1821: Επανάσταση εθνική, ταξική και θρησκευτική

Με αφορμή την επέτειο της Επανάστασης του 1821 επιμελήθηκα ενός αφιερώματος στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία  με τη συμβολή του Τάκη Σαλκιτζόγλου, ο οποίος έγραψε ένα κείμενο για τη συμβολή των Μικρασιατών….

rigasign

  • Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ
  • ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ* 

    1821 – Επανάσταση εθνική, ταξική και θρησκευτική

  • Το περιεχόμενο της Επανάστασης του 1821 διχάζει ακόμα την Ελλάδα. Τηλεοπτικές εκπομπές και ανακοινώσεις πολιτικών παρατάξεων αποδεικνύουν ότι μέχρι σήμερα ακόμα δεν υπάρχει κοινή συμφωνία για όλες τις παραμέτρους εκείνης της εντυπωσιακής εξέγερσης. Υπάρχει μια παραδοσιακή αφήγηση σε διάφορες παραλλαγές, που πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με αφηγήματα ομάδων και κομμάτων.

  • «Η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός […] στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής Αριστεράς τη δεκαετία του 1820 έπαιξε ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία»
  • ERIC HOBSBAWM, «Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848
  • Τα θέματα που διχάζουν εκκινούν από ζητήματα τυπολογικά, όπως το πότε είναι η επίσημη ημέρα κήρυξης της Επανάστασης, έως ζητήματα που σχετίζονται με το κοινωνικό περιεχόμενο, το διεθνές πλαίσιο και την ποιότητα της αποκτημένης ελευθερίας.
  • Γενικά, η παραδοσιακή αφήγηση, συμπεριλαμβανομένης και της αφήγησης της Αριστεράς, χαρακτηρίζεται από μερικότητα που οφείλεται στην εσωστρέφεια της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και της επιστημονικής κοινότητας….

  • Η καχεξία του νεαρού κράτους που δημιουργήθηκε στο Νότο της Βαλκανικής Χερσονήσου το 1830 οδήγησε στη διαμόρφωση μηχανισμών αναπλήρωσης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας ανταγωνιστικής σχέσης με τον Ελληνισμό που παρέμεινε εκτός των περιορισμένων ορίων.

    Παγκόσμιας εμβέλειας

    Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία. Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής, ενάντια στην ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής. Ηταν μια επανάσταση που είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.

    «Η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός [...] στη συσπείρωση  της ευρωπαϊκής Αριστεράς τη δεκαετία του 1820 έπαιξε ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία» - ERIC HOBSBAWM, «Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένα κορυφαίο γεγονός, που είχε κυρίως αντι-απολυταρχικά χαρακτηριστικά, και ως περιεχόμενο ήταν:

    Εθνική, ως έχουσα ηγεσία εμπνευσμένη από τη Γαλλική Επανάσταση, που κατάφερε να μετεξελίξει σε κυρίαρχη ιδεολογία την από την εποχή της Αλωσης αντίληψη, περιορισμένη έως τότε σε κύκλους διανοουμένων -της Διασποράς αλλά και του Φαναρίου-, ότι «είμαστε εθνικά Ελληνες». Μια άποψη που στις εποχές πριν από την Αλωση είχε οδηγήσει σε μια παράδοξη εμφάνιση των Ελλήνων ως έθνους, με τη νεοτερική σημασία του όρου (δηλαδή με σαφές πολιτικό πρόγραμμα) αιώνες πριν από τη νεοτερικότητα. Αυτό το γεγονός, μαζί με κάποια άλλα εξίσου παράδοξα για τους ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που ασχολούνται με το φαινόμενο του έθνους, οδήγησε τον ίδιο τον Ε. Gelner να μιλήσει για εξαιρέσεις από τον κανόνα.

    Θρησκευτική, των χριστιανών κατά των κυρίαρχων μουσουλμάνων, γιατί ήταν δεύτερης και τρίτης κατηγορίας πολίτες, υφιστάμενοι πλείστες όσες διακρίσεις ένεκα του θρησκεύματός τους.

    Ταξική, των απόκληρων, πολύμορφων από άποψη καταγωγής Ρωμιών, γιατί οι Ρωμιοί ήταν οι οικονομικά δυναστευόμενοι μέσα από την απλοϊκή μουσουλμανική δομή που καθόριζε τις ενδοοθωμανικές σχέσεις.

    Αυτή η πολλαπλή σημασία θα εκφραστεί με την πανελλήνια κινητοποίηση. Σε κάθε μέρος του ελληνικού κόσμου θα υπάρξουν επαναστατικές κινήσεις, ενώ η οθωμανική καταστολή θα είναι σκληρή. Σφαγές, διώξεις και τυφλή βία θα είναι η απάντηση μιας σκληρής, θρησκευτικής και απολυταρχικής εξουσίας εναντίον των ρωμαίικων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Η αλλοτρίωση της Επανάστασης

    Πολλά είναι τα ζητήματα και οι συνέπειες που σχετίζονται με την αλλοτρίωση των επαναστατικών προθέσεων. Τελικά, οι φιλοδοξίες των Ελλήνων διαφωτιστών δημιούργησαν, αντί για έθνος-κράτος, ένα περιθωριακό «μικρό πλην έντιμο» προτεκτοράτο της Δύσης, χωρίς αστικά στρώματα, στο πλέον «καθυστερημένο τμήμα του γένους και το πτωχότερον», το οποίο θα έπρεπε να ενδυθεί την αρχαιοελληνική χλαμύδα, να εφεύρει τους δικούς του συμβολισμούς, να εξαφανίσει από την ιστορική μνήμη των υπηκόων του κάθε άλλη διαδικασία που υπονόμευε τη μοναδικότητα των δικών του διαδικασιών και να υποδυθεί το «έθνος-κράτος» των Ελλήνων. Στην επίσημη θεώρηση της ιστορίας, η εσωστρέφεια θα εκφραστεί με την ανάδειξη της «Επαναστάσεως της 25ης Μαρτίου» ως ξεχωριστής και αυτόνομης ιστορικής διαδικασίας, με την παράλληλη υποβάθμιση της ευρύτερης ιστορικής διεργασίας, που απλώς ένα μέρος της υπήρξε η Επανάσταση στο Νότο.

    Χαρακτηριστικό σημείο στην επαναστατική διαδικασία, που αναδείκνυε τη ρήξη μεταξύ των τοπαρχών του Νότου και των εχόντων μια πανελλήνια αντίληψη για την Επανάσταση, θα φανεί πολύ νωρίς, στην Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου, όπου θα απαλειφθεί τελείως ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας. Θα φανεί τελικά ότι η εξουσία είχε περάσει στα χέρια των παλαιών ηγεσιών του Νότου: «Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των «παραστατών», όπως αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από Μοραΐτες, Ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Πρόκειται για τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι, που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Αντίθετα, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν». (http:// http://www.fhw.gr/).

    Η υποτίμηση του εξωελλαδικού Ελληνισμού θα αποτελέσει μόνιμη στάση που θα λάβει και χαρακτήρα πλήρους και βίαιης ιδεολογικής κυριαρχίας μέσω της δημόσιας αφήγησης και της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Στο νεαρό κράτος, ειδικά μετά την κυριαρχία των «αυτοχθόνων» κατά των «ετεροχθόνων» κατά τη δεκαετία του 1840, θα κυριαρχήσει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη που θα υποβαθμίζει τη σημασία του ελληνικού κόσμου που βρέθηκε εκτός των κρατικών ορίων. Η υποτίμηση θα αφορά τόσο την καθοριστική συμμετοχή των εξωελλαδικών Ελλήνων στην έστω και περιορισμένη επιτυχία της Επανάστασης όσο και τη συνεχή του παρουσία στα δρώμενα της Εγγύς Ανατολής. Οι συνέπειες αυτής της στάσης υπήρξαν καθοριστικές, διαμορφώνοντας ακόμα και το αποτέλεσμα των οριστικών γεωπολιτικών μετατροπών, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο τραγικό 1922.

    Εξαιτίας του πλαισίου αυτού, διάφορες παράμετροι που σχετίζονται με το ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και γεωγραφικό πλαίσιο παραμένουν ακόμα άγνωστες, παρ’ ότι η Επανάσταση του 1821 έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό. Στις παραμέτρους αυτές περιλαμβάνεται το εντυπωσιακό κίνημα των Ελλήνων εθελοντών, που συμμετείχαν στις επαναστατικές διαδικασίες, από περιοχές που χάθηκαν οριστικά για τον ελληνικό κόσμο την εποχή της διαμόρφωσης των εθνών-κρατών.

    ———————————————————————————————————————-

  • Η συμβολή των Μικρασιατών στην Επανάσταση του Γένους

    ΤΟΥ ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ*

    Στους Μικρασιάτες οφείλεται η επιτυχία της πρώτης προσπάθειας για δημιουργία ακομμάτιστου εθνικού στρατιωτικού σχηματισμού

  • Η ιστοριογραφία της Επανάστασης του ’21 σχεδόν αγνοεί τη συμμετοχή των Μικρασιατών στον Αγώνα του Γένους. Αλλά η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν τοπικό ιστορικό γεγονός, πελοποννησιακό, ρουμελιώτικο ή νησιώτικο.

    0019__Ηταν ξεσηκωμός πανελλήνιος, στον οποίο μετείχαν όλοι οι Ελληνες, προσφέροντας ό,τι μπορούσε ο καθένας, ο κάθε τόπος, ο κάθε Ρωμιός της υπόλοιπης Ελλάδας ή της Διασποράς. Συμμετείχαν οι Επτανήσιοι, οι Θρακομακεδόνες, οι Κρητικοί, οι Δωδεκανήσιοι, οι Κωνσταντινουπολίτες, οι Κύπριοι, ακόμη και Ελληνες της Κορσικής.

    Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας, της Ιωνίας, του Πόντου και της Καππαδοκίας δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσουν από το Μεγάλο Αγώνα του Εθνους. Η Φιλική Εταιρεία είχε έγκαιρα στείλει σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας τους «Αποστόλους» της, οι οποίοι φρόντισαν να μυήσουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό Ρωμιών στο μεγάλο μυστικό.

    Οι Μικρασιάτες δεν υπήρξαν μόνο τα θύματα της εκδικητικής μανίας των Τούρκων, που ξέσπαγαν κατά την Επανάσταση του ’21 επάνω στον άμαχο πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης με σφαγές, διώξεις και εξανδραποδισμούς. Είχαν και σπουδαία ενεργητική συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, που εκδηλώθηκε με την εθελοντική στράτευση μεγάλου αριθμού από αυτούς στα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα, τη συγκρότηση ιδιαίτερου στρατιωτικού σχηματισμού, που ονομάστηκε Ιώνιος Φάλαγξ (ή Φάλαγξ της Ιωνίας), και την ηρωική συμμετοχή τους στις μάχες που δόθηκαν σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

    Οι περισσότεροι Μικρασιάτες αγωνιστές του ’21 κατάγονται από τις Κυδωνίες, τη Σμύρνη και τη δυτική Μικρά Ασία, πολλοί όμως ήταν και οι καταγόμενοι από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Απέκρυπταν τα πραγματικά τους ονόματα, από φόβο μήπως ξεσπάσουν αντίποινα κατά των συγγενών τους στη Μικρά Ασία, και φρόντιζαν να δηλώνουν ως επώνυμο τον τόπο προέλευσής τους.

    Ετσι, έχουμε επίθετα πατριδωνυμικά, δηλαδή απλά και μόνο δηλωτικά της πατρίδας τους, όπως π.χ. Σμυρνιός, Σμυρνιώτης ή Σμυρναίος, Αϊβαλιώτης ή Κυδωνιάτης, Μοσχονησιώτης, Βουρλιώτης, Καισαρέας, Τραπεζούντιος, και εκατοντάδες άλλα που δήλωναν Ανατολίτες ή Καραμανλήδες.

    Οι Αϊβαλιώτες ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στην κυρίως Ελλάδα. Προσχώρησαν αμέσως στις άτακτες στρατιωτικές ομάδες διάφορων οπλαρχηγών και καπεταναίων ή συγκρότησαν αυτοτελείς στρατιωτικούς σχηματισμούς, αποτελούμενους μόνο από Αϊβαλιώτες, όπως του Χατζή Αποστόλη, του Δημ. Καπανδάρου, που, όντας επικεφαλής ενός σώματος τριακοσίων Κυδωνιέων, αγωνίστηκε κατά του Δράμαλη, του Κωνσταντίνου Αϊβαλιώτη κ.ά. Κυδωνιάτης ήταν ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που πρώτος αυτός εκπόρθησε το κάστρο του Παλαμηδίου στις 30 Νοεμβρίου του 1822. Ανάμεσα στους Αϊβαλιώτες ξεχωρίζουν οι ηρωικοί πέντε αδελφοί Πίσσα, ένας από τους οποίους, ο Ευστράτιος, στα «Απομνημονεύματά» του υπολογίζει τους πεσόντες στις διάφορες μάχες Κυδωνιείς σε πέντε χιλιάδες.

    Μετά τις Κυδωνίες έρχεται η προσφορά της Σμύρνης. Σε αρκετές εκατοντάδες, ίσως και σε χιλιάδες, πρέπει να ανέρχονται οι Σμυρναίοι αγωνιστές. Μόνο με τα πατριδωνυμικά επίθετα Σμυρναίος, Σμυρνιός, Σμυρνιώτης, Σμυρνιωτάκης κ.λπ., ευρέθησαν 184 αγωνιστές, χωρίς να υπολογιστούν όσοι άλλοι δήλωσαν το κανονικό τους επίθετο και παράλληλα δήλωσαν ως τόπο καταγωγής τους τη Σμύρνη. Και βεβαίως στους Σμυρνιούς θα πρέπει να προστεθούν οι Μπουρνοβαλήδες, οι Κουκλουτζαλήδες, οι Νηφιώτες, οι Βουρλιώτες, οι Τσεσμελήδες κ.ά. Σμυρνιός ήταν ο Γιαννακός Καρόγλου, ο επικεφαλής της Ιωνικής Φάλαγγας, που συγκροτήθηκε αποκλειστικά από Μικρασιάτες και αποτέλεσε ένα ανεξάρτητο επαναστατικό σώμα που πολέμησε κατά του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, με τον Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχοβας, και αλλού. Από την Καππαδοκία ήταν ο Χατζησάββας Καισαρέας, Ελληνας που εγκατέλειψε το τάγμα των γενίτσαρων, όπου τον είχε κατατάξει το παιδομάζωμα, και κατέφυγε στην Ελλάδα για να καταταγεί στο σώμα του Πλαπούτα και να ανδραγαθήσει. Οι Πόντιοι της Τραπεζούντας αντιπροσωπεύονται από ένα σημαντικό αριθμό αγωνιστών, που δήλωναν Τραπεζανλήδες, Γκιουμουσχανετζήδες (από την Αργυρούπολη) ή γενικώς Καραντενιζλήδες (Μαυροθαλασσίτες).

    Τέλος, στους Μικρασιάτες οφείλεται η επιτυχία της πρώτης προσπάθειας για δημιουργία ακομμάτιστου εθνικού στρατιωτικού σχηματισμού, που έπειτα, βέβαια, από πολλές και κοπιώδεις προσπάθειες κατέληξε στη δημιουργία τακτικού στρατού. Η δημιουργία τακτικού στρατού στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

    Ολους αυτούς πρέπει να τους θυμόμαστε και κάποτε να τους τιμήσουμε ξεχωριστά.

    * Νομικός, συγγραφέας του βιβλίου «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821» (εκδ. Ιδρ. Μείζ. Ελληνισμού)

65 Σχόλια

  1. giorgos on

    καμία έπανάσταση δεν έγινε , αύτό πού εγινε ήταν ή δημιουργία ένος «εθνικού κράτους» μόνο καί μόνο γιά λόγους πολιτικής σκοπιμότητας .
    τίποτα αλλο ,

  2. Mikrasiatis on

    α ηθελα και εγω να συμβαλλω σε οσα αναγράφετε κε συναδελφε για την συμβολή των μικρασιατών στην επανάσταση του 1821 και συγεκριμμένα για τα γεγονοτα που διαδραματισθηκαν στο Αιβαλί με την έκρηξη της επαναστασεως στην κυρίως Ελλάδα. Το κειμενο που ακολουθεί ειναι σταχυολογημένο απο διαφορες πηγές και συγκεντρώνει μεσα του αγνωστα στους πολλούς γεγονότα αλλα και τον ηρωισμό των κατοίκων της μακρυνής μου πατρίδας που δεν διακρίθηκαν μονο σαν εμποροι γεωργοί γραμματισμένοι ή καπετανέοι αλλα πανω απ ολα σαν ηρωες
    ΟΙ AΙΒΑΛΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
    Η εναρξη της επαναστάσεως θα βρεί τις Κυδωνίες με περίπου 400 Φιλικούς, τους περισσότερους από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης, όπως οι:
    • ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΑΝΔΡΟΣ
    • ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
    • ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
    • ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΤΖΑΣ
    • ΧΑΤΖΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
    • ΟΙ ΠΙΝΕΡΛΙΔΕΣ
    • ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΙΟΙ
    • ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΑΙ
    • ΟΙ ΓΟΝΑΤΑΔΕΣ
    • ΟΙ ΑΜΜΑΝΙΤΑΙ
    • ΟΙ ΣΑΛΤΑΙΟΙ
    • Ο ΠΙΣΣΑΣ
    • Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ και άλλοι.
    Καθώς η μεγάλη μέρα πλησίαζε, οι Κυδωνείς, λόγω της θέσεως της πόλεως, φρόντιζαν να καθησυχάζουν τις υποψίες των Τούρκων (όπως ακριβώς έκαναν στις παραμονές της επανάστασης και οι Έλληνες του Μωριά της Ρούμελης και αλλού). Έτσι έστειλαν τον προεστό Χατζή Θανάση στην Πέργαμο για να πείσει τους Τούρκους να ανακαλέσουν τα άτακτα τουρκικά σώματα γύρω από την πολιτεία, αλλά οι Τούρκοι πληροφορημένοι ότι κάτι έτρεχε, δεν πείσθηκαν.
    Μέσα στην πολιτεία οι ψυχες μερα με την μερα ατσαλώνανε, καταφευγοντας στην αρχή στην συγκεντρωση χρημάτων και στην αποστολη με αυτά οπλων και πολεμοφοδίων και περιμενοντας την μεγάλη ωρα.
    Το μηνυμα τις επαναστασης εφθασε και εκεί. Τώρα περιμεναν το συνθημα. Τελικά τις πρώτες ημέρες του Μαίου του 1821 εμφανίστηκε μπρος στο λιμανι των Κυδωνιών μια μικρή μοίρα του επαναστατικού στόλου. Ο δυσκίνητος οθωμανικός στόλος δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις ναυτικές επιδείξεις των ελληνικών πλοίων. Ανενόχλητα τα ελληνικά πλοία επιτεθηκαν σε δύο εξοπλισμένα τουρκικά μεταγωγικά που μετέφεραν στρατό από την Πέργαμο και πήγαιναν στην Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν και τα δύο μπρος στο λιμάνι και πυρπολήθηκαν, το δε πλήρωμα τους εξοντώθηκε ολο. Αυτά και άλλα παρόμοια γεγονότα κατατάραξαν την οθωμανική κυβέρνηση και δόθηκε διαταγή στους πασάδες της Προύσας και του Αιδινίου να λάβουν μέτρα. Ετσι στα μέσα Μαίου του 1821 στρατοπεδευσε έξω από την πόλη στην περιοχή Αγιασματίου μια δύναμη 700 σπαχήδων. Μαζί με αυτούς συγκεντρώθηκαν πολλοί ατακτοι μωαμεθανοί από τις πλησίον κωμοπόλεις, ενώ ο αρχηγός των σπαχήδων ζητησε από τους Αιβαλιώτες να του παραδώσουν συγκεκριμένο αριθμό όπλων, από τα οποία βεβαια [μια και ο αριθμός ήταν υπερβολικός] μόνο μικρό μέρος μπορούσαν να συγκεντρώσουν.
    Ενώ γινονταν διαπραγματευσεις οι συγκεντρωμένοι άτακτοι επιτίθεντο στους Αιβαλιωτες που ζούσαν στην ύπαιθρο και τους σκοτωναν ή τους λήστευαν, ο δε διοικητής των σπαχήδων ζητούσε επιμονα περισσότερες ενισχύσεις από τον πασά της Προύσας, για να αντιμετωπίσει τους άοπλους στην πραγματικότητα Κυδωνιάτες.
    Την 17η Μαίου 1821 ο Παπανικολής ανετίναξε το δίκροτο εμπρος στο λιμάνι της Ερεσού και ο έντρομος στόλος του εχθρού κατεφυγε στον Ελλήσποντο. Οι Τούρκοι αρχισαν να συγκέντρωνουν ενισχύσεις και ο κάμπος του Αγιασμάτιου γεμισε με άτακτους που περίμεναν να πέσουν στο Αιβαλί σαν τα κοράκια για φόνο και πλιάτσικο. Στις πολιτεία οι οπλισμένοι άνδρες που χρησιμοποιούνταν για προστασία από ληστές και για απονομή δικαιοσύνης δεν ήταν παραπάνω από 250 παλικάρια υπό τον Γιώργο Σάλτα. Πρωτο τους μελημα ήταν να οργανώσουν ταμπούρια μπάς και κρατήσουν την πόλη.
    Ο Δαούτ πασάς έχοντας πλέον ισχυρότατη δύναμη να παραταξει απέναντι στις ελάχιστες δυνάμεις των ελαφρά οπλισμένων του Γιώργη Σάλτα ζήτησε 40.000 γρόσια σαν στρατιωτική εισφορά της πόλης για τον πόλεμο του Σουλτάνου. Εν τω μεταξύ όσοι άμαχοι είχαν μείνει τρέξανε να σωθούν από την θάλασσα με ότι πλεούμενα υπήρχαν και όσοι μπορούσαν περνούσαν απέναντι στα Μοσχονήσια.
    Όταν φαινοταν ότι η συγκρουση ήταν αναποφευχτη ο Γιώργης Σάλτας μοίρασε στα παλικάρια του μπαρούτι και βόλια και πιάσανε τη δημοσιά για τον Αη Δημήτρη. Στον Ταξιάρχη ταμπουρώθηκε ο Δημήτριος Οικονόμου, στην Μητρόπολη ταμπουρώθηκε ο Κάπανδρος και οι Πισσαίοι ενώ ο Άγγελος Ζωντανός με καμιά πενηνταριά παλικάρια φυλαγε τον κατάγιαλο και παράστεκε στο φευγιό του κόσμου.
    Μέσα σ’ εκείνη την ώρα της αγωνίας ο τυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας πήρε τον Δημήτριο Τζίτζιρα και τους Αμμανίτες και πήγαν στον Ιακωβο Τομπάζη ζητώντας να στείλει βάρκες να πάρουν τα πιεστήρια και τα μολυβένια στοιχεία, πράγμα που έγινε μπορετό την άλλη μέρα στις 2 Ιουνίου 1821. Όταν ομως είδαν οι Τούρκοι τους ναυτες να φτάνουν στο γιαλό αρχίσανε το ντουφεκίδι. Ακουγοντας τους πυροβολισμούς έτρεξαν σε ενίσχυσή τους οι Αιβαλιώτες και οι Τούρκοι υποχώρησαν, βάζοντας φωτιά στο τυπογραφείο. Μετά από υποσχέσεις του Δαούτ πασά για παράδες και πλιάτσικο γύρισαν ξανά και πολέμησαν για δύο ώρες. Όμως οι ναύτες του Τομπάζη και οι Αιβαλιώτες τους έβαλαν στη μέση. Έτσι οι Ψαριανοί και οι Σπετσιώτες τους άφησαν να σκορπιστούν και έπειτα τους έσφαξαν σαν τα τραγιά.
    Από την άλλη οι σπαχήδες εφεραν σε δύσκολη θέση τον Δημήτριο Οικονόμου, μέχρι που φάνηκε ο Γεώργιος Σάλτας και υποχώρησαν, αλλα στην υποχώρηση ένα βόλι πήρε κατάστηθα τον Γιώργη Σάλτα. Όμως η πολιτεια ειχε παραδοθει στην καταστροφή Παντου φωτια και ερήμωση. Περασμένα μεσάνυχτα οι Αιβαλιώτες βλέπουν Τούρκους να κατηφορίζουν στα χαλάσματα για πλιάτσικο. Αγρίεψε το μάτι τους, τους πλησιάζουν και με λύσσα πέφτουν πάνω τους και τους λιανίζουν. Όμως το Αιβαλι δεν υπήρχε πιά.
    Στις συγκρούσεις που γίνηκαν οι απώλειες των Τούρκων ήταν πάνω από 1.500 νεκροι ενώ ήταν απροσδιόριστος ο αριθμός των τραυματιών. Οι ελληνες μαχητές είχαν 150 νεκρούς και τραυματίες. Σα ξημέρωσε τα πλεούμενα με τον κόσμο και τους μαχητές εγκατελειψαν την ερημωμενη και δηωμένη πολιτεια τους Πρόσφυγες πλέον περνάνε απένατι αλλά δεν κάθονται μουτε στιγμή. Αυτοί ησαν τα παλικάρια που στελέχωσαν τα άτακτα και τα τακτικά επαναστατικά σώματα της Ελλάδας. Παντού πολέμησαν οι Αιβαλιώτες. Ολοι οι οπλαρχηγοί, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντος, ο Πανουργιάς, ο Κριεζώτης, ο Φλέσσας, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Καρατάσος και τοσοι αλλοι είχαν παλικάρια από το Αιβαλί. Με τον Γιατράκο αγωνίσθηκε σαν οπλαρχηγός ο Χατζή Αποστόλης με δικό του σώμα από 80 Αιβαλιώτες, ο Δημήτριος Κάπανδρος διεκρίθηκε σε πολλές μάχες με τους 50 Κυδωνιάτες του, 300 Αιβαλιώτες με δικό τους σώμα μαχόντουσαν στους αμπελώνες του Άργους κατά του Δράμαλη, 100 υπό τον Κριεζή μετείχαν στην άμυνα της Ακροπόλεως κατά του Κιουταχή ενώ μόλις έγινε το πρώτο τακτικό σώμα στην Καλαμάτα το 1821 από τον συνταγματάρχη Βαλέστ, κατετάχθηκαν αμέσως 60 Κυδωνιείς που σιγά σιγά ανήλθαν σε 200. Οι περισσότεροι απο αυτούς υπό την αρχηγία του Ταρέλ έπεσαν στην μάχη του Πέτα, ενώ τον Βαλέστ στην εκστρατεία του στην Κρήτη με τον τακτικό στρατό τον ακολούθησαν 25 Αιβαλιώτες.
    Οι προσωπικές ανδραγαθίες των μαχητών από τις Κυδωνίες υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα φιλοπατρίας και παλικαριάς.
    ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ : Περικυκλωμένος στο φρούριο των Ψαρών έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα, σαν άλλος Σαμουήλ, και συναποθνήσκει με άλλους πατριώτες παίρνοντας στον όλεθρο και τους εισορμήσαντες εχθρούς .
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ : Διακρίθηκε στους πολιτικούς αγώνες, ακολούθησε τον Μιαούλη σε όλες τις εκστρατείες σαν γραμματέας , και σε όλη την διάρκεια του αγώνα προσεφερε στην πατριδα μαζί με τον αδελφό του τον ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ.
    ΑΓΓΕΛΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ : Σκοτώθηκε μαζί με πολλούς άλλους Κυδωνείς στη μάχη του Πέτα , αγωνιζόμενος στο τάγμα των φιλελλήνων υπό τον Νόρμαν.
    ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Έπεσε στη μάχη του Πέτα κρατώντας την σημαία, μαχόμενος με το σώμα του Γιατράκου υπό τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτο.
    ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Διέπρεψε στους στρατιωτικούς και πολιτικούς αγώνες και υπέκυψε από τις ταλαιπωρίας.
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΙΤΖΙΡΑΣ: ( Ο la Cigale του Διδότου) Έπεσε ένδοξα στην επίθεση κατά της Ακροπόλεως, εισορμώντας πρώτος σ’ αυτήν.
    ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΣΣΑΣ : Αγωνίσθηκε στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, στην Κρήτη υπό τον Μπαλέστρα με τον τακτικό του Φαβιέρου και έπεσε μαχόμενος στην Κάρυστο.
    ΕΩΣ ΕΔΩ
    ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΙΣΣΑΣ : Φιλικοί και οι δύο διακρίθηκαν κατά την μάχη των Κυδωνιών, ο Νικόλαος έπεσε στο Άργος και ο Ευστράτιος συμμετείχε στην εκστρατεία της Κρήτης υπό τον Βαλέστ, Υπό τον Φαβιέρο διακρίθηκε σε όλες τις επιχειρήσεις σαν ταγματάρχης, κατά την είσοδο προς βοήθεια των πολιορκουμένων από τον Κιουταχή στην Ακρόπολη συμμετείχαν και οι δύο αδελφοί του ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ @ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ο Αθανάσιος διεκρίθηκε κατά την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Χίο (1828) και ιδιαίτερα στην μάχη της Τουρλωτής. ( Ο ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ άφησε χειρόγραφα , απομνημονεύματα, όπου υπάρχει διεξοδική περιγραφή της καταστροφής των Κυδωνιών, αλλά και διηγήσεις από τις επιχειρήσεις που μετείχε με τους αδελφούς του).
    • ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ : Κατέφυγε στην αρχή στα Ψαρά, μετά στην Άνδρο και έπειτα στην Τήνον, όπου δίδασκε σε σχολείο μέχρι το 1841. Στην εν Άργος συνέλευση παρέστει σαν ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΕΩΝ. Η Ελληνική κυβέρνηση εκτιμώσα την επί μακρόν εθνική υπηρεσία του μετά την απελευθέρωση, του χορήγησε σύνταξη.
    • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟΜΠΡΑΣ: Βλέποντας τον όλεθρο της πόλης των Κυδωνιών, πακετάρησε κατάλληλα τα τυπογραφικά εργαλεία και μηχανήματα, του τυπογραφείου της Ακαδημίας και προσπάθησε να διασώσει με την βοήθεια του Ιακώβου Τομπάζη, όμως οι Τούρκοι ήδη είχαν βάλει φωτιά. Στα Ψαρά που σώθηκε, κλήθηκε μετά από ολίγες μέρες από τον Δημήτριο Υψηλάντη ο οποίος είχε φέρει από την Τεργέστη πλήρες τυπογραφείο, έτσι ο Τόμπρας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής τυπογραφείου της αγωνιζομένης Ελλάδος, που λειτουργούσε στην Καλαμάτα, εκεί τυπόνοντω τα πρώτα επίσημα έγγραφα και η εφημερίδα . Το τυπογραφείο αυτό μεταφέρθηκε στην Κόρινθο και καταστράφηκε από τον Δράμαλη. Από το 1824 στην Ύδρα διεύθυνε το νέο τυπογραφείο καθ όλη την διάρκεια του αγώνα. ( Ο Κ Τόμπρας με υποτροφία της διοίκησης της πόλεως των Κυδωνιών εστάλει να σπουδάσει στην Ευρώπη το επάγγελμα του Τυπογράφου, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και σε άλλους Ελληνόπαιδας, η τακτική αυτή ακολουθείτο και σε άλλους εύελπεις νέους της πόλης).
    Αυτή εν ολίγοις υπήρξε η συμβολή των Κυδωνιών στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδος, στα σχολεία μας γνωρίζουμε για τις επαναστατικές κινήσεις των Ελληνικών πόλεων από την Μακεδονία και κάτω, στην επανάσταση όμως μετείχαν οι Έλληνες των περιοχών της Θράκης, της Κύπρου, της Κρήτης, της Ηπείρου, του Πόντου, των Ελλήνων των Δυτικο – Ευρωπαικών πόλεων αλλά και των Ελλήνων της Ρωσίας και κυρίως της Μικράς Ασίας

    http://mikrasiatis.gr/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83-3/#comment-1432

  3. M on

    Οι Μακεδόνες και η επανάσταση του 1821.
    http://yaunatakabara.blogspot.gr/2013/03/1821_19.html

    ΒΑΪΑ Ε. ΔΡΑΓΑΤΗ
    Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία
    Επιβλέπων Καθηγητής:
    Βασίλης K. ΓούναρηςΑ.Π.Θ
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

    (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)

    ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ
    ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
    ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

    Η άμεση καταστολή της επανάστασης στις βορειότερες επαρχίες της ελληνικής χερσονήσου και τα τουρκικά αντίποινα που επακολούθησαν προκάλεσαν κύματα προσφύγων προς τις νοτιότερες περιοχές.

    Αργότερα, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη «κινητικότητα» του πληθυσμού και νέος εκπατρισμός από το εξωτερικό και από το χώρο του υπόδουλου ακόμα ελληνισμού.

    Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος από τους μετανάστες της επαναστατικής και της μετεπαναστατικής περιόδου εγκαταστάθηκε σε διάφορες κοινότητες της ελληνικής επικράτειας, παλαιές και νέες, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα.

    Μεταξύ των συνοικισθέντων ετεροχθόνων συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες, των οποίων η πορεία και η τύχη στα απελευθερωμένα εδάφη της χώρας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας.

    Ζήσης Σωτηρίου,
    Μακεδόνας Επαναστάτης
    Σέρβια Κοζάνης

    Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι με τον όρο «Μακεδόνες» χαρακτηρίζονται εδώ οι ελληνόφωνοι, κατά κύριον λόγο, από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, ενίοτε όμως και οι βλαχόφωνοι, οι βουλγαρόφωνοι και άλλοι σλαβόφωνοι, στο βαθμό που αυτοί ενεπλάκησαν στις ελληνικές υποθέσεις και έζησαν ως έλληνες πολίτες• ακόμη κι αν κάποιοι είναι αμφίβολο αν ήταν Μακεδόνες με τη στενή γεωγραφική έννοια.

    Είναι γνωστό πως ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα -αν όχι και πολύ αργότερα ο διαχωρισμός των εθνοτήτων στη Μακεδονία δεν ήταν πάντοτε εφικτός.

    Μολονότι οι όροι «Μακεδόνες», «Σέρβοι», «Βούλγαροι» και «Σλάβοι» ήταν σε χρήση, λόγω της αλλοφωνίας, ωστόσο δεν προϊδέαζαν πάντοτε για τις εθνικές προτιμήσεις των παροίκων αλλά ούτε για τον ακριβή τόπο της καταγωγής τους.

    Κρίθηκε επομένως σκόπιμο να εξεταστεί η δράση και η συμπεριφορά τους ως κατοίκων της Ελλάδας, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο είχαν καταλήξει εκεί, εφόσον συνέπραξαν και ζυμώθηκαν με τους Μακεδόνες.

    Πράγματι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη πρόοδος στην ιστορική έρευνα σχετικά με τους ετερόχθονες Μακεδόνες, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν το ζήτημα συστηματικά και συνθετικά.

    Οι περισσότερες εργασίες αφορούν μεμονωμένες έρευνες για επιφανείς Μακεδόνες, είναι δηλαδή βιογραφικά σημειώματα, που συχνά χαρακτηρίζονται από πατριωτική ρητορεία και τοπικιστική έξαρση. Άλλωστε οι περισσότερες έχουν γραφτεί από συντοπίτες των μακεδόνων «ηρώων», που, ως επί το πλείστον, δεν είναι ιστορικοί. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η δυσκολία της εργασίας αυτής:
    Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για να σχηματιστεί πάντοτε μια ολοκληρωμένη εικόνα.

    Βασικός στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπιστούν και να παρουσιαστούν αναλυτικά όσο το δυνατό περισσότερα μέλη της συγκεκριμένης ετεροχθονικής κοινότητας που διαβιούσαν στο ελληνικό βασίλειο, παραθέτοντας στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα, τον τρόπο ενσωμάτωσης και το ρόλο που διαδραμάτισαν.
    Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρήθηκε να αναδειχθούν οι μορφές συνεργασίας και η εν γένει συλλογική δράση των Μακεδόνων είτε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ομάδας τους είτε για τη Μακεδονία.
    Τα ζητούμενα αυτά αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη σύνθεση της εργασίας, δεδομένου ότι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που σημειώθηκαν στην Αθήνα σε μια ευρεία χρονική περίοδο, επιδιώξαμε να απομονώσουμε την ενεργή ανάμιξη και τη συλλογική δράση των Μακεδόνων.

    Για το λόγο αυτό κάποιες επαναλήψεις ήταν δύσκολο να αποφευχθούν. Ως χρονικό πλαίσιο της εργασίας ορίστηκε η εικοσαετία 1843-1863, που οριοθετήθηκε από σημαντικά πολιτικά γεγονότα.

    Ωστόσο κρίθηκε χρήσιμο η χρονική αφετηρία της έρευνας να είναι η επανάσταση του 1821, προκειμένου να εξεταστεί η σημασία των παραμέτρων «τρόπος και χρόνος εγκατάστασης». Αλλά και το καταληκτικό όριο ουσιαστικά εκτείνεται ως το 1870, όταν ραγδαίες εξελίξεις στο γειτονικό βαλκανικό χώρο αφύπνισαν το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων για την τύχη της Μακεδονίας.

    Ο αρχικός προβληματισμός και οι ειδικότεροι στόχοι καθόρισαν το χωρισμό των επιμέρους ενοτήτων και το περιεχόμενο τους.

    Στην πρώτη ενότητα, ως εισαγωγικό κεφάλαιο, επιχειρείται να παρουσιασθεί η περιοδική κάθοδος των Μακεδόνων στη Νότια Ελλάδα, η κατηγοριοποίηση τους ανάλογα με την «ιδιότητά» τους και η εγκατάσταση τους.

    Στόχος του δεύτερου κεφαλαίου είναι να παρακολουθήσει την ένταξη και την αφομοίωση των Μακεδόνων στο νεοσύστατο κράτος και να παρακολουθήσει χρονολογικά την εμπλοκή τους στην πολιτική σκηνή, με όλες τις συναφείς προεκτάσεις.
    Ακολούθως παρουσιάζεται αυτόνομα η νέα και πολλά υποσχόμενη γενιά των Μακεδόνων, των φοιτητών καθώς και η θέση τους στο πελατειακό μακεδονικό δίκτυο των Αθηνών.

    Στην επόμενη ενότητα ερευνάται η συμμετοχή των Μακεδόνων σε αλυτρωτικά και ομοσπονδιακά κινήματα, εμπνευσμένα από τη Μεγάλη Ιδέα και από τα επαναστατικά μηνύματα των άλλων λαών, που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των ιδιαίτερων πατρίδων τους αλλά και την εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων τους.
    Τέλος, στην πέμπτη ενότητα εξετάζεται η θέση τους σε σχέση με την επίσημη εθνική ιδεολογία της εποχής και τα ιστορικά δικαιώματα των Ελλήνων στις «βόρειες» ελληνικές χώρες, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το συγγραφικό τους έργο.

    Η έρευνα στηρίχτηκε στη μελέτη βιβλιογραφικού και αρχειακού υλικού.
    Το αρχειακό υλικό προέρχεται κυρίως από την αποδελτίωση του μητρώου των φοιτητών των πρώτων χρόνων λειτουργίας του οθωνικού Πανεπιστημίου (1837-66) και των πρυτανικών λόγων, που βρίσκονται στο Μουσείο και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και των μητρώων των αξιωματικών που είναι κατατεθειμένα στο Γενικό Επιτέλειο Στρατού.

    Μελετήθηκαν, επίσης, τα έγγραφα του συνοικισμού των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη Αταλάντης, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Τμήματος Ομοιοτύπων και Χειρογράφων, δημοσιευμένα βέβαια στην πλειοψηφία τους. Επίσης ο επόπτης μου μου εμπιστεύτηκε την αδημοσίευτη βιογραφία του μακεδόνα Παναγιώτη Παπά Ναούμ, προερχόμενη από το αρχείο της οικογένειας Κατσουγιάννη. Μελετήθηκε επίσης συστηματικά το συγγραφικό έργο των Μακεδόνων και άλλων δημοσιευμένων έργων του 19ου αιώνα, αφού αποτελούν πηγές σύγχρονες των γεγονότων.

    Η συγκέντρωση αυτού του υλικού διεξήχθη στις Βιβλιοθήκες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανυπολόγιστη είναι η προσφορά στην έρευνα και στον πολιτισμό της ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, η «Ανέμη», όπου έχει αποθηκευθεί σημαντικός αριθμός παλαιών βιβλίων, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη και ερευνητή να διαβάσει δυσεύρετες μελέτες. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η έρευνα των σημαντικότερων αθηναϊκών εφημερίδων του 19ου αιώνα. Ο Τύπος αντανακλά πάντα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μεταφέρει και ταυτόχρονα διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Περιέχει επίσης πολλές φορές επιστολές των εμπλεκομένων Μακεδόνων. Ως προς τη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκαν γενικά ιστορικά έργα και μελέτες που πραγματεύτηκαν την περίοδο εκείνη, μονογραφίες, βιογραφίες, απομνημονεύματα, εγκυκλοπαιδικά άρθρα αλλά και άρθρα σε περιοδικά μακεδονικού ενδιαφέροντος.

    Ολοκληρώνοντας, θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλη Κ. Γούναρη, για την πολύτιμη καθοδήγηση του σε όλα τα στάδια της εργασίας, την υπομονή του αλλά και για την άμεση ανταπόκρισή του στη διόρθωση των κειμένων ακόμη και στην περίοδο της εκπαιδευτικής του άδειας. Χωρίς τις υποδείξεις και τις επισημάνσεις του σε όλες τις φάσεις της έρευνας και της συγγραφής η εργασία αυτή θα ήταν αδύνατη. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω τον κ. Μάνθο Χριστοφόρου, που πρώτος ασχολήθηκε διεξοδικά με την εγκατάσταση των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη,

    για την αποστολή πολύτιμου υλικού, καθώς και το προσωπικό των αρχείων και των βιβλιοθηκών. Τέλος, ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη συμπαράσταση τους και στήριξη, υλική και ψυχολογική, όλα αυτά τα χρόνια.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

    Η δημιουργία των μακεδονικών παροικιών στη Νότια Ελλάδα

    Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με καθολικό χαρακτήρα και στόχο τη σύσταση ενός εθνικού κράτους.

    Όμως, μετά την οριστική έκβαση του πολέμου, το μικρό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν περιλάμβανε όλες τις περιοχές στις οποίες είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις.

    Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες πλυθυσμιακές αναστατώσεις. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήρθαν στην ελεύθερη Ελλάδα ομογενείς πρόσφυγες από όλες τις οθωμανικές επαρχίες με αποτέλεσμα η πληθυσμιακή σύνθεσή της να περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες:

    τους αυτόχθονες, δηλαδή τους πολίτες των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί
    και τους ετερόχθονες, τους προερχομένους από τις αλύτρωτες επαρχίες και από τον ευρύτερο χώρο της διασποράς.

    Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες πρόσφυγες που έφτασαν στη Νότια Ελλάδα σε τρεις διαφορετικές διαδοχικές φάσεις και, εν μέρει, ρίζωσαν στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο.
    Τα κριτήρια περιοδολόγησης της εγκατάστασης αυτής έχουν άμεση σχέση με τα πολεμικά γεγονότα και τις διπλωματικές επαφές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και με όσα ακολούθησαν μετά από αυτόν, χωρίς ωστόσο να είναι αυστηρά καθορισμένα.

    Σε γενικές γραμμές η πρώτη φάση της καθόδου ξεκίνησε σχεδόν με την έναρξη της επανάστασης, το 1821, και κράτησε ως το 1827.
    Αφετηρία του δεύτερου προσφυγικού κύματος, ήταν το 1828, έτος κατά το οποίο έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και έληξε το 1831 με την δολοφονία του.
    Τέλος, η τρίτη περίοδος άρχισε το 1833, με την έλευση του Όθωνα, και διήρκησε ολόκληρη τη βασιλεία του.

    Η πρώτη μεταναστευτική κίνηση σημειώθηκε μετά το τέλος των αποτυχημένων κινημάτων στο χώρο της Μακεδονίας.

    Οι επαναστάσεις αυτές διήρκησαν περίπου ένα χρόνο, από το Μάιο του 1821 έως το Μάιο του 1822, με κύρια κέντρα δράσης
    τη Χαλκιδική,
    το Άγιο Όρος,
    τη Νάουσα,
    την Έδεσσα,
    τη Βέροια
    και τις περισσότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.

    Ως γνωστόν, η επανάσταση συντρίφτηκε, οι πόλεις λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών και ο άμαχος πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη των οθωμανικών αντιποίνων.

    Έτσι λοιπόν, οι εναπομείναντες Μακεδόνες οπλαρχηγοί και ικανός αριθμός απλών πολεμιστών εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και κατέφυγαν μέσω ξηράς ή θάλασσας μαζί με τις οικογένειες τους στις Βόρειες Σποράδες ειδικότερα και στην υπόλοιπη αγωνιζόμενη Ελλάδα γενικότερα, για να σωθούν αλλά και για να συνεχίσουν τον Αγώνα τους μαζί με τους άλλους Έλληνες.1

    Πράγματι, με μια έρευνα στους φακέλους του «Αρχείου των Αγωνιστών και στα Μητρώα των κατά των Ιερόν Αγώνα αγωνισθέντων», που διασώζονται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, διαπιστώνει κανείς τη μεγάλη συμμετοχή και συμβολή των Μακεδόνων αγωνιστών στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

    Η μελέτη των αιτήσεων των ίδιων των πρωταγωνιστών ή των κληρονόμων τους και η μελέτη των πιστοποιητικών και των δικαιολογητικών που υπέβαλαν κατά διαστήματα στις εκάστοτε «Επιτροπές των Αγωνιστών», ζητώντας ηθική αποκατάσταση, οικονομική ενίσχυση ή μια μικρή σύνταξη, μας παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τη δράση τους, τις μάχες που έλαβαν μέρος, την οικογενειακή τους κατάσταση και το νέο τόπο διαμονής τους.2

    Μέσα από τα επίσημα έγγραφα, αποδεικνύεται πως περιοδικά έφτασαν στη Νότια Ελλάδα πολλοί Μακεδόνες ως πρόσφυγες ή και εθελοντές από διάφορες περιφέρειες της Μακεδονίας ή του εξωτερικού, όπου ζούσαν.
    Κατατάσσονταν στα στρατιωτικά σώματα σπουδαίων οπλαρχηγών και πολεμούσαν είτε ως άτακτοι είτε ως τακτικοί.
    Μάλιστα αρκετοί από αυτούς στρατολογήθηκαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και αποτέλεσαν τις βάσεις για την οργάνωση ενός τακτικού σώματος υπό την οδηγία του Παλέσα και του Κουβερνάτη.3

    Ο Χρήστος Βυζάντιος, αξιωματικός που υπηρέτησε υπό τον Φαβιέρο και μετά την επανάσταση ως συνταγματάρχης αναφέρει:

    οι άνδρες ούτοι, υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέστατοι. Ούτοι κατήγοντο ως επί το πλείστον εκ των καταστραμμένων υπό των Τούρκων επαρχιών και πόλεων, Θράκης, Μακεδονίας, Μικράς Ασίας, των παρ’ αυταίς νήσων και λοιπών μερών, προπάντων δε εκ νέων καλώς ανατεθραμμένων και τινών ευπαιδεύτων, εχόντων καθαρόν αίσθημα πατριωτισμού. Ούτοι ήλθον εις την Ελλάδα, ίνα υπηρετήσωσι την Πατρίδα, μη έχοντες δ’ ενταύθα ούτε οικείους ούτε γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις το τακτικό σώμα.

    Οι περισσότεροι από αυτούς, πριν από την έναρξη του Αγώνα, είχαν υπηρετήσει σε κάποιο αρματολικό ή κλέφτικο σώμα και διέθεταν πολεμική πείρα και ηγετικές ικανότητες, γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα άλλοτε να πολεμούν ως απλοί μαχητές κι άλλοτε να εξοπλίζουν δικό τους σώμα στρατιωτών, που το διοικούσαν ως υπαξιωματικοί, γνωστοί και ως «μπουλουξήδες». Πολέμησαν και διακρίθηκαν σε πολλές μάχες.

    Συχνά προβιβάστηκαν και τιμήθηκαν με ανώτατα αξιώματα και βαθμούς• ιδιαίτερα όμως κατά τη διάρκεια των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών, οπότε τα πολιτικά κόμματα και η ηγεσία με ευκολία μοίραζαν προνόμια, για να κερδίσουν την εύνοια των αγωνιστών και με ακόμη περισσότερη τα αναιρούσαν, όταν δεν είχαν πια ανάγκη τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.5
    Όπως και οι άλλοι αγωνιστές, και οι Μακεδόνες έχασαν συγγενείς, αδέρφια, γυναίκες και παιδιά, που είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις.
    Δαπάνησαν μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να συντηρήσουν τους στρατιώτες που διοικούσαν, εφόσον οι κρατικοί φορείς της εποχής αδυνατούσαν να τους χρηματοδοτήσουν. Φυσικά, ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχε απομείνει στις πατρίδες τους καταστράφηκε ή απαλλοτριώθηκε. Αφού η επανάσταση στη Μακεδονία είχε σβήσει, οι αγωνιστές δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους και να τα διεκδικήσουν.6

    (1817-1884)
    καταγόμενος από το
    Μελένικο Μακεδονίας

    Πολλές φορές είναι δύσκολο να αποδειχθεί, ο ακριβής τόπος καταγωγής των πολεμιστών• ιδιαίτερα για όσους προέρχονταν από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, Σερβίας και Μακεδονίας ή από τις συμπαγείς ελληνικές παροικίες που είχαν δημιουργηθεί σε όλη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική.

    Ήταν περιοχές τόσο μακρινές -ειδικά για τους Έλληνες της Νοτίου Ελλάδαςπου στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονταν να τις διαχωρίσουν ή ακόμα και να τις χαρακτηρίσουν ως ελληνικές.

    Η Μακεδονία ήταν μεν δυνάμει ελληνική αλλά εξίσου μακρινή.7

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αποκαλούσαν όλους σχεδόν τους Μακεδόνες πολεμιστές «Ολύμπιους», ενώ προέρχονταν από άλλα μέρη, προφανώς λόγω του γοήτρου του όρους.

    Πρόβλημα δημιουργούσε και η συγκεχυμένη αντίληψη που επικρατούσε για τη γεωγραφία της Βόρειας Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διακρίνουν με σαφήνεια την προέλευση των σλαβόφωνων πολεμιστών.
    Γι’ αυτό, κάποιοι Σέρβοι μερικές φορές φέρονταν ως Βούλγαροι, κάποιοι Μοναστηριώτες, αν και ελληνικής καταγωγής, θεωρούνταν Σέρβοι, ενώ πολλοί Σερραίοι θεωρούνταν Βούλγαροι.

    Κλασικότερο παράδειγμα της σύγχυσης αποτελεί το παράδειγμα του περίφημου Χατζηχρήστου, που μολονότι ήταν Σέρβος, αναφέρεται στις πηγές ως «Βούλγαρης».
    Και έτσι υπέγραφε ως επί το πλείστον και ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση η εξακρίβωση της προέλευσης του Μακεδόνα αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον όχι ευκολότερη από την οριοθέτηση της ίδιας της Μακεδονίας.8

    Η πλειοψηφία των Βορειοελλαδιτών έδρασε υπό την οδηγία επιφανών Μακεδόνων αρχηγών, παλαιών οπλαρχηγών, που φημίζονταν για την ανδρεία τους και τη στρατιωτική εμπειρία τους.

    Κατά την κάθοδο τους, φαίνεται ότι σχηματίστηκαν δύο ευρύτερες ομάδες άτακτων πολεμιστών, εκ των οποίων
    η μια ακολούθησε τον Διαμαντή Νικολάου και τους συγγενείς του, Βασίλειο Λιάκο, Γεώργιο Ζαχείλα και Κωνσταντίνο Μπίνο, που κατευθύνθηκαν προς τις Βόρειες Σποράδες,
    ενώ η δεύτερη ακολούθησε τους Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο, Συρόπουλο, Δουμπιώτη, Λάζο και Κότα που κατευθύνθηκαν προς το αρματολίκι του Ασπροποτάμου.9

    Αφού φρόντισαν εξαρχής για την ασφαλή εγκατάσταση και προστασία των οικογενειών των συνεργατών και συμπατριωτών τους στο Μερόκοβο, χωριό των Αγράφων, συνεργάστηκαν με τον Καραϊσκάκη και τον Ράγκο για την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή.10
    Έπειτα τέθηκαν στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και συμμετείχαν στις μάχες της Πλάκας, του Πέτα, των Δερβενακίων, του Ναυπλίου και όπου αλλού υπήρξε ανάγκη.11

    Η συμβολή τους ήταν σημαντική και τα σχόλια που απέσπασαν από τους Πελοποννησίους εξαιρετικά, καθώς κατάφεραν να διακριθούν για τον ηρωισμό τους.
    Χαρακτηριστικά ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών αναφέρει για τον Αγγελή Γάτσο:

    Ούτος ο περίφημος καπετάνιος ήτον εις τα όπλα εκ γενετής, και σύντροφος αχώριστος του βουνού του Ολύμπου.
    Ευρεθείς εις την εισβολή του Δράμαλη επολέμησαν εις μερικάς μάχας με τους Πελοποννησίους κατά τα Βασιλικά και το Δερβενάκι, όπου ήτο και ο Γενναίος ο φίλος του, με τον οποίον πάντοτε ήτο μαζί και ομού έβγαινε εις τους πολέμους όσον χρόνον έμεινεν εκεί, οδηγών τους υπ’ αυτών στρατιώτας και συμπατριώτας του Μακεδόνας.

    Ο Γάτσος και οι στρατιώται του επολέμησαν γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν, διότι είδαν άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν και επεθύμουν να είχον τοιούτους συντρόφους.12

    Την πολεμική δράση τους συνέχισαν και όσοι Μακεδόνες είχαν καταφύγει στις Βόρειες Σποράδες.
    Τον Ιούλιο του 1822 μεταφερθήκαν, με εντολή του Αρείου Πάγου, στην Εύβοια, προκειμένου να υπερασπιστούν την περιοχή.
    Οι 600 περίπου στρατιώτες που αποβιβάστηκαν εκεί κατάφεραν να εκτοπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να στρατοπεδεύσουν στα Βρυσάκια της Χαλκίδας.
    Τον Σεπτέμβριο του 1822, γενικός αρχηγός της Εύβοιας διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο ο Διαμαντής Νικολάου.
    Ανέλαβε τα καθήκοντα του επί κεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης, μόλις επέστρεψε από τον Όλυμπο, όπου απουσίαζε το καλοκαίρι του 1822, για να συγκεντρώσει όσους πολεμιστές είχαν απομείνει εκεί.

    Την ίδια περίοδο έφτασε στη Χαλκίδα και ο γερο-Καρατάσος με τους άνδρες του, συμβάλλοντας ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμπατριωτών του.13 Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 1823, όλοι οι Μακεδόνες στρατιώτες που βρίσκονταν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο, άλλα και όσοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Εύβοια εκστράτευσαν στο Τρίκερι, καθώς νέες προελάσεις τουρκικών στρατευμάτων, έθεσαν σε κίνδυνο την περιοχή της Θετταλομαγνησίας.14

    Η πολιορκία που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι άτακτοι Θεσσαλοί και Μακεδόνες πολεμούσαν με τον τακτικό και πενταπλάσιο σε ισχύ τουρκικό στρατό. Αρχικά, κατάφεραν να επιβληθούν και να αναγκάσουν τον αντίπαλο να αποσυρθεί.
    Σύντομα, όμως, οι συνεχείς ενισχύσεις του εχθρού, άρχισαν και πάλι να πιέζουν την ελληνική πλευρά, της οποίας οι ελλείψεις σε τρόφιμα, πολεμικό υλικό και στρατιώτες αποτελούσαν τροχοπέδη. Ακολούθησε πολύμηνη διαμάχη.

    Εξαιτίας των δυσκολιών ανεφοδιασμού και των επιδημικών ασθενειών που έπληξαν και τα δύο στρατόπεδα, οι αντίπαλοι αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν τον Αύγουστο του 1823. Όσοι Μακεδόνες συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, αποσύρθηκαν στο συνηθισμένο τους καταφύγιο, τις Βόρειες Σποράδες.15
    Ο αγωνιστής Βελένζτας περιέγραψε με παραστατικό τρόπο τη μάχη στο Τρίκερι:

    Ηκολούθησα τον Παππούν (Καρατάσον) καθ’ όλας τας εκστρατείας του δια της αγωνιζομένης Ελλάδος• μου φαίνεται ότι βλέπω ακόμη το αρρενωπόν και εύχαρι πρόσωπον του.
    Μου φαίνεται ότι τον ακούω ακόμη προφέροντα τας μονοσυλλάβους του προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα. Άγιον ρίγος, το ενθυμώμαι έως τώρα, μας κατελάμβανε όλους, όταν παριστάμεθα εμπροσθέν του• το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ουαί εις τον παραβάτην αυτής• η αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο ανδριάντος ορειχαλκίνου αταραξία• ουδείς είδεν αυτόν εφ’ όλης του της ζωής οπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών.

    Τον ενθυμούμαι, όταν επί της Μαγνησίας κατεπολέμει τους Τούρκους• μόλις ηριθμούμεθα δισχίλιοι περί τον Παππούν και εναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα εφώρμων των απίστων τα στίφη εις το οροπέδιον των Τρικκέρων.
    Τέσσερας ημέρας διήρκεσεν η μάχη επί της αυτής πέτρας, ο Γέρων ασάλευτος ως η πέτρα αυτή και την σήμερον ακόμη δεικνύεται από τους εντρόμους κατοίκους ο τόπος εφ’ ου εκάθητο κατά την τετραήμερον εκείνην σφαγήν.16

    Έκτοτε, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των Μακεδόνων αγωνιστών εγκαταστάθηκε στα νησιά των Βορείων Σποράδων, απ’ όπου επιδίδονταν σε πειρατικές επιδρομές εναντίον των παραλίων της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών.
    Σκοπός τους δεν ήταν η κατατρομοκράτηση των εντόπιων πληθυσμών αλλά η συντήρηση των οικογενειών τους……………
    ………………………….

  4. M on

    …………………………………………………….
    ………………………………………………………..

    Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο περίφημος γερο-Καρατάσος,
    ο αχώριστος σύντροφος του Αγγελής Γάτσος,
    ο Μήτρος Λιακόπουλος,
    ο Μπίνος,
    οι Δουμπιώτες,
    ο Αποστολάρας,
    οι Καλαμιδαίοι,
    οι Ζορμπαίοι και
    οι Συρόπουλοι συνιστούσαν μια ισχυρή και εμπειροπόλεμη ομάδα.

    Παρόλα αυτά δεν αξιοποιήθηκαν ως σώμα παρά μόνο σε λίγες περιστάσεις.17
    Η συνεισφορά τους στον Αγώνα περιορίστηκε στην υπεράσπιση των παραλίων της Θεσσαλίας και της Ευβοίας, καθώς ενδεχόμενες αποβάσεις των εχθρικών στρατευμάτων στα μέρη αυτά θα απειλούσαν την ασφάλεια των συγγενών τους στις Σποράδες.

    Άλλωστε, από την αρχή της επανάστασης υπήρχε σαφής έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου.
    Οι ενέργειες τους και οι κινήσεις των πολεμιστών καθορίζονταν από τις προσωπικές διαθέσεις των αρχηγών που εναλλάσσονταν στην ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενίοτε από τις επιθυμίες του στρατεύματος και τις περισσότερες φορές από τις περιστάσεις.18

    Ήταν επόμενο ότι καμία κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να τους συγκεντρώσει, να τους συγκρατήσει και να τους χρησιμοποιήσει συστηματικά στις εκστρατείες κατά του εχθρού. Τέτοια εγχειρήματα ήταν πέρα από τις δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια του Αγώνα. Κατά διαστήματα μόνο έστελνε τους αντιπροσώπους της για να τους οργανώσει στοιχειωδώς και να τους μεταφέρει σε διάφορες μεμονωμένες αποστολές.19

    Η άθλια κατάστασή τους φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Κωλέττη, που εκείνη την περίοδο τελούσε έπαρχος στην Εύβοια.

    Μετά τις άκαρπες προσπάθειες του να ανασυστήσει το στρατόπεδο στην Εύβοια, έγραφε αγανακτισμένος, στις 13 Αυγούστου του 1823, προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού:

    «Έως τώρα δεν είδα στράτευμα μήτε ασυμφωνότατον, μήτε αναξιώτατον, μήτε αισχροκερδέστερον, μήτε αδικώτατον και αρπακτικώτατον από το στράτευμα των Ολυμπίων».20

    Επίσης, ο Μιαούλης από τη Σκιάθο έγραφε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1823 προς προκρίτους της Ύδρας, ότι είχαν σταθεί αδύνατες οι παραινέσεις των ναυάρχων προς τους Ολυμπίους να τους μεταπείσουν να εκστρατεύσουν εκεί όπου υπήρχε ανάγκη: «Αυτοί τα παλαιά φ ρ ονή ματ α δ εν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος […] φρονήματα δεν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος […] Μανθάνουν ότι ο Οδυσσεύς εκστρατεύει δια την Εύριππον και δια τούτου δεν θέλουν ποτέ εκστρατεύσει δι’ εκεί υποπτευόμενοι δια τα πάθη των».21
    Ακόμα, όμως, κι υπό αυτές τις συνθήκες οι Μακεδόνες των Σποράδων είχαν πολεμική συμμετοχή, έστω αποσπασματικά και σποραδικά.
    Αξίζει να σημειωθεί, η αποστολή 1.200 περίπου από αυτούς, με κυβερνητική εντολή, στα Ψαρά, τον Ιούνιο του 1824, η ηρωική αντίσταση που επέδειξαν και η αυτοθυσία των 600 στρατιωτών, που ανατινάχθηκαν μαζί με τους αρχηγούς τους.

    Μετά την καταστροφή του νησιού και τη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, οι Ολύμπιοι διακήρυξαν ότι ήταν πρόθυμοι να σπεύσουν όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα.

    Πράγματι, κατόπιν κυβερνητικής εντολής, τον Αύγουστο του 1824, αποβιβάστηκαν στην Ύδρα, για πρώτη φορά, προκειμένου να την εξασφαλίσουν από ενδεχόμενη απόβαση του εχθρού.

    Ένα χρόνο αργότερα, το 1825, μακεδονικά στρατεύματα στάλθηκαν για δεύτερη φορά στην Ύδρα, λόγω της φημολογούμενης επικείμενης απόβασης των Αιγυπτίων.

    Εκεί συνάντησαν άλλους 540 συμπατριώτες τους, υπό την οδηγίαν του Μήτρου Λιακόπουλου, του Αποστολάρα και του Ιωάννη Παπά. Είναι γνωστή, επίσης, η γενναία παρουσία τους στις μάχες της Πελοποννήσου, στο Κρεμμύδι και στο Σχοινόλακκα αλλά και κατά την υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1825-1826), όπου μαζί με τους ντόπιους και τους Ρουμελιώτες σχημάτισαν τη λεγόμενη «αθάνατη φρουρά».
    Σημαντική, τέλος, ήταν η συνεργασία του Τόλιου Λάζου με τον Καλλέργη και η αποστολή τους στην Κρήτη ως επικεφαλής διακοσίων στρατιωτών.

    Η πρώτη απόπειρα οργάνωσης των Μακεδόνων επιχειρήθηκε το 1826, όταν κάποιοι από τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη Νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να συσπειρωθούν με τους Θεσσαλούς και να σχηματίσουν μια φάλαγγα. Στην πορεία προσχώρησαν σ’ αυτήν τα στρατιωτικά σώματα του Σέρβου Στέφου Νίβιτσα και των Θρακιωτών.

    Περραιβός Χριστόφορος

    Στην ουσία, δημιούργησαν μια στρατιωτική ένωση προσφύγων, που ονομάσθηκε «Μακεδονο-Θετταλό-Θρακικό Σώμα», αρχηγός του οποίου ανέλαβε ο Χριστόφορος Περραιβός και υπαρχηγός ο Στέφος Νίβιτσα. Πήραν μέρος στην εκστρατεία που ανέλαβε ο Καραϊσκάκης στην Αττική, με μοναδική αμοιβή την τροφή και τα τσαρούχια τους.

    Την ίδια περίοδο, στα τέλη του 1826, και η κυβέρνηση επιχείρησε οργανωμένα πλέον να αξιοποιήσει τους Μακεδόνες στρατιώτες. Γι’ αυτό έστειλε τον Κώλεττη στις Βόρειες Σποράδες για να τους συγκεντρώσει και να τους μεταφέρει στη Στερεά Ελλάδα, ώστε να πολεμήσουν για αντιπερισπασμό στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αταλάντη, προκειμένου να απασχολήσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να πετύχει η εκστρατεία του Καραϊσκάκη.

    Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, στη φάλαγγα που σχηματίστηκε το 1826 πήρε μέρος και ο Σέρβος Στέφος Νίβιτσα με το «Σώμα των Σταυροφόρων».

    Τη μονάδα αυτή, που είχε τεθεί στη διοίκηση του γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου, αποτελούσαν 250 άνδρες, Σέρβοι, Έλληνες κι άλλοι.

    Δεν ήταν η πρώτη φορά που βοηθούσαν τους Έλληνες, στον Αγώνα της εθνικής τους ανεξαρτησίας οι Βαλκάνιοι πολεμιστές. Μετά την αποτυχία του κινήματος στη Μολδοβλαχία εκατοντάδες σλαβόφωνοι πολεμιστές, πολλοί εκ των οποίων είχαν υπηρετήσει στο μισθοφορικό στρατό του Υψηλάντη, έσπευσαν στα επαναστατικά κέντρα της Νοτίου Ελλάδας και συνεργάστηκαν με τους Έλληνες.
    Αναμείχθηκαν με όσους Σέρβους, Βούλγαρους κι άλλους Βαλκάνιους είχαν βρεθεί στην Ελλάδα ως αγωγιάτες ή υπηρέτες στα τουρκικά στρατεύματα και σταδιακά είχαν δραπετεύσει ή αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες αλλά και με όσους εθελοντές ή πρόσφυγες έφταναν διαδοχικά από διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ανατολής και των Βαλκανίων, ιδιαίτερα όμως από τη Ρωσία και τη Βεσσαραβία.24
    Υπηρέτησαν στον Αγώνα σχηματίζοντας μεγάλες ή μικρές ομάδες άλλοτε ομοιογενείς κι άλλοτε ανάμεικτες με άλλους Βαλκάνιους ή Έλληνες.25
    Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα σώματα του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά, που περιλάμβαναν το σερβο-βουλγαρικό σώμα του αναφερθέντα Χατζηχρήστου Βούλγαρη, ο οποίος αρχικά υπηρετούσε υπό τον Χουρσίτ πασά.
    Ακόμη στη χιλιαρχία του Κριεζιώτη η μια εκατονταρχία ανήκε στον Σέρβο Χρήστο Μπαϊρακτάρη, στην οποία υπηρετούσαν πολλοί Βούλγαροι και Αρβανίτες και το ίδιο στη χιλιαρχία του Ευθυμίου Στουρνάρη, που ήταν προσκολημμένη μια εκατονταρχία από Αρβανίτες, Τούρκους και «νεοφώτιστους» Χριστιανούς.26
    Βέβαια, είναι αδύνατον να καθοριστεί με σαφήνεια ο ακριβής αριθμός των Βαλκάνιων ανδρών, αλλά σίγουρα ήταν εκατοντάδες κι όχι χιλιάδες, όπως διατείνονται πολλοί με στοιχεία που στηρίζονται στην υπερβολή και όχι σε αποδείξεις.27
    Πάντως, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς τους Μακεδόνες μέσα στην ευρύτερη αυτή βαλκανική ομάδα, ειδικά με τα σύγχρονα γεωγραφικά κριτήρια ορισμού της Μακεδονίας.
    Το κύμα Μακεδόνων επήλυδων της πρώτης περιόδου (1821-1827) ολοκληρώθηκε με την προσέλευση ατόμων από τον ευρύτερο χώρο των κοινοτήτων της διασποράς. Αυτοί ήταν κυρίως διανοούμενοι, μορφωμένοι ακόμη και φοιτητές, που σπούδαζαν στα φημισμένα Πανεπιστήμια της εποχής και είχαν κάποιες γνώσεις στους τομείς της διοίκησης, του δικαίου και της διπλωματίας.

    Την περίοδο εκείνη ήταν τόσο μεγάλη και αισθητή η έλλειψη μορφωμένων ανδρών, ώστε όσοι προσήλθαν στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν αμέσως για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της νέας κρατικής μηχανής, δίπλα στους οπλαρχηγούς και στους πολιτικούς, ως γραμματείς ή σύμβουλοι. Διατήρησαν σημαντικές θέσεις στη δημόσια ζωή του τόπου έως τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.28

    Οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές που κινητοποιήθηκαν ήταν αυτοί που έσπευσαν στη Μολδοβλαχία, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, για να καταταχθούν στον Ιερό Λόχο. 13 από αυτούς έφθασαν στις 23 Απριλίου 1821 στην Πράγα. Εκεί υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αυστριακές αρχές, με αποτέλεσμα να σωθεί ο κατάλογος που φέρει τα ονόματά τους.29

    Αναστάσιος Πολυζωίδης
    Πρώτος στον κατάλογο αυτό είναι ο Μελενικιώτης, από την πλευρά της μητέρας του και Σερραίος από την πλευρά του πατέρα του, Αναστάσιος Πολυζωίδης.

    Έπειτα από μια περιπετειώδη διαδρομή -οι αυστριακές αρχές δεν του επέτρεψαν τη διέλευση έφτασε στο Μεσολόγγι και ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

    Έγινε μέλος του επιτελείο του κι από τη θέση αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα μέχρι την εκλογή του Καποδίστρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, σε μια επιστολή του, τον χαρακτηρίζει ως «λογιώτατο υπάλληλο του Μαυροκορδάτου».30 Με την ιδιότητα του προσωπικού γραμματέα του προέδρου του Εκτελεστικού, τον ακολούθησε παντού, από τη συνέλευση της Επιδαύρου ως το Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία.
    Καθ’ όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων παρακολούθησε τα γεγονότα, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις ότι πήρε μέρος σε αυτά ως πολεμιστής.
    Τον επόμενο χρόνο (1823) στάλθηκε στο Λονδίνο, μαζί με τον Ορλάνδο και το Λουριώτη, ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας για τη σύναψη του πρώτου ελληνικού δανείου του Αγώνα.

    Από εκεί επέστρεψε τον Απρίλιο του 1824 με την πρώτη δόση του δανείου, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ανακηρύχθηκε «Πολίτης της Δυτικής Ελλάδας», από ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες του. Η σημαντικότερη αποστολή του ήταν στη Μάλτα, το 1825, για να στρατολογήσει μισθοφόρους για την ενίσχυση του πολιορκημένου Μεσολογγίου, αλλά η βρετανική κυβέρνηση, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, δεν επέτρεψε τη στρατολογία. Κατά καιρούς διορίσθηκε σε διάφορες διοικητικές επιτροπές, όπως στη «Διευθυντική Επιτροπή του Αιγαίου Πελάγους», στην οποία γραμματέας ήταν ένας ακόμα Μακεδόνας λόγιος, ο Γεώργιος Χρυσίδης.

    Το Μάιο του 1827 έφυγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, που τόσο επιθυμούσε. Επέστρεψε το 1830, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και αναμείχθηκε ξανά με την πολιτική, αλλά αυτή τη φορά έχοντας μεγάλες προσδοκίες, γεγονός ίσως που τον οδήγησε στην απόρριψη τριών θέσεων που του προσέφερε διαδοχικά ο Καποδίστριας, ως άδικες και ταπεινωτικές για τις ικανότητες του.
    Τοποθετήθηκε στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης μέσω της εφημερίδας του Απόλλων, της οποίας η έκδοση διακόπηκε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Ευρύτερα γνωστός έγινε στα χρόνια του Όθωνα, ιδιαίτερα λόγω της στάσης που κράτησε μαζί με τον Τερτσέτη στη δίκη του Κολοκοτρώνη.31

    Ανάλογη συμμετοχή στον Αγώνα είχε και ο αναφερθείς Γεώργιος Χρυσίδης από τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Γνωστός λόγιος και πολιτικός της εποχής διετέλεσε γραμματέας σε διάφορες επιτροπές της Επανάστασης, ενώ συνέχισε και αργότερα τη δράση του στο χώρο της πολιτικής.32

    Άλλη σπουδαία προσωπικότητα εκ Μακεδονίας ήταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπουργός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών επί Όθωνα, ο Θεσσαλονικιός Ανδρόνικος Πάϊκος, που εκτός από την αγορά πολεμοφοδίων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με δικά του έξοδα, πρόσφερε επίσης και πολεμική υπηρεσία δίπλα στον Υψηλάντη.33

    Επίσης, αξίζει να αναφερθεί κι ο επιφανής κληρικός από την Εράτυρα Κοζάνης, Θεοφάνης Σιατιστεύς.

    Πτυχιούχος της περιώνυμης Ακαδημίας των Κυδωνιών, έφτασε στο Άγιο Όρος από τις αρχές του 1821, όπου συνάντησε το παλιό οικογενειακό του φίλο του Εμμανουήλ Παππά.

    Εμμανουήλ Παπάς

    Πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Χαλκιδική και ως απλός πολεμιστής αλλάκαι ως γραμματέας του Παππά.

    Στη συνέχεια, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και συνεργάστηκε με τους Μακεδόνες που βρίσκονταν εκεί, στις πολεμικές επιχειρήσεις. Για ένα χρονικό διάστημα, έζησε στις Σπέτσες και διετέλεσε γραμματέας του πλοιάρχου Γεωργίου Ανδρούτσου.34

    Τέλος, σημαντική ήταν και η συμβολή των γιων του ίδιου του Εμμανουήλ Παπά.

    Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης, σκοτώθηκε το 1825 στο Μανιάκι, όπου μαχόταν υπό τον Παπαφλέσσα.
    Ο μεγαλύτερος, ο Αθανάσιος, αιχμαλωτίστηκε στην Αταλάντη το 1827, όπου πολεμούσε στο πλευρό του Αγγελή Γάτσου, και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
    Την ίδια χρονιά βρήκε το θάνατο και ο Νικόλαος στο Καματερό, όπου αγωνίζονταν με τον Καραϊσκάκη.

    Ο δευτερότοκος Αναστάσης πήρε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου μαζί με άλλους Μακεδόνες και ήταν ο μοναδικός από την οικογένεια που σώθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια που ζούσαν στις Σέρρες.35

    Νέες μαζικές προσελεύσεις ετεροχθόνων πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη φάση του Αγώνα, που σηματοδοτείται από τον ερχομό του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις αρχές Ιανουαρίου του 1828.

    Είχαν συμπληρωθεί σχεδόν επτά χρόνια από την έναρξη της επανάστασης, ο πόλεμος συνεχιζόταν, ενώ η αναρχία κυριαρχούσε. Οι ελπίδες για τη συγκρότηση κράτους ήταν διάχυτες παντού και προμήνυαν την έναρξη μιας νέας εποχής.
    Ίσως αυτές οι προσδοκίες ήταν που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των «καλαμαράδων», όπως αποκαλούσαν τους λόγιους, και άρχισαν να συρρέουν ο ένας μετά τον άλλον στην Αίγινα, από όλη την Ευρώπη και τα Επτάνησα.
    Στην πλειοψηφία τους ήταν φίλοι και γνωστοί του κυβερνήτη και των αδελφών του, που αποζητούσαν μια θέση στο δημόσιο. Μάλιστα ειρωνικά τους αποκαλούσαν οι «εκ των Εικοσιοχτώ» από το έτος προσέλευσης τους στην Ελλάδα.
    Ο Γιάννης Βλαχογιάννης περιγράφει την εικόνα πολύ παραστατικά σε σημείωση των απομνημονευμάτων του Κασομούλη:

    Με την άφιξιν του Βιέρου και Γιαννετά, αρχίσαντες να συρρέουν και να φαίνονται πλήθος λογίων Ελλήνων και φιλελλήνων φραγκοφορεμένων με συστατικά από διαφόρους φίλους των Καποδιστριακών εν Μασσαλία, Παρισίοις, Βιέννα, Τριέστι, Λιβόρνο και με εν βρακί και πανταλόνι επαγγελλόμενοι άλλος τον ιατρόν, άλλος τον νομικόν και άλλοις άλλας διαφόρους επιστήμας, επαρουσιάζοντο καθημερινώς δια να λάβουν δημοσίας θέσεις […] εγέμισαν τα δημόσια γραφεία από παντός είδος υπαλληλίσκους, οίτινες ούτε εγνώριζον κανέναν, ούτε τους εγνώριζε κανείς […] εγιόμωσαν λοιπόν εν ακαρεί τα υπουργεία, τα διοικητήρια, αι αστυνομικαί αρχαί από νεανίσκους νεήλυδας κηφήνας».36

    Τότε ήρθαν και τρεις Μακεδόνες λόγιοι.

    Ο Μακεδόνας
    Γεώργιος Λαζάνης
    Ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης, γνωστός από τη θητεία του στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε μόλις αποφυλακισθεί από τους Αυστριακούς, υπηρέτησε στο πλευρό του Δημητρίου Υψηλάντη.

    Όταν έφτασε στην Αίγινα ο Καποδίστριας, ο οποίος τον γνώριζε από τη Ρωσία, τον διόρισε αμέσως Στρατοπεδάρχη της Ανατολικής Ελλάδας.

    Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στις μάχες που ακολούθησαν έως την τελική εκκαθάριση της χώρας από τα υπολείμματα του τουρκικού στρατού.

    Με τη διαθήκη του ίδρυσε τον «Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό», το 1889, με τον οποίο βραβεύτηκαν διάφορα θεατρικά έργα πατριωτικού περιεχομένου.37

    Ο Γεώργιος Αθανασίου, γεννημένος στο Βουκουρέστι, έφτασε στην Ελλάδα το 1827, σε ηλικία 25 ετών, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει στο Βουκουρέστι, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
    Το 1828 έγινε μέλος της επιτροπής του «Αντιθαλασσίου Δικαστηρίου» και το 1830 πρόεδρος του δικαστηρίου Βορείων Σποράδων. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, με νομικές σπουδές, ανέλαβε διάφορες υπεύθυνες θέσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, διετέλεσε, μάλιστα, και αρεοπαγίτης.38

    Τέλος, ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, οικονομολόγος με καταγωγή από την Έδεσσα, γεννημένος στη Βιέννη από γερμανίδα μητέρα, έφτασε στην Αίγινα το 1828. Διετέλεσε έφορος επί των στρατιωτικών και ναυτικών γραμματείας της επικρατείας και μέλος της πολιτειογραφικής επιτροπής.39
    Και οι τρεις θα μας απασχολήσουν αργότερα, κατά την εξέταση της οθωνικής περιόδου.

    Βασική μέριμνα του Καποδίστρια υπήρξε εξαρχής η επιβολή δραστικών μέτρων για την οργάνωση τακτικού στρατού.
    Για να καμφθούν όλες οι εστίες αντίστασης των Οθωμανών, έπρεπε να συσπειρωθούν όλες οι μικρές ομάδες ενόπλων που στρατοπέδευαν ανά την Ελλάδα. Απώτερος στόχος του Κυβερνήτη ήταν η σταδιακή ένταξή τους σε ημιτακτικούς σχηματισμούς ελεγχόμενους από το κράτος, η μείωση του αριθμού των αξιωματικών και η αξιοποίησή τους στις επόμενες μάχες. Η υλοποίηση αυτού του στόχου, επιτεύχθηκε σε δύο στάδια, πρώτον με τη συγκέντρωση όλων των άτακτων αγωνιστών στην περιοχή της Επιδαύρου και δεύτερον με τη συγκρότησή τους σε Χιλιαρχίες.40

    Σύμφωνα με την αυτήν τη γραμμή, στάλθηκε ο ελληνικός στόλος υπό τον ναύαρχο Μιαούλη στις Βόρειες Σποράδες, για να μεταφέρει στην Ελευσίνα τα μακεδονοθεσσαλικά στρατεύματα, που μετά την εκστρατεία της Αταλάντης είχαν επιστρέψει ξανά στο εκεί καταφύγιο τους. Με αυτή την κίνηση, ο Καποδίστριας αξιοποίησε τους Μακεδόνες πολεμιστές, άνδρες νέους, με απαράμιλλη ανδρεία και μαχητική ικανότητα αλλά και περιόρισε την ανεξέλεγκτη πειρατεία που ταλάνιζε την ευρύτερη περιοχή.

    Βέβαια, η σύσταση της χιλιαρχίας τους αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
    Δημιούργησε αντιπαλότητες, αψιμαχίες και εσωτερικό ανταγωνισμό στους Μακεδόνες, διότι επρόκειτο για άνδρες που πολεμούσαν περιοδικά ως άτακτοι, με προϋπηρεσία στον αρματολισμό, απείθαρχους και αλαζονικούς, αλλά προπάντων ισάξιους.

    Αρνούνταν πεισματικά να παραδεχθούν ότι ανάμεσα τους υπήρχαν πολεμιστές, που είχαν διακριθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διεκδικήσουν ανώτατα αξιώματα στην ιεραρχία της χιλιαρχίας.
    Εξαιρούνταν, φυσικά, ο γερό-Καρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος, που έχαιραν το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμπατριωτών τους, αλλά απορρίφθηκαν λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.41
    Τελικά επικεφαλής ορίστηκε ο Τόλιος Λάζου, «όχι για τα μεγάλα στρατιωτικά προτερήματα του, αλλά ως γόνος της λαμπράς οικογενείας των Λαζαίων, άνθρωπος πράος, υπομονετικός, γλυκύς, ήξερε λίγα γράμματα και ήταν γνωστός του Υψηλάντη».42

    Τσάμης Καρατάσος
    Το σώμα που σχηματίστηκε ονομάσθηκε «Μακεδονική Αρχηγία» κι όχι χιλιαρχία, προκειμένου να παύσουν οι αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες των υπολοίπων οπλαρχηγών, που θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί, και, με την παρότρυνση και την υποστήριξη των δύο επιφανών ηλικιωμένων αρχηγών, απαιτούσαν να ενταχθούν στο νέο στρατιωτικό σχηματισμό. Έτσι λοιπόν, προς ικανοποίηση του αιτήματός τους, συστήθηκε μια δεύτερη «Αρχηγία», ανεξάρτητη από την προηγούμενη, αποτελούμενη από τρεις εκατονταρχίες και διοικητή τον Τσάμη Καρατάσο, γιο του γέρου.43

    Όσοι απέμειναν εντάχθηκαν σταδιακά στις υπόλοιπες χιλιαρχίες ή επέστρεψαν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο ή ακόμα και στους τόπους καταγωγής τους.
    Η επιστροφή των Θεσσαλομακεδόνων στους τόπους καταγωγής τους, δεν ήταν τυχαία επιλογή.

    Από το Νοέμβριο του 1827 οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να προκαλέσουν εξέγερση στον Όλυμπο και στα Πιέρια.

    Το 1828 οι πληρεξούσιοι των Ολυμπίων κατέβηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν σε επαφή με τον Κυβερνήτη, εξέθεσαν τα αιτήματα τους και ζήτησαν τη συνδρομή του.
    Επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την υλική και ηθική αρωγή του Καποδίστρια και των μεγάλων δυνάμεων, με σκοπό να απελευθερώσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να τις ενσωματώσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενόψει των διαπραγματεύσεων, που θα καθόριζαν τα σύνορα του κράτους, και της τελικής συνθήκης, που θα σφράγιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις.44

    Μετά την οργάνωση των Χιλιαρχιών οι διακεκριμένοι αρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, Τόλιος Λάζος, Γεώργιος Συρόπουλος, Χοντρογιάννης, Λιάκος Γεωργίου και Θαλασσινός εξόπλισαν στρατιωτικά σώματα και ανέβηκαν στον Όλυμπο, με την ελπίδα να αναζωπυρώσουν τον πόλεμο 45 Στη Μακεδονία βρισκόταν ήδη και ο Τσάμης Καρατάσος, που με την άδεια των Οθωμανών είχε αναλάβει αρματολός στην περιοχή της Βέροιας.46

    Ωστόσο, οι εξελίξεις στη νότια Ελλάδα δεν ευνοούσαν πλέον νέες επαναστατικές ενέργειες.
    Ο Καποδίστριας με επιστολή του προς τους «εν Ολύμπω οπλαρχηγούς», το Μάιο του 1829, τους συμβούλευσε να παραμείνουν ήσυχοι, ενώ, από την άλλη, τους επισήμανε πως, όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τους απελευθερώσει.47

    Στα τέλη του 1830, η κατάσταση στη Μακεδονία χειροτέρεψε, όταν οι Οθωμανοί στράφηκαν εναντίον των αρματολών στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
    Την επικινδυνότητα της κατάστασης περιγράφει ο πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, ο Άγγελος Μουστοξύδης, στις 11 Δεκεμβρίου 1830 με έκθεση του προς τον Καποδίστρια, όπου τον ενημερώνει ότι οι Οθωμανοί συγκεντρώνουν στρατεύματα εναντίον του Καρατάσου και του Διαμαντή στη Βέροια και του καπετάν Αναστάση στη Χαλκιδική.

    Ακολούθησαν δολοφονίες γνωστών αρματολών, εκτελέσεις χωρικών, λεηλασίες χωριών και τελικά οι καπετάνιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να σωθούν, με τη μεσολάβηση του Μουστοξύδη 48
    Για ακόμα μια φορά, οι περισσότεροι αναζήτησαν άσυλο στο γνωστό καταφύγιο τους, τα νησιά των Σποράδων, όπου βρίσκονταν και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.
    Εκεί επέστρεψαν τα αδέλφια Διαμαντής, Κώστας και Χαρίσης Νικολάου με τις οικογένειες τους και 32 συντρόφους τους, ο Μιχάλης Πιτσάβας, αρματολός του Πλαταμώνα, ο Δήμος Τζαχίλας, αρματολός της Ραψάνης, ο Καρακώστας και ο Γιωργάκης Κοτούλας.

    Μαζί με τους συντρόφους και τις οικογένειες τους ξεπερνούσαν συνολικά τα 150 άτομα.49
    Τα νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν ανέκαθεν προσφιλή τόπο μετανάστευσης των Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών, όποτε καταδιώκονταν.

    Εκεί κατέφυγαν οι Χαλκιδικιώτες, αλλά και οι Ναουσσαίοι και οι Ολύμπιοι, όταν καταπνίχθηκαν τα κινήματα τους.

    Σύμφωνα με τον Pouqueville, μόνον από τη χερσόνησο του Άθω, είχαν αναχωρήσει περίπου 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα και γέροντες, που είχαν βρει εκεί άσυλο. Μαζί τους είχαν πάρει ιερά σκεύη, λείψανα και άλλα κειμήλια μοναστηριών και εκκλησιών.50

    Για μερικούς, όμως, από τους Μακεδόνες πρόσφυγες οι Βόρειες Σποράδες δεν ήταν το τέρμα του ταξιδιού τους. Από εκεί σκορπίστηκαν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

    Ο φιλέλληνας Maxim Raybaud, όταν περνούσε από τη Κέα, συνάντησε εκεί πολλούς πρόσφυγες από την Κασσάνδρα και πληροφορήθηκε την καταστολή της επανάστασής τους:

    «Είχον φθάσει εκεί μόλις προ ολίγου μετά πολλά περιπετειώδη από νήσον εις νήσον. Διετήρουν ακόμη εις την έκφρασιν των σημεία της φρικτής αγωνίας και τον τρόμο, τον οποίον εδοκίμασαν, και επίστευον ότι ήσαν οι μόνοι, οι οποίοι εσώθησαν εκ της καταστροφής».

    Πολλοί Αγιορείτες μοναχοί βρέθηκαν στα νησιά Ύδρα και Πόρο, μεταφέροντας μαζί τους πολλά αργυρά και χρυσά σκεύη.51

    Τις Βόρειες Σποράδες επέλεξαν ως προορισμό τους και οι πρόσφυγες της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης εκεί να αλλάξουν ριζικά. Στην προσπάθειά τους να στεγάσουν και να προφυλάξουν τις οικογένειές τους, όλοι οι εκπατρισμένοι επιβάλλονταν με βίαιο τρόπο.

    Η ένδεια, η έλλειψη τροφής και η απόγνωση τους οδηγούσε στη λεηλασία, την πειρατεία και την αρπαγή των περιουσίων των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, αντιδρούσαν οργισμένα• συχνά μάλιστα προτιμούσαν τους οθωμανούς κυριάρχους, καθώς τους εξασφάλιζαν ηρεμία και ησυχία.52
    Όλα αυτά δημιουργούσαν μεγάλη κοινωνική αναταραχή και αναρχία, που πολλές φορές είχε τόσο δυσάρεστα επακόλουθα, ώστε οι πρόσφυγες να μετακινούνται σε νέο τόπο διαμονής ή να επιστρέφουν στις πατρίδες τους.

    Άλλωστε οι Οθωμανοί, για τους δικούς τους λόγους, σε αρκετές περιπτώσεις, έδειχναν επιεική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και δέχθηκαν να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους ο Δήμος Τζαχίλας, ο Μιχάλης Πιτσάβας και οι σύντροφοι του Διαμαντή.53

    Η εικόνα της απελευθερωμένης Ελλάδας εκείνη την περίοδο είναι εξίσου απελπιστική. Η επανάσταση είχε πλέον τελειώσει, οι περισσότερες πόλεις και τα χωριά ήταν κατεστραμμένα, υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών, η φτώχεια, οι επιδημίες και ο υποσιτισμός θέριζαν τον πληθυσμό.

    Οι αγωνιστές, ανεπάγγελτοι πλέον και χωρίς πόρους, ανέμεναν από την κυβέρνηση να τους παραχωρήσει ένα κομμάτι γης, να τους συνταξιοδοτήσει ή να τους απασχολήσει κάπου.

    Ήταν άνδρες που είχαν γαλουχηθεί στη στρατιωτική ζωή και στον ελεύθερο βίο των βουνών, πλήρως ακατάλληλοι για τη γεωργία.
    Μερικοί από αυτούς κατατάχθηκαν στους νέους στρατιωτικούς σχηματισμούς που προσπάθησε να οργανώσει ο Καποδίστριας, προκειμένου να ελέγξει ένα μέρος των ενόπλων άτακτων.

    Τα «Ελαφρά Τάγματα» τα επάνδρωσαν κυρίως οι Σουλιώτες, το «Ταξιαρχικό Σώμα» απορρόφησε 392 αξιωματικούς και 96 στρατιώτες και το «Τυπικό Τάγμα» επανδρώθηκε από 150 άνδρες. Μάλιστα, το τελευταίο σώμα συστήθηκε με τις προδιαγραφές πρότυπης μονάδας που θα εκπαίδευε αξιωματικούς από τους άτακτους, έτσι ώστε να οργανώσουν και τους υπολοίπους συντρόφους τους.

    Η προσπάθεια, λοιπόν, του Καποδίστρια να συστήσει ένα στρατιωτικό σύστημα πλήρως ελεγχόμενο από το κράτος και τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση λίγων πολεμιστών και τον παραγκωνισμό πολλών «επικίνδυνων» οπλαρχηγών, που πιθανόν να του στέκονταν εμπόδιο στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας, με την οποία ήθελε να κυβερνήσει. Ήταν ένας τρόπος να αποδυναμώσει το πελατειακό κύκλωμα των ενόπλων που στήριζαν τη δύναμη τους στους αρχηγούς και στους πολιτικούς που είχαν αναδειχθεί στον Αγώνα.54

    Στα παραπάνω στρατιωτικά σώματα αναζήτησαν διέξοδο από τα προβλήματα τους μερικοί μόνον Μακεδόνες.

    Νικόλαος Κασομούλης
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος το 1822, μετά την επανάσταση της Μακεδονίας, έφυγε στον Ασπροπόταμο.
    Υπηρέτησε στο πλευρό του γνωστού αρματολού Νικολάου Στορνάρη ως απλός γραμματικός και πολλές φορές ως «μπουλουξής» Μακεδόνων και άλλων ανδρών.
    Με αυτές τις αρμοδιότητες έλαβε μέρος σε αρκετές εκστρατείες και σε εμπιστευτικές αποστολές. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια εκατόνταρχος της Β’ χιλιαρχίας, εντάχθηκε στα «Ελαφρά Τάγματα» ως Λοχαγός και διατηρήθηκε στο στρατό από την κυβέρνηση του Όθωνα.55

    Επίσης, ο Νικόλαος Χατηριάδης από τη Μοσχόπολη, που είχε υπηρετήσει στα άτακτα στρατεύματα από το Νοέμβριο του 1825 υπό τον Κίτσο Τζαβέλα, το Μάρτιο του 1828 διορίστηκε εκατόνταρχος στην Α’ χιλιαρχία και το 1830 κατατάχθηκε στο «Τυπικό Σώμα» ως Λοχαγός.56

    Από τη Θεσσαλονίκη κατάγονταν
    ο Γρηγόρης Γούσιος, με θητεία 11 μηνών το 1826 στο ατμοκίνητο «Καρτερία»,57
    ο Δημήτριος Δαρδαγάνης,58 και
    ο Θεόδωρος Αγγελάκης.59

    Μακεδόνες, επίσης, ήταν ο μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής που ιδρύθηκε το 1828 στο Ναύπλιο, Νικόλαος Αγγελίδης.

