Το τελευταίο ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι

Στις 14 Απριλίου του 1930 έβαλε τέλος στη ζωή του ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους ποιητές. Ο Μαγιακόφσκι είχε συνταχθεί με την Επανάσταση του 1917 και την ύμνησε με τους στίχους του: «...η επανάσταση με έταξε και η συνείδησή μου / στο μέτωπο επήγα να καταταχτώ...»    Τιμά και αναγνωρίζει τις κατακτήσεις της Επανάστασης: «ζηλέψτε / είμαι / ένας πολίτης / της Σοβιετικής Ένωσης.«

Όμως η βαθμιαία αυταρχικοποίηση του νέου καθεστώτος -που άρχισε με την εξόντωση των αριστερών σοσιαλεπαναστατών από τα μέσα του 1918  και κορυφώθηκε με την κατάληψη της εξουσίας από τον Στάλιν και την ομάδα του- έφερε τον ποιητή μπροστά στα υπαρκτά κοινωνικά αδιέξοδα. Παίρνει ξεκάθαρες αποστάσεις από το καθεστώς: «Δοξάστε με / Δεν είμαι τaίρι εγώ των ισχυρών / Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει / βάζω «μηδέν»»

Με το τελευταίο ποίημά του καταγγέλει  τη σταλινική σοβιετική ηγεσία. Οι εκφράσεις με τις οποίες την περιγράφει είναι αποκαλυπτικές: «ανθρωπάκηδες» με το «σκεβρωμένο σαρκίο«,  που έχουν ως χαρακτηριστικό την υποταγή, τις «οσφυοκαμψίες«. 

Ο Μαγιακόφσκι αντιδρά στη νέα κατάσταση: «Φωνάζω… /  μα δεν είναι / παρά μονάχα των κλειδιών ο θόρυβος! / Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα. / Μου πετάει / στην αιχμή μιας ακτίνας / ένα κομμάτι σάπιο κρέας. / Καγχάζουν: / «Α! Α!» / κ εγώ πλανιέμαι / μέσα στο παραλήρημα, μέσα στον πυρετό….«

Η γραφειοκρατικοποίηση του καθεστώτος καταγγέλλεται χωρίς περιστροφές: «Θα καταβροχθίσω / τη γραφειοκρατία / σα λύκος. / Δε σέβομαι / τα πιστοποιητικά / και στέλνω / σ’ όλους τους διαόλους όλα τα «χαρτιά»…»  

Η σφαίρα με την οποία αυτοκτονεί είναι η προσωπική του διαμαρτυρία για την αλλοτρίωση είναι «η σφαίρα στους καθωσπρεπισμού το μάτι«, που τους «ανθρωπάκηδες έκανε σκόνη«.

Ο Μαγιακόφσκι επιχειρεί μια πράξη αντίστασης μπροστά στο αδιέξοδο, όπως γράφει στην τελευταία του επιστολή: «Υστερόγραφο 12.IV.30.  Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο. Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.» Και βέβαια δεν θεωρεί ως στάση που θα έπρεπε να γενικευτεί , την προσωπική του επιλογή να αντισταθεί με τον τρόπο αυτό: «Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος- (δεν τον συμβουλεύω σε άλλους) μα δεν έχω διέξοδο.«

Ο ίδιος με την αυτοκτονία του -με τη δική του διέξοδο στο αδιέξοδο- επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ρήγμα σ’ αυτήν την αφόρητη κατάσταση που έφερε ο σταλινισμός. Η αυτοκτονία δεν είναι πράξη παραίτησης, αλλά αντιθέτως είναι πράξη αντίστασης: «...εγώ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι / αιώνιος θα μείνω / χέρι με χέρι / στο αίμα βαφτισμένος της Προδομένης Επανάστασηςμακάριος θα υψωθώ / πάνω από την ποίηση / και τις κυβερνήσεις.«

 

To τελευταίο ποίημα

Το τελευταίο ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι πριν αυτοκτονήσει στις 14 Απριλίου του 1930.

Τέρμα θα δώσω στη ζωή μου
με μια σφαίρα απάνω στο κρανίο μου
και θα είναι εκείνη η σφαίρα
εκείνη, η πρώτη
που μπολσεβίκο εργάτη
τραυμάτισε στη μάχη,
τέρμα θα δώσω στη ζωή μου
με μια σφαίρα στου καθωσπρεπισμού το μάτι
και θα είναι εκείνη η σφαίρα
εκείνη, η πρώτη
που την άγνοιά σας, ανθρωπάκηδες
έκανε σκόνη, έκανε στάχτη.

Ναι! όπως σας τα λέω
έτσι είναι κι έτσι θα γίνει
θέλετε – δεν θέλετε
σεισμούς θα προκαλέσει
η αποδημία μου,
χίλιες εννιακόσιες δεκαεφτά
θα φέρει αναταράξεις
στο σκεβρωμένο το σαρκίο σας
στα σύννεφα θα υψωθεί
αγνοώντας την αδιαφορία
τις περίτεχνες, όλο χάρη
οσφυοκαμψίες σας.

Ναι! όπως σας το λέω
έτσι είναι κι έτσι θα γίνει
θέλετε – δεν θέλετε
για πάντα στη μνήμη
των φτωχών, των εξαθλιωμένων
εγώ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
αιώνιος θα μείνω
χέρι με χέρι
στο αίμα βαφτισμένος
της Προδομένης Επανάστασης
μακάριος θα υψωθώ
πάνω από την ποίηση
και τις κυβερνήσεις.

 

Ο Βίκτορ Σερζ για τον Μαγιακόφσκι

Ο Βικτόρ Σερζ στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη» (Scripta 2008, σελ. 385-388) γράφει:

 Το 1925, τον ίδιο καιρό με τον Σεργκέι Εσένιν, αυτοκτόνησε και ο Αντρέι Σομπόλ, σπουδαίος νοβελίστας και καλός επαναστάτης (παλιός κρατούμενος). Υπήρξαν πολλές αυτοκτονίες νέων ανθρώπων θυμάμαι την αυτοκτονία του Βικτόρ Ντμιτρίεφ και της γυναίκας του. Στις 14 Απριλίου του 1930 ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι φύτεψε μια σφαίρα την καρδιά του.

Έγραψα (στο Παρίσι, χωρίς υπογραφή): «Αυτός ο θάνατος συμβαίνει μετά από δεκαοκτώ μήνες ενός θλιβερού μαρασμού στη λογοτεχνία: ούτε ένα έργο, ούτε ένα! Σ ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα υπήρχαν όμως φρενήρεις εκστρατείες των μεν εναντίον των δε, σημαντικοί αφορισμοί ή άφθονοι ασήμαντοι, αποστασίες, αιρέσεις όσες μπορείτε να φανταστείτε! Δεν ξέραμε πώς να προφυλάξουμε αυτόν τον καλλιτέχνη, να η ουσία. Η μεγάλη επίσημη αναγνώριση, η δημοσιότητα, και το χρήμα δεν του ήταν αρκετά, εξαιτίας ακριβώς του μεγάλου ψέματος και του μεγάλου κενού που εμπεριέχουν. Ήταν ένας υπέροχος “συνοδοιπόρος” – είχε σπαταλήσει το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του σε μια εξαντλητική αναζήτηση κάποιος, ξέρουμε ποιας, ιδεολογικής γραμμής, πέρα απ’ αυτή που απαιτούσαν από αυτόν ασήμαντοι κουλτουριάρηδες, διότι αυτό ήταν το επάγγελμά τους… Έχοντας γίνει περιζήτητος ριμαδόρος από τις καθημερινές εφημερίδες, ανέχτηκε να θυσιάσει την προσωπικότητά του σ’ αυτή την καθημερινή ανάγκη… Είχε αισθανθεί το κατρακύλισμα. Δεν σταματούσε να δικαιολογείται και να επικαλείται μια ανώτερη ανάγκη … »

Ο Μαγιακόφσκι είχε δώσει τη στήριξή του στον Σύνδεσμο των προλετάριων συγγραφέων του Λεοπόλδου Άβερμπαχ… Στο τελευταίο του ποίημα «Με όλη μου τη φωνή» έγραφε: Το απολιθωμένο περίττωμα τον παρόντος...

Ξέρω ότι την προηγουμένη είχε περάσει μια πικρή βραδιά δικαιολογώντας τον εαυτό του, πίνοντας, μπροστά σε φίλους που του επαναλάμβαναν σκληρά: «Είσαι τελειωμένος, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να κατουράς το αντίγραφο για τις εφημερίδες...» Δεν είχα παρά μια σημαντική συνομιλία μαζί του. Ήταν δυσαρεστημένος με το μεγάλο άρθρο που του είχα αφιερώσει στο Clarté την εποχή που η Δύση τον αγνοούσε. «Για ποιον λόγο λέτε ότι ο φουτουρισμός μου δεν είναι παρά παρελθοντισμός;» «Διότι οι υπερβολές σας και οι κραυγές σας και οι εικόνες σας οι πιο τολμηρές, όλα αυτά είναι γεμάτα από το πιο αποκαρδιωτικό παρελθόν… Και γράφετε: Μέσα στις ψυχές, Ο ατμός και ο ηλεκτρισμός… Πιστεύετε πραγματικά ότι αυτό φτάνει; Δεν είναι ένας στενόμυαλος και γερασμένος υλισμός;»

Ήξερε να μιλάει στα πλήθη, δεν ήξερε να συζητάει. «Είμαι υλιστής εγώ! Ο φουτουρισμός είναι υλιστικός!» Χωριστήκαμε με εγκαρδιότητα, έκτοτε όμως έγινε τόσο τυπικός που δεν τον ξαναείδα, και οι περισσότεροι από τους φίλους που είχε στα νιάτα του τον εγκατέλειψαν. Δεν έβλεπα πια τον Γκόρκι, που είχε επιστρέφει στην ΕΣΣΔ εξαιρετικά αλλαγμένος. Οι κοντινοί μου συγγενείς, που τον γνώριζαν από τότε που ήταν έφηβος, είχαν σταματήσει να τον βλέπουν από τότε που αρνήθηκε να παρέμβει για χάρη των πέντε καταδικασμένων σε θάνατο της δίκης του Σαχτύ. Έγραφε κακά άρθρα, ιδιαίτερα επιτηδευμένα, για να δικαιολογήσει με τον σοβιετικό ουμανισμό τις χειρότερες δίκες. Τι του συνέβαινε, άραγε; Ξέραμε ότι συνέχιζε να γκρινιάζει, ότι ήταν εκνευρισμένος, και ότι η σκληρότητά του ήταν η άλλη όψη της διαμαρτυρίας και του πόνου. Λέγαμε μεταξύ μας: «Θα ξεσπάσει όπου να ’ναι!» Και τα κατάφερε πράγματι να τσακωθεί με τον Στάλιν, λίγες μέρες προτού πεθάνει. Όλοι όμως οι συνεργάτες της Νόβαγια Ζιζν του 1917 εξαφανίζονταν στις φυλακές και κείνος δεν έλεγε τίποτε.

Η λογοτεχνία κατέρρεε και κείνος δεν έλεγε τίποτε. Τον είδα τυχαία, στον δρόμο. Καθιστός, μόνος στο πίσω κάθισμα μιας μεγάλης Λίνκολν, μου φάνηκε σαν να βρισκόταν αλλού, σαν να ήταν έξω από τη ζωή της Μόσχας και σαν να είχε καταστεί ένα αλγεβρικό σύμβολο του ίδιου του τού εαυτού. Δεν είχε γεράσει, είχε αδυνατίσει σαν να αφυδατώθηκε, το κεφάλι οστεώδες, κουρεμένο, καλυμμένο με ένα τούρκικο καλπάκι, η μύτη αιχμηρή, τα ζυγωματικά αιχμηρά, και οι κόγχες σκαμμένες. Ασκητική προσωπικότητα, λιπόσαρκη, που μέσα της ζούσε μόνο η θέληση να είναι και να σκέφτεται. Αναρωτήθηκα μήπως υπάρχει ένα είδος αφυδάτωσης, μια αποστέωση, μια ακαμψία των γερατειών, και άρχιζε σ’ αυτόν από την ηλικία των εξήντα;

 

0001.jpg

Advertisement

2 Σχόλια

  1. Ανδρέας on

    Επειδή ένας κακεντρεχής και εν πολλοίς εμμονικός και ψυχοπαθής, αμφισβήτησε την ανάρτηση και το ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκη που δημοσίευσε η ιστοσελίδα e-prologos.gr με αφορμή την επέτειο της γέννησης του, ως προ’ι’όν λογοκλοπής από «άσχετους» και «αδιάβαστους» «τυφλοπόντικες», σύμφωνα με τους «ευγενικούς» επιθετικούς προσδιορισμούς που συνηθίζει, ας ενημερωθούν οι υπόλοιποι που συχνάζουν εδώ, πως πρόκειται για το ποίημα του Βλ. Μαγιακόφσκη με τον τίτλο «ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΑΜΙΛΗΤΟΙ» που παραθέτω αμέσως από κάτω.
    Υγ. Επίσης μέσα στον υβριστικό του παραλήρημα, χαρακτήρισε την ανάρτηση (και το ποίημα ;;;) ως τροτσκιστικής και φασιστικής έμπνευσης ή κάτι τέτοιο…

    Επίκαιροι Αμίλητοι

    Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
    περί δημοκρατικής τάξης, ανάμεσά
    μας οι αμίλητοι ζούνε.
    Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
    οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
    ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
    των ανυπόταχτων τα μούτρα
    τσαλακώνουν.
    Ετούτων των αμίλητων το πετσί, περίεργα θα ’λεγες είναι
    φτιαγμένο.
    Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυσμένο.
    Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
    και που το παράπονό τους να πούνε;
    Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
    Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
    μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
    Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
    Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
    άλλο δε μας μένει.


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: