Από τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο στη δίκαιη κοινωνία: Μια αποτίμηση της συμβολής του Μαρξ

Καρλ Μαρξ: 200 χρόνια από τη γέννηση του.

.


«Οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει με διάφορους τρόπους
τον κόσμο, 
το ζήτημα, όμως, είναι
να τον αλλάξουμε»

Κ. Μάρξ, «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» (11η θέση)

Στις 5 Μαΐου του 1818 γεννήθηκε στο Τριρ της Γερμανία ο Karl Heinrich Marx σε μια φιλελεύθερη οικογένεια εκχριστιανισμένων Εβραίων. Στην ακαδημαϊκή του περιπλάνηση ως φιλόσοφος και δημοσιογράφος, ασχολήθηκε με πλήθος θεμάτων. Όμως αυτό που τον καθιέρωσε στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος και του επαναστατικού κοινωνικού κινήματος, είναι η διατύπωση της θεωρίας ότι η κινούσα αρχή της ιστορίας βρίσκεται στην υλική πλευρά της πραγματικότητας και στη σύγκρουση των αντιτιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων.

Οι απόψεις του Μαρξ ήταν αυτές που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή σκέψη του 20ού αιώνα και σφράγισαν τις πολιτικές εξελίξεις στη Γηραιά Ηπειρο. Μέχρι σήμερα, το έργο του προκαλεί την αντίδραση των αυταρχικών αντιλαϊκών καθεστώτων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το «Κομμουνιστικό μανιφέστο» παραμένει απαγορευμένο στην Τουρκία, ως κατάλοιπο-επιβίωση της εθνικιστικής αντικομμουνιστικής κληρονομιάς του κεμαλισμού.

Δημόκριτος και Επίκουρος

Ο Μαρξ σπούδασε νομικά, ιστορία και φιλοσοφία. Στο Βερολίνο συνδέθηκε με την ομάδα των αριστερών χεγκελιανών φοιτητών και καθηγητών του Μπρούνο Μπάουερ. Ο τίτλος της διδακτορικής του διατριβής ήταν «Για τη διαφορά της περί φύσεως φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου», όπου συγκρίνονταν οι διαφορές των ατομικών θεωριών των δύο αρχαίων φιλοσόφων. Από την ηλικία των 24 ετών άσκησε οξεία ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση ως διευθυντής της εφημερίδας «Rheinische Zeitung» (Εφημερίδα του Ρήνου), προκαλώντας την μήνιν των πρωσικών αρχών που είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο της εφημερίδας. Το πολιτικό περιβάλλον εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από τον ακραίο γερμανικό απολυταρχισμό, που καλυπτόταν από μια επίφαση ψευδοκοινοβουλευτισμού.

Στη συνέχεια ο Μαρξ θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τους Γάλλους σοσιαλιστές και ενστερνίστηκε το σοσιαλισμό. Από την εποχή αυτή χρονολογείται η βαθιά φιλία με τον Φρίντριχ Ενγκελς. Η δημόσια αντίθεσή του προς τον γερμανικό απολυταρχισμό θα επιφέρει την απέλασή του από τη Γαλλία. Θα εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, όπου θα εγκαταλείψει τη γερμανική υπηκοότητα και θα πάρει τη βελγική.

Tην περίοδο αυτή γράφει κάποια από τα σημαντικότερα κείμενά του, όπως την Κριτική της φιλοσοφίας του δικαιου του Χέγκελ, το Εβραϊκό Ζήτημα και τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Τα κείμενα αυτά αναδεικνύουν το πέρασμά του από την φιλοσοφική ανθρωπολογία στον επιστημονικό ανθρωπισμό. Διερευνά τη φιλοσοφία της εποχής του και εντοπίζει τις δομικές λειτουργίες που την ορίζουν. Όπως γράφει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στο εξαιρετικό βιβλίο της Ο κριτικός Μαρξ 1843-44: «Για τον Μαρξ… η κριτική δεν στοχεύει στην αποκατάσταση μιας ηθικής, όσο στην κατανόηση της υπάρχουσας πραγματικότητας, θεωρητικής και πρακτικής. Το ξεκαθάρισμα των πρακτικών και θεωρητικών αρχών που διέπουν την υπάρχουσα πραγματικότητα αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την επεξεργασία των εγκυρότερων μέσων προσέγγισής τους».

Το 1845 ο Μαρξ θα συγγράψει με τον Ενγκελς τη μελέτη «Η γερμανική ιδεολογία». Το 1847 θα ασκήσει κριτική στις απόψεις του Προυντόν με το έργο «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» και λίγο πριν από τη μεγάλη αντι-απολυταρχική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 στο Παρίσι, θα συγγράψει με τον Ενγκελς το «Κομμουνιστικό μανιφέστο». Κυνηγημένος για τις δημοκρατικές του ιδέες στη Γαλλία και τη Γερμανία, ο Μαρξ θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο το 1849. Εκεί θα συγγράψει τα δύο σημαντικότερα έργα του: «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» και «Το κεφάλαιο» και θα πρωτοστατήσει στη δημιουργία της «Διεθνούς Ενωσης των Εργατών» (1864).

Μετά την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, δηλαδή της εργατικής επαναστατικής κυβέρνησης που είχε δημιουργηθεί στο Παρίσι μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και των εργατών της πόλης (1871), θα συγγράψει το «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».

Ένα σημαντικό αφιέρωμα

Οι θέσεις του Μαρξ για τους μηχανισμούς κοινωνικής εξέλιξης και η προσπάθειά του να αλλάξει ο κόσμος προς το δικαιότερο, ερμηνεύτηκαν με τέτοιο τρόπο κατά τον 20ο αιώνα, ώστε οδήγησαν στις κρατικές τερατογενέσεις που κορυφώθηκαν με το σταλινισμό. Κατά συνέπεια, είναι υποχρέωση των σημερινών διανοούμενων η νέα ανάγνωση του μαρξικού έργου. Μια ανάγνωση που να ξαναθυμίζει τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού του και να παρουσιάζει το έργο του αποκαθαρμένο από τη σκουριά του αυταρχισμού και της νέου τύπου ταξικής γραφειοκρατικής βίας, όπως διαμορφώθηκε στα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ακριβώς αυτή την ανάγκη εκφράζει το αφιέρωμα του καλού περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη με το νέο τεύχος του που μόλις κυκλοφόρησε και είναι αφιερωμένο στην επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Το αφιέρωμα –που δίνει ένα καλό έναυσμα για την περαιτέρω ενασχόληση- περιλαμβάνει κείμενα του ίδιου του Μαρξ και αναλύσεις σχετικές με το έργο του από Έλληνες και ξένους ερευνητές.

Το αφιέρωμα ξεκινά με κάποια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και αντιπροσωπευτικά κείμενα του Μαρξ: μερικά από τα νεανικά ποιήματά του· η πολεμική του στην «Ιστορική σχολή του Δικαίου» όταν δημοσιογραφούσε στην Εφημερίδα του Ρήνου· η αποτίμησή του της εξέγερσης του Ιούνη του 1848 στο Παρίσι· οι διάσημες «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ».

Ακολουθούν αναλύσεις μαρξιστών και άλλων προοδευτικών ερευνητών. Ο Φοίβος Σταύρος Μακρίδης παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Μαρξ, ο Χρήστος Αβραμίδης τον δημοσιογράφο Μαρξ και η Γιάννα Κατσιαμπούρα τη βιογραφία και τη συμβολή της γυναίκας του Τζένυ φον Βεστφάλεν. Ο Ερνέστ Μαντέλ συζητά τις κύριες θεωρητικές συνεισφορές του, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυσή του της καπιταλιστικής οικονομίας, ο Φρεντ Μόσλεϊ αναλύει τις λογικές βάσεις του Κεφαλαίου και ο Γκεόργκ Λούκατς διερευνά τις απόψεις του Μαρξ για την κλασική και την άνιση ανάπτυξη. Ακολουθούν άρθρα της Σάντια Σνάιντερ για την ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης του Μαρξ στα διάφορα στάδιά της, της Άννας Ασλανίδη για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, του Σίντνεϊ Χουκ για την πολεμική του Μαρξ στους «αληθινούς σοσιαλιστές» και των Σταύρου Σκεύου και Ηρακλή Χριστοφορίδη για τις απόψεις του Μαρξ για τη διαρκή επανάσταση.

Το τεύχος ολοκληρώνεται με μια σειρά κείμενα σχετικά με τις φιλοσοφικές θέσεις του Μαρξ. Ο Χρήστος Κεφαλής συζητά τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ο Νικολάι Μπουχάριν την ώριμη φιλοσοφία του Μαρξ, ο Κώστας Σκορδούλης τις απόψεις του Μαρξ για τη φύση και οι Ηρώ Μανδηλαρά και Σπύρος Ποταμιάς τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς για το λογοτεχνικό ρεαλισμό, με αφορμή τις παρατηρήσεις τους για το έργο του Μπαλζάκ.

(*) Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/

16 Σχόλια

  1. Οι Μαρξ και Ένγκελς για την επανάσταση του 1821

    Γράφει η Βασιλική Σιούτη –

    Πώς αντιμετώπιζαν οι Κάρολος Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς το Ανατολικό Ζήτημα πριν την ελληνική επανάσταση και ποιος, κατά τους ίδιους, υποκίνησε τους Έλληνες να εξεγερθούν; Μια σειρά από δημοσιογραφικά άρθρα και ένα μέρος από την αλληλογραφία των δύο πολιτικών φιλοσόφων, είναι αρκετά ώστε να προσεγγίσουμε τις θέσεις τους, αλλά και για να αποκαλυφθεί ότι το πιο πάνω ζήτημα βασάνιζε αρκετά τον Μαρξ, ώστε να ζητάει τη βοήθεια του Ένγκελς.

    «Μέχρι την Ελληνική εξέγερση, η Τουρκία ήταν από όλες τις απόψεις terra incognita και οι συνήθεις ιδέες του κόσμου γι’ αυτή στηρίζονταν περισσότερο στα παραμύθια από τις “Χίλιες και μία νύχτες” παρά στα οποιαδήποτε ιστορικά γεγονότα…» έγραφε τον Απρίλιο του 1853 στη New York Daily Tribune ο Ένγκελς με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.

    Μερικά χρόνια νωρίτερα, αναφερόμενος και πάλι στην ελληνική επανάσταση του 1821, στην εφημερίδα The Northern Star, έγραφε για την Ιερή Συμμαχία ότι υποστήριζε «ακόμα και το δικαίωμα του μεγάλου Τούρκου να κρεμάει και να κομματιάζει τους Έλληνες υπηκόους, αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ χτυπητή και οι Έλληνες πήραν την άδεια να ξεγλιστρήσουν από τον τουρκικό ζυγό».

    40 χρόνια άρθρα για την Ελλάδα

    Τα άγνωστα σε πολλούς κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, γράφτηκαν σε ένα διάστημα περίπου 40 ετών. Πρόκειται κυρίως για δημοσιογραφικά άρθρα του Μαρξ, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε διάφορες εφημερίδες της Δύσης. Επίσης πρόκειται και για κείμενα αλληλογραφίας με τον Ένγκελς).

    Ο Μαρξ δημοσιογραφούσε για βιοποριστικούς λόγους. Η Ελλάδα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν τον ενδιέφεραν ποτέ ως κεντρικό ζήτημα. Όπως είχε επισημάνει και ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος συγκέντρωσε τα κείμενα αυτά πριν πολλά χρόνια, έβλεπε το Ανατολικό Ζήτημα και το συναφές ζήτημα των βαλκανικών εθνοτήτων στο πλαίσιο της κρίσιμης γι’ αυτόν προοπτικής της ευρωπαϊκής επανάστασης.

    Πολλές φορές τα κείμενα αυτά, όπως διαπιστώνεται και από τις σημειώσεις του Κονδύλη, που ερεύνησε και μελέτησε τα άρθρα αυτά και την αντίστοιχη αλληλογραφία των δύο ανδρών, δεν γράφονται με δική τους πρωτοβουλία. Είναι παραγγελίες των εκδοτών τους. Σε ορισμένα γράμματα από την αλληλογραφία του με τον Ένγκελς, ο Μαρξ δείχνει περίπου σνομπ με το Ανατολικό Ζήτημα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

    «Πρέπει τώρα να γράψω ένα μεγάλο άρθρο υψηλής πολιτικής για το ειδεχθές Ανατολικό Ζήτημα, με το οποίο προσπαθεί να με συναγωνιστεί στην Tribune ένας άθλιος Γιάνκης που μένει εδώ. Όμως αυτό το ζήτημα είναι προπαντός στρατιωτικό και γεωγραφικό, άρα δεν ανήκει στο δικό μου πεδίο. Πρέπει, λοιπόν, να θυσιαστείς εσύ ακόμα μια φορά. Για το τι θα απογίνει η Τουρκική Αυτοκρατορία δεν έχω την παραμικρή ιδέα…».

    Επισήμαινε, όμως, στον Ένγκελς ότι «είναι αναπόδραστη η αποσύνθεση της μουσουλμανικής Αυτοκρατορίας» και ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πέσει στα χέρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (10/3/1853). Κάθε φορά που ο Μαρξ απευθυνόταν στον Ένγκελς για βοήθεια, εκείνος του την πρόσφερε. Έτσι και στο «ειδεχθές Ανατολικό Ζήτημα», όποτε του το ζητούσε, έγραφε εκείνος για λογαριασμό του. Άλλωστε, το κατείχε καλύτερα.

    Έβλεπαν ρωσικό δάκτυλο

    Έγραφε, λοιπόν, τότε ο Ένγκελς για τους Δυτικούς διπλωμάτες στην Τουρκία της προεπαναστατικής περιόδου: «Οι διπλωμάτες που έζησαν εκεί καυχιούνταν ότι κατέχουν γνώσεις ακριβέστερες, όμως κι αυτό τελικά δεν σήμαινε τίποτε, αφού κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να μάθει τουρκικά, νοτιοσλαβικά ή νεοελληνικά κι έτσι όλοι τους εξαρτιούνταν από τις μεροληπτικές πληροφορίες Ελλήνων και Φράγκων διερμηνέων κι εμπόρων… Οι κύριοι αυτοί δεν είχαν να κάνουν με τον λαό, τους θεσμούς και την κοινωνική κατάσταση της χώρας, παρά αποκλειστικά με την Αυλή, και ιδιαίτερα με τους Έλληνες Φαναριώτες, τους πανούργους μεσολαβητές ανάμεσα σε δυο κόμματα, που και τα δύο αγνοούσαν εξίσου την πραγματική κατάσταση, την ισχύ και τις υλικές δυνατότητες του άλλου».

    Εδώ φαίνεται η κακή γνώμη του Ένγκελς για τους Φαναριώτες, την οποία δεν έκρυψε ποτέ. Αντιθέτως την υποστήριξε με πάθος σε πολλά κείμενά του. Ο Ένγκελς, μάλιστα, συνήθιζε να αποκαλεί τους Φαναριώτες «πανούργους και μηχανορράφους», καθώς και «διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων». Για τη Φιλική Εταιρεία οι Ένγκελς και Μαρξ πίστευαν ότι αυτή βρισκόταν εξαρχής υπό ρωσική καθοδήγηση και ότι οι Φιλικοί ήταν «συνειδητοί ή ασυνείδητοι πράκτορες της Ρωσίας».

    Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν κατηγορηθεί από κάποιους σαν «τουρκόφιλοι» επειδή «επιθυμούσαν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως φραγμό στη ρωσική επέκταση». Άλλοι, ωστόσο, υποστήριξαν το αντίθετο: ότι δηλαδή «δεν υπήρξαν ποτέ τουρκόφιλοι και θεωρούσαν τη διάλυση της Τουρκίας επικείμενη και αναπόφευκτη». Σύμφωνα με τον Κονδύλη για τους Μαρξ και Ένγκελς «ο εχθρός, ο μέγιστος κίνδυνος ήταν η κοινωνικά υπανάπτυκτη Ρωσία», για την οποία οι δύο άντρες έγραφαν ότι «κάθε της ενίσχυση ή επέκταση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης».

    Προτιμούσαν Τουρκία από Ρωσία

    Αν τώρα προτιμούν ανεπιφύλακτα την ημιβάρβαρη και ασιατική Τουρκία από την εξίσου ημιβάρβαρη και ασιατική Ρωσία, ο λόγος είναι ότι η πρώτη δεν κάνει επεκτατική πολιτική και δεν επηρεάζει τις κρίσιμες ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αντίθετα, μία προώθηση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον συσχετισμό επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων σε ολόκληρη της Ευρώπη.

    Οι επαναστατικές δυνάμεις της Ευρώπης ήταν που ενδιέφεραν τον Μαρξ, και τη Ρωσία την έβλεπε τότε ως μία μεγάλη αντιδραστική και αντεπαναστατική δύναμη που δεν έπρεπε να ενισχυθεί με κανέναν τρόπο. Ήταν, λοιπόν, καχύποπτος με την ελληνική επανάσταση του 1821, επειδή τη θεωρούσε υποκινούμενη από τη Ρωσία για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα.

    Αυτό δεν τον εμπόδιζε, βεβαίως, να καταδικάζει τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στους Έλληνες. «Να υποκινούν λαούς τον έναν εναντίον του άλλου κι έτσι να εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της απόλυτης κυριαρχίας τους. Αυτή ήταν η τέχνη και η δουλειά των εξουσιαστών και των διπλωματών τους», έγραφε ο Μαρξ αναφερόμενος στο πώς συμπεριφέρονταν στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.

    Οι τρεις Τουρκίες του Έγκελς

    Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η ανάλυση του Ένγκελς για την Τουρκία στη New York Daily Tribune στις 7 Απριλίου 1853: «Η Τουρκία συνίσταται από τρία ξέχωρα μέρη: τις υποτελείς ηγεμονίες της Αφρικής, την ασιατική Τουρκία και την ευρωπαϊκή Τουρκία. Η ασιατική Τουρκία είναι η πραγματική έδρα της όποιας ισχύος έχει η αυτοκρατορία… Το πραγματικό επίμαχο σημείο είναι η ευρωπαϊκή Τουρκία… Το θαυμάσιο τούτο έδαφος έχει την ατυχία να κατοικείται από ένα συνονθύλευμα διαφόρων φυλών κι εθνικοτήτων -Σλάβοι, Έλληνες, Βλάχοι, Αρναούτηδες (Αλβανοί).

    »Δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι είναι υποταγμένοι σε ένα εκατομμύριο Τούρκους, και ίσα με μια πρόσφατη ακόμα περίοδο φαινόταν ενδεχόμενο ότι από όλες τούτες τις φυλές οι Τούρκοι ήσαν οι ικανότεροι για να ασκήσουν την κυριαρχία… Όταν όμως βλέπουμε πόσο αξιοθρήνητα απέτυχαν όλες οι εκπολιτιστικές προσπάθειες των τουρκικών αρχών και πώς ο ισλαμικός φανατισμός, στηριζόμενος κυρίως στον τουρκικό όχλο λίγων μεγαλουπόλεων, χρησιμοποίησε πάντοτε τη βοήθεια της Αυστρίας και της Ρωσίας για να αποκτήσει και πάλι ισχύ και να ανατρέψει όποια πρόοδο είχε συντελεστεί, όταν βλέπουμε την κεντρική τουρκική εξουσία να εξασθενίζει χρόνο με το χρόνο εξαιτίας εξεγέρσεων στις χριστιανικές περιοχές… όταν βλέπουμε την Ελλάδα να αποκτά την ανεξαρτησία της και τη Ρωσία να κατακτά τμήματα της Αρμενίας (ενώ Μολδαβία, Σερβία, Βλαχία διαδοχικά γίνονται προτεκτοράτα της), τότε θα υποχρεωθούμε να παραδεχθούμε ότι η παρουσία των Τούρκων στην Ευρώπη αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Θρακοιλλυρικής χερσονήσου».

    Στη συνέχεια του άρθρου αυτού, ο Ένγκελς αναφέρεται και στους λαούς της γειτονιάς μας. «Στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη οι ευγενείς που είναι σλαβικής καταγωγής, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, ενώ η μάζα του λαού παραμένουν ραγιάδες, δηλαδή χριστιανοί… Η κύρια δύναμη του τουρκικού πληθυσμού στην Ευρώπη έγκειται στον όχλο της Κωνσταντινούπολης και λίγων άλλων μεγάλων πόλεων. Ο όχλος αυτός είναι κατά βάση τουρκικός και κερδίζει το ψωμί του, δουλεύοντας για Χριστιανούς κεφαλαιοκράτες, ωστόσο προασπίζει με ζήλο την φανταστική επιρροή του Ισλάμ».

    Για Αλβανούς και Έλληνες

    Η γνώμη του για τους Αλβανούς γείτονες της μετεπαναστατικής Ελλάδας σήμερα θα κινδύνευε να θεωρηθεί ρατσιστική: «Όσο για τις άλλες εθνότητες, πολύ λίγα λόγια χρειάζεται να πούμε για τους Αρναούτηδες. Ένα σκληροτράχηλο και αρχέγονο ορεσίβιο λαό… Εν μέρει είναι χριστιανοί, εν μέρει μουσουλμάνοι και σύμφωνα με όσα ξέρουμε για αυτούς, ίσαμε τώρα, απροετοίμαστοι για τον πολιτισμό. Οι ληστρικές τους συνήθειες θα αναγκάσουν την οποιαδήποτε γειτονική κυβέρνηση να τους κρατήσει κάτω από σφιχτό στρατιωτικό ζυγό, ώσπου η βιομηχανική πρόοδος στις γύρω περιοχές να τους δώσει απασχόληση με την ιδιότητα του ξυλοκόπου ή προμηθευτή νερού».

    Αλλά και για τους Έλληνες, σε μία παράγραφο του ίδιου άρθρου, δείχνει να αμφισβητεί την ελληνικότητά τους: «Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστον σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Με εξαίρεση λίγες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδα».

    Ο φιλόσοφος Κονδύλης έχει εξηγήσει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς «ακολουθώντας τον Φαλμεράιερ, του οποίου το έργο υπολήπτονται, πιστεύουν ότι ο σύγχρονός τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής».

    Από τότε στο χρηματιστήριο

    Οι Μαρξ και Ένγκελς, όμως, δεν χαρίζονταν σε κανέναν. Μέσα από τα άρθρα τους είχαν ασκήσει έντονη κριτική στον δυτικό Τύπο, στο ρόλο που έπαιξε και στα συμφέροντα που εξυπηρέτησε -ανάμεσα στα άλλα- και για το Ανατολικό Ζήτημα. Είναι ενδιαφέρουσα η κριτική που ασκεί ο Μαρξ στον Τύπο του Λονδίνο και ειδικά στους Times, μέσα από άρθρο του στη New York Daily Tribune της 11ης Απριλίου 1853:

    «Στην αρχαία Ελλάδα έλεγαν για όποιον ρήτορα πληρωνόταν για να σωπάσει, ότι έχει ένα βόδι πάνω στην γλώσσα του: το βόδι, ας το διευκρινίσουμε, ήταν ένα ασημένιο νόμισμα φερμένο από την Αίγυπτο. Μπορούμε να πούμε αναφορικά με τους Times ότι σε ολόκληρη την περίοδο της αναζωπύρωσης του Ανατολικού Ζητήματος είχαν ένα βόδι πάνω στη γλώσσα τους».

    Δεν έχει άμεση σχέση με την επανάσταση του 1821 αλλά δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει την αναφορά του Ένγκελς το 1853 που δείχνει ότι η έφεση των Ελλήνων για το χρηματιστήριο κρατάει από πολύ παλιά: «Υπάρχει όμως κι άλλος ένας σπουδαίος κλάδος του εμπορίου που κι αυτός διεξάγεται από τη Μαύρη Θάλασσα… Το πόση σπουδαιότητα αποκτά αυτό το εμπόριο, και το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας γενικά, το βλέπει κανείς στο χρηματιστήριο του Μάντσεστερ, όπου οι μελαχρινοί Έλληνες αγοραστές αυξάνουν σε αριθμό και σε σημασία κι όπου τα ελληνικά και οι νοτιοσλαβικές διάλεκτοι ακούγονται παράλληλα με τα γερμανικά και τα αγγλικά».

    Για την ελληνική επανάσταση ο Μαρξ και ο Ενγκελς αναφέρουν ρητά ότι υποκινήθηκε από Ρώσους πράκτορες που υποστήριξαν τους Έλληνες, «προκειμένου η Ρωσία να διαβρώσει την Ευρωπαϊκή Τουρκία». Ακόμα και όσα ακούγονται την περίοδο εκείνη περί «τουρκικής βαρβαρότητας» και «ελληνικού πολιτισμού» πιστεύουν ότι «είναι συνθήματα που διαδίδει η Ρωσία».

    Γράφει στη New York Daily Tribune της 19ης Απριλίου 1853 ο Ένγκελς: «Η σερβική εξέγερση του 1804 και ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821 υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα από ρωσικό χρυσάφι και ρωσική επιρροή… Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Έλληνες; Όχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία του γαλλικού στρατού στο Μοριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς που προέλασε με τον ρωσικό στρατό μέχρι την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίμο».

    Στενά δυτική ματιά

    Την ελπίδα πολλών Ελλήνων, στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου κράτους, να αναστήσουν το Βυζάντιο, ο Ένγκελς την αποκαλούσε «ονειροφαντασία». «Οι Έλληνες του λεγόμενου Ελληνικού Βασιλείου, καθώς και όσοι ζούνε στα νησιά υπό βρετανική κυριαρχία, θεωρούν ως εθνική αποστολή να εκδιώξουν τους Τούρκους απ’ όλα τα μέρη όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα… Φτάνουν μάλιστα να ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου, μολονότι γενικά είναι λαός αρκετά ξύπνιος για να μην πιστεύει σε τέτοια ονειροφαντασία».

    Ο Μαρξ, με την κατεξοχήν δυτική ιδιοσυγκρασία του, μας θυμίζει πολύ τους ξένους διπλωμάτες της Εσπερίας, κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθούν με κάποιο ελληνικό ζήτημα. Έτσι και εκείνος, μέσα από τα γραπτά του, μοιάζει να πελαγώνει κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθεί με τους Έλληνες και καταφεύγει στον μεθοδικότερο και ψυχραιμότερο Ένγκελς. Στις 3/5/1854 ο Μαρξ, με επιστολή του στον Ένγκελς, του ζητούσε υλικό για να γράψει στην Tribune.

    «Θα με βόλευε πολύ αν έπαιρνα από σένα κάμποσον ανεφοδιασμό για την Tribune, γιατί ασχολούμαι πολύ με αυτό το βάσανο, την ιστορία του νεοελληνικού κράτους και μαζί τον βασιλιά Όθωνα. Όμως, θα μπορέσω να παρουσιάσω το αποτέλεσμα μόλις σε δύο εβδομάδες, ίσως σε μια σειρά άρθρων. Ο Μεταξάς που ήταν Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και συνωμοτούσε εκεί, ήταν κύριο όργανο του περιβόητου Καποδίστρια».

    https://slpress.gr/idees/oi-marx-engels-gia-tin-epanastasi-tou-1821/

  2. Διακόσια χρόνια δεν είναι αρκετά

    Λουκάς Αξελός

    Η συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την γέννηση του Καρλ Μάρξ, άνοιξε ένα νέο κύκλο συζητήσεων, ομιλιών, άρθρων και αφιερωμάτων, δίνοντας λαβή για το ακόνισμα της σπάθης φίλων ή πολεμίων του.

    Το αν ο μαρξισμός υπήρξε ή όχι ένα προοδευτικό βήμα στην πορεία της ανθρωπότητας, το αν είναι μια ανοιχτή θεωρία, ή ένα κλειστό σύστημα ιδεών, το αν ήταν και εξακολουθεί να είναι οδηγός για δράση, το αν πρόκειται για μια μορφή «υλιστικής» εσχατολογίας σε αντίθεση με την «ιδεαλιστική-μεταφυσική» εσχατολογία, το αν οι αποτυχημένες ή οι σχετικά επιτυχημένες απόπειρες πρακτικής εφαρμογής του συνιστούν μια μερική ή συνολική αποτυχία του ίδιου, αποτελούν ερωτήματα μείζονος σημασίας και προπαντός ερωτήματα που δεν ξεπερνιόνται με εύκολες απαντήσεις.

    Είναι κοινή, πλέον, πεποίθηση ότι η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων το 1989, σήμανε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Εποχής που καλώς ή κακώς πολιτογραφήθηκε ως εποχή του εφαρμοσμένου μαρξισμού (υπαρκτού, κατ’ άλλους, σοσιαλισμού) ή για την ακρίβεια των εφαρμοσμένων εκδοχών του. Έχοντας δημόσια τοποθετηθεί από το 1993, ως απλός σκεπτόμενος πολίτης, αξίζει, ίσως, να αναπαραγάγω μέρος της τότε προβληματικής μου, που ουσιαστικά δεν άλλαξε σε όλες τις κύριες πλευρές της, εμπλουτισμένης όμως και από την εμπειρία μιας ολόκληρης εικοσιπενταετίας.

    Όπως και τότε, έτσι και τώρα θα επιμείνω ότι για μένα Μαρξ, μαρξική θεωρία, επίγονοι και πρακτικές εφαρμογές δεν ταυτίζονται αναγκαστικά, αλλά και δεν διαχωρίζονται επιλεκτικά, εκεί που συμφέρει ορισμένους. Η σχέση είναι εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη και δεν θεωρώ πρέπον ηθικά και επιστημονικά να αποφανθώ με ένα ναι ή με ένα όχι.

    Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το επίδικο προς απάντηση στοιχείο για το αν ο μαρξισμός είναι νεκρός ή απλώς διέρχεται μιαν ακόμη παρατεταμένη κρίση, είναι ουσιαστικά απαντημένο. Ο βασιλιάς είναι γυμνός. Το αν αυτό αποτελεί ολοκληρωτική συντριβή, ιστορική παρακμή ή βαθύτατη κρίση, είναι, νομίζω, πολύ νωρίς ακόμα να το κρίνουμε εμείς. Με δύο λόγια διακόσια χρόνια δεν είναι αρκετά για την αποτίμηση ενός φαινομένου, που επί έναν και πλέον αιώνα συγκλόνισε την ανθρωπότητα.

    Πυρηνικό πρόβλημα
    Η μαρξική θεωρητική προσέγγιση, υποτίθεται ότι φιλοδοξούσε (δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ) να συμβάλει σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον να δώσει μιαν επιστημονική ερμηνεία της ιστορικής κίνησης στην συγκεκριμένη εποχή που έζησαν οι πρωταγωνιστές της και δεύτερον να οπλίσει με την ικανή επιστημονική ανάλυση τις υποτελείς τάξεις στο να αλλάξουν τον κόσμο. Και το πρώτο (παραγωγή σοβαρού κριτικού επιστημονικού έργου) και το δεύτερο (απόπειρες ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων από μαθητές, όπως ο Λένιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ), αποτελούν αδιαμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα, υποκείμενα-φυσικά-στην βάσανο της κριτικής και της ιστορίας.

    Όμως εκείνο που είναι αναγκαίο, κατά την γνώμη μου, να επισημανθεί, είναι ότι η ίδια η φιλοσοφία της πράξης, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις των ιδρυτών και επιγόνων της, εμπεριέχει αδιαμφισβήτητα ολιστικά στοιχεία. Αλλά και στοιχεία που είναι ανεπαρκή στο να απαντήσουν βαθιά και ουσιαστικά στο μεγάλο ερωτηματικό για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.

    Στοιχεία δηλαδή που οδηγούν σε ποικίλες μορφές ιδεολογικής «απόπειρας ελέγχου», αλλά και στοιχεία συμπεριφοράς «πολιτικού αναμορφωτή» (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειάζονταν κανείς, Κ.Π.Καβάφης), που αγνοεί την πραγματικότητα (πως δεν υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια, Κ.Π.Καβάφης). Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πυρηνικό της πρόβλημα.

    Η εργαλειακή δηλαδή ανεπάρκεια για συναγωγή λειτουργικών συμπερασμάτων για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, σε συνδυασμό και με την ολέθρια σχέση με τον «ολισμό», οδηγούν σε ματαίωση, όχι μόνο τα φιλόδοξα σχέδια για την απελευθέρωση της επιστήμης και της κοινωνίας από τα δεσμά τους, αλλά και στο άτυπο διαζύγιο πάνω στο μέγιστο διακύβευμα, την σχέση δηλαδή ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα.

    Θα φανεί ίσως, τραγικά παράδοξο αυτό που θα ισχυριστώ, ότι δηλαδή μια από τις ελάχιστες «μαρξικές διαπιστώσεις», που ίσχυσαν, είναι αυτή του Φρειδερίκου Ένγκελς που συνοψίζεται στο ότι «το ιστορικό αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση με τις αφετηριακές συλλήψεις των όποιων οραματιστών». Διαπίστωση που τελικά απεδείχθη ότι πριν απ’ όλους αφορούσε τους ίδιους τους μαρξιστές.

    Καθαρός μαρξισμός
    Το ερώτημα, λοιπόν, που, κατά την γνώμη μου, τίθεται είναι πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό που πολιτογραφείται ως μαρξισμός. Για όσους τον αντιλαμβάνονται ως μια νέα ολιστική κοσμοθεωρία – θρησκεία που δίνει απαντήσεις και λύσεις επί παντός του επιστητού, προφανώς καθήκον τους είναι, όπως θα έκαναν όλοι οι καλοί χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βουδιστές κ.λπ., να τον απαλλάξουν από τις «κακές» πτυχές του και να τον παραδώσουν «καθαρό» στην ανθρωπότητα.

    Για όσους όμως πρεσβεύουν την άποψη ότι οι ισμοί μας ταλαιπώρησαν πολύ ή ότι αυτό που ορίζεται ως μαρξισμός δεν είναι παρά ένα -ερήμην του Μαρξ- κατασκεύασμα των επιγόνων, όπου η πολιτική σκοπιμότητα βασισμένη στο δίκαιο της εσχατολογίας έχει αντικαταστήσει την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η προσέγγιση είναι διαφορετική. Προσωπικά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου μαρξιστή ή αντιμαρξιστή (επανάληψη δισ: Δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ), δεν αισθάνομαι καμιάν ανάγκη να οπλίσω τον μαρξισμό με ένα νέο οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταλάβει αυτή τη φορά «σωστά» τα Χειμερινά Ανάκτορα.

    Μου αρκεί να μελετώ και να εμβαθύνω, συστηματικά ό,τι η ανάλυσή τους έχει αναδείξει ως επιβοηθητικό στοιχείο στον αδιάκοπο αγώνα των υποτελών τάξεων, στην ανάδειξή τους ως ιστορικών υποκειμένων και θεωρώ επιστημονική και ηθική μου υποχρέωση να μνημονεύω συνέχεια ότι οι Μαρξ-Ένγκελς και ελάχιστοι επίγονοι, με πρώτον από όλους τον Αντόνιο Γκράμσι, με βοήθησαν στο να καταλάβω τον κόσμο καλύτερα και να χρησιμοποιώ την φιλοσοφία της πράξης ως ένα ακόμη εργαλείο στον αγώνα για την εθνική, κοινωνική και ατομική αυτοδιάθεση-απελευθέρωση.

    Είναι, μάλλον, προφανές ότι όλα τα παραπάνω με απομακρύνουν σαφώς από μια λογική «αγωνίας» για το μέλλον του μαρξισμού με την έννοια της τύχης των Αγίων Γραφών.
    Αντιθέτως, εξακολουθώ να θεωρώ σημαντικό το ζήτημα που εν τοις πράγματι έχει τεθεί: Ότι η κατάργηση και αυτού του ισμού δεν οδήγησε σε έναν κόσμο δικαιότερο, κάθε άλλο μάλιστα.

    Δυστυχώς ακόμα ισχύουν
    Είναι πια προφανές ότι το όνειρο που οι σταυροφόροι του νεοφιλελευθερισμού και της Νέας Τάξης επαγγέλλονταν για τον παράδεισο της ελεύθερης αγοράς, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, υλοποιήθηκε ως εφιάλτης για την ανθρωπότητα. Και είναι εδώ που η παρακαταθήκη του Μαρξ δεν μπορεί να αναφερθεί δίκην αστερίσκου ή μιας ακόμη απλής αναφοράς. Γιατί στον καπιταλισμό παντός είδους, η παραγωγική διαδικασία κυριαρχεί στους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι πάνω σε αυτήν ή για να διατυπωθεί και διαφορετικά, γιατί οι εργαζόμενοι δεν υπάρχουν παρά μόνο για τις ανάγκες αξιοποίησης του δοσμένου πλούτου και όχι αντίθετα ότι ο δοσμένος πλούτος πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των εργαζόμενων.

    Μπορεί να έχουν περάσει δύο εκατονταετίες από τότε που διατυπώθηκαν αυτά στο Κεφάλαιο και τα Grundrisse, αλλά, τι να κάνουμε, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι απολύτως εν ισχύι. Καθημερινά ζούμε όλοι μας το δράμα της διασπάθισης της ανθρώπινης ζωής και της συνειδητής προσπάθειας της αριστοκρατίας του χρήματος, να μετατρέψει τον ανθρώπινο ιδρώτα και αίμα σε εμπόρευμα.

    Με αυτή την έννοια φρονώ ότι:

    Πρώτον: Όχι ο «μαρξισμός», αλλά αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις, τόσο των Μαρξ-Ένγκελς, όσο και των ελάχιστων συνταξιδιωτών τους στην μακρά πορεία συγκρότησης μιας κριτικής θεωρίας για τα εθνικά και κοινωνικά δρώμενα, μιας θεωρίας που θα ήθελα να αντιστοιχεί σε αυτό που φαντάζομαι ως φιλοσοφία της πράξης.

    Δεύτερον: Όχι το σύνολο των δράσεων, αλλά ορισμένες πτυχές αυτού που οι υποτελείς τάξεις ως πραγματικό κίνημα και όχι ως εγκάθετος κομματικός μηχανισμός, έθεσαν ή και οριακά προσπάθησαν να εφαρμόσουν με την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, διατηρούν την μερική (και όχι ολική) αξία τους, αποτελώντας έναν πολικό αστέρα που εξακολουθεί να παραμένει στην θέση του, ανεξάρτητα από το αν η αιθαλομίχλη της Νέας Τάξης προσωρινά καλύπτει.

    https://slpress.gr/idees/diakosia-xronia-den-einai-arketa/

  3. Η Αριστερά απέναντι στο Έθνος 2 – από τον Μαρξ και τον Μπακούνιν στον Γκράμσι και τον Μάο

    Λουκάς Αξελός

    Όλοι μας γνωρίζουμε την διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς στο Μανιφέστο ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», την οποία όμως οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές αποκόβουν από την συνέχειά της που ρητά δηλώνει: «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».

    Ενώ σε άλλο σημείο σημειώνουν: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα με την δική του αστική τάξη» για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο που αφορά την στάση των κομμουνιστών να τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών «χωρίς να παραγνωρίζουν ότι αυτό το κόμμα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία, εν μέρει από δημοκράτες σοσιαλιστές με την γαλλική έννοια, εν μέρει από αστούς ριζοσπάστες», αλλά και όσον αφορά τους Πολωνούς «υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης».

    Τελικά το «προλεταριάτο» έχει πατρίδα;

    Ο καθείς σκεπτόμενος αντιλαμβάνεται ότι πέραν της αρχικής φράσης «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», τα δύσκολα και πραγματικά επίδικα κρύβονται στα «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να, να, να… είναι και το ίδιο επίσης εθνικό», και «η πάλη του προλεταριάτου… είναι στην αρχή εθνική», αλλά και «θεωρούν… την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης», ενώ «τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών, χωρίς να παραγνωρίζουν» κ.λπ., κ.λπ.

    Είναι απόλυτα σαφές ότι οι θεμελιωτές της φιλοσοφίας της πράξης δεν ανέπτυξαν μια πλήρη, σφαιρική και ολοκληρωμένη αντίληψη για το Εθνικό Ζήτημα. Είναι, επίσης, σαφές ότι η διεθνιστική οπτική και κατεύθυνση αποτελούν σκληρό πυρήνα της όποιας οπτικής τους, είναι όμως επίσης, εξίσου σαφές, ότι η ανάλυση του συνολικού τους έργου αποδομεί πλήρως τις επιλεκτικού χαρακτήρα και με σαφή ιδεολογική χρήση υπέρ του ά-τοπου/ά-χρονου διεθνισμού αντιλήψεις των επιγόνων και δη στην σημερινή περίοδο των φανερών ή κρυφών εραστών της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντέρνου.

    Οι Μάρξ και Ένγκελς απέναντι στα κινήματα του 19ου αιώνα
    Ας δούμε, λοιπόν, στεκόμενοι με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα, τις θέσεις που διατυπώνουν οι ίδιοι όταν έρχονται σε επαφή όχι μόνο με το αφηρημένο θεωρητικό πεδίο, ενός αφηρημένου ά-τοπου και ά-χρονου διεθνισμού, αλλά με την ίδια την σκληρή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπαρκτούς εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του 19ου αιώνα.

    Αναφερόμενος στους αγώνες των Ούγγρων πατριωτών, ο Φρειδερίκος Ένγκελς σημειώνει το 1849 ότι «πρώτη φορά στο επαναστατικό κίνημα του 1848, ένα έθνος περικυκλωμένο από υπέρτερες αντεπαναστατικές δυνάμεις τολμά να αντιμετωπίσει την δειλή αντεπαναστατική μανία με επαναστατικό πάθος».

    Λίγα χρόνια αργότερα μιλώντας για το Ιρλανδικό Ζήτημα θα διατυπώσουν στην αλληλογραφία τους.

    «Ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι μεταχειρίζονται σήμερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατουμένους ή ακόμα και εκείνους που είναι μόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν μόνο σε φυλάκιση ξεπερνά πραγματικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από την Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», γράφει ο Μαρξ και ο Ένγκελς του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συμφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο». Ο Μαρξ του ανταπαντά στις 10 Δεκεμβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη μελέτη με έπεισε όμως για το αντίθετο. Η αγγλική εργατική τάξη δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουμε».

    Για να σημειώσει έναν χρόνο αργότερα εμβαθύνοντας στο ζήτημα, το πολύ στυφό για όλους μας «… κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία κατέχει μια εργατική τάξη μοιρασμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη, αισθάνεται ένα μέλος του ηγεμονικού έθνους…».

    Την ίδια στάση με το Ιρλανδικό, θα κρατήσουν και στο Πολωνικό Ζήτημα οι Μαρξ – Ένγκελς, τονίζοντας ότι: «Κανένας δεν μπορεί να σκλαβώνει ένα έθνος ατιμώρητα», ότι «Δεν αποτελεί αντίφαση ότι το Κόμμα της Διεθνούς των εργατών αγωνίζεται για την δημιουργία του Πολωνικού Έθνους» και τέλος προς επικύρωση των παραπάνω ότι «Μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους [οι Πολωνοί] έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να είναι πρώτα απ’ όλα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές», δίνοντας στον χειραφετητικό-απελευθερωτικό αγώνα το πιο βαθύ πατριωτικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.

    Αυτές είναι μερικές από τις προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς. Δυστυχώς, λέω, μερικές.

    Κι ας μη σπεύσουν οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές σε διεθνιστική πλειοδοσία διότι θα βρεθούν προ μεγάλων εκπλήξεων. Γιατί αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο το γεγονός ότι η σωστή άποψη των Μαρξ-Ένγκελς γύρω από το Ιρλανδικό και Πολωνικό Ζήτημα δεν τους εμπόδισε, όμως, να αντιμετωπίζουν με έναν τελείως διαφορετικό και -ίσως- λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες, αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους.
    Αυτό αντανακλάται έντονα σε πολλά κείμενά τους, όπου οι βαρύτατα υποτιμητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίμμια των πρώην εθνών», «τα μελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σημασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείμματα λαών» το «ληστοσυρφετό» (Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες) και το «γουρουνολαό» (Βούλγαροι), δίνουν και παίρνουν.

    Η «φωτεινή εξαίρεση» του Όττο Μπάουερ
    Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Δίνω, χωρίς περισσότερα σχόλια, δυο αποσπάσματα από ένα γράμμα (22-25/2/1882) του Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν:

    «Κατά τα άλλα ας τρέφετε όσες συμπάθειες θέλετε για τους κατά φύσιν λαΐσκους, έτσι κι αλλιώς έχουν μια κάποια ποιητική λάμψη και φτιάχνουν ακόμα λαϊκά τραγούδια… Κι αν από την εξέγερση αυτών των λεβέντηδων απειλεί να φουντώσει ένας παγκόσμιος πόλεμος, που θα μας καταστρέψει ολόκληρη την επαναστατική μας κατάσταση, τότε πρέπει και αυτοί οι ίδιοι και το δικαίωμά τους για ζωοκλοπή να θυσιαστούν ανελέητα στα συμφέροντα του ευρωπαϊκού προλεταριάτου… Οι Βούλγαροι έχουν οι ίδιοι περιγράψει τον εαυτό τους στα λαϊκά τους τραγούδια… Η φωτιά παίζει σ’ αυτά μεγάλο ρόλο. Ένα σπίτι πιάνει φωτιά κι η νεαρή γυναίκα καίγεται, επειδή ο άντρας της, αντί να σώσει αυτήν, προτιμά να σώσει την μαύρη του φοράδα… Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;… Και μπροστά σ’ όλα αυτά θα θελήσουν πόλεμο; Σίγουρα όχι, έστω κι αν αφανίζονταν 200 ευγενείς ληστολαοί…».

    Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός μαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σημαντικό έργο του Το Εθνικό Ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί μιαν αυστηρή κριτική στα ντετερμινιστικά ιδεολογήματα του Φρειδερίκου Ένγκελς. Αναδεικνύει μιαν άλλη οπτική, εχθρική στον οικουμενικό ομοιομορφισμό της κομμουνιστικής εσχατολογίας. Προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονομίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές –τότε–, δικαιωμένες όμως ιστορικά, απόψεις, ότι: «καθήκον της Διεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας μέσα στην εθνική ποικιλομορφία της».

    Ο εθνικισμός των καταπιεστών και ο εθνικισμός των καταπιεσμένων
    Επανερχόμενοι στην ουσία του ζητήματος, ας δούμε –πέρα από τις υπερβολές– πώς προσεγγίζει την όλη οπτική Μαρξ-Ένγκελς για το Εθνικό Ζήτημα ένας από τους συνεπέστερους μαθητές τους, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, που επισημαίνει ότι δεν χωράει αμφιβολία ότι σε σύγκριση με το «εργατικό», το «εθνικό ζήτημα» έχει δευτερεύουσα γι’ αυτούς σημασία, συμπληρώνοντας όμως ότι η θεωρία τους βρίσκεται τόσο μακριά από το να αγνοεί τα εθνικά κινήματα, όσο ο ουρανός από τη γη.

    Αλλά δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της μαρξικής λογικής που μετατρέπει το έργο τους σε καρικατούρα. Η διαστρέβλωση αφορά και το έτερο μεγάλο ρεύμα το Αναρχικό, την οπτική του οποίου αγνοούν ή διαστρεβλώνουν οι υποτιθέμενοι συνεχιστές του.

    Γιατί τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί η πλήρης αποσιώπηση της πατριωτικής-διεθνιστικής δράσης του Μιχαήλ Μπακούνιν στο ιταλικό Risorgimento, στο πλευρό των Γκαριμπάλντι και Ματσίνι, ή η παθιασμένη συμμετοχή του στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσμένων σλαβικών εθνοτήτων.

    «Συναισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο… Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπάει τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως γενικά όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες. Δεν είναι καθόλου αρετή ούτε καθήκον ούτε θεωρία. Είναι φυσικό γεγονός, αρχικά πολύ περιορισμένο, που δεν ξεπερνά καθόλου τα στενά όρια της κοινότητας. Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, φυσικός πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός. Αγαπά επίσης τη γλώσσα που μιλάει ή μάλλον δεν γνωρίζει άλλη και μόνο με τη δική του μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται και να ζήσει κοινωνικά, ανθρώπινα. Ταυτίζεται επίσης με τα έθιμα και τις αληθινές και λαθεμένες αντιλήψεις της χώρας του. Αν αυτά τα έθιμα, αυτές οι ιδέες και αυτή η γλώσσα καλύπτουν μια περιοχή, τότε αρχίζει να γίνεται πραγματικά ένας τοπικός πατριώτης. Αν καλύπτουν ένα ολόκληρο έθνος, τότε γίνεται ένας εθνικός πατριώτης. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν είναι τόσο βαθιά ούτε τόσο ειλικρινά πατριώτης όσο ο λαός».

    Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας η εξαντλητική αναφορά επί των διατυπωμένων απόψεων στάσεων και πρακτικών. Ωστόσο, κρίνω απόλυτα απαραίτητο να σταθώ στην κορυφαία παρέμβαση του Λένιν, κύριου αρχιτέκτονα της λογικής αποφυγής των άκαμπτων αιτιοκρατικών σχημάτων και κεντρικού εισηγητή της διάκρισης ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη. Διανοητή που συνέβαλε στο να ξεκαθαρίσουμε την διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεστών και των εθνικισμό των καταπιεσμένων.

    Η «σύνθεση» εθνικού-ταξικού κατά τον Γκράμσι και τον Μάο
    Και στην ίδια λογική και κατεύθυνση κινήθηκε μετά την βαθιά μελέτη του ιταλικού Risorgimento, ο δάσκαλος αρκετών εξ ημών Αντόνιο Γκράμσι για να διατυπώσει με απαράμιλλη διορατικότητα ότι: «Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι το «εθνικό» και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε, για να καταλήξει στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, που κινείται σε σαφώς αντιθετική τροχιά από τον κλασικό αριστερισμό των Τρότσκι-Μπορντίγκα».

    Γνωρίζω, ότι ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι σε μια εποχή διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης το να σκαλίζεις το παρελθόν για να βρεις ερείσματα στο έθνος και τα εθνικά κινήματα μπορεί και να αποτελεί μια μορφή σχολαστικισμού ή και οπισθοδρόμησης. Πέρα από την αφετηριακά λαθεμένη αντίληψη όλων αυτών που κατά Γκράμσι «αποδοκιμάζουν το παρελθόν για να μην αντιμετωπίσουν το καθήκον του παρόντος», θα επισημάνω το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλες οι πραγματωθείσες και επικρατήσασες, ανεξαρτήτως συνέχειας, επαναστάσεις του 20ου αιώνα είχαν κατεξοχήν πατριωτικό-αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο (κινεζική, γιουγκοσλαβική, εαμική, αλγερινή, κουβανική και βιετναμέζικη).

    Γι’ αυτό και είναι όχι μόνον ορθή, αλλά και επίκαιρη, η διατύπωση του Γκέοργκ Λούκατς:

    «Ο σοσιαλιστής πολιτικός κινδυνεύει να περιπέσει σε καταστάσεις στις οποίες -από πίστη στις αρχές- θα δρούσε με αντιδραστικό τρόπο… Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει απόλυτα να υποστηρίξουν (τις εξεγέρσεις αποικιακών ή μισοαποικιακών λαών)… Το άνοιγμα των (εθνικιστικών) ιδεολογιών προς τον αληθινό διεθνισμό δεν μπορεί να προκληθεί από μια διανοητική και ουτοπιστική προκαταβολή μελλοντικών συνθηκών του σοσιαλισμού, όπου δεν υπάρχει… εθνικό πρόβλημα, αλλά μόνο από την πρακτική απόδειξη ότι το νικηφόρο προλεταριάτο ενός καταπιεσμένου έθνους ξέκοψε από τις καταπιεστικές τάσεις του ιμπεριαλισμού μέχρι τις ακρότατες συνέπειες, μέχρι το πλήρες δικαίωμα της αυτοδιάθεσης».

    Γιατί η πραγματικότητα είναι αυτή. Επανάσταση έγινε εκεί που το εθνικό ενώθηκε με το κοινωνικό χωρίς σωβινισμούς και επιθετική αντίληψη προς τα άλλα έθνη. Εκεί που το Πατρίδα ή Θάνατος αποτέλεσε το Κεντρικό Σύνθημα.
    Έτσι οι Ισπανοί αντιφασίστες πολέμησαν τον Φράνκο με το σύνθημα αυτό και Πατρίδα ή Θάνατος. Θα νικήσουμε! (Patria o Muerte! Venceremos!) ήταν το σύνθημα του Κάστρο, του Γκεβάρα, αλλά και του Χο-Τσι Μινχ, που ήταν ο πατριωτισμός και όχι ο κομμουνισμός που τον ώθησαν να πιστέψει στον Λένιν και στην Τρίτη Διεθνή, επιβεβαιώνοντας την κλασική διατύπωση του Μάο Τσε Τουνγκ:

    Τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία
    Τα έθνη την απελευθέρωση
    Οι λαοί την επανάσταση.
    Η ΕΑΜική παράδοση
    Αυτή την λογική υπηρέτησε με τον πιο συνεπή τρόπο και το δικό μας ΕΑΜ, όπως αποτυπώθηκε και στα δυο κορυφαία κείμενά του, το Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, που έγραψε ο Δημήτρης Γληνός και τον Λόγο του Άρη Βελουχιώτη στην Λαμία. Γιατί, πράγματι, το ΕΑΜ υπήρξε ένα υποδειγματικό πατριωτικό-διεθνιστικό κίνημα που στις σημαίες του είχε γραμμένο το:

    «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη την λευτεριά».
    Και σε αυτή την στρατηγική κινήθηκε η μεγάλη μερίδα της μαχόμενης ελληνικής Αριστεράς από τους πρωτεργάτες, τον Γληνό και τον Άρη, μέχρι τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, τον Πασαλίδη και τον Ηλιού, τον Νίκο Πουλαντζά και τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), τον Νίκο Ψυρούκη και τον Νίκο Σβορώνο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο.

    Και είναι αυτή η λογική που ενέπνευσε και εμπνέει παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, ασυνέχειες και αντιφάσεις την σημερινή πατριωτική-διεθνιστική πρωτοπορία στον πλανήτη, τα αριστερά μπολιβαριανά κινήματα της Λατινικής Αμερικής που εμβληματικά προτάσσουν στις σημαίες τους τον Δημοκρατικό Πατριωτισμό που ξεκινάει από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ για να καταλήξει στον Άρη, τον Γκεβάρα και τους μαθητές τους. Διότι δεν υπάρχει διεθνισμός χωρίς να υπάρχουν έθνη. Ο ίδιος ο όρος -άλλωστε- το προϋποθέτει.
    https://slpress.gr/idees/%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC-%CE%B1%CF%80%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82-2-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD/

  4. Δικτατορία του προλεταριάτου & Κρατικός Σοσιαλισμός

    Κ. Μπερνέρι

    Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια σύλληψη του Μαρξ. Σύμφωνα με τον Λένιν, «μαρξιστής είναι μόνον εκείνος που, αφού αναγνωρίσει την πάλη των τάξεων, αναγνωρίζει, και τη δικτατορία του προλετα¬ριάτου». Ο Λένιν είχε δίκιο: η δικτατορία του προλετα¬ριάτου είναι, πράγματι, για τον Μαρξ, η κατάληψη του κρατικού μηχανισμού από το προλεταριάτο το οποίο, οργανωμένο σαν πολιτικά άρχουσα τάξη, φτάνει, διαμέσου του κρατικού σοσιαλισμού στην κατάργηση όλων των τάξεων.

    Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, που έγραψε ο Μαρξ στα 1875, διαβάζουμε «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης στην δεύτερη. Σε αυτήν, αντιστοιχεί και μια πολιτικά μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».

    Ήδη, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έγραφε «Το πρώτο βήμα στο δρόμο για την εργατική επανάσταση είναι η άνοδος του προλεταριάτου στη θέση της άρχουσας τάξης… Το προλεταριάτο θα επωφεληθεί από την πολιτική του κυριαρχία, αποσπώντας σίγα σίγα από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο συγκεντρώνοντας όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή στα χέρια του προλεταριάτου που έχει οργανωθεί σαν άρχουσα τάξη».
    Ο Λένιν, στο Κράτος και επανάσταση, επιβεβαιώνει μονό τα λεγόμενα του Μαρξ:«Το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος μόνο ναι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτό που μας διαφοροποιεί από τους αναρχικούς δεν είναι, ο τελικός στόχος δηλαδή η κατάργηση του κράτους, αλλά το ότι εμείς βεβαιώνουμε πως για να πετύχουμε αυτό το στόχο, είναι απαραίτητο να μεταχειριστούμε προσωρινά εναντίον των εκμεταλλευτών τα όργανα, τα μέσα και τις μεθόδους της πολιτικής εξουσίας, με τον ίδιο τρόπο, αφού είναι απαραίτητο, με σκοπό να εξαλείψουμε τις τάξεις, να επιβάλουμε την προσωρινή δικτατορία της καταπιεσμένης τάξης.

    Το κράτος θα εξαφανιστεί στο μέτρο που δεν θα υπάρχουν πια καπιταλιστές, δεν θα υπάρχουν πια τάξεις και δεν θα είναι πια αναγκαίο να Καταπιέζεται καμία «επιμέρους τάξη». Το κράτος, όμως, δεν θα είναι για τα καλά νεκρό όσο θα εξακολουθούν να επιβιώνουν τα «αστικό δικαιώματα» που καθαγιάζουν την εκ’των πραγμάτων ανισότητα. Για να πεθάνει για τα καλά το κράτος είναι αναγκαίο να έρθει ο ολοκληρωμένος κομμουνισμός».Το προλεταριακό κράτος το σκέφτονται σαν μια προσωρινή πολιτική δομή που προορισμό έχει την καταστροφή των τάξεων.

    Στη βάση αυτής της αντίληψης, βρίσκονται η σταδιακή απαλλοτρίωση κι η ιδέα του κρατικού καπιταλισμού. Το οικονομικό πρόγραμμα του Λένιν στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, τελειώνει με τη φράση: «Σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κρατικό σοσιαλιστικό μονοπώλιο».

    Σύμφωνα με τον Λένιν: «Η διάκριση ανάμεσα στους μαρξιστές και τους αναρχικούς, συνίσταται στα εξής:

    1) Οι μαρξιστές, μολονότι προτείνουν την πλήρη καταστροφή του κράτους πιστεύουν ότι αυτήν μπορούν να την πετύχουν μόνο μετά την καταστροφή όλων των τάξεων από τη σοσιαλιστική επανάσταση και σαν αποτέλεσμα του θριάμβου του σοσιαλισμού, που θα ολοκληρωθεί με την καταστροφή του κράτους· οι αναρχικοί θέλουν την πλήρη εξάλειψη του κράτους εν μια νυκτί, χωρίς να καταλαβαίνουν τις συνθήκες που κάνουν εφικτή αυτή την εξάλειψη

    2) Οι μαρξιστές διακηρύσσουν ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλίσει το
    προλεταριάτο την πολιτική εξουσία, να καταστρέψει ολωσδιόλου τον παλιό κρατικό μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει μ’ έναν καινούριο μηχανισμό που θα αποτελείται από μια οργάνωση τον ένοπλων εργατών σύμφωνα με τα πρότυπα της Κομμούνας· οι αναρχικοί, απαιτώντας την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, δεν ξέρουν στην πραγματικότητα ούτε «με τι θα τον αντικαταστήσει» το προλεταριάτο ούτε «πώς θα χρησιμοποιήσει» την επαναστατική του εξουσία· φτάνουν μέχρι σημείου να καταδικάζουν κάθε χρήση της πολιτικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο και ν’ απορρίπτουν την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. 3) Οι μαρξιστές θέλουν να προετοιμάσουν το προλεταριάτο για την επανάσταση χρη¬σιμοποιώντας το σύγχρονο κράτος· οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή τη μέθοδο».

