν «χωρούσε» στην πολιτική και κοινωνική αντίληψη του ακραίου εθνικισμού των Τούρκων στρατιωτικών. Ο προοδευτικός χαρακτήρας του ποντιακού κινήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα, είκοσι χρόνια αφότου ξεκίνησε, οι μόνες ιδεολογικές αναλύσεις και σφοδρότατες πολιτικές συγκρούσεις παραμένουν μεταξύ αυτών που προέρχονται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τους «Ιταλούς». Θα ήταν τραγικό εάν με απίστευτη ελαφρότητα διαμόρφωνε σχέσεις αντιπαλότητας και ανταγωνισμού μ’ ένα αγωνιστικό κίνημα, αντί να το αξιοποιήσει θετικά και να αναπτύξει μαζί του έναν ιδεολογικό και κινηματικό διάλογο. Και η τραγωδία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, εάν η σημερινή Αριστερά, που επιθυμεί να εκφράσει το σύνολο των κατοίκων της Ελλάδας, δε λάβει υπόψη ότι η παλαιοελλαδική εκτίμηση δεν είναι πλέον παραγωγική. Ότι ο ιδεολογικός αταβισμός, με την παλινδρόμηση στην παλιά φιλοκεμαλική αντίληψη και στην επιφανειακή προσέγγιση λειτουργεί σήμερα ως απόρριψη ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού, το οποίο δεν έχει καμιά διάθεση να συμβιβαστεί με την ελλαδική εκδοχή του τουρκικού εθνικισμού, ούτε φυσικά και με τους φορείς του. Ότι θα πρέπει να ενσωματώσει ?τουλάχιστον να ανεχτεί- και τις παράλληλες ερμηνείες. Εν κατακλείδι Η εμφάνιση του διεκδικητικού, αγωνιστικού ποντιακού κινήματος, ίσως υποχρεώσει τη σημερινή Αριστερά να διευρύνει τους γνωστικούς της ορίζοντες ανακαλύπτοντας την κρυμμένη γνώση της Λούξεμπουργκ και των άλλων μαρξιστών για το Ανατολικό Ζήτημα και αξιοποιώντας τη σύγχρονη επιστημονική παραγωγή Τούρκων αριστερών, αλλά αντικεμαλικών, ιστορικών όπως ο Taner Aksam, ο Hamit Bozarslan κ.ά. Παράλληλα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ζητήματα που αναφύονται σήμερα, όπως η ύπαρξη ελληνόφωνων Αριστερών αγωνιστών στη βόρεια Τουρκία, που επιδιώκουν να συνδεθούν με το ελλαδικό αριστερό κίνημα και η επανεμφάνιση του νέου προσφυγικού προβλήματος των δεκάδων χιλιάδων ομογενών που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (2). Καλείται επίσης η σύγχρονη Αριστερά να αντιληφθεί τη σημασία και να υιοθετήσει προσπάθειες πολιτιστικές, όπως η ανάπτυξη μιας λογοτεχνίας στην ποντιακή διάλεκτο που επιχειρείται τελευταία. Γιατί οι προσπάθειες αυτές, εκτός από την ένταξή τους σε ένα νέο ρομαντικό κίνημα, όπως αυτό της αντι-παγκοσμιοποίησης, σημαίνουν και ουσιαστική κριτική στο πολιτιστικό εθνικιστικό μοντέλο, το οποίο στο όνομα της ομογενοποίησης εξόντωσε συνειδητά τους τοπικούς πολιτισμούς. —————————————— (1) Η χρήση του όρου «παλαιοελλαδική Αριστερά» γίνεται, γιατί στο κείμενο αυτό ενυπάρχει η παραδοχή ότι το συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα δεν εξέφραζε τα ελληνικά προλεταριακά στρώματα της Ανατολής, τα οποία ζούσαν και πάλευαν μέσα στη διαδικασία μετασχηματισμού της Αυτοκρατορίας. Συνολικά οι χριστιανοί προλετάριοι και αγρότες (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι) είχαν βρεθεί από το 1914 στο στόχαστρο της ρατσιστικής βίας του τουρκικού εθνικισμού, που αργότερα θα εκφραστεί και με τον κεμαλισμό. Η συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη δεν επέτρεψε τους Έλληνες της Ανατολής να συγκροτήσουν αυτόνομη έκφραση και να διατυπώσουν το δικό τους λόγο. Πιθανόν, εάν δεν είχε ηττηθεί ο Δημοκρατικός Στρατός, να ζούσαμε αυτή την έκφραση, εφόσον η εμφύλια σύγκρουση σε μεγάλο βαθμό υπήρξε και αντανάκλαση της σφοδρής σύγκρουσης ντόπιων και προσφύγων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ηγέτες της Αριστεράς εκείνη της εποχή ήταν ένας Πόντιος (Βαφειάδης) και ένας Μικρασιάτης (Ζαχαριάδης), ενώ στον κυβερνητικό στρατό το σύνολο της ηγεσίας ήταν Μωραϊτες και Ρουμελιώτες. (2) Σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα ?εκτός των ιστορικών, όπως οι σταλινικές διώξεις κατά των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομενων και των Ελλήνων- που σχετίζονται με το ποντιακό ζήτημα και απαιτούν την άμεση ενεργοποίηση είναι: -Οι ελληνόφωνοι στη βόρεια Τουρκία. Η ύπαρξη μεγάλων πληθυσμών ελληνόφωνων μουσουλμάνων στη βόρεια Τουρκία και η εμφάνιση τάσεων σε τμήματα της ελληνόφωνης αριστερής διανόησης που επιζητούν την υπεράσπιση του ελληνόφωνου πολιτισμού ενάντια στις ρατσιστικές και αφομοιωτικές πολιτικές της κεντρικής εξουσίας, φέρνουν στην επιφάνεια το έλλειμμα που υπάρχει στους κόλπους της νεοελληνικής Αριστεράς. Οι αριστεροί ελληνόφωνοι διανοούμενοι της Τουρκίας, δυστυχώς δεν έχουν συνομιλητές και συμπαραστάτες στην Ελλάδα. -Οι νεοπρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι, Έλληνες στην καταγωγή, μετακινήθηκαν προς τα Νότια Βαλκάνια (Ελλάδα) μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Λόγοι, ιστορικοί, πολιτισμικοί και οικονομικοί οδήγησαν τις μάζες αυτές των ομογενών στην άξενη «μητέρα-πατρίδα». Η Ελλάδα, χωρίς να το πολυπάρει είδηση, έζησε ένα νέο, μικρό ’22 και φέρθηκε προς τους νέους πρόσφυγες μ’ έναν απελπιστικά πανομοιότυπο τρόπο. —————————————————————————— ============================================================================== ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ Τετάρτη 12 Ιουλίου 2006 του Άκη Γαβριηλίδη Στην τελευταία ηλεκτρονική έκδοση της Εποχής δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Βλάση Αγτζίδη με τίτλο «Πόντος και αριστερά». Το άρθρο αυτό αναφερόταν στην ύπαρξη ενός «ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος». Ομολογώ ότι αγνοούσα την ύπαρξη ενός τέτοιου κινήματος, όπως εξάλλου και οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά την ανάγνωση του κειμένου, δεν μπορώ να πω ότι έγινα σοφότερος γύρω από αυτό το ζήτημα: πουθενά δεν αναφέρεται σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το «κίνημα», ποιες είναι οι διεκδικήσεις του (πέρα βέβαια από την αναγνώριση της «γενοκτονίας»), και κυρίως τι δικαιολογεί το χαρακτηρισμό «ριζοσπαστικό». Η διεκδίκηση της «αναγνώρισης της γενοκτονίας» είναι ένα αίτημα που έχει αποκλειστικό αντικείμενο τη διαχείριση της μνήμης, και ως περιεχόμενο την αυτοθυματοποίηση με σκοπό τη χρήση ενός τραύματος από το παρελθόν για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων στο παρόν. Στόχων όμως οι οποίοι δεν εξαγγέλλονται και δεν εκτίθενται δημόσια ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής συζήτησης. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το κείμενο. Αυτό προορίζεται μόνο να προβάλει, και να καταστήσει συμπαθή στον αναγνώστη, μία ασαφή «ποντιακή υπόθεση». Κατά τα λοιπά, ο συγγραφέας, μολονότι διεκδικεί την ιδιότητα του ιστορικού, δεν καταγίνεται ας πούμε να διερευνήσει την αλήθεια και να εκθέσει κάποια συμπεράσματα σχετικά με κάποιο ανοικτό ιστορικό ζήτημα. Το κείμενό του δεν πληροί ως κείμενο κανένα από τα παραδεδεγμένα κριτήρια επιστημονικότητας, αλλά είναι μάλλον δικανικού-απολογητικού χαρακτήρα. Αποκλειστικός σκοπός του είναι να «πλασάρει» μια προειλημμένη θέση, και μάλιστα μια θέση σαφέστατα εθνικιστική, ρεβανσιστική και αλυτρωτική, σε ένα συγκεκριμένο κοινό, ας πούμε «αριστερής» προέλευσης. Προς τούτο, λοιπόν, χρησιμοποιεί μεθόδους «ιδεολογικού μάρκετιγκ». Δηλαδή ουσιαστικά μία και μόνο μέθοδο: φορτώνει το κείμενο με διάφορες αναφορές σε ονόματα και περιστατικά που αναμένει να έχουν αυξημένο «κύρος» σε ένα αριστερό αναγνωστικό κοινό, και προσπαθεί με διάφορες νοητικές ακροβασίες και αποσιωπήσεις να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αυτά συνηγορούν υπέρ του «αγώνα των Ποντίων» ή/και του προσδίδουν «επαναστατικό» χαρακτήρα. Η προσπάθεια αυτή είναι κουτοπόνηρη –δε βρίσκω άλλο χαρακτηρισμό- και υποτιμά τη νοημοσύνη αυτών στους οποίους απευθύνεται. Επίσης, εκτιμώ ότι ορισμένες φορές κινείται στα όρια της διανοητικής εντιμότητας. Όλες αυτές οι αναφορές του κειμένου σε γεγονότα, πρόσωπα και ισχυρισμούς, χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, επιφανειακότητα και έλλειψη ακρίβειας. Σε σχέση π.χ. με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την οποία ο συγγραφέας λίγο-πολύ εμφανίζει ως … ένθερμη οπαδό του αγώνα των Ποντίων, παρατίθενται δύο αποσπάσματα σε εισαγωγικά, τα οποία όμως δεν προσδιορίζεται από πού προέρχονται, και από τα οποία εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει αυτό που ο συγγραφέας θέλει να τεκμηριώσει. Παρακάτω αναφέρεται ότι «ο Σοβιετικός ιστορικός Νόβιτσεφ», αγνώστων λοιπών στοιχείων, χαρακτήρισε το αντάρτικο των Ποντίων «επαναστατικό αγροτικό κίνημα», χωρίς όμως να αναφέρεται π.χ. τίτλος βιβλίου ή άρθρου, τόπος ή έτος έκδοσης/ μετάφρασης ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία γι’ αυτόν τον κατ’ αρχήν μάλλον ταυτολογικό ισχυρισμό, ο οποίος δεν προσθέτει τίποτε στη συζήτηση –παρά μόνο παρατίθεται προς εντυπωσιασμό, ώστε να παρασύρει τον αναγνώστη στη σκέψη: «αφού οι ειδικοί επί των επαναστάσεων σοβιετικοί γνωμάτευσαν ότι το κίνημα των Ποντίων ήταν ‘επαναστατικό’, ε! τι άλλη απόδειξη χρειάζεται». Ομοίως, ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες της Μαριούπολης «αγωνίστηκαν στο πλαίσιο του Μαχνοβίτικου αναρχικού κινήματος» παρατίθεται χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο, αλλά και χωρίς καμία σχέση με το εξεταζόμενο αντικείμενο –πέραν της προσπάθειας του συγγραφέα να υπαινιχθεί ότι οι Πόντιοι είχαν τρόπον τινά εκ φύσεως το «μικρόβιο» της επαναστατικότητας και όπου πήγαιναν αγωνίζονταν. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρεται σε έργα των Γεωργίου Σκληρού και Δημήτρη Γληνού, για τα οποία αποφαίνεται ότι υπήρξαν «η μόνη σοβαρή παραγωγή της Αριστεράς». Εδώ μας δίνει τον τίτλο των έργων αυτών, πλην όμως … ξεχνάει να μας πει τι περίπου λέγανε! Η ίδια παράλειψη χαρακτηρίζει και την αναφορά στη «σύγχρονη επιστημονική παραγωγή Τούρκων αριστερών», εκ των οποίων αναφέρονται ενδεικτικά δύο, χωρίς όμως να αναφέρονται οι απόψεις τους ή έστω οι τίτλοι των βιβλίων τους. Γενικά μιλώντας, στο άρθρο δεν υπάρχει ούτε μία (1) βιβλιογραφική παραπομπή. Έτσι, αφήνεται να πλανάται η εντύπωση ότι όλοι οι αναφερθέντες δικαιώνουν τα συμπεράσματα του συγγραφέα, χωρίς να δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να ελέγξει αν αυτό ισχύει ή όχι. Αυτή η χαλαρότητα στην τήρηση των στοιχειωδών εξωτερικών όρων επιστημονικότητας συνοδεύεται φυσικά από ακόμη μεγαλύτερη χαλαρότητα στην ίδια την ουσία της (υποτιθέμενης) ανάλυσης. Το κείμενο προβαίνει διαρκώς σε ισχυρισμούς αυθαίρετους, ανακριβείς ή κατά προσέγγιση, που δεν προορίζονται να παραγάγουν καμία γνώση και λειτουργούν μόνο ως φραστικά πυροτεχνήματα. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα: – στην πρώτη σελίδα υποστηρίζεται ότι η ανακήρυξη της επετείου της λεγόμενης γενοκτονίας σήμαινε «επί της ουσίας πλήρη ανατροπή [υπογραμμίζω εγώ] των βασικών ιδεολογικών συνιστωσών του συστήματος»! Όπως είναι προφανές, η ανακήρυξη αυτή δεν συνιστά καμία ανατροπή, αλλά απλώς πιστή εφαρμογή και προέκταση των βασικών ιδεολογικών συνιστωσών του ελληνικού εθνικισμού. – Στην τρίτη σελίδα, ο συγγραφέας αποπειράται να τσαλαβουτήσει στα νερά της … ταξικής ανάλυσης. Ισχυρίζεται λοιπόν ότι «Σε ταξικό επίπεδο, [τη δεκαετία του 1910 στην οθωμανική αυτοκρατορία] η σύγκρουση θα είναι μεταξύ των προοδευτικών αστικών στρωμάτων των χριστιανικών, κυρίως, λαών και των εθνικιστών στρατιωτικών». Αυτός ο «καταμερισμός των στρατοπέδων» όμως στερείται παντελώς θεωρητικής αυστηρότητας, είναι σαν να συγκρίνει μήλα με πορτοκάλια. Το ένα σκέλος αυτής της «ταξικής σύγκρουσης» ορίζεται με κριτήρια όντως κοινωνικά και δευτερευόντως ιδεολογικά, το δεύτερο όμως σκέλος ορίζεται με βάση μια ιδέα (εθνικισμός), σε συνδυασμό με την ένταξη σε έναν κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους (στρατός). Δεν είναι όμως νοητό σε μια ταξική σύγκρουση να αντιπαρατίθενται «αστοί» με «εθνικιστές». Ακόμη και αν δεχθούμε τις προκείμενες του συγγραφέα, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε: σε αυτά τα «αστικά στρώματα» δεν αντιστοιχούσαν άραγε και κάποια εργατικά στρώματα τα οποία αυτά εκμεταλλεύονταν, παρά τον «προοδευτισμό» τους; Επίσης, αυτοί οι κατά τα άλλα προοδευτικοί χριστιανοί αστοί δεν είχαν αντίστοιχα τους δικούς τους «εθνικιστές στρατιωτικούς»; Για το συγγραφέα, φαίνεται πως όχι, διότι δεν αναφέρεται καθόλου ούτε στα πρώτα, ούτε στους δεύτερους. Για το συγγραφέα, η αποικιοκρατική εισβολή του ελληνικού στρατού και των λοιπών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία φαίνεται ότι δεν υπήρξε. Γι’ αυτό αρνείται να δεχθεί ότι το κεμαλικό κίνημα υπήρξε αντιαποικιακό και αντιιμπεριαλιστικό και χλευάζει όσους πιστεύουν κάτι τέτοιο –χωρίς όμως να δίνει το παραμικρό επιχείρημα και χωρίς να αναφέρει ποιος κατά τη γνώμη του ήταν ο χαρακτήρας του κινήματος αυτού, πέραν βέβαια του ότι ήταν γενοκτονικό. Ο λόγος λοιπόν για αυτή την προφανώς ασύμμετρη κατανομή της «ταξικής σύγκρουσης» είναι ότι αυτή αποτελεί (ακόμα μία) εκλογίκευση της βασικής –αλλά ανομολόγητης- θέσης του συγγραφέα, ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των εθνών. Και συγκεκριμένα η πάλη των Ελλήνων (ιδίως των Ποντίων) με τους Τούρκους. Επειδή κωλύεται να διατυπώσει τη θέση του υπ’ αυτή τη μορφή, προσπαθεί να την μπογιατίσει με «ταξικό» επίχρισμα βαφτίζοντας τους Έλληνες «προοδευτικά αστικά στοιχεία» , τους δε Τούρκους δεν τους χαρακτηρίζει ποτέ κοινωνιολογικά αλλά μόνον ιδεολογικά, τις περισσότερες δε φορές ηθικολογικά –αν όχι ανθρωπολογικά. Μία άλλη βέβαια χαρακτηριστική αποσιώπηση του κειμένου βρίσκουμε στη μοναδική υποσημείωση. Εκεί, ο συγγραφέας προεκτείνει το σχήμα του για την εκ γενετής επαναστατικότητα των Ποντίων και στη δεκαετία του 1940 και ισχυρίζεται ότι «η εμφύλια σύγκρουση σε μεγάλο βαθμό υπήρξε και αντανάκλαση της σφοδρής σύγκρουσης ντόπιων και προσφύγων» -εννοώντας φυσικά ότι οι πρόσφυγες ήταν πάντα και μόνο με την αριστερά ενώ οι ντόπιοι με τη δεξιά. Για να το αποδείξει αυτό, επικαλείται το αφοπλιστικό επιχείρημα ότι «οι ηγέτες της Αριστεράς εκείνη της εποχή ήταν ένας Πόντιος (Βαφειάδης) και ένας Μικρασιάτης (Ζαχαριάδης), ενώ στον κυβερνητικό στρατό το σύνολο της ηγεσίας ήταν Μωραϊτες και Ρουμελιώτες». Αυτή όμως η αναφορά στις «ηγεσίες» είναι εμφανώς επιλεκτική, καθότι αποσιωπά τα υπαρκτά παραδείγματα μαζικής συνεργασίας ποντιακών πληθυσμών με τις ναζιστικές αρχές κατοχής και, αντίστοιχα, τη στράτευση πολλών ντόπιων, ιδίως Μακεδόνων, στο Δημοκρατικό Στρατό. Για όλους αυτούς τους λόγους, ισχυρίζομαι ότι το κείμενο αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιστήμη της ιστορίας, ούτε με κανένα ριζοσπαστισμό. Εκτός βέβαια και αν εννοούμε το δεξιό ριζοσπαστισμό. http://www.epohi.gr/462006_issues_gavriilidis_pondos.htm ——————————————————————————– ================================================================================ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ κ. ΑΚΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Τετάρτη 12 Ιουλίου 2006 Βλάσης Αγτζίδης Είδατε τι ωραία που μπορούμε να περνάμε όταν αποφασίζουμε να συζητήσουμε για κάτι καινούργιο. Και αν όχι τελείως καινούργιο, τουλάχιστον για κάτι, για το οποίο δεν έχουν αποφανθεί μέχρι τη στιγμή αυτή οι κλασικοί, ούτε έχει συζητηθεί μέχρι τώρα στους χώρους που τους ονομάζουμε Αριστερά. Φυσικά, εννοείται ότι, χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό του δίνουμε ότι περιεχόμενο μας επιτρέπει η πολύμορφη κληρονομιά που μας κληροδότησαν ένα σύνολο φιλοσόφων, πολιτικών και ηγετών, από τον Κροπότκιν και τον Μαρξ, μέχρι τον Ντουρούτι, τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Ενβέρ Χότζα, τον Πολ Ποτ, και φυσικά τον Τσαουσέσκου. Αν μπορούσαμε να συζητάμε και χωρίς δηλώσεις νομιμοφροσύνης ή προκαταβολικές τοποθετήσεις πάνω στο αιώνιο ερώτημα, εάν το δίκαιο των λαών το εξέφραζε περισσότερο ο Ράϊχ ή ο Φαράκος, θα αποφεύγαμε και τις λίγες κακοτοπιές και αναίτιες αιχμές του άρθρου του κ. Άκη Γαβριηλίδη. Αλλά γνωρίζοντας την παράδοση των συγκρούσεων και την ένταση των αλληλοκατηγοριών των διαφόρων τάσεων της Αριστεράς, της εθιμικής απόλυτης απόρριψης των διαφορετικών απόψεων και την παράδοση στη πυρά των κατά περίπτωση αιρετικών, θεωρώ ότι φτηνά τη γλύτωσα! Να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα εξ αρχής που τα νόμιζα αυτονόητα: -Το κείμενό μου –ως ένα δημοσιογραφικό άρθρο- δεν είχε ως στόχο να πείσει εκ του πονηρού κανένα, ούτε και δομήθηκε με τις αυστηρές επιστημονικές αξιώσεις του κριτικάροντος. -Δεν αντιμετώπιζε τους αναγνώστες της «Εποχής» ως εύκολα θύματα, που αρκούσε η ποντιακή πονηριά -μάλλον κουτοπονηριά, εφόσον υπήρξαν πιο πονηροί που κατάλαβαν τους δόλιους στόχους- να τους μετατρέψει σε οπαδούς του Ψωμιάδη. -Επεδίωκε μόνο να παρουσιάσει προβληματισμούς υπαρκτούς, που –καλώς ή κακώς- ενυπάρχουν σ’ ένα κοινωνικό κίνημα επίσης υπαρκτό, μαζί με πολλούς άλλους. -Επίσης –καλώς ή κακώς- στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν πολίτες που προέρχονται από την Αριστερά, δραστηριοποιούνται και σήμερα σε κοινωνικά κινήματα και σκέφτονται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο που παρουσιάζω στο κείμενό μου. Το ότι πιθανόν οι πολίτες αυτοί να ήθελαν αναδιαπαιδαγώγηση, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Δυστυχώς όμως η εποχή δεν ευνοεί! -Αναφερόταν στο άρθρο το ποντιακό κίνημα ως «ριζοσπαστικό», με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ριζοσπαστικά είναι πληθώρα κοινωνικών κινημάτων, από το κίνημα των ομοφυλοφίλων και των γυναικών μέχρι το κίνημα των Ινδιάνων. Το ότι ένα κίνημα είναι ριζοσπαστικό δε σημαίνει ότι για τον καθένα που διανοείται ιδεολογικώς είναι «πολιτικά» ή «ιδεολογικά σωστό». -Θεωρούσε, μάλλον αυθαίρετα, ότι θα υπήρχε μια βασική γνώση των κειμένων, εφόσον θα ξεκινούσε η συζήτηση επί των γραφών και όχι επί των πολιτικών αναγκών και των νέων δεδομένων που γεννά η ίδια η ζωή, κόντρα στο δικό μας εφησυχασμό. -Τα βασικά κείμενα της Λούξεμπουργκ είναι τα εξής: «Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία», «Η δραστηριότητα των Γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία». Στα ελληνικά δημοσιεύτηκαν στο περ. «Οι λαοί», τεύχ.1, Μάϊος ’87. -Το απόσπασμα του Α. Novitsef για το ποντιακό αντάρτικο είναι από το βιβλίο του “Turtsia Kratskaya Istoria”, και το πρωτοδημοσίευσε ο Ανδρέας Ζαπάντης, «Ελληνοσοβιετικές σχέσεις 1917-1941», Αθήνα, εκδ. Εστία, 1989. Για τη σχέση των μπολσεβίκων και με το ποντιακό αντάρτικο κίνημα ετοιμάζεται δημοσίευση. -Οι πληροφορίες για τη συμμετοχή των Ελλήνων της Μαριούπολης του βόρειου Εύξεινου Πόντου στο αναρχικό μαχνοβίτικο κίνημα πάρθηκαν από το βιβλίο του Π. Αρσίνωφ, «Το Μαχνοβίτικο Κίνημα», Αθήνα, εκδ. Ελεύθερος Τύπος και δύο σχετικά άρθρα στο περ. «Τα άνθη του κακού» του ’87. Επίσης για η συμμετοχή των Ελλήνων στο μαχνοβίτικο κίνημα είχα την τύχη να δουλέψω με επιζώντες στη Μαριούπολη και τα χωριά της και ελπίζω κάποια στιγμή να δημοσιεύσω τα στοιχεία για τον επαναστατικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων κινημάτων, στο βορά και στο νότο του Εύξεινου Πόντου. -Οι Έλληνες στον Εύξεινο Πόντο φυσικά δεν ήταν εκ γενετής επαναστάτες. Απλά, υπόκειντο σε εχθρικές εξουσίες. Και η σύγκρουση με τις εξουσίες είναι που μετατρέπει έναν πολίτη ή ένα λαό σε εχθρικό. Τόσο στις νότιες περιοχές του Εύξεινου Πόντου (γκιαούρηδες και ραγιάδες για τους ισλαμιστές Οθωμανούς και ανεπιθύμητοι εθνικά για τους Τούρκους εθνικιστές), όσο και στο βορά, παρ’ όλους τους εθνικούς μύθους για τους ομόδοξους! Και αν για το Νότο τα πράγματα ήταν προφανή, για τις ρωσικές περιοχές οι Έλληνες ήταν επίσης καταπιεσμένος πληθυσμός από το μεγαλορωσικό σοβινισμό. -Στην Ελλάδα επίσης μετά την ήττα και την προσφυγιά τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Η εξουσία ήταν εξαιρετικά εχθρική προς τους πρόσφυγες, οι οποίοι επιπλέον διακρίνονταν και για την πλήρη προλεταριοποίησή τους. Το ότι οι προκηρύξεις του κομμουνστικού κόμματος εκείνη την εποχή ξεκινούσαν και απευθύνονταν στους «Εργάτες, Αγρότες και Πρόσφυγες», δείχνει ακριβώς ότι τα στρώματα των προσφύγων ευκολότερα θα εκφράζονταν μέσα από την Αριστερά. Επίσης, στους πρόσφυγες υπήρχε και μια μεγάλη συμπαγής ομάδα με φιλομπολσεβικικές απόψεις, οι Έλληνες από το Καρς του Καυκάσου. Με δυό λόγια, συγκεκριμένοι λόγοι οδήγησαν στην επαναστατικοποίηση μεγάλων μαζών προσφύγων, αναλογικά μεγαλύτερων απ’ ότι στους Βαλκάνιους Έλληνες. -Τα συγκεκριμένα βιβλία των Τούρκων αντικεμαλικών αριστερών ιστορικών είναι: Taner Aksam, “Turk Ulusal Kimligi ve Ermeni Sorunu”, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Iletisim, 1992 και Hamit Bozarslan, «Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας», Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2004. -Υπάρχει μεγάλη ποικιλία δημοσιευμάτων, κειμένων και μονογραφιών, που κατά πάσα πιθανότητα καλύπτουν την προϋπόθεση του «ιδεολογικά σωστού», που στηρίζουν τη συγκεκριμένη ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Οποτεδήποτε τα θελήσετε, μη διστάσετε να τα ζητήσετε!!! -Τα οθωμανικά στρατιωτικά στρώματα και η υπόλοιπη ισλαμική γραφειοκρατία συγκροτούσαν τάξη και συγκρούστηκαν με τους αστούς, την ανταγωνιστική τάξη. Το να κατέχουν γραφειοκρατικά στρώματα τη θέση κυρίαρχου ταξικά στρώματος δεν είναι καθόλου άγνωστο στην ιστορία. Και ειδικά οι συμμετέχοντες από παλιά στο κομμουνιστικό κίνημα το γνωρίζουν πολύ καλά. Φαντάζομαι ότι είναι κοινός τόπος η πεποίθηση ότι η κομματική γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση συγκροτούσε ταξικό στρώμα. Αλλά νομίζω ότι όλα αυτά τα αναλύει μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο η Ρόζα Λούξεμπουργκ. -Για το κίνημα των νεοτούρκων, παρότι ο Λένιν το θεωρούσε επαναστατικό, εφόσον σύμφωνα με τη γνώμη του οι μπολσεβίκοι ήταν «οι νεότουρκοι της σοβιετικής επανάστασης με κάτι το ιησουητικό επιπλέον» (Κώστας Παπαϊωάννου, «Η ψυχρή επανάσταση», Αθήνα, εκδ. Ύψιλον), εν τούτοις και η ίδαι η επίσημη σοβιετική άποψη (στη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια») θα τους θέλει «πλαστογράφους της Ιστορίας» και εμπνευστές του «σοβινιστικού δόγματος του παντουρκισμού». -Όσον αφορά τον έτερο επαναστάτη, το Μουσταφά Κεμάλ Πασά τον γεννήτορα των Τούρκων, δηλαδή Ατατούρκ, ο Άγις Στίνας γράφει: «Το κίνημα του Κεμάλ είχε δημιουργήσει πολύ ενοχλητικούς πονοκεφάλους στους θεωρητικούς της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δεν έμπαινε σε κανένα από τα γνωστά, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, καλούπια των ιστορικών κινημάτων. Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα από μόνο του δεν λέει τίποτα. Δεν είναι αυτός μόνος του ταξικός ορισμός. Δεν μας δείχνει την ταξική φύση και τον ταξικό φορέα του κινήματος. Πρόκειται στο βάθος για αστικοδημοκρατική επανάσταση; Αλλά τότε όλ
  9. Κ.Π. on

    …………………………
    …………………………

    Η εκδίκηση της γυφτιάς

    Μου το έλεγε το ένστικτό μου, «αυτό το κάτι μέσα μου το εντελώς δικό μου», που λέει κι ο ποιητής. Μου το έλεγε. Πάντα το ήξερα, ότι ο αλησμόνητος Πανίκας Ψωμιάδης (προ πολλού παρελθόν…) δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο στην πολιτική ζωή. Εξέφραζε κάτι βαθύτερο, που το ένιωθα γύρω μου κραταιό: την εκδίκηση της γυφτιάς. Και ιδού· τώρα που εξέλιπεν διά παντός από την πολιτική σκηνή ο Πανίκας, μας προέκυψε το πασοκογενές αντίστοιχό του. Εξίσου κλαψιάρης, αθλητικός επίσης, ωραιοπαθής και «σφίχτης», αλλά με τον τρόπο του, φιλολαϊκός χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει και τι ακριβώς θέλει (εκτός από την ως διά μαγείας εξαφάνιση του Βενιζέλου), ο Ανδρέας ο Λοβέρδος ανακοίνωσε ότι δεν ψηφίζει το πολυνομοσχέδιο! Ουσιαστικά, αυτό που μας είπε -χωρίς να το καταλαβαίνει- είναι ότι καλύπτει το κενό που άφησε ο Ψωμιάδης. Αλλά είναι τόσο αφόρητα βαρετός, ο καημένος ο Ανδρέας, εν σχέσει με το πρωτότυπο…..

    «Η αιώνια εφηβεία του Υπαρκτού Ελληνισμού»
    Του Στέφανου Κασιμάτη

    http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_17/07/2013_509755

  10. phorum on

    Λέγοντας διαφορικό ρατσισμό, εννοούμε τον ρατσισμό, που αντικαθιστά τις φυλές με τους πολιτισμούς και πρεσβεύει την ανάγκη της μη επιμειξίας των.

    Ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο και μελέτησε το φαινόμενο, ήταν ο Γάλλος φιλόσοφος, πολιτικός στοχαστής και μελετητής του ρατσιστικού και εθνικιστικού φαινομένου, Pierre – André Taguieff.. O Ταγκιέφ, είναι ερευνητής στο CNRS και διδάσκει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών στο Παρίσι.
    Στο εξαιρετικά τεκμηριωμένο έργο του ,«La force du prejuge. Essai sur le racisme et ses doubles» Gallimard, coll. Tell., 1990 (πρώτη έκδοση La Decouverte, 1987. Αγγλικός τίτλος: «The Force of Prejudice: On Racism and Its Doubles»), ο Ταγκιέφ σχηματοποιεί τις αρχές του νέου ρατσισμού, του ρατσισμού που σχετίζεται με τους πολιτισμούς, σε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:

    1. Ο ρατσιστικός λόγος, δεν αφορά πια τη φυλή, αλλά τον πολιτισμό, την κουλτούρα. Μετατοπίζεται από την ανάγκη διατήρησης της φυλετικής καθαρότητας, στην ανάγκη διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας.
    2. Δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, σύμφωνα με πολλούς νεορατσιστές θεωρητικούς. Υπάρχουν απλά, διαφορετικοί πολιτισμοί. Ένας οπαδός του διαφορικού ρατσισμού, άνετα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει θέσεις από συγγράμματα που τυγχάνουν γενικής αποδοχής (τη «Γραμματική των Πολιτισμών» του Fernad Braudel (για παράδειγμα).
    3. Οι νεορατσιστές, διατείνονται ότι «δεν φοβόμαστε, υποτιμούμε, χλευάζουμε, τον πολιτισμό του άλλου, απλά τον σεβόμαστε και υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά του στην διαφορά» (ο Ταγκιέφ ονομάζει τον ισχυρισμό αυτό, ως ετεροφιλία).
    4. Ο ρατσισμός, είναι πια συμβολικός, έμμεσος και σε πρώτη ανάγνωση από κάποιον μη υποψιασμένο, δύσκολα θα μπορούσε να ξεσκεπαστεί.

    Ο μεγάλος κίνδυνος του διαφορικού ρατσισμού, είναι ότι παρουσιάζεται σαν προοδευτικός, είτε σαν κάτι φυσιολογικό.Η αντιμεταναστευτική στάση παρουσιάζεται ως ομαλή αντίδραση μιας κοινωνίας η οποία θεωρεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας έναντι μιας «εισβολής»: η επίκληση της «εθνικής προτίμησης» («πρώτα οι εθνικοί πολίτες») αποτελεί τη «λογική» αποκορύφωση μιας έμμεσης αλλά πανίσχυρης πολιτικής αποκλεισμού από το εθνικό-κοινωνικό σώμα των «άλλων».

    Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στον διαφορικό ρατσισμό, είναι ότι δεν έχει πρακτικά αντίλογο. Ο αντιρατσιστικός λόγος, έχει καθηλωθεί στα επιχειρήματα της δεκαετίας του 1930 (όταν γνώρισε και την μεγάλη ανάπτυξη του, στον αγώνα των λαών της Ευρώπης ενάντια στον ναζισμό και φασισμό).

    Ένα παράδειγμα που δείχνει και την δραματική απουσία αντιλόγου στον νεορατσισμό, είναι ο ίδιος ο ορισμός της UNESCO, όπου ως ρατσισμός ορίζεται «το άθροισμα αντικοινωνικών πεποιθήσεων και πράξεων, που βασίζονται στον μύθο ότι οι σχέσεις διακρίσεων ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων δικαιολογούνται για βιολογικούς λόγους». (Τέταρτη Δήλωση για τη φυλή και το ρατσισμό, Σεπτέμβριος του 1967)..
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=271134

  11. Palla on

    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι

    Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβία», τους «Αγανακτισμένους» και την Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη

    Συνέντευξη στον Ανδρεα Πανταζοπουλο

    Ο φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-Andre Taguieff), γνωστός και στο ελληνικό κοινό για το έργο του, σχετικά με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, την Aκρα Δεξιά και τον λαϊκισμό, με την ευκαιρία της έκδοσης αυτές τις ημέρες στα ελληνικά, σε παγκόσμια πρώτη έκδοση, ενός νέου βιβλίου του για τον αντισημιτισμό (Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, Τι είναι αντισημιτισμός; – μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σειρά Εστία Ιδεών, 2011), δέχθηκε να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματά μας για τη μορφή και το περιεχόμενο του νέου αντισημιτισμού. Με αφορμή και την πρόσφατη έκδοση στα γαλλικά ενός νέου του βιβλίου για το ίδιο θέμα (Israel et la Question Juive, Les Provinciales, 2011), ο Ταγκιέφ, στη συνέντευξη που ακολουθεί, συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του ρατσιστικού μίσους κατά των Εβραίων και του Ισραήλ και, σχολιάζει τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» στην Ισπανία και την Ελλάδα, καθώς και τις εκλογικές επιτυχίες της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη.

    – Kάνετε λόγο εδώ και είκοσι χρόνια για ένα νέο αντισημιτισμό που τον αποκαλείτε «εβραιοφοβία». Μπορείτε να μας δώσετε τα βασικά της χαρακτηριστικά;

    – Το αξίωμα της νέας εβραιοφοβίας είναι το ακόλουθο: οι Εβραίοι αποτελούν έναν περιττό λαό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μια συνέχεια στις μορφές εχθρότητας κατά των Εβραίων. Η πρωταρχική διαφορά συνίσταται στην αντικατάσταση της περί «κοσμοπολιτισμού» ή «νομαδισμού» αιτίασης από τον «εθνικισμό» ή την «αποικιοκρατία»: στον παλιό πολιτικό αντισημιτισμό οι Εβραίοι ενσάρκωναν τον αντί-τύπο του «χωρίς-πατρίδα», σήμερα, στο πλαίσιο μιας εβραιοφοβίας με αντισιωνιστική βάση, ενσαρκώνουν τον αρνητικό τύπο του «εθνικιστή» (αποικιοκράτη, ακόμα και «ρατσιστή»). Συνεπάγεται ότι η ένταξη των Εβραίων στην κοινή ανθρωπότητα τίθεται εν αμφιβόλω, και, κατά τον ίδιο τρόπο, για τους ριζοσπάστες αντιεβραίους, αντικείμενο καθαρής άρνησης. Πράγμα το οποίο μπορεί να μεταφρασθεί με την ακόλουθη προσταγή: «Εβραίοι, πάψτε να είσθε Eβραίοι για να γίνετε άνθρωποι!». Οι Εβραίοι, για να γίνουν ανθρωπίνως αποδεκτοί, πρέπει να εξαφανισθούν ως Εβραίοι. Στη νέα όμως αντιεβραϊκή κοσμοαντίληψη, το πρώτο βήμα αυτής της εξαφάνισης δεν είναι άλλο από την καταστροφή του Ισραήλ. Η υλοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί τη «λύση» του νέου «εβραϊκού ζητήματος», που είναι αποτέλεσμα του εξισλαμισμού του αντισιωνιστικού λόγου, ο οποίος αναμειγνύει επιχειρήματα εθνικιστικού ή εθνοτικο-εθνικιστικού τύπου με τα πολιτικο-θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού. Το «αντισιωνιστικό» πρόγραμμα, στις ριζοσπαστικές εκδοχές του, έχει έναν ρητό στόχο: να «εκκαθαρίσει» ή να «ξεπλύνει» την Παλαιστίνη από τη «σιωνιστική παρουσία», που τη θεωρεί ως «εισβολή» η οποία κηλιδώνει μια παλαιστινιακή ή αραβική (για τους εθνικιστές) γη, ή μια γη του Ισλάμ (για τους ισλαμιστές).