    Κατατάχθηκε τον Οκτώβρη του 1832 στο 2ο τάγμα του πεζικού ως Λοχίας,60 ενώ ο Ιωάννης Αντώνοβιτς, που είχε φοιτήσει στη Βαυαρική Στρατιωτική Σχολή, κατατάχθηκε στο Ελληνικό Πυροβολικό ως Ανθυπολοχαγός.61
    ……………………………………………
    ……………………………………………

  5. M on

    ………………….
    …………………..
    Όλοι τους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στον Αγώνα, γι’ αυτό κι η επιλογή τους να ενταχθούν στον τακτικό στρατό ήταν ίσως η μοναδική λύση για να ορθοποδήσουν οικονομικά. Προφανώς αυτός να ήταν κι ο λόγος που δεν αποστρατεύθηκαν κατά την οθωνική περίοδο, αλλά εξακολούθησαν να εργάζονται σε αυτόν τον επαγγελματικό χώρο.

    Στο μεταξύ, το 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε και η κεντρική εξουσία κατέρρευσε.

    Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1832 ξεσπούσαν εμφύλιες συγκρούσεις που διατάραζαν τις σχέσεις μεταξύ των άτακτων. Τα εσωτερικά, πολιτικά και οικονομικά εμπόδια έμοιαζαν ανυπέρβλητα και οι προϋποθέσεις για να ξεπεραστούν ανεπαρκείς έως ανύπαρκτες.

    Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του χάους και της αποσύνθεσης, εκλέχθηκε ο νεαρός Όθωνας, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833. Το έργο της αντιβασιλείας του ήταν εξαιρετικά δύσκολο σε όλους τους τομείς. Βασικό μέλημά της ήταν εξαρχής η εξασφάλιση της τάξης, για την οποία θα μεριμνούσε ένας βαυαρικός στρατός 5.000 οπλιτών, εκπαιδευμένων και οπλισμένων κατά τα δυτικά πρότυπα. Θεωρητικά, προβλεπόταν να ενσωματωθούν σε αυτόν και 2.000 πολεμιστές του ελληνικού στρατού, άτακτοι και εθελοντές, πρόβλεψη που δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί.
    Ο χαμηλός μισθός, η στολή, ο οπλισμός, η επιβεβλημένη πειθαρχία και η ιεραρχία ήταν αντικειμενικοί παράγοντες που απέτρεπαν όσους θα επιθυμούσαν καταρχήν να καταταχθούν.62

    Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός, ότι από τους εκατοντάδες Μακεδόνες πολεμιστές, όπως φαίνεται από τα επίσημα Προσωπικά Μητρώα Αξιωματικών του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχθηκαν μόνο τρεις:
    ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, στο ιππικό,
    ο Κοζανίτης Γεώργιος Νανίδης στο πυροβολικό και
    ο Ολύμπιος Ιωάννης από το Λιτόχωρο, ο γιατρός της «Μακεδονικής Αρχηγίας», ως γιατρός στην εφεδρεία του ιππικού.63 Αργότερα διετέλεσε και καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο.

    Τα νέα στρατιωτικά μέτρα της Αντιβασιλείας, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν την αντίδραση των ανδρών, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η καθολική αποστράτευση τους. Χιλιάδες αγωνιστές βρέθηκαν χωρίς απασχόληση και προτίμησαν να επιστρέψουν στον πρότερο παράνομο βίο τους, τη ληστεία, που από το 1833 κι εξής πήρε απειλητικές διαστάσεις.
    Μάλιστα πολλοί Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες, μη έχοντας κανέναν άλλο δεσμό με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ούτε καν τόπο εγκατάστασης, επανήλθαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.

    Στην πορεία έγιναν κι άλλες προσπάθειες να ληφθούν μέτρα για την απασχόληση των παλαίμαχων αγωνιστών.
    Το καλοκαίρι του 1833 συστήθηκε η Χωροφυλακή και δημιουργήθηκαν 1.200 θέσεις εργασίας με μισθό υψηλότερο του στρατού.
    Εξαιτίας της επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας των ανδρών, καταλήφθηκαν μόνον οκτακόσιες περίπου θέσεις και μάλιστα από τους πιο επιφανείς αγωνιστές.65

    Ανάμεσα σε αυτούς και τρεις τουλάχιστον Μακεδόνες:
    ο Δημήτριος Τζίνος,
    ο Παντελής Δημητρίου και
    ο Παναγιώτης Χονδροδημόπουλος.66

    Το Σεπτέμβριο του 1835 ιδρύθηκε η «Βασιλική Φάλαγγα».
    Ουσιαστικά ήταν ένα τιμητικό σώμα συνταξιοδότησης, για να απορροφηθούν κάποιοι από τους δυσαρεστημένους οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων με την προοπτική της παροχής μικρής οικονομικής βοήθειας, έναντι των υπηρεσιών τους στον Αγώνα και λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.67
    Με στρατιωτική διαταγή στις 25 Απριλίου 1836 ανακοινώθηκε ο διορισμός οκτακοσίων ανδρών στη Φάλαγγα, κατανεμημένων σε 13 τετραρχίες, με ανώτερους τους βαθμούς του λοχαγού, του υπολοχαγού και του ανθυπολοχαγού.

    Σε αυτές ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί υπηρετούσαν
    και οι εξής Μακεδόνες οπλαρχηγοί:

    στη 1η τετραρχία Λαμίας ο Διαμαντής Ολύμπιος με το βαθμό του ανθυπολοχαγού,
    στην 5η τετραρχία Μεσολογγίου ο Λιόλιος Ξηρολιβαδίτης ως υπολοχαγός,
    στην 7η τετραρχία Θηβών ως ανθυπολοχαγοί ο Τόλιος Νικολάου και ο Τσάμης Καρατάσος και
    στην 13η τετραρχία Χαλκίδας ο Κωνσταντίνος Δουμπιώτης με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.

    Σε αντίθεση με τους καπετάνιους, για τους Μακεδόνες ετερόχθονες λόγιους, που έφτασαν στην Ελλάδα τα χρόνια αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκότερες, αφού τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση τόσο από την Αντιβασιλεία, όσο και από τον ίδιο τον Όθωνα αργότερα. Ειδικά επί βασιλείας οι αφίξεις πύκνωσαν.

    Τότε εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες
    Θεόδωρος Μανούσης,
    ο Κωνσταντίνος Δόσιος,
    ο Παναγιώτης Παπαναούμ και
    ο εκδότης Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς.

    Ο Θεόδωρος Μανούσης καταγόταν από τη Σιάτιστα αλλά από μικρός μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπου σπούδασε πολλά αντικείμενα μεταξύ των οποίων, γερμανική και ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Ιατρική.
    Είχε έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα και το 1831 πήρε μέρος ενεργά στον αγώνα κατά του Καποδιστρία.
    Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση τον οδήγησε πίσω στη Βιέννη απ’ όπου επανήλθε οριστικά το 183 4.69
    Το ίδιο έτος ήρθε και ο Κωνσταντίνος Δόσιος, με καταγωγή από τη Βλάστη, που είχε σπουδάσει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες70 καθώς και ο Καστοριανός Παναγιώτης Παπαναούμ.
    Ο δεύτερος, ανθυπολοχαγός του μηχανικού, βαθμός που είχε αποκτήσει κατά τη θητεία του στον πρωσικό στρατό, είχε μεγαλώσει από μικρός στη Λειψία.
    Εκεί σπούδασε και γνώρισε αρκετούς Έλληνες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες, όπως τον Δαμιανό Γεωργίου, μετέπειτα καθηγητή του Οθωνικού Πανεπιστημίου και τον ήδη αναφερθέντα Ιωάννη Ολύμπιο.71

    Την ίδια εποχή συγκροτήθηκε μια ακόμη ομάδα επήλυδων Μακεδόνων, αυτή των φοιτητών, που έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο.
    Το οθωνικό πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και πολύ γρήγορα απέκτησε ευρεία απήχηση.

    Η προσέλευση των νέων από τις επαρχίες της Μακεδονίας από την πρώτη στιγμή ήταν μεγάλη.

    Το ενδιαφέρον τους, ωστόσο, άρχισε να αυξάνεται ακόμη περισσότερο από το 1850 και έπειτα. Σε αυτό συνέβαλαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον έξω ελληνισμό, αλλά και στα διάφορα κληροδοτήματα που θεσμοθετήθηκαν κατά καιρούς.

    Οι Μακεδόνες φοιτητές που γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο από το 1837 έως το 1866, ανέρχονταν σε 172, ενώ ως το 1890 τετραπλασιάστηκαν και έφτασαν τους 710.

    Από τους 172 η πλειοψηφία δήλωσε ως τόπο καταγωγής απλώς τη Μακεδονία, ενώ μεγάλο ποσοστό προερχόταν από τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.

    Με μικρότερη συμμετοχή ακολουθούσαν οι πόλεις Αχρίδα, Κοζάνη, Μοναστήρι, Σιάτιστα και Καστοριά.
    Οι αναλογίες των φοιτητών θα αλλάξουν στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα από το 1870 και εξής, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια.72

    Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός, ότι την ίδια περίοδο, πολλοί βουλγαρόφωνοι μαθητές που φοιτούσαν στη σχολή του Καΐρη στην Άνδρο, όταν έκλεισε η σχολή, ήρθαν στην Αθήνα και συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, ενώ δεν ήταν λίγα τα παιδιά των βουλγαρόφωνων πολεμιστών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία.

    Πολλοί από αυτούς αργότερα αποτέλεσαν μέλη διαφόρων συλλόγων και εταιρειών, που, σε συνεργασία με τους Έλληνες, είχαν σκοπό την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών των Βαλκανίων.

    Κάποιες από τις εταιρείες που σύμπηξαν ήταν η «Σλοβενοβουλγαρική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», η «Μακεδονική Εταιρεία» και η ένωση των «Θρακο-Σλαβιάνων»,73 που συστήθηκε το 1843 με σκοπό να εκλέξουν πληρεξούσιο για την Εθνοσυνέλευση ή να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη κοινότητα.

    Η μόρφωση και οι πλούσιες εμπειρίες των λογίων Μακεδόνων από τη διαμονή τους στο εξωτερικό (όπως και των πτυχιούχων Μακεδόνων τα επόμενα χρόνια), τους βοήθησαν να διοριστούν σε σημαντικές θέσεις και να ενσωματωθούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία.

    Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η παρουσία και η σταδιοδρομία των λόγιων στη δημόσια ζωή του τόπου, θα καθορίσει το μέλλον και την τύχη των υπολοίπων Μακεδόνων, διότι όλοι τους εξελίχθηκαν σε γνωστές και ισχυρές προσωπικότητες της εποχής, άτομα ικανά και δραστήρια στο στενό περιβάλλον του Όθωνα. Ο καθένας από τη θέση του και με τον τρόπο του είχε τη δυνατότητα να ασκεί πιέσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες για να γνωστοποιεί τα αιτήματα των συμπατριωτών του και να διεκδικεί τα δικαιώματα τους.

    Ουσιαστικά αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο κυβέρνησης-Μακεδόνων.

    Άλλωστε χάρη στη δική τους πρωτοβουλία και στις συντονισμένες ενέργειες ιδρύθηκε ο συνοικισμός των Μακεδόνων προσφύγων.

    Ήδη από το 1832,
    ο Αναστάσιος Πολυζωίδης,
    ο Γεώργιος Χρυσίδης,
    ο Θεοφάνης Σιατιστεύς,
    ο Γεώργιος Αθανασίου, και
    ο Παναγιώτης Ναούμ,

    Παναγιώτης Ναούμ
    βλέποντας ότι οι προσπάθειες τους δεν καρποφορούσαν, συγκρότησαν επιτροπή για να χειριστεί την εγκατάσταση των Μακεδόνων αγωνιστών σε μια περιοχή του ανεξάρτητου κράτους, κατά προτίμηση της Στερεάς Ελλάδας, για την απελευθέρωση της οποίας είχαν θυσιαστεί.74

    Η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», όπως ονομάστηκε, επιδίωξε από την πρώτη στιγμή να εξασφαλίσει με τους σωστούς χειρισμούς και τις κατάλληλες συνεργασίες, όσον το δυνατόν μεγαλύτερα προνόμια, ενώ με προσεκτική έρευνα προσπάθησε να βρει την ιδανικότερη τοποθεσία για τη σύσταση του συνοικισμού.

    Από πολύ νωρίς έστρεψε την προσοχή της στην περιοχή της Αταλάντης, όπως φαίνεται μέσα από το έγγραφο του Μιχαήλ Θεοχάρη, Μακεδόνα αγωνιστή:

    «… το 1833 επήγα μετά του αδελφού μου εις την Αταλάντη δια να παρατηρήσωμεν τον τόπον, όπου επρόκειτο να γίνει συνοικισμός των Μακεδόνων, όπου έμαθα ότι είναι διαταγή να δόσουν οι αγωνισταί τα αποδεικτικά των και αναφορά των δικαιωμάτων του αγώνος εις μίαν αρχήν».75

    Πιθανότατα κριτήριο της επιλογής της, να αποτέλεσε το γεγονός πως στην περιοχή της Αταλάντης αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Φθιώτιδας (Λαμία, Λοκρίδα, Στυλίδα) και της Φωκίδας (Δωρίδα, Λιδορίκι) ζούσαν ήδη αρκετές διασκορπισμένες οικογένειες Μακεδόνων.

    Μακεδόνες, όμως, είχαν εγκατασταθεί και στη Βόρεια Εύβοια, τη Βοιωτία (Λιβαδειά, Θήβα), στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Μαντινεία), στον Εύριπο (Ξηροχώρι) και φυσικά στα μεγάλα κέντρα, Κόρινθο, Ναύπλιο, Πειραιά και Αθήνα.76

    Πρόθεση της επιτροπής ήταν να προσφέρει στους συμπατριώτες της τα κίνητρα εκείνα που θα τους επέτρεπαν να συγκεντρωθούν από όλους τους διάσπαρτους οικισμούς και να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα δικό τους χώρο.
    Τελικά, μετά από μια τριετία, οι προσπάθειες της Επιτροπής υλοποιήθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα που εξέδωσε η Αντιβασιλεία στις 20 Μαρτίου 1835 και αναγνώριζε επίσημα τη δημιουργία συνοικισμού των Μακεδόνων.
    Σε αυτούς περιλαμβάνονταν όσοι είχαν γραφτεί στους καταλόγους της Επιτροπής αλλά και όσοι ακόμα επιθυμούσαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών.

    Η πολιτεία θα παραχωρούσε σε κάθε οικογένεια οικόπεδο ενός στρέμματος, τριάντα έως πενήντα στρέμματα γεωργικό κλήρο εθνικής γης, δωρεάν ξυλεία και θα διευκόλυνε την εισαγωγή οικοδομικών υλικών.

    Επίσης, θα φρόντιζε να σταλεί ένας γεωμέτρης, για να σχεδιάσει το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης και να επιμεληθεί τη γεωδαισία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.77

    Οι όροι κοινοποιήθηκαν προς τους Μακεδόνες όλης της επικράτειας από την ίδια την Επιτροπή στην εφημερίδα Αθηνά στις 29 Ιουνίου 1835. Το άρθρο έχει πολύ μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους:

    (α) Αποδεικνύεται πως η σύσταση της Επιτροπής οφείλεται στην παρότρυνση των ίδιων των προσφύγων.

    (β) Προκύπτει ότι, από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή αναγνωρίστηκε ως επίσημο όργανο εκπροσώπησης των Μακεδόνων από τον ίδιο τον Όθωνα.

    (γ) Είναι το πρώτο δημόσιο έγγραφο που υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής και έτσι γίνονται ευρέως γνωστά τα ονόματά τους.

    (δ) Ορίσθηκαν με αυτό τα μέλη μιας δεύτερης Επιτροπής, που θα έδρευε στην Αταλάντη και
    θα διεκπεραίωνε όλες τις διαδικασίες για την αποκατάσταση των προσφύγων, εφόσον η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή» είχε την έδρα της στην Αθήνα και αδυνατούσε να μεταβεί επί τόπου και να επιληφθεί όσων ζητημάτων θα προέκυπταν.

    Η επιτόπια επιτροπή θα αποτελούνταν από τον Έπαρχο της Αταλάντης, από δύο νέους δημότες του τόπου και από άλλους δύο Μακεδόνες, ο ένας εξ αυτών ο ειρηνοδίκης Δημήτριος Κοκαλιώτης και ο άλλος ο γιατρός Αστερίου, που ήδη ασκούσε εκεί το επάγγελμα του.78

    Μια από τις αρμοδιότητες της νέας Επιτροπής ήταν η συνεργασία της με τον αναφερθέντα Καστοριανό γεωμέτρη Παναγιώτη Παπαναούμ, που έφτασε στην Αταλάντη τον Ιούνιο του 1835. Μελέτησε το χώρο της εγκαταλελειμμένης τότε οθωμανικής συνοικίας, τον Τουρκομαχαλά, που παραχωρήθηκε με διαταγή της γραμματείας Εσωτερικών στους Μακεδόνες κι έφτιαξε το πολεοδομικό σχέδιο του συνοικισμού, ο οποίος λίγο αργότερα ονομάστηκε με Βασιλικό Διάταγμα «Πέλλη ή Πέλλα Φθιώτιδας».79

    Το ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού ετοιμάστηκε τους επόμενους τρεις μήνες, όπως ανακοίνωσε η Επιτροπή στους συμπατριώτες της με νέο δημοσίευμα στην εφημερίδα Αθηνά, στις 14 Σεπτεμβρίου.
    Από τον επόμενο Οκτώβριο θα ξεκινούσε η διανομή των οικοπέδων με τη διαδικασία της κλήρωσης.80 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, θα ήταν δυνατή και η μετακόμιση των προσφύγων στην Αταλάντη, η οποία όμως, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα, συνάντησε πολλά εμπόδια.
    Με βάση τους όρους και τις υποσχέσεις της κυβέρνησης σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην Ελλάδα Μακεδόνες καταγραφήκαν στο νέο συνοικισμό, αλλά πολλοί λίγοι μετοίκησαν και ακόμη πιο λίγοι δελεάστηκαν να έρθουν από τη Μακεδονία.
    Σύμφωνα με τις πηγές, το πρόβλημα οφειλόταν στους όρους του διατάγματος, διότι η εθνική γη θα τους παραχωρούνταν με βάση το νόμο της προικοδότησης. Με το νόμο αυτό, που θεσπίστηκε στις 7 Ιουνίου 1835, προσπάθησε η Αντιβασιλεία να λύσει το ζήτημα της διανομής των εθνικών κτημάτων σε όσους συμμετείχαν στην Επανάσταση.

    Ο νόμος προέβλεπε ότι όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου, εφόσον είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα ως στρατιώτες ή ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να λάβουν γη έναντι κάποιου τιμήματος, που όριζε το κράτος και μάλιστα με χρεολύσιο.81
    Δεν ήταν λοιπόν εντελώς δωρεάν. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε τη μετακόμιση των προσφύγων από τους τόπους διαμονής εντός και εκτός του Βασιλείου, προς την Αταλάντη, εφόσον η μετοικεσία συνεπαγόταν και χρέος.
    Έτσι εξηγείται, λοιπόν, πως στις αρχές του 1836, ενώ είχαν διανεμηθεί 370 οικόπεδα, είχαν χτιστεί μόνο επτά σπίτια.82
    Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τα επόμενα χρόνια. Το 1838 είχαν εγκατασταθεί εβδομήντα οικογένειες στην Πέλλη κι άλλες 43 οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και τα θαλάσσια επαγγέλματα στον όρμο ή αλλιώς Σκάλα της Αταλάντης.

    Σφραγίς δωρεών Βέλλιου Κ.

    Κωνσταντίνος Βέλιος
    Τα οικόπεδα στον όρμο της Αταλάντης τα αγόρασε ο βαρόνος Κωνσταντίνος Βέλλιος, πλούσιος ομογενής από το Λινοτόπι, ευεργέτης των Μακεδόνων, και τα δώρισε στις άπορες οικογένειες που ήταν εγκατεστημένες εκεί.83

    Το 1845 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι οικογένειες και έφτασαν τις 130 και στους δύο οικισμούς, ενώ σε βάθος χρόνου οι κάτοικοι έφτασαν περίπου τις 2.000 ψυχές.

    Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό ήταν κυρίως οι χήρες με τα ορφανά τους, οι φαλαγγίτες και πολλές στρατιωτικές οικογένειες, μερικές εκ των οποίων είχαν έρθει από τις Βόρειες Σποράδες. Ένα πρωτόκολλο της 20ής Αυγούστου 1845, που υπογράφεται από 120 συνοικισθέντες Μακεδόνες, και ένας εκλογικός κατάλογος του 1915, περιέχουν ονόματα γνωστών στρατιωτικών οικογενειών, που είχαν πολεμήσει κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και είχαν πλέον εγκατασταθεί στο συνοικισμό.85

    Όπως αναφέρθηκε, για να είχε κάποιος το δικαίωμα να εγκατασταθεί εκεί, έπρεπε προηγουμένως να γραφτεί στους καταλόγους που τηρούσε η Επιτροπή ή να δηλώσει την επιθυμία του σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία. Οι αιτήσεις εγγραφής στους καταλόγους του Δήμου Νέας Πέλλας του Ιωάννη Μιχαήλ και του Γεωργίου Γεωργίου, κατά το 1846, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα:

    Προς την επί του εν Ελλάδι συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή.

    Ο υποφαινόμενος, ού η πατρίς Θεσσαλονίκη της τω Οθωμανικώ κράτος Μακεδονίας,
    και όστις έκτοτε του 1835 διαμένων εις την Ελλάδα,
    αυτήν υπηρέτησα την ωφειλομένην τετραετίαν παρά τω ιππικώ τάγματι στρατιωτικώς•
    επειδή επιθυμώ να συνοικήσω μετά των εν Ελλάδι Μακεδόνων δεόμενος της Εντ. επιτροπής ταύτης να ευαρεστηθή να σημειώση και τον εμόν όνομα εις τον αυτού του αυτού συνοικισμού κοινόν κατάλογον.
    Υποσημειούμαι ευσεβάστως.
    Ευπειθέστατος Ιωάννης Μιχαήλ.
    Εν Αθήναις τη 28 Ιουνίου 1846.

    Αθήναι την 25 Μαΐου 1846.

    Προς την Σ. επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπήν.
    Ο υποφαινόμενος εκ Βερροίας της Μακεδονίας,
    μόλις ελευθερωθείς εκ της αιχμαλωσίας,
    διαμένων μέχρι τούδε υπήκοος της Οθωμανικής επικρατείας,
    που δε θέλω να λογισθώ ως μέλος της Ελληνικής κοινωνίας παρακαλώ την Σ. ταύτην επιτροπήν ίνα με εγγράψη εις τον της Νέας Πέλλης δήμον
    λαμβάνουσα υπόψιν το επισυναπτόμενον αποδεικτικόν και εφοδιάζουσα με, με το οικείον εγγραπτήριον.
    Ευπειθέστατος Γεόργηος Γέργου.86

    Σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να καταθέσουν πιστοποιητικά έγγραφα που θα αποδείκνυαν την καταγωγή τους, αν ήταν όντως αγωνιστές, αν είχαν οικογένεια ή όχι.
    Τα έγγραφα αυτά ήταν απαραίτητα, γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να εγκατασταθούν στο συνοικισμό χωρίς να είναι Μακεδόνες, για να επωφεληθούν από τις προικοδοτήσεις και τις διευκολύνσεις.
    Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων στέλνονταν στο υπουργείο των Εσωτερικών χωρίς επαρκή στοιχεία, επιστρέφονταν στους δημάρχους και στην Επιτροπή για έλεγχο, ενημέρωση και εισηγήσεις.
    Ενίοτε για την εγκατάσταση προαπαιτούνταν έκδοση Βασιλικού Διατάγματος ή έντυπη βεβαίωση εγγραφής από την επιτροπή, όπως η ακόλουθη:

    Η επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή.
    Βεβαιοί ότι ο κύριος Θεόδωρος Αργυρίου Τσάρογλου ενεγράφη εις τον Δήμον των εν Νέα Πέλλη της Λοκρίδος συνοικιζομένων Μακεδόνων
    και απολαύει εντεύθεν των παρά της κυβερνήσεως υπέρ του συνοικισμού χορηγουμένων δικαιωμάτων.
    Εν Αθήναις την 2 Μαρτίου 1839.
    Η επιτροπή Α. Πολυζωίδης, Π. Ναούμ, Γ. Χρυσίδης, Θ. Σιατιστεύς.87

    Ένας άλλος τομέας που έπαιξε σημαντικό ρόλο η Επιτροπή ήταν η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλας».
    Αμέσως μετά την ίδρυση του συνοικισμού, συνέχισε τον αγώνα της, προκειμένου να αρχίσει ο οικισμός να λειτουργεί ως ανεξάρτητος και αυτοτελής οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.

    Αυτό επιτεύχθηκε με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 24 Απριλίου 1837, και προέβλεπε την ίδρυση ξεχωριστού Δήμου. Δυστυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε αμέσως αλλά με καθυστέρηση μιας ολόκληρης δεκαετίας.
    Με διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1848 αναγνωρίσθηκε επίσημα η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλης» με έδρα τη Σκάλα.88
    Στο μεταξύ ο συνοικισμός στη Σκάλα είχε ήδη αναγνωριστεί, στις 19 Οκτωβρίου 1840, με ξεχωριστό Βασιλικό Διάταγμα, ως αποικία των Μακεδόνων και είχαν παραχωρηθεί στους κατοίκους της 1.300 τετραγωνικοί βασιλικοί πήχεις για τον καθένα, για οικόπεδο και κήπο καθώς και το δικαίωμα να απολαμβάνουν τα ευεργετήματα των προηγούμενων διαταγμάτων.

    Από τότε ο πρώτος συνοικισμός ονομάσθηκε Άνω Πέλλα και ο δεύτερος Κάτω Πέλλα.89

    Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εξαρχής θεμελιώδη προβλήματα που παρέμειναν άλυτα για πολλές δεκαετίες και πυροδοτούσαν πολύχρονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αυτόχθονες κατοίκους της Αταλάντης και στους ετερόχθονες Μακεδόνες

    . Όπως είχε συμβεί και στις Σποράδες, οι τελευταίοι πολλές φορές αυθαιρετούσαν και παρανομούσαν εις βάρος των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αντιμετώπισαν θετικά την ίδρυση του συνοικισμού και δημιουργούσαν έριδες και προστριβές για το νερό της πηγής του Τουρκομαχαλά αλλά και για την οριοθέτηση του δήμου.90

    Ο περιορισμός των περιοχών που θα ανήκαν στην περιφέρεια του δήμου Νέας Πέλλας επιβράδυνε την ανάπτυξη του δήμου, εφόσον του στερούσε τους αναγκαίους προς τη διατήρηση του πόρους.91

    Για την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων και για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών διαβίωσης υπήρχε πάντα στενή συνεργασία μεταξύ των μελών της «Επιτόπιας Επιτροπής» με την «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», της οποίας μέλη ήταν όλοι τους δημότες του Δήμου Πέλλας οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των Μακεδόνων προσφύγων.

    Μέλη της επιτροπής από τη δεκαετία του 1840 υπήρξαν οι Ανδρόνικος Πάϊκος και ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, που αντικατέστησαν τους Γεώργιο Αθανασίου και Παναγιώτη Ναούμ, ενώ τα μέλη της πρώτης επιτροπής εναλλάσσονταν συχνά και ήταν Μακεδόνες κάτοικοι της Νέας Πέλλας.

    Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους και η αποστολή τους έληξε με τη σύσταση του Δήμου της Νέας Πέλλας. Τα καθήκοντα και το έργο της Επιτροπής το ανέλαβε από τη στιγμή εκείνη η δημοτική αρχή, ως νόμιμος αντιπρόσωπος και υπεύθυνη για τα συμφέροντα του Συνοικισμού.92

    Ωστόσο, οι Πολυζωίδης, Πάϊκος, Χρυσίδης και Θεοχάρης εξακολούθησαν να συνεισφέρουν και να φροντίζουν τα συμφέροντα των συμπατριωτών τους ως «Επιτροπή του Βελλίου κληροδοτήματος».

    Η κυβέρνηση, με έγγραφο του υπουργείου Εκκλησιαστικών, στις 7 Νοεμβρίου 1850, τους ανέθεσε τη διαχείριση της διαθήκης του Βέλλιου, έπειτα από αίτηση των κληρονόμων του. Παρόλο, όμως, που για περισσότερο από τριάντα χρόνια στάθηκαν αρωγοί στο πλευρό των Μακεδόνων και εκφραστές των δικαιωμάτων τους έναντι της κυβέρνησης, αμισθί μάλιστα, το 1864 το δημοτικό συμβούλιο Νέας Πέλλας διόρισε νέα Επιτροπή.

    Αναγνωρίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα και την αποτελούσαν
    ο Κωνσταντίνος Δόσιος, ο Λύσανδρος Καυτατζόγλου και ο Δαμιανός Γεωργίου.93

    Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αλλά, σύμφωνα με το περιεχόμενο μιας επιστολής που την υπογράφουν κάτοικοι του Συνοικισμού, αποδεικνύεται πως είχαν αρχίσει οι αντιζηλίες μεταξύ των συνοικιστών και των διακεκριμένων Μακεδόνων, που βρίσκονταν στην Αθήνα.

    Ο Δόσιος και ο Δαμιανός έστειλαν επιστολή στους συμπατριώτες τους ισχυριζόμενοι πως ήταν οι μόνοι κατάλληλοι να διαχειριστούν το κληροδότημα, που αφορούσε τους Μακεδόνες φοιτητές.

    Μάλλον τα συμφέροντα είχαν ήδη επηρεάσει τις σχέσεις τους.94
    Ήταν κι αυτό μια έμμεση ένδειξη ότι η διαδικασία της εγκατάστασης είχε ολοκληρωθεί πλήρως.
    Τη δική τους κοινότητα προσπάθησαν να συστήσουν πολλές φορές και οι αγνώστου προέλευσης Θράκες, Βούλγαροι και οι Σέρβοι όμως δίχως αποτέλεσμα.
    Τελικά, σύμφωνα με το δικαίωμα που παρείχε η τροπολογία του Συντάγματος του 1844 στους μετανάστες, το 1845 άρχισαν εκ νέου τις προσπάθειες για τη σύσταση συνοικισμού. Μάλιστα, αντιπροσωπεύτηκαν και στην Εθνοσυνέλευση με δικό τους εκλεγμένο πληρεξούσιο, που δεν ήταν άλλος, από τον γνωστό Χατζηχρήστο.95
    Αν και η συμμετοχή τους, θεωρήθηκε από ορισμένους ομιλητές αδικαιολόγητη, το γεγονός ότι είχαν πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες, όπως και οι άλλοι ετερόχθονες, τους εξασφάλισε την παρουσία.

    Χαρακτηριστική ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν η τοποθέτηση του Κωλέττη, ο οποίος μάλιστα, απευθύνθηκε στους συνομιλητές τους, αναφερόμενος στον παρευρισκόμενο Χατζηχρήστο:

    Οι αδελφοί ούτοι έλαβον τα όπλα, ηγωνίσθησαν, και εμίγησαν επί πολυετίαν, ου μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος, αλλά και κατά την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, και Ασίαν, διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη• εις τα Δερβενάκια, όπου μυριάδες εχθρών ηφανίσθησαν υπό την αρχηγίαν του Πελοποννησίου αρχηγού, όπου ο Νικήτας έλαβε το του Τουρκοφάγου επώνυμον, εκεί και ο Χατζηχρήστος ανδρείως επολέμησε μετά των υπό τας οδηγίας του Βουλγάρων, και συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν των πολεμίων.96

    Στο βήμα φαίνεται να ανέβηκε και ο ίδιος ο Χατζηχρήστος που με «σπασμένα ελληνικά» είπε τα εξής:
    «Που είναι εμένα εκείνο Παπάζογλου, που είναι εμένα εκείνο ΧατζήΖορμπά, που είναι εμένα εκείνο…;».
    …………………………………..
    ………………………………………

  6. M on

    …………………………………
    …………………………………
    Στις 9 Σεπτεμβρίου 1845 οι Θρακοσερβοβούλγαροι συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Γεωργίου στο Θησείο και εξέλεξαν επιτροπή που θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των διαδικασιών για τη σύσταση συνοικισμού.
    Τις επόμενες μέρες ο Δημήτριος Χρηστίδης, αντιπρόεδρος της επιτροπής, και τα μέλη αυτής, Δημ. Ρίζος και Γεώργιος Χρυσοβέργης, συνέταξαν τον κανονισμό του συνοικισμού.98 Τελικά, χάρη στις πελατειακές σχέσεις ορισμένων μελών της επιτροπής με τον Κωλέττη και το γαλλικό κόμμα, όπως του Αριστείδη Χρυσοβέργη, πείστηκε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να εγκρίνουν τον κανονισμό με ελάχιστες τροποποιήσεις.99

    Στη 1 Ιουλίου του 1846 εκδόθηκε και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του συνοικισμού των Θρακοβουλγάρων και Σέρβων» με επισυνημμένο τον κανονισμό, του οποίου το δεύτερο άρθρο όριζε ως μέλη του «όσους ανήκοντες ως εκ της καταγωγής και της γεννήσεως εις τας ρηθείσας τρεις ελληνικάς φυλάς των Θρακών, Βουλγάρων και Σέρβων και αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν κηρύξουσιν ανηκόντως την πρόθεσιν του να αποκατασταθώσιν σταθερώς μέλη αυτού».100

    Η δημοσίευση του κανονισμού προκάλεσε την αντίδραση του αντιπολιτευτικού Τύπου. Ο Αιών ισχυρίστηκε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν παρουσιάσθηκε τέτοιος κανονισμός σωματείου λόγω συνοικισμού ή αποικισμού.

    Απεναντίας οι Κρήτες, οι Μακεδόνες, οι Σάμιοι, οι Θεσσαλοί και οι Ψαριανοί είχαν ιδρύσει τους οικισμούς τους πριν από την πολιτειακή μεταβολή του 1843 και με καταστατικά διατάγματα. Θεώρησε την προσπάθεια τους να εκλέξουν βουλευτή μέσα από αυτή τη διαδικασία ως «αγυρτεία και εμπαιγμό εσχάτου βαθμού».

    Υποστήριξε ότι υπό τον τίτλο «συνοικισμός» κρυβόταν πολιτική εταιρεία, «καταχθόνιος» και «επίβουλος», που απέβλεπε στην καταστροφή της συνταγματικής μεταπολίτευσης και της πατρίδας, ενώ, μέσω των «Ιησουιτών», των αποστόλων του Κωλεττικού καθολικισμού, επιδίωκαν την προδοσία κατά της θρησκείας.

    Ιδιαίτερα το 11ο άρθρο του κανονισμού, που επέτρεπε στους οικιστές να έχουν σχέσεις με τους ομογενείς τους που ήταν εκτός της επικρατείας και να σχηματίζουν τοπικές εφορείες, αναδείκνυε ένα νέο κοινό αγώνα κωλεττικής επίνευσης, με εθνικό σκοπό πραγματοποιήσιμο με την συνδρομή όλων των ομογενών και ομοθρήσκων.
    Η υποψία πολιτικής δολοπλοκίας ενισχυόταν και από το 7ο άρθρο, που προσδιόριζε ως σταθερή έδρα των οικιστών την Αθήνα, την πλέον κατάλληλη πόλη του ελληνικού κράτους για «ραδιουργία, στρατολογία και οργάνωση πολιτικών σκοπών».101

    Η Αθηνά έγραψε ότι, όταν ανέγνωσε τον κανονισμό, δεν βρήκε κάτι αξιόποινο, αλλά βρήκε «ανόητους διατάξεις» και «υπόπτους πράξεις αδιασπάστους όμως από την απερισκεψίαν, αρχομανίαν και αναγωγίαν του κυρίου πρωτουργού αυτού και περιφρουρημένας με την βασιλικήν υπογραφήν».

    Θεώρησε καινοτόμο να γίνεται συνοικισμός ανθρώπων που δεν υπάρχουν ή έχουν αποκατασταθεί, γιατί, όπως πίστευε, εκτός από τους τρείς ή τέσσερεις Κωνσταντινοπουλίτες που είχαν συντάξει τον κανονισμό, κανείς δεν ήθελε να συμμερισθεί την απραγματοποίητη ιδέα του κ. Χρηστίδη, που σκόπευε να συγκεντρώσει ανθρώπους γύρω του, για να επιβάλλεται στην κυβέρνηση.
    Μετέφερε η εφημερίδα πληροφορίες πως με αυτό το πρόσχημα ήθελε να συστήσει μια εταιρεία, όχι από τους λίγους Θρακοβούλγαρους και τον ένα μόνο Σέρβο «ενταύθα», αλλά από τους τυχοδιώκτες, που ήθελαν να βοηθήσουν με τα όπλα τον Κωλέττη να καταργήσει το Σύνταγμα.

    Στο τέλος η εφημερίδα, αποσαφήνιζε ότι όλοι οι ισχυρισμοί που παράθετε δεν εξάγονταν από τον κανονισμό, αλλά από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της δράσης αυτής, που ήταν ικανά να πράξουν και πολύ χειρότερα. Σκοπός τους ήταν, δήλωσε, να συγκεντρώσουν όλους τους ληστές και τους κακούργους και να τους εξαπολύσουν κατά των Βουλευτών και των Γερουσιαστών.102

    Τελικά οι «Θρακοσερβοβούλγαροι», δεν κατάφεραν να συνοικιστούν λόγω του εσωτερικού πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυτικόφιλων και ρωσόφιλων, μιας και οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί «πελάτες» του γαλλόφιλου Κωλέττη και όχι εξαιτίας του ελληνικού αντισλαβισμού.
    Γενικά, είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί η πορεία των Μακεδόνων μέσα από τα υποδουλωμένα ή απελευθερωμένα εδάφη της χώρας από την έναρξη της Επανάστασης έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσοι, πότε και που ακριβώς κατέληξαν και ποια ήταν η τύχη τους. Το ζητούμενο άλλωστε εδώ δεν είναι να επανεξεταστούν τα κατορθώματα τους στον Αγώνα, αλλά να καταγραφεί μέσα από τη διαδρομή τους, η δράση, τα παθήματα, οι συσσωματώσεις και η κατάληξή τους. Η αποτίμηση αυτής της συμμετοχής, η κατηγοριοποίηση των εκ Μακεδονίας προσφύγων και η μελέτη της πορείας των ομάδων τους θα μας επιτρέψουν να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσον κάποια πρόσωπα θα ξεχωρίσουν, θα προβληθούν και θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική, εκπαιδευτική και πνευματική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους• αν και κατά πόσον ήταν σε θέση να συμβάλλουν, στη θεωρία και στην πράξη στην απελευθέρωση των πατρίδων τους.

    ———–
    Παραπομπές

    1 Για το ζήτημα της συμμετοχής των Μακεδόνων στην Ελληνική Επανάσταση βλ. τα εξής γενικά έργα: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 (Θεσσαλονίκη, 1988)• Ιωάννης. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1937)• του ιδίου, Οι Μακεδόνες κατά την Επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1967)• Νικόλαος. Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833 (Αθήνα, 1977), τόμ.1.
    2 Γ. Χ. Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες», Μακεδονικά,12 (1972), 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς και για την επανάσταση (1821-1822) στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον Όλυμπο», Μακεδονικά, 20 (1980), 103-65• του ιδίου «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο. Μακεδόνας γαμπρός και συναγωνιστής του Μάρκου Μπότσαρη», Μακεδονική Ζωή, 14 (1978), 16-9• Κώστας Β. Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821 Ιακώβου Περικλή Ολυμπίου», Μακεδονικά, 21 (1981), 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή του ’21 Παντελή Δημητρίου», Μακεδονικά, 23 (1983), 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821. Ι. Δ. Μανακόπουλου και Μιχ. Δημητρακόπουλου», Μακεδονικά, 24 (1984), 197-207• Κ. Γ. Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», Μακεδονική Ζωή, 99 (1974), 44-5.
    3 Ι.Κ. Βασδραβέλλης, «Η Μακεδονική Λεγεών κατά το 1821», Μακεδονικά, 1 (1940), 77-107• του ιδίου,Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209.
    4 Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορίαν των κατά την Ελληνικήν επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833 (Αθήνα, 1901), σ. 52.
    5 Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική. Από την ανεξαρτησία έως τη δημοκρατία, μετάφραση Σίλια Παπαθανασοπούλου (Αθήνα, 2000), σ. 42-3.
    6 Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς», σ. 103-65• του ιδίου, «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο», σ. 16-9• Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821», σ. 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή», 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821», σ. 197-207• Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», σ. 44-5.
    7 Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912) (Θεσσαλονίκη, 2003), σ. 124-39.
    8 Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821. Διπλωματικαί διαπραγματεύσεις-Πολεμικός αγών», σ. 65-88 και Σπύρος. Δ. Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι, μαχητές της ελληνικής ανεξαρτησίας (1821-1829)», Πρακτικά του Ι’ Ελληνοσερβικού Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1979), 101-51• Ι. Σ. Νοτάρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», Μακεδονική Ζωή, 67 (1971), 13-8.
    9 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 610. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832 (ΑΕΠ). Αι εθνικαί συνελεύσεις, τόμ. 2 (Αθήνα, 1973), σ. 264• Γ. Χ. Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου και της οικογένειας του», Μακεδονικά, 9 (1969), 295-315• Κώστας. Β. Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών Νικολάου-Ολυμπίου», Μακεδονικά, 20 (1980), 283-306.
    10 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 254, σημ. 4.
    11 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209-11.
    12 Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως (Αθήνα, 1888), σ. 193.
    13 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 212-3• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 611-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 295-315• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 283-306.
    14 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 301-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 301• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 304.
    15 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 1, σ. 310, σημ. 2.
    16 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 215, σημ. 1.
    17 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 372.
    18 Α. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1939), σ. 33.
    19 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
    20 Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα, σ. 33.
    21 Στο ίδιο, σ. 36, σημ. 3.
    22 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 218-31• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 612-3• ΑΕΠ, Αι εθνικαί συνελεύσεις, σ. 642• Κασομούλης, ό.π, τόμ. 2. σ. 36, 40, 63, σημ. 5.
    23 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 346-351, 372-389.
    24 Βασίλης. Κ. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων. Από το διαφωτισμό έως το Α’Παγκόσμιο πόλεμο (Θεσσαλονίκη, 2007), σ. 96.
    25 Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821», σ. 65-88• Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι» σ. 101-51• Νόταρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», σ. 13-8. Βλ και N. Todorov και V.Trajkov, “L’ insurrection grecque de 1821-1829 et les Bulgares”, Etudes balkaniques, 7/1 (1971), 5-26• Νικολάι Τόντορωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821.(Η περίπτωση των Βουλγάρων), μετάφραση Γιάννη Καρά (Αθήνα, 1982), σ. 148-71.
    26 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 3, σ. 56, σημ.1.
    27 Πρόκειται κυρίως για τους ιστορικούς των βαλκανικών χωρών, που κατά καιρούς δημοσιεύουν έργα και προβάλλουν τη συμμετοχή των ομογενών τους στην ελληνική επανάσταση. Πολλές φορές, μάλιστα, διεκδικούν και την εθνική καταγωγή των σλαβοφώνων Μακεδόνων. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο των H.TogopoB, B.TpaÖKOB, Ebmapu y^acmHu^u e 6op6ume 3a oceoöowdenuemo Ha Γbp^uΛ (ΌοφΗΗ, 1971).
    28 Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος (Αθήνα, 2004), τόμ. 1, σ. 101-4.
    29 Γεώργιος Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία (Αθήνα, 1958), σ. 88-90• Βακαλόπουλος, Οι Έλληνες σπουδαστές στα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1978), σ. 31-4.
    30 Κατερίνα Γαρδίκα, «Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση», Μνήμων, 1 (1971), 34.
    31 Εκτός από το αναφερθέν άρθρο της Γαρδίκα για τον Πολυζωίδη βλ. Τα βιογραφικά στοιχεία πού δίνει ο Δημ. Μανασίδης στον πρόλογο του βιβλίου του Πολυζωίδη, Τα Νεοελληνικά, ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της Ελληνικής Παιδείας, τόμ. 1 (Αθήνα, 1874), σ. δ-ιη και ο Γ. Κρέμος στον πρόλογο του βιβλίου του Α. Πολυζωίδη, Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτωνχρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμ. 1 (Αθήνα, 1889), σ. νη-ξγ’• Πέτρος. Θ. Πέννας, «Ο Μακέδων Αναστάσιος Πολυζωίδης, ως πολιτικός, ως δικαστής και ως άνθρωπος των γραμμάτων», Σερραϊκά Χρονικά, 1 (1953), 5-64• του ιδίου, «Επιστολαί Αναστασίου Πολυζωίδου προς Καποδίστριαν και Ι. Γεννατάν», Σερραϊκά Χρονικά, 8 (1979), 6981• Κων. Β. Χιώλος, «Το Πολυθρύλητο Μελένικο και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης», Σερραϊκά Χρονικά, 15 (2004), 15-6• Αρ. Δημοκίδης, «Η προσωπογραφία του Αν. Πολυζωίδη από τον συμπατριώτη του δικηγόρο κ. Αρ. Δημοκίδη», Μακεδονική Ζωή, 100 (1974), 21-3• Στέργιος Αλεξιάδης, Αναστάσιος Πολυζωίδης 18021873 (Κομοτηνή, 1980).
    32 Νίκος. Β. Κοσμάς, Γεώργιος Χρυσίδης, Μακεδόνας λόγιος και πολιτικός (Θεσσαλονίκη, 1990), σ. 5-32.
    33 Βλ. λήμμα, Πάικος Ανδρόνικος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΕΕ), τόμ. 19, σ. 398.
    34 Γρηγόριος. Π. Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς. Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας (1787-1868) (35Θεσσαλονίκη, 2001).
    35 Α. Βακαλόπουλος, «Οι γιοι του Εμμ. Παπά πιστοί Μακεδόνες που πέφτουν στον Αγώνα», Μακεδονική Ζωή, 191 (1982), 15-20.
    36 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 67, σημ. 2.
    37 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821, ό.π., σ. 135-46• Ι. Μ. Ζηκόπουλος, «Ο Γεώργιος Λασσάνης. Ο Κοζανίτης πολιτικός και στρατιωτικός του αγώνος 1821», Μακεδονική Ζωή, 10 (1967), 21•
    38 Βλ. λήμμα «Γεώργιος Αθανασίου» Πάπυρος Λαρούς, τόμ. 3, σ. 250.
    39 Βλ. λήμμα «Νικόλαος. Γ. Θεοχάρης», ΜΕΕ, τόμ. 12, σ. 549.
    40 Βερέμης, ό.π., σ. 50.
    41 Στέφανος. Π. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (Αθήνα, 1986), σ. 75-9.
    42 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 51.
    43 Στο ιδιο, σ. 51-3.
    44 Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, ό.π., σ. 626.
    45 Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 290.
    46 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
    47 Κυβερνήτης προς τους εν Ολύμπω οπλαρχηγούς, Αίγινα, 13 Μαΐου 1829, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Αρχείο Καποδιστριακής περιόδου-Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Υποφάκελος 17γ.15 Βορειοελλαδίτες, αντίγραφο εγγράφου με αρ.12329.
    48 Βακαλόπουλος, «Νέες ειδήσεις για τις επαναστάσεις του 1821-1829 και 1854 στη Μακεδονία», Μακεδονικά, 28 (1991-2), 1-20.
    49 Κολιόπουλος, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19°° αιώνα (Αθήνα, 1979), σ.18, 271-2.
    50 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 21-2. Χιονίδης, «Οι Μακεδόνες πρόσφυγες της Σκοπέλου στα 1829», Μακεδονικά, 17 (1977), 124-35.
    51 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 27-8.
    52 Στο ίδιο, σ. 24-7, 32-4.
    53 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 18.
    54 Βερέμης, ό.π., σ. 51-3.
    55 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, εισαγωγή, σ. ε-ο.
    56 ΓΕΣ, Μητρώον Αξιωματικών, βιβλίο 1, σ. 22.827, αρ. μητρ. 116.
    57 ΓΕΣ, ό.π., βιβλίο 1, σ. 22.901, αρ. μητρ. 190.
    58 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 3, σ. 23.573, αρ. μητρ. 862.
    59 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.869, αρ. μητρ. 158.
    60 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 1, σ. 22.943, αρ. μητρ. 232
    61 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 2, σ. 23.130, αρ. μητρ. 419.
    62 Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 1• Πετρόπουλος Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843 (Αθήνα, 1982), σ. 93-5.
    63 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 23.099, αρ. μητρ. 388 βιβλίο 2, σ. 23.146, αρ. μητρ. 435 βιβλίο 3, σ. 23.451, αρ. μητρ. 740.
    64 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 1-2.
    65 Στο ίδιο, σ. 6 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 95.
    66 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.730, αρ. μητρ. 19• βιβλίο 1, σ. 22.778, αρ. μητρ. 67• βιβλίο 1, σ. 22.782, αρ. μητρ. 71.
    67 Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 7• Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 152-3.
    68 Δημήτρης. Αρ. Μαλέσης, «Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη Οθωνική δεκαετία (1833-1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις» (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1992), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σ. 199.
    69 Ιουλία Πεντάζου, «Ο Θεόδωρος Μανούσης καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (18371858)», Μνήμων, 17 (1995), 69-105• Γεώργιος. Μ. Μπόντας, «Θεόδωρος Μανούσης ευεργέτης της Σιάτιστας», Μακεδονική Ζωή, 205 (1983), 43-4.
    70 Αλκιβιάδης Χαραλαμπίδης, «Μια προσωπογραφία του ζωγράφου Γεωργίου Βαρούχα. Ο Κ. Δόσιος της βιβλιοθήκης Κοζάνης», Μακεδονικά, 13 (1973), 389-402• Ανώνυμος, «Κωνσταντίνος Δόσιος» Μακεδονικόν ημερολόγιον, 2 (1911), 50-9.
    71 Βιογραφία του Παναγιώτη Παπά Ναούμ, αδημοσίευτο έγγραφο, σ. 45-100.
    72 Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Μητρώο φοιτητών (1837-1866).
    73 Η «Ένωση» είχε σκοπό να συγκεντρώσει στους κόλπους της όλους τους Θράκες, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και γενικά όσους μιλούσαν σλαβικά: V. Traikov & St. Papadopoulos, “ La societe thracobulgare en Grece Durant les annees 40 du XIXe s”, Balkan Studies, 25/2 (1984), 578-9.
    74 ΕΒΤΟΧ, Μ18.99, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, αρ. εγγράφου 582.
    75 Μάνθος Χριστοφόρου, Η Οπουντία Λοκρίδα και η Αταλάντη, μνήμες και μαρτυρίες, τόμ. 2 (Αθήνα, 1993), σ. 44.
    76 Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64.
    77 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 44-5. Γρηγόριος Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης», Μακεδονικά, 19 (1979), 211-2.
    78 Αθηνά, 29 Ιουνίου 1835.
    79 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 46.
    80 Αθηνά,14 Σεπτεμβρίου 1835.
    81 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 150-1.
    82 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 47, 56-59.
    83 Στο ίδιο, σ. 61-7• Αθηνά, 6 Φεβρουαρίου 1837• Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς, σ. 180.
    84 Ιωάννα Κωτσάκη, «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 60 (1971), 7-10• της ιδίας «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 61 (1971), 7-9.
    85 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 75-69, 98-106• Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 226-238.
    86 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54.
    87 Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης» Μακεδονικά, 20 (1980), σ. 271-2.
    88 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 49. Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 213.
    89 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 19 Νοεμβρίου 1848.
    90 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54-5, 70-2, 86-90• Αθηνά, 13 Ιουνίου 1846.
    91 ΕΒΤΟΧ, Μ18.38, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 20 Μαρτίου 1855, αρ. εγγράφου. 625 και Μ18.37, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1857, αρ. εγγράφου. 687.
    92 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.111, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς το επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον, Αθήνα, 15 Μάί’ου 1866.
    93 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.92, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς τον Δήμαρχο Ν. Πέλλης, Αθήνα,3 Σεπτεμβρίου 864.
    94 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 94.
    95 Ένωσις, 19 Νοεμβρίου 1852.
    96 Πρακτικά της Α ‘εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσεως (Αθήνα, 1995), σ. 192.
    97 Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 418.
    98 Ένωσις, 18 Φεβρουαρίου 1853.
    99 Ένωσις, 11 Μαρτίου 1853.
    100 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 30 Ιουλίου 1846.
    101 Αιών, 10 Αυγούστου 1846, 14 Αυγούστου 1846.
    102 Αθηνά, 15 Αυγούστου 1846.
    …………………………………………………………………………..
    …………………………………………………………………………..

  7. V.T. on

    Vladimir Vladov

    Τα Ελληνικά Σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου ανάμεσα στα τέλη του ΙΗ΄ και τα μέσα του ΙΘ΄ αι.

    Αναμφισβήτητη είναι η συνεισφορά των ελληνικών σχολείων για την διαμόρφωση της βουλγαρικής διανόησης κατά τα τελευταία εκατόν χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτά τα κέντρα κοσμικής εκπαίδευσης υπήρξαν φορείς των προοδευτικών ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης στα Βουλγαρικά εδάφη. Σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι «Διδάσκαλοι του Γένους» και εθνεγέρτες ήταν απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων.

    Ως πρωτεύουσα του Δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου, Πατριαρχείο και κέντρο αξιόλογης Φιλολογικής Σχολής, το Τίρνοβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παρά μητρόπολη και μια βαλκανική πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Στον μαρτυρικό αλλά δοξασμένο τούτο τόπο ήταν όμως ζωντανή η παράδοση, ήταν ζωντανό και το πνεύμα. Με την παρούσα εισήγηση θα διευκρινίσουμε την σημασία, την θέση και τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα ελληνικά σχολεία στην περιοχή του Τιρνόβου για την Βουλγαρική Αναγέννηση.

    Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ύπαρξη και την λειτουργία των ελληνικών σχολείων και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην πόλη Τίρνοβο, αλλά και στην πιο ευρύτερη περιοχή της, μπορούν περιληπτικά να ανακεφαλαιωθούν ως εξής:

    Αφ’ ενός, το υψηλό επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού κατά την περίοδο την οποία η πόλη ήταν πρωτεύουσα και αφ’ εταίρου, η πλούσια φιλολογική παράδοση, βάσει της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, εμπλουτισμένη κατά τον ΙΔ΄ αι. από τις τακτικές σχέσεις του κλήρου του Τιρνόβου με τα βυζαντινά πνευματικά κέντρα.

    Μετοικεσία και εγκατάσταση κατά τον ΑΕ΄ αι. και μετά στην περιοχή του Τιρνόβου και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αρμπανάσι (Αρβανιτοχώρι), Λιάσκοβετς, Γκόρνα Οριάχοβιτσα κ.ά. του ελληνοφώνου πληθυσμού από την Αλβανία.

    Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου, που διορίστηκαν από τους κύκλους των αξιωματούχων κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Ακριβώς οι Έλληνες μητροπολίτες και οι επίσκοποί τους στο Πρεσλάβ, Τσέρβεν, Λόβετς και Βράτσα συνεισέφεραν σε μέγιστο βαθμό για την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και εκπαίδευσης στα βουλγαρικά εδάφη.[3]

    Κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας η επίδραση των παραγόντων αυτών αυξήθηκε σημαντικά εξαιτίας του κρίσιμου ρόλου πού έπαιξε ο Ελληνικός έθνος για τις τύχες της Αυτοκρατορίας. Οι εμπορικές σχέσεις με τις αναπτυγμένες ιταλικές πόλεις-κράτη (Βενετία, Γένουα, Αγκόνα κ.ά.) πραγματοποιούνταν μέσω της Ελλάδας και με τη μεσολάβηση Ελλήνων εμπόρων. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική γλώσσα έγινε φυσικός φορέας των προοδευτικών ιδεών της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού όχι μόνο για τους Βούλγαρους, αλλά για όλους τους βαλκανικούς λαούς.[4]

    Η εν λόγω εποχή συμπίπτει με τις αρχές της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης που αδιαμφισβήτητα παριστάνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πανευρωπαϊκής μεταβατικής πορείας – περάσματος από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους χρόνους.[5]

    Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της ελληνικής παιδείας στα βουλγαρικά εδάφη υπήρξε η πρώην πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο του Μεσαιωνικού Βουλγαρικού Κράτους των ΙΒ΄–ΙΔ΄ αι. – η πόλη του Τιρνόβου και η περιοχή της. Πέρα από την πλούσια ιστορία και τις βαθιές παραδόσεις που έχει, η πόλη αυτή ήταν κέντρο της μητροπόλεως του Τιρνόβου η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη ως προς το έδαφος και οικονομική κατάσταση επαρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στα Βαλκάνια. Άρρηκτα συνδεδεμένο με το Τίρνοβο είναι και το χωριό Αρμπανάσι που απέχει 4 χμ. βορειοανατολικά από την πόλη.

    Ιδρύθηκε πιθανόν μετά την Οθωμανική κατάκτηση από ελληνοφώνους Αλβανούς μετοίκους.[6] Μετά τον ΙΖ΄ αι. το Αρμπανάσι έγινε ένας από τους πιο ακμάζοντες οικισμούς της Βόρειας Βουλγαρίας. Οι κάτοικοί του πέτυχαν να γίνει το χωριό τους βακούφι και έκαναν εμπόριο με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την Πολωνία, Αυστρία, Ρωσία, τον Ελληνικό χώρο κ.ά. Ως άμεσο επακόλουθο της κερδοφόρας τους δραστηριότητας διαμορφώθηκε ένα στρώμα εύπορων κατοίκων που είχαν καλές και στενές σχέσεις με τους Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου.[7] Εκ’ μέρους τους αυτοί εγκατέστησαν την δεύτερη έδρα τους ακριβώς εκεί και πράγματι συνέβαλαν για την κυριαρχία της Ελληνικής. Στη γλώσσα αυτή τελέστηκε η Θεία Λειτουργία, γινόταν η επίσημη και προσωπική αλληλογραφία καθώς και η καθημερινή επικοινωνία.[8] Όλα αυτά δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κλίμα ελληνογλωσσίας για το οποίο γράφει και ο καθολικός ιερέας Πέταρ Μπόγδαν Μπάσεβ στο έργο του «Περιγραφή της Βουλγαρίας του 1640».[9]

    Εξαιρετικά στενές ήταν οι επαφές μεταξύ των εμπόρων του Αρμπανάσι και αριστοκρατικές οικογένειες της Μολδοβλαχίας, που συχνά συγγένεψαν. Οι ηγεμόνες των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών μεριμνούσαν για τους ναούς του Αρμπανάσι, για τα σχολεία και την εκπαίδευση των κατοίκων του. Όλα αυτά φαίνονται από ένα χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου Υψηλάντη (1774–1782) με ημερομηνία 3 (14) Ιουνίου 1779 περί των εγκαινίων του ελληνικού σχολείου στο Αρμπανάσι. Στο κείμενο τονίζεται ότι εδώ προϋπήρξε ένα σχολείο συντηρούμενο από τους ηγεμόνες της Βλαχίας. Το χρυσόβουλο διέταξε να αποκατασταθεί η ελληνική παιδεία και η διδασκαλία να πραγματοποιηθεί σε 2-3 τάξεις• ο ετήσιος μισθός του δασκάλου καθορίστηκε σε 250 τάλιρα• για την ποιότητα της διδασκαλίας, την επαγγελματικότητα του δασκάλου, την υποστήριξη και την ανάπτυξη του σχολειού μεριμνούσε μια επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις επιτρόπους, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από το στρώμα των πλούσιων εμπόρων του Αρμπανάσι.[10]

    Φαίνεται ότι η ελληνική παιδεία στο Αρμπανάσι στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. είχε σταθερές βάσεις, προσέφερε αξιόλογη, για τα χρόνια εκείνα, κατάρτιση και προσέλκυσε μαθητές από άλλους οικισμούς. Το σχολείο σταμάτησε την λειτουργία του πιθανόν το 1798 όταν οι Κιρτζαλίδες (Τούρκοι ληστές) λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοί του μετοίκησαν.[11]

    Η ελληνική εκπαιδευτική παράδοση συνεχίστηκε το 1839 με το εγκαινιασμένο «αλληλοδιδακτικόν σχολείον», το οποίο λειτουργούσε έως το 1888. Εδώ η κύρια μέθοδος διδασκαλίας ήταν η αλληλοδιδακτική και το ίδιο το σχολείο στεγάστηκε σ’ ένα διώροφο κτίριο που είχε μια μεγάλη αυλή με κήπο.[12]
    Αυστηρά καθιερωμένος ήταν ο τρόπος διοργάνωσης των μαθημάτων και προσδιορισμένοι οι υποχρεώσεις όλων των μαθητών, του δασκάλου και των επιτρόπων.[13]

    Αρχικά η εορτή του σχολείου ήταν στις 30 Ιανουαρίου – ημέρα των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου και αργότερα γιορτάστηκαν και στις 11 Μαΐου – ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

    Κατά τις εορτές όλοι οι μαθητές φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα και πήγαν νωρίς στο σχολείο και μετά στην εκκλησία όπου τραγουδούσαν και τελούταν αγιασμός.[14]

    Το σχολικό έτος τελείωσε στις 29 Ιουνίου – ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με «εξέτασις» όλων των μαθητών. Η εξέταση άρχισε με αγιασμό και μαζί με τους επιτρόπους παραβρέθηκαν επίσης όλοι οι πολίτες επειδή ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην κοινωνική ζωή του οικισμού.[15]

    Από τους δασκάλους που δίδαξαν στο ελληνικό σχολείο του Αρμπανάσι οι πιο φημισμένοι ήταν οι εξής: ο Ιβάν Σιγαλάτα, εξαιρετικά μορφωμένος Έλληνας ο οποίος κατείχε πλούσια βιβλιοθήκη. Το 1855 μετακόμισε στην κοντινή πόλη Γκόρνα Οριάχοβιτσα, όπου επίσης ίδρυσε ελληνικό σχολείο. Ο επόμενος δάσκαλος, ο πάτερ Ιβάντσο, εφημέριος της εκκλησίας Αγίου Δημητρίου, γεννήθηκε στο Αρμπανάσι και σπούδασε στο γαλλόφωνο Λύκειο του Γαλατά Σαράι στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε καλά τα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Με την ίδρυση του αλληλοδιδακτικού σχολείου τον διαδέχθηκε ο πάτερ Μαρίν, εφημέριος του ναού της Γέννησης του Χριστού. Η υποδειγματική τάξη και η καλή οργάνωση της διδασκαλίας που καθιέρωσε έγιναν αιτία να τον προσκαλέσουν στο Τίρνοβο να βοηθήσει με την εμπειρία και τις γνώσεις του για την καλύτερη οργάνωση στο εκεί σχολείο.[16]

    Για την ανάπτυξη της παιδείας στην ίδια την πόλη του Τιρνόβου μπορούμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα και επιπλέον έχουμε αρκετά γραπτά μνημεία που ρίχνουν φως σ’ αυτό το θέμα. Εδώ ενδεικτικά πρέπει να σημειώσουμε τον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου, τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου, τον Κώδικα του Δήμου του Τιρνόβου κτλ. Μια ολόκληρη μελέτη μπορεί να αφιερωθεί σ’ αυτό το θέμα. Εφόσον εδώ μιλάμε για τα ελληνικά σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου, μόνο θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία από την πλούσια ιστορία της ελληνικής παιδείας στην πόλη.

    Η πρώτη ιστορική μαρτυρία είναι μια σημείωση στο περιθώριο ενός αρχέτυπου βιβλίου από το 1751. Εκεί αναφέρεται για κάποιον δάσκαλο στον «Κάτω μαχαλά».[17] Στον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου για το 1783 γράφηκαν τα λεφτά που πήρε ο δάσκαλος Κότσο, ο οποίος πιθανόν ήταν Βούλγαρος.[18] Το 1787 στον ίδιο Κώδικα αναφέρεται ένα σχολείο.[19] Απόδειξη για την λειτουργία ελληνικού σχολείου στην πόλη βρίσκουμε σ’ έναν κατάλογο βιβλίων – δωρεά από τον Νικόλαο Πίκολο και από άλλους πολίτες. Σ’ ένα από τα βιβλία ο ίδιος ο Πίκολο έβαλε την υπογραφή του και έγραψε το έτος αωιζ΄ (1817).[20]

    Από τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου βλέπουμε ότι το 1819 με την από κοινού απόφαση του μητροπολίτη Ιωαννικίου και των προκρίτων της πόλης ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο.[21]

    Με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιλαρίων το 1832 στο Τίρνοβο χτίστηκε δημόσιο σχολείο με διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Οι γνωστοί δάσκαλοι ο Τσάτσο από την Ελένα και ο πάτερ Μαρίν από το Αρμπανάσι καθώς και το γεγονός ότι οι μαθητές δεν πλήρωσαν δίδακτρα προσέλκυσαν πολλά παιδιά απ’ όλη την περιοχή. Το σχολείο αυτό κάηκε το 1845 στη μεγάλη πυρκαγιά αλλά στη θέση του χτίστηκαν ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο όπου στεγάστηκε το νέο σχολείο για το οποίο ξέρουμε ότι ήταν οργανωμένο σε τάξεις και καλά εξοπλισμένο και επιπλωμένο.[22]

    Ενδέχεται η ύπαρξη ακόμη ενός ελληνικού σχολείου κατά την δεκαετία του 1830 που βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας. Μάλλον εδώ ήταν δάσκαλος μέχρι το 1835 και ο Αντών Νικοπίτ.[23] Για τη λειτουργία δύο ελληνικών σχολείων στο Τίρνοβο γράφει και ο Ρώσος επιστήμονας Βίκτωρ Γρηγόροβιτς στις ταξιδιωτικές σημειώσεις του.[24]

    Εκτός από το Τίρνοβο και το Αρμπανάσι η ελληνική παιδεία διαδόθηκε και στους γύρω οικισμούς. Στο πρώτο μέρος είναι η πόλη Λιάσκοβετς, όπου φορείς της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού έγιναν οι ντόπιοι πρόκριτοι. Κατά τα 1810 ο τσορμπατζής χατζή Ηλίας χ. Τσόνεφ επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και γύρισε από εκεί μαζί με έναν δάσκαλο, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια του ελληνικού σχολείου στην πόλη. Εδώ οι μαθητές απόκτησαν στοιχειώδεις γνώσεις και μετά μπορούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο Αρμπανάσι. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν ο Κύριλλος, που ήρθε από τον Άθω, ο Πολύκαρπος και ο Στογιάν Ιβανόφ με το παρατσούκλι Ρουμέικο δηλαδή Έλληνας (στην τουρκική γλώσσα rum – Έλληνας).[25] Έχουμε πληροφορίες ότι το 1824 στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου λειτουργούσε ακόμη ένα ελληνικό σχολείο αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε.[26]

    Στην πόλη Ελένα υπήρξε εκκλησιαστικό σχολείο ακόμη από τον ΙΗ΄ αι. και το 1806 ήρθαν μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, οι οποίοι άρχισαν να διδάσκουν στα παιδιά της πόλης, χωρίς όμως να έχουν μόνιμο κτίριο για σχολείο.[27] Δεν ξέρουμε με ακρίβεια εάν δίδασκαν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα μαθήματα ελληνικών ήταν υποχρεωτικά και επίσημα γραμμένα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σχολείου που εγκαινιάσθηκε κατά το 1845.[28]

    Μέσα στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τις αρχές του ΙΘ΄ αι. μοναστηριακά και εκκλησιαστικά σχολεία λειτουργούσαν σε πολλούς οικισμούς της περιοχής του Τιρνόβου. Ως παράδειγμα το 1770 στο χωριό Πτσελίστε ήρθε ο πάτερ Στογιάν, ο οποίος ήταν γνωστός λόγιος και ήξερε άπταιστα τα ελληνικά. Αυτός χτίστηκε μια ξύλινη εκκλησία με μετόχι και εκεί το 1787 άνοιξε σχολείο.[29] Το 1826 ο πάτερ Γκένκο, ο οποίος ήταν «πολύ μορφωμένος» και ήξερε καλά τα ελληνικά, χτίστηκε ένα νέο σχολείο στην πόλη Κιλιφάρεβο.[30] Εκκλησιαστικά και μοναστηριακά σχολεία άνοιξαν τις πόρτες τους και στα χωριά Τσέροβα κορία, Μίντια, Μαρίηνο κ.ά.[31] Ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της παιδείας υπήρξαν και στα γύρω μοναστήρια: των Αγ. Ταξιάρχων στο Πρίσοβο, του Αγ. Νικολάου στο Καπίνοβο, του Αγ. Προφήτη Ηλία στο Πλάκοβο κλπ.[32]32 Δεν διαθέτουμε με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι η γλώσσα της διδασκαλίας ήταν η ελληνική, αλλά τέλος πάντων μπορούμε να το υποθέσουμε εφόσον διαπιστώσαμε την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας σ’ εκείνα τα χρόνια.

    Η σύντομη επισκόπηση αυτή των ελληνικών σχολείων στην πόλη Τίρνοβο και στις γύρω πόλεις και χωριά κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τα μέσα του ΙΘ΄ αι. καθορίζεί κατηγορηματικά ότι όλη η περιοχή υπήρξε κέντρο της ελληνικής παιδείας κατά την περίοδο της πρώιμης Βουλγαρικής Αναγέννησης………..

    http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=61

    Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τίρνοβο «Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου», Βουλγαρία

  8. Βλάσης Αγτζίδης on

    Η συμβολή του Ρήγα στην αναζήτηση νεοελληνικής ταυτότητας

    Από τον Δημήτρη Τίτσιας !

    Ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1423-1490) αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έγραψε: «Και όταν έρθει καιρός …. τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι»1. Το πρώτο σκέλος της πρόβλεψης του βυζαντινού ιστορικού έχει εκπληρωθεί στο μέτρο που το νεοελληνικό κράτος είναι μια πραγματικότητα. Το δεύτερο σκέλος της – αν δηλαδή μας αρέσει ο τρόπος που ζούμε και αν είναι στους ξένους θαυμαστός – προβάλλει σαφώς πολυτρόπως αμφιλεγόμενο. Και τούτο, διότι ο νέος ελληνισμός δεν κατάφερε στη νεωτερική εποχή που έχει ήδη εκπνεύσει να διαμορφώσει μια συλλογική εθνική ταυτότητα, η οποία να είναι μεν συνέχεια του ιστορικού παρελθόντος αλλά πρωτίστως να του δίδει τη δυνατότητα να συμμετέχει στο σύγχρονο κόσμο κομίζοντας πολιτισμό και νοηματοδότηση του βίου που ενδιαφέρουν πανανθρώπινα.

    Είναι αλήθεια ότι έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές για το ποια είναι ή έπρεπε να είναι η ταυτότητα του νέου ελληνισμού. Οι εκδοχές αυτές είναι μεταξύ τους συγκρουσι- ακές και κυρίως προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα που πρέπει να «ανήκομεν» ώστε να μην είμαστε έθνος «ανάδελφον». Η παρούσα θέση δεν είναι η καταλληλότερη για μια εξαντλητική παρουσίαση όλων των εκδοχών. Είναι, όμως, αναγκαία η συνοπτική αναφορά των δύο πιο χαρακτηριστικών, οι οποίες προϋπήρξαν της ελληνικής επανάστασης και επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας2.

    Η πρώτη εκδοχή είναι η κλασσικιστική-δυτική. Ξεκινά από τους ενωτικούς του Βυζαντίου και φτάνει στους σημερινούς «ευρωπαϊστές». Σύμφωνα με την πιο ακραία της ίσως θέση οι Βυζαντινοί δεν ήταν έλληνες. Τα αρχαιοελληνικά φώτα είχαν σβήσει στο Βυζάντιο. Σώθηκαν όμως στη Δύση απ’ όπου τα παίρνουμε εμείς οι νεώτεροι και γινόμαστε έτσι «συνέχεια των αρχαίων». Δόγμα της εκδοχής αυτής είναι το «ανήκο- μεν εις τη Δύση» και πνευματικός πατέρας της ο Αδαμάντιος Κοραής με τη θεωρία της λεγόμενης «μετακένωσης», η οποία λειτουργεί ως «αερογέφυρα» προκειμένου να ξανασυνδεθούμε με την αρχαία Ελλάδα.

    Η δεύτερη εκδοχή είναι η βασιζόμενη στη Ρωμανική παράδοση, στην παράδοση της ρωμιοσύνης, δηλαδή στην κεντρική παράδοση του Βυζαντίου. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η εκδοχή αυτή εκπροσωπείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη νεότερη εποχή εκφράζεται από μορφές όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Μακρυγιάννης και ο Παπαδιαμάντης. Κατά την εκδοχή αυτή η ευρύτερη ταυτότητα στην οποία ανήκουμε είναι η Ρωμιοσύνη – Ρωμανία. Μέσα στην παράδοση της ρωμιοσύνης ξεπεράστηκαν οι εθνικές ταυτότητες του αρχαίου έλληνα και του αρχαίου ρωμαίου και δημιουργήθηκε μια καινούρια ταυτότητα με πυρήνα την ορθόδοξη εκκλησία.

    Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές (σθεναρά υποστηριζόμενες), όπως ότι το ελληνικό έθνος είναι κατά βάση καινούριο, γέννημα των εθνικισμών του 18ου αιώνα, χωρίς συνέχεια με το βυζαντινό και τον αρχαίο ελληνισμό ή ακόμη η άποψη ότι η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας στο σύγχρονο περιβάλλον του μεταμοντέρνου κοσμο- πολιτισμού είναι χωρίς νόημα. Οι δύο, όμως, ανωτέρω κύριες εκδοχές συνεχίζουν να συνυπάρχουν στο σώμα του νέου ελληνισμού και τούτο είναι εμφανές σε πολλά πεδία της πολιτικής, του πολιτισμού και της παιδείας που γίνονται πεδίο αντιπαράθεσης3.

    Ευθύς εξ αρχής θα διατυπώσουμε την άποψη ότι η αντιπαράθεση αυτή υπήρξε από τη γένεσή της σχηματική και μανιχαϊστική. Οδήγησε σε πνευματική φτώχεια ενώ συχνά προκάλεσε τραγικό διχασμό του ελληνικού σώματος4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήδη πριν τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους: Η μία πλευρά μεταφέρει άκριτα στον ελληνικό χώρο την αντιεκκλησιαστική ανάγνωση της γαλλικής επανάστασης του 1789 και σε αντίδραση πολλοί ιεράρχες δεν διστάζουν να γίνουν απολογητές της τουρκοκρατίας5. Το ότι η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε σε πνευματική φτώχεια φαίνεται και από το πώς οι δύο απόψεις εξηγούν τη «νεοελληνική αποτυχία» για την οποία πάντως συμφωνούν. Οι οπαδοί της μίας άποψης κατανοούν την αποτυχία σαν «απόκλιση» από αυτό που νομίζουν ότι είναι η Ευρώπη και οι οπαδοί της άλλης άποψης σαν απόκλιση από αυτό που νομίζουν ότι ήταν το Βυζάντιο. Ξεχνούν, όμως, ότι πέραν των δυτικών και βυζαντινών προτύπων και μέτρων, υπάρχουν ή τουλάχιστον οφείλουν να υπάρξουν και τα δικά μας, τα νεοελληνικά. Λέγοντας «δικά μας» δεν εννοούμε «μέτρα και πρότυπα» μιας επαρχιώτικης αυταρέσκειας ούτε καν εκείνα μιας βαλκανικής εμβέλειας. Εννοούμε «μέτρα» οικουμενικής αξίας που προϋποθέτουν ασφαλώς έναν αντίστοιχο πνευματικό ορίζοντα, που τον είχαμε άλλοτε αλλά θα έπρεπε να τον αποκτήσουμε (ή τουλάχιστον αναζητήσουμε) και πάλι, καθώς βγαίναμε από τη μακριά νύχτα της εθνικής δουλείας. Το ελληνικό, επομένως, έθνος με την έξοδό του από την τουρκοκρατία και την αναγέννησή του δεν όφειλε υποχρεωτικά να αναπαράγει το «Βυζάντιο» ή την «Ευρώπη». Και δεν θα κριθεί και απορριφθεί επειδή δεν το κατάφερε. Θα κριθεί επειδή δεν διαμόρφωσε αρκούντως νεοελληνικά πρότυπα που αντιστοιχούν στις δικές του δυνατότητες, επειδή δεν άρθρωσε αρκούντως τη δική του παρουσία και δημιουργική συμβολή στον σύγχρονο κόσμο. Αντί το νεοελληνικό έθνος να διαμορφώσει σιγά σιγά μόνο του τα πρότυπά του, τον «παραδειγματικό του εαυτό», αποδόθηκε σε μια απόδραση από την πραγματικότητα, σε μια «φυγή προς τα έξω» (Ευρώπη) ή σε μια «φυγή προς τα πίσω» (Βυζάντιο)6.

    Το παράδειγμα του Ρήγα δείχνει, όμως, ότι υπήρχε και η δυνατότητα της υπέρβασης, της «φυγής» όχι «προς τα πίσω» ή «προς έξω» αλλά προς τα εμπρός, προς το μέλλον μέσω πραγματικών συνθέσεων και όχι κατασκευασμένων αντιπαλοτήτων. Ολόκληρο το έργο και η ζωή του Ρήγα είναι μια υπέρβαση της διαμάχης, «δυτικιστών» – «ανατολιστών», «φωταδιστών» και «σκοταδιστών», όπως κατά καιρούς αλληλοαποκαλούνται δηκτικά οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Στο πνεύμα του ξαναζεί η ηρωϊκή πάλη του Κων/νου Παλαιολόγου κατά των δύο άκρων7. Αυτό που ξαφνιάζει στην περίπτωση του Ρήγα είναι ότι η σκέψη και η δράση του απαγκιστρώνεται από καλούπια που και για τους συγχρόνους του αλλά και για τους μεταγενέστερους λειτούργησαν ως προκρούστειες κλίνες. Εντυπωσιάζει η δύναμη του Ρήγα να αρθρώσει ένα επαρκώς αυτοτελές κοσμοείδωλο, να αναπτύξει σκέψη, αν όχι εντελώς πρωτότυπη, τουλάχιστον αυτόνομη, γνήσια και λυσιτελή για το κοινό συμφέρον, για το κοινό καλό και μάλιστα όλων των εθνοτήτων που κατοικούν στην «οικουμένη» που αποτυπώνει στη Χάρτα του. Δεν διστάζει να υιοθετήσει οτιδήποτε πιστεύει ότι θα προάγει το υπόδουλο γένος και ιδίως τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό αλλά έχει ταυτόχρονα συνείδηση ότι προέρχεται από ένα λαό, ο οποίος δεν έπαψε ποτέ, ακόμη και στα χρόνια της δουλείας, να παράγει πολιτισμό. Ο Ρήγας δεν έχει καμία αμφιβολία ότι οι νεοέλληνες (εν γένει οι υπόδουλοι) πρέπει γρήγορα να γίνουν κοινωνοί των επαναστατικών αλλαγών που έλαβαν χώρα από την αναγέννηση και μετά στη δυτική Ευρώπη, ιδίως στις επιστήμες και στην καθιέρωση του κράτους δικαίου.

    Το έργο του «Φυσικής απάνθισμα» αλλά και η σύνταξη νεοελληνικού συντάγματος κατά τα πρότυπα των γαλλικών καταδεικνύει ότι για το Ρήγα η αφομοίωση από τους νεοέλληνες του ευρωπαϊκού αυτού κεκτημένου είναι προτεραιότητα. Όμως ο Ρήγας δεν αισθάνεται ότι η αποστολή του νέου ελληνισμού μπορεί να εκπληρωθεί αν δημιουργηθεί κράτος που θα μοιάζει με μια μακρινή επαρχία της Γαλλίας και αν ο νεοέλληνας μετατραπεί σε «Γραικογάλλο». Με βάση τις γνώσεις και τα βιώματά του συναισθάνεται (πιστοποιεί εμπειρικά αλλά συνάμα προφητικά) ότι για να γίνει η Ελλάδα αληθινά (και όχι μιμητικά) νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία8, διότι δεν θα ήταν δυνατόν να ζήσει αποκλει- στικά και μόνο από τα σωματίδια του φωτός, που της έρχονται από τις χώρες του δύοντος ήλιου9. Ο Ρήγας γνωρίζει ότι ο ελληνισμός δεν περιορίζεται μόνο στα όρια του αρχαίου κόσμου10 αλλά παρήγαγε πολιτισμό διαχρονικά σ’ ολόκληρο το χώρο που περιγράφει στη χάρτα του μπολιάζοντας με τις παραδόσεις του όλους τους λαούς που εγκαταστάθηκαν εδώ κατά καιρούς με τους οποίους απέκτησε και κοινές παραδόσεις συναποτελώντας μαζί τους μια «οικουμένη»11.

    Η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη συνυπάρχουν εμφατικά τόσο στη Χάρτα του όσο και στην ψυχή του, η οποία φρίττει βαρυστενάχουσα για τη σκλαβιά της βασι- λεύουσας πόλης, όπως ο ίδιος αναφέρει στο επίγραμμα της Επιπεδογραφίας της. Για αυτό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον διακεκριμένο άγγλο ιστορικό Arnold Toynbee, ο οποίος στο γνωστό έργο του «Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους»12 θεωρεί ακατανόητο το γεγονός ότι ο Ρήγας στη νέα πολιτική διοίκηση χαρακτηρίζει το λαό που κατοικεί την Ρούμελην, την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους και την Βλαχομπογδανίαν «απόγονο των ελλήνων». Και το θεωρεί αυτό εκπληκτικό ο άγγλος ιστορικός γιατί ο Ρήγας «είχε πρακτική εμπειρία και μάλιστα από υπεύθυνες θέσεις τις πολιτικής πραγματικότητας». Πιστεύουμε ότι αυτό που βίωνε ο Ρήγας και υποβαθμίζει ο Toynbee είναι ότι στην περιοχή της άλλοτε βυζαντινής αυτοκρατορίας υπήρξε πάντοτε μια συνέχεια κοινωνικών θεσμών, πολιτικών συστημάτων αυτοδιοίκησης, θρησκευτικής παράδοσης, συνέχεια δηλαδή ενιαίου πολιτισμού που τον συγκροτούσε η αρχαιοελληνική κληρονομιά, το ρωμαϊκό δίκαιο, η εκκλησιαστική ορθοδοξία, όπως και τα δημιουργήματα αυτού του πολιτισμού σε κάθε τομέα της τέχνης13. Υπήρξε στην περιοχή αυτή ακόμη και στα χρόνια της δουλείας η συνέχιση της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας»14 αυτό που προσφυώς ονομάστηκε από τον Ρουμάνο ιστορικό Ν. Iorga «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»15. Αυτή η πολιτισμική συνέχεια (κουλτούρα, γνώση, μνήμη) και ο πνευματικός πολιτισμός, ο οποίος διασώθηκε μέσα στο σκλαβωμένο γένος αλλά στο νέο ελληνικό κράτος απωθήθηκε όχι μόνο ως τα χρόνια του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου αλλά και μετέπειτα, είναι για τον Ρήγα βίωμα και απτή πραγματικότητα.

    Επιπλέον ο Ρήγας γνώριζε ότι παρά την ύπαρξη περισσότερων βαλκανικών λαών (με εθνική συνείδηση που διαμορφωνόταν έστω σταδιακά από τους τελευταίους ακόμη αιώνες του Βυζαντίου) υπήρχε ένα κοινός βαλκανικός πολιτισμός16 και η υπεράσπιση κοινών συμφερόντων και κοινών διεκδικήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρα- τορίας17. Περαιτέρω, όμως, το ελληνικό στοιχείο – είτε από ηγεμονική θέση είτε και ως πολιτικά υποταγμένο- αποτελούσε διαχρονικά (από τον ελληνιστικό κόσμο έως την Οθωμανική κατάκτηση) το πρωταρχικό οικονομικό και πολιτιστικό στοιχείο μέσα στα γεωγραφικά όρια των διαδοχικών υπερεθνικών συγκροτημάτων, σκορπισμένο σε ενότητες, λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς, ώστε να είναι δύσκολο να καθορίσει τα γεωγραφικά όρια της εθνικής του βάσης18. Κατά τον 18ο αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός εξαπλωμένος μέσα σ’ όλη τη χερσόνησο και ανάμεσα και στους άλλους λαούς αποτελεί ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης, που παρασύρει σε οικονομική άνοδο όλους τους βαλκανικούς λαούς και συμβάλει στο σχηματισμό μιας ντόπιας εμπορικής τάξης. Οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε και αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί19. Στον εξελληνισμό συνετέλεσε σημαντικά και το οθωμανικό διοικητικό σύστημα των millet (το οποίο δημιουργήθηκε σταδιακά και αποκρυσταλλώθηκε τον 18ο αιώνα) και η ηγετική θέση που είχε το ελληνικό στοιχείο στα πλαίσια του Rum Millet, της «Χριστιανικής Κοινοπολιτείας» υπό την ηγεσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ιδίως μετά την κατάργηση του σερβικού πατριαρχείου (1766) και της βουλγαρικής αρχιεπισκοπής (1767)20. Έτσι και στο 18ο αιώνα οι έλληνες στα Βαλκάνια δεν αντιπροσωπεύουν μόνο μια ακόμα εθνότητα, αλλά μια πολιτιστική παράδοση (παιδεία – γλώσσα) που αφομοίωνε τους άλλους21. Έτσι αναπτύσσεται, παράλληλα με την εθνική ιδέα, μια διαβαλκανική συνείδηση χωρίς να προσκρούει σοβαρά στον εκκολαπτόμενο εθνικισμό του καθενός από τους βαλκανικούς λαούς22.

    Το αίσθημα αδελφοσύνης που διαπίστωνε ο Ρήγας μεταξύ των βαλκανικών λαών23 σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι οι διαπλεκόμενοι σχηματισμοί παραδόσεων, τα «έθνη»24 της περιοχής, μπορούν να συνυπάρξουν σε μια νέα μορφή οικουμένης οδήγησε το Ρήγα να υποστηρίξει όχι έναν μονιστικό, φυλετικό εθνικισμό με στόχο ένα εθνικό κράτος (και μάλιστα στα αρχαιοελλαδικά όρια) κατ’ απομίμηση «των πολιτισμένων εθνών της Εσπερίας» αλλά έναν πλουραλιστικό εθνικισμό με βάση τον πολιτισμό και τις κοινές παραδόσεις των λαών της περιοχής ώστε να ιδρυθεί μια νέα κοινοπολιτεία- οικουμένη, η οποία θα βασίζεται στις κοινές αυτές παραδόσεις και ταυτόχρονα θα αφομοιώνει δημιουργικά τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού25. Μια κοινοπολιτεία, όμως, δημοκρατική, με συνταγματική κατοχύρωση ατομικών αλλά και ομάδικων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και κοινωνικές διακρίσεις26, μια κοινοπολιτεία που από τη θέσμισή της αποστρέφεται τον δεσποτισμό (ακόμη και τον ελληνικό), διότι ο τελευταίος εκ των πραγμάτων δυναμιτίζει εκ των έσω τη συνύπαρξη27. Τελικά, όμως, επικράτησε στα Βαλκάνια ο δυτικόπνευστος εθνικισμός που εισήγαγε τις επόμενες δεκαετίες την ξενοφοβία, κατέστρεψε την ελληνική πνευματική ηγεμονία και υπονόμευσε τη δυνατότητα αληθινής χειραφέτησης της ανατολής. Της Ανατολής που είχε πάντα ενωτικό δεσμό τον πολιτισμό, την παιδεία και την πίστη και όχι την καταγωγή28. Της Ανατολής όπου κυριαρχεί η ελληνική μορφή οικουμένης που ενώνει τα έθνη πνευματικά και ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της ετερότητάς τους29. Ο εθνικισμός αυτός είχε το παράδοξο αποτέλεσμα σε διάστημα ενός περίπου αιώνα να περιορίσει τελεσίδικα τον Ελληνισμό σε τμήμα του βυζαντινού διοικητικού θέματος της Ελλάδος και κυρίως να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών30. Η εγκατάλειψη του υπερεθνικού οράματος του Ρήγα και η στόχευση στη δημιουργία ελληνικού κρατιδίου (με ατελές μάλιστα πολιτικό και πνευματικό υπόβαθρο)31 αποτέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών λαών32.

    Ως προς την απόδραση των συνοίκων λαών από την Ορθόδοξη Οικουμένη, την οποία τόσο πολύ επέκρινε η Ελλάς του 19ου αιώνα, πρέπει, συνεπώς, πάντοτε να υπομιμνήσκεται ότι πρώτοι απέδρασαν οι Ελληνες. Prior tempore, fortior iuris, είχαν κηρύξει εξαρχής οι Έλληνες. Τους Έλληνες μιμήθηκαν οι υπόλοιποι λαοί της Νοτιο- ανατολικής Ευρώπης, ακόμη και οι Τούρκοι, φυσικά με μεγάλη καθυστέρηση (1908). Η δυσανάλογη στροφή των Ελλήνων προς την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, έστρεψε και τους άλλους συνοίκους λαούς στην προσπάθεια να βρουν και αυτοί τους αρχαίους τους προγόνους και υπονόμευσε κάθε επιθυμία για συνεργασία των λαών της περι- οχής εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο αντίκτυπος της ελληνικής γλώσσας και της παιδείας, με την κοσμοπολίτική τους ιδιότητα (ως αγαθών που συνέβαλαν στην τελείωση του ανθρώπου), ο οποίος είχε προαχθεί από το ελληνικό εκκλησιαστικό και κοινοτικό σχολείο και συγκινήσει τους Έλληνες, τους Δυτικοευρωπαίους αλλά και τους συνοίκους αλλοφώνους λαούς της Ορθόδοξης Οικουμένης (Βουλγάρους, Νοτιο- σλάβους, Σέρβους, Αλβανούς και Ρουμάνους), χάθηκε ανεπιστρεπτί όταν οι Έλληνες εγκατέλειψαν την κοσμοπολίτικη υπόσταση της γλώσσας και τη χρησιμοποίησαν με τη χερντεριανή της υπόσταση ως όργανο στην υπηρεσία του έθνους. Έτσι λοιπόν εξη- γείται και η απομάκρυνση των συνοίκων λαών από την Ορθόδοξη Οικουμένη, έτσι δε εξηγείται και η μείωση της απήχησης που είχε το ελληνικό σχολείο, όταν προσέλαβε η ελληνική γλώσσα την ιδιότητα μιας σύγχρονης εθνικής γλώσσας33.
    ……………………………
    …………………………….

  9. Βλάσης Αγτζίδης on

    …………………………
    …………………………
    Συμπερασματικά, λοιπόν, με την αντίστροφη (προς τη θεώρηση του Ρήγα) κίνηση εξάφθηκε ο εθνικισμός των μερικότερων εθνικών συνόλων και προωθήθηκε η σύσταση μικρών εθνικών κρατών, με βάση τη διάλεκτο – γλώσσα, με παράλληλη κατάλυση της μακραίωνης συνειδησιακής τους ενότητας. Έτσι κατέστη δυσχερής η επάνοδός των λαών αυτών στο ιστορικό προσκήνιο και στη νεωτερικότητα με δικές τους κατακτήσεις και όχι ως φτωχών συγγενών, παρόλο που το βάθος και η ποιότητα των παραδόσεών τους αποτελούσαν ασφαλές θεμέλιο ώστε να τοποθετηθεί, στον ελεύθερο πλέον τόπο τους, μια νέα οικουμενικότητα34. Οι διαβαλκανικές συγκρούσεις του 19ου και 20ου αιώνα είναι το κορύφωμα αυτής της πολιτικής35, στις δε συγκρούσεις αυτές κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει ακόμη και η ορθοδοξία, η οποία (παρά την καταδίκη του φυλετισμού από πανορθόδοξη σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 1872) από ενωτική δύναμη και «δεσμός», θα καταστεί βαθμιαία εθνική «θρησκεία» και όπλο του εθνικισμού36 .

    Υπό τα ανωτέρω δεδομένα το όραμα του Ρήγα ήταν μάλλον ρεαλιστικότερο εάν βέβαια ο σκοπός ήταν η συνέχεια του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή που ο Ρήγας αποτυπώνει στη Χάρτα του και όπου είχε πρωταρχική παρουσία και συνεισφορά για χιλιετίες37. Αλλά και για το σύνολο βαλκανικό χώρο, ακόμη και μετά την έναρξη της διαδικασίας χειραφέτησης από την αυθεντία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το πολυεθνικό κράτος του γένους που αυτό προωθούσε38, η ιδέα του «υπερεθνικού» κράτους του Ρήγα ήταν προσφορότερο μέσο αντιμετώπισης των πολύπλοκων προ- βλημάτων και ομαλότερης εισόδου στη νέα μεταοθωμανική εποχή39. Η επαναστατική διαδοχή στην οθωμανική αυτοκρατορία (και όχι η απορρόφησή της, όπως προέκρινε η τάξη των Φαναριωτών και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας), στην οποία στόχευε ο Ρήγας, διαφέρει ουσιωδώς από την Μεγάλη Ιδέα, που εκκολάφθηκε στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους40. Η Μεγάλη Ιδέα προτείνει την εθνική ολοκλήρωση με όρους εθνικής καθαρότητας και κυριάρχου κράτους (-έθνους), κινείται δηλαδή στο περιβάλλον του ευρωπαϊκού εθνοκρατικού κεκτημένου και όχι της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης (οικουμένης)41. Το νεωτερικό, όμως, πρότυπο της εθνικής ολοκλήρωσης, ως λύσης του Ανατολικού Ζητήματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς εθνοκαθάρσεις, χωρίς γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών42.

    Το πρόταγμα, επομένως, του Ρήγα δεν ήταν ουτοπικό αλλά, ίσως, η πιο ριζοσπα- στική λύση ενός εκρηκτικού προβλήματος, μια λύση που είχε προταθεί προτού ακόμη το ίδιο το πρόβλημα γίνει εντελώς προφανές σε όλη την πολυπλοκότητά του43. Ακόμη, όμως, και σήμερα που η εποχή των εθνικών επαναστάσεων έχει παρέλθει το έργο του Ρήγα παραμένει επίκαιρο και γόνιμο44 ίσως γιατί πράγματι η εθνική επιβίωση εξαρτάται λιγότερο από τη βιαιότητα και το διεκδικητικό σοβινισμό και περισσότερο από τη συμβιωτική σχέση με άλλες παραδόσεις, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής (κοινο)πολιτείας45. Στο επίπεδο της αναζήτησης νεοελληνικής ταυτότητας το έργο του Ρήγα αποτέλεσε μια προσπάθεια για «γόνιμη πρόσληψη και οργανική αφομοίωση του ευρωνεωτερικού πολιτιστικού προτύπου», μπορούσε στην εποχή του και μπορεί και σήμερα να αποτελέσει μια βάση για την υπέρβαση του διλήμματος μεταξύ «βυζαντινορθόδοξου οικουμενισμού» και «δυτικόπνευστου εθνικισμού» και τη δημιουργία μιας σύγχρονης νεοελληνικής ταυτότητας με οικουμενική ιδιαιτερότητα που θα επιτρέψει στον σύγχρονο ελληνισμό να διαδραματίσει ουσιαστικότερο ρόλο στο σύγχρονο κόσμο και ιδίως στην Ευρώπη46. Το ζητούμενο στη σημερινή εποχή δεν είναι μόνο τι είδους πολιτειακό μόρφωμα επιθυμούμε, αν και οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (με την ένταξη μάλιστα σ’ αυτή σημαντικού τμήματος του μεταβυζαντινού και μεταοθωμανικού κόσμου) έχουν ήδη θέσει και αυτό το ζήτημα επί τάπητος. Μέγα ζητούμενο αποτελεί η «πραγματική σύνθεση», η εύρεση θεμελίου (πέτρας) ώστε να μπορεί να υπάρξει Ελλάδα ικανή να εγερθεί ως το οικουμενικό επίπεδο αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως μοίρα της47 και συμβάλλοντας στην υπέρβαση των αδιεξόδων του σύγχρονου πολιτιστικού παραδείγματος, το οποίο τόσες σημαντικές επιτυχίες κατέγραψε ιδίως στο χώρο της επιστήμης αλλά και τόσες τραγικές αποτυχίες με αποκορύφωμα τα ναζιστικά – ολοκληρωτικά καθεστώτα και τους παγκοσμίους πολέμους.

    Η βιβλιογραφία που περιγράφει τα προβλήματα της σύγχρονης «μαζικής δημοκρα- τίας» και της κοινωνίας του διαλυμένου ατόμου είναι πλέον εκτενής48. Ο ελληνισμός, όπως και οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί, κι αν ακόμη βρίσκονται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας49, μπορούν όμως να αξιοποιήσουν δημιουργικά τις ανεξάντλητες κοινές παραδόσεις τους και να αρθρώσουν λόγο με πανανθρώπινη εμβέλεια που θα προσπαθεί να δώσει μια άλλη απάντηση στα όχι και λίγα αδιέξοδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού50. Η θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου και όχι ως ατόμου και η προτεραιότητα στις αδιαμεσολάβητες σχέσεις των προσώπων, η ευχαριστιακή πρόσληψη και χρήση του κόσμου και της ύλης, η αναζήτηση της ψυχικής ισορροπίας στη χαρμολύπη, η νοσταλγία του προσωποκεντρικού κοινοτισμού είναι ενδεικτικά και μόνο πρότυπα και μέτρα που άνθισαν στον τόπο αυτό και παρήγαγαν πολιτισμό δυσθεώρητο51. Μπορούν και σήμερα να εμπνεύσουν και να μας βοηθήσουν να πιάσουμε το χαμένο νήμα μιας πραγματικής δημιουργίας που θα αποτελεί προσφορά στον σύγχρονο άνθρωπο. Είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενός νέου πολιτιστικού παραδείγματος, που θα συνενώνει την ανατολική και τη δυτική οικουμένη και θα αποτρέπει τη μεταξύ τους σύγκρουση που πολλοί προβλέπουν52. Το έργο και κυρίως το παράδειγμα του Ρήγα μπορούν πολλά να προσφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση και για το λόγο αυτό ο Ρήγας αξίζει να μελετάται ως μορφή με οικουμενική εμβέλεια. Η πολιτική και πολιτειακή σκέψη του Ρήγα είναι πάντα επίκαιρη, διότι υπηρετεί την οικουμενική ελληνικότητα, η οποία αποτελεί ζητούμενο και όρο επιβίωσης και για το σύγχρονο «εθνικό» κράτος. Εν τέλει η αξία της πρότασης του Ρήγα είναι ανέκπτωτη, διότι πηγάζει από μια άλλη εμπειρία (ανθρωπολογικής βαθμίδας), η οποία παραμένει (στην ουσία της) ακόμη εκτός της σύγχρονης αναζήτησης, παρόλο που στην εμπειρία αυτή μπορεί, ίσως, να αναζητηθεί διέξοδος στη συντελούμενη κατολίσθηση του νεωτερικού πολιτισμού στον σύγχρονο μηδενισμό, τον χαρακτηριζόμενο πρωτίστως από την αποσύνθεση του νεωτερικού υποκειμένου (ατομικού/συλλογικού : Ατόμου/Εθνοκράτους)53.

    Σημειώσεις

    1. Βλ. Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα,1999,σελ.21,22,του ίδιου, Το Ελληνικό Έθνος, Γέννηση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού,εκδ.Πόλις,Αθήνα2004, σελ.85, Θεόδωρος Ζιάκας,«Αυτοείδωλονεγενόμην» -Το αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2005, σελ. 10.
    2. Βλ. για αυτές Ζιάκα, ό.π., σελ. 19 κ.ε., του ίδιου, Έθνος και Παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2003, σελ. 11 επ.
    3. Όπως σημειώνει ο Κάλλιστος Ware, Η εσωτερική ενότητα και η επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση, εκδ. Ιδρύματος Ωνάση, Αθήνα 2004, σελ. 18, «δεν θα πρέπει να φανταστούμε το τέλος του 18ου αιώνα ως εποχή απλής μετάβασης από τη ρωμαίικη παράδοση (που ξαφνικά θα έφτανε στο τέλος της και θα παραχωρούσε τη θέση της) σε εκείνη του Νέου Ελληνισμού. Αντίθετα το ρωμαίικο στοιχείο συνέχισε να συνυπάρχει με το Νέο Ελληνισμό στην Ελλάδα τόσο του 19ου όσο και του 20ου αιώνα. Οι δύο προσεγγίσεις εφάπτονται σε πολλά σημεία, με συνέπεια τη δημιουργία μιας λεπτής και πολύπλοκης μίξης των δύο, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα».
    4. Βλ. Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, εκδ. Πορθμός, Αθήνα, 2003, σελ. 265.
    5. Ο Ρήγας, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν επιδεικνύει αντικληρικό πνεύμα ούτε ταξινομεί την εκκλησία στους αντιπάλους του προτάγματός του. Η διαφοροποίηση αυτή δεν έχει να κάμει με τις όποιες θρησκευτικές του πεποιθήσεις ούτε με την πρόθεσή του να μην έρθει σε ρήξη με την εκκλησία στο εγχείρημά του. Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι διακρίνει σαφώς τη διαφορά φύσεως των δύο κόσμων και, κατ’ επέκταση, τους διαφορετικούς ρόλους, που ανέλαβαν η λατινική και η ελληνική εκκλησία. Βλ. Γιώργος Κοντογιώργης, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 2008 σελ. 149. Βέβαια μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού παύει εκ των πραγμάτων το «παράδοξο» ένας θρησκευτικός θεσμός να έχει αναλάβει πολιτικές λειτουργίες και να έχει μεταλλαχθεί στην ανώτατη μορφή του Γένους. Στο πολιτειακό σύστημα του Ρήγα, η θέση της Εκκλησίας οριζόταν από την αρχή των διακριτών ρόλων, την οποία ο Ρήγας θα τη συνοδεύσει με την αναγνώριση της θρησκευτικής πολυσημίας της κοινωνίας. Βλ. Κοντογιώργη, ό.π.
    6. Βλ. Ζιάκας, Έθνος και Παράδοση, ό.π., σελ. 55.
    7. Βλ. Χατζηαντωνίου, ό.π., σελ. 270.
    8. Κατά τη διατύπωση του Κώστα Αξελού, Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, εκδ. Νεφέλη, 2010, σελ. 31.
    9. Κώστας Αξελός, ό.π., σελ. 28.
    10. Στον οποίο ο ίδιος αποδίδει μεγάλη σημασία, καθώς μάλιστα εξοικειώνεται μαζί του από νωρίςκαιεπηρεάζεταιβαθιάβλ.ιδίωςΛουκά Αξελού,ΡήγαςΒελεστινλής,εκδ.«Στοχαστής», Αθήνα 2003, σελ. 449 επ.
    11. Το ότι ο Ρήγας ενέτασσε στο υπόβαθρο της ελληνικής παιδείας και της ελληνικότητας εξίσου το προχριστιανικό και το χριστιανικό κεκτημένο μας το μεταφέρει γλαφυρά ο Χριστόφορος Περραιβός, Σύντομος Βιογραφία του αοίδιμου Ρήγα Φεραίου-Θετταλού , Αθήνα 1860, σελ. 37, ο οποίος εμφανίζει το Ρήγα να λέει «Εκ μεν των προ Χριστού προπατόρων μας να δράξωμεν την σοφίαν, την ηθικήν, και την ανδρείαν, άπερ και εκείνους απηθανάτισαν, και εις ημάς τους απογόνους των ανεξάλειπτον μνήμην της ελευθερίας άφησαν. Εκ δε των μετά Χριστόν σοφών και αγίων Πατέρων μας να ενστερνισθώμεν τα θεοπνεύστους αυτών εντολάς, ζώντες δια του αγίου βαπτίσματος αδελφοί αχώριστοι. Οι προ Χριστού προπάτορές μας εμάχοντο υπέρ ελευθερίας της πατρίδος, οι δε μετά Χριστόν υπέρ πίστεως και πατρίδος». Βλ. και Κοντογιώργη, ό.π., σελ. 156.
    12. Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, 1992, σελ. 296-297
    13. Για το ότι στο έργο του Ρήγα σαρκώνεται η σύζευξη της κλασσικής δόξας, της βυζαντινής παράδοσης και των νεωτερικών ιδεών βλ. ιδίως Λέανδρο Βρανούση, Ρήγας, Βασική
    14. D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe 500-1500, London- New York 1971.
    15. Βλ. το ομώνυμο έργο του σε μετάφραση του Γ. Καρά από τις εκδόσεις Gutenberg, 1985. Για το ότι οι κοινές πολιτισμικές, δικαιϊκές και πολιτικές αξίες προσφέρουν κατ’ αρχάς πραγματικό έδαφος στη θεώρηση του Ρήγα βλ. σε Α ξ ε λ ό , ό.π., σελ. 458.
    16. Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.126.
    17. Σ β ο ρ ώ ν ο ς , Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, ό.π., σελ. 98.
    18. Σβορώνος, ό.π., σελ. 11.
    19.Βλ.και Γ. Κοντογιώργη,ό.π.,σελ.164:«ΕυρύταταστρώματατωνλαώντηςΒαλκανικής είχαν ήδη εξελληνιστεί, η ελληνική αστική τάξη, η ελληνική πνευματική παραγωγή, η ελληνική εκκλησία, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οι ελληνικές οικουμενικές αξίες, το σύστημα των κοινών/πόλεων και οι προσήκουσες σ’ αυτό πολιτείες καθόριζαν δίκην μονοπωλίου τα πράγματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτόν τον κόσμο εννοεί να συστεγάσει ο Ρήγας στην Ελληνική Δημοκρατία, που δεν είναι άλλη από την προσαρμοσμένη στη δυναμική της μεγάλης κοσμοσυστηματικής κλίμακας οικουμενική κοσμόπολη». Ενδεικτικά, επίσης, παρατηρείο Ν. Πανταζόπουλος, «Συνύπαρξη και αντιπαράθεση στις βαλκανικές κοινωνίες» (συμβολή στον προς τιμήν του τόμο, Δίκαιο, Ιστορία και Θεσμοί, έκδοση του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας Βόλου 2000, σελ. 82): «η μεταναστευτική κίνηση ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία προς τα σερβικά εμπορικά κέντρα κατά το 18ο αιώνα …. και ο συγχρωτισμός του ελληνικού με το αυτόχθονο στοιχείο, όχι μόνο δεν δημιούργησε προβλήματα αλλά συνέβαλε στην πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες είχαν εγκατασταθεί. Σέρβοι ιστορικοί παραδέχονται ότι το εμπόριο βρισκόταν την περίοδο αυτή στα χέρια των ελλήνων και ότι αυτοί χρησίμευαν ως πρότυπα (ο θεοσεβής έλληνας, ο αξιαγάπητος και λογικός έλληνας) γεγονός που συνέτεινε να εμφανίζονται και οι αυτόχθονες ως έλληνες».
    20. Βλ. Dimitris Livanios, « The Quest for Hellenism : Religion, Nationalism and collective identities in Greece (1453 – 1913)», The Historical Review, 2006, σελ. 44-45. Όπως σημειώνει ο ανωτέρω συγγραφέας (σελ. 55-56) για το Ρήγα η ελληνική γλώσσα ήταν σημαντική για τον ορισμό του πολίτη και όποιος ομιλεί την ελληνική γλώσσα θεωρείται πολίτης ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του. Αλλά τελικά ο σύνδεσμος της θρησκείας ήταν πολύ δυνατός για να παραμεριστεί γι’ αυτό ο Ρήγας στο άρθρο 4 της Νέας Πολιτικής Διοίκησης συμπεριλαμβάνει στην τάξη των πολιτών «εκείνον όπου είναι χριστιανός και δεν ομιλεί την απλήν ή την ελληνικήν, αλλά μόνο βοηθεί την Ελλάδα». Με το «χριστιανός» εννοούνται πρωτίστως οι ορθόδοξοι, καθώς, οι καθολικοί κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, παρότι ελληνόφωνοι, δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν (και ούτε συμμετείχαν) στην επανάσταση σε βάρος των Οθωμανών σε αντίθεση με τους αλβανόφωνους ορθόδοξους της Ύδρας και των Σπετσών και τους βαλκάνιους Σλαύους (βλ. την ενδιαφέρουσα αυτή επισήμανση σε L i v a n i o, ό.π., σελ. 43,54).
    21. Πρβλ. Θ. Βερέμη, «Εμείς και οι άλλοι Βαλκάνιοι», εφημ. Καθημερινή 15 Μαρτίου 2009, επίσης Βερέμη/Κολιόπουλο, 1821 Η γέννηση ενός έθνους – κράτους (Η συγκρότηση της εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα), εκδ. Σκάϊ, Αθήνα, 2010, σελ. 86.
    22. Σβορώνος, ό.π., σελ. 59, βλ. και Eric Hobsbawm, Η εποχή των Επαναστάσεων, έκδ. ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 204.
    23. Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής, Θεωρία και Πράξη, εκδ. Βουλής των Ελλήνων, 1998 σελ. 50, που αποδίδει την ενστάλαξη στην ψυχή του Ρήγα της αίσθησης της παμβαλκανικής αδελφοσύνης στο παράδειγμα του δασκάλου του Ιώσηπου Μοισιόδακα.
    24. Όπως σημειώνει ο Κ. Σβολόπουλος, Επανεκτιμώντας την επαναστατική πρόταση του Ρήγα Βελεστινλή (στο Κατακτώντας την ανεξαρτησία εκδ. Πατάκη, 2010, σελ. 14) «Ο όρος του «έθνους» δεν είχε, ακόμη, αποκτήσει το νέο, υποστασιακό περιεχόμενο που έμελλε μεταγενέστερα να προσλάβει ως προέκταση του δόγματος της λαϊκής κυριαρχίας». Πάντως, κατά την επισήμανση του Α ξ ε λ ο ύ , ό.π., σελ. 422, και ο Ρήγας έχει ήδη επισημάνει τη δυναμική εισβολή στο προσκήνιο της ιστορίας των εθνοτήτων, όπως φαίνεται από τους στίχους του Πατριωτικού Ύμνου «Όλα τα έθνη πολεμούν και στους Τυράννους τους ορμούν, εκδίκησιν γυρεύουν και τους εξολοθρεύουν».
    25. Πρβλ. Νικόλαος Πανταζόπουλος, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, έκδ. Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, 1998, σελ. 55: «Ο Ρήγας προσέβλεψε θαρραλέως προς το μέλλον, αναζητήσας δια μέσου του κλασσικού πολιτισμού να ανασυνδέση τα επιβιούντα στοιχεία της ελληνικής και της βυζαντινής πολιτιστικής παραδόσεως προς τας νέας αντιλήψεις, αι οποίαι μεταλαμπαδευθείσαι εις τα κηρύγματα της Γαλλικής Επαναστάσεως προδιέγραφον το μέλλον της Ευρώπης και του Κόσμου». Βλ. επίσης Δ. Καραμπερόπουλος, «Η Δημοκρατική Ενοποίηση του Βαλκανικού Χώρου στο Επαναστατικό Σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή», Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 10, εκδόσεις Δομή, passim.
    26. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 53, 106.
    27. Και στον ελληνικό ηγεμονισμό (ιδίως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες) εντοπίζει την τραγικότητα του παραδείγματος του Ρήγα ο Ζιάκας Αυτοείδωλον εγενόμην, ό.π., σελ. 284, στην ίδια κατεύθυνση πιο αναλυτικά T o y n b e e, Oι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, ό.π., σελ. 292 επ., πρβλ. (για τη διοίκηση των Φαναριωτών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες) και Ζοέλ Νταλέγκρ, Οι Έλληνες και οι Οθωμανοί, 1453-1923, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2006, σελ. 154, Rene Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2003, σελ. 213.
    28. Χατζηαντωνίου, ό.π., σελ. 271.
    29. Όπως σημειώνει η Μαρία Μαντουβάλου, Ο Ρήγας στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έκδ. Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, 1996, σελ. 81, «Ο Ρήγας με το έργο του έφερε στο προσκήνιο την παγκοσμιότητα του ελληνικού πολιτισμού, ως ενωτικού στοιχείου ετερόκλητων λαών».
    30. Ο Νικόλαος Σαρίπολος (θεμελιωτής του δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα) εντοπίζει γλαφυρά (αλλά από αμιγώς εθνοκεντρική σκοπιά) το «παράδοξο» γράφοντας στα 1865 : «Και όμως οικτρόν να το αναλογισθεί τις! Ενώ ότε το όλον Ελληνικόν Έθνος διετέλει δούλον, ηλλίνιζον αι παραδουνάβιοι επαρχίαι, αδελφοποιείτο η Σερβία, ουδόλως εδιχοστάτει η Βουλγαρία, η δε Θράκη και η Μακεδονία καθαρώς ελληνίδες επαρχίαι εσεμνύνοντο να λέγονται· μετά την της Ελλάδος όμως απελευθέρωσιν εν τω στενώ αυτής κύκλω περιορίσθη και κατεκλείσθη, εν στενώ πεδίω χαμαιζηλών παθών τον πύθον αυτής κυλίουσα, ενώ θρασείς κλώπες έναν προς έναν τους αδάμαντας του εθνικού αυτής διαδήματος κλέπτουσιν» (η παραπομπή από τον Αλέξη Πολίτη, Ρομαντικά Χρόνια-Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1998, σελ. 69).
    31. «Μικροκαρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους» κατά τον Hobsbawm, ό.π., σελ. 206. Δεν είναι επίσης ασήμαντο ότι, όπως επισημαίνουν οι Βερέμης/Κολιόπουλος, 1821 Η γέννηση ενός έθνους – κράτους (ό.π. υποσ. 19), σελ. 91: «Το προϊόν της ελληνικής εθνικής κίνησης, το ελληνικό εθνικό κράτος, δεν ικανοποίησε εν τέλει ούτε τους ανακαινιστές του έθνους ούτε τους υποστηρικτές της ορθόδοξης οικουμένης».
    32. Eric Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, έκδοση ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 206.
    33.Βλ.Ι. Κολιόπουλο,«Η μεγάλη Ιδέα της Εθνικής Ολοκλήρωσης»,εφημ.Καθημερινή, 12 Ιουνίου 2011.
    34. Όπως σημειώνει ο Κώστας ’ξελος, Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, ό.π., σελ. 34, «το τοπικό εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν είναι ο – έστω και περιορισμένος τόπος- όπου τοποθετείται μια οικουμενικότητα».
    35. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνό, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986, σελ. 198.
    36. Βλ. Γεώργιο Μεταλληνό, Ελληνισμός Μετέωρος, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1999, σελ. 23, 47
    37. Βλ. ιδίως Γ. Κοντογιώργη, ό.π. σελ. 163-172, πρβλ. και τις αναπτύξεις του Χρήστου Γ ι α ν ν α ρ ά , Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σελ. 183 επ.
    38. Βλ. γι’ αυτό Ν. Πανταζόπουλο, ό.π., σελ. 48.
    39. Κατά τον Toynbee (The Western Question in Greece and Turkey, London 1922, σελ. 17-18) η υιοθέτηση της αρχής του εθνικισμού (principle of nationalism) στα Βαλκάνια υπήρξε μια μοιραία δυτική ιδέα (fatal Western idea) γιατί οδήγησε σε συνεχείς σφαγές (massacre). Για τη θέση αυτή του Toynbee και εν γένει τη βία στα Βαλκάνια βλ. Mark Mazower, The Balkans (From the end of Byzantium to the present day), εκδ. Phoenix 2000, σελ. 144. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται ευσύνοπτα αλλά συνθετικά η γέννηση των βαλκανικών εθνικών κρατών. Για εκτενέστερη πραγμάτευση βλ. αντί άλλων L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453 (πρώτη έκδοση 1958 και δεύτερη με πρόλογο Traian Stoianovich εκδ. Hurst 2000) αλλά και Rene Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, εκδ. Παπαδήμα 2003. Για το πώς ο εθνικισμός διέρρηξε τη συνοχή των βαλκανίων και μετέβαλε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνισμός αντιμετώπισε τα Βαλκάνια βλ. ιδίως Β. Γούναρη, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων Από τον Διαφωτισμό έως τον Α ? Παγκόσμιο Πόλεμο εκδ. Επίκεντρο 2007. Επίσης για το πώς η ιστοριογραφία των εθνικών πλέον κρατών διαχειρίστηκε τον βυζαντινό – οθωμανικό μεσαίωνα στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, βλ. Δ. Σταματόπουλο, Το Βυζάντιο μετά το έθνος (το πρόβλημα της συνέχειας στις βαλκανικές ιστοριογραφίες), εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009.
    40. Και αντίστοιχα και στα άλλα εθνικά κράτη, που διαδέχθηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και καλλιέργησαν τη δική τους «Μεγάλη Ιδέα».
    41. Κατά την εύστοχη διάστιξη του Γ. Κοντογιώργη, ό.π., σελ. 162. Πρβλ. και Γεώργιο Μεταλληνό, Ελληνισμός Μετέωρος, ό.π., σελ. 22, «δεν πρόκειται πια για οικουμενικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά για αλυτρωτικό μεγαλοϊδεατισμό».
    42.Βλ.Θ. Ζιάκα,Το Παχύμας Δέρμα,(ανάτυπο 4 ομιλιών για το βιβλίοτου ’ντηΡοδίτη, «Δέκα χιλιάδες μέλλισσες, 2011, σελ. 25), ο οποίος σημειώνει (σελ. 29) «ότι η εθνοκάθαρση είναι σύμφυτη με τη νεωτερική νοηματοδότηση της εθνικής ιδέας και αναπόφευκτη στον δρόμο των απελεύθερων οθωμανικών εθνών προς την Εσπερία».
    43. Βλ. Κιτρομιλίδη, ό.π., σελ. 95. Βλ. πάντως και την κριτική στην πολιτειακή πρόταση του Ρήγα, η οποία κατά το συγγραφέα «απέδιδε υπέρμετρη βαρύτητα σε δικές του εμπειρίες και βιώματα .. και δεν αντιμετώπισε ρεαλιστικά τις εντάσεις και τις αντιφάσεις του εθνικού προβλήματος, καθώς δεν κατόρθωσε να προβλέψει την ισχύ των νέων συλλογικών ταυτοτήτων, τις οποίες εξέθρεψε ο νεότερος εθνικισμός», (ό.π., σελ. 93).
    44. Όπως σημειώνει ο Αξελός, ό.π., σελ. 424, η «νέου τύπου δημοκρατική συνεύρεση», αναδεικνύεται ως υπαρκτό προς επίλυση ζήτημα, δύο και πλέον αιώνες μετά τη δολοφονία του Ρήγα. Και είναι αυτό το στοιχείο, που εκτινάσσει στο διαρκές μέλλον μια πρόταση, που πνίγηκε στη γένεσή της, αποδεικνύοντας και στην περίπτωσή της την δύναμη και τον ρεαλισμό της ουτοπίας.
    45. Πρβλ. Βερέμη στο (συλλογικό) Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, έκδ. ΜΙΕΤ, 2003, σελ. 19.
    46. Την πρόκληση αυτή εντοπίζει – έστω αμήχανα- και η μη ελληνική διανόηση- ιστοριογραφία, ειδικά όσο προσεγγίζει (με καθυστέρηση) τη μεσαιωνική ελληνική κληρονομιά. Ενδεικτικά η Averil Cameron, The Byzantines, εκδ. Blackwell, 2006, σελ. 178 : «As far as the question of Byzantium and Europe is concerned the role of Greece is therefore a paradox at several levels precisely because it is seen as the very birthplace of European culture, and thus the seat of the values held most dear, is also the place where the legacy of Byzantium is most contentious». Βλ. από την ελληνική ιστοριογραφία – διανόηση τις διατυπώσεις της Ελένης Γλύκατζη- Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009, σελ. 254-255 «Μένει όμως το Βυζαντινό κατόρθωμα ζωντανό σαν θεμέλιο της εθνικής ταυτότητας κάθε Βαλκάνιου, αλλά και σαν ξύπνημα και προσήλωση στις αρχές που στηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως τα σήμερα, τη χριστιανοσύνη, τη ρωμιοσύνη και την ελληνοσύνη, που αναδεικνύουν ως πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία του ελληνισμού των μέσων χρόνων… Είναι λοιπόν ευρωπαίος κατά τον Valery, αυτός που υπέστη την επίδραση της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, που γνώρισε την εμβέλεια των ρωμαϊκών διοικητικών θεσμών και που ζει σύμφωνα με την ιουδαϊκοχριστιανική πραγματικότητα».

    http://www.ideotopos.gr/%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7_%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1.html

  10. Π.Μ.H.C on

    Ο χαρακτήρας των επαναστάσεων: «εθνικοαπελευθερωτικές» ή «αστικές»;
    Η χειραφέτηση από την οθωμανική εξουσία ξεκίνησε από την περιφέρεια. ∆ύο ξεσηκωμοί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αξίζει να χαρακτηριστούν επαναστάσεις: των Σέρβων της επαρχίας του Βελιγραδίου το 1804 και των Ελλήνων, με έδρα την Πελοπόννησο και τα νησιά, το 1821. Και οι δύο αυτές περιφέρειες βρίσκονταν σε επαφή με την Ευρώπη, είτε με τη μορφή της άμεσης γεωγραφικής γειτνίασης, όπως στην περίπτωση των Σέρβων, είτε μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου κοινοτήτων της διασποράς και έντονης εμπορικής επικοινωνίας, όπως στην περίπτωση των Ελλήνων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επαναστάσεις πραγματοποιήθηκαν σε εδάφη που στο γύρισμα του αιώνα απολάμβαναν μία οικονομική ανάκαμψη, την οποία ακολούθησε μία περίοδος επιδείνωσης των συνθηκών αλλά και ριζοσπαστικοποίησης του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα των πολέμων και των ταραχών. Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, ο αγώνας της εθνικής ανεξαρτησίας ήταν ένα διπλό κίνημα: της ελίτ που έρχεται από το εξωτερικό και των ντόπιων ελίτ. ∆ίπλα σ’ αυτούς βρίσκεται η μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού.
    Η σερβική εξέγερση του 180410 είναι το πρώτο επεισόδιο της σειράς των επαναστάσεων του 19ου αιώνα στα Βαλκάνια. Ήταν πράγματι μια εξέγερση με καθαρά εθνικούς προσανατολισμούς και απώτερο στόχο την απελευθέρωση από τον Τούρκο δυνάστη, όπως αυτή παρουσιάζεται στην εθνική αφήγηση; Σαφώς όχι. Για το λαό το αίτημα ήταν η επιστροφή στον κοινοτικό τρόπο ζωής που είχε διαταραχθεί από τους πολέμους της Πύλης με την Αυστρία και τη Ρωσία στα τέλη του 18ου αιώνα και την αναρχία που ακολούθησε με την εγκατάσταση των γενίτσαρων11 και την αυθαιρεσία που τη συνόδευσε. ∆εν ήταν μια εξέγερση εναντίον του σουλτάνου, η εξουσία του οποίου ουσιαστικά δεν εμπόδιζε αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά μια στάση των χριστιανών απέναντι στους μουσουλμάνους σφετεριστές. ∆ίπλα στο λαό ήταν οι κνεζ (τοπικοί προύχοντες), οι έμποροι και οι μορφωμένοι Σέρβοι της διασποράς (κυρίως της Ουγγαρίας), που έβλεπαν την εξέγερση ως μέσο για την οικονομική και κοινωνική τους ανέλιξη και την αντικατάσταση των παλιών δομών με τον κόσμο της αγοράς. Αρχηγός της πρώτης φάσης της σερβικής εξέγερσης αναδείχθηκε ένα μέλος της ανερχόμενης εμπορικής τάξης, πρώην κλέφτης και επιτυχημένος έμπορος χοίρων με τεράστια περιουσία, ο Γεώργιος Πέτροβιτς- Καρατζόρτζεβιτς, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την πατριαρχική αγροτική αυτοδιοίκηση σε μια αστική κοινωνία.
    Πρωταγωνιστής της δεύτερης φάσης της σερβικής εξέγερσης, και μετέπειτα πρίγκιπας και βασιλιάς της Σερβίας, ήταν ο Μίλος Ομπρένοβιτς. Το προσωπικό όφελος του Μίλος από τη διαδικασία αυτή ήταν τεράστιο, καταδεικνύοντας τα οφέλη που αποκομίζουν οι ελίτ από εθνικοαπελευθερωτικές διαδικασίες που γίνονται προσχηματικά για το καλό και το συμφέρον όλων. Το 1840 ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης και κατείχε το μονοπώλιο του αλατιού σ’ ολόκληρη τη Σερβία. Η μεταρρύθμισή του στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Και βάσει της συνειδητής επιλογής του Ομπρένοβιτς υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, η σερβική επανάσταση μετέτρεψε την κοινοτική οργάνωση της οθωμανικής επαρχίας σε μια εθνική οικονομία μικρής ατομικής ιδιοκτησίας. Η κατάλυση της τουρκικής διοίκησης, που επέτρεπε μόνο σε Τούρκους την άσκηση κάποιων επαγγελμάτων, έδωσε τη δυνατότητα στους Σέρβους να γίνουν ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτό ενίσχυσε την νέα αστική κοινωνία.
    Αντίστοιχα χαρακτηριστικά έχει και η ελληνική επανάσταση του 1821. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποκίνηση της ελληνικής επανάστασης διαδραμάτισε η Φιλική Εταιρεία. Αλήθεια, ποια ήταν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που συγκρότησαν αυτήν την οργάνωση; Το 54% των μελών της ήταν έμποροι, 13% ελεύθεροι επαγγελματίες, 12% προύχοντες, 9,5% κληρικοί, 9% αρματολοί και κλέφτες και μόλις 0,6% αγρότες (Κοππά, 2002). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες αποτελούσαν ήδη ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης. Είχαν ουσιαστικά ιδρύσει μια εμπορική αυτοκρατορία στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Daikin, 1973). Κατά τον 18ο αιώνα κατείχαν τα τρία τέταρτα του διαμετακομιστικού εμπορίου στην ανατολική μεσόγειο (Σβορώνος, 1956). Οι έμποροι ήταν λοιπόν οι πρωτοπόροι της ελληνικής επανάστασης και η συμμετοχή τους σε τέτοιο ποσοστό δίνει έναν τόνο περισσότερο αστικό, παρά εθνικοαπελευθερωτικό. Η Φιλική Εταιρεία επέλεξε ως τόπο διεξαγωγής της επανάστασης την Πελοπόννησο. Γενικά, η τουρκική κατοχή στην περιοχή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια στρατιωτική παρουσία σε ορισμένες πόλεις και οχυρές θέσεις. Σε πληθυσμό 400.000 κατοίκων οι Τούρκοι αποτελούσαν μόλις το 10% (Daikin, 1973). Η οθωμανική κυριαρχία ήταν προτιμότερη από την ενετική γιατί οι φόροι ήταν ελαφρότεροι, η διοίκηση λιγότερο ικανή και επομένως λιγότερο αυστηρή και οι μουσουλμάνοι πολύ πιο ανεξίθρησκοι από τους καθολικούς.
    Παρά τον φαινομενικά ενιαίο σκοπό για τον οποίο οι Έλληνες άρχισαν την επανάσταση, υπήρξε μια ποικιλία στόχων, και τέτοια σύγκρουση συμφερόντων, ώστε κατά τη διάρκεια του αγώνα η ιδιοτέλεια, η τοπικότητα και η εμφύλια σύγκρουση έγιναν συνώνυμα της κινητοποίησης. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις ήθελαν την οθωμανική κοινωνία χωρίς τους Τούρκους, οι έμποροι ήθελαν αστικό κράτος για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, οι στρατιωτικοί (αρματολοί – κλέφτες12) ήθελαν να αποκτήσουν για λογαριασμό τους αντίστοιχες ανεξάρτητες σατραπείες και να γίνουν μικρογραφίες του Αλή-Πασά. Τα χαμηλότερα στρώματα ήθελαν να βελτιώσουν τη θέση τους, να γλιτώσουν από τους φόρους, να γίνουν ιδιοκτήτες και ν” αυξήσουν την έκταση της γης που καλλιεργούσαν. Πάντως, ο λαός σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργοποιείται περισσότερο από τον παράγοντα φόβο παρά από τα οφέλη που ενδεχομένως θα λάβει. Ανάμεσα στις φτωχότερες και τις πλουσιότερες τάξεις υπήρχε πάντα η σύγκρουση. Ο λαός δεν αποτελούσε μια ομοιόμορφη τάξη, και δεν είχε αρχηγούς, ούτε διανοούμενους ή πολιτικούς να τον καθοδηγήσουν. Αρχηγοί του τελικά ήταν οι τοπικοί προύχοντες, πού βρίσκονταν πολύ ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα και με τους οποίους τον ένωναν πελατειακές σχέσεις και σχέσεις πατρωνίας.
    Όσον αφορά την Εκκλησία, πέρα από αρκετές περιπτώσεις ενεργούς συμμετοχής κατά κύριο λόγο κατώτερων κληρικών στο κίνημα, σε γενικές γραμμές η θέση της εκκλησίας και του Πατριαρχείου ήταν αντιδραστική. Αυτή η στάση πηγάζει από την θεσμική σχέση του Πατριαρχείου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ουσιαστικά, ο πατριάρχης ήταν ο υπουργός της Πύλης επί των χριστιανικών υποθέσεων. Έχαιρε πλήρους αυτονομίας, εμπιστοσύνης και σεβασμού από τον σουλτάνο, και η εξουσία του είχε αναβαθμιστεί σε σύγκριση με την προηγούμενη, βυζαντινή περίοδο. Η οικονομική και πολιτική ισχύ της εκκλησίας αυξήθηκε, καθώς εξαιρέθηκε από την καταβολή φόρων και ανέλαβε τις πολιτικές εξουσίες που αφορούσαν τη διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων του χριστιανικού μιλιέτ. Με λίγα λόγια, η εκκλησία ήταν ένας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αυτοκρατορίας και λειτουργούσε ως όργανο νομιμοποίησης της οθωμανικής εξουσίας.
    Συμπερασματικά, οι τοπικές ολιγαρχίες και ελίτ είδαν την επανάσταση ως την ευκαιρία για να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους σε αντικατάσταση της τούρκικης εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι «εθνικοαπελευθερωτικές» επαναστάσεις στην Σερβία και στην Ελλάδα ήταν περισσότερο «αστικές» παρά «εθνικές» Για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού η ζωή δεν άλλαξε δραματικά, ούτε καλυτέρευσε όταν η εθνική κυριαρχία «αποκαταστάθηκε». Η κοινοτική οργάνωση εξακολουθούσε να εμπνέει τους αγροτικούς πληθυσμούς και οι νέες «εθνικές ταμπέλες» δεν ήταν σε θέση να τους κινητοποιήσουν. Χρειαζόταν επομένως μια νέα συγκεντρωτική εξουσία και μια νέα ιδεολογία για να τους εντάξει ολοκληρωτικά στο νέο κοινωνικό σχηματισμό και στις ανάγκες πλέον της αγοράς. Την αποστολή αυτή ήρθε να εκπληρώσει το νεωτερικό κράτος, με σημαία του φυσικά τον εθνικισμό.

    10 Η πρώτη φάση της σερβικής επανάστασης διαρκεί από το 1804 έως το 1813, ενώ η δεύτερη ξεκινά το 1815 και τερματίζεται οριστικά το 1834. Επιστροφή
    11 Γενιτσαροκρατία, 1801-1804. Επιστροφή
    12 Οι κλέφτες λήστευαν τόσο τους χριστιανούς όσο και τους μουσουλμάνους, αλλά η λαϊκή φαντασία και αργότερα η εθνική μυθοπλασία τους μετέτρεψε σε υπερασπιστές των Ελλήνων καταπιεζόμενων που αγωνίζονταν εναντίον των Τούρκων καταπιεστών. Επιστροφή

  11. Χρ. on
  12. Β.Α. on

    http://eranistis.net/wordpress/2013/08/24/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%B2%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5-%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%B5%CE%AC%CE%BD-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC/

    Κατεβάστε δωρεάν 25 βιβλία για την Επανάσταση του 1821 (PDF). Κλικάρετε απλώς στους συνδέσμους:

    «Greece on the ruins of Missolonghi» by Eugène Delacroix.
    “Greece on the ruins of Missolonghi” by Eugène Delacroix.
    Τρικούπη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1)

    Τρικούπη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (2)

    Τρικούπη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (3)

    Τρικούπη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (4)

    Γιάννης Κορδάτος , Η Κοινωνική σημασία της Ελλ.Επαναστάσεως

    Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826)

    Μακρυγιάννη-Απομνημονεύματα

    Χέρτσβεργ-Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως (1)

    Χέρτσβεργ-Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως (2)

    Χέρτσβεργ-Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως (3)

    Χέρτσβεργ-Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως (4)

    ΦΩΤΑΚΟΥ-Απομνημονεύματα

    Τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

    Π. Πατρών.Γερμανού- Υπομνήματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως της Ελλάδος Από του 1820 μέχρι του 1823

    Ν.Σπηλιάδης-τΓ

    Περραιβός, Χριστόφορος, Απομνημονεύματα πολεμικά

    Οι Έλληνες της διασποράς – Βουλή των Ελλήνων

    Ανδρέας Μιαούλης – Υπόμνημα Βασιλικού Ναυτικού

    ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ

    AΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ – ΑΝΕΚΔΟΤΑ

    Ιωάννης Φιλήμων – Δοκίμιον Φιλικής Εταιρείας

    ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΑΙΒΟΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ

    ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΑΙΒΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗ ΠΑΡΓΑΣ

    ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΑΙΒΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΝΕΚΟΣ – ΚΩΛΕΤΗΣ

  13. François Richard on

    «Πολλές φορές απορώ πως κατόρθωσε να επιβιώση η χριστιανική πίστη στην Τουρκία και πώς υπάρχουν στην Ελλάδα 1.200.000 Ορθόδοξοι. Και να σκεφτή κανείς ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει υποστή ο Χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς, που αντιμετωπίζει σήμερα η ανατολική Εκκλησία… Και όμως οι Έλληνες είναι ευτυχισμένοι που παραμένουν Χριστιανοί. Νομίζω πως αυτό οφείλεται στην λατρεία που τρέφουν στην Παναγία… Σε όλα τα σπίτια βλέπεις εικόνες της Παναγίας. Είναι ο φρουρός ή καλύτερα η νοικοκυρά του σπιτιού. Σ’ αυτήν την εικόνα στρέφουν το βλέμμα, όταν τους συμβή κάτι κακό, ικετεύοντάς την βοήθειά της. Σ’ αυτήν απευθύνονται για να ευχαριστήσουν τον Θεό, αν με τη δική της μεσολάβηση έλθη κάτι καλό στο σπιτικό τους…Ο ίδιος διαπίστωσα με πόση φυσικότητα, με πόση ευγλωττία και συγκίνηση μιλούν στις οικογενειακές τους κουβέντες γι’ αυτή τη βασίλισσα των Ουρανών» Γάλλος Ιησουίτης »

    François Richard, 1657 Relation de Ce qui s’est Passé de plus Remarquable a Saint-Erini isle de l’Archipel depuis l’Etablissement des Pères de la Compagnie de Iesus en Icelle. Avec la Declaration de Plusieurs Choses Memorables Touchant le Rit [et] la Creance des Grecs de ce Temps, et Touchant les Feux Sous-terrains, qui Sortirent du Fond de la Mer l’an 1650

  14. Β... on

    1829 Ανοιξη – Η κίνηση των 56 Λιάπηδων αγάδων

    Επιστολή Σπηρομήλιου προς Δημ.Υψηλάντη

    «Εκλαμπρότατε στρατάρχα,

    Ο πατήρ μου με γράφει από Χειμάρα κατά την κ’Απριλίου ότι πενηνταέξ αγάδες της Λιαπουριάς συνηνώθησαν σφικτά και ενόρκως αναμεταξύ των και τον εκοινοποίησαν τα ακόλουθα:
    α’) Ότι είναι έτοιμοι να στήσουν την Ελλ.σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα.
    β’) Να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
    γ’) Να καθυποτάξουν εις το Ελλ.Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους Ελληνικούς νόμους, ζητούν δε,
    (ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΩΡΑ)
    α’) Θρησκευτικήν ελευθερίαν-ΔΗΛΑΔΗ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ.
    β’) Την διαφύλαξιν της τιμής των χαρεμίων των.-ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΡΕΜΙΑ ΜΑΣ.
    γ’) 200.000 γρ.ανά χείρας προς εξοικονόμησίν των.-ΠΑΡΑΔΑΚΙ

    Αν η Σεβαστή Κυβέρνησις εγκρίνη τας προτάσεις ταύτας των αγάδων, επιθυμούν να λάβωσιν έγγραφον επικύρωσιν από τον εξοχώτατον Κυβερνήτη και τότε δίδουν ενέχυρα τα τέκνα των και μερικούς από τους εγκρίτους αγάδες. Επειδή δε έχουν πίστην πολλήν εις εμένα ζητούν να πηγαίνω εκεί εφωδιασμένος με γράμματα της Κυβερνήσεως προς τον Ιλιάς αγάν Λέκα, Καδή-Λέκα και λοιπούς αγάδες. Ευρισκόμενος υπό την οδηγίαν σας, εκλαμπρότατε, κρίνω χρέος μου ν’αναφερθώ κατ’ευθείαν προς την εκλαμπρότητά σας, ώστε να διευθύνετε την αναφορά μου όπου ανήκει.
    Δεν ηξεύρω αν η πολιτική συγχωρήσει εις την σεβαστήν Κυβέρνησιν να δεχθή τ’ανωτέρω. Δεν λανθάνει όμως εις την φρόνησίν σας, ποία και πόσα καλά μέλλουν να είναι τα επακόλουθα ενός τοιούτου αντιπερισπασμού μέσα εις το κέντρον της Αλβανίας και , μάλιστα, ενώ μετά την επανάστασιν αυτών των αγάδων, θα ευκολυνθή η Χειμάρα και όλα τα λοιπά χριστιανικά χωρία να δράξωσι τα όπλα.
    Προσμένω την έγγραφον απόκρισηιν της υμετέρας υψηλότητος και μένω με όλον το σέβας.

    Τη 2 Ιουνίου 1829, Τεκέ των Θηβών

    Ο ευπειθής Αρχηγός της Φρουράς

    Σ.Μήλιος»

    ————————–

    «Εκλαμπρότατοι Πρόεδροι και πρόκριτοι εις τας αθήνας των χωμάτων Ελλάδος, ο του Μεγαλειοτάτου Όθων ο Βασιλεύς της ελλάδος, αδελφικώς ασπαζόμεθα καις σας ειδοποιούμεν.

    Οι προφερόμενοι τον ασπασμόν φέρνομεν το παράπονόν μας εδαφιαίως, επειδή και εμείναμεν παν πτωχός λαός οι κάτωθεν καζιάδες επικράτειαι στον ξυρόν και πετρώδην τόπον, χωρίς καμμίαν επιστήμην, αλλά οπλοφόροι, αφού η Κωνσταντινούπολις εξουσιάστη από τους προτερινούς Σουλτάνους έως σήμερον εφερθήκαμεν υποταγμένοι εις τας προσταγάς των αφεντόπων Βεζιράδων, Πασάδων, Καϊμεκάμιδων έως Μουσελιμάδων. 33 Σουλτάνους σχεδόν 400 χρόνους εχήσαμεν το αίμα μας εις κάθε αιχμαλωσίαν, όπου τους είχον σταθεί, όμως όποιος δεν αγαπάγει Βασιλεία, αλλ’ ούτε θεότι αγαπάγει` τα προτετηρινά ουσούλια μας έλειψαν και μας έβαλαν νέα όπου δεν υποφέρονται στους τόπους μας` μας έβαλαν δωδεκάδα εις κάθε καζάν μας και έκριναν χατηρικώς και αδίκως όχι διά ριζιάν Θεού και του προφύτου μας αλλά ζιώρλεν και δυναστικώς ως εντόπιοι και όχι να κρένουν ως όλοι οι Βασιλείς του Ευρώπ` διά τούτο εγείναμεν αποστάται εις τον Βασιλέα μας όπου τον είχαμεν Βεκύλην και Πατέραν των όλων ημάς Μουσουλμάνων και επαραπονεύθημεν τόσες και τόσες φοραίς με αμάν και με δάκρυά μας και δεν μας έδειναν διάστημα, αλλ’ ούτε χαρτσουάλι ήγουν αναφοράν, μην ευσπλαχνίζωνταν η Βασιλεία διά εμάς τους φακήρ φουκαράδες, διά τούτο στέλνομεν τον επίτηδες άνθρωπόν μας να μιλήση διά ζώσης φωνής με την εκλαμπρότητά σας τα δέοντα, αν η Μεγαλειότης της Βασιλείας μας καμπολιέβη ήγουν μας δέχεται να γινώμεθα σιούδιτοι οι κάτωθεν 5 Καζαϊδες με καπιτουλατσιόνη Νόμους, όπου να μας δώση και να του δόσωμεν διά ησυχίαν μας` διά ριζάν Θεού όπου εγεννήθημεν γυμνοί και θα πεθάνωμεν. Εκ μέρους μεγαλοδυνάμου και αν ελπίδα σωτηρία δεν είναι διά εμάς ας πεθάνωμεν και από σπαθί ανθρώπων` αν ήπεν ο Θεός, έτσι ας γίνη` ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάϊδες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχιέ, Κουρβελιέσσι, Μαλακάστρα, η άνω και η κάτω του Μπερατιού και Τεπελένι και Ντιονίστα όλα 5 καζάϊδες παρακαλούμεν να ευσπλαχνισθή η Βασιλεία σας όχι και δεν μας αγαπάγει έχε ειπεί ο Θεός να αποθάνωμεν` δεν πλέον αγαπάμαι να ζήσωμεν απάνω εις την γην, και αν η Βασιλεία μας αγαπάγει μας ειδοποιείται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας και εγγύϊσιν διά εμπιστοσύνην με όπως η Βασιλεία αγαπάγει.

    Ο επιφερόμενος σας λέγη διά ζώσης και να μας απολογηθήτε ταύτα και του Θεού να γείνη. Οι αγαπητοί σας Πρόεδροι σαϊμπίδες των 5 καζάδων επιφαινόμενοι με τα σφραγιστήρια όλα. Έχομεν και τα έγγραφα του πρώην Μερχούμ Σανδραζεμέτα προς εμάς και ποίος μας κρένη, αλλά εν ημέρα κρίσεως να απολογηθώμεν. Όχι άλλο.

    Ακολουθούν 47 σφραγίδες μπέηδων και αγάδων.

    Ιδού όπου τα ανωτέρω σφραγιστήρια ως σαϊμπίδες του τόπου μας να τα παρατηρήσετε καλώς και να σας αποκριθώμεν με εγγύϊσιν διά σιγουριτά σας και διά ασφάλειαν.»

    1847 31/08 Ο κομιστής έφτασε στην Αθήνα αλλά ο Κωλέτης είχε ήδη πεθάνει.

    ΠΗΓΉ: «ΗΠΕΙΡΟΣ ιστορία του Βορείου Ελληνισμού» Κ.Α ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=275415

    —————————-

  15. Η ιστορική επίκληση των “νόμων” ως πρόσχημα μιας διχαστικής πολιτικής ………..

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΚΡΙΤΟΥΣ ΥΔΡΑΣ, ΣΠΕΤΖΩΝ ΚΑΙ ΨΑΡΩΝ

    Λονδίνο, Απρίλιος 1824 (ενώ η πρώτη δόση του 1ου δανείου έχει φθάσει στην Ζάκυνθο)

    … Μετ’ ολίγας ημέρας θέλομεν πάλιν πέμψει εις την σεβαστήν ημών Διοίκησιν με εν Αγγλικόν καράβι Δε Λίτλε Σάλλυ ετέρας λίρας μαλαγματένιας 60 χιλιάδας, ασφαλίζοντές τας έως εις Ζάκυνθον, εκείθεν δε θέλει τας μετατοπίσει η σεβαστή Διοίκησις όπως καλλιώτερον κρίνει. …

    … Γνώμη προσέτι των φιλελλήνων είναι να συστηθή η Γενική Διοίκησις εις τας Αθήνας, ων το λαμπρόν όνομα κολακεύει πάντοτε τα αυτία των φιλομαθών Ευρωπαίων· εκτός δε τούτου είναι και το κέντρον της νυν ελευθέρας Ελλάδος. Τούτο ημπορούμεν με βαιότητα να σας ειπή, ότι μεγαλητέραν κλίσιν προς το γένος προξενεί εις τον ενταύθα λαόν μια απόφασις της Ελληνικής Διοικήσεως συντείνουσα προς φωτισμόν της παιδείαν της Ελλάδος, παρά μια κατά του εχθρού νίκη. …

    Πρόθυμοι εις τας προσταγάς σας

    Ιω. Ορλάνδος

    Ανδρέας Λουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

    Ύδρα, Δεκέμβριος 1824 (Η παράδοση του Κολοκοτρώνη ισοδυναμεί σχεδόν με την λήξη του εμφυλίου, ενώ συνεχίζουν να καταδιώκονται οι Ζαήμης, Λόντος, Νικηταράς.)

    …έλαβα την κατανυκτικήν επιστολήν σας της _ Δεκεμβρίου λήγοντος, εξ ης βλέπω ότι προσήλθατε εις την Διοίκησιν, ομολογών ο ίδιος τα σφάλματά σας, και αιτών το έλεος των νόμων ως αμαρτήσας εξ απάτης, προτείνων δε και τα όσα υπέρ πατρίδος εποιήσατε.

    Εγώ και τα δύο Σώματα της σεβαστής Διοικήσεως δεν ημπορούμεν να καταδικάσωμεν ουδέ να συγχωρήσωμεν τινά, έργον το οποίον οι νόμοι το αφιέρωσαν εις το δικανικόν, το οποίον η γενναιότης σας με τους άλλους συνελθόντας εις Επίδαυρον απεφασίσατε, ως επεκυρώθη εις Άστρος, να είναι ανεξάρτητον από τ’ άλλα δύο Σώματα, Βουλευτικόν και Εκτελεστικόν. Βλέπω όμως μ’ ευχαρίστησιν να λέγετε ότι δεν προστρέχετε μόνον εις το έλεος, αλλά και εις την δικαιοσύνην των νόμων. Αφού λοιπόν συστηθή η επιτροπή, η επέχουσα τόπον γενικού κριτηρίου, εκεί θέλουν εξετασθή αι πράξεις σας. Βεβαιωθήτε ότι όσον εγώ είμαι προσηλωμένος εις την στερέωσιν των νόμων, διότι άνευ τούτων πρέπει να καταντήσωμεν εις αναρχίαν και να απολεσθώμεν κακοί και καλοί όλοι ομού, άλλο τόσον επιθυμώ να μην αφανισθή κανείς από τους όσοι συνήργησαν κατά τι σημαντικώς εις το μέγα έργον της ελευθερώσεώς μας, πολλώ μάλλον όταν και αμαρτήσαντες αποδειχθή ότι ημάρτησαν απατώμενοι, και όταν, ως την γενναιότητά σας, εις τον θάνατον του μεγαλητέρου υιού σας έλαβαν θεόθεν τιμωρίαν τινά της αμαρτίας των. Εάν θέλωμεν όμως να στερεώσωμεν [τους νόμους] πρέπει και να συνηθίσωμεν να μη τους παραβλέψωμεν και να μην ανανεώσωμεν τας καταχρήσεις· δια τούτο ως υποπεσών εις κατηγορίαν, πρέπει να κριθήτε· βεβαιωθήτε όμως ότι εγώ πρώτος θέλω φοντίσει να έμβωσιν εις την πλάστιγγα της Δικαιοσύνης όλαι αι αγαθαί πράξεις σας, μεταξύ των οποίων θέλει συναριθμηθή βέβαια και η ειλικρινής ομολόγησις των σφαλμάτων σας, ίσως και ισοσταθμίσουν εναντίας πράξεις σας, το οποίον το δικανικόν θέλει αποφασίσει ως το μόνον έχον το δικαίωμα τούτο. …

    Ο πατριώτης

    Γεώργιος Κουντουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Λονδίνο, Φεβρουάριος 1825 (Λίγο μετά την λήξη του εμφυλίου, ενώ ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται ανενόχλητος στην Πελοπόννησο και ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται φυλακισμένος στην Ύδρα)

    … η αναχώρησίς μου από την πατρίδα έγινε πριν της αρχής του παρόντος ιερού υπέρ ελευθερίας αγώνος του Γένους, όμως αφ’ ου ο πόλεμος ήρχισεν, εγώ επροσήλωσα πάσαν την προσοχήν μου εις τα γιγαντιαία του Ελληνικού λαού· και επειδή έκαμα τας σπουδάς της νομικής επιστήμης εις την Ακαδημίαν της Κανταβριγίας [Cambridge], ήτις νομίζεται εν των πρώτων πανεπιστημίων της Μεγάλης Βρεττανίας, εκεί διατρίβων έλαβα περίστασιν να γνωρισθώ με πολλά σημαντικά υποκείμενα· …

    Αυτός είναι λοιπόν ο κίνδυνος τον οποίον η Ελλάς τρέχει, αν η Διοίκησις δεν λάβη το ογληγορώτερον τα πλέον δραστήρια μέτρα δια να εμποδίση την συμφοράν, την οποίαν οι κακοφρονες αυτοί στασιώται αγωνίζονται με το φέρσιμόν των να φέρωσιν εις το αναγεννώμενον Γένος μας. Αλλ’ αυτοί άρα αφ’ εαυτού των ποιούσιν αυτάς τας ταραχάς, και εξ ιδίας προαιρέσεως αντιπολιτεύονται κατά της νομίμου Διοικήσεως, ή είναι εις το μέσον και μηχανουργήματα ξένων; Δεν είναι απίθανον ότι και ξένοι αγωνίζονται να διασπαράξωσι την Ελλάδα δια τα ίδιά των συμφέροντα. Όλος ο κόσμος ομολογεί ότι το θέσπισμα της Βουλής το οποίον εδιώρισε την πραγμάτευσιν του δανείου εις τούτην την πόλιν, ήτον εν μέτρον πολλά συνετόν και πολιτικόν, του οποίου το αποτέλεσμα δεν εδύνατο να είναι άλλο παρά ωφελιμώτατον και σωτηριωδέστατον εις την Ελλάδα. …

    Δια να δείξη δε η Ελληνική Διοίκησις ότι πράττει κάθε τι κατά νόμον, αναγκαίον είναι κάθε στασιώτης όταν πιάνεται, να κρίνεται, και ούτως να καταδικάζεται κατά το μέγεθος του εγκλήματός του· και αν ήτο τρόπος να ετυπώνετο και η κατηγορία, το ουσιωδέστερον μέρος των μαρτυριών, και η απόφασις των κριτών. Ο πολιτικός σκοπός τούτου είναι διπλούς· το μεν, ότι οι πολίται πληροφορούνται ότι οι κακούργοι κατεδικάσθησαν κατά νόμον, το δε, ότι εκ τούτου μανθάνει και ο κόσμος ότι οι Έλληνες επιθυμούσι την ευνομίαν. …

    Της Εκλαμπρότητός σου πρόθυμος πατριώτης και ταπεινότατος δούλος

    Νικόλαος Μανιάκης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Λονδίνο, Φεβρουάριος 1825 (ενώ ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται ανενόχλητος στην Πελοπόννησο και ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται στην φυλακή της Ύδρας)

    … Τώρα δε όχι ημείς, αλλά όλοι οι φίλοι της Ελλάδος και όσοι επιθυμούν την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος και εις ένα λόγον την ύπαρξίν της, προσμένουν κεχηνότες [με το στόμα ανοιχτό] να μάθουν και την αυστηράν τιμωρίαν των κατά τους νόμους φυσικούς και ηθικούς όλου του κόσμου, διότι χωρίς την εκτέλεσιν των νόμων, ούτε κοινωνία, ούτε ευδαιμονία ημπορεί να υπάρξη· πολλά περισσότερον εις ένα τόπον επαναστατημένον, όπου είναι ανάγκη όλη η αυστηρότης των νόμων. Όθεν αν κατά την ευχήν ημών και των φίλων της Ελλάδος η σεβαστή Διοίκησις έκρινεν αυτούς τους φατριαστάς δι ενός πολεμικού κριτηρίου εις διάστημα 24 ωρών και τους κατεδίκασεν εις θάνατον και χωρίς να τους πιάση, ο Πρόεδρος θέλει αθανάτισε το όνομά του, θέλει ελευθέρωσε δια πάντα την Πατρίδα από τας εσωτερικάς διχονοίας κινδυνοτέρας από τας προσβολάς των τυράννων εχθρών της Πατρίδος, και θέλει εστερέωσε δια πάντα την Διοίκησιν, και με αυτήν και την εξωτερικήν της πολιτικήν κοντά εις όλα τα γαμπινέτα [κυβερνήσεις] και θέλει προς τούτοις σύρει την προσοχήν των όλην. Η Αγγλία, καθώς δε και η Γαλλία, ως περί αυτής κατωτέρω θέλομεν σας αναφέρει κατά τας πληροφορίας του Λουριώτου μας εις την διατριβήν του εις Παρίσια, είναι και φέρονται πολλά ευνοϊκώς, και ευνοϊκώτερα ήθελον φερθή, εάν δεν εφοβούντο τας διχονοίας και σχίσματα των προεστών, τα οποία κατά φυσικόν λόγον ημπορούν να αδυνατίσουν την Ελληνικήν Διοίκησιν και επομένως να μη κομπρομεταρισθούν [έρθουν σε συμφωνία] με την Ρουσσίαν δια τας επικρατούσας διαφοράς της με την Τουρκίαν. …

    Ανάγκη όμως η Διοίκησις να δείξη δραστηριότητα και να παιδεύση τους αντάρτας δια θανάτου και να δείξη δι έργου εις όλην την Ευρώπην, ότι η Ελλάς έχει Διοίκησιν και νόμους, και τους εκτελεί, και δεν τους φυλάττει γραμμένους. …

    Αύριον δε θέλομεν σας στείλη άλλο κοντράτον μ’ άλλον άνθρωπον επίτηδες, διότι είναι ανάγκη να σας φθάση ασφαλώς και γλήγορα δια να το βεβαιώσητε κατά τον ίδιον τρόπον οπού εβεβαιώσατε το άλλο πέρυσι, και μας το επιστρέψετε χωρίς αργοπορίαν ούτε μιας ώρας, δια να ημπορέσωμεν δι’ αυτής της επιβεβαιώσεως, κατά το κοντράτον, να σας στείλωμεν χρήματα μίαν ώραν πρότερον, δια να μη πάθωμεν την εντροπήν και την αργοπορίαν της αποστολής χρημάτων και τόσα άλλα άτοπα, όσα είναι πιθανά εις τας παρούσας περιστάσεις πολέμου, τα οποία επάθαμεν πέρυσι και εδοκιμάσαμεν μυρίας δυσκολίας, και δεν ημπορέσαμεν να σας προφθάσωμεν χρήματα, κατά τας ανάγκας της πατρίδος και χρέους μας και επιθυμίαν. …

    Η Αγγλία, κατά την σημερινήν πολιτικήν της Ευρώπης, είναι η μόνη Δύναμις, ήτις έχουσα συμφέροντα διαφορετικά από εκείνα της Ιεράς Συμμαχίας, θέλει υπερασπισθή πάντοτε τα συμφέροντα της Ελλάδος, διότι τα συμφέροντα της Ελλάδος είναι συμφέροντα της Αγγλίας· ύστερα από την Αγγλίαν φαίνεται ότι και η Γαλλία θέλει να εξακολουθήση την πολιτικήν της Αγγλίας εις τα πράγματα της Ελλάδος …

    ευπειθέστατοι και ταπεινότατοι θεράποντες

    Ιωάννης Ορλάνδος

    Ανδ. Λουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΛΑΖΑΡΟ και ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Λονδίνο, Απρίλιος 1825 (ενώ ο Ανδρούτσος έχει συλληφθεί από τον Γκούρα και ο Ιμπραήμ αρχίζει να εδραιώνεται στην Πελοπόννησο)

    … Τώρα οπού ο κύριος Γεώργιος είναι πρόεδρος, κρίνομεν χρέος μας να προβάλωμεν ότι πρέπει να αντιβραβευθούν όσοι εδούλεσαν πιστώς και υπερασπίσθησαν την Διοίκησιν, ως ο Γκούρας, Καρατάσσος, Διαμαντής, Βάσσος και άλλοι τοιούτοι της ξηράς, Μιαούλης Σαχτούρης και λοιποί της θαλάσσης, διότι ούτω πως πράττουσα η Διοίκησις εγκαρδιώνει αυτούς και όλους τους Έλληνας να είναι προσκολλημένοι εις αυτήν, να δουλεύουν πιστώς, προθύμως, με ζήλον και με ενθουσιασμόν και εν ενί λόγω να παρακινώνται οι πολίται εις την αρετήν, και δι’ αυτών να έχη η Διοίκησις στύλους ακλονήτους.

    Δια να στερεωθή καλήτερα η Διοίκησις, και να λείψουν εις το εξής οι ταραχοποιοί, επειδή και να τώρα κατετροπώθησαν οι αντάρται, εμπορούν με τον καιρόν να έβγουν άλλα ανθρωπάρια δια να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, κρίνομεν αναγκαίον να έχη η Διοίκησις μιαν αστυνομίαν τακτικήν, ήτις να μην είναι βασανιστική, αλλά να επαγρυπνή εις την διατήρησιν της εσωτερικής ησυχίας και εις τα κινήματα των στασιαστών, δια να τους παιδεύη κατά τους νόμους. …

    Οι φίλοι και δούλοι σας

    Ιω. Ορλάνδος

    Ανδρέας Λουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Ύδρα, Μάιος 1825 (λίγες μέρες πριν την μάχη στο Μανιάκι και εν μέσω γενικής απαίτησης για αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων)

    … Της αυτής με σε γνώμης είμαι κ’ εγώ, ότι το έβγαλμα από εδώ των ανταρτών είναι πολλά ολέθριον, και μεγάλως θέλει αμαυρωθή εντεύθεν η υπόληψις της Διοικήσεως, όχι δε ολιγώτερον και η της οικίας μας, και δια τούτο συμφωνώ να ενδώσης εις μόνον του Κολοκοτρώνη και των τριών Αρκαδίων οπλαρχηγών την απελευθέρωσιν, δια δε την έξοδον και των άλλων η επιμονή του Βουλευτικού πάσχισον όσον το επί σοι να ματαιωθή, διότι και η έξοδος αυτών όλων και η παραίτησίς σου, αν λάβη τέλος η επιμονή αυτή, θέλουν επιφέρει τον χαμόν της πατρίδος. …

    Ο αυτάδελφός σας

    Λάζαρος Κουντουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Λονδίνο, Μάιος 1825 (λίγες μέρες μετά την μάχη στο Μανιάκι)

    … Η Αγγλία, η Γαλλία και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Αμερικής, τα τρία πλέον φωτισμένα και πλέον δυνατά έθνη του κόσμου, φυλάττουν αυτό το σωτηριώδες σύστημα της επταετούς και πενταετούς διαρκείας των μελών της Διοικήσεώς των, και εμπορείτε να στοχασθήτε πόσον περισσότερον αναγκαίον και ωφέλιμον είναι αυτό εις την Ελλάδα. …

    Οι αδελφοί σας και πατριώται

    Ιω. Ορλάνδος

    Ανδρέας Λουριώτης

    ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ

    Λονδίνο, Ιούνιος 1825 (λίγες μέρες μετά την δολοφονία του Ανδρούτσου)

    … Μην γυρεύης τι εδοκίμασα τούταις ταις ημέραις με τον Ρικάρδον δανειστήν μας, όστις δια τας φημιζομένας κακάς ειδήσεις και τον εκ τούτων ξεπεσμόν του δανείου εις τα 13%, εζητούσε να υποχρεώση την αποστολήν να αγοράση το τέταρτον του δανείου. Τι θέλεις; Σχεδόν επιάσθηκα. Έχουν και τα δίκαιά των· άπειρα χάνουν με αυτόν τον κατεβασμόν των φόντων, [τα μέλη της Επιροπής του Λονδίνου -κυρίως βουλευτές των Whigs- έχαναν, γιατί το δάνειο ήταν ομολογιακό, διαπραγματεύσιμο στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου] καθώς και πέρυσι με το άλλο· από τον Φεβρουάριον οπού υπεγράφη το συμφωνητικόν έως σήμερον, τριακόσιες χιλιάδες λίρες χάνουν οι κρατούντες τα σκρίτα, και πόσα πέρυσι, και εκ τούτου μικροψυχούσι, και δεν έχει υπόληψιν το δάνειόν μας, επειδή μη να έχη τινάς γράμματά σας να τους ησυχάζη τας υποψίας των, από το άλλο μέρος ακούοντες ότι εσυγχωρήθησαν οι αποστάται, ενεκρώθησαν διόλου, λέγοντες, ότι εις την Ελλάδα δεν είναι Διοίκησις. Αδελφέ! Τέτοια σκυλιά τα φυλάττετε ακόμη; Κρίσιν θέλουν αυτοί; Και τι κακόν άφησαν να μην το κάμουν; Αν τα πράγματα της Ελλάδος έμειναν οπίσω, είναι αυτοί, οι μυριάκις χειρότεροι των Τούρκων, η αιτία· είκοσι μουρτάτες, βρωμόσκυλα, δεν εμπορείτε να κομματιάσετε, οπού εσήκωσαν τα άρματα κατά της Διοικήσεως, οπού έφαγαν τέσσαρας χρόνους τον Μωρέαν τον Ελληνικόν και έκαμαν παντός είδους κακόν; Ιδού τα αίτια της καταδίκης των· τι εννεαμελής επιτροπή; Τι κρίσις; Ιδού τι τους καταδικάζει εις μύριους θανάτους. …

    Ιωάννης Ορλάνδος

  16. […] Κυριακή εκπομπή στη Δημόσια Τηλεόραση με αφορμή την Επανάσταση του 1821  με θέμα “Eπανάσταση του 1821: Από το γένος στο […]

  17. Πώς παρουσιάζεται η Eλληνική Eπανάσταση (1821) στα Τουρκικά σχολικά βιβλία

    Το κείμενο που ακολουθεί είναι μετάφραση του τουρκικού σχολικού εγχειριδίου (Emin Oktay, Tarih, Lise: III, έκδ. 1988, σσ. 237-240) και καταδεικνύει τον τρόπο που διδάσκονται οι γείτονες την κοινή μας Ιστορία.
    Τα σχόλια και οι υποσημειώσεις είναι των συγγραφέων Κατσουλάκου Θ.,Τσαντίνη Κ. από το βιβλίο τους “Προβλήματα Ιστοριογραφίας στα Σχολικά Εγχειρίδια των Βαλκανικών Κρατών. Επανάσταση του. ΄21, Βαλκανικοί Πόλεμοι. εκδ. Εκκρεμές” (ηλεκτρονική μορφή κειμένου από 24grammata.com)
    Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1820-1829), κατά το Τουρκικό εγχειρίδιο
    Οι Έλληνες1, οι οποίοι είχαν περισσότερα προνόμια2 απ’ όλους τους χριστιανικούς λαούς που τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, ζούσαν κυρίως στην Ελλάδα3, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου, στη Δυτική Μικρασία και στα παράλια της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, όπου ήταν εγκαταστημένοι σε πόλεις και κωμοπόλεις και ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο και ιδιαίτερα με τη ναυτιλία.

    Οι Έλληνες είχαν υποταχτεί οριστικά στο οθωμανικό κράτος επί Μωάμεθ του Πορθητή4. Είχαν παραχωρηθεί τότε και σ’ αυτούς, όπως και στους άλλους χριστιανούς, ελευθερίες ως προς τα θέματα θρησκείας και γλώσσας. Στην Πελοπόννησο μάλιστα και στα νησιά του Αιγαίου οι Έλληνες ζούσαν σχεδόν αυτόνομοι5.

    Οι Οθωμανοί θεωρούσαν ανώτερους τους Έλληνες από τους άλλους χριστιανούς και τους διόριζαν σε ορισμένες θέσεις και ιδιαίτερα σε θέσεις διερμηνέων6. Ορισμένοι μάλιστα Έλληνες άρχοντες από το Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως προωθούνταν σε θέσεις ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας7.

    Σε σχέση με τους άλλους χριστιανικούς λαούς οι Έλληνες ήταν πιο εύποροι και πιο φωτισμένοι. Οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τη Ρωσία κατά τον 18ο αιώνα συντέλεσαν στη διάδοση εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών μεταξύ τους8. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου9 ξεσήκωναν τους Έλληνες σε κάθε ευκαιρία εναντίον του οθωμανικού κράτους. Όταν στη διάρκεια της εκστρατείας του 1768 ο ρωσικός στόλος είχε καταπλεύσει στην Πελοπόννησο, οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει, αλλά η επανάσταση είχε κατασταλεί αμέσως10. Στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης τα ελληνικά πλοία υπό τουρκική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα παντού και μονοπώλησαν το εμπόριο της Μεσογείου11. Έτσι πλούτισαν πολλοί Έλληνες που ζούσαν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης (όπως η Μασσαλία, η Τεργέστη, η Οδησσός) και ίδρυσαν στην Ελλάδα πολλά σχολεία και διέδωσαν σ’ όλους τους Έλληνες τις ιδέες της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Τις ιδέες τις ενίσχυσε η Γαλλική Επανάσταση. Τέλος οι Έλληνες ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση που στόχευε στην απόκτηση της ανεξαρτησίας τους και ονομαζόταν Εθνική Εταιρεία12.

    Η Εθνική Εταιρεία ιδρύθηκε αρχικά το 1814 στην Οδησσό από τρία άτομα (δύο Έλληνες και ένα Βούλγαρο)13. Ουσιαστικός στόχος της ήταν η επανίδρυση της αρχαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας14. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο τσάρος της Ρωσίας ήταν πληροφορημένοι σχετικά με την ίδρυση της Εταιρείας.

    Η Εθνική Εταιρεία ενδυναμώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και ίδρυσε πολλά παραρτήματα στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα. Οι κυριότεροι εύποροι και φωτισμένοι Έλληνες έγιναν μέλη της, ανάμεσά τους και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως15. Αρχηγός της ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας και υπασπιστής του τσάρου.

    Χάρη στις ενέργειες της Εθνικής Εταιρείας οι Έλληνες είχαν προετοιμαστεί πλήρως για να επαναστατήσουν. Δεν άφηνε όμως περιθώριο για να ξεσπάσει η επανάσταση ο Αλή πασάς16, βαλής των Ιωαννίνων, που ήταν γνώστης όλων των δραστηριοτήτων της Εταιρείας. Όταν πάντως ο Αλή πασάς έκανε τη δική του επανάσταση εναντίον του σουλτάνου, οι Έλληνες επωφελήθηκαν: ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες μ’ αυτόν, η Εθνική Εταιρεία αποφάσισε να ξεσπάσει η επανάσταση.
    σημειώσεις/ επεξηγήσεις
    1 Χρησιμοποιούνται δύο λέξεις στο τουρκικό κείμενο για την απόδοση του όρου «Έλληνες», “Rum” και “Yunan”. Η πρώτη αποδίδεται γενικά στους Έλληνες της Τουρκοκρατίας: ρωμιούς, ραγιάδες, ενώ η λέξη Yunan = Ίωνες, χαρακτηρίζεται η Ελληνική Επανάσταση και το ελληνικό κράτος. Με τον όρο “Rum” χαρακτηρίζεται και σήμερα η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως.

    Για ένα μεγάλο διάστημα Ρούμελη ονομαζόταν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οθωμανικό κράτος (Rum-eli, χώρα των Ρωμαίων, Ρωμιών, Ελλήνων, πρβλ. Ρωμυλία). Το άλλο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ασιατικό, ονομαζόταν Anadolu (Ανατολή).

    2 Το θέμα των προνομίων είναι αρκετά σκοτεινό ως προς την έκταση και την εφαρμογή σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Βασικό στοιχείο για την εκχώρησή τους υπήρξε η ειδική μνεία στο Κοράνι για τους λαούς της Βίβλου, χριστιανούς και εβραίους. Εδώ λαμβάνονται με την ευρεία έννοια, της παραχωρήσεως δηλαδή ελευθερίας σχετικά με τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κοινοτική διοίκηση και άλλα, που ποίκιλλαν κατά τον τρόπο παροχής, το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής. Η πολιτική των προνομίων χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους για να ενισχυθεί το ανθενωτικό πνεύμα των Ορθοδόξων.

    Στο κείμενο, πάντως, έμμεσα τονίζεται η «αχαριστία» των Ελλήνων, οι οποίοι, μολονότι είχαν περισσότερα προνόμια, επηρεασμένοι από τους ξένους, επαναστάτησαν.

    3 Εννοεί τη Στερεά Ελλάδα.

    4 Βλέπε 15η παρατήρηση του βουλγαρικού κειμένου.

    5 Προφανώς υπονοούνται τα προνόμια και οι οικονομικές διευκολύνσεις (αχτναμέδες) που χορηγήθηκαν σε ορισμένες περιοχές, όπως τα νησιά (Χίος, Κυκλάδες), η Ήπειρος (Γιάννενα, Ζαγοροχώρια), η Μακεδονία (Μαντεμοχώρια), που παράλληλα εξασφάλιζαν και τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γ. Κοντογεώργη, 1983, σ. 15. Αντίθετα η Πελοπόννησος δεν έχει προνομιακό καθεστώς και αρχικά παραχωρείται σε Τούρκους τιμαριώτες (βλ. Ι.Ε.Ε., ΙΑ΄, σ. 207). Τον 18ο αι. μεγάλες εκτάσεις κατέχουν Τούρκοι ιδιώτες στο Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη (Ι.Ε.Ε. σ. 210), ενώ όλη η Πελοπόννησος διαιρείται σε 24 βιλαέτια, Μ.Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν 1715-1821, ανατύπωση, Αθήνα 1978, σ. 99. Διοικείται από το «μόρα-βαλεσή» ως πασαλίκι με κέντρο την Τριπολιτσά. Ιδιότυπη εξαίρεση αποτελεί μόνο η Μάνη, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά και αυτοδιοικείται από ντόπιο καπετάνο, τον «μανιάτ-μπέη» (1776-1821), Π. Καλονάρου, Μάνη, εδ. Π. Πατσιλινάκος, Αθήνα 1981, σ. 57.

    6 Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης επάνδρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν ως διερμηνείς (δραγουμάνοι).

    7 Η ευνοϊκή μεταχείριση των Φαναριωτών από το σουλτάνο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εκτίμησης και της ειδικής μεταχείρισης που είχαν οι Έλληνες από την Υψηλή Πύλη. Άρα το συμπέρασμα για το μαθητή είναι εύλογα η αχαριστία των Ελλήνων προς τον «ευεργέτη» τους σουλτάνο. Αποσιωπάται τελείως η αδήριτη αναγκαιότητα που επέβαλε τους Φαναριώτες στην τουρκική διοίκηση ως Μεγάλους Διερμηνείς και ως ηγεμόνες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (1709-1821). Η ανάγκη επικοινωνίας με τις χώρες της Δύσης (συνθήκες-διομολογήσεις) κατέστησε απαραίτητη την παρουσία των γλωσσομαθών Φαναριωτών, μια και το Κοράνι απαγόρευε την εκμάθηση γλωσσών των απίστων.

    8 Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων θεωρούνται κινήματα που προήλθαν αποκλειστικά και μόνο από την επαφή των Ελλήνων με τη Ρωσία. Αγνοούνται όλα τα επαναστατικά κινήματα πριν από τον Μεγάλο Πέτρο. Τον 15ο αι. κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο επαναστατεί η Πελοπόννησος. Τον 16ο αι. η Ήπειρος και η Πελοπόννησος, παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Από το 1600 έως το 1611 ο επίσκοπος Διονύσιος Τρίκκης, ο «Σκυλόσοφος», ξεσηκώνει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο.

    9 Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος αναπροσαρμόζει την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αναζητώντας παράθυρο στο Νότο, και καλεί τους Έλληνες «εις το ασκέρι του και εις το μεγάλο φλάμπουρό του». Από τότε διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων θα έρθει από το ξανθό γένος του Βορρά, και αρχίζουν να διαδίδονται οι προφητείες του Αγαθάγγελου, Κ.Ν. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1869, σ. 213.

    10 Πρόκειται για τα Ορλωφικά κατά τη διάρκεια του Α΄ επί Μεγάλης Αικατερίνης Ρωσοτουρκικού πολέμου (1767-1774), που κλείνει με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, Τα Ορλωφικά, εν Αθήναις 1967.

    11 Τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι χάρη στη ρωσική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα τα ελληνικά πλοία. Η εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη των Ελλήνων οφείλεται φυσικά και στη γενικότερη οικονομική και πολιτική συγκυρία στη Μεσόγειο. Επισημαίνουμε ενδεικτικά ορισμένα γεγονότα: την παρακμή της Βενετίας, τη ναυτολόγηση Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ελληνικές παροικίες, την αδράνεια του εμπορικού αγγλογαλλικού στόλου λόγω των πολέμων, την πλήρη αδιαφορία των οθωμανικού στρατιωτικού κράτους για το θαλασσινό εμπόριο. Ασφαλώς σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η ναυτική παράδοση των Ελλήνων. Με ιδιαίτερη συμφωνία (1783), που ουσιαστικά ήρθε ως επεξήγηση των ασαφειών της προηγούμενης συνθήκης (1774), τα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία απέκτησαν το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα Στενά.

    12 Έτσι αποδίδεται η Φιλική Εταιρεία.

    13 Προφανώς το σλαβοκατάληκτο όνομα του Γιαννιώτη εμπόρου Αθανασίου Τσακάλωφ οδήγησε τον Τούρκο συγγραφέα να εκλάβει ως Βούλγαρο τον πιο μορφωμένο Έλληνα από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, του οποίου ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα. Ο Τσακάλωφ είναι γιος του Γιαννιώτη εμπόρου Ιωάννη Τσακάλογλου, που μετοίκησε στη Μόσχα για εμπορικούς λόγους και άλλαξε το όνομά του από Τσακάλογλου στο «ρωσοπρεπές» Τσακάλωφ, κατά τη συνήθεια της εποχής.

    14 Ο στόχος της Φιλικής δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με την προκήρυξή της «η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Έλληνας φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευση του Έθνους και, αν ο Θεός το συγχωρέσει, η ελευθερία του» (από κείμενο της Φιλικής στα κρατικά αρχεία της Ρουμανίας, που δημοσιεύτηκε στα Ντοκουμέντα για την ιστορία της Ρουμανίας, τ. Δ΄ σσ. 32-39, βλ. Η Επανάσταση του ’21. ΚΜΕ σ. 76). Η ελληνική άποψη είναι ότι μοναδικός «σκοπός της Φιλικής ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας και πέρα από αυτό δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι αποφασίστηκε οτιδήποτε άλλο, π.χ. ποιο θα ήταν το καθεστώς της ανεξάρτητης Ελλάδας βασιλεία ή αβασίλευτη δημοκρατία» (Ι.Ε.Ε., τ. ΙΑ΄, σ. 425).

    15 Νεότερες έρευνες πιστοποιούν τη σχέση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ με τους Φιλικούς, Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ εις έκθεσιν του Ολλανδού επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Παρνασσός ΙΒ (1976), 127-138. Αντίθετα ο τσάρος, που αρχικά αγνοεί την ύπαρξη της Εταιρείας, θα αντιταχθεί στα σχέδια του Υψηλάντη και των Φιλικών, όπως μαρτυρεί ο Καποδίστριας, απαντώντας σε επιστολή Έλληνα της Οδησσού, Βλ. Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, σ. 52.

    16 Πράγματι από τους βασικούς λόγους που επέβαλαν την επίσπευση της Επανάστασης ήταν η εμπλοκή της Πύλης σε πόλεμο με τον Αλή πασά. Αλλά ο Αλής ήταν εκείνος που περίμενε εναγωνίως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, όπως μαρτυρεί και το αλβανικό εγχειρίδιο (σ. 162), το οποίο αναφέρει ότι ο Αλής βοήθησε τη Φιλική Εταιρεία και ανυπομονούσε να ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση στο Μωριά, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν την Άνοιξη του 1820 η Πύλη τον καταδίκασε σε θάνατο, στήριξε τις ελπίδες του στους σαράντα χιλιάδες στρατιώτες του· ήλπιζε μάλιστα ότι ο σουλτάνος θα ζητούσε να συμβιβαστεί μαζί του.
    Κατσουλάκος Θεόδωρος και Τσαντίνης Κώστας

    http://www.24grammata.com/?p=2905

  18. Η ορφανή επανάσταση

    Είναι να απορεί κανείς με την εμμονή μερίδας ελλήνων αρθρογράφων να αναπαράγουν αστήρικτες και μάλλον φανατισμένες ιδέες για το πώς έγινε η επανάσταση του 1821 και ποιος είναι ο χαρακτήρας της. Το γεγονός βέβαια δεν βολεύει πολιτικά, διότι ανήκει σ’ εκείνα τα σπουδαία συμβάντα του 19ου αιώνα, που θεμελίωσαν τα σύγχρονα εθνικά κράτη και έβαλαν τέλος στις υπερεθνικές μοναρχίες της Ευρώπης.

    Η ελληνική επανάσταση μάλιστα, που οδήγησε στην παλιγγενεσία ενός ιστορικού έθνους, προκάλεσε μεγάλο κύμα φιλελληνισμού στη ρομαντική Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ των αρχών του 19ου αιώνα. Είναι έκτοτε ένα παγκόσμιο γεγονός, που το ύμνησαν όλοι οι σπουδαίοι λόγιοι του δυτικού κόσμου, από τον Γκαίτε και τον Ουγκώ, μέχρι τον Ντελακρουά και τον Μπάϋρον. Γιατί; Διότι η Ελλάδα έγινε το κορυφαίο σύμβολο της νίκης εναντίον του δεσποτισμού.

    Οπότε, μέσα στο τρέχον κλίμα του ραγιαδισμού, η επανάσταση του 1821 είναι μάλλον ορφανή. Και έτσι μπορεί κανείς να διαβάζει εκνευρισμένα κείμενα, σαν αυτό του Νίκου Δήμου, τα οποία μάλιστα είναι τόσο ακραία, που πραγματικά προκαλούν απορία: είναι δυνατόν κάποιος να ισχυρίζεται ότι το ’21 δεν το έκαναν οι οπλαρχηγοί αλλά οι έμποροι; Τι είδους ιστορία είναι αυτή; Καινούργια;

    Ποιοι μπήκαν στην Τριπολιτσά; Ο Ανδρέας Συγγρός; Ή ο Σίνας από τη Βιέννη; Ο Κολοκοτρώνης δεν μπήκε; Ποιος απελευθέρωσε την Καλαμάτα; Δεν ήταν ο Πετρόμπεης με τους μανιάτες; Ποιος ήρθε; Ο Σταύρος Νιάρχος; Είμαστε με τα καλά μας; Ποιος ιστορικός έχει γράψει τέτοια πράγματα;

    Αλλά δεν ήταν φυσικά μόνοι τους οι οπλαρχηγοί. Ήταν φυσικά και οι πρόκριτοι και οι επίσκοποι. Ποιοι έκαναν τη σύσκεψη της Βοστίτσας, όπου αποφασίστηκε η εξέγερση; Οι λόγιοι του Διαφωτισμού; Ο Κοραής την έκανε; Η ο ανώνυμος της Νομαρχίας; Ήταν τα μέλη της Φιλικής, ο Παπαφλέσσας, οι πρόκριτοι και 7 μητροπολίτες του Μωριά, που ήταν και αυτοί μέλη της Φιλικής. Είναι δυνατόν να εξεγέρθηκαν οι μωραϊτες και οι στερεοελλαδίτες, χωρίς τους παπάδες τους; Τι ήταν, μέλη του ΚΚΕ; Τον 18ο αιώνα, όλες οι κοινότητες των ελλήνων ήταν κοινότητες ελληνοορθόδοξες. Επικεφαλής των κοινοτήτων τους ήταν πάντα ο ιερέας, δεν ήταν ο Καμίνης.

    Επομένως, ο ρόλος της εκκλησίας στο ’21 ήταν καθοριστικός. Ο αφορισμός του Πατριάρχη είναι άλλης τάξεως ζήτημα, διότι ο Γρηγόριος ήταν Οθωμανός αξιωματούχος. Προφανώς εξαναγκάστηκε, απειλούμενος με τη σφαγή των ελλήνων της Πόλης. Αυτό εξάλλου λέει και ο ίδιος ο Υψηλάντης. Του οποίου η προκήρυξη προς τους υπόδουλους ξεκινούσε με την φράση «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

    Είναι μάλλον άχαρο να επανέρχεται κανείς σε τόσο κομβικά και γνωστά γεγονότα. Αλλά δυστυχώς οι σύγχρονοι Έλληνες φαίνεται πως ντρέπονται για το παρελθόν τους και θέλουν να το ξεχάσουν, αφού πρώτα το φέρουν στα μέτρα τους.

    Όσοι ενδιαφέρονται να μελετήσουν τα γεγονότα, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στις πασίγνωστες πηγές, στα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών και στις γνωστές μελέτες του Σπυρίδωνος Τρικούπη, των σύγχρονων ιστορικών, του Σφυρόερα, του Σβορώνου, του Δεσποτόπουλου, του Σάμουελ Χάου, του Φίνλεϋ και συνοπτικά στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών.

    Το χρονικό

    26-29 Ιανουαρίου: Σύσκεψη Φιλικών, Προεστών και Μητροπολιτών στη Βοστίτσα. Εξετάζεται η πρόταση του Παπαφλέσσα για επανάσταση στο Μωριά. Αποφασίζεται ως ημέρα εξέγερσης η 25η Μαρτίου, εορτή του Ευαγγελισμού και εναλλακτικά η 21η Μαϊου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Σύσκεψη των οπλαρχηγών και των Φιλικών της Στερεάς στη Λευκάδα, πιθανόν στις 30 Ιανουαρίου, όπου αποφασίζεται με ενθουσιασμό η εξέγερση και ανακοινώνεται από τους Φιλικούς η απόφαση για εξέγερση την 25η Μαρτίου. «Γονυπετείς και δακρύοντες όλοι παρακάλεσαν τον Δημιουργόν να σώση την ανεγειρομένη Ελλάδα», αναφέρει ο Ιωάννης Ζαμπέλιος.

    24 Φεβρουαρίου: Ο Υψηλάντης κηρύσσει την επανάσταση των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών, με την περίφημη προκήρυξή του που αρχίζει με την φράση «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

    13 Μαρτίου: Σύναξη οπλαρχηγών και κληρικών στη Μονή της Αγίας Λαύρας υπό τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.

    17 Μαρτίου: Δοξολογία στην Αγία Λαύρα και ορκωμοσία των αγωνιστών, υπό τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, όπου αποφασίζεται η εξέγερση.

    20 Μαρτίου: Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ διατάζει τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε να αποκηρύξει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ως όρο για να δοθεί γενική αμνηστία στους χριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη και να ανακληθεί η εντολή γενικής σφαγής.

    22- 23 Μαρτίου: Δοξολογία στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, όπου ευλογούνται από 24 ιερείς τα όπλα των Μαυρομιχάλη, Παπαφλέσσα και Νικηταρά. Απελευθέρωση της Καλαμάτας. Αφορισμός του Υψηλάντη και των επαναστατών από τον Πατριάρχη. Ο Υψηλάντης είχε ήδη γράψει προς τον Κολοκοτρώνη: «Εσείς όμως να τα θεωρείται ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου».

    24 Μαρτίου: Έκρηξη της επανάστασης στη Φωκίδα (Σάλωνα). Σύσκεψη υπό τον Πανουργιά στη Μονή του Προφήτη Ηλία των προκρίτων Γιαγτζή, Κοντορήγα και Κεχαγιά και συνεννόηση με τους Δυοβουνιώτη και Αθανάσιο Διάκο. Στις 27 οι επαναστάτες ξεκινούν για τα Σάλωνα, τα οποία απελευθερώνουν στις 10 Απριλίου.

    25 Μαρτίου: Οι μητροπολίτες Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερκίνης Προκόπιος στήνουν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου των Πατρών ξύλινο σταυρό, πάνω στον οποίο οι οπλαρχηγοί και πρόκριτοι, Ζαϊμης, Λόντος και Ρούφος, ορκίζονται «Ελευθερίαν ή Θάνατον». Απελευθέρωση της Πάτρας.