    Ο Λένιν παραποίησε τα πράγματα. Οι μαρξιστές «δεν έχουν στο νου τους την πλήρη καταστροφή του κράτους»,αλλά προσβλέπουν στην φυσική εξαφάνιση του κράτους σαν μια συνέπεια της καταστροφής των τάξεων μέσα από την «δικτατορία του προλεταριάτου»δηλαδή από τον κρατικό σοσιαλισμό, αντίθετα οι αναρχικοί θέλουν την καταστροφή των τάξεων μέσα από μια κοινωνική επανάσταση που εξαλείφει ,μαζί με τις τάξεις και το κράτος . Επιπλέον οι μαρξιστές δεν προτείνουν την ένοπλη κατάκτηση της Κομούνας από το σύνολο του προλεταριάτου, αλλά προτείνουν την κατάκτηση του κρατικού μηχανισμού από το κόμμα που φαντάζεται ότι αντιπροσωπεύει το προλεταριάτο. Οι αναρχικοί δέχονται να χρησιμοποιήσει το προλεταριάτο, άμεσα, την εξουσία του,δέχονται όμως ότι τα όργανα αυτής της εξουσίας είναι τα συστήματα της Κομμουνιστικής διοίκησης στο σύνολο τους – συνεταιρεστικοί οργανισμοί ,κοινοτικοί θεσμοί ,περιφερειακοί και κεντρικοί – που συγκροτούνται ελευθέρα ,έξω από το πολιτικό μονοπώλιο των κομμάτων και ενάντιων τους και προσπαθούν να περιορίσουν στο ελάχιστο την διοικητική συγκέντρωση.Ο Λένιν, για τις ανάγκες της πολεμικής, απλοποίησε αυθαίρετα τα πράγματα που διαφοροποιούν τους μαρξιστές από μας.

    Η φράση του Λένιν, «Οι μαρξιστές θέλουν να προετοιμάσουν το προλεταριάτο για την επανάσταση χρησιμοποιώντας το σύγχρονο κράτος», είναι η βάση του λενινιστικού ιακωβινισμού, όπως είναι και η βάση του κοινοβουλευτισμού και σοσιαλρεφορμιστικού υπουργισμού.
    Στα Διεθνή Σοσιαλιστικά Συνέδρια του Λονδίνου (1896) και του Παρισιού (1900), καθιερώθηκε ότι στη Σοσιαλιστική Διεθνή θα μπορούσαν να μετέχουν μόνο κόμματα κι εργατικές οργανώσεις που θα αναγνώριζαν την αρχή «της σοσιαλιστικής κατάκτησης των δημοσίων εξουσιών από το τμήμα του προλεταριάτου που Οργανώνεται σ’ ένα κόμμα σαν τάξη». Η διάσταση έγινε πάνω σ’ αυτό το σημείο – στην πραγματικότητα, όμως. η αποπομπή των αναρχικών από τη Διεθνή ήταν μόνον ο θρίαμβος του υπουργισμού, του οπορτουνισμού και του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού».
    Οι αντικοινοβουλευτικοί συνδικαλιστές και αρκε¬τές κομμουνιστικές φράξιες που επικαλούνται το μαρξισμό, απέρριψαν την κατάκτηση των δημόσιων αρχών από τους σοσιαλιστές -είτε πριν από την επανάσταση, είτε στη διάρκεια της.

    Όποιος κοιτάξει την ιστορία του σοσιαλισμού έπειτα από την αποπομπή των αναρχικών, θα μπορέ¬σει να δει μόνος του τη βαθμιαία υποβάθμιση του μαρξισμού σαν πολιτικής φιλοσοφίας μέσα από τις ερμηνείες και την πρακτική των σοσιαλδημοκρατών.

    Ο λενινισμός είναι, αναμφίβολα, μια επιστροφή στο επαναστατικό πνεύμα του μαρξισμού, συνάμα όμως είναι και μια επιστροφή στις ψευδαισθήσεις και στις αφαιρέσεις της μαρξιστικής μεταφυσικής.
    http://www.vrahokipos.net/old/theory/berneri.htm

  5. Με τον Μαρξ ή πέρα από τον Μαρξ

    Χάρης Ναξάκης*

    Ο άνθρωπος και το νόημά του…
    Η θεωρία των Μαρξ – Ενγκελς υπήρξε όντως καταλυτική για την πορεία της ανθρωπότητας, επηρεάζοντας αμέτρητους οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές σ’ όλον τον κόσμο (πολλές εθνικές οικονομίες).

    Οι επίγονοι άλλοτε τους μετέφρασαν καλά και άλλοτε ατύχησαν προσαρμόζοντας τις μαρξιστικές ιδέες σε… απροσάρμοστες αγορές.

    Για τον Εριχ Φρομ, ο Μαρξ υπήρξε ένας σπουδαίος φιλόσοφος που «προσπάθησε να βοηθήσει τον άνθρωπο να δει πόσο χοϊκός είναι και ότι πρέπει να απαλλαγεί από τον σκοταδισμό που επέβαλλαν τυραννίες και θρησκείες» (ακόμη διαβάζεται με ευχαρίστηση και αμείωτο ενδιαφέρον το βιβλίο του «Η εικόνα του ανθρώπου στον Μαρξ»).

    Στην προσπάθειά του αυτή, κάπου ξέχασε στον δρόμο την αγάπη και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στον homo sapiens, τον homo demens και τον homo ludens, στα βαθιά δηλαδή στρώματα της σωματοψυχής· οδηγήθηκε χωρίς ίσως να το καταλάβει σε οικονομικούς ντετερμινισμούς που σχεδόν αμαυρώνουν το μεγάλο του πνεύμα και τη μεγάλη καλλιέργεια που αυτό θεράπευσε.

    Ο κατασκευαστής άνθρωπος δεν είναι η έκφραση και το νόημα του ανθρώπου, παρότι τα εργαλεία ήταν εκείνα που τον έβγαλαν πιθανώς από τον πρωτογονισμό.

    Το ότι όμως κατέβασε τον άνθρωπο (τη φιλοσοφία) από τον ουρανό στη γη τού αναγνωρίζεται από όλους, φίλους και αντιπάλους.

    Ο Μαρξ των πρώτων βιβλίων (ο αποκαλούμενος «νεαρός Μαρξ») διαβάζεται απνευστί ακόμη και σήμερα και ίσως σ’ αυτόν τον Μαρξ στηρίζεται ο Αγγλος μαρξιστής για να μας παροτρύνει να τον ξαναδιαβάσουμε.

    Θα συμφωνήσουμε μαζί του – και ίσως ανακαλύψουμε πολλά αυτονόητα που έχουμε προσπεράσει χωρίς να δίνουμε σημασία…

    Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος

    Ο Terry Eagleton, ένας πνευματώδης στοχαστής, μέσω 10 ερωταπαντήσεων που αφορούν τις κριτικές που έχουν διαχρονικά ασκηθεί στη σκέψη του Μαρξ, επιχειρεί να δείξει ότι ο μαρξισμός όχι μόνο δεν είναι νεκρός αλλά συνεχίζει να αποτελεί το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να οραματιστούμε ένα ανθρωπινότερο μέλλον.

    Το συμπέρασμά του είναι ότι όλοι όσοι επιδιώκουμε έναν δικαιότερο κόσμο αναπόφευκτα είμαστε μαρξιστές.

    Terry Eagleton Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου Εκδόσεις Πατάκη, 2012 Σελ. 329
    Για τον Eagleton, τα γνωστικά θεμέλια της μαρξιστικής θεωρίας, όχι των επιγόνων της, των μαρξιστών, είναι απολύτως επαρκή και δεν υπάρχει καμία ανάγκη να επανιδρύσουμε τον μαρξισμό ή να αναζητήσουμε μετα-μαρξιστικές απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα.
    Πρόκειται για τη γνωστή αντίληψη που θεωρεί ότι οι επίγονοι και τα εγχειρήματα εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη στρέβλωσαν τη μαρξιστική θεωρία.

    Ποτέ δεν πίστεψα, ακόμα και στη μαρξιστική μου νεότητα, το δογματικό αυτό επιχείρημα.

    Ο Μαρξ είναι ένας ριζοσπάστης διανοητής του διαφωτιστικού τόξου που μας πρόσφερε μια ριζική κοινωνιολογική κριτική της νεωτερικότητας, του βιομηχανικού καπιταλισμού, τα γνωστικά θεμέλια της οποίας δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν τη νέα φάση της νεωτερικότητας.

    Ο Μαρξ είναι ένας κλασικός που η σκέψη του είναι γόνιμη και αναγκαία, αλλά δεν μας είναι περισσότερο ή λιγότερο χρήσιμη απ’ ό,τι μας είναι η σκέψη του Αριστοτέλη, του Επίκουρου και του Ηράκλειτου, του Σπινόζα, του Χέγκελ, του Ρουσό και του Φρόιντ, της Αρεντ, του Καστοριάδη και του Παπαϊωάννου.

    Ο Μαρξ ως κλασικός είναι ξεπερασμένος αξεπέραστος.

    Θα καταπιαστώ ακροθιγώς, σ’ αυτή τη σύντομη βιβλιοκριτική, με έναν από τους διαφωτιστικούς μύθους που γοήτευσαν τον Μαρξ και ατυχώς υπερασπίζει ο Eagleton.

    Ο Μαρξ, σε αντιπαράθεση με τον μονοδιάστατο άνθρωπο του φιλελευθερισμού, τον ορθολογικό ατομιστή, που ασκεί ελεύθερα με ρυθμιστή την αγορά την εγωιστική του φύση, θεμελίωσε επίσης ένα ανθρωπολογικά μονοδιάστατο ον, τον homo faber (άνθρωπος κατασκευαστής).

    Πρόκειται για μια μονοφυσιτική αντίληψη για την ανθρώπινη ταυτότητα, στον βαθμό που της αναγνωρίζει ως κύρια την ιδιότητα του κατασκευαστή (παραγωγού) των μέσων της ύπαρξής της.

    Η ανθρώπινη ουσία ταυτίζεται με την παραγωγική δύναμη του ανθρώπου, με την εργασία και τον αγώνα ενάντια στη φύση, με την οντολογία των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής.

    Ετσι συγκροτεί, όπως παρατηρεί ο Κ. Παπαϊωάννου, έναν κοινωνιολογικό μονισμό ο οποίος αναγορεύει τις παραγωγικές δυνάμεις σε δημιουργό της πραγματικότητας, σε αντίθεση με τη χεγκελιανή διαλεκτική που θεωρούσε την ιδέα ως δημιουργό της πραγματικότητας.

    Για τον Μαρξ (βλ. γερμανική ιδεολογία), «αυτό που είναι οι άνθρωποι συμπίπτει με τα προϊόντα που παράγουν και με τον τρόπο που τα παράγουν», γι’ αυτό «η φύση που παράγεται από τη βιομηχανία είναι γνήσια ανθρωπολογική φύση» και «κάθε αυθεντικά ανθρώπινη δραστηριότητα υπήρξε ίσαμε τώρα εργασία, άρα βιομηχανία».

    Ετσι, «αν η βιομηχανία νοηθεί ως η εξωτερίκευση των ουσιωδών δυνάμεων του ανθρώπου, μπορούμε να κατανοήσουμε τόσο τη φυσική ουσία του ανθρώπου όσο και την ανθρώπινη ουσία της φύσης».

    Ιδού λοιπόν ο κατά Μαρξ άνθρωπος. Η ουσία του είναι η παραγωγική του φύση, είναι ένας homo economicus, ένας προμηθεϊκός παραγωγός, κατασκευαστής εργαλείων και προϊόντων.

    Ο κοινωνιολογικός μονισμός του αναγνωρίζει μόνο τον οικονομικό ντετερμινισμό, περιορίζει τις ουσιώδεις δυνάμεις του ανθρώπου αποκλειστικά στις παραγωγικές του δυνάμεις που συνιστούν την πραγματική ανθρώπινη ιστορία.

    Οτιδήποτε άλλο εμφανίζεται ως ανθρώπινη ιστορία είναι μια ψευδαίσθηση, κάθε μορφή εξω-οικονομικής ζωής δεν έχει πραγματική βάση, γι’ αυτό για τον Μαρξ «δεν υπάρχει ιστορία της πολιτικής, του δικαίου, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας, κ.λπ.».

    Η οντολογία όμως των παραγωγικών δυνάμεων μετατρέπει τον άνθρωπο σε άθυρμα του οικονομικού ντετερμινισμού και καθιστά τον Μαρξ έναν από τους κήρυκες του καπιταλιστικού φαντασιακού, σύμφωνα με το οποίο τα πάντα εξαρτώνται από την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

    Να γιατί η Αριστερά, σχεδόν σε όλες τις εκδοχές της, νιώθει μια ακαταμάχητη έλξη από τον οικονομισμό, την παραγωγικότητα, τον καταναλωτισμό, την τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη σε όλες της μεταμφιέσεις της (βιώσιμη ανάπτυξη, λαϊκή ανάπτυξη, κ.λπ.).

    Η κεντρική ιδέα της Αριστεράς είναι ότι θα έρθει σύντομα η στιγμή που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που είναι για τον Μαρξ η γνήσια ανθρωπολογική φύση, δεν θα μπορεί να συγκρατηθεί μέσα στα όρια του καπιταλισμού και έτσι θα δημιουργηθεί η υλική βάση για τον σοσιαλισμό.

    Η Αριστερά ταυτίζεται πλήρως με τον φιλελευθερισμό ως προς την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας, τον μονοδιάστατο ορισμό του ανθρώπου ως homo economicus και διαφοροποιείται μόνο ως προς την ανάγκη της ίσης κατανομής των αγαθών που παράγει η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

    Ο Διαφωτισμός και οι συνιστώσες του δημιούργησαν τον πιο τυραννικό θεό, την οικονομία, την πίστη στην αέναη ανάπτυξη, στην παράλογη δηλαδή ιδέα ότι προορισμός μας είναι να παράγουμε περισσότερα και να καταναλώνουμε περισσότερα.

    Αν όμως η ανάπτυξη είναι η νέα θρησκεία, τότε χρειαζόμαστε οικονομικά άθεους, που να οργανώσουν την επιβράδυνση της οικονομίας, την αποανάπτυξη, και μέσω αυτής μια αξιοβίωτη ζωή που θα περιορίζει τις ανάγκες (επιθυμίες), τα εμπορεύματα, την ταύτιση της ευτυχίας με την απεριόριστη κατανάλωση.

    *Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΤΕΙ Ηπείρου, συγγραφέας, charisnax@yahoo.gr

    http://www.efsyn.gr/arthro/me-ton-marx-i-pera-apo-ton-marx

  6. Κώστας Δουζίνας: Πρέπει να φανταστούμε τι θα έλεγε ο Μαρξ σήμερα και όχι να επαναλαμβάνουμε συνθήματα και τσιτάτα
    Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη

    ΠΗΓΗ http://avgi.gr/article/10812/9262966/prepei-na-phantastoume-ti-tha-elege-o-marx-semera-kai-ochi-na-epanalambanoume-synthemata-kai-tsitata

    * Σε πρόσφατο άρθρο σας μιλήσατε για τη δίκαιη ανάπτυξη και την πνευματική αναγέννηση επισημαίνοντας ότι «η Αριστερά πρέπει να αντισταθεί και να αντιστρέψει την ‘πνευματική μιζέρια’ που μας περικυκλώνει». Σ’ αυτή τη συνθήκη εδράζεται ο κύκλος «Θεωρία στο Μέγαρο» που εγκαινιάσατε το 2016;

    Έχετε δίκιο. Η παλιά διάκριση μεταξύ «υψηλού» και «χαμηλού» πολιτισμού εγκαταλείφθηκε. Ο Ευριπίδης και τα κόμικς, το χιπ-χοπ και ο Μότσαρτ, ο Σεζάν και ο Μπάνκσυ, το βίντεο-αρτ και ο Μπέργκμαν συνευρίσκονται σε πινακοθήκες και δισκάδικα, σε σινεμά και κρεβατοκάμαρες, σε Mέγαρα και laptops. «Πολιτισμός» είναι το mise-en-scène μιας κοινωνίας, ο τρόπος που αναπαριστά συμβολικά και νοηματοδοτεί τον εαυτό της. Δίνει μορφή σε ιδέες και αρχές, νομοθετεί και σκηνοθετεί, φανερώνει και απεικονίζει την σχέση εαυτού και άλλου. Ο πολιτισμός περιλαμβάνει την τέχνη, το θέατρο, τη λογοτεχνία και τον χορό αλλά είναι πολύ περισσότερο. Μας ανοίγει έναν κόσμο και μας εισάγει σ’ αυτόν, σ’ ένα σύνολο εννοιών, ιδεών και αξιών με τις οποίες κατανοούμε τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, τι ορθό και τι λάθος, τι ωραίο και τι άσχημο. Εμείς, με τη σειρά μας, επανοηματοδοτούμε τον κόσμο με τη σκέψη και τη φαντασία.

    Ο πολιτισμός δέχεται μεγάλη επίθεση σήμερα. Ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος είναι μια μηχανή επιθυμίας. Οτιδήποτε επιθυμεί μπορεί να γίνει δικαίωμα, απαίτηση, απόλαυση. Αλλά η επιθυμία είναι αχόρταγη. Μόλις αποκτήσω το αντικείμενο του πόθου μετακινείται σε άλλο, σε ένα σπιράλ επιθυμίας – απόλαυσης – ματαίωσης. Τα πάντα έχουν ανταλλακτική αξία, αλλά τίποτα δεν έχει αξία. Αυτή είναι η ηθική του μηδενιστή και του κυνικού, του καπιταλιστή της τελευταίας περιόδου. Σ’ αυτή στηρίζονται τα πολιτιστικά «σκουπίδια» στην τηλεόραση και τα social media, τα Μακελειά και ο Σώρρας, το Νάμμος και τα σκυλάδικα. Εμείς αρκούμαστε συχνά να γελοιοποιούμε και να καταγγέλλουμε την κιτς αισθητική τους. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Η αισθητική της υποκουλτούρας έχει διαλεκτική σχέση με την ηθική του κυνισμού και την εθνικιστική ιδεολογία. Η πολιτιστική μιζέρια αποτελεί το έδαφος στο οποίο φυτρώνει η Ακροδεξιά.

    Πρέπει να υφάνουμε εκ νέου τον κοινωνικό ιστό
    Η «Θεωρία στο Μέγαρο», οι πολλές προγραμματισμένες εκδηλώσεις στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, που έχω την τιμή να προεδρεύω, αποτελούν μια προσπάθεια δημιουργίας μιας counter culture στην κυρίαρχη κουλτούρα, με αισθητικά, ηθικά και γνωσιολογικά στοιχεία. Η μεταπολεμική Αριστερά, σε συνθήκες βαριάς ήττας, πρωταγωνίστησε στην πολιτιστική αναγέννηση της χώρας. Σήμερα, σε συνθήκες ευνοϊκές, υποτιμήσαμε την αντιπαράθεση στον χώρο των ιδεών, του πολιτισμού με την ευρεία έννοια, της φαντασιακής οργάνωσης της κοινωνίας. Αλλά εδώ θα κριθεί το μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας μετά το τέλος του μεσοπρόθεσμου και της προνομιακής έμφασης στην οικονομία και τα οικονομικά, την πιο αδύναμη των επιστημών. Χρειαζόμαστε δουλειά μυρμηγκιού αλλά και βλέμμα αετού, μέσα στον πολιτισμό και ενάντια στα σημερινά κυρίαρχα νοήματα και αξίες. Να ξαναχτίσουμε τα κοινωνικά κινήματα από κάτω αλλά και να τα μπολιάσουμε με τις μεγάλες ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής μας. Δεν αρκεί να ανατρέψουμε την οικονομική καταστροφή. Πρέπει να υφάνουμε εκ νέου τον κοινωνικό ιστό. Το αριστερό φαντασιακό πρέπει να χτίσει άλλες αλήθειες, άλλη ηθική, άλλη αισθητική.

    * Η «Θεωρία στο Μέγαρο» ξεκινά τη φετινή περίοδο αύριο με τη διάλεξη του Πολ Μέισον για «Το Εργατικό Κόμμα υπό τον Κόρμπιν. Αποτελέσματα και προοπτικές». Ποιες ακόμα διαλέξεις περιλαμβάνει το φετινό πρόγραμμα; Ποια πεδία της κριτικής σκέψης επιδιώκετε να καλύψετε;

    Μπαίνουμε στον τέταρτο ετήσιο κύκλο. Οι προηγούμενοι κάλυψαν τα κρίσιμα θέματα και προκλήσεις της εποχής μας. Ακούσαμε τα μεγάλα ονόματα της κριτικής θεωρίας, αυτούς που διαβάζουμε στο πρωτότυπο ή τις ελληνικές μεταφράσεις αλλά και νεότερους θεωρητικούς. Οι θεματικοί κύκλοι απαντούν στα μεγάλα ερωτήματα και αγωνίες της εποχής: Τι είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα (Etienne Balibar, David Harvey, Wendy Brown, Susan Buck – Morss), την κρίση της δημοκρατίας, τον λαϊκισμό και την Ευρώπη (Chantal Mouffe, Eric Fassin, Κώστας Δουζίνας, Wendy Brown, Clauss Offe, Bruce Robbins, Αιμίλιος Αυγουλέας, Αιμίλιος Χριστοδουλίδης), το φύλο, τη σεξουαλικότητα και το σώμα (Judith Butler, Jacqueline Rose, Dame Marina Warner, Joanna Bourke).

    Φέτος συνεχίζουμε στις ίδιες κατευθύνσεις. Ο μεγάλος θεωρητικός, δημοσιογράφος και φίλος της Ελλάδας Paul Mason ανοίγει τον κύκλο αύριο, με μια επίκαιρη διάλεξη καθώς καρκινοβατούν οι διαπραγματεύσεις του Brexit. Ο τίτλος είναι το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπυν. Ο Paul θα μιλήσει για τη Βρετανία, αλλά και για την Ευρώπη, την Ελλάδα και το μέλλον της αριστεράς. Συνεχίζουμε με δυο εμβληματικούς διανοούμενους από το Δίκαιο και τη Θεολογία. Ο Duncan Kennedy, του Harvard Law εκ των ιδρυτών της σχολής Critical Legal Studies, θα μιλήσει για το σύνταγμα, τον Μαρξισμο και τη ριζοσπαστική δημοκρατία. Ο John Millbank, ιδρυτής της σχολής Radical Orthodoxy, θα μιλήσει για την θεολογία, τον μεταφιλελευθερισμό και την Αριστερά. Ακολουθεί ο Stephen Smith ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της Ρωσικής Επανάστασης, που θα την συγκρίνει με την Κινεζική. Μετά ο Matt Cook, ιστορικός της gay κοινότητας, που θα μιλήσει για τα “αρχεία συναισθημάτων” και το AIDS στη Μεγάλη Βρετανία των ’80. Τέλος, η φιλόσοφος Albena Azmanova θα κλείσει την σειρά με θέμα τον λαϊκισμό ως μεταμόρφωση του καπιταλισμού. Όπως βλέπετε, η προσπάθειά μας είναι να καλύψουμε τα σημαντικά ερωτήματα της εποχής από κριτική και ριζοσπαστική σκοπιά δίνοντας έτσι αφορμή για να ξεκινήσουν γενικότερες αναζητήσεις και στην Ελλάδα.

    * Γιατί επιλέξατε τους συγκεκριμένους και όχι κάποιους άλλους εκπροσώπους της κριτικής σκέψης;

    Οι διαλέξεις αποτελούν συνδιοργάνωση του Megaron Plus και του Birkbeck Institute for the Humanities, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το οποιο ίδρυσα και διεύθυνα για 10 χρόνια. Οι ομιλητές λοιπόν είναι φίλοι και σύντροφοι, μέλη ή fellows του Ινστιτούτου. Από την άλλη πλευρά, αν θέλατε να φτιάξετε το dream team της κριτικής θεωρίας, οι ομιλητές μας θα ήταν στην πρώτη ενδεκάδα. Δεν ξέρω καμιά άλλη σειρά διαλέξεων στην Αθήνα που για τρία χρόνια χωρίς διακοπή να έφερε τόσα μεγάλα ονόματα στην Ελλάδα. Και βέβαια, αν εσείς ή κάποιος από τους αναγνώστες είχε προτάσεις για ομιλητές, παρακαλώ να μου τους πείτε. Αυτό που συνειδητοποίησα οργανώνοντας τη σειρά είναι ότι η παγκόσμια διανόηση παρακολουθεί με περιέργεια, ενδιαφέρον και αγάπη την ελληνική Αριστερά. Η εμπειρία της «πρώτης φοράς αριστερά» αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας αλλά και ιδεολογικής συστράτευσης και συναισθηματικής αλληλεγγύης. Όσους προσκαλέσαμε δέχτηκαν αμέσως θέλοντας να μάθουν για το έργο της ελληνικής κυβέρνησης, την πολιτιστική σκηνή που δημιουργούμε αλλά και να επισκεφτούν την «ριζοσπαστική Αθήνα».

    Η αντιπαράθεση για τον λαϊκισμό
    * Πού επικεντρώνεται η θεωρητική αναζήτηση διεθνώς αυτή την περίοδο;

    Αυτή τη στιγμή, η μεγάλη αγωνία και θεωρητική αναζήτηση γίνεται γύρω από την άνοδο της Ακροδεξιάς και τις αντιστάσεις που πρέπει να οργανώσει η δημοκρατική Ευρώπη. Υπάρχει μεγάλη παραγωγή μελετών και βιβλίων για τη κρίση της δημοκρατίας, τον λαϊκισμό και το μέλλον της Ευρώπης. Ειδικά για τον λαϊκισμό, που αποτελεί μια μόνιμη θεματική των διαλέξεών μας, έχουμε μια σαφή αντιπαράθεση. Η μια πλευρά διακρίνει σαφώς την αριστερή από τη δεξιά εκδοχή του και προτείνει τον αριστερό λαϊκισμό και την πόλωση μεταξύ λαού / κατεστημένου και Αριστεράς / Δεξιάς ως χρήσιμη πολιτική στρατηγική στη μεταφορντική κοινωνία. Η αντίθετη άποψη θεωρεί κάθε λαϊκισμό καταστρεπτικό για τη δημοκρατία και προτείνει μια πλουραλιστική στρατηγική με την δημιουργία συναινετικών συγκλίσεων. Είναι μια θεωρητική συζήτηση με σαφείς πολιτικές απολήξεις, όπως βλέπουμε αυτές τις μέρες και στον ΣΥΡΙΖΑ. Μια άλλη συζήτηση ξεκινάει από τη φεμινιστική, μετα-αποικιοκρατική και queer θεωρία και βάζει στο κέντρο το φύλο, το σώμα και τη διαφορετικότητα ενάντια στην λογοκεντρική λογική του δογματικού μαρξισμού, της δομιστικής κοινωνιολογίας και των διαφόρων δυισμών (δημόσιο / ιδιωτικό, κανόνας / εξαίρεση) που δεν επιτρέπουν τη διαλεκτική τους υπέρβαση. Τέλος, μια άλλη θεωρητική συζήτηση στην οποία αναφέρθηκαν οι Δουζίνας και Χριστοδουλίδης και θα αναλύσει και ο Duncan Kennedy είναι γύρω από τον συνταγματισμό και το κράτος των δικαστών. Όπως προχωράμε προς τη συνταγματική μεταρρύθμιση, η σχέση πολιτικής και δικαίου, όπως και ανθρωπίνων με πολιτικά δικαιώματα, γίνονται κεντρικές θεωρητικές αντιπαραθέσεις με πολιτικές και νομικές επεκτάσεις.

    Θεωρητική και ιδεολογική αντιπαράθεση
    * Παρ’ ότι η ριζοσπαστική σκέψη έχει διαπιστώσει και διατυπώσει αρκετά νωρίς το πλαίσιο και τις συνθήκες που στη συνέχεια βιώσαμε μέσα στην κρίση, η «Θεωρία στο Μέγαρο» και εσείς προσωπικά δεχτήκατε σφοδρές επιθέσεις. Θεωρείτε ότι είναι θέμα μόνο σκληρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης;

    Έχετε δίκιο, είναι κατ’ αρχήν θέμα θεωρητικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η θεωρία, με τις ιδεολογικές της επιπτώσεις, έχει μεγάλη επιρροή και στην πολιτική. Ίσως η Δεξιά το καταλαβαίνει αυτό καλύτερα. Έχουν διάφορα κέντρα, ιδρύματα και think tanks που προσπαθούν να επηρεάσουν την επιστημονική συζήτηση, τις ερευνητικές δραστηριότητες και κατ’ επέκταση την «κοινή γνώμη». Γιατί η ιδεολογική ηγεμονία ακολουθεί μια θεωρητική αντιπαράθεση και νίκη της μίας πλευράς. Ο Χάγιεκ και ο όμιλος Μον Πελερεν που καλλιεργούσαν τον νεοφιλελευθερισμό ήταν μια ασήμαντη ομάδα τη δεκαετία του ’50, όταν κυριαρχούσε ο Κεϋνσιανισμός. Αλλά με τη βοήθεια αμερικανικών εταιρειών και ιδρυμάτων δόθηκαν υποτροφίες και κονδύλια για διδακτορικά και έρευνες και σταδιακά αυτή η οικονομική αίρεση κατέκτησε τις μεγάλες business schools μετατρέποντας τις καταστροφικές της ετεροδοξίες στη σημερινή ορθοδοξία. Η Θάτσερ και ο Ρέιγκαν ακολούθησαν αργότερα.