    Τεχνικές προπαγάνδας

    – Τι πρεσβεύει η σημερινή εβραιοφοβία; Ποια είναι η φυσιογνωμία των ριζοσπαστών αντισιωνιστών;

    – Πέντε γνωρίσματα επιτρέπουν να ορισθεί το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου των ριζοσπαστών αντισιωνιστών: α) ο συστηματικός χαρακτήρας της κριτικής του Ισραήλ, μια υπερβολική και διαρκής κριτική που παίρνει τη μορφή της δημόσιας καταγγελίας και προσφεύγει στις τεχνικές της προπαγάνδας (συνθήματα, αμαλγάματα, κλπ.), β) η πρακτική του «δύο μέτρα δύο σταθμά» έναντι του Ισραήλ, δηλαδή η προσφυγή στο «διπλό στάνταρντ». Αυτή η συστηματική πρακτική της κακοπιστίας, όταν πρόκειται για το εβραϊκό κράτος, οδηγεί στη μονομερή καταδίκη του Ισραήλ, ανεξαρτήτως κάθε ανάλυσης των γεγονότων\, γ) η δαιμονοποίηση του εβραϊκού κράτους, που αντιμετωπίζεται ως η ενσάρκωση του κακού, πράγμα που προϋποθέτει μια διαρκή κατηγορία της ισραηλινής πολιτικής. Η δαιμονοποίηση αυτή θεμελιώνεται σε έναν τριπλό αναγωγισμό: τον ρατσισμό/ναζισμό/απαρτχάϊντ, την εγκληματικότητα που επικεντρώνεται στον φόνο Παλαιστίνιων (ή μουσουλμανικών) παιδιών, και τη συνωμοσία, δ) η απονομιμοποίηση του εβραϊκού κράτους, η άρνηση του δικαιώματός του να υπάρχει, άρα, η άρνηση του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να ζει όπως κάθε άλλος λαός μέσα σε ένα κυρίαρχο κράτος-έθνος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει να απομονώνεται το κράτος του Ισραήλ σε όλα τα επίπεδα, οργανώνοντας κυρίως εναντίον του ένα γενικευμένο μποϋκοτάζ, ε) η επαναλαμβανόμενη κλήση για την καταστροφή του εβραϊκού κράτους, που προϋποθέτει την υλοποίηση ενός προγράμματος ριζικής «αποσιωνιστικοποίησης» ή, απλούστερα, έναν πόλεμο εξόντωσης, στον οποίον το πυρηνικό Ιράν θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο.

    Η υποκατάσταση

    – Στις αναλύσεις σας εμμένετε ιδιαιτέρως στην πολύ στενή σχέση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού με τη νέα εβραιοφοβία, το επαναλαμβανόμενο θέμα της οποίας είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Τίθεται όμως ένα ερώτημα. Πώς μπορεί κάποιος να ασκεί κριτική στο Ισραήλ χωρίς να είναι εβραιόφοβος;

    – Ο παλιός αντισημιτισμός επιβιώνει μέσω της απλής υποκατάστασης της λέξης «Εβραίος» από τη λέξη «σιωνιστής», κυρίως στους οπαδούς της συνωμοσιολογικής σκέψης: έτσι, η «διεθνής εβραϊκή συνωμοσία» αναβαπτίζεται στην «παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία». Ο εξισλαμισμός των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», στα οποία αναφέρεται ο Χάρτης της Χαμάς, αποτελεί τον πρωταρχικό της φορέα.

    Η διεθνής συνωμοσία ερμηνεύεται με παρανοϊκό τρόπο από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, ως μία μεγάλη συνωμοσία κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, η οποία καθοδηγείται από τους Εβραίους. Η ίδια η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ θεωρείται ως η απόδειξη της μεγα-συνωμοσίας. Αν το Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί, είναι γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επιχείρησης που θεωρείται εγκληματική: της εγκατάστασης των Εβραίων σε μία υποτιθέμενη «γη του Ισλάμ».

    Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης καθιστά αδύνατη κάθε πραγματική διαπραγμάτευση που θα κατέληγε σε έναν συμβιβασμό. Σε όλο μου το έργο από τη δεκαετία του 1980, διακρίνω με σαφήνεια τον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό από τη θεμιτή κριτική, εντός μιας φιλελεύθερης/πλουραλιστικής προοπτικής, προς την πολιτική της μιας ή της άλλης ισραηλινής κυβέρνησης, δεξιάς ή αριστερής. Η δημοκρατική κριτική της πολιτικής μιας κυβέρνησης, υπαγόμενη στη θεμιτή δημόσια αντιπαράθεση, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κλήση για την καταστροφή ενός κράτους-έθνους. Αυτή όμως η κλήση προς εξαφάνιση αποτελεί την καρδιά του προγράμματος του ριζοσπαστικού αντισιωνισμού.

    H «αγανάκτηση» έγινε μόδα

    – Σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, έχει κάνει την αυθόρμητη εμφάνισή του ένα νέο κίνημα, οι «Αγανακτισμένοι». Στρέφεται κατά των «διεφθαρμένων» πολιτικών συστημάτων, κατά της «ολιγαρχίας». Πώς να ερμηνεύσουμε αυτές τις κινητοποιήσεις; Η «αγανάκτηση» είναι το άλλο όνομα ενός αριστερού λαϊκισμού;

    – Δεν πιστεύω ότι οι κινητοποιήσεις που φέρουν το όνομα «αγανακτισμένοι», στην Ισπανία ή στην Ελλάδα, είναι «αυθόρμητες». Βρήκαν το μοντέλο τους στις μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες, σε ορισμένες χώρες του Μαγκρέμπ ή του Μακρέκ, κατέληξαν σε αυτό που ο μιντιακός κόσμος, σε μια έξαρση λυρικής ψευδαίσθησης, βάφτισε «αραβική άνοιξη». Η μόνη αυθεντικότητά τους ήταν ότι άδραξαν τη μοδάτη λέξη που έθεσε σε κυκλοφορία ο ασήμαντος λίβελος του Στεφάν Εσσέλ, του ψευδο-συντάκτη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

    Η λέξη «αγανάκτηση» είναι πανσυλλεκτική. Μπορεί να μπει σε όλες τις σάλτσες. Ποιος δεν είναι «αγανακτισμένος» για τον έναν ή τον άλλο λόγο; Σε κάθε πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνουμε τη ρητορική διατύπωση από τις βλέψεις ή τις πραγματικές προθέσεις. Η ρητορική διατύπωση των «αραβικών εξεγέρσεων» πρόκρινε τα μοτίβα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της «δικαιοσύνης», καθώς και την καταγγελία της «διαφθοράς». Η πραγματική τους στόχευση ήταν να εκδιώξουν την ιθύνουσα ομάδα («Φύγε»!): το επίπεδο μηδέν του πολιτικού προγράμματος, έκφραση μιας απόρριψης συνοδευόμενης από διακίνηση φημών.

    Αυτές οι υποτιθέμενες «επαναστάσεις» δεν ήταν παρά πραξικοπήματα, ακριβέστερα, στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταμφιεσμένα σε νίκες του «λαού» ή της «δημοκρατίας». Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για τους «αγανακτισμένους», το διακύβευμα είναι επιπλέον να πάρουν την εξουσία (αρνητικά οριζόμενη: να εκδιώξουν από την εξουσία τους «διεφθαρμένους» ή τους «κλέφτες»), αλλά ο εχθρός δεν ορίζεται με σαφήνεια, ούτε η ομάδα διαμαρτυρίας μπορεί με επάρκεια να ταυτοποιηθεί. Οι ηγέτες δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι. Το πρόγραμμα είναι και σε αυτό το σημείο υπερ-μινιμαλιστικό και πλήρως αρνητικό: ενάντια στους «διεφθαρμένους» κ. λπ.

    Ο Γάλλος μαρξο-λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν διατύπωσε το σύνθημα: «Να φύγουν όλοι!». Η δαιμονοποίηση του εχθρού αντικαθιστά την ανάλυση της κατάστασης και τον στοχασμό για τους πολιτικούς στόχους. Τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από την προσφυγή των Ελλήνων «αγανακτισμένων» στα πιο τετριμμένα προπαγανδιστικά αμαλγάματα του τύπου «Ναζί-Ναζί/Μέρκελ-Σαρκοζί». Η ναζιστικοποίηση του αντιπάλου είναι ο νέος σοσιαλισμός των ηλιθίων. Θλίβεται κανείς μπροστά στη διανοητική μιζέρια μιας τέτοιας πολιτικής αμφισβήτησης.

    Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική, εικονίζει τη σημερινή τάση προς το απολίτικο, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό από έναν χωρίς προοπτικές ηθικισμό, ή από αντικαπιταλιστικά αναθέματα διεπόμενα από το μαγικό φαντασιακό. Οσο για τη στρατηγική, αυτή ανάγεται στην πρωτογενή πολιτική έκφραση που είναι η διαδήλωση. Ακόμα μια φορά, η «οργή» του λαού ή των μαζών ιεροποιείται. Στο βάθος, όμως, πιστεύω ότι αυτές οι κινητοποιήσεις εκφράζουν έναν φόβο του μέλλοντος, που έγινε τελείως αδιαφανές. Το μεγάλο μήνυμα που ακούγεται σε αυτές τις συγκεντρώσεις των θυμάτων της χρηματιστικοποιημένης κρίσης, είναι το αναπάντητο ερώτημα: «τι θα απογίνουμε;». Πρόκειται για ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος είναι απολιθωμένος από το αίσθημα ότι ζει την τελική παρακμή. Συνεπώς, δεν πρόκειται τόσο για διεκδικήσεις όσο για θρηνωδίες, ενδεχομένως συνοδευόμενες από βιαιότητες. Για μιζεραμπιλισμό μάλλον, παρά για λαϊκισμό. Για περισσότερο ή λιγότερο οργισμένες οιμωγές των «θυμάτων», παρά για πραγματικές εξεγέρσεις.

    Οι απογοητευμένοι του παρόντος εμφανίζονται την ίδια στιγμή ως οι αποκλεισμένοι του μέλλοντος. Η αλήθεια αυτών των κινητοποιήσεων είναι το αίσθημα μιας ολικής αδυναμίας των πολιτικών ιθυνόντων, που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες αναταράξεις μιας χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Αυτό που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση, νέα φιγούρα του πεπρωμένου, απρόσωπη και ανελέητη. Καμία απάντηση δεν είναι πλέον αξιόπιστη στην ερώτηση «Τι να κάνουμε;». Αυτό που κερδίζει έδαφος είναι η απελπισία, δηλαδή το κατεξοχήν απολιτικό πάθος. Το μίσος κατά των «σάπιων» ή των «κλεφτών» μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Περιλαμβανομένης και μιας νέας μορφής δικτατορίας, μιας μετα-φιλελεύθερης δικτατορίας.

    Ο λαϊκισμός και η Ακρα Δεξιά

    – Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα, «η Ευρώπη της άκρας δεξιάς» κερδίζει έδαφος, όπως το είδαμε και με την περίπτωση των «Πραγματικών Φινλανδών». Στη Γαλλία, επίσης, η Μαρίν Λεπέν θέλει να καταστήσει σεβαστό το κόμμα της. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της νέας ώθησης;

    – Στη δεκαετία του 2000, γίναμε μάρτυρες της εξαφάνισης των καταστατικών στοιχείων του πεδίου της άκρας δεξιάς, όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «νέο-» εξαφανίσθηκαν, αφήνοντας χώρο σε κινήματα ή αναδυόμενα κόμματα που δεν παρουσιάζονται ως κληρονόμοι μιας καλά προσδιορισμένης παράδοσης. «Νεο-ναζί» και «νεο-φασίστες» δεν είναι πλέον παρά φολκλορικές επιβιώσεις, έχοντας μεγαλύτερη σχέση με την «αντεργκράουντ» κουλτούρα των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα παρά με το Τρίτο Ράιχ.

    Ο, τι σήμερα εξακολουθούμε να αποκαλούμε «άκρα δεξιά», λόγω παλιάς γλωσσικής συνήθειας, συνομαδώνει και αμαλγαμοποιεί με καταχρηστικό τρόπο όλες τις περισσότερο ή λιγότερο ενορμητικές αντιδράσεις κατά της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού προς μια μεταεθνική κατεύθυνση. Αυτές όμως οι αντιδράσεις βαίνουν προς κάθε κατεύθυνση: μπορούν να ερμηνευθούν ως «πρόοδοι» ή ως «παλινδρομήσεις», νομιμοποιημένες ή μη «αντιστάσεις», αναδυόμενες μορφές ξενοφοβίας ή ταυτοτικές επιβεβαιώσεις που μένουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πλουραλισμού.

    Το συγκινησιακο-φαντασιακό τους φόντο είναι ο φόβος, που εντοπίζεται είτε στο παρόν (φόβος απώλειας κεκτημένων), είτε στο μέλλον (φόβος εθνοτικοποιημένων εμφυλίων πολέμων). Η διανοητική οκνηρία οδηγεί στο να ερμηνεύουμε όλες αυτές τις μαζικές αντιδράσεις αρνητικά, να τις δαιμονοποιούμε ανάγοντάς τες σε εκφράσεις μιας φαντασματικής «άκρας δεξιάς», η οποία είναι καταδικασμένη από το Νόημα της Ιστορίας. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, κληρονομιά του εγελιανο-μαρξιστικού 19ου αιώνα. Γιατί δεν υπάρχει Νόημα της Ιστορίας: η παγκοσμιοποίηση βαίνει προς κάθε κατεύθυνση, και προκαλεί αντιδράσεις που και αυτές οδεύουν προς κάθε κατεύθυνση.

    Η ενίσχυση της Ευρώπης δεν είναι περισσότερο πιθανή από την κατάρρευσή της μετά την εξαφάνιση του ευρώ, ακολουθούμενη από γενικευμένες επανεθνοτικοποιήσεις ή ανακερματισμούς, που μπορεί να ωφελήσουν τα παλιά κράτη-έθνη, αλλά που μπορεί και να ευνοήσουν τη διάλυσή τους. Το νέο «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν εικονίζει καλά τα διφορούμενα των εθνικο-λαϊκιστικών κινημάτων: στον ιδεολογικό τους λόγο βρίσκουμε δάνεια τόσο από την ακροαριστερή αντι-παγκοσμιοποίηση όσο και στοιχεία που προέρχονται από εθνικιστικές παραδόσεις. Κάτι που τα καθιστά ταυτοχρόνως αταξινόμητα και ελκυστικά. Αλλά αυτό, ακριβώς, πρέπει να μας κάνει ώστε να τα ενσωματώσουμε στο «ομαλό» πολιτικό παιγνίδι.

    – Τι πρέπει να κάνουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες;

    – Οι νέοι ταυτοτικοί λαϊκισμοί ή οι λαϊκισμοί διαμαρτυρίας διαβρώνουν τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες εκ των έσω. Εκπροσωπούν γι’ αυτές μια πρόκληση που πρέπει να την αντιμετωπίσουν με διαύγεια και κουράγιο. Αν η «εξομάλυνση» των λαϊκιστικών κινημάτων δεν επιχειρηθεί, τα παλιά κόμματα αριστεράς και δεξιάς κινδυνεύουν να χάσουν την ελκτικότητά τους, και να καταλήξουν να ταυτισθούν μέσα σε ένα αδιαφοροποίητο κέντρο έναντι του οποίου θα κατισχύσει το νέο στρατόπεδο της «αλλαγής» (μαγική λέξη σήμερα που προκρίνεται από τους δημαγωγούς), μονοπωλούμενης από τους δημαγωγούς της «αντιπαγκοσμιοποίησης».

    Αυτοί οι τελευταίοι θα βρίσκουν εύφορο έδαφος στο να καταγγέλλουν τη διεθνή «πλουτοκρατία» ή τις χρηματιστικές ολιγαρχίες, την ευρωπαϊστική «γραφειοκρατία», κλπ. Εδώ βρίσκονται τα στοιχεία του νέου λόγου της εξέγερσης «της γης των κολασμένων». Η κρίση να γενικευθεί ριζοσπαστικοποιούμενη, και οι νέοι δημαγωγοί που δεν θα αργήσουν να αναδυθούν, η πολιτική φύση εχθρεύεται το κενό, να παρουσιασθούν ως σωτήρες γοητεύοντας τα πελαγωμένα πλήθη. Αυτοί όμως οι δημαγωγοί δεν θα έχουν άλλη νομιμοποίηση από αυτή που θα τους αποδίδει το κυνηγητό των εικαζόμενων υπευθύνων των συμφορών του «λαού» τους, κυνήγι μαγισσών που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή κλητεύσεων για εμφύλιο πόλεμο ή εκστρατειών σε περιφερειακούς πολέμους.

    Φυγή προς τα μπρος μέσα στο χάος. Τότε, η ειρωνεία της Ιστορίας θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο του τραγικού. Αλλά ποιος μπορεί να πιστεύει ότι η πορεία της Ιστορίας μοιάζει με αυτή ενός ήσυχου ποταμού;

    http://www.kathimerini.gr/77611/article/proswpa/synentey3eis/h-istoria-den-moiazei-me-hsyxo-potami

  12. Kάποιες δομές παραμένουν αναλλοίωτες. Ο Lorca δολοφονήθηκε από ένα φασίστα και ο δολοφόνος του δήλωσε: “for being queer.”

    Α ρε Άκη διαχρονικέ!

  13. ———————————————————————————
    Ο ΚΑΫΜΕΝΟΣ Ο ΑΚΗΣ… ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΟΙΑΖΕΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΙΟ ΠΑΠΠΟΥ ΤΟΥ, ΤΟΣΟ ΤΡΕΛΛΑΙΝΕΤΑΙ!!!
    ——————————————————————————-

    ΠΟΝΤΙΑΚΟ
    ΓΚΕΤΟ

    Η κοινωνική ποιητική
    των ποντίων
    και η συγκρότηση
    τής ποντιακής υποκειμενικότητας

    Έγραψε στις 16.05.2014 ο/η: Φυλακτού Ευεγνία

    Επιστροφή

    Το παρακάτω κείμενο βασίστηκε σε εκτεταμένα αποσπάσματα
    από την παρουσίαση τού βιβλίου τού Άκη Γαβριηλίδη Εμείς οι έποικοι,
    που έγινε στον «Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Nosotros» στις 6 Μαΐου 2104.

    Η επιλογή των αποσπασμάτων, η απομαγνητοφώνησή τους,
    η προσαρμογή τους στο γραπτό λόγο, η ένταξή τους σε θεματικές ενότητες,
    η εικονογράφηση, ο τίτλος και οι υπότιτλοι
    έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».

    Η συγκρότηση τής ποντιακής υποκειμενικότητας στην Ελλάδα μετά τις δύο πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα, είναι ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο. Επί έναν αιώνα υπάρχει μία ταυτότητα, υπάρχουν άνθρωποι ηλικίας δέκα, είκοσι χρονών στη Βέροια, στην Κοζάνη και επίσης στο Ντίσελντορφ, στο Τορόντο, στη Μελβούρνη, στο Όσλο, οι οποίοι αν τους ρωτήσεις «τί είσαι εσύ;», σου απαντούν: «είμαι πόντιος».

    Δηλαδή, αυτοπροσδιορίζονται με βάση μιά γεωγραφική περιοχή, από την οποία όμως, δέν έχουν περάσει ή μπορεί να έχουν περάσει μόνον ως τουρίστες. Δέν έχουν ζήσει ούτε αυτοί, ούτε οι γονείς τους, ούτε οι παππούδες τους πλέον κι ούτε τίθεται ζήτημα να πάνε ποτέ να εγκατασταθούν εκεί. Αυτό είναι πολύ περίεργο. Δέν γνωρίζω κάποια άλλη παρόμοια περίπτωση.

    Στην ελληνική κοινωνία, αυτό που λένε κάποιοι άλλοι, όπως π.χ. «εγώ είμαι μακεδόνας», ενδεχομένως να έχει και κάποια στοιχεία αλυτρωτισμού. Όταν όμως κάποιος λέει «εγώ είμαι πόντιος», αυτό είναι διαφορετικό. Ο Πόντος είναι μιά υπαρκτή περιοχή, που ανήκει εξ ολοκλήρου σε ένα άλλο κράτος.

    Ο Απόλλων Καλαμαριάς μετονομάστηκε σε Απόλλωνα Πόντου, δηλαδή φέρεται μία ομάδα να είναι από μία περιοχή, που ανήκει σε κάποιο άλλο κράτος. Αυτό δέν είναι αλυτρωτισμός, είναι όμως, ένα πολύ ιδιόμορφο φαινόμενο. Εμπεριέχει μιά αντίσταση.

    Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη.

    Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και υποστήριξε διδακτορική διατριβή Φιλοσοφίας τού Δικαίου στην ίδια σχολή. Από το 1995 ζει στις Βρυξέλλες, όπου απασχολείται επαγγελματικά ως μεταφραστής και ερασιτεχνικά ως ραδιοφωνικός παραγωγός.

    Πολυάριθμα πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά τής Ελλάδας, τής Κύπρου, των ΗΠΑ, τής Αγγλίας και τού Βελγίου, καθώς και στο διαδίκτυο (ιδίως στο blog: nomadicuniversality).

    Επίσης, άρθρα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα πορτογαλικά, τα ισπανικά και τα σερβοκροάτικα.

    Bιβλία του:
    – «Η δημοκρατία κατά τού φιλελευθερισμού. Η έννοια τού φυσικού δικαίου στη φιλοσοφία τού Σπινόζα», έκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2000.
    – «Η αθεράπευτη νεκροφιλία τού ριζοσπαστικού πατριωτισμού: Ρίτσος-Ελύτης-Θεοδωράκης-Σβορώνος», έκδ. «futura», Αθήνα 2006.
    – «Η συνέχιση τού εμφυλίου με άλλα μέσα», έκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2007.
    – «Στον κόσμο των αυθεντικών είμαστε όλοι ξένοι», έκδ. «Πανοπτικόν», Θεσσαλονίκη 2007.
    – «Mπίλι Ουάιλντερ: Η αυτοκριτική τού χολιγουντιανού θεάματος», έκδ. «Αιγόκερως», Αθήνα 2009.
    – «Λένε όχι, λέω ναι. Τρία κείμενα γιά τον Άκη Πάνου», έκδ. «Ένεκεν», Θεσσαλονίκη 2012.
    – «Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος τού Πόντου», έκδ. «Ισνάφι», Iωάννινα 2014.

    Υιοθέτηση τής εθνικής αφήγησης
    Ο Μάικλ Χέρτσφελντ είναι ένας αμερικανός ανθρωπολόγος, που έκανε έρευνα κυρίως στην Κρήτη κι ιδιαίτερα στα Ζωνιανά (πριν γίνουν διάσημα). Ανέπτυξε την έννοια τής cultural intimacy, τής πολιτισμικής οικειότητας, όπως το έχουν πει στα ελληνικά. Ανέδειξε, ότι οι κρητικοί, οι οποίοι επίσης είναι μία συγκρίσιμη περίπτωση, όπως και οι κύπριοι, αναδέχθηκαν την ελληνική εθνική αφήγηση. (Η Κρήτη εντάχθηκε αργότερα στο ελληνικό κράτος). Γι’ αυτούς ελληνικότητα σημαίνει αντίσταση, να αντιστέκεσαι στην εξουσία. Οι κρητικοί αυτό το εφάρμοσαν στους εαυτούς τους και αντιστέκονται στην Ελλάδα, στο ελληνικό κράτος.

    Νομίζω, ότι οι πόντιοι αποτελούν μιά πιό κραυγαλέα περίπτωση, διότι οι πόντιοι υιοθέτησαν εξ ανάγκης την εθνική αφήγηση. Είπαν «εμείς είμαστε έλληνες, είμαστε τριχιλιετείς, είμαστε πιό έλληνες από τους έλληνες». Θα σου πούν, ότι είναι απόγονοι τού Ιάσωνα, τής Αργοναυτικής εκστρατείας κ.λπ. κι ότι είναι παλιννοστούντες.

    Παλιννοστούντες;
    Ο όρος παλιννοστούντες επινοήθηκε
    γι’ αυτούς, που ήρθαν τη δεκαετία
    τού ’90 από τη Σοβιετική Ένωση.
    Είναι γραφειοκρατικός όρος. Η λέξη
    σημαίνει αυτοί, που γυρίζουν
    στην πατρίδα τους.

    Αλλά ποιοί γυρίζουν; Δέν μπορεί κάποιος
    να λείπει 3.000 χρόνια και να λέει
    «είχα πεταχτεί και γύρισα». Πού είχε πάει;

    Δέν πρόκειται γιά παλιννοστούντες, λοιπόν.
    Πρώτη φορά ήρθαν, αλλά υπάρχει αυτή
    η φαντασίωση, ότι παλιννόστησαν, ότι
    γύρισαν στην πατρίδα τους. Πατρίδα τους
    όμως, είναι κι εκεί.

    Το παρχάρ (υψίπεδο) είναι ένα
    σημαντικό γεωγραφο-κοινωνικο-
    ανθρωπολογικό στοιχείο γιά τη
    συγκρότηση τής ποντιακής
    υποκειμενικότητας στην Ελλάδα.

    Σχιζοφρενικό
    το: «πιό έλληνες απ’ τους έλληνες»
    Αυτό, που υποστηρίζεται από ορισμένους πόντιους, ότι είναι «πιό έλληνες από τους έλληνες», είναι πάρα πολύ περίεργο. Είναι σχιζοφρενικό, μπορεί να οδηγήσει στην ψύχωση. Ένα υποκείμενο, που συγκροτείται πάνω σε κάτι τέτοιο, απαιτεί πάρα πολλές προσαρμογές κι επιδεξιότητες, τις οποίες μας παρουσιάζει η κοινωνική ποιητική (όρος τού Χέρσφελντ), η οποία έχει μιά τρομερή δημιουργικότητα.

    Το βιβλίο Εμείς οι έποικοι δέν είναι εναντίον κάποιου. Θεωρώ πάρα πολύ γοητευτικό το φαινόμενο αυτό. Έστω κι αν έχει απεχθείς πλευρές με την εκδοχή τού ποντιακού κινήματος, με τη γενοκτονία κι όλα αυτά, που γνωρίζουμε κι έγιναν δημόσιο κι εθνικό ζήτημα τα τελευταία είκοσι χρόνια κι όντως υιοθετούν ένα λόγο τού ελληνικού εθνικισμού, θεωρώ, ότι υπάρχει μιά κοινωνική ποιητική πίσω από αυτό.

    Υπάρχει μιά στρατηγική ουσιοκρατία. Οι πόντιοι δηλαδή, υιοθετούν το «πιό έλληνες από τους έλληνες», γιατί δέν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Κατάλαβαν, ότι ήρθαν εδώ, που είναι Ελλάδα κι όποιος δέν ήταν έλληνας δέν θα περνούσε καλά, θα ήταν πολίτης δεύτερης, τρίτης κατηγορίας. Γιά να μήν γίνει αυτό είπαν: «Τί θέλετε, βρε παιδιά; Έλληνες; Έλληνες! Έχουμε ελληνικά στοιχεία. Ο χορός μας δέν είναι σέρρα, είναι πυρρίχιος, ο κεμεντζές μας δέν είναι κεμεντζές, είναι ποντιακή λύρα». Έγινε μιά προσαρμογή, έγιναν μεταβαπτίσεις.

    Αλλά κάτι περίσσευε. Έμεινε κάτι, το οποίο το επιτελούν ιδιωτικά. Σε ιδιωτικούς χώρους, σε εύξεινες λέσχες, σε ποντιακά σκυλάδικα, στην Παναγία Σουμελά, στα παρχάρια κ.α. το κάνουν κατά τρόπο, ώστε να μήν προσβάλλουν, να μήν φτάνουν ποτέ ως την άκρη, που να φαίνεται, ότι είναι κάτι άλλο, ότι δέν είναι έλληνες.

    Αυτό, το «είμαστε πιό έλληνες» από τους έλληνες συγκροτεί μιά πολύ ιδιόμορφη υποκειμενικότητα, διότι αν εσύ είσαι πιό έλληνας τότε οι άλλοι έλληνες τί είναι; Είναι ένα μέτρο σύγκρισης, το οποίο όμως, βρίσκεται να υστερεί σε σχέση με τον εαυτό του, γιατί εάν οι πόντιοι είναι πιό έλληνες από τούς έλληνες, οι άλλοι έλληνες είναι λιγότερο ο εαυτός τους και κάποιος άλλος είναι πιό πολύ ο εαυτός τους.

    Η επιθυμία γιά ποντιακό κράτος
    Πάνω σε αυτό υπάρχει μιά ολόκληρη κοινωνική ποιητική, άρρητη, που δέν υπάρχει στο δημόσιο χώρο. Υπάρχει προσεκτικά, υπαινικτικά. Θεωρώ από το υλικό, που συγκέντρωσα και μελέτησα, ότι είναι πολύ σαφής μία επιθυμία γιά ένα άλλο κράτος. Επιθυμία γιά ποντιακό κράτος υπήρξε τη δεκαετία τού 1910, που ματαιώθηκε.

    Υπάρχει μιά μαρτυρία τού Κωνσταντίνου Φωτιάδη, ο οποίος ήταν αυτός, που έθεσε στο δημόσιο χώρο την έννοια τής ποντιακής γενοκτονίας. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια έχει φέρει στο φως ενέργειες τού μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου και άλλων πρωτεργατών αυτής τής προσπάθειας γιά ποντιακό κράτος, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη θανάτωση πολλών χιλιάδων ποντίων.

    Πήγε ο Χρύσανθος στην Τραπεζούντα και συνάντησε τον Βενιζέλο. Εκείνη την εποχή αρκετές χιλιάδες πόντιοι στις ακτές τής Οδυσσού πέθαιναν, τους έτρωγαν τα τσακάλια, υπάρχουν κάτι τέτοιες περιγραφές. Υπό αυτές τις συνθήκες, τις οποίες γνώριζε ο Χρύσανθος, βρήκε τον Βενιζέλο και τού είπε να μή στείλει τα καράβια να τους πάρουν αυτούς, γιατί είναι μπολσεβίκοι και ύποπτης καταγωγής. Είναι σλαβόφωνοι, είπε, κι έχουν απωλέσει την ελληνική ψυχή τους. Ο Βενιζέλος τον πίστεψε, δέν έστειλε τα καράβια κι έτσι πέθαναν αρκετές χιλιάδες.

    Αυτό ο μητροπολίτης το έκανε γιατί αν έφευγαν αυτές οι χιλιάδες πόντιοι από εκεί δέν θα είχε μετά το επιχείρημα να πάει στον πρόεδρο και να πει εγώ έχω συμπαγή πληθυσμό, κάντε μου ποντιακό κράτος.

    Η επιθυμία γιά ποντιακό κράτος έσβησε, αλλά αυτοί που έφτασαν στην Ελλάδα έπρεπε να κουβαλήσουν το πένθος, το οποίο δέν μπορούσαν να τελέσουν δημόσια. Το πένθος και γιά τους νεκρούς και γιά το ποντιακό κράτος, που τους σκότωσε.

    Το θέμα είναι πάρα πολύ εντυπωσιακό. Οι άνθρωποι αυτοί έζησαν έναν αιώνα χωρίς να μάθουμε τίποτα εμείς.

    Πώς το ποντιακό έγινε εθνικό ζήτημα
    Το τραγούδι «Λαϊστέρα»,
    που βγήκε το 1987, όταν
    περίπου άρχισε κι ο λόγος
    περί γενοκτονίας, αποτελεί
    μιά προσπάθεια να τεθεί
    στο δημόσιο χώρο η
    ποντιακή ιδιαιτερότητα.

    Έως τότε ούτε ο Χάρρυ
    Κλυνν (Βασίλης Τριαντα-
    φυλλίδης) ούτε κάποιος
    άλλος είχε βγάλει κανένα
    τραγούδι, το οποίο να ήταν
    εξ ολοκλήρου στα ποντιακά.

    Υπήρχε βέβαια ένα γκέτο
    στη Θεσσαλονίκη και σε
    άλλες πόλεις, υπάρχουν
    ποντιακά νυκτερινά κέντρα
    και δισκοπωλεία, που πουλάνε
    δίσκους με ποντιακά
    τραγούδια.

    Λαϊστέρα (κουνίστρα).
    Ένα σατιρικό τραγούδι τού πόντιου Χάρρυ Κλυνν,
    το πρώτο, που κυκλοφόρησε ευρέως
    με εξ ολοκλήρου στίχους στα ποντιακά.

    Υπάρχει μιά ολόκληρη παραγωγή με κεμεντζέδες κ.λπ., που τα αγοράζουν οι ίδιοι οι πόντιοι μεταξύ τους μιάς και δέν ενδιαφέρεται και κανένας άλλος να τα αγοράσει.

    Ο Χάρρυ Κλυνν έκανε ένα coming out, όπως κάποιοι άλλοι το έκαναν με το αίτημα τής γενοκτονίας. Έτσι το θέμα έγινε εθνικό ζήτημα, που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα όλης τής χώρας και τής διασποράς επίσης. Δέν απασχολεί το γκέτο, τους ίδιους τους πόντιους, αλλά την κρατική μηχανή, το Υπουργείο Εξωτερικών το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού κ.λπ..

    Γίνεται ένα εργαλείο, με το οποίο οι πόντιοι λένε στο ελληνικό κράτος, ότι τους χρωστάει κάτι. Έχω μία πίκρα από σένα. Ευκαιρία να την επανορθώσεις. Κάνε κάτι, δείξε, ότι με αγαπάς. Και το ελληνικό κράτος δέχεται ευχαρίστως την πάσα αυτή, διότι η Τουρκία κατηγορείται, ότι έκανε τη γενοκτονία.

    Αναμφίβολα οι πολλές θανατώσεις, ακρωτηριασμοί, ταλαιπωρίες, ασθένειες κ.λπ. καταστροφές, τις οποίες υπέστησαν οι πληθυσμοί (και πολλών άλλων περιοχών, βέβαια) οφείλονται στη συγκρότηση των εθνών στα Βαλκάνια.

    Ο ζουρλομανύδας τού έθνους-κράτους
    Τα Βαλκάνια ήταν ένας χώρος, που οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν κι εγκαθίσταντο ελεύθερα, όπου ήθελαν επί αιώνες. Ξαφνικά, έπεσε ο ζουρλομανδύας τού έθνους-κράτους και γιά να συγκροτηθούν αυτά τα έθνη-κράτη, όσοι περίσσευαν έπρεπε να σφαγούν. Αυτό δέν αφορά ένα συγκεκριμένο κράτος, έτσι έκαναν όλα. Από τον Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από την Τριπολιτσά στην… Τρόικα), μέχρι τον Κάραζιτς περίπου η ίδια δουλειά γίνεται.

    Γενοκτονία:
    Πραγματικότητα ή μύθος;
    Η γενοκτονία είναι μία έννοια ταυτόχρονα νομική και ιστορική, η οποία προκύπτει μία συγκεκριμένη στιγμή. Δέν υπήρχε πάντα. Προέκυψε από μιά διεθνή σύμβαση, που υπογράφτηκε το 1947 με βάση την εμπειρία τού ολοκαυτώματος, όπως ονομάστηκε η εξόντωση των εβραίων. Γιά πολύ καιρό στον όρο ενέπιπτε μόνο η εξόντωση των εβραίων. Αργότερα και των αρμενίων, η οποία έγινε ομόφωνα αποδεκτή εκτός βέβαια από την Τουρκία.

    Γιά τους πόντιους αρχίζει και διατυπώνεται η θεωρία περί γενοκτονίας στα τέλη τής δεκαετίας τού 1980. Προηγουμένως δέν υπήρχε. Φυσικά, υπήρχαν άλλοι όροι, όπως σφαγή, διωγμός, καταστροφή. Ήταν προφανές, ότι σφαγιάστηκαν άνθρωποι, έχασαν τη ζωή τους, την περιουσία τους κ.ά..

    Εγώ (σ.σ. ο συγγραφέας κ. Άκης Γαβριηλίδης) αν και τυπικά είμαι νομικός βέβαια, στο βιβλίο μου δέν έχω δώσει απάντηση αν έγινε γενοκτονία ή όχι. Με ενδιαφέρει από ανθρωπολογική ματιά τί κάνουν οι άνθρωποι, όταν βγαίνουν και λένε, ότι έγινε γενοκτονία. Γιατί τότε; ποιοί άνθρωποι; και πού;

    Πολλές γενοκτονίες
    Αλλά κάνω κι έναν παραλληλισμό, ότι γιά τη συγκρότηση και την εθνική ομογενοποίηση τού τουρκικού έθνους-κράτους άλλοι σφαγιάστηκαν κι άλλοι διώχθηκαν. Αλλά και γιά την καθαρότητα τού ελληνικού έθνους, γιά τον ίδιο σκοπό δηλαδή, έχασαν τη ζωή τους πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων. Γιατί όμως, η μία είναι γενοκτονία και η άλλη δέν είναι; Ποιός έκανε γενοκτονία; Αν έκανε ο ένας, μήπως έκανε κι ο άλλος;

    Το ποιός έκανε γενοκτονία το αποφασίζει ένα διεθνές δικαστήριο. Εγώ δέν είμαι τέτοιο, ούτε κανείς άλλος είναι εξ άλλου.

    Η επίκληση τού γεγονότος αυτού έχει ένα πολιτικό και ιδεολογικό αποτέλεσμα, το οποίο προσπαθούν να επιτύχουν πολλοί. Δηλαδή γιά παράδειγμα, άρχισε και η Αλβανία να προωθεί στο κοινοβούλιο τη γενοκτονία των τσάμηδων από την Ελλάδα. Βγήκαν κι οι ινδιάνοι τής Αμερικής (κι έχουν πολύ δίκιο εξ άλλου) και λένε, ότι οι ΗΠΑ κτίστηκαν πάνω στη γενοκτονία τους. Αν αρχίσουν να το χρησιμοποιούν όλοι μετά χάνει και την αξία του, δηλαδή ο καθένας μπορεί να λέει, να κι εγώ έπαθα γενοκτονία και να το θεμελιώνει κιόλας.

    Οπότε δέν μπαίνω σε αυτό, αλλά μπαίνω στο ερώτημα γιατί και πότε κάποιοι αρχίζουν και λένε, ότι έγινε γενοκτονία και τί νομίζουν, ότι πετυχαίνουν με αυτό.

    Στο βιβλίο του Εμείς οι Έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος τού Πόντου (έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014), ο κ. Γαβριηλίδης ασχολείται με το πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο τής συγκρότησης τής ποντιακής υποκειμενικότητας στην Ελλάδα μετά τις δύο πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα.

    Η εργασία αυτή υποβλήθηκε ως μεταδιδακτορική έρευνα Πολιτικής Ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

    Πρόκειται γιά ένα βιβλίο καταιγιστικό, απολαυστικό στην ανάγνωση, που σε πολλά σημεία με γλαφυρό τρόπο ανατινάζει την ελληνική εθνική αφήγηση.

    Η γενοκτονία των ποντίων από την Ελλάδα
    Η περίπτωση των ποντίων ήταν μιά στιγμή στην τεχνογνωσία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που σταδιακά οικοδόμησε το ελληνικό κράτος. Αυτή η τεχνογνωσία ξεκίνησε το 1912, όπου αξιοποιήθηκε γιά τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν παραδοθεί κατά την κατάληψη τής Θεσσαλονίκης και παρά τη συμφωνία γιά καλούς όρους διαβίωσης και την επιστροφή τους μετά τη λήξη τού πολέμου στην πατρίδα τους, τους πήγαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

    Στο μέρος αυτό βρέθηκε μετά από δέκα χρόνια πρόσφυγας ο πόντιος Ευτύχιος Γιαρένης, τριών χρονών τότε. Μέσα από διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες, ανάμεσα στα άλλα πλανόδιος έμπορος υφασμάτων, πλαστιγγοποιός, έγινε και βουλευτής τής ΕΔΑ. Κατέγραψε αυτή την εμπειρία του, αρκετά χρόνια αφ’ ότου την βίωσε, όταν βρέθηκε ξανά σε μιά αντίστοιχη κατάσταση:

    Οι μαούνες, μία-μία φόρτωναν και ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν πίσω να επαναλαμβάνουν το ίδιο μέχρι αργά το βράδυ.

    Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δέν είχε ούτε ένα σπίτι, δέν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση;

    Κράτα την αναπνοη σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, κρατήσου καλά μην πέσεις, γιατί θα ακούσεις το φρικτό όνομα τού τόπου αυτού, τής γης αυτής, θα κρύψεις το πρόσωπό σου από ντροπή, διότι βρέθηκαν συνάνθρωποί σου να σκεφθούν να διαλέξουν τον τόπο αυτό γιά τα ξενιτεμένα τους αδέλφια, που τ’ όνειρό τους ήταν, αιώνες τώρα, πώς να έρθουν στη μάνα πατρίδα! «Φτούσου, άνθρωπε, και πάλι».

    Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μιά άκρη, μιά γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου γιά να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μήν πέσεις! Μακρόνησος.

    Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δέν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας, τού Πόντου, γιά εξόντωση. Αυτό ας είναι μιά μαρτυρία γιά αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη.

    Λένε, πως τα παλιά χρόνια, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατοπινά στο Βυζάντιο, στέλναν γιά βέβαιη εξόντωση τους πολιτικούς τους αντιπάλους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

    Μας έδωσαν λίγο νερό, που το φέρναν από την αντικρινή στεριά, το Λαύριο. Ένα νερό, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έφτυνες. Μέσα σε κάτι βυτιοφόρα, που η σκουριά τους μύριζε. Ήταν ανυπόφορη! Όμως το ‘πιαν! το ‘πιαν! Και πού να ξεδιψάσουν! («Αυτούς που δέρνει ο άνεμος. Μιά ιστορία απανθρωπιάς τού ανθρώπου», χωρίς εκδοτικό οίκο, Θεσσαλονίκη, 1933, σελ. 98-99).

    Ο Ευτύχιος Γιαρένης πήγε δυό φορές στη Μακρόνησο. Την πρώτη φορά τριών χρονών ως πόντιος πρόσφυγας και τη δεύτερη πενήντα χρονών ως αριστερός!

    Δηλαδή, η Μακρόνησος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά γιά τούρκους στρατιώτες, στη συνέχεια γιά πόντιους πρόσφυγες και αργότερα γιά τους εξόριστους από την Αριστερά.

    Αυτή η κρατική συνέχεια έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Βλέπουμε πώς η τεχνογνωσία αυτή κάτω από διάφορες συνθήκες δέν πήγε χαμένη κι έτσι μας δίνεται κι ένα ιστορικό βάθος γιά καταστάσεις, που βλέπουμε με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που έρχονται σήμερα στην Ελλάδα.

    Σκίτσο τού Μ. Ρέτκου,
    που βασίστηκε στις περιγραφές
    τού πρόσφυγα Γιώργου Λαμψίδη
    και απεικονίζει τον καταυλισμό
    των καυκασίων προσφύγων
    στην Καλαμαριά.

    Ένα σκίτσο τού στρατοπέδου τής Καλαμαριάς βασίστηκε στην αφήγηση ενός ποντίου, που ήταν παιδί τότε (βλ. παραπάνω εικόνα). Οι πόντιοι είναι ο πληθυσμός, στις πλάτες τού οποίου δοκιμάστηκε η λειτουργία τού στρατοπέδου.

    Υπάρχει ένα δημοσίευμα τού Ριζοσπάστη τού 1923, το οποίο μιλάει γιά 90.000 νεκρούς στο Καραμπουρνά τής Καλαμαριάς και στη Μακρόνησο και συνέχισαν να πεθαίνουν υπό παρόμοιες συνθήκες κι αργότερα.

    Δηλαδή, η γενοκτονία τεκμηριώθηκε με περίπου 300.000 θύματα. Εδώ έχουμε 90.000 θύματα, που και διογκωμένοι να είναι οι αριθμοί, έχουμε μιά παρόμοια πράξη.

    Κι όμως, οι πόντιοι κατέληξαν το 1990 να βγάζουν τον κεμεντζέ και να λένε «η Μακεδονία εν ελληνικόν» (βλ. παραπάνω εικόνα), το οποίο πριν εκατό χρόνια ήταν αντίφαση.

    Αυτοί που μιλούσαν ποντιακά το έκαναν, γιατί το έμαθαν από την οικογένειά τους, γιατί έτσι μιλούσαν οι παππούδες τους. Οι παππούδες τους όμως, δέν έδιναν μιά πεντάρα γιά το τί ήταν η Μακεδονία. Ούτε καν ήξεραν αν ήταν ελληνική ή δέν ήταν. Και την εποχή που ζούσαν οι παππούδες τους δέν ήταν.

    Αεργίτε
    Στην αφίσα αυτή ενός ποντιακού πανηγυριού υπάρχει γραμμένη μιά ημερομηνία, 7 Αεργίτε 2009. Τί ημερομηνία είναι αυτή; Μαντεύουμε, ότι είναι ο μήνας, αλλά ποιός μήνας; Υπάρχει δηλαδή, ένα εναλλακτικό ημερολόγιο. Τα ημερολόγια τα κάνουν τα κράτη. Στην Ελλάδα λέμε 7 Ιουλίου, 7 Δεκεμβρίου κ.λπ.. Αυτό το Αεργίτε χωρίς μετάφραση καν αποτελεί διγλωσσία.

    Στο Βέλγιο γιά παράδειγμα, όλες οι πινακίδες είναι στα ολλανδικά και στα γαλλικά. Αυτό το Αεργίτε είναι ελληνικά; Ποιός το καταλαβαίνει; Πιό κάτω με μικρά γράμματα λέει σε παρένθεση Νοεμβρίου.

    Ο Αστερίξ (Αστερίκος) στα ποντιακά. Το κείμενο είναι από την wikipedia στα ποντιακά.

    Όλα αυτά είναι επιτελέσεις ενός άλλου έθνους-κράτους. Όπως είναι και η μετάφραση τού Αστερίξ, η οποία δέν είχε κανένα λόγο να γίνει στα ποντιακά, γιατί δέν υπήρχε κάποιος, που δέν καταλάβαινε. Υπήρχε ήδη στα ελληνικά, απ’ όπου μπορούσε να το διαβάσει.

    Σ’ αυτή τη διαφημιστική αφίσα
    κατ’ αρχή παρατηρούμε, ότι
    έχει μειωθεί το κατά κεφαλήν
    μουστάκι, αλλά υπάρχει και
    ο κ. Adem Ekiz.
    Δηλαδή, κάνουν χορό και καλούν
    έναν τούρκο ποντιόφωνο,
    που επίσης παίζει την ίδια μουσική.

    Αυτό είναι μιά καθαρή πράξη τού σημαίνοντος. Δηλαδή, βάζουν στο δημόσιο χώρο, ότι τα ποντιακά είναι γλώσσα και θέλουν άλλη μετάφραση από τα ελληνικά.

    Το σοκ των πόντιων
    τουριστών στον Πόντο
    Οι πόντιοι άρχισαν προς έκπληξή τους να ανακαλύπτουν από το 1980 και μετά, όταν άρχισαν να πηγαίνουν στον Πόντο ως τουρίστες γιά να δουν τα σπίτια των παππούδων τους, ότι εκεί πέρα υπήρχαν άνθρωποι, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με αυτούς, άκουγαν τα ίδια τραγούδια με αυτούς.

    Έπαθαν ένα σοκ! Σκέφτηκαν, ότι αφού εγώ μιλάω αυτή τη γλώσσα, παίζω κεμεντζέ, χορεύω σέρρα και κότσαρι και είμαι έλληνας κι αυτοί κάνουν το ίδιο πράγμα και είναι τούρκοι, τί γίνεται εδώ;

    Η επινόηση
    τής θεωρίας των κρυπτοχριστιανών
    Μία λύση ήταν η επινόηση τής θεωρίας των κρυπτοχριστιανών, ότι δηλαδή, αυτοί είναι κρυπτοχριστιανοί, άρα και κρυπτοέλληνες κατά βάθος. Έγιναν μουσουλμάνοι με τη βία και θα επανέλθουν. Κανείς όμως, δέν δείχνει διάθεση να επανέλθει σε τίποτε.

    Όλο αυτό δείχνει την πολυπλοκότητα και την τεράστια κίνηση όχι απλά με τη γεωγραφική έννοια, αλλά την κινητικότητα, την αστάθεια των ταυτοτήτων, που υπήρχαν στα Βαλκάνια και τον ζουρλομανδύα, που συνιστά το έθνος-κράτος και η καθαρότητα των ταυτοτήτων.

    Πόντιοι γιά την αφομοίωση σλαβόφωνων
    Στην κοινωνική ποιητική των ποντίων είναι πολύ ξεκάθαρο, ότι μία διάσταση είναι η επιθυμία γιά ένα άλλο κράτος, αλλά επίσης υπάρχει και η επιθυμία γιά το μή κράτος. Δηλαδή, ο νομαδισμός είναι αυτό, που προκαταβολικά ματαιώνει τη δυνατότητα συγκρότησης κρατικής εξουσίας και θεωρώ, ότι είναι πολύ ευδιάκριτο στοιχείο και ειδικότερα των καυκασίων.

    Θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Γεννηθείς εις Καύκασον Ρωσίας» (έκδ. «Ινφογνώμων», Αθήνα, 2010, σελ. 36-7-8), που έβγαλαν δυό παιδιά, κοζανίτες. Λέγονται Ανδρέας Αθανασιάδης και Χρήστος Μιχαηλίδης. Δέν είναι επαγγελματίες ιστορικοί. Έκατσαν και ρώτησαν τους γέρους εκεί στο χωριό τους, που λέγεται Ποντοκώμη Κοζάνης, κι έγραψαν την ιστορία του από τους πρόσφυγες μέχρι σήμερα:

    Οι καυκάσιοι θα θεωρηθούν από την πολιτεία, ότι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο στην αφομοίωση των σλαβόφωνων. Θεωρούνται από τις αρχές εκείνης της εποχής «πρόσφυγες ανωτέρου πολιτισμού».

    Έτσι στις 16 Ιανουαρίου 1925 ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Κοζάνης, Μ. Σλαβάρας, σε έγγραφό του (αρ. πρωτ. 2400) προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης ζητά: «την εγκατάσταση προσφύγων “ανωτέρου πολιτισμού”, καθώς οι ήδη εγκατεστημένοι πόντιοι και τουρκόφωνοι δέν μπορούσαν να συνδράμουν στην αφομοίωση των σλαβόφωνων, εφόσον ούτε οι ίδιοι μιλούσαν ελληνικά».

    Πώς θα μπορούσαν άραγε να συμμετέχουν οι καυκάσιοι σε διαδικασίες αφομοίωσης -των άλλων- όταν τα τελευταία σαράντα χρόνια στο Καρς είχαν μάθει να συμβιώνουν, ως μειονότητα 55.000 έναντι 321.000 κατοίκων, ανάμεσα σε ρώσους, ρώσους ευαγγελιστές (μαλακάνοι), τούρκους, τουρκμένους, κούρδους, καραπαπαχήδες, λεσγίνους, εζίνδους, οσετίνους κ.λπ.. Και μάλιστα, όταν από την παιδική ηλικία τους βίωναν ένα αποδεκτό πολυπολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο επιβεβαιώνονταν κατά τη φοίτησή τους στα αντίστοιχα σχολεία;

    Πώς θα μπορούσαν να αφομοιώσουν τους σύνοικους πολιτισμούς, μέσα στους οποίους τοποθετήθηκαν κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, όταν ήδη είχαν μάθει (κατά τη βραχύβια παραμονή τους στο Καρς) αβίαστα να αφομοιώνουν κομμάτια από τις γειτνιάζουσες σε αυτούς κουλτούρες προς όφελός τους, χωρίς να χάνουν κάτι από τον εθνισμό τους, τη γλώσσα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Απλά οι γείτονες -και κει και εδώ- ήταν γι’ αυτούς οι συγκάτοικοι και συναγωνιστές σε έναν κοινό αγώνα πρωταρχικά γιά επιβίωση και μετέπειτα γιά τη βελτίωση των όρων τής ζωής τους χωρίς πολιτισμικούς, γλωσσικούς, εθνοτικούς ή άλλους φραγμούς.

    Είναι εντυπωσιακό αυτό το απόσπασμα και πολύ ξεκάθαρο, ότι το ελληνικό κράτος τους λέει σε αυτούς τους ανθρώπους: εσείς θα πάτε να αφομοιώσετε τους σλαβόφωνους κι εκείνοι απάντησαν, ότι δέν ήθελαν να κάνουν τους μπάτσους, δέν ήταν η δική τους δουλειά.

    Μαζική στράτευση στην Αριστερά
    Αυτός ήταν ο βασικός λόγος, που τη δεκαετία τού 1940 οι πόντιοι μαζικά στρατεύτηκαν στην Αριστερά. Κάποιοι συνεργάστηκαν με τα Ες Ες, κυρίως οι τουκόφωνοι, αλλά οι περισσότεροι στρατεύτηκαν με την Αριστερά, διότι ήταν μιά οδός διαφυγής γι’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να ζήσουν στο απαρτχάιντ τού ελληνικού κράτους. Το ΚΚΕ ήταν μιά τέτοια οδός διαφυγής.

    Αυτό μας ανοίγει ένα νέο δρόμο γιά μιά καινούρια ανάγνωση τού Εμφύλιου. Θεωρώ πολύ σαφές, ότι στην κοινωνική ποιητική των ποντίων υπάρχει η επιθυμία γιά το μή κράτος, υπάρχει ο νομαδισμός, ο οποίος είναι η διέξοδος. Υπάρχει βέβαια και η άλλη τάση, τής συνεργασίας, η οποία επίσης είναι νομαδική τάση. Ο νομαδισμός δέν είναι η επανάσταση. Όποιος είναι νομάς δέν σημαίνει, ότι είναι το πρότυπο, που όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε και να αρχίσουμε να κινούμαστε και θα γίνει επανάσταση. Αν ήταν έτσι, θα παίρναμε μιά βαλίτσα, θα γυρίζαμε και θα έπεφτε ο καπιταλισμός.

    Στοιχείο τού νομαδισμού επίσης, είναι η προδοσία, η συνεργασία, δηλαδή να βρεις ένα κράτος, το οποίο σου αφήνει μιά οδό διαφυγής και να έρθεις σε συμφωνία, σε συναλλαγή με αυτό. Υπήρξε και η μία εκδοχή και η άλλη.

    Την παιδεία στον Πόντο
    την έλεγχε πάντα η Εκκλησία.

    Στην εικόνα φαίνεται άδεια
    τής Μητρόπολης Τραπεζούντας
    σε καθηγητή, προκειμένου
    να διδάξει στο «Φροντιστήριον
    Τραπεζούντος», 1910.
    (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη).

    Οφλής, ουνιαλής κ.λπ., όχι έλληνας
    Όπως και σε όλους τους πληθυσμούς τής Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, αυτό, που σήμερα ονομάζουμε Πόντο, είναι μιά πολύ μεγάλη και ετερογενής περιοχή, η οποία έχει και αρκετά λιμάνια και μία ενδοχώρα. Σε αρκετές παραλιακές πόλεις είχαν υπάρξει αρκετές δεκαετίες εκπολιτιστικής και ελληνικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Δηλαδή, καλούσαν δασκάλους και δασκάλες, αλλού όχι. Κυμαίνεται. Άλλοι είχαν ένα πρόπλασμα εθνικής συνείδησης. Πιστεύω, πως δέν ήταν πάρα πολλοί.

    Ο Νίκος Σιγάλας, ένας ιστορικός, που τα ψάχνει αυτά και ζει στην Κωνσταντινούπολη, ισχυρίζεται, ότι ίσως ούτε καν ο χαρακτηρισμός ρωμαίοι-ρωμιοί κάλυπτε όλους, δηλαδή οι άνθρωποι λέγανε, εγώ είμαι οφλής, ουνιαλής π.χ., από τα χωριά τους δηλαδή, ή ρωμιός. Ως επί το πλείστον δέν αποδίδανε εθνική έννοια σε αυτό.

    Η φιλοδοξία γιά ποντιακό κράτος μάλλον δέν ήταν πολύ διαδεδομένη. Την είχε μία ελίτ, που διακινήθηκε κυρίως από τη διασπορά, από τη Μασσαλία π.χ.. Κάποιος είχε επιχειρήσει να γράψει έναν ποντιακό εθνικό ύμνο. Αναφέρονται τα στοιχεία αυτά, που είναι κωμικά μερικές φορές.

    Γενικά μιλώντας, κάποιες ελίτ προσανατολίζονταν προς το ελληνικό κράτος, αλλά υπήρχε κι ένα παράπονο προς το ελληνικό κράτος, ότι δέν στάθηκε στο ύψος τής αποστολής του, δέν τους φρόντισε, δέν τους περιποιήθηκε αρκετά.

    Γένος ήταν το μιλλέτ, αλλά τον 18ο και 19ο αιώνα, η πρώτη επιλογή γιά την απόδοση τού natio (nation) ήταν το γένος, οπότε αν πούμε, ότι έγινε ποντιακή γενοκτονία, αυτός είναι ένας έμμεσος αλλά σαφής τρόπος να πούμε, ότι οι πόντιοι είναι ένα ξεχωριστό γένος, γιατί δέν λένε ελληνική γενοκτονία, λένε ποντιακή γενοκτονία. Άρα το γένος, το έθνος είναι οι πόντιοι, οι οποίοι υπέστησαν αυτή τη γενοκτονία. Επιτελεστικά επιτυγχάνεται αυτό το αποτέλεσμα.

    Παρτιτούρα «Εμβατήριον τού Πόντου».
    (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη).

    Ο ρατσισμός των παλαιότερων «ελλήνων»
    Το 1924, στην περιοχή, που σήμερα είναι η Μπάφρα Σερρών, είχαν εγκατασταθεί με την ανταλλαγή πόντιοι σε τσαντήρια. Την τρίτη ημέρα από την εγκατάσταση, ήρθε ομάδα κρούσης από ένα διπλανό χωριό, την Πρώτη (τότε Κιούπκιοϊ), με επικεφαλής κάποιο Γεώργιο Καραμανλή, πατέρα τού τέως εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν δάσκαλος. Επιτέθηκαν με αξίνες κ.λπ. αυτοσχέδια όπλα, έκαψαν τα αντίσκηνα, βίασαν γυναίκες και τους είπαν «σηκωθείτε φύγετε, δέν σας θέλουμε εδώ».

    Τελικά, πήγε στρατός και τους εγκατέστησε ξανά στο ίδιο μέρος κι έτσι έγιναν -αν έγιναν- αποδεκτοί. Αργότερα έγιναν και δίκες, τις οποίες κέρδισαν οι πόντιοι.

    Σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία δέν υπήρχε το έλληνας. Έλληνας γινόταν όποιος ήθελε να γίνει έμπορος. Μάθαινε ελληνικά, τη γλώσσα των εμπόρων στην οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά σου λέει, να κάνω κι ένα σχολείο, πώς θα μάθουν ελληνικά, φέρε κι έναν δάσκαλο, πήγαινε κι ο παπάς.

    Οι πληθυσμοί αυτοί, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, κατάλαβαν, ότι εδώ όποιος είναι έλληνας έχει ένα πλεονέκτημα και μπαίνει πιό ψηλά στην ιεράρχηση των πληθυσμών. Όλοι προσπάθησαν να πουν, ότι εγώ είμαι έλληνας. Αυτό βέβαια, είχε απώλειες, διότι δέν τους κάλυπτε κι έλεγαν, ναι ρε παιδί μου, αλλά και ο κεμεντζές είναι ωραίο πράγμα και η μπαϊντούσκα, μου αρέσει να ακούω και κανένα σλαβόφωνο, αλλά θα πω, ότι είμαι έλληνας.

    Κι εκεί υπάρχει μιά κοινωνική ποιητική, η οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Το να είσαι έλληνας δέν είναι μιά ουσία, που ψάχνουμε και λέμε ναι αυτός την έχει ή ο άλλος δέν την έχει. Είναι μιά στρατηγική ουσιοκρατία, που τη χρησιμοποιούν οι πληθυσμοί. Τα κράτη χρησιμοποιούν τους πληθυσμούς και τους βάζουν εποίκους γιά να εξελληνίσουν. Πάντα όμως, κάτι λείπει κι αυτό το βολεύουν όπως-όπως.

    Νέοι πόντιοι στη Σαμψούντα
    με τοπικές ενδυμασίες
    τουρκοανατολίτικης
    προέλευσης σε παλιά
    καρτ ποστάλ.
    (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη).

    Τα ποντιακά δέν προέρχονται
    από τα αρχαία ελληνικά
    Τη δεκαετία τού 1920 και παλαιότερα, πολλοί πόντιοι είχαν πάει στην τότε Σοβιετική Ένωση. Πριν την επικράτηση τού σταλινισμού, με βάση το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, οι σοβιετικές αρχές έδωσαν στους πόντιους τής Σοβιετικής Ένωσης το δικαίωμα να έχουν εκπαίδευση στη γλώσσα τους. Οπότε τέθηκε το ερώτημα: Ποιά είναι η γλώσσα των ποντίων; Τί εκπαίδευση θα είχαν;
    Έγιναν τρεις διασκέψεις. Αυτά τα λέει ο κ. Βλάσης Αγτζίδης σε κάποιο άρθρο του, ο οποίος μπορεί να έχει κάποιες απόψεις γιά το πώς ερμηνεύει τα πράγματα, αλλά είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά τα στοιχεία, που παραθέτει. Μετά από έντονη ανταλλαγή απόψεων και διχογνωμία αποφασίστηκε, ότι η εκπαίδευση αυτή θα γινόταν στα ποντιακά. Εκδόθηκε μία Γραμματική τής Ποντιακής τού Κωνσταντίνου Τοπχαρά («Ι Γραματικι τι ρωμεικυ τι ποντεικυ τι γλοσας»). Στην τοποθέτησή του στο συνέδριο, η οποία έγινε δεκτή, ο Κ. Τοπχαράς είπε, ότι «η δημοτικιά εν κσένον γλόσα».

    Ακολούθησε εκδοτική δραστηριότητα, μεταφράστηκαν ρώσοι συγγραφείς σε αυτή τη γλώσσα, σε αυτό το αλφάβητο, αυτό όμως κράτησε λίγα χρόνια, γιατί μετά επικράτησε ο Στάλιν και τα διέλυσε όλα.

    Απλουστευμένη φωνητική γραφή
    χωρίς τόνους στην πρώτη
    Γραμματική τής ποντιακής γλώσσας,
    που εκδόθηκε στη Ρωσία.

    Οι πόντιοι σήμερα προβάλλουν τον Κ. Τοπχαρά ως κάποιον, που αγωνίστηκε γιά τη διάδοση τής ποντιακής γλώσσας. Αν μιά τέτοια Γραμματική όμως έβγαινε στις μέρες μας, θα τού έπαιρναν το σκαλπ τού συντάκτη της, θα θεωρούταν εθνοπροδότης.

    Γιά το αν η ποντιακή γλώσσα είναι απόγονος τής αρχαίας ελληνικής, είμαι μεταφραστής, ασχολούμαι με τη γλώσσα, δέν είμαι όμως γλωσσολόγος. Πιστεύω όμως, αυτούς, που το μελετάνε, όπως ο καθηγητής τής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης, Πίτερ Μάκριτζ. Στο πανεπιστήμιο αυτό υπάρχει μιά ομάδα από διδάκτορες, μαθητές τού Μάκριτζ, που ισχυρίζονται, ότι τα ποντιακά δέν προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά, αλλά από την κοινή ελληνιστική, από την οποία προέρχονται όλες οι τωρινές ελληνικές γλώσσες.

    Αυτό, που λένε οι πόντιοι, ότι έχει ομηρικά στοιχεία, δέν ευσταθεί. Και στη γλώσσα τον Μάγια τής Αμαζονίας αν ψάξεις θα βρεις τέτοια στοιχεία. Έχω μιλήσει προσωπικά με τον Πίτερ Μάκριτζ και ως ειδικός καθηγητής, που έχει εντρυφήσει σε αυτά, ήταν απόλυτος, ότι δέν έχουν καμμία σχέση.

    Όταν μιά δημοσιογράφος ισχυρίστηκε στον καθηγητή, ότι μιά αρχαία φυλή στην Τουρκία μιλούσε αρχαία ελληνικά, ο δρ. Μάκριτζ τραβούσε τα μαλλιά του και διευκρίνησε, ότι δέν είναι αρχαία ελληνικά, αλλά ρούμτζα, ρωμαϊκά, ρωμέικα, ποντιακά, που είναι μιά ιδιαίτερη διάλεκτος.

    Φυσικά, τα ποντιακά έχουν ελληνικά στοιχεία, όπως και πέρσικα, τούρκικα, γεωργιανά, ρώσικα κ.ά..

    http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=3466

  14. Π on

    «…Ο όρος queer χρησιμοποιείται από το 1990 περίπου και δηλώνει έναν τρόπο αντίληψης, ορισμού και βίωσης του φύλου και της σεξουαλικότητας ο οποίος βασίζεται στην ποικιλομορφία και επιδιώκει να υπερβεί το δυισμό άντρας-γυναίκα, γκέι-στρέιτ και την περιχαράκωση κάθε συγκεκριμένου ατόμου σε μία και μόνο από αυτές τις ταυτότητες. Ως queer προσδιορίζεται σήμερα ένα ριζοσπαστικό κομμάτι του lgbt (lesbian-gay-bisexual-transsexual) κινήματος, το οποίο διαφοροποιείται από τις πολιτικές διεκδίκησης δικαιωμάτων για τους ομοφυλοφίλους που ακολουθούν πολλές παραδοσιακότερες γκέι και λεσβιακές οργανώσεις….»

  15. .Σκέψεις με αφορμή το νέο βιβλίο του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-André Taguieff), Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του, εκδ. Επίκεντρο, 2017*

    Το δοκίμιο «Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του» (που πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο») είναι πάνω από όλα ένας αναστοχασμός πάνω στις έννοιες, τις λέξεις, τους όρους: εξτρεμισμός, ριζοσπαστισμός, άκρα δεξιά, λαϊκισμός, τζιχαντισμός, αντισημιτισμός, συνωμοσιολογία. Κατά πόσο μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πραγματικότητα; Μήπως ορισμένες από αυτές, ίσως για διαφορετικό λόγο η κάθε μία, συσκοτίζουν το αντικείμενο που θέλουν να εξηγήσουν; Ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ προσπαθεί, μέσα στην σημερινή συγκυρία, της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, να ξαναμιλήσει για τα φαινόμενα που αυτοί οι όροι θέλουν να περιγράψουν και να εξηγήσουν.

    ……………………………………………..
    ……………………………………………..

    Άκρα δεξιά και λαϊκισμός

    Για τον Ταγκιέφ, η «άκρα δεξιά» παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε εύκολα να την ορίσουμε. Θα λέγαμε ότι συναντάμε το ίδιο πρόβλημα ορισμού της με αυτό της «εθνικής ταυτότητας»: ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να την ορίσουμε, καθότι διαρκώς αλλάζει. Σε προγραμματικό κυρίως επίπεδο, η άκρα δεξιά είναι, ταυτοχρόνως, «και», και δεξιά και αριστερά, ή, «ούτε», ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Δανείζεται θεματικές και από τις δύο, ας πούμε, αντίπαλες, αν και όχι εχθρικές μεταξύ τους, παρατάξεις, είναι ένα μεταπολιτικό υβρίδιο. Αν θα έπρεπε με κάτι να «μοιάζει» περισσότερο η άκρα δεξιά, αυτή είναι η άκρα αριστερά, αφού και οι δύο μοιράζονται την διάθεση ανατροπής του «συστήματος». Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ταγκιέφ:

    Η άκρα δεξιά μοιάζει περισσότερο στην άκρα αριστερά, και αυτό, γιατί, καταρχάς, και η μια και η άλλη συγκροτούν τις δύο πιθανές ερμηνείες του επαναστατικού προτάγματος, που προϋποθέτει ταυτοχρόνως καταστροφή του παλιού συστήματος, ‘εκκαθάριση’ της κοινωνικής τάξης και κατασκευή ενός λαμπερού μέλλοντος ή μιας τέλειας κοινότητας (και μάλιστα του ‘Νέου Ανθρώπου’), έπειτα, γιατί αυτές είναι , και η μία και η άλλη, εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας.» Άκρα δεξιά και άκρα αριστερά, θα επισημάνει, επιπλέον, ο Ταγκιέφ, «έχουν έναν μεγάλο κοινό εχθρό: τη ‘νέα παγκόσμια τάξη’, κρυφή υπερδύναμη με πολλαπλά πρόσωπα, που την συναντάμε στην πλειονότητα των σημερινών συνωμοσιολογικών αφηγήσεων. Η διαβολοποίηση της ‘άγριας παγκοσμιοποίησης’ τείνει να τις κάνει να ξεχνούν τον τζιχαντισμό […].

    Σε αυτό το πλαίσιο, η άκρα δεξιά δεν είναι μία υπερ-δεξιά, μια δεξιά στο τετράγωνο, δεν είναι ο κακός εαυτός της δεξιάς, δεν είναι, δηλαδή, μια ριζοσπαστικοποιημένη δεξιά, μια ριζοσπαστική δεξιά, δεν βρίσκεται συνεπώς στα δεξιά της δεξιάς, αυτή η χωρική, η γεωγραφική ταξινόμηση και η απορρέουσα από αυτήν ουσιακή κατηγοριοποίηση και εννοιολόγησή της συσκοτίζουν αφενός το φαινόμενο, αφετέρου βρίσκονται στην βάση του στιγματισμού της θεσμικής δεξιάς από τους αντιπάλους της[1]. Έτσι, η δεξιά εμφανίζεται μονίμως ύποπτη για μια ολέθρια παρέκκλιση, η αέναη επιστροφή στον «εαυτό» της, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, μετάβασης, εμφανίζεται να είναι ο εγγενής πειρασμός της.

    ΄Ο,τι ονομάζεται σήμερα άκρα δεξιά, λέει ο Ταγκιέφ, δεν μπορεί να εξομοιώνεται με την φασιστική κινητοποίηση του Μεσοπολέμου[2], τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη δεν είναι «φασιστικά», με την έννοια ότι δεν αποσκοπούν στην ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά δεν είναι επικίνδυνα. Η σημερινή άκρα δεξιά είναι η έκφραση όχι μιας επιβίωσης, αλλά ένα καινούριο φαινόμενο, μια νέα ανάβλυση, είναι η ενσάρκωση του νεο-εθνικισμού, νέων εθνικιστικών κινητοποιήσεων στην Ευρώπη—και όχι μόνον—έναντι μιας «χαοτικής παγκοσμιοποίησης»[3]. Το σημερινό όνομα της ακροδεξιάς είναι ο εθνικισμός, η επανεμφάνιση του οποίου αποτελεί το κεντρικό γεγονός της σημερινής συγκυρίας. Εδώ θα πρέπει να εντοπισθεί η βασική αιτία της ακροδεξιάς αντισυστημικότητας, ακόμα και κλασικοί μαρξιστές διανοούμενοι αναγκάζονται πλέον να το αναγνωρίσουν, όπως, για παράδειγμα, ο Πέρυ Άντερσον, ο οποίος, αναφερόμενος στην αντιευρωπαϊκή εκστρατεία του βρετανικού Ukip και το Brexit, αλλά και την νίκη του Ντ. Τραμπ, θα επισημάνει την προτεραιότητα, το βάρος του εθνικισμού σε βάρος των «υλικών», των οικονομικών παραγόντων[4], που ώθησαν σε αυτές τις δύο μεγάλες αυταρχικές ανατροπές.

    Σε αυτές τις προσεγγίσεις, που έχουν, θα λέγαμε, τη μέριμνα του πραγματικού και ενός ελάχιστου σεβασμού της οφειλόμενης αξιολογικής ουδετερότητας έναντι των παρατηρούμενων φαινομένων, όποια και αν είναι η πολιτική ταυτότητα και οι πολιτικές προτιμήσεις αυτών που τις διατυπώνουν, ορθώνεται το αριστερίστικης προέλευσης αντι-παράδειγμα ενός Πάμπλο Ιγκλέσιας, του ηγέτη του λαϊκιστικού Podemos, ο οποίος θα σχολιάσει σχετικά με την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τράμπ: «Εκείνοι που λένε ότι το ρεύμα Τραμπ είναι ο δεξιός λαϊκισμός έχουν δίκιο. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγραφεί ο φασισμός από το δεξιός λαϊκισμός;»[5] Για τον Ιγκλέσιας (ο οποίος βέβαια συγχέει, σκοπίμως ή μη αδιάφορο, τον φασισμό με την παραδοσιοκρατία, την άκρα δεξιά, τον υπερ-συντηρητισμό, ακόμα και το νεο-φιλελευθερισμό), υπάρχουν «στιγμές» λαϊκισμού, η «στιγμή» Τραμπ είναι φασιστική, αυτή του Podemos«προοδευτική». Ο λαϊκισμός είναι κάτι το ουδέτερο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο, αυτό που διαφοροποιεί τον «προοδευτικό λαϊκισμό» είναι η αντι-πλουτοκρατική κατεύθυνση και, συνεπώς, ο υποδεικνυόμενος «εχθρός». Αυτό που μοιάζει ανάμεσα στους λαϊκισμούς Τραμπ και Podemos, θα ισχυρισθεί ο Ιγκλέσιας, δεν είναι ο λαϊκισμός τους, αλλά οι «στιγμές» τους, που είναι η στιγμή της (οικονομικής, πολιτικής, κλπ.) «κρίσης», η οποία τυγχάνει διαφορετικής εκπροσώπησης.

    Αυτό το οποίο, εδώ, παραβλέπεται, είναι ότι, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, «το κοινό πρόγραμμα όλων των λαϊκισμών περιστρέφεται γύρω από έναν στόχο: να δώσουν την εξουσία στο λαό.» Αυτός ο «υπερ-δημοκρατισμός» τους δεν είναι «απλώς» και μόνον μία κοινή σε αριστερό και δεξιό λαϊκισμό «τροπικότητα», αλλά ενέχει, προϋποθέτει, μία εδραία αξιακή και «πολιτική» διάσταση και στους δύο αυτούς λαϊκισμούς, ανεξάρτητα από τις κατευθύνσεις τους, πράγμα που σημαίνει ότι, υπερβαίνοντάς τες, τις σφραγίζει: «Ο πολιτικός λαϊκισμός προϋποθέτει την εξύψωση του λαού, που αντιτίθεται στις ελίτ, είτε στους ξένους, ή ακόμα και στις ελίτ και τους ξένους. Η κλήση στο λαό είναι ‘κλήση ενάντια’: προτρέπει σε αντίδραση κατά των κοινωνικών κατηγοριών που κρίνονται ανησυχητικές ή απειλητικές. Αν ο λαός γίνεται αντικείμενο λατρείας, είναι γιατί θεωρείται ότι ενσαρκώνει ορισμένες αξίες (αυτές που αποδίδονται στους ‘απλούς ανθρώπους’), τις αξίες της αυθεντικότητας ή της εντιμότητας που τον διακρίνουν από τις ελίτ οι οποίες θεωρούνται νόθες και διεφθαρμένες. Ο λαός στον οποίον ο ηγέτης απευθύνει άμεση κλήση εξομοιώνεται με τις λαϊκές τάξεις, ολόκληρο το λαό ή την εθνική κοινότητα.»[6] Στην πράξη, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, ο λαϊκισμός είναι ένας εθνικολαϊκισμός, παριστάμεθα μάρτυρες, με άλλα λόγια, μικτών μορφών λαϊκισμού και εθνικισμού και, ιδιαίτερα, σήμερα, της κυριαρχίας του εθνικισμού πάνω στον λαϊκισμό. Επ’ αυτού, τόσο η απώτερη όσο και η πρόσφατη λατινοαμερικανική εμπειρία είναι ιδιαίτερα εύγλωττη (από τον περονισμό μέχρι τον τσαβισμό και τον μαδουρισμό), ακόμα όμως, ως ένα σημείο, και αυτή του Podemos, ενώ η σχετικά διαφοροποιημένη περίπτωση Μελανσόν στην Γαλλία αρχίζει και αυτή να θολώνει[7].

    Πολύ συχνά, αυτό το εξαιρετικό γεγονός συσκοτίζεται με την απόδοση στους σημερινούς ακροδεξιούς σχηματισμούς του προσδιορισμού «λαϊκισμός». Για τον Ταγκιέφ, ο λαϊκισμός είναι υπαρκτό χαρακτηριστικό αυτών των ακροδεξιών κομμάτων, αλλά ο λαϊκισμός τους, στο επίπεδο που εδώ συζητάμε το πρόβλημα, είναι ένα «ύφος»[8], όχι ιδεολογία, συνεπώς δεν μπορεί, δεν πρέπει να καλύπτει τον «ιδεολογικό» πυρήνα του φαινομένου της σημερινής ακροδεξιάς κινητοποίησης, η οποία είναι, πάνω από όλα, μια εθνικιστική κινητοποίηση και, σε αυτό το πλαίσιο, αντι-παγκοσμιοποιητική και αντιευρωπαϊστική. Ο πιο ικανοποιητικός προσδιορισμός της είναι εθνικολαϊκιστική, μία ερμηνευτική κατηγορία που ο ίδιος ο Ταγκιέφ σφυρηλάτησε, καλύτερα, την επανεπεξεργάσθηκε και την προσάρμοσε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στα ευρωπαϊκά δεδομένα, δανεισμένη από την πρωτοποριακή μελέτη του Ιταλο-αργεντίνου κοινωνιολόγου Τζίνο Τζερμάνι, ο οποίος μελέτησε τον περονισμό[9]. Στον ανά χείρας τόμο, ο Ταγκιέφ επαναλαμβάνει συνοπτικά ότι αυτά τα «αντι-συστημικά» κόμματα συνδυάζουν στον δημαγωγικό τους λόγο το στοιχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας κατά των ελίτ με αυτό της διεκδίκησης της εθνικής ταυτότητας: αν η πρώτη στάση, η έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, είναι αυτή, ας πούμε, του «αμιγούς λαϊκισμού» (ο «κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας/καταγγελίας»), η δεύτερη, η διεκδίκηση της ταυτότητας, είναι αυτή του εθνικισμού (ο «ταυτοτικός λαϊκισμός»). Η ανάμιξή τους, στο εσωτερικό του ίδιου καταγγελτικού λόγου, εθνικοποιώντας το εγκαλούμενο κοινωνικό υποκείμενο, καθιστώντας δηλαδή τον «λαό» έναν «εθνικό λαό» (ή και «εθνοτικό λαό»), παράγει την εθνικολαϊκιστική έγκληση, η οποία, όπως μας λέει ο Ταγκιέφ, θολώνει, ακυρώνει την διάκριση αριστεράς/δεξιάς και, με την έννοια αυτή, θα λέγαμε, δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ αριστερού και δεξιού λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός είναι ένα και μοναδικό πολιτικό φαινόμενο, έστω και αν διαθέτει διαφοροποιημένες πολιτικές αφετηρίες, μία δεξιά και μία αριστερά (ακόμα και κεντρώα) προέλευση.

    Είναι, ακριβώς, στο σημείο αυτό που η ταγκιεφική ανάλυση μπορεί να εξηγήσει πολύ καλά, για παράδειγμα, και την πρωτοφανή ιδεολογικο-πολιτική σύγκλιση που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, και συνεχίζει να επιβιώνει και να κυβερνά, μεταξύ της ριζοσπαστικής αριστεράς του Σύριζα και της λαϊκιστικής δεξιάς των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» (Ανελ). Στο πλαίσιο αυτής της συμπόρευσης, η λαϊκιστική άρση της διάκρισης αριστερά/δεξιά εξειδικεύεται σε δύο ταυτοχρόνως πεδία, και σε αυτό του κοινωνιολαϊκισμού και σε εκείνο του εθνικολαϊκισμού: ο λόγος κατά των ελίτ, κατά του κατεστημένου, οι εκστρατείες κατά της «διαφθοράς» (της «διαπλοκής») λαμβάνουν χώρα εντός του εθνικιστικού πεδίου, όπου η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας έναντι, για παράδειγμα, της «Τρόϊκας» («εσωτερικού» και «εξωτερικού»), δίνει το εδραίο ιδεολογικό πλαίσιο του αριστερο-δεξιού μετώπου της συγκυβέρνησης Σύριζα-Ανελ. Με την έννοια αυτή, όπως έχουμε και αλλού τονίσει, η εν λόγω συμμαχία θα πρέπει να θεωρείται ως η πολιτική έκφραση μιας ενιαίας «ιδεολογικής» στάσης: Σύριζα και Ανελ συνιστούν ένα «ιδεολογικό κόμμα»[10] το οποίο, έχοντας ως αφετηρία την κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» του 2011, κατέλυσε την γνωστή, αν και αποδυναμωμένη, ως τότε πολιτική διαίρεση δεξιά/αντιδεξιά και προώθησε την διαίρεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Η ιδεολογική πηγή αυτής της λαϊκιστικής διαίρεσης βρίσκεται, ακολουθώντας και στο σημείο αυτό την ταγκιεφική υπόδειξη, στην παράδοση, την εθνική παράδοση[11]. Στην επίκληση της αντιστασιακής ιστορίας του ελληνικού λαού μέσω του ΕΑΜ (περίπτωση Σύριζα), ή και μέσω της Επανάστασης του 1821 με τις γνωστές γελοιογραφικές, αν και αρκετά οικείες και συγκινησιακές στο senscommun, παραπομπές των Ανελ («θα γίνουμε Κούγκι»), ή, ακόμα, και με την υπενθύμιση, πάλι εκ μέρους των Ανελ, του ενωτικού εθνικο-αντιστασιακού παραδείγματος του Γοργοπόταμου. Η αντίσταση κατά των «ξένων», συνεπώς, αποτελεί την κοινή ιδεολογική μήτρα της αριστερο-δεξιάς συνεύρεσης, αντίσταση η οποία φέρει ατόφια μέσα της μία ολόκληρη κοσμοαντίληψη, μια μανιχαϊστική ιδεολογία: την συνωμοσιολογία τόσο ως παρανοϊκό τρόπο εξήγησης αυτού που συμβαίνει, όσο και ως απορρέουσα από αυτή μέθοδο απάντησης στις «προκλήσεις».[12] Χρονολογικά τελευταία απόδειξη αυτού του τρόπου εξήγησης και απάντησης στις προκλήσεις της πραγματικότητας, ένα πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Η Αυγή», το οποίο θα καταγγείλει «σχέδιο αποσταθεροποίησης από το παλιό πολιτικό σύστημα» (λίγο πριν κλείσει η συμφωνία της λεγόμενης «αξιολόγησης» με τους δανειστές), επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, το νέο «ανένδοτο» στο οποίον έχει αποδοθεί η κυβέρνηση υπέρ της «σταθερότητας».[13]

    Πάνω από όλα, και κυρίως, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, εδώ, από την επίκαιρη ανάλυση του Γάλλου φιλόσοφου και ιστορικού των ιδεών είναι ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ένα, ας πούμε, αυτοφυές κοινωνικό φαινόμενο, δεν εκφράζει τον «λαό» σε μία υποτιθέμενη «φυσική» κατάσταση, δεν εκπροσωπεί μία εικαζόμενη λαϊκή αυθεντικότητα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι οπαδοί του λαϊκισμού. Ο Ταγκιέφ, αναφερόμενος στις κοινωνικές κινητοποιήσεις που εναντιώνονται στο «σύστημα», θα υπογραμμίσει εμφατικά: « ‘ο λαϊκισμός’ δεν είναι το χαρακτηριστικό των λαϊκών εξεγέρσεων, αποτελεί στοιχείο της πολιτικής προσφοράς των νέων λαϊκών ηγετών, οι οποίοι έμαθαν να αιχμαλωτίζουν τα πάθη του λαού και να τα απηχούν.» Ο λαϊκισμός, με άλλα λόγια, είναι προϊόν κατασκευής από μέρους των λαϊκιστικών ελίτ, γιατί υπάρχουν και τέτοιες ελίτ, λαϊκιστικές πολιτικές ελίτ, αυτές που ο Ταγκιέφ ονομάζει «νέοι δημαγωγοί», οι οποίοι, από ό,τι φαίνεται, μας εισάγουν σε μία νέα εποχή, αυτή των «νέων δημαγωγών».

    Αυτός ο λαϊκισμός (η μορφή, δηλαδή που παίρνει η δημαγωγία στην μοντέρνα εποχή), αυτός ο εθνικολαϊκισμός (που επιτίθεται στο «σύστημα» και εθνικοποιεί το κοινωνικό υποκείμενο της διαμαρτυρίας, το «λαό») είναι που μας εισάγει στην «μεταδημοκρατία», σε αυτές τις «νεο-δημοκρατίες», που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά «δημοκτατορίες» («démocratures»), όπου το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι ο αυταρχικός περιορισμός των πολιτικών ελευθεριών (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία, Ρωσία, Τουρκία, και, βέβαια, η Βενεζουέλα των Τσάβες και Μαδούρο), στο φόντο μιας φορμαλιστικής λειτουργίας της δημοκρατίας, στην ουσία μιας ψευδο-δημοκρατίας. Αλλά, επίσης, και ταυτοχρόνως, η αλήθεια είναι ότι αυτή η είσοδος στις «μεταδημοκρατίες» δεν θα καθίστατο εφικτή, αν οι φιλελεύθερες-δημοκρατικές ελίτ δεν είχαν αποκοπεί από την κοινωνία, αν το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα δεν είχε αποδυναμωθεί από την κρίση αντιπροσώπευσης, ακόμα, από μία αδιαφορία αυτών των ελίτ ενώπιον των νέων κοινωνικών προβλημάτων.[14] Αδιαφορία, η οποία ουσιαστικά προκύπτει, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, από τον προσηλυτισμό αυτών των ελίτ στην ιδεολογία ενός «μετα-εθνικού κόσμου», εντός του οποίου τα πολιτικά έθνη εκλαμβάνονται ως εμπόδια που πρέπει με κάθε τίμημα να ξεπεραστούν.

    Περί τζιχαντισμού

    Η συναρπαστική ανάλυση περί τζιχαντισμού στην οποία προβαίνει ο συγγραφέας, εκκινώντας από την αναγκαία εννοιολόγησή του (το τζιχάντ αποτελεί «τον πυρήνα της συγκαιρινής ριζοσπαστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας»), δείχνει ότι είναι εσφαλμένη η ταύτισή του με τους Ολοκληρωτισμούς, έστω και αν η συσχέτισή του με τον φασισμό στο επίπεδο της «ψυχολογίας», στον εκθειασμό της «δύναμης» έχει ένα, οριακό παρ’ όλα αυτά, νόημα. Για τον Ταγκιέφ, η αναγκαία στρατιωτική και ιδεολογική αντιμετώπιση του τρομοκρατικού φαινομένου, του βίαιου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, από κοινού με την απαραίτητη υπεράσπιση της κοσμικότητας (ενάντια στην κανονιστική πολυπολιτισμικότητα, δηλαδή τον πολυκοινοτισμό, που αποτελεί το νέο credoαριστεριστών αλλά και ορισμένων οπαδών του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, καθώς και του «αμιγούς» φιλελευθερισμού), δεν πρέπει να μας αποκρύπτουν ότι κάτω από αυτό το φαινόμενο βρίσκεται μία «επιστροφή» του θρησκευτικού στοιχείου, του «ιερού», το οποίο επιβίωσε παρά την δυτική απομάγευση, παρά την κυριαρχία της πολιτικής και πολιτισμικής νεωτερικότητας. Κυριαρχία, η οποία ουσιαστικά δεν κάλυψε το σύνολο του πλανήτη. Αυτή η επιστροφή, θα πρέπει να μας κάνει να αναστοχασθούμε τόσο πάνω στην μη-επιχειρησιακή προσφυγή σε περιγραφές του τύπου «ισλαμο-ναζί», νέα «βαρβαρότητα», όσο και πάνω στην ιδεολογική και πολιτισμική προσφορά της Δύσης, των δυτικών δημοκρατιών, των κερδισμένων από τον ηδονιστικό ατομικισμό, προς τους νέους της, κυρίως τους «ριζοσπαστικοποιημένους» νέους της: τα ιδεώδη που τους προσφέρει είναι ικανά να ανταγωνισθούν τις συγκινησιακές εντάσεις που προσφέρει το ένοπλο μαχητικό ισλάμ («την χαρά μέσα στο κακό»); Ταυτοχρόνως, ο Ταγκιέφ διερευνά την σχέση του τζιχάντ με το ισλάμ και, παραθέτοντας θέσεις έγκυρων ισλαμολόγων (αλλά ακόμα και του Σαλμάν Ρουσντί), αποφαίνεται ότι ο τζιχαντισμός έχει σχέση με το ισλάμ, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται το «ισλάμ» με την τρομοκρατία. Σε ένα ακόμα πιο πρόσφατο κείμενό του (που δεν περιέχεται στον εν λόγω τόμο), ο συγγραφέας θα καταθέσει «δεκαεπτά θέσεις» για τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ ισλαμισμού, αντι-ισλαμισμού και ισλαμοφοβίας[15], υποδεικνύοντας τις εργαλειοποιήσεις ενός υπαρκτού φαινομένου, του αντι-μουσουλμανικού ρατσισμού, μέσω τής, και για στρατηγικούς σκοπούς, κατάχρησης του όρου «ισλαμοφοβία», τόσο από ριζοσπαστικούς ισλαμιστικούς κύκλους, όσο και από τους συμμάχους τους, τους «ισλαμο-αριστεριστές», οι οποίοι έχουν υποκαταστήσει το παλιό προνομιακό κοινωνικό τους υποκείμενο, το προλεταριάτο, από τους μετανάστες μουσουλμανικής θρησκείας, ως τους νέους «της γης τους κολασμένους», βαφτίζοντας το ισλάμ «θρησκεία των φτωχών».

    Αντισημιτισμός και συνωμοσιολογία

    Αν σε όσους ασχολούνται συστηματικά με τον αντισημιτισμό είναι γνωστός ο μεταπολεμικός μετασχηματισμός του φαινομένου, αυτού του «μακροβιότερου μίσους στον κόσμο», η μετα-φυλετική του, ακριβώς, περίοδος, για τον Ταγκιέφ, προσδιορίζεται ως «νέα εβραιοφοβία»[16]. Η νέα εβραιοφοβία ουσιαστικά εκφράζεται μέσα από το μίσος για το Ισραήλ, μίσος που στην πλέον αδιάλλακτη και ιδεοτυπική του απεικόνιση καλλιεργείται και εκφέρεται από τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό και τους συμμάχους του. Ο απόλυτος ή ριζοσπαστικός «αντι-σιωνισμός» είναι η ιδεολογική καρικατούρα μέσω της οποίας εκφράζεται με ψευδο-αντιρατσιστικό τρόπο ο αντι-εβραϊκός ρατσισμός. Στο πλαίσιο αυτό, κυρίαρχη φιγούρα του αναδεικνύεται η διεθνής κινητοποίηση BDS («BoycottDesinvestissementSanctions»), η οποία στην ουσία δεν είναι, όπως διατείνεται, μία εκστρατεία υπεράσπισης των Παλαιστινίων, αλλά μία ιδεολογικο-πολιτική επιχείρηση απονομιμοποίησης του Ισραήλ, το «ανθρωπιστικό πρόσωπο» μιας πολεμικής προπαγάνδας, που έχει την στρατηγική στόχευση της εξαφάνισής του (με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο). Αυτή η μεταμόρφωση του αντισημιτισμού και η εμμονική επικέντρωση στην ισραηλοφοβία δεν σημαίνει ότι κλασικά στερεότυπα του αντισημιτισμού εξαφανίζονται, αλλά ότι επανέρχονται συγχρονιζόμενα στις νέες απαιτήσεις των αντιεβραϊκών παθών. Για παράδειγμα, το στερεότυπο του «τελετουργικού φόνου» αναβιώνει στην κατηγορία ότι ο ισραηλινός στρατός σε επιχειρήσεις του στην Γάζα δολοφονεί εκουσίως παλαιστινιόπουλα.[17] Κατηγορία, η οποία, όπως γνωρίζουμε, αρκετές φορές διατυπώνεται τόσο από τμήματα της άκρας δεξιάς όσο και από μερίδες της άκρας αριστεράς, ικανό μέρος της οποίας, για να μην πούμε στο σύνολό της (ακόμα όμως και ένα τμήμα της φιλελεύθερης αριστεράς, ακόμα και της φιλελεύθερης δεξιάς), θεωρεί ότι σήμερα η ισλαμοφοβία έχει υποκαταστήσει τον αντισημιτισμό. Αρνούμενη να αποδεχθεί, ακριβώς, τον μετασχηματισμό του τελευταίου μέσα από την διαβολοποίηση του «σιωνισμού» και του Ισραήλ, αποκρύβοντας, ταυτόχρονα, τον εν τοις πράγμασιν εξισλαμισμό της «παλαιστινιακής υπόθεσης» (αυτής της νέας «υπόθεσης του λαού»), η οποία τείνει να αναχθεί σε νέα, οικουμενικών διαστάσεων, «χειραφετητική υπόθεση», αποδίδοντας στους Παλαιστινίους, όπως σημειώνει ο Ταγκιέφ, χαρακτηριστικά «μεσσιανικού λαού»[18].

    Έτσι, η νέα εβραιοφοβία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά ενός «ριζοσπαστικού αντισιωνισμού», συμπυκνώνεται στην κατηγορία ότι «αυτοί», οι «Εβραίοι», είναι «κυρίαρχοι» στην Δύση, εξουσιάζουν, κατέχουν τις ΗΠΑ, είναι «ρατσιστές» στην Μ. Ανατολή, συμπεριφέρονται ως «ναζί» έναντι των Παλαιστινίων, «συνωμοτούν» παντού, σε όλον τον κόσμο, για τον «έλεγχο του κόσμου». Η πολύ πρόσφατη αναζωπύρωση των αντιεβραϊκών παθών, της εβραιοφοβίας, τόσο στην Ευρώπη, αφού βέβαια έχουν προηγηθεί οι δολοφονίες των Εβραίων μαθητών στην Τουλούζη (2012), η επίθεση στο εβραϊκό μουσείο των Βρυξελλών, αλλά και στο εβραϊκό σούπερ-μάρκετ στο Παρίσι (αμέσως μετά την επίθεση στο CharlieHebdo), όσο και στις ΗΠΑ (αλλά και στην Ελλάδα μέσω και των βεβηλώσεων μνημείων αφιερωμένων στο Ολοκαύτωμα, αλλά και παλαιότερα, χωρίς ποτέ να συλλαμβάνονται), διαψεύδει τους ιδιοτελείς, στις περισσότερες περιπτώσεις, ισχυρισμούς περί του «τέλους του αντισημιτισμού», καλώντας μας, όπως σχετικά σημειώνει ο Ταγκιέφ, σε μία πιο απαιτητική ανάλυση των αιτίων ενός φαινομένου με πλανητική διάσταση. Και, σε κάθε περίπτωση, όπως εμφατικά σημειώνει ο συγγραφέας, αν είναι ο φόβος αυτός που υπερισχύει στον αντι-μουσουλμανικό ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, στην εβραιοφοβία, αυτό που υπερισχύει είναι το μίσος κατά του Ισραήλ και, μέσω αυτού, κατά των Εβραίων, όλων των Εβραίων θεωρούμενων ως «σιωνιστών». Το Ισραήλ αποτελεί αντικείμενο συστηματικής, απροϋπόθετης, μονομερούς, αποδομητικής κριτικής, ο εθνικισμός του δαιμονοπείται («παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία») και απορρίπτεται, ακόμα και εν ονόματι ενός μετα-εθνικού ιδεώδους (του τύπου: είμαστε σε μια διαδικασία υπέρβασης των κρατών-εθνών, και ο σιωνισμός συνιστά «αρχαϊσμό»), την ίδια στιγμή που εξυμνείται ο παλαιστινιακός εθνικισμός «στη βάση των νορμών των ‘ρομαντικών εθνών’, αυτών του εθνικο-απελευθερωτικού εθνικισμού που εγκωμιάζει την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.»[19]

    Στο πλαίσιο αυτής της πλανητικής διάστασης της σημερινής εβραιοφοβίας, δηλαδή της σχετικής υπέρβασης των επιμέρους εθνικών ιδιομορφιών που συμβάλλουν στην ανάπτυξή της, ο Ταγκιέφ θα επισημάνει, ακριβώς, το ειδικό βάρος της ισλαμιστικής και «αντισιωνιστικής» προπαγάνδας και πρακτικής, οι οποίες ενσωματώνουν και επικαιροποιούν την ίδια την ουσία των αντιεβραϊκών παθών. Ας επιτραπεί, στο σημείο αυτό, να παραθέσουμε ατόφιο το σχετικά σύντομο «συμπέρασμα» του τελευταίου (αμετάφραστου στην ελληνική γλώσσα) βιβλίου του Ταγκιέφ για τον σημερινό αντισημιτισμό, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, εντοπίζει και συνοψίζει με εκπληκτικό και ερμηνευτικά αξεπέραστο μέχρι στιγμής τρόπο τον θεολογικο-πολιτικό πυρήνα των εβραιόφοβων παθών συσχετίζοντάς τα άμεσα με μία δαιμονολογική εβραιόφοβη συνωμοσιολογία:

    Ο ορισμός [του αντισημιτισμού] που δόθηκε από τον Σαρτρ διατηρεί την ευστοχία του: ‘Ο αντισημιτισμός είναι μια μανιχαϊκή και πρωτόγονη κοσμοαντίληψη όπου το μίσος κατά του Εβραίου καταλαμβάνει τη θέση του μεγάλου εξηγητικού μύθου’. Όλο όμως και συχνότερα, στην μανιχαϊκή αντίθεση όπως αυτή επαναλαμβάνεται από την ‘αντισιωνιστική’ ρητορική, ο ‘σιωνισμός’ παίρνει τη θέση του ‘Εβραίου’. Είναι σημαντικό να νοηματοδοτηθεί επακριβώς η έκφραση ‘ριζοσπαστικός’ ή ‘απόλυτος αντισιωνισμός’. Ο ριζοσπαστικός αντισιωνισμός τοποθετείται στην καρδιά της ‘νέας εβραιοφοβίας’, παγκοσμιοποιημένης και ιδεολογικά μετα-αντισημιτικής [σημ. : με την έννοια της μετα-φυλετικής]. Το μεγάλο, πλανητικής έκτασης, εβραιόφοβο κύμα που παρατηρείται σήμερα έχει πρωταρχικό μοχλό μία αντι-ισλραηλινή βουλγκάτα η οποία, επεξεργασμένη τόσο από τη σοβιετική όσο και από την αραβο-μουσουλμανική προπαγάνδα των δεκαετιών 1950 και 1960, διαδόθηκε γρήγορα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτή η παγκοσμιοποίηση έλαβε χώρα αμέσως μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967), στη βάση μιας ριζοσπαστικής μορφής αντισιωνισμού, ο οποίος απέρριπτε ρητά το δικαίωμα στην ύπαρξη του Ισραήλ, που καταγγελλόταν και γινόταν αντικείμενο διαβολοποίησης ως ‘ρατσιστικό’ και πολεμοχαρές κράτος, εξομοιούμενο ειδικότερα με το σύστημα απαρτχάϊντ της πρώην Νοτιο-αφρικανικής Δημοκρατίας, ακόμα και ως ναζιστικό κράτος. Αυτός ο δαιμονολογικός αντισιωνισμός εκδηλώνεται σε μινιμαλιστικό επίπεδο μέσω συστηματικά αντι-ισραηλινών θέσεων: ο συστηματικός τους χαρακτήρας αποτελεί τον ορατότερο δείκτη του απόλυτου αντισιωνισμού. Χαρακτηρίζοντάς τον απόλυτο ή ριζοσπαστικό, τονίζουμε την απουσία κάθε προϋπόθεσης, κάθε ορίου και κάθε μέτρου στο μίσος κατά του Ισραήλ, ως κράτους-έθνους όπου πραγματώθηκε το σιωνιστικό πρόταγμα. Αυτό το ουσιοκρατικό και πλανητικό μίσος αποτελεί ένα διαβατήριο για τον αφανισμό του εβραϊκού κράτους. Επομένως, δεν πρόκειται για μία κριτική εξέταση της μιας ή της άλλης πολιτικής του Ισραήλ, αλλά για μια καταδίκη σε θάνατο που εξαπολύεται κατά του εβραϊκού κράτους. Αν οι Εβραίοι ή οι ‘σιωνιστές’ μπορούν να αποτελούν το αντικείμενο ενός απόλυτου μίσους, αυτό οφείλεται στο ότι εκλαμβάνονται ως ‘τέκνα του διαβόλου’, μία επινόηση της χριστιανικής κουλτούρας που διαδόθηκε παγκοσμίως. Ανάμεσα στις πλέον επικαλούμενες και αενάως αναπροσαρμοζόμενες δαιμονολογικές δεισιδαιμονίες χριστιανικής προέλευσης, συναντάμε την αναπαράσταση των Εβραίων ως μελών μιας σέκτας ή μιας παγκόσμιας λίγκας που προετοιμάζουν μυστικά την κατάκτηση, την κυριαρχία, την εκμετάλλευση ή την καταστροφή της μη εβραϊκής ανθρωπότητας. Κάθε αντιεβραϊκή ομάδα ερμηνεύει και προσαρμόζει, με εθνοτικοκεντρικό τρόπο, τον μύθο της μεγάλης παγκόσμιας συνωμοσίας, προσδιορίζοντας ως στόχο της το μέρος εκείνο που αυτή [η ομάδα] κρίνει ως την πλέον ανθρώπινη της ανθρωπότητας (την χριστιανοσύνη για τους χριστιανούς, τον ισλαμικό κόσμο για τους μουσουλμάνους). Ο ιστορικός Νόρμαν Κον (NormanCohn), στον πρόλογό του (που χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1966) στην πρώτη έκδοση του σημαντικού βιβλίου του για ‘Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών’ και τις μετενσαρκώσεις του μύθου της ‘διεθνούς εβραϊκής συνωμοσίας’, πρόσφερε μία πολύ διαφωτιστική γενική υπόθεση για τις απαρχές και την διαρκή δόμηση του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού: ‘Έτσι, κατά τη γνώμη μου, ο πλέον οξύς αντισημιτισμός [thedeadliestformofantisemitism], αυτός ο οποίος καταλήγει σε σφαγές και στην γενοκτονική επιχείρηση, δεν έχει μεγάλη σχέση με πραγματικές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ζώντων ατόμων, ούτε ακόμα με την ρατσιστική προκατάληψη [racialprejudice] ως τέτοια. Πυρήνας του είναι ότι οι Εβραίοι—όλοι οι Εβραίοι, και παντού—αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας συνωμοσίας αποφασισμένης να καταστρέψει και έπειτα να κυριαρχήσει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και αυτή η πίστη είναι απλώς μία εκσυγχρονισμένη και εκκοσμικευμένη παραλλαγή των μεσαιωνικών λαϊκών αναπαραστάσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι Εβραίοι ήταν μία λίγκα μάγων που χρησιμοποιήθηκαν από το Σατανά για την πνευματική και φυσική καταστροφή της χριστιανοσύνης’.

    Αυτή η υπόθεση, θεμελιωμένη στην θεωρία της εκκοσμίκευσης των θρησκευτικών πίστεων και των θεολογικών εννοιών, εισάγει, μέσα στα ιδρυτικά κίνητρα κάθε εβραιόφοβου φορέα, τον ‘παρανοϊκό φόβο μιας παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας’. Σε αυτή την προοπτική, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η δαιμονοποίηση του Εβραίου, επινόηση του μεσαιωνικού χριστιανισμού, επανέρχεται σήμερα στον κόσμο διαμέσου της ισλαμιστικής και ‘αντισιωνιστικής’ προπαγάνδας, όποιος και αν είναι ο πολιτικός χρωματισμός της.[20]

    Δύο σχετικά πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν για τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα (2014 και 2015), και τα πορίσματα των οποίων μόλις δημοσιεύθηκαν, δείχνουν με αναντίρρητο τρόπο όχι μόνον το υψηλό ποσοστό της εβραιοφοβίας στην χώρα (που προσεγγίζει το 70%), αλλά και την στενή διαπλοκή που υπάρχει ανάμεσα σε μια εθνοτικο-θρησκευτική πρόσληψη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και την αντισημιτική συνωμοσιολογία.[21] Επικυρώνοντας, με άλλα λόγια, την ανωτέρω υπόθεση του Ταγκιέφ για τον συνωμοσιολογικής τάξης θεολογικο-πολιτικό πυρήνα της εβραιοφοβίας, αυτές οι έρευνες δείχνουν την τοπική παραλλαγή του γενικού σήμερα συνωμοσιολογικού εβραιόφοβου κανόνα, εντός του οποίου, όπως αυτές εμπειρικά διαπιστώνουν, ο αντι-ισραηλισμός, η ναζιστικοποίηση του εβραϊκού κράτους, ο (επιλεκτικός) φιλοπαλαιστινισμός κατέχουν εξέχουσα θέση.

    Να ξανασκεφθούμε τον «εχθρό»

    Τα κείμενα που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτόν τον τόμο, κείμενα τα οποία έχουν γραφεί το τελευταίο χρονικό διάστημα (τα περισσότερα μεταξύ Δεκεμβρίου 2016-Ιανουαρίου 2017), μας δίνουν τη δυνατότητα να σκεφθούμε τις βασικότερες εκδοχές του σημερινού εξτρεμιστικού φαινομένου, μέσα από μία βαθιά ανάλυση ως προς τα αίτιά τους, τις περιπλοκές τους, εμμένοντας ιδιαίτερα στην σαφή εννοιολόγηση των εξεταζόμενων κάθε φορά φαινομένων. Όπως, ακόμα ένα παράδειγμα (μετά από αυτά του λαϊκισμού, της άκρας δεξιάς, του τζιχαντισμού και της νέας εβραιοφοβίας), την έννοια του εξτρεμισμού, τον οποίο ο Ταγκιέφ θα τον ορίσει ως «τροπή του πνεύματος και έναν τρόπο του δραν ή του αντιδράν, ας πούμε ένα ύφος σκέψης και δράσης». Ένας εξτρεμισμός, ο οποίος, ωστόσο, όπως διεισδυτικά αναλύει ο συγγραφέας, τείνει προς την «απο-εξτρεμοποίησή» του, με την έννοια, και σε ό,τι αφορά τον λαϊκισμό (δεξιό και αριστερό), αυτός, υπό την μορφή της «αντι-συστημικότητας», βρίσκεται στο «κέντρο» πολιτικών επιλογών μεγάλων τμημάτων των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) κοινωνιών∙ οι περιπτώσεις του Brexit (και του Τράμπ), τα υψηλά εκλογικά ποσοστά κομμάτων όπως του γαλλικού «Εθνικού Μετώπου» ή του αυστριακού FPÖ, του «Κινήματος» του Γκρίλο στην Ιταλία, καθώς και οι αριστεροί σχηματισμοί Podemos και Σύριζα, επικυρώνουν αυτή την παράδοξη «κανονικοποίηση» του εθνικολαϊκιστικού «εξτρεμισμού», της εξέγερσης κατά των ιθυνουσών ελίτ, αυτής της περίεργης ενδοσυστημικής αντισυστημικότητας, όπως την έχουμε αποκαλέσει αλλού. Αυτές οι ελίτ, υπό την ομηρία παρελθουσών επιλογών τους, αλλά και ενώπιον επιλογών που πρέπει να συνεχίζουν να κάνουν, εν μέσω μιας «χαοτικής παγκοσμιοποίησης», επιλογές των οποίων τα αποτελέσματα δεν ελέγχουν, διεκδικούν το δικό τους «κέντρο», ας πούμε, τη συναινετική κανονικότητα. Περίοδος αβεβαιότητας, σύγχυσης, όπου αυτός ο συνωστισμός στο «κέντρο», που στην περίπτωση του τζιχανισμού, για παράδειγμα, εκφράζεται μέσα από μία επικίνδυνη ρουτινοποίηση της τρομοκρατικής βίας (του τύπου: «να μάθουμε να ζούμε με την βία», πράγμα που προκαλεί μία αυξανόμενη συναίνεση σε αντι-φιλελεύθερες πολιτικές «ασφάλειας», όπως επισημαίνει ο Ταγκιέφ), επιβάλλει να αρχίσουμε να ξανασκεφτόμαστε πολιτικά. Πράγμα που σημαίνει: να ξανασκεφθούμε τον «εχθρό», άρα, να τον ορίσουμε, αποκαθιστώντας, έτσι, το νόημα της πολιτικής, του πολιτικού στοιχείου, όχι για να απαντήσουμε με πολεμικό τρόπο σε «φαντάσματα», ούτε για να αναπαράγουμε επικίνδυνους μύθους, αλλά για να παραχθούν συναινέσεις, που είναι προϊόντα της υπαρκτής πραγματικότητας και όχι ηθικολογικές ιδεοληψίες. Όπως, ακριβώς, το έχει επισημάνει ο Ουμπέρτο Έκο, τα λόγια του οποίου παραθέτει ο Ταγκιέφ στον ανά χείρας τόμο: «Η πολιτική δράση δεν μπορεί να αποφύγει τον εχθρό, που πρέπει να τον ταυτοποιεί και να τον κατασκευάζει πριν τον χρησιμοποιήσει για πολιτικούς σκοπούς. Όπως σημειώνει ο Ουμπέρτο Έκο, ‘το να έχεις εχθρό είναι σημαντικό για να έχεις ταυτότητα, αλλά και για να αντιμετωπίζεις ένα εμπόδιο, να αναμετράς το αξιολογικό σου σύστημα και να δείχνεις την μεγαλοψυχία σου’. Το πολιτικό φαντασιακό των σημερινών δημοκρατιών δεν ξεφεύγει από τη ρουτίνα και τη στασιμότητα παρά με την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζει εχθρούς, ή, ακριβέστερα, ταυτοποιεί φημισμένους θανάσιμους εχθρούς για τη δημοκρατική ιδέα και αναμετράται με αυτούς. Πράγμα το οποίο, σε καμία περίπτωση, δεν αποκλείει το στόχο της εξομάλυνσής τους ώστε αυτοί να ενσωματωθούν, σύμφωνα με την κανονιστική ισχύ του δημοκρατικού οπτιμισμού, ο οποίος απορρίπτει τη θέση του μη-αναγώγιμου, του ριζικού κακού. Αυτή είναι η αισιόδοξη στρατηγική της ‘απο-ριζοσπαστικοποίησης’, η οποία, υποθέτοντας ότι τα ‘ριζοσπαστικοποιημένα’ άτομα μπορούν να επανέλθουν στον χώρο των δημοκρατικών αξιών και νορμών, θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, σε επίπεδο αρχής, για κάθε μορφή εξτρεμισμού».

    Σε ένα από τα τελευταία του βιβλία για την άνοδο της εθνικολαϊκιστικής δεξιάς στην Ευρώπη, ο Ταγκιέφ, επικεντρωνόμενος στην κυρίαρχη εθνικιστική διάσταση της φυσιογνωμίας της, θα την συνδέσει ευθέως με το πολιτικό έλλειμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Το πρόσφατο εθνικιστικό κύμα στην Ευρώπη αποκαλύπτει μία αδυναμία η οποία για μεγάλο διάστημα παρέμενε αόρατη από την ευρωπαϊκή κατασκευή, που ήταν επικεντρωμένη σε διαδικασιακά ζητήματα σε βάρος του πολιτικού. [Αυτό το κύμα] υποδεικνύει κάτι σαν επιστροφή της πολιτικής με απρόβλεπτο τρόπο».[22] Αυτός ο απρόβλεπτος, ο διαστροφικός τρόπος επιστροφής του πολιτικού, μέσω ενός αντιπολιτικού «εξτρεμισμού», ενός βολονταρισμού, ενός ντεσιζιονισμού, όπως τον έχουμε, από την πλευρά μας, αποκαλέσει[23], είναι οι αυταπάτες του εθνικολαϊκισμού (δεξιού και αριστερού), και δεν θεραπεύεται παρά ίσως με μία επίκαιρη αποκατάσταση της ίδιας της πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, το κρισιμότερο, και αναπάντητο για την ώρα, ερώτημα, εν μέσω ανάβλυσης του νεο-εθνικισμού, είναι τούτο: «(…) αν η προσήλωση των πολιτών στην άϋλη κληρονομιά που φτιάχνει την συλλογική τους ‘ταυτότητα’ μπορεί να συμφιλιωθεί με τις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες, χωρίς να είναι υπεράνω πάσης υποψίας, δεν πρέπει να μετασχηματίζονται σε κατηγορικές προσταγές, αλλά σε αντικείμενα κριτικού στοχασμού και, αν είναι δυνατόν, σε παροτρύνσεις να φαντασθούμε νέες δημοκρατικές μορφές. Στο μεταξύ, δεν πρέπει να εγκαταλείπεται το έθνος στους ξενόφοβους εθνικιστές. Δεν τους ανήκει, όπως δεν τους ανήκει και ο πατριωτισμός…».[24] Το μείζον αυτό πρόβλημα, σε μια επιτελεστική του, ας πούμε, παραλλαγή, θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε και ως εξής: η αποκατάσταση του πολιτικού, πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο δημοκρατικού-φιλελεύθερου ανταγωνισμού, είναι απαράβατη προϋπόθεση της οποίας η εκπλήρωση θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην απο-ουσιοποίηση των εθνικιστικών αναφορών, των ουσιακών προσλήψεων της «ταυτότητας» και της «εθνικής κυριαρχίας», δηλαδή στην «απο-ριζοσπαστικοποίηση» του σημερινού εθνικιστικού κύματος.

    http://booksjournal.gr/%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CE%BC%CE%B5%CF%82/item/2555-figures-toy-extremismou-laikismow-tzixant-antishmitismos

  16. Νerοnidis on

    Ο άνθρωπος είναι εμμονικός, για να μην πως παρανοϊκός. Είναι κομλλημένος σε μια υστερική αντιπροσφυγική στάση Άρνησης της γενοκτονίας, παρότη η συζήτηση αυτή έχει τελειώσει . Η διεθνής ιστοριογραφία το έχει περιγράψει το φαινόμενο: https://www.nytimes.com/2019/04/23/books/review/benny-morris-dror-zeevei-thirty-year-genocide.html?ref=oembed

    Ο ίδιος επανάρχεται με παλιές ξεπερασμένης και αντιδραστiκές δημοσιεύσεις όπως αυτή:


Σχολιάστε