    *Ο Απόστολος Διαμαντής είναι Πανεπιστημιακός και Συγγραφέας.

    http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.history&id=32784

  19. Τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική ιστοριογραφία αντιμετώπισε τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας εξετάζει η Χριστίνα Κουλούρη και επισημαίνει ότι η ιστορική έρευνα ουσιαστικά αδιαφόρησε για μια εις βάθος μελέτη του οθωμανικού κράτους και προτίμησε να ασχοληθεί μόνο με τις ελληνικές κοινότητες που ζούσαν στην επικράτειά του

    Οι «σκοτεινοί αιώνες» του οθωμανικού παρελθόντος μας

    Η περίοδος που εκτείνεται από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως την Ελληνική Επανάσταση και που αποκαλείται παραδοσιακά «Τουρκοκρατία» αποτελεί, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, την πιο σκοτεινή ­ δηλαδή «μη ένδοξη» ­ περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, σύγχρονη εποχή), όπου το έθνος εμφανίζεται να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, η Τουρκοκρατία, ως περίοδος δουλείας, σημαίνει παθητική συνέχεια του έθνους, το οποίο, υπόδουλο, αρκείται στη συντήρησή του. Η παθητικότητα αυτή δεν συνεπάγεται ωστόσο ουδέτερη ή αδιάφορη αντιμετώπιση εκ μέρους της ιστοριογραφίας. Αντίθετα, η ιστοριογραφική εικόνα της Τουρκοκρατίας χρωματίζεται με έντονο συναισθηματισμό και συγκινησιακή συμμετοχή. Η εξύψωση της Ελληνικής Επανάστασης σε μέγιστο γεγονός της εθνικής συνέχειας σήμαινε την αναδρομικά τελεολογική ερμηνεία της Τουρκοκρατίας: οι τέσσερις «σκοτεινοί αιώνες» θεωρήθηκαν κυρίως η προετοιμασία της εξέγερσης, λόγω των δεινών, των καταπιέσεων και των στερήσεων που σήμαινε για το ελληνικό έθνος η ξένη κυριαρχία. Η οθωμανική περίοδος ερμηνεύθηκε λοιπόν κατ’ εξοχήν εθνοκεντρικά, από τη σκοπιά του «καταπιεσμένου» έθνους, και το οθωμανικό κράτος παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως ένας μηχανισμός καταπίεσης.

    Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση δημιουργήθηκε τον περασμένο αιώνα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, δεδομένου ότι η ελληνική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από τα ρεύματα του ρομαντισμού και του θετικισμού αλλά και από τον θριαμβεύοντα εθνικισμό, αναπτύχθηκε ως εθνική ιστοριογραφία. Η επιστημονική, ακαδημαϊκή, ιστοριογραφία αλλά και οι εκλαϊκευτικές μορφές της ­ όπως είναι τα σχολικά εγχειρίδια ­ αναπαρήγαν το ίδιο σχήμα και μέσα στον 20ό αιώνα. Αλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρ’ όλο που ως τέλος της Τουρκοκρατίας αναφέρεται το 1821, για ένα μεγάλο μέρος των ελληνικής συνείδησης πληθυσμών το πραγματικό ιστορικό τέλος υπήρξε το 1922. Επί έναν αιώνα συνεπώς ένα τμήμα του έθνους βίωνε τη νεωτερική πραγματικότητα του έθνους-κράτους ενώ ένα άλλο τμήμα εξακολουθούσε να βιώνει τον πολυεθνικό συγκρητισμό της αυτοκρατορίας. Οι διαφορετικές αυτές εμπειρίες αποτυπώνονται σε μια ποικίλων αποχρώσεων βιβλιογραφία της προ του 1922 εποχής όπου στον μονοφωνικό ιστοριογραφικό «κανόνα» του εθνικού κράτους αντιπαρατίθεται η πολυφωνία των ρευστών συνειδήσεων και των πολλαπλών ταυτοτήτων πληθυσμών που βιώνουν το μεταίχμιο της μετάβασης.

    Η ρήξη και η άρνηση

    Η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας του οθωμανικού παρελθόντος, όπως συμβαίνει συνήθως άλλωστε με τις στερεότυπες σχηματοποιήσεις, δεν σήμαινε προηγούμενη ή παράλληλη ερευνητική δραστηριότητα. Αντίθετα, η ιστορική έρευνα έδειξε μάλλον αδιαφορία για το οθωμανικό παρελθόν. Για να είμαστε πιο ακριβείς, για λόγους που δεν συνδέονταν πάντα με την αποδοχή της κυρίαρχης εθνοκεντρικής εικόνας της Τουρκοκρατίας, η έρευνα προσανατολίστηκε στη μελέτη πτυχών της κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής εξέλιξης των ελληνικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας αλλ’ όχι στη μελέτη του ίδιου του οθωμανικού κράτους και των θεσμών του, της συγκρότησης της οθωμανικής κοινωνίας, των σχέσεων μεταξύ των ποικίλων κοινοτήτων.

    Χαρακτηριστικό αυτής της επιλογής είναι το γεγονός ότι υπάρχει ικανός αριθμός εδρών ιστορίας του ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας (με διαφορετικά ονόματα) στα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ αντίστοιχα σπανίζουν οι έδρες τουρκολογίας και οθωμανικών σπουδών. Η επιστημονική αδιαφορία προς τον παραδοσιακό «εχθρό» του ελληνισμού θα πρέπει να αποδοθεί μεταξύ άλλων στη διανοητική στάση που κυριάρχησε στο ελληνικό κράτος απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν, την οποία διέκρινε όχι τόσο η ρήξη όσο η άρνηση. Πράγματι το οθωμανικό παρελθόν απορρίφθηκε συλλήβδην και μάλιστα ενοχοποιήθηκε ­ ως τις μέρες μας ­ για πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων Ελλήνων. Αν λοιπόν αναγνωρίζονται κάποια ελαττώματα στη συμπεριφορά των Ελλήνων σήμερα, συνήθως αποδίδονται στους «σκοτεινούς αιώνες» της Τουρκοκρατίας.

    Μια σημαντική ημερίδα

    Οι διαπιστώσεις αυτές για τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις ως προς το οθωμανικό παρελθόν της Ελλάδας αρκούν για να δείξουν τη σημασία που έχει οποιαδήποτε πρωτοβουλία η οποία στοχεύει στην επαναδιαπραγμάτευση του ιστοριογραφικού προβληματισμού για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η καταγραφή της κατάστασης των οθωμανικών σπουδών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και ο επαναπροσδιορισμός των αναλυτικών κατηγοριών για τη μελέτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτέλεσαν τα βασικά αιτούμενα της ημερίδας που οργάνωσε στις 29 Ιανουαρίου η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία έφερε τον τίτλο «Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του οθωμανικού παρελθόντος (19ος-20ός αι.)». Οι ανακοινώσεις κινήθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα που εκτεινόταν πέρα από το ελληνικό παράδειγμα και αποτύπωνε δυτικές και βαλκανικές τάσεις.

    Η χαρτογράφηση των γαλλικών οθωμανικών σπουδών έδειξε τις αρχικές εξαρτήσεις τους από τις ισλαμολογικές και τις σλαβολογικές-ρωσικές σπουδές, τη βαθμιαία απεξάρτησή τους και ανάδειξή τους σε αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενο, αλλά και την περιθωριακή θέση τους ως προς την κυρίαρχη γαλλική ιστορική σχολή των Annales (Σ. Πετμεζάς). Σε ένα ανάλογο «περιθώριο» κινούνται άλλωστε και οι ελληνικές οθωμανικές σπουδές και οι θεράποντές τους, εφόσον το ίδιο το οθωμανικό παρελθόν αποτελεί ένα «περιθώριο» που αλλάζει περιεχόμενο ανάλογα με τις διαφορετικές κάθε φορά συγκυρίες. Η ενσωμάτωσή του στην εθνική ιστοριογραφία ακολούθησε τη γεωγραφικά διπολική μορφή του ελλαδικού «εδώ» και του «εκεί» της υπό οθωμανική διοίκηση χριστιανικής Ανατολής, με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις που μια τέτοια διχοτομία συνεπάγεται (Ιωάννα Πετροπούλου). Στο επίσημο εθνικό αφήγημα ωστόσο οι αποχρώσεις ομοιογενοποιούνται και η έμφαση δίνεται στο νήμα της συνέχειας που αναζητείται σε θεσμούς της οθωμανικής περιόδου οι οποίοι αποτέλεσαν το θεμέλιο του ελεύθερου κράτους. Ο θεσμός των κοινοτήτων είναι το πιο εύγλωττο ίσως παράδειγμα αυτής της κατασκευής που αναζητεί τη συνέχεια του έθνους από τις οθωμανικές αυτοδιοικούμενες τοπικές κοινωνίες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος (Μ. Βαρλάς).

    Θρησκεία και αντίσταση

    Οι ιδεολογικές μετατοπίσεις είναι ορατές και στην περίπτωση του θρησκευτικού λόγου όπου οι μάρτυρες του Χριστού μεταμορφώνονται σταδιακά σε εθνομάρτυρες και όπου η θυσία για την πίστη παραχωρεί τη θέση της στη θυσία για την πατρίδα. Η μελέτη των θρησκευτικών και εθνοτικών ταυτοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία αποκτά ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον με τη χρήση νέων εννοιολογικών εργαλείων που επιτρέπουν και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η έρευνα των κρυπτο-χριστιανών μπορεί να μετατοπιστεί από τη διατήρηση της πίστης ως μορφής «αντίστασης» προς τον αλλόθρησκο στη μελέτη του θρησκευτικού συγκρητισμού στο πλαίσιο της πολυεθνικής αυτοκρατορίας (Γ. Τζεδόπουλος). Εξάλλου πολλοί ερευνητές, υπό την επίδραση των πολιτισμικών σπουδών, έχουν στραφεί στη χρήση της «ταυτότητας» ως βασικού αναλυτικού εργαλείου για τη μελέτη των ποικίλων κοινοτήτων, δίνοντας έμφαση τόσο στην ιστορικότητα της ταυτότητας ως πολιτισμικής κατασκευής όσο και στη διαχείρισή της η οποία μεταφράζεται σε σχέσεις εξουσίας (Χ. Εξερτζόγλου).

    Πολλές αναλογίες με το ελληνικό παράδειγμα παρουσιάζει η ενσωμάτωση του οθωμανικού παρελθόντος στη βουλγαρική εθνική ιστοριογραφία. Πρόκειται για την ίδια «σκοτεινή» εικόνα ενός «παθητικού» οθωμανικού χρόνου και αιώνων «παρακμής» που επηρέασαν ανασχετικά και την πορεία του βουλγαρικού έθνους (Δ. Μπιλάλης). Στον αντίποδα αυτής της αρνητικής εικόνας βρίσκεται η παρουσίαση της οθωμανικής περιόδου από την εβραϊκή ιστοριογραφία. Παρ’ όλο που η θεσμική κατάσταση των Εβραίων στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν διαφοροποιείται από αυτή των υπόλοιπων κατακτημένων πληθυσμών και παρά τις προφανείς συνέχειες και ομοιότητες με την προηγούμενη αυτοκρατορία, τη βυζαντινή, οι εβραίοι ιστορικοί περιγράφουν με μελανά χρώματα τη βυζαντινή περίοδο και αντίθετα πολύ θετικά την οθωμανική περίοδο. Η εξιδανικευτική αυτή εικόνα συνδέεται είτε με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εβραϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας είτε με πολιτικές σκοπιμότητες όπως διαμορφώθηκαν στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες (Μαρία Ευθυμίου). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η τουρκική αντιμετώπιση του οθωμανικού παρελθόντος. Παρ’ όλο που δεν μας εκπλήσσει η επίσης εξιδανικευτική αντιμετώπιση μιας περιόδου της τουρκικής ιστορίας που ταυτίζεται με την κοσμοκρατορία των Οθωμανών ­ μια νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία ­, είναι ενδιαφέρον ότι στα πρώτα συνέδρια ιστορίας που έγιναν τη δεκαετία του 1930 και όπου διατυπώθηκε η επίσημη κεμαλική θέση για την τουρκική ιστορία (Τουρκική Θέση Ιστορίας) δεν γίνεται καθόλου συζήτηση για την οθωμανική ιστορία. Σύμφωνα με την επίσημη Θέση, η τουρκική εθνική ιστορία εκτείνεται σε πολύ παλαιότερες περιόδους και δεν περιλαμβάνει μόνο την οθωμανική ιστορία (Πηνελόπη Στάθη).

    Η σύγχρονη συγκυρία

    Το ενδιαφέρον της ημερίδας αυτής για την ιστορία και την ιστοριογραφία της οθωμανικής περιόδου δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό. Το επιστημονικό ενδιαφέρον υπαγορεύεται άλλωστε, όπως είναι γνωστό, από τη σύγχρονη συγκυρία και τα ερωτήματα που θέτει το παρόν. Οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στα Βαλκάνια και η αναθεώρηση του παρελθόντος που συνεπάγονται οδήγησαν τις βαλκανικές ιστοριογραφίες σε μια αναζήτηση του «κοινού» παρελθόντος, των κοινών ιστορικών εμπειριών της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της «κληρονομιάς» τους στη θρησκευτική, πολιτισμική και θεσμική σφαίρα. Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως) ερμηνείας της οθωμανικής κληρονομιάς: ότι η οθωμανική περίοδος της ιστορίας τους υπήρξε μια «αλλότρια» επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή «ζυγού». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κοινό φαινόμενο σε όλα τα βαλκανικά κράτη αμέσως μετά τη δημιουργία τους υπήρξε η προσπάθεια απο-οθωμανοποίησης σε όλα τα επίπεδα, με πιο χαρακτηριστικό το γλωσσικό (εθνικές γλώσσες και τοπωνύμια).

    Αυτή η άρνηση του οθωμανικού παρελθόντος εκ μέρους των βαλκανικών κρατών θα πρέπει να αποδοθεί και στη σχέση τους με τη Δύση και την προσπάθειά τους να ακολουθήσουν το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης. Η ιδιάζουσα αυτή σχέση με τη Δύση επέφερε παράλληλα και την υιοθέτηση των αρνητικών δυτικών στερεοτύπων για το οθωμανικό κράτος. Πράγματι η στερεότυπη εικόνα των Βαλκανίων ως «Ανατολής» συνδέεται κυρίως με το οθωμανικό τους παρελθόν. Ακόμη και για την τουρκική δημοκρατία του Κεμάλ, το οθωμανικό παρελθόν ήταν το «Παλαιό Καθεστώς» με το οποίο ήλθε σε ρήξη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που τα βαλκανικά κράτη θέλησαν να αποτινάξουν τα «ανατολικά» τους στοιχεία, ως στοιχεία «ξένα» προς τη φύση του κατά περίπτωση έθνους. Οπως δεν είναι περίεργο ότι, με την κατάρρευση των παλαιών βεβαιοτήτων, την κρίση του έθνους-κράτους και την αναζωπύρωση των εθνικισμών, αναζητούνται τα υπερ-εθνικά υποστηρίγματα μιας κοινής βαλκανικής ιστορίας που δεν θα διχάζει πλέον ούτε θα λειτουργεί ως όπλο αντίπαλων εθνικισμών.

    Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

    http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=118963

  20. Τα σχήματα ερμηνειών για το 21: το λάθος του Δημαρά

    Δημοσιεύθηκε : Τρίτη, 25 Μάρτιος 2014

    Απόστολος Διαμαντής

    Όταν στα 1946 ο Κ. Θ Δημαράς σε ένα κείμενό του για τον Γρηγόριο Κωνσταντά εισήγαγε τον όρο «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», ίσως δεν φανταζόταν τις χρήσεις αυτής της, ας πούμε, υπερβολικής έκφρασης. Διότι σύντομα η μεταπολεμική ιστοριογραφία μετατοπίστηκε από το κλασικό ερμηνευτικό σχήμα της εθνικής ιστορικής σχολής- για το οποίο η ιστορία του πολιτισμού είναι η διαδοχή των εθνικών κοινοτήτων- σε ένα νέο σχήμα, μαρξιστικής εν μέρει εμπνεύσεως, το οποίο θεμελιώνονταν στην ιδέα της πάλης των τάξεων, πασπαλισμένης θα λέγαμε από κάποιες αδόκιμες χρήσεις των ιδεών του Διαφωτισμού.

    Σύμφωνα λοιπόν με το πρώτο ερμηνευτικό σχήμα, της εθνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, το οποίο μας πήγε αισίως, μέσες άκρες, μέχρι την δεκαετία του 80, η ελληνική επανάσταση ήταν πρωτίστως μια υπόθεση αναγέννησης των εθνικών θεσμών, η παλιγγενεσία δηλαδή και σ΄αυτήν την πορεία πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν όλες οι πλευρές του έθνους, κλήρος και λαός, σε μια διαρκή ενότητα πνεύματος και δράσης.

    Το νέο όμως αναθεωρητικό ιστοριογραφικό σχήμα- το οποίο είχε ήδη προαναγγείλει εν μέρει ο Γιάννης Κορδάτος από το 1924 με το έργο του Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821 και συμπληρώθηκε με το έργο του Κ.Θ.Δημαρά- τοποθετούσε το κέντρο βάρους όχι στο πεδίο της εθνικής αυτοσυνείδησης και συνέχειας, αλλά στο χώρο των ταξικών συγκρούσεων και της διακίνησης των ευρωπαϊκών ιδεών. Την κάπως μηχανιστική συλλογιστική του Κορδάτου ακολούθησαν στη συνέχεια δεκάδες νέοι ιστορικοί, κυρίως μεταπολεμικά, με πιο εκλεπτυσμένη μεν αλλά εξίσου οικονομίστικη λογική, όπου τα ιστορικά γεγονότα ανάγονται στο ιστορικό πλαίσιο που θέτουν η παραγωγή και ανταλλαγή εμπορευμάτων. Γι΄ αυτούς εθνικό αίτημα δεν προϋπήρξε της νεωτερικής εποχής και θα είναι οι έλληνες έμποροι που τον 18ο αιώνα αυτοί που θα σχηματίσουν μια νέα κοινωνική τάξη με εθνικά αιτήματα, παρόμοια με εκείνα που διατυπώθηκαν στη Δύση την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.

    Τι έλλειπε από το σχήμα αυτό για να ολοκληρωθεί; Οι φιλοσοφικές και κοινωνικές ιδέες που θα του έδιναν το πνευματικό του βάθος. Οι ιδέες αυτές μετακενώθηκαν από τη Δύση, σύμφωνα με την ερμηνεία του Κ.Θ.Δημαρά. Εφόσον το πολιτικό αίτημα των ελλήνων εμπόρων ήταν εθνικό- δημοκρατικό, δεν θα μπορούσαν παρά και οι κοινωνικές και φιλοσοφικές ιδέες τους να είναι παραπλήσιες με εκείνες του ευρωπαϊκού 18ου αιώνα. Τι ήταν ο ευρωπαϊκός 18ος αιώνας; Ο αιώνας του Διαφωτισμού; Τι θα μπορούσε επομένως να είναι η ελληνική εμπορική αστική τάξη τον 18ο αιώνα; Μια τάξη επηρεασμένη κι αυτή από τον Διαφωτισμό. Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός εκεί, Νεοελληνικός Διαφωτισμός εδώ. Το σχήμα ήταν ήδη τακτοποιημένο.

    Ποιο είναι εν ολίγοις το σχήμα; Το εξής: η ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα, φέρνει σε επαφή τους έλληνες εμπόρους με την Ευρώπη. Εκεί εμπορεύονται, εκεί σπουδάζουν. Εκεί όμως επικοινωνούν με τις νέες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και υιοθετούν το πολιτικό του περιεχόμενο, την εγκαθίδρυση ενός συνταγματικού αστικού κράτους, καθώς, υποτίθεται, το οθωμανικό καθεστώς δεν εκφράζει τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της τάξης τους. Επομένως οι έλληνες έμποροι γίνονται φορείς επαναστατικών ιδεών. Παράλληλα ενισχύουν οικονομικά τις σχολές που τότε ιδρύονται στην Ελλάδα, όπου εκεί διδάσκουν άνθρωποι που ενστερνίζονται το ρεύμα ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Έτσι, σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, από δύο κατευθύνσεις, από την πλευρά των εμπόρων και των λογίων, οι συνειδήσεις στην Ελλάδα αφυπνίζονται και οδηγούμεθα εν συνεχεία στην επαναστατική έκρηξη.

    Το σχήμα μοιάζει τέλειο για να είναι αληθινό. Εκ πρώτης όψεως, το ουσιώδες πρόβλημα του σχήματος αυτού είναι η αναγωγή των λογίων και των εμπόρων της διασποράς σε επαναστατικά υποκείμενα- λαός δεν υπάρχει πουθενά εντός του. Το σχήμα δηλαδή εμφανίζει το επαναστατικό γεγονός ως ουσιωδώς ετερόφωτο, ως προϊόν εκπαίδευσης και εντελώς ασύμβατο με την ελληνική αγροτική κοινωνία της ύστερης τουρκοκρατίας.

    Ας αρχίσουμε από τα δεδομένα. Και ας δούμε νοητά μια εικόνα πάνω στο χάρτη. Που βρίσκονται οι σχολές της εποχής του νεοελληνικού διαφωτισμού; Όπως γνωρίζουμε βρίσκονται κυρίως στη Μικρά Ασία, στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στα Γιάννενα, στις Μηλιές. Που βρίσκονται τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα του ελληνισμού; Στη Μικρά Ασία, στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, στο Πήλιο, στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Εδώ όπως βλέπουμε υπάρχει μια γεωγραφική αναλογία ανάμεσα στο δίκτυο των σχολών του νεοελληνικού διαφωτισμού και στο εμπορικό δίκτυο. Αυτό μας υποδεικνύει εμμέσως και την λογική σύνδεση των δύο φαινομένων.

    Ας προσθέσουμε όμως τώρα πάνω στη νοητή αυτή εικόνα το χάρτη της Επανάστασης: ήταν κυρίως μια υπόθεση του Μωριά και της Στερεάς. Βλέπουμε ήδη μια εντυπωσιακή ασυμβατότητα- αλλού το εμπόριο και οι σχολές, αλλού εντελώς η επανάσταση. Αυτό και μόνον το γεγονός, ότι δηλαδή είναι εμφανής η γεωγραφική απόκλιση ανάμεσα στα ιστορικά αυτά φαινόμενα, θα έπρεπε προ καιρού να μας έχει υποψιάσει για την εγκυρότητα του τριαδικού σχήματος εμπόριο- διαφωτισμός- επανάσταση, έτσι όπως μας το έχει παραδώσει ο Κ.Θ. Δημαράς και έχει περάσει έκτοτε στην καρδιά της ιστορικής έρευνας αλλά και της εκπαίδευσης. Διότι το σχήμα αυτό εμφανίζεται εντελώς ασύνδετο και ασταθές.

    Υπαινίσσομαι το εξής: το σχήμα που οδηγεί από την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα στον νεοελληνικό διαφωτισμό και από εκεί κατευθείαν στην Ελληνική Επανάσταση δεν είναι λογικώς στέρεο, καθώς οι κολώνες που το στηρίζουν μοιάζουν ετοιμόρροπες: ούτε ο λεγόμενος νεοελληνικός διαφωτισμός ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό, κυρίως ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο, ώστε με ασφάλεια να πούμε πως διατύπωσε σαφές εθνικό αίτημα, ούτε επίσης οι έλληνες έμποροι φαίνεται να είχαν, ως επαγγελματική τάξη, κάτι παρόμοιο στο μυαλό τους, όπως το είχαν αντίστοιχα οι δυτικοί έμποροι, στην περίοδο της μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

    Ας αφήσουμε καταρχήν τους ίδιους τους έλληνες εμπόρους να μιλήσουν, μέσα από την εμπορική τους αλληλογραφία του κρίσιμου έτους 1821. Η πρώτη αναφορά στα επαναστατικά γεγονότα εμφανίζεται σε μια επιστολή της 19ης Μαρτίου 1821, όταν οι έλληνες έμποροι μαθαίνουν την κάθοδο του Υψηλάντη στη Βλαχία. Από το Λιβόρνο λοιπόν, οι Μοσπινιώτης Γαλιάς και Δεσπότης γράφουν, ανάμεσα στα άλλα:

    «Με τα χθεσινά γράμματα από αυτού καθώς και με άλλα φρέσκα οπού εις Φλωρεντίαν έφθασαν με εξεπίτηδες ταχυδρόμον, πληροφορούμεθα δυσαρέστως τα συμβάντα Βλαχίας και είθε το κακόν να μην εκταθεί και εις άλλα μέρη της Τουρκίας με αφανισμόν των ομογενών μας και του εμπορίου. Η αυθεντία σας ηξεύρομεν καλά πόσον εκτείνονται τα μέσα σας και σχέσεις σας και ακολούθως να λαμβάνετε καλυτέρας ειδήσεις από κάθε άλλον, όθεν σας παρακαλώμεν λάβετε καλοσύνην να μην μας αφήσετε εις το σκότος και θέλει μας υποχρεώσετε μεγάλως τας οποίας ειδήσεις βάνετε εις κατά μέρος χαρτί. Λιβόρνο 2 Απριλίου 1821».

    Δυσαρέστως λοιπόν πληροφορούνται οι έλληνες έμποροι της διασποράς την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Υψηλάντη. Γιατί; Μα διότι, όπως τονίζουν, η επανάσταση αυτή οδηγεί σε αφανισμό τους ομογενείς μας αλλά και το εμπόριο. Πως συνδέεται επομένως το εθνικό αίτημα με την τάξη των ελλήνων εμπόρων της διασποράς, όπως προϋποθέτει το τρέχον ιστοριογραφικό σχήμα; Δυστυχώς δεν συνδέεται καθόλου. Οι συνειδήσεις είναι ασύμβατες- η εθνική δηλαδή και η εμπορική.

    Γιατί βρίσκονται στα αναμμένα κάρβουνα που λέμε οι έλληνες έμποροι; Ανησυχούν μήπως αποτύχει η εξέγερση; Όχι βεβαίως. Το γιατί ανησυχούν το λένε οι ίδιοι στις 9 Απριλίου: « Μας καθυποχρέωσαν οι ειδήσεις σας για το Λεβάντε και παρακαλούμε εκ δευτέρου την αγάπη σας να μην μας τις υστερήσετε επειδή και δεν αγνοείτε πόσον μας είναι αναγκαίαι διά το εμπόριον και ωστόσον ευχόμεθα να λάβουν καλήν έκβασιν αυταί αι ανησυχίαι για το όφελος του ανθρωπίνου γένους. Από μέρους μας δεν έχομεν άλλο νεώτερον…διά να καταθλίβεται το εμπόριον από την γενικήν απραξίαν».

    Ιδού λοιπόν η πραγματική αιτία της μεγάλης αγωνίας, η γενική εμπορική απραξία, στην οποία οδηγούν τα επαναστατικά γεγονότα. Φυσικά σε περιόδους πολεμικές οι συναλλαγές ατονούν, οι εισπράξεις μειώνονται. Και συνεχίζουν: «ημείς από μέρους μας σας λέγομεν ότι τα σιτάρια και όλα τα άλλα ληθαργώσιν εις το παντελές και η επιχείρησις των καμβίων είναι νενεκρωμένη επειδή και τα περιστατικά του πολέμου καταφοβίζουν όλους μας γενικώς. Οι καφφέδες με κάποιαν γαλήνην αγκαλά και να μην ελάβαμεν σημαντικά φθασήματα, πλην φαίνεται τούτο να προξενείται από την βλέψιν των προσδοκομένων. Λιβόρνο 23 Απριλίου 1821».

    Το εμπόριο παραμένει νεκρό. Γράφουν λοιπόν στις 7 Σεπτεμβρίου προς τον Πωπ: «Ουδέν νέον έχομεν περί Ελλάδος δια να ελείπουν και γράμματα και φθασήματα. Τα του εμπορίου μας εις την ιδίαν γαλήνη και ο θεός ίλεως». Και στις 5 Νοεμβρίου γίνονται σαφέστεροι : «Τα γεννήματα εις καταισχύνην, η τύχη αυτών κρέμαται από τας πολιτικάς περιστάσεις». Ο μύθος λοιπόν λέει πως οι πολιτικές περιστάσεις, οι επαναστατικές αναταραχές, οδηγούν στην εμπορική καταισχύνη, οδηγούν στην εμπορική καταστροφή.

    Από την εμπορική αλληλογραφία λοιπόν του έτους 1821 προκύπτουν τρία συμπεράσματα: 1) Η έκρηξη της ελληνικής επανάστασης αρχικά στη Μολδοβλαχία και στη συνέχεια στο Μωριά και την Στερεά, προκαλεί πλήρη εμπορική απραξία στις αγορές της Δύσης, εκεί όπου εμπορεύονται οι έλληνες της Διασποράς. Η απραξία αυτή πλήττει φυσικά καίρια το εμπορικό κέρδος. 2) ‘Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία, οι έλληνες έμποροι της διασποράς σχεδόν τρομοκρατούνται από τα νέα και δείχνουν αρχικά απόλυτα αρνητικοί απέναντι στο επαναστατικό γεγονός, ενώ στη συνέχεια συμμετέχουν στην προσπάθεια ενίσχυσης του Αγώνα. Και 3ον η αρχική αρνητική αυτή στάση των ελλήνων εμπόρων της διασποράς καταδεικνύει το γεγονός ότι η εμπορική συνείδηση, αυτή κυρίως που έχει διαμορφωθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον της απρόσωπης επαγγελματικής λογικής, δεν συμβαδίζει με την διατύπωση οποιουδήποτε εθνικού αιτήματος, καθώς μοιάζει απόλυτα προσηλωμένη στο απρόσωπο επαγγελματικό συμφέρον.

    Επομένως η βασική ιδέα του κυρίαρχου σήμερα ιστοριογραφικού σχήματος, που αποδίδει στους έλληνες εμπόρους της διασποράς την επαφή με τα Φώτα και την μετακένωση των αστικών πολιτικών ιδεών στην Ελλάδα, με απόληξη στην Επανάσταση του 1821, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα κάποιες ιδιαίτερες ατομικές περιπτώσεις, είναι εντελώς λανθασμένη. Οι έλληνες έμποροι της διασποράς, ως τάξη, δεν μοιάζουν να είναι καθόλου ενθουσιασμένοι με την εθνική επαναστατική προοπτική. Αντιθέτως είναι αυστηρά προσηλωμένοι στο εμπορικό και όχι στο εθνικό πλαίσιο.

    Τα τρία αυτά συμπεράσματα κλονίζουν νομίζω την μηχανιστική σύνδεση που έχει επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τους έλληνες εμπόρους και λογίους της διασποράς και την ελληνική επανάσταση. Τα παραδείγματα που αμφισβητούν την εγκυρότητα του σχήματος αυτού είναι τόσα πολλά, ώστε να προκαλεί πραγματική απορία η επί σειρά ετών παράκαμψή τους. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής; Εφόσον το σχήμα αυτό πάσχει στα θεμέλιά του, τότε; Ποια είναι τα ιστορικά θεμέλια του 21, αν όχι το εμπόριο και ο νεοελληνικός διαφωτισμός;

    Η απάντηση δεν είναι εύκολη και πιθανόν ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε, ίσως σοφότεροι πλέον, στο έργο της εθνικής ιστορικής σχολής, στο έργο του Λάμπρου, του Σάθα, του Πολίτη, του Ζακυθηνού, του Άμαντου και ερευνώντας όπως εκείνοι τις υπαρκτές εθνικές παραδόσεις να φωτίσουμε πιο ρεαλιστικά την ιστορία της τουρκοκρατίας και του 21. Διότι όσοι μπήκαν τελικώς εις το «μυστικόν της πατρίδος» που έλεγε ο Μακρυγιάννης, δεν φαίνεται να συνδέονταν με την εμπορική πρακτική και τις ιδέες που αυτή διακονεί και είναι αμφίβολο επίσης εάν συνδέονται αμέσως και με την λογιοσύνη του 18ου αιώνα. Ο έλληνας έμπορος, κυρίως αυτός που ήταν εγκατεστημένος στη Δύση, ο έμπορος της διασποράς δηλαδή, αυτός που σύμφωνα με το κυρίαρχο σήμερα ιστοριογραφικό σχήμα υποτίθεται πως είναι φορέας των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του εθνισμού, αυτός ακριβώς ο έμπορος ήταν εκείνος που στάθηκε απόλυτα επιφυλακτικός απέναντι στην επαναστατική προοπτική που αναστάτωνε το εμπόριο. Επομένως η ελληνική εμπορική πρακτική δεν φαίνεται να ενσωματώθηκε στην πολιτική πλευρά του ευρωπαϊκού διαφωτισμού- τουλάχιστον όσον αφορά τη συνείδηση των υποκειμένων της.

    Το μυστικόν της πατρίδος ίσως βρήκε προσφορότερο έδαφος σ’ εκείνο το τμήμα των ελλήνων εμπόρων που λειτουργούσαν υπό ασταθείς συνθήκες στην εσωτερική αγορά- ας θυμηθούμε το παράδειγμα των αδελφών Σπηλιωτόπουλων από την Δημητσάνα, των εμπόρων που έθεσαν στην υπηρεσία της επανάστασης την παραγωγή μπαρουτιού – ή στους εμπόρους- φιλικούς της Νότιας Ρωσίας, για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι εν πολλοίς, ενώ μάλλον τρόμαξε αρχικά τους εμπόρους που δρούσαν στην οργανωμένη και σταθερή δυτική αγορά. Ο έλληνας έμπορος δηλαδή δεν μπήκε στην επαναστατική πορεία ως έμπορος, αλλά μάλλον ως ενεργό μέλος μιας παραδοσιακής εθνικής κοινότητας, η οποία εξέφραζε μια κοινή εμπειρία γλώσσας και θρησκείας, μέσα δηλαδή σε μια αίσθηση πολιτισμικής και εθνικής διαφοράς και όχι μέσα στα πλαίσια της εμπορικής λογικής.

    http://www.antifono.gr/portal/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%80%CF%84%CF%8C%CF%82-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82/4775-%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%87%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-21-%CF%84%CE%BF-%CE%BB%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AC.html

  21. Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η οικονομική κρίση και η Επανάσταση του 1821»

    http://epublishing.ekt.gr/el/7306/%CE%9C%CE%9D%CE%97%CE%9C%CE%A9%CE%9D/9784

  22. Π. on

    Νίκος Δήμου Νίκος Δήμου
    Πότε θα διδαχθούν τα παιδιά την αλήθεια για το 21;

    Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ αυτό – σίγουρα όχι σύντομα. Σήμερα πάντως ένα βιβλίο που θα έγραφε τα αληθινά συμβάντα του 21 θα καιγότανε στην πυρά και ένας καθηγητής που θα το δίδασκε, θα έχανε τη δουλειά του.

    Ας πούμε μερικές ιστορικά εξακριβωμένες αλήθειες:

    Η επανάσταση ξεκίνησε όχι από τους ηρωικούς αρματολούς και κλέφτες (αντίθετα αυτοί και μέσα στον Αγώνα πολεμούσαν σαν μισθοφόροι για αμοιβή και λάφυρα) αλλά από φιλήσυχους αστούς εμπόρους που ζούσαν έξω από την Ελλάδα. Το κίνημα άρχισε από αστούς αλλά το αγκάλιασε ο λαός. Όμως, όπως γράφει ο Σκαρίμπας: «Το Πατριαρχείο το αφόρισε. Οι Πρόκριτοι και οι Ιεράρχες το χλεύασαν. Ο Καποδίστριας του γύρισε τις πλάτες. Ο Κοραής μας το μυκτήρισε». Η αρχή ήταν πολύ δύσκολη και το τέλος ολέθριο.

    Η Εκκλησία όχι μόνο δεν πρωτοστάτησε στον Αγώνα αλλά τον πολέμησε με κάθε τρόπο. Αφόρισε τον Ρήγα Φεραίο, εναντιώθηκε στις «σατανικές» απόψεις για ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία που έρχονταν από την Δύση και τελικά αφόρισε και την ίδια την επανάσταση. Φυσικά κανείς δεν ήταν στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όχι μόνο δεν σήκωσε το λάβαρο (που φτιάχτηκε μετά από 50 χρόνια) αλλά έβριζε τον επαναστάτη Παπαφλέσσα ως «εξωλέστατον».

    Η επανάσταση του 21 απέτυχε ολοκληρωτικά. Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ δεν είχε μείνει ούτε μία επαναστατική εστία. Ελευθερωθήκαμε μόνο χάρη στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων – και την δράση τους στην ναυμαχία του Ναβαρίνου. (Ήταν η πρώτη – και η καλύτερη –«ανθρωπιστική επέμβαση» της ιστορίας).

    Η επανάσταση απέτυχε επειδή οι Έλληνες πολεμούσαν περισσότερο μεταξύ τους, παρά με τους Τούρκους. Ο – ήδη τόσο απών – Κωστής Παπαγιώργης, την είχε χαρακτηρίσει:«πανεθνικό εμφύλιο, ο οποίος κατ’ ευφημισμόν βαπτίσθηκε επανάσταση από τους ιδεολόγους ιστορικούς».

    Στην Επανάσταση έγιναν πράξεις θηριωδίας εκ μέρους των Ελλήνων. Στην κατάληψη της Τριπολιτσάς σφάχτηκαν πάνω από 30.000 άμαχοι – ανάμεσά τους πολλοί Εβραίοι που ήταν αμέτοχοι στον αγώνα. Λόγος: το πλιάτσικο. Λέει ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματα: «το ασκέρι όπου ήταν μέσα, το ελληνικό, έκοβε κι σκότωνε από Παρασκευή ως Κυριακή, γυναίκες παιδιά και άντρες, 32000, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς». (Αντίθετα οι Τουρκαλβανοί υπερασπιστές της πόλης έφυγαν αλώβητοι μετά από συμφωνία. Που σημαίνει ότι ο Κολοκοτρώνης είχε τον έλεγχο του στρατού του και άρα επέτρεψε τη εθνοκάθαρση).

    Και όσοι δεν συμπαθούν τους Αλβανούς θα έπρεπε να ξέρουνπως μερικοί από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς και καπεταναίους μας ήταν Αρβανίτες που δεν μιλούσαν καν τα ελληνικά. Κι όταν ο Μαυροκορδάτος έβγαλε λόγο στα πληρώματα του Ελληνικού στόλου χρειάστηκε μεταφραστή γιατί δεν κατάλαβαν λέξη (το γράφει ο Παπαρρηγόπουλος).

    Θα έχουμε ωριμάσει ως έθνος, όταν τα σχολικά μας βιβλία συμπεριλάβουν αυτές (και άλλες) δύσκολες αλήθειες. Όταν θα πάψουν να αποσιωπούν ή να μυθολογούν. Έτσι θα πραγματώσουμε το Σολωμικό ρήμα, που ταυτίζει το αληθές με το εθνικό.

    http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.ellada&id=32728

  23. Π. on

    Σκληρή απάντηση της Ιεράς Συνόδου στον Νίκο Δήμου για την Επανάσταση: Είναι προπαγανδιστής ξεπερασμένων ιδεολογιών..

    Ολόκληρη η ανακοίνωση:

    «Χωρίς τον ορθόδοξο κλήρο δεν θα πετύχαινε η μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1821. Ορισμένοι προπαγανδιστές ξεπερασμένων ιδεολογιών αρνούνται τον ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως φάνηκε και από δημοσιεύματα και τηλεοπτικές εκπομπές των τελευταίων ημερών. Αποδεικνύονται ανιστόρητοι και εμπαθείς.

    Ο Γάλλος Πρόξενος Πουκεβίλ, ο οποίος έζησε τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως, γράφει ότι 100 Πατριάρχες και Επίσκοποι θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και του Αγώνος. 80 κινήματα έκαναν οι Έλληνες πριν από το 1821 και στα περισσότερα πρωτοστατούσαν Επίσκοποι. Θυμίζω ότι από το 1680 έως το 1700 η Ανατολική Στερεά ήταν ελεύθερη μετά από την εξέγερση δύο Επισκόπων, του Θηβών Ιεροθέου και του Σαλώνων Φιλοθέου.

    Το 1821 βάφεται με το αίμα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε? και του Πατριάρχη Κυρίλλου Στ?, του από Ανδριανουπόλεως. Εκτός από τον Επίσκοπο της Πάτρας Γερμανό που ευλόγησε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα (17 Μαρτίου 1821) και στην Πάτρα (25 Μαρτίου 1821), ο Σαλώνων Ησα?ας κηρύσσει την Επανάσταση στη Φωκίδα και θυσιάζεται στην Αλαμάνα. Στην Πάτμο έρχεται γι’ αυτόν τον σκοπό ο Πάτμιος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας και υψώνει και αυτός λάβαρο επαναστατικό. Από τότε δεν ξαναγύρισε στον θρόνο του.

    Οι περισσότεροι Επίσκοποι της Πελοποννήσου κλείσθηκαν στη φυλακή του πασά της Τριπολιτσάς από τις αρχές Μαρτίου 1821 και μόνον τρεις βρέθηκαν ζωντανοί όταν μπήκαν οι Έλληνες μετά από 6,5 μήνες. Αυτή τη θυσία των κληρικών ας μην την λησμονούμε.

    Στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Οι Τούρκοι το πληροφορήθηκαν και στις 9 Ιουλίου 1821 έγινε η μεγάλη σφαγή στη Λευκωσία. Θανατώθηκε ο Κυπριανός και όλοι οι Επίσκοποι και οι Αρχιμανδρίτες του νησιού μαζί με τους προκρίτους.

    Πολλοί άλλοι Επίσκοποι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον Αγώνα όπως ο Έλους Άνθιμος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ταλαντίου Νεόφυτος. Και στη μεγαλειώδη Έξοδο του Μεσολογγίου ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, βοηθός του Μητροπολίτη Άρτης Πορφυρίου, θυσιάζεται ανατινάζοντας τον Ανεμόμυλο.

    Αλλά και στην ηθική και πνευματική προετοιμασία του 1821 ο ρόλος της Εκκλησίας και του Ράσου είναι μαχητικός και πανθομολογούμενος. Το ελληνορθόδοξο φρόνημα και η εθνική ταυτότητα διαφυλάχθηκαν με τη βοήθεια της Παιδείας, η οποία ήταν κατ’ εξοχήν έργο του ορθοδόξου κλήρου. Σε κρυφά και φανερά σχολεία, αναλόγως των συνθηκών που επικρατούσαν, τα ελληνόπουλα μάθαιναν από τους ιερείς την Πίστη τους, την γλώσσα τους και εγαλουχούντο με τον πόθο για Ελευθερία. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώνονται τριακόσια χρόνια, ήταν ιερομόναχος, ίδρυσε διακόσια σχολεία και κήρυξε σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά την ελπίδα για το «ποθούμενον», την απελευθέρωση. Οι Νεομάρτυρες, οι πρώτοι αντιστασιακοί της δουλείας, αρνήθηκαν να τουρκέψουν και δεν φοβήθηκαν τον δήμιο. Την πνευματική τους υποστήριξη και ενθάρρυνση είχαν αναλάβει οι κληρικοί που τους εξομολογούσαν, οι λεγόμενοι «αλείπται».

    Ορισμένοι διαδίδουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο «αφόρισε τον Ρήγα Φεραίο». Τούτο είναι ανακριβές. Η αλήθεια είναι ότι μετά από τις απειλές και τις φορτικές πιέσεις του Σουλτάνου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε? απέστειλε επιστολή στον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, με την οποία εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για το κείμενο του Ρήγα που είχε τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις», χωρίς να απαξιώνεται η προσωπικότητα του Εθνομάρτυρος.

    Είναι εύκολο να ξαναγράφει κάποιος την Ιστορία κατά το δοκούν. Όμως Ιστορία είναι η μελέτη των πηγών. Οι προσωπικές ερμηνείες και παρερμηνείες καταδεικνύουν φανατισμό, εθελοτυφλία και άγνοια των πηγών. Όσοι έζησαν τα γεγονότα, Έλληνες και ξένοι, αγωνιστές και λόγιοι, παραδέχονται ότι χωρίς τον ορθόδοξο κλήρο οι Έλληνες δεν θα είχαν ελευθερωθεί. Διαβάστε τον Νικόλαο Κασομούλη, τον Φωτάκο Χρυσανθόπουλο, τον Ιωάννη Μακρυγιάννη και τόσους άλλους αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Ακούστε τι λέει ο λαός μας μέσω του δημοτικού τραγουδιού. Επισκεφθείτε τα αμέτρητα πεδία των μαχών και τους τόπους του μαρτυρίου των ορθοδόξων κληρικών, Πατριαρχών, Επισκόπων, ιερέων, ιερομονάχων, διακόνων και απλών μοναχών.

    Η Εκκλησία της Ελλάδος επιχειρεί μία ψύχραιμη και τεκμηριωμένη προσέγγιση της Τουρκοκρατίας και του 1821 μέσω μιας σειράς δέκα επιστημονικών συνεδρίων, τα οποία διοργανώνει η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητος. Τα δύο πρώτα συνέδρια έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και κυκλοφορείται ο Τόμος με τα Πρακτικά του Α? Συνεδρίου, του 2012. Το δέκατο και τελευταίο Συνέδριο θα πραγματοποιηθεί συν Θεώ το 2021, όταν θα συμπληρώνονται ακριβώς διακόσια χρόνια από την κήρυξη της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως».

    Πηγή: Σκληρή απάντηση της Ιεράς Συνόδου στον Νίκο Δήμου για την Επανάσταση: Είναι προπαγανδιστής ξεπερασμένων ιδεολογιών | Ειδήσεις και νέα με άποψη http://www.iefimerida.gr/node/148779#ixzz2xBOk7zSr

  24. Π. on

    …..ένα άρθρο από το φβ του Γιώργου Λιάντου. Απανταει στον Δήμου χωρίς πατριωτικές εκφράσεις οπότε δεν μπορεί να πει κανείς…μην ακούτε τους φασιστες, και δίνει πολύ πετυχημένα την εικόνα τού προβλήματος: Οι αλήθειες και οι «αληθειες»…. Here are some facts for you.

    «Αγαπητέ Νίκο Δήμου, σου γράφω λες και πρόκειται να με διαβάσεις ποτέ, αλλά τέλος πάντων. Ξέρεις είμαι θαυμαστής σου από παλιά. Τα άρθρα σου τα κάνω σερ γιατί πιστεύω πως μας χρειάζεται ένας υπερασπιστής του ορθού λόγου. Όμως πρέπει να σου ομολογήσω ότι σε κατατρέχει το σύνδρομο της Κασσάνδρας. Λες σωστά πράγματα και όλοι σε αντιπαθούν. Και εγώ σε αντιπαθώ. Ξέρεις όμως, εγώ δεν πιστεύω πως την Κασσάνδρα και σένα σας τιμώρησαν οι θεοί. Δεν πιστεύω στους θεούς. Οι άνθρωποι τιμωρούν. Τιμωρούν την αλαζονεία. Την αλαζονεία της εξυπνάδας.
    .
    – Πριν από χρόνια είχα παρακολουθήσει μια εκπομπή σου. Είχες καλέσει την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σε όλη την εκπομπή μιλούσες, έκανες μια ερώτηση και απαντούσες μόνος σου, έκανες επίδειξη μυαλού και ορθού λόγου, προσπαθούσες να μαλώσεις το φαινόμενο Βουγιουκλάκη, να το μαστιγώσεις με τον βούρδουλα της λογικής. Τζίφος! Εκείνη σου απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά και σε έκανε να φαίνεσαι βλάκας. Δεν έλεγες λάθος πράγματα, τα έλεγες σε λάθος χρόνο σε λάθος τόπο και με λάθος τρόπο. Τότε πρώτη φορά σε αντιπάθησα, όπως αντιπάθησα και τον Πάσπαλιε που έχασε τις βολές. Το ανάποδο φλερτ σου στην Αλίκη δεν πέτυχε.
    .
    – Θα μου επιτρέψεις να σου πω δυο πράγματα για το 1821. Έχεις δίκιο, δεν διδασκόμαστε αλήθειες αλλά μύθους. Όμως και συ δεν μας λες αλήθειες. Για την ακρίβεια μας λες μισές αλήθειες (my comment: this is the secret of success….). Μας λες πχ ότι στην Τριπολιτσά γίναν σφαγές και πλιάτσικο. Δεν μας λες όμως ότι αυτό ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Παντού, από τα κάστρα της Ευρώπης έως τα τρίσβαθα της Ασίας ο κατακτημένος εάν δεν συνθηκολογούσε ή δεν είχε ανταλλάξιμη αξία ή περιουσία για να αγοράσει την ελευθερία του, σφαζόταν ή πουλιόταν δούλος. Δεν το έπραξαν μόνο οι δικοί μας απολίτιστοι κατσαπλιάδες. Αλλάζει λίγο το νόημα έτσι δεν είναι; Ο ΟΗΕ, η συνθήκη της Γενεύης δεν είχαν εφευρεθεί και τα ανθρώπινα δικαιώματα μόλις είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα.
    .
    – Μας λες για την εκκλησία και τους αφορισμούς της. Δεν μας λες όμως τους βαθύτερους λόγους που η εκκλησία έπραττε έτσι. Η εκκλησία ως εξουσία και όπως κάθε εξουσία αποσκοπούσε στην επιβίωση της. Πίστευε όπως και οι Φαναριώτες ότι η οθωμανική αυτοκρατορία μπορούσε να αλωθεί από μέσα. Πίστευε ότι κάποια μέρα η εξουσία θα περιέλθει φυσικώ τω τρόπω στο Ελληνικό ορθόδοξο στοιχείο που ήταν πιο δραστήριο και αγαπητό στους Οθωμανούς. Μια ιστορική αναψηλάφηση της εποχής, ειδικά πριν τα ορλοφικά δεν θα καταδείξει τόσο παράλογη την ελπίδα της εκκλησίας ότι μπορούσε να αναστήσει έμμεσα την Βυζαντινή αυτοκρατορία και φυσικά την εξουσία της ίδιας σε όλους τους ορθόδοξους λαούς. Η επανάσταση της χαλούσε την μανέστρα και περιόριζε την επιρροή της. Σαν να αλλάζει κάτι πάλι έτσι;
    .
    – Επιμένεις και έχεις δίκιο ότι οι Αλβανοί μπαινοβγαίναν στον Ελλαδικό χώρο και έχουν μπασταρδέψει το ιερό DNA μας. Ναι αλλά που μπαινόβγαιναν; Στο μπουντουάρ της Ασπασίας και του Περικλή; Σε μια αυτοκρατορία σουλατσάριζαν, όπως σουλατσάριζαν και Αρμένηδες, Εβραίοι, Κούρδοι, Γαλάτες, Ισπανοί, Βενετσιάνοι, Σλάβοι, Νορμανδοί, Βούλγαροι, Αιγύπτιοι, Σικελοί και όλα τα μπουμπούκια του παγκόσμιου τυχοδιωκτισμού. Δεν υπήρχαν ταυτότητες και διαβατήρια τότε. Δεν μας λες επίσης ότι και στην αμόλυντη Ευρώπη έχανε η μανά το παιδί και το παιδί τη μάνα. Οι Γερμανοί που θα καυχώνται αργότερα για την Αρία φυλή ήταν ένα αμάλγαμα γερμανικών φυλών και Σλάβων στα ανατολικά, Λατίνων στα δυτικά. Οι Ρώσοι Σλάβοι που τους καλαφάτισαν Μογγόλοι και Βίκινγκ. Οι Γάλλοι άστα να πάνε, μέχρι και το όνομα του κράτους τους είναι Γερμανικό κλπ, κλπ. Τι έγινε λοιπόν αν κάποιοι από μας έχουν Αλβανική καταγωγή; Εσύ που είσαι μάστορας του ορθού λόγου γνωρίζεις καλύτερα πως τα αίματα δεν δείχνουν τίποτα άλλο πέρα από την ομάδα αίματος και αν έχεις χοληστερίνη η καμιά αρρώστια.
    .
    – Συμφωνώ μαζί σου να μαθαίνουμε ιστορία καλύτερα. Όχι όμως την αλήθεια, μια και η ιστορία δεν περιέχει καμιά εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Γνωρίζεις καλύτερα από μένα ότι η ιστορία είναι συνεχής έρευνα, αναθεώρηση και υποκειμενική ερμηνεία μια και έχει να κάνει με ανθρώπινες ψυχές. Το να θες να αντικαταστήσεις τον μύθο του ήρωα πάντα νικητή αγιοποιημένου επαναστάτη Έλληνα, με τον μύθο του κακόμοιρου σφαγέα βρομύλου κατσαπλιά, μόνο ιστορία δεν είναι. Παντοτινά δικός σου Γιώργος

  25. τουρκο-ρωμιός on

    «…. ένα εξαιρετικό κείμενο της Κουλούρη (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=118963) αλλοιώθηκε παντελώς από δύο σάιτ εκ των οποίων το πρώτο («Ελεύθερη Έρευνα») είναι εντελώς αντιδραστικό, ρατσιστικό, αντιιπροσφυγικό, στερεοτυπικό και το δεύτερο (Αντιεθνικιστική…) επίσης ρατσιστικό, αντιπροσφυγικό, αναπαραγωγέας της τουρκικής+σλαβομακεδονικής+βουλγαρικής εθνικιστικής άποψης…

    Αυτή η ιδεοληπτική χρήση δεν ταιριάζει ούτε στην Κουλούρη, αλλά ούτε και στο Ιντιμίντια που το ανάρτησε κανονικά και δεν ήταν καθόλου προσεκτικό στην αποδοχή των προτάσεων. Ευτυχώς το Ιντιμίντια μετά από διαμαρτυρίες το απέσυρε στα «κρυμμένα».

    https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1519657

  26. Η Επανάσταση του 21 μέσα από τα μάτια του Μαρξ και του Ενγκελς

    Πώς αντιμετώπιζαν οι Μαρξ και Ενγκελς το «ανατολικό ζήτημα» πριν την ελληνική επανάσταση και ποιος, κατά τους ίδιους, υποκίνησε τους Ελληνες να εξεγερθούν; Μια σειρά από δημοσιογραφικά άρθρα και ένα μέρος από την αλληλογραφία των δυο πολιτικών φιλοσόφων, είναι αρκετά ώστε να προσεγγίσουμε τις θέσεις τους, αλλά και για να αποκαλυφθεί ότι το πιο πάνω ζήτημα «βασάνιζε» αρκετά τον Μαρξ, ώστε να ζητάει τη βοήθεια του Ενγκελς.

    κείμενο: Βασιλική Σιούτη, πηγή: http://vassilikisiouti.wordpress.com/
    marx-eng6

    «Μέχρι την Ελληνική εξέγερση, η Τουρκία ήταν από όλες τις απόψεις terra incognita και οι συνήθεις ιδέες του κόσμου για αυτή στηρίζονταν περισσότερο στα παραμύθια από τις «Χίλιες και μία νύχτες» παρά στα οποιαδήποτε ιστορικά γεγονότα…» έγραφε τον Απρίλιο του 1853 στη «New York Daily Tribune» ο Φρίντριχ Ενγκελς με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μερικά χρόνια νωρίτερα, αναφερόμενος και πάλι στην ελληνική επανάσταση του 1821 στην εφημερίδα «The Northern Star» έγραφε για την Ιερή Συμμαχία ότι υποστήριζε «ακόμα και το δικαίωμα του μεγάλου Τούρκου να κρεμάει και να κομματιάζει τους Ελληνες υπηκόους, αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ χτυπητή, και οι Ελληνες πήραν την άδεια να ξεγλιστρήσουν από τον Τουρκικό ζυγό».

    Τα άγνωστα σε πολλούς κείμενα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ενγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το λεγόμενο «ανατολικό ζήτημα» – «The Eastern Question» γράφτηκαν σε ένα διάστημα περίπου 40 ετών. Πρόκειται κυρίως για δημοσιογραφικά άρθρα του Μαρξ, (αλλά και κείμενα αλληλογραφίας με τον Ενγκελς) πολλά από τα οποία δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «New York Daily Tribune» αλλά και σε διάφορες άλλες εφημερίδες της Δύσης.

    Ο Μαρξ είναι γνωστό ότι δημοσιογραφούσε για βιοποριστικούς λόγους. Η χώρα μας και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν τον ενδιέφεραν ποτέ ως κεντρικό ζήτημα, αλλά -όπως είχε επισημάνει και ο φιλόσοφος Π. Κονδύλης, ο οποίος συγκέντρωσε τα κείμενα αυτά πριν από 20 χρόνια,- έβλεπε το «ανατολικό ζήτημα» και το συναφές ζήτημα των βαλκανικών εθνικοτήτων μέσα στην κρίσιμη για αυτόν προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης.

    Πολλές φορές τα κείμενα αυτά, όπως διαπιστώνεται και από τις σημειώσεις του Π. Κονδύλη, που ερεύνησε και μελέτησε τα άρθρα αυτά και την αντίστοιχη αλληλογραφία των δύο ανδρών (εκδόσεις ΓΝΩΣΗ), δεν γράφονται με δική τους πρωτοβουλία αλλά είναι «παραγγελίες» των εκδοτών τους.

    Σε ορισμένα γράμματα από την αλληλογραφία του με τον Ενγκελς ο Μαρξ δείχνει περίπου σνομπ με το «ανατολικό ζήτημα». Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:«…πρέπει τώρα να γράψω ένα μεγάλο άρθρο υψηλής πολιτικής για τη detestable question orientale (ειδεχθές ανατολικό ζήτημα) με την οποία προσπαθεί να με συναγωνιστεί στην “Tribune” ένας άθλιος Γιάνκης που μένει εδώ. Ομως αυτό το ζήτημα είναι προπαντός στρατιωτικό και γεωγραφικό, άρα δεν ανήκει στο δικό μου departament. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστείς εσύ ακόμα μια φορά. Για το τι θα απογίνει η Τουρκική Αυτοκρατορία δεν έχω την παραμικρή ιδέα…». Επεσήμαινε όμως στον Ενγκελς ότι «είναι αναπόδραστη η αποσύνθεση της μουσουλμανικής Αυτοκρατορίας» και ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πέσει στα χέρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (10/3/1853).

    Κάθε φορά που ο Μαρξ απευθυνόταν στον Ενγκελς για βοήθεια, εκείνος του την πρόσφερε. Ετσι και στο «ειδεχθές ανατολικό ζήτημα» όποτε του το ζητούσε, έγραφε εκείνος για λογαριασμό του. Αλλωστε, το κατείχε καλύτερα. Εγραφε λοιπόν τότε ο Ενγκελς για τους δυτικούς διπλωμάτες στην Τουρκία της προεπαναστατικής περιόδου:
    «Οι διπλωμάτες που έζησαν εκεί καυχιούνταν ότι κατέχουν γνώσεις ακριβέστερες, όμως κι αυτό τελικά δεν σήμαινε τίποτε, αφού κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να μάθει τουρκικά, νοτιοσλαβικά ή νεοελληνικά κι έτσι όλοι τους εξαρτιούνταν από τις μεροληπτικές πληροφορίες Ελλήνων και Φράγκων διερμηνέων κι εμπόρων…

    Οι κύριοι αυτοί δεν είχαν να κάνουν με τον λαό, τους θεσμούς και την κοινωνική κατάσταση της χώρας, παρά αποκλειστικά με την αυλή, και ιδιαίτερα με τους Ελληνες Φαναριώτες, τους πανούργους μεσολαβητές ανάμεσα σε δυο κόμματα, που και τα δύο αγνοούσαν εξίσου την πραγματική κατάσταση, την ισχύ και τις υλικές δυνατότητες του άλλου».
    Εδώ φαίνεται η κακή γνώμη του Ενγκελς για τους Φαναριώτες την οποία δεν έκρυψε ποτέ, αντιθέτως την υποστήριξε με πάθος σε πολλά κείμενά του. Ο Ενγκελς , μάλιστα, συνήθιζε να αποκαλεί τους Φαναριώτες «πανούργους και μηχανορράφους» καθώς και «διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων».

    Για την Φιλική Εταιρεία ο Ενγκελς και ο Μαρξ πίστευαν ότι αυτή βρισκόταν εξαρχής υπό ρωσική καθοδήγηση και ότι οι Φιλικοί ήταν «συνειδητοί ή ασυνείδητοι πράκτορες της Ρωσίας».

    Ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν κατηγορηθεί από κάποιους ως «τουρκόφιλοι» επειδή «επιθυμούσαν τη διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως φραγμό στη ρωσική επέκταση». Αλλοι ωστόσο υποστήριξαν το αντίθετο: ότι δηλαδή «δεν υπήρξαν ποτέ τουρκόφιλοι και θεωρούσαν τη διάλυση της Τουρκίας επικειμένη και αναπόφευκτη». Σύμφωνα με τον Π. Κονδύλη για τους Μαρξ και Ενγκελς «ο εχθρός, ο μέγιστος κίνδυνος ήταν η κοινωνικά υπανάπτυκτη Ρωσία» για την οποία οι δύο άντρες έγραφαν ότι “Κάθε της ενίσχυση ή επέκταση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης…”. Αν τώρα προτιμούν ανεπιφύλακτα την ημιβάρβαρη και ασιατική Τουρκία από την εξίσου ημιβάρβαρη και ασιατική Ρωσία, ο λόγος είναι ότι η πρώτη δεν κάνει επεκτατική πολιτική και δεν επηρεάζει τις κρίσιμες ευρωπαϊκές εξελίξεις, ενώ αντίθετα μία προώθηση της δεύτερης στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον συσχετισμό επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων σε ολόκληρη της Ευρώπη».

    Οι επαναστατικές δυνάμεις της Ευρώπης ήταν που ενδιέφεραν τον Μαρξ, και τη Ρωσία την έβλεπε τότε ως μία μεγάλη αντιδραστική και αντεπαναστατική δύναμη που δεν έπρεπε να ενισχυθεί με κανέναν τρόπο.

    Ηταν λοιπόν καχύποπτος με την ελληνική επανάσταση του 1821 αφού τη θεωρούσε υποκινούμενη από τη Ρωσία για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα. Αυτό δεν τον εμπόδιζε βεβαίως να καταδικάζει τη στάση των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στους Ελληνες.
    «Να υποκινούν λαούς τον έναν εναντίον του άλλου κι έτσι να εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της απόλυτης κυριαρχίας τους. Αυτή ήταν η τέχνη και η δουλειά των εξουσιαστών και των διπλωματών τους…» έγραφε και ο Μαρξ αναφερόμενος στο πώς συμπεριφέρονταν στην Ελλάδα οι μεγάλες Δυνάμεις.

    Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η ανάλυση του Ενγκελς για την Τουρκία στη «New York Daily Tribune» στις 7 Απριλίου 1853.
    «…Η Τουρκία συνίσταται από τρία ξέχωρα μέρη: τις υποτελείς ηγεμονίες της Αφρικής, την ασιατική Τουρκία και την ευρωπαϊκή Τουρκία…Η ασιατική Τουρκία είναι η πραγματική έδρα της όποιας ισχύος έχει η αυτοκρατορία…Το πραγματικό επίμαχο σημείο είναι η ευρωπαϊκή Τουρκία…Το θαυμάσιο τούτο έδαφος έχει την ατυχία να κατοικείται από ένα συνονθύλευμα διαφόρων φυλών κι εθνικοτήτων -Σλάβοι, Ελληνες, Βλάχοι, Αρναούτηδες (Αλβανοί). Δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι είναι υποταγμένοι σε ένα εκατομμύριο Τούρκους, κι ίσα με μια πρόσφατη ακόμα περίοδο φαινόταν ενδεχόμενο ότι από όλες τούτες τις φυλές οι Τούρκοι ήσαν οι ικανότεροι για να ασκήσουν την κυριαρχία… Οταν όμως βλέπουμε πόσο αξιοθρήνητα απέτυχαν όλες οι εκπολιτιστικές προσπάθειες των τουρκικών αρχών και πώς ο ισλαμικός φανατισμός, στηριζόμενος κυρίως στον τουρκικό όχλο λίγων μεγαλουπόλεων, χρησιμοποίησε πάντοτε τη βοήθεια της Αυστρίας και της Ρωσίας για να αποκτήσει και πάλι ισχύ και να ανατρέψει όποια πρόοδο είχε συντελεστεί, όταν βλέπουμε την κεντρική τουρκική εξουσία να εξασθενίζει χρόνο με το χρόνο εξαιτίας εξεγέρσεων στις χριστιανικές περιοχές…όταν βλέπουμε την Ελλάδα να αποκτά την ανεξαρτησία της και τη Ρωσία να κατακτά τμήματα της Αρμενίας (ενώ Μολδαβία, Σερβία, Βλαχία διαδοχικά γίνονται προτεκτοράτα της), τότε θα υποχρεωθούμε να παραδεχθούμε ότι η παρουσία των Τούρκων στην Ευρώπη αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Θρακοιλλυρικής χερσονήσου».

    Στη συνέχεια του άρθρου αυτού, ο Ενγκελς αναφέρεται και στους λαούς της «γειτονιάς» μας. «Στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη οι ευγενείς που είναι σλαβικής καταγωγής, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, ενώ η μάζα του λαού παραμένουν ραγιάδες, δηλαδή χριστιανοί…Η κύρια δύναμη του τουρκικού πληθυσμού στην Ευρώπη έγκειται στον όχλο της Κωνσταντινούπολης και λίγων άλλων μεγάλων πόλεων. Ο όχλος αυτός είναι κατά βάση τουρκικός και κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας για Χριστιανούς Κεφαλαιοκράτες, ωστόσο προασπίζει με ζήλο την φανταστική επιρροή του Ισλάμ. …”».

    Oσο για τη γνώμη του για τους Αλβανούς γείτονες μας της μετεπαναστατικής Ελλάδας, αυτή σήμερα θα κινδύνευε να θεωρηθεί ρατσιστική:
    «Οσο για τις άλλες εθνότητες, πολύ λίγα λόγια χρειάζεται να πούμε για τους Αρναούτηδες. Ενα σκληροτράχηλο κι αρχέγονο ορεσίβιο λαό…Εν μέρει είναι χριστιανοί, εν μέρει μουσουλμάνοι και σύμφωνα με όσα ξέρουμε για αυτούς, ίσαμε τώρα, απροετοίμαστοι για τον πολιτισμό. Οι ληστρικές τους συνήθειες θα αναγκάσουν την οποιαδήποτε γειτονική κυβέρνηση να τους κρατήσει κάτω από σφιχτό στρατιωτικό ζυγό, ώσπου η βιομηχανική πρόοδος στις γύρω περιοχές να τους δώσει απασχόληση με την ιδιότητα του ξυλοκόπου ή προμηθευτή νερού…»

    Αλλά και για τους Ελληνες, σε μία παράγραφο του ίδιου άρθρου που ακολουθεί, δείχνει να αμφισβητεί την «ελληνικότητά» τους: «Οι Ελληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστον σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Με εξαίρεση λίγες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδας». Ο μαρξιστής φιλόσοφος Π. Κονδύλης έχει εξηγήσει ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς «ακολουθώντας τον Fallmerayer, του οποίου το έργο υπολήπτονται, πιστεύουν ότι ο σύγχρονός τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής».

    Οι Μαρξ και Ενγκελς όμως δεν χαρίζονταν σε κανέναν. Μέσα από τα άρθρα τους είχαν ασκήσει έντονη κριτική στον δυτικό τύπο, στο ρόλο που έπαιξε και στα συμφέροντα που εξυπηρέτησε -ανάμεσα στα άλλα- και για το «ανατολικό ζήτημα».

    Είναι ενδιαφέρουσα η κριτική που ασκεί ο Μαρξ στον τύπο του Λονδίνο και ειδικά στους «Times» μέσα από άρθρο του στη «New York Daily Tribune» της 11ης Απριλίου 1853: «Στην αρχαία Ελλάδα έλεγαν για όποιον ρήτορα πληρωνόταν για να σωπάσει, ότι έχει ένα βόδι πάνω στην γλώσσα του: το βόδι, ας το διευκρινίσουμε, ήταν ένα ασημένιο νόμισμα φερμένο από την Αίγυπτο. Μπορούμε να πούμε αναφορικά με τους «Times» ότι σε ολόκληρη την περίοδο της αναζωπύρωσης του ανατολικού ζητήματος είχαν ένα βόδι πάνω στη γλώσσα τους…».

    Δεν έχει άμεση σχέση με την επανάσταση του 1821 αλλά δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει την αναφορά του Ενγκελς εν έτει 1853 που δείχνει ότι η έφεση των Ελλήνων για το χρηματιστήριο κρατάει από πολύ παλιά: «Υπάρχει όμως κι άλλος ένας σπουδαίος κλάδος του εμπορίου που κι αυτός διεξάγεται από τη Μαύρη Θάλασσα… Το πόση σπουδαιότητα αποκτά αυτό το εμπόριο, και το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας γενικά, το βλέπει κανείς στο χρηματιστήριο του Μάντσεστερ , όπου οι μελαχρινοί Ελληνες αγοραστές αυξάνουν σε αριθμό και σε σημασία κι όπου τα ελληνικά και οι νοτιοσλαβικές διάλεκτοι ακούγονται παράλληλα με τα γερμανικά και τα αγγλικά».

    Για την ελληνική επανάσταση ο Μαρξ και ο Ενγκελς αναφέρουν ρητά ότι υποκινήθηκε από Ρώσους πράκτορες που υποστήριξαν τους Ελληνες «προκειμένου η Ρωσία να διαβρώσει την Ευρωπαϊκή Τουρκία». Ακόμα και όσα ακούγονται την περίοδο εκείνη περί «τουρκικής βαρβαρότητας» και «ελληνικού πολιτισμού» πιστεύουν ότι «είναι συνθήματα που διαδίδει η Ρωσία».

    Γράφει στη «New York Daily Tribune» της 19ης Απριλίου 1853 ο Ενγκελς: «Η σερβική εξέγερση του 1804 και ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821 υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα από ρωσικό χρυσάφι και ρωσική επιρροή…».
    «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι βέβαια οι συνομωσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία του Γαλλικού στρατού στο Μοριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς που προέλασε με τον ρωσικό στρατό μέχρι την κοιλάδα της Μαρίτσας περνώντας τον Αίμο».

    Την ελπίδα πολλών Ελλήνων, στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια του νεοσύστατου κράτους, να αναστήσουν το Βυζάντιο, ο Ενγκελς την αποκαλούσε «ονειροφαντασία».
    «Οι Ελληνες του λεγόμενου Ελληνικού βασιλείου καθώς και όσοι ζούνε στα νησιά υπό βρετανική κυριαρχία, θεωρούν ως εθνική αποστολή να εκδιώξουν τους Τούρκους απ’ όλα τα μέρη όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα… Φτάνουν μάλιστα να ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου, μολονότι γενικά είναι λαός αρκετά ξύπνιος για να μην πιστεύει σε τέτοια ονειροφαντασία…».

    Ο Μαρξ, με την κατεξοχήν δυτική ιδιοσυγκρασία του, μας θυμίζει πολύ τους ξένους διπλωμάτες της Εσπερίας κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθούν με κάποιο ελληνικό ζήτημα. Ετσι κι εκείνος μέσα από τα γραπτά του μοιάζει να «πελαγώνει» κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθεί με τους Ελληνες και καταφεύγει στον μεθοδικότερο και ψυχραιμότερο Ενγκελς. Στις 3/5/1854 ο Μαρξ, με επιστολή του στον Ενγκελς, του ζητούσε υλικό για να γράψει στην «Tribune».

    «Θα με βόλευε πολύ αν έπαιρνα από σένα κάμποσον ανεφοδιασμό για την «Tribune» γιατί ασχολούμαι πολύ με αυτό το βάσανο, την ιστορία του νεοελληνικού κράτους και μαζί τον king Oθωνα, όμως θα μπορέσω να παρουσιάσω το αποτέλεσμα μόλις σε 2 εβδομάδες, ίσως σε μια σειρά άρθρων. Ο Μεταξάς που ήταν Ελληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και συνομωτούσε εκεί, ήταν κύριο όργανο του infamous Καποδίστρια».

    http://aristeri-diexodos.blogspot.gr/2014/03/21_25.html

  27. Konstantinoupolitis on

    Μια σταγόνα ιστορία !!!!!!!!!

    Λοιπόν:
    Στις 7 Φεβρουαρίου 1825 κι ενώ η επανάσταση βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, «συνωμολογήθη εν Λονδίνω, εθνικόν δάνειον δύο εκατομμυρίων χρυσών λιρών, δια την χρηματοδότησιν του αγώνος».

    Ρίξτε μια ματιά στην κατανομή αυτού του δανείου:
    – Το δάνειο συμφωνείται στο 55% της ονομαστικής του αξίας, για να καλυφθούν οι επισφάλειες των Άγγλων πιστωτών, δηλαδή αυτομάτως τα 2.000.000 γίνονται 1.100.000 λίρες(!!!).

    Εμείς βέβαια πληρώναμε τόκους για 2.000.000.

    Από τα 1.100.000 κρατούνται προκαταβολικά:
    – Τόκοι δύο χρόνων 200.000 λίρες
    – Μεσιτικά 68.000 λίρες
    – Εξαγορά ομολογιών δανείου 212.000 λίρες
    – Συμβολαιογραφικά 13.700 λίρες
    – Έξοδα Ελλήνων (!) μεσαζόντων 15.487 λίρες.

    Από τα εναπομείναντα, στέλνονται στις ΗΠΑ 156.000 λίρες για την κατασκευή δύο φρεγατών. Τελικά κατασκευάστηκε μόνο μία, που ήρθε στην Ελλάδα μετά το τέλος της επανάστασης και την έκαψε ο Ανδρέας Μιαούλης με τα ίδια του τα χέρια την 1η Αυγούστου 1831 στο λιμάνι τού Πόρου, όταν επαναστάτησε κατά του Καποδίστρια και τα στρατεύματα τού Κυβερνήτη έκαναν γιουρούσι για να καταλάβουν τον εξεγερμένο στόλο.
    Δεν το ξέρατε ούτε αυτό, έτσι;

    Επίσης, 123.000 λίρες μένουν στην Αγγλία για την αγορά έξι πολεμικών πλοιαρίων.
    Πήραμε μόνο το «Καρτερία» μετά την επανάσταση.

    Συνεχίζουμε:
    – Για μισθοδοσία φιλέλληνα(;) Κόχραν 37.000 λίρες
    – Για αποπληρωμή πολεμοφοδίων 77.200 λίρες
    – Διάφοροι λογαριασμοί (;;!!) 47.000 λίρες

    Έτσι, από τα 2.000.000 χρυσές λίρες, έφθασαν τελικά στην Ελλάδα μόλις 190.000 λίρες.

    Αντί αυτά τα ελάχιστα που απόμειναν να πάνε στον αγώνα κατά των Τούρκων, κατασπαταλήθηκαν στον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει
    ανάμεσα στους Μωραϊτες και τους Ρουμελιώτες.
    Οι καπεταναίοι στρατολογούσαν κόσμο για να χτυπήσουν τους εσωτερικούς εχθρούς και πληρωνόντουσαν από τα λεφτά του δανείου.

    Άλλο πλιάτσικο κι εκεί, πέραν του γεγονότος ότι Έλληνες σκότωναν Έλληνες.
    Ο Γκούρας για παράδειγμα, είχε ένα σώμα εκατόν πενήντα ενόπλων, αλλά έκανε ψεύτικους καταλόγους για πεντακόσιους και τσέπωνε την μισθοδοσία και τα τροφεία τους. Το ίδιο και οι αντίπαλοι του.

    Όταν λοιπόν ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης, έδωσε εντολή στον Πρόεδρο της επιτροπής οικονομικών Ανδρέα Κοντόσταυλο, να κάνει μια απογραφή (Να και η πρώτη απογραφή στην ιστορία μας της περιουσίας του κράτους).

    Το κείμενο της επιτροπής ήταν λεπτομερέστατο και εξαιρετικά σύντομο. Περιείχε μία μόλις πρόταση:
    «Κύριε Κυβερνήτα, εις το ταμείον του κράτους έν μόνο νόμισμα και αυτό κίβδηλον».

  28. από τη συνέχεια των ελληνισμών στις ασυνέχειες των ελλήνων

    Δημήτρης Σταματόπουλος

    Το πρόβλημα της συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως τη νεωτερική εποχή και η τριμερής κατανομή των Ελληνισμών σε αρχαίο, μεσαιωνικό και νεότερο, σχήμα που προτάθηκε από την ευρωπαϊκή ιστοριογραφία των αρχών του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στα καθ’ ημάς από τους Παπαρρηγόπουλο και Ζαμπέλιο στα μέσα του, συνεχίζει να σκιάζει κατά κάποιον τρόπο τον ορίζοντα και της σύγχρονης ιστοριογραφίας, ακόμη κι όταν αυτή περιορίζεται στη μια από τις τρεις παραπάνω περιόδους. Μάλλον καλύτερα ο επαγγελματισμός των ειδικευμένων σε μια χρονική περίοδο ιστορικών περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες να σκεφτεί κάποιος ολιστικά και γι’ αυτό αποδομητικά και ταυτόχρονα με ένα στόχο ανασύνθεσης το κυρίαρχο αυτό ιστοριογραφικό σχήμα. Πώς αλήθεια είναι δυνατόν να αμφισβητήσεις μια αφήγηση που προσομοιώνει στον τρόπο που αντιλαμβάνεται και η Δύση τον εαυτό της τους τελευταίους 6-7 αιώνες, από την Αναγέννηση και μετά; Δεν είναι εύκολο κανείς να ξεφύγει από το παιχνίδι μεταξύ αρχαίων και μοντέρνων. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον μια τέτοια συνθετική εργασία που θα αμφισβητούσε το τριμερές σχήμα αποτελεί κατά τη γνώμη μου ζητούμενο. Ακόμη και μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού, όπως αυτοί του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, σε ιστορίες που εξέδωσαν τα τελευταία 10-15 χρόνια επικεντρώθηκαν κυρίως στην αρχαία, στην ελληνιστική και στη ρωμαϊκή περίοδο, αποφεύγοντας να επιδιώξουν μια ενιαία αφήγηση για τα μεταγενέστερα χρόνια, πιθανόν κάτω από την επιρροή του ιδεολογικού πρίσματος της παρακμής: τίποτα δεν είναι συγκρίσιμο με το κλέος του αρχαίου ελληνικού κόσμου (φυσικά ο τόμος που επιμελήθηκε ο Cyril Mango στην Οξφόρδη μακράν απέχει από το να θεωρεί το Βυζάντιο ευθεία συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου). Αντίθετα ο εκδοτικός οίκος του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου ανέλαβε την έκδοση ενός δεκάτομου συλλογικού έργου με τίτλο «Ιστορία των Ελλήνων». Το έργο φιλοδοξεί να καλύψει την ιστορία των Ελλήνων σε μια χρονική έκταση 3.500 χρόνων, παίρνοντας αποστάσεις τόσο από μια ιστορία της «Ελλάδας» ως σταθερής ιστορικής πραγματικότητας όσο και από μια ιστορία των Ελληνισμών που αναγκαστικά θα οδηγούσε σε ένα σχήμα υποστασιοποιημένης συνέχειας του συλλογικού υποκειμένου «ελληνικό έθνος».

    Οι δύο τελευταίοι τόμοι που αφορούν την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και της ίδρυσης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους γράφτηκαν από τη Molly Greene, καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και στο Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, και τον Tom Gallant, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (San Diego), που είναι και ο επιμελητής ολόκληρης της σειράς. Ο τόμος που συνέγραψε η Greene καλύπτει την περίοδο από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (αλλά και πριν από αυτήν) μέχρι την έναρξη του Πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου, ενώ ο τόμος του Gallant, την αμέσως επόμενη περίοδο, από το 1768 μέχρι και το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Η σειρά θα ολοκληρωθεί με τον τελευταίο τόμο που αφορά την ιστορία του 20ού αιώνα και οι συγγραφείς του είναι ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Νίκος Δουμάνης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο New South Wells του Σύδνεϋ. Οι Gallant και Greene ήταν και προσκεκλημένοι ομιλητές στο συνέδριο με τίτλο «Balkan Worlds II: Balkan perceptions of War and Revolution in the Long Nineteenth Century (1789-1918), που διοργάνωσε στο τέλος του περασμένου Νοέμβρη το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Στο πλαίσιο του Συνεδρίου έγινε για πρώτη φορά παρουσίαση του έργου στο ελληνικό κοινό. Αυτό που ακολουθεί είναι μια σύντομη συνέντευξη που οι δύο συγγραφείς έδωσαν στον επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου Δημήτρη Σταματόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή Βαλκανικής και Ύστερης Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

    Δημήτρης Σταματόπουλος: Σε τι διαφέρει μια Ιστορία των Ελλήνων από κλασικές ιστοριογραφικές αφηγήσεις Ιστοριών της Ελλάδας, ή Ιστοριών του Ελληνισμού, ή των Ελληνισμών όπως την αποπειράθηκε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος;

    Tom Gallant: Αυτό που κάνει την «Ιστορία των Ελλήνων» του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου να διαφέρει από την τρέχουσα βιβλιογραφία είναι ότι επικεντρώνεται στην ιστορία των ανθρώπων μάλλον, παρά ενός δεδομένου γεωγραφικού χώρου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστοριογραφικής παραγωγής επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και στην εξέλιξη του εθνικού κράτους. Ισχυρίζομαι ότι καμία δεδομένη στιγμή του παρελθόντος στην ιστορία του ελληνικού λαού δεν μπορεί να περιγραφεί μέσα στα στενά γεωγραφικά όρια του τι είναι σήμερα η Ελλάδα. Η ελληνική ιστορία πάντα διεξαγόταν σε μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική σκηνή. Ακόμη και μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, την ελληνική ιστορία κατά τη διάρκεια του μακρύ 19ου αιώνα δεν μπορεί κανείς να την αφηγηθεί χωρίς να λάβει υπόψη τη διασπορά, τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας. Με αυτό δεν εννοώ ότι πρέπει να μεταφέρουμε την ιστορία των Ελλήνων έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους για λόγους συγκριτικούς. Έχω την αίσθηση ότι είναι τόσο στενά αλληλοδιαπλεκόμενες οι ιστορικές διαδρομές όλων αυτών των διαφορετικών ομάδων, που θα έπρεπε να ιστορηθούν μέσα σε ένα ενιαίο αφηγηματικό πλαίσιο. Όσον αφορά τον Ελληνισμό ως οργανωτική και δομική αρχή, η ανεπάρκειά της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταυτολογία. Ο Ελληνισμός πρέπει να ιδωθεί από τις πολύ διαφορετικές μορφές του ως μια σειρά διαδικασίες που εκτυλίσσονται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Μια άλλη πλευρά που κάνει τη σειρά του Εδιμβούργου διαφορετική είναι ότι δίνει προνομιακή θέση στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Αυτό επίσης μπορεί να αναδειχθεί εάν κάποιος δώσει βάρος σε μια πολιτισμική διάσταση, αυτή των Ελλήνων, και όχι σε μια επικράτεια.

    Δ.Σ.: Η δική σας αφήγηση, αυτής της Ιστορίας των Ελλήνων, συνεπάγεται μια διαφορετική περιοδολόγηση των διαφόρων μερών της σε σχέση με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις;

    T.G.: Εν μέρει ναι, επειδή προσπαθήσαμε να πούμε την ιστορία του ελληνικού λαού μέσα ένα χρονολογικό πλαίσιο περισσότερο προσεκτικά εναρμονισμένο στην κρατούσα ιστοριογραφία. Ενώ είναι αλήθεια ότι χρειάζεται να είμαστε ενήμεροι για ό,τι καθιστά την ιστορική εμπειρία του ελληνικού λαού διαφορετική, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην παγίδα της «εξαιρετικότητας» (exceptionalism).

    Molly Greene: Αποφάσισα να ξεκινήσω τον τόμο μου για την Ιστορία των Ελλήνων κάτω από την οθωμανική κυριαρχία από το 1430, όχι από το 1453. Το έκανα για διάφορους λόγους. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο ελληνικός κόσμος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς σταδιακά. Αυτό σημαίνει, όπως έδειξα στο βιβλίο μου, ότι, τη στιγμή που η Πόλη έπεφτε, άλλα τμήματα του ελληνικού κόσμου, όπως στη Θεσσαλία, είχαν ήδη κάνει τις απαραίτητες διευθετήσεις με τους Οθωμανούς και δεν επηρεάστηκαν δραματικά από τα γεγονότα του 1453. Επέλεξα να δώσω έμφαση στο γεγονός αυτό επειδή χρειάζεται να απελευθερωθούμε από την υπόθεση μιας αμετάβλητης ελληνικής κοινότητας ενωμένης κάτω από την ηγεσία του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Η πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνικός κόσμος υπέστη έναν τρομερό κατακερματισμό μετά το 1204 και η άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν δημιούργησε με τρόπο μαγικό μια συνεκτική κοινότητα. Η περιφερειoποίηση (regionalism) παρέμεινε ως βασικό χαρακτηριστικό. Επιπροσθέτως, πολλά έργα ιστορικών μας δείχνουν τώρα ότι η εξουσία του Πατριάρχη απείχε αρκετά από το να θεωρείται «οικουμενική», όπως συνηθιζόταν να πιστεύουμε, και αυτά είχα επίσης στο μυαλό μου για να αποκεντροθετήσω το 1453 στη δική μου αφήγηση.

    Δ.Σ.: Πως μπορούμε να σκεφτούμε τη συλλογική ταυτότητα των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από την εγκαθίδρυση του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους; Η διάκριση του Άντονι Σμιθ μεταξύ εθνοτικής και εθνικής ταυτότητας είναι χρήσιμη για το ελληνικό παράδειγμα, ή θα έπρεπε να υπερασπιστούμε μια πιο παραδοσιακή μοντερνιστική προσέγγιση για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας;

    T.G.: Ένα από τα στοιχεία στα οποία δίνεται έμφαση στον κάθε τόμο της σειράς του Εδιμβούργου είναι η μεγάλη διαφοροποίηση της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού στο χώρο και στο χρόνο και για κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή. Θα πρότεινα, και επιχειρηματολογώ σχετικά στον τόμο που συνέγραψα, ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μια πολλαπλότητα ελληνικών πολιτισμικών μορφωμάτων και ταυτοτήτων από τον 18ο μέχρι και στον 20ό αιώνα. Το πρόβλημα για το ποιος ήταν Έλληνας και τι σήμαινε να είσαι Έλληνας την κάθε στιγμή στο παρελθόν είναι ένα από τα θέματα που κάθε ιστορικός καλείται να εξερευνήσει.

    Η δική μου οπτική σχετικά με τον εθνικισμό κλίνει περισσότερο σε μια μοντερνιστική προσέγγιση, αλλά υπό μια περιορισμένη έννοια. Έχω εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από την επιχειρηματολογία του A. Gat (A. Gat & A. Yakobson, Nations: the Long History and Deep Roots of Political Ethnicity and Nationalism, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2013) σχετικά με τη μακράς διάρκειας ιστορικότητα της πολιτικής εθνότητας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας δεν είναι η ιδέα του έθνους, αλλά η ιδέα του έθνους-κράτους. Στην περίπτωση των Ελλήνων υποστηρίζω ότι υπήρχαν πολλαπλές συλλογικές αφηγήσεις περί ταυτότητας ακόμη και μετά την ίδρυση του εθνικού κράτους, και ότι πράγματι ένα από τα βασικά επιτεύγματα του κράτους ήταν η συγκρότηση του έθνους. Ακόμη και μέσα στο ελληνικό βασίλειο θα υποστήριζα ότι μια «κανονική»/κανονιστική εθνική ελληνική ταυτότητα ουδέποτε αναπτύχθηκε πριν από την έλευση του 20ού αιώνα, και ότι οπωσδήποτε, εκτός των συνόρων του βασιλείου, εναλλακτικές και περιστασιακά ακόμη και συγκρουόμενες αφηγήσεις για το τι συνιστά εθνική ταυτότητα έκαναν την εμφάνισή τους.

    M.G: Ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά της ελληνικής κουλτούρας και ταυτότητας ήταν ιδιαίτερα φανερό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου. Στην προνεωτερική περίοδο, και πηγαίνοντας πίσω στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ελληνικότητα θα μπορούσε να είναι εθνικότητα σαν οποιαδήποτε άλλη, αλλά θα μπορούσε να είναι επίσης και κουλτούρα, ή ακόμη και πολιτισμός που οποιοσδήποτε Χριστιανός –σε μια τεράστια περιοχή από το Βελιγράδι μέχρι την Καππαδοκία και την Αλεξάνδρεια– θα μπορούσε να συμμετάσχει. Σε εποχές αδυναμίας μια αποστολή εξελληνισμού ήταν επίσης αδύναμη. Έτσι, για παράδειγμα τον 16ο αιώνα η σερβική ταυτότητα ήταν πολύ ισχυρή και παρατηρητές σχολίαζαν την παρουσία Σέρβων στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Τον 18ο αιώνα, όταν η ελληνική κοινότητα άνθιζε μέσα στην Αυτοκρατορία, οι Χριστιανοί στη δημόσια ζωή σχεδόν καθολικά υιοθετούσαν την ελληνική ταυτότητα, ανεξαρτήτως της εθνοτικής τους καταγωγής.

    Δ.Σ: Η δική σας ιστοριογραφική προσέγγιση παίρνει αποστάσεις από το σχήμα του εκμοντερνισμού/εκσυγχρονισμού που κυριαρχεί στις περισσότερες, ακόμη και στις πολύ πρόσφατες, εκδοχές της νεότερης και σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας;

    T.G.: Υπερβολικά μεγάλο τμήμα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας κατατρύχεται από τη θεωρία περί εκσυγχρονισμού. Αυτό δημιούργησε μια σχεδόν ηττοπαθή νοοτροπία, όπου η Ελλάδα σχεδόν πάντα αποδεικνύεται ατελώς εκσυγχρονισμένη. Το πρόβλημα που έχω με αυτό είναι ότι ο ιδεατός τύπος της νεωτερικότητας δεν έχει επιτευχθεί ποτέ και πουθενά. Με άλλα λόγια, αυτό που οι ιστορικοί τελικά έκαναν ήταν να δημιουργήσουν μια μυθική, εξιδανικευμένη «μοντέρνα Δύση», και τότε η σύγκριση της Ελλάδας με αυτήν θα απέβαινε πάντα εις βάρος της τελευταίας. Αλλά και πάλι, πουθενά δεν έχει επιτευχθεί ο πλήρης εκσυγχρονισμός. Αυτό που προσπάθησα να κάνω στο βιβλίο μου ήταν να εξηγήσω την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ιστορία του ελληνικού λαού σε διάφορα μέρη του κόσμου με τους δικούς της όρους, και κατόπιν να τις επανατοποθετήσω/ανανοηματοδοτήσω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Προσπάθησα να αποφύγω την εύκολη και επιπόλαιη σύγκριση που πάντα βρίσκει τους Έλληνες επαίτες.

    M.G: Η θεωρία περί εκσυγχρονισμού δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστοριογραφία της περιόδου με την οποία εγώ ασχολούμαι (1300-1800). Αυτό που ήταν πολύ ισχυρό σε μια παλαιότερη γενιά επιστημόνων ήταν η απρόσεκτη και ανιστορική συσχέτιση των Οθωμανών με οτιδήποτε κακό, είτε αυτό ήταν η οπισθοδρόμηση, είτε ο δεσποτισμός ή η βαρβαρότητα (αυτό βέβαια συνδέεται με τη θεωρία περί εκσυγχρονισμού, επειδή οι Οθωμανοί πάντα αναφέρονταν ως η υποτιθέμενη αιτία που η Ελλάδα δεν μπόρεσε να εκμοντερνιστεί). Αυτό όμως δεν αληθεύει. Οι Οθωμανοί με πολλούς τρόπους υπήρξαν ένα πρώιμο νεωτερικό κράτος όπως οποιοδήποτε άλλο, είτε μιλάμε για τη Γαλλία, είτε για τους Μογγόλους στην Ινδία – και η δική μου αφήγηση για τους Έλληνες βασίζεται στην υπόθεση αυτής της οθωμανικής «κανονικότητας». Οι Οθωμανοί ανήκουν στην Ιστορία, όχι στο μύθο.

    Δ.Σ: 1821: Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ή Επανάσταση; Πώς λύσατε αυτό το ιστοριογραφικό δίλημμα;

    T.G.: Δεν βλέπω κανένα δίλημμα εδώ. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζω το 1821 είναι ο εξής. Το βλέπω κατ’ αρχήν σαν μια εξέγερση, πολύ όμοια ως προς τη φύση της και τους στόχους της με αυτές που ξέσπασαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης – στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού. Στη δική μου οπτική ήταν ένα είδος εμφυλίου πολέμου μεταξύ μιας ομάδας που επιθυμούσε να αποσχιστεί από το κράτος του οποίου ήταν μέλος. Σε μεγάλο βαθμό και η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 θα μπορούσε να θεωρηθεί εμφύλιος πόλεμος, όπως ήταν και η σύγκρουση μεταξύ της Ένωσης και των αποσχιστικών ομοσπονδιακών κρατών το 1862. Ήταν η επιτυχής έκβαση που έκανε την ελληνική εξέγερση του 1821 έναν Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, με τον ίδιο τρόπο που η Επανάσταση του 1776 θεωρήθηκε ο Αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Η διάκριση μεταξύ των δύο διαφορετικών κατηγοριών εξαρτάται από το αποτέλεσμα. Επιτυχείς εμφύλιοι πόλεμοι που οδηγούν στη δημιουργία αποσχιστικών κρατών αποκαλούνται Πόλεμοι της Ανεξαρτησίας. Αυτοί που αποτυγχάνουν τους αφηγούνται στα βιβλία της ιστορίας ως εμφυλίους πολέμους

    http://chronosmag.eu/index.php/e-spls-p-s-lls-s-s-ll.html

  29. β on

    Διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος

    Α.
    Το έθνος είναι η συνένωση όλων των ανθρώπων, όσων ζουν μαζί, είτε λόγω γλώσσας είτε λόγω ορισμένων γεωγραφικών παραγόντων, είτε λόγω του ρόλου που τους όρισε η ιστορία, και αναγνωρίζουν την ίδια αρχή και βαδίζουν για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Πατρίδα είναι, πρώτα απ’ όλα, η συνείδηση της πατρίδας.

    Τζουζέπε Ματσίνι, Ιταλός πολιτικός και ηγέτης του ιταλικού εθνικού κινήματος

    Β.
    Τα πρώτα, τα γνήσια και αληθινά εθνικά σύνορα των κρατών είναι, αναμφίβολα, τα εσωτερικά σύνορα των ανθρώπων. Όλοι όσοι μιλούν την ίδια γλώσσα συνδέονται μεταξύ τους με ένα πλήθος αόρατων δεσμών από την ίδια τη φύση, πράγμα που συνέβαινε πολύ πριν αρχίσει οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα, καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον και έχουν τη δύναμη να συνεχίζουν να αλληλοκαταλαβαίνονται όλο και πιο καθαρά και αποτελούν εκ φύσεως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. […] Από αυτά τα εσωτερικά σύνορα, που χαράσσονται από την πνευματική φύση του ανθρώπου καθεαυτού, προκύπτει ως συνέπεια η διαμόρφωση των εξωτερικών συνόρων […]

    Γιόχαν Φίχτε, Γερμανός φιλόσοφος

  30. Λόγιοι & Κείμενα του 17ου-19ου αιώνα

    Σχολές του Γένους
    Σχολάρχες
    Διδάσκαλοι
    Μαθητές

    Ελληνομνήμων
    Λεξικόν επιστημονικών όρων
    Χειρόγραφα 17-19 ου αιώνα

    Το παρόν πληροφοριακό σύστημα διαχειρίζεται με ενιαίο τρόπο ιστορικές πληροφορίες που αφορούν την ελληνική παιδεία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες από το 17ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
    Πρόκειται για την ενοποίηση του προγράμματος Ελληνομνήμων, του προγράμματος των Σχολών του Γένους , των χειρογράφων, του λεξικού επιστημονικών όρων, των περιηγήσεων και των βιογραφιών των Λογίων.
    Περιλαμβάνονται οι ακόλουθες ενότητες τεκμηρίων:
    view Έντυπα βιβλία, μέσα από τα οποία τεκμαίρεται η πνευματική παραγωγή της περιόδου.
    view Χειρόγραφα του 17ου-19ου αιώνα.
    view Λεξικόν επιστημονικών όρων των εντύπων βιβλίων με δυνατότητα ευρετηρίου.
    view Βιογραφικές πληροφορίες για τους ελληνόφωνους λογίους που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν από το 17ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
    view Συγκεντρωτικός κατάλογος με τις περιηγήσεις των Λογίων.
    view Αναλυτικές πληροφορίες για τις ελληνικές σχολές και σχολεία που λειτούργησαν είτε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε στις παροικιακές κοινότητες.
    view Δυνατότητα προσθήκης πληροφοριών απο τους χρήστες του συστήματος, στη βάση δεδομένων των Σχολών του Γένους με τις Επισημειώσεις.
    view Ο πλήρης κατάλογος των λογίων του 17ου-19ου αιώνα και το έργο τους, ως συγγραφείς, σχολάρχες, διδάσκαλοι ή μαθητές στις Σχολές του Γένους.

    http://anthemion.phs.uoa.gr/scholes/

  31. «Εθνική ή κοινωνική επανάσταση»;
    Επανεξετάζοντας ένα παλιό δίλημμα για το Εικοσιένα

    ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ

    Η φετινή επέτειος της 25ης Μαρτίου έφερε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο διαφορετικές και αντιπαρατιθέμενες αναγνώσεις του Εικοσιένα: η Χρυσή Αυγή, με τα «Μαθήματα ελληνικής ιστορίας» που οργάνωσε σε κεντρικό ξενοδοχείο, διατράνωσε τον εθνικό χαρακτήρα της επανάστασης, ενώ οι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ, με μια ανοιχτή επιστολή στους μαθητές, διάβασαν το Εικοσιένα ως λαϊκή κοινωνική επανάσταση με πρωτοπόρα την αστική τάξη. Κοινά στοιχεία και στις δύο αναγνώσεις είναι η εγκατάσταση ευθέων, αλλά ανιστορικών, αναλογιών του τότε με το σήμερα και, συνακόλουθα, ο απροκάλυπτα πολιτικός χαρακτήρας τους: και οι δύο ερμηνείες εκπορεύονται άμεσα από τις πολιτικές ιδεολογίες και τους συγκυριακούς στόχους των δύο κομμάτων, εξοβελίζοντας εκ προοιμίου τη σχετική ακαδημαϊκή γνώση ως εξίσου ιδεολογική.

    Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα του βαθμού εγκυρότητας των δύο προσεγγίσεων στο μέτρο που αυτές δεν εκφέρονται από ειδικούς επιστήμονες, θέλω να επισημάνω ότι οι δύο κομματικές αναγνώσεις επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση μια αντιπαράθεση που ταλάνισε την ελληνική ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα: το Εικοσιένα ήταν εθνική ή κοινωνική επανάσταση; Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που συνδέθηκε άμεσα με τις συγκρούσεις της εμφύλιας και της μετεμφυλιακής περιόδου, κατά την οποία οι διαφορετικές αναγνώσεις της ελληνικής ιστορίας συνεπάγονταν δηλώσεις νομιμοφροσύνης ή ανταρσίας στο καθεστώς. Και τούτο μολονότι οι πιο διαδεδομένες εκδοχές της αριστερής ιστοριογραφίας ενσωμάτωσαν βαθμιαία την εθνική οπτική, διολισθαίνοντας σε ένα εθνικολαϊκό μοντέλο προσέγγισης του Εικοσιένα.

    Στην πραγματικότητα το ψευδοδίλημμα «εθνική versus κοινωνική» επανάσταση συναρτάται με διαφορετικές εννοιολογήσεις του έθνους και της επανάστασης. Στην πρώτη περίπτωση το έθνος νοείται ως προαιώνια ύπαρξη και η επανάσταση έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη η γέννηση του έθνους συνδέεται με οικονομικοπολιτικές ιστορικές εξελίξεις, και η επανάσταση, εκτός από τη χρήση βίας και την αλλαγή πολιτικού καθεστώτος, προϋποθέτει ευρεία λαϊκή συμμετοχή και επιδίωξη –και επίτευξη ως κάποιο τουλάχιστον βαθμό– καταστατικών αλλαγών στους θεσμούς, την οικονομικοκοινωνική δομή, τις πολιτισμικές αξίες.
    Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η τάση ενός κύκλου αγγλοσαξόνων ιστορικών στη δεκαετία του 1970 (R. Clogg, D. Dakin, J. Petropoulos κ.ά.) να προσδιορίζουν το Εικοσιένα όχι ως επανάσταση αλλά ως «πόλεμο της ανεξαρτησίας», θεωρώντας ότι δεν επέφερε ρήξεις και ουσιαστικές αλλαγές στις κοινωνικές ιεραρχίες, τις πολιτικές πρακτικές, τις οικονομικές δομές και τις νοοτροπίες. Ωστόσο, ακριβώς σε αυτά διαφέρει το Εικοσιένα από άλλες βίαιες κινήσεις που οδήγησαν ή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απόσχιση εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία, όπως η σέρβικη εξέγερση του 1804 ή η ανταρσία του Αλή πασά το 1820. Οι εξεγέρσεις αυτές δεν σκόπευαν να αλλάξουν την κοινωνικοπολιτική δομή στις περιοχές που συνέβησαν. Εντάσσονται σε παραδοσιακού τύπου εξεγέρσεις που περιορίζονταν στην αλλαγή ηγεμόνα. Αντίστοιχα κινήματα είχαν λάβει χώρα και στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας: στόχευαν στην απόσχιση εδαφών από τη σουλτανική κυριαρχία και στην υπαγωγή τους στην επικράτεια χριστιανού βασιλιά.

    Αντίθετα, το κίνημα του 1821 προκάλεσε άμεσα ή καλλιέργησε το έδαφος για επαναστατικές αλλαγές στην πολιτική δομή και την κρατική οργάνωση, τις συλλογικές ταυτότητες, τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, τις οικονομικές σχέσεις. Οι επαναστάτες, αποτελούμενοι από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, δεν είχαν τα ίδια κίνητρα συμμετοχής στην επανάσταση, ούτε τα ίδια συμφέροντα, στόχους και πολιτικούς σχεδιασμούς και, συνακόλουθα, ούτε τους ίδιους οραματισμούς για τη μορφή και την οργάνωση της νέας κοινωνίας και του νέου κράτους. Ωστόσο, ο κυρίαρχος προσανατολισμός της επανάστασης, αυτός που καταγράφηκε στα συντάγματα και τους νόμους, που εφαρμόστηκε στα πολιτεύματα, που βγήκε νικητής στους εμφυλίους, δεν στρεφόταν πρωτίστως εναντίον των μουσουλμάνων αλλά εναντίον του παραδοσιακού οθωμανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος, ενός συστήματος που εν πολλοίς γινόταν αντιληπτό ως ανάλογο με το «παλαιό καθεστώς» των ευρωπαϊκών κρατών, το οποίο άρχισε να ανατρέπεται με τη Γαλλική επανάσταση από την οποία εμπνεόταν και η ελληνική.

    Ενδεικτικό στοιχείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας της επανάστασης είναι ότι συμμετείχε και μικρός αριθμός μουσουλμάνων. Μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς συνέστησαν αργότερα την «οθωμανική εκατονταρχία», ενταγμένη στις χιλιαρχίες που οργάνωσε ο Καποδίστριας. Ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Τούρκος την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην» Μπαϊράμης Λιάπης, με αίτηση του το 1828, ζητά οικονομική ενίσχυση από τον Καποδίστρια επειδή δεν αγάπησε την «οθωμανικήν τυραννίαν» και αγωνίστηκε «με τους Έλληνας, υπέρ ελευθερίας». Τα συντάγματα του Αγώνα επιτρέπουν την πολιτογράφηση ξένων εάν έχουν επιδείξει «μεγάλα ανδραγαθήματα» και σημαντικές «εκδουλεύσεις» ή εάν έχουν υπηρετήσει δύο χρόνια στα επαναστατικά στρατεύματα, χωρίς ρητό περιορισμό θρησκεύματος.

    Άλλωστε η εθνική ταυτότητα ήταν ακόμη ζητούμενο τόσο ως προς το περιεχόμενο της όσο και ως προς την οικείωση της από το ευρύτερο σώμα των επαναστατών. Η μετάβαση από τον ορθόδοξο Ρωμιό στον Έλληνα συνιστά μια αργή διαδικασία που η ίδια η επανάσταση προκαλεί. Η προτεραιότητα της εθνικής έναντι άλλων συλλογικών ταυτοτήτων ή ατομικών συμφερόντων δεν ήταν δεδομένη αξία. Η αλλαγή στρατοπέδου και το προσκύνημα στην Πύλη δεν ήταν σπάνια, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του αγώνα. Ο ισχυρότερος προεπαναστατικά αρματολός της Αιτωολοακαρνανίας, ο Γ. Βαρνακιώτης, προσκύνησε στα τέλη του 1822 και παρέμεινε στο οθωμανικό στρατόπεδο μέχρι τα τέλη του 1828. Οι τοπικισμοί διασπούσαν την εθνική αλληλεγγύη. Μολονότι μετά την ήττα του Δράμαλη (1822) και μέχρι την έλευση του Ιμπραήμ (1825) ο Μοριάς δεν αντιμετώπισε οθωμανική εισβολή, ελάχιστοι Πελοποννήσιοι (κυρίως επαγγελματίες στρατιωτικοί) συνέδραμαν τους Ρουμελιώτες που αντιμετώπιζαν οθωμανικές εκστρατείες. Στον Β΄ εμφύλιο η κυβέρνηση του υδραίου Γ. Κουντουριώτη μίσθωσε Ρουμελιώτες και Σουλιώτες για να χτυπήσει τους αντιπάλους της πελοποννήσιους προεστούς και οπλαρχηγούς. Προεστοί και καπεταναίοι θεωρούσαν ότι στις επαρχίες τους είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα τα οποία περιόριζε η κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή μια ξένη προς τον τόπο τους διοίκηση.

    Από την άλλη μεριά, η ιστορία της επανάστασης συνιστά μια πορεία σταδιακής αποδυνάμωσης των τοπικισμών και ενίσχυσης της ενιαίας ελληνικής ταυτότητας: η επανάσταση προκάλεσε μια πρωτοφανή κινητικότητα στο χώρο, διόγκωση των επαφών και ανάγκη συνεργασίας ανθρώπων από μακρινές περιοχές. Η νίκη στις μάχες αλλά και η ζωή των πολεμιστών εξαρτιόταν από τη συνεργασία και την αλληλεγγύη με άγνωστους συμπολεμιστές από άλλες περιοχές. Οι πρόσφυγες από τις περιοχές που ηττήθηκε η επανάσταση χρειάζονταν την περίθαλψη των γηγενών για να επιβιώσουν. Στις εθνοσυνελεύσεις συνέπρατταν εκπρόσωποι από όλες τις επαναστατημένες περιφέρειες αλλά και μορφωμένοι που ήλθαν από άλλες οθωμανικές περιοχές, τα Επτάνησα και τις παροικίες. Πολλοί ετερόχθονες διορίστηκαν στην κεντρική και την επαρχιακή διοίκηση. Όλα τούτα οδηγούσαν βαθμιαία σε σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και σε εθνική ομογενοποίηση. Παράλληλα, η επανάσταση συνιστά σταθμό στην αποκρυστάλλωση των στοιχείων της εθνικής ταυτότητας. Καθώς στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν μειονότητα, η οποία, στο σύνολο της, κατείχε τις ανώτερες θέσεις στην κοινωνική και διοικητική ιεραρχία ή επάνδρωνε τον οθωμανικό στρατό, η κοινωνική αντιπαράθεση μπορούσε εύκολα να προβληθεί στην εθνική και να ταυτιστεί με τους δύο πόλους της πολεμικής αναμέτρησης. Έτσι στα συντάγματα του Αγώνα έμοιαζε αυτονόητος ο ορισμός του Έλληνα ως του αυτόχθονα χριστιανού. Συνακόλουθα, η νεωτερική εθνική ταυτότητα ενσωμάτωνε ομαλά την παραδοσιακή θρησκευτική.

    Η σημαντικότερη ρήξη με το προεπαναστατικό καθεστώς ήταν η θέσπιση ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους με φιλελεύθερους αστικούς θεσμούς και νομιμοποίηση της εξουσίας στη βούληση του έθνους, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου η εξουσία θεωρούνταν θεόθεν εντεταλμένη στον μονάρχη. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακηρυσσόταν στο σύνταγμα της Τροιζήνας. Τα κυριότερα στοιχεία αυτού του ρηξικέλευθου πολιτικού προγράμματος ήταν τα εξής: θέσπιση συντάγματος ως υπέρτατης αρχής του πολιτεύματος, αντιπροσωπευτικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί, διάκριση των τριών εξουσιών, κράτος δικαίου με ορθολογικό νομικό πλαίσιο, ισότητα των πολιτών απέναντι στους νόμους, κοσμικό κράτος με εθνική Εκκλησία ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο και υποκείμενη στους νόμους, κεντρικά ελεγχόμενη και ιεραρχημένη γραφειοκρατία με αξιοκρατία στο διορισμό των αξιωμάτων, κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών, εθνικός τακτικός στρατός, υποχρέωση της πολιτείας να παράσχει εκπαίδευση τη δημιουργία σύγχρονου σχολικού συστήματος. Βασική επιδίωξη ήταν η μετάβαση από το οθωμανικό κράτος των υπηκόων στο ελληνικό κράτος των πολιτών.
    Τα περισσότερα από τα παραπάνω συνιστούσαν ρήξεις που προσέκρουαν στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των παραδοσιακών ηγετικών ομάδων (προεστών, καπεταναίων, ανώτερου κλήρου) και στις κατεστημένες νοοτροπίες. Οι τοπικές ελίτ επιδίωκαν να διατηρήσουν τις παραδοσιακές εξουσιαστικές δομές που διακρίνονταν από τα εξής στοιχεία: ισχυρές αποκεντρωμένες τοπικές εξουσίες με κληρονομική διαχείριση από τις πατροπαράδοτες τοπικές αυθεντίες που περιορίζονταν σε μικρό αριθμό οικογενειών, άσκηση της πολιτικής στη βάση πατερναλιστικών προτύπων και πελατειακών δικτύων, ισχυρό παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο, άτακτα στρατεύματα υπό τον έλεγχο των επαρχιακών ελίτ, συλλογή των φόρων από τους τοπικούς προύχοντες με το σύστημα της προαγοράς που τους επέτρεπε σημαντικό βαθμό αυθαιρεσίας και ιδιοποίησης του αγροτικού πλεονάσματος, πρόσληψη των αξιωμάτων ως πηγών προσωπικού πλουτισμού και όχι ως υπηρεσίας στο έθνος ή κοινωνικού λειτουργήματος και, συνακόλουθα, διορισμό στα αξιώματα βάσει προσωπικής ισχύος και όχι προσόντων.

    Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η σημαντικότερη ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν ήταν η καθιέρωση του ρωμαϊκού δικαίου στο καθεστώς της γης, που κατοχύρωνε αποκλειστικά την πλήρη ιδιοκτησία, σε αντίθεση με το οθωμανικό δίκαιο των επάλληλων δικαιωμάτων κράτους – τσιφλικούχου – καλλιεργητή. Το νέο καθεστώς δυνητικά μετέτρεπε τη γη σε εμπόρευμα, επιτρέποντας την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία. Με απόφαση επίσης των επαναστατικών αρχών, οι γαίες που κατείχαν οι μουσουλμάνοι πέρασαν στην ιδιοκτησία του δημοσίου και ονομάστηκαν εθνικές. Αποφεύχθηκε έτσι η εκποίηση τους, όπως απαιτούσαν οι παραδοσιακές αρχηγεσίες, και η συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων ισχυρών. Αντίθετα, έγινε δυνατή η ενοικίασή τους στους ακτήμονες και η διανομή τους το 1871 έναντι σχετικά μικρού τιμήματος. Έτσι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κυριάρχησε η μικρή και μεσαία αγροτική ιδιοκτησία.

    Η κατίσχυση αυτού του φιλελεύθερου –και σε μεγάλο βαθμό δημοκρατικού– πολιτικού προγράμματος δεν επιτεύχθηκε ομαλά: χρειάστηκαν αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις. Στηρίχτηκε από μια πολιτική συμμαχία σπουδαγμένων στην Ευρώπη επαγγελματιών (κυρίως λογίων, δασκάλων, εμπόρων, γιατρών, στελεχών της Διοίκησης κλπ.), Φαναριωτών, εμποροκαραβοκυραίων των νησιών, λίγων μορφωμένων προεστών, καθώς και μεσαίων και μικρών οπλαρχηγών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους ισχυρούς καπεταναίους, προσέβλεπαν σε μια ισχυρή εθνική διοίκηση για βαθμούς και μισθούς. Στο ιδεολογικό πεδίο, η εμφύλια αντιπαράθεση προσλήφθηκε ακόμη και με εθνικούς όρους: ο πολιτικός αντίπαλος εκλαμβάνεται ως δυνάστης και μετατρέπεται σε ξένο, ενώ, σε ακραίες διατυπώσεις, ταυτίζεται με τον Τούρκο. Για τη φιλελεύθερη παράταξη, που επιδίωκε την επαναστατική ρήξη με το παρελθόν, οι αντίπαλοι της ήταν τουρκόφρονες, τουρκοκοτζαμπάσηδες, εχθροί του έθνους, οπαδοί της τυραννίας. Για τις παραδοσιακές αρχηγεσίες, που επιδίωκαν τη διατήρηση των βασικών προεπαναστατικών κοινωνικών δομών, οι αντίπαλοι τους ήταν ξένοι που ήλθαν στον τόπο τους να αμφισβητήσουν τα πατροπαράδοτα δίκαια τους.

    Τα πλατιά αγροτικά στρώματα, γερά εξαρτημένα από τις τοπικές ελίτ, σπάνια έχουν αυτόνομη φωνή ή πολιτική δράση στην επανάσταση. Ευελπιστώντας σε μείωση φόρων και απόκτηση χωραφιών, στήριξαν στις αρχές του Αγώνα στο Μοριά τους οπλαρχηγούς ως αντιπάλους των προεστών. Ήλπιζαν σε μια δίκαιη διακυβέρνηση από έναν φιλόπτωχο ηγεμόνα που θα κυριαρχούσε στους τοπικούς προύχοντες. Για τούτο είχαν λαϊκή απήχηση ο φαναριώτης πρίγκηψ Δ. Υψηλάντης στις αρχές του Αγώνα και ο κερκυραίος ευγενής Ι. Καποδίστριας στο τέλος του. Η συμμετοχή των αγροτών ως αυτόνομου συλλογικού σώματος στις κεντρικές πολιτικές διαμάχες ήταν έξω από τους πολιτισμικούς ορίζοντες τους.

    Συνοψίζοντας, η επαναστατική τομή του Εικοσιένα δεν ήταν η ανεξαρτητοποίηση μιας περιφέρειας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατοικούμενης, μετά την εκδίωξη των μουσουλμάνων, από χριστιανούς, ελληνόφωνους ως επί το πλείστον. Τομή, διόλου αυτονόητη, ήταν η με επαναστατικό τρόπο μετάβαση από το παραδοσιακό, μεσαιωνικών καταβολών, οθωμανικό κράτος στο σύγχρονο αστικό κράτος και η δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μετατροπή μιας παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη καπιταλιστική. Ιδεολογική έκφραση αυτής της μετάβασης ήταν ο φιλελεύθερος εθνικισμός. Αντίπαλοι στο εύρος αυτής της επαναστατικής μεταβολής κατά τη διάρκεια του Αγώνα στάθηκαν σημαντικά τμήματα των ντόπιων παραδοσιακών χριστιανικών ελίτ, που αποτελούσαν όμως μέλη τού υπό διαμόρφωση ελληνικού έθνους. Με αυτήν την έννοια το Εικοσιένα εντάσσεται οργανικά στη χορεία των αστικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων της εποχής. Μολονότι κάποιες από τις κατακτήσεις της επανάστασης υποχώρησαν στη διάρκεια της καποδιστριακής και της πρώτης οθωνικής περιόδου, αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό με το κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη 1843.

    http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_527.html

  32. Τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου;

    ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

    Σήμερα γιορτάζουμε το δικαίωμα του ελληνικού λαού να χορεύει τσάμικο και καλαματιανό χωρίς κιγκλιδώματα και λοιπούς περιορισμούς. Γιορτάζουμε επίσης τη δυνατότητα των Ενόπλων Δυνάμεων να βρίσκουν καύσιμα παρά τα άδεια ταμεία. Γιορτάζουμε ακόμη την ικανότητα των πολιτικών να στέκουν προσοχή και να διαγωνίζονται στην εκφορά στερεοτύπων. Γιορτάζουμε, τέλος, την ελευθερία μας να γιορτάζουμε χωρίς να ξέρουμε τι είναι αυτό που γιορτάζουμε. Εδώ που τα λέμε, τώρα που το σκέφτομαι, έχουμε παραπάνω από έναν λόγους για να γιορτάσουμε.

    «Εθνεγερσία», «παλιγγενεσία», ή «επανάσταση»; Ξεσηκώθηκε το ελληνικό Εθνος, ξεσηκώθηκε το Γένος ή μήπως επαναστάτησε ο λαός; Και για ποιο λόγο ο ξεσηκωμός συγκίνησε τους επίλεκτους της Ευρώπης, που τότε ζούσε στον αστερισμό της μεγάλης ρομαντικής επανάστασης; Μήπως γιατί κλόνιζε τις δικές τους μοναρχίες, όπως ισχυρίζεται η ιδεοληπτική αριστερή αντίληψη; Ελάτε τώρα, ο Σατωβριάνδος ήταν θαυμαστής των Ελλήνων και οπαδός του Λουδοβίκου 18ου και του Καρόλου 10ου, και πάντως αντίπαλος και εμιγκρές της Γαλλικής Επανάστασης. Στο τέλος του 19ου αιώνα, δε, όταν ο Σαρλ Μωρράς, πνευματικός ταγός της γαλλικής ακροδεξιάς, επισκέφθηκε την Αθήνα για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτός ήταν που έγραφε ότι ιστορικός προορισμός των σύγχρονων Ελλήνων είναι να ξαναφέρουν το ελληνικό πνεύμα στον σύγχρονο κόσμο. Η μαρξιστική μηχανή αδιαφορούσε για τη σύγχρονη Ελλάδα επειδή αδιαφορούσε και για την κλασική.

    Το 1821 ήταν εποχή ρομαντισμού, και η Ευρώπη παρακολουθούσε τους Ελληνες, που τους ήξερε ως αγάλματα, να βγαίνουν από τις κολόνες και να ξαναζωντανεύουν. Ηταν ένα ιστορικό θαύμα που το κυοφορούσε η φαντασία του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Ηταν. Ηταν όμως και πραγματικότητα, με τις μικρότητές της, τις αφέλειές της, τις μωροφιλοδοξίες της. Το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι πληθυσμοί της νοτίου Βαλκανικής που ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών και δυσκολεύονταν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, και λόγω χαρακτήρα αλλά και λόγω γλώσσας –βλέπε «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου– αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στην ελληνική, την κατασκευασμένη από τη λόγια ελίτ, και μέσω αυτής πρόβαλαν την ύπαρξή τους σε ένα παρελθόν που το καταλάβαιναν οι Ευρωπαίοι και πίστευαν πως οι απελευθερωμένοι Ελληνες θα τους βοηθήσουν να το καταλάβουν ακόμη καλύτερα.

    Τι γιορτάζουμε σήμερα; Γιορτάζουμε τη συγκρότηση ενός έθνους σε υποκείμενο της Ιστορίας του. Είτε μέσα από τα έργα των ρομαντικών, είτε μέσα από το πείσμα και τη φαντασία των αρχαιολόγων, είτε μέσα από τους θεωρητικούς της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, ο ξεσηκωμός του 1821 έφερε το ελληνικό έθνος στην ομήγυρη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Καμιά θεωρία περί ιδιοπροσωπίας και περί βαλκανικής μοναξιάς δεν μπορεί να ανατρέψει τη δημιουργική ορμή του Σολωμού που έκανε λόγια ποίηση το δημοτικό τραγούδι μέσα από τον απόηχο των ιταλικών. Ή τη γιγάντια χειρονομία του Παπαρρηγόπουλου που διάβαζε Γίβωνα και Μακόλεϊ. Το έθνος έγινε κράτος και το κράτος βρήκε τη θέση του στην ευρωπαϊκή κοινότητα των κρατών.

    Και αν έχει κάποιο νόημα να μιλάμε σήμερα για εθνική συνείδηση είναι γιατί μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ξεπεράσουμε τη μνησικακία που υπονομεύει τους κοινωνικούς δεσμούς. Η κοινωνία μας έγινε μνησίκακη γιατί είχε πιστέψει στην ευμάρεια και την έχασε. Η εθνική συνείδηση, όμως, μας υπενθυμίζει πως η χώρα δεν είναι Εταιρεία Περιορισμένης Ιστορικής Ευθύνης.

    http://www.kathimerini.gr/808752/opinion/epikairothta/politikh/ti-giortazoyme-thn-25h-martioy

  33. 1453-1821: 124 επαναστάσεις ενάντια στους Οθωμανούς
    Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, 1571.
    Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, 1571.
    Διαβάστε επίσης

    Photo: Nick Paleologos / SOOC
    «Παρελάσεις: η καπότα του εθνικισμού» Γιούλα Ράπτη 25/03/2015
    ΕΛΛΑΔΑ
    Photo: Νίκος Δήμου
    Πάλι το ’21 Νίκος Δήμου 24/03/2015
    ΕΛΛΑΔΑ
    photo: Nikos Libertas / SOOC
    Χρειαζόμαστε νέα εθνική ιδεολογία! Ανδρέας Ζαμπούκας 25/03/2015
    ΕΛΛΑΔΑ
    Photo: Menelaos Myrillas / SOOC
    Άλλος για τον στρατό; Τζίνα Δαβιλά 25/03/2015
    ΕΛΛΑΔΑ
    Πρόσφατα άρθρα του Κάρολου Μπρούσαλη
    Πρόσφατα άρθρα στην κατηγορία ‘Ιστορία’
    Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
    Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
    Ένας ταχυδρόμος έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, την 1η Μαρτίου του 1821: Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας, στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, εδώ και πέντε μέρες, ξεσήκωσε τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας σε επανάσταση και βοηθά και τους Βλάχους του Βλαδιμηρέσκου που επαναστάτησαν από τις 17 Ιανουαρίου. Για τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, το μήνυμα ήταν σαφές: Ο τσάρος παρασπόνδησε τη στιγμή που η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε προβλήματα και προσπαθούσε να του πάρει κι άλλα εδάφη. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και η μεγάλη Αικατερίνη, καμιά τριανταριά χρόνια πριν.

    Με τον Αλή πασά επαναστατημένο και τους Σουλιώτες να έχουν γυρίσει στα μέρη τους και να ξαναχτυπούν τους Τούρκους στην Ήπειρο, με τους Μολδαβούς ξεσηκωμένους στον Δούναβη και με προβλήματα στην Περσία, στη Συρία (με τους Δρούσους), στην Αραβία (με τους σεΐχηδες) και στην Αίγυπτο που έδειχνε χωριστικές τάσεις, ένα του έλειπε του Μαχμούτ: Ν’ ανοίξει μέτωπο και με τους Ρώσους. Θα περνούσε καιρός, ώσπου να μάθει πως ο τσάρος δεν είχε καμιά σχέση. Ως τότε, η ασπίδα της επανάστασης θα κρατούσε τους Τούρκους μακριά από την Πελοπόννησο. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας πετύχαινε στο ακέραιο.

    Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Έλληνες είχαν την πρώτη τους «ανεπίσημη» σύγκρουση με τους Τούρκους, τους οποίους εξόντωσαν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Στις 23 του μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε απευθυνθεί «προς το έθνος της Μολδαβίας» διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Έλληνες θα σταθούν στο πλευρό τους. Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1821, όταν, στο Ιάσιο της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δημοσιοποίησε την προκήρυξή του με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ήταν η προκήρυξη της επανάστασης. Άρχιζε με την αναγγελία: «Η ώρα ήλθεν, ω Έλληνες». Και κατέληγε: «Εις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί». Την ίδια μέρα, έγραφε στον τσάρο, ζητώντας τη βοήθειά του.

    Τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Μαρτίου, μέρα που ο Υψηλάντης άφηνε το Ιάσιο και με 2000 επαναστάτες βάδιζε δυτικά, παραγγέλλοντας στους Έλληνες ναυτικούς, στο Γαλάτσι, ν’ αναπλεύσουν τον Δούναβη και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Έφτασε στο Βουκουρέστι.

    Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών. Όμως, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, Χατζή Χαλίλ εφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραφαν κοινή δήλωση ότι «το γένος αγνοεί την επαναστατικήν εταιρείαν». Στις 23 Μαρτίου, διαβάστηκε στις εκκλησίες αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες, με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα, και αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το ορθόδοξο πατριαρχείο. Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Έλληνες της Πόλης. Όμως, από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη.

    Έτσι κι αλλιώς, η επανάσταση δεν μπορούσε πια ν’ ανακοπεί. Την ημέρα, που οι επαναστάτες αφορίζονταν (23 Μαρτίου), η Μεσηνιακή Σύγκλητος ανήγγειλε την επίσημη έναρξη του Αγώνα, με την «προειδοποίησιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς». Ανάλογη προκήρυξη επιδιδόταν στους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 26 Μαρτίου, από το Αχαϊκό Διευθυντήριο.

    Ήταν ο 124ος ξεσηκωμός. Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων. Οι περισσότεροι, αυθόρμητοι κι απαράσκευοι. Όχι λίγοι, με προτροπή ξένων δυνάμεων που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Πνίγηκαν όλες στο αίμα.

    Ήταν στα 1481, μόλις 28 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασαν ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσαν την περιοχή της Χιμάρας. Αβοήθητος από τη Δύση, που τον είχε ενθαρρύνει, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε, εννέα χρόνια αργότερα, και γδάρθηκε ζωντανός.

    Ήταν το 1489, όταν ο τελευταίος του βυζαντινού αυτοκρατορικού οίκου Ανδρέας Παλαιολόγος σήκωσε την επαναστατική σημαία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Από το 1492, ο επαναστατικός άνεμος πήρε τη μορφή σταυροφορίας με σύμμαχο τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας. Πέντε χιλιάδες επαναστάτες απελευθέρωσαν την Ήπειρο και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Ο αγώνας είναι τόσο δυνατός (γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας), ώστε οι Τούρκοι «αποσύρονται εκ των παραλίων και ετοιμάζονται να εγκαταλείψωσι την Κωνσταντινούπολιν». Όμως, συνασπισμός χριστιανικών κρατών συμμαχεί κατά του Καρόλου, που αναγκάζεται να γυρίσει στη Γαλλία. Αβοήθητοι, οι Έλληνες σφάζονται ανηλεώς. Το 1496, η επανάσταση έχει σβήσει.

    Νέες επαναστατικές κινήσεις, από το 1525 ως το 1533, κατέληξαν στη σφαγή των Ελλήνων:

    Στη Ρόδο, του μητροπολίτη Ευθυμίου και των προυχόντων. Στην Πελοπόννησο, των επαναστατών που εγκαταλείφθηκαν στη Μεθώνη από τους ιππότες της Μάλτας. Και, το 1565, πνίγεται στο αίμα ο ξεσηκωμός στην Ήπειρο, με αιτία το παιδομάζωμα.

    Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 με την καταστροφή του τουρκικού στόλου, έδωσε νέες ελπίδες στους ραγιάδες. Η συμμαχία Ενετών, Ισπανών και πάπα ώθησε σε νέα επανάσταση. Οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, στη Θεσσαλονίκη, στο Αιγαίο. Οι μητροπολίτες Πατρών και Θεσσαλονίκης κάηκαν ζωντανοί.

    Νέος ξεσηκωμός στην Ακαρνανία και την Ήπειρο, το 1585: Οι αρματολοί της Βόνιτσας Θόδωρος Μπούας Γρίβας και της Ηπείρου Πούλιος, Δράκος και Μαλάμος ελευθέρωσαν Βόνιτσα, Ξηρόμερο, Άρτα και βάδισαν για τα Γιάννενα. Νικήθηκαν, όμως, και οι πολλοί σκοτώθηκαν. Ο Μπούας έφυγε στην Ιθάκη, όπου πέθανε υποκύπτοντας στις πληγές του. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, οι κλέφτες του Γιάννη Μπουκουβάλα πήραν εκδίκηση πολεμώντας τους προγόνους του Αλή πασά.

    Από το 1609 ως το 1624, ο δούκας του Νέβερ της Γαλλίας και Έλληνες συνωμότες οργάνωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο για να διώξουν τους Τούρκους από την Ελλάδα και δημιούργησαν τη χριστιανική στρατιά που θα ενωνόταν με τους επαναστάτες. Το σχέδιο ποτέ δεν μπήκε σ’ εφαρμογή. Όμως, στα δεκαπέντε αυτά χρόνια, οι Μανιάτες επαναστάτησαν κάμποσες φορές, ενώ ο μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος ξεσήκωσε τους χωρικούς και, το 1616, εκστράτευσε στα Γιάννενα και κυρίευσε την πόλη. Νικήθηκε τελικά, αιχμαλωτίστηκε και γδάρθηκε ζωντανός. Το 1659, ξέσπασε νέα επανάσταση των Μανιατών που κράτησε ως το 1667. Τρία χρόνια αργότερα, οι Στεφανόπουλοι και άλλοι Μανιάτες έφυγαν στην Κορσική.

    Αλλεπάλληλοι ξεσηκωμοί των Ελλήνων, από το 1660, υποκινήθηκαν από τους Ενετούς. Ο Μοροζίνι ναυμαχούσε και πολεμούσε τους Τούρκους, ενισχυμένος από ενθουσιώδεις Έλληνες επαναστάτες. Πεθαίνει το 1694 στο Ναύπλιο αλλ’ ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν. Το 1699, το βασίλειο της Πελοποννήσου πέρασε στους Ενετούς. Το κράτησαν ως το 1716, οπότε το ξαναπήραν οι Τούρκοι.

    Όμως, από το 1711, μια ακόμη μεγάλη δύναμη ενεπλάκη στην Ελλάδα: Ο τσάρος της Ρωσίας, Μέγας Πέτρος, εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία καλούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Ονόμασε τον εαυτό του «Ρωσογραικών αυτοκράτορα», δίνοντας τροφή στη φαντασία. Στις εκκλησιές, μνημόνευαν τ’ όνομά του, ο Αγαθάγγελος προφήτευε τον λυτρωμό που «θα φέρει το ξανθό γένος» και, στα βουνά, τραγουδούσαν:

    Ακόμη τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες,
    τούτο το καλοκαίρι, καημένη Ρούμελη.
    Όσο να ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες
    να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη.

    Πενηνταπέντε χρόνια αργότερα, τα κοσμοκρατορικά σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης οδήγησαν στην επανάσταση του 1766 και στα ορλωφικά του 1770. Οι επαναστάτες εγκαταλείφθηκαν και πάλι. Άντεξαν ως το 1779, οπότε η Πελοπόννησος ειρήνευσε.

    Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1780, οι Τούρκοι βάλθηκαν να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Οι Κολοκοτρωναίοι αντιστάθηκαν δώδεκα μερόνυχτα στη Μάνη και μετά έκαναν ηρωική έξοδο. Χάθηκαν οι περισσότεροι. Ο δεκάχρονος τότε Θόδωρος Κολοκοτρώνης, η μάνα του και μια του αδερφή οι μόνοι που σώθηκαν.

    Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787 ώθησε την Αικατερίνη να ζητήσει από τους Έλληνες να επαναστατήσουν και πάλι. Τα ορλωφικά, όμως, ήταν πρόσφατα. Λίγοι σηκώθηκαν. Το 1788, επαναστάτησαν οι Σουλιώτες. Την ίδια χρονιά, φάνηκε στις θάλασσες ο μικρός στόλος του Λάμπρου Κατσώνη. Ήταν χιλίαρχος του ρωσικού στρατού. Ο οπλαρχηγός Ανδρίτσος με 500 κλέφτες επάνδρωσε τα καράβια. Ως το 1790, τσάκισαν πολλές φορές τους Τούρκους σε ναυμαχίες. Εκείνη τη χρονιά (1790), σε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στην Άνδρο και την Εύβοια καταναυμάχησε τους Τούρκους αλλ’ έμεινε με επτά μόνο πλοία. Την επόμενη μέρα, βρέθηκε ανάμεσα σε δυο εχθρικούς στόλους και νικήθηκε.

    Ο Λάμπρος Κατσώνης και ο Ανδρίτσος συνέχισαν να πολεμούν. Το 1792, Ρωσία και Τουρκία υπέγραψαν ειρήνη. Ο Κατσώνης αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα και εξέδωσε προκήρυξη, την περίφημη «Φανέρωσιν του χιλιάρχου Λάμπρου Κατσώνη», με την οποία κατάγγελλε την Αικατερίνη και διακήρυσσε πως μόνοι τους οι Έλληνες θ’ αποκτούσαν την ελευθερία τους. Κατσώνης και Ανδρίτσος νικήθηκαν στο ακρωτήριο Ταίναρο και χώρισαν. Ο Κατσώνης αποσύρθηκε. Ο Ανδρίτσος με τους 500 του, πολεμώντας σαράντα μερόνυχτα, κατόρθωσε να φτάσει στην Πρέβεζα.

    Η επανάσταση των Σουλιωτών έσβησε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 με τη συνθήκη, που τους επέτρεπε να φύγουν με τον οπλισμό τους. Ο Αλή πασάς, όμως, παρασπόνδησε και τους κυνήγησε. Μια ομάδα Σουλιώτες βρέθηκε, στις 23 Δεκεμβρίου στη Ρινιάσα, ανάμεσα στην Πρέβεζα και την Άρτα. Πάνω τους έπεσαν στίφη Αλβανών και τους κατέσφαξαν. Η Δέσπω Μπότση, με δέκα κόρες, εγγονές κι εγγόνια, πρόλαβε να οχυρωθεί στον πύργο του Δημουλά. Οι Αλβανοί την πολιόρκησαν. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Στο τέλος, ανατινάχτηκαν όλοι, για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού.

    Ο Κίτσος Μπότσαρης κατάφερε να φτάσει ως τ’ Άγραφα, όπου τον πρόλαβαν οι Αλβανοί. Οχυρώθηκε σ’ ένα μοναστήρι κι άντεξε ως τον επόμενο Απρίλιο. Ογδόντα κατάφεραν να ξεφύγουν. Τα παιδιά του Κίτσου, ο Γιάννης και η δεκαπεντάχρονη Λένω, συνέχιζαν να πολεμούν. Ο Γιάννης σκοτώθηκε στο μοναστήρι. Η Λένω έφτασε σ’ έναν θείο της, που πολεμούσε στον Αχελώο. Με το όπλο στο χέρι, η Λένω έγινε ο φόβος των εχθρών της. Όταν έμεινε μόνη και κυκλώθηκε, η 15χρονη Σουλιώτισσα βούτηξε στο ποτάμι και πνίγηκε.

    Νέος επαναστατικός άνεμος διέτρεχε την Ελλάδα, το 1806, από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία, καθώς οι Ρώσοι και οι Γάλλοι του Ναπολέοντα ανταγωνίζονταν, ποιοι θα προσεταιριστούν τους Έλληνες. Για μια ακόμα φορά, οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και οι Τούρκοι ξέσπασαν επάνω τους. Στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι ζητούσαν να τελειώνουν με τους Κολοκοτρωναίους. Οι σύντροφοι του Θόδωρου Κολοκοτρώνη δεν ήθελαν να φύγουν. Πολέμησαν μήνες, ώσπου να αναγκαστούν να περάσουν στα Κύθηρα κι από κει, στη Ζάκυνθο.

    Ακολούθησαν η εποποιία του Νικοτσάρα στη Μακεδονία και του Γιάννη Σταθά στο Αιγαίο, που ανάγκασαν την Υψηλή Πύλη να έρθει σε συνδιαλλαγή με τους επαναστάτες.

    Στα 1814, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Επτά χρόνια αργότερα, ξεσπούσε ο 124ος ξεσηκωμός που οδήγησε στην ελευθερία.

    (περισσότερη Ιστορία στο http://www.historyreport.gr)

  34. Όσα «ξέχασε» να πει ο κ. Μπαλτάς για την Επανάσταση του 1821
    Διομήδης Στάθης|31.03.2015
    ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟGoogle +0 0 0
    Του Στάθη Διομήδη
    Πριν λίγες ημέρες ο υπουργός Παιδείας κ. Μπαλτάς έστειλε μια επιστολή στα σχολεία όλης της χώρας με αφορμή τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821.
    Σε αυτή την επιστολή ο κ. Μπαλτάς αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι: «η ελληνική Επανάσταση υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού… Όπως και με το πρώτο Σύνταγμα της Αμερικής έτσι και τώρα με το πρώτο Σύνταγμα της Επαναστατημένης Ελλάδας ένας λαός ή ένα έθνος εγκαινιάζει την ύπαρξή του… Όλες οι επαναστάσεις όπως και η Ελληνική δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό τους λαούς που τις έκαναν».
    Μέσα από έναν αξιοζήλευτο γραπτό λόγο προσπαθεί να ξαναγράψει ή/και να σβήσει την Ιστορία. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι αναφέρει μόνο τον Διαφωτισμό ως μήτρα της Επανάστασης. Και βέβαια έχει παίξει σημαντικό ρόλο το κίνημα του Διαφωτισμού, αλλά, άραγε, οι δεκάδες αποτυχημένες ελληνικές επαναστάσεις από τα μέσα ακόμη του 15ου αιώνα (πολύ πριν το κίνημα του Διαφωτισμού), που καταπνίγηκαν στο αίμα, δεν έχουν καμία αξία και σχέση με το 1821 αλλά και με το άσβεστο πάθος των Ελλήνων για αξιοπρέπεια, ελπίδα, και προπάντων ελευθερία; Το ενιαίο του γένους και του θρησκεύματος, η παράδοση, η γλώσσα, το Βυζάντιο, η Φιλική Εταιρεία δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο; Η αναφορά στον Διαφωτισμό ως μόνη μήτρα της Επανάστασης έχει «στόχο» να καταδείξει ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν βασικά ταξική. Το ότι παγκοσμίως ιστορικά είναι κοινά αποδεκτό ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι κυρίως εθνικοαπελευθερωτική, έχοντας και κοινωνικά χαρακτηριστικά, φαίνεται ότι δεν αφορά τον κύριο υπουργό. Εάν πιστεύει ότι είναι ταξική, ας μας πει ποια τάξη και με ποια αιτήματα ξεσηκώθηκε…
    Άλλωστε, η αναφορά του ότι ο ελληνικός λαός και το έθνος εγκαινίασε την ύπαρξή του το 1822 με το Σύνταγμα της Επιδαύρου δείχνει μια μεγάλη προσπάθεια να πείσει ότι δεν έχει συνέχεια το Ελληνικό Έθνος και πρωτοεμφανίζεται τότε. Βέβαια, το ότι Διαφωτισμός, που τόσο συχνά επικαλείται ο κ. υπουργός, στηρίζεται στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ότι η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ευρώπη, που είναι αποτέλεσμα του Διαφωτισμού, στηρίζεται στις αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας δεν αφορούν το αφήγημα του…
    Με τον καλύτερο τρόπο τον εκθέτει ανεπανόρθωτα ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος στην ετήσια διακήρυξή του για την εθνική επέτειο του ελληνισμού αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: «‘Ήταν το δημοκρατικό παράδειγμα της αρχαίας Ελλάδας από το οποίο η γενιά ιδρυτών της Αμερικής άντλησε δύναμη. Στις πρώτες μέρες του έθνους μας, αναζητήσαμε σοφία από την ελληνική Ιστορία και Φιλοσοφία και βρήκαμε ελπίδα μέσα από τις σελίδες των διαχρονικών ελληνικών κειμένων. Λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της ελληνικής Ιστορίας…». Ακόμη σημειώνει ότι: «Οι ελληνικές αρχές καθοδήγησαν τους ιδρυτές (του έθνους) μας που ανακήρυξαν την Αμερικανική Ανεξαρτησία».
    Στην αγωνιώδη προσπάθειά του ο υπουργός να εξαφανίσει το παρελθόν και τη συνέχεια του έθνους δεν λαμβάνει υπόψη του ότι στις 23.3.1821 στο πρώτο επίσημο (μετά την έναρξη) επαναστατικό έγγραφο που συντάσσεται, την περίφημη «προειδοποίηση εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς», που εκδίδει η νεοσύστατη Μεσσηνιακή Σύγκλητος και απευθύνεται στους Ευρωπαίους, αναφέρεται ότι: «…Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε,…». Οι αγράμματοι, ως επί το πλείστον, καπεταναίοι γνώριζαν ότι ο Διαφωτισμός «φωτίστηκε» από την Ελλάδα, του υπουργού Παιδείας φαίνεται να του διαφεύγει…
    Κατά έναν παράδοξο τρόπο ο υπουργός προσπαθεί να ταυτίσει την Αμερικανική Επανάσταση με την Ελληνική αγνοώντας (;) ότι το ελληνικό έθνος προϋπήρχε, ενώ αντιθέτως οι Αμερικανοί δημιούργησαν πράγματι έθνος με τη δική τους επανάσταση, καθώς υπήρχε στην Αμερική μια πλειάδα κατοίκων διαφόρων χωρών, αποτέλεσμα εποικισμού, με διαφορετική κουλτούρα, θρήσκευμα, πολιτισμό, αρχές και αξίες. Πολύ εύκολα καταρρίπτει τον συσχετισμό αυτό η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας (Α’ Εθνοσυνέλευση Επίδαυρος 1822) που ξεκινά ως εξής: «Aπόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου έθνους των Eλλήνων» και στη δεύτερη παράγραφο αναφέρει ότι: «O κατά των Tούρκων πόλεμος ημών… είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός».
    Υπουργέ μου, δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, αλλά αντίθετα με την Αμερικανική Επανάσταση, στη Γαλλική και πολύ περισσότερο στην Ελληνική οι λαοί και τα Έθνη προϋπήρχαν και δεν έκαναν ούτε εγκαίνια, ούτε κορδέλες έκοβαν, ούτε μπουκάλι σαμπάνιας έσπαγαν για να βαφτίσουνε τους λαούς. «Με την επανάσταση ένα έθνος, αγαπητέ μου, κύριε Υπουργέ, ‘δεν εγκαινιάζει την ύπαρξή του’, εγκαινιάζει την ελευθερία του», ευστόχως απαντά ο Στάθης Σταυρόπουλος σε πρόσφατο άρθρο του.
    Ο υπουργός «τσουβαλιάζει» όλες τις επαναστάσεις της εποχής στην Ευρώπη «αγνοώντας» ότι η Ελληνική Επανάσταση έγινε εναντίον αλλοεθνών και αλλόθρησκων κατακτητών, ενώ π.χ. η Γαλλική επανάσταση έγινε εναντίον αυτοκρατόρων ομοεθνών και ομόθρησκων… Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο Κολοκοτρώνης λέει ότι: «η Επανάσταση η εδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπη».
    Τελικά ο υπουργός, όπως φαίνεται, ξέρει κάτι περισσότερο από όλους εκείνους που συγκροτούσαν τη Μεσσηνιακή Σύγκλητο και την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου!
    Εν κατακλείδι, εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται προσπάθεια από μια μερίδα της ελληνικής ελίτ της διανόησης να ξαναγραφεί, κατά το δοκούν, η ιστορία της Επανάστασης του 1821. Πιο τρανταχτά παραδείγματα αυτής της προσπάθειας διαστρέβλωσης της Ιστορίας είναι ο χαρακτηρισμός της σφαγής – γενοκτονίας των Ελλήνων της Σμύρνης ως «συνωστισμός» από την κ. Ρεπούση και το περσινό άρθρο του κ. Δήμου που, στην αγωνία του να μας πείσει για το ανίκητο του Ιμπραήμ ανέφερε ότι: «μετά την εισβολή του Ιμπραήμ, δεν είχε μείνει ούτε μία επαναστατική εστία». Τώρα πώς γίνεται χωρίς να υπάρχει καμία επαναστατική εστία ο Ιμπραήμ να ηττηθεί στη ναυμαχία του Γέροντα (29.8.1824), στους Μύλους (13.6.1825), στη Βέργα και στον Δυρό (21-25.6.1826), στον Πολυάραβο (26-28.8.1826) και παράλληλα να μείνουν ελεύθερες και να μην κατακτηθούν όλη την περίοδο οι περιοχές της Μάνης, του Ναυπλίου, τhttp://www.avgi.gr/article/5429113/osa-ης Αίγινας κ.τ.λ. είναι κάτι που το γνωρίζει μόνο ο κ. Δήμου.
    Ο Όργουελ στο «1984» περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο πως γίνεται το σβήσιμο, η παραχάραξη και επαναγραφή της Ιστορίας κατά πώς συμφέρει τους έχοντες το γενικό πρόσταγμα και τη σκοπιμότητα.
    Υ.Γ. Είθισται η Ελληνική Επανάσταση και το Σύνταγμα να γράφονται με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα, κύριε υπουργέ…

  35. Ὁ Γκέλνερ γράφει: «Ἡ πρώ­τη ἐ­θνι­κι­στι­κή ἐ­ξέ­γερ­ση ἔ­λα­βε χώ­ρα λί­γα χρό­νια µ­ε­τά τό Συ­νέ­δριο τῆς Βι­έν­νης καί ἦ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή», γρά­φει στό ἔρ­γο του Ἐ­θνι­κι­σµ­ός: πο­λι­τι­σµ­ός, πί­στη καί ἐ­ξου­σί­α [σέ ἑλ­λη­νι­κή µ­ε­τά­φρα­ση ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις Ἀ­λε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να 2002, σ. 69-70]. Καί συ­νε­χί­ζει: «Θά ἦ­ταν ἄ­σκο­πο νά ἀρ­νη­θοῦ­µ­ε ὅ­τι ὁ­ρι­σµ­έ­να γνω­ρί­σµ­α­τά της συ­νι­στοῦν κά­ποι­ο πρό­βλη­µ­α γιά τήν θε­ω­ρί­α µ­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α συν­δέ­ει τόν ἐ­θνι­κι­σµό µέ τόν βι­ο­µ­η­χα­νι­σµό. Τό Να­ύ­πλιο (πρώ­τη πρω­τε­ύ­ου­σα τῆς Ἀ­νε­ξάρ­τη­της Ἑλ­λά­δας) καί ἡ Ἀ­θή­να τοῦ πρώ­ι­µ­ου 19ου αἰ­ῶ­να πα­ρου­σί­α­ζαν ἐ­λά­χι­στη ὁ­µ­οι­ό­τη­τα µέ τό Μάντσεστερ τοῦ ῎Ενγκελς, ἐ­νῷ ὁ Μο­ριᾶς δέν ἔ­µ­οια­ζε µέ τά λαγ­κά­δια τοῦ Λάνκασαϊαρ… εἶ­ναι εὔ­λο­γη ἡ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι ἀρ­χι­κά τό ἑλ­λη­νι­κό ἐ­θνι­κό κί­νη­µ­α δέν ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε σ’ ἕ­να ὁ­µ­οι­ο­γε­νές νε­ω­τε­ρι­κό ἐ­θνι­κό κρά­τος, ἀλ­λά µ­ᾶλ­λον… νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τήν Ὀ­θω­µ­α­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α µ’ ἕ­να νέ­ο Βυ­ζάν­τιο….».

    «….Σέ γε­νι­κές γρα­µ­µ­ές, ὄ­χι µόνο ὁ ἑλ­λη­νι­κός, ἀλ­λά ὅ­λοι οἱ βαλ­κα­νι­κοί ἐ­θνι­κι­σµ­οί φα­ί­νε­ται νά συ­νι­στοῦν µ­εῖ­ζον πρό­βλη­µ­α γι’ αὐ­τήν τήν θε­ω­ρί­α, ἄν λά­βου­µ­ε ὑ­π’ ὄ­ψιν τήν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῶν Βαλ­κα­νί­ων σύ­µ­φω­να µέ τά κρι­τή­ρια τοῦ βι­ο­µ­η­χα­νι­σµ­οῦ καί τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας».

    σε­λί­δα 144-45: «Ἡ δι­κή µ­ου ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ὅ­τι κά­ποι­α ἔ­θνη δι­α­θέ­τουν αὐ­θεν­τι­κο­ύς ἀρ­χα­ί­ους ὀ­µ­φα­λο­ύς, ἄλ­λα ἔ­χουν ὀ­µ­φα­λο­ύς πού ἐ­πι­νο­ή­θη­καν γιά χά­ρη τους ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν ἐ­θνι­κι­στι­κή τους προ­πα­γάν­δα καί ἄλ­λα δέν ἔ­χουν κα­θό­λου ὀ­µ­φα­λό. Πι­στε­ύ­ω ἀ­κό­µ­η ὅ­τι ἡ µ­ε­σα­ί­α κα­τη­γο­ρί­α εἶ­ναι µέχρι στι­γµ­ῆς ἡ µ­ε­γα­λύ­τε­ρη, ἀλ­λά εἶ­µ­αι ἀ­νοι­χτός στίς δι­ορ­θώ­σεις πού θά ὑ­πο­δε­ί­κνυ­ε µία ἱ­στο­ρι­κή ἔ­ρευ­να. Σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, νά πῶς πρέ­πει νά δι­α­τυ­πω­θεῖ τό ὅ­λο ζή­τη­µ­α».

  36. Πρᾶξις Ὑποταγῆς. 24 Ιουλίου 1825.
    Ὁ κλῆρος, οἱ παραστάται, οἱ ἀρχηγοὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης τοῦ ἑλληνι­κοῦ ἔθνους

    Αον· Παρατηροῦντες ὅτι …οἱ Ἕλληνες ἐνωπλίσθησαν μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης καὶ εἰς διάστημα πλέον τῶν τεσσάρων ἐτῶν ὑπέστησαν ἀποφασιστικῶς καὶ σταθερῶς κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς Ἀσίας, τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Αἰγύπτου πεζῶν τε καὶ ναυτικῶν, καὶ καθιέρωσαν οὗτοι διὰ τοῦ αἵματός των τὰ πολύτιμα αὑτῶν δικαιώματα καὶ ἔδωκαν εἰς τὸν ἐκπεπληγμένον κόσμον ὄχι τόσον κοινὰς ἀποδείξεις δι᾿ὅσον εἶναι ἱκανὸς ἕνας λαὸς ἐκ φύσεως γεννημένος διὰ νὰ ζῇ ἐλεύθερος καὶ ὅστις ἤδη ἐδυνήθη νὰ διασπάση τοὺς βρόχους μιᾶς ἱκανῶς πολυχρονίου καταθλιπτικῆς δουλείας …
    Εον· Παρατηροῦντες ὅτι ὄχι ὀλίγους κατατρεγμοὺς καὶ παραβάσεις ὑποφέρει ἡ νόμιμος καὶ τακτικὴ κίνησις τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν θαλασσίων δυνάμεών τινων Βασιλειῶν, οἵτινες κατὰ πάντα τρόπον πειράζουν τὰ καθήκοντα τῆς διακηρυχθείσης οὐδετερότητος ἀπὸ τὰς Αὐλὰς των εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ Λαϋβὰχ καὶ τῆς Βερώνης …
    ΙΑον· Παρατηροῦντες τέλος πάντων ὅτι, ἂν ἀπὸ ὑπερτάτην χάριν τῆς Προνοίας εὑρίσκωνται στερεωμέναι πλησίον μας αἱ Βρεττανικαὶ δυνάμεις, χρεωστεῖ ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν παροῦσαν αὐτῆς κατάστασιν νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τοῦτο ἐγκαίρως ὡς καὶ νὰ ἐλπίσῃ ἀπὸ τὴν εὐθύτητα καὶ φιλανθρωπίαν τῆς ἰσχυρᾶς αὐτῆς διοικήσεως· ὅθεν πρὸς ἀσφάλειαν τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τῆς τοῦ κράτους ἐλευθερίας καὶ ἱκανῶς στερεᾶς πολιτικῆς ὑπάρξεως ἡ Ἑλλὰς διὰ τῆς παρούσης δημοσίου πράξεως προσδιορίζει, ἀποφασίζει, θεσπίζει καὶ βούλεται τὸν ἑπόμενον Νόμον:

    Αον· Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δυνάμει τῆς παρούσης πράξεως θέτει ἑκουσίως τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς αὑτοῦ ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς πολιτικῆς αὑτοῦ ὑπάρξεως ὑπὸ τὴν μοναδικὴν ὑπεράσπισιν τῆς Μεγάλης Βρεττανίας.
    Βον· Ἡ παροῦσα αὐτὴ ὀργανικὴ πρᾶξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους συνοδεύεται μὲ ἐπὶ τούτου διπλοῦν ὑπόμνημα πρὸς τὴν σεβασμίαν διοίκησιν τῆς αὐτοῦ Βρεττανικῆς Μεγαλειότητος κατ᾿εὐθείαν εἰς Λονδῖνον, καὶ συγχρόνως αποστέλλεται ἐμμέσως διὰ τῆς αὐτοῦ ἐξοχότητος τοῦ λόρδου μεγάλου Ἁρμοστοῦ τῆς Α.Μ. εἰς τὰς ἡνωμένας ἐπαρχίας τῶν Ἰονικῶν νήσων.
    Γον· Οἱ πρόεδροι τῶν ἐκτάκτων βουλευτηρίων τοῦ κράτους ξηρᾶς καὶ θαλάσσης θέλουν ἑτοίμως ἐκπληρώσει τὸν παρόντα νόμον.

    Όταν οι έλληνες αντιπρόσωποι στο Λονδίνο, ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης, έγιναν δεκτοί από τον Τζορτζ Κάνινγκ στις 29 Σεπτεμβρίου 1825, ρώτησαν τον άγγλο υπουργό εξωτερικών ποια θα ήταν η απάντησή του στην ελληνική έκκληση. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συζήτησης, ο Κάνινγκ απάντησε:
    «Ἴσως ὑπάρξει κάποιο σημεῖο στὸν ἀγώνα, ποὺ ἡ Μεγάλη Βρεττανία νὰ μπορέση νὰ ἀσκήση τὴν ἐπιρροή της γιὰ νὰ προωθήση ἕνα συμβιβασμὸ μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ τῆς Πύλης ὄχι γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος, γιατὶ αὐτὸ θὰ ἦταν σὰν νὰ τὰ ζητοῦσαμε ὅλα καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ ἀντικείμενο ἑνὸς συμβιβασμοῦ (ἂν μποροῦν οἱ Ἕλληνες νὰ κερδίσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους μόνοι τους, πάει καλά, καὶ αὐτὸ εἶναι δική τους ὑπόθεση), ἀλλὰ γιὰ ὁποιαδήποτε λύση ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀνεξαρτησία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γίνη βάση μιᾶς συμφωνίας μὲ τὴν Πύλη».
    Ταράχτηκαν οι έλληνες αντιπρόσωποι από την άρνηση ουσιαστικά αποδοχής της ελληνικής προσφοράς υποταγής, αλλά με ετοιμότητα απάντησαν ότι «oἱ Ἕλληνες δὲν θὰ ξαναζήσουν ποτὲ φιλικὰ μὲ τοὺς Τούρκους ἐγκατεστημένους ἀνάμεσά τους. Πρέπει νὰ νικήσουν ἢ νὰ πεθάνουν».

    Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, σ. 407.

  37. Efxinos Pontos on

    Επανάσταση του 1821: Ένα ευρωπαϊκό γεγονός
    ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 21:21 E-mail Εκτύπωση
    vryzakis theodoros MahiΓια το βιβλίο Η ελληνική επανάσταση του 1821 – Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες του Βασίλη Κρεμμυδά (εκδ. Gutenberg)

    Του Κώστα Κατσουλάρη

    ……………. βιβλία όπως αυτό του καθηγητή Βασίλη Κρεμμυδά, που βασίζονται στην έρευνα, στην τεκμηρίωση, στην επιστημονική μεθοδολογία, στην κατά το δυνατόν απροκατάληπτη χρήση των στοιχείων, και μάλιστα σε αυτή την ευσύνοπτη και, ας μας επιτραπεί ο όρος χρηστική έκδοση, είναι το δίχως άλλο πολύτιμα.

    Μια περιεκτική επισκόπηση

    Η σειρά πυκνών οικονομικών, κοινωνικών, πολεμικών, πολιτικών, διπλωματικών κ.ά. γεγονότων που αποκαλείται Ελληνική Επανάσταση εκτείνεται σε ένα εύρος τουλάχιστον 15 ετών (από την Παλινόρθωση της Μοναρχίας στη Γαλλία και την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, το 1915, μέχρι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο ιδρύεται για πρώτη φορά ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, το 1930), μένοντας στην πιο στενή χρονικά θεώρηση του ιστορικού πλαισίου. Και βέβαια, εύκολα μπορείς κανείς να τη δει να εκτείνεται τουλάχιστον δέκα χρόνια πίσω, μέχρι τις απαρχές των ναπολεόντειων πολέμων το 1803, και το λιγότερο 13 χρόνια μπροστά, μέχρι δηλαδή το 1943 και την εγκαθίδρυση της πρώτης Συνταγματικής Μοναρχίας. Πρόκειται δηλαδή για μια ακολουθία γεγονότων που για να τα δει κανείς στην ολότητά τους και το καθένα ξεχωριστά απαιτείται πολύ μεγάλο εύρος μελετών και αναγνωσμάτων που θα εκτείνονταν σε πολλούς τόμους. Από αυτή την άποψη, το μόλις διακοσίων σελίδων βιβλίο του Βασίλη Κρεμμυδά είναι ένα κατόρθωμα, μια και κατορθώνει να δώσει στον αναγνώστη μια σύνθετη όσο και πανοραμική εικόνα του συνολικού ψηφιδωτού από γεγονότα, μην παραλείποντας να σκιαγραφήσει τα πορτρέτα ορισμένων βασικών πρωταγωνιστών της Επανάστασης και της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, και συγκεκριμένα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Ιωάννη Καποδίστρια. Από αυτή την άποψη, αποτελεί πόνημα που μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά και ως εισαγωγικό βιβλίο για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την Ελληνική Επανάσταση, ακόμη κι αν διαθέτει λίγες ή ελάχιστες γνώσεις για το θέμα (τούτου λεχθέντος, οι αναγνώστες που ενδεχομένως θα δυσκολευτούν περισσότερο δεν είναι όσοι ενδεχομένως δεν γνωρίζουν αρκετά αλλά εκείνοι που πιστεύουν ότι γνωρίζουν υπερβολικά πολλά).

    Ένα ευρωπαϊκό γεγονός

    Είναι φανερό ότι αυτό που με μια πρώτη ματιά κομίζει ο καθηγητής Κρεμμυδάς στην συζήτηση για την ελληνική επανάσταση έχει καταρχάς να κάνει με τη δική του ειδίκευση, ήτοι την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος, και κυρίως της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων, τις δεκαετίες πριν από την Επανάσταση και αμέσως μετά. Έτσι, από τα πιο μεστά κι ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι αυτά που αναφέρονται στην ανάπτυξη μιας νέας αστικής τάξης, στα χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων, ειδικότερα εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης του εμπορικού στόλου για λόγους γεωπολιτικής συγκυρίας. Η κρίση που ακολούθησε, από το 1915 και μετά, μεταξύ άλλων επιπτώσεων που είχε στους ντόπιους πληθυσμούς, άφησε ανενεργά και τεράστια κεφάλαια που είχαν σωρευτεί στα χέρια εμπόρων και τραπεζιτών-τοκογλύφων, κεφάλαια που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της Επανάστασης.

    Σταχυολογώντας τα σημαντικότερα γεγονότα που επέτρεψαν την πραγματοποίηση της Επανάστασης όσο και την νικηφόρα πορεία της, ο Κρεμμυδάς ξεχωρίζει από αυτά την Ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η οποία χάρη στον συνωμοτικό της χαρακτήρα κατάφερε να σχεδιάσει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές και διπλωματικές πτυχές των όσων θα ακολουθούσαν. Η Φιλική Εταιρεία, έχοντας ιδρυθεί από εμπόρους-αστούς, υπηρετούσε με ξεκάθαρο τρόπο και τον ιδεολογικό-εθνικό στόχο της Επανάστασης, που δεν ήταν άλλος από την εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου, ανεξάρτητου, δημοκρατικού αστικού κράτους, εμπνεόμενο από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα, την ανεξιθρησκία κ.ά. Εντυπωσιακό στην αφήγηση του Κρεμμυδά είναι ότι αυτό το πνεύμα, που οροθετεί ως έναν βαθμό και τους εκπεφρασμένους σκοπούς της Επανάστασης, δεν εγκαταλείφθηκε ούτε στιγμή, ενώ έως έναν βαθμό υπηρετήθηκε ακόμη κι από εκείνους που, συμβατικά μιλώντας, θα έλεγε κανείς ότι ανήκαν στην πιο παραδοσιακή και συντηρητική πλευρά των πρωταγωνιστών, όπως ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Δηλωτικό των προθέσεων των ανθρώπων που πρωτοστάτησαν είναι ότι και στις τρεις εθνοσυνελεύσεις παίρνονται αποφάσεις που ορίζουν το νέο κράτος ως ανεξάρτητο, δημοκρατικό, με σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα. Παρότι ως επίσημη θρησκεία του κράτους ορίζεται εξαρχής η Ορθόδοξη Ανατολική, γίνεται σαφής αναφορά στο δικαίωμα των άλλων θρησκειών να λατρεύονται ελεύθερα στη χώρα.

    Έτσι, γίνεtαι φανερό ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε εξαρχής ένα ευρωπαϊκό γεγονός, που εγγράφεται στο χάρτη των σημαντικών ανακατατάξεων στον ευρωπαϊκό χώρο και το οποίο γεγονός κατέστη δυνατόν εν μέρει χάρη σε αυτές τις ανακατατάξεις.

    Ο ρόλος της Εκκλησίας, οι εμφύλιοι και το Ναβαρίνο

    Ενώ συχνά αναφέρει ότι αρκετοί κληρικοί εντάχθηκαν στο αγώνα και τον υποστήριξαν με κάθε κόστος, ο συγγραφέας είναι απόλυτος σε ό,τι αφορά το ρόλο του Πατριάρχη και της συν αυτών ιεραρχικές δομές της εκκλησίας σε σχέση με την Επανάσταση. Η Εγκύκλιος του Πατριαρχείου με την οποία, από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, το Πατριαρχείο την καταδικάζει, δεν ήταν για τον Βασίλη Κρεμμυδά μια προσπάθεια εξευμενισμού του Σουλτάνου. Αντίθετα, εξέφραζε την πάγια θέση του, την ριζική του αντίθεση στον Διαφωτισμό, σε καθετί το καινούργιο, σε κάθε αλλαγή του status quo. «Και ελεύθεροι είναι οι Έλληνες και κράτος έχουν· το κράτος τους είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και βασιλιάς τους ο Σουλτάνος· αυτά τους έδωσε ο Θεός και όποιος πηγαίνει αντίθετα έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιον τον θεό». Το απόλυτα φιλικό προς τον Σουλτάνο Διάγγελμα, το οποίο συνυπογράφουν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και 21 Επίσκοποι, δεν θα αποσοβήσει την τραγική μοίρα του Πατριάρχη ούτε και θα ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από τους επαναστατημένους Έλληνες. Στο μόνο που διέβλεπε σωστά ήταν ότι το κόστος που θα πλήρωναν αθώοι και άμαχοι θα ήταν μεγάλο, μια και η τακτική του Σουλτάνου δεν ήταν τόσο η στρατιωτική αντιπαράθεση όσο η λογική των αντιποίνων με τις σφαγές αμάχων (βλ. Χίο, Ψαρά και σε πολλά άλλα μέρη). Από την άλλη, ακριβώς αυτή η «βαρβαρότητα» των Οθωμανών συνετέλεσε τα μάλα στην δημιουργία μιας εικόνας, από τη μία, ενός πολιτισμένου έθνους που αγωνιζόταν για τη δίκαιη ελευθερία του (ένα έθνος μάλιστα με ένδοξο παρελθόν), και μιας αυτοκρατορίας που εκπροσωπούσε το παλιό, την μισαλλοδοξία και τη βαρβαρότητα, όλα όσα ο Διαφωτισμός προσπαθούσε να εδραιώσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Μιλώντας πάντως για σφαγές αμάχων και κτηνωδίες, ο Κρεμμυδάς, σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς, κρατάει ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους σε γεγονότα όπως η κατάληψη της Τριπολιτσάς, στα οποία από πολλούς κατηγορείται η ελληνική πλευρά για «εθνοκάθαρση». Ο συγγραφέας, χωρίς να αρνείται ότι υπήρξαν περιπτώσεις μεγάλης βίας, ακόμη και άσκοπης σε κάποιες περιπτώσεις, διακρίνει τη «δίκαιη» βία των επαναστατημένων Ελλήνων, που διεκδικούσαν την ελευθερία και την αυτοδιαχείρισή τους, από τη μαζική βία των αντιποίνων των Οθωμανών – διάκριση ποιοτική όσο και ποσοτική που δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί. Κυρίως όμως μας εφιστά την προσοχή να μην κρίνουμε τις πράξεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής με τα σημερινά μας «γυαλιά», να βλέπουμε τα γεγονότα μέσα στο ιστορικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό τους συγκείμενο.

    Για τον εμφύλιο (ή τους εμφύλιους) που ακολούθησαν, στα 1823-1824, ο συγγραφέας επίσης αποφεύγει τις κακοτοπιές της κοινοτοπίας («οι Έλληνες μεγαλουργούμε και έπειτα διχαζόμαστε και καταστρεφόμαστε»), κι επιχειρεί να δει τα πράγματα αντικειμενικά, ως μέρος του αγώνα για την εξουσία μεταξύ όλων των πλευρών που πρωτοστάτησαν στην Επανάσταση. Συνολικότερα, ο Κρεμμυδάς εξετάζει τους εμφύλιους που ακολούθησαν στο πλαίσιο της αντιπαλότητας ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, μια αντιπαλότητα που δεν έπαψε να επανέρχεται ξανά ξανά στις δεκαετίες που ακολούθησαν, και στοιχεία της οποίας μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμη και στις μέρες μας (δική μας παρατήρηση). Τέλος, με αφορμή το Ναυαρίνο, αλλά και τα όσα ακολούθησαν, ο Κρεμμυδάς είναι πολύ σαφής και εύγλωττος σε ό,τι αφορά το ρόλο των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμενων για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, χωρίς ούτε να ιδεολογικοποιεί το ρόλο τους ούτε και να τον υποτιμά: προσπαθεί να είναι νηφάλιος και αντικειμενικός και να εντάσσει καθετί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο όπου λαμβάνει χώρα, που εδώ δεν είναι άλλο από την μοίρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την οποία η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένα από τα πιο καταλυτικά γεγονότα. Καθώς η άποψη των Μεγάλων Δυνάμεων μεταστρέφεται και το δόγμα για τη πάση θυσία διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσε η Ιερά Συμμαχία αρχίζει να κλονίζεται, και οι τρεις Δυνάμεις καταλήγουν να «διαγωνίζονται» ποια θα βοηθήσει περισσότερο την Ελληνική Επανάσταση, παίρνοντας εγκαίρως «θέση» στο μέλλον της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

    battle of navarinohms asia is again in the centre painting by george phillip reinagle 1828
    Η Μάχη του Ναβαρίνο, από τον George Phillip Reinagle (1828)
    Αντίθετα λοιπόν απ’ ό,τι συχνά πιστεύουμε, ο καθηγητής Βασίλης Κρεμμυδάς δίνει μια εικόνα των επαναστατημένων Ελλήνων που, χωρίς να έχει πρόθεση πρόκλησης, διαφοροποιείται αισθητά από τις επικρατούσες. Η ελληνική αστική τάξη εμφανίζεται καλά ενημερωμένη, μορφωμένη, ξεκάθαρη στους στόχους της και με υψηλό πατριωτικό φρόνημα. Ακόμη κι ο εμφύλιος δεν ήταν μια μάχη εξόντωσης της αντίπαλης πλευράς, αλλά μια διεκδίκηση νομής της εξουσίας, ενώ κάθε πλευρά δεν έχασε ποτέ από τον ορίζοντά της το μεγαλύτερο διακύβευμα, που ήταν να μην χαθεί πλήρως η Επανάσταση. Επίσης, παρότι ειδικά οι προύχοντες της Πελοποννήσου και ορισμένοι Στρατιωτικοί έβλεπαν με δυσθυμία την εγκατάλειψη των προνομίων τους υπέρ ενός συγκεντρωτικού κράτους, στην πράξη στις κρίσιμες στιγμές δεν στάθηκαν απέναντί του με σφοδρότητα. Για παράδειγμα, το περίφημο Ψήφισμα με τον οποίο καλούνταν η Αγγλία να επέμβει και να πάρει στα χέρια της τις τύχες της Επανάστασης (που αργότερα, χαρακτηρίστηκε από ορισμένους ιστορικούς κίνηση υποτέλειας) το ψήφισε ακόμη κι ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Η σύλληψη και φυλάκιση του Κολοκοτρώνη δεν ήταν ένα γεγονός εσχάτης προδοσίας απέναντι στον ήρωα της Επανάστασης, αλλά φυσικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων διεργασιών και αντιπαλοτήτων, για τις οποίες και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έφερε ευθύνη. Τέλος, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα φτιάχνοντας ένα δημοκρατικό κράτος στα πρότυπα των ευρωπαϊκών, αλλά ένας υπέρμαχος της δεσποτείας και της φιλοσοφίας της Ιεράς Συμμαχίας, ενάντιος σε σημαντικές όψεις του Διαφωτισμού και πολέμιος του Συντάγματος (που σημειωτέον ήταν σταθερή επιδίωξη της Επανάστασης που δεν έπαψε να εκφράζεται έως το 1943, οπότε και επιτεύχθηκε). Από αυτή την άποψη, η δολοφονία του, όσο αποτρόπαια ενέργεια κι αν είναι, εμφανίζεται περίπου ως λογικό αποτέλεσμα της πολιτικής του, πλήρως αναμενόμενο.

    Την ιστορική αλήθεια, βέβαια, δεν μπορεί ποτέ κανείς να την εξαντλήσει πλήρως ούτε να την περιγράψει εξαντλητικά. Κάθε εποχή προβάλει τις αντιλήψεις της πάνω στο ιστορικό υλικό, τις επιδιώξεις της και τις προκαταλήψεις της. Το βιβλίο του Βασίλη Κρεμμυδά είναι σίγουρα ένα από αυτά που αξίζει να διαβάσει με προσοχή κάθε αναγνώστης που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, είτε αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ειδήμονα είτε κατέχει μόνο τις στρεβλές και λειψές γνώσεις της σχολικής εκπαίδευσης. Σε βοηθάει να σκέφτεσαι την Ιστορία, την ίδια στιγμή που στην αφηγείται, κρατώντας αποστάσεις από «δόγματα» και «ιδεολογίες», εφιστώντας μας την προσοχή στα γεγονότα, στην κοινωνία και τις επιθυμίες της, στα μεγάλα ρεύματα της ιστορίας όσο και στη βούληση σημαντικών μεμονωμένων «παικτών».

    http://bookpress.gr/stiles/sintaktikon/kremmudas-basilis-gutenberg-i-elliniki-epanastasi-tou-1821?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

  38. β on

    Η κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 1821 – Η συμβολή του Γ. Κορδάτου

    Την Κυριακή στις 16 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση του Συλλογου Διάδοσης της Μαρξιστικής Σκέψης «Γιάννης Κορδάτος» με εισηγητές τους Μιχάλη Χονδροκούκη, Δημήτρη Καλτσώνη και Νίκο Καραβέλο. Ακολουθεί η εισήγηση της Μιχάλη Χονδροκούκη.

    Το 1924 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έργο του Γιάνη Κορδάτου Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821. Το κράτος και η Ιερά Σύνοδος το καταδίκασαν άμεσα, κατασκεύασαν «μελέτες» που να αντικρούουν τα συμπεράσματά του και εκφόβιζαν τη νεολαία, ώστε να μη διαβάσουν τα νέα παιδιά το συγκεκριμένο έργο. Κατά τον ίδιο τον Κορδάτο, ο λόγος της δίωξής του ήταν ότι «πήρε ένα θέμα από τα σπουδαιότερα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας και το εξήτασε με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.» Πράγματι, το έργο αυτό αποτελεί σταθμό για την ελληνική ιστοριογραφία, διότι εισάγει τον ιστορικό υλισμό ως μέθοδο στη μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε ένα κομμάτι της που ήταν πολύ σημαντικό και κρίσιμο για την τότε, αλλά και τη σημερινή εξουσία. Από την αστική ανάγνωση της ελληνικής επανάστασης και του χαρακτήρα της αντλούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, από τότε έως και σήμερα, ιδεολογικά εφόδια για να κρύβουν το ρόλο τους και να θολώνουν την κρίση του λαού. Ο Κορδάτος απεκάλυψε τον αντιδραστικό ρόλο των ανώτερων κληρικών, των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν μετεπαναστατικά να διεκδικούν το ρόλο του εθνοσωτήρα και κατέδειξε ότι η «απελευθερωμένη» Ελλάδα έγινε «συγκεκαλυμένον προτεκτοράτον της Αγγλίας» και πως ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε «να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα».

    Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ας θέσουμε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα, το τί είναι αυτό που ζητεί να βρει ο κάθε μελετητής, προλαμβάνει σε ένα βαθμό και τον τύπο των συμπερασμάτων που θα προκύψουν στο τέλος. Για παράδειγμα, εάν υιοθετήσουμε ερωτήματα του τύπου «Ποιος είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας επαναστάτης;» (βλ. εκπομπές του ΣΚΑΪ ), τότε οι απαντήσεις που θα βρούμε δε θα μας χρησιμεύσουν στην κατανόηση ούτε του ιστορικού γεγονότος της Επανάστασης ούτε του ρόλου και της συμβολής του όποιου ιστορικού προσώπου σε αυτήν. Εάν, όμως, θέσουμε το ερώτημα «Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης; Εθνικοαπελευθερωτικός; Ταξικός; Και τα δύο;», τότε η έρευνα αποκτά τη δυνατότητα να μας οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση της Επανάστασης και της ουσίας της και στη διαμόρφωση του απαραίτητου κριτηρίου, ώστε να εκτιμήσουμε σωστά το ρόλο και τη συμβολή του κάθε ιστορικού προσώπου.

    Ο Κορδάτος, λοιπόν, καταπιάνεται με τη μελέτη της Επανάστασης, προσπαθώντας να κατανοήσει όσο γίνεται καλύτερα τα γεγονότα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, θέτει κάποια ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά δε διατυπώνονται ρητά στο έργο του, αλλά η παρουσία τους είναι προφανής δια της ρητής διατύπωσης των απαντήσεών τους.

    1. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης;
    2. Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης και ποιοι οι στόχοι τους;
    3. Γιατί η Επανάσταση ξέσπασε στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή; Γιατί μετά από τετρακόσια χρόνια και όχι νωρίτερα;
    4. Ποιοι παράγοντες καθόρισαν την πορεία και την έκβαση της Επανάστασης;
    5. Ποιοι από τους στόχους των επαναστατών επιτεύχθηκαν και ποιοι όχι;
    6. Είναι οι Έλληνες απελευθερωμένοι μετά τη σύσταση του νεοαναδυθέντος νεοελληνικού κράτους;
    7. Πώς παρουσιάζεται η Επανάσταση από την επίσημη εκδοχή της εξουσίας;
    8. Ποια στοιχεία αποσιωπούνται και σβήνονται εσκεμμένα;
    9. Ποια στοιχεία αποτελούν παραχάραξη της ιστορίας και τί εξυπηρετούν;

    Όπως καταλαβαίνετε, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι απαραίτητες για όποιον θέλει να αποκτήσει ουσιαστική γνώση της ελληνικής ιστορίας και ο Γ. Κορδάτος μέσα στο εν λόγω έργο του δίνει τις δικές του απαντήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί στην ουσία περίληψη των κεφαλαίων του βιβλίου, με ελάχιστες παρεμβάσεις του γράφοντος.

    Προπαρασκευαστικά ζητήματα

    Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Κορδάτος ξεκαθαρίζει ορισμένα ζητήματα προπαρασκευαστικά και φροντίζει να αντιπαρατεθεί με τους αστούς ιστορικούς καταδεικνύοντας τις αντιεπιστημονικές και αντιδραστικές τους θέσεις:

    1. Ποιες είναι οι ρίζες της νεοελληνικής εθνότητας και πώς σχηματίστηκε;

    Αστική άποψη:
    Η νεοελληνική εθνότητα αποτελεί συνέχεια από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα.

    Κορδάτος:
    α) Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ένα ελληνικό έθνος-κράτος, αλλά πόλεις-κράτη.
    β) Δεν υπάρχει καθαρόαιμη ελληνική εθνότητα, αλλά με το πέρασμα των αιώνων αναμειγνύεται με διάφορους λαούς.
    γ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δε σημαίνει ότι και όσοι τη μιλούν ήταν είναι και Έλληνες.
    δ) Υπό τις επιθέσεις του χριστιανισμού ο όρος «Έλλην» πήρε τη σημασία «ειδωλολάτρης» και αργότερα έγινε συνώνυμο του «μη χριστιανός», χωρίς να παίζει ρόλο η καταγωγή του χαρακτηριζόμενου. Μετά την πτώση της Πόλης επικρατεί το όνομα «Ρωμαίος» και το «Έλλην» ξεχνιέται.
    ε) Το Βυζάντιο ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και αποτελούσε ένα μωσαϊκό λαών.
    στ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο ότι τη χρησιμοποίησε ο χριστιανισμός για τη δική του διάδοση.

    2. Τί εννοούμε λέγοντας «έθνος»;

    Αστική άποψη:
    Κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία και κοινή φυλετική καταγωγή.

    Κορδάτος:
    α) Όλοι οι νεώτεροι λαοί είναι μίγματα, δεν υπάρχει καθαρόαιμος. Για τους αρχαίους έθνος σήμαινε σωρός, μάζεμα, μπουλούκι. Το ελληνικό έθνος σχηματίστηκε από Έλληνες, Ρωμαίους, Ανατολίτες, Σλάβους, Βλάχους, Αρβανίτες…
    β) Το έθνος-κράτος αποτελεί ιστορική έννοια, ένα κοινωνικό φαινόμενο που κάποια στιγμή προκύπτει και κάποια στιγμή θα εκλείψει.
    γ) Τα εθνικά κράτη εμφανίζονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
    δ) Η αστική τάξη είναι φορέας του εθνικισμού.

    3. Πότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα σχηματισμού ελληνικού κράτους και γιατί δεν καρποφόρησε;

    Στα χρόνια μετά τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μιστρά (15ος αι.) ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), ένας λόγιος που διακατεχόταν από αρχαιοπληξία, προπαγάνδιζε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους και παράλληλα ζητούσε κατάργηση των φόρων και των αγγαρειών και νέα νομοθεσία για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Όμως, η ανερχόμενη αστική τάξη που εκπροσωπούσε δεν αναπτυσσόταν επαρκώς και δεν ήταν μαχητική. Άρα, το μετασχηματισμό που επιθυμούσε ο Γεμιστός τον εξαρτούσε από τη βούληση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των μεγαλογαιοκτημόνων. Φυσικά, οι μεγαλογαιοκτήμονες και η Εκκλησία είχαν αντίθετη γνώμη και έτσι δεν έγινε τίποτε άλλο. Ο Γεμιστός έριξε ένα σπόρο που δε μπορούσε να φυτρώσει.

    4. Πώς αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Βαλκανικής την προοπτική της Οθωμανικής κατάκτησής τους;

    Οι κάτοικοι της Βαλκανικής υπέφεραν από τους Λατίνους και είχαν την ελπίδα ότι μπορεί η οθωμανική κατάκτηση να είναι λιγότερο καταπιεστική. Αυτές οι ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα και οι λαοί άρχισαν πάλι να λαχταρούν το ξεσκλάβωμά τους. Έτσι, άρχισαν να αναπτύσσεται ο νεοελληνικός εθνισμός, ο οποίος σε πρώτη φάση εκφράζεται με τη μάσκα του χριστιανισμού.

    5. Γιατί αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός έχει παθητικό χαρακτήρα και ποιοι παράγοντες τον μετασχηματίζουν σε μαχητικό;

    Αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός αιτείται την απελευθέρωσή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η αργή ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να καλλιεργήσει ένα μαχητικό εθνισμό.
    Όμως, με το πέρασμα των χρόνων τα πράγματα αλλάζουν: α) Στο πλαίσιο των ρωσοτουρκικών πολέμων οι Ρώσοι κινητοποιούν τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής να ξεσηκωθούν ενάντια στους Οθωμανούς, υπογράφονται συνθήκες που προωθούν το εμπόριο και τη ναυτιλία και στις ελληνικές εμπορικές παροικίες αναπτύσσεται η ιδέα της δημιουργίας μιας ασφαλούς εθνικής εστίας. β) Η Γαλλική Επανάσταση και η προέλαση του Ναπολέοντα δίνουν ώθηση στις μάζες στον αγώνα κατά των φεουδαρχών.

    Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 18ου αι. οι φεουδαρχικές σχέσεις της Βαλκανικής υφίστανται σοβαρά πλήγματα τόσο ως προς την οικονομία, όσο και προς την ιδεολογία. Ο Ρήγας και ο Κοραής, αντίθετα από την εποχή του Γεμιστού, ως εκπρόσωποι του νεοελληνικού εθνισμού στηρίζονται σε μια πιο αναπτυγμένη εμπορική αστική τάξη, η οποία είναι πιο μαχητική, και σε λαϊκές μάζες που θέλουν να απελευθερωθούν άμεσα.
    Στη φάση αυτή η ελληνική αρχαιότητα αναδεικνύεται ως ένδοξο παρελθόν, και στα Βαλκάνια η ελληνική είναι η γλώσσα των μορφωμένων. Το όνομα «Έλλην» δεν είναι πια υβριστικό και παίρνει τιμητική σημασία, διότι παραπέμπει σε μια αρχαία αλλά ένδοξη εποχή των θαυμαστών «προγόνων». Έτσι, η χριστιανική τους συνείδηση συμβιβάζεται με την αντίληψή τους ότι είναι Έλληνες και η παλιά αντίθεση αμβλύνεται και αναιρείται. Ο χριστιανισμός παίρνει πολιτικό περιεχόμενο.

    Κοινωνικές τάξεις

    Ο Κορδάτος αναλύει την κοινωνική και ταξική σύνθεση των κοινοτήτων στην ελλαδική περιοχή και εντοπίζει τα εξής στοιχεία:
    α) Τούρκοι μεγαλογαιοκτήμονες
    β) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες)
    γ) Πατριαρχείο και ανώτερος κλήρος Εκκλησίας
    δ) Φαναριώτες (16ος αιώνας, αριστοκρατία του πλούτου στην Πόλη): πρόκειται για Έλληνες αστούς που κατοικούσαν στην περιοχή του Φαναρίου γύρω από το Πατριαρχείο και σταδιακά κατέλαβαν θέσεις στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Κυρίως εργάζονται ως δραγουμάνοι, δηλαδή ως διερμηνείς και μεταφραστές, που όμως ανέπτυσσαν διπλωματική δραστηριότητα και σταδιακά έπαιζαν σημαντικότατο και καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Η κοινωνική τους θέση τους έδωσε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται και εκκλησιαστικά ζητήματα, όχι μόνο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και άλλων Πατριαρχείων. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν από το Σουλτάνο και ως ηγεμόνες στη Μολδοβλαχία.
    ε) Νησιώτες έμποροι-καραβοκύρηδες (18ος αιώνας): ασχολούνται κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και τα συμφέροντά τους τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με τους τσιφλικάδες και τους Τούρκους. Μετά το 1789 και υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης οι αστοί γίνονται πιο μαχητικοί και η αντιπαράθεση οξύνεται. Σε ορισμένες περιοχές συμμαχούν με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. Κατά το 19ο αιώνα η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προχωρεί σε ίδρυση σχολείων και εκτύπωση βιβλίων που σχετίζονται με το κίνημα του διαφωτισμού, πράγμα που τη φέρνει σε ρήξη με το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο απέρριπτε και τις νέες ιδέες και ήθελε να ελέγχει τα σχολεία. Έτσι, προκλήθηκαν μεγάλες ταραχές, οι οποίες οδήγησαν και στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα.

    στ) Κατώτερος λαός των πόλεων (έως και το 18ο αιώνα): μικροέμποροι και βιοτέχνες (σινάφια), οι οποίοι δεν ήταν πολυπληθείς, δεν είχαν κάποια υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική ισχύ και έρχονταν κατά καιρούς σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες, όμως, μέχρι τότε, χωρίς κάποια ανατρεπτική προοπτική.
    ζ) Κατώτερος λαός της υπαίθρου: αγρότες μικροϊδιοκτήτες (που ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν το ένα τρίτο ή και το μισό της σοδειάς τους) και ακτήμονες (κολλήγοι).
    – Επίσης, πρέπει να αναφερθεί και άλλη μια κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά θα παίξει στην πορεία σημαντικό ρόλο:
    η) Έλληνες αστοί των παροικιών: έμποροι που μετανάστευσαν σε αστικά κέντρα της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης.
    ……………………………..

  39. β on

    ……………………
    Κοινωνική οργάνωση

    Στις επαρχίες κυριαρχεί ο θεσμός των κοινοτήτων, ένα αποκεντρωτικό σύστημα. Κάθε μεγάλη περιοχή κυβερνάται από ένα πασά και από αυτόν εξαρτώνται οι μικρότεροι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι μπέηδες και Έλληνες προεστοί (κοτζαμπάσηδες). Οι κοτζαμπάσηδες, όσον αφορά στη θεσμική οργάνωση της κοινότητας, είχαν στα χέρια τους τη φορολογία και τη δικαιοσύνη. Όριζαν για τον κάθε κάτοικο το ποσό που όφειλε να πληρώσει στο επαρχιακό ταμείο και δίκαζαν, ρύθμιζαν διαφορές και επέβαλλαν ποινές. Οι Έλληνες προεστοί και προύχοντες, κατέχοντας ουσιαστικά την πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες και κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης όπου εργάζονταν με άθλιους όρους οι υπόδουλοι, καταπίεζαν πολύ σκληρά τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό. Αυτό το γεγονός οι Έλληνες ιστορικοί αποφεύγουν να το καταδείξουν, όταν αναφέρονται στα «μαύρα χρόνια της σκλαβιάς», προσπαθώντας να παρουσιάσουν απαλλαγμένους από κάθε ευθύνη τους Έλληνες τσιφλικάδες και να σβήσουν τον αντιδραστικό και προδοτικό τους ρόλο στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας.
    Λίγα λόγια για το ρόλο του Πατριαρχείου και τα προνόμιά του. Ο Μωάμεθ ο Β΄, πέρα από καλός στρατηγός, ήταν και ικανός πολιτικός. Φρόντισε να αναδείξει σε σημαντικές θέσεις εκείνους που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο. Διόρισε στη θέση του Πατριάρχη το Γεννάδιο Σχολάριο, διότι ανήκε στους ανθενωτικούς κύκλους της Εκκλησίας. Πριν την πτώση της Πόλης ο Γεννάδιος και οι ανώτεροι κληρικοί που εχθρεύονταν τη Δύση και διαφωνούσαν με την ένωση των Εκκλησιών, δια των κηρυγμάτων τους καλλιεργούσαν τον φιλοτουρκισμό και ήταν εκείνοι που βοήθησαν τους Τούρκους να μπουν στην Πόλη. Για να σταθεροποιήσει τη συμμαχία του, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραχώρησε ακόμη μεγαλύτερα προνόμια στο Πατριαρχείο, τον ανώτερο κλήρο και τα μοναστήρια, επέκτεινε την εξουσία τους και διατήρησε στο ακέραιο τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες τους. Έτσι, ένας μικρός αριθμός ανώτερων κληρικών και καλόγερων αντλούσαν υπέρογκα εισοδήματα από τους χιλιάδες σκλαβωμένους αγρότες που καλλιεργούσαν τα απέραντα κτήματά τους. Ακόμη, η Εκκλησία εισέπραττε από κάθε χριστιανό ραγιά και έναν ειδικό φόρο, τη ζητεία. Επιπλέον, το Πατριαρχείο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν με το ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, εντός του τουρκικού κράτους υφίσταται υπό τη μορφή της εκκλησιαστικής οργάνωσης και μία παρακυβέρνηση των ραγιάδων, εκπροσωπούμενη από το Πατριαρχείο.
    Όλα αυτά εξηγούν και την προδοτική στάση του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, και μάλιστα μετά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της, πίεζε πεισματικά για τη μη ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και κυρίως για τη μη κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων (οικονομικών και διοικητικών) του κλήρου.

    Οικονομικές συνθήκες προεπαναστατικά

    1450-1650: Την περίοδο αυτή υπάρχει παύση του εμπορίου, με αποτέλεσμα η μικρή μάζα των εμπόρων και των βιοτεχνών να έχει και μικρή οικονομική και πολιτική δύναμη. Κατά συνέπεια, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραμένουν κραταιές και αδιαμφισβήτητα κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά οι μεγαλογαιοκτήμονες.

    1650-1800: Την περίοδο αυτή σημειώνεται ανάπτυξη του εμπορίου και κυρίως της ναυτιλίας, αλλά όχι και της βιοτεχνίας. Πρόκειται κυρίως για διαμετακομιστικό εμπόριο και όχι τόσο για εσωτερική κυκλοφορία ή εξαγωγή ντόπιας παραγωγής. Προς το τέλος αυτής της φάσης, περί το 1770, αυτή η οικονομική ανάπτυξη ανάγκασε τόσο του Τούρκους, όσο και το Πατριαρχείο να αναγνωρίσουν τους εμπόρους και καραβοκύρηδες των νησιών (Ύδρα, Σπέτσες…) ως ιδιαίτερη τάξη με αναβαθμισμένα πολιτικά δικαιώματα.
    Όμως, πέρα από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν είχαν κανένα λόγο να δημιουργήσουν μεγάλες εσωτερικές αγορές, κατά συνέπεια δεν υπήρχε κανένα κίνητρο από μέρους τους να κατασκευαστεί ένα καλό οδικό δίκτυο, η έλλειψη του οποίου δυσχέραινε με τη σειρά του τις όποιες ασθενείς απόπειρες διεξαγωγής εσωτερικού εμπορίου και το σχηματισμό ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Το εμπόριο διεξάγεται κυρίως στα αστικά κέντρα και κυρίως στα εξωελλαδικά. Λίγες περιοχές αναπτύσσουν βιοτεχνική παραγωγή και τελικά το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετεξελίσσεται σε βιομηχανικό. Όταν, όμως, η αστική τάξη είναι μόνο εμπορική, και μάλιστα ασθενής, δεν είναι σε θέση να προωθήσει τον αστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό το κάνει μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο. Έτσι, η οικονομική εξέλιξη είναι πολύ αργή και οι φεουδαρχικές σχέσεις συνιστούν τη βασική σχέση ιδιοκτησίας στον ελλαδικό χώρο.
    Επίσης, το εμπορικό κεφάλαιο, προκειμένου να αναπτύξει τη δραστηριότητά του, έχει και μια άλλη λύση: μπορεί να μεταφέρει τη δραστηριότητά του σε κάποια άλλη έδρα, όπου υπάρχουν καταλληλότερες συνθήκες. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο της μετανάστευσης σε εξωελλαδικά αστικά κέντρα, όπου σταδιακά σχηματίστηκαν ακμάζουσες ελληνικές εμπορικές παροικίες.

    1800- 1821: Την περίοδο αυτή, λόγω της κλιμακούμενης ανάπτυξης του εμπορίου, οι τσιφλικάδες καταπίεζαν ακόμη περισσότερο τους αγρότες, για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Έτσι, περί τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η εκμετάλλευση των αγροτών γίνεται αφόρητη και μαζί με την παραγωγή αυξάνεται και η αγανάκτησή τους. Αυτή η συνθήκη λειτουργεί καταλυτικά για μια προσωρινή, τουλάχιστον, συμμαχία μεταξύ των αστών και των λαϊκών μαζών.

    Η θέση των κοινωνικών τάξεων τις παραμονές της Επανάστασης

    α) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες): είναι υπέρ των Τούρκων, προκειμένου να διατηρήσουν τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα.
    β) Πατριαρχείο, ανώτερος κλήρος Εκκλησίας και καλόγεροι μοναστηριών: προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους υποστηρίζουν ανοιχτά τους Τούρκους και καταδικάζουν κάθε προσπάθεια είτε εθνικοαπελευθερωτικού είτε κοινωνικού αγώνα. Εξαίρεση αποτελούν πολλοί παπάδες των χωριών και των πόλεων που ήταν κι αυτοί φτωχοί, ήταν άνθρωποι του λαού και υπέφεραν την ίδια καταπίεση από τους μεγαλοτσιφλικάδες.
    γ) Φαναριώτες: λόγω της θέσης τους είναι όργανα του Σουλτάνου και τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα δικά του.
    δ) Νησιώτες αστοί (έμποροι-καραβοκύρηδες): στην προσπάθεια να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έρχονται σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμμαχούν και με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. (Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σάμου, όπου η ταξική πάλη οδήγησε στη διαμόρφωση δύο ανταγωνιστικών κομμάτων: το κόμμα των κοτζαμπάσηδων, οι καλικάντζαροι, και το κόμμα των αστών και των αγροτών, οι καρμανιόλοι.)

    ε) Αγρότες, μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες (κολλήγοι): καθώς εντείνεται η καταπίεση των αγροτών από τους Έλληνες τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Τούρκους πασάδες, η αγανάκτηση κορυφώνεται και διαμορφώνεται μια πιο αγωνιστική διάθεση. Όμως, σε λίγες περιοχές πραγματοποιήθηκαν αγροτικά κινήματα, άλλοτε με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα και άλλοτε ήταν εξεγέρσεις εναντίον των τσιφλικάδων. Εμπόδιο στο μαζικό και οργανωμένο ξεσηκωμό των φτωχών αγροτών στέκεται το γεγονός ότι είναι διασκορπισμένοι και όχι συγκεντρωμένοι, η μακρά συνήθεια της υποταγής, σε συνδυασμό με την αμάθεια και τη θρησκοληψία που καλλιεργούσαν την αντίληψη ότι τα βάσανά τους ήταν θέλημα θεού και παρέπεμπαν τη δικαίωση στη μετά θάνατον ζωή. Επίσης, ένας μαζικός αγώνας χρειάζεται και πολλά όπλα, τα οποία ούτε υπήρχαν ούτε μπορούσαν να τα χειριστούν οι περισσότεροι. Ωστόσο, όσο ο μαζικός ξεσηκωμός δεν πραγματοποιείται, πολλοί ήταν αυτοί που προέβησαν σε ατομική δράση. Έτσι, γέμισαν τα βουνά της Ελλάδας (όπως συνέβαινε και στα υπόλοιπα Βαλκάνια) με κλέφτες. Όπως παρατηρεί ο Κορδάτος:
    «Η κλεφτουριά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων…».
    Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που παραθέτει από την ανώνυμη λαϊκή Μούσα:
    «Βασίλη, κάτσε φρόνημα, να γένεις νοικοκύρης,
    για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
    χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
    – Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
    να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν
    και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους*.»
    * εννοεί τους κοτζαμπάσηδες
    Οι κοτζαμπάσηδες αντέδρασαν με όσα μέσα είχαν και πολλές φορές μαζί με τους Τούρκους χτυπούσαν τους κλέφτες. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο να διασπάσουν εσωτερικά τους κλέφτες. Έτσι, έπεισαν την τουρκική εξουσία να οργανώσουν ένοπλα σώματα από κλέφτες που είχαν συλληφθεί και θα έπαιρναν επί τούτου αμνηστία, στους οποίους θα έδιναν και καλούς μισθούς και θα τους επέτρεπαν κάθε ασυδοσία στα ορεινά μέρη. Αυτοί ήταν οι αρματολοί και πράγματι η δράση τους περιόρισε τη δράση των κλεφτών.
    στ) Έλληνες αστοί των παροικιών: η δημιουργία Ελληνικού Κράτους αποτελούσε μια πραγματική ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης των παροικιών, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κράτος θα τους προσέφερε έναν προνομιακό χώρο να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά. Όμως, η ήττα του Ναπολέοντα και η επικράτηση των φεουδαρχικών δυνάμεων αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες των παροικιών της δύσης από την οργάνωση της επανάστασης. Από την άλλη, οι Έλληνες των παροικιών της ανατολικής Ευρώπης, παρά την προσχώρηση της Ρωσίας στην Ιερά Συμμαχία –η οποία καταδίκαζε κάθε εθνικό και κοινωνικό κίνημα–, συνεχίζουν να είναι προσηλωμένοι στον αγώνα, με την πεποίθηση ότι τελικά το αντιτουρκικό αίσθημα των Ρώσων θα κυριαρχήσει και θα τους βοηθήσουν.

    Ρήγας και Φιλική Εταιρεία

    Η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας αναπτύσσεται πρώτα στις ελληνικές παροικίες για δύο λόγους: α) εκεί συγκεντρώθηκαν έμποροι και βιοτέχνες που συσσώρευσαν πολύ πλούτο και θα είχαν μεγάλο όφελος από τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους ως ασφαλούς και ευνοϊκής έδρας και β) εκεί ήταν αμεσότερη η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης.
    Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εμφανίζεται μια μεγάλη προσωπικότητα, ο Ρήγας Βελεστινλής. Ζούσε στο Βουκουρέστι, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και διέθετε πολιτική διορατικότητα. Αποτελεί έναν από τους πιο ενθουσιώδεις εκφραστές του νεοελληνικού εθνισμού και ανέπτυξε πλούσια επαναστατική δράση. Οργάνωσε μια μυστική εταιρεία, στην οποία δεν έδωσε χαρακτήρα αποκλειστικά ελληνικό. Συνεργάτες του ήταν Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρβανίτες και πιθανώς Βούλγαροι. Κατά το Ρήγα, οι λαοί της Βαλκανικής έπρεπε να ξεσηκωθούν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή τους, και μάλιστα, χωρίς την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και των βαλκανικών λαών έπρεπε να γίνει χωρίς την εξάρτηση από διεθνείς κηδεμόνες.
    Δυστυχώς, ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προδόθηκαν. Ενώ ήταν πολύ προσεκτικοί στη συνωμοτική τους δράση, εξαπατήθηκαν και μύησαν το Δ. Οικονόμου και το δεσπότη του Βελιγραδίου, οι οποίοι ήταν κατάσκοποι του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ο Ρήγας και αρκετοί συνεργάτες του συνελήφθησαν στην Τεργέστη και παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Τούρκους στο Βελιγράδι. Εκεί, βασανίστηκαν για σαράντα πέντε ημέρες και μετά στραγγαλίστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στο Δούναβη.

    Το απελευθερωτικό κίνημα στο εξωτερικό συνεχίστηκε και αυτή τη φορά η νέα μυστική εταιρεία είχε ως έδρα τη Ρωσία. Πρόκειται για τη Φιλική Εταιρεία που ίδρυσαν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος στην Οδησσό. Για επτά χρόνια μάζευαν χρήματα, προπαγάνδιζαν την ιδέα της Επανάστασης και προετοίμαζαν τον ένοπλο αγώνα. Για την τελική πράξη, όμως, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν το απαραίτητο κύρος για να κινητοποιήσουν τον ελληνικό λαό, αναζητούσαν έναν αρχηγό που θα ενέπνεε και θα ενθουσίαζε. Πρώτα απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και είχε ευρωπαϊκή φήμη. Όμως, ο Καποδίστριας ήταν εχθρός και των δημοκρατικών ιδεών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά καταδίκασε κάθε επαναστατική ιδέα και πρότεινε στον Ξάνθο να διαλύσουν την Εταιρεία.
    Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ήττα του Ναπολέοντα, την επικράτηση των φεουδαρχικών-μοναρχικών δυνάμεων και την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, της αντιδραστικής ένωσης Ρωσίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Αγγλίας με στόχο την κατάπνιξη των εθνικών και των δημοκρατικών κινημάτων. Οι Φιλικοί, όμως, είχαν τροποποιήσει το επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα και δεν προπαγάνδιζαν συστηματικά το αντιφεουδαρχικό πνεύμα ούτε και πολεμούσαν το Πατριαρχείο. Επεδίωξαν να δώσουν πανεθνικό χαρακτήρα στην επανάσταση και να πετάξουν στην άκρη την πλευρά του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις φεουδαρχικές σχέσεις. Έτσι, προσέγγισαν και κάποιους Φαναριώτες και ορισμένους ανώτερους κληρικούς, ήρθαν σε συμβιβασμό, αφήνοντας σιωπηλά απ’ έξω τα συμφέροντα και τους πόθους των λαϊκών μαζών για άρση της κοινωνικής καταπίεσης.
    Μετά την άρνηση του Καποδίστρια απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης δέχθηκε, με την προοπτική να γίνει αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας, αλλά και των βαλκανικών λαών. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα επαναστατικών εστιών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στον ελλαδικό χώρο.

    Τα γεγονότα της Επανάστασης

    Ο Υψηλάντης εισβάλει με ένοπλες δυνάμεις στη Μολδαβία ως απελευθερωτής και κηρύττει την έναρξη της Επανάστασης. Όμως, η προέλασή του δε θα προχωρήσει πολύ, εξαιτίας του ταξικού προσανατολισμού που πήρε ο αγώνας. Η συμμαχία Φιλικής Εταιρείας και Φαναριωτών είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθούν από το πρόγραμμα της Επανάστασης το αίτημα των κολλήγων για την κατάργηση των τσιφλικάδικων προνομίων. Αυτό δυσαρέστησε και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Ρουμάνων αγροτών, οι οποίοι και αποχώρησαν. Ο Υψηλάντης διέταξε τότε τη σύλληψη του αρχηγού τους Βλαδιμηρέσκου και τον εκτέλεσε. Έτσι, απογοητεύθηκαν και απομακρύνθηκαν και οι Μολδοβλάχοι και οι Βούλγαροι αγωνιστές. Με λίγες πια δυνάμεις ηττάται στο Δραγατσάνι από τις τουρκικές δυνάμεις και τελικά συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς.
    Παράλληλα, ξεσπά η Επανάσταση και στην Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος νομίζει ότι από πίσω κρύβεται η Ρωσία, αλλά αυτή αμέσως καταδικάζει ανοιχτά το κίνημα. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ σπεύδει να αφορίσει την Επανάσταση και σε εγκύκλιο που διαβαζόταν στις εκκλησίες αποκαλεί τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς «τέρατα του διαβόλου». Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος κρεμάστηκε στο πλαίσιο του φανατισμού του τουρκικού όχλου, οφείλεται στο ότι τον κατήγγειλε ως Φιλικό ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, για να γίνει αυτός Πατριάρχης, όπως και έγινε. Όταν μετά από χρόνια η Επανάσταση νίκησε, ο ανώτερος κλήρος προσπάθησε να διεκδικήσει μέρος της δόξας και έτσι, παραχάραξε την ιστορία και παρουσίασε το Γρηγόριο ως επαναστάτη και εθνομάρτυρα.

    Στην Πελοπόννησο υπό την πίεση του λαού πολλοί προύχοντες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση παρά τη θέλησή τους. Σπουδαίος αγωνιστής αναδεικνύεται ο Παπαφλέσσας, ο οποίος χωρίς να υπολογίζει κινδύνους διέτρεχε όλη την Πελοπόννησο και έδινε το σύνθημα του ξεσηκωμού. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που κατά τους αστούς ιστορικούς και την επίσημή τους ιστορία σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στην πραγματικότητα ήταν πολύ διστακτικός, με την πρώτη απειλή των Τούρκων υποχώρησε, προσπάθησε να αποθάρρυνε τους αγωνιστές και σε κάποιες περιπτώσεις δε δίστασε να τους σαμποτάρει και να τους προδώσει. Αυτός ο ίδιος αποκαλούσε τον Παπαφλέσσα «απατεώνα». Ο μπέης της Μάνης Μαυρομιχάλης ήταν επίσης απρόθυμος και ζητούσε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσεται ο αγώνας στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με συμμαχίες που σχοινοβατούν και πολλές προδοσίες. Στην Πελοπόννησο, στα νησιά που είχαν δύναμη οι καραβοκύρηδες και στη Στερεά η Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, ενώ στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οι τσιφλικάδες με τους Τούρκους κατέπνιξαν τον αγώνα.
    Ένα σημαντικό γεγονός που καθόρισε αργότερα τις εξελίξεις ήταν η κίνηση που έκανε το κόμμα των εμποροναυτικών της Ύδρας και των άλλων Νησιών να παραμερίσουν τους τσιφλικάδες και να συνάψουν δάνεια με την Αγγλία. Αυτό δημιούργησε τότε έναν ενθουσιασμό, διότι δια των δανείων θεωρούσαν ότι υπήρξε μια σχετική αναγνώριση του αγώνα. Όμως, οι συνέπειες αυτού του δανεισμού θα αποδειχθούν ολέθριες.
    Την άνοιξη του 1824 ο Μεχμέτ Πασάς της Αιγύπτου στέλνει το γιο του Ιμπραήμ και καταλαμβάνει την Κρήτη και καταστρέφει την Κάσσο και τα Ψαρά. Το 1825 φτάνει στην Πελοπόννησο, όπου η αντίσταση κλονίζεται. Μόνο ο Παπαφλέσσας με καμιά τριακοσαριά αγωνιστές δίνουν τη μάχη στο Μανιάκι και πέφτουν ηρωικά. Καθώς το πνεύμα ηττοπάθειας κυριαρχεί, ο Κολοκοτρώνης δίνει το σύνθημα του αγώνα και εφαρμόζει επαναστατική τρομοκρατία: «Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκι… Όποιο χωριό προσκυνήσει να του καίτε τα σπίτια και τ’ αμπέλια». Έδωσε πολλές μάχες και κέρδιζε, αλλά ο Ιμπραήμ έφερνε συνεχώς νέες δυνάμεις. Είχε, όμως, και ένα συνεργάτη που τον βοηθούσε, ένα μεγαλέμπορο της Αιγύπτου, τον Τοσίτσα. Ο Τοσίτσας στάθηκε στο πλευρό του και αξιοποιώντας όσες επαφές και όση επιρροή διέθετε και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Ήταν αρχηγός της επιμελητείας του αιγυπτιακού στρατού και θησαύριζε με το αίμα και το θάνατο του ελληνικού λαού. Ο Κορδάτος σημειώνει:
    «Αυτός ο κατάπτυστος προδότης αργότερα, δίνοντας μερικές χιλιάδες εις το Ελληνικόν Κράτος και κτίζοντας ένα δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα αντήλλαξε τον τίτλο του προδότου με τον τίτλο του εθνικού ευεργέτου.»
    Το 1827, όπως οι δυνάμεις στην Πελοπόννησο, έτσι και το ελληνικό ναυτικό βρίσκεται σε πολύ δυσχερή κατάσταση. Στη φάση αυτή καταφθάνουν στα ελληνικά νερά μοίρες του στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, διότι απειλούνταν τα συμφέροντά τους από την κυριαρχία του αιγυπτιακού στόλου στη Μεσόγειο. Ο Ρώσος ναύαρχος κατόρθωσε να παρασύρει τον Άγγλο ναύαρχο στα σχέδιά του και τελικά επιτέθηκαν στον Ιμπραήμ συντρίβοντας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον αιγυπτιακό στόλο.
    Αυτή η νίκη επί των κατακτητών έκανε τους Έλληνες να αναθαρρήσουν και να οργανώσουν ισχυρές αντεπιθέσεις σε πολλές περιοχές. Η τελική, όμως, έκβαση του αγώνα δεν κρίθηκε στις στρατιωτικές μάχες, αλλά, όπως θα δείτε παρακάτω, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

    Παράλληλα με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, διεξάγονται και οι προσπάθειες για την πολιτική και διοικητική συγκρότηση των απελευθερωμένων περιοχών. Συγκροτούνται διευθυντήρια, γερουσίες και τελικά πραγματοποιούνται Εθνοσυνελεύσεις. Ενώ, όμως, τίθεται το ζήτημα για νέο πολίτευμα βασισμένο σε δημοκρατικές αρχές, στην ουσία οι περισσότερες δημοκρατικές διακηρύξεις μένουν στα χαρτιά. Για τις εθνικές γαίες προέκυψε μεγάλη σύγκρουση. Οι κοτζαμπάσηδες και οι καπεταναίοι ήθελαν να εκποιηθούν άμεσα, ενώ οι αστοί ήθελαν να χαρακτηριστούν εθνική ακίνητη περιουσία, ώστε να μπορούν να υποθηκευθούν για τη σύναψη δανείων με το εξωτερικό. Τελικά κυριάρχησε η τελευταία άποψη. Σχετικά με τη γη, υπήρξε διαμάχη για το ποιο δίκαιο θα ίσχυε: το βυζαντινό που προστάτευε την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία ή το αστικό; Τελικά επικράτησε στην ουσία το βυζαντινό, πράγμα που σήμαινε και την κυριαρχία των τσιφλικάδων επί των αστών.

    Πέρα από τα πιο γνωστά γεγονότα της Επανάστασης, τις πιο γνωστές μάχες και πρόσωπα, τις Γερουσίες και τις Εθνοσυνελεύσεις, διαδραματίστηκε και ένας παράλληλος αγώνας, που συνήθως αποσιωπάται, διότι οι αγωνιζόμενοι ηττήθηκαν και την ιστορία τους δεν την είπε κανείς. Πρόκειται για όλους αυτούς τους λαϊκούς αγώνες που έλαβαν χώρα σε κάθε περιοχή της επαναστατημένης Ελλάδας ενάντια στους κοτζαμπάσηδες. Ο φτωχός λαός, πότε σε συμμαχία με αστικά στοιχεία και πότε μόνος του, μαζί με την απόφαση να διώξουν τον κατακτητή, πολέμησαν για να λυτρωθούν και από τους άμεσους καταπιεστές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καρατζάς στην Πάτρα, ένας δημοκράτης και τσαγκάρης στο επάγγελμα, ο οποίος ξεσήκωσε το λαό την 21 Μαρτίου και χτυπήθηκε με τους Τούρκους μέσα στην πόλη. Οι πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σύρθηκαν από τις εξελίξεις. Όμως, όταν αργότερα και υπό την πίεση των τουρκικών στρατευμάτων, αυτοί υποχώρησαν ο Καρατζάς συνέχισε τον αγώνα, ώσπου οι πρόκριτοι θεώρησαν ότι δεν τους συνέφερε και οργάνωσαν τη δολοφονία του. Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, τα κατά τόπους λαϊκά στοιχεία του αγώνα «απαλείφονταν από την εξίσωση» και κυριαρχούσαν τα παλαιά αντιδραστικά στοιχεία.
    Το λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να πάρει πιο στέρεα χαρακτηριστικά και να νικήσει, διότι, σε ένα βαθμό, δεσμευόταν από ένα τοπικιστικό πνεύμα και την έλλειψη προοπτικής. Από τη μία ζητούσε γη, αλλά στρεφόταν αυθόρμητα κατά των τοπικών κάθε φορά αρχόντων-τσιφλικάδων, χωρίς να έχει διαμορφώσει μια συνειδητή πολιτική αντίληψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά που παρουσιάζονταν ως εμφύλιοι σπαραγμοί ήταν στην ουσία ταξικοί αγώνες.
    ………………………..
    ………………………..

  40. β on

    ………………………
    Από την άλλη, αυτοί οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι και οι Φαναριώτες, ήταν ανοιχτά ξενόδουλοι ακόμη και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Από την πρώτη χρονιά της Επανάστασης ο Μαυρομιχάλης έστειλε μια επιστολή, όπου παρακαλούσε να μεσολαβήσουν διάφοροι παράγοντες για να παραδώσουν τη χώρα στους Άγγλους. Λίγο μετά, το 1823, οι Κουντουριώτες και οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου πρότειναν να προωθήσουν αίτημα προς τις Μ. Δυνάμεις να διορίσουν έναν ξένο πρίγκιπα ως βασιλιά. Αλλά η κορύφωση της προδοτικής δράσης των αστών και των τσιφλικάδων έρχεται με τα αγγλικά δάνεια και τους όρους τους. Όταν η Αγγλία για τους δικούς της λόγους αποφάσισε να δώσει δάνεια στους επαναστατημένους Έλληνες, το έκανε με σκανδαλώδη τρόπο. Το 1824 από 800.000 λίρες εκταμιεύθηκαν μόνο 250.000. Την επόμενη χρονιά από ονομαστικής αξίας δάνειο 2.000.000 λιρών η ελληνική πλευρά έλαβε μόνο 230.115 λίρες και το υπόλοιπο καταβροχθίστηκε στο Λονδίνο. Γράφει ο Κορδάτος:
    «Οι Έλληνες αστικοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό εις το αγγλικόν κεφάλαιον. Αντί να εξοδεύσουν αυτοί δια τας ανάγκας του πολέμου –και είχαν μεγάλες περιουσίες– υποθήκευσαν την εθνική περιουσίαν εις τους Άγγλους και πήραν μερικά ψίχουλα δανείου, τα οποία εμοιράσθηκαν, εννοείται μεταξύ των. Εβόησε τότε όλος ο προοδευτικός κόσμος της Ευρώπης, δια τα ληστρικά αυτά δάνεια. Οι Άγγλοι όμως χρηματοδόται ήξευραν τι έκαμαν: εκτελούντες μυστικάς εντολάς της αγγλικής κυβερνήσεως, ενέγραφον υποθήκην επί των εθνικών γαιών και ητοιμάζοντο, ευκαιρίας δοθείσης, να κάμουν κατοχήν εις την Παελοπόννησον.»
    Ενδεικτικό της προδοτικής στάσης και δουλοπρέπειας αυτών των στοιχείων είναι το υπόμνημα του Φαναριώτη Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Κάννινγκ:
    «… Η ανεξαρτησία της Ελλάδος είναι η μόνη διέξοδος, η φέρουσα εις την ίδρυσιν του φραγμού εκείνου, τον οποίον η σωτηρία της Ευρώπης απαιτεί κατά της κολοσσιαίας δυνάμεως της Ρωσσίας. Άλλοτε τον φραγμόν τούτον παρείχεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Δυνάμεως του Βορρά, ο παρών όμως αγών των Ελλήνων απέδειξε αυτήν ανίκανον να εκτελή του λοιπού το έργον τούτο […] Αποτέλεσμα της συνεννοήσεως ταύτης (δηλαδή Ελλάδος και Τουρκίας) έσται ότι η Αγγλία, Πύλη και Ελλάς θα αποτελέσουν του λοιπού μίαν και μόνην, δια να είπω ούτω, δύναμιν, ήτις θ’ αντιταχθή κατά της Ρωσσίας και τέλος η ένωσις αύτη θ’ αποτελεί μίαν επιπλέον εγγύησιν, ην προσεκτάτο η Αγγλία κατά των αποπειρών της τε Ρωσσίας και πάσης άλλης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον του αγγλικού εμπορίου των Ινδιών…»
    Τα αγγλικά δάνεια ήταν αυτά που οδήγησαν τη Ρωσία σε αλλαγή πολιτικής στάσης, η οποία υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική. Προώθησε ως πράκτορα των συμφερόντων της τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για ημιαυτόνομη Ελλάδα και υποτελή στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά υποχείρια της τσαρικής πολιτικής. Τελικά, από τη μία η Ελλάδα είχε εξαρτηθεί οικονομικά από την Αγγλία και από την άλλη, στην πολιτική σκηνή είχε επικρατήσει η Ρωσία τοποθετώντας ως ηγέτη τον Καποδίστρια.

    Ο Καποδίστριας ήταν γνωστός αντιδημοκράτης και λειτούργησε συγκεντρωτικά, δημιουργώντας μια αυλή από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των Μ. Δυνάμεων για έλεγχο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα οδήγησε στο σχηματισμό τριών κομμάτων: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Η Αγγλία, αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια ως πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, επεδίωκε να μην προχωρήσει η απελευθέρωση ούτε καν στο σύνολο της Στερεάς Ελλάδας. Παράλληλα, εξωθούσε τους νησιώτες και τους Μανιάτες σε αντικαποδιστριακές ενέργειες. Τελικά, η οικονομική κρίση και κοινωνικός αναβρασμός που τη συνόδευε, σε συνδυασμό με την πεισματική απόρριψη του Καποδίστρια σε οικονομικές προτάσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, οδήγησαν τις δύο τελευταίες να οργανώσουν δια των Υδραίων και των Μανιατών τη δολοφονία του Καποδίστρια.

    Διεθνείς παράγοντες και γεωστρατηγική

    Η τελική έκβαση του ηρωικού ελληνικού αγώνα παίχτηκε στα παρασκήνια των Μ. Δυνάμεων. Όποιος μελετά την Ελληνική Επανάσταση δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά και τη «μεγάλη σκακιέρα». Το ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης γεωστρατηγικής και υπάγεται στο Ανατολικό Ζήτημα. Άρα, πρέπει να αναλυθούν και οι παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή οι στρατηγικοί σχεδιασμοί και οι βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
    Συνοπτικά, και όπως τα γράφει ο Κορδάτος, συμβαίνει το εξής:
    «Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνος, έθεσε και πάλιν επί τάπητος το ανατολικόν ζήτημα. […]
    »Αι τρεις Δυνάμεις, Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία, καταβάλλουν μεγάλας προσπαθείας δια να προσεταιρισθούν την Τουρκίαν. Η Αγγλία προτιμά την ακεραιότητα της Τουρκίας, δια να εμποδίσει την κάθοδον της Ρωσίας εις το Αιγαίον. Η Γαλλία αντιθέτως αγωνίζεται να προσεταιρισθεί την Τουρκίαν, δια να κτυπήσει την Αγγλίαν εις τας μεσογειακάς της βάσεις και η Ρωσία παίζει διπλούν παιχνίδι, δια να απομακρύνει την Τουρκίαν από την επιρροήν των δύο αυτών δυνάμεων, ώστε να είναι ελευθέρα να πραγματοποιήσει εις πρώτην ευκαιρίαν τα σχέδιά της.
    »Έτσι, μαζί με το ανατολικόν ζήτημα ετέθη και το ελληνικόν…»

    Η τελική λύση, λοιπόν, ήρθε μετά τη νίκη της Ρωσίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) και τη συνθήκη της Αδριανούπολης. Η αδιαμφισβήτητα αναβαθμισμένη Ρωσία έκανε την Αγγλία και τη Γαλλία να πάψουν να υπολογίζουν στην Τουρκία ως εμπόδιο στη Ρωσία και στράφηκαν προς τη συγκρότηση μιας τυπικά ανεξάρτητης Ελλάδας, που ουσιαστικά, όμως, θα εξυπηρετούσε τη δική τους εξωτερική πολιτική. Αυτές ήταν οι λεγόμενες Προστάτιδες δυνάμεις και αυτός ήταν ο ρόλος τους. Ο Κορδάτος επισημαίνει ότι:
    «Προστάτιδες δυνάμεις, όπως ξενόδουλοι πολιτικοί και άκριτοι ιστορικοί αποκαλούν την Γαλλίαν, Ρωσίαν και Αγγλίαν, δεν υπήρξαν ποτέ δια την Ελλάδα. Εάν ηγωνίσθησαν, έστω και θυσίας ιδικάς των ακόμη, όπως κατά την εν Ναυαρίνω ναυμαχίαν, αι ανωτέρω δυνάμεις κατά τη διάρκειαν του ελληνοτουρκικού πολέμου υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως, τούτου, επαναλαμβάνομεν το έκαμαν δια να προστατεύσουν τα συμφέροντά των. Η διπλωματική προστασία του ελληνικού αγώνος του ’21, καθώς και η σκανδαλώδης ανάμιξίς των δυνάμεων τούτων εις τα εσωτερικά της Ελλάδος, αυτήν την έννοιαν έχουν. Πάντοτε, τότε και κατόπιν και σήμερον, αι μεταξύ της Ελλάδος και των ευρωπαϊκών δυνάμεων σχέσεις κανονίζονται από το συμφέρον και μόνον αυτό.»

    Τελική έκβαση και συμπεράσματα

    Η Επανάσταση του 1821, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα, είχε και εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Κατά την έκβασή της, όμως, η κοινωνική διάσταση της Επανάστασης εξοβελίστηκε, διότι οι αστοί συμμάχησαν με τους κοτζαμπάσηδες και ακρωτηρίασαν το περιεχόμενο του ταξικού αγώνα του φτωχού λαού. Τελειώνοντας, και όσον αφορά στο ερώτημα «Είναι πράγματι απελευθερωμένοι οι Έλληνες μετά την Επανάσταση;», παραθέτω την τελευταία σελίδα του βιβλίου του Κορδάτου, ο οποίος ολοκληρώνει την έκθεση της ιστορικής του μελέτης και συνοψίζει τα συμπεράσματά του με τα εξής λόγια:
    «Αλλ’ εάν κατωρθώθη ο ελληνικός αγών να πάρει ένα τέλος και να ελευθερωθεί μία γωνία της Ελλάδος, ο εσωτερικό αγών έμεινε ημιτελής. Παρ’ όλον το σάρωμα της καποδιστριακής δικτατορίας και την δημοκρατικήν συνείδησιν της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αι λεγόμεναι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν εις τον καθημαγμένον ελληνικόν λαόν την μοναρχίαν. Χωρίς καν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, αι τρεις δυνάμεις, με την πρωτοβουλίαν της Αγγλίας, έστειλαν εις την Ελλάδα τον νεαρόν πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα, ο οποίος ήτο γνωστός βλάξ. Και εις την περίστασιν αυτήν, η αγγλική πολιτική έδειξε όλην την αισχρότητά της. ο εν Ελλάδι διπλωματικός της αντιπρόσωπος Ντώκινς ήτο ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Έργον του ήτο, όχι μόνον να εξουδετερώσει την ρωσικήν επιρροήν, αλλά και να εγκαινιάσει νέαν περίοδον απολυταρχίας.
    »Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μη σηκώσει κεφάλι. Ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του. Η Ελλάς πρέπει να είναι συγκεκαλυμένον προτεκτοράτο της Αγγλίας και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πρέπει να ευρίσκεται εις την κατάστασιν του ημιαποίκου. Έτσι, με την ηθικήν και υλικήν βοήθειαν του τσάρου, των Άγγλων πλουτοκρατών και των Γάλλων αντιδραστικών, οι Έλληνες τσιφλικάδες, αστοί και Φαναριώτες, που πήραν την εξουσίαν στα χέρια τους, όταν δημιουργήθηκε το μικρόν ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος, όσο κι αν τσακώνονταν και τρώγονταν πάνω στο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, όλην των την προσοχή και δραστηριότητα την εσυγκέντρωσαν εις το πώς μέσα εις το νέον βασίλειον θα κρατήσουν τας λαϊκάς μάζας υποχειρίους των, δια να μπορούν να τας καταπιέζουν και να τας εκμεταλλεύονται. Έτσι, ως τα σήμερα, εσυνεχίσθη η οικονομική υποδούλωσις και αποστράγγισις του λαού και την θέσιν των Τούρκων μπέηδων, αγάδων και πασάδων, την επήραν αυτοί, που είχαν γίνει το ίδιο όπως και οι Τούρκοι κατακτηταί, ληστές και γδύστες, μαζί με τους ξένους δανειστές μας. Από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους του εις την χώραν μας τους αστοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και έκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους.
    Όταν κανείς έχει υπ’ όψιν του το τί έγινε κατά το διάστημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος από την άρχουσα τάξιν και τί επηκολούθησεν κατόπιν, εξάγει το συμπέρασμα, που το επικυρώνουν τα αδιάψευστα γεγονότα, ότι η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια.»

    Μιχάλης Χονδροκούκης

    http://syllogosgk.blogspot.gr/2014/03/1821.html

  41. β on

    Οι Γυναίκες της Νάουσας-το Ολοκαύτωμα της Αραπίτσας
    (της Νίνας Γκατζούλη- Πανεπιστήμιο του New Hampshire)

    Η επανάσταση του 1821 οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου κράτους στα Βαλκάνια με πολύ περιορισμένη έκταση. Η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια οι Κυκλάδες και οι Βόρειες Σποράδες ήταν οι μόνες περιοχές που περιλαμβάνονταν στο μικρό ελληνικό βασίλειο, ενώ άλλα ελληνικά μέρη όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και τα βορειοανατολικά νησιά του Αιγαίου έμειναν για περίπου έναν ακόμη αιώνα κάτω από τον οθωμανικό ζυγό έως ότου ελευθερωθούν.

    Η Μακεδονία στην εθνεγερσία του 1821 είχε προσφέρει πολλά. Οι εξεγέρσεις της Χαλκιδικής, του Ολύμπου και του Βερμίου βοήθησαν σημαντικά την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα εφ’ όσον μετά την αιματηρή καταστολή των διαφόρων εξεγέρσεων στο βορά, οι Μακεδόνες αγωνιστές συνέχισαν είτε σε ανεξάρτητα σώματα ή μαζί με άλλους Έλληνες να μετέχουν ενεργά στον αγώνα. Το αδιάκοπο επαναστατικό πνεύμα των Μακεδόνων εκδηλώθηκε με αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και κινήματα εναντίον του κατακτητή.

    Η Νάουσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα στα χρόνια της επανάστασης, ήταν μια πλούσια πόλη που απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (η βασιλομήτωρ). Όμως ο λαός της Νάουσας ήθελε την ελευθερία του και έτσι το Φεβρουάριο του 1822 κάτω από τις ηγετικές μορφές του Ζαφειράκη Λογοθέτη, του Αναστάσιου Καρατάσιου και του Αγγελή Γάτσου ξεσηκώθηκε εναντίον των Τούρκων.
    Με αυτό το κίνημα η πόλη της Νάουσας και η γύρω περιοχή μέχρι τη Βέροια απελευθερώθηκαν και οι Τούρκοι έφυγαν τρομοκρατημένοι. Οι Ναουσαίοι όμως σε λίγο έμαθαν πως ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν Πασάς έρχεται εναντίον τους με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών κατέφτασαν στη Νάουσα για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Τετρακόσια άτομα αντιστάθηκαν στον τούρκικο λαίλαπα για περίπου έναν μήνα, αλλά τελικά η πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.

    Η πόλη επί πέντε ημέρες έγινε πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και μαζί με τη Νάουσα πυρπολήθηκαν περίπου 120 χωριά. Υπολογίζεται πως τα θύματα έφτασαν άνω των 5.000 ατόμων, ενώ άλλα τόσα (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων.

    Ο Μεχμέτ Εμίν Πασάς συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λεει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που χύθηκε και πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Ξένος διπλωμάτης στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές της «διαλογής» των σκλάβων και της σκηνής στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».

    Οι γυναίκες των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης. Ο Σπυρίδων Τρικούπης μας πληροφορεί: «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…». Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).

    Η Θάλεια Σαμαρά στο βιβλίο της «Στου Βερμίου την Αντάρα», περιγράφει:
    Αλαφιασμένες 13 νέες κοπέλες και μανούλες με μωρά στην αγκαλιά, μέσα απ’ τα χαλάσματα και τους καπνούς, τρέχουν προς τις ακρινές συνοικίες της πόλης με μια απεγνωσμένη κραυγή στο στόμα «στο βουνό, να σωθούμε»

    Βγαίνουν στην εξοχή, σταματούν, η ανάσα κόβεται, τα πόδια τρέμουν, τα μωρά βαραίνουν στις αγκαλιές, μα η ελπίδα τις δίνει φτερά. Κοντεύουν στο γιοφύρι της Αράπιτσας, στους Στουμπάνους, ίσως προλάβουν να σωθούν.
    Μα από μακριά ακούγεται σάλαγος, χλαλοή, ξεκαθαρίζει ποδοβολητό αλόγων, φωνές και βρισιές. Οι Τούρκοι Αχ Παναγιά μου θα τις προλάβουν. Κι ύστερα ξέρουν τι τις περιμένει ατίμωση και το σκλαβοπάζαρο. Η σκέψη τις τρελαίνει, πνίγονται. Ανασασμός μόνο ο θάνατος. Για μια στιγμή χαμένες, σταματάνε. Κάτω απ’ τα πόδια τους με βουητό πέφτουν τα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας. Είναι τα νερά τους. Από μικρές ο ήχος τους τις νανούριζε, τις συντρόφευε σ’ όλες τις ώρες της ζωής τους, είναι κατάδικά τους, αγαπημένα, και ο θάνατος εδώ στην αφρισμένη τους δίνη θάναι γλυκός λυτρωμός.
    Και ο χορός ξεκινά. Η πρώτη κοπέλα πέφτει και ακολουθούν κι άλλη, κι άλλη, σφίγγοντας στον κόρφο τους τα βρέφη και ζητώντας συγχώρεση απ’ αυτά. Ο απανωτός γδούπος των κορμιών δένεται με τη βουή του καταρράχτη. Ο πόνος, ο λυγμός και το παράπονο πνίγεται, σβήνει στους αφρούς, μα ψηλά στον αέρα ανεβαίνουν ανάλαφρες οι ψυχές. Επιτέλους λεύτερες!

    Οι Ναουσαίες δεν είναι πια μόνες. Στο χορό είναι πιασμένες Σουλιώτισσες, κόρες του Μωριά, της Μακεδονίας και της Θράκης. Γυναίκες των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, της Κρήτης και της Κύπρου, γυναίκες της Μικρασίας και του Πόντου…
    Η “εφημερίδα της τότε εποχής” το Δημοτικό Τραγούδι, περιγράφει:

    “Μας χάλασαν κι αϊμάν αμάν την Νιάουστα
    που ήταν κεφαλοχώρι μα τον ουρανό, κορμί που τυραννώ
    έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
    βράδιασε και που θα μείνω.
    Πηράν μανί- κι αϊμάν αμάν -τσις με πιδιά
    κι οι πιθηρές μι νίφες μα τη θάλασσα, κορμί που αγκάλιασα
    έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
    βράδιασε και που θα μείνω.
    Πηράν τη ζαφειρόνυφη, τριών ημερών νυφούλα Μακρυνίτσα μου
    καημό πο’χει η καρδίτσα μου
    έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
    βράδιασε και πού θα μείνω.”

    Η Νάουσα, σύμφωνα με βασιλικό διάταγμα του 1955, έλαβε τον τίτλο «ηρωική» πόλη. Στο σημείο της θυσίας των γυναικών, στην περιοχή Στουμπάνοι δίπλα στο ποτάμι της Αραπίτσας υπάρχει το άγαλμα της Ναουσαίας μάνας με τα παιδιά στην αγκαλιά της, ενώ η επιγραφή αναφέρει:
    Διαβάτη, στάσου με ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου, βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822.

    Κι εγώ ταπεινά προσθέτω: Αιωνία Σας η Μνήμη Μακεδόνισσες της Νάουσας!

    Το Λύκειο Ελληνίδων της Νάουσας χορεύει τη Μακρυνίτσα:

    http://www.bing.com/videos/search?q=youtube+%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%b9%ce%bd%ce%af%cf%84%cf%83%ce%b1&mkt=en-us&refig=279063fed5964e8cbacd9304bbed33ae&qs=HS&pq=youtub&sk=PRES1HS1&sc=8-6&sp=2&cvid=279063fed5964e8cbacd9304bbed33ae&ru=%2fsearch%3fq%3dyoutube%2b%25CE%25BC%25CE%25B1%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25AF%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25B1%26form%3dPRUSEN%26mkt%3den-us%26refig%3d279063fed5964e8cbacd9304bbed33ae%26qs%3dHS%26pq%3dyoutub%26sk%3dPRES1HS1%26sc%3d8-6%26sp%3d2%26cvid%3d279063fed5964e8cbacd9304bbed33ae&view=detail&mmscn=vwrc&mid=53C1CEFD388FA90EA4F953C1CEFD388FA90EA4F9&FORM=WRVORC

  42. Demetris on

    Το 1821 μέσα από 34 έργα τέχνης
    Εισερχόμενα
    x

    ==============================================

    http://www.lifo.gr/team/sansimera/56337

    ==============================================

  43. Ο Π.Κ.Παντελή , ο Υδραίος αγωνιστής του Ναυτικού Αγώνα και εκδότης της «Ανεξάρτητης Εφημερίδος της Ελλάδος» , τον Μάρτιο του 1827 συναντάται και συνεργάζεται με τον Σ.Χάου και τους ανθρώπους της Αμερικανικής Φιλανθρωπικής Αποστολής , όπως γράφει στην εφημερίδα του .
    Η πρώτη από ιδιώτη εκδοθείσα εφημερίδα της μαχόμενης Ελλάδας και ο εκδότης της , ο πρώτος δημοσιογράφος που διώχθηκε από την κρατική εξουσία , συναντήθηκαν με τον Αμερικανό Φιλέλληνα και την Αμερικανική Φιλανθρωπική Αποστολή , την Άνοιξη του 1827 !
    Ήταν η δυσκολότερη ώρα του Αγώνα . Ο Ιμπραήμ ρήμαζε την Πελοπόννησο , ελάχιστα τμήματα της χώρας παρέμεναν ελεύθερα και ασφαλή . Ο βράχος της Ύδρας , «ασφαλής τόπος» , έδινε την δυνατότητα στον Π.Κ.Παντελή να εκδίδει την εφημερίδα του και να μάχεται για τις Αρχές και τις Αξίες που υπηρετούσε . Από την άλλη πλευρά όμως ο Ελληνικός Στόλος κυριαρχούσε στην θάλασσα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Μωριά ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του Έθνους με τους «προσκυνημένους», τους Νενέκους, και προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του εμφυλίου . Η Επανάσταση που ήδη μετρούσε 7 χρόνια , μοναδικό παράδειγμα διάρκειας απελευθερωτικού αγώνα , πάλευε να αλλάξει την τύχη του Γένους .
    Η χώρα ήταν κατεστραμμένη, ο Λαός σε έσχατη ένδεια λιμοκτονούσε , η αθλιότητα στην διαχείριση των «Δανείων της Αγγλίας» ήταν απίστευτη, οι φίλοι λιγόστευαν και «οι φίλοι» έδειχναν τα δόντια τους ! Η ελπίδα όμως δεν είχε χαθεί για το αγωνιζόμενο Γένος . Ο Κολοκοτρώνης με τον επισημότερο τρόπο απέκλεισε κάθε συζήτηση για ανακωχή , για «προσκύνημα» όπως ζητούσαν οι κοτζαμπάσιδες και οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων .Τους απάντησε :
    «Το Γένος έχει πίσω του σκοτωμένο Βασιλιά , δεν μπορεί να παραδοθεί ».
    Τον τελευταίο Αυτοκράτορα και τις τελευταίες του υποθήκες μνημόνευε . Το Έθνος πρόβαλε επίσημα την συνέχεια του , διεκδικούσε την ελευθερία , αλλά και την αξιοπρέπεια που πλήγωσαν ανάξιοι ηγέτες και μοχθηροί δήθεν «φίλοι».
    *πόσες φορές ακόμα η μοίρα θα φέρει στην θέση αυτή την Πατρίδα και τον Λαό μας ;
    Η Αμερικανική Φιλανθρωπική Αποστολή , ήταν από τις λίγες φιλελληνικές οργανώσεις που τίμησαν το όνομα και την αποστολή τους . Ο Σ. Χάου ο Αρχηγός και η ψυχή της Αποστολής , υπήρξε εμβληματική μορφή της εποχής και η βοήθεια που προσέφερε στον χειμαζόμενο και λιμοκτονούντα Λαό, ήταν ουσιαστική .
    Ο Π.Κ.Παντελή απέκτησε γρήγορα άμεση προσωπική σχέση με το προσωπικό της Αποστολής . Στο υπ’αριθ.3 φύλλο (24 Σεπτ.1827) της «Ανεξαρτήτου» περιγράφει την συνάντηση του με «τον επιστάτην των εξ Αμερικής αποσταλέντων βοηθειών κύριον Γουλιέλμον». Η συνάντηση έγινε στον Πόρο , όπου ήταν το κέντρο της Αποστολής . Ο εκδότης αξιοποίησε την ευκαιρία , για να ζητήση την επέκταση της βοήθειας στον λαό της Ύδρας . Πολύ γλαφυρά περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στο νησί . Ο υπερπληθυσμός λόγω των εχθροπραξιών , το γεγονός ότι δεν είχε ο βράχος της Ύδρας καμία δυνατότητα γεωργικής παραγωγής , η δυστυχία που είχε εξαπλωθεί στις οικογένειες των ναυτικών που έλειπαν στις καταδρομές και ιδιαίτερα σε όσες από αυτές είχαν χάσει τον προστάτη τους η τον περιέθαλπαν τραυματία του Αγώνα , είχαν ρίξει πέπλο δυστυχίας στον Λαό της Ύδρας .
    Η περιγραφή της κατάστασης έπεισε τους υπεύθυνους να συνδράμουν τον Υδραϊκό Λαό . Παρεκάλεσε μάλιστα ο Γουλιέλμος τον Π.Κ.Παντελή να αναλάβει την οργάνωση της διανομής της βοηθείας . Η παράκληση έγινε αμέσως αποδεκτή και ο εκδότης της «Ανεξαρτήτου» ανέλαβε να καταγράψει τους έχοντες ανάγκη βοήθειας και να την μοιράσει με την βοήθεια των ιερέων του νησιού .
    Η ιστορία μας όμως έχει συνέχεια ! Την Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 1828 , στο φύλλο 21 της «Ανεξαρτήτου» , δημοσιεύεται το πρώτο μέρος επιστολής προς τον Σ.Χάου . Το δεύτερο μέρος δημοσιεύεται στο επόμενο φύλλο το 22ο της 14ης Ιανουαρίου 1928. Ο συντάκτης της με τα στοιχεία Π. Ι. παραμένει άγνωστος. Η εισαγωγή του κειμένου προδιαθέτει για το περιεχόμενο!
    «Τα δώρα της Αμερικής ναυαγίζουν(!) εις την Σκύλλαν και Χάρυβδιν της Δημογεροντίας του Ναυπλίου!»
    Προσφωνεί τον Σ.Χάου , εξελληνίζοντας σύμφωνα με τον συρμό της εποχής το όνομα του σε τριτόκλιτο ουσιαστικό ! Τον αποκαλεί : Κύριε Χάων (Χάων–Χάωνος!). Ακολουθεί περιγραφή απίστευτης μεθόδευσης της Δημογεροντίας με σκοπό την κερδοσκοπία από την εκποίηση σημαντικών ποσοτήτων από τα τρόφιμα της Αμερικανικής βοήθειας . Αποκαλεί «αθώους» τους φιλέλληνας Αμερικανούς που δεν απέφυγαν τις παγίδες των πονηρών δημογερόντων .
    Η διάθεση της βοήθειας , κατά τον επιστολογράφο , έγινε με τον πλέον διαβλητό τρόπο και η «Ανεξάρτητος» δημοσιεύοντας σε δύο συνέχειες την επιστολή του Π.Ι. από το Ναύπλιο μας χαρίζει εξαιρετική περιγραφή της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της εποχής .Παρουσιάζεται ως αξιοδάκρυτη η συμπεριφορά της Δημογεροντίας και των οργάνων της , γεγονός , που απεικονίζει την διαφθορά που επικρατούσε σε όλα τα επίπεδα της όποιας Διοίκησης λειτουργούσε την εποχή αυτή , αλλά και σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας . Δεν είναι εύκολη η τήρηση κανόνων ηθικής και εντιμότητας από κοινωνία που λιμοκτονεί ! Ο επιστολογράφος τελειώνει :
    «Κατά τας αξιοπίστους πληροφορίας φαίνεται ότι έγιναν όλαι αι καταχρήσεις συνεναίσει της δημογεροντίας.
    Αυτά όλα κύριε Χάων , ηγωνίσθην ακουράστως δια να πληροφορηθώ βεβαίως και βασίμως και αναφέρομαι , φαίνεται όμως ότι όλα αυτά προήλθον δια το αδόκιμον και απλούν του Α. και λάβετε εις το εξής μέτρα . Μένω με το προσήκον σέβας .
    Ο δούλος σας
    Π. Ι.

    Η υπόθεση όμως δεν έχει τελειώσει . Το θέμα είναι ευαίσθητο και στο σκάνδαλο φαίνεται πως έχουν ανάμειξη και οι Στρατιωτικές Αρχές . Συγκεκριμένα πρόκειται για την Ρουμελιώτικη φρουρά του Ναυπλίου, του Στρατηγού Θ .Γρίβα . Στο φύλλο 31 της 15 Μαρτίου 1828 , δημοσιεύεται :
    « η συνέχεια και το τέλος της απολογητικής εκθέσεως του εν (!)Ναυπλοίου Γραμματέως της Δημογεροντίας ».
    Ο Παναγιώτης Βάρβογλους Γραμματεύς της Δημογεροντίας , με κείμενο λεπτομερές , ανασκευάζει τους ισχυρισμούς του Π.Ι. και τον κατηγορεί ευθέως ως συκοφάντη . Μεταξύ των άλλων σημειώνουμε την διανομή 5600 οκάδων αλεύρου εις :
    «αποδεδειγμένους πτωχούς, χήρας και ορφανά και ευγενοξεπεσμένας οικογενείας (!!)».
    Γράφει ο Γραμματέας της Δημογεροντίας :
    «Διατί αδελφέ μου τόση κακία ; διατί τόσον πάθος κατά προσώπων των οποίων την διαγωγήν δεν γνωρίζεις , και καθάπτεσαι ασυνειδήτως κατά της αυτών υπολήψεως ;»
    «Βλέπεις λοιπόν τον καθαρόν καθρέπτην των κατηγοριών σου αι οποίαι επιστρέφουν εις το κεφάλι σου μάθε καν εις το εξής να συλλογίζεσαι πρώτα και ύστερα να λαμβάνεις τον κάλαμον εις τας χείρας και να τον κινείς δια να μην καθάπτεσαι (;) κατ ‘ Αρχών και προσώπων διότι δι΄αυτάς σου τας προσωπικάς αναποδράστους ύβρεις θέλεις εγκαλεσθής εις το ανήκον Δικαστήριον εν τω ανήκοντι καιρώ.
    Αισχύνθητι δια τας οποίας έλαβες πληροφορίας και κουράσματα σου .
    Η ορθή πληροφορία και εμπεριστωμένη είναι η άνωθεν την οποίαν ως Γραμματεύς της Δημογεροντίας δεν εκοπίασα να πληροφορηθώ .
    Ευχόμενος σε λοιπόν εις το εξής μετάνοιαν και εις τα κρείτω μεταρρύθμιαν του ηθικού σου και διαγωγής σου κύριε Π. Ι. ανώνυμε…..μένω
    Τη 27η Ιανουαρίου 1828 . Εν Ναυπλίω
    Ο Γραμματεύς της Δημογεροντίας Ναυπλίου .
    Παναγιώτης Βάρβογλους.

    Ο Π.Ι. με επιστολή του στην «Ανεξάρτητο Εφημερίδα της Ελλάδος» καταγγέλλει την κακοδιαχείρηση , από πλευράς της Δημογεροντίας Ναυπλίου , μιλώντας καθαρά για διαρπαγές των εφοδίων της Αμερικανικής Βοήθειας , ανέντιμο τρόπο διανομής κλπ .Η εφημερίδα δημοσίευσε την επιστολή που υπεγράφετο με τα αρχικά Π.Ι. χωρίς σχόλια . Σε επόμενα δύο φύλλα δημοσίευσε ολόκληρο το κείμενο της «Απολογητικής Έκθεσης του Γραμματέως της Δημογεροντίας Ναυπλίου» χωρίς πάλι σχολιασμό . Η αλήθεια , όπως η ίδια το συνηθίζει, πρέπει να βρίσκεται στην μέση της απόστασης που χωρίζει τις δύο εκδοχές ! Η εποχή ήταν άγρια , οι ανάγκες πολύ μεγάλες , η πείνα είναι πάντα κακός σύμβουλος των ανθρώπων, όπως και ο πειρασμός του κέρδους και της εκμετάλευσης από τους ανθρώπους της εξουσίας !
    Η «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος» με την στάση της , έδειξε πως τα όσα έγραφε για την δεοντολογία της Δημοσιογραφίας , είχαν άμεση εφαρμογή στην ίδια την εφημερίδα ! Τα δημοσιεύματα όμως έχουν ιδιαίτερη αξία γιατί πληροφορούν σε πραγματικό χρόνο για τις συνθήκες διαβίωσης του Λαού , τον τελευταίο χρόνο της Επανάστασης . Είναι απελπιστική η κατάσταση των πληθυσμών που ζουν στις λίγες ακόμη ελεύθερες περιοχές της χώρας . Αν ακόμη αναλογιστούμε και προσθέσουμε στην εικόνα τις συνθήκες ζωής των πληθυσμών των κατεχομένων περιοχών, των περιοχών που ερημώθηκαν από τον Ιμπραήμ αλλά και από τους εμφύλιους των ίδιων των Ελλήνων, τότε η συνολική εικόνα είναι απερίγραπτη , είναι τραγική .
    Η Ελλάδα του 1827-1828 , λίγο πριν το Ναυαρίνο , την Ναυμαχία του Νεοκάστρου όπως την αποκαλούσε και την περιέγραψε σε επόμενο φύλλο της η «Ανεξάρτητος» , ετοιμαζόταν μετά από 7ετή σκληρότατο Αγώνα να ξεκινήσει την ακόμη πιο σκληρή μάχη της δημιουργίας του Νέου Ελληνικού Κράτους ! Ερείπια μόνο υπήρχαν παντού , ανατριχιαστική ένδεια, λαός εξουθενωμένος , «άρχοντες» ανάξιοι και διεφθαρμένοι ! Λίγες όμως νησίδες δύναμης , το πείσμα επιβίωσης του Γένους , η στήριξη των Ελλήνων που έξω από την χώρα μεγαλουργούσαν , η βοήθεια των πολύ λίγων αληθινών φίλων και κυρίως η πίστη λίγων ξεχωριστών παιδιών της Ελλάδας στην μοίρα του Γένους , έφθασαν για να στερεώσουν με την βοήθεια του Θεού το πρώτο Ελληνικό Κράτος μετά την Άλωση. Την βοήθεια αυτή πάντα ζητούσαν οι Αγωνιστές του Ιερού Αγώνα , όπως τους δίδαξαν όλοι όσοι τα 400 χρόνια της Οθωμανικής σκλαβιάς δεν έπαψαν να παλεύουν για Ελευθερία .
    Η «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος» , τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την πορεία της . Ήταν δρόμος μακρύς , 18 χρόνια , πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης για το δίκαιο της χώρας και του Λαού , για Αρχές και Αξίες , για την Ελευθερία της έκφρασης , για το Σύνταγμα και την Δημοκρατία ! Τίμησε την προμετωπίδα της , το Αριστοτελικό «όσιον προτιμάν την Αλήθειαν» και τιμήθηκε(!) με διώξεις από αυταρχικές Ελληνικές διοικήσεις και από τις Βαυαρικές αρχές αργότερα .
    Ο Π.Κ. Παντελή , ο χαλκέντερος εκδότης , ο μαχητικός δημοσιογράφος , ο Αγωνιστής του Ιερού Αγώνα , στην κρισιμότερη φάση του ΑΝΤΙ Βαυαρικού αγώνα άλλαξε το επίθετο της οικογένειας του από Παντελή σε Ανεξάρτητος ! Η οικογένεια του πορεύτηκε στον Δημόσιο βίο της χώρας αλλά και στον ιδιωτικό της βίο ως οικογένεια Ανεξαρτήτου ! Το όνομα της εφημερίδας που κατεδίωκαν οι Βαυαροί αναγκαζόντουσαν να αναφέρουν όταν εγκαλούσαν τον εκδότη της !
    Αυτή ήταν η κατάθεση ψυχής, εντιμότητας και φιλοπατρίας του εκδότη της «Ανεξαρτήτου Εφημερίδος της Ελλάδος» Π.Κ.Παντελή – Ανεξαρτήτου .

    —————————————————–

    ΛΑΜΠΡΟΣ ΒΑΖΑΙΟΣ

    Η «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» και ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ Κ. ΠΑΝΤΕΛΗ

    Συναντούν τον Σάμουελ Γκόρντον Χάου και την Αμερικανική Φιλανθρωπική Αποστολή το 1827 .

    ΑΘΗΝΑ 2016

  44. Το εθνικό και ταξικό περιεχόμενο της επανάστασης του 1821

    Η πραγματική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821 απέχει αρκετά από την επίσημη εκδοχή της, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε με την πλήρη επικράτηση τής ελληνικής αστικής τάξης, την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και τη διευθέτηση του ζητήματος του «ξένου προστάτη» για το νεότευκτο κράτος.
    Από τη μια υπάρχουν τα σχολικά βιβλία και οι τόμοι των επίσημων εκφραστών της αστικής αντίληψης για το ζήτημα, που παρουσιάζουν (πλήρως διαστρεβλωμένο) τον εθνικό χαρακτήρα του «εικοσιένα» αποσιωπώντας ή υποτιμώντας το κοινωνικό και ταξικό του περιεχόμενο. Ακόμα και για πασίγνωστα γεγονότα, όπως η εμφύλια σύγκρουση σχεδόν αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, η επίσημη εκδοχή καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να περιορίσει τη σημασία τους και να τα παρουσιάσει ως μια θλιβερή παρένθεση στη “μεγαλειώδη” πορεία της «εθνικής παλιγγενεσίας».Από την άλλη, υπάρχει μια πλούσια ιστοριογραφία απομνημονευμάτων λαϊκών αγωνιστών (Κολοκοτρώνη, Περραιβού κ.ά.), τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η «Ελληνική Νομαρχία», μελέτες του Κορδάτου και του Βαλέτα, τα καυστικά κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, αλλά και ξένων ιστορικών, όπως του Φίνλεϊ, που προσεγγίζουν την πραγματική διάσταση του ζητήματος και προβάλλουν, πέρα από τον εθνικοαπελευθερωτικό (που έτσι κι αλλιώς υπήρχε) και τον ταξικό-κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης. Στα κείμενα αυτά μπορούμε να δούμε τον αντιδραστικό ρόλο της Εκκλησίας και των κοτζαμπάσηδων, την υπονόμευση του αγώνα από μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης που έφτασε μέχρι και την ανοιχτή προδοσία, αλλά και τον ηρωικό αγώνα απλών λαϊκών αγωνιστών που κατάφεραν εμπνευσμένοι από την πρόσφατη γαλλική επανάσταση, σε πολλές περιπτώσεις, να κυριαρχήσουν (σε τοπικό επίπεδο) και να θέσουν (έστω και πρόωρα) ζήτημα λαϊκής εξουσίας.

    Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην προεπαναστατική περίοδο
    Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821 έχει σαν αφετηρία της τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία αρκετά χρόνια πριν. Η ελληνική αστική τάξη, με τον τρόπο που διαμορφώθηκε, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, είχε αναπτυχθεί αρκετά και σε τέτοιο βαθμό που μόνο η δημιουργία ενός δικού της εθνικού κράτους θα μπορούσε να αποτελέσει τον όρο για το προχώρημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς δόθηκαν αρκετές δυνατότητες ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Αυτό συνετέλεσε, αργότερα, στην ανάπτυξη της μικρής βιοτεχνίας (κυρίως οικογενειακής) αλλά μέσα στο 17ο αιώνα στην προώθηση των εξαγωγών και του εμπορίου σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η ναυτιλία. Μάλιστα από το 18ο αιώνα η ελληνική ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατείχαν μια από τις πρώτες θέσεις στο μεσογειακό χώρο. Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση ελληνικών παροικιών σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Ετσι δεν θα αργούσε να τεθεί με πιο έντονο τρόπο η αναγκαιότητα συγκρότησης ελληνικού κράτους.
    Φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε η αστική τάξη από μόνη της να φέρει σε πέρας αυτή την ανατροπή. Επρεπε να κερδίσει με το μέρος της τον ελληνικό λαό, την αγροτιά αλλά και τους ακτήμονες που ήταν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
    Απ’ την άλλη μεριά συχνά ξεσπούσαν λαϊκές εξεγέρσεις, σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ακαθοδήγητες, υποκινούνταν από ομάδες ακτημόνων και είχαν απώτερο στόχο τη δικαιότερη μοιρασιά της γης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκε σε τσιφλικάδες.
    Οι προσπάθειες της αστικής τάξης να πυροδοτήσει τις εξελίξεις για την επανάσταση και να καθοδηγήσει με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την υπόθεση αυτή ξεκινάν μετά τα 1750 και πάντα με τις διασυνδέσεις που υπήρχαν με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κύρια της Ρωσίας (το ξανθό γένος) που είχε σοβαρό λόγο αλλαγής τού τότε status. Είναι γνωστές οι προσπάθειες παραμερισμού της κυριαρχίας των Τούρκων και καθόδου της στη Μεσόγειο.

    Ρήγας Φεραίος
    Σημαντική από αυτή την άποψη ήταν η προσπάθεια του Ρήγα Φεραίου να ξεκινήσει την επανάσταση των εθνοτήτων σε όλο τον βαλκανικό χώρο, με την προοπτική ίδρυσης της βαλκανικής ομοσπονδίας. Ενα όραμα αρκετά προοδευτικό, που αν συνδυαστεί με το κοινωνικό περιεχόμενο που έθετε θα λέγαμε ότι δείχνει έναν άνθρωπο που έβλεπε πολύ μακρύτερα από την εποχή του. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι καλούσε ακόμα και τη φτωχολογιά των Τούρκων να επαναστατήσει ενάντια στο σουλτάνο:
    “Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί,
    Νησιώτες και Ηπειρώτες, με μια κοινή ορμή,
    για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί,
    ν’ ανάψουμε μια φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
    να τρέξει απ’ την Μπόννα έως την Αραπιά…
    …να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν
    και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν”.
    (Γ. Κορδάτου, “Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία”, σελ. 72).

    Με τέτοια κηρύγματα ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να ενώσουν τους λαούς των Βαλκανίων. Δεν έμελλε όμως να ζήσει πολύ για να ολοκληρώσει το έργο του. Το Δεκέμβρη του 1797 συλλαμβάνεται στην Τεργέστη. Ακολουθεί κύμα συλλήψεων από την αυστριακή αστυνομία. Τον Απρίλη του 1798 ο Ρήγας και οι σύντροφοί του παραδίδονται στις τουρκικές αρχές. Στις 17 Ιούνη τον στραγγαλίζουν μαζί με άλλους 8 Ελληνες που κρατούνταν σε φυλακή του Βελιγραδίου.
    Με την ευκαιρία αξίζει να δούμε τη στάση της Εκκλησίας στο ζήτημα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν συνελήφθη ο Ρήγας, με εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, καλούσε τους δεσποτάδες να κατάσχουν το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα γιατί όπως ανέφερε “πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των δολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον”. Ο ίδιος, πλαστογραφώντας το όνομα του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ανθιμου, εξέδωσε την περίφημη “Πατρική διδασκαλία” με την οποία τασσόταν ενάντια σε κάθε ιδέα εθνικής εξέγερσης, ενάντια στις δημοκρατικές αρχές της γαλλικής επανάστασης και καθησύχαζε το λαό λέγοντας ότι οι Τούρκοι ήταν… θεόσταλτοι. Δεν ήταν πρωτόγνωρη αυτή η φιλοτουρκική στάση του ανώτερου κλήρου και δικαιολογείται πλήρως, αφού από την πρώτη στιγμή της οθωμανικής κυριαρχίας όχι μόνο διατήρησαν τα όποια προνόμια είχαν επί Βυζαντίου, αλλά τα διεύρυναν κιόλας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χριστιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει το ένα τρίτο των εισοδημάτων του στην Εκκλησία (ειδικός φόρος που λεγόταν ρόγα ή ζητεία). (Γ. Κορδάτου, “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821”, σελ. 71).

    Φιλική Εταιρεία
    Στα 1814 ιδρύεται στην Οδησσό η Φιλική Εταιρεία. Σκοπός της μυστικής αυτής οργάνωσης ήταν να ξεκινήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Μπορεί στη διακήρυξή της να μην είχε τις προοδευτικές-ριζοσπαστικές ιδέες του Ρήγα αλλά έθετε ένα σοβαρό ζήτημα για την εποχή: την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την ίδρυση κράτους βασισμένου μόνο στις δυνάμεις των Ελλήνων.
    Στην αρχή η ανάπτυξή της ήταν υποτυπώδης. Μάλιστα έγινε πρόταση στον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της, αλλά αυτός αρνήθηκε. Στην αυτοβιογραφία του εξηγεί τους λόγους: “Οι καταστρώσαντες τοιαύτα τα σχέδια είναι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι, καταστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής… Σας επαναλαμβάνω: φυλαχτείτε από τοιούτους άνδρας”. (Γ. Κορδάτου, “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821”, σελ. 142).
    Αναμενόμενο από έναν άνθρωπο με μαύρο παρελθόν. Δεν είναι βέβαια γνωστή η δράση του πριν από την επανάσταση. Η αστική ιστοριογραφία θέλει να δείξει τα έργα του ως πρώτου κυβερνήτη μετά την επανάσταση και ξεχνά ένα πολύ σημαντικό γεγονός που στιγμάτισε τη δράση του. Οταν στα 1804 στα Εφτάνησα επικρατούν οι Ρώσοι, στην Κεφαλονιά ξεσπά αγροτική αντιφεουδαρχική εξέγερση. Ο Καποδίστριας, τοποτηρητής των Ρώσων και γνήσιος υπηρέτης της ρωσικής κατοχής, έπνιξε στο αίμα την εξέγερση, τασσόμενος σαφώς με το μέρος των φεουδαρχών.
    Στα 1818 η έδρα της Φιλικής Εταιρείας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και η Εταιρεία αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία. Στην οργάνωση όμως μπήκαν και πολλοί Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, αλλάζοντας ριζικά τη σύνθεσή της. Μετά το θάνατο του Σκουφά ανατίθεται η αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι τάσεις που συνυπήρχαν μέσα στους Φιλικούς ήταν:
    α) Η αστικοδημοκρατική-προοδευτική τάση. Ηταν οι συνεχιστές του Ρήγα που στηρίζονταν στην προοδευτική μερίδα των αστών και στις λαϊκές μάζες. Εκπρόσωποί της ήταν, εκτός από το Σκουφά, οι: Αναγνωστόπουλος, Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς, Ανδρούτσος κ.ά.
    β) Η συντηρητική-συμβιβαστική τάση. Στηριζόταν στη συντηρητική μερίδα των αστών και σύναψε συμμαχίες με τους κοτζαμπάσηδες και τους Αγγλους. Εκπρόσωποί της ήταν οι: Μαυροκορδάτος, Ιγνάτιος, Νέγρης, Κουντουριώτηδες, Ορλάνδος κ.ά.
    γ) Η αντιδραστική τάση. Ηταν οι: μεγαλοκοτζαμπάσηδες και παλιά φεουδαρχικά στοιχεία που υπονόμευαν διαρκώς την επανάσταση. Εκπρόσωποί της ήταν οι: Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, Π. Π. Γερμανός, Χρύσανθος Μονεμβασιάς κ.ά.
    Από τη στιγμή εκείνη τα γεγονότα ήταν ραγδαία. Ο Αλ. Υψηλάντης συντάσσει, μαζί με τον Παπαφλέσσα και το Γεώργιο Λεβέντη, το “Γενικόν Σχέδιον” της επανάστασης. Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη επανάσταση στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Μολδοβλαχία, την Ηπειρο και την Πελοπόννησο. Αποφασίζεται να κατέβει ο Αλ. Υψηλάντης στην Πελοπόννησο και να ξεκινήσει την επανάσταση στα τέλη του 1820 ταυτόχρονα σε όλα τα Βαλκάνια. Στη Σερβία με τον Οβρένοβιτς, στη Μολδοβλαχία με τον Βλαντιμιρέσκου, καθώς και στη Βουλγαρία. Τελικά το σχέδιο τροποποιήθηκε γιατί ο Οβρένοβιτς δεν ακολούθησε και οι Αγγλοι ειδοποίησαν το σουλτάνο για τα σχέδια των Φιλικών. Επίσης ο Αλ. Υψηλάντης λόγω των αντιδραστικών του πεποιθήσεων διέταξε τον τουφεκισμό του Βλαντιμιρέσκου, καθώς ο τελευταίος ήθελε να δημιουργήσει καθαρά αγροτικό κίνημα ενάντια όχι μόνο στους Τούρκους, αλλά και στους φεουδάρχες, πράγμα που έβρισκε αντίθετο τον, μοναρχικών αντιλήψεων, πρίγκιπα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ακολουθήσουν μαζικά άλλες εθνότητες και να ναυαγήσει η προσπάθεια (ήττα στο Δραγατσάνι).
    Στις αρχές του 1821 έρχονται οι απεσταλμένοι των Φιλικών στη Νότια Ελλάδα για να συντονίσουν τις προετοιμασίες της επανάστασης. Αρχισε να φαίνεται ξεκάθαρα πλέον ότι οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση την επανάσταση. Χαρακτηριστική είναι η συνάντηση στις 26 Γενάρη στη Βοστίτσα (Αίγιο), στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου, όπου ο Παπαφλέσσας προσπαθεί να πείσει τους κοτζαμπάσηδες, τους καπετάνιους, τους δεσποτάδες και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ξεκινήσει η επανάσταση. Οι περισσότεροι από αυτούς αρνούνται. Μάλιστα απείλησαν τον Παπαφλέσσα ότι θα τον φυλάκιζαν ή και θα τον σκότωναν αν δεν σταματούσε την επαναστατική του προπαγάνδα.

    Λαϊκές εξεγέρσεις
    Στις 21 Μάρτη ο τσαγκάρης Παν. Καρατζάς ξεσηκώνει τους Πατρινούς. Η Πάτρα καταλαμβάνεται από τους εξεγερμένους και οι Τούρκοι κλείνονται στο κάστρο. Στις 22-23 Μάρτη ξεσηκώνεται η Μάνη. Ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν την ίδια μέρα στην Καλαμάτα και την ελευθερώνουν. Η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει παρά την επίσημη άποψη ότι ξεκίνησε στο μοναστήρι τη Αγίας Λαύρας στις 25 Μάρτη.
    Στις 24 Μάρτη φτάνουν στην Πάτρα, που ήταν ήδη κατειλημμένη από το λαό, ο αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Ανδρέας Λόντος, εκ των υστέρων και αφού δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, κηρύσσουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο.
    Από τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια της παλιάς κάστας που κατείχε τα προνόμια αλλά και της νέας αστικής τάξης που διαμορφώθηκε, να κυριαρχήσουν, να πάρουν τα ηνία της επανάστασης και να αποτρέψουν κάθε λαϊκό ξέσπασμα που απειλούσε τα συμφέροντά τους και ξέφευγε από τα πλαίσια που αυτοί έθεταν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο λαός κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να κυριαρχήσει. Οπως στην Υδρα που ένας γνήσιος λαϊκός ηγέτης, ο Αντώνης Οικονόμου, κηρύσσει την επανάσταση στις 28 Μάρτη και ο λαός καταλαμβάνει το διοικητήριο του νησιού καθώς και πολλά καράβια. Υποχρεώνουν τους μεγαλοκαραβοκύρηδες να δώσουν μέρος από την περιουσία τους για την επανάσταση κι έτσι ο στόλος της Υδρας μετατρέπεται σε ισχυρό πολεμικό ναυτικό. Τα ίδια συμβαίνουν και στις Σπέτσες και στα Ψαρά στις αρχές Απρίλη και σε λίγο στα περισσότερα νησιά. Γενικά στα νησιά ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας πήρε έντονο ταξικό χαρακτήρα, αφού εκεί δημιουργήθηκαν οργανωμένα λαϊκά κόμματα. Χαρακτηριστικά στην Ανδρο, με ηγέτη τον αγρότη Δ. Μπαλή, το λαϊκό κίνημα ήταν επηρεασμένο από τις αρχές της γαλλικής επανάστασης (στους λόγους του ο Μπαλής μιλούσε για κομμούνα), στη Σάμο με τον Λυκούργο Λογοθέτη και στη Χίο με τον αγρότη Μπουρνιά εφαρμόστηκε πρόγραμμα αντιφεουδαρχικό με διανομή της μεγάλης ιδιοκτησίας σε μικροκαλλιεργητές και ακτήμονες. Αξίζει να αναφέρουμε ένα απόσπασμα της προκήρυξης του Δ. Μπαλή που απευθυνόταν στο λαό της Ανδρου. Είναι από τα σπάνια ιστορικά ντοκουμέντα και καταδεικνύει το προχώρημα που πραγματοποιήθηκε στη σκέψη και τις ιδέες του λαού την εποχή εκείνη:
    “Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον το ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων; (…) Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι στους ολίγους Τουρκάρχοντας που τη νέμονται με το δικαίωμα του ισχυρότερου (…) θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον τους και την δούλευσίν τους”.
    (Δ. Φωτιάδη, “Η επανάσταση του ‘21”, τ. Β, σελ. 92 -το απόσπασμα υπάρχει και σε σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, 1997).
    Αλλά και στην Αθήνα ο Μελέτης Βασιλείου (αξιόλογος λαϊκός ηγέτης) ξεσηκώνει την πόλη, αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στην Ακρόπολη και για ένα διάστημα ο λαός παίρνει την εξουσία. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταφέρνουν με την πρώτη ευκαιρία να ξαναπάρουν την εξουσία, καταδιώκουν τον Βασιλείου μέχρι την Εύβοια, όπου και τον δολοφονούν.
    Πολύ γρήγορα η επανάσταση απλώνεται σε όλη την Πελοπόννησο και τον Απρίλη στα νησιά. Μέχρι το Μάη η επανάσταση επεκτείνεται στη Μαγνησία, στη Χαλκιδική, στην Εύβοια, στην Κρήτη, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στο Σούλι.
    Ομως οι κοτζαμπάσηδες δεν έμειναν άπρακτοι. Το Μάη επιτίθενται στον Οικονόμου, στο διοικητήριο της Υδρας, και αυτός αναγκάζεται να φύγει. Μετά από λίγο τον συλλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στην Πελοπόννησο για να τον σκοτώσουν. Υστερα από αλλεπάλληλες συλλήψεις και αποδράσεις ο Οικονόμου αποφασίζει να πάει το Δεκέμβρη στην Α’ Εθνοσυνέλευση για να ζητήσει δικαιοσύνη. Λίγο πριν από την Εθνοσυνέλευση άντρες του Λόντου τον σκοτώνουν.
    Στη Χίο και στη Σάμο αφού οι τοπικοί προύχοντες δεν μπορούσαν να καταστείλουν την εξέγερση, κατάφεραν να επικοινωνήσουν με τα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας και ζήτησαν τη βοήθεια των Τούρκων. Ετσι μετά από την τουρκική απόβαση το λαϊκό κίνημα συνετρίβη. Δεκάδες χιλιάδες νησιώτες σφάχτηκαν και πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (καταστροφή της Χίου, Απρίλης 1822).
    Το Μάη του 1821 ο Φιλικός Ανθιμος Γαζής κηρύσσει τη επανάσταση στη Θεσσαλομαγνησία. Η ενεργός αντεπαναστατική δράση των κοτζαμπάσηδων όμως δεν επέτρεψε τη διατήρηση της επανάστασης στην περιοχή. Ο Γαζής κυνηγήθηκε και έφυγε στη Ρούμελη.
    Στην περιοχή της Μάνης εξεγείρονται οι αγρότες και καταλαμβάνουν εκτάσεις στο Μυστρά και στη Μονεμβασιά τις οποίες μοιράζονται και αρχίζουν να τις καλλιεργούν. Η κατάληψη κράτησε ένα χρόνο οπότε οι κοτζαμπάσηδες έστειλαν στρατό εναντίον τους.
    Το καλοκαίρι του 1821 φτάνει στην Υδρα, ως πληρεξούσιος της Φιλικής Εταιρείας, ο Δημήτριος Υψηλάντης, δημοσιεύει την πρώτη προκήρυξη προς τους Ελληνες και διεκδικεί τη γενική διεύθυνση του Αγώνα στο Αστρος. Οι πρόκριτοι αντιδρούν και απειλούνται επεισόδια στα Βέρβαινα και στη Ζαράκοβα. Ομως 3.000 οργισμένοι στρατιώτες συγκροτώντας διαδήλωση απαίτησαν σύνταγμα και θέλησαν να σκοτώσουν τους πρόκριτους. Μόνο μετά από την κατευναστική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη ηρέμησε η κατάσταση. Ηταν μια καλή ευκαιρία να λυθεί μια και καλή το ζήτημα της εξουσίας, αλλά η συμβιβαστική στάση του Κολοκοτρώνη το απέτρεψε. Ετσι η αντιδραστική μερίδα των κοτζαμπάσηδων κατάφερε σταδιακά να επιβληθεί και να παραγκωνίσει όλους σχεδόν τους στρατιωτικούς ηγέτες ακόμα και τον Δ. Υψηλάντη.

    Η στάση της Αγγλίας
    Αξίζει να αναφερθούμε και στη στάση των Αγγλων, οι οποίοι, όλη την περίοδο μετά την έναρξη της επανάστασης, κατέτρεχαν τους επαναστατημένους Ελληνες και πρόδιναν τις κινήσεις τους στους Τούρκους. Η κατάληψη της Πάτρας από το λαϊκό στρατό του Καρατζά λύθηκε τον Απρίλη του 1821 από τον Γιουσούφ Πασά, με τη βοήθεια των Αγγλων. Ο Αγγλος αρμοστής της Επτανήσου (Μέτλαντ) φέρθηκε απάνθρωπα στους Φιλικούς των νησιών και στα γυναικόπαιδα που κατέφευγαν εκεί από τη Ρούμελη και το Μοριά για να σωθούν. Από το 1815 ακόμα, όσοι εξεγείρονται στα Ιόνια νησιά κατά των Αγγλων είχαν πολύ σκληρή μεταχείριση. Οι φυλακίσεις, οι βασανισμοί και οι κρεμάλες ήταν η “ελευθερία” που πρόσφεραν οι Αγγλοι στους κατοίκους των νησιών. Λαϊκοί ηγέτες όπως ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, ο Ιωσήφ Μομφεράτος, ο Δομενεγίνης κ.ά. είχαν εξοριστεί. Λίγο αργότερα ο άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, λόρδος Στράγκφορτ, θα δεχτεί την πρόταση του σουλτάνου να έρθουν αγγλικά πλοία από τη Μάλτα για να καταστρέψουν τον επαναστατικό ελληνικό στόλο στο Αιγαίο.

    Εμφύλια διαμάχη
    Μέχρι τα τέλη του 1823 οι κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκύρηδες παραμερίζουν εντελώς τους Φιλικούς και εδραιώνουν την εξουσία τους. Αμέσως μετά ξεσπά η εμφύλια διαμάχη. Οι αιτίες της βρίσκονται στις διαμάχες μεταξύ μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης για το ποιος θα επικρατήσει. Δημιουργούνται δύο κυβερνήσεις: η μία ελέγχεται από τους στρατιωτικούς και η άλλη από τους υδραίους μεγαλοκαραβοκύρηδες. Αυτοί έχουν μεγαλύτερη ισχύ γιατί τους υποστηρίζουν ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, αλλά έχουν και τις επαφές με τους Αγγλους (το εφοπλιστικό τους κεφάλαιο βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την Αγγλία). Υστερα από αρκετές συγκρούσεις τελειώνει η πρώτη φάση του εμφυλίου με ολοκληρωτική επικράτηση των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και των υδραίων μεγαλοκαραβοκυραίων. Στα μέσα του 1824 ξεσπά η δεύτερη φάση του εμφυλίου. Στη φάση αυτή οι καραβοκύρηδες θα παραμερίσουν τους κοτζαμπάσηδες (φεουδαρχία του Μοριά) και θα εδραιώσουν την εξουσία τους με την αμέριστη βοήθεια και τις πολλές παρεμβάσεις της Αγγλίας.
    Το αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης ήταν να χαθούν πολύτιμοι αγωνιστές, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που δολοφονήθηκε από κυβερνητικούς, ο Κολοκοτρώνης που συνελήφθη και φυλακίστηκε, αλλά και πιο τραγικά γεγονότα όπως η πτώση του Μεσολογγίου, που οφείλεται καθαρά στους τυχοδιωκτικούς χειρισμούς του Μαυροκορδάτου και της κυβέρνησης.
    Το ελληνικό ζήτημα είχε λυθεί σχεδόν οριστικά. Στις 21 Ιούλη του 1825 ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης και ο Ι. Κωλέττης συναντούν τον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον στη φρεγάτα “Κάμπριαν” και του ανακοινώνουν ότι σαν εκπρόσωποι του ελληνικού λαού “καταθέτουν την τύχην της Ελλάδος εις την μεγαλοψυχίαν της Αγγλίας”. Στο υπουργικό συμβούλιο που συγκλήθηκε μετά λίγες μέρες ανακοινώνεται ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν αποκλειστική υπόθεση της Αγγλίας. Αντιπροσωπεία Ελλήνων ύστερα από τις εντολές του Μαυροκορδάτου επισκέπτεται τον Κάνινγκ στο Λονδίνο και ζητάει γραπτώς να τεθεί η Ελλάδα υπό την προστασία της Αγγλίας. Πριν δηλαδή την απελευθέρωση, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει η Ελλάδα προτεκτοράτο της Αγγλίας!!
    Τα επόμενα γεγονότα είναι λίγο έως πολύ γνωστά. Η Ελλάδα μέσω των αλλεπάλληλων δανείων και με τις ευλογίες της ξενόδουλης αστικής τάξης δέθηκε στο άρμα των άγγλων αποικιοκρατών. Ο ελληνικός λαός υπέστη τις συνέπειες αυτών των γεγονότων για πολλές δεκαετίες. Αλλά και η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, με τις εξαρτήσεις από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, έχουν την αφετηρία τους στα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
    Βιβλιογραφία
    Γ. Κορδάτου, “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821”, εκδόσεις Επικαιρότητα.
    Γ. Κορδάτου, “Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία”, εκδόσεις Επικαιρότητα.
    Γ. Κορδάτου, “Οι επεμβάσεις των Αγγλων στην Ελλάδα”, εκδόσεις Επικαιρότητα.
    Γ. Κορδάτου, “Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας”, τ. 17-20, εκδόσεις 20ός Αιώνας.
    Γ. Βαλέτα, “Το προδομένο εικοσιένα”, εκδόσεις Φιλιππότης.
    Τ. Βουρνά, “Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας”, τ. Α΄, εκδόσεις Πατάκη.
    Γ. Σκαρίμπα, “Το 1821 και η αλήθεια”, εκδόσεις Κάκτος.
    Ανωνύμου του Ελληνος, “Ελληνική Νομαρχία”, εκδόσεις Κάλβος.
    Δ. Φωτιάδη, “Η επανάσταση του ‘21”.
    G. Finlay, “Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως”, εκδόσεις Τολίδη.
    G. Finlay, “Η ιστορία της τουρκοκρατίας και της ενετοκρατίας στην Ελλάδα”, εκδόσεις Τολίδη.
    Μαρξ-Ενγκελς, “Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα”, εκδόσεις Γνώση.
    Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα.
    Χριστόφορου Περραιβού, “Σύντομος βιογραφία του Ρήγα Φεραίου”, εκδόσεις Δημιουργία.

    πηγή: http://antigeitonies.blogspot.gr/2010/03/1821.html

  45. […] χαρακτήρα που είχε η επανάσταση του 1821. . Δες εδώ:     https://kars1918.wordpress.com/2013/03/25/1821-4/ Tα γεγονότα που συνέβησαν στην Τρίπολη επιτρέπουν […]

  46. Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
    ————————————————————————-

    Στρατιωτική ήττα, πολιτική νίκη

    Το 1821 και το επεξεργασμένο συνωμοτικό σχέδιο της Επανάστασης που διαμόρφωσε η Φιλική Εταιρεία, αλλά και τα πρότυπα ανάπτυξης στην προεπαναστατική περίοδο ή ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, είναι θέματα που έχουν απασχολήσει τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο σε όλη τη διαδρομή του ως ιστορικού. Ωστόσο, μετά την πρώιμη μελέτη του για τους Τέκτονες και τη Φιλική Εταιρεία (Ερανιστής 1964), τα πιο εκτεταμένα και σημαντικά κείμενά του για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας είδαν το φως κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία.

    Κομβική σημασία έχει η έκδοση και ο αναλυτικός σχολιασμός των εγγράφων του Αρχείου του Αλή Πασά (4 τόμοι), που συνιστά μια μεγάλη αρχειακή ενότητα και τεκμηριωτικό θησαυρό για την ελληνική και την αλβανική ιστορία με 1500 έγγραφα της περιόδου 1747-1821 (εκδ. ΚΝΕ/ΕΙΕ 2007-2009). Έχει αναγγελθεί ο πέμπτος τόμος με συμπληρωματικό υλικό).

    Επίσης κομβική, η Εισαγωγή του και ο σχολιασμός (συνολικά 250 σελίδες) στην έκδοση Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση (εκδ. ΙΙΕ/ΕΙΕ – Ασίνη 2016). Πρόκειται για μια καινούρια ματιά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τους πρώτους μήνες του 1821 στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και δευτερευόντως στην Πελοπόννησο μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, με εστίαση στη δράση των Ελληνομολδαβών αδελφών Γεώργιου και Αλέξανδρου Καντακουζηνού.

    Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει τον τρόπο που λειτούργησαν, συγκρότησαν τις δυνάμεις τους και έδρασαν οι επαναστάτες, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές διεργασίες, τις στρατιωτικές εξελίξεις στο πεδίο των μαχών αλλά και τη σύνδεση της πριγκιπικής ηγεσίας της επανάστασης με το λαϊκό στοιχείο της Φιλικής Εταιρείας και τη μαζική συμμετοχή εθελοντών από ποικίλες περιοχές. Δίνει την ευκαιρία στον Βασίλη Παναγιωτόπουλο να αναπτύξει με μικροανάλυση των δεδομένων, τη γενικότερη του άποψή του για την επανάσταση του 1821. Ότι υπήρξε δηλαδή μία επανάσταση που έγινε με βάση ένα επεξεργασμένο στις λεπτομέρειές του συνωμοτικό σχέδιο, που συνέλαβε και εκτέλεσε με ακρίβεια μία μυστική επαναστατική εταιρεία (η Φιλική). Οι επαναστάτες αυτοί έκαναν ενεργά συμμέτοχους στη δράση και τους στόχους τους μέλη της παραδοσιακής κοινωνικής ελίτ που ήταν πρόθυμα να αποδεχθούν τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης και τις επιδιώξεις της. Μεταξύ άλλων, ο Παναγιωτόπουλος συζητά εδώ και για τα δύο μεγάλα πνευματικά ρεύματα, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, που επηρέασαν τη συνείδηση όσων συμμετείχαν στην επαναστατική διαδικασία. Αλλά συζητά και τη σχέση της επανάστασης με τη ρωσική ηγεσία καθώς και με τους Δεκεμβριστές που δρούσαν στο ρωσικό στρατό.

    «Από εδώ και πέρα», σχολιάζει σήμερα ο Παναγιωτόπουλος, «το σημαντικότερο σχετικά με το 1821 είναι να διεισδύσουμε στην πολυπλοκότητα του φαινομένου και να εγκαταλείψουμε τη γραμμική, ηρωική, μονοδιάστατη και εντέλει απλοϊκή αφήγηση. Διότι εδώ, σε δοσμένες τοπικές και διεθνείς συνθήκες, έχουμε ένα λαμπρό, κορυφαίο στην αντιφατικότητά του φαινόμενο. Έναν μακροχρόνιο επαναστατικό αγώνα που ηττάται στρατιωτικά, αλλά εξασφαλίζει διεθνή διπλωματικά στηρίγματα και πραγματοποιεί τον πολιτικό του στόχο: την ίδρυση ενός εθνικού κράτους. Πώς ερμηνεύεται το δίδυμο ήττα στρατιωτική – επιτυχία πολιτική της Ελλάδας; Αυτό είναι ένα ελκυστικό ζητούμενο».

    https://chronos.fairead.net/panagiotopoulos-chartoulari

  47. 1821: η Επανάσταση της Ρωμιοσύνης
    Posted on 5 May 2011 by admin

    Του Βλάση Αγτζίδη (*)

    H σημαντικότερη στιγμή της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας, μετά τη Γαλλική
    Επανάσταση, υπήρξε η εξέγερση του υπόδουλου ελληνισμού στην Οθωμανική
    Αυτοκρατορία. Υπήρξε σημαντικότατη η στιγμή, γιατί η Αυτοκρατορία
    έμοιαζε άτρωτη. Επιπλέον, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αποφασίσει να
    αντιταχθούν στα επαναστατικά κινήματα φοβούμενες για τους θρόνους τους, που
    άρχισαν να τρίζουν από τις νέες ιδέες για ελευθερία και ισοπολιτεία που
    εμφανίστηκαν στην Ευρώπη.

    Τα ιστορικά δεδομένα

    Από το 1453 που αλώθηκε η Κωσταντινούπολη και από το 1461 που
    παραδόθηκε η Τραπεζούντα στους Οθωμανούς, ο ελληνικός κόσμος βρέθηκε υπό την
    κυριαρχία ενός ισλαμικού κράτους, που βασιζόταν αποκλειστικά στη θρησκευτική
    διάκριση των υπηκόων. Οι Λαοί της Βίβλου
    (χριστιανοί και εβραίοι) αναγνωρίζονταν ως υποδεέστεροι πληθυσμοί, που σκοπό
    είχαν να υπηρετούν τους κυρίαρχους μουσουλμάνους. Αυτή η απλοϊκή διάκριση,
    υπήρξε η κύρια κοινωνική συνθήκη στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας.

    Οι ίδιοι οι Οθωμανοί χαρακτηρίζονταν απλώς απ’
    τη συνείδηση της θρησκευτικής τους κατάστασης και της συνείδησης της κοινωνικής
    υπεροχής που τους προσέδιδε το Ισλάμ. Καμιά εθνική ταυτότητα δεν ανιχνεύεται
    στο μουσουλμανικό κόσμο της Εγγύς Ανατολής πριν από τα τέλη του 19ου
    αιώνα. Για τους Οθωμανούς ο όρος «Τούρκος» σήμαινε τον καθυστερημένο, απόβλητο
    ανατολίτη. Επιβίωνε η μεσαιωνική άποψη του Τζελαλεντίν αλ Ρουμί, ιδρυτή του
    τάγματος των δερβίσιδων : “Για την οικοδόμηση πρέπει να
    προσλαμβάνονται Ρωμιοί εργάτες και για την κατεδάφιση Τούρκοι. Γιατί η δόμηση
    του κόσμου είναι ιδιότητα των Ρωμιών, ενώ η καταστροφή και το γκρέμισμα έχει
    ανατεθεί στους Τούρκους.” Η άποψη αυτή διατηρήθηκε στους Οθωμανούς σχεδόν
    μέχρι την εμφάνιση του τουρκικού
    εθνικισμού.

    Για τους Έλληνες, ακόμα και για τους
    διαφωτιστές, η λέξη «Τούρκος» σήμαινε αποκλειστικά και μόνο τον
    Μουσουλμάνο. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος στο Θούριο του Ρήγα Φεραίου που αναφέρει για την οθωμανική απολυταρχία ότι “Χριστιανούς
    και Τούρκους, σκληρά τους τιμωρεί”…. Αντίστοιχη είναι και η
    περιπέτεια του όρου «Έλληνας». Εκείνη την εποχή οι Ρωμιοί (Έλληνες) θα μπορούσε να είναι
    ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, λατινόφωνοι, σλαβόφωνοι καθώς και οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι) θα μπορούσε να είναι επίσης
    ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, λατινόφωνοι, σλαβόφωνοι… Εξάλλου, οι “Τούρκοι” της Πελοποννήσου, ήταν ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι, όπως ακριβώς και οι Επαναστάστες!

    Το Πατριαρχείο

    Οι χριστιανοί Έλληνες συνέδεσαν την ύπαρξη τους με το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο και ο κλήρος υπήρξαν θεσμοί που διατήρησαν οι Οθωμανοί για
    πολλούς λόγους. Μέσω της κοινοτικής συγκρότησης του μιλέτ των ορθοδόξων
    χριστιανών –και κατά συνέπεια της γκετοποίησης και της πολιτικής περιθωριοποίησης
    των «γκιαούρηδων»- να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικότερα το φορολογικό
    σύστημα, όπως και η δυνατότητα ελέγχου των συμπεριφορών.

    Σημαντικό
    γεγονός υπήρξε η ελληνική κυριαρχία επί των άλλων ορθοδόξων, μέσω της
    υποχρεωτικής τους ένταξης στο μιλέτ των Ρωμιών. Η μικρή ομάδα των Φαναριωτών,
    κατάφερε να γίνει απαραίτητη στην οθωμανική διοίκηση και να χρησιμοποιηθεί
    ανάλογα. Κορυφαία στιγμή του ρόλου της ήταν η ανάληψη της διοίκησης των
    παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ο λαός, όμως υπέφερε από την αυθαιρεσία της
    μουσουλμανικής διοίκησης και την αβάστακτη φορολογία.

    Η οθωμανική κατάκτηση ήταν αιτία μεγάλης εξόδου προς τη Δύση και τη Ρωσία, όπου
    δημιουργήθηκαν σημαντικές ελληνικές παροικίες, από την Άλωση της Πόλης και
    εντεύθεν. Οι παροικίες αυτές, όπου κατοικούσε η ελληνική διανόηση αλλά και η
    νεαρή ελληνική επιχειρηματική τάξη, υπήρξαν οι χώροι όπου οι νέες ιδέες του
    ευρωπαϊκού διαφωτισμού οδήγησαν στη διατύπωση του αιτήματος για αποτίναξη της
    οθωμανικής κυριαρχίας. Η τάση αυτή πήρε στις αρχές του 19ου αιώνα,
    τη μορφή ενός μεγάλου επαναστατικού κινήματος του συνόλου των Ελλήνων που θα
    καταλήξει στην Επανάσταση του 1821..

    Περί της
    Επανάστασεως

    Κανείς δεν μπορεί να μην αποδεχτεί ότι η Επανάσταση
    του 1821 που χαρακτηριζόταν από πολλές αδυναμίες και
    αντιφάσεις υπήρξε ένα κορυφαίο γεγονός. Γεγονός
    που είχε κυρίως αντι-απολυταρχικά χαρακτηριστικά, και ως περιεχόμενο
    ήταν:

    –θρησκευτική -των χριστιανών κατά
    των κυρίαρχων μουσουλμάνων γιατί ήταν δεύτερης και
    τρίτης κατηγορίας πολίτες, υφιστάμενοι πλείστες όσες διακρίσεις ένεκα
    του θρησκεύματός τους,

    –ταξική των απόκληρων, πολύμορφων από
    άποψη καταγωγής, Ρωμιών-γιατί οι Ρωμιοί ήταν οι οικονομικά δυναστευόμενοι
    μέσα από την απλοϊκή μουσουλμανική δομή που καθόριζε τις ενδοοθωμανικές
    σχέσεις- και

    –εθνική, ώς έχουσα ηγεσία εμπνευσμένη
    από τη Γαλλική Επανάσταση που κατάφερε να μετεξελίξει σε κυρίαρχη ιδεολογία την
    από την εποχή της Άλωσης αντίληψη, περιωρισμένη έως τότε σε κύκλους
    διανοουμένων -της διασποράς αλλά και του Φαναρίου- ότι “εμείς που ανήκουμε στο θρησκευτικό
    γένος των Ρωμαίων, είμαστε εθνικά Έλληνες”. Μια άποψη που στις
    εποχές πριν την Άλωση είχε οδηγήσει σε μια παράδοξη εμφάνιση των
    Ελλήνων ως έθνος με τη νεωτερική σημασία του όρου (δηλαδή με σαφές πολιτικό
    πρόγραμμα) αιώνες πριν τη νεωτερικότητα.

    —————————————————————–
    Ο αφορισμός του Υψηλάντη, η δολοφονία του Πατριάρχη και ο Σειχ-ουλ-ισλάμ Χατζή Χαλίλ
    —————————————————-

    Ένα από τα θέματα
    που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821 και προκαλεί ακόμα διχογνωμίες και
    συζητήσεις είναι ο αφορισμός των επανασταστών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’
    και η δολοφονία του που ακολούθησε.

    Το μυστικό κίνημα
    των Φιλικών επί της ουσίας επέβαλλε επί του γένους την επανασταστική
    διαδικασία, ενώ τόσο ο Κοραής όσο και ο Καποδίστριας θεωρούσαν πρόωρη την
    κήρυξή Επανάστασης. Ήταν ήδη καταγεγραμμένη στην μνήμη της υπόδουλης ρωμιοσύνης
    η σκληρή μεταχείριση των χριστιανικών πληθυσμών από την Υψηλή Πύλη τόσο μετά
    την αποτυχία των Ορλωφικών (1770) όσο και με τα γεγονότα της Σμύρνης του 1797
    που έμεινε στην ιστορία ως «ρεμπελιό της Σμύρνης».

    Παρόλα αυτά η στάση
    του Πατριάρχη, που ήταν υπεύθυνος για ολόκληρο τον ελληνοορθόδοξο πληθυσμό της
    αυτοκρατορίας, μπορεί να υπήρξε επιφυλακτική δεν υπήρξε όμως απορριπτική. Ο αφορισμός των επαναστατών θα συμβεί μόνο
    μετά την έκδοση σουλτανικής διαταγής (φετφά) από τον Μαχμούτ Β’, με την οποία
    διέτασσε της σφαγή όλων ανεξαιρέτως των Ρωμιών της Αυτοκρατορίας. Η σκληρή αυτή
    απόφαση ερμηνεύεται από το γεγονός ότι πληροφορήθηκε την ύπαρξη σχεδίου
    επανάστασης στην Κωσταντινούπολη απ’ τους Φιλικούς και δολοφονία του ιδίου. Σημαντικό ρόλο στο να
    παρθεί αυτή η ακραία απόφαση υπήρξε η
    στάση του πρωθυπουργού (Μεγάλου Βεζίρη) της Αυτοκρατορίας Χαλέτ εφέντη. Όμως
    για να αποκτήσει ισχύ η διαταγή θα έπρεπε να έχει την θρησκευτική έγκριση του
    σειχ-ουλ-ισλάμ με την οποία θα επιβεβαιωνόταν ότι βρίσκεται εντός των ορίων του
    Κορανίου και ότι δεν αντίκειται στον ισλαμικό νόμο.

    Ο Σειχ-ουλ-ισλάμ που ονομαζόταν Χατζή Χαλίλ,
    Κιρκάσιος στην καταγωγή, αρνήθηκε να
    υπογράψει την εντολή του σουλτάνου παρόλες τις έντονες πιέσεις που
    δέχεται γι αυτό και συγκρούεται σκληρά για το θέμα αυτό με τον Χαλέτ εφέντη. Ο
    Χατζή Χαλίλ ειδοποίησε τον Πατριάρχη για τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε το
    ποίμνιό του και του ζήτησε να προβεί στη συμβολική πράξη αφορισμού των
    πρωταιτίων, ώστε να θεωρηθεί ότι ο φετφάς αντίκειται στον ισλαμικο νόμο γιατί
    καλεί σε εξόντωση αθώων. Έτσι ο Πατριάρχης αποφασίζει να εκδόσει τον Αφορισμό
    των επαναστατών για να προστατεύσει τα μέλη του ελληνοορθόδοξου μιλέτ από το
    σίγουρο αφανσιμό. Ο ίδιος θα χάσει τη ζωή του ως ο υπεύθυνος της εξέγερσης των
    ραγιάδων

    Και ο Χατζή Χαλίλ
    πλήρωσε με τη ζωή του και την καταστροφή της οικογένειάς του την απόφαση να μη
    συναινέσει στη θανάτωση όλων των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Οι τουρκικές
    πηγές μας ενημερώνουν ότι ο ίδιος εξορίστηκε στο Αφιόν Καράχισάρ και η γυναίκα
    του στην Προύσα, όπου και δολοφονήθηκε από ανθρώπους του Χαλέτ. Εξαιτίας του
    γεγονότος της δολοφονίας της συζύγου του ο Χατζή Χαλίλ πεθαίνει από καρδιακή
    προσβολή.

    Παρόλα αυτά, το
    κύμα βιαιοπραγιών κατά των χριστιανών της Αυτοκρατορίας δεν έπαψε. Μόνο στην
    Κωσταντινούπολη θεωρείται ότι περί τις 10.000 Ελλήνων έχασαν τη ζωή τους από το
    φανατισμενο μουσουλμανικό όχλο. Και αντίστοιχα γεγονότα έγιναν τόσο στις
    βαλκανικές περιοχές του ελληνισμού όσο και στις μικρασιατικές.

    Οι επαναστάτες
    γνώριζαν τις συνθήκες του αφορισμού και ουδέποτε κατηγόρησαν το Πατριάρχη γι
    αυτό. Σε επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τους Σουλιώτες αναφέρεται: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας
    στέλνει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν.
    Εσείς όμως να τα θεωρείται αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και
    δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου».

    Επίσης, στην
    ημερήσια διαταγή του στις 8 Ιουνίου 1822, μετά την οριστική διάλυση του Ιερού
    Λόχου θεωρεί τον Πατριάρχη θύμα της
    οθωμανικής απολυταρχίας αναφερόμενος στο: «…ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων
    “υπουργών” της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε΄ και Κυρίλλου ΣΤ΄),
    αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».

    (*) ιστορικός

    http://www.antibaro.gr/article/3307

  48. IS on

    Ένας γενναίος Οθωμανός ιεροδικαστής που θυσιάστηκε για τους Ρωμιούς
    Posted on 02/04/2016 by Po

    Η Ελλάδα έχει χρέος να τον τιμήσει]

    του Αναγνώστη Λασκαράτου
    Στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής Κατοχής στο Ρωμέικο, ο θεσμός του Σεϊχουλισλάμη («Σεϊχ Ουλ Ισλάμ») είχε ήδη αναβαθμισθεί, ήταν το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της αυτοκρατορίας μετά τον Σουλτάνο και το Μεγάλο Βεζύρη. Ασφαλώς δεν ήταν Χαλίφης της Βαγδάτης, ούτε Πάπας της Ρώμης, ποτέ και πουθενά δε ευδοκίμησε ένα ισχυρό θρησκευτικό αξίωμα δίπλα σε ένα πανίσχυρο κοσμικό, το δεύτερο ακρωτηρίαζε το πρώτο. Ήταν η κεφαλή αυτών που αποτελούσαν την τάξη των Ουλεμάδων, δηλαδή των «σοφών ανθρώπων» που γνώριζαν άριστα το μουσουλμανικό δίκαιο, μπορούσαν να διοριστούν ιεροδικαστές και η περιουσία τους ήταν απαραβίαστη. Ο Σειχουλισλάμης διοριζόταν απ’ευθείας από τον Σουλτάνο, ζούσε διακριτικά, δεν είχε την αίγλη ενός πατριάρχη, ήταν περίπου άγνωστος ή μάλλον αδιάφορος στους δυτικούς, εμφανιζόταν όμως στις μεγάλες κρατικές τελετές στο πλευρό του Βεζύρη. Δεν βρισκόταν ούτε κοντά στο λαό, δεν είχε δικό του μηχανισμό εξουσίας, ήταν ανακτορικός αξιωματούχος. Η ύψιστη κρατική ευθύνη του ήταν η έκδοση γνωμοδότησης περί του αν μια αμφιλεγόμενη πράξη ή πρόθεση του Σουλτάνου ήταν σύμφωνη ή μη με το Κοράνι. Με μία έννοια λοιπόν μπορούσε να προσβάλει τον ίδιο το Σουλτάνο, όμως δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως δεν θα είχε την τύχη του πατριάρχη που συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα ή το πιθανότερο και χειρότερη. Αυτό έκανε τους Σεϊχουλισλάμηδες πολύ προσεκτικούς. Έτσι όταν ο Μωάμεθ ο πορθητής ζήτησε φετφά για να εκτελέσει τον ορθόδοξο δεσπότη (βασιλιά) της Βοσνίας Στεφάν Τομάσεβιτς το 1463, κατά σαφή παράβαση του Κορανίου που δεν το επέτρεπε, αφού ο βασιλιάς είχε παραδοθεί, ο φετφάς δόθηκε από τον Μολλά Χουσρέφ και το κεφάλι του Στέφανου έπεσε. Αντίθετα ο Άραβας Σουλτάνος Σαλαντίν σεβάστηκε την Ιερουσαλήμ όταν παραδόθηκε ειρηνικά και άφησε τον Λατίνο πατριάρχη της Ηράκλειο να φύγει με του θησαυρούς του. Όπως πάντα και παντού, όλα είναι και θέμα χαρακτήρα του ηγεμόνα. O προκάτοχός του Χουσρέφ είχε απαλλάξει τον Πορθητή από το αμάρτημα της δολοφονίας των αρσενικών αδελφών του, ετεροθαλών και μη, την ώρα της διαδοχής. Τα λέω αυτά ως ενδεικτικά του πόσο (αναγκαστικά ) καλόβολοι ήταν οι Σειχουλισλάμηδες απέναντι στη σουλτανική βούληση και για να δείξω το ασύνηθες της γενναιότητας του δικού μας ήρωα, που ήξερε πως είχε απέναντί του έναν μεταρρυθμιστή ηγεμόνα που δεκάρα δεν έδινε για το τι λέει το Κοράνι. Η οικονομική αμοιβή των Σεϊχουλισλάμηδων βεβαίως μεγάλωνε όσο αναβαθμίζονταν συν τω χρόνω με την εξέλιξη της αυτοκρατορίας. Στο «Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη Γραικική Εκκλησία της Οδησσού κατά το αωκα’-αωκβ’ έτος/υπό Ο. Κ.Ο.» (Οικονόμου Κωνσταντίνου Οικονόμου) …φιλοτίμω δαπάνη Ιωάννου Π. Βόζου του Πελοποννησίου, Υποναυάρχου και Ιππέως Ρωσσικού (αωλγ’/=1833), διαβάζουμε πως ενώ μέχρι το 1513 «το σιτηρέσιον τού Σεϊχούλ- Ισλάμ, και τών δύω Καζιασκέριδων ήσαν από 30 έως 150, άσπρων την ημέρα, τουτέστι 450, γρόσια κατ’ έτος, τώρα το εισόδημα του μεν πρώτου Νομοκράτορος υπερβαίνει το μιλλιόνιον…». Όπως και να είχε το πράγμα όμως η μοίρα του θεσμού ήταν τελικά κακή. Δεν είχε μέσα του το σπέρμα της μακροβιότητας. Ο τελευταίος Σειχουλισλάμης Μεντενί Μεχμέτ Νουρί κηρύχθηκε έκπτωτος το 1922 από τον Ατατούρκ, πέντε χρόνια μετά πήγε να βρει τον Προφήτη του και αυτή η παλαιική γραφικότητα εξέλιπε. Ο Κεμάλ δεν ξέχασε τον φετφά που είχε εκδώσει εναντίον του ο Σεϊχ Ουλ Ισλάμ καλώντας τους πιστούς σε ιερό πόλεμο (Ξενοφών Στρατηγός «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία»).

    Τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 και τα αντίποινα που εφάρμοσε ο Σουλτάνος κατά του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και κατά μελών της πατριαρχικής Συνόδου, παρά τον αφορισμό της Επανάστασης είναι γνωστά. Πολύ λιγότερο γνωστός είναι ο ηρωισμός και η εντιμότητα του Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ Εφέντη, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τη μοναδικότητα του γεγονότος και τις περίπου προδιαγεγραμμένες κακές συνέπειές του για τον πρωταγωνιστή τους.

    Ο Αχμέτ Τσεβντέτ πασά (1822-1895), ένας κορυφαίος, θεωρούμενος «εθνικός», Τούρκος ιστορικός, που χρησιμοποίησε και δυτικές πηγές, στη 12τομη ιστορία του που εκδόθηκε από το 1854 (1ος τόμος) έως το 1884: Ahmet Cevdet Paşa: «Tarih-i Cevdet» (Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 1774-1825), δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Από εκεί και από άλλες, ελληνικές πηγές, έχουν αντλήσει οι Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, («Απόφαση γενικής σφαγής και αποσόβησή της», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών-1975, σελ.33-34) και Σπυρίδων Λουκάτος («Και Τούρκοι στο πλευρό των Ελλήνων», από ‘Το άγνωστο 21’, ‘Ε’ ‘Ιστορικά’, τ.23, 23 Μαρτίου 2000, σελ.16-17). Επίσης ο Βρετανός πρέσβης στην Ιστανμπούλ (1820-1825), λόρδος Percy Smythe, 6ος υποκόμης του Στράνγκφορντ, συλλέκτης (ή απαγωγέας) έργων ελληνικής γλυπτικής, έχει καταγράψει κάποια σχετικά περιστατικά, που τα σημειώνουν και μεταγενέστεροι Βρετανοί ιστορικοί.

    Τον Φλεβάρη του 1821 φήμες για σφαγή Τούρκων εμπόρων στη Μολδοβλαχία προκάλεσαν διαδήλωση φανατικών ισλαμιστών στην Πόλη. Ο τότε Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ήταν συνειδητός εκσυγχρονιστής και ορμητικός στις αποφάσεις του. Ο θρύλος τον θέλει γιό χαμένης Γαλλίδας ευγενούς, πάντως θεωρείται πιθανός γιός Χριστιανής του χαρεμιού. Ήταν δυτικόφιλος, ήθελε να μεταρρυθμίσει τους μεσαιωνικούς κρατικούς μηχανισμούς και να χτυπήσει τη σκουριασμένη κακοδιοίκηση. Ίδρυσε κοσμικά σχολεία, εξουδετέρωσε την πειρατεία στο Αιγαίο, χτύπησε τη ληστεία στην ύπαιθρο και οργάνωσε υπουργικό συμβούλιο κατά τα δυτικά ειωθότα. Είναι αυτός που στα 1826 εξόντωσε τους Γενίτσαρους, θεωρώντας τους σωστά, ανασχετικό μηχανισμό στην πρόοδο. Ο Διονύσιος Κόκκινος, («Η Ἑλληνική Ἐπανάστασις», Αθήνα, 1956, τομ. Α’), θεωρεί, σωστά νομίζω, πως πίστευε, με όσα έκανε, ότι οι Ρωμιοί του όφειλαν ευγνωμοσύνη και πως εξεπλάγη πολύ δυσάρεστα από τις πληροφορίες για επαναστατικές κινήσεις τους. Φυσικά ένιωσε σφοδρά απειλούμενος και βαριά προδομένος, γιατί είχε πολλά μέτωπα, εξωτερικά και εσωτερικά, ανοιχτά.

    Ο σεϊχουλισλάμης Χατζή Χαλήλ καταγόταν από μεγάλη, πολύ πιστή στο Ισλάμ, οικογένεια. Αυτή η καταγωγή και η προσωπική του φήμη ως ευσεβούς τον έφεραν στη υψηλή θέση του. Είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως στρατιωτικός. Αναμφίβολα ήταν συντηρητικός άνθρωπος, όχι οπαδός των δυτικότροπων μεταρρυθμίσεων, αλλά πιστός στο Σουλτάνο. Δεν θα μπορούσε και να μην είναι. Όλα όμως δείχνουν πως μέσα σε μια εξουσιαστική Κόλαση που περιέβαλε ασφυκτικά τα πάντα, αγωνιζόταν να κρατήσει άγρυπνη τη συνείδησή του, όπως την υπαγόρευε η καλή του προαίρεση και η πίστη του. Άδικο να υποτιμάμε τις ηθικές αρχές και την αγαθή συνείδηση μερικών θρησκευόμενων, που επειδή αυτών η πίστη είναι ειλικρινής, τους οπλίζει με ισχυρές ηθικές αντοχές. Όταν λοιπόν ακούστηκαν στην Πόλη τα μαντάτα για το ξέσπασμα της επανάστασης, που είδαμε πιο πάνω, ο Μαχμούτ, παρορμητικά, ακούγοντας και τη γνώμη φανατικών κληρικών, πήρε τη απόφαση εξόντωσης των Χριστιανών κατοίκων της Πόλης. Για να υλοποιηθεί όμως μια τόσο φοβερή πράξη χρειαζόταν η θετική γνωμοδότηση και η σχετική εγκύκλιος (φετφάς ή φάτουα) του αρμόδιου Χατζή Χαλίλ. Ο ύπατος ιεροδικαστής προσπάθησε να αγοράσει χρόνο, βασιζόμενος στο ότι το Κοράνι δεν επέτρεπε τη σφαγή αθώων. Είναι φανερό ότι όχι μόνο η ανθρωπιστική του συνείδησή του, αλλά και η ευθύνη του ως ερμηνευτή του ιερού βιβλίου συνέπιπταν. Άρχισε λοιπόν να διερευνά τυχόν σχέσεις του πατριάρχη με το κίνημα του Υψηλάντη, γεγονός που δεν του προέκυπτε, όπως τον διαβεβαίωνε και ο ιατροφιλόσοφος αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, με τον οποίο συζήτησε το πρόβλημα. Τα ίδια τον διαβεβαίωσε και ο πατριάρχης Γρηγόριος, που μαζί με τον Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, την ενδημούσα Σύνοδο και τους παρεπιδημούντες και σχολάζοντες Αρχιερείς, προχώρησε στον αφορισμό της Επανάστασης, ώστε νε εξευμενίσει το Σουλτάνο. Με την ευκαιρία νομίζω πως για πολλά μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον σιμωνιακό αλλαξοπατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, εχθρό της Γαλλικής Επανάστασης, της Δημοκρατίας, της Δύσης και του Διαφωτισμού, αλλά όχι τόσο για τον αφορισμό, που πράγματι μπορούμε να τον δούμε ως απόπειρα όχι μόνο προσωπικής διάσωσης αλλά και αποφυγής μιας γενικής σφαγής. Νομίζω επίσης πως είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε το τραγικό του τέλος, όσο κι αν πήγε γυρεύοντας αγοράζοντας το αξίωμά του τρεις φορές (1797, 1806 και 1818). Στις 8 του Μάρτη λοιπόν ο Σουλτάνος καλεί για σύσκεψη τον Μεγάλο Βεζύρη, τον Σεϊχουλισλάμη, τον αρχηγό των Γενιτσάρων και τον αρχιγραμματέας του Διβανίου («υπουργικού» συμβουλίου) Χαλέτ Εφέντη. Ο τελευταίος, ένας πολύ σκληρός αξιωματούχος, ασκούσε πάνω του ισχυρή επιρροή. Είχε διατελέσει πρέσβης στο Παρίσι (1803-1806), ο πέμπτος που στάλθηκε ποτέ, από το 1565 (πρώτος ο Xατζή Μουράτ, εκτός αν συναριθμήσουμε μια αντιπροσωπεία Γενίτσαρων το 1533), μετά από μεγάλα χρονικά διαλείμματα. Η Γαλλία όμως είχε από το 1535 αδιάλειπτα πρέσβη στην Υψηλή Πύλη. Την, όχι τόσο συνήθη, πρεσβεία στο Παρίσι, μπορούμε να τη δούμε ως δείγμα των δυτικών ανοιγμάτων του Μαχμούτ Β΄. Στο γνωστό πίνακα του Νταβίντ απεικονίζεται σε κάποια γωνιά να παρίσταται στην ματαιόδοξη στέψη του Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα στα 1804 στην Παναγία των Παρισίων, από τον ίδιο τον Πάπα. Ο Σουλτάνος τους ανακοινώνει την απόφασή του για γενική σφαγή, ο Βεζύρης έντρομος δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση, ο Γενιτσάρ αγάς υπακούει δουλικά, ο Χαλέτ συμφωνεί, όμως ο Χατζή Χαλίλ, που πιστεύει στην αθωότητα του πατριάρχη και των Ρωμιών της Πόλης, ζητάει προθεσμία να μελετήσει τις ενοχές των Ρωμιών και ξεθαρρεμένος τότε ο Βεζύρης συμφωνεί. Φεύγοντας από το παλάτι ο θρησκευτικός ηγέτης μαλώνει άγρια με τον αρχιγραμματέα του Διβανίου, κατηγορώντας τον ότι αυτός έφερε με τη σκληρότητα και με τα λάθη του τα πράγματα στην εξέγερση. Ο Χαλέτ, όμως είχε αποφασίσει να κινηθεί σταθερά προς την κατεύθυνση εφαρμογής της αρχικής απόφασης του Σουλτάνου για σφαγή των Ρωμιών της Πόλης, ως συνένοχων της ελληνικής Επανάστασης, μήπως και γλυτώσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αφού μετά από κάθε ανταρσία, κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι έχαναν το κεφάλι τους. Είχε κάθε λόγο λοιπόν να διαβάλει τον Χατζή Χαλίλ στο Σουλτάνο, ώστε να στρέψει προς τα εκεί την οργή του.

    Ο ανασφαλής κοσμικός μονάρχης, που έβλεπε το έργο του να κινδυνεύει, με πληγωμένο εγωισμό, οργισμένος που ο θρησκευτικός υπάλληλός του στεκόταν εμπόδιο στην απόφασή του, καθαίρεσε τον Χατζή Χαλίλ από την θέση του και τον εξόρισε άλλοι λένε στη Λήμνο, άλλοι στην Προύσα. Πριν αναχωρήσει όμως τον βασάνισαν και υπέκυψε στα τραύματά του, αφήνοντας έτσι την τελευταία του πνοή στην Προποντίδα, όπου τον καταπόντισαν. Ο διάδοχος του, ο περσικής καταγωγής Γιασιντζιζάντε Αμπντουλβαζάαμπ εφέντης (Yasincizade Abdülvehhap Efendi-εικ.2) που κράτησε τη θέση του για έναν χρόνο (1821-1822) για να επανακάμψει μετά από μεσολάβηση τριών βραχύβιων στο αξίωμα διαδόχων του, για μια ακόμη πενταετία (1828-1833), υποχρεώθηκε

    Castellan, Antoine-Laurent. Moeurs, usages, costumes des Othomans, et abrégé de leur histoire; par A. L. Castellan, auteur de Lettres sur la Morée et sur Constantinople; Six vol. In-18… vol. VI, Paris, Nepveu, 1812
    Castellan, Antoine-Laurent. Moeurs, usages, costumes des Othomans, et abrégé de leur histoire; par A. L. Castellan, auteur de Lettres sur la Morée et sur Constantinople; Six vol. In-18… vol. VI, Paris, Nepveu, 1812

    να εκδώσει φετφά που προέβλεπε την τιμωρία ακόμη και των ύποπτων για συνενοχή. Ο Σουλτάνος τελικά, μετά από ψυχραιμότερες σκέψεις προσποιήθηκε μεγαλοψυχία και εφάρμοσε το φετφά με επιείκια (τραγική ειρωνεία είναι ασφαλώς η δικαίωση του εκτελεσμένου αξιωματούχου του), εφ’όσον οι Ρωμιοί υποτίθεται πως απέκρουσαν κάθε επαναστατική ιδέα, στρεφόμενος μόνο κατά Ρωμιών αξιωματούχων, μητροπολιτών κλπ. Ο Χαλέτ όμως δεν έσωσε το τομάρι του. Ένα χρόνο μετά εξορίστηκε, στραγγαλίστηκε και μετά το πτώμα του αποκεφαλίστηκε. Η θυσία του Σεϊχουλισλάμη δεν είχε όμως πάει χαμένη, σώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.

    Ο Δημήτρης Καμπούρογλου είχε προτείνει να δοθεί το όνομα του Χαλίλ σε δρόμο της Αθήνας. Νομίζω πως αυτό θα ήταν κάτι αλλά λίγο. Ο Χατζή Χαλίλ πρέπει να τιμηθεί με άγαλμα σε κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας και η ιστορία του να μπει στα σχολικά βιβλία. Είναι το ελάχιστο και το αυτονόητο αυτό. Για να αντιληφθούμε το ηθικό μέγεθος, ας ανατρέξουμε στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πατριάρχης της Νέας Ρώμης ήταν κεντρικό πρόσωπο, πολύ ισχυρό, απείρως σημαντικότερο, ιστορικότερο και πολύ πιο μέσα στα πράγματα του Κράτους, από ότι ο Σεϊχουλισλάμης για την οθωμανική αυτοκρατορία. Όσο κι αν ψάξετε δεν θα βρείτε έναν από αυτό τον άθλιο συρφετό παλιανθρώπων, που να έχει καταδικάσει τις σφαγές όχι αλλόθρησκων και υποτελών, αλλά Χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Χιλιάδες άμαχοι σφάχτηκαν στη Θεσσαλονίκη από τον άγιο Θεοδόσιο, άλλοι τόσοι στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιουστινιανό, Παυλικανοί κάηκαν ζωντανοί στον Ιππόδρομο, εθνικοί, «αιρετικοί» και Εβραίοι κατακρεουργήθηκαν, αυτοκράτορες εκτελέστηκαν από τους διαδόχους τους με φρικτά βασανιστήρια, αυτοκράτειρες δολοφόνησαν ή τύφλωσαν γιούς, συζύγους και χιλιάδες αθώους, οι πατριάρχες αν δεν πλειοδοτούσαν και ευλογούσαν έμεναν σιωπηλοί, ανοίγοντας μόνο το στόμα τους για να πιάσει κάποια αυτοκρατορική ερωμένη ή τις μπερμπαντιές κάποιου αυτοκράτορα κι αυτό για να εκβιάσουν συνήθως τη νομιμοποίηση της ερωτοδουλειάς, έχοντας στο μυαλό τους άλλες αντιπαροχές είτε στο δόγμα είτε στα προνόμια της Εκκλησίας. Εκεί γύρω κινιόντουσαν οι «ηθικές» τους ευαισθησίες. Ο Σεϊχουλισλάμης δεν είχε οπαδούς, δεν εκπροσωπούσε κάποια δυναστική μερίδα όπως συνηθέστατα συνέβαινε με τους πατριάρχες που συσπείρωναν γύρω τους κόσμο στις δογματικές έριδες περί την όνου σκιάν, η εκτέλεσή του ίσως δεν μαθεύτηκε ευρύτερα και λίγοι θα τον έκλαψαν.

    Η θυσία του δυστυχώς δεν σημαίνει ούτε σήμερα τίποτα στην Τουρκία, το σχετικό λήμμα της wikipedia στην τουρκική (Hacı Halil Efendi) περιμένει, άδειο, καθόλου κολακευτικό αυτό για όλους, περιμένοντας ακόμη αυτόν που θα το γράψει. Ελπίζω να βρεθούν τουρκομαθείς Ρωμιοί να το πράξουν, είναι οφειλόμενο χρέος και είναι δείγμα της αχαριστίας και του μεγέθους της ηθικής αναλγησίας της πατριαρχικής αυλής πως κανείς δεν το έχει κάνει. Προς τιμήν του, τον μνημονεύει ένας ξεχωριστός ιερωμένος, ο αρχιμανδρίτης π.Φιλόθεος Φάρος, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία» (Αρμός-2002). Ευτυχώς γιατί η κρατική Εκκλησία, που τάχα κόπτεται για τα παθήματα των Ρωμιών από το Δοβλέτι και όφειλε να τον είχε αναδείξει, δεν θέλει να τον ξέρει, για ευνόητους λόγους. Νομίζω πως τώρα που ο συρφετός της ακροδεξιάς, μητροπολίτες-ιερείς-καλόγεροι, Νεοναζιστές και γενικά άνθρωποι που εμπορεύονται το φόβο και το μίσος προσπαθούν να φανατίσουν την πλέμπα κατά των δυστυχισμένων μουσουλμάνων προσφύγων (το 1922 ήταν Χριστιανοί), το θαυμάσιο παράδειγμα του υποδειγματικού Σεϊχουλισλάμη, πρέπει να ακουστεί δυνατά.

    Ένας γενναίος Οθωμανός ιεροδικαστής που θυσιάστηκε για τους Ρωμιούς

  49. Η επανάσταση, ο εμφύλιος και η πρώτη χρεοκοπία

    Παπαδόπουλος Θάνος
    18 Μαρτίου 2017

    Το πιο δύσκολο έργο ενός απελευθερωτικού αγώνα ή μιας επανάστασης είναι η δημιουργία και η λειτουργία του νέου καθεστώτος ή κράτους. Απόδειξη είναι οι περιπέτειες για την ίδρυση των ΗΠΑ, των κρατών της Λατινικής Αμερικής, των Βαλκανίων, της Ασίας και της Αφρικής. Φυσικά αυτό φαίνεται ακατόρθωτο όταν πρόκειται για το κράτος των Ελλήνων.

    Η επανάσταση του 1821 κηρύχθηκε σε ακατάλληλη περίοδο, διότι τότε κυριαρχούσε στην Ευρώπη η Ιερά Συμμαχία του Μέτερνιχ. Και βασίστηκε σε δύο ζωτικά ψέματα: α) ότι η Ρωσία στήριζε την επανάσταση, ενώ είχε προσχωρήσει στη συμμαχία του Μέτερνιχ και β) ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατατροπώνει τους Τούρκους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ είχε ηττηθεί.

    Η προσπάθεια να δημιουργηθεί κράτος άρχισε μετά τις πρώτες επιτυχίες το καλοκαίρι του 1821 στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι την 1.1.1822 οι Έλληνες είχαν Σύνταγμα που έλεγε πως τη χώρα κυβερνά η «Προσωρινή Διοίκησις» με το «Βουλευτικόν» (νομοθετικό σώμα) και το «Εκτελεστικόν» (ένα πενταμελές διευθυντήριο που όριζε τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση). Οι δημοκρατικοί αυτοί θεσμοί εφαρμόστηκαν με τρόπο ανατολικό και βαλκανικό. Η προσωρινή διοίκηση έπρεπε:

    * Να διεξάγει και να χρηματοδοτεί τον ένοπλο αγώνα.

    * Να ασκεί τη διοίκηση στις απελευθερωμένες επαρχίες.

    * Να επιβάλλει φορολογία και να διαχειρίζεται τα οικονομικά της επανάστασης.

    * Να μεριμνά για την ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και του εμπορίου.

    * Να μεριμνά για τις χήρες, τα ορφανά και γενικώς τα θύματα του αγώνα.

    Αντίληψη για τη δημιουργία και λειτουργία κράτους είχαν ελάχιστοι, μεταξύ των οποίων οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης, Δημήτρης Υψηλάντης και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αντίθετα, οι οπλαρχηγοί (πρώην κλέφτες και αρματολοί), οι κοτζαμπάσηδες, οι πλοιοκτήτες και οι λοιποί είχαν την αντίληψη της αντικατάστασης των πασάδων από τους ίδιους στα πασαλίκια (τοπαρχίες). Οπλαρχηγοί και κοτζαμπάσηδες θεωρούσαν τις τοπαρχίες εφαλτήριο για να προσεγγίσουν την κεντρική εξουσία και να καταλάβουν καλύτερη θέση για τη διανομή των αξιωμάτων, των μισθών και αποζημιώσεων, των λαφύρων, των εθνικών γαιών και άλλων προνομίων. Έτσι, παρά τα δημοκρατικά Συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, οι Έλληνες δεν απέκτησαν κράτος που να λειτουργεί, επειδή οι ηγετικές τάξεις δεν ήταν διατεθειμένες να συμβιβαστούν στη νομή της εξουσίας.

    Μέσα στο καμίνι της επανάστασης δημιουργήθηκαν τρία προσωποπαγή κόμματα: 1) Το Αγγλικό, υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο, με βάση τη δυτική Στερεά Ελλάδα. 2) Το Γαλλικό, υπό τον Ι. Κωλέττη, με βάση την ανατολική Στερεά Ελλάδα. 3) Το Ρωσικό, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη και Ανδρέα Μεταξά, με βάση την Πελοπόννησο. Τους πλοιοκτήτες και τους εμπόρους εκπροσωπούσαν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Κουντουριώτης και ο αδελφός του Λάζαρος, ο Ανδρέας Μιαούλης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα κ.ά.

    Τα κόμματα, οι οπλαρχηγοί, οι κοτζαμπάσηδες, οι πλοιοκτήτες και όλη η Προσωρινή Διοίκηση βρέθηκαν σύντομα στη δίνη και στο επίκεντρο του εμφυλίου πολέμου (1823 – 1825). Στην πρώτη φάση του εμφυλίου συγκρούστηκαν οι στρατιωτικοί και οι Φιλικοί υπό την ηγεσία του Θ. Κολοκοτρώνη με τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου που είχαν την υποστήριξη της κυβέρνησης, του Αλ. Μαυροκορδάτου, του Ιω. Κωλέττη κ.ά. Ο Θ. Κολοκοτρώνης ηττήθηκε και παραδόθηκε ύστερα από συνεννόηση με την κυβέρνηση.

    Στο μεταξύ, το 1824-1825 η κυβέρνηση της επανάστασης πήρε δύο δάνεια από αγγλικές τράπεζες ύψους 2.800.000 λιρών. Από αυτά τα δάνεια έφτασαν στην Ελλάδα μόνο 525.000 λίρες, καθώς και τρία από τα έξι ατμόπλοια που παραγγέλθηκαν σε αγγλικά ναυπηγεία, μια φρεγάτα από τις δύο που παραγγέλθηκαν στις ΗΠΑ (έφτασε μετά την επανάσταση), όπλα και πυρομαχικά συνολικής αξίας (πλοία και όπλα) όχι μεγαλύτερης από ένα εκατομμύριο λίρες.

    Τα χρήματα που έφτασαν στην Ελλάδα από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση, μαζί με άλλους πόρους, για τη διεξαγωγή του εμφυλίου πολέμου και ιδίως της δεύτερης φάσης. Χρηματοδότησαν την κάθοδο των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στον Μοριά για να πολεμήσουν τον Θ. Κολοκοτρώνη και τη συμμαχία κοτζαμπάσηδων και οπλαρχηγών της Πελοποννήσου. Η κάθοδος των Ρουμελιωτών υποστηρίχθηκε επίσης, εκτός από την κυβέρνηση, από τον Ιω. Κωλέττη, τον Αλ. Μαυροκορδάτο και τους πλοιοκτήτες. Οι μόνοι που δεν κατέβηκαν στον Μοριά ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που το 1825 δολοφονήθηκε από άνδρες του Ι. Γκούρα όντας φυλακισμένος. Οι Ρουμελιώτες λεηλάτησαν και ρήμαξαν την Πελοπόννησο σε βαθμό που οι χωρικοί έγραφαν στην κυβέρνηση ότι… ετούτοι είναι χειρότεροι από τους Τούρκους! Ο Θ. Κολοκοτρώνης και οι κοτζαμπάσηδες έχασαν τον πόλεμο και ο Κολοκοτρώνης μαζί με μερικούς άλλους συνελήφθησαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν.

    Λίγο αργότερα ο Ιμπραήμ έφτασε με τον αιγυπτιακό στόλο στην Πελοπόννησο και άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις και χωριά. Τότε η κυβέρνηση έδωσε χάρη στον Θ. Κολοκοτρώνη, τον αποφυλάκισε και τον έχρισε αρχιστράτηγο στον πόλεμο κατά του Ιμπραήμ (1825-1828), όπου εφάρμοσε τακτική καμένης γης. Στο μεταξύ οι Ρουμελιώτες έφυγαν από την Πελοπόννησο με τα λάφυρά τους και έσπευσαν στη Στερεά Ελλάδα, όπου ο Κιουταχής ρήμαζε τη χώρα και καταλάμβανε τα οχυρά του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας, της Ναυπάκτου, της Αθήνας κ.λπ.

    Η κατασπατάληση των δανείων και των άλλων πόρων της επανάστασης έγινε με τέτοια ταχύτητα ώστε το 1826, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ανδρέας Ζαΐμης, στο δημόσιο ταμείο λέγεται ότι βρήκε μόνο 16 παράδες -ούτε καν ένα γρόσι. Έτσι, το 1827 η επαναστατημένη Ελλάδα κήρυξε παύση πληρωμών. Ίσως είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που πρόλαβε να χρεοκοπήσει πριν γίνει ανεξάρτητο κράτος!

    Η επανάσταση τελικά σώθηκε χάρη στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο (8.10.1827). Τέλος, τον Ιανουάριο του 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο τον Απρίλιο του 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον είχε εκλέξει κυβερνήτη της Ελλάδας, και ο αγώνας για την ανεξαρτησία απέκτησε νέα ορμή και είχε νέες επιτυχίες.

    http://www.avgi.gr/article/10811/7991690/e-epanastase-o-emphylios-kai-e-prote-chreokopia

  50. ΣΜ... on

    θυμίζω σήμερα την ιερή μνήμη των εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821.

    H Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (συνόκαιρη) του κόσμου,
    κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
    κανένας, γιατί σιέπει την (την σκέπει) που τάψη (από τα ύψη) ο Θεός μου.

    Η Ρωμιοσύνη εν να (είναι να) χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!»

    Αυτή ήταν (ακούστε την απαγγελία του μοναδικού ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη 9 Η Ιουλίου 1821¸ https://www.youtube.com/watch?v=ACNx8Ob4FhY), κατά τον εθνικό ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, η απάντηση του εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού λίγο πριν απαγχονιστεί από τους τούρκους την 9ην Ιουλίου 1821, στα λόγια του Μουσελλίμ-Αγά ότι:

    « …. τζι’ αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
    τζι’ ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
    έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν (ψυχή) να μεν αφήσω.»

    Από τις λιγότερο γνωστές γενοκτονίες ελλήνων που διαπράχτηκαν από τους τούρκους , είναι η γενοκτονία των 486 ελλήνων προυχόντων της Κύπρου τον Ιούλιο του 1821.

    Η γενοκτονία αυτή έγινε την 9η Ιουλίου 1821. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και λίγα λεπτά μετά, αποκεφαλίστηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας και οι λοιποί των 486 προυχόντων.

    Ας δούμε σύντομα το ιστορικό της γενοκτονίας αυτής των 486 προυχόντων της Κύπρου την 9ην Ιουλίου 1821
    Αρχές του 19ου Αιώνα….Τουρκοκρατία, όπως παντού στον ελληνικό χώρο. Ο κόσμος υποφέρει από την πείνα, την άδικη φορολογία και φυσικά την ανελευθερία.

    Η δυστυχία σπρώχνει τον κόσμο στην Κύπρο στην εξέγερση του 1804, την αποτυχία και την καρατόμηση του σημαντικότερου Κύπριου δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, το 1809 στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανεβαίνει στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο στα 1810 ο Κυπριανός.

    Άνθρωπος μορφωμένος και διορατικός, προσπαθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Αρχιεπισκοπίας του, να διαδώσει στο νησί το πνεύμα του Διαφωτισμού, όπως τον είχε ζήσει ο ίδιος ως φοιτητής στην ανώτερη ελληνική σχολή του Ιασίου στη Μολδαβία. Εκεί έζησε για 19 χρόνια και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των γνώσεών του επηρεάστηκε αρκετά από τον ηγεμόνα Μιχαήλ Κωνσταντίνο Σούτσο.

    Ανάμεσα στα έργα του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού, ήταν η θεμελίωση της παιδείας και η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής (το μετέπειτα Παγκύπριο Γυμνάσιο) απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Η πλούσια μάλιστα βιβλιοθήκη της Σχολής, παραμένει μια από τις σημαντικότερες στο νησί, μέχρι και σήμερα.

    Για τη μύηση του Κυπριανού στη Φιλική Εταιρεία, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία αναφορικά με το «πότε και από ποιόν». Όμως, το 1820, φιλοξένησε τον Φιλικό Δ. Ίπατρο και του υποσχέθηκε οικονομική βοήθεια για την επικείμενη Εξέγερση. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, παρέδωσε την υποσχόμενη υλική βοήθεια στον συνεργάτη του Υψηλάντη, Αντώνιο Πελοπίδα.

    Η Φιλική Εταιρεία του μηνούσε πως « η έναρξη του σχολείου εγγίζει» και την απόφαση της να μην δημιουργηθεί ένοπλος ξεσηκωμός στην ίδια τη Μεγαλόνησο. Λόγω της γεωγραφικής θέσης, της γειτνίασης με τη Συρία και την Αίγυπτο, μια εξέγερση θα ήταν σίγουρα επικίνδυνη και καταδικασμένη. Ταυτόχρονα καλούσε τον Αρχιεπίσκοπο: «να σκεφθή πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς”.

    Ένα περίπου μήνα μετά την έναρξη της Επανάστασης, εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα για την άμεση αφόπλιση όλων των Ελλήνων της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός μάλιστα, με σχετική εγκύκλιο, κάλεσε τους πιστούς, να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Έδωσε επίσης διαβεβαίωση στον κυβερνήτη Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων. Όλα τα όπλα παραδόθηκαν. Ακόμα και οι χασάπηδες έμειναν…αμαχαίρωτοι.

    Ο άγγλος περιηγητής Carne, γνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, λίγο πριν από τα αιματηρά γεγονότα.
    Αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε:

    “Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν, για να με θανατώσουν”. Όμως δεν έφυγε, για να σώσει τη ζωή του. Κι ας τρέχανε Έλληνες και Τούρκοι να του προσφέρουν τη βοήθεια τους. Απέρριψε κάθε διέξοδο και προτίμησε να μείνει στο νησί. Η ιστορική απάντησή του γεμάτη αλτρουισμό, γενναιοψυχία και ποιμενική συνείδηση:

    «παρά το γαίμα τους πολλούς εν κάλλιο του Πισκόπου» παραμένει μέχρι σήμερα παράδειγμα προς μίμηση.

    Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι στο νησί επικρατούσε ηρεμία, ο Οθωμανός κυβερνήτης της νήσου, Mehmet Küçük, ζήτησε από τον Σουλτάνο Mahmud II (1785-1839) άδεια για να εκτελέσει 486 προεξέχοντα μέλη τής Ελληνικής κοινότητας, ώστε ο λαός να μείνει ακυβέρνητος, ουσιαστικά ακέφαλος.

    Σάββατο ξημέρωμα, στην εκκλησία, ο Κυπριανός προσεύχεται και με μάτια κλαμένα, αρχίζει τη λειτουργία… Ακολούθως συλλαμβάνεται, και οδηγείται στον Μουσελλίμ-Αγά. Σ΄ αυτόν οδηγούνται και οι τρεις Μητροπολίτες. Με το που κλείνουν οι πόρτες, δίνει διαταγή ο Αγάς, να κλείσουν και οι πύλες των τειχών της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του κόσμου.

    Αρχίζει έτσι η ανάκριση από τον ίδιο τον Μουσελλίμ Αγά όπως πολύ παραστατικά περιγράφεται από τον εθνικό ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη (συνημμένα όλο το ποίημα της 9ης Ιουλίου 1821) στην σπάνια καθαρά ελληνική κυπριακή διάλεκτο που δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου «χάνεται». Η κατηγορία;

    «Εμάσιεστουν (μαχώσασταν) με τους Ρωμιούς τους άλλους να σμιχτήτε,
    τους Τούρκους που τες τέσσερεις μερκές (μεριές) να πολεμάτε,
    εμάσιεστουν εις τάρματα τζι’ εσείς να σηκωθήτε,
    για να σμιχτήτε ούλοι σας τζιαι την Τουρτζιάν να φάτε.»

    Στην άρνηση του Κυπριανού, ο τούρκος αναφέρει τα επαναστατικά φυλλάδια που κυκλοφορούν στην Χώρα (στην Λευκωσία) και λέει πως έχει βάλει σκοπό να σκοτώσει και τον τελευταίο Έλληνα του νησιού. Η στιχομυθία που ακολουθεί, στην ενότητα Ρωμιοσύνη, είναι το κομμάτι του έργου, που οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι γνωρίζουν από τα μικρά τους χρόνια:

    « – Πίσκοπε, ‘γιω την γνώμην μου ποττέ εν την αλλάσσω,
    τζι’ όσα τζι’ αν πης μεν θαρευτής πως εν να (είναι να) σου πιστέψω.
    Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
    τζι’ αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
    τζι’ ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
    έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν (ψυχή) να μεν αφήσω.

    Και η απάντηση, κατά τον ποιητή, του εθνομάρτυρα Κυπριανού.

    – Η Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (συνόκαιρη) του κόσμου,
    κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
    κανένας, γιατί σιέπει την (την σκέπει) που τάψη (από τα ύψη) ο Θεός μου.

    Η Ρωμιοσύνη εν να (είναι να) χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
    Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
    κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
    αμμά ξέρε (αλλά γνώριζε) πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν (καβάκι)
    τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

    Το ‘νιν (το υνί του αρώτρου) αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται,
    μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται (τελειώνει).
    Είσαι πολλά πικραντερός, όμως αν θεν να σφάξης,
    σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
    Εμάς με σιέρκα (χέρια) όφκαιρα (άδεια) γιατί να μας πειράξης,
    πούμαστον δίχως άρματα, τζι’ είμαστον νεπαμένοι;»

    Δυστυχώς με τις πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων ετών στη χώρα μας κινδυνεύει να μην επαληθευθεί το « Η Ρωμιοσύνη εν να (είναι να) χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!» του εθνικού ποιητή της Κύπρου.

    Ευριπίδης Μπίλλης

  51. Κώστας Κωστής: Η επανάσταση του ’21 ήταν πρωτοβουλία μιας περιθωριακής ελίτ

    Τον χαρακτηρισμό αυτόν επέλεξε ο συνομιλητής μου ως τίτλο για τα Κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας που πρωτοκυκλοφόρησαν το 2013, για να εκδοθούν ξανά πρόσφατα από τον Πατάκη με ένα επιπλέον κεφάλαιο, το οποίο εστιάζει στην τελευταία μεγάλη κρίση, συμπεριλαμβάνεται δε στην πρώτη αγγλική του έκδοση. Μια πρώην μικρή οθωμανική επαρχία με ένδοξο παρελθόν, οι χριστιανοί κάτοικοι της οποίας αντιμετωπίζονταν από τη Δύση με θαυμασμό ως οι ηρωικοί οιονεί κληρονόμοι της αρχαίας Ελλάδας (όπου εν πολλοίς βασιζόταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός) που εξεγέρθηκαν κατά του Οθωμανού δυνάστη, παράλληλα όμως από αμήχανα έως απαξιωτικά λόγω διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, ιστορικής διαδρομής και παραδόσεων, κατάφερε –με χίλια δυο ζόρια και αρκετά πισωγυρίσματα, αλλά τα κατάφερε–, σχεδόν δύο αιώνες μετά, να συμπεριλαμβάνεται στην ευημερούσα ζώνη του πλανήτη, ωσότου μια μεγάλη και πολυεπίπεδη κρίση, εξωγενής κι ενδογενής ταυτόχρονα, την πλήγωσε βαθιά. Και είναι πολλά τα σαθρά θεμέλια που έχουν αποκαλυφθεί στο όλο νεοελληνικό οικοδόμημα, προβληματίζοντας για τη συνέχεια της πορείας του σε καιρούς ταραγμένους. Την τεθλασμένη, κακοτράχαλη, βασανιστική αυτή ιστορική πορεία με τις λαμπρές στιγμές αλλά και τις πολλές απογοητεύσεις, καθώς και την ιδιόμορφη σχέση «αγάπης και μίσους» που διαχρονικά διατηρούμε με τους Δυτικοευρωπαίους και αντιστρόφως επιχείρησε να καταγράψει με τρόπο απλό και κατανοητό ο συγγραφέας αυτού του έργου, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κάτοχος παλαιότερα της έδρας σπουδών για τη Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα στην παρισινή EHESS. Ο ίδιος δηλώνει αποκαρδιωμένος και «μάλλον απαισιόδοξος» για τις εξελίξεις, τουλάχιστον όσο σύσσωμο το πολιτικό σύστημα διατηρεί την ίδια νοοτροπία και όσο καθυστερούν μείζονος σημασίας αλλαγές σε ζωτικούς τομείς, από τη δημόσια διοίκηση μέχρι τον παραγωγικό τομέα – καταρχάς στο περιεχόμενο και τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, καθώς τονίζει. Πηγή:

    — Αναφερόμενος στο βιβλίο σας στη μεταπολεμική Ελλάδα, κάνετε λόγο για λειτουργία ενός κοινοβουλευτικού συστήματος με φιλελεύθερες αρχές που όμως δεν διστάζει να προσφεύγει σε έντονα κατασταλτικά μέτρα, καθώς και για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού που εξαναγκάζεται να μεταναστεύσει για να επιβιώσει. Δεν βρίσκετε κάποιες ομοιότητες με αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια;

    Καμία σχέση. Αντίθετα με τότε, σήμερα έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην υπερβολή της θα έλεγα! Ούτε διώξεις λόγω πολιτικών φρονημάτων, ούτε απαγορεύσεις κομμάτων έχουμε, ούτε εξόριστοι στα νησιά υπάρχουν, αφήστε που ούτε καν φανταζόμαστε πόσο πιο τρομακτική ήταν η φτώχεια εκείνης της περιόδου. Μην ξεχνάμε ότι, παρά την κρίση, η Ελλάδα εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις πλέον ευημερούσες χώρες του κόσμου, η πρόοδος δηλαδή έκτοτε είναι ασύλληπτη. Υπάρχει έπειτα μια ακόμη ειδοποιός διαφορά, ότι τα δύσκολα χρόνια ξεπεράστηκαν τότε σχετικά γρήγορα, η οικονομία ανέκαμψε θεαματικά, το ίδιο και η χώρα. Εντάξει, διέφερε και το διεθνές περιβάλλον, αυτό όμως δεν υποβιβάζει το επίτευγμα. ————-

    — Λέγεται συχνά ότι και το ’21 δεν θα πετύχαινε δίχως ξένη βοήθεια, ότι αν δεν γινόταν το Ναβαρίνο, ήταν καταδικασμένο.

    Αυτό είναι σίγουρο. Όταν ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Πελοπόννησο η Επανάσταση είχε ήδη παρακμάσει, οι μισοί Έλληνες πολεμούσαν τους άλλους μισούς, επικρατούσε χάος. Το καλό βέβαια στην περίπτωσή μας ήταν ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν επίσης σε κακή κατάσταση, με τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να πασχίζει να μεταρρυθμίσει την αυτοκρατορία και τον στρατό του.

    ———————–

    — Εκτός, βέβαια, από τους Δυτικοευρωπαίους που αποθέωναν την αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν κι εκείνοι που απαξίωναν οτιδήποτε συνέβη στον ελλαδικό χώρο μετά την κλασική εποχή.

    Ναι, υπήρχε και αυτή η πλευρά. Για τον Ντιροζέλ π.χ. η ιστορία της Ευρώπης ξεκινά από τον Καρλομάγνο, με τη Ρώμη αλλά και την αρχαία Ελλάδα καθώς και το Βυζάντιο εκτός. Οπότε, ενώ άλλοι έβλεπαν τους σύγχρονους Έλληνες ως απογόνους των αρχαίων, που πάλευαν να ορθοποδήσουν ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς, άλλοι τους έβρισκαν κάθε άλλο παρά αντάξιους εκείνων. Εξάλλου, αρκετοί φιλέλληνες που είχαν ταξιδέψει στην Ελλάδα έχοντας μια εντελώς ιδεατή εικόνα γι’ αυτήν, γρήγορα απογοητεύονταν από την πραγματικότητα! Πηγή:
    ———————-

    — Ισχύει ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικρασίας είχαν μάλλον αρνητική στάση απέναντι στον ξεσηκωμό;

    Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό. Απλώς βρίσκονταν πολύ κοντά στα μεγάλα κέντρα εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανάμεσα σε συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, άρα ήταν μηδενικές οι δυνατότητες επιτυχίας. Εκείνη που ήταν πιο επιφυλακτική ήταν η άρχουσα τάξη, οι Φαναριώτες, οι μεγαλέμποροι κ.λπ., γιατί γνώριζαν ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα έχαναν όλα τους τα προνόμια, τον πλούτο, τις ζωές τους ακόμα. Μέχρι και οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι που αρχικά είχαν στηρίξει και χρηματοδοτήσει τον αγώνα σε μια φάση που και οι ίδιοι πιέζονταν αφόρητα από την οθωμανική εξουσία, αδρανοποιήθηκαν οι περισσότεροι μετά την απόβαση του Ιμπραήμ, ευελπιστώντας να διατηρήσουν τα κεκτημένα αν εκείνος επικρατούσε.

    ——————

    — Γράφετε ότι ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ήταν κατά βάση μια πρωτοβουλία περιθωριακών ελίτ.

    Ναι, γιατί αφενός δεν ήταν μια παλλαϊκή εξέγερση, αφετέρου επειδή οι κυρίαρχες ελίτ φοβούνταν οποιαδήποτε αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος, στο οποίο όφειλαν την κοινωνική τους θέση. Ούτε η «κορυφή» ούτε ο «πυθμένας» κάνανε την Επανάσταση: οι Φαναριώτες που συντάχθηκαν μαζί της είτε είχαν πέσει σε δυσμένεια και απολέσει τα αξιώματά τους είτε είχαν εξοριστεί (όπως οι Υψηλάντης και Μαυροκορδάτος). Όσο για τη Φιλική Εταιρεία, τα μέλη της, πέρα από κάποιους επώνυμους οπλαρχηγούς και καραβοκύρηδες, ήταν κυρίως μικρομεσαίοι έμποροι και αστοί. Ούτε καν τον Κοραή δεν είχε «συγκινήσει»! ——————–

    — Αρκετός λόγος έχει γίνει επίσης για το πόσο διαφορετική πορεία θα ακολουθούσε η ελεύθερη πλέον Ελλάδα αν δεν δολοφονούνταν τόσο γρήγορα ο πρώτος της κυβερνήτης, ο Καποδίστριας.

    Η δολοφονία αυτή ήταν σίγουρα μια δυσάρεστη εξέλιξη, εντούτοις δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το εγχείρημα του Καποδίστρια, έτσι όπως το είχε κατά νου, θα πετύχαινε. Πέρα από τα λάθη τακτικής, πολύ δύσκολα θα εγκαθιστούσε σε μια χώρα ερημωμένη από τον πόλεμο, κατακερματισμένη και δίχως έστω στοιχειώδεις υποδομές μια ισχυρή κεντρική εξουσία που θα επιβαλλόταν σε όλες τις τοπικές ολιγαρχίες. Εδώ δεν το κατάφεραν αυτό ούτε οι Βαυαροί, που και στρατό έφεραν και πολύ περισσότερα χρήματα είχαν!
    —————————

    — Συνηθίζουμε να μεμφόμαστε την Τουρκοκρατία ως πηγή σχεδόν όλων των δεινών του νεοελληνικού κράτους, από τη γραφειοκρατία μέχρι τις πελατειακές σχέσεις. Είναι αλήθεια ή εθελοτυφλούμε;

    Το στερεότυπο αυτό αποτελεί άλλη μια προσπάθεια να αποφύγουμε τις ευθύνες που έχουμε για την κατάσταση και τα προβλήματά μας. Είναι κάτι αντίστοιχο του «για όλα φταίνε οι ξένοι». Το να καταφεύγεις σε ό,τι συνέβη πριν από 200 χρόνια για να εξηγήσεις τα προβλήματά του σήμερα είναι μάλλον παιδαριώδες και αφελές. Μια ώριμη κοινωνία δεν ανατρέχει στο παρελθόν για να διαπιστώσει κάποια προβλήματα, απλώς τα λύνει.

    —————————

    …………………………………………………………….
    …………………………………………………………….

    http://www.lifo.gr/articles/book_articles/185561/kostas-kostis-i-epanastasi-toy-21-itan-protovoylia-mias-perithoriakis-elit

  52. Η Κύπρος και η ελληνική επανάσταση

    Ύστερα από τη σκληρή δουλεία αιώνων, οι ‘Ελληνες επαναστάτησαν το 1821 διεκδικώντας με το σπαθί και το ντουφέκι την ελευθερία τους. Η επανάσταση εκείνη, πλήρης επεισοδίων ηρωισμού, ανδρείας, ολοκαυτωμάτων, αυτοθυσίας και αυταπάρνησης, οδήγησε στην απελευθέρωση μικρού τμήματος του ελληνικού χώρου και στη δημιουργία ελευθέρου Ελληνικού κράτους. Οι επιπτώσεις του τιτάνιου εκείνου αγώνα επί της Κύπρου ήσαν πολλές και σημαντικές, όσο και τραγικές. Και ήσαν τόσο άμεσες, όσο και απορρέουσες αλλά και μακροπρόθεσμες.

    Η Κύπρος, για διάφορους λόγους που θα δούμε πιο κάτω, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα άλλα ελληνικά μέρη και να επαναστατήσει και αυτή. Παρά ταύτα, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα αίματος. Αλλά και πέραν του κυπριακού χώρου, στην επαναστατημένη Ελλάδα, πολλοί Κύπριοι πολέμησαν εθελοντικά και αρκετοί έχυσαν το αίμα τους. Αξιόλογοι Κύπριοι, εξάλλου, μαρτυρείται ότι είχαν εργαστεί και για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, μεταξύ δε των μυημένων μελών της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσις που προετοίμασε την επανάσταση, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και, προφανώς, οι λοιποί ιεράρχες και άλλοι παράγοντες του νησιού, κληρικοί και λαϊκοί. Μεταξύ των Κυπρίων μαρτύρων υπέρ της ελληνικής ελευθερίας θα πρέπει να μνημονεύσουμε πρώτον τον εκ των συντρόφων του Ρήγα Φεραίου, τον Κύπριον Ιωάννην Καρατζάν.

    Ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος, γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1767. Δεν είναι γνωστό πότε έφυγε από την Κύπρο, πού πήγε και τι έκανε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1790 οπότε και παρουσιάστηκε στο ιστορικό προσκήνιο, εγκατεστημένος στην Πέστη (Βουδαπέστη) της Ουγγαρίας, εργαζόμενος ως νεωκόρος της εκεί ελληνικής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ασχολούμενος ταυτόχρονα με εκδόσεις έργων σχετικών προς αρχαίους ‘Ελληνες φιλοσόφους (ένα τέτοιο έργο είχε εκδώσει στη Βιέννη το 1792). Συνεπώς ο Καρατζάς θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας των συνεχιστών του ελληνικού διαφωτισμού που απετέλεσε ισχυρό υπόβαθρο για την Ελληνική επανάσταση. Είναι άγνωστο πότε και πώς συνδέθηκε με το φλογερό Ρήγα Φεραίο ο οποίος και διαλαλούσε την εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων. ‘Αγνωστος είναι επίσης ο βαθμός συμμετοχής του Καρατζά στις επαναστατικές προετοιμασίες και δραστηριότητες του Ρήγα Φεραίου στα Βαλκάνια κατά του οθωμανικού ζυγού. ‘Οταν οι αυστριακές αρχές συνέλαβαν τον Ρήγα και 17 συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και ο Ιωάννης Καρατζάς, ο τελευταίος αρνήθηκε – φυσικά οποιαδήποτε ανάμιξή του σε επαναστατικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του. Από το πρακτικό των ανακρίσεων προκύπτει ότι ο Καρατζάς επέμενε μέχρι τέλους ότι απλώς είδε μια επαναστατική προκήρυξη του Ρήγα, τη διάβασε από περιέργεια και, όταν αντελήφθη «το σκανδαλώδες» περιεχόμενό της, πήγε στον αρμόδιο λογοκριτή βιβλίων για να καταγγείλει την κυκλοφορία της. Αντίθετα, οι αυστριακές ανακριτικές αρχές επέμεναν ότι ο Καρατζάς σκόπευε να αντιγράψει και κυκλοφορήσει την προκήρηξη, συνεπώς τον θεώρησαν ύποπτο συνωμοσίας.

    Οι αυστριακές αρχές, φοβούμενες επιπτώσεις στη χώρα από τυχόν επανάσταση στην Ελλάδα και ανάφλεξη γενικότερα στα Βαλκάνια, κι αφού εξασφάλισαν ορισμένα ανταλλάγματα από τους Οθωμανούς, παρέδωσαν σ’ αυτούς στις 9 Μαΐου 1798 τους ακόλουθους 8 επαναστάτες: Ρήγα Φεραίο, 40 χρόνων, από τη Θεσσαλία, Ευστράτιον Αργέντη, 31 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Δημήτριον Νικολαΐδη, 32 χρόνων, γιατρό από την ‘Ηπειρο, Αντώνιον Κορωνιόν, 27 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Θεοχάρην Τουρούντζιαν, 22 χρόνων, έμπορο από τη Μακεδονία, Ιωάννην Εμμανουήλ, 24 χρόνων, φοιτητή ιατρικής από την Καστοριά, Παναγιώτην Εμμανούλ, 22 χρόνων, αδελφό του προηγούμενου, υπάλληλο από την Καστοριά και Ιωάννην Καρατζάν, 31 χρόνων από την Κύπρο. Και οι 8 αυτοί επαναστάτες ήσαν Οθωμανοί υπήκοοι εφ’ όσον κατάγονταν από μέρη που κατέχονταν από τους Οθωμανούς. Οι υπόλοιποι από τους συλληφθέντες συνεργάτες του Ρήγα, που είχαν αυστριακή ή άλλη ευρωπαϊκή υπηκοότητα, εκτοπίστηκαν και η περιουσία τους δημεύθηκε αλλά δεν παραδόθηκαν στις οθωμανικές αρχές. Ο Ρήγας και οι άλλοι 7 φυλακίστηκαν στο Βελιγράδι κι εκεί, ύστερα από εντολή της Υψηλής Πύλης, εκτελέστηκαν με στραγγαλισμό το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1798, τα δε σώματά τους ρίχθηκαν στο Δούναβη. Διαδόθηκε ύστερα ότι πνίγηκαν ενώ προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.

    Μεταξύ των άλλων Κυπρίων ηρωομαρτύρων της Ελληνικής επανάστασης αρκετοί είναι επώνυμοι και μερικοί πολύ γνωστοί, αναφέρονται δε στο επόμενο κεφάλαιο. Πολλοί άλλοι παραμένουν αφανείς και άγνωστοι ήρωες του μεγάλου εκείνου αγώνα.

    Η έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης ήταν, φυσικά αδύνατο να μην επηρεάσει καίρια και την Κύπρο. ‘Οπως χαρακτηριστικά αρχίζει και ο εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης το επικό ποίημα του 9η Ιουλίου.

    Αντάν αρκ’έψαν οι κρυφοί ανέμοι τζ’ εφυσούσαν

    τζ’ αρκίνησεν εις τήν Τουρτζ’ιάν νά κρυφοσυννεφκιάζη

    τζ’αί πού τές τέσσερις μερκές τά νέφη εκουβαλούσαν

    ώστι νά κάμουν τόν τζ’αιρόν ν’ αρκέψη νά στοιβάζη

    εισ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’η τζ’ύπρου το κρυφόν της

    μέσ’ στούς ανέμους τούς κρυφούς εισ’ εν τό μερτικόν της.

    Τζ’ αντάν εφάνην η στραπή εις τού Μωριά τά μέρη

    τζ’ εξάπλωσεν τζ’ ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,

    τζ’ ούλλα ’ξηλαμπρατζ’ ήσασιν τζ’ αί θάλασσα τζ’ αί ξέρη,

    είσ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’ η τζ’ ύπρου τα κακά της.. .

    Η ανάμιξη και οι ενέργειες Ελλήνων Κυπρίων, και δη του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού καθώς και άλλων σημαινόντων ανδρών στο όλο ζήτημα της Ελληνικής επανάστασης του 1821 χρονολογούνται πιο πριν από την εορταζόμενη ως επίσημη ημερομηνία έναρξης του αγώνα, δηλαδή την 25η Μαρτίου 1821. Επαρκείς μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η Φιλική Εταιρεία, η μυστική δηλαδή οργάνωση που προετοίμασε την επανάσταση, είχε επαφές και στην Κύπρο απ’ όπου και άντλησε κάποια οικονομική και άλλη ενίσχυση, όπως εξάλλου άντλησε από πάρα πολλά μέρη στα οποία βρίσκονταν και δρούσαν διασκορπισμένοι οι ‘Ελληνες.

    Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες πληροφορίες, πρώτος ο Φιλικός Δημήτριος ‘Ιπατρος από το Μέτσοβο είχε επισκεφθεί την Κύπρο προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και είχε μυστικές επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, και άλλους παράγοντες. Αποτέλεσμα της επίσκεψης και των επαφών του Ιπάτρου στην Κύπρο ήταν και η εξασφάλιση της υπόσχεσης τόσο του αρχιεπισκόπου όσο και διαφόρων προκρίτων να συνδράμουν όσο και όπως μπορούσαν τον προετοιμαζόμενο αγώνα. Κατόπιν τούτου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο αρχηγός της προετοιμαζόμενης επανάστασης, εξουσιοδότησε λίγο αργότερα το δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα να ταξιδεύση στην Αίγυπτο και στην Κύπρο για να εισπράξει τις υπέρ του αγώνα εισφορές από τους Φιλικούς που διέμεναν στα μέρη αυτά. Το σχετικό έγγραφο του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα αναφέρει:

    .. Εγχείρησα εις τόν ρηθέντα κύριον Αρχιμανδρίτην Δικαίον [τον γνωστό φλογερό αγωνιστή Παπαφλέσσα] γράμματα πρός τούς αδελφούς εις Αίγυπτον καί πρός τόν άγιον Κύπρου. Παραλάβατε τα γράμματα ταύτα καί κινήσατε αμέσως πρός τά μέρη εκείνα, διά νά φανερώσητε πρός τούς αγαθούς συμπατριώτας μας, ότι η εφετή ώρα τής εκτελέσεως τού Ιερού ημών σκοπού δέν είναι μακράν, καί νά τούς παρακινήσητε διά νά καταβάλλωσιν όχι μόνον όσα έκαστος ευόρκως υπεσχέθη, άλλά καί άλλα περισσότερα ακόμη διά τήν μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην, επιστρέφοντες δέ εκείθεν περνάτε διά τής Κύπρου, όπου εγχειρίζοντες τό γράμμα πρός τόν αρχιερέα, τόν παρακινήτε νά συνεισφέρη τά τής υποσχέσεώς του, τά οποία παραλαμβάνοντες αποπλέετε πάραυτα ή μόνος ή καί μετά τινος ανθρώπου τού Αρχιερέως διά τήν Παλαιάν Πάτραν τής Πελοποννήσου, όπου παραδίδετε τά πάντα εις χείρας τού κυρίου Ιωάννου Παππά Διαμαντοπούλου παρά τού οποίου λαμβάνετε τάς αναγκαίας αποδείξεις. Ο ζήλος καί η προθυμία σας μέ βεβαιώνουσιν ότι τά έργα σας θέλουσιν είσθαι ανώτερα τών ελπίδων μου, διά τούτο δέν σάς παροτρύνω περισσότερον, αλλά σάς ασπάζομαι φιλικώς καί μένω όλος

    εύνους αδελφός σας

    Αλέξανδρος Υψηλάντης

    Ισμαήλ, τήν 8 Οκτωβρίου 1820.

    Από την πιο πάνω σωζόμενη επιστολή του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα προκύπτει σαφώς ότι ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε ρητά υποσχεθεί κάποιες συνεισφορές για τη μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην. ‘Ετσι ο Υψηλάντης έστελλε τώρα έναν έμπιστό του, τον Πελοπίδα, να ζητήσει τις υπεσχημένες συνεισφορές που, προφανώς ήσαν βασικά χρηματικές. Η επιστολή την οποίαν ο Υψηλάντης έστειλε μέσω του Παπαφλέσσα στον Πελοπίδα για να τη δώσει ο ίδιος – ως διαπιστευτήριό του – στον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, είχε ως εξής:

    undefined Πρός τον Μακαριώτατον καί Θεοπρόβλητον Μητροπολίτην τής Νήσου Κύπρου Κύριον Κύριον Κυπριανόν, προσκυνητώς Εις κύπρον Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα, ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος ‘Ιπατρος μέ εβεβαίωσε περί τής γενναίας συνεισφοράς, τήν οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόνδιά τό σχολείον τής Πελοποννήσου.

    ‘Οθεν ως γενικός έφορος τού σχολείου τούτου κρίνω χρέος μου απαραίτητον νά ευχαριστήσω τήν Υμετέραν Μακαριότητα καί νά τήν ειδοποιήσω ότι η έναρξις τού Σχολείου τούτου εγγίζει. Διά τούτο, λοιπόν, στέλλω εξεπίτηδες τόν κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή καί πάσης πίστεως άξιον διά νά τήν βεβαιώση καί διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν τού ιερού τούτου καταστήματος. ‘Ας ταχύνη λοιπόν, η υμετέρα Μακαριότης νά εμβάση τόσον τής υμετέρας Μακαριότητος τάς συνεισφοράς, όσον καί τών λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς είναι είτε ζωοτροφίας προς τόν εν Παλαιά Πάτρα τής Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή μέ άνθρωπον της επίτηδες ή μέ τόν κομιστήν τού παρόντος μου.

    ‘Ων δέ ευέλπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή νά δείξη τήν συνεισφοράν αξίαν τού μεγάλου ζήλου καί πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της τού ποιμνίου, εξικετεύω τάς μακαρίους Αυτής ευχάς καί μένω μέ βαθύ σέβας, τής υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές Αλέξανδρος Υψηλάντης Ισμαήλ τήν 8ην Οκτωβρίου 1820.

    Στην πιο πάνω επιστολή του Υψηλάντη παρατηρούμε ότι ζητείται η γενναία συνεισφορά τόσον του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κυπριανού όσον και των λοιπών αυτού [ στην Κύπρο] ομογενών, άρα και αρκετοί άλλοι Κύπριοι είχαν ήδη μυηθεί – εκτός από τον Κυπριανόν – στη Φιλική Εταιρεία. Η συνεισφορά των Κυπρίων εζητείτο διά το σχολείον της Πελοποννήσου. Σύμφωνα προς τον συνωμοτικό τρόπο με τον οποίο εργαζόταν η Φιλική Εταιρία, στη διεξαγόμενη αλληλογραφία της απεφεύγετο η οποιαδήποτε αναφορά με άμεσο τρόπο στην προετοιμαζόμενη επανάσταση. Ειδικότερα για τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις, συνήθως αυτές εζητούντο με το δικαιολογητικό ότι επρόκειτο ν’ ανεγερθεί κάποιο σχολείο, ή ότι επρόκειτο να επιδιορθωθεί κάποιο μοναστήρι, ή ότι επρόκειτο να βοηθηθεί κάποιος φίλος έμπορος που είχε οικονομικές δυσκολίες κλπ. Ο Υψηλάντης γράφει, λοιπόν, στον Κύπριο ιεράρχη με την ιδιότητά του ως «γενικού εφόρου» του σχολείου που εδημιουργείτο, ταυτόχρονα δε παρέχει την πληροφορία ότι η έναρξις τού Σχολείου εγγίζει, ότι δηλαδή επλησίαζε η ώρα έναρξης της επανάστασης.

    Από τους επίσημους σωζόμενους καταλόγους μελών της Φιλικής Εταιρείας φαίνεται η μύηση δυο Κυπρίων που ζούσαν και δρούσαν εκτός Κύπρου: του δασκάλου Χαραλάμπου Μάλη, ο οποίος μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Οκτωβρίου 1819 από τον Παπαφλέσσα, καθώς και του Νικολάου Θησέως, εμπόρου στη Μασσαλία, ο οποίος συνεισέφερε μέσω του Μάλη 250 γρόσια υπέρ του αγώνα. Και οι δυο αυτοί άνθρωποι υπήρξαν αργότερα σημαντικοί αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης(ο δεύτερος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Θησέων, συγγενή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και ο Κύπριος την καταγωγή κληρικός Φιλόθεος, επίσκοπος Δημητσάνης, που στη συνέχεια ο ίδιος αυτός ηρωομάρτυρας μύησε μαζικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνης, πράγμα που αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της επανάστασης. Στην Κύπρο, εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, θα πρέπει να είχαν μυηθεί και οι τρεις επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, καθώς και πολλοί λαϊκοί, πρόκριτοι και άλλοι. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του επισκόπου Πάφου Χρυσάνθου Β’, στο σωζόμενο σουλτανικό έγγραφο περί εκτελέσεώς του, το 1821, γίνεται λόγος για «καταχθονίους πράξεις» του επειδή «απειργάζετο την πικρίαν των ραγιάδων».

    ……….

  53. ……………………

    Δε γνωρίζουμε εάν ο απεσταλμένος του Υψηλάντη πήρε τελικά και μετέφερε στην Πελοπόννησο τις συνεισφορές του αρχιεπισκόπου και άλλων Κυπρίων και ποιου ύψους ήσαν αυτές. Θεωρείται, πάντως, δεδομένο ότι οι συνεισφορές έγιναν, τόσο χρηματικές όσο και εις είδη ανάγκης. Δεν υπάρχουν πάντως συγκεκριμένα στοιχεία- εφόσον μάλιστα τα πάντα εγίνοντο μυστικά και με τρόπους συνωμοτικούς. Για τις υλικές συνεισφορές των Ελλήνων της Κύπρου στον αγώνα ομιλεί και η παράδοση, που μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι ο γνωστός ήρωας της επανάστασης Κωνσταντίνος Κανάρης είχε επισκεφθεί με τα καράβια του την Κύπρο, ότι προσήγγισε το νησί, κατά διαφορετικές εκδοχές, σε τρία διαφορετικά σημεία των βορείων και βορειοανατολικών ακτών, κι ότι είχε παραλάβει από εδώ τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι ο πυρπολητής είχε έλθει στην Κύπρο (παραλιακή περιοχή της Λαπήθου) στις 19 Ιουνίου 1821, και αφού διαπίστωσε ότι δέν είχεν επιστεί ακόμη ο δι’ εξέγερσιν τής Κύπρου καιρός, απήλθε λαβών τρόφιμα διά τούς εν Ελλάδι αγωνιστάς. Παρόμοια γράφει και ο Γ. Κηπιάδης.

    ‘Ισως πάλι ο μεγάλος αυτός θαλασσινός ήρωας του 1821 να προσήγγισε την Κύπρο αργότερα, ο ίδιος ή καράβια του, όπως για παράδειγμα το 1827, όταν συμμετείχε (το Μάιο-Ιούνιο) στην υπό τον Κόχραν επιχείρηση πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Στην επιστροφή από την ανεπιτυχή αυτή ναυτική εκστρατεία, δεν είναι απίθανο ελληνικά καράβια να προσήγγισαν τις ακτές της Κύπρου για ανεφοδιασμό, αφού ο στόλος είχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων και νερού, σύμφωνα προς την αναφορά του Κόχραν στις 7 Ιουνίου 1827. Μπορεί ακόμη η θρυλούμενη επίσκεψη του Κανάρη να συνέβη πιο πριν, μεταξύ 1822 και 1823, οπότε πολλές φορές ελληνικά καράβια βρέθηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου σύμφωνα προς διάφορες προξενικές αναφορές. Για παράδειγμα, στις 8 Ιουλίου 1823 ο πρόξενος της Γαλλίας στην Κύπρο Mechain αναφέρει ότι 12 ελληνικά πλοία από τα Ψαρά (πατρίδα του Κανάρη) είχαν έλθει στην Κύπρο για προμήθειες. Σε άλλο έγγραφό του, της 9ης Οκτωβρίου 1822, ο ίδιος πρόξενος αναφέρει ότι ο (Τούρκος) κυβερνήτης της Κύπρου έχει την υποψία ότι τα ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στα κυπριακά νερά, είχαν φορτώσει πολλές προμήθειες από την Κύπρο. Ο ίδιος πρόξενος πάλι, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1822, αναφέρει ότι η άφιξη ελληνικών καραβιών στην Κύπρο επαύξησε το φανατισμό και την ανησυχία των Τούρκων που, όπως φοβόταν, θα έπαιρναν μέτρα κατά των φτωχών Κυπρίων.

    Κατά την παράδοση των μεγάλων οικογενειών της Λαπήθου και του Καραβά, ο Κανάρης έμεινε μερικές νύκτες στην οικία του προκρίτου Πασπάλλα στην Αγία Παρασκευή Λαπήθου. Η εξαιρετική αυτή οικία με οικόσημα σωζόταν ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Κατά την παράδοση του Καραβά, ο Κανάρης μετέβη και στον Καραβά κρυπτόμενος και βοηθούμενος από τις μεγάλες οικογένειες του χωριού. Στους χωρικούς παρέδωσε όπλα και πήρε απ’ αυτούς τρόφιμα και χρήματα μέσα σε νεκροκρέββατα, σε εικονικές κηδείες.

    Οι μαρτυρούμενες επανειλημμένες τροφοδοσίες των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο, που γίνονταν πρόθυμα και παρά τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι Κύπριοι χωρικοί που φρόντιζαν για τη συγκέντρωση των προμηθειών, καθώς και οι διάφορες επαφές των Κυπρίων ιεραρχών και προκρίτων με τους ‘Ελληνες επαναστάτες, δεν ήσαν οι μοναδικές κυπριακές αναμίξεις στον αγώνα. Η κυριότερη κυπριακή συμβολή στην Ελληνική επανάσταση στάθηκε η μετάβαση πολλών Ελλήνων Κυπρίων στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όπου κι εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώματα και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών.

    Η προ της επαναστάσεως δραστηριότητα μελών της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης από το νησί για τον αγώνα. Φαίνεται ότι είχε καταβληθεί επίσης προσπάθεια όπως η επανάσταση κηρυχθεί και στην Κύπρο, ταυτόχρονα με την έναρξή της στην υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, προς τούτο δε έγιναν και εδώ μυήσεις. Για τον ίδιο σκοπό και άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας επεσκέφθησαν πιθανώς την Κύπρο, ενώ εστάλη κρυφά και διενεμήθη και διαφωτιστικό υλικό. Η υπόγεια κρύπτη στο κτίριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής, πιστεύεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί για την απόκρυψη Φιλικών. Τελικά όμως η Κύπρος δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει την επανάσταση, εξαιτίας:

    α) Της απροθυμίας των ηγετών και των αρχόντων να ξεσηκωθούν και υποστηρίξουν το κίνημα.

    β) Της σχετικής έλλειψης όπλων και λοιπού πολεμικού υλικού.

    γ) Των πολλαπλών δυσχερειών που πήγαζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης της Κύπρου από τις εστίες της επανάστασης.

    undefined

    Δεν είναι εξακριβωμένο εάν Φιλικοί που επεσκέφθησαν την Κύπρο, όπως ο ‘Ιπατρος, ο Πελοπίδας και ενδεχομένως και άλλοι, ή ακόμη και αγωνιστές όπως ο Κωνσταντίνος Κανάρης, συζήτησαν με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν και άλλους Κυπρίους το ενδεχόμενο εξέγερσης και της Κύπρου. Τούτο όμως θα πρέπει, φυσιολογικά να είχε συζητηθεί. Δε γνωρίζουμε τις επί του προκειμένου θέσεις του Κυπριανού και των άλλων παραγόντων του νησιού και τις δικαιολογίες που είχαν προβάλει, βέβαιον όμως πρέπει να θεωρηθεί το ότι ετάχθησαν κατά της επέκτασης της επανάστασης και στην Κύπρο, όπως προκύπτει και από σχετική απόφαση των Φιλικών που είχε ληφθεί στο Ισμαήλ την 1η Οκτωβρίου 1820 (δες πιο κάτω). Εξάλλου, δε μαρτυρείται καμιά απολύτως προπαρασκευή ή διεργασία στην Κύπρο προς την κατεύθυνση της εξέγερσης.

    Τόσο ο Κυπριανός όσο και οι λοιποί παράγοντες, με εξαίρεση ίσως τον επίσκοπο Πάφου, προφανώς είχαν αρνηθεί να κηρύξουν την επανάσταση και στην Κύπρο και να ακολουθήσουν την αγωνιστική πορεία όλων των άλλων Ελλήνων. ‘Ισως από φόβο, ίσως επειδή εκρίθη ότι μια εξέγερση στην Κύπρο, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, δε θα είχε πιθανότητες επιτυχίας, ίσως επειδή υφίσταντο και άλλα προβλήματα (το απειροπόλεμο των κυπρίων, η έλλειψη οπλισμού, η μη ύπαρξη καραβιών κλπ). Ο Κυπριανός, αν και εφάνη πρόθυμος να δώσει χρήματα (ίσως να ήταν ένας βολικός τρόπος να «απαλλαγεί» από τους Φιλικούς), πάντως δε φαίνεται να είχε πρόθεση να ξεσηκώσει και την Κύπρο σε επανάσταση. Είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τόσο ο Κυπριανός όσο και οι διάφοροι προύχοντες αισθάνονταν αρκετά ικανοποιημένοι με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων (με τους ιδίους στην κορυφή και με εξασφαλισμένη τη δική τους άνετη διαβίωση) ώστε να μη φανούν πρόθυμοι να εμπλακούν στις μεγάλες και επικίνδυνες περιπέτειες ενός αγώνα απελευθέρωσης του οποίου η έκβαση ήταν αβέβαιη. Ο εθνικός βάρδος της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, στο επικό του ποίημα της 9ης Ιουλίου, βάζει στο στόμα του Κυπριανού, κατά το διάλογό του με τον τότε Τούρκο κυβερνήτη Κουτσιούκ Μεχμέτ, λόγια σαν κι αυτά:

    – ‘Εν τζ’ ήρταν, Μουσελλίμ – αγά, πάνω στον τόπον άλλοι

    τζ’ εφέραν άρματα κρυφά τζ’ έννα μας καταγνώσης.

    Εδώκαμέν σου τ’ άρματα ούλλοι, μιτσ’ οί τζ’ αί μιάλοι

    ευτύς ότι τζ’ εγύρεψες νά μάς ιξαμαρτώσεις.. .

    Η προθυμία παράδοσης των αρμάτων που κατείχαν οι Κύπριοι ραγιάδες στις οθωμανικές αρχές, με προτροπή του Κυπριανού, τονίζεται εδώ από τον ποιητή. Επίσης, εκείνη η τραγική κατάφαση που βάζει ο ποιητής στα χείλη του Κυπριανού

    – Σφάξε μας ούλλους τζ’άς γενή τό γαίμαν μας αυλάτζ’ιν.. . δεν είναι τόσο τιμητική ούτε για τον ίδιο ούτε και για τον Ελληνισμό της Κύπρου, αν και εδώ τονίζεται η αδυναμία των Κυπρίων να πράξουν κάτι διαφορετικό, οπότε αποδέχονται καρτερικά – αλλά τουλάχιστον με περηφάνεια – τη μοίρα τους, επαναλαμβάνοντας το γνωστό σφάξε με, αγά μου, ν’αγιάσω.

    Κάποιες κινήσεις που σημειώθηκαν τότε στην Κύπρο και θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ως πολεμικές προπαρασκευές προς επανάσταση (φυλλάδια, φορτίο από μπαρούτι κλπ.) δεν οφείλονταν στον Κυπριανόν και στους περί αυτόν προύχοντες αλλά σε άλλους και ιδίως στον αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτον Θησέα, της συγγενούς όμως προς τον Κυπριανόν οικογένειας των Θησέων.

    Δυο από τις σωζόμενες εγκυκλίους του Κυπριανού σχετίζονται με το όλο θέμα. Η πρώτη, που βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών, ήταν ημερομηνίας 22 Απριλίου 1821 και καλούσε τους Χριστιανούς να παραδώσουν τα όπλα που ενδεχομένως κατείχαν:

    .. . Ευλαβέστατοι ιερείς καί λοιποί πάντες ευλογημένοι Χριστιανοί τής ευαγούς πόλεως Λευκωσίας, πατρικώς ευχόμενοι ευλογούμεν πάντας υμάς. Είμεθα βέβαιοι ότι η χθεσινή πράξις, ήτοι η ζήτησις τών όπλων, σάς εθορύβησεν ούκ ολίγον, τό οποίον καί ημείς εξεύροντες ότι έχει νά σάς θορυβήση, επασχήσαμεν πάσι τρόποις νά τό εμποδίσωμεν. Πλήν, μέ τό νά ήτον αυτό τό πράγμα δι’υψηλού προσκυνητού βασιλικού ορισμού, η εξουσία ηθέλησε νά τό κυρώση.. . ‘Αν μερικοί οπού έχουν όπλα καί δέν τά έδωσαν, άς τά φέρουν εις ημάς νά τά δώσωμεν ημείς, καί εν καιρώ τώ προσήκοντι θέλομεν ενεργήσει νά τοίς επιστραφώσιν οπίσω. Ούτω ποιήσατε ως γράφομεν υμίν εντελλόμενοι πατρικώς.. . 1821 Απριλίου 22.

    Ο Κύπρου καί ευχέτης ημών.. .

    Η δεύτερη εγκύκλιος του Κυπριανού, που βρίσκεται καταχωρημένη στον Κώδικα Α’ της Αρχιεπισκοπής, κυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου 1821 και μ’ αυτήν ο αρχιεπίσκοπος καλούσε το ποίμνιό του να παραμείνει αδρανές και να συμπεριφέρεται ραγιάτικα (=δουλικά), ακόμη και στον τρόπο ντυσίματος (δεδομένου ότι πολύχρωμα φορέματα χρησιμοποιούσαν μόνο οι αφέντες):

    .. . προσέχετε διά τόν Θεόν τέκνα, νά μήν υποπέσετε εις τό παραμικρόν ελάττωμα, μήτε μέ λόγον μήτε μέ έργον, διότι όποιος εις τοιούτους καιρούς είναι απρόσεκτος, εις τούς λόγους του ή εις τά έργα του, παιδεύεται με κεφαλικήν τιμωρίαν(όσοι δέ, φυλάξουν τήν οφειλομένην ευπείθειαν, οι τοιούτοι, κοντά οπού δέν θέλουν δοκιμάσει τό παραμικρόν, θέλουν απολαύσει και περισσοτέραν εύνοιαν, και διαφένδευσιν. Προσέτι, τέκνα, τά φορέματά σας νά είναι σεμνά και ραγιάτικα, τα σαρίκια σας, τα ζωνάρια σας, τά γεμενιά σας μαύρα(διότι τοιαύτη είναι η προσταγή τού αγά εφένδη μας, καί όποιος ευρεθή με εξωτερικόν φόρεμα θέλει παιδευθεί σκληρώς. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως ταύτα. Ο Κύπρου Κυπριανός εν Χώ ευχέτης σας 1821 Μαΐου 16.

    Η δεύτερη αυτή βιαστική εγκύκλιος φανερώνει την ψυχική ταραχή στην οποία βρισκόταν ο συγγραφέας της κατά τις δύσκολες και τραγικές εκείνες στιγμές, κατά τις οποίες προσπαθούσε ν’ αποφύγει και την παραμικρή πρόκληση προς την τρομερή απειλή που κρεμόταν πάνω από το δικό του και πολλά άλλα κεφάλια, μόλις η επανάσταση στην Ελλάδα εξέσπασε.

    Η όλη στάση του Κυπριανού έναντι της Ελληνικής επανάστασης προδίδει ότι το αίσθημα του ραγιαδισμού ήταν ισχυρό μεταξύ των Κυπρίων ηγετών τότε, αντίθετα προς το λαό που φαίνεται ότι ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την επανάσταση και να θυσιαστεί (κάποια κίνηση έγινε, μάλιστα, στην Πάφο και άλλη στη Λεμεσό).

    Δεν μπορούμε όμως να κρίνουμε τελεσίδικα τον Κυπριανό χωρίς να έχουμε υπ’ όψιν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο νησί. Μερικοί διατύπωσαν την κατ’ αυτού κατηγορίαν ότι αρνήθηκε να ακολουθήσει την επανάσταση, υπηρετώντας τα συμφέροντα των αρχόντων και των προκρίτων του τόπου ενάντια στα συμφέροντα του λαού, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σώσει και το κεφάλι του. ‘Ομως είναι πολύ πιθανώτερο το ότι, σταθμίζοντας όλους τους παράγοντες ως υπεύθυνος ηγέτης σε μια κρίσιμη περίοδο, έκρινε ότι χωρίς επαρκή οπλισμό, χωρίς ικανές και εκπαιδευμένες δυνάμεις, χωρίς αναμενόμενη βοήθεια απ’ οπουδήποτε και με τη Μικρά Ασία τόσο κοντά (απ’ όπου πολύ εύκολα και σύντομα μπορούσαν ν’ αποστέλλονται στρατεύματα στο νησί), θα σήμαινε τρομερή καταστροφή και εκτεταμένες σφαγές, η οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια, πολύ δε περισσότερο επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. ‘Ετσι, το μόνο που του απέμεινε ήταν να προσπαθήσει, με κάθε δυνατό τρόπο, να αποφύγει την τραγωδία. Πάντως, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες για επανάσταση και των Κυπρίων είχαν εξαρχής τονισθεί σε σύσκεψη των Φιλικών που είχε γίνει στο Ισμαήλ της Μολδοβλαχίας την 1η Οκτωβρίου 1820, όπου και συμφωνήθηκε ότι η συμβολή των Κυπρίων στον αγώνα θα περιοριζόταν στην υλική συνδρομή (χρήματα και προμήθειες)(και είναι, πιθανώτατα, βάσει αυτής της συμφωνίας που ελληνικά καράβια προσήγγιζαν συχνά τις κυπριακές ακτές, ακριβώς για προμήθειες. Το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού (άρθρο 15) της σύσκεψης της 1ης Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλ, αναφέρει τα ακόλουθα:

    Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη νά συνεισφέρει χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. Λοιπόν ο Καλός πρέπει να γράψη πρός τήν Μακαριότητά του προτρεπτικά, δηλοποιών τών πραγμάτων τήν κατάστασιν, διά νά φιλοτιμηθή νά βοηθήση αναλόγως τή φήμη τής νήσου εκείνης, τήν οποίαν έχουν τό προνόμιον οι Κύπριοι νά διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δέ τά γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας, ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, νά περάση εις Κύπρον καί νά εγχειρίση τή αυτού Μακαριότητι, διά νά εμβάση τά χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή νά στείλη τάς τροφάς, όπου διορισθή(καί τέλος νά σκεφθή, πώς νά διαφυλάξη τό ποίμνιόν του από τούς κατοίκους εκεί εχθρούς.

    Είχε λοιπόν, προαποφασισθεί (αφού φυσικά προηγήθηκαν οι επαφές με τον Κυπριανόν και άλλους στην Κύπρο κι ακούστηκαν οι αντιρρήσεις τους) ότι η Κύπρος δε θα συμμετείχε παρά μόνο θα συνεισέφερε χρήματα και τρόφιμα στον αγώνα. Ο δε Κυπριανός αφηνόταν να βρει τρόπους να » διαφυλάξη το ποίμνιον του».

    Το γεγονός ότι αρνήθηκε να ακούσει κάποιες συμβουλές για να προσπαθήσει να σώσει τον εαυτό του, καταφεύγοντας στα «κουσουλάτα» (=προξενεία) της Λάρνακας κι απ’ εκεί διαφεύγοντας στο εξωτερικό, του προσδίδει υπευθυνότητα ηγέτη που αγγίζει το μεγαλείο. Η υπερήφανη στάση που, σύμφωνα προς την παράδοση και τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τήρησε έναντι του Τούρκου αιμοδιψούς κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, ήταν συγκλονιστική. Χρειαζόταν ψυχικό σθένος και ακατάβλητο θάρρος ν’ αντιμετωπίσει το βέβαιο θάνατο, που δεν τον απέφυγε αφού πρώτος βάδισε στην αγχόνη στις 9 Ιουλίου 1821.

    Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί, αν και μικρής κλίμακας προσπάθειες μαρτυρούνται, κυρίως στην Πάφο, πολλοί ‘Ελληνες του νησιού έφυγαν για την Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσουν εκεί όπου διεξαγόταν ο αγώνας. Αρκετοί απ’ αυτούς έπεσαν μαχόμενοι ή τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι δε από όσους επέζησαν παρέμειναν στην ελευθερωμένη πια Ελλάδα όπου δημιούργησαν οικογένειες. Σώζονται πολλά πιστοποιητικά Κυπρίων αγωνιστών της επανάστασης, συνήθως πιστοποιητικά που εξασφάλισαν αργότερα από τους οπλαρχηγούς τους και τα υπέβαλαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσουν απ’ αυτήν οικονομική βοήθεια, επειδή δυστυχούσαν. ‘Αλλοι πάλι επανήλθαν στην Κύπρο μετά το τέλος του αγώνα, όπου έζησαν ήσυχα στα χωριά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.

    Είναι δύσκολο να αναφερθεί με ακρίβεια ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών που πολέμησαν τότε στην Ελλάδα. Ο Λοΐζος Φιλίππου, στο σύγγραμμά του Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953) κατονομάζει 56 απ’ αυτούς με βάση αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. Οπωσδήποτε όμως ήσαν πολύ περισσότεροι και θα πρέπει να αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Δεν πήγαν όλοι στην Ελλάδα από την αρχή του αγώνα, αλλά σταδιακά. ‘Αλλοι πάλι Κύπριοι ζούσαν στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες όταν ξέσπασε η επανάσταση, οπότε έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις των μαχητών της ελευθερίας.

    Στην ίδια την Κύπρο, με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης, έγιναν κάποιες κινήσεις για ξεσηκωμό και της Κύπρου. ‘Ησαν όμως κινήσεις μεμονωμένες, ασυντόνιστες, απροπαρασκεύαστες, που φυσικά απέτυχαν. Μια από τις κινήσεις αυτές υπάρχει μαρτυρία ότι είχε σημειωθεί στην Πάφο, όπου δρούσε ο τότε επίσκοπος Χρύσανθος Β’. Για την εκτέλεση του Χρυσάνθου, το σχετικό σουλτανικό διάταγμα αφήνει να υπονοηθεί ότι αυτός είχε οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Η σχετική μαρτυρία αναφέρει ότι στην Πάφο συγκεντρώθηκαν 300 περίπου νέοι, υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου, που οπλίστηκαν και δοκίμασαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη Γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα. Γίνεται επίσης λόγος και για άφιξη στην Κύπρο περί των 100 Αλβανών φουστανελοφόρων που, κατά τον Ν. Γ. Κυριαζή (Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, σ. 57) είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή του χωριού Πύλα (κοντά στη Λάρνακα) για να συνδράμουν την εξέγερση των Κυπρίων που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.

    Από έκθεση, πάλι, του τότε προξένου της Γαλλίας στη Λάρνακα προκύπτει ότι κάποια επεισόδια είχαν σημειωθεί και στη Λεμεσό ύστερα από άφιξη εκεί ελληνικών καραβιών. Η σχετική έκθεση, γραμμένη στις 18 Φεβρουαρίου 1823, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι από τού μηνός Οκτωβρίου [προφανώς του προηγούμενου χρόνου] τα ένοπλα ελληνικά καράβια σταθερά εμφανίζονται στις θάλασσες αυτές [της Κύπρου]. Τα θαρραλέα τολμήματά των, όσα επεχείρησαν, επροξένησαν κάποιαν λαϊκήν εξέγερσιν στη Λεμεσόν.. . Δε γνωρίζουμε τι ήσαν αυτά τα θαρραλέα τολμήματα των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο. Φαίνεται ότι μάλλον είχαν εμπλακεί σε μάχες προς οθωμανικά καράβια, που ήσαν νικηφόρες, πράγμα που ενθουσίασε τους κατοίκους της Λεμεσού. Οι εμφανίσεις ελληνικών καραβιών στα κυπριακά παράλια ήσαν συχνές. Σε μια δε περίπτωση, η άφιξη ελληνικών καραβιών στη Λάρνακα ανάγκασε τους Τούρκους να λύσουν την πολιορκία του εκεί γαλλικού προξενείου από το οποίο απαιτούσαν να τους παραδώσει ‘Ελληνες Κυπρίους που είχαν καταφύγει κυνηγημένοι σ’ αυτό. Σε μερικές περιπτώσεις τα ελληνικά καράβια διενεργούσαν επιδρομές κατά των οθωμανικών που ναυλοχούσαν σε κυπριακά λιμάνια.

    Η εγκύκλιος του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ημερομηνίας 16 Μαΐου 1821, που καλούσε τους ‘Ελληνες της Κύπρου να παραμείνουν αδρανείς και να συμπεριφέρονται με πολλή δουλοπρέπεια, θυμίζει ανάλογη ενέργεια του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ο οποίος είχε καλέσει τους υπόδουλους ‘Ελληνες – απειλώντας τους και με αφορισμό – να αποφύγουν να σηκώσουν τα όπλα κατά της εξουσίας του σουλτάνου. ‘Οπως δε ο Γρηγόριος Ε’ δεν κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του, το ίδιο δεν κατόρθωσε ούτε ο Κυπριανός. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μαζί με τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ μαρτύρησε και ένας Κύπριος ιεράρχης, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, τότε μητροπολίτης Νικομηδείας. ‘Ηταν γόνος της γνωστής οικογένειας Καρύδη της Λάρνακας που συγγένευε με τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθον και σπούδασε στη Βενετία. Διετέλεσε επίσκοπος Λιβύης (1781-1791) κατόπιν επιλογής του από τον (Κύπριο την καταγωγή) πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυπριανόν (1766-1783) και από το 1791 ανέλαβε ως μητροπολίτης Νικομηδείας, της οποίας ο θρόνος ήταν Ε’ στην ιεραρχία των θρόνων του Οικουμενικού πατριαρχείου). Ως μητροπολίτης Νικομηδείας και μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού πατριαρχείου, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, ανέπτυξε πλούσια πνευματική και εθνική δραστηριότητα για 30 χρόνια. Αμέσως μετά την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης συνελήφθη, αρκετά πριν από τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ και τους μητροπολίτες Εφέσου Διονύσιον και Αγχιάλου Ευγένιον. Αν και πολύ προχωρημένης πλέον ηλικίας (ήταν περίπου 75 ή περισσοτέρων χρόνων), ο Αθανάσιος υπέστη από τους Τούρκους πολλά βασανιστήρια και, όπως κι ο πατριάρχης, εκτελέστηκε στις 19 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα.

    …………………………………

  54. ………………………………….

    Πέραν της εγκυκλίου του προς το λαό, με την οποία τον καλούσε να συμπεριφέρεται δουλοπρεπώς και να παραδώσει στους κυριάρχους οποιαδήποτε όπλα κατείχε, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε δώσει και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ (1820-1822) για τη «νομιμοφροσύνη» των Ελλήνων Κυπρίων. Ούτε όμως η παράδοση του οπλισμού, ούτε οι διαβεβαιώσεις του Κυπριανού καθησύχασαν τον Τούρκο κυβερνήτη του νησιού, που προφανώς φοβόταν επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, είχε συγκεντρώσει πληροφορίες (κυρίως από δυο νεαρούς Χριστιανούς γαλλικής καταγωγής που δρούσαν, μαζί με άλλους ως πράκτορές του και καταδότες) ότι διάφοροι Κύπριοι είχαν μυστικές επαφές με τους Υδραίους και ότι, εν πάση περιπτώσει, ενέχονταν σε επαναστατικές ενέργειες. Με την έναρξη της επανάστασης, η Υψηλή Πύλη διέταξε αμέσως τον αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ραγιάδων Ελλήνων, στέλλοντας σχετικό διάταγμα και στην Κύπρο. Εδώ, το διάταγμα εκτελέστηκε από τον κυβερνήτη του νησιού Κουτσιούκ Μεχμέτ στις 23 Απριλίου 1821, οι δε ‘Ελληνες αφοπλίστηκαν χωρίς να δημιουργηθούν οποιαδήποτε επεισόδια. Τα όπλα, εξ άλλου, που κατείχαν ήσαν λίγα. Λίγο αργότερα όμως διατυπώθηκε κατά των Ελλήνων Κυπρίων η κατηγορία ότι είχαν συνεννοηθεί μυστικά με τους υπόλοιπους ‘Ελληνες για να επαναστατήσουν και αυτοί. Η κατηγορία ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν στο νησί επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες είχε μεταφέρει και διανέμει ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, και αποθήκευση πυρίτιδας στην εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, που πιστεύεται ότι είχε παρακινηθεί και από την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν για να πλουτίσει κατάσχοντας και αρπάζοντας περιουσίες των θυμάτων του, ετοίμασε κατάλογο 486 σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, που τον έστειλε στην Υψηλή Πύλη συνοδεύοντάς τον με κατηγορίες κατά των αναφερομένων ατόμων ότι ετοίμαζαν και εδώ επανάσταση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων και πολλών προκρίτων και παραγόντων. Ακόμη, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε αίτηση για αποστολή στην Κύπρο οθωμανικού στρατού. Η Υψηλή Πύλη ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλλοντας στο νησί το Μάιο 1821 περί τις 4. 000 στρατιώτες (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, στ’) ταυτόχρονα δε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (1808-1839) υπέγραψε διάταγμα για την εκτέλεση των Ελλήνων Κυπρίων του καταλόγου που του είχε υποβληθεί.

    Παρά το ότι μερικοί σημαίνοντες Τούρκοι της Κύπρου προσπάθησαν να περιορίσουν την έκταση των σφαγών, υποστηρίζοντας ότι ο κατάλογος των προγραφών ήταν υπερβολικά μακρύς, εν τούτοις ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τους 486 του καταλόγου.

    Την τουρκική θηριωδία επαύξαναν, ασφαλώς, και οι ειδήσεις που έφθαναν από την Ελλάδα και που μιλούσαν για ελληνικές νίκες εκεί και για επικράτηση της επανάστασης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων περιλαμβάνονταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, και Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο αρχιδιάκονος Μελέτιος, ο Γεώργιος Μασούρας από τη Λεμεσό που έφερε τον τίτλο του καππί κεχαγιά (=επιτετραμμένου), ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Δοσίθεος του μοναστηριού του Ομόδους, ο Λαυρέντιος ιερέας της εκκλησίας Φανερωμένης, ο Πέτρος Οικονομίδης και ο Γιαννάκης Αντωνόπουλος δημογέροντες, οι άρχοντες Μιχαήλ Γλυκύς, Χατζηνικόλας Ζωγράφος, Χατζηνικόλας Κορνέσιος αδερφός του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου, ο Σ. Σολωμής προύχοντας της Μόρφου, ο αδελφός του Χατζηκυριάκος Σολωμής προύχοντας της Σολιάς, ο Χατζησάββας Θησέας συγγενής του αρχιεπισκόπου, οι Λαρνακείς Συμεών Ηλιάσης, Παυλής Χάρτας, Νικόλας Τσικκίνης, Νικόλας Φράγκος και Πετράκης Δημητρίου, οι Λεμεσιανοί Χρ. Αραπούδης, Ανδρέας Δαβίδ, Χατζηλίας προύχοντας της Λαπήθου, όπως και ο Χατζηνικόλας Λευρεντίου, οι Κυθρεώτες Χατζηϊωνάς και Χατζηαττάλας και πάρα πολλοί άλλοι.

    Οι εκτεταμένες σφαγές συνοδεύθηκαν και από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, μοναστηριών και οικιών, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά πληρώθηκαν στους Τούρκους και από οικογένειες συλληφθέντων για να σωθούν ή για να μπορέσουν να διαφύγουν. Πολλοί δεν το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι τα προξενεία της Λάρνακας όπου και βρήκαν καταφύγιο κι απ’ όπου αναχώρησαν για το εξωτερικό (Ελλάδα, Αίγυπτο, Ευρώπη). Το όργιο αίματος και λεηλασιών διάρκεσε πολλές μέρες και στο γνωστό κατάλογο των θυμάτων πρέπει να προστεθούν και πολλά άλλα θύματα, κυρίως στην ύπαιθρο, που τα ονόματά τους παρέμειναν άγνωστα.

    Το πλήγμα για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, που λίγο πιο πριν είχε κληθεί και είχε παραδώσει και τον οπλισμό που κατείχε, ήταν βαρύτατο. Ως εκ τούτου, ήταν πια αδύνατο να μπορέσει η Κύπρος ν’ ακολουθήσει την Ελληνική επανάσταση έστω και με καθυστέρηση.

    Οι εκτελέσεις των αρχιερέων έγιναν στη Λευκωσία. Οι τρεις επίσκοποι εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό, ενώ αντίθετα ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εκτελέστηκε με απαγχονισμό επειδή, όπως λέγεται, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ του είχε υποσχεθεί ότι «δε θα του έκοβε το κεφάλι» !

    Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι οι Κύπριοι ηγέτες, φοβούμενοι τα χειρότερα, είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν τις σφαγές. Προς τούτο, προσπάθησαν να επιτύχουν την έκδοση σουλτανικής διαταγής που να αποτρέπει οποιανδήποτε εις βάρος τους δίωξη, και το προσπάθησαν μέσω του Κουτσιούκ Μεχμέτ, τον οποίο και δωροδόκησαν με το υπέρογκο ποσό των 100. 000 γροσίων. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ πήρε τα χρήματα και. . . τους έσφαξε.

    Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ άρχισε τις εκτελέσεις στην Κύπρο ευθύς μετά την παράδοση σ’ αυτόν του οπλισμού των ραγιάδων. Σύμφωνα προς αναφορά του τότε Γάλλου προξένου Mechain, εκτελούσε καθημερινά Χριστιανούς στη Λευκωσία, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιές υποθέσεις που είχαν εκδικαστεί από προκατόχους του. ‘Ετσι, έγραφε ο Mechain, στις 28 Μαΐου 1821, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ επετύγχανε δυο πράγματα: αφ’ ενός θησαύριζε από τα θύματά του και αφ’ ετέρου έπειθε την υψηλή Πύλη ότι υφίστατο στην Κύπρο κίνημα το οποίο πέτυχε να καταστείλει. Οι εκτελέσεις λοιπόν, άρχισαν από το Μάιο 1821, κορυφώθηκαν τον Ιούλιο (στις 9 Ιουλίου εκτελέστηκαν ο αρχιεπίσκοπος και οι άλλοι αρχιερείς) και συνεχίστηκαν και αργότερα, για άλλον ένα μήνα. ‘Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε από τις 28 Μαΐου ο Mechain, για τον Κουτσιούκ Μεχμέτ, εάν ο αιμοβόρος αυτός παράφρων διατηρήσει για λίγους ακόμη μήνες την εξουσία, θα χρεωκοπήσει την Νήσον (πρβλ. Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, 1930, σ. 51).

    Τελικά ο Κουτσιούκ Μεχμέτ ανακλήθηκε από την Κύπρο το 1822. Το πλήγμα όμως που είχε επιφέρει στους Κυπρίους ήταν τρομακτικό. Τόση ήταν η βιαιότητα και η ασυδοσία του, ώστε ακόμη και αξιωματούχοι της οθωμανικής διοίκησης της Κύπρου διαφώνησαν έντονα μαζί του και μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κύπρο για να σωθούν(όπως ο αγάς της Λευκωσίας Σαΐντ Μεχμέτ και ο ζαπίτης (αστυνόμος) της Λάρνακας Χατζή Ιμπραχήμ αγάς ο τελευταίος επέστρεψε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 1822 ως κυβερνήτης, διαδεχόμενος τον ανακληθέντα Κουτσιούκ Μεχμέτ).

    ‘Ελληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιουλίου 1821, καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη η επανάσταση στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Δυο ήσαν οι κύριες προσπάθειες που κατεβλήθησαν. Η πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε από τη σύναξη μερικών ιεραρχών και προκρίτων στη Ρώμη, όπου και υπέγραψαν προκήρυξη (6 Δεκεμβρίου 1821) της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:

    Επειδή η τυραννική διοίκησις τών Τούρκων μετεβλήθη ολοτελώς εις ληστείαν καί ούτε ο ειρηνικός ημών βίος καί πρός τούς σκληρούς αυτούς νόμους ευπείθια, ούτε πολιτική φρόνησις, ούτε αθωότης, ούτε ταπείνωσις, ούτε τά υπέρ τήν ημετέραν δύναμιν έξοδα, ούτε πάν άλλο είδος θυσίας, όπερ διά τών προυχόντων ημών επροσφέραμεν ίσχυσαν νά εμποδίσουν τάς άχρι θανάτου καταδρομάς ημών τών εν Κύπρω Χριστιανών αλλά χωρίς τινός ηθικής, ή λόγου προφάσεως κατέσφαξαν, όσους εξ ημών έλαβον εις τό χέρι χριστιανούς, μηδέν ευλαβούμενοι ουδέ τώ αιδεσήμων ιερέων, ουδέ τών σεβασμίων Αρχιερέων, ουδ’ αυτού τού Μακαριωτάτου ημών Πατρός καί Δεσπότου, αλλ’ αυτούς μέν κατέσφαξαν, τούς δέ Ιερούς ημών ναούς και οίκους, άλλους μέν ερήμωσαν άλλους δέ κατέκαυσαν, δίδωντας εις αρπαγήν τά τέκνα ημών καί γυναίκας, βιάζωντας αυτά νά εναγκαλισθώσιν τήν ανόσιον αυτών θρησκείαν, καί άλλα όσα τραγικά καί αποτρόπαια, βαρβαρική δύναμις καταχράται, όπου δέν ευρίσκει ανθίστασιν διά τάς φρικτάς αυτάς αδικίας, καί δι’ όσας άλλας πρό αυτών ει καί μετριωτέρας αλλά συνεχείς υπό τών τυράννων αυτών υπεφέραμεν. Νομίζομεν ενώπιον θεού καί ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον νά μή γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν, τούς αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδερφούς ημών ‘Ελληνας θέλομεν προσπαθήσει διά τήν ελευθερίαν τής ειρηνικής ημών, πάλαι μέν μακαρίας, ήδη δέ τρισαθλίας Νήσου Κύπρου. ‘Ενεκα τούτου συμψηφίζομεν Επίτροπον τής νήσου μας άπαξ τόν ευγενή Κύριον Νικόλαον Θησέα, υιόν τού αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου τού Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει καί ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα όσα κρίνει συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν πρός τούς Χριστιανούς Μονάρχας ή εις όντινα τούτων κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί τής Νήσου, καί υπογράψει ως από μέρους τού κοινού, ετοιμάσει δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών, δανεισθή επάνω είς τά κοινά εισωδήματα ή κτήματα τού Κοινού τής πατρίδος, ή καί τών όσα ή πλεονεξία τών Τούρκων εσφετέρησε, ή όσας γαίας ή άλλα κτήματα, έν τή πατρίδι δέν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή επάνω είς τό δέκατον κοινώς όλων τών έν Κύπρω κτημάτων ημών, ενί δέ λόγω δίδοται τώ επιτρόπω απολύτως πάσα εξουσία, ίνα πράξη υπέρ τής ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως, καί ευταξίας τής Κύπρου, όσα κατά τάς υποσχέσεις καί όρκους, άς λάβομεν παρ’ αυτού. Ο δέ Θεός τής δικαιοσύνης ευλογήσει τούς σκοπούς ημών, καί δώσει ημίν τήν θείαν χάριν αυτού, όπως λάβωσιν αίσιον τέλος. Τώ αώκα’ έτει Δεκεμβρίου στ’.

    Μεταξύ εκείνων που προσυπέγραψαν την πιο πάνω προκήρυξη ήσαν ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς και ο αδερφός του Νικόλαος Θησεύς (γιοι του εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από το Στρόβολο και συγγενείς του αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων. Η προκήρυξη εκείνη είναι δυνατό να θεωρηθεί ως η πρώτη διακήρυξη υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Το έγγραφο της Ρώμης εξουσιοδότησε τον Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες νομίζει καλύτερες ενέργειες για να ετοιμάση δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών.. .

    Βέβαια η απόφαση αυτή για αγώνα συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδελφούς ημών ‘Ελληνας (όπως αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε ληφθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο, και όταν ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιουλίου και πριν καν σηκώσει κεφάλι. Γνωρίζοντας την πικρή αυτήν αλήθεια ο Νικόλαος Θησεύς μαζί με τον έξαρχο Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα απεστέλλετο πια απ’ έξω για να συνεγείρει την Κύπρο! Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήλθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό ντε Βιντζ. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Μαυροβούνιον, είχε άλλοτε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Ναπολέοντος και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός είχε επιλεγεί και είχε, πιθανώτατα, αποδεχθεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην επαναστατημένη ήδη Ελλάδα. ‘Οπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο του λογίου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει ο Πολυχρονιάδης:.. . ανεγνώσαμεν εις τάς εφημερίδας, ότι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης, υπηρετήσας ποτέ τόν Ναπολέοντα καί ευρισκόμενος ήδη εις Λονδίνον, προσκαλεί αξιωματικούς καί στρατιώτας, διά νά κατεβή εις τήν Ελλάδα με 2. 000…

    Η όλη προσπάθεια συγκρότησης, συντήρησης και αποστολής του εκ 2. 000 ανδρών εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Κατεβλήθησαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800. 000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες ανεμίχθη και ένας ‘Αγγλος, κάποιος Πήκοκ (Peacock) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα εξακολουθούσε να συζητείται μέχρι και το 1824. Στην εφημερίδα Courier του Λονδίνου δημοσιεύθηκε, τον Ιανουάριο 1824, αγγελία του χρηματιστηριακού πρακτορείου H. Hinducks που ανέφερε ότι εζητείτο (ακόμη) το δάνειο από τήν αυτού εξοχότητα τόν στρατηγό ντε Βίντζ, ιππότη τού τάγματος τού Αγίου Σαντισλάβ.. .

    Ωστόσο δάνειο δε βρέθηκε. Φαίνεται ότι οι υποψήφιοι δανειστές ζητούσαν πολύ περισσότερες εγγυήσεις, απ’ όσες μπορούσαν να προσφέρουν οι Κύπριοι, τέτοιες δε εγγυήσεις ζητήθηκαν από την Ελλάδα (αποστολή του ‘Αγγλου Πήκοκ). ‘Ομως το μικρό Ελληνικό κράτος που μόλις είχε δημιουργηθεί, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Η επανάσταση συνεχιζόταν ακόμη, η δε ελληνική κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες)αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμιχθεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε. Σημαντικό κέντρο συλλογής εράνων, ίππων, εφοδίων και εθελοντών για αποστολή στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν το γραφείο των Θησέων στη Μασσαλία, όπως έδειξαν πρόσφατες αρχειακές έρευνες (βλ. Κ. Π. Κύρρη, » Νέαι Ειδήσεις και ανέκδοτα ‘Εγγραφα περί Κυπριανού Θησέως, Νικολάου Θησέως και του πατρός αυτών Οικονόμου Παπά Σάββα» Επετηρίς του Κ. Ε. Ε., ΧΙ, Λευκωσία, 1981-1982, σσ. 427-481).

    Η δεύτερη προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου κατεβλήθη στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο Ναύπλιον και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήσαν ο Κυπριανός Θησεύς, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και Θεοφυλάκτου Θησέως, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των εις Ελλάδα Κυπρίων, ο Κυπρίδημος Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης, ο Κυπριανός Βικέντιος.

    Το 1824-1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων εργαζόταν για να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο, υπέβαλε δε και αρκετά υπομνήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση ως παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα μαινόταν.

    Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση εξεγέρσεως στο Λίβανο ως ενέργεια αντιπερισπασμού των Ελλήνων. Προς τούτο, μάλιστα, είχε σταλεί αποστολή στο Λίβανο για διερεύνηση των προθέσεων των Λιβανίων. Η αποστολή είχε επαφές και με τους τότε Κυπρίους ιεράρχες, δηλαδή τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους επισκόπους Πάφου Πανάρετον Β’, Κιτίου Λεόντιον Β’ και Κερύνειας Χαράλαμπον. Η αποστολή, στην οποία μετείχε και ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, είχε εφοδιαστεί με γράμματα προς τους Κυπρίους ιεράρχες, από τους οποίους εζητείτο η συνδρομή της Κυπριακής Εκκλησίας για την επιτυχία του κινήματος στο Λίβανο, το οποίο, όπως αναφέρεται στα γράμματα, δεν θέλει συντελέσει ολίγον καί εις τήν ευτυχή αποκατάστασιν τής Κύπρου.

    Ο Χαράλαμπος Μάλης υπήρξε σημαντικός Κύπριος αγωνιστής στην Ελληνική επανάσταση, με πολυσχιδή δραστηριότητα. Δε γνωρίζουμε από ποιο ακριβώς μέρος της Κύπρου καταγόταν. Πάντως, σε σχετικά με τη δράση του κατά τον αγώνα πιστοποιητικά, αναφέρεται σαφώς ως Κύπριος την καταγωγή. Σε αίτηση της κόρης του Ελισάβετ, ημερομηνίας 19 Μαΐου 1865, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί κάποιο επίδομα μετά το θάνατο του πατέρα της, αυτή αναφέρεται ως θυγατέρα του Χαραλάμπους Μάλη ονομαζομένου καί εκ Κύπρου τήν πατρίδα όντος.. . Με την αίτησή της εκείνην, η κόρη του Μάλη υπέβαλε συνημμένως προς την αρμόδια ελληνική αρχή και αρκετά πιστοποιητικά, που σώζονται σήμερα και φανερώνουν τη συμβολή του Κυπρίου αγωνιστή στην Ελληνική επανάσταση.

    Ο Χαράλαμπος Μάλης βρισκόταν εκτός Κύπρου ήδη πριν από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και επαγγελλόταν το δάσκαλο. Κατά το 1820 γνωρίζουμε ότι βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον είχε συναντήσει ο Γρηγόριος Δικαίος ο γνωστός Παπαφλέσσας και τον είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία. Το Δεκέμβριο 1820, παραμονές της επανάστασης, ο Χαράλαμπος Μάλης κατήλθε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Παπαφλέσσα και βρισκόταν εκεί όταν κηρύχθηκε η επανάσταση. Αμέσως μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ανέλαβε σημαντικό αξίωμα στη σχηματισθείσα κυβέρνηση: διορίστηκε γενικός γραμματέας του μινιστερίου (=υπουργείου) της Θρησκείας (με μινίστρον τον Ιωσήφ, επίσκοπο Ανδρούσης)ενώ επεφορτίσθη και με το βάρος της γενικής γραμματείας του μινιστερίου του Δικαίου (=υπουργείου Δικαιοσύνης). Ο μισθός του δεν ήταν δυνατόν, υπό τις συνθήκες, να του καταβάλλεται και απεδέχθη να εργάζεται αμισθί(πήρε μόνο μια απόδειξη, ότι το εθνικόν ταμείον του χρωστούσε 3. 400 γρόσια, που θέλει τώ δοθώσιν άμα ευπορήση το Ταμείον από χρήματα (η απόδειξη εξεδόθη στην Τριπολιτσά της Πελοποννήσου στις 18 Ιουνίου 1823).

    Τον Ιούνιο 1823 (που πήρε την απόδειξη για τα χρήματα) εγκατέλειψε τα καθήκοντά του στα δυο υπουργεία επειδή διορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη που είχε αναλάβει να συγκροτήσει το μεγάλο στρατόπεδο στην παλαιά Πάτρα. Στη νέα αυτή θέση (όπου επολιορκείτο η Πάτρα) εργάστηκε μέχρι τον Αύγουστο 1824 και, σύμφωνα προς πιστοποιητικό που εξέδωσε ο Ζαΐμης, ηγωνίσθη καί αγωνίζεται γενναίως και αφιλοκερδώς ως ανήρ τίμιος καί πατριώτης φιλογενέστατος. Σε άλλο πιστοποιητικό, που εξεδόθη στις 3 Ιανουαρίου 1825, αναφέρεται και η πληροφορία ότι ο Μάλης το μέν πρώτον έτος τού πολέμου ήτον υπό τήν οδηγίαν τής εξοχότητός του τού υπουργού τών εσωτερικών κυρίου Γ. Δικαίου [=Παπαφλέσσα] καί περιφερόμενος μετ’ αυτού εις τάς πολιορκίας καί τούς πολέμους.

    Από το 1824 και εξής ο Χαράλαμπος Μάλης παρέμεινε στην έδρα της διοικήσεως, στο Ναύπλιο, όπου είχε σχηματισθεί ένας πυρήνας από Κυπρίους που διέμεναν εκεί, στον οποίο μετείχε ενεργά και ο ίδιος. Επρόκειτο για την ομάδα που μνημονεύθηκε πιο πριν ότι κατέβαλε προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου. Η ομάδα αυτή, με έγγραφό της προς το Βουλευτικό σώμα, ημερομηνίας 6 Απριλίου 1825, υποστήριζε αναφορές που είχε υποβάλει ο Μάλης, περιλαμβανομένου και σχεδίου του για την υπόθεση απελευθέρωσης της Κύπρου. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αυτών ήταν που είχε επιστρατευθεί στο Λονδίνο ο Μαυροβούνιος στρατηγός ντε Βιντζ προκειμένου να ηγηθεί επανάστασης στην Κύπρο.

    Με αναφορά του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 1825, ο Χαράλαμπος Μάλης αναπτύσσει προς αυτόν σχέδιό του για απελευθέρωση της Κύπρου και σε πρώτο στάδιο εισηγείται όπως εξευρεθεί κυπριακό δάνειο από 20. 000. 000 γρόσια που να χρησιμοποιηθεί για οργάνωση εκστρατείας στην Κύπρο. Εισηγείται επίσης να σταλεί ομάδα από 2-3 άτομα στο Λίβανο για να μελετήσει επί τόπου πληροφορίες περί αντιτουρκικού και επαναστατικού πνεύματος εκεί(υποκίνηση εξέγερσης κατά των Τούρκων στο Λίβανο και γενικότερα στη Συρία, μπορούσε ν’ αποτελέσει σημαντική ενέργεια αντιπερισπασμού των επαναστατημένων Ελλήνων και τυχόν επανάστασης και στην Κύπρο.

    Για το ζήτημα της εξέγερσης στο Λίβανο, αλλά και σε άλλα μέρη (όπως η Σερβία), ο Χαράλαμπος Μάλης επιμένει και αναπτύσσει τις απόψεις του με δεύτερο υπόμνημά του προς τον Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 27 Φεβρουαρίου 1825 (τα δυο αυτά έγγραφα του Μάλη σώζονται επίσης. Βλέπε παράθεσή τους στο βιβλίο του Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Κύπρος εις τον αγώνα τού 1821, Αθήνα, 1971, όπου και αρκετές άλλες αναφορές στον Μάλη.

    Η υπόθεση της εκστρατείας στο Λίβανο είχε αρχίσει να συζητείται από τον Οκτώβριο 1824, όταν ο Χατζηστάθης Ρέζης μετέφερε στο Βουλευτικό Σώμα πρόταση του εμίρη του Λιβάνου Μπεσσίρ για σύναψη συμμαχίας με τους ‘Ελληνες κατά των Τούρκων. Ο Μπεσσίρ ζητούσε ελληνικά καράβια και έδινε στους ‘Ελληνες στρατεύματα και άλογα. Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση, υπό το πρίσμα μάλιστα δημιουργίας αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου και σ’ εκείνες του τυράννου της Αιγύπτου Μωχάμετ ‘Αλι του οποίου ο υιοθετημένος γιος Ιμπραΐμ βρισκόταν στο Μοριά τον οποίο κατέκαιε. Εκ μέρους των Ελλήνων είχαν οριστεί τότε αντιπρόσωποι για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τον εμίρη. Οι αντιπρόσωποι ήσαν ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο επίσκοπος Ευδοκιάδος Γρηγόριος και ο Χαράλαμπος Μάλης. Η τριμελής αυτή ομάδα απεστάλη στο Λίβανο το 1825 και είχε μακρές διαπραγματεύσεις. Είναι επίσης σημαντικό ότι το πρόγραμμα της ομάδας περιελάμβανε επίσκεψη στην Κύπρο, για μυστικές διαπραγματεύσεις με τον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους λοιπούς ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων. Και τούτο, επειδή σε συνάρτηση προς την επανάσταση στο Λίβανο συνεζητείτο και απελευθερωτικός κατά των Τούρκων αγώνας στην Κύπρο. Ενημερώθηκαν Μεθόδιος (1823-1850) και άλλοι ιεράρχες στη Συρία..

    Τελικά το όλο σχέδιο εκρίθη ως παρακινδυνευμένο και δεν υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, καθ’ ην στιγμή συναντούσε πολλές δυσκολίες και έβαινε προς αποτυχία και η άλλη προσπάθεια οργάνωσης εκστρατείας στην Κύπρο υπό τον στρατηγό ντε Βιντζ. Ωστόσο μερικοί οπλαρχηγοί, που είχαν μάθει το σχέδιο περί το Λίβανο και την Κύπρο, αποφάσισαν να το προωθήσουν από μόνοι τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι να οργανώσουν και διεξαγάγουν την εκστρατεία. Οι οπλαρχηγοί αυτοί ήσαν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, και ο Νικόλας Κριεζώτης. Την πρωτοβουλία τους πληροφορήθηκε ο Χαράλαμπος Μάλης που διεφώνησε ριζικά και τους κατήγγειλε στο Βουλευτικό με έγγραφό του ημερομηνίας 29 Ιανουαρίου 1826. Ο Μάλης διαφωνούσε προς μια τέτοια επιχείρηση ατομικής πρωτοβουλίας μερικών οπλαρχηγών, επιμένοντας ότι τυχόν εκστρατεία στο Λίβανο και στην Κύπρο θα έπρεπε να αναληφθεί επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση.

    Παρά την καταγγελία του Μάλη, οι τρεις οπλαρχηγοί, ενισχυμένοι και από τους Σταύρο Λιακόπουλο και Χατζηστεφανή Βούλγαρη, συγκεντρώθηκαν στο νησί Κέα απ’ όπου ξεκίνησαν κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1826, με 2. 000 άνδρες σε 14 καράβια. Λίγες μέρες αργότερα, αρχές Μαρτίου, το σώμα έφθασε στο Λίβανο όπου αποβιβάστηκε κοντά στη Βηρυτό, κατέλαβε ένα παραθαλάσσιο πύργο κι άρχισε να επιδίδεται σε λεηλασίες. Ο εμίρης του Λιβάνου Μπεσσίρ, με τον οποίο οι αρχηγοί του σώματος ήλθαν σε επαφή, ζήτησε τα επίσημα συστατικά ή πληρεξούσια γράμματά τους, που βέβαια δεν είχαν. Τότε τους διέταξε να φύγουν το συντομώτερο, για να μην τους επιτεθεί. Η αναχώρησή τους έγινε στις 25 Μαρτίου. Από το Λίβανο ήλθαν στην Κύπρο όπου επεδόθησαν σε ληστρικές ενέργειες και κατατρομοκράτησαν ‘Ελληνες και Τούρκους. Στις ακτές της Κιλικίας συνέλαβαν ένα αυστριακό εμπορικό καράβι φορτωμένο χειροτεχνήματα και χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου, και άδοξα γύρισαν στην Ελλάδα.

    Στην ίδια την Κύπρο δε φαίνεται να είχε σημειωθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ’ όλο το διάστημα από τον Ιούλιο 1821 μέχρι και το τέλος της Ελληνικής επανάστασης, εκτός από την θρυλούμενη εξέγερση του Πέτρου στην Πάφο, τη «λαϊκή εξέγερση» στη Λεμεσό και μερικά άλλα μεμονωμένα επεισόδια, και τη διανομή επαναστατικών προκηρύξεων από τον Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που μαρτυρείται και από την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι συνδυάστηκε με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από τον Λεόντιον ιερέα Φανερωμένης, και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι τα δυο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο νησί αργότερα, το 1833, ήσαν ως ένα μεγάλο βαθμό επακόλουθα της Ελληνικής επανάστασης. Τα γεγονότα όμως του 1833 θα τα εξετάσουμε αργότερα. Ας δούμε τώρα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Κύπρο μετά τις σφαγές του Ιουλίου 1821.

    ‘Οταν ο Κουτσιούκ Μεχμέτ εξετέλεσε, τον Ιούλιο 1821, τους ιεράρχες, μέσα σε εκείνο το κλίμα τρόμου διέταξε την άμεση πλήρωση των αρχιερατικών τους θρόνων με άλλους ιερωμένους που αυτός επέλεξε και που εκρατούντο ήδη από τον ίδιο στη φυλακή. Αυτοί ήσαν ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα, Ιωακείμ, που έγινε αρχιεπίσκοπος, και ο αρχιδιάκονος της Πάφου Πανάρετος, ο αρχιμανδρίτης Κιτίου Λεόντιος και ο έξαρχος Κερύνειας Δαμασκηνός, που πλήρωσαν τους αντίστοιχους επισκοπικούς θρόνους. Οι τέσσερις αυτοί ιερωμένοι ήσαν εκείνοι τους οποίους ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, ως ομήρους και ως εγγύηση ότι οι ραγιάδες του νησιού δε θα εξεγείρονταν κατά του σουλτάνου μετά την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης. ‘Ομως μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιεραρχών, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ αποφυλάκισε τους ομήρους του αυτούς και με τα ίδια μουλάρια με τα οποία είχε μεταφέρει στο σεράγιο τους εκτελεσθέντες, τους οδήγησε στην Αρχιεπισκοπή μεταφέροντάς τους με τιμές, όπου και τους ανακήρυξε ως νέους ιεράρχες! Ο ένας απ’ αυτούς, ο Δαμασκηνός που έγινε επίσκοπος Κερύνειας, ήταν εκείνος που διαδέχθηκε το 1824 τον Ιωακείμ, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο δε Πανάρετος, που έγινε επίσκοπος Πάφου, διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό το 1827.

    Ο Ιωακείμ και οι τρεις άλλοι που διορίστηκαν απευθύνθηκαν αμέσως στο οικουμενικό πατριαρχείο και ζήτησαν από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευγένιο Β’ (1821-1822) να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ (1813-1823) να στείλει στην Κύπρο τρεις επισκόπους του για να τους χειροτονήσουν και τους καθιερώσουν. Ο Ευγένιος, ύστερα από δισταγμό, μεσολάβησε προς τον Σεραφείμ και ο τελευταίος απέστειλε στην Κύπρο, το Δεκέμβριο 1821, τρεις επισκόπους που προέβησαν στις χειροτονίες. Οι επίσκοποι Αντιοχείας που ήλθαν γι’ αυτό το σκοπό στην Κύπρο ήσαν ο Επιφανείας Ιωαννίκιος (που ήταν Κύπριος), ο Σελευκείας Γεννάδιος, και ο Εμέσης Μεθόδιος.

    Από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του, ακόμη και πριν χειροτονηθεί από τους επισκόπους του πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Ιωακείμ βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα προβλήματα, κυρίως οικονομικά που είχαν μάλιστα επιδεινωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα και τις εκτεταμένες σφαγές. Το χρέος της αρχιεπισκοπής ήταν ήδη από την εποχή του Κυπριανού τεράστιο, αλλά ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε τόσο από τον κλήρο όσο και από λαϊκούς, ότι πουλούσε ιερά σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις αλλά και για προσφορές δώρων στους Τούρκους. Προς τούτο, ήλθε σε οξεία σύγκρουση και με τον κλήρο και με το λαό. Μεταξύ των οικονομικών υποχρεώσεων που διευθέτησε ήταν ένα χρέος τού κοινού τής πατρίδος προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ αγά, που ανερχόταν στο ποσόν των 122. 239 γροσίων (σύμφωνα προς ανέκδοτο έγγραφο των αρχείων της αρχιεπισκοπής ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου 1821), που διευθετήθηκε με έκδοση γραμματίων προς τους προξένους της Αγγλίας Α. Βοντιτζιάνο (41. 660 γρόσια) και της Πρωσίας Γιακουμέτο Μαρίτου (48. 789 γρόσια), καθώς και γραμματίου προς το Γάλλο έμπορο Βικέντιο (31. 850 γρόσια). Στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής σώζεται επίσης ανέκδοτη επιστολή του Ιωακείμ προς τον πρόξενο της Σικελίας Ιερώνυμο Καλημέρα, ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1822 με την οποία τον παρακαλεί να δεχθεί παράταση για την αποπληρωμή χρέους προς αυτόν, καταλήγει δε γράφοντας:. . . ει δέ καί δέν ευχαριστηθήτε, όπως αγαπάτε κάμετε, διότι ημείς τόν τρόπον δέν τόν έχομεν…

    ‘Ομως παρά την ύπαρξη μεγάλων χρεών, φαίνεται ότι ο Ιωακείμ κατόρθωσε να εξαγοράσει μερικά εκκλησιαστικά κτήματα από εκείνα που είχαν δημευθεί από τους Τούρκους μετά τις σφαγές. ‘Ενα τέτοιο κτήμα ήταν το τσιφλίκι της Κοντέας, το οποίο ο Ιωακείμ μεταπούλησε (στις 16 Νοεμβρίου 1823) στη Λουΐζα Λαπιέρ.

    Η αντιδικία και αντιπαράθεση όμως μεταξύ του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ αφ’ ενός και του λοιπού κλήρου καθώς και του λαού αφετέρου, συνεχίστηκε κι εντάθηκε μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να επέμβει ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ‘Ανθιμος Γ’ (1822-1824). Ο πατριάρχης, με συνοδική του επιστολή (Σεπτέμβριος 1823) προς τον κλήρο και τον λαό της Κύπρου, ζητούσε να μή υβρίζεται ο αρχιεπίσκοπος και τόνιζε ότι οι έριδες ήσαν ενοχλητικές και δυσαρεστούσαν τον σουλτάνο. Με άλλη σύγχρονη επιστολή του, ο πατριάρχης απευθυνόταν προς τον Ιωακείμ και εξέφραζε την απορία πώς ο αρχιεπίσκοπος είχε κατορθώσει να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του κλήρου και του ποιμνίου του. ‘Εκανε επίσης νύξεις για παραμέληση, εκ μέρους του Ιωακείμ, των πνευματικών αναγκών του λαού, του υπεδείκνυε τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και τον καλούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία μεταξύ του και των Χριστιανών ταυτόχρονα δε, συνέστηνε την πειθαρχία όλων προς το σουλτάνο. Ο πατριάρχης απευθύνθηκε επίσης προς τους τρεις Κυπρίους επισκόπους, τους οποίους εμέμφετο και κατηγορούσε ότι δε συνέβαλαν στη συμφιλίωση αλλά συντηρούσαν τις έριδες που ήσαν ολέθριες για το γένος.

    Παρά το ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ βεβαίωνε τον πατριάρχη (με επιστολή του ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 1823) ότι είχε επιφέρει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Κυπριακής εκκλησίας και ότι η ειρήνη είχε αποκατασταθεί, εντούτοις οι καυγάδες όχι μόνο δεν έπαυσαν, αλλά ούτε και οι προσωπικές προσπάθειες του πατριάρχη Αντιοχείας Μεθοδίου συνέβαλαν στον περιορισμό τους. (Ο Μεθόδιος, περαστικός από την Κύπρο το Νοέμβριο 1823, είχε καταβάλει μάταιες προσπάθειες για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξης και ηρεμίας στην Κύπρο).

    Οι βασικές κατηγορίες των Κυπρίων κατά του Ιωακείμ (εκτός από το ότι πουλούσε εκκλησιαστικές περιουσίες για να πληρώνει τους Τούρκους), ήταν ότι ο αρχιεπίσκοπος ήταν αμαθής και ανίκανος, ότι εστερείτο πολιτικής οξυδέρκειας και ότι δεν ήταν σε θέση να διοικεί. Και είναι γεγονός ότι την εποχή αυτήν, ύστερα από τη δεινή θέση στην οποία είχε βρεθεί η Κύπρος εξαιτίας των εκτεταμένων εγκλημάτων των Τούρκων και των σφαγών του 1821, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελληνική επανάσταση συνεχιζόταν, το νησί χρειαζόταν πράγματι έναν ηγέτη με εξαιρετικές πολιτικές και άλλες ικανότητες, και τέτοιος ασφαλώς δεν ήταν ο Ιωακείμ.

    ‘Ομως πέρα από τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και του αρχιεπισκόπου, ο Ιωακείμ ήλθε και σε σοβαρή ρήξη με τους Γάλλους υπηκόους (εμπόρους, κληρικούς και άλλους) που βρίσκονταν στην Κύπρο, για λόγους που δε μας είναι γνωστοί. Γεγονός όμως είναι ότι ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη διατύπωσε σοβαρά παράπονα προς τον πατριάρχη ‘Ανθιμον Γ’, κι ο τελευταίος απευθύνθηκε πάλι με επιστολή του προς τον Ιωακείμ (28 Δεκεμβρίου 1823).

    Τελικά ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ αναγκάστηκε να αποσυρθεί, η δε επιστολή παραίτησής του, ημερομηνίας 21 Μαΐου 1824, σώζεται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Σ’ αυτήν αναφέρει ότι παραιτείται κατόπιν ανακτορικής προσταγής και γράφει ότι προβαίνει στο διάβημα παραίτησής του επειδή δέν εύρισκεν εαυτόν ικανόν εις τούς ενεστώτας καιρούς.. .

    Στην κατά του Ιωακείμ πολεμική πρωτοστατούσαν οι Κύπριοι επίσκοποι, με επί κεφαλής τον Κυρηνείας Δαμασκηνόν. Ο Δαμασκηνός ήταν κι εκείνος που τον διεδέχθη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

    Ιάκωβος Αλeξάνδρου

    http://www.pemptousia.gr/2012/03/i-kipros-ke-i-elliniki-epanastasi/

  55. To 1821 στο σήμερα

    Του Κώστα Δουζίνα

    «Είμαστε όλοι μας Έλληνες» έγραφε ο βρετανός ποιητής Πέρσι Μπις Σέλεϊ το 1821 στον πρόλογο του έργου του Ελλάς. «Είμαστε όλοι Έλληνες» έγραφε και ο Τζον Χόλογουεϊ στις 17 Φεβρουαρίου του 2012 στην εφημερίδα Guardian, καλώντας τον κόσμο να συμμετάσχει στις πορείες αλληλεγγύης.

    Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να επιστρέφουν στο 1821; Πότε και γιατί επιστρέφουν;

    Μερικούς μήνες μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, η υπογραφή των οποίων ξεσήκωσε θύελλα διεθνούς αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό, και την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών που προκάλεσε ισχυρές ρωγμές στην άνοδο της ακροδεξιάς και των εθνικιστικών κινημάτων στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, ίσως έχει κάποιο νόημα να ξαναεπιστρέψουμε στο 1821. Όχι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται, ούτε επειδή απλά «πρέπει». Αλλά επειδή επιστρέφοντας θυμόμαστε την αξία του αγώνα για την ελευθερία και την αλληλεγγύη, θυμόμαστε ότι ο χρόνος όπως και οι αγώνες δεν σταματάνε. Ότι η ιστορία δεν είναι γραμμική, οι κύκλοι της δεν κλείνουν ποτέ και κάθε δρόμος της έχει τα δικά του σαμαράκια.

    Ο Σέλεϊ έμαθε για την ελληνική επανάσταση την άνοιξη του 1821, έγραψε το ποίημα Ελλάς μέσα σε μερικούς μήνες και το εξέδωσε στο Λονδίνο τον Νοέμβριο, έχοντας απαλείψει τα πιο ριζοσπαστικά αποσπάσματα για να αποφύγει τη λογοκρισία. Το «λυρικό δράμα», ένα είδος ποιητικής δημοσιογραφίας «υπό την επήρεια των γεγονότων των ημερών μας», ήταν μια προσπάθεια να δημοσιοποιηθεί η ελληνική επανάσταση. Πέρα όμως από τις άμεσες αναφορές στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, το Ελλάς είναι ένα μνημείο της ρομαντικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Μέσα από την υιοθέτηση, σε γενικές γραμμές, μιας φιλοσοφίας της ιστορίας που θα συνδεόταν αργότερα με τον Χέγκελ, ο Σέλεϊ βλέπει στην Ελλάδα τη γέννηση της ελευθερίας ως οντολογικής και ιδεολογικής δύναμης της νεωτερικότητας. Το γεγονός ότι οι Έλληνες «αναδύθηκαν από τη σκόνη των ερειπίων τους» ήταν μια «εκπληκτική περίπτωση». Όμως αυτή η «ανάδυση» δεν αποτελεί επιστροφή στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν του γερμανικού ιδεαλισμού ή του κλασικισμού της αγγλικής αρχαιολογίας. Η επανάσταση επιβεβαιώνει μια αντίληψη για την ιστορία που δεν είναι ούτε γραμμική ούτε κυκλική. Η ελληνική επανάσταση επαναλαμβάνει την γαλλική, αποτελεί την δεύτερη ιστορική παρουσία της αρχής της ελευθερίας. Η Αϊτή και η Ελλάδα επιβεβαιώνουν αυτό που υποσχέθηκε το Παρίσι. Η ανθρωπότητα αναγνωρίζει την ιστορία της σαν κίνηση προς τη συλλογική και ατομική αυτονομία, μέσα από την εκ νέου ανακάλυψη αλλά και τη δημιουργική καταστροφή του παρελθόντος.

    Κουράστηκε απ’ το παρελθόν ο κόσμος κι έχει βαρεθεί,
    Ω, ας γινόταν να χαθεί ή τελικά ν’ αναπαυθεί! (Ε., 1100-1)

    Για τον Σέλεϊ, η επικείμενη παγκόσμια επανάσταση και μεταρρύθμιση είναι αναπόφευκτη. «[Μ]ια νέα ράτσα έχει ανατραφεί σ’ όλη την Ευρώπη, που έχει τραφεί με την απόρριψη των απόψεων που γίνανε δεσμά της, και θα συνεχίσει να παράγει νέες γενεές για να επιτελέσουν τον προορισμό τους που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν», καταλήγει στον πρόλογό του ο Σέλεϊ. Οι Έλληνες είναι το σύμβολο αυτής της νέας «ράτσας» που κάνει τα όνειρα πραγματικότητα και την ελευθερία το πνεύμα αυτού του κόσμου. Δεν πρόκειται όμως για έναν εθνικιστικό ή αρχαιολατρικό φανατισμό. Το καθολικό πρέπει να ενσαρκωθεί στο επιμέρους, το οποίο γίνεται η χειροπιαστή του έκφραση, προσφέροντας στο καθολικό εμπειρική ύπαρξη. Με αυτή την έννοια, η ελευθερία και η Ελλάδα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένες.

    Ας φύγει η Λευτεριά, κι όπου πετάξει,
    Έρημο ή Παράδεισο θα φτιάξει:
    Οι τολμηροί κι οι όμορφοι μαζί της
    Ας μοιραστούν τη δόξα ή τη θανή της. (Ε., 90-3)

    Σε αυτή τη φιλοσοφία της ιστορίας, η Ελλάδα αντιπροσωπεύει την ελευθερία και ο Μαυροκορδάτος (στον οποίο είναι αφιερωμένο το ποίημα) έναν δεύτερο Ροβεσπιέρο. Οι Έλληνες πολεμούσαν για όλους τους καταπιεσμένους της Ευρώπης και αντίστοιχα όλοι οι καταπιεσμένοι της Ευρώπης «ήταν Έλληνες». Οι αντιστάσεις κατά των πολιτικών λιτότητας και η εκλογή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς έφεραν το πρόταγμα της ελευθερίας και της διεθνούς αλληλεγγύης ξανά στην επιφάνεια. Κι έτσι πάλι η μικρή Ελλάδα, χωρίς να το επιδιώξει, γίνεται αρχικά σύμβολο ελευθερίας και «σημαίνον» αντίστασης και σήμερα χαράζει διεθνή μονοπάτια κατά των εθνικιστικών και ακροδεξιών πολιτικών και υπέρ του αλληλοσεβασμού και της αναγνώρισης του Άλλου. Όχι γιατί η κουκουβάγια της Αθηνάς ψιθύρισε στα «παιδιά του Συντάγματος» την σοφία της. Ούτε γιατί κάποια γενετική κληρονομιά κάνει τους Έλληνες πρωτοπόρους της ιστορίας. Ίσως είναι σύμπτωση, ίσως ιστορική ανωμαλία για ένα μικρό λαό να είναι πάλι στα πρωτοσέλιδα του κόσμου. Όπως ξέρουμε, η αλήθεια ενός γεγονότος, αν θα γίνει κοσμογονικό συμβάν ή μικρή ιστορική παρένθεση, κρίνεται εκ των υστέρων.

    Τα αποσπάσματα του έργου του Σέλεϊ προέρχονται, με ελάχιστες τροποποιήσεις, από την ελληνική έκδοση Ελλάς (1821), μτφρ. Μ. Β. Παΐζης, Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1990

    Πηγή: left.gr

    https://tvxs.gr/news/blogarontas/1821-sto-simera

  56. Συζητώντας με τον Παν. Αδάμο:
    ———————————————-
    Η Επανάσταση ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 από τον Αλεξανδρο Υψηλάντη, αμέσως μετά από το πέρασμα του Προύθου. Εάν το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 διατηρούσε την ουσιαστική μνήμη της Επανάστασης, αυτή την ημερομηνία θα ανακύρηττε ως γενέθλια ημέρα και όχι την 25η Μαρτίου… Όμως αυτό συνέβη γιατί η επανάσταση μπόρεσε τελικά να εδραιωθεί -για πολύ συγκεκριμένους λόγους- στην Πελοπόννησο κυρίως, τη Ρούμελη και τις Κυκλάδες. Και γιατί επί της επαναστατικής διαδικασίας κυριάρχησαν οι τοπάρχες του Νότου εις βάρος των εχόντων μια πανελλήνια αντίληψη για την Επανάσταση. Αυτό φάνηκε πολύ νωρίς, στην Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου, όπου οι νέοι ηγέτες απάλειψαν τελείως το ρόλο της Φιλικής Εταιρείας. Θα φανεί τελικά ότι η εξουσία είχε περάσει στα χέρια των παλαιών ηγεσιών του Νότου. Οι «παραστάτες», δηλαδή οι εκπρόσωποι-σύμβουλοι ήταν κυρίως Μοραΐτες, Ρουμελιώτες και νησιώτες. Και κοινωνικά ήταν πρόκριτοι και κληρικοί και μαζί τους και κάποιοι Φαναριώτες. Δηλαδή ήταν οι εκπρόσωποι των προεπαναστατικών ηγετικών ομάδων, ήτοι των ενδιάμεσων στρωμάτων μεταξύ Οθωμανικής διοίκησης και απλού λαού. Ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας βρέθηκαν εντελώς εκτός της νέας επαναστατικής ηγεσίας.

    Με τον ίδιο τρόπο αργότερα μειώθηκε η συμβολή τωνεξωελλαδικών Ελλήνων στην επαναστατική διαδικασία. Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος γράφει: “Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στο μεγάλο στρατόπεδο που είχε σχηματιστεί έξω από την Ακρόπολη στις αρχές του 1827, μόνο 1500 από τους 11.000 συνολικά άντρες κατάγονταν από τη Νότια Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, “ίσως και μαχιμώτεροι”, ήταν Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Επτανήσιοι και Κρητικοί.»

    Επίσης αν θέλουμε να μιλήσουμε για την κοινωνική σημασία της επανάστασης θα πρέπει να δούμε τι εξέφρασε η ψυχή της. Δηλαδή η Φιλική Εταιρεία, η οποία προήλθε από τα αστικά τμήματα της ελληνικής διασποράς και εξέφρασε τις πιο ακραίες εκδοχές του επαναστατικού φιλελευθερισμού. Ενώ ο πρωτοπόρος Ρήγας Φεραίος, προερχόταν από την πλέον αριστερή τάση των Γάλλων διαφωτιστών: Τους Γιακωβίνους. Αυτό είναι δεδομένο. Πριν κάποιο καιρό μας το παρουσίασε ένας κορυφαίος μελετητής του Βελεστινλή στο Σεμινάριο Ιστορίας που διοργανώνω: «Ο Ρήγας Βελεστινλής και η σχέση του με τους Γιακωβίνους της Γαλλικής Επανάστασης» Αργότερα και όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια των παραδοσιακών ηγετικών στρωμάτων του Νότου, τα δεδομένα άλλαξαν…

  57. Από το 1453 στο 1821
    ————————————————–

    Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

    Ἅπαντα Τσερτσέτη , τομ. Γ΄, σελ. 149-150

    Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: « Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: « Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – « Η φρουρά του βασιλέως μας είναι είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.

    284. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι », και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του».

    285. Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους.

  58. Ποιες ήταν οι ηγετικές ομάδες στην Ελληνική Επανάσταση
    Πιζάνιας Πέτρος

    …… Η έκρηξη μιας επανάστασης σχηματίζει ένα νέο πολιτικό πεδίο πολυσχιδών και πολυεπίπεδων συγκρούσεων. Σε αυτό το πεδίο όλα παίζονται με όρους ισχύος κάθε μορφής. Στην Ελληνική Επανάσταση τα σώματα και τα μέσα πολέμου δεν ανήκαν σε προϋπάρχον κράτος για να ενσωματωθούν, όπως συνέβη εν πολλοίς στη Γαλλική και την Αγγλική Επανάσταση.

    Συνεπώς, πρέπει να αναρωτηθούμε από πού προερχόταν η αρχική, τουλάχιστον, ισχύς, η οποία επέτρεψε στους Έλληνες να ξεκινήσουν και να διατηρήσουν την Επανάσταση. Για να αντιληφθούμε τις κοινωνικές πηγές αυτής της ισχύος είναι απαραίτητο να γυρίσουμε στην αφετηριακή απόφαση. Συγκεκριμένα, η Φιλική Εταιρεία προήλθε από τις οργανωμένες ενέργειες ελάχιστων ανθρώπων αρχικά και απέκτησε κοινωνικό εκτόπισμα μόνο αφότου άρχισαν (από το 1818), να οργανώνονται σε αυτήν διακεκριμένα μέλη των ελληνικών ηγετικών ομάδων.

    Το γεγονός ότι ελάχιστοι Έλληνες αποφάσισαν το 1814 να συστήσουν μια πολιτική, συνωμοτική επαναστατική οργάνωση δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Εκτός από την οργάνωση του Ρήγα Φεραίου, συγκροτούνταν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες παρόμοιες οργανώσεις από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Ούτε και οι επαναστατικοί στόχοι της Φιλικής Εταιρείας αποτελούσαν κάποια πρωτοτυπία ελληνική.

    Ποιοι αποτελούσαν την Φιλική Εταιρεία

    Από τη μικρή βαλκανική πολυεθνική αυτοκρατορία (την οποία επιδίωκε ο Ρήγας), η Φιλική Εταιρεία διατύπωσε ένα εθνικό σχέδιο, διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία των Ελλήνων, στηριγμένων στις δικές τους δυνάμεις. Ακολούθησαν την πολιτική στρατηγική την οποία είχε διατυπώσει ατελώς ο Κοραής και ολοκληρωμένα ο Ανώνυμος συντάκτης της «Ελληνικής Νομαρχίας» το 1806.

    Η αναμφίλεκτη ιδιαιτερότητα των δράσεων της Φιλικής Εταιρείας, σε αντίθεση με άλλες επαναστατικές ομάδες εξαρχής ηττημένες (όπως εκείνες που ξέσπασαν σε ιταλικές περιοχές) ήταν ότι οι Έλληνες συνωμότες ξεκίνησαν, αλλά κατάφεραν και διατήρησαν το επαναστατικό τους εγχείρημα και τελικά η Επανάσταση επιβλήθηκε νικηφόρα. Και μάλιστα, όχι μόνο ενάντια στους Οθωμανούς, αλλά και σε αντίθεση με το πλαίσιο του σιδηρού συντηρητισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων της Ιερής Συμμαχίας.

    Από την ιστορική έρευνα γνωρίζουμε την κοινωνική ιδιότητα 1.112 μελών της Φιλικής Εταιρείας έως τον Ιανουάριο του 1821. Από αυτά το 98% ανήκε σε ελληνικές ηγετικές ελίτ και σε όλες σχεδόν τις κλίμακες ισχύος στο εσωτερικό της κάθε ομάδας. Πρόκειται για 455 εμπόρους, από τους οποίους αρκετοί πολύ μεγάλοι κεφαλαιούχοι, 189 διανοουμένους, 134 πρωτεύοντες και δευτερεύοντες αρματολούς και 133 καραβοκυραίους (μεταξύ των οποίων όλοι σχεδόν οι εξέχοντες).

    Επιπλέον υπήρχαν 145 προεστοί (στους οποίους περιλαμβάνονται μέλη από τις ισχυρότερες οικογένειες της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Στερεάς), 34 αξιωματούχοι του κλήρου, από τους οποίους 12 επίσκοποι και μητροπολίτες (και όχι το Ορθόδοξο Πατριαρχείο). Τέλος υπήρχαν 22 μέλη διάφορων επαγγελμάτων, όπως ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ωρολογοτεχνίτης στην Τρίπολη και ορισμένοι βιοτέχνες ενοικιαστές μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα και στο Μαυρίλο Φθιώτιδας.

    Ήρωες, πολέμιοι των προνομίων τους

    Για τους Μανιάτες και τους Σουλιώτες η ένταξη στη Φιλική Εταιρεία των μεγάλων πατριαρχών οδηγούσε την πατριά να ακολουθήσει. Μάλιστα, οι ισχυροί του κάθε τόπου αποτέλεσαν κατά κανόνα τις τοπικές Εφορίες και τους ηγετικούς πυρήνες της οργάνωσης (μαζί με αρκετούς μικρούς ανώνυμους, οι οποίοι απέκτησαν σημαντική δύναμη κατά τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης). Η πράξη ανάληψης της ηγεσίας επιβάλλει να δεχτούμε ότι είχαν ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία αποφασισμένα.

    Για ποιο λόγο σημαντικοί έμποροι και καραβοκυραίοι, κεφαλαιούχοι όπως ο Σέκερης, ο Ξένος, οι Κουντουριωταίοι, να αναλάβουν έναν τόσο παρακινδυνευμένο σκοπό; Τι λόγο είχαν κραταιοί και ενίοτε πλούσιοι αρματολοί, όπως ο Χατζηχρήστος, ο Πανουργιάς, ο Στορνάρης, ο Ανδρούτσος, να θέσουν την ένοπλη δύναμη που διέθεταν, στην υπηρεσία της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας;

    Τι κινούσε ισχυρούς προεστούς με προνομιακή τοπική θέση στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας, όπως ο Νάκος, ο Λιδωρίκης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, οι Δεληγιανναίοι, να αρνηθούν την ευνοούμενη θέση που κατείχαν; Γιατί ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αντί να διεκδικήσουν τον επίζηλο τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη, επέλεξαν μια συνωμοτική οργάνωση; Τα ονόματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν θεμελιωμένα σε άφθονες αρχειακές αποδείξεις.

    Ωστόσο, το λογικά προφανές της πράξης τους είναι ότι, έχοντας επιλέξει την ελευθερία και την ανεξαρτησία, γνώριζαν ότι όφειλαν να στραφούν εναντίον των Οθωμανών και συνεπώς εναντίον του παλαιού κοινωνικού τους εαυτού, των ίδιων των προνομίων τους. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ένταξη στη Φιλική Εταιρεία συνιστά για την πλειονότητα των μελών των ελληνικών ηγετικών ομάδων την ανάληψη ενός ιστορικού καθήκοντος.
    Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά. Αντίθετα, γνωρίζουμε πως λίγες δεκαετίες πριν από το 1821, η ήδη παλαιά εθνική ιδεολογία είχε πολιτικοποιηθεί μεταστρεφόμενη σε ό,τι αποτελούσε την επαναστατική ιδεολογία της εποχής, τον πατριωτισμό όπως τον είχε αποθεώσει η Γαλλική Επανάσταση.

    Ο θρίαμβος της επανάστασης

    Τα εμπορικά κεφάλαια και τα πλοία των καραβοκυραίων, η ένοπλη δύναμη των αρματολών, των Μανιατών, των Σουλιωτών, το κοινωνικό κύρος των αξιωματούχων του κλήρου, οι οποίοι (με την ευλογία τους) προέτρεπαν τους απλούς μαχητές να πολεμήσουν και να σκοτώσουν Οθωμανούς, η δράση των διανοουμένων που οργάνωσαν τα πρώτα μικρά τοπικά επαναστατικά συμβούλια μαζί με τους τοπικούς προύχοντες, αυτά και άλλα πολλά, ήταν τα μέσα ισχύος που κατείχαν οι ελληνικές ηγετικές ομάδες και τα οποία πρόβαλλαν εξαρχής ως μέσα επαναστατικού πολέμου.

    Έχουμε, συνεπώς, έναν μετασχηματισμό των μέσων ισχύος από προσωπικά σε συλλογικά, από πολιτικά αδρανή σε πολιτικοποιημένα, από επωφελή για τους Οθωμανούς σε ελληνικά και από ειρηνικά σε πολεμικά. Όλοι αυτοί οι μετασχηματισμοί πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Σε έναν αρχικό πληθυσμό της τάξης των 900.000 Ελληνίδων και Ελλήνων, σκοτώθηκαν στην Επανάσταση περίπου 250.000 για την υπόθεση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Μεταξύ αυτών, πολλά μέλη των παραπάνω ηγετικών ομάδων.

    Τι συμπέρασμα να συναγάγουμε, λοιπόν; Θα μπορούσε ο αναγνώστης να ξεκινήσει να σκέφτεται συγκριτικά. Όπως για παράδειγμα ότι τότε οι ηγετικές ομάδες των Νέων Ελλήνων μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες χωρικούς, τεχνίτες, κτηνοτρόφους, μικρομαγαζάτορες, ναυτικούς, αγωγιάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά παραχώρησαν περιουσίες γνώσεις και κύρος. Πολλοί έχασαν τις ζωές τους για να κερδίσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία, για εκείνους και για τους απογόνους τους. Για όλους εμάς!
    Είμαστε πολίτες αρχικά χάρη στο 1821 και σήμερα σύμφωνα με το Σύνταγμα κατέχουμε

    https://slpress.gr/idees/poies-itan-oi-igetikes-omades-stin-elliniki-epanastasi/

  59. Ρήγας Φεραίος: Διανοητική προετοιμασία και επαναστατική πράξη

    Γιώργος Κόκκινος – ΤΑ ΝΕΑ (08-09-2000).

    Το τέλος του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την έκρηξη επαναστατικών διεργασιών στη Δυτική Ευρώπη, που οδηγούν αφ’ ενός στην κινητοποίηση για τη δημιουργία εθνικών κρατών και αφ’ ετέρου στην υιοθέτηση δημοκρατικών θεσμών και στη σταδιακή ενσωμάτωση των μαζών στο πολιτικό σύστημα. Οι επαναστατικές αυτές διεργασίες, που αναδιατάσσουν συνολικά το πεδίο της πολιτικής στην ευρωπαϊκή ήπειρο, συστοιχούν με ή και διευκολύνουν τις διαδικασίες του οικονομικού εκσυγχρονισμού, που είχαν δρομολογηθεί με την ιστορική δυναμική της Βιομηχανικής Επανάστασης.
    Όμως, την ίδια περίοδο, οι επαναστατικοί κραδασμοί που προκάλεσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι εξαπλώνονται στον κορμό της ευρωπαϊκής ηπείρου μέχρι την ιταλική χερσόνησο και τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο σουλτανικός δεσποτισμός φάνταζε ανίκητος.

    Η διαδικασία διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης στους υπόδουλους βαλκανικούς λαούς και η συνακόλουθη εκκοσμίκευση της πολιτισμικής τους ταυτότητας συνέπεσε με την ταυτόχρονη δράση κρίσιμων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, που έθεταν σε κίνηση τους μηχανισμούς μετασχηματισμού της οθωμανικής κοινωνίας. Οι κυριότεροι από τους παράγοντες αυτούς είναι οι ακόλουθοι:

    1. Η εσωστρέφεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς το 1718 και η απόπειρα εισαγωγής μεταρρυθμίσεων από τον Σελίμ Γ’ προκειμένου να ανακοπεί η διαδικασία κατάρρευσης των δομών του οθωμανικού κράτους.

    2. Η προϊούσα διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην οθωμανική οικονομία και η οικονομική αναβάθμιση συνεκτικών ομάδων των υπόδουλων πληθυσμών, οι οποίες έλεγχαν τους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τα ευρωπαϊκά κράτη, τα παράλια της Μεσογείου και τη νότια Ρωσία.

    3. Η έκρηξη των τριών ρωσοτουρκικών πολέμων του 1710-1711, του 1768-1774 και του 1787-1792, η αντιπαράθεση Αυστρίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και η δράση ένοπλων σωμάτων αντίστασης των υποδούλων (κλέφτες, χαιντούκοι).

    4. Η πολιτική αναταραχή στις οθωμανικές επαρχίες και η εμφάνιση αποσχιστικών τάσεων, όπως αυτή του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος καταλαμβάνει τις περιοχές της Θεσσαλίας και της Ακαρνανίας το 1788, αλλά και του Οσμάν Πασβάνογλου, που εκδηλώνεται στις παραδουνάβιες ηγεμονίες στο χρονικό διάστημα 1793-1796.

    5. Η βαθμιαία ανάδειξη της κοινωνικής ομάδας των Φαναριωτών από το 1699 (Συνθήκη του Κάρλοβιτς) και έως το 1821 στα αξιώματα του μεγάλου διερμηνέα της Πύλης, του διερμηνέα του ναυάρχου του οθωμανικού στόλου και του οσποδάρου των παραδουνάβιων ηγεμονιών με προφανή αποτελέσματα στη δημιουργία θετικής αυτοεικόνας των ελληνικών πληθυσμών και στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και της πεφωτισμένης δεσποτείας.

    6. Η δυναμική εκδήλωση του πνευματικού κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, που εκφράστηκε με την εκκοσμίκευση της παιδείας, την αύξηση των εκδόσεων κοσμικού και επιστημονικού χαρακτήρα, την ίδρυση σχολείων και βιβλιοθηκών και την καθιέρωση κληροδοτημάτων από τους πλούσιους Έλληνες της Διασποράς, που έδωσαν την ευκαιρία στους «φιλομαθείς νέους» να σπουδάσουν στην Ευρώπη και να έρθουν σε επαφή με τις νέες ιδέες και επιστημονικές αντιλήψεις.

    7. Ειδικότερα, η δυναμική των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στους ελληνικούς πληθυσμούς εμφανίζεται ανάγλυφα με την κατάταξη Ελλήνων οπλαρχηγών στον γαλλικό στρατό, με την υποδοχή των Γάλλων ως ελευθερωτών από τους κατοίκους των Ιόνιων Νησιών (1797-1799) και με τον συρμό της «ναπολεοντολατρείας», που εξαπλώνεται σε όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (από το Ζάγκρεμπ και τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας έως την Κωνσταντινούπολη, τη Μάνη και την Κύπρο) μετά τις νίκες του γαλλικού στρατού στην ιταλική χερσόνησο, την άφιξη του Ναπολέοντα στα παράλια της Αδριατικής και την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, που αποτελούσε τότε αναπόσπαστο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1798).

    Η αποτίμηση του ιστορικού ρόλου του Ρήγα

    Ο Ρήγας αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή διανοούμενου και πολιτικού ακτιβιστή. Συνθέτοντας δημιουργικά σε μια ενιαία οντότητα την πολιτική θεωρία και την επαναστατική πράξη κατόρθωσε να είναι, ταυτόχρονα, ένας κοσμοπολίτης διαφωτιστής, ένας Έλληνας εθνικιστής και ένας ιδεολόγος του βαλκανικού πατριωτισμού. Το διακύβευμα που είχε να αντιμετωπίσει ο Ρήγας ήταν η δυνατότητα ριζικού μετασχηματισμού των παραδοσιακών κοινωνιών της Βαλκανικής και πολιτισμικής τους συμπόρευσης με τη Δύση. Ο Ρήγας Βελεστινλής κατέχει περίοπτη θέση στο πάνθεον της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Είναι ο «πρωτομάρτυρας της ελληνικής εθνεγερσίας». Παράλληλα, όμως, με το όραμα της συναδέλφωσης και του κοινού αγώνα εναντίον του Οθωμανού δυνάστη, συγκίνησε και τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς, οι οποίοι αναγνώρισαν στο συγγραφικό του έργο, στο πολιτικό του πρόγραμμα και στη θυσία του τα πρώτα σπέρματα της πραγμάτωσης της εθνικής τους ανεξαρτησίας.

    Ο Ρήγας δεν είναι μια μετεωρική και μοναχική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και του ριζοσπαστικού πολιτικού φιλελευθερισμού. Υπάρχει ένα δυναμικό ιακωβινικό ρεύμα που αρδεύει την ελληνική κοινωνία μεταγγίζοντάς της – παρά τις αδράνειες των κυρίαρχων παραδοσιακών νοοτροπιών – τις ιδέες που όπλισαν τη Γαλλική Επανάσταση.

    Πρόκειται για ένα ρεύμα που συνδέει τον Βελεστινλή και τους συντρόφους του με τους εκδότες Πουλίους, τον Περραιβό και τον ανώνυμο συντάκτη της Ελληνικής Νομαρχίας (1806), με τους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, που εξακολουθούν να τραγουδούν το 1812, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα, καθώς και με τις αγροτικές μάζες των Ελλήνων που διεξήγαγαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Αξίζει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι η ριζοσπαστική πολιτειολογική σκέψη του Ρήγα, παρά τον σημαντικό ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε, δεν λειτούργησε – πλην εξαιρέσεων – ως πεδίο έμπνευσης για την ελληνική πολιτειολογική επιστήμη.
    Το έργο του Ρήγα αποτελεί – μαζί με αυτό του Αδαμάντιου Κοραή – τον σημαντικότερο αγωγό για τον ενοφθαλμισμό των ιδεών και των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών πρακτικών της νεωτερικότητας στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

    Παρά τη δυναμική που ανέπτυξαν οι ιδέες αυτές στις βαλκανικές κοινωνίες, αποδεικνύοντας την οργανική σχέση των αστικών τους στρωμάτων με τα δυτικοευρωπαϊκά πολιτισμικά πρότυπα, εντούτοις δεν συνάντησαν ποτέ την καθολική αποδοχή, κυρίως λόγω του κυριαρχικού ρόλου της Εκκλησίας και της οργανικής ενσωμάτωσης των ιθυνόντων ομάδων των υπόδουλων κοινωνιών στο εξουσιαστικό σύστημα των Οθωμανών.

    Ωστόσο, η διασπορά των ιδεών αυτών υπήρξε μεγάλη και η εμβέλειά τους σημαντική. Στην ελληνική περίπτωση μάλιστα συγκρότησαν τη διανοητική και πολιτική παράδοση, στην οποία βασίστηκε ο επαναστατικός πόλεμος για την πραγμάτωση της εθνικής ανεξαρτησίας και τη δημιουργία σύγχρονου εκκοσμικευμένου δημοκρατικού κράτους.

    Το πρόγραμμα του Ρήγα εξυπηρετούσε δύο βασικές σκοπιμότητες:
    -Πρώτον, τη διανοητική και ιδεολογική προπαρασκευή των υπόδουλων πληθυσμών διαμέσου της εξοικείωσής τους με το νεωτερικό ήθος και τα νέα πολιτισμικά πρότυπα, με στόχο τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης και την προετοιμασία της πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
    -Δεύτερον, την προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η οποία θα γινόταν πραγματικότητα με τη σύμπραξη των υπόδουλων εθνοτήτων και τη συνδρομή του επαναστατικού γαλλικού στρατού.

    Και οι δύο αυτές σκοπιμότητες συνέκλιναν προς την κατεύθυνση της συγκρότησης ενός πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού κράτους που πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα συνένωνε τους λαούς της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της λειτουργίας δημοκρατικών θεσμών διακυβέρνησης και της κατοχύρωσης ενός ενιαίου και ευρέως φάσματος πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων.

    Επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο αναδιάταξης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και δημιουργίας ενός πρότυπου πολυεθνικού κράτους, που θα καθιστούσε τη Βαλκανική αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης. Όμως η «αχίλλειος πτέρνα» αυτού του σχεδίου ήταν η μη συνειδητοποίηση από τον Ρήγα της εκρηκτικής δυναμικής και των ασύμβατων διεκδικήσεων των αναδυόμενων βαλκανικών εθνικισμών.

    Ο Ρήγας οραματιζόταν μία Βαλκανική όπου η θεσμική κατοχύρωση της ιδιότητας του πολίτη για όλους τους κατοίκους της «Ελληνικής Δημοκρατίας» και η συνταγματική εγγύηση και ενίσχυση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και πολυμορφίας τους θα λειτουργούσε ανασταλτικά για την ανάδειξη εθνικιστικών αντιπαραθέσεων.

    (Ο Γιώργος Κόκκινος είναι Επίκουρος καθηγητής της Ιστορίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου).

  60. Ανδρέας on

    Πόσοι Έλληνες χάθηκαν σε Μωρια-Ρούμελη-Κυκλαδες
    https://www.mixanitouxronou.gr/oi-apoleies-ton-ellinon-stin-epanastasi-toy-1821/

  61. Ανδρέας on

    ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΌΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

    «ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» ΚΑΙ 1821 // Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Σ
    «ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» ΚΑΙ 1821
    Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
    ΚΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΗ ΑΝΝΑ
    Κωδ. Πολιτείας: 8370-0353

    Παρουσίαση

    Ρομαντικοί ιδεολόγοι ή επαγγελματίες της επανάστασης; Οι «Μαχητές της Ελευθερίας», οι Φιλέλληνες που ήρθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1821 να πολεμήσουν για την ελληνική Ανεξαρτησία, εξετάζονται εδώ ως μια δυναμική, διεθνική ομάδα που διατρέχει τα πολλαπλά επαναστατικά μέτωπα της μεταναπολεόντειας περιόδου. Σε μια εποχή όπου ο κοσμοπολιτισμός συμπορεύεται με τον εθνικισμό, και ο τελευταίος νοείται ως επαναστατική ιδεολογία, οι ξένοι εθελοντές της «Φιλελεύθερης Διεθνούς» συνδέουν τις επαναστάσεις της ταραγμένης δεκαετίας του 1820 από τη λεκάνη της Μεσογείου ως τη Λατινική Αμερική.
    Μεταφέρουν τις νεωτερικές ιδέες του φιλελευθερισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας, επιδιώκουν μια ένδοξη σταδιοδρομία στο πεδίο της μάχης και μένουν πιστοί στην προσωπική τους αντίληψη περί στρατιωτικής τιμής και κώδικα του πολέμου. Υπερασπίζονται τον πολιτισμό κατά της βαρβαρότητας, μόνο που συχνά στο δεύτερο στρατόπεδο συγκαταλέγουν και τους νεώτερους Έλληνες.
    Μια ανατρεπτική μελέτη για τους Φιλέλληνες, που εξετάζει πώς η Ελληνική Επανάσταση μπορεί να ενταχθεί στο «επαναστατικό κύμα» του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και την προβληματική ενσωμάτωση των Ελλήνων στην αναδυόμενη ιδεολογία της νεωτερικής ευρωπαϊκής ταυτότητας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

    Περιεχόμενα

    Εισαγωγή
    Ελληνική Επανάσταση και διεθνικότητα
    Μεσογειακά παράλληλα: Ισπανία
    Μεσογειακά παράλληλα: Ιταλία
    Το κέντρο: Λονδίνο
    Στο πεδίο: Ελλάδα
    Η τάξις χρήσιμος
    Επιλογικά: Ουτοπία ή δυστοπία;
    Βιβλιογραφία
    Ευρετήριο ιστορικών προσώπων

  62. Ανδρέας on

    «Κατά το πρώτο έτος των συγκρούσεων στην Πελοπόννησο, οι επίσκοποι συχνά εκαλούντο να αναλάβουν την ηγεσία στο πολεμικό και στο πολιτικό πεδίο. Οι διάφορες διακηρύξεις που έκαναν οι επαναστάτες και οι κυβερνήσεις που σχημάτισαν, σχεδόν πάντοτε περιέχουν ονόματα τουλάχιστον ενός ή δύο επισκόπων και μερικών κληρικών. Διακεκριμένοι ιεράρχες της Πελοποννήσου ήταν οι Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Καρύστου Νεόφυτος και, φυσικά, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Η Εκκλησία της Πελοποννήσου είχε ολόψυχα πάει με το μέρος της Επανάστασης…..
    …………………………………………….
    Η εξέγερση που είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο μεταδόθηκε με τον ίδιο τρόπο και βόρεια του Ισθμού. Τα μέλη του κλήρου εμφανίζονταν οπουδήποτε ξεσπούσε η επανάσταση. Ο Πουκεβίλ περιγράφει την αλλαγή στους ιερείς της Βοιωτίας κατά τη διάρκεια αυτών των ορμητικών ημερών, όταν οι Τούρκοι τρέπονταν σε φυγή: *απομονωμένοι από τους καταπιεστές τους, οι Έλληνες δεν αναγνώριζαν κανέναν άλλο κύριο από τον Λυτρωτή τους, και στο εξής κανένα άλλο χέρι πάνω στο κεφάλι τους από το θεϊκό. Οι λειτουργοί Του προσέφεραν την αναίμακτη θυσία του Αμνού στον Θεό των στρατών και οι κληρικοί που μέχρι τώρα ήταν οι συνεσταλμένοι παρηγορητές των καταπιεσμένων, βρέθηκαν, χωρίς να το καταλάβουν, επικεφαλής του κινήματος για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο σταυρός εμφυτεύτηκε στην είσοδο όλων των περασμάτων, στις ψηλές βουνοκορφές…*»

    Charles A. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία, 1821-1852, Δόμος, 1987 [Cambridge University Press, 1969], σ. 38, 60

  63. Ανδρέας on

    ….

    ………… Στη συζήτηση αυτή, νομίζω, ότι μπορεί να είναι καθοριστική η ανάγνωση του εμβληματικού βιβλίου του μεγάλου Άγγλου ιστορικού Eric J. Hobsbawm «Η εποχή των επαναστάσεων / 1789-1848» (1962), ελληνική έκδοση από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, ο οποίος αναδεικνύει την παγκόσμια σημασία της Ελληνικής Επανάστασης, τόσο ως αποτέλεσμα διεργασιών που ενεργοποίησε η Γαλλική Επανάσταση, όσο και ως μία από τις πολλές εξελίξεις που προετοίμασαν την ευρωπαϊκή επαναστατική άνοιξη του 1848.

    Λέει χαρακτηριστικά: «Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, κι αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα έγινε πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία». (σελ.171).

    Και σε άλλο σημείο: «Σε μία και μόνη περίπτωση ο ατέρμονος πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών-ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς- και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς, με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας» (σελ. 203-204).

    1. «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου Γένους φοβούμενοι την σφαγήν του αόπλου άλλου Γένους. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον και αναγγείλατε εις τον Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλογία εμού επί τα έργα των χειρών του Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν!»
      (Πηγή: Ι. Χατζηφώτης – «Από το Βυζάντιο στον Νέο Ελληνισμό», τόμ. 3ος.)
    2. «Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πως εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι, είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου»
      (Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ προς τον Μουρούζη)
    3. «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου»
      (Αλεξάνδρου Υψηλάντου οδηγίες από το Κινσόβιο της Βεσσαραβίας προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως για τον “αφορισμό” του Πατριάρχη).

Αφήστε απάντηση στον/στην Mikrasiatis Ακύρωση απάντησης