-Από τον Πόντο στο Μακρονήσι
Ψάχνοντας κάποια παλιότερα κείμενα έπεσα πάνω σε μια εκτύπωση με τίτλο «Η Μακρόνησος των Προσφύγων» και υπότιτλο: «Από τον Πόντο στο Μακρονήσι». Είναι ένα κείμενο που το είχα ξεχάσει κυριολεκτικά. Φαίνεται ότι γράφτηκε με αφορμή ένα Διεθνές Συνέδριο για τη Μακρόνησο, που έγινε στις 6 και 7 Μαρτίου 1998 κι απ’ όπου απουσίαζε πλήρως κάθε αναφορά στο γεγονός ότι από το Μακρονήσι είχαν «περάσει» και Πόντιοι πρόσφυγες. Θα πρέπει να δημοσιεύτηκε τότε στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος».
Με αφορμή την υπενθύμιση του ιστορικού γεγονότος από τον «Πόντο κι Αριστερά» αναρτώ τα κείμενα αυτά. Το αντίγραφο αυτό είναι το μόνο που έχει απομείνει στο δικό μου αρχείο, εφόσον πολλά παλιά κείμενα χάθηκαν από τη μνήμη του υπολογιστή μου, ενός Olivetti (αλήστου μνήμης και απαράδεκτης υποστήριξης) που είχα μέχρι το 1998.
Στο κείμενο αυτό περιέχεται και μια μαρτυρία της Αγγελικής Μυρωνίδου (το γένος Αγτζίδη), που δημοσιεύτηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» σ’ ένα μεγάλο αφιέρωμα που είχα κάνει το ΄94.
Στη συνέχεια, η μαρτυρία αυτή συμπεριλήφθηκε στο συλλογικό έργο που βασιζόταν στο αφιέρωμα του ’94 και είχε ως τίτλο: «Οι άγνωστοι Ελληνες του Πόντου», Αθήνα, εδ. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, 1997.
Το δικό μου κείμενο, που ακολουθεί τη μαρτυρία της Μυρωνίδου, συμπεριλαμβάνει επίσης τη μαρτυρία αυτή…..
«Μυρωνίδου Αγγελική
«Γεννήθηκα στο Αμιρχάν του Καρς. Ο γονείς μου είχαν πάει στο ρωσοκρατούμενο Καύκασο το 1877. Η πατρίδα τους ήταν η Χερίανα του Πόντου. Εφυγαν για να γλυτώσουν από την καταπίεση των Τούρκων. Στην περιοχή του Καρς ζούσαν 70.000 Ελληνες. Είμασταν μια ανθούσα κοινότητα. Στα μέρη μας έγιναν οι φονικότερες συγκρούσεις μεταξύ του ρωσικού και του τουρκικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάμαι, μικρό παιδί ήμουν τότε, τους χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες που είχαν βρει το θάνατο από το πολύ κρύο καθώς προσπαθούσαν να ανέβουν από τα βουνά μας για να αιφνιδιάσουν τους Ρώσους. Μετά το 1918 στην περιοχή του Καρς εμφανίστηκαν ελληνικά στρατιωτικά σώματα από τους ντόπιους Ελληνες. Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός. Τα τραγούδια τους ήταν πατριωτικά και μιλούσαν συνέχεια για την Ελλάδα. Περίμεναν ότι σύντομα θα έρθει ελληνικός στρατός. Ολοι τότε πιστεύαμε ότι ήρθε η ώρα να ελευθερωθούμε. Τα πράγματα όμως ήρθαν αλλοιώτικα. Στη Ρωσία, λόγω της μεγάλης φτώχειας και της αθλιότητας, πήραν την εξουσία οι μπολσεβίκοι. Τα δικά μας μέρη τα έδωσαν στους Τούρκους. Ετσι γίναμε πρόσφυγες. Για τέσσερα χρόνια γυρνούσαμε μέσα στη Ρωσία, στη φωτιά του εμφυλίου πολέμου. Πολλοί Ελληνες πρόσφυγες πέθαναν από τις κακουχίες και τις αρρώστειες. Εμείς ζήσαμε τον πιο πολύ χρόνο στην Ανάπα. Στην Ελλάδα ήρθαμε την άνοιξη του 1922. Αιτία ήταν η γιαγιά μας που έλεγε «Στην Ελλάδα θέλω να πάω και ας πεθάνω!». Και πράγματι μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα μας έβαλαν για δύο μήνες καραντίνα στο Μακρονήσι. Η γιαγιά μου δεν άντεξε πολύ. Πέθανε και τη θάψαμε εκεί. Μετά κάτσαμε σε αντίσκοινα στα Λιπάσματα στον Πειραιά. Από `κει πήγαμε στο Αγρίνιο. Η φτώχεια μας ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή ζητιανεύαμε για να ζήσουμε. Από το Αγρίνιο πήγαμε στο Κιλκίς, σ’ ένα χωριό που το έλεγαν Σταυροχώρι. Ηταν πολύ δύσκολα χρόνια. Χιλιάδες πρόσφυγες πέθαναν. Μόλις συνήλθαμε λίγο οικονομικά έγινε ο πόλεμος. Ο άντρας μου σκοτώθηκε πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας…»
Μια εξαιρετική περιγραφή του κολαστηρίου της Μακρονήσου για τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες του 1922, δίνει ο Ευτύχιος Γιαρένης σε βιβλίο του που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1933:
Οι μαούνες, μία-μία φόρτωναν και ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν πίσω να επαναλαμβάνουν το ίδιο μέχρι αργά το βράδυ.
Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δέν είχε ούτε ένα σπίτι, δέν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση;
Κράτα την αναπνοη σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, κρατήσου καλά μην πέσεις, γιατί θα ακούσεις το φρικτό όνομα τού τόπου αυτού, τής γης αυτής, θα κρύψεις το πρόσωπό σου από ντροπή, διότι βρέθηκαν συνάνθρωποί σου να σκεφθούν να διαλέξουν τον τόπο αυτό γιά τα ξενιτεμένα τους αδέλφια, που τ’ όνειρό τους ήταν, αιώνες τώρα, πώς να έρθουν στη μάνα πατρίδα! «Φτούσου, άνθρωπε, και πάλι».
Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μιά άκρη, μιά γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου γιά να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μήν πέσεις! Μακρόνησος.
Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δέν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας, τού Πόντου, γιά εξόντωση. Αυτό ας είναι μιά μαρτυρία γιά αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη.
Λένε, πως τα παλιά χρόνια, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατοπινά στο Βυζάντιο, στέλναν γιά βέβαιη εξόντωση τους πολιτικούς τους αντιπάλους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μας έδωσαν λίγο νερό, που το φέρναν από την αντικρινή στεριά, το Λαύριο. Ένα νερό, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έφτυνες. Μέσα σε κάτι βυτιοφόρα, που η σκουριά τους μύριζε. Ήταν ανυπόφορη! Όμως το ‘πιαν! το ‘πιαν! Και πού να ξεδιψάσουν!
(Ευτύχιος Γιαρένης, «Αυτούς που δέρνει ο άνεμος. Μιά ιστορία απανθρωπιάς τού ανθρώπου», Θεσσαλονίκη, 1933, σελ. 98-99).
΄Ενα ποίημα για το Μακρονήσι
Το πλοίο μεταφέρει σώματα νεκρά,
νέους,γριές και γέρους και μικρά παιδιά
με τα υγρά τους χείλη ακόμα στο βυζί
κι είναι το πλοίο κούνια-φέρετρο μαζί.
Από νησί περνάει κι ελαφόνησο
φάντασμα προσαράζει στην Μακρόνησο.
Τα μπράτσα σου κει λύνει ο Αρχάγγελος
και την ψυχή σου παίρνει μαύρος άγγελος
Μα εγώ σε συνεχίζω πανομοιότυπος
κι είμαι του θυρεού σου ο λογότυπος
——————————————
Το αφιέρωμα του Π&Α
– Η Μακρόνησος και οι «επισκέπτες» της…
‘Ισως κάτι να είχε ακούσει ο ποιητής της ρωμιοσύνης όταν έγραφε στον «Πέτρινο χρόνο» :
«..Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα..»
(Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα)
Κάτι που κατά ένα περίεργο τρόπο φαίνεται να διέφυγε της προσοχής της ιστορικής αφήγησης για την Μακρόνησο.
Σχεδόν όλες οι αφηγήσεις που αφορούν την Μακρόνησο ξεκινούν με το «Μακρόνησος , νήσος Ελένη κατά την αρχαιότητα κλπ » . Μερικές αφιερώνουν τρεις σειρές με μια σχεδόν παρόμοια φράση για τους (ολιγάριθμους από μια πρόχειρη έρευνα που κάναμε) Τούρκους αιχμαλώτους των βαλκανικών πολέμων που έμειναν εκεί για μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να προωθηθούν στην Τουρκία και περνούν στην περίοδο για την οποία και είναι γνωστή η Μακρόνησος. Την περίοδο που λειτούργησε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης «εθνικής αναμόρφωσης» , και το όνομα Μακρόνησος ήταν συνώνυμο της φρίκης και του τόπου μαρτυρίου για χιλιάδες αγωνιστές της αριστεράς.
Σχετικά στην Βικιπαιδεια και στην «Αυγή» «..Κάποιοι Μακρονησιώτες μέσα στις αφηγήσεις τους ανέφεραν και τούτο το σημάδι της ιστορίας του ξερονησιού, ελάχιστα γνωστό: σκάβοντας λίγο, έβρισκαν κόκαλα από κορμιά πρόχειρα παραχωμένα. Ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι των Βαλκανικών πολέμων, που είχαν μεταφερθεί στο ξερονήσι και αφέθηκαν από το ελληνικό κράτος να πεθάνουν κατά χιλιάδες… Πέθαναν από… χολέρα ήταν η επίσημη εξήγηση που δόθηκε κάποια στιγμή..»
Όμως αυτό που διέφυγε και διαφεύγει των σχετικών με την Μακρόνησο αφηγήσεων ήταν ότι υπήρξαν και άνθρωποι που «επισκέφθηκαν» δυό φορές την Μακρόνησο.
Και τις δύο φορές για κάθαρση…..
στην «εθνική κολυμβήθρα» κατά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Την πρώτη από λοιμώδη νοσήματα και την δεύτερη από το «μικρόβιον του κομμουνισμού». Παιδιά την πρώτη φορά, ώριμοι άνδρες την δεύτερη…
Η Μακρόνησος λειτούργησε για ένα και πλέον χρόνο ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων ( Ποντίων κατά κύριο λόγο ) την περίοδο 1922-1923 . «Φιλοξενήθηκαν» δεκάδες χιλιάδες προσφύγων κάτω από απάνθρωπες και τραγικές συνθήκες με αποτέλεσμα πάρα πολλοί να αφήσουν εκεί την τελευταία τους ανάσα.
Ίσως το νούμερο που μας δίνει ο Ριζοσπάστης στις 8-12-1923 στο κεντρικό του άρθρο «Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες» να τρομάζει και φαντάζει υπερβολικό αλλά δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πραγματικότητα και αποτυπώνει τις άθλιες συνθήκες με τις οποίες υποδέχθηκε το ελληνικό κράτος τους πρόσφυγες στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου. «..Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα..».
Κάτι που αποτυπώνεται πολύ καθαρά και σε μια μαρτυρία- επιστολή ενός Πόντιου «Μακρονησιώτη» στις 4 – 1- 1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη.
«…Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων…».
Μετά από δίμηνη παραμονή στην Μακρόνησο » ..εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων..» !!! μας πληροφορεί η επιστολή…..
.
Από τα μέσα του 1922 άρχισαν κατά χιλιάδες να αποβιβάζουν στην Μακρόνησο Πόντιους (κυρίως) πρόσφυγες όπου μετά από ολιγόμηνη «περιποίηση-απολύμανση» προωθούνταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Για άφιξη 3.750 Ποντίων μας πληροφορεί η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 26-3-1923, για την αναχώρηση από την Μακρόνησο 5.500 προσφύγων μας μιλά η εφημερίδα «Εμπρός» στις 13-9-1922 …..
.
.
Σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο της
εποχής υπάρχουν πολλά. Παραθέτουμε ενδεικτικά μόνον μερικά…(κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
.
Στην Μακρόνησο εκείνη την εποχή λειτούργησε και αμερικανική «επιτροπή περίθαλψης προσφύγων» η οποία μάλιστα (μην χάσει…)εξέδιδε και σχετικές καρτ ποστάλ με τις δραστηριότητές της !!!! Δείτε την σχετική φωτογραφία .
.
.
.
.
Μέλη εκείνης της αμερικανικής αποστολής στην Μακρόνησο περιγράφουν πως βίωσαν εκείνες τις στιγμές στο βιβλίο του BRUCE CLARK -«Δύο φορές ξένος» -Εκδόσεις Ποταμός 2007.
«..Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν
πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι..»
«..Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι…»
Τα κόκαλα από κορμιά πρόχειρα παραχωμένα που έβρισκαν οι Μακρονησιώτες πολιτικοί κρατούμενοι λοιπόν… ίσως να μην ήταν μόνο από Τούρκους αιχμαλώτους του 1912-13……
Ίσως κάτι να είχε υπ’ όψη ο Γιάννης Ρίτσος όταν έγραφε στον «Πέτρινο χρόνο» για «την Παναγιά του Πόντου που σεργιανούσε φλωροκανπισμένη και ξυπόλυτη στην αμμουδιά της Μακρονήσου». Ποιός ξέρει…..
—————–
Η πρώτη φωτογραφία του άρθρου είναι από το περιοδικό «National Geographic«- τεύχος Νοεμβρίου 1925 και αναφέρεται σε 6.000 πρόσφυγες από την Τραπεζούντα που μόλις έχουν φτάσει στην Μακρόνησο.
——————————————————————————————
7-2-2010
Lovetzoy Esther (Λαβτζόι, Εστέρ),η καλή Σαμαρείτισα των προσφύγων
«….Το βαρύτερο φορτίο που επωμίστηκαν αυτές οι γιατρέσσες από την Αμερική ήταν η εποπτεία της Μακρονήσου, ενός θλιβερού, ανεμοδαρμένου και συνήθως ακατοίκητου νησιού εννέα χιλιομέτρων, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία της Αττικής και είχε οριστεί από τις αρχές ως τόπος καραντίνας για τους πρόσφυγες που είχαν προορισμό την Αθήνα. Στα απομνημονεύματα της η Λαβτζόι περιγράφει πολύ ζωντανά την επίσκεψη της στο νησάκι μία θυελλώδη μέρα τον Φεβρουάριο του 1923. Το πλοίο «Ιωνία» ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει τη στεριά και λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάνιος είχε στείλει σήμα: «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών». Την επομένη μέρα που κόπασε επιτέλους η καταιγίδα και οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη στεριά, η Λαβτζόι παρατήρησε:
[Μια] τραγική πομπή αποτελούμενη από γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και ελάχιστους αρτιμελείς άνδρες προχωρούσε με δυσκολία στην άμμο φορτωμένη με μπόγους. Πολλοί από τους ηλικιωμένους ήταν τόσο εξαντλημένοι που χρειάστηκαν βοήθεια για να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο των «ακάθαρτων» όπου όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν μέχρι να ξεψειριαστούν και να απολυμανθούν τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Η ομάδα των Αμερικανίδων είχε ήδη συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τρία πρόχειρα νοσοκομεία. Ένα για ευλογιά, ένα για τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες, αν και «πολλοί πέθαιναν μετά την αποβίβαση τους, οι περισσότεροι από εξάντληση που οφειλόταν στην έλλειψη φαγητού ή νερού και στις κακουχίες που προκάλεσε αυτή η εφιαλτική έξοδος».
Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι. Αν ποτέ το νησί απομονωνόταν λόγω κακοκαιρίας και τελείωνε το νερό, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να παραφρονούσαν και να τις σκότωναν. Αυτή η προειδοποίηση καθόλου δεν πτόησε την γιατρό που ήταν υπεύθυνη του νοσοκομείου του νησιού, την κυρία Όλγα Στάσνι από την Όμαχα, η οποία του απάντησε ότι «τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί […] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντα μου εδώ». Τελικά η κυρία Στάσνι παρέμεινε στη Μακρόνησο για άλλους πέντε μήνες περίπου. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τον τύφο αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή από την περιπέτεια και κάποτε μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Νεμπράσκα.
Η παραμονή της Λαβτζόι στη Μακρόνησο ήταν πολύ πιο σύντομη. Μερικές ώρες αφότου παρατήρησε τους πρόσφυγες να «περνούν ένας-ένας από τα τσουκάλια όπου έπαιρναν ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και λίγη φασολάδα, βρέθηκε να γευματίζει στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της Αθήνας, τη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφει τα αισθήματα της με αφελή ειλικρίνεια. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστήριου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά […] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία θα μπορούσαν να ταίσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα». Το ίδιο απόγευμα έστειλε μία αναφορά στο ΔΣ της οργάνωσης.
Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι…..»
Το πιο εντυπωσιακό στην όλη ιστορία είναι ότι κάποιοι πόντιοι επέστρεψαν στη Μακρόνησο, για …εθνική διαπαιδαγώγηση και για να «εξαγνιστούν»…
[…] 7-2-2010 – Δυο μαρτυρίες από τους επισκέπτες της Μακρονήσου που μας ξαναθύμισε ο Βλ. Αγτζίδης : […]
Δες και ένα κομμάτι της πορείας των Καυκάσιων:
1920 Πατρίδα-Βατούμ-Μακρόνησο-Ελλάδα-Δυτική Μακεδονία
(…τους βαφτίζουν …»φυγόπονοι, άρπαγες , μπολσεβίκοι, …»ή «…χειρότεροι των αυτονομιστών, κακούργοι»)
1949 Δυτική Μακεδονία-Μακρόνησο ή Βατούμ-Ουζμπεκιστάν
η δικαίωση των Χρύσανθου-Αδοσίδη-Κανελόπουλου- Φ.Δραγούμη…κλπ, κλπ
Και τι δεν έχει δει αυτό το Μακρονήσι.
Αν είχαν μιλιά τα χώματά του θα μαθαίναμε πιο πολλά.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο Β.Α
Και πολύ ενιδαφέρον και όλο το blog
ενός Olivetti απαράδεκτης υποστήριξης
..να σου θυμίσω οτι η υποστήριξη τότε γινόταν απο ατόφιο πόντιο, διευθυντή της olivetti hellas. «χρόνι α» και ζαμάνια θα μου πεις…
Επίσης να σου θυμίσω να αγοράσεις την νέα version του antivirus σου γιατί η παλιά έχει λήξη, να κρατήσεις επι τέλους BACK-UP γιατί πάλι θα ψάχνεις τα data σου και να κάνεις ραντεβού με αυτόν που σου κάνει το site γιατί μέχρι να το ανεβάσεις θα έχει αλλάξει η τεχνολογία και πλέον δεν θα «λέει». 😉
κατά τα άλλα σου φταίει η υποστήριξη (έστω και από πόντιο)!!!
Άραγε πόση είναι πλέον η αξία του πίνακα με τον πόντιο;
Κοντεύει, για την ώρα στην Ελλάδα, να είναι πιο αναγνωρίσιμος από τον πίνακα “Τα κάλαντα” του Νικηφόρου Λύτρα.
Έλα ντε; Φαντάσου ότι τον έχω δει τυπωμένο και σε μίνι-μπλουζάκι, αυτά που βάζουν στο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί).
Δες δύο αξιοπρόσεκτες εκδοχές:
—————-
Τον πίνακα αυτό τον είχα ζωγραφίσει (μάλλον) το 1987, ίσως το 1986. Τότε είχα αγοράσει έναν παλιό IBM AT από το συγκεκριμένο φίλο που αναφέρεις. [Γύρω στο ’92 τον είχα αντικαταστήσει μ’ έναν Olivetti.] Ήθελα όμως να αγοράσω και τον παλιό του εκτυπωτή. Ξέρεις εκείνους με τις ακίδες και το συνεχές χαρτί εκτύπωσης. Οπότε ζωγράφισα ένα αντίγραφο του πρώτου αυτού πίνακα με τον Πόντιο αντάρτη και τον αντάλλαξα. Ένας πίνακας για ένα μεταχειρισμένο εκτυπωτή!
Πώς λέγαμε αυτή τη διαδικασία ανταλλαγής με όρους πολιτικής οικονομίας;
Παντως τις εκτυπώσεις μου τις έκανα σ’ αυτόν για μερικά χρόνια. Νομίζω ότι και το κείμενο αυτό για το Μακρονήσι είναι τυπωμένο σ’ αυτόν τον εκτυπωτή. Δεν είμαι και τελείως σίγουρος!
Δεν γνωρίζω αν είναι σε εκείνο τον εκτυπωτή. Γνωρίζω οτι είναι σε γραμματοσειρές του Πουλιάδη με χαρακτηριστικό όνομα όπως «Hellas Arial» ή «Hellas Times».
Θυμάμαι μου είχες φέρει τα κείμενά σου πριν 10(;) χρόνια και δεν μπορούσες να τα διαβάσεις και είχα βρει τις γραμματοσειρές.
«Ανταλλακτική οικονομία» το λέγαμε…
Το site για έναν πίνακα με τον πόντιο αλλά σε αυθεντικό ξύλο απο παλιό παράθυρο με την τεχνική με τον γύψο και την παλαίωση! Έκλεισε!!!
Έλα ντε; Φαντάσου ότι τον έχω δει τυπωμένο και σε μίνι-μπλουζάκι, αυτά που βάζουν στο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί).
Ο άνθρωπος ήθελε να προειδοποιήσει τους άλλους οδηγούς.
Όπως το άλλο που έχει ζωγραφισμένο ένα βρέφος και σημαίνει «ΠΡΟΣΟΧΗ!!! παιδί στο αυτοκίνητο».
Να το!
Μα είναι προφανές τι θέλει να πει…
ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΟΝΤΙΟΣ στο αυτοκίνητο!!!
Μα τι κακία είναι αυτή!
Καναλιώτη πρόσεχε γιατί υπάρχει μέγα πλήθος…
πω πω!!! 9 sites!!!
+Βλασσίου ιερομάρτυρος, Θεοδώρας Αυγούστας.
Λύσε μου μια απορία.
Ο εν λόγω ιερομάρτυς τι σχέση είχε με την Αυγούστα ?
——————————-
Τα δέοντα δια την ονομαστικήν σας εορτή.
[…] η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη […]
Αγαπητέ Βλάσιε,
Μόλις διάβασα την ανάρτηση σου (και τα σχόλια) και στάθηκα στην αναφορά σου «… Ξέρεις εκείνους με τις ακίδες και το συνεχές χαρτί εκτύπωσης. Οπότε ζωγράφισα ένα αντίγραφο του πρώτου αυτού πίνακα με τον Πόντιο αντάρτη και τον αντάλλαξα. Ένας πίνακας για ένα μεταχειρισμένο εκτυπωτή! ».
Πρέπει να είσαι δυσαρεστημένος για να το θυμάσαι μετά από είκοσι τόσα χρόνια. Ειλικρινά δεν θυμάμαι εάν μαζί με τον Epson FX80 σου έδωσα και τον IBM AT ή μόνο τον εκτυπωτή. Δεν θυμάμαι. Εκείνο όμως που θυμάμαι πολύ καλά είναι ότι και τα δυό τα πλήρωσα 1.100.000 δρχ. Πρέπει να αγοράσθηκαν περίπου το 1986. Κόστιζαν ακριβά τότε αυτά τα ριμάδια.
Σε κάθε περίπτωση (εάν ακόμη νιώθεις ριγμένος), σου δίνω πίσω τον πίνακα αλλά θέλω τον FX80 !!!
Χρόνης Κ.
Ήταν μια εξαιρετική ανταλλαγή με τις συνθήκες εκείνης της εποχής! Και πολύ πρωτοποριακή, αφού ξαναθύμιζε τις παλιές προκαπιταλιστικές συνήθειες ανταλλαγής των προϊόντων. Εγώ ζωγράφιζα πίνακες και εσύ είχες ένα τεχνολογικό αγαθό -τον εκτυπωτή- που το ήθελα. [Τον ΙΒΜ ΑΤ τον είχα αγοράσει προηγουμένως με άλλη διαδικασία…. Σημειωτέον ότι τον έχω κρατήσει στην αποθήκη μου, γιατί πλέον -με την απίστευτη εξέλιξη της τεχνολογίας- αποτελεί ένα σπάνιο μουσειακό είδος].
Περιμένω να μου στείλεις τις φωτογραφίες!
Σε κάθε περίπτωση (εάν ακόμη νιώθεις ριγμένος), σου δίνω πίσω τον πίνακα αλλά θέλω τον FX80 !!!
Επειδή εγώ νιώθω ριγμένος Χρόνη μου, πότε να σου φέρω τον FX80;;;;; 😉
και έναν Aviete με επεξεργαστή την ιλιγγιώδη των 4,77 Mhz έχω ίδιο με αυτό
http://en.wikipedia.org/wiki/IBM_Personal_Computer
με οθόνη με CGA Philips 14». 😆
Υπάρχει μια αναφορά στο κείμενο εδώ:
http://tvxs.gr/news/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%BE%CE%B5%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%BF#comments-title
[…] η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη […]
[…] Ασίας, -οι ευθύνες για την ήττα, -η εγκατάσταση και οι πολιτικές αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, -η Δίκη των Εξ και […]
[…] η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια τηςΜακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη […]
[…] η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια τηςΜακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη […]
Οι μαούνες, μία-μία φόρτωναν και ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν πίσω να επαναλαμβάνουν το ίδιο μέχρι αργά το βράδυ.
Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δέν είχε ούτε ένα σπίτι, δέν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση;
Κράτα την αναπνοη σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, κρατήσου καλά μην πέσεις, γιατί θα ακούσεις το φρικτό όνομα τού τόπου αυτού, τής γης αυτής, θα κρύψεις το πρόσωπό σου από ντροπή, διότι βρέθηκαν συνάνθρωποί σου να σκεφθούν να διαλέξουν τον τόπο αυτό γιά τα ξενιτεμένα τους αδέλφια, που τ’ όνειρό τους ήταν, αιώνες τώρα, πώς να έρθουν στη μάνα πατρίδα! «Φτούσου, άνθρωπε, και πάλι».
Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μιά άκρη, μιά γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου γιά να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μήν πέσεις! Μακρόνησος.
Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δέν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας, τού Πόντου, γιά εξόντωση. Αυτό ας είναι μιά μαρτυρία γιά αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη.
Λένε, πως τα παλιά χρόνια, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατοπινά στο Βυζάντιο, στέλναν γιά βέβαιη εξόντωση τους πολιτικούς τους αντιπάλους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μας έδωσαν λίγο νερό, που το φέρναν από την αντικρινή στεριά, το Λαύριο. Ένα νερό, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έφτυνες. Μέσα σε κάτι βυτιοφόρα, που η σκουριά τους μύριζε. Ήταν ανυπόφορη! Όμως το ‘πιαν! το ‘πιαν! Και πού να ξεδιψάσουν!
(Ευτύχιος Γιαρένης, «Αυτούς που δέρνει ο άνεμος. Μιά ιστορία απανθρωπιάς τού ανθρώπου», Θεσσαλονίκη, 1933, σελ. 98-99).
[…] kars1918 […]
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ TVXS:
——————————————————————–
Ξεχασμένη η ιστορία των Ποντίων στην Μακρόνησο
16:11 | 25 Φεβ. 2010
Τελευταία ανανέωση 01:43 | 28 Ιουλ. 2011
Στο blog του Βλάση Αγτζίδη «Und ich dachte immer» γίνεται αναφορά στην ξεχασμένη ιστορία των Πόντιων προσφύγων, που πέρασαν από την Μακρόνησο. Αφορμή του αφιερώματος είναι το κείμενο «Η Μακρόνησος των Προσφύγων» με υπότιτλο: «Από τον Πόντο στο Μακρονήσι», το οποίο γράφτηκε μετά από ένα Διεθνές Συνέδριο για τη Μακρόνησο, που έγινε στις 6 και 7 Μαρτίου 1998 χωρίς καμία αναφορά στο γεγονός ότι από το Μακρονήσι πέρασαν χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες.
Ο Βλάσης Αγτζίδης, παραθέτει μία μαρτυρία της Αγγελικής Μυρωνίδου, που η οικογένειά της, πρόσφυγες από τον Καύκασο, στάλθηκε για δύο μήνες σε καραντίνα στην Μακρόνησο. Η γιαγιά της ξεψύχησε εκεί. Αυτοί είναι οι Έλληνες του Καυκάσου, οι Καρσιώτες, από την Μακρόνησο όμως πέρασαν και χιλιάδες από τους Πόντιους πρόσφυγες, που ανταλλάχθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης, μεταφερόμενοι από το 1922 έως και το 1924 από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα.
«Το μοντέλο της Μακρονήσου συναντιέται σ’όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία επιχειρούν τη δημιουργία του ‘’νέου ανθρώπου’’, απαλλαγμένου από τις αριστερές ή τις δεξιές επιρροές του ανάλογα με αυτόν που το επιχειρεί..», γράφει ο Βλάσης Αγτζίδης και συνεχίζει με σκοπό να προσθέσει άλλη μία ξεχασμένη ψηφίδα στην ιστορία της Μακρονήσου ότι οι πρώτοι Μακρονησιώτες ήταν Πόντιοι. Στην Μακρόνησο είχε δημιουργηθεί στρατόπεδο για τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως και στον Άγιο Γέωργιο Σαλαμίνας, στην Καλαμαριά και στο Χαρμάνκιοϊ της Θεσσαλονίκης. Πολλοί πέθαναν εκεί από τις κακουχίες και τις επιδημίες.
Επίσης, αναρτάται μία άλλη μαρτυρία για τις συνθήκες ταφής όσων έσβηναν στην Μακρόνησο, σε ομαδικούς τάφους με την συνοδεία «του πένθιμου ήχου της καμπάνας και του μοιρολογιού των μαυροφορεμένων γυναικών». Η αποσιώπηση των στοιχείων αυτών από τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1922, δεν μπορεί παρά να είναι σκόπιμη και εν μέρει εξηγείται από την πολιτική αφαίρεσης της ιστορικής μνήμης των προσφύγων από τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά από το 1922, ή και από την φιλοκεμαλική στάση της ελλαδικής αριστεράς.
http://tvxs.gr/news/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%BE%CE%B5%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%BF
[…] kars1918 […]
Η ταλαιπωρία του ξεριζωμού
Η ταλαιπωρία του ξεριζωμού
«Τελετουργικό υγιεινής» των προσφύγων στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς. Προσπάθειες να διασωθεί η ιστορική μνήμη
Αποτελούσε ένα βίαιο «τελετουργικό υγιεινής» αλλά το μόνο που έχει απομείνει να το θυμίζει είναι μία πινακίδα σε στάση αστικών λεωφορείων με τη λέξη «Aπολυμαντήρια». Αυτό είναι και το μοναδικό υλικό ίχνος για ένα χώρο προσφυγικής ιστορίας και μαρτυρίου που λειτουργούσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο δήμο Καλαμαριάς. Σε μία προσπάθεια συντήρησης της ιστορικής μνήμης και με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς η εμπειρία της απολύμανσης στην Καλαμαριά υπήρξε ένα τραυματικό βίωμα για τους περισσότερους πρόσφυγες κατά την άφιξή τους στη Μακεδονία, το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του δήμου Καλαμαριάς προκήρυξε λογοτεχνικό διαγωνισμό με θέμα «Το Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς».
«Σήμερα, από τις εγκαταστάσεις του Απολυμαντηρίου, δεν σώζεται τίποτε, πέρα από τις αναμνήσεις ατόμων που ζούσαν στην Καλαμαριά και κινούνταν στο χώρο» καταγράφουν οι ιστορικοί Μαρία Καζαντζίδου και Θεοδόσης Τσιρώνης σε κείμενό τους που θα παρουσιάσουν αύριο, στις 19:00, στον Πολυχώρο Τέχνης Remezzo, στο πλαίσιο της τελετής βράβευσης του λογοτεχνικού διαγωνισμού ποίησης και διηγήματος.
Όπως σημειώνουν, το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων που ήρθαν μαζικά, με πλοία, από τη Ρωσία το 1920-’21 και κυρίως οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, πέρασαν από τη διαδικασία της απολύμανσης και της καραντίνας, σε λοιμοκαθαρτήρια που ήδη λειτουργούσαν σε διάφορα σημεία της χώρας, ορισμένα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: τα απολυμαντήρια του Κρωββ στην Πάτρα, στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα (απ΄ όπου πέρασαν περίπου 100.000 άτομα), στο νησάκι Βίδος στην Κέρκυρα και στη Μακρόνησο, γνωστά τα δύο τελευταία ως «νεκροταφεία», λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Σε κλίβανο τα ρούχα και κούρεμα με την «ψιλή»
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μεταφέρθηκαν με τα πλοία, και για τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών, ο πρώτος τόπος αποβίβασης ήταν η Θεσσαλονίκη. Τις πρώτες μέρες, οι πρόσφυγες αποβιβάζονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και αναζητούσαν κατάλυμα στο κέντρο της πόλης, σε σπίτια, ξενοδοχεία, πλατείες, δρόμους, αγορές, εκκλησίες και άλλους δημόσιους χώρους. Σύντομα, στο λιμάνι και στο κέντρο έγινε το αδιαχώρητο, γεγονός που έκανε τις αρχές να επιλέξουν ως τόπο αποβίβασης την Καλαμαριά, όπου υπήρχε άφθονος ελεύθερος χώρος, στοιχειώδεις στεγαστικές υποδομές και επίσης στοιχειώδης υποδομή για την απολύμανση και απομόνωση των προσφύγων και την παρεμπόδιση της μετάδοσης ασθενειών στην πόλη. Το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο ή Απολυμαντήριο, ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής, μόλις κατέβαιναν οι πρόσφυγες από το καράβι.
Μαρτυρίες ηλικιωμένων προσφύγων και περιγραφές από τον Τύπο της εποχής αναφέρουν ότι επρόκειτο για δύο μεγάλα ξύλινα παραπήγματα, κατασκευασμένα καταρχήν για τις ανάγκες των συμμαχικών στρατευμάτων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-1918). Στο ένα παράπηγμα απολυμαίνονταν σε κλίβανο τα ρούχα, τα σκεύη και τα λοιπά υπάρχοντα των προσφύγων, ενώ στη διπλανή παράγκα, οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν λουτρό με κρύο νερό και να κουρευτούν.
Σύμφωνα με το κείμενο των δύο ιστορικών που έχουν μελετήσει το θέμα, παράλληλα με την οδύνη και την ταλαιπωρία του ξεριζωμού και κυρίως τις φοβερές κακουχίες του ταξιδιού με τα πλοία, όπου χιλιάδες πρόσφυγες είχαν αποδεκατιστεί από αρρώστιες, η εμπειρία της απολύμανσης, περιγράφεται ως τραυματική και άφησε στους περισσότερους μια σκληρή ανάμνηση, που τους συνόδευε μέχρι τα γεράματα. Αυτό ισχύει τόσο για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, όσο και για αυτούς που δύο χρόνια νωρίτερα είχαν έρθει από τον Καύκασο. Οι διηγήσεις τους, αφήνουν να νοηθεί ότι το τραύμα συνίσταται σε δύο στοιχεία: το ένα ήταν η αχρήστευση των ελάχιστων υπαρχόντων που κατάφεραν να περισώσουν από το διωγμό∙ η υψηλή θερμοκρασία του κλίβανου συρρίκνωνε και παραμόρφωνε τα ρούχα τους και τα μετέτρεπε σε κουρέλια. Κυρίως, όμως, το τραύμα αφορούσε το αίσθημα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού: οι μικρασιάτες, πόντιοι και θρακιώτες Έλληνες, έμπαιναν σε μια διαδικασία βίαιου και μαζικού καθαρισμού με φαρμακευτικά απολυμαντικά μέσα, και σε υποχρεωτικό κούρεμα των μαλλιών και για τα δύο φύλα. Με τη νοοτροπία της εποχής εκείνης, οι γυναίκες βίωναν το κούρεμα ως μία βίαιη και ταπεινωτική επέμβαση στο σώμα και την αξιοπρέπειά τους, στην ίδια τη γυναικεία τους υπόσταση δηλαδή.
Παρόλο που η διαδικασία αποσκοπούσε στη μέριμνα για τη δημόσια υγεία, υπογραμμίζουν οι Μαρία Καζαντζίδου και Θεοδόσης Τσιρώνης, η ταχύτητα και η μαζικότητα που επέβαλαν οι συνθήκες παρέπεμπαν περισσότερο σε ψυχρή ιατρική διαδικασία και μεταχείριση κοπαδιού ζώων.
Μετά την απολύμανση, ακολουθούσε η καραντίνα, σε σκηνές ή σε θαλάμους στην παρακείμενη περιοχή, όπου οι πρόσφυγες διέμεναν, για μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς το δικαίωμα να απομακρυνθούν από τον περιορισμένο χώρο, για την αποφυγή μετάδοσης ασθενειών. Ο χώρος περιοριζόταν σε κάποια σημεία με συρματόπλεγμα και – σύμφωνα με κάποιες, αλλά όχι όλες τις μαρτυρίες – φυλασσόταν από στρατιώτες. Ακολουθούσε η μετακίνηση προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης ή την ενδοχώρα της Μακεδονίας, και για κάποιους η μόνιμη εγκατάσταση σε θαλάμους της Καλαμαριάς και, κάποια χρόνια αργότερα, στα νεόχτιστα προσφυγικά σπίτια.
Το καλοκαίρι του 1942, οι γερμανικές αρχές κατοχής συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό Θεσσαλονικέων Εβραίων ανδρών για καταναγκαστικά έργα στη Μακεδονία. Προτού τους διαμετακομίσουν στα επιμέρους σημεία, προηγήθηκε η απολύμανσή τους στο Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς, όπου τους μετέφεραν, πεζούς βέβαια και στη συνέχεια και πάλι με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη.
Από Απολυμαντήριο, λαϊκή πλαζ
Σύμφωνα με την κ. Καζαντζίδου, οι εγκαταστάσεις του απολυμαντηρίου γκρεμίσθηκαν μετά το 1964 και πριν το 1968, μετά από πιέσεις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που ανέλαβε τη δημιουργία λαϊκής πλαζ στην παραλία της Αρετσούς. Ωστόσο, σημειώνει, κανείς δημόσιος φορέας, προσφυγικός ή τοπικός σύλλογος ή ιδιώτης δε σκέφτηκε ότι το Απολυμαντήριο θα μπορούσε να αποτελέσει την υλική μνήμη και εν τέλει ένα «προσκυνηματικό τόπο» για τη σκληρή πορεία δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που κατοίκησαν στη Μακεδονία.
Μέχρι πριν από περίπου 10 χρόνια υπήρχε στην άμμο, μπροστά από την είσοδο της πλαζ, μία σκουριασμένη ταμπέλα που έγραφε «Απολυμαντήριο», στο ύψος περίπου όπου βρισκόταν το κτίσμα. Σήμερα η ταμπέλα δεν υπάρχει και η λέξη αναγράφεται μόνο στη στάση του λεωφορείου που περνά πάνω από το χώρο της πλαζ, στην οδό Νικολάου Πλαστήρα. Ο Ο.Α.Σ.Θ. ονόμασε έτσι τη στάση, προφανώς επειδή η ονομασία είχε ήδη καθιερωθεί από τους κατοίκους. Η πινακίδα αυτή είναι και το μοναδικό υλικό ίχνος, ενός χώρου προσφυγικής ιστορίας και μαρτυρίου ενώ η ιστορική μνήμη «παλεύει» να διασωθεί μέσα από τις φιλότιμες προσπάθειες του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://www.pontos-news.gr/article/4059/i-talaiporia-toy-xerizomoy
Τα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς
«Αυτή ήταν η πρώτη όψις της Καλαμαριάς» : καταυλισμοί, αντίσκηνα, απολυμαντήριο, κλίβανοι. Τα κορίτσια θυσιάζουν τις μακριές πλεξίδες τους και τα ρούχα ρίχνονται στην πυρά. O φόβος των ντόπιων για την εξάπλωση των επιδημιών απομονώνει τους πρόσφυγες μέσα στους καταυλισμούς• γύρω-γύρω τοποθετούνται συρματοπλέγματα. Η καραντίνα του Κατιρλί. Η Θεσσαλονίκη μακριά• ίσως πιο μακριά κι απ’ τον τόπο που εγκατέλειψαν…(http://www.greek-language.gr/)
Την περίοδο 1922-1924 κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη πάνω από 270.000 πρόσφυγες από τον Καύκασο και την νότια Ρωσία, ειδικά από το Καρς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μεταφέρθηκαν με τα πλοία, και για τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών, ο πρώτος τόπος αποβίβασης ήταν η Θεσσαλονίκη. Τις πρώτες μέρες, οι πρόσφυγες αποβιβάζονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και αναζητούσαν κατάλυμα στο κέντρο της πόλης, σε σπίτια, ξενοδοχεία, πλατείες, δρόμους, αγορές, εκκλησίες και άλλους δημόσιους χώρους. Σύντομα, στο λιμάνι και στο κέντρο έγινε το αδιαχώρητο, γεγονός που έκανε τις αρχές να επιλέξουν ως τόπο αποβίβασης την Καλαμαριά, όπου υπήρχε άφθονος ελεύθερος χώρος, στοιχειώδεις στεγαστικές υποδομές και επίσης στοιχειώδης υποδομή για την απολύμανση και απομόνωση των προσφύγων και την παρεμπόδιση της μετάδοσης ασθενειών στην πόλη. Το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο ή Απολυμαντήριο, ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής, μόλις κατέβαιναν οι πρόσφυγες από το καράβι. Το γεγονός πως εκείνη την εποχή ο τύφος βρισκόταν σε έξαρση, αποτέλεσε κίνητρο για τη μάζωξη όλων αυτών των κατοίκων στην περιοχή της Καλαμαριάς., όπου υπήρχε άφθονος ελεύθερος χώρος, στοιχειώδεις στεγαστικές υποδομές και επίσης στοιχειώδης υποδομή για την απολύμανση και απομόνωση των προσφύγων και την παρεμπόδιση της μετάδοσης ασθενειών στην πόλη. Το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο ή Απολυμαντήριο, ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής, μόλις κατέβαιναν οι πρόσφυγες από το καράβι. Το γεγονός πως εκείνη την εποχή ο τύφος βρισκόταν σε έξαρση, αποτέλεσε κίνητρο για τη μάζωξη όλων αυτών των κατοίκων στην περιοχή της Καλαμαριάς. Εκεί «καθάριζαν» τον κόσμο από τις αρρώστιες ώστε να μην μεταδοθούν και στους υπόλοιπους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα έλουζαν με μία πλάκα πράσινου σαπουνιού τα κεφάλια και το σώμα των προσφύγων και έπειτα τους κούρευαν ώστε να απαλλαχθούν από τις ψείρες. Έπειτα αφού απολύμαιναν τα ρούχα τους , τους τα επέστρεφαν, τις περισσότερες φορές είτε μισά είτε κουβάρια.
Έπειτα από τον «κλίβανο» οι πρόσφυγες έμεναν σε πρόχειρες σκηνές και σε θαλάμους που είχαν αφήσει τα συμμαχικά στρατεύματα, χωρίς θέρμανση ,τα οποία ήταν περιφραγμένα με ισχυρό συρματόπλεγμα και υπήρχαν και έξοδοι, στις οποίες υπήρχαν φυλάκια του στρατού, έτσι ώστε να διαφυλάξουν την μη είσοδο των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, για να προστατέψουν την πόλη από τον τύφο. Συνολικά, πέθαναν πάνω από 50.000 πρόσφυγες. Αιτίες θανάτου ήταν η ελονοσία (περίπου 50 θάνατοι ανά ημέρα) , η πείνα, ο τύφος, ποικίλες μολυσματικές ασθένειες , η πνευμονία αλλά κυρίως το κρύο και οι αντίξοες καιρικές συνθήκες .Αρκετοί από όσους κατάφεραν να επιβιώσουν επέλεξαν να εγκατασταθούν σε χωριά στο εσωτερικό της Μακεδονίας. Μέρος αυτών εγκαταστάθηκε στο συνοικισμό «κτηνοτροφικά» (κερσλίδικα). Η κατεδάφιση των κτιρίων των Απολυμαντηρίων έγινε το 1965. Από τότε μέχρι και σήμερα η περιοχή είναι τελείως διαφορετική. Στην μνήμη αυτού του θλιβερού ιστορικού αλλά σημαντικού πάραυτα γεγονότος ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης όρισε τη στάση Απολυμαντήρια στο συγκεκριμένο σημείο στη γραμμή 05:Νέα Κρήνη- Βενιζέλου.
Πηγές:
Κώστας Φωτιάδης ιστορικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Δ. Μακεδονίας, με αφορμή το επιστημονικό συνέδριο, με θέμα: «Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων», είπε:
«Σε μια από αυτές τις αφίξεις, περί τους 1.300 από αυτούς τους πρώτους πρόσφυγες έφτασαν στην ακτή με ότι φορούσαν, καθώς με άλλο πλοίο θα έφτανε ότι είχε διασωθεί από το βιός τους. Τα φθαρμένα και σκισμένα ρούχα τους παραδόθηκαν στη φωτιά, μόλις πέρασαν από τα απολυμαντήρια και αναγκάστηκαν να μείνουν τέσσερις μήνες στον καταυλισμό της Καλαμαριάς, σχεδόν γυμνοί, τυλιγμένοι με ένα σεντόνι, περιμένοντας το πλοίο με τα πράγματα τους. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό το επιστημονικό συνέδριο είναι παράλληλα και ένα μνημόσυνο για αυτούς τους πρόσφυγες»
Θεοδόσης Μπακογλίδης, δήμαρχος Καλαμαριάς , σε επιστημονικό συνέδριο, με θέμα: «Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων»,
«Η Καλαμαριά δεν υπήρχε τότε, οι πρόσφυγες τη δημιούργησαν και η Θεσσαλονίκη εξ αιτίας αυτής της προσφυγικής ροής απέκτησε το προσωνύμιο που της αποδίδει ο Ιωάννου, στα γραπτά του, ως «η πόλη των προσφύγων»»
Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν αυτήν την εμπειρία:
“…Μας βάλαν’ στη σειρά τα μικρά και τις γριές, και μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κούρεψαν, Σα κολοκύθι με κάνανε. Πολύ καιρό μετά ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω”.
(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας)
Στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού έχουν καταχωρηθεί διηγήσεις των πρώτων προσφύγων που έφτασαν στην περιοχή:
“…Από τον δρόμο την οδό Κομνηνών και προς την παραλία κάτω είχαν εγκαταστήσει σκηνές. Γύρω-γύρω αυτή η έκτασις των θαλάμων και των σκηνών ήταν περιφραγμένη με ισχυρό συρματόπλεγμα και υπήρχαν και έξοδοι, στις οποίες υπήρχαν φυλάκια του στρατού να φυλάξουν, ούτως ώστε οι πρόσφυγες να μην μπουν στη Θεσσαλονίκη διότι εδώ παρετηρήθη τύφος και ήταν κίνδυνος να μολυνθεί και η υπόλοιπη Θεσσαλονίκη”.
(Απόσπασμα από προφορική μαρτυρία του Σίμου Λιανίδη. Ήρθε το 1920 από το Βατούμ).
“…Στο δρόμο κοντέψαμε να πνιγούμε. Ήταν μικρό το πλοιάριο κι είχε πολύ κόσμο μέσα. Μας γυρνούσε μία από εδώ και μία από εκεί. Προσευχές, πράγματα.
Μας έφεραν εδώ και είχε μια λιακάδα εκείνη τη μέρα. Ανασάναμε.
Αφού κατέβαινε ο κόσμος και φιλούσε το χώμα”.
(Απόσπασμα από προφορική μαρτυρία του Παναγιώτη Ευθυμιάδη, Τραπεζούντα 1917, Καλαμαριά 1923).
“…Ερχόμαστε εδώ που είναι η πλαζ, απέναντι μάς έβγαλε το πλοίο.
Ήταν μια ξύλινη σκάλα, ανεβαίναμε , να ʼρθουμε προς τα εδώ.
Εκεί ήταν κάτι απολυμαντήρια και παίρναν τον κόσμο για απολύμανση και τους κόβαν τα μαλλιά, γυναίκες και άνδρες.
Τι να κάνει ο μπαμπάς μου! Κάτι λεφτουδάκια που είχε τάισε εκεί έναν και του λέει: “Βάστα αυτά και μη μας κάνετε κλίβανο ούτε να μας κόψετε τα μαλλιά”.
Ήταν οι αδελφές μου με μεγάλα μαλλιά.
Τα πήραν τα χρήματα, μας άφησαν…
(Σίμος Λιανίδης, ήρθε το 1920 στην Καλαμαριά από το Βατούμ).
Επιμέλεια: Κατικαρίδου Ιωάννα
http://tritolykkalam.blogspot.gr/2015/04/blog-post.html
Αγιος Γεώργιος, το νησί του διαβόλου
Νησάκι Αγίου Γεωργίου, Σπηναλόγκα του Πειραιά
Το νησάκι του Αγίου Γεωργίου, η… Σπιναλόγκα του Πειραιά, με τα κτίσματα που χρησιμοποιήθηκαν για την καραντίνα χιλιάδων ανθρώπων | Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Η Σπιναλόγκα του Πειραιά, το μικρό νησάκι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται μια ανάσα από το Πέραμα και τη Σαλαμίνα. Πάνω του διακρίνονται μια σειρά από οικήματα, εμφανώς κάποια πολύ παλαιά, ακόμα και μισογκρεμισμένα, και άλλα σχετικά πιο καινούργια. Είναι ό,τι έχει απομείνει για να θυμίζει το κολαστήριο του Αργοσαρωνικού.
Οι ομοιότητες των δύο μικρών νησιών, της Σπιναλόγκα και του Αγίου Γεωργίου, είναι πολλές: μεγάλη ιστορία, κοντά στις ακτές, αλλά ταυτόχρονα απομονωμένα, ενώ και τα δύο λειτούργησαν ως χώροι απομόνωσης ασθενών ή ύποπτων για διάφορες μολυσματικές ασθένειες, με βάση τους δικαιολογημένους ή όχι φόβους των παλαιών εποχών.
Οι διαφορές τους, επίσης σημαντικές: από τη Σπιναλόγκα λίγοι κατάφερναν να φύγουν θεραπευμένοι από τη φοβερή ασθένεια της λέπρας, ενώ από τον Αγιο Γεώργιο όλοι έφευγαν έπειτα από ολιγοήμερη παραμονή, η οποία όμως για τους οικονομικά ασθενέστερους ήταν μια σκληρή δοκιμασία…
Το λοιμοκαθαρτήριο
Εκκλησία Αγίου Γεωργίου Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εικάζεται ότι στη σημερινή μορφή της ανοικοδομήθηκε επί Φραγκοκρατίας | Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Στον Αγιο Γεώργιο, το γραφικό νησάκι στον όρμο των Παλουκίων, το λοιμοκαθαρτήριο υπολογίζεται ότι άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1865 ή λίγο νωρίτερα. Η περιγραφή που έκανε τον Οκτώβριο του 1884 ο Γερμανός βυζαντινολόγος K. Krumbacher αποτυπώνει παραστατικά την κατάσταση:
«Κατά μήκος της ακτής είναι χτισμένος μεγάλος αριθμός σπιτιών για την καραντίνα. Πρόκειται για τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες, λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές. Κάθε σπίτι αποτελείται από δύο ευρύτερα δωμάτια εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια εκστρατείας και ένα νιπτήρα. Η στεγανότητα της οροφής δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. (…) Σε ένα από τα σπιτάκια έχει εγκαταστήσει ο πανδοχέας του νησιού της καραντίνας την κουζίνα και μια τραπεζαρία, όπου συγκεντρωνόμαστε τις κοινές ώρες του φαγητού. (…) Μερικά βήματα κάτω από το οίκημα του επισιτισμού βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. (…) Οι επιβάτες που είχαν προτιμήσει να περάσουν την καραντίνα πάνω στο πλοίο μάς επισκέπτονταν καμιά φορά και εύρισκον φυσικά την παραμονή στο πλοίο καλύτερη και πιο άνετη» (πηγή: Α. Βιρβίλης, «Το Λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου Σαλαμίνας», περιοδικό Φιλοτέλεια, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).
Εκκλησάκι Αγίου Γεωργίου, Σπιναλόγκα, Πειραιάς Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Η πλάκα, που υπάρχει στο προαύλιο της εκκλησίας: «Χολέρας καθαρτήριον την σην νήσον προσήνεγκας τη Ελλάδι, Τροπαιοφόρε. (= Για χολέρας καθαρτήριο προσέφερες τη νήσο σου στην Ελλάδα, Τροπαιοφόρε). Ευγνωμονούντες προσάγομεν σοι την ανακαίνισιν της εκκλησίας, την αποβάθραν και τας οδούς. Μηνί Σεπτεμβρίω ΑΩΞΕ (=1865)».
Ωστόσο, η ιστορία του νησιού, που η επιφάνειά του είναι μόλις 0,200 τ.χλμ. και που ενώθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με επιχωμάτωση με τη Σαλαμίνα, χάνεται στα βάθη των χρόνων.
Το γεγονός είναι ότι η ερμηνεία ορισμένων γραπτών πηγών οδηγούσε στην εκτίμηση ότι βρισκόταν εκεί ο αρχαίος τάφος της Κίρκης. Αυτό οδήγησε στο νησί τον μεγάλο αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν, που έφυγε άπρακτος, αν και πιθανολογείται ότι πάνω στο ταφικό αυτό μνημείο, στην ανατολική άκρη του νησιού, ανοικοδομήθηκε η αρχική παλαιοχριστιανική εκκλησία.
Η νεότερη εκκλησία, που υπάρχει μέχρι σήμερα, χρονολογείται με βάση τον ρυθμό της επί Φραγκοκρατίας (πηγή: Π. Βελτανισιάν «Μικρή συμβολή στην ιστορία της νήσου του Αγίου Γεωργίου», από το περιοδικό «Επικοινωνία» – τ. 3 Ιούλιος 2001).
Η πρώτη μεγάλη ανακαίνιση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και η διαμόρφωση του χώρου γίνονται τον Σεπτέμβριο του 1865 (ΑΩΞΕ), όταν ιδρύεται, με Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 38/9 Αυγούστου 1865) υγειονομικό φυλάκιο. Ωστόσο, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός λοιμοκαθαρτηρίου είχε ανακύψει, από πολύ νωρίτερα, στον Πειραιά.
Αρχικά ως προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο χρησιμοποιούνταν ένα πλοίο ονόματι «Εύχαρις». Στη συνέχεια θα δημιουργηθεί ένα άλλο στις αποθήκες διαμετακόμισης, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ.
Ο πρώτος δήμαρχος της πόλης, Κυριάκος Α. Σερφιώτης (1835-1841), σε έγγραφό του με ημερομηνία Ιουλίου 1836 και αριθμό πρωτοκόλλου 429 γράφει, μεταξύ άλλων, προς τη Διοίκηση Αττικής (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1836 Α, υποφ. 4, τεκμ. 2):
«Επειδή παρατηρείται ότι το ήδη ευρισκόμενον στον λιμένα της πρωτευούσης λοιμοκαθαρτήριον είναι πάντα ατακτοποίητον και επειδή εις τούτο το πλοίο δεν δύναται να κρατηθή η αξιοπρέπεια της υπηρεσίας και προφύλαξις της υγείας του πολίτου ένεκα των εκ διαφόρων μερών της Τουρκίας προερχόμενων πλοίων όπερ επικρατεί η νόσος πανώλης φέροντας και διάφορους επιβάτας, οι οποίοι και θα μείνουν μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο (…) και συνίσταται η ίδρυσις λοιμοκαθαρτηρίου εις την περιοχήν διαμετακομίσεως».
Ο δούκας της Αυστρίας
Nησάκι Αγίου Γεωργίου, Σπιναλόγκα, Πειραιάς Μια από τις δύο πιο παλιές αποβάθρες του νησιού | Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, πληροφορούμαστε ότι η επικείμενη άφιξη στον Πειραιά του αρχιδούκα της Αυστρίας γίνεται αφορμή να διαμορφωθεί ένας χώρος για λοιμοκαθαρτήριο και μάλιστα με ρητή εντολή να διακοσμηθεί με τις οδηγίες του θαλαμοποιού του τότε βασιλιά Οθωνα…
Συγκεκριμένα, στις 12 Αυγούστου 1837, η «Επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικρατείας» με έγγραφό της προς τον δημοτικό αρχιτέκτονα κ. Λοράντζο (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1837/29, τεκ. 5) ζητούσε «να σχηματισθούν εις το ισόγειον της εν Πειραιεί μικράς αποθήκης της διαμετακομίσεως, θάλαμοι τινες εις τους οποίους θα κάνη την κάθαρσίν του ο περιφερόμενος αρχιδούξ της Αυστρίας. Το έργον πρέπει να τελειώση το πολύ πριν το τέλος του ενεστώτος μηνός και θέλει εκτελεσθή με ημερομισθίους οικοδόμους ή με εργολαβίαν κατά τεμάχιον υπό την διεύθυνσίν σας (…)».
Ακόμα, ζητούσαν από τον αρχιτέκτονα του δήμου να συνεννοηθεί «μετά του βασιλικού θαλαμοποιού (όνομα δυσανάγνωστο) προς την εσωτερικήν διάταξιν και διακόσμησιν της οικοδομής».
Το έργο ολοκληρώνεται και στις 29 Νοεμβρίου 1837 εκδίδεται δηλοποίηση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 45/31-12-1837), στην οποία αναφέρεται ότι το λοιμοκαθαρτήριο Πειραιώς που έχει κατασκευαστεί «και δύνανται να εκκαθαρισθώσιν εν αυτώ άνθρωποι χωρίς κίνδυνον» ξεκινάει να λειτουργεί.
Τον Ιούνιο του 1839 ο τότε δήμαρχος Πειραιά, Κυριάκος Σερφιώτης, ξεκινάει αλληλογραφία με διάφορες υπηρεσίες (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά) και αφού αρχικά διαπιστώνει ότι στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις «δεν γίνεται πραγματική εκκαθάριση» (έγγραφο 26/6/1839, αρ. 484) προτείνει (28/6/1839, αρ. 534) να ανεγερθεί λοιμοκαθαρτήριο στην Ψυττάλεια.
Στην Ψυττάλεια δεν λειτούργησε λοιμοκαθαρτήριο. Ομως, θεωρείται πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε μαζί με τον κόλπο της Σαλαμίνας ως τόπος αγκυροβολίας πλοίων που έμπαιναν σε καραντίνα.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι με Βασιλικό Διάταγμα του 1847 κατασκευάζεται στο Αμπελάκι οίκημα για τη διαμονή υπαλλήλων που εξυπηρετούν τα προσορμισμένα πλοία ώστε να μη μετακινούνται καθημερινά υπάλληλοι του Υγειονομείου Πειραιά.
Τελικά, η αύξηση της ακτοπλοϊκής κίνησης του Πειραιά οδηγεί το 1865 -ίσως και μερικά χρόνια νωρίτερα- στη δημιουργία οργανωμένου λοιμοκαθαρτηρίου στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Ομως, όλα δείχνουν ότι η λειτουργία του είχε πολλά προβλήματα, κυρίως λόγω της αισχροκερδούς συμπεριφοράς ορισμένων ατόμων και μάλιστα -όπως καταγγέλθηκε το 1911 από τον Λε Κορμπιζιέ- με την «κάλυψη» βουλευτή της εποχής.
Μαρτυρίες
Νησάκι Αγίου Γεωργίου, Σπηναλόγκα του Πειραιά Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1873, η εφημερίδα «Μέλλον» δημοσιεύει επιστολή αναγνώστη ο οποίος αναφέρει ότι «εις πάντα τα καλώς οργανωμένα λοιμοκαθαρτήρια γίνεται πρόνοια και διά την εν αυτοίς ταχυδρομική υπηρεσία χάριν της αλληλογραφίας των καθαριζομένων. Ενταύθα δε ούτε εις γραμματοκομιστής υπήρχεν» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.). Παρακάτω ο ίδιος θα περιγράψει ότι για να στείλουν ένα γράμμα έδιναν «αδρά αμοιβή» σε λεμβούχους, οι οποίοι, ωστόσο, πολλές φορές παραμελούσαν τις επιστολές…
Ακόμα, περιγράφει ότι τα δωμάτια που τους διέθεσαν ήταν εντελώς άδεια, χωρίς έπιπλα, σκεύη, ούτε καν κρεβάτι. Μόνο προς το βράδυ έφεραν κάποια «άθλια» κλινοστρώματα και σκεύη, τα οποία ενοικιάζοντο. Τα κλινοστρώματα προς 3 δραχμές την ημέρα και αναλόγως τα άλλα σκεύη.
Αποκορύφωμα της κατάστασης ήταν η έλλειψη φαρμάκων, τα πανάκριβα τρόφιμα, που μπορούσαν να αγοράσουν μόνο εύποροι, ενώ οι πιο φτωχοί αναγκάζονταν να τρώνε στο «άθλιο παραμαγειρείο», μια ξύλινη κατασκευή, που μόνο για ανθρώπους δεν ήταν…
Ιδια παρέμεινε η κατάσταση και τα επόμενα χρόνια. Στην εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 7ης Ιουλίου 1885 διαβάζουμε ότι «οικτράν παριστώσι ημίν την κατάστασιν του λοιμοκαθαρτηρίου του Αγίου Γεωργίου. Τα πάντα απολύτως ελλείπουσιν αυτόθεν, εκτός των τεσσάρων τοίχων», σημειώνοντας ότι για δύο ημέρες δεν έφτασε η ατμάκατος με την τροφοδοσία, με αποτέλεσμα ο γιατρός, οι φύλακες και η φρουρά να μείνουν χωρίς τροφή και νερό. Λίγες ημέρες αργότερα διαβάζουμε στην ίδια εφημερίδα ότι εστάλησαν στρώματα, φαγητό και υπήρξε μέριμνα για καθαρό νερό.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αιών», από 13 Ιουνίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1884 «καθαρίστηκαν» στο λοιμοκαθαρτήριο Αγίου Γεωργίου 10 ιστιοφόρα, 25 ατμόπλοια, καθώς και 1.036 επιβάτες επί των πλοίων και 203 στο λοιμοκαθαρτήριο.
Ηταν έτοιμοι να το πουλήσουν
Νησάκι Αγίου Γεωργίου, Σπηναλόγκα του Πειραιά Ενα από τα παλαιά κτίσματα του νησιού, χτισμένα από πέτρα. Αγνωστη η χρήση του συγκεκριμένου | Φωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Στο σφυρί προετοιμάζονταν να βγάλουν, το 2013, την ιστορική νησίδα του Αγίου Γεωργίου στο πλαίσιο του αλήστου μνήμης προγράμματος πώλησης των… πάντων από την τότε κυβέρνηση. Ετσι, στις 19 Νοεμβρίου 2013 η Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων & Αποκρατικοποιήσεων έπαιρνε απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 28/11 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 3025/2013) να παραχωρηθούν στο ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση μια σειρά από ακίνητα. Ανάμεσα σ’ αυτά αναφερόταν και το εξής:
Στο στενό Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας έκταση γης 1.498 τετραγωνικών μέτρων (1,4 στρέμματος).
Αυτό δεν ήταν άλλο από τη νησίδα Αγίου Γεωργίου. Τι και εάν έχει τόσο μεγάλη ιστορία, έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ Β’ 302/ 1982), έχει περιέλθει στο Πολεμικό Ναυτικό και είναι χαρακτηρισμένο ως «Ναυτικό Οχυρό»; Η ταμπέλα «πωλείται» ήταν έτοιμη…
Ωστόσο, με την αλλαγή των αυτοδιοικητικών αρχών άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη διάσωση της ιστορικής νησίδας. Τόσο η Περιφέρεια Αττικής διά του αντιπεριφερειάρχη Νήσων Παναγιώτη Χατζηπέρου όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Σαλαμίνας κινήθηκαν δραστήρια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Πραγματικά, τον Οκτώβρη του 2015 υπήρξαν τα πρώτα θετικά σημάδια ότι το ΤΑΙΠΕΔ εξαιρεί από την πώληση τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, και ο κ. Χατζηπέρος γνωστοποίησε τις προθέσεις του, αρχικά προς το Πολεμικό Ναυτικό, για διεκδίκηση τμήματος της νησίδας, με στόχο:
Να δημιουργηθεί Θεματικό Πάρκο για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Σε αυτό το πρόγραμμα αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να αξιοποιηθούν και υπάρχοντα κτίσματα στη «Σπιναλόγκα» του Πειραιά.
Ο Συγγρός στο νησί
Συγγρός
Τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής ήταν πολλά και αποκαλυπτικά. Αξιοσημείωτη είναι και η μαρτυρία του πλούσιου τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, όπου αναφέρεται στην παραμονή του στο νησί από τις 31 Δεκεμβρίου 1871 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1872, ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).
Πριν φτάσει ο Συγγρός, έγραψε σε έναν φίλο του στην Αθήνα ώστε κατά την ενδεκαήμερη κάθαρση να μην ταλαιπωρηθεί.
«Ούτος ενήργησε και τω παρεχωρήθησαν εις την ερημόνησον Αγιος Γεώργιος παρά την Σαλαμίνα, ωρισμένην διά καθάρσεις, δύο ισόγεια δωμάτια (ο Θεός να τα κάμη δωμάτια), τα οποία ενοικίασα και μετέφερε εκεί έπιπλα πρώτης ανάγκης, οίον κλίνας, τραπέζας, καθίσματα, μαγειρικά σκεύη κ.λπ., ακόμη και τάπητας. (…) Αμέσως ανεχώρησα διά Πειραιά παραλαβών μετ’ εμού τον μάγειρόν μου, τον θαλαμηπόλον μου και τον αμαξηλάτην μου μετά τεσσάρων ίππων και τριών αμαξών. Ανθρωποι και ζώα έπρεπεν, εννοείται, να υποστώμεν την κάθαρσιν».
Και μπορεί ο Συγγρός με την άνεση του χρήματος να είχε όλες αυτές τις ανέσεις, να έβγαινε για κυνήγι στο νησί και να δεχόταν και επισκέψεις. Ωστόσο, δεν ήταν για όλους ίδια η κατάσταση.
Η μαρτυρία του Λε Κορμπιζιέ
Εμποροι ψυχών
Λε Κορμπιζιέ
Ωστόσο, τα προβλήματα και η εκμετάλλευση των επιβατών φαίνεται ότι δεν είχαν τέλος. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» σε δημοσίευμά της στις 17 Ιουλίου 1903 γράφει για «πρωτοφανές σκάνδαλον εν λοιμοκαθαρτηρίω» και αποκαλύπτει ότι «το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου υδρεύεται από τα ατμόπλοια που εκτελούν εκεί κάθαρσιν. Τούτο συνέβη επανειλημμένως προ τινών ημερών».
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 12 Ιουλίου 1903, έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ότι «οι επιβάται ονομάζουν τερατώδεις τας τιμάς με τα οποίας έχουν διατιμήσει τα τρόφιμά των οι εκεί τροφοδόται οι οποίοι εννοούν να εκμεταλλευτούν την περίστασιν για να κάμουν εντός ολίγου μια περιουσίαν».
Τον Σεπτέμβρη του 1911 η μαρτυρία του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Charles-Édouard Jeanneret-Gris, γνωστότερου ως Λε Κορμπιζιέ, είναι καταπέλτης:
«(…) Σε ένα μικρό μόλο όπου μας οδηγούν οι βαρκάρηδες στέκει ένας κύριος με άσπρο κασκέτο, δουλοπρεπής με τους πλούσιους, σκαιός και άξεστος με τους ταλαίπωρους: ένας υπάλληλος, ένας γραφειοκράτης! Συρματοπλέγματα χωρίζουν τα παραπήγματα… Η καραντίνα!
Βρωμερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί στο μέγεθος μιας μεγάλης πλατείας. Καραντίνα ηλίθια, ενάντια σε όλους τους νόμους της λογικής: εστία χολέρας. Εδώ, υπάλληλοι, εκεί, λωποδύτες και ανέντιμοι. Ονειδος για την ελληνική κυβέρνηση που καθιέρωσε αυτόν τον θεσμό.
Μας κράτησαν εκεί τέσσερις μέρες βάζοντάς μας να πλαγιάζουμε με άγνωστους, μες στα ζωύφια και τις σαρανταποδαρούσες, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, δίχως ένα δένδρο σε εκείνο το νησί του διαβόλου (…). Ενα εστιατόριο -με πομπώδη τίτλο- τόπος κατεργιάς, όπου εκείνοι που το πατρονάρουν -ένας βουλευτής καθώς φαίνεται- επιτρέπουν να πουλιέται το νερό σαράντα λεπτά το λίτρο, και σε υποχρεώνουν να τρως βρωμιές σε εξοργιστικές τιμές» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).
Από τον Δεκέμβριο του 1918 μέχρι τον Απρίλιο του 1919, με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε εκ περιτροπής περιορισμός περίπου 6.500 ανδρών που είχαν αιχμαλωτιστεί από Γερμανούς και είχαν μεταφερθεί στο Γκόρλιτς της Γερμανίας.
Το 1924 ανακαινίστηκε πλήρως και δέχτηκε για κάθαρση, τόσο κατά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης όσο και κατά την υποδοχή απελευθερωθέντων αιχμαλώτων, πάνω από 100.000 άτομα.
Το 1939-40 ανεγέρθησαν νέα κτίρια και έγινε ανακαίνιση, ενώ κατά τη γερμανική κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως Ναυαρχείο, αλλά με την αποχώρηση των Γερμανών λεηλατήθηκε.
http://www.efsyn.gr/arthro/agios-georgios-nisi-toy-diavoloy
Lovetzoy Esther (Λαβτζόι, Εστέρ),η καλή Σαμαρείτισα των προσφύγων
Η Άγονη Γραμμη συνιστά ανεπιφύλακτα το βιβλίο του Clark Bruce, Δυό φορές ξένος- Twice a stranger . Απρίλιος 2007. Εκδόσεις Ποταμός. Ένα βιβλίο που βλέπει με ουδέτερο μάτι την ανταλλαγή των πληθυσμών και τα παρεπόμενα της μετά την συνθήκη Λωζάνης.
Ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται και για την καλή σαμαρείτισα των προσφύγων Lovetzoy Esther (Λαβτζόι, Εσθερ) ,που έσκυψε πάνω από τους πρόσφυγες του Ρεθύμνου.
Ο τότε δήμαρχος της πόλης Μενέλαος Παπαδάκης για τις υπηρεσίες της , της παρέδωσε το κλειδί της πόλης και ονόμασε ένα δρόμο με το όνομα της . Σήμερα την ξεχάσαμε και μετονομάσαμε τον δρόμο της. Η φωτογραφία της δεν έχει αναρτηθεί ούτε στο Δημαρχείο ουτε σε κανένα σύλλογο Μικρασιατών.
Η αχαριστία μας σε όλο της το μεγαλείο
Η Άγονη Γραμμή έχει δημοσιεύσει την 8-5-2008 σχετικό δημοσίευμα του Γεώργιου Εκκεκάκη (ψάξε κατηγορίες ή ιστορικά) με τον τίτλο, »Έστερ Λαβτζόε. Ό άνθρωπος που αγκάλιασε τους πρόσφυγες»
Σήμερα παρουσιάζει απόσπασμα από το προαναφερόμενο βιβλίο πυ αναφέρεται στην Εστέρ Λοβτζόϊ και την προσφυγιά του Ρεθύμνου.
«…Όποια και να ήταν τα αισθήματα της απέναντι στην Τουρκία, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει τις συμβουλές των δυνάμεων της δύσης από τις οποίες ήταν δυστυχώς όλο και περισσότερο εξαρτημένη λόγω της επιδείνωσης της κρίσης. Στις 27 Μαρτίου του 1923 ο απεσταλμένος της Ελλάδας στην Ισταμπούλ πληροφόρησε την Αθήνα ότι στην πόλη η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το παραδοσιακό δίκτυο ιατρικής και κοινωνικής περίθαλψης, κάποτε πολύ εντυπωσιακό, βρισκόταν σε οριακό σημείο. Ο διοικητής του μεγαλύτερου ελληνικού νοσοκομείου είχε πεθάνει από τύφο και πολλοί από το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν βαριά άρρωστοι. Οι Έλληνες της Ισταμπούλ ζητούσαν από την Αθήνα να ενισχύσει οικονομικά την κατασκευή ενός νέου πρόχειρου νοσοκομείου. Η Αθήνα δεν μπορούσε φυσικά να συνδράμει αλλά χρησιμοποίησε αυτή την έκκληση για να ζητήσει χέρι βοήθειας από την Κοινωνία των Εθνών. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και η Αμερικανική κυβέρνηση, με λίγη πίεση από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό και εν μέρει λόγω της «κόπωσης» των χρηματοδοτών της, προειδοποίησε την Ελλάδα ότι η έκτακτη βοήθεια θα έπαυε σε λίγους μήνες. Υπήρχε ανάγκη άμεσης και μακροπρόθεσμης λύσης για το πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων και δεν μπορούσε να βρεθεί χωρίς την εκτεταμένη εισαγωγή εμπειρίας, αλλά και μετρητών, από το εξωτερικό.
Ως τα μέσα του 1923 είχαν γίνει ορισμένα βήματα για την καταπολέμηση της ευλογιάς, μιας επιδημίας που αντιδρά θετικά στον εμβολιασμό. Ο τύφος όμως, ο οποίος εξαπλώνεται ταχύτατα από τις ψείρες που κυκλοφορούν μεταξύ ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες περιορισμού, εξακολούθησε να ταλαιπωρεί τους νεοφερμένους πρόσφυγες. Αν το ποσοστό θανάτων από αυτή την μάστιγα μειώθηκε κάποια στιγμή αυτό οφείλεται κατά μέγα μέρος στη μικρότερη και λιγότερο γνωστή από τις τρεις Αμερικανικές αποστολές που δρούσαν στην Ελλάδα. Μία εντελώς ανεξάρτητη οργάνωση με βάση τη Νέα Υόρκη που είχε ιδρυθεί από γυναίκες γιατρούς το 1911 και ονομαζόταν Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών. Στην Ελλάδα, επικεφαλής ήταν κάποια Εσθερ Λαβτζόι, μία εξωστρεφής και ευφυής προσωπικότητα, της οποίας τα απομνημονεύματα με τίτλο Ορισμένες Σαμαρείτισσες περιέχει μερικές από τις καλύτερες περιγραφές της κατάστασης. Αφού έζησε την καταστροφή της Σμύρνης και την απέλαση δύο εβδομάδες αργότερα των γυναικόπαιδων που είχαν επιζήσει από αυτή την φρικαλεότητα, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να βρει χρηματοδότες. Ταξίδεψε στην τρίτη θέση, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να εξοικονομήσει χρήματα και να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Ως το τέλος του 1922 η ίδια και οι συνάδελφοι της είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν κανονικά στα υπερχειλισμένα ιατρεία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ο ντόπιος πληθυσμός παρακολουθούσε κατάπληκτος και πλήρης σεβασμού ένα σύστημα όπου όλη η δύναμη, συμπεριλαμβανομένης και της έκδοσης επιταγών, βρισκόταν σε γυναικεία χέρια.
Το βαρύτερο φορτίο που επωμίστηκαν αυτές οι γιατρέσσες από την Αμερική ήταν η εποπτεία της Μακρονήσου, ενός θλιβερού, ανεμοδαρμένου και συνήθως ακατοίκητου νησιού εννέα χιλιομέτρων, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία της Αττικής και είχε οριστεί από τις αρχές ως τόπος καραντίνας για τους πρόσφυγες που είχαν προορισμό την Αθήνα. Στα απομνημονεύματα της η Λαβτζόι περιγράφει πολύ ζωντανά την επίσκεψη της στο νησάκι μία θυελλώδη μέρα τον Φεβρουάριο του 1923. Το πλοίο «Ιωνία» ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει τη στεριά και λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάνιος είχε στείλει σήμα: «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών». Την επομένη μέρα που κόπασε επιτέλους η καταιγίδα και οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη στεριά, η Λαβτζόι παρατήρησε:
[Μια] τραγική πομπή αποτελούμενη από γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και ελάχιστους αρτιμελείς άνδρες προχωρούσε με δυσκολία στην άμμο φορτωμένη με μπόγους. Πολλοί από τους ηλικιωμένους ήταν τόσο εξαντλημένοι που χρειάστηκαν βοήθεια για να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο των «ακάθαρτων» όπου όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν μέχρι να ξεψειριαστούν και να απολυμανθούν τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Η ομάδα των Αμερικανίδων είχε ήδη συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τρία πρόχειρα νοσοκομεία. Ένα για ευλογιά, ένα για τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες, αν και «πολλοί πέθαιναν μετά την αποβίβαση τους, οι περισσότεροι από εξάντληση που οφειλόταν στην έλλειψη φαγητού ή νερού και στις κακουχίες που προκάλεσε αυτή η εφιαλτική έξοδος».
Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι. Αν ποτέ το νησί απομονωνόταν λόγω κακοκαιρίας και τελείωνε το νερό, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να παραφρονούσαν και να τις σκότωναν. Αυτή η προειδοποίηση καθόλου δεν πτόησε την γιατρό που ήταν υπεύθυνη του νοσοκομείου του νησιού, την κυρία Όλγα Στάσνι από την Όμαχα, η οποία του απάντησε ότι «τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί […] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντα μου εδώ». Τελικά η κυρία Στάσνι παρέμεινε στη Μακρόνησο για άλλους πέντε μήνες περίπου. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τον τύφο αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή από την περιπέτεια και κάποτε μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Νεμπράσκα.
Η παραμονή της Λαβτζόι στη Μακρόνησο ήταν πολύ πιο σύντομη. Μερικές ώρες αφότου παρατήρησε τους πρόσφυγες να «περνούν ένας-ένας από τα τσουκάλια όπου έπαιρναν ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και λίγη φασολάδα, βρέθηκε να γευματίζει στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της Αθήνας, τη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφει τα αισθήματα της με αφελή ειλικρίνεια. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστήριου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά […] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία θα μπορούσαν να ταίσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα». Το ίδιο απόγευμα έστειλε μία αναφορά στο ΔΣ της οργάνωσης.
Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι.»
Η Λαβτζόι είχε πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης διάστασης της κρίσης και διέθετε την ικανότητα να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις. Φτάνοντας στο λιμάνι του Ρεθύμνου στην Κρήτη, γρήγορα αντιλήφθηκε ορισμένες από τις αλλόκοτες συνέπειες της ανταλλαγής πληθυσμών. Η πόλη ήταν γεμάτη μουσουλμάνους που είχαν φτάσει από την ενδοχώρα φοβούμενοι αντίποινα από τους Χριστιανούς καθώς το Ρέθυμνο, όπου ορισμένοι μουσουλμάνοι κατείχαν αξιώματα στο δήμο, θεωρείτο σχετικά ασφαλές για να παραμείνουν μέχρι να απελαθούν στην Τουρκία. Επίσης, χιλιάδες χριστιανοί της Ανατολίας που έφταναν στην Κρήτη είχαν κύρια γλώσσα τα τούρκικα και έτσι σαν αποτέλεσμα της «αμοιβαίας κάθαρσης» οι Τουρκόφωνοι έφταναν στην Ελλάδα και οι ελληνόφωνοι έφευγαν για την Τουρκία. Συγχρόνως, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία της Λαβτζόι, η χρησιμοποίηση του θρησκεύματος αντί της γλώσσας ως κριτηρίου εθνικής ταυτότητας αντιστοιχούσε απόλυτα με το κοινό αίσθημα για το ποιο απ’ τα δύο μετρούσε περισσότερο. Στο Ρέθυμνο οι χριστιανοί κάτοικοι φρόντιζαν τους ομόθρησκους τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μιλούσαν Τούρκικα, και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι φρόντιζαν τους δικούς τους που μιλούσαν Ελληνικά. Η επαφή μεταξύ μουσουλμάνων γινόταν στα Ελληνικά, τη μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι Κρητικοί.
Στην Κρήτη, η Λόβτζόϊ συνεργάστηκε στενά με τη Μάριαν Κρούκσανκ, μία γιατρό με την οποία εκτός από τις ρίζες τους στο Όρεγκον μοιραζόταν την ικανότητα της πρακτικής και ψύχραιμης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η Κρούκσανκ ανακηρύχθηκε από τους Κρητικούς «μάντισσα» όταν προειδοποίησε ότι θα ξεσπούσε επιδημία τύφου και ευλογιάς στο στρατώνα έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου ήταν στοιβαγμένοι 3.000 νέοι πρόσφυγες. Όταν η επιδημία βρισκόταν στο ζενίθ η Κρούκσανκ βρήκε τρεις και τέσσερις ανθρώπους ξαπλωμένους στο ίδιο κρεβάτι, εγκαταλελειμμένους από τις έντρομες νοσοκόμες και με τις πληγές τους σκεπασμένες με βρωμερές προβιές. Η φήμη της Αμερικάνας γιατρού απογειώθηκε όταν τους έδειξε πώς να θέτουν υπό έλεγχο τον τύφο εγκαθιστώντας λουτρά και χώρους απολύμανσης από τις ψείρες.
Στο Ρέθυμνο η Λαβτζόι και η Κρούκσανκ βρήκαν προσφυγόπουλα να ζητιανεύουν κρέας έξω από ένα εστιατόριο, κάτι που εξόργισε την Κρούκσανκ η οποία αναφώνησε ότι πολύ θα ήθελε να δει τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες που ήταν υπεύθυνοι για την ανταλλαγή πληθυσμών στη θέση των θυμάτων τους. Παρατηρώντας τα πιτσιρίκια, η γιατρός από το Όρεγκον είπε ότι «θα έπρεπε να τριγυρίζουν έξω από τη Βουλή των Κοινοτήτων στις όχθες του Τάμεση, στο εστιατόριο Κάπιτολ στην Ουάσινγκτον, στα καφενεία γύρω από τη Βουλή του Παρισιού και της Ρώμης και ιδίως στα παραλίμνια ξενοδοχεία του Ουσύ στη Λωζάννη».
Ήταν άραγε υπερβολικά σκληρή η κριτική; Υπερασπιστές του πρωτοκόλλου της Λωζάννης θα ισχυρίζονταν ότι σκοπός του ήταν να φέρει τάξη και να θέσει κανόνες σε μία ανταλλαγή πληθυσμών που θα γινόταν έτσι κι αλλιώς – και ήδη συνέβαινε υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που οι γιατρέσσες αγωνίζονταν να θέσουν την επιστημονική τους κατάρτιση, τις δυνάμεις και το μυαλό τους στην υπηρεσία των προσφύγων για να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τις άμεσες ανάγκες τους, φάνηκε καθαρά ότι τα έκτακτα οικονομικά επιδόματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Στα κεντρικά γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, οι γραφειοκράτες μελετούσαν μία πιο μακροπρόθεσμη λύση στην πρόκληση της εγκατάστασης των προσφύγων και της σταθεροποίησης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο….»
https://agonigrammi.wordpress.com/2009/02/25/lovetzoy-esther-%ce%bb%ce%b1%ce%b2%cf%84%ce%b6%cf%8c%ce%b9-%ce%b5%cf%83%ce%b8%ce%b5%cf%81%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%ae-%cf%83%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%af%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%b1-%cf%84%ce%b7/
Έστερ Λαβτζόε. Ο «άνθρωπος» που αγκάλιασε τους πρόσφυγες.
Εκκεκάκης Γεώργιος — Άγονη Γραμμή
Το παλιό κτίριο της σημερινής Σχολής Αστυφυλάκων είναι αναγνωρίσιμο. Στη μεγάλη πινακίδα που βλέπομε αναγράφεται (από πάνω): «American Women’s Hospital». (Ήταν μια οργάνωση με ανθρωπιστικούς σκοπούς). Η αγγλική λεζάντα αναφέρει επίσης: Η πύλη του Νοσοκομείου Αμερικανίδων στην οδό Έστερ Λαβτζόε του Ρεθύμνου, 1923.
Η φωτογραφία προέρχεται από ένα εκπληκτικό εύρημα του δικηγόρου και ιστοριοδίφη Χάρη Παπαδάκη και δείχνει πράγματι ολοκάθαρα την αμερικάνικη σημαία να κυματίζει περήφανα στην κεντρική εξωτερική πύλη της σημερινής Σχολής Αστυφυλάκων. Σκέφτηκα λοιπόν αρχικά, μιμούμενος τον φίλο ερευνητή Γιάννη Σπανδάγο, να ζητήσω από τους αναγνώστες να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο, λέγοντας εξαρχής ότι δεν πρόκειται για μοντάζ…Το εύρημα – που το χαρακτήρισα εκπληκτικό – είναι ένα κείμενο 20 σελίδων, πλουτισμένο με 16 φωτογραφίες τραβηγμένες στην Κρήτη πριν από 85 χρόνια … Ας πάρομε όμως τα πράγματα από μια άλλη αρχή:
Υπάρχει από χρόνια στο συρτάρι μου ένα τετράδιο που απέξω γράφει: «Ρεθεμνιώτικα θέματα για περαιτέρω διερεύνηση». Περιττό να πω ότι τα αδιερεύνητα θέματα που αφορούν στο παρελθόν του τόπου μας είναι, ατυχώς, πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζει κανείς. Κατά σύμπτωση, στην πρώτη σελίδα αυτού του τετραδίου υπάρχει μια σημείωση που τη μεταφέρω κατά λέξη:
«Εσθήρ Λαβτζόε: Αμερικανίδα εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κλπ., πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής. Μεγάλη η ανθρωπιστική δράση της στο Ρέθυμνο από το 1922-23, και μάλιστα στον τομέα της αποκατάστασης των προσφύγων. Γι’ αυτό και στο όνομά της ήταν αφιερωμένη η προς το παλιό Νοσοκομείο άγουσα οδός».
Για να είναι στην πρώτη σελίδα του τετραδίου η συγκεκριμένη σημείωση, πρέπει να γράφτηκε πριν από δεκαετίες. Να λοιπόν που, πριν από μερικές μέρες, το θέμα που παρέμενε χρόνια αδιερεύνητο ξεκαθαρίστηκε απρόσμενα και απόλυτα με ένα ενθουσιώδες μήνυμα στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση, μαζί με ένα εκπληκτικού ενδιαφέροντος «συνημμένο». Αποστολέας τους ο Χάρης Παπαδάκης. Οφείλω λοιπόν να τον ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή και να πω ότι για μένα πλέον οι εκπλήξεις που προέρχονται απ’ αυτόν τείνουν να χάσουν το νόημα που έχει η λέξη. Για παράδειγμα, τα ταξίδια του σε Ασία και Αφρική προκειμένου να βρει απόγονους των Χαλικούτηδων της Κρήτης είναι κάτι που, πάντως, ξεφεύγει από το συνηθισμένο μέτρο, την επιμονή δηλαδή που συνήθως χαρακτηρίζει τους σύγχρονους ερευνητές.
Στο μήνυμα, εκτός από το πολύτιμο «συνημμένο», υπήρχε και η έμμεση ανάθεση της ευθύνης στον αποδέκτη για αξιοποίηση των πληροφοριών που εμπεριέχονται σ’ αυτό. Έτσι, το σημερινό σημείωμα ας πούμε ότι αποτελεί μια πρώτη παρουσίαση του ευρήματος. Διευκρινίζομε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα απόσπασμα (για την ακρίβεια είναι δύο κεφάλαια) από το βιβλίο με τα Απομνημονεύματα της Αμερικανίδας Λαβτζόε, αυτά ακριβώς που αναφέρονται στην Κρήτη. Το κείμενο είναι γλαφυρότατο, παρά τη δραματικότητα ορισμένων καταστάσεων και εικόνων που περιγράφονται. Όσο για τις φωτογραφίες, ο χαρακτηρισμός «εκπληκτικές» είναι ο μετριοπαθέστερος που θα μπορούσε να δοθεί. Μόνο που αυτός αφορά στα θέματα και όχι στην ποιότητα των φωτογραφιών.
Όπως είπαμε, αυτή είναι μια πρώτη παρουσίαση του ευρήματος. Το κείμενο έχει ήδη μεταφραστεί από τα αγγλικά, ενώ ζητείται τρόπος να βελτιωθεί και η ποιότητα των φωτογραφιών, ώστε η αξιοποίηση να είναι πλήρης.
Ο Δήμαρχος Ρεθύμνης (1923-25) Μενέλαος Μιχ. Παπαδάκης παραδίδει στην Αμερικανίδα Έστερ Λαβτζόε το κλειδί της πόλης. Προφανώς το κλειδί δεν είναι χρυσό (όπως συνηθίζεται σήμερα) και, όπως βλέπομε, δεν προσφέρεται σε πολυτελή θήκη. Τα σχόλια περιττεύουν.
Εκείνο που για την ώρα λέμε είναι τούτο. Ο κάθε αναγνώστης θα πρέπει να επιστρατεύσει τις ιστορικές του γνώσεις. Λίγο-πολύ όλοι ξέρομε και όλοι μπορούμε να καταλάβομε την κατάσταση που δημιούργησε στον τόπο μας η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε. Όμως οι κοινοί άνθρωποι καταλαβαίνομε καλύτερα τη δραματικότητα τέτοιων ιστορικών γεγονότων από τις επί μέρους εικόνες και τις ανθρώπινες καταστάσεις που δημιουργούνται απ’ αυτά. Και είναι γεγονός ότι τόσο οι εικόνες όσο και οι ιστορίες προσφέρονται γι’ αυτούς που έχουν το τάλαντο της τέχνης. Λένε, για παράδειγμα, ότι το κομμάτι από το Χρονικό μιας πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη, εκείνο που αναφέρεται στην αναχώρηση των Τουρκορεθεμνιωτών είναι από τα δυνατότερα κομμάτια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Έχω υπόψη μου και κείμενα από λιγότερο προικισμένους (όπως αυτό του Τουρκο-Ηρακλειώτη Εκμέλ Μολλά, ο οποίος έζησε τα γεγονότα), που με την αυθεντικότητα και την αμεσότητά τους μιλούν στην ψυχή. Το κείμενο της Λαβτζόε, πέρα από την αμεσότητά του, περιέχει όμως και πληροφορίες που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους ειδικούς ερευνητές της περιόδου. Εκτιμώ μάλιστα ότι δεν πρέπει να υπάρχουν αλλού. Προπάντων οι φωτογραφίες, για μένα τουλάχιστον, ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Γνώριζα για την οδό Έστερ Λαβτζόε (ήταν άλλωστε στη γειτονιά που μεγάλωσα), αλλά αγνοούσα, για παράδειγμα, ότι η Αμερικανίδα αυτή είχε τιμηθεί με το κλειδί της πόλης (και τι κλειδί)! Ποια περιγραφή με λόγια θα μπορούσε να υποκαταστήσει την αναδημοσιευόμενη εδώ φωτογραφία, ας είναι και μέτρια ως προς την ποιότητά της;
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο Ρέθυμνο πριν από 85 χρόνια και προσφέρεται σαν ένα δεύτερο «κουΐζ»: Ποιος είναι ο δρόμος; Σύμφωνα με την πρωτότυπη λεζάντα της, δείχνει την κηδεία ενός «ελληνόφωνου Τούρκου». Υποθέτομε πως πρέπει να είναι μια από τις τελευταίες τέτοιες κηδείες στο Ρέθυμνο. Να σημειωθεί ότι η Λαβτζόε – στην οποία πολλά πρέπει να οφείλει η πόλη μας – έβλεπε αυτού του είδους τις εικόνες με μάτι περιηγήτριας. Το γεγονός αυτό δίνει μια πρόσθετη αξία στο κείμενό της.
Πριν κλείσομε την παρουσίαση, να διευκρινίσομε ότι η οδός Έστερ Λαβτζόε ξεκινούσε από κει που λίγο αργότερα διαμορφώθηκε η Πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη, και έφθανε μέχρι τη βόρεια πύλη του τότε Νοσοκομείου, τη σημερινή Σχολή Αστυφυλάκων. Περιλάμβανε δηλαδή τόσο την οδό Εθνάρχου Μακαρίου όσο και εκείνη που σήμερα λέγεται Νίκου και Μαρίας Καστρινάκη. Φυσικά, εκείνη την εποχή η μορφή που είχε ο δρόμος ήταν διαφορετική, προπάντων από την ανατολική πλευρά του.
Τελειώνοντας, σπεύδω να πω ότι η απόφαση του τότε Δημοτικού Συμβουλίου και του Δημάρχου Μενέλαου Παπαδάκη να τιμήσει μια Αμερικανίδα, θα πρέπει να κριθεί ως απολύτως δικαιολογημένη, στις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Εκεί που θα μπορούσε να έχει κανείς επιφύλαξη είναι οι κατά καιρούς σκοπιμότητες που σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως επικράτησαν στις ονοματοθεσίες των οδών της πόλης μας.
https://agonigrammi.wordpress.com/2008/05/05/%ce%ad%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81-%ce%bb%ce%b1%ce%b2%cf%84%ce%b6%cf%8c%ce%b5-%ce%bf-%ce%ac%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%83/
«…..Το βαρύτερο φορτίο που επωμίστηκαν αυτές οι γιατρέσσες από την Αμερική ήταν η εποπτεία της Μακρονήσου, ενός θλιβερού, ανεμοδαρμένου και συνήθως ακατοίκητου νησιού εννέα χιλιομέτρων, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία της Αττικής και είχε οριστεί από τις αρχές ως τόπος καραντίνας για τους πρόσφυγες που είχαν προορισμό την Αθήνα. Στα απομνημονεύματα της η Λαβτζόι περιγράφει πολύ ζωντανά την επίσκεψη της στο νησάκι μία θυελλώδη μέρα τον Φεβρουάριο του 1923. Το πλοίο «Ιωνία» ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει τη στεριά και λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάνιος είχε στείλει σήμα: «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών». Την επομένη μέρα που κόπασε επιτέλους η καταιγίδα και οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη στεριά, η Λαβτζόι παρατήρησε:
[Μια] τραγική πομπή αποτελούμενη από γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και ελάχιστους αρτιμελείς άνδρες προχωρούσε με δυσκολία στην άμμο φορτωμένη με μπόγους. Πολλοί από τους ηλικιωμένους ήταν τόσο εξαντλημένοι που χρειάστηκαν βοήθεια για να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο των «ακάθαρτων» όπου όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν μέχρι να ξεψειριαστούν και να απολυμανθούν τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Η ομάδα των Αμερικανίδων είχε ήδη συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τρία πρόχειρα νοσοκομεία. Ένα για ευλογιά, ένα για τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες, αν και «πολλοί πέθαιναν μετά την αποβίβαση τους, οι περισσότεροι από εξάντληση που οφειλόταν στην έλλειψη φαγητού ή νερού και στις κακουχίες που προκάλεσε αυτή η εφιαλτική έξοδος».
Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι. Αν ποτέ το νησί απομονωνόταν λόγω κακοκαιρίας και τελείωνε το νερό, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να παραφρονούσαν και να τις σκότωναν. Αυτή η προειδοποίηση καθόλου δεν πτόησε την γιατρό που ήταν υπεύθυνη του νοσοκομείου του νησιού, την κυρία Όλγα Στάσνι από την Όμαχα, η οποία του απάντησε ότι «τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί […] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντα μου εδώ». Τελικά η κυρία Στάσνι παρέμεινε στη Μακρόνησο για άλλους πέντε μήνες περίπου. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τον τύφο αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή από την περιπέτεια και κάποτε μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Νεμπράσκα.
Η παραμονή της Λαβτζόι στη Μακρόνησο ήταν πολύ πιο σύντομη. Μερικές ώρες αφότου παρατήρησε τους πρόσφυγες να «περνούν ένας-ένας από τα τσουκάλια όπου έπαιρναν ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και λίγη φασολάδα, βρέθηκε να γευματίζει στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της Αθήνας, τη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφει τα αισθήματα της με αφελή ειλικρίνεια. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστήριου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά […] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία θα μπορούσαν να ταίσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα». Το ίδιο απόγευμα έστειλε μία αναφορά στο ΔΣ της οργάνωσης.
Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι.»…..
CLARK BRUCE, «ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ
ΟΙ ΜΑΖΙΚΕΣ ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ» (TWICE A STRANGER: HOW MASS EXPULSION FORGED MODERN GREECE AND TURKEY), Εκδότης ΠΟΤΑΜΟΣ, Απρίλιος 2007
https://agonigrammi.wordpress.com/2009/02/25/lovetzoy-esther-%ce%bb%ce%b1%ce%b2%cf%84%ce%b6%cf%8c%ce%b9-%ce%b5%cf%83%ce%b8%ce%b5%cf%81%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%ae-%cf%83%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%af%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%b1-%cf%84%ce%b7/
[…] https://kars1918.wordpress.com/2010/02/06/makronisos/ […]
«Μόλις πλησιάσαμε τη Σαλαμίνα, μαζί με πέντε-έξι πλοία φορτωμένα, απ’ τη Σαλαμίνα μας φώναξαν: -»Εϊ! Πού έρθετε! Εμείς εχάθαμε!». Μας εσήκωσαν απ’ τη Σαλαμίνα. Δεν μας ξεφόρτωσαν. Μας έφεραν στη Μακρόνησο. Μας έβαλαν σε κάτι θάμνους μέσα, με τα πράματά μας. Σκάψαμε κάτι έρημα μέρη, στήσαμε τέντες. Έστησαν κάτι σανίδια, μας έλουσαν, μας κούρεψαν. […] Νερό δεν είχαμε. Ξερό είναι το νησί. Τα παιδιά φώναζαν. Ζητούσαν νερό. Βρήκαμε κάτι γλυφές πηγές. Μας τροφοδοτούσε ο Γιαννουλάτος. Ανέλαβε και έστησε σκηνές, μαγειρεία. Από εφτάμιση χιλιάδες άτομα πέθαναν οχτακόσιοι από πείνα και αρρώστιες. Χολέρα, τι ήταν, δεν ξέρω. Μας τάισαν κατσικίσιο κρέας και αρρωστήσαμε. Μια γυναίκα βγήκε απ’ τον τάφο, όπου τη θάψανε. Δεν είχε πεθάνει»
(σ. 486, Αλκιβιάδης Αφεντουλίδης απ’ το Παρασκευάντων της Αργυρούπολης)
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Εξοδος. Τόμος Γ’. Μαρτυρίες από τις επαρχίες του μεσόγειου Πόντου (Αθήνα 2013).
Αφιέρωμα στη «Μηχανή του Χρόνου»
https://lm.facebook.com/l.php?u=https%3A%2F%2Fwww.mixanitouxronou.gr%2Fi-agnosti-istoria-ton-pontion-prosfygon-poy-pigan-exoria-sto-loimokathartirio-tis-makronisoy%2F&h=AT3zu9sDW_omoBbPcqKh8_uLRUYLxWeWPYplz4Dqp-BkKQL_5rnLsRqYtNsvbUx9Q-p4phkLkjeE0tHFo98VCk71IBFPBL6kSlk65cXsvijsbdNMG3IBJfm0OMwB9Kr_1bpC
Άλλο ένα συγκλονιστικό κείμενο του Ευτύχιου Γιαρένη
—————————–
Αχ, Μανούλα!! (Βασανισμένη Πόντια Μάνα!)
Αχ, Μανούλα, σε θυμάμαι πολλά χρόνια αργότερα, υπέργηρη πια, είχες οχτώ χρόνια να με δεις, όταν ήμουν εξορία, μόλις δόθηκαν άδειες σε όσες μάνες μπορούν να επισκεφθούν τα παιδιά τους, τότε ήσουν από τις πρώτες που ήρθες στο ερημονήσι.
Το ταξίδι σου πολυήμερο, γιατί πήρες το βαπόρι της γραμμής και μέσω Πειραιά θα ερχόσουν στο νησί. Στον Πειραιά, όμως, σου είπαν πως δεν υπάρχει βαπόρι για τον Άι Στράτη, αλλά να πάρεις άλλο βαπόρι, μέσω Θεσσαλονίκης, να έρθεις στον Άι Στράτη.
Και το έκανες, Μάνα! Ήρθες ξανά πίσω στη Θεσσαλονίκη, όπου το βαπόρι έκανε ολόκληρη μέρα στο λιμάνι να φορτώσει και να ξεφορτώσει και εσύ δεν το κούνησες από τη θέση σου!
Μπορούσες να κατέβεις, να πας στο σπίτι, να καθήσεις ολόκληρη μέρα και το βράδυ να ξαναπάς στο καράβι, να συνεχίσεις το ταξίδι, δεν το έκανες όμως, Μάνα, δεν το έκανες!
Φοβήθηκες μήπως δεν σου επέτρεπαν τα παιδιά σου να συνεχίσεις, ύστερα από τόσες μέρες κοπιαστικό ταξίδι.
Και έμεινες ολόκληρη μέρα στο καράβι, και όπως έλεγες, είδες πολλούς γνωστούς που μέσω αυτών μπορούσες να ειδοποιήσεις να έρθουν να σε δουν. Τόσος ήταν ο φόβος σου μήπως και δεν σου επέτρεπαν να συνεχίσεις το ταξίδι σου, που θα σε έφερνε αγκαλιά με το στερνοπαίδι σου!
Και όταν αγκαλιαστήκαμε στο μικρό λιμανάκι του Άι Στράτη, δεν λέγαμε να ξεκολλήσει ο ένας από τον άλλον για ώρα πολλή. Με ψαχούλευες με τα χέρια σου σε όλο μου το σώμα, μην και μου άφησε κανένα κουσούρι η πολύχρονη εξορία…
(Βασανισμένη Πόντια Μάνα!)
Ευτύχιος Γιαρένης*
*Από την Οινόη του Πόντου, ταλαιπωρήθηκε και ως μικρό προσφυγόπουλο και στη συνέχεια ως έφηβος και άντρας, με πείνα, ανεργία, πολιτικές διώξεις. Το 1958 εξελέγη βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), στη Β’ Θεσσαλονίκης.
Πέθανε τον Φεβρουάριο τον 2002, σε ηλικία 83 ετών.