    Επομένως η θεωρητική αντιπαράθεση στις ιδέες των φιλελεύθερων κάνει τη σειρά διαλέξεων ύποπτη και επικίνδυνη, όταν μάλιστα γίνεται στο Μέγαρο, όπου δεν έμπαιναν οι sans culottes μέχρι πρόσφατα. Αλλά υπάρχει και το προσωπικό στοιχείο. Είπαν ότι “εάλω το Μέγαρον” από τον Δουζίνα, ότι γύρισα στην Ελλάδα για να εισβάλω στον «χώρο της αστικής καθιέρωσης». Ότι είμαι χίπι και ασυνάρτητος, συνεχιστής του Μάη του ’68, και έχω “προσηλυτίσει, παρά πολλά καλά μυαλά στη «χαρούμενη γνώση της αντισυστημικής θεωρίας»’. Τολμώ να γράφω βιβλία με τίτλο «Νόμος και αισθητική» ή χρησιμοποιώ την ψυχανάλυση στην ανάλυση του δικαίου. Οι επιθέσεις δείχνουν είτε άγνοια είτε μισαλλοδοξία και για μένα είναι τίτλοι τιμής. Υπάρχει λοιπόν ιδεολογική αντιπαράθεση γιατί οργανώνουμε διαλέξεις, γράφω βιβλία και άρθρα που αντιλέγουν στις κοινότοπες επαναλήψεις και τα βαρετά τσιτάτα των οργανικών διανοούμενων.

    Αλλά υπάρχει κι ένα νιτσεϊκό ressentiment. Το ressentiment είναι μια αίσθηση εχθρότητας εναντίον κάποιου που προβάλουμε ως την αιτία της δικής μας ματαίωσης. Η αναγωγή του σε αντικείμενο ζήλειας και εχθρότητας γίνεται μηχανισμός ψυχικής άμυνας που προστατεύει από την παραδοχή της δικιάς μας αποτυχίας. Έτσι είπαν «πώς είναι δυνατόν πετυχημένος πανεπιστημιακός να γυρίζει στην Ελλάδα ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ;». Με τα δικά τους κριτήρια ήμουνα πετυχημένος: Πολλά βιβλία μου είναι μεταφρασμένα σε πάνω από δέκα γλώσσες, οι διδακτορικοί φοιτητές μου διδάσκουν σε πολλές χώρες διαδίδοντας τη σχολή σκέψης Critical Legal Studies που ιδρύσαμε στη Βρετανία και διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζει την επιστημονική του ενασχόληση και να μην ενδιαφέρεται για υπουργείο; Πρέπει να υπάρχει κάποιο υπόγειο σατανικό σχέδιο και όχι το πολύ απλό, ότι μετά σαράντα χρόνια γράφοντας για την ριζοσπαστική νομική και πολιτική φιλοσοφία ήθελα να δω την εφαρμογή των ιδεών από κοντά.

    Οι πρόσφυγες, ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος
    * Συχνά επισημαίνετε ότι το να συζητάμε είναι μια βαθιά πολιτική πράξη. Με τη Θεωρία στο Μέγαρο επιδιώκετε αυτή τη συζήτηση. Ωστόσο η ακροδεξιά ρητορική, η ξενοφοβία, η συνθήκη τού «νόμος και τάξη» διαβρώνει όλο και περισσότερο το κοινωνικό σώμα. Είναι απλώς σημείο της εποχής μας ή ένα σοβαρό έλλειμμα; Η αδυναμία ή ατολμία, ίσως, ανανέωσης της θεωρητικής σκέψης ακόμα και στους κόλπους της Αριστεράς, με τις συνακόλουθες επιπτώσεις στην παραγωγή πολιτικής σκέψης και πρακτικής, έχει το δικό της μερίδιο σ’ αυτό το έλλειμμα;

    Η «κοινή γνώμη» και η φαντασιακή τάξη μιας κοινωνίας έχει πραγματολογικά, ιδεολογικά και ηθικά στοιχεία. Στην Ελλάδα πιστεύω πως η ηγεμονική άποψη υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανταγωνιστική (η υποτιθέμενη «αλήθεια»). Επομένως οι αγορές αποτελούν τον αποτελεσματικότερο και δικαιότερο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Όσοι χάνουν στον οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων είναι οι «ανάξιοι φτωχοί» (αυτή είναι η κυρίαρχη ιδεολογία). Τέλος, ο εγωισμός, η επιθετικότητα και η αδιαφορία για τα βάσανα των άλλων αποτελεί την ορθή ηθική στάση. Τα στοιχεία αυτά κάνουν την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την κανονικότητα βασικές παραμέτρους ψυχικής ισορροπίας. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες γίνονται έτσι ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος για την κοινή γνώμη όπως φαίνεται από την άνοδο της Ακροδεξιάς σ’ όλη την Ευρώπη. Μας «επιβαρύνουν» οικονομικά, είναι ηθικά διαφορετικοί και επικίνδυνοι και υποσκάπτουν την πολιτισμική και αισθητική μας ταυτότητα.

    Η Αριστερά κυβερνά μια κοινωνία η φαντασιακή τάξη της οποίας είναι αντίθετη με τις πίστεις της. Η ηγεμόνευση του κοινού νου, η αποδοχή ενός κυρίαρχου αφηγήματος αποτελεί κεντρικό πεδίο σύγκρουσης επομένως. Εδώ τα οικονομικά επιχειρήματα, η δίκαιη ανάπτυξη και κάποια αυταρέσκεια δεν αρκούν. Ο αγώνας είναι πολύ πιο βασικός: τι είναι αλήθεια και ψέμα, τι δίκαιο και τι άδικο, τι επιτρεπτό ηθικά και απαγορευμένο. Χρειαζόμαστε νέα θεωρητικά εργαλεία που βγαίνουν από τον δυτικό μαρξισμό, την ψυχανάλυση, τη φαινομενολογία, την φεμινιστική και post-colonial θεωρία. Χρειάζεται να πάρουμε στα σοβαρά τις ανησυχίες και τις ανασφάλειες και να συντονίσουμε το πρόγραμμα κοινωνικής απελευθέρωσης με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ψυχικής οικονομίας. Θα μου πουν είναι αυτά μαρξιστικά; Απαντώ ότι πρέπει να φανταστούμε τι θα έλεγε ο Μαρξ σήμερα και όχι να επαναλαμβάνουμε διάφορα συνθήματα και τσιτάτα.

    ΠΗΓΗ http://avgi.gr/article/10812/9262966/prepei-na-phantastoume-ti-tha-elege-o-marx-semera-kai-ochi-na-epanalambanoume-synthemata-kai-tsitata

  7. Ο Κ.Μαρξ (1854) για τους Έλληνες κληρικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

    Διάλεξα από δυο κείμενα του Καρλ Μαρξ τα σημεία που αναφέρονται στα προνόμια του ελληνικού κλήρου κάτω από το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο διαδέχθηκε το Ορθόδοξο Ανατολικό ρωμαϊκό Κράτος. Ο Μαρξ δείχνει ιδιαίτερα ενήμερος και κάνει εύστοχες παρατηρήσεις ακόμη δε και αστεία πάνω στο θεοκρατικό τραγέλαφο των ιερατικών προνομίων της «Τουρκοκρατίας», ως συνέχειας του βυζαντινού καθεστώτος, ο οποίος στην Ελλάδα έχει εξωραϊστεί σε βαθμό ιστορικής παραχάραξης, για να διευκολυνθεί η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Η μετάφραση είναι δική μου και η μόνη δάφνη που διεκδικεί είναι η ειλικρινής (αλλά ομολογώ πολύ βιαστική) προσπάθεια να αποδοθεί το γράμμα και το πνεύμα του κειμένου. Δίνω πάντως τους συνδέσμους για να οδηγηθεί ο αναγνώστης στα αγγλικά κείμενα.

    Α) Ο Karl Marx στη «New-York Herald Tribune» (άρθρο γραμμένο 28 Μαρτίου 1854).

    « ‘Κήρυξη πολέμου –Πάνω στην Ιστορία του Ανατολικού ζητήματος’.…….Η Κωνσταντινούπολη έχοντας παραδοθεί με συνθηκολόγηση όπως και το μέγιστο μέρος της ευρωπαϊκής Τουρκίας (Σημ.Λασκ.: Ο Μαρξ δέχεται ως αληθινό αυτό που και το πατριαρχείο ισχυριζόταν κάθε φορά που διεκδικούσε χατίρια από το Σουλτάνο, πως δηλαδή η Νέα Ρώμη δεν ήταν δορυάλωτη, γιατί δεν αντιστάθηκε σύσσωμη προδόθηκε από τα μέσα, με υπόγεια συνεννόηση ανθενωτικών κληρικών και αρχόντων με τον Πορθητή), επιτρέπει να απολαμβάνουν οι χριστιανοί εκεί το προνόμιο να ζουν ως ραγιάδες κάτω από την τουρκική κυβέρνηση. Αυτό το προνόμιο το έχουν μόνο όσοι αποδέχονται την προστασία των Μουσουλμάνων. Αποτέλεσμα αυτού είναι το γεγονός ότι ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, πνευματικός αρχηγό τους, είναι την ίδια στιγμή πολιτικός εκπρόσωπος τους και Δικαστής τους. Όπου, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα βρείτε μια κοινότητα Ελλήνων οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποί τους είναι κατά το νόμο μέλη στα Δημοτικά Συμβούλια, και υπό την καθοδήγηση του πατριάρχη, ελέγχουν την κατανομή των φόρων που επιβάλλονται στους Έλληνες. Ο πατριάρχης είναι υπεύθυνος έναντι της Πύλης ως προς τη καθοδήγηση των ομοθρήσκων του. Περιβεβλημένος με το δικαίωμα της δικαστικής κρίσης των ραγιάδων της Εκκλησίας του, έχει αναθέσει αυτό το δικαίωμα στους μητροπολίτες και επισκόπους, στα όρια των επισκοπών τους, με τις ποινές τους να είναι υποχρεωτικές για τους αξιωματούχους της Πύλης, τον Καδή κλπ. να τις εκτελέσουν. Οι τιμωρίες που έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν είναι πρόστιμα, φυλάκιση, ραβδισμοί στις φτέρνες και εξορία. Εκτός αυτού, η Εκκλησία τους δίνει τη δύναμη του αφορισμού. Πέρα από το όφελος των προστίμων, εισπράττουν ποικιλία φόρων για τις αστικές και εμπορικές δικαστικές πράξεις. Κάθε ιεραρχική κλίμακα μεταξύ των κληρικών έχει την χρηματική τιμή της. Ο πατριάρχης πληρώνει στο Διβάνι ένα βαρύ φόρο για την απόκτηση της θέσης του, αλλά πουλάει, με τη σειρά του, τις αρχιεπισκοπές και επισκοπές προς τους κληρικούς του. Οι τελευταίοι αποζημιώνονται με την πώληση των κατώτερων αξιωμάτων και με τις εισφορές των παπάδων τους. Αυτοί, πάλι, πουλούν τη δύναμη που έχουν αγοράσει από τους ανωτέρους τους, με πράξεις όπως βαφτίσια, γάμους, διαζύγια και διαθήκες.

    Είναι προφανές από τα εκτεθέντα ότι αυτό το ρούχο του θεοκρατικού καθεστώτος πάνω στους Έλληνες χριστιανούς της Τουρκίας, και όλη η δομή της κοινωνίας τους, έχει θεμέλιο λίθο την υποταγή του ραγιά κάτω από το Κοράνι, γεγονός το οποίο, με τη σειρά του, οδηγεί στην αντιμετώπισή τους ως απίστων – δηλαδή, ως έθνος μόνο από θρησκευτική άποψη – επικυρώνοντας έτσι τη συνδυασμένη πνευματική και κοσμική εξουσία των ιερέων τους. Στη συνέχεια, εάν καταργήσεις την υπαγωγή τους κάτω από το Κοράνι με μια αστική χειραφέτηση, θα ακυρώσεις την ίδια στιγμή την υποταγή τους προς τους κληρικούς, και θα προκαλέσεις μια επανάσταση στις κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές τους σχέσεις, η οποία σε πρώτη φάση, αναπόφευκτα θα τους παραδώσει στην επιρροή της Ρωσίας. Αν υποκαταστήσεις το Κοράνι με έναν αστικό κώδικα, θα πρέπει να εκδυτικοποιήσεις ολόκληρη τη δομή της βυζαντινής κοινωνίας».

    http://www.marxists.org/archive/marx/works/1854/03/28.htm

    Β) «Η Ελληνική Εξέγερση», Karl Heinrich Marx, in Karl Marx, Frederick Engels: Collected Works, vol. 13, Marx and Engels, 1854-1855, translated by Susanne Flatauer and Barrie Selman. (International Publishers, New York, NY, 1980). σελ. 70-72.

    […]

    «Έλληνας παπάς με Τούρκο» του Louis Dupré (1825)

    «Από την άλλη πλευρά, το κύριο χαρακτηριστικό που διακρίνει την ελληνική ομολογία από όλους τους άλλους κλάδους της χριστιανικής πίστης, είναι η ταύτιση του κράτους και Εκκλησίας, της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ζωής. Έτσι στενά συνυφασμένα ήταν Κράτος και Εκκλησία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είναι αδύνατο να γράψετε την ιστορία του ενός, χωρίς να γράψετε την ιστορία της άλλης.Στη Ρωσία η ίδια ταυτότητα επικρατεί, αν και σε αντιδιαστολή με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Εκκλησία έχει μετατραπεί σε απλό εργαλείο του κράτους, το όργανο της υποταγής στο εσωτερικό και της επιθετικότητάς του στο εξωτερικό. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμφωνα με τις ασιατικές παραδόσεις των Τούρκων, η βυζαντινή θεοκρατία έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και η ίδια σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο παπάς της ενορίας ένα είναι την ίδια στιγμή ο δικαστής, ο δήμαρχος, ο δάσκαλος, ο εκτελεστής των διαθηκών, ο αξιολογητής των φόρων, ο πανταχού παρών ρυθμιστής της ζωής των πολιτών, όχι ο υπηρέτης της, αλλά το αφεντικό της.Η βασική προσέγγιση για να στηθεί από τους Τούρκους το θέμα αυτό, δεν είναι η ακύρωση των προνομίων του κλήρου, αλλά αντίθετα, η θεώρηση πως κάτω από την ηγεμονία του ιερατείου και από την επί παντός καταπιεστική κηδεμονία του, ο έλεγχος και η παρέμβαση της Εκκλησίας έδωσαν τη δυνατότητα να απορροφηθεί το σύνολο του πεδίου της κοινωνικής ύπαρξης.5 Ο κ. Φαλμεράυερ πολύ διασκεδαστικά μας λέει, στην «Orientalische Briefe» του, πώς ένας Έλληνας ιερέας εξεπλάγη όταν τον πληροφόρησε ότι οι Λατίνοι κληρικοί δεν απολαμβάνουν πολιτική εξουσία σε όλα, και δεν είχαν κοσμικές δουλειές να διεκπεραιώσουν. “Πώς», αναφώνησε ο ιερέας, «καταφέρνουν οι Λατίνοι αδελφοί μας να σκοτώσουν την ώρα τους;”».

    http://solomon.tinyurl.alexanderstreet.com/cgi-bin/asp/philo/soth/getdoc.pl?S10022553-D000012

  8. Η «ΜΑΡΞΙΚΗ ΟΥΤΟΠΙΑ»

    «Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία θα κυριαρχεί η ανεμπόδιστη δραστηριότητα αυτοσκοπός απέναντι στην καταναγκαστική εργασία, δηλαδή απέναντι στη μισθωτή σκλαβιά και τη δουλειά που είναι αναγκαία για να καλύψουν οι άνθρωποι τις βιοποριστικές τους ανάγκες,

    για μια κοινωνία όπου το Είναι των ανθρώπων θα εναρμονίζεται με την ανθρώπινη ουσία,

    για μια μη ταξική, μη κρατική, αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία στην οποία θα έχει εκλείψει η εμπορευματική παραγωγή και το χρήμα και θα κυριαρχεί η αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»,

    για μια κοινωνία στην οποία οι κατηγορίες άνθρωπος και πολίτης θα πάψουν να αποτελούν μια πραγματικότητα δίχως αλήθεια και μια αλήθεια δίχως πραγματικότητα και θα έχουν συγχωνευθεί στην κατηγορία του πολιτικού-κοινωνικού ανθρώπου,

    για μια κοινωνία στην οποία οι ανταγωνιστικές ατομικότητες του καπιταλισμού για τις οποίες η ελευθερία της μιας έρχεται σε αντίθεση με εκείνη της άλλης θα έχουν αντικατασταθεί από τις κοινωνικές προσωπικότητες για τις οποίες η ελευθερία της μιας θα αποτελεί προϋπόθεση και συμπλήρωμα για την ελευθερία της άλλης,

    για μια κοινωνία που δεν θα ισοπεδώνει τους ανθρώπους, καθώς στη βάση της κοινωνικής ισότητας θα επιτρέπει την ανεμπόδιστη ανάδειξη της ιδιαιτερότητας καθενός».

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΗΣ, «Μετάβαση από τη δύναμη της συνήθειας στη διεκδίκηση της μαρξικής ουτοπίας», σσ. 101-2.

  9. Η διδασκαλία του Καρλ Μαρξ
    Του Βλαντιμίρ Λένιν
    Η διδασκαλία του Καρλ Μαρξ 08:17 | 14 Μαρ. 2019 Μοιραστείτε στο twitter
    Σαν σήμερα, στις 14 Μαρτίου του 1883, αφήνει την τελευταία του πνοή ο σπουδαίος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, ιστορικός και πολιτικός οικονομολόγος Καρλ Μαρξ. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, δημοσιεύουμε το κείμενο του Β. Λένιν, του ηγέτη της Ρωσικής Επανάστασης, το οποίο γράφτηκε για το ρωσικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Γκρανάτ» για το έργο και τη ζωή του Καρλ Μαρξ.

    Διαβάστε επίσης στο tvxs.gr: Ο Μαρξ και η Ιστορία.

    Ακολουθεί το κείμενο του Β. Λένιν που δημοσιεύτηκε το 1915 στον 28 τόμο του Λεξικού «Γκρανάτ»:

    Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 του Μάη 1818, με το νέο ημερολόγιο, στην πόλη Τριρ (παραρήνια Πρωσία). Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, εβραίος· το 1824 ασπάστηκε τον προτεσταντισμό. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, καλλιεργημένη, όχι όμως επαναστατική. Αφού τέλειωσε το γυμνάσιο του Τριρ ο Μαρξ πήγε στο Πανεπιστήμιο, στην αρχή στη Βόνη και έπειτα στο Βερολίνο, και σπούδασε νομικά, προπαντός όμως ιστορία και φιλοσοφία. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο το 1841 με μια διδακτορική διατριβή για τη Φιλοσοφία του Επίκουρου. Όσο για τις αντιλήψεις του, ο Μαρξ εκείνη την εποχή ήταν ακόμη χεγκελιανός-ιδεαλιστής. Στο Βερολίνο ανήκε στον κύκλο των αριστερών-χεγκελιανών (Μπρούνο Μπάουερ κ.ά.), που προσπαθούσαν να βγάλουν από τη Φιλοσοφία του Χέγκελ αθεϊστικά και επαναστατικά συμπεράσματα.

    Όταν τέλειωσε το Πανεπιστήμιο, ο Μαρξ εγκαταστάθηκε στη Βόνη, με σκοπό να γίνει καθηγητής του Πανεπιστημίου. Η αντιδραστική όμως πολιτική της κυβέρνησης, που το 1832 αφαίρεσε την έδρα από τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ και το 1836 αρνήθηκε να τον επαναφέρει στο Πανεπιστήμιο ενώ το 1841 απαγόρευσε στο νεαρό καθηγητή Μπρούνο Μπάουερ να διδάσκει στη Βόνη, ανάγκασε τον Μαρξ να εγκαταλείψει τη σταδιοδρομία του καθηγητή. Η εξέλιξη των ιδεών του αριστερού χεγκελιανισμού έκανε εκείνο τον καιρό πολύ γρήγορα βήματα στη Γερμανία. Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ άρχισε, ιδιαίτερα από το 1836, να επικρίνει τη θεολογία και να στρέφεται προς τον υλισμό, στον όποιο προσχωρεί οριστικά το 1841 (Η Ουσία του Χριστιανισμού)· το 1843 βγήκε το βιβλίο του Οι Βασικές Θέσεις της Φιλοσοφίας του Μέλλοντος. «Έπρεπε να υποστεί κανείς την απολυτρωτική επίδραση αυτών των βιβλίων» –έγραφε αργότερα ο Έγκελς για τα έργα αυτά του Φόιερμπαχ. «Εμείς» (δηλαδή οι αριστεροί χεγκελιανοί, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Μαρξ) «γίναμε αμέσως φοϊερμπαχικοί». Εκείνο τον καιρό οι ριζοσπάστες αστοί της Ρηνανίας, που είχαν σημεία επαφής με τους αριστερούς χεγκελιανούς, ίδρυσαν στην Κολωνία μια αντιπολιτευόμενη εφημερίδα: την «Εφημερίδα του Ρήνου» (άρχισε να βγαίνει την 1 του Γενάρη του 1842). Ο Μαρξ και ο Μπρούνο Μπάουερ κλήθηκαν σαν κυριότεροι συνεργάτες· τον Οχτώβρη του 1842 ο Μαρξ ανέλαβε διευθυντής της εφημερίδας και μετοίκησε από τη Βόννη στην Κολωνία. Με τη διεύθυνση του Μαρξ η επαναστατική-δημοκρατική κατεύθυνση της εφημερίδας γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη· η κυβέρνηση στην αρχή επέβαλε στην εφημερίδα διπλή και τριπλή λογοκρισία και μετά την 1 του Γενάρη του 1843, αποφάσισε να την κλείσει εντελώς. Ο Μαρξ βρέθηκε τότε υποχρεωμένος να φύγει από διευθυντής, η αποχώρηση του όμως δεν έσωσε την εφημερίδα, που κλείστηκε το Μάρτη του 1843. Από τα πιο βαρυσήμαντα άρθρα του Μαρξ στην «Εφημερίδα του Ρήνου» ο Έγκελς σημειώνει, εκτός απ’ αυτά που αναφέρονται παρακάτω (βλ. τη Βιβλιογραφία)[1], και ένα άρθρο για την κατάσταση των αγροτών-αμπελουργών της κοιλάδας του Μόζε. Η δημοσιογραφική δουλιά έδειξε στον Μαρξ ότι δεν ήξερε αρκετά καλά την πολιτική οικονομία και γι’ αυτό καταπιάστηκε με ζήλο με τη μελέτη της.

    Το 1843 ο Μαρξ παντρεύτηκε στο Κρόιτσναχ την Τζένη φον Βεστφάλεν, παιδική του φίλη που την είχε αρραβωνιαστεί, όταν ήταν ακόμη φοιτητής. Η γυναίκα του προερχόταν από μια αντιδραστική αριστοκρατική οικογένεια της Πρωσίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός της έγινε υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας σε μια από τις πιο αντιδραστικές εποχές, το 1850-1858. Το φθινόπωρο του 1843 ο Μαρξ πήγε στο Παρίσι για να εκδόσει στο εξωτερικό ένα ριζοσπαστικό περιοδικό μαζί με τον Άρνολντ Ρούγκε (1802-1880, αριστερός χεγκελιανός. Το 1825-1830 ήταν φυλακή, υστέρα από το 1848 εκπατρισμένος· στα 1866-1870 οπαδός του Μπίσμαρκ). Βγήκε μόνο το πρώτο τεύχος αυτού του περιοδικού με τον τίτλο «Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά». Το περιοδικό έπαψε να βγαίνει λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε η παράνομη κυκλοφορία του στη Γερμανία και λόγω διαφωνιών με τον Ρούγκε. Στα άρθρα του σ’ αυτό το περιοδικό ο Μαρξ παίρνει ήδη επαναστατική θέση, κηρύσσει «αμείλικτη κριτική σε καθετί που υπάρχει» και ιδιαίτερα «κριτική των όπλων» και κάνει έκκληση στις μάζες και το προλεταριάτο.

    Το Σεπτέμβρη του 1844 ήρθε στο Παρίσι για μερικές μέρες ο Φρίντριχ Έγκελς, που έγινε από τότε ο πιο στενός φίλος του Μαρξ. Μαζί έπαιρναν ενεργότατο μέρος στην τοτινή κοχλάζουσα ζωή των επαναστατικών ομάδων του Παρισιού (ιδιαίτερη σημασία είχε η θεωρία του Προυντόν, που ο Μαρξ την καταπολέμησε αποφασιστικά στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας το 1847) και επεξεργάστηκαν –παλεύοντας επίμονα ενάντια στις διάφορες θεωρίες του μικροαστικού σοσιαλισμού– τη θεωρία και την τακτική του επαναστατικού προλεταριακού σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού (μαρξισμού). Βλ. τα έργα του Μαρξ εκείνης της εποχής, του 1844-1848, στη Βιβλιογραφία που ακολουθεί. Το 1845, υστέρα από επιμονή της πρωσικής κυβέρνησης, ο Μαρξ απελάθηκε από το Παρίσι σαν επικίνδυνος επαναστάτης και πήγε στις Βρυξέλλες. Την άνοιξη του 1847 ο Μαρξ και ο Έγκελς προσχώρησαν σε μια μυστική προπαγανδιστική εταιρία, την Ένωση των Κομμουνιστών και πήραν μέρος στο II Συνέδριο αυτής της Ένωσης (Νοέμβρης 1847 στο Λονδίνο), όπου έπαιξαν εξέχοντα ρόλο. Με εντολή του συνεδρίου σύνταξαν το περίφημο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που βγήκε το Φλεβάρη του 1848. Στο έργο αυτό εκτίθεται με μεγαλοφυή σαφήνεια και διαύγεια η νέα κοσμοαντίληψη, ο συνεπής υλισμός που αγκαλιάζει και την περιοχή της κοινωνικής ζωής, η διαλεκτική σαν η πιο ολόπλευρη και η πιο βαθιά διδασκαλία της εξέλιξης, η θεωρία της ταξικής πάλης και ο κοσμοϊστορικός επαναστατικός ρόλος του προλεταριάτου, του δημιουργού της νέας, της κομμουνιστικής κοινωνίας.

    Όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη του 1848, ο Μαρξ απελάθηκε από το Βέλγιο. Ξαναγύρισε στο Παρίσι κι από κει, υστέρα από την επανάσταση του Μάρτη, πήγε στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην Κολωνία. Εκεί άρχισε να βγαίνει από την 1 του Ιούνη 1848 ως τις 19 του Μάη 1849 η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου»· διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μαρξ. Η νέα θεωρία επιβεβαιώθηκε περίλαμπρα από την πορεία των επαναστατικών γεγονότων του 1848-1849, όπως επιβεβαιώθηκε αργότερα και από όλα τα προλεταριακά και δημοκρατικά κινήματα όλων των χωρών του κόσμου. Η αντεπανάσταση που νίκησε, στην αρχή παρέπεμψε τον Μαρξ σε δίκη (αθωώθηκε στις 9 του Φλεβάρη 1849) και μετά τον απέλασε από τη Γερμανία (στις 16 του Μάη 1849). Ο Μαρξ πήγε στην αρχή στο Παρίσι, απελάθηκε και από εκεί υστέρα από τη διαδήλωση της 13 του Ιούνη του Ι849 και πήγε στο Λονδίνο, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του.

    Οι συνθήκες της ζωής του σαν εκπατρισμένου, όπως βγαίνει ανάγλυφα από την αλληλογραφία του με τον Έγκελς (εκδόθηκε το 1913) [2], ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η ανέχεια έπνιγε κυριολεκτικά τον Μαρξ και την οικογένεια του. Αν δεν υπήρχε η αδιάκοπη, γεμάτη αυταπάρνηση οικονομική ενίσχυση του Έγκελς, ο Μαρξ όχι μόνο δεν θα μπορούσε να τελειώσει Το Κεφάλαιο, αλλά και θα χανόταν αναπόφευκτα από τη φτώχεια και τις στερήσεις. Εκτός απ’ αυτό, οι θεωρίες και τα ρεύματα του μικροαστικού και γενικότερα του μη προλεταριακού σοσιαλισμού που κυριαρχούσαν τότε, ανάγκαζαν τον Μαρξ να διεξάγει συνεχώς αμείλικτο αγώνα και κάποτε να αποκρούει τις πιο λυσσαλέες και άγριες προσωπικές επιθέσεις. Μένοντας μακριά από τους κύκλους των εκπατρισμένων, ο Μαρξ σε μια σειρά ιστορικές εργασίες (βλ. τη Βιβλιογραφία) επεξεργαζόταν την υλιστική του θεωρία, αφιερώνοντας τις δυνάμεις του κυρίως στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας. Την επιστήμη αύτη ο Μαρξ την επαναστατικοποίησε (βλ. παρακάτω τη διδασκαλία του Μαρξ) στα έργα του Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) και Το Κεφάλαιο (τόμ. Ι, 1867).

    Η εποχή της αναζωογόνησης των δημοκρατικών κινημάτων στα τέλη της δεκαετίας 1850-1860 και στη διάρκεια της δεκαετίας 1860-1870 κάλεσε ξανά τον Μαρξ στην πρακτική δράση. Το 1864 (28 του Σεπτέμβρη) ιδρύθηκε στο Λονδίνο η ονομαστή Ι Διεθνής, η Διεθνής Ένωση των Εργατών. Ο Μαρξ ήταν η ψυχή αυτής της οργάνωσης, ήταν εκείνος που έγραψε την πρώτη Διακήρυξη της και μια σειρά αποφάσεις, δηλώσεις και διακηρύξεις της. Ο Μαρξ, συνενώνοντας το εργατικό κίνημα των διαφόρων χωρών, προσπαθώντας να κατευθύνει στην κοίτη μιας κοινής δράσης τις διάφορες μορφές τού μη προλεταριακού, του προμαρξικοϋ σοσιαλισμού (Ματζίνι, Προυντόν, Μπακούνιν, αγγλικός φιλελεύθερος τρεϊντ-γιουνιονισμός, λασαλικές ταλαντεύσεις προς τα δεξιά στη Γερμανία κτλ.) και καταπολεμώντας τις θεωρίες όλων αυτών των αιρέσεων και μικροσχολών, σφυρηλάτησε μια ενιαία τακτική της προλεταριακής πάλης της εργατικής τάξης των διαφόρων χωρών. Ύστερα από την πτώση της Κομμούνας του Παρισιού (1871), που ο Μαρξ την έκρινε τόσο βαθυστόχαστα, τόσο εύστοχα, τόσο λαμπρά και από την άποψη ενός ανθρώπου της δράσης και ενός επαναστάτη (Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία του 1871), και υστέρα από τη διάσπαση της Διεθνούς από τους μπακουνιστές, έγινε αδύνατη η παραμονή της Διεθνούς στην Ευρώπη. Ο Μαρξ μετά το συνέδριο της Διεθνούς στη Χάγη (1872) εξασφάλισε τη μεταφορά του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς στη Νέα Υόρκη. Η Ι Διεθνής εκπλήρωσε έτσι τη διεθνή της αποστολή και παραχώρησε τη θέση της σε μια εποχή απροσμέτρητα πιο μεγάλης ανόδου του εργατικού κινήματος σε όλες τις χώρες του κόσμου, συγκεκριμένα στην εποχή της ανάπτυξης του σε πλάτος, στην εποχή της δημιουργίας μαζικών σοσιαλιστικών εργατικών κομμάτων στα πλαίσια κάθε εθνικού κράτους

    Η εντατική δράση στη Διεθνή και η ακόμη πιο εντατική απασχόληση του Μαρξ υπόσκαψαν οριστικά την υγεία του. Συνέχισε το ξαναδούλεμα της πολιτικής οικονομίας και την αποπεράτωση του Κεφαλαίου, συγκεντρώνοντας ένα σωρό καινούργιο υλικό και μελετώντας μια σειρά γλώσσες (λογουχάρη τη ρωσική), μα η αρρώστια δεν τον άφησε να τελειώσει το Κεφάλαιο.

    Στις 2 του Δεκέμβρη 1881 πέθανε η γυναίκα του. Στις 14 του Μάρτη 1883 ο Μαρξ αποκοιμήθηκε ήσυχα και για πάντα στην πολυθρόνα του. Τον έθαψαν δίπλα στη γυναίκα του, στο νεκροταφείο του Χάιγκεϊτ του Λονδίνου. Από τα παιδιά του Μαρξ ορισμένα πέθαναν μικρά στο Λονδίνο, τότε που η οικογένεια δυστυχούσε πολύ. Οι τρεις κόρες του παντρεύτηκαν με σοσιαλιστές της Αγγλίας και της Γαλλίας: η Ελεονόρα Έβελιγκ, η Λάουρα Λαφάργκ και η Τζένη Λογκέ. Ο γιος της τελευταίας είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας.

    ………….

  10. ……….

    Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

    Μαρξισμός είναι το σύστημα των αντιλήψεων και της διδασκαλίας του Μαρξ. Ο Μαρξ είναι εκείνος που συνέχισε και ολοκλήρωσε με μεγαλοφυΐα τα τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα του 19ου αιώνα, που άνηκαν στις τρεις πιο προηγμένες χώρες της ανθρωπότητας: την κλασική γερμανική Φιλοσοφία, την κλασική αγγλική Πολιτική Οικονομία και το γαλλικό Σοσιαλισμό σε συνδυασμό με τις γαλλικές επαναστατικές διδασκαλίες γενικότερα. Η αναγνωρισμένη ακόμη και από τους αντίπαλους του Μαρξ αξιοθαύμαστη συνέπεια και ενότητα των απόψεων του, που στο σύνολο τους μας δίνουν το σύγχρονο υλισμό και το σύγχρονο επιστημονικό σοσιαλισμό, σαν θεωρία και σαν πρόγραμμα του εργατικού κινήματος όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου, μας υποχρεώνει να προτάξουμε από την έκθεση του κύριου περιεχομένου του μαρξισμού, συγκεκριμένα της οικονομικής διδασκαλίας του Μαρξ, μια σύντομη σκιαγραφία της κοσμοαντίληψης του γενικά.

    Ο Φιλοσοφικός Υλισμός

    Ο Μαρξ, από το 1844-1845, που αποκρυσταλλώθηκαν οι απόψεις του, ήταν υλιστής και ειδικά οπαδός του Λουδοβίκου Φόιερμπαχ. Σχετικά με τον Φόιερμπαχ είχε τη γνώμη και αργότερα, ότι οι αδύνατες πλευρές του συνίστανται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο υλισμός του δεν ήταν αρκετά συνεπής και ολόπλευρος. Ο Μαρξ έβλεπε την κοσμοϊστορική σημασία του Φόιερμπαχ, που «άφησε εποχή», ακριβώς στην αποφασιστική του ρήξη με τον ιδεαλισμό του Χέγκελ και στη διακήρυξη του υλισμού, που ακόμη στο «18ο αιώνα, ιδιαίτερα στη Γαλλία, ήταν αγώνας όχι μόνο ενάντια στους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς, μα και ενάντια στη θρησκεία και στη θεολογία, όπως και… ενάντια σε κάθε μεταφυσική» (με την έννοια της «εκστατικής θεώρησης» σε αντιδιαστολή από τη «νηφάλια φιλοσοφία») (Η Αγία Οικογένεια στη Φιλοσοφική Κληρονομιά). «Για τον Χέγκελ –έγραφε ο Μαρξ– το προτσές της νόησης, που με το όνομα ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού… Για μένα, αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, πρόλογος στη 2η έκδοση). Ο Φρ. Έγκελς, συμφωνώντας απόλυτα με την υλιστική αυτή Φιλοσοφία του Μαρξ και εκθέτοντας την έγραφε στο Αντιντίριγκ (βλ.): –ο Μαρξ διάβασε αυτό το έργο από το χειρόγραφο– «…Η ενότητα του κόσμου δεν συνίσταται στο Είναι του, αλλά στην υλικότητά του και η υλικότητα αυτή αποδείχνεται… με μια μακρόχρονη και επίμονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και της φυσιογνωσίας… Η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης. Ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει ύλη χωρίς κίνηση, κίνηση χωρίς ύλη… Αν βάλουμε το ερώτημα… τί είναι νόηση και συνείδηση και από που προέρχονται, θα δούμε ότι είναι προϊόντα του ανθρώπινου μυαλού και ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι προϊόν της Φύσης, που αναπτύχθηκε μέσα στη γνωστή φυσική κατάσταση και μαζί μ’ αυτήν. Έτσι είναι αυτονόητο ότι τα προϊόντα του ανθρώπινου μυαλού, που σε τελευταία ανάλυση είναι επίσης προϊόντα της Φύσης, δεν αντιφάσκουν με την υπόλοιπη αλληλουχία της Φύσης, αλλά ανταποκρίνονται σ’ αυτήν». «Ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής, με άλλα λόγια, γι’ αυτόν οι σκέψεις του μυαλού του δεν ήταν απεικονίσεις (Abbilder, κάποτε ο Έγκελς μιλάει για «έκτυπα») λιγότερο η περισσότερο αφηρημένες των πραγματικών αντικειμένων και γεγονότων, αλλά αντίθετα τα πράγματα και η ανάπτυξη τους ήταν γι’ αυτόν οι πραγματοποιημένες απεικονίσεις της ιδέας που υπήρχε κιόλας κάπου πριν από τον κόσμο». Στο έργο του Λουδοβίκος Φόιερμπαχ, όπου ο Φρ. Έγκελς εκθέτει τις απόψεις του και τις απόψεις του Μαρξ για τη Φιλοσοφία του Φόιερμπαχ και που ο Έγκελς το έστειλε για εκτύπωση, αφού προηγούμενα διάβασε το παλιό χειρόγραφο που είχε γραφεί από τον ίδιο και τον Μαρξ το 1844-1845 πάνω στο ζήτημα του Χέγκελ, του Φόιερμπαχ και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ο Έγκελς γράφει: «Το μεγάλο θεμελιακό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της νεότερης φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της σχέσης νόησης και Είναι, πνεύματος και Φύσης… ποιό είναι το πρωταρχικό: το πνεύμα ή η Φύση… Ανάλογα με τον τρόπο που απαντούσαν σ’ αυτό το ερώτημα οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Όσοι ισχυρίζονταν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν από τη Φύση και συνεπώς έτσι ή αλλιώς αναγνώριζαν τη δημιουργία του κόσμου… αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι που θεωρούσαν σαν πρωταρχικό τη Φύση άνηκαν στις διάφορες σχολές του υλισμού». Κάθε άλλη χρησιμοποίηση των εννοιών του (φιλοσοφικού) ιδεαλισμού και υλισμού οδηγεί απλώς σε σύγχιση. Ο Μαρξ απόρριπτε κατηγορηματικά όχι μόνο τον ιδεαλισμό, που πάντα συνδεόταν έτσι είτε αλλιώς με τη θρησκεία, αλλά και τη διαδομένη, ιδιαίτερα στις μέρες μας, άποψη του Χιουμ και του Καντ, τον αγνωστικισμό, τον κριτικισμό, το θετικισμό, με τις διάφορες μορφές τους· κάθε παρόμοια φιλοσοφία την θεωρούσε «αντιδραστική» παραχώρηση στον ιδεαλισμό και στην καλύτερη περίπτωση «ντροπαλή αποδοχή από την πίσω πόρτα του υλισμού και απάρνησή του μπροστά στα μάτια του κόσμου». Βλέπε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, εκτός από τα αναφερόμενα έργα του Έγκελς και του Μαρξ και το γράμμα του τελευταίου προς τον Έγκελς της 12 του Σεπτέμβρη 1868, όπου ο Μαρξ, σημειώνοντας την «πιο υλιστική», απ’ ό,τι συνήθως, εκδήλωση του γνωστού φυσιοδίφη Τ. Χάξλι και την ομολογία του ότι, εφόσον «παρατηρούμε και νοούμε κατά τρόπο πραγματικό, δεν μπορούμε ποτέ να εγκαταλείψουμε το έδαφος του υλισμού», τον κατηγορεί ότι ανοίγει ένα «παραθυράκι» στον αγνωστικισμό, στο χιουμισμό. Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί η άποψη του Μαρξ για τη σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και την αναγκαιότητα: «τυφλή είναι η αναγκαιότητα μόνο όταν δεν έχει κατανοηθεί. Ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας» (Έγκελς στο Αντιντίριγκ) = η αναγνώριση της αντικειμενικής νομοτέλειας της Φύσης και της διαλεκτικής μετατροπής της αναγκαιότητας σε ελευθερία (παράλληλα με τη μετατροπή του άγνωστου, όμως γνώσιμου, «πράγματος καθεαυτού» σε «πράγμα για μας», της «ουσίας των πραγμάτων» σε «φαινόμενα»). Ο Μαρξ και ο Έγκελς θεωρούσαν βασική ανεπάρκεια του «παλιού» υλισμού μαζί και του υλισμού του Φόιερμπαχ (και πολύ περισσότερο του «χυδαίου» υλισμού των Μπίχνερ-Φόχτ-Μολεσότ) (1) το ότι ο υλισμός αυτός ήταν «κυρίως μηχανιστικός» και δεν έπαιρνε : υπόψη του τη νεότερη εξέλιξη της χημείας και της βιολογίας (και στις μέρες μας θα έπρεπε ακόμη να προσθέσουμε: και της ηλεκτρικής θεωρίας της ύλης)· (2) το ότι ο παλιός υλισμός δεν ήταν ιστορικός, δεν ήταν διαλεκτικός (ήταν μεταφυσικός με την έννοια της αντιδιαλεκτικής), δεν εφάρμοζε με συνέπεια και ολόπλευρα την άποψη της εξέλιξης· (3) το ότι η «ουσία του ανθρώπου» κατανοούνταν απ’ αυτούς αφηρημένα και όχι σαν «σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων» (καθορισμένων συγκεκριμένα-ιστορικά) και γι’ αυτό ο υλισμός αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο παρά «να εξηγεί» τον κόσμο, ενώ το ζήτημα έγκειται στην «αλλαγή» του, με άλλα λόγια δεν καταλάβαινε τη σημασία της «επαναστατικής πρακτικής δράσης».

    Η Διαλεκτική

    Ο Μαρξ και ο Έγκελς θεωρούσαν ότι η διαλεκτική του Χέγκελ, η πιο ολόπλευρη, πλουσιότατη σε περιεχόμενο και πολύ βαθιά διδασκαλία για την εξέλιξη, ήταν το μεγαλύτερο απόκτημα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Κάθε άλλη διατύπωση της αρχής της ανάπτυξης, της εξέλιξης, την θεωρούσαν μονόπλευρη, φτωχή σε περιεχόμενο, την θεωρούσαν παραμόρφωση και διαστροφή της πραγματικής πορείας ανάπτυξης (που συχνά συντελείται με άλματα, καταστροφές και επαναστάσεις) στη Φύση και στην κοινωνία. «Μπορεί να ειπωθεί ότι ο Μαρξ και εγώ είμασταν οι μόνοι σχεδόν που βάλαμε μπροστά μας το καθήκον να σώσουμε» (από την καταστροφή του ιδεαλισμού, καθώς και του χεγκελιανισμού) «τη συνειδητή διαλεκτική και να την μεταφέρουμε στην υλιστική αντίληψη της Φύσης». «Η Φύση είναι η επιβεβαίωση της διαλεκτικής και πρέπει να πούμε ότι οι νεότερες φυσικές επιστήμες δείχνουν ότι η επιβεβαίωση αύτη είναι ασυνήθιστα πλούσια» (αυτό έχει γραφεί πριν ανακαλυφθούν το ράδιο, τα ηλεκτρόνια, η μεταστοιχείωση κτλ.!), «που συσσωρεύει καθημερινά ένα σωρό υλικό και αποδείχνει ότι σε τελευταία ανάλυση τα πράγματα στη Φύση γίνονται διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά».

    «Η μεγάλη θεμελιακή ιδέα,–γράφει ο Έγκελς– ότι τον κόσμο δεν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σαν σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα, αλλά σαν σύμπλεγμα από προτσές, όπου τα πράγματα, τα φαινομενικά σταθερά, καθώς και οι ιδεατές απεικονίσεις στο κεφάλι μας, οι έννοιες, βρίσκονται σε αδιάκοπη αλλαγή, πότε εμφανίζονται και πότε εκμηδενίζονται –η μεγάλη αυτή θεμελιακή ιδέα έγινε, ιδιαίτερα από την εποχή του Χέγκελ, σε τέτοιο βαθμό κοινή συνείδηση, που είναι ζήτημα αν θα την αμφισβητήσει κανείς στη γενική της μορφή. Άλλο πράγμα όμως είναι να την παραδέχεσαι στα λόγια και άλλο να την εφαρμόζεις σε κάθε χωριστή περίπτωση και σε κάθε δοσμένο πεδίο έρευνας». «Για τη διαλεκτική φιλοσοφία τίποτε δεν είναι μια για πάντα καθορισμένο, απόλυτο, ιερό. Παντού και σε όλα η διαλεκτική φιλοσοφία βλέπει τη σφραγίδα της αναπόφευκτης πτώσης και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί μπροστά της, εκτός από το αδιάκοπο προτσές της γέννησης και της εκμηδένισης, εκτός από το ατελεύτητο ανέβασμα από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη. Και η ίδια δεν είναι παρά μια απλή αντανάκλαση αυτού του προτσές στον σκεπτόμενο εγκέφαλο». Έτσι η διαλεκτική, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι η «επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης, τόσο του εξωτερικού κόσμου όσο και της ανθρώπινης νόησης».

    Αυτή την πλευρά, την επαναστατική, της φιλοσοφίας του Χέγκελ την αποδέχτηκε και την ανάπτυξε ο Μαρξ. Ο διαλεκτικός υλισμός «δεν έχει ανάγκη από καμιά φιλοσοφία που να στέκεται πάνω από τις άλλες επιστήμες». Από την παλιά φιλοσοφία παραμένει μόνο «η διδασκαλία της νόησης και των νόμων της –η τυπική λογική και η διαλεκτική». Η διαλεκτική όμως, στην αντίληψη του Μαρξ, όπως και του Χέγκελ, περικλείνει μέσα της εκείνο που σήμερα ονομάζεται γνωσιοθεωρία, γνωσιολογία, που πρέπει να εξετάζει το αντικείμενο της εξίσου ιστορικά, μελετώντας και γενικεύοντας την προέλευση και την ανάπτυξη της γνώσης, το πέρασμα από τη μη γνώση στη γνώση.

    Στον καιρό μας η ιδέα της ανάπτυξης, της εξέλιξης, μπήκε σχεδόν ολοκληρωτικά στην κοινωνική συνείδηση, μα μπήκε από άλλους δρόμους, όχι μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ.

    Ωστόσο η ιδέα αυτή με τη διατύπωση που της έδοσαν ο Μαρξ και ο Έγκελς, στηριγμένοι στον Χέγκελ, είναι πολύ πιο ολόπλευρη, πολύ πιο πλούσια σε περιεχόμενο, απ’ ό,τι η συνηθισμένη ιδέα της εξέλιξης. Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαβαίνει τις βαθμίδες που διέτρεξε, μα τις επαναλαβαίνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση («άρνηση της άρνησης»), μια ανάπτυξη, μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και όχι σε ευθεία γραμμή· –μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική· –«διακοπές του βαθμιαίου»· μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα· –εσωτερικά κίνητρα της ανάπτυξης, που προέρχονται από την αντίθεση, από τη σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία· –αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία ανακαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει το ενιαίο, το νομοτελειακό παγκόσμιο προτσές της κίνησης –αυτά είναι ορισμένα γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας (από τη συνηθισμένη) σε περιεχόμενο θεωρίας της εξέλιξης. (Βλ. το γράμμα του Μαρξ προς τον Έγκελς της 8 του Γενάρη 1868, όπου ειρωνεύεται τις «ανιαρές τριχοτομίες» του Στάιν, που είναι παράλογο να τις συγχέει κανείς με την υλιστική διαλεκτική.)

    Η Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας

    Η επίγνωση της ασυνέπειας, της ατέλειας και του μονόπλευρου χαρακτήρα του παλιού υλισμού οδήγησε τον Μαρξ στην πεποίθηση ότι είναι ανάγκη «να εναρμονιστεί η επιστήμη της κοινωνίας με την υλιστική βάση και να ξαναφτιαχτεί πάνω σ’ αυτή τη βάση». Αν ο υλισμός γενικά εξηγεί τη συνείδηση, ξεκινώντας από το Είναι και όχι αντίστροφα, κατά την εφαρμογή του στην κοινωνική ζωή της ανθρωπότητας απαιτούσε να εξηγείται η κοινωνική συνείδηση, ξεκινώντας από το κοινωνικό Είναι. «Η τεχνολογία –λέει ο Μαρξ (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι)– αποκαλύπτει την ενεργό στάση του ανθρώπου απέναντι στη Φύση, το άμεσο προτσές παραγωγής της ζωής του και μ’ αυτό τον τρόπο και των κοινωνικών σχέσεων της ζωής του και των πνευματικών παραστάσεων που πηγάζουν απ’ αυτές». Στον πρόλογο του έργου του Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ μας δίνει με τα παρακάτω λόγια μια ολοκληρωμένη διατύπωση των βασικών θέσεων του υλισμού που τον επεκτείνει στην ανθρώπινη κοινωνία και στην ιστορία της:

    «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις –σε σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.

    Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει το κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό προτσές της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό Είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης τους οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής –ή ό,τι αποτελεί μονάχα τη νομική έκφραση αυτού του πράγματος– με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις όποιες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται η εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή των οικονομικών ορών της παραγωγής, που μπορούμε να την διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές η φιλοσοφικές, με δυο λόγια τις ιδεολογικές μορφές, με τις όποιες οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση αυτής της σύγκρουσης και παλεύουν ως τη λύση της.

    Όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση της. Απεναντίας, τη συνείδηση αυτή πρέπει να την εξηγήσουμε από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που συντελείται ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής…». «Σε γενικές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος, ο αστικός τρόπος παραγωγής, μπορούν να χαρακτηριστούν σαν προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού». (Βλ. τη σύντομη διατύπωση που δίνει ο Μαρξ στο γράμμα του προς τον Έγκελς της 7 του Ιούλη 1866: «Η θεωρία μας για τον καθορισμό της οργάνωσης της εργασίας με τα μέσα παραγωγής»).

    Η ανακάλυψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας ή, πιο σωστά, η συνεπής συνέχιση και επέκταση του υλισμού στην περιοχή των κοινωνικών φαινομένων, εξάλειψε δυο βασικές ανεπάρκειες των προηγούμενων ιστορικών θεωριών.

    1. Οι θεωρίες αυτές στην καλύτερη περίπτωση εξέταζαν μόνο τα ιδεολογικά κίνητρα της ιστορικής δράσης των ανθρώπων και δεν ερευνούσαν τί είναι εκείνο που γεννάει αυτά τα κίνητρα, δεν συλλαμβάνανε την αντικειμενική νομοτέλεια της ανάπτυξης του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, δεν έβλεπαν ότι οι σχέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στο βαθμό ανάπτυξης της υλικής παραγωγής·

    2. Οι προηγούμενες θεωρίες δεν έπαιρναν υπόψη τους τη δράση ακριβώς των μαζών του πληθυσμού, ενώ ο ιστορικός υλισμός έδοσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ερευνηθούν, με ακρίβεια που χαρακτηρίζει τις φυσικοϊστορικές επιστήμες, οι κοινωνικοί όροι της ζωής των μαζών και οι αλλαγές αυτών των όρων. Η προμαρξική κοινωνιολογία και ιστοριογραφία δεν έκαναν στην καλύτερη περίπτωση τίποτε άλλο από το να συσσωρεύουν ακατέργαστα στοιχεία, μαζεμένα αποσπασμένα και να απεικονίζουν ορισμένες πλευρές του ιστορικού προτσές. Ο μαρξισμός έδειξε το δρόμο για μια καθολική, ολόπλευρη μελέτη του προτσές της γέννησης, της ανάπτυξης και της παρακμής των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εξετάζοντας όλες τις αντιφατικές τάσεις στο σύνολο τους, ανάγοντάς τες στους όρους ζωής και παραγωγής των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας –όρους που μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια– παραμερίζοντας τον υποκειμενισμό και την αυθαιρεσία στον ξεχωρισμό ορισμένων «επικρατέστερων» ιδεών ή στην ερμηνεία τους και αποκαλύπτοντας ότι όλες οι ιδέες και όλες οι διάφορες τάσεις έχουν, χωρίς εξαίρεση, τη ρίζα τους στην κατάσταση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους, τί είναι όμως εκείνο που καθορίζει τα κίνητρα των ανθρώπων και πιο ειδικά των ανθρώπινων μαζών, τί είναι εκείνο που προκαλεί τις συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιφατικές ιδέες και τάσεις, ποιό είναι το σύνολο όλων αυτών των συγκρούσεων μέσα σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ποιοί είναι οι αντικειμενικοί όροι της παραγωγής της υλικής ζωής, που δημιουργούν τη βάση όλης της ιστορικής δράσης των ανθρώπων, ποιός είναι ο νόμος ανάπτυξης αυτών των όρων –σε όλα αυτά τα προβλήματα έστρεψε την προσοχή του ο Μαρξ και έδειξε το δρόμο για την επιστημονική μελέτη της ιστορίας, σαν προτσές ενιαίου που κυριαρχείται από νομοτέλεια σε όλη την τεράστια πολυπλευρότητα και αντιφατικότητα του.

    ……………

  11. …………….

    Η Ταξική Πάλη

    Το ότι οι επιδιώξεις ορισμένων μελών μιας κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις άλλων μελών της, το ότι η κοινωνική ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις, το ότι η ιστορία μάς δείχνει την πάλη ανάμεσα στους λαούς και ανάμεσα στις κοινωνίες, καθώς και μέσα στους κόλπους τους και, εκτός απ’ αυτό και την εναλλαγή των περιόδων επανάστασης και αντίδρασης, ειρήνης και πολέμων, στασιμότητας και γοργής προόδου ή κατάπτωσης –όλα αυτά είναι γεγονότα πασίγνωστα. Ο μαρξισμός μας έδοσε το οδηγητικό νήμα, που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τη νομοτέλεια μέσα σ’ αυτό το φαινομενικό λαβύρινθο και το χάος, συγκεκριμένα: τη θεωρία της ταξικής πάλης. Μόνο η μελέτη του συνόλου των επιδιώξεων όλων των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας κοινωνιών, επιτρέπει να καθοριστεί επιστημονικά το αποτέλεσμα αυτών των επιδιώξεων. Και πηγή των αντιφατικών επιδιώξεων είναι η διαφορά που υπάρχει στη θέση και στους όρους ζωής των τάξεων, στις όποιες διασπάται κάθε κοινωνία.

    «Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών –γράφει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (με εξαίρεση την ιστορία της πρωτόγονης κοινότητας –προσθέτει αργότερα ο Έγκελς)– ήταν ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρώνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με λίγα λόγια, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, διεξήγαγαν ένα αδιάκοπο αγώνα, πότε σκεπασμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τέλειωνε κάθε φορά με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν… Η σύγχρονη αστική κοινωνία, που πρόβαλε μέσα από τα σπλάχνα της καταστραμμένης φεουδαρχικής κοινωνίας, δεν εξάλειψε τις ταξικές αντιθέσεις. Αντικατάστησε απλώς τις παλιές τάξεις με νέες, τους παλιούς όρους καταπίεσης με νέους, τις παλιές μορφές πάλης με νέες. Ωστόσο η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης, ξεχωρίζει από το γεγονός ότι απλοποίησε τις ταξικές αντιθέσεις: η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δυο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δυο μεγάλες τάξεις που βρίσκονται αντιμέτωπες η μια στην άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο».

    Από τον καιρό της μεγάλης γαλλικής επανάστασης η ιστορία της Ευρώπης αποκάλυψε πολύ παραστατικά σε μια σειρά χώρες αυτό το πραγματικό υπόβαθρο των γεγονότων, την πάλη των τάξεων. Και ήδη από την εποχή της παλινόρθωσης στη Γαλλία εμφανίστηκαν μια σειρά ιστορικοί (Τιερί, Γκιζό, Μινιέ, Τιερ) οι όποιοι, γενικεύοντας τα γεγονότα που συντελέστηκαν, δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν ότι η πάλη των τάξεων είναι το κλειδί για την κατανόηση ολόκληρης της ιστορίας της Γαλλίας. Η νεότερη εποχή όμως, η εποχή της πλήρους νίκης της αστικής τάξης, των αντιπροσωπευτικών θεσμών, του πλατιού (αν όχι καθολικού) εκλογικού δικαιώματος, του φτηνού καθημερινού Τύπου που φτάνει στις μάζες κτλ., η εποχή των ισχυρών και όλο και πιο πλατιών ενώσεων των εργατών και των ενώσεων των επιχειρηματιών κτλ., έδειξε ακόμη πιο παραστατικά (αν και κάποτε με μορφή πολύ μονόπλευρη, «ειρηνική», «συνταγματική») ότι κινητήρας των γεγονότων είναι η πάλη των τάξεων.

    Το παρακάτω απόσπασμα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ, μας δείχνει ότι ο Μαρξ απαιτούσε από την κοινωνική επιστήμη μια αντικειμενική ανάλυση της θέσης κάθε τάξης μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, σε σύνδεση με την ανάλυση των όρων ανάπτυξης κάθε τάξης:

    «Απ’ όλες τις τάξεις, που τούτη τη στιγμή βρίσκονται αντιμέτωπες με την αστική τάξη, μόνο το προλεταριάτο είναι τάξη πραγματικά επαναστατική. Οι άλλες τάξεις χάνονται και εξαφανίζονται με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας· αντίθετα, το προλεταριάτο είναι το δικό της προϊόν. Οι μεσαίες τάξεις, ο μικροβιομήχανος, ο μικρέμπορος, ο χειροτέχνης, ο αγρότης, όλοι τους πολεμούν την αστική τάξη, για να σώσουν την ύπαρξη τους από τον αφανισμό σαν μεσαίες τάξεις. Συνεπώς, δεν είναι επαναστατικές, αλλά συντηρητικές. Κάτι παραπάνω, είναι αντιδραστικές: προσπαθούν να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας. Και όταν είναι επαναστατικές, αυτό γίνεται εφόσον βρίσκονται μπροστά στο επικείμενο πέρασμα τους στις γραμμές του προλεταριάτου, εφόσον υπερασπίζουν όχι τα σημερινά, αλλά τα μελλοντικά τους συμφέροντα, εφόσον εγκαταλείπουν τη δική τους άποψη για να πάνε με την άποψη του προλεταριάτου». Σε μια σειρά ιστορικά έργα (βλ. τη Βιβλιογραφία) ο Μαρξ έδοσε λαμπρά και βαθυστόχαστα πρότυπα υλιστικής ιστοριογραφίας, ανάλυσης της θέσης κάθε τάξης χωριστά και κάποτε των διαφόρων ομάδων ή στρωμάτων μέσα στην τάξη, δείχνοντας εξόφθαλμα γιατί και πώς «κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική».

    Το απόσπασμα που παραθέσαμε δείχνει παραστατικά πόσο σύνθετο είναι το δίχτυ των κοινωνικών σχέσεων και των μεταβατικών βαθμίδων από τη μια τάξη στην άλλη, από το παρελθόν στο μέλλον, που αναλύει ο Μαρξ για να υπολογίσει τη συνισταμένη της ιστορικής εξέλιξης. Η πιο βαθιά, ολόπλευρη και λεπτομερειακή επιβεβαίωση και εφαρμογή της θεωρίας του Μαρξ είναι η οικονομική του διδασκαλία.

    Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

    Τελικός σκοπός του έργου μου –λέει ο Μαρξ στον πρόλογο του Κεφαλαίου– είναι η ανακάλυψη του οικονομικού νόμου κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή της καπιταλιστικής, της αστικής κοινωνίας. Η έρευνα των σχέσεων παραγωγής της δοσμένης, ιστορικά καθορισμένης, κοινωνίας στη γέννηση, την ανάπτυξη και την παρακμή τους –αυτό είναι το περιεχόμενο της οικονομικής διδασκαλίας του Μαρξ. Στην καπιταλιστική κοινωνία κυριαρχεί η παραγωγή εμπορευμάτων, γι’ αυτό και ο Μαρξ αρχίζει την ανάλυση του από την ανάλυση του εμπορεύματος.

    Η Αξία

    Το εμπόρευμα είναι, πρώτο, ένα πράγμα που ικανοποιεί οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη· είναι, δεύτερο, ένα πράγμα που ανταλλάσσεται με άλλο πράγμα. Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ανταλλακτική αξία (η απλώς αξία) είναι πριν απ’ όλα μια σχέση, είναι η αναλογία που ορισμένος αριθμός από αξίες χρήσης ενός είδους ανταλλάσσεται με ορισμένο αριθμό από αξίες χρήσης άλλου είδους. Η καθημερινή πείρα μάς δείχνει ότι εκατομμύρια και δισεκατομμύρια τέτοιες ανταλλαγές εξισώνουν συνεχώς κάθε λογής αξίες χρήσης, ακόμη και τις πιο διαφορετικές και μη συγκρίσιμες μεταξύ τους.

    Τί το κοινό υπάρχει λοιπόν ανάμεσα σ’ αυτά τα διαφορετικά πράγματα, που εξισώνονται συνεχώς το ένα με το άλλο μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων; Το κοινό που υπάρχει ανάμεσα τους είναι ότι αποτελούν προϊόντα εργασίας. Ανταλλάσσοντας οι άνθρωποι τα προϊόντα εξισώνουν τα πιο διαφορετικά είδη εργασίας. Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων, όπου ο κάθε παραγωγός χωριστά δημιουργεί λογής-λογής προϊόντα (κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας) και όλα αυτά τα προϊόντα εξισώνονται το ένα με τ’ άλλο κατά την ανταλλαγή. Συνεπώς, το κοινό που υπάρχει σε όλα τα εμπορεύματα δεν είναι η συγκεκριμένη εργασία ενός ορισμένου κλάδου παραγωγής, δεν είναι η εργασία ενός ορισμένου είδους, αλλά η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η ανθρώπινη εργασία γενικά. Όλη η εργατική δύναμη μιας δοσμένης κοινωνίας, που εκφράζεται στο άθροισμα των άξιών όλων των εμπορευμάτων, είναι μια και η ίδια ανθρώπινη εργατική δύναμη: αυτό το αποδείχνουν δισεκατομμύρια ανταλλαγές.

    Συνεπώς, κάθε χωριστό εμπόρευμα δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα ορισμένο μέρος του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Το μέγεθος της αξίας καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος, μιας δοσμένης αξίας χρήσης. Εξισώνοντας στην ανταλλαγή το ένα με το άλλο τα διαφορετικά προϊόντα τους οι άνθρωποι εξισώνουν μεταξύ τους τις διάφορες εργασίες τους. Αυτό δεν το ξέρουν, μα το κάνουν. Η αξία είναι σχέση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, όπως είπε ένας παλιός οικονομολόγος.

    Θα έπρεπε μόνο να προσθέσει: σχέση καλυμμένη μ’ ένα υλικό περίβλημα. Μόνο από την άποψη του συστήματος των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων ενός καθορισμένου ιστορικού κοινωνικού σχηματισμού και μάλιστα των σχέσεων οι οποίες εκδηλώνονται στο μαζικό φαινόμενο της ανταλλαγής που επαναλαβαίνεται δισεκατομμύρια φορές, μπορεί να καταλάβει κανείς τί είναι η αξία. «Σαν αξίες, τα εμπορεύματα είναι μόνο καθορισμένη μάζα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας».

    Ο Μαρξ, αφού αναλύει λεπτομερειακά το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που είναι ενσαρκωμένη στα εμπορεύματα, περνά στην ανάλυση της μορφής της αξίας και του χρήματος. Το βασικό καθήκον του Μαρξ εδώ είναι να μελετήσει την προέλευση της χρηματικής μορφής της αξίας, να μελετήσει το ιστορικό προτσές της εξέλιξης της ανταλλαγής, αρχίζοντας από τις μεμονωμένες, τυχαίες πράξεις ανταλλαγής («απλή, μεμονωμένη η τυχαία μορφή της αξίας»: ορισμένη ποσότητα ενός εμπορεύματος ανταλλάσσεται με ορισμένη ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος), ως τη γενική μορφή της αξίας, όπου μια σειρά διαφορετικά εμπορεύματα ανταλλάσσονται με ένα μόνο και καθορισμένο εμπόρευμα και ως τη χρηματική μορφή της αξίας, όπου το καθορισμένο αυτό εμπόρευμα, το γενικό ισοδύναμο, είναι ο χρυσός.

    Το χρήμα, σαν το ανώτατο προϊόν εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής, συγκαλύπτει, σκεπάζει τον κοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών εργασιών, την κοινωνική σύνδεση ανάμεσα στους χωριστούς παραγωγούς που ενώνονται μέσω της αγοράς. Ο Μαρξ υποβάλλει σε εξαιρετικά λεπτομερειακή ανάλυση τις διάφορες λειτουργίες του χρήματος κι’ εδώ (όπως και γενικά στα πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου) έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι η αφηρημένη μορφή έκθεσης του θέματος, που καμιά φορά φαίνεται καθαρά απαγωγική, στην πραγματικότητα αναφέρει ένα τεράστιο υλικό γεγονότων από την ιστορία της εξέλιξης της ανταλλαγής και της εμπορευματικής παραγωγής.

    «Το χρήμα προϋποθέτει ένα ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της εμπορευματικής ανταλλαγής. Οι διάφορες μορφές του χρήματος –απλό εμπορευματικό ισοδύναμο ή μέσο κυκλοφορίας ή μέσο πληρωμής, θησαυρός και παγκόσμιο χρήμα– δείχνουν, ανάλογα με τη διαφορετική έκταση της εφαρμογής της μιας ή της άλλης λειτουργίας, ανάλογα με τη σχετική επικράτηση μιας απ’ αυτές, πολύ διαφορετικές βαθμίδες του κοινωνικού προτσές της παραγωγής», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι).

    …………

  12. ………….
    Η Υπεραξία

    Σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Ο τύπος της εμπορευματικής κυκλοφορίας ήταν: Ε (εμπόρευμα) – Χ (χρήμα) – Ε (εμπόρευμα), δηλαδή πώληση ενός εμπορεύματος για την αγορά άλλου. Αντίθετα, ο γενικός τύπος του κεφαλαίου είναι Χ – Ε – Χ, δηλαδή αγορά για πώληση (με κέρδος). Υπεραξία ονομάζει ο Μαρξ αυτή την αύξηση της αρχικής αξίας του χρήματος που μπαίνει στην κυκλοφορία. Το γεγονός της «αύξησης» αυτής του χρήματος στην καπιταλιστική κυκλοφορία είναι πασίγνωστο. Αυτή ακριβώς η «αύξηση» μετατρέπει το χρήμα σε κεφάλαιο, που είναι μια ιδιαίτερη, ιστορικά καθορισμένη, κοινωνική σχέση παραγωγής. Η υπεραξία δεν μπορεί να γεννηθεί από την εμπορευματική κυκλοφορία, γιατί η τελευταία ξέρει μόνο την ανταλλαγή ισοδύναμων, δεν μπορεί να γεννηθεί ούτε και από την προσαύξηση της τιμής, γιατί οι αμοιβαίες ζημιές και κέρδη αγοραστών και πωλητών θα ισοφαρίζονταν, εδώ όμως πρόκειται ακριβώς για ένα μαζικό, μέσο, κοινωνικό φαινόμενο και όχι για ένα φαινόμενο ατομικό. Για να αποκτήσει υπεραξία, «ο κάτοχος χρημάτων πρέπει να βρει στην αγορά ένα εμπόρευμα, που η ίδια η αξία χρήσης του θα έχει το ιδιόμορφο γνώρισμα να είναι πηγή αξίας», ένα εμπόρευμα που το προτσές της χρήσης του να είναι ταυτόχρονα και προτσές δημιουργίας αξίας. Ένα τέτοιο εμπόρευμα υπάρχει. Είναι η εργατική δύναμη του άνθρωπου. Η χρήση της εργατικής δύναμης είναι η εργασία, μα η εργασία δημιουργεί αξία. Ο κάτοχος χρήματος αγοράζει την εργατική δύναμη στην αξία της, που καθορίζεται όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή της (δηλαδή από την αξία της συντήρησης του εργάτη και της οικογένειας του). Αφού αγόρασε την εργατική δύναμη, ο κάτοχος χρήματος έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση της, δηλαδή να αναγκάσει τον εργάτη να δουλέψει ολόκληρη μέρα, ας πούμε 12 ώρες. Όμως ο εργάτης μέσα σε 6 ώρες («αναγκαίος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί προϊόν που καλύπτει τα έξοδα συντήρησης του, ενώ στις υπόλοιπες 6 ώρες («πρόσθετος» χρόνος εργασίας) δημιουργεί ένα «υπερπροϊόν» ή την υπεραξία που δεν του την πληρώνει ο καπιταλιστής. Συνεπώς, από την άποψη του προτσές παραγωγής, πρέπει να διακρίνουμε δυο μέρη στο κεφάλαιο: το σταθερό κεφάλαιο, που ξοδεύεται για τα μέσα παραγωγής (μηχανές εργαλεία δουλειάς, πρώτες ύλες κτλ.) και που η αξία του περνά (μονομιάς είτε τμηματικά) χωρίς αλλαγές στο έτοιμο προϊόν, και το μεταβλητό κεφάλαιο που ξοδεύεται για την εργατική δύναμη. Η αξία αυτού του κεφαλαίου δεν μένει αμετάβλητη, αλλά αυξάνει μέσα στο προτσές εργασίας, δημιουργώντας την υπεραξία. Γι’ αυτό, για να εκφράσουμε το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, πρέπει να συγκρίνουμε την υπεραξία όχι με όλο το κεφάλαιο, αλλά μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο. Το ποσοστό της υπεραξίας, όπως ονομάζει ο Μαρξ αυτή τη σχέση, θα είναι λ.χ. στο παράδειγμα μας 6 προς 6, δηλαδή 100%.

    Ιστορική προϋπόθεση για τη γέννηση του κεφαλαίου είναι, πρώτο, η συσσώρευση ενός ορισμένου χρηματικού πόσου στα χέρια μερικών ατόμων σε συνθήκες ενός σχετικά υψηλού επιπέδου ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής γενικά και δεύτερο, η ύπαρξη εργάτη «ελεύθερου» με διπλή έννοια, ελεύθερου από κάθε λογής εμπόδια ή περιορισμούς στην πώληση της εργατικής του δύναμης και ελεύθερου από τη γη και γενικά από τα μέσα παραγωγής, εργάτη χωρίς νοικοκυριό, εργάτη «προλετάριου», που δεν έχει άλλα μέσα ύπαρξης εκτός από την πώληση της εργατικής του δύναμης.

    Η υπεραξία μπορεί να αυξηθεί με δυο βασικές μεθόδους: με την παράταση της εργάσιμης μέρας («απόλυτη υπεραξία») και με τον περιορισμό της αναγκαίας εργάσιμης μέρας («σχετική υπεραξία»). Αναλύοντας την πρώτη μέθοδο, ο Μαρξ ξετυλίγει μπροστά μας μια μεγαλειώδη εικόνα της πάλης της εργατικής τάξης για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας και της επέμβασης της κρατικής εξουσίας υπέρ της παράτασης της εργάσιμης μέρας (14ος – 17ος αιώνας) και του περιορισμού της (εργοστασιακή νομοθεσία του 19ου αιώνα). Από τότε που είδε το φως Το Κεφάλαιο, η ιστορία του εργατικού κινήματος όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου έδοσε χιλιάδες και χιλιάδες νέα γεγονότα που κάνουν πιο παραστατική αυτή την εικόνα.

    Ο Μαρξ, αναλύοντας την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, ερευνά τα τρία βασικά ιστορικά στάδια αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας από τον καπιταλισμό: 1) τον απλό συνεταιρισμό, 2) τον καταμερισμό της εργασίας και τη μανιφατούρα και 3) τις μηχανές και τη μεγάλη βιομηχανία. Ως ποιο σημείο αποκαλύπτει ως το βάθος ο Μαρξ τα βασικά, τα τυπικά γνωρίσματα της εξέλιξης του καπιταλισμού, φαίνεται, ανάμεσα στ’ άλλα, κι’ από το γεγονός ότι οι έρευνες του πάνω στη λεγόμενη ρωσική «χειροτεχνική» βιομηχανία δίνουν πλουσιότατο υλικό για την παραστατική περιγραφή των δυο πρώτων από τα τρία παραπάνω στάδια. Η επαναστατική επίδραση όμως της μεγάλης μηχανοκίνητης βιομηχανίας, που την περιέγραψε ο Μαρξ στα 1867, εκδηλώθηκε μέσα στο μισό αιώνα που πέρασε από τότε σε μια σειρά νέες χώρες (Ρωσία, Ιαπωνία κ.ά.).

    Παρακάτω. Εξαιρετικά σπουδαία και νέα είναι στο έργο του Μαρξ η ανάλυση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή της μετατροπής ενός μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο και της χρησιμοποίησης αυτού του μέρους όχι για τις ατομικές ανάγκες και τις ιδιοτροπίες του καπιταλιστή, αλλά για νέα παραγωγή. Ο Μαρξ έδειξε το λάθος όλης της προηγούμενης κλασικής πολιτικής οικονομίας (αρχίζοντας από τον Άνταμ Σμιθ) που είχε δεχτεί ότι όλη η υπεραξία, μετατρεπόμενη σε κεφάλαιο, πηγαίνει στο μεταβλητό κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα όμως η υπεραξία αυτή διαιρείται σε μέσα παραγωγής συν μεταβλητό κεφάλαιο. Τεράστια σημασία στο προτσές της εξέλιξης του καπιταλισμού και της μετατροπής του σε σοσιαλισμό έχει το γεγονός ότι το μέρος του σταθερού κεφαλαίου (μέσα στο συνολικό ποσό του κεφαλαίου) αυξάνει πιο γοργά σε σύγκριση με το μέρος του μεταβλητού κεφαλαίου.

    Η συσσώρευση του κεφαλαίου, επιταχύνοντας την εκτόπιση των εργατών από τις μηχανές και δημιουργώντας στον ένα πόλο πλούτη και στον άλλο αθλιότητα, γεννά και το λεγόμενο «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό», το «σχετικό πλεόνασμα» εργατών ή τον «καπιταλιστικό υπερπληθυσμό», που παίρνει εξαιρετικά ποικίλες μορφές και δίνει στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να διευρύνει εξαιρετικά γρήγορα την παραγωγή. Η δυνατότητα αυτή σε σύνδεση με τις πιστώσεις και τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε μέσα παραγωγής δίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, το κλειδί για την κατανόηση των κρίσεων υπερπαραγωγής, που στις καπιταλιστικές χώρες επέρχονται περιοδικά, στην αρχή κάθε 10 χρόνια κατά μέσο όρο και έπειτα σε πιο μακρόχρονα και λιγότερο καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, που γίνεται πάνω στη βάση του καπιταλισμού, πρέπει να ξεχωρίσουμε τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση, δηλ. τη βίαιη απόσπαση του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής, το διώξιμο των αγροτών από τη γη, την κλοπή της κοινοτικής γης, το σύστημα των αποικιών και των κρατικών χρεών, των προστατευτικών δασμών κτλ. Η «πρωταρχική συσσώρευση» δημιουργεί στον ένα πόλο τον «ελεύθερο» προλετάριο και στον άλλο τον κάτοχο χρήματος, τον καπιταλιστή.

    Την «ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης» ο Μαρξ την χαρακτηρίζει με τα παρακάτω βαρυσήμαντα λόγια: «Η απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών συντελείται με τον πιο αμείλικτο βανδαλισμό και με κίνητρο τα πιο άνομα, τα πιο βρομερά, τα πιο μικροπρεπή μισητά πάθη. Η ατομική ιδιοκτησία, που αποκτήθηκε με τη δουλειά του ιδιοκτήτη» (του αγρότη και του βιοτέχνη) και «που στηρίζεται, μπορεί να πει κανείς, στη σύμφυση του χωριστού ανεξάρτητου εργαζόμενου ατόμου με τους όρους της δουλειάς του, εκτοπίζεται από την καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ξένης, μα τυπικά ελεύθερης εργασίας… Εκείνος που πρέπει να απαλλοτριωθεί τώρα δεν είναι πια ο εργάτης που διευθύνει μόνος το νοικοκυριό του, αλλά ο καπιταλιστής που εκμεταλλεύεται πολλούς εργάτες. Αυτή η απαλλοτρίωση συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων. Ο κάθε καπιταλιστής ξεκάνει πολλούς άλλους καπιταλιστές. Χέρι με χέρι μ’ αυτή τη συγκεντροποίηση ή με την απαλλοτρίωση πολλών καπιταλιστών από λίγους αναπτύσσεται, σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, η συνεργατική μορφή του προτσές εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας τέτοια, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού, η πραγματοποίηση οικονομιών σε όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίηση τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας, το μπλέξιμο όλων των λαών στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και μαζί μ’ αυτό ο διεθνής χαρακτήρας του καπιταλιστικού καθεστώτος. Παράλληλα με τη συνεχή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής, μεγαλώνει ο όγκος της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά μαζί μεγαλώνει και η αγανάκτηση της εργατικής τάξης που διδάσκεται, συνενώνεται και οργανώνεται από τον ίδιο το μηχανισμό του προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε σημείο που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι).

    Εξαιρετικά σημαντική και νέα είναι σε συνέχεια η ανάλυση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολο του, που δίνει ο Μαρξ στο II τόμο του Κεφαλαίου. Κι εδώ ο Μαρξ παίρνει όχι ένα ατομικό, μα ένα μαζικό φαινόμενο, όχι ένα πολλοστημόριο της οικονομίας της κοινωνίας, αλλά όλη αυτή την οικονομία στο σύνολο της. Διορθώνοντας το προαναφερόμενο λάθος των κλασικών, ο Μαρξ χωρίζει όλη την κοινωνική παραγωγή σε δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις: Ι) παραγωγή μέσων παραγωγής και II) παραγωγή ειδών κατανάλωσης και εξετάζει λεπτομερειακά, με αριθμητικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί, την κυκλοφορία όλου του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολο του, τόσο κατά την αναπαραγωγή με τις προηγούμενες διαστάσεις, όσο και κατά τη συσσώρευση. Στον III τόμο του Κεφαλαίου λύνεται το πρόβλημα του σχηματισμού του μέσου ποσοστού κέρδους με βάση το νόμο της αξίας. Μεγάλη πρόοδος που πραγματοποιήθηκε από την οικονομική επιστήμη χάρη στον Μαρξ είναι ότι η ανάλυση γίνεται απ’ τη σκοπιά μαζικών οικονομικών φαινομένων, του συνόλου της κοινωνικής οικονομίας και όχι απ’ τη σκοπιά ξεχωριστών περιπτώσεων ή της εξωτερικής όψης του συναγωνισμού, οπού περιορίζεται συχνά η χυδαία πολιτική οικονομία ή η σύγχρονη «θεωρία της οριακής ωφελιμότητας». Στην αρχή ο Μαρξ αναλύει την προέλευση της υπεραξίας και έπειτα περνάει πια στο χωρισμό της σε κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο. Το κέρδος είναι η σχέση της υπεραξίας προς το σύνολο του κεφαλαίου που έχει τοποθετηθεί στην επιχείρηση. Ένα κεφάλαιο με «υψηλή οργανική σύνθεση» (δηλαδή με υπεροχή του σταθερού κεφαλαίου απέναντι στο μεταβλητό, σε κλίμακα ανώτερη από τον κοινωνικό μέσο όρο) δίνει ποσοστό κέρδους κάτω από το μέσο όρο. Ένα κεφάλαιο με «χαμηλή οργανική σύνθεση» δίνει ποσοστό κέρδους πάνω από το μέσο όρο. Ο συναγωνισμός ανάμεσα στα κεφάλαια, το ελεύθερο πέρασμα τους από τον ένα κλάδο στον άλλο, οδηγεί και στις δυο περιπτώσεις στο μέσο ποσοστό κέρδους. Το άθροισμα των αξιών όλων των εμπορευμάτων μιας ορισμένης κοινωνίας συμπίπτει με το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων, σε κάθε όμως επιχείρηση και σε κάθε κλάδο παραγωγής χωριστά τα εμπορεύματα, με την επίδραση του συναγωνισμού, δεν πωλούνται σύμφωνα με την αξία τους, αλλά σύμφωνα με τις τιμές παραγωγής (η παραγωγικές τιμές) που είναι ίσες με το κεφάλαιο που ξοδεύτηκε συν το μέσο κέρδος.

    Έτσι το πασίγνωστο και αδιαφιλονίκητο γεγονός της απόκλισης των τιμών από τις αξίες και της εξίσωσης των κερδών εξηγήθηκε πέρα για πέρα από τον Μαρξ με βάση το νόμο της αξίας, γιατί το άθροισμα των αξιών όλων των εμπορευμάτων συμπίπτει με το άθροισμα των τιμών. Η αναγωγή όμως της (κοινωνικής) αξίας σε (ατομικές) τιμές δεν γίνεται με τρόπο απλό και άμεσο, αλλά με πολύ πολύπλοκο τρόπο: είναι εντελώς φυσικό ότι σε μια κοινωνία σκόρπιων εμπορευματο-παραγωγών, που συνδέονται μόνο μέσω της αγοράς η νομοτέλεια δεν μπορεί να εκδηλώνεται παρά μόνο σαν μέση, κοινωνική, μαζική νομοτέλεια, με την αλληλοαπόσβεση των ατομικών αποκλίσεων προς τη μια ή την άλλη πλευρά.

    Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει πιο γοργή αύξηση του σταθερού κεφαλαίου σε σύγκριση με το μεταβλητό. Και επειδή η υπεραξία αποτελεί συνάρτηση μόνο του μεταβλητού κεφαλαίου, είναι ευνόητο ότι το ποσοστό κέρδους (η σχέση της υπεραξίας προς όλο το κεφάλαιο και όχι μόνο προς το μεταβλητό του μέρος) έχει τάση προς πτώση. Ο Μαρξ αναλύει λεπτομερειακά αύτη την τάση και μια σειρά περιστατικά που την καλύπτουν ή που αντιδρούν σ’ αυτήν. Χωρίς να σταθούμε στην ανάλυση των εξαιρετικά ενδιαφερόντων κεφαλαίων του III τόμου, που είναι αφιερωμένα στο τοκογλυφικό, στο εμπορικό και στο χρηματικό κεφάλαιο, θα περάσουμε στο πιο βασικό: στη θεωρία της γαιοπροσόδου. Επειδή η επιφάνεια της γης στις καπιταλιστικές χώρες κατέχεται όλη από χωριστούς ιδιοκτήτες και είναι περιορισμένη, η τιμή παραγωγής των γεωργικών προϊόντων καθορίζεται από τα έξοδα παραγωγής όχι στο μέσο έδαφος, αλλά στο χειρότερο έδαφος, όχι με βάση τις μέσες συνθήκες, αλλά με βάση τις χειρότερες συνθήκες που τα προϊόντα μεταφέρονται στην αγορά. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την τιμή και την τιμή παραγωγής στα καλύτερα εδάφη (ή τα εδάφη με τις καλύτερες συνθήκες) δίνει τη διαφορική γαιοπρόσοδο. Ο Μαρξ, αναλύοντάς την λεπτομερειακά, δείχνοντας ότι προέρχεται από τη διαφορά της γονιμότητας των διαφόρων κομματιών γης και από τη διαφορά στο μέγεθος των κεφαλαίων που τοποθετούνται στη γη, ξεσκέπασε πέρα για πέρα (βλ. και τις «Θεωρίες της υπεραξίας», όπου αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα η κριτική για τον Ρόντμπερτους) το λάθος του Ρικάρντο, που υποστηρίζει ότι τάχα η διαφορική γαιοπρόσοδος προκύπτει μόνο κατά το διαδοχικό πέρασμα από τα καλύτερα εδάφη στα χειρότερα. Αντίθετα, συμβαίνουν και αντίστροφα περάσματα, συμβαίνει εδάφη μιας ορισμένης κατηγορίας να μετατρέπονται σε εδάφη άλλης κατηγορίας (χάρη στην πρόοδο της αγροτεχνικής, χάρη στην ανάπτυξη των πόλεων κτλ.) και ο περιβόητος «νόμος της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους» αποτελεί μεγάλο λάθος, αποτελεί προσπάθεια να ρίξει κανείς στη Φύση τις ελλείψεις, τους περιορισμούς και τις αντιθέσεις του καπιταλισμού. Έπειτα, η ισότητα του κέρδους σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανίας και γενικά της εθνικής οικονομίας προϋποθέτει πλήρη ελευθερία συναγωνισμού, ελευθερία μετακίνησης του κεφαλαίου από τον ένα κλάδο στον άλλο. Η ατομική όμως ιδιοκτησία γης δημιουργεί ένα μονοπώλιο, ένα εμπόδιο γι’ αυτή την ελεύθερη μετακίνηση. Εξαιτίας αυτού του μονοπωλίου τα προϊόντα της αγροτικής οικονομίας, που χαρακτηρίζεται για πιο χαμηλή σύνθεση του κεφαλαίου και συνεπώς για ατομικά ανώτερο ποσοστό κέρδους, δεν πηγαίνουν στο εντελώς ελεύθερο προτσές της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους· ο ιδιοκτήτης της γης, σαν μονοπωλητής, αποκτά τη δυνατότητα να κρατήσει την τιμή πάνω από το μέσο όρο και αυτή η μονοπωλιακή τιμή δημιουργεί την απόλυτη γαιοπρόσοδο. Η διαφορική γαιοπρόσοδος δεν μπορεί να εξαλειφθεί όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός, ενώ η απόλυτη γαιοπρόσοδος μπορεί –λ.χ. με την εθνικοποίηση της γης, με το πέρασμα της σε ιδιοκτησία του κράτους. Ένα τέτοιο πέρασμα θα σήμαινε εξάλειψη του μονοπωλίου των ατομικών ιδιοκτησιών, θα σήμαινε πιο συνεπή και πιο ολοκληρωτική πραγματοποίηση της ελευθερίας συναγωνισμού στη γεωργία. Και γι’ αυτό οι ριζοσπάστες αστοί, τονίζει ο Μαρξ, διατύπωσαν επανειλημμένα στην ιστορία αυτό το προοδευτικό αστικό αίτημα της εθνικοποίησης της γης, που ωστόσο τρομάζει την πλειοψηφία της αστικής τάξης, γιατί «θίγει» καίρια και ένα άλλο μονοπώλιο, που στις μέρες μας είναι εξαιρετικά σπουδαίο και «ευαίσθητο»: το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής γενικά. (Με θαυμάσιο εκλαϊκευτικό, συνοπτικό και σαφή τρόπο εκθέτει ο ίδιος ο Μαρξ τη θεωρία του για το μέσο κέρδος του κεφαλαίου και για την απόλυτη γαιοπρόσοδο στο γράμμα του προς τον Έγκελς της 2 του Αυγούστου 1862. Βλ. «Αλληλογραφία», τόμ. III, σελ. 77-81. Σύγκρινε επίσης στο ίδιο μέρος το γράμμα της 9 του Αύγουστου 1862, σελ. 86-87). –Σχετικά με την ιστορία της γαιοπροσόδου έχει επίσης σημασία να τονίσουμε την ανάλυση του Μαρξ, που δείχνει τη μετατροπή της γαιοπροσόδου που ξεπληρώνεται με εργασία (όταν ο αγρότης με τη δουλιά του στη γη του τσιφλικά δημιουργεί υπερπροϊόν) σε γαιοπρόσοδο σε προϊόντα ή σε είδος (όταν ο αγρότης παράγει στη δική του γη το υπερπροϊόν και το δίνει στον τσιφλικά από «εξωοικονομικό εξαναγκασμό») και έπειτα σε γαιοπρόσοδο σε χρήμα (είναι η ίδια η γαιοπρόσοδος σε είδος που μετατράπηκε σε χρήμα –τα «δοσίματα» της παλιάς Ρωσίας– σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής) και, τέλος, σε καπιταλιστική γαιοπρόσοδο, όταν στη θέση του αγρότη εμφανίζεται ο επιχειρηματίας στη γεωργία, που καλλιεργεί τη γη, χρησιμοποιώντας μισθωτή εργασία. Σε σχέση μ’ αυτή την ανάλυση της γέννησης της καπιταλιστικής γαιοπροσόδου πρέπει να τονιστούν μια σειρά βαθιές (και εξαιρετικά σπουδαίες για καθυστερημένες χώρες σαν την Ρωσία) σκέψεις του Μαρξ για την εξέλιξη του καπιταλισμού στη γεωργία. «Ο σχηματισμός μιας τάξης ακτημόνων μεροκαματιάρηδων, που μισθώνονται με χρήμα, δεν συνοδεύει μόνο αναπόφευκτα τη μετατροπή της γαιοπροσόδου σε είδος σε γαιοπρόσοδο σε χρήμα, αλλά και προηγείται απ’ αύτη τη μετατροπή. Γι’ αυτό στην περίοδο της γέννησης αυτής της τάξης, όταν η νέα αύτη τάξη δεν εμφανίζεται ακόμη παρά μόνο σποραδικά, αναπτύσσεται φυσιολογικά στους πιο ευκατάστατους αγρότες, που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν δοσίματα, η συνήθεια να εκμεταλλεύονται για λογαριασμό τους μισθωτούς εργάτες γης, έτσι ακριβώς όπως στα χρόνια της φεουδαρχίας οι εύποροι δουλοπάροικοι αγρότες κρατούσαν οι ίδιοι με τη σειρά τους δουλοπάροικους. Οι αγρότες αυτοί αποκτούν έτσι βαθμιαία τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν κάποια περιουσία και να μετατρέπονται οι ίδιοι σε μελλοντικούς καπιταλιστές. Συνεπώς, μέσα στους παλιούς ιδιοκτήτες γης, που δουλεύουν οι ίδιοι τη γη, δημιουργείται ένα φυτώριο καπιταλιστών ενοικιαστών γης, που η ανάπτυξη τους καθορίζεται από τη γενική ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής έξω από την αγροτική οικονομία», (Το Κεφάλαιο, τόμ. III/2, σελ. 332)… «Η απαλλοτρίωση και το διώξιμο από το χωριό ενός μέρους του αγροτικού πληθυσμού δεν απελευθερώνει μόνο μαζί με τους εργάτες τα μέσα συντήρησης τους για το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά δημιουργεί και την εσωτερική αγορά», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι /2, σελ. 778). Η εξαθλίωση και η καταστροφή του αγροτικού πληθυσμού παίζει με τη σειρά της ρόλο στη δημιουργία του εφεδρικού στρατού εργασίας για το κεφάλαιο. Σε κάθε καπιταλιστική χώρα «ένα μέρος του αγροτικού πληθυσμού γι’ αυτό το λόγο είναι συνεχώς έτοιμο να μεταπηδήσει στο προλεταριάτο της πόλης, δηλαδή της μανιφατούρας (μανιφατούρα εδώ εννοεί κάθε κλάδο όχι αγροτικό). Αυτή η πηγή του σχετικού υπερπληθυσμού αναβλύζει συνεχώς… Τον εργάτη γης τον κατεβάζουν συνεπώς στο κατώτερο επίπεδο μεροκάματου και βρίσκεται πάντα με το ένα του πόδι στο βάλτο του παουπερισμού», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι /2, σελ. 668). Η ατομική ιδιοκτησία του αγρότη πάνω στη γη που καλλιεργεί είναι η βάση της μικρής παραγωγής και η προϋπόθεση για την άνθηση της, για να πάρει την κλασική μορφή της. Αυτή όμως η μικρή παραγωγή συμβιβάζεται μόνο με τα στενά πρωτόγονα πλαίσια της παραγωγής και της κοινωνίας. Στον καπιταλισμό «η εκμετάλλευση των αγροτών διαφέρει από την εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου μόνο κατά τη μορφή. Ο εκμεταλλευτής είναι ο ίδιος: το κεφάλαιο. Ο κάθε καπιταλιστής χωριστά εκμεταλλεύεται τον κάθε αγρότη με τις υποθήκες και την τοκογλυφία. Η τάξη των καπιταλιστών εκμεταλλεύεται την τάξη των αγροτών με τους κρατικούς φόρους», (Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία). «Ο μικρός κλήρος του αγρότη είναι μόνο το πρόσχημα, που επιτρέπει στον καπιταλιστή να βγάζει από τη γη κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο, ενώ αφήνει τον ίδιο το γεωργό να κοιτάξει πώς θα μπορέσει να βγάλει το μεροκάματο του» (18η Μπριμέρ). Συνήθως ο αγρότης παραχωρεί ακόμη και στην καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή στην τάξη των καπιταλιστών, ένα μέρος από το μεροκάματο του, κατρακυλώντας «στο επίπεδο του ιρλανδού ενοικιαστή γης –κι όλα αυτά με το πρόσχημα ότι είναι ατομικός ιδιοκτήτης», (Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία). Πού βρίσκεται «μια από τις αιτίες του ότι στις χώρες όπου είναι κυρίαρχη η μικρή ιδιοκτησία των αγροτών στη γη, η τιμή του σταριού είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι στις χώρες με καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής»; (Το Κεφάλαιο, τόμ. III/2, σελ. 340). Βρίσκεται στο ότι ο αγρότης παραχωρεί δωρεάν στην κοινωνία (δηλαδή στην τάξη των καπιταλιστών) ένα μέρος του υπερπροϊόντος. «Συνεπώς, αυτή η χαμηλή τιμή (του σταριού και των άλλων γεωργικών προϊόντων) είναι αποτέλεσμα της φτώχειας των παραγωγών και σε καμιά περίπτωση δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικότητας της εργασίας τους», (Το Κεφάλαιο, τόμ. III/2, σελ. 340). Η μικρή ιδιοκτησία της γης, κανονική μορφή της μικρής παραγωγής, ξεπέφτει στον καπιταλισμό, καταστρέφεται και εξαφανίζεται. «Η μικρή ιδιοκτησία της γης από την ίδια τη φύση της αποκλείει: την ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας, τις κοινωνικές μορφές εργασίας, την κοινωνική συγκεντροποίηση των κεφαλαίων, την κτηνοτροφία σε μεγάλη κλίμακα, την προοδευτική εφαρμογή της επιστήμης. Η τοκογλυφία και το φορολογικό σύστημα οδηγούν παντού αναπόφευκτα στην εξαθλίωση της. Η διάθεση κεφαλαίων για την αγορά γης αφαιρεί αυτά τα κεφάλαια από την καλλιέργεια. Ατέλειωτο κομμάτιασμα των μέσων παραγωγής και χωρισμός των ίδιων των παραγωγών· του ενός από τον άλλον». (Οι συνεταιρισμοί, δηλαδή οι ενώσεις των μικροαγροτών, αν και παίζουν προοδευτικό αστικό ρόλο, εξαιρετικά μεγάλο, το μόνο που κάνουν είναι ότι εξασθενίζουν αυτή την τάση, χωρίς να την εξαλείφουν. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι συνεταιρισμοί αυτοί δίνουν πολλά στους εύπορους αγρότες και πολύ λίγα, σχεδόν τίποτε, στη μάζα της φτωχολογιάς και έπειτα οι ενώσεις γίνονται οι ίδιες εκμεταλλευτές μισθωτής εργασίας). «Τεράστια διασπάθιση ανθρώπινων δυνάμεων. Προοδευτική χειροτέρευση των ορών παραγωγής και αύξηση της τιμής των μέσων παραγωγής είναι αναγκαίος νόμος της κομματιασμένης (μικρής) ιδιοκτησίας». Ο καπιταλισμός και στη γεωργία, όπως και στη βιομηχανία, μεταμορφώνει το προτσές παραγωγής μόνο με αντίτιμο το «μαρτυρολόγιο των παραγωγών». «Η διασπορά των εργατών γης σε μεγάλες εκτάσεις σπάει τη δύναμη αντίστασης τους, ενώ η συγκέντρωση των εργατών της πόλης μεγαλώνει αυτή τη δύναμη. Στη σύγχρονη, την καπιταλιστική γεωργία, όπως και στη σύγχρονη βιομηχανία, το ανέβασμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και η μεγαλύτερη ευκινησία της εξαγοράζονται με την καταστροφή και την εξάντληση της ίδιας της εργατικής δύναμης. Έκτος απ’ αυτό, κάθε πρόοδος της καπιταλιστικής γεωργίας δεν είναι μόνο πρόοδος στην τέχνη της καταλήστευσης του εργάτη, αλλά και στην τέχνη της ληστρικής εκμετάλλευσης του εδάφους… Συνεπώς, η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές κάθε πλούτου: τη γη και τον εργάτη», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, τέλος του 13ου κεφαλαίου).

    ……………

  13. ………..

    Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

    Απ’ όσα ειπώθηκαν είναι φανερό ότι ο Μαρξ βγάζει το συμπέρασμα πως είναι αναπόφευκτη η μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική ολοκληρωτικά και αποκλειστικά από τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας, η οποία με χίλιες μορφές τραβάει μπροστά όλο και πιο γοργά και που στο μισό αιώνα που πέρασε από το θάνατο του Μαρξ εκδηλώνεται πολύ ανάγλυφα στην ανάπτυξη της μεγάλης παραγωγής, των καπιταλιστικών καρτέλ, συνδικάτων και τραστ, καθώς και στη γιγάντια αύξηση των διαστάσεων και της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου –αυτή είναι η κύρια υλική βάση για τον αναπόφευκτο ερχομό του σοσιαλισμού. Πνευματικός και ηθικός κινητήρας, φυσιολογικός εκτελεστής αυτής της μετατροπής είναι το προλεταριάτο, που διαπαιδαγωγείται από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ο αγώνας του ενάντια στην αστική τάξη, που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές όλο και πιο πλούσιες σε περιεχόμενο, γίνεται αναπότρεπτα αγώνας πολιτικός, ο οποίος αποβλέπει στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο πέρασμα των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία της κοινωνίας, στην απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών. Η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας, η αντικατάσταση των υπολειμμάτων, των ερειπίων της μικρής, πρωτόγονης, κομματιασμένης παραγωγής με τη συλλογική τελειοποιημένη εργασία –να οι άμεσες συνέπειες αυτού του περάσματος. Ο καπιταλισμός κόβει οριστικά τη σύνδεση ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία, ταυτόχρονα όμως με την ανώτερη ανάπτυξή του προετοιμάζει νέα στοιχεία αυτής της σύνδεσης, της συνένωσης της βιομηχανίας με τη γεωργία, με βάση τη συνειδητή χρησιμοποίηση της επιστήμης και του συνδυασμού της συλλογικής εργασίας, στοιχεία καινούργιας κατανομής του πληθυσμού (βάζοντας τέλος τόσο στην εγκατάλειψη του χωριού, στην απόσπασή του από τον κόσμο και την εξαγρίωση του, όσο και στην αντιφυσιολογική συσσώρευση τεράστιων μαζών στις μεγάλες πόλεις). Οι ανώτατες μορφές του σύγχρονου καπιταλισμού προετοιμάζουν μια νέα μορφή οικογένειας, νέες συνθήκες για τη θέση της γυναίκας και τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς: η γυναικεία και η παιδική εργασία, η αποσύνθεση της πατριαρχικής οικογένειας από τον καπιταλισμό παίρνουν αναπόφευκτα μέσα στη σύγχρονη κοινωνία τις πιο φρικτές, τις πιο ολέθριες και τις πιο αποκρουστικές μορφές. Παρ’ όλα αυτά η «μεγάλη βιομηχανία» –χάρη στον αποφασιστικό ρόλο που παραχωρεί στις γυναίκες, στους νέους και στα παιδιά και των δυο φύλων μέσα στο κοινωνικά-οργανωμένο προτσές παραγωγής, έξω από τη σφαίρα της οικογενειακής εστίας– δημιουργεί την καινούργια οικονομική βάση για μια ανώτερη μορφή οικογένειας και σχέσεων ανάμεσα στα δυο φύλα. Φυσικά είναι εξίσου ανόητο να θεωρεί κανείς απόλυτη τη χριστιανο-γερμανική μορφή οικογένειας, όπως και την αρχαία ρωμαϊκή ή την αρχαία ελληνική ή την ανατολική μορφή που άλλωστε αποτελούν, η μια με την άλλη, μια ενιαία ιστορική σειρά εξέλιξης. Είναι ολοφάνερο ότι η συγκρότηση συνδυασμένου εργατικού προσωπικού από πρόσωπα και των δυο φύλων και των πιο διαφορετικών ηλικιών, μ’ όλο που έχει την πρωτόγονη, κτηνώδη καπιταλιστική μορφή, όπου ο εργάτης υπάρχει για το προτσές παραγωγής και όχι το προτσές παραγωγής για τον εργάτη και είναι χολεριασμένη πηγή αφανισμού και σκλαβιάς, αντίθετα, θα μετατραπεί αναπόφευκτα, κάτω από τις αντίστοιχες συνθήκες, σε πηγή ανθρωπιστικής εξέλιξης», (Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, τέλος του 13ου κεφαλαίου). Το εργοστασιακό σύστημα μάς δείχνει το «έμβρυο της αγωγής του μέλλοντος, τότε που για όλα τα παιδιά πάνω από ορισμένη ηλικία η παραγωγική εργασία θα συνδυάζεται με τη διδασκαλία και τη γυμναστική, όχι μόνο σαν μέθοδος για την αύξηση της κοινωνικής παραγωγής, αλλά και σαν μοναδική μέθοδος για την κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων», (στο ίδιο). Πάνω στην ίδια ιστορική βάση, όχι μόνο με την έννοια της απλής εξήγησης του παρελθόντος, αλλά και με την έννοια της άφοβης πρόβλεψης του μέλλοντος και της τολμηρής πρακτικής δράσης που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αυτού του μέλλοντος, τοποθετεί ο σοσιαλισμός του Μαρξ και το εθνικό πρόβλημα μαζί με το πρόβλημα του κράτους. Τα έθνη είναι αναπόφευκτο προϊόν και αναπόφευκτη μορφή της αστικής εποχής της κοινωνικής εξέλιξης. Και η εργατική τάξη δεν μπορούσε να δυναμώσει, να ανδρωθεί, να σχηματιστεί χωρίς «να συγκροτηθεί στα πλαίσια του έθνους», χωρίς να είναι «εθνική» («αν και διόλου με την έννοια που το καταλαβαίνει αυτό η αστική τάξη»). Η ανάπτυξη όμως του καπιταλισμού σπάει ολοένα και περισσότερο τους εθνικούς φραγμούς, εκμηδενίζει την εθνική απομόνωση και βάζει στη θέση των εθνικών ανταγωνισμών τους ταξικούς. Γι’ αυτό στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι απόλυτα αληθινό ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» και ότι «η συνένωση των προσπαθειών» των εργατών τουλάχιστον των πολιτισμένων χωρών «είναι ένας από τους πρώτους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Το κράτος, η οργανωμένη αυτή βία, γεννήθηκε κατά τρόπο αναπόφευκτο σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, τότε που η κοινωνία διασπάστηκε σε ανειρήνευτες τάξεις, τότε που δεν μπορούσε πια να υπάρχει χωρίς «εξουσία», που φαινομενικά ήταν πάνω από την κοινωνία και ως ένα ορισμένο σημείο είχε χωριστεί απ’ αυτήν. Το κράτος, που γεννιέται μέσα από τις ταξικές αντιθέσεις, γίνεται το «κράτος της πιο ισχυρής, της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που μ’ αυτό γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη κι έτσι αποκτά νέα μέσα για την υποταγή και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης. Έτσι το αρχαίο κράτος ήταν πριν απ’ όλα κράτος των δουλοκτητών για την υποταγή των δούλων, όπως το φεουδαρχικό κράτος ήταν όργανο των ευγενών για την υποταγή των δουλοπάροικων αγροτών και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές», (Έγκελς: Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, όπου εκθέτει τις απόψεις τις δικές του και του Μαρξ). Ακόμη και η πιο ελεύθερη και προοδευτική μορφή αστικού κράτους, η λαοκρατική δημοκρατία, δεν παραμερίζει καθόλου αυτό το γεγονός, αλλά απλώς αλλάζει τη μορφή του (σύνδεση της κυβέρνησης με το χρηματιστήριο, εξαγορά –άμεση και έμμεση– των υπαλλήλων και του Τύπου κτλ.). Ο σοσιαλισμός, οδηγώντας στην εκμηδένιση των τάξεων, οδηγεί έτσι και στην εκμηδένιση του κράτους. «Η πρώτη πράξη –γράφει ο Έγκελς στο Αντιντίριγκ– με την οποία το κράτος εμφανίζεται πραγματικά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας –απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής προς όφελος όλης της κοινωνίας– είναι ταυτόχρονα και η τελευταία αυτοτελής πράξη του, σαν κράτους. Η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται περιττή στον ένα τομέα υστέρα από τον άλλο και σβήνει μόνη της. Τη διακυβέρνηση των ανθρώπων την αντικαθιστά η διαχείριση των πραγμάτων και η διεύθυνση του προτσές παραγωγής. Το κράτος δεν «καταργείται», απονεκρώνεται». «Η κοινωνία που οργανώνει την παραγωγή πάνω στη βάση μιας ελεύθερης και ίσης ένωσης των παραγωγών, βάζει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί που είναι η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο αδράχτι και το μπρούντζινο τσεκούρι», (Έγκελς: Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους).

    Τέλος, για τη στάση του σοσιαλισμού του Μαρξ απέναντι στο μικροαγρότη, που θα μείνει στην εποχή της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τη δήλωση του Έγκελς που εκφράζει τις σκέψεις του Μαρξ: «Όταν θα κατακτήσουμε την κρατική εξουσία, δεν θα σκεφτούμε καν να απαλλοτριώσουμε με τη βία τους μικροαγρότες (αδιάφορο αν με αποζημίωση ή χωρίς αποζημίωση), όπως θα είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε αυτό με τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Το καθήκον μας απέναντι στο μικροαγρότη είναι πριν απ’ όλα να περάσουμε το ατομικό νοικοκυριό του και την ατομική του ιδιοκτησία σε συνεταιριστική όχι με τη βία, αλλά με το παράδειγμα και την παροχή κοινωνικής βοήθειας γι’ αυτό το σκοπό. Και τότε θα έχουμε βέβαια αρκετά μέσα για να δείξουμε στο μικροαγρότη όλα τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου περάσματος, πλεονεκτήματα που από τώρα κιόλας πρέπει να του τα εξηγήσουμε (Έγκελς: Το Αγροτικό Ζήτημα στη Δύση, εκδόσεις Αλεξέγεβα, σελ. 17, η ρωσική μετάφραση περιέχει λάθη. Το πρωτότυπο στη «Neue Zeit»).

    Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

    Αφού ξεκαθάρισε ακόμη από το 1844-1845 μια από τις βασικές ανεπάρκειες του παλιού υλισμού, ότι δηλαδή ο υλισμός αυτός δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τους όρους και να εκτιμήσει τη σημασία της επαναστατικής πρακτικής δράσης, ο Μαρξ σ’ όλη τη ζωή του, παράλληλα με τις θεωρητικές του εργασίες, έστρεψε αμείωτη την προσοχή του στα ζητήματα τακτικής της ταξικής πάλης του προλεταριάτου. Τεράστιο υλικό δίνουν απ’ αυτή την άποψη όλα τα έργα του Μαρξ και ιδιαίτερα η τετράτομη αλληλογραφία του με τον Έγκελς, που εκδόθηκε το 1913. Το υλικό αυτό δεν συγκεντρώθηκε ακόμη ολόκληρο, δεν τακτοποιήθηκε, δεν μελετήθηκε και δεν δουλεύτηκε. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να περιοριστούμε μόνο σε πολύ γενικές και σύντομες παρατηρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι ο Μαρξ με το δίκιο του θεωρούσε τον υλισμό, χωρίς αυτή του την πλευρά, μεσοβέζικο, μονόπλευρο, χωρίς ζωή. Ο Μαρξ καθόρισε το βασικό καθήκον της τακτικής του προλεταριάτου σε πλήρη συμφωνία με όλες τις αφετηριακές αρχές της υλιστικής-διαλεκτικής του κοσμοαντίληψης. Μόνο ο αντικειμενικός υπολογισμός του συνόλου των αμοιβαίων σχέσεων όλων χωρίς εξαίρεση των τάξεων μιας δοσμένης κοινωνίας, συνεπώς και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων της αντικειμενικής βαθμίδας ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας και ο υπολογισμός των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτή και τις άλλες κοινωνίες μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση μιας σωστής τακτικής της πρωτοπόρας τάξης. Παράλληλα όλες οι τάξεις και όλες οι χώρες δεν εξετάζονται από στατική, αλλά από δυναμική άποψη, δηλαδή όχι σε κατάσταση ακινησίας, αλλά σε κατάσταση κίνησης (που οι νόμοι της πηγάζουν από τους οικονομικούς όρους ύπαρξης κάθε τάξης). Η κίνηση με τη σειρά της δεν εξετάζεται μόνο από την άποψη του παρελθόντος, αλλά και από την άποψη του μέλλοντος, όχι με τη χυδαία αντίληψη των «εξελικτικών», που βλέπουν μόνο τις αργές αλλαγές, αλλά διαλεκτικά: «Στις μεγάλες ιστορικές εξελίξεις 20 χρόνια ισοδυναμούν με μια μέρα –έγραφε ο Μαρξ στον Έγκελς– αν και αργότερα μπορεί να έλθουν τέτοιες μέρες, που να συγκεντρώνουν μέσα τους 20 χρόνια», (τόμ. III, σελ. 127, Αλληλογραφία). Σε κάθε βαθμίδα ανάπτυξης, η τακτική του προλεταριάτου πρέπει κάθε στιγμή να υπολογίζει αυτή την αντικειμενικά αναπόφευκτη διαλεκτική της ιστορίας της ανθρωπότητας, χρησιμοποιώντας, από το ένα μέρος, τις εποχές της πολιτικής στασιμότητας ή της λεγόμενης «ειρηνικής» εξέλιξης με ρυθμό χελώνας, για ν’ αναπτύξει τη συνείδηση, τη δύναμη και τη μαχητική ικανότητα της πρωτοπόρας τάξης και διεξάγοντας, από το άλλο μέρος, όλη αυτή τη δουλιά με προσανατολισμό τον «τελικό σκοπό» της κίνησης της δοσμένης τάξης και τη δημιουργία μέσα σ’ αυτή την κίνηση της ικανότητας να δίνονται πρακτικές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα στις μεγάλες μέρες, που «συγκεντρώνουν μέσα τους 20 χρόνια». Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα έχουν ξεχωριστή σημασία δυο συλλογισμοί του Μαρξ. Ο ένας είναι από την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας και αφορά τον οικονομικό αγώνα και τις οικονομικές οργανώσεις του προλεταριάτου και o άλλος από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και αφορά τα πολιτικά καθήκοντα του προλεταριάτου. Ο πρώτος λέει: «Η μεγάλη βιομηχανία συγκεντρώνει στο ίδιο μέρος ένα πλήθος ανθρώπους που δεν γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Ο συναγωνισμός προκαλεί διάσπαση στα συμφέροντα τους. Η περιφρούρηση όμως του μεροκάματου, το κοινό αυτό συμφέρον απέναντι στο αφεντικό τους, τους ενώνει σε μια κοινή σκέψη, τη σκέψη της αντίστασης, του συνασπισμού τους… Αν στην αρχή ο συνασπισμός αυτός γίνεται μεμονωμένα, κατόπιν σχηματίζονται ομάδες και η περιφρούρηση από τους εργάτες των συνδικάτων τους ενάντια στο κεφάλαιο, που διαρκώς ενώνεται, γίνεται γι’ αυτούς πιο απαραίτητη από την περιφρούρηση του μεροκάματου… Σ’ αυτό τον αγώνα –αληθινό εμφύλιο πόλεμο– ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για την επερχόμενη μάχη. Όταν ο συνασπισμός φτάσει σ’ αυτό το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα». Έχουμε εδώ μπροστά μας το πρόγραμμα και την τακτική του οικονομικού αγώνα και του συνδικαλιστικού κινήματος για μερικές δεκαετίες, για όλη τη μακρόχρονη εποχή της προετοιμασίας των δυνάμεων του προλεταριάτου για την «επερχόμενη μάχη». Κοντά σ’ αυτά πρέπει να αναφέρουμε και τις πολυάριθμες υποδείξεις του Μαρξ και του Έγκελς, όπου, παίρνοντας για παράδειγμα το αγγλικό εργατικό κίνημα, δείχνουν πώς η «άνθηση» της βιομηχανίας προκαλεί απόπειρες «εξαγοράς των εργατών», (τόμ. Ι, σελ. 136, Αλληλογραφία με τον Έγκελς) και απόσπασης τους από τον αγώνα· πώς η άνθηση αυτή γενικά «διαφθείρει τους εργάτες», (τόμ. II, σελ. 218)· πώς «αστοποιείται» το αγγλικό προλεταριάτο, πώς «το πιο αστικό απ’ όλα τα έθνη» (το αγγλικό) «θέλει, όπως φαίνεται, να οδηγήσει τελικά τα πράγματα σε σημείο, ώστε δίπλα στην αστική τάξη να έχει μια αστική αριστοκρατία και ένα αστικό προλεταριάτο», (τόμ. II, σελ. 290)· πώς εξαφανίζεται «η επαναστατική θέληση του», (τόμ. III, σελ. 124)· πώς θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο-πολύ μακρόχρονο διάστημα «για ν’ απαλλαγούν οι άγγλοι εργάτες από τη φανερή αστική τους μόλυνση»,(τόμ. III, σελ. 127)· πώς από το αγγλικό εργατικό κίνημα λείπει «η φλόγα των χαρτιστών», (1866, τόμ. III, σελ. 305)· πώς οι άγγλοι ηγέτες των εργατών διαμορφώνονται σύμφωνα μ’ έναν τύπο ενδιάμεσο «ανάμεσα σε ριζοσπάστη αστό και εργάτη» (για τον Χόλιοκ, τόμ. IV, σελ. 209)· πώς, λόγω του μονοπωλίου της Αγγλίας κι όσο το μονοπώλιο αυτό δεν θα έχει σπάσει, «δεν μπορείς να κάνεις τίποτε με τους βρετανούς εργάτες», (τόμ. IV, σελ. 433). Η τακτική του οικονομικού αγώνα σε σχέση με τη γενική πορεία (και την έκβαση) του εργατικού κινήματος εξετάζεται εδώ από μια εξαιρετικά πλατιά, ολόπλευρα διαλεκτική και αληθινά επαναστατική άποψη.

    Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μιλώντας για την τακτική του πολιτικού αγώνα, διατύπωσε τη βασική θέση του μαρξισμού: «οι κομμουνιστές αγωνίζονται για τους άμεσους σκοπούς και τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ταυτόχρονα όμως υπερασπίζουν και το μέλλον του κινήματος». Σύμφωνα μ’ αυτή τη θέση ο Μαρξ υποστήριζε το 1848 στην Πολωνία το κόμμα της «αγροτικής επανάστασης», «το ίδιο εκείνο κόμμα που προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας το 1846». Στη Γερμανία το 1848-1849, ο Μαρξ υποστήριζε την άκρα επαναστατική δημοκρατία και ποτέ αργότερα δεν ανακάλεσε όσα είχε πει τότε για την τακτική. Τη γερμανική αστική τάξη την θεωρούσε στοιχείο που «από την αρχή είχε την τάση να προδόσει το λαό» (μόνο μια συμμαχία με την αγροτιά θα έδινε στην αστική τάξη τη δυνατότητα να εκπληρώσει στο ακέραιο τα καθήκοντα της) «και να έλθει σε συμβιβασμό με τους εστεμμένους εκπροσώπους της παλιάς κοινωνίας». Αυτή είναι η γενική ανάλυση που έδοσε ο Μαρξ για την ταξική θέση της γερμανικής αστικής τάξης στην εποχή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ανάλυση που αποτελεί, ανάμεσα στ’ άλλα, πρότυπο υλισμού που εξετάζει την κοινωνία στην κίνηση της και μάλιστα όχι μόνο από την πλευρά της κίνησης που είναι στραμμένη προς τα πίσω: «…χωρίς πίστη στον ίδιο τον εαυτό της, χωρίς πίστη στο λαό· μουρμουρίζοντας προς τα πάνω, τρέμοντας προς τα κάτω·… φοβισμένη μπρος στην παγκόσμια θύελλα· καμιά ενεργητικότητα προς καμιά κατεύθυνση, λογοκλοπία προς όλες τις κατευθύνσεις·… χωρίς πρωτοβουλία·… ένας καταραμένος γέρος, καταδικασμένος να διευθύνει σύμφωνα με τα γεροντικά του συμφέροντα τις πρώτες νεανικές ορμές ενός ρωμαλέου λαού…», («Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», 1848, βλ. Φιλολογική Κληρονομιά, τόμ. III, σελ. 212). Ύστερα από 20 περίπου χρόνια ο Μαρξ σε γράμμα του προς τον Έγκελς (III, 224) δήλωνε πώς η αιτία της αποτυχίας της επανάστασης του 1848 είναι το γεγονός ότι η αστική τάξη προτίμησε την ησυχία και τη σκλαβιά από την προοπτική και μόνο της πάλης για την ελευθερία. Όταν τέλειωσε η εποχή των επαναστάσεων του 1848-1849, ο Μαρξ ξεσηκώθηκε ενάντια σε κάθε παιχνίδι με την επανάσταση (Σάπερ-Βίλιχ και πάλη εναντίον τους) και απαιτούσε να γίνεται η δουλιά μυαλωμένα στην εποχή αυτή της νέας φάσης, που προετοίμαζε δήθεν «ειρηνικά» νέες επαναστάσεις. Η παρακάτω εκτίμηση της κατάστασης στη Γερμανία στα 1856, στην περίοδο της πιο μαύρης αντίδρασης, δείχνει με ποιο πνεύμα απαιτούσε ο Μαρξ να διεξάγεται αυτή η δουλιά: «Το παν στη Γερμανία θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να υποστηριχτεί η προλεταριακή επανάσταση με μια δεύτερη έκδοση του πολέμου των χωρικών», (Αλληλογραφία με τον Έγκελς, τόμ. II, 108). Όσο η δημοκρατική (αστική) επανάσταση στη Γερμανία δεν είχε τερματιστεί, όλη η προσοχή του Μαρξ, στο ζήτημα της τακτικής του σοσιαλιστικού προλεταριάτου, συγκεντρωνόταν στην ανάπτυξη της δημοκρατικής θέλησης της αγροτιάς. Είχε τη γνώμη ότι η θέση του Λασάλ αποτελεί «αντικειμενικά προδοσία απέναντι στο εργατικό κίνημα προς όφελος της Πρωσίας» (τόμ. III, σελ. 210) ανάμεσα στ’ άλλα ακριβώς γιατί ο Λασάλ χαριζόταν στους τσιφλικάδες και τον πρωσικό εθνικισμό. «Είναι πρόστυχο», έγραφε ο Έγκελς το 1865, ανταλλάσσοντας σκέψεις με τον Μαρξ σχετικά με κάποια κοινή δήλωση που σχεδίαζαν να κάνουν στον Τύπο, «σε μια αγροτική χώρα να επιτίθεται κανείς εξ’ ονόματος του βιομηχανικού προλεταριάτου μόνο ενάντια στην αστική τάξη και να ξεχνά την πατριαρχική «εκμετάλλευση με τη μαγκούρα» του αγροτικού προλεταριάτου από τους φεουδάρχες ευγενείς» (τόμ. III, σελ. 217). Την περίοδο του 1864-1870, τότε που πλησίαζε στο τέλος της η εποχή του τερματισμού της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Γερμανία, η εποχή του αγώνα των εκμεταλλευτριών τάξεων της Πρωσίας και της Αυστρίας για τον ένα ή τον άλλο τρόπο τερματισμού αυτής της επανάστασης από τα πάνω, ο Μαρξ δεν καταδίκαζε μόνο τον Λασάλ που ερωτοτροπούσε με τον Μπίσμαρκ, μα και διόρθωνε τον Λίμπκνεχτ που είχε πέσει σε αυστροφιλία και υπεράσπιζε τον παρτικουλαρισμό· ο Μαρξ απαιτούσε μια επαναστατική τακτική, που να καταπολεμάει εξίσου αμείλικτα και τον Μπίσμαρκ και τους αυστρόφιλους, μια τακτική που να μην προσαρμόζεται στο νικητή, δηλαδή στον γιούνκερ της Πρωσίας, αλλά να ξαναρχίσει αμέσως τον επαναστατικό αγώνα εναντίον του και μάλιστα στο έδαφος που δημιούργησαν οι στρατιωτικές νίκες της Πρωσίας (Αλληλογραφία με τον Έγκελς, τόμ. III, σελ. 134, 136, 147, 179, 204, 210, 215, 418, 437, 440-441)98. Στην περίφημη έκκληση της Διεθνούς της 9 του Σεπτέμβρη 1870 ο Μαρξ συνιστούσε στο γαλλικό προλεταριάτο να προσέξει να μην αναλάβει μια πρόωρη εξέγερση, όταν όμως παρ’ όλα αυτά άρχισε η εξέγερση (το 1871), ο Μαρξ χαιρέτισε με ενθουσιασμό την επαναστατική πρωτοβουλία των μαζών «που έκαναν έφοδο στον ουρανό» (γράμμα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν). Μια ήττα της επαναστατικής πάλης μέσα σ’ αύτη την κατάσταση, όπως και σε πολλές άλλες, ήταν από την άποψη του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ μικρότερο κακό μέσα στη γενική πορεία και την έκβαση του προλεταριακού αγώνα, απ’ ό,τι η εγκατάλειψη της κατεχόμενης θέσης και η συνθηκολόγηση χωρίς μάχη: μια τέτια συνθηκολόγηση θα έσπαζε το ηθικό του προλεταριάτου και θα υπόσκαπτε την ικανότητα του για αγώνα. Ο Μαρξ εκτιμούσε πέρα για πέρα τη χρησιμότητα των νόμιμων μέσων πάλης στην εποχή της πολιτικής στασιμότητας και της κυριαρχίας της αστικής νομιμότητας, το 1877-1878, όμως, μετά την έκδοση του εκτάκτου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές, καταδίκασε αυστηρά την «επαναστατική φρασεολογία» του Μοστ, μα στρεφόταν με όχι λιγότερη, αν όχι περισσότερη, αυστηρότητα ενάντια στον οπορτουνισμό, που κυρίευσε τότε για ένα διάστημα το επίσημο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που δεν έδειξε αμέσως καρτερικότητα, σταθερότητα, επαναστατικότητα, απόφαση να περάσει σε παράνομο αγώνα σαν απάντηση στον έκτακτο νόμο (Γράμματα του Μαρξ στον Έγκελς, τόμ. IV, σελ. 397, 404, 418, 422, 424 102. Σύγκρινε επίσης τα γράμματα προς τον Ζόργκε).

    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
    ———————–

    [1]. Η βιβλιογραφία υπάρχει στα «Άπαντα» του Λένιν, (τόμος 26ος, σελίδες 81-91). Μπροστά στην απειλή της τσαρικής λογοκρισίας η συντακτική επιτροπή του Λεξικού δεν δημοσίευσε πολλά κομμάτια από το «Σοσιαλισμό» και «Την Τακτική της Ταξικής Πάλης του Προλεταριάτου» και έκανε μια σειρά αλλαγές σ’ όλο το κείμενο του άρθου. «Η σύνταξη του Λέξικού, γράφει ο Λένιν σ’ ένα εισαγωγικό σημείωμά του στα «Άπαντα», αφαίρεσε το τέλος του άρθρου για τον Μαρξ, που ήταν αφιερωμένο στην έκθεση της επαναστατικής του τακτικής. Δυστυχώς, δεν έχω τη δυνατότητα να αποκαταστήσω εδώ αυτό το τέλος, γιατί το πρόχειρο έμεινε κάπου στην Κρακοβία ή στην Ελβετία…».

    [2]. Ο Λένιν έχει υπόψη του την έκδοση της αλληλογραφίας του Κ. Μαρξ και του Φρ. Έγκελς, που εκδόθηκε στη Γερμανία το Σεπτέμβρη του 1913 σε τέσσερεις τόμους με τον τίτλο: Η αλληλογραφία του Φρ. Έγκελς και Καρλ Μαρξ από το 1844 ως το 1883, που εκδόθηκε από τον Α. Μπέμπελ και τον Ε. Μπέρνσταϊν, Στουτγάρδη 1913. Η αλληλογραφία, που αριθμεί πάνω από 1500 γράμματα, αποτελεί σπουδαιότατο συστατικό μέρος της θεωρητικής τους κληρονομιάς. Η αλληλογραφία εκτός από τις πολύτιμες βιογραφικές πληροφορίες, περιέχει πλουσιότατο υλικό, που απεικονίζει την οργανωτική και θεωρητική δράση των θεμελιωτών του επιστημονικού κομμουνισμού…
    https://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%BF-%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CF%81-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BB-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BE

  14. Λουκάς Αξελός

    Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο Καρλ Μαρξ;

    Το σημαντικό στην ζωή είναι προφανώς
    η ζωή και όχι ένα αποτέλεσμά της

    Ιωάννης Βόλφγκανγκ Γκαίτε

    ποτελεί, ανεξάρτητα από την στάση που ο καθένας μας κρατεί, γεγονός ότι ο μαρξισμός κατά τους πολλούς ή η φιλοσοφία της πράξης κατά τον Αντόνιο Γκράμσι, αποτέλεσε όχι μόνο την πιο πολυσυζητημένη αντίληψη, αλλά και το μοναδικό, ίσως, πολιτικοκοινωνικό ρεύμα του 20ού αιώνα, που είχε τόσο ευρεία απήχηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
    Μπαίνοντας στην τρίτη εκατονταετία μετά την συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την γέννηση του Καρλ Μαρξ, άνοιξε ένας νέος κύκλος συζητήσεων, ομιλιών, άρθρων και αφιερωμάτων, δίνοντας λαβή για το ακόνισμα της σπάθης φίλων ή πολεμίων του.

    Το αν ο μαρξισμός υπήρξεν ή όχι ένα προοδευτικό βήμα στην πορεία της ανθρωπότητας, το αν είναι μια ανοιχτή θεωρία ή ένα κλειστό σύστημα ιδεών, το αν ήταν και εξακολουθεί να είναι οδηγός για δράση, το αν πρόκειται για μια μορφή «υλιστικής» εσχατολογίας σε αντίθεση με την «ιδεαλιστική-μεταφυσική» εσχατολογία, το αν οι αποτυχημένες ή οι σχετικά επιτυχημένες απόπειρες πρακτικής εφαρμογής του συνιστούν μια μερική ή συνολική αποτυχία του ίδιου, αποτελούν ερωτήματα μείζονος σημασίας και προπαντός ερωτήματα που δεν ξεπερνώνται με εύκολες απαντήσεις.
    Είναι κοινή, πλέον, πεποίθηση ότι η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων το 1989, σήμανε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
    Εποχής που καλώς ή κακώς πολιτογραφήθηκε ως εποχή του εφαρμοσμένου μαρξισμού (υπαρκτού, κατ’ άλλους, σοσιαλισμού) ή για την ακρίβεια των εφαρμοσμένων εκδοχών του.

    Έχοντας δημόσια τοποθετηθεί από το 1993, ως απλός σκεπτόμενος πολίτης, αξίζει, ίσως, να αναπαραγάγω μέρος της τότε προβληματικής μου, που ουσιαστικά δεν άλλαξε σε όλες τις κύριες πλευρές της, εμπλουτισμένης όμως και από την εμπειρία μιας ολόκληρης εικοσιπενταετίας.
    Όπως και τότε, έτσι και τώρα θα επιμείνω ότι για μένα Μαρξ, μαρξική θεωρία, επίγονοι και πρακτικές εφαρμογές δεν ταυτίζονται αναγκαστικά, αλλά και δεν διαχωρίζονται επιλεκτικά, εκεί που συμφέρει ορισμένους.
    Η σχέση είναι εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη και δεν θεωρώ πρέπον ηθικά και επιστημονικά να αποφανθώ με ένα ναι ή με ένα όχι.

    Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το επίδικο προς απάντηση στοιχείο για το αν ο μαρξισμός είναι νεκρός ή απλώς διέρχεται μιαν ακόμη παρατεταμένη κρίση, είναι ουσιαστικά απαντημένο. Ο βασιλιάς είναι γυμνός. Το αν αυτό αποτελεί ολοκληρωτική συντριβή, ιστορική παρακμή ή βαθύτατη κρίση, είναι, νομίζω, πολύ νωρίς ακόμα να το κρίνουμε εμείς. Με δύο λόγια διακόσια χρόνια δεν είναι αρκετά για την αποτίμηση ενός φαινομένου, που επί έναν και πλέον αιώνα συγκλόνισε την ανθρωπότητα.

    Η μαρξική θεωρητική προσέγγιση, υποτίθεται ότι φιλοδοξούσε (δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ) να συμβάλει σε δύο κατευθύνσεις.
    Πρώτον να δώσει μιαν επιστημονική ερμηνεία της ιστορικής κίνησης στην συγκεκριμένη εποχή που έζησαν οι πρωταγωνιστές της και δεύτερον να οπλίσει με την ικανή επιστημονική ανάλυση τις υποτελείς τάξεις στο να αλλάξουν τον κόσμο.

    Και το πρώτο (παραγωγή σοβαρού κριτικού επιστημονικού έργου) και το δεύτερο (απόπειρες ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων από μαθητές, ως ο Β.Ι. Λένιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ), αποτελούν αδιαμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα, υποκείμενα-φυσικά-στην βάσανο της κριτικής και της ιστορίας.

    Όμως εκείνο που είναι αναγκαίο, κατά την γνώμη μου, να επισημανθεί, είναι ότι η ίδια η φιλοσοφία της πράξης, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις των ιδρυτών και επιγόνων της, εμπεριέχει αδιαμφισβήτητα ολιστικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία που είναι ανεπαρκή στο να απαντήσουν βαθιά και ουσιαστικά στο μεγάλο ερωτηματικό για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.
    Στοιχεία δηλαδή που οδηγούν σε ποικίλες μορφές ιδεολογικής «απόπειρας ελέγχου», αλλά και στοιχεία συμπεριφοράς «πολιτικού αναμορφωτή» (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειάζονταν κανείς, Κ.Π.Καβάφης), που αγνοεί την πραγματικότητα, πως δεν (υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια, Κ.Π. Καβάφης).

    Είναι, πλέον, εμφανής όχι μόνον η ανεπάρκεια των Μαρξ-Ένγκελς (παρά την φιλότιμη προσπάθεια του Ένγκελς, στο τέλος του βίου του να αμβλύνει τα πράγματα, όπως προκύπτει και από την επιστολή του στον Μπλοχ, τον Σεπτέμβριο του 1890. «Φταίμε εν μέρει εμείς οι οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ […]»), αλλά και όλων, σχεδόν, των επιγόνων στο να αντιληφθούν τους κινδύνους που περιέκλειε ο θεωρητικοπολιτικός ολισμός τους.

    Και αποτελεί ευθύνη του καθ’ όλου μαρξικού στρατοπέδου ότι αντιμετώπισε απαξιωτικά τα όσα έγκαιρα επεσήμαναν, αν και συχνά λαθεμένα και με περισσή σφοδρότητα οι σοβαροί πολέμιοί του, είτε αυτοί έβαλαν «εκ δεξιών», προερχόμενοι από τον φιλελεύθερο ή σοσιαλιστικό χώρο, είτε εξ ευωνύμων. όπως ήταν πολλοί επιφανείς αναρχικοί, εξακολουθητικά συνεπείς στην κριτική της εξουσίας και του κράτους.

    Και αυτό είναι, κατά την γνώμη μου, το πυρηνικό πρόβλημα της σύνολης «μαρξικής θεωρίας». Η εργαλειακή δηλαδή ανεπάρκειά της για συναγωγή λειτουργικών συμπερασμάτων για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, που σε συνδυασμό με τον αθεράπευτο έρωτά της στον οικονομικό ντετερμινισμό και την ολέθρια σχέση με τον «ολισμό», οδηγούν σε ματαίωση, όχι μόνο τα φιλόδοξα σχέδια για την απελευθέρωση της επιστήμης και της κοινωνίας από τα δεσμά τους, αλλά και στο άτυπο διαζύγιο πάνω στο μέγιστο διακύβευμα, την σχέση δηλαδή ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα.

    Θα φανεί, ίσως, τραγικά παράδοξο αυτό που θα ισχυριστώ, ότι δηλαδή μια από τις ελάχιστες «μαρξικές διαπιστώσεις», που ίσχυσαν, είναι αυτή του Φρειδερίκου Ένγκελς που συνοψίζεται στο ότι «το ιστορικό αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση με τις αφετηριακές συλλήψεις των όποιων οραματιστών». Διαπίστωση που τελικά απεδείχθη ότι πριν απ’ όλους αφορούσε τους ίδιους τους μαρξιστές.

    Ένα, επίσης, αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι αυτό της σχέσης ανάμεσα στον μαρξισμό και την νεωτερικότητα.
    Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεώρησαν ή και θεωρούν κατ’ εξακολούθησιν τον μαρξισμό ως την θεωρία της νεωτερικότητας
    .
    Ποιας όμως νεωτερικότητας; Αυτής του 19ου αιώνα;

    Επειδή δεν αντιλαμβάνομαι την φιλοσοφία της πράξης ως μουσειακό είδος, από πλευράς μου θα έλεγα αντιθέτως ότι ο μαρξισμός (και στον 21ο αιώνα) έχει εν μέρει ισχύ ως κριτική της νεωτερικότητας ή άλλως της κυρίαρχης αντίληψης για το τι συνιστά την νεωτερικότητα σήμερα.
    Το ερώτημα, λοιπόν, που, κατά την γνώμη μου, τίθεται είναι πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό που πολιτογραφείται ως μαρξισμός.
    Για όσους τον αντιλαμβάνονται ως μια νέα ολιστική κοσμοθεωρία – θρησκεία που δίνει απαντήσεις και λύσεις επί παντός του επιστητού, προφανώς καθήκον τους είναι, όπως θα έκαναν όλοι οι καλοί χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βουδιστές κ.λπ., να τον απαλλάξουν από τις «κακές» πτυχές του και να τον παραδώσουν «καθαρό» στην ανθρωπότητα.

    Για όσους όμως πρεσβεύουν την άποψη ότι οι ισμοί πολύ μας ταλαιπώρησαν ή ότι αυτό που ορίζεται ως μαρξισμός δεν είναι παρά ένα ερήμην του Μαρξ κατασκεύασμα των επιγόνων, όπου η πολιτική σκοπιμότητα βασισμένη στο δίκαιο της εσχατολογίας έχει αντικαταστήσει την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η προσέγγιση είναι διαφορετική.

    Προσωπικά, χωρίς να θεωρώ τον εαυτό μου μαρξιστή ή αντιμαρξιστή (επανάληψη δις: Δεν είμαι μαρξιστής, Μαρξ), δεν αισθάνομαι καμιάν ανάγκη να οπλίσω τον μαρξισμό με ένα νέο οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταλάβει αυτή τη φορά «σωστά» τα Χειμερινά Ανάκτορα.
    Μου αρκεί να μελετώ και να εμβαθύνω, συστηματικά ό,τι η ανάλυσή τους έχει αναδείξει ως επιβοηθητικό στοιχείο στον αδιάκοπο αγώνα των υποτελών τάξεων, στην ανάδειξή τους ως ιστορικών υποκειμένων και θεωρώ επιστημονική και ηθική μου υποχρέωση να μνημονεύω συνέχεια ότι οι Μαρξ-Ένγκελς και ελάχιστοι επίγονοι, με πρώτον από όλους τον Αντόνιο Γκράμσι, με βοήθησαν στο να καταλάβω τον κόσμο καλύτερα και να χρησιμοποιώ την φιλοσοφία της πράξης ως ένα ακόμη εργαλείο στον αγώνα για την εθνική, κοινωνική και ατομική αυτοδιάθεση-απελευθέρωση.
    Είναι, μάλλον, προφανές ότι όλα τα παραπάνω με απομακρύνουν σαφώς από μια λογική «αγωνίας» για το μέλλον του μαρξισμού με την έννοια της τύχης των Αγίων Γραφών.

    Αντιθέτως, εξακολουθώ να θεωρώ σημαντικό το ζήτημα που εν τοις πράγματι έχει τεθεί: Ότι η κατάργηση και αυτού του ισμού δεν οδήγησε σε έναν κόσμο δικαιότερο, κάθε άλλο μάλιστα.

    Είναι πια προφανές ότι το όνειρο που οι σταυροφόροι του νεοφιλελευθερισμού και της Νέας Τάξης επαγγέλλονταν για τον παράδεισο της ελεύθερης αγοράς, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, υλοποιήθηκε ως εφιάλτης για την ανθρωπότητα.

    Και είναι εδώ που η παρακαταθήκη του Μαρξ δεν μπορεί να αναφερθεί δίκην αστερίσκου ή μιας ακόμη απλής αναφοράς. Γιατί στον καπιταλισμό παντός είδους, η παραγωγική διαδικασία κυριαρχεί στους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι πάνω σε αυτήν ή για να διατυπωθεί και διαφορετικά, γιατί οι εργαζόμενοι δεν υπάρχουν παρά μόνο για τις ανάγκες αξιοποίησης του δοσμένου πλούτου και όχι αντίθετα ότι ο δοσμένος πλούτος πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των εργαζόμενων.

    Γι’ αυτό και θεωρώ όχι μόνον εύστοχη, αλλά και ώριμη την τοποθέτηση του συνιδρυτή των «Τετραδίων» Μανόλη Αγγελίδη, που στο κύκνειο άσμα του που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού έγραφε:
    «Ο δικός μας καιρός και ο καιρός του Μαρξ συναντώνται στον ορίζοντα της νεότερης εποχής. Μιας εποχής που παράγει τόσο τους όρους καταστροφής όσο και τους όρους χειραφέτησης του ανθρώπου. Είναι φανερό ότι η ανθρώπινη πράξη θα καθορίσει την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί η εποχή μας: είτε προς την καταστροφή των όρων της κοινωνικής συνοχής είτε προς την ανόρθωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μέχρι στιγμής βιώνουμε τις στρεβλές πλευρές του πρώτου. Μένουμε με την προσμονή οι ανθρώπινες ενέργειες να στραφούν προς την επίτευξη του δεύτερου».

    Ας μην βιαζόμαστε, λοιπόν.

    Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν δύο εκατονταετίες από τότε που διατυπώθηκαν τα κεντρικά αυτά επίδικα, στο Κεφάλαιο και τα Grundrisse, αλλά, τι να κάνουμε, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι απολύτως εν ισχύι. Καθημερινά ζούμε όλοι μας το δράμα της διασπάθισης της ανθρώπινης ζωής και της συνειδητής προσπάθειας της αριστοκρατίας του χρήματος, να μετατρέψει τον ανθρώπινο ιδρώτα και αίμα σε εμπόρευμα.
    Με αυτή την έννοια φρονώ ότι:

    Πρώτον: Όχι ο «μαρξισμός», αλλά αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις, τόσο των Μαρξ-Ένγκελς, όσο και των ελάχιστων συνταξιδιωτών τους στην μακρά πορεία συγκρότησης μιας κριτικής θεωρίας για τα εθνικά και κοινωνικά δρώμενα, μιας θεωρίας που θα ήθελα να αντιστοιχεί σε αυτό που φαντάζομαι ως φιλοσοφία της πράξης και

    Δεύτερον: Όχι το σύνολο των δράσεων, αλλά ορισμένες πτυχές αυτού που οι υποτελείς τάξεις ως πραγματικό κίνημα και όχι ως εγκάθετος κομματικός μηχανισμός, έθεσαν ή και οριακά προσπάθησαν να εφαρμόσουν ως σοσιαλισμό με την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, διατηρούν την μερική (και όχι ολική) αξία τους, αποτελώντας έναν πολικό αστέρα που εξακολουθεί να παραμένει στην θέση του, ανεξάρτητα από το αν η αιθαλομίχλη της Νέας Τάξης προσωρινά καλύπτει.

  15. Ανδρέας on

    ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ: Εγκώμιον του εγκλήματος

    “Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στην αγορά τις παραδόσεις του εν είδει “εμπορεύματος”. Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος, για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράματος στο δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher. [1]
    Πέραν τούτο, ο εγκληματίας παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική οικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά• όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρωνάκτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων.
    Ο εγκληματίας παράγει μια εντυπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια “υπηρεσία” στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο η Ενοχή του Müllner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά επίσης ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare). Ο εγκληματίας σπάζει την μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από ένα ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκληματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές “εξισορροπήσεις” που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική “ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης”.
    Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage [3]), αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψης της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών – όπως ακριβώς και οι απεργίες.Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα;
    Στο Μύθο των Μελισσών (1705), ο Mandeville [4] έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:
    “Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγάλη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως• και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει το Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.”
    Μόνο που, βέβαια, ο Mandeville ήταν απείρως πιο τολμηρός και έντιμος από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.”

    Σημειώσεις:
    [1] Roscher, Wilhelm Georg Friedrich (1817-1894). Ιδρυτής της παλαιότερης ιστορικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στη Γερμανία.
    [2] Müllner, Amandus Gottfried Adolf (1774-1829). Κριτικός και ποιητής.
    [3] Babage, Charles (1792-1871). Άγγλος μαθηματικός, μηχανικός και οικονομολόγος.
    [4] Mandeville, Bernard de (1670-1733). Άγγλος σατιρικός συγγραφέας, γιατρός και οικονομολόγος.

  16. Ανδρέας on

    Ο μαραθώνιος ανάγνωσης του «Κεφαλαίου» του Καρλ Μαρξ συνεχίζεται.

    Πρώτος τόμος, σελ.584.

    Τι μάς λέει σε αυτό το απόσπασμα ο Καρλ Μαρξ:

    Το προτσές συσσώρευσης του Κεφαλαίου
    Η μετατροπή ενός χρηματικού ποσού σε μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη είναι η πρώτη κίνηση που διαγράφει το ποσό της αξίας που πρόκειται να λειτουργήσει σαν κεφάλαιο.Η μετατροπή αυτή συντελείται στην αγορά,στην σφαίρα της κυκλοφορίας.

    Η δεύτερη φάση της κίνησης ,το προτσές της παραγωγής,έχει ολοκληρωθεί μόλις τα μέσα παραγωγής έχουν μετατραπεί σε εμπόρευμα, που η αξία του ξεπερνάει την αξία των συστατικών μερών,δηλαδή περιέχει το αρχικά προκαταβλημένο κεφάλαιο συν μια υπεραξία.Τα εμπορεύματα αυτά πρέπει έπειτα να ξαναριχτούν στη σφαίρα της κυκλοφορίας.Πρέπει να πουληθούν,να πραγματοποιηθεί η αξία τους σε χρήμα,το χρήμα αυτό να ξαναμετατραπεί σε κεφάλαιο και να επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα από την αρχή.Η κυκλική αυτή κίνηση που διατρέχει πάντα τις ίδιες διαδοχικές φάσεις αποτελεί την κυκλοφορία του κεφαλαίου.

    Ο πρώτος όρος της συσσώρευσης είναι ναχει καταφέρει ο κεφαλαιοκράτης να πουλήσει τα εμπορεύματα του και να ξαναμετατρέψει σε κεφάλαιο το μεγαλύτερο μέρος του χρήματος που εισέπραξε μ’αυτό τον τρόπο.το εξής θα προυποθέτουμε ότι το κεφάλαιο διατρέχει με κανονικό τρόπο το προτσές της κυκλοφορίας του.Πιο επισταμένη ανάλυση αυτού του προτσές θα κάνουμε στο Δεύτερο βιβλίο.

    Ο κεφαλαιοκράτης που παράγει την υπεραξία,δηλ. που απομυζάει άμεσα από τους εργάτες απλήρωτη εργασία και την παγιώνει σε εμπορεύματα,είναι μεν ο πρώτος που ιδιοποιείται αυτή την υπεραξία,δεν είναι όμως καθόλου ο τελευταίος ιδιοχτήτης της.Κατοπινά είναι υποχρεωμένος να τη μοιραστεί με άλλους κεφαλαιοκράτες,που στο σύνολό της κοινωνικής παραγωγής,εκπληρώνουν άλλες λειτουργίες,λ.χ με τους ιδιοκτήτες γης κλπ.

    Γι’αυτό η υπεραξία μοιράζεται σε διάφορα μέρη.Τα κλάσματα της περιέρχονται σε διάφορες κατηγορίες προσώπων και αποχτούν διάφορες, ανεξάρτητες η μια από την άλλη μορφές,όπως είναι το κέρδος,ο τόκος,το εμπορικό κέρδος,η γαιοπρόσοδος κλπ.Οι παραλλαγμένες αυτές μορφές της υπεραξίας μπορούν να εξεταστούν μόνο στο Τρίτο Βιβλίο.

    Έτσι υποθέτουμε εδώ,από τη μια,πως ο κεφαλαιοκράτης που παράγει το εμπόρευμα το πουλάει στην αξία του και δεν στεκόμαστε περισσότερο στην επιστροφή του στην αγορά εμπορευμάτων,ούτε στις καινούργιες μορφές που προσκολούνται στο κεφάλαιο,μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας,ούτε στους συγκεκριμένους όρους της αναπαραγωγής που περιέχονται σ’αυτές τις μορφές.Από την άλλη,τον κεφαλαιοκράτη παραγωγό τον θεωρούμε ιδιοχτήτη όλης της υπεραξίας ή, αν θέλετε εκπρόσωπο όλων εκείνων που συμμετέχουν στο μοίρασμα της λείας.Στην αρχή λοιπόν εξετάζουμε τη συσσώρευση αφηρημένα,δηλ. σαν απλό στοιχείο του άμεσου προτσές παραγωγής.

    Εξάλλου,εφόσον γίνεται συσσώρευση,θα πει πως ο κεφαλαιοκράτης πετυχαίνει την πώληση του παραγμένου εμπορεύματος και την ξαναμετατροπή του σε κεφάλαιο του χρήματος που εισέπραξε από το εμπόρευμα.

    Έπειτα:ο τεμαχισμός της υπεραξίας σε διάφορα κομμάτια δεν αλλάζει καθόλου τη φύση της,ούτε τους αναγκαίους όρους κάτω από τους οποίους η υπεραξία γίνεται στοιχείο της συσσώρευσης.Οποιαδήποτε μερίδα της υπεραξίας και αν κρατάει ο κεφαλαιοκράτης παραγωγός για τον εαυτό του ή παραχωρεί σε άλλους,αυτός πάντα την ιδιοποιείται από πρώτο χέρι.

    Αυτό λοιπόν που υποθέτουμε ότι συντελείται κατά την περιγραφή μας της συσσώρευσης,συντελείται στο πραγματικό προτσές της συσσώρευσης.Από την άλλη το κομμάτιασμα της υπεραξίας και η κίνηση της κυκλοφορίας που μεσολαβεί συσκοτίζουν την απλή βασική μορφή του προτσές συσσώρευσης.Γι’αυτό,η
    ανάλυση αυτού του προτσές στην καθαρή του μορφή απαιτεί να παραβλέψουμε προσωρινά όλα τα φαινόμενα,που κρύβουν το εσωτερικό παιχνίδι του μηχανισμού του.
    ————


Σχολιάστε