Πρόσφυγες του 1922 στην Κύπρο

Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟ

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ: Οι Μικρασιάτες της Κύπρου

Ενα από τα λιγότερο γνωστά θέματα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι η υποδοχή και η περίθαλψη των Μικρασιατών προσφύγων στην Κύπρο αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1922. Σημαντική υπήρξε η συμβολή στη γνώση του θέματος αυτού μιας έκθεσης που έγινε στη Λευκωσία την επέτειο των ογδόντα ετών από την Καταστροφή, με θέμα «Η Μικρασιατική Καταστροφή στις κυπριακές εφημερίδες».

Κειμήλιο που συνέλεξε ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου που βρίσκεται στη μόνιμη έκθεση που θα φιλοξενείται στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας Κειμήλιο που συνέλεξε ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου που βρίσκεται στη μόνιμη έκθεση που θα φιλοξενείται στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας Αξιοποιώντας το υλικό της έκθεσης αυτής η ιστορικός Αφροδίτη Αθανασοπούλου παρουσιάζει το θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων στην Κύπρο.

Η βρετανική στάση

Θεωρείται ότι από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 κατέφθασαν στην Κύπρο 2.400 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Από αυτούς, οι 1.700 είναι Ελληνες, οι οποίοι είναι είτε Μικρασιάτες, αντιμετωπιζόμενοι από τις βρετανικές αρχές ως «Ελληνες υπήκοοι», είτε Κύπριοι, οι οποίοι θεωρούνταν ότι είχαν βρετανική υπηκοότητα. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες ήταν Αρμένιοι αλλά και Βρετανοί που εργάζονταν στη Μικρά Ασία. Ο πραγματικός αριθμός όμως όσων έφτασαν τελικά στο νησί δεν είναι γνωστός.

Χαρακτηριστική είναι η στάση των βρετανικών Αρχών κατοχής απέναντι στους πρόσφυγες. Επιτρέπουν την αποβίβαση σε όσους κατάγονταν από την Κύπρο και είχαν κατά συνέπεια τη βρετανική υπηκοότητα, στους Βρετανούς, αλλά και στους Αρμένιους, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς πατρίδα.

Οικογένεια του Μικρασιάτη πρόσφυγα Ιωάννη Σαπαρίλα (συλλογή Ι. Ιακωβίδη)

Οικογένεια του Μικρασιάτη πρόσφυγα Ιωάννη Σαπαρίλα
(συλλογή Ι. Ιακωβίδη)

 

Η ανάλγητη στάση των Βρετανών ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου να αποστείλει επιστολή προς τη διεθνή κοινότητα και τη βρετανική κυβέρνηση όπου περιγράφει την τραγική κατάσταση: «Χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία καταφθάνουν καθημερινά στις Κυπριακές ακτές με ιστιοφόρα. Η Κυβέρνηση αρνείται να επιτρέψει έστω και την πρόσκαιρη αποβίβασή τους υποχρεώνοντάς τους να συνεχίσουν τις περιπλανήσεις τους στη θάλασσα μέσα σε μικρά πλοία και σε καιρό τρικυμίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Εχουν σημειωθεί ναυάγια και θάνατοι προσφύγων λόγω συνωστισμού και κακουχιών. Παρακαλώ ενεργήστε έτσι που να τερματιστεί το μαρτύριο χριστιανών και επιτραπεί η αποβίβαση των προσφύγων στην Κύπρο και όπως η Κυπριακή Κυβέρνηση παράσχει σε αυτούς την απόλυτα αναγκαία βοήθεια».

Η μελέτη του φαινομένου

Η δημιουργία του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου το 2009 έδωσε μια νέα διάσταση στις προσπάθειες καταγραφής. Εκθέσεις, συλλογές, λογοτεχνήματα αλλά και επιστημονικά συνέδρια επιτρέπουν σήμερα την καλύτερη εποπτεία στο θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων του 1922 στην Κύπρο. Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Αλέξανδρος Εμμανουήλ Κεχαγιόγλου» της Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου, προέδρου στο Σύνδεσμο, που αναφέρεται στον πατέρα της, έναν ξεριζωμένο πρόσφυγα από την Αλάγια της Μικράς Ασίας.

Το 9ο Ετήσιο Επιστημονικό Συμπόσιο Προφορικής Ιστορίας τον περσινό Νοέμβρη ήταν αφιερωμένο στη μικρασιατική προσφυγιά και είχε θέμα: «Οι Μικρασιάτες της Λεμεσού: Η εγκατάσταση και η προσφορά στην πόλη».

Τα ετήσια «Λογοτεχνικά Ημερολόγια» του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου συλλέγουν και καταθέτουν τα μικρά σπαράγματα από την προσφυγική παρουσία στη Μεγαλόνησο. Παράλληλα συγκροτήθηκε από δεκάδες εκθέματα, έγγραφα και φωτογραφίες η Μόνιμη Συλλογή Κειμηλίων του Μικρασιατικού Ελληνισμού Κύπρου, την οποία επιμελήθηκε ο Γιάννης Ηλιάδης -μικρασιατικής καταγωγής διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου- και θα φιλοξενηθεί στο Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας.

Ο Σύνδεσμος περιγράφει ως εξής την έκθεση: «Τα έγγραφα και τα φωτογραφικά τεκμήρια της έκθεσης πιστοποιούν την άφιξη χιλιάδων Μικρασιατών στην Κύπρο, παρά τις απαγορεύσεις των Αγγλων, την απομόνωση, τα λοιμοκαθαρτήρια, οι οποίοι βρήκαν ανάμεσα στους Ελληνες της Κύπρου θερμή φιλοξενία.

»Με την εργατικότητα και το φιλοπρόοδο πνεύμα τους δραστηριοποιήθηκαν σύντομα στην Κύπρο και ρίζωσαν στη νέα τους πατρίδα συμμετέχοντας στους αγώνες του έθνους το 1940, στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 και τέλος, ορισμένοι απ’ αυτούς που ζούσαν στις βόρειες περιοχές της πατρίδας μας υπέστησαν το 1974 τον ξεριζωμό και την προσφυγιά για δεύτερη φορά».

* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/

Τα δημοσιεύματα της εποχής στον κυπριακό Τύπο

Μια πολύ σημαντική πηγή για τη μελέτη του φαινομένου της έλευσης προσφύγων από τη Μικρά Ασία τους μήνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του μετώπου είναι ο κατάλογος της έκθεσης που έγινε στη Λευκωσία το 2002 και που επιμελήθηκε ο Ανδρέας Κλ.

Δημοσίευμα εφημερίδας του 1915 για τον πρώτο δωγμό (1914-1918). Κύπριοι εγκατεστημένοι στη Μικρά Ασία και Σμυρνιοί πρόσφυγες φτάνουν στην Κύπρο

Δημοσίευμα εφημερίδας του 1915 για τον πρώτο δωγμό (1914-1918).

Κύπριοι εγκατεστημένοι στη Μικρά Ασία και Σμυρνιοί πρόσφυγες φτάνουν στην Κύπρο Σοφοκλέους. Στον κατάλογο αυτόν εμπεριέχονται πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, παρότι δεν καταγράφεται παρά μόνο ένα μέρος από το πλήθος των δημοσιευμάτων για τη Μικρασιατική Καταστροφή στις κυπριακές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε, εβδομαδιαίως, στις μεγαλύτερες πόλεις/επαρχίες του νησιού (Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσός, Πάφος). Ωστόσο, και αυτή η μερική αποδελτίωση και αποθησαύριση μας επιτρέπει να σχηματίσουμε εικόνα.

Το μαρτύριο της Σμύρνης

1Η Καταστροφή: Κοινό χαρακτηριστικό των άρθρων είναι η ρητορική τους, η οποία προδιαθέτει άμεσα τον αναγνώστη για το μέγεθος της εθνικής καταστροφής, που έχει χαρακτήρα Αποκάλυψης: «Η θάλασσα […] παρέχει τα υγρά νώτα της διά να μεταφέρωνται επί αυτών άθλιοι και δύστυχοι ανθρώπιναι υπάρξεις από τον Τουρκικόν Αδην εις την γην» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). «Οι τραγικοί κύκλοι της Δαντικής κολάσεως ωχριούν προ του Σμυρναϊκού μαρτυρίου. Η παγκόσμιος ιστορία δεν ανέγραψε τραγικωτέραν σελίδα» («Σάλπιγξ» Λεμεσού, 9/22.9.1922). Η ρητορική αυτή δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η κάλυψη των γεγονότων στηρίζεται βασικά στις αφηγήσεις των ίδιων των προσφύγων, που δίνουν τον τόνο της ανθρώπινης συμφοράς, της απανθρωποποίησης: «Είχον δε την ανατριχιαστικήν φρίκην να βλέπωσι παρά το τελωνείον [της Σμύρνης] σειράς όλας ανθρώπων με δεμένα χέρια και τας κεφαλάς αποκομμένας. […]

»Η θάλασσα δε ήτο γεμάτη πτώματα πλασμάτων τα οποία ελογχίζοντο από μαινομένους στρατιώτας, ή αλλόφρονα ερρίπτοντο εις αυτήν προτιμώντα τον πνιγμόν» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). Ανάλογες φρικιαστικές αφηγήσεις -με γυναίκες να σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή αδελφούς να πνίγουν τις αδελφές τους, ή ανθρώπους να αυτοκτονούν πέφτοντας στη θάλασσα, για να αποφύγουν τη μάχαιρα και την ατίμωση- καταγράφουν πολλές ακόμη κυπριακές εφημερίδες.

Οι ευθύνες της Καταστροφής επιρρίπτονται στη (φιλο)βενιζελική ή στη (φιλο)βασιλική πλευρά, ανάλογα με την πολιτική θέση της κάθε εφημερίδας, μια που ο Εθνικός Διχασμός είχε αντίκτυπο και στη Μεγαλόνησο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πολιτικά σχόλια των κυπριακών εφημερίδων που εξετάζουν τις ευθύνες των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται ένας προσεκτικός διαχωρισμός του ρόλου της «καλής» Μ. Βρετανίας έναντι των «κακών» Φράγκων (ή «κουτοφράγκων»), Γάλλων και Ιταλών, οι οποίοι αναθεματίζονται και δαιμονοποιούνται (ιδίως οι Γάλλοι). Προφανώς, αυτή η «δημοσιογραφική πολιτική» γίνεται (και) για λόγους επιβίωσης από τη λογοκρισία της βρετανικής Διοίκησης στο νησί.

2. Οι πρόσφυγες: Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 έφτασαν στην Κύπρο, προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία, 2.400 πρόσφυγες (200 Βρετανοί, 500 Αρμένιοι, 800 Κύπριοι και 900 Ελληνες υπήκοοι). Το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων το δέχεται η Λάρνακα, η «Σκάλα», στην οποία υπάρχει το λοιμοκαθαρτήριο. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική τους προέλευση, οι περισσότεροι -ως ήταν αναμενόμενο- είναι λαϊκής καταγωγής, πολύ λιγότεροι οι πλούσιοι και επιφανείς.

Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται από όλες τις εφημερίδες σε αξιοθρήνητη κατάσταση, κυρίως ψυχολογικά: «Οι πλείστοι εκ τούτων ευρίσκονται εις ελεεινήν κατάστασιν, ημίγυμνοι, με γυμνά πόδια και εις κατάστασιν τρόμου εκ των φρικωδών πικρών αναμνήσεων» («Κυπριακός Φύλαξ» Λάρνακας, 7.9.1922). «Μητέρες με τα μάτια των γεμάτα δάκρυα έσφιγγαν εις τας αγκάλας των τα βρέφη των, […] άλλαι με το πρόσωπον στυγνόν ητένιζον τον κόσμον με ένα βλέμμα απλανές και απολιθωμένον» («Σάλπιγξ» Λεμεσού, Νοέμβριος 1922).

Ενα δεύτερο στοιχείο, που έχει το εθνολογικό ενδιαφέρον του, είναι ότι οι πρόσφυγες δεν μιλούν ελληνικά: στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου γίνεται λόγος για γυναίκες και παιδιά «αγνοούντα τελείως την Ελληνικήν» και για «Τουρκοφώνους ομογενείς». Αναγνωρίζονται, δηλαδή, ως «αδελφοί» στη βάση όχι της γλώσσας, αλλά της εθνικής (πολιτισμικής) και θρησκευτικής τους ταυτότητας: Ελληνες ορθόδοξοι. (Αξίζει, παρενθετικά, να σημειώσουμε ότι η Μικρά Ασία στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου αναφέρεται ως «Αλλαγία» και οι πρόσφυγες ως «οι εξ Αλλαγίας πρόσφυγες». Να αποκαλούσαν άραγε έτσι οι ίδιοι οι πρόσφυγες την πατρίδα τους;).

…Η ανταπόκριση πάντως του κυπριακού Ελληνισμού είναι συγκινητική. Προκαλεί αληθινά θαυμασμό ο μηχανισμός που στήνεται εκ του μηδενός και ταχύτατα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που χτυπάει το αγροτικό και φτωχό νησί της Κύπρου. Καθοριστικό ρόλο παίζει η Αρχιεπισκοπή, σε συνεργασία με τις ελληνικές Δημοτικές Αρχές κάθε μεγάλης πόλης. Οι σύλλογοι Κυριών και Δεσποινίδων επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας των προσφύγων.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι οι φτωχοί σε επαρχίες απομακρυσμένες, όπως αυτή της Πάφου, που, επειδή δεν έχουν χρήματα να δώσουν, προσφέρουν τα γεννήματά τους: κριθάρι, σιτάρι, κολοκάσι, ακόμη και λεμόνια! (εφ. «Πάφος», 27.10.1922). Είναι εντυπωσιακό το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται (κυρίως μέσω εράνων) όχι μόνο για την ενίσχυση των τοπικών επιτροπών αποκατάστασης των προσφύγων αλλά και για την ενίσχυση του αντίστοιχου μηχανισμού αρωγής στη μητέρα-Ελλάδα. Για τα τότε οικονομικά δεδομένα πρόκειται για (συλλογικό) άθλο. Δεν λείπουν φυσικά και οι εξαιρέσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το πρωτοσέλιδο της σατιρικής εφ. «Πειρασμός Λεμεσού» (15/28.10.1922) με τίτλο «Ντραπήτε…!» που, απ’ ό,τι φαίνεται, απευθύνεται σε μια μερίδα πλουσίων της κοινωνικής ελίτ η οποία «δεν υπογράφει τα χαρτιά» (τα εγγυητήρια).

Βρετανική απανθρωπιά

3. Το βρετανικό αζημίωτο: οι Βρετανοί διοικούντες απαγόρευαν την αποβίβαση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων. Οι εκκλησιαστικές και δημοτικές Αρχές του νησιού κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για την ανατροπή αυτής της απαγόρευσης, όπως δείχνουν τα (αρκετά) δημοσιεύματα που αφιερώνονται στο θέμα. Αξίζει να διαβαστεί η αλληλογραφία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κύριλλου Γ’ με αρχές του Λονδίνου, για την επίδειξη ελέους σε «Χριστιανούς» (τονίζεται το θρήσκευμα και όχι η εθνική ταυτότητα), που η ζωή τους κρεμόταν ουσιαστικά από την απόφαση των βρετανικών Αρχών. Το θέμα έφτασε μέχρι τη Βουλή των Κοινοτήτων, με επερώτηση του βουλευτή Ο’Connor, αλλά η απάντηση εκ μέρους του υφυπουργού των Αποικιών Ormsby Gore ήταν κοφτή: «Φοβούμαι ότι το υλικόν και οι πόροι του προσωπικού της Νήσου επιβαρύνονται εις το ανώτατον σημείον».

Η κάμψη της αυστηρής στάσης της βρετανικής Διοίκησης επήλθε με το αζημίωτο: οι οικονομικοί όροι ήταν δυσβάσταχτοι και απαιτητοί «μέχρι κεραίας»: «1ον. Να καταβληθή το ποσόν των 250 λιρών διά την εν τω λοιμοκαθαρτηρίω συντήρησιν των προσφύγων. 2ον. Να δοθώσι προσωπικαί εγγυήσεις διά το ποσόν 12.000 λιρών διά την συντήρησιν των προσφύγων τούτων επί εν έτος εν Κύπρω. Εκαστον δε άτομον δύναται να παράσχη εγγύησιν διά ποσόν ουχί κατώτερον των 100 λιρών και μη υπερβαίνον τας 1.000 λίρας» («Ελευθερία» Λευκωσίας, 5/18.10.1922). Ολα, ακόμη και τα ξενοδοχεία, ακόμη και τα δωμάτια του rest house στο Διοικητήριο, ακόμη και τα πρόστιμα για την (αναγκαστική) καθυστέρηση του απόπλου των πλοίων κατά τη χρονοβόρα διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να πληρωθούν από τους Ελληνες της Κύπρου.

Περιττό να ειπωθεί ότι τα ποσά των εγγυήσεων για την εποχή εκείνη είναι εξωφρενικά. Παρ’ όλα αυτά, θα μαζευτούν: «ήρξαντο πυρετώδεις ενέργειαι […] προς εξασφάλισιν του ποσού διά τας δαπάνας […] εν τω λοιμοκαθαρτηρίω και της εξευρέσεως των πολιτών οίτινες θα παράσχουν τας προσωπικάς εγγυήσεις διά το ποσόν των 12.000 λιρών […] όπως επιτραπεί εις τους πρόσφυγας να αποβιβασθώσι» («Ελευθερία» Λευκωσίας, 5/18.10.1922).

Είναι φανερό ότι πίσω από τις δυσκολίες και τις υπέρογκες «εγγυήσεις» που αξιώνουν οι Βρετανοί, ελέγχοντας τη ροή Ελλήνων της Μικρασίας στην Κύπρο, κρύβεται ο φόβος τους να μην αυξηθεί ακόμη περισσότερο το ελληνικό στοιχείο προβάλλοντας πιο δυναμικά το ενωτικό αίτημα.

Ενα συμπέρασμα

Περιττεύει, νομίζω, να σχολιάσω την επικαιρότητα που οι φιγούρες των ρακένδυτων – ανυπόδητων – βουβών – κενών ψυχικά προσφύγων φέρνουν στο νου, και γενικεύουν, ως κοινή μοίρα των όπου γης και εποχής κατατρεγμένων που δεν έφταιξαν σε τίποτα αλλά υπέστησαν τα πάντα (πέρα από τα τωρινά, ας δει κανείς και το βιβλίο του Keith Lowe «Ολεθρος» πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά: εκδ. Ψυχογιός 2014). Κι ακόμη πιο περιττό από την τραγική επαναληπτικότητα τέτοιων γεγονότων στην ανθρώπινη ιστορία, είναι να σχολιάσω την ειρωνεία της ιστορίας, οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες των μικρασιατικών παραλίων να γίνονται δεκτοί σε ένα νησί που μερικές δεκαετίες μετά θα βιώσει τον απόλυτο πόνο (αν υπάρχουν διαβαθμίσεις στον ξεριζωμό): να γίνεις πρόσφυγας στην ίδια σου τη γη.

Ισως τελικά η Ιστορία, που επαναλαμβάνεται «σαν φάρσα», να έχει αυτό το «διδακτικό» ρόλο σε έναν κόσμο με κοντή μνήμη: τον αποτροπιασμό για τα ανήκουστα.

* Επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου

———————-

 

Μικρασιατική καταστροφή και Κύπρος: Τρία κείμενα

http://cypriotchronicles.blogspot.com.cy/2015/09/blog-post_8.html

4 Σχόλια

  1. http://churchofcyprus.org.cy/events/ekthesi-kimilia-mikrasias-me-sygchroni-matia

    ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΗΜΕΡΑ ΜΟΥΣΕΙΩΝ

    Τετάρτη 18 Μαΐου 2016, ώρα 18.00
    Πινακοθήκη Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄

    Αφορμή και έμπνευση για την εικαστική Έκθεση Κειμήλια Μικρασίας με σύγχρονη ματιά είναι τα Κειμήλια της Μόνιμης Συλλογής του Μικρασιατικού Ελληνισμού της Κύπρου που φιλοξενείται στην Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία. Πέραν των τριακοσίων κειμηλίων του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τα οποία δωρίστηκαν στον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου, απέκτησαν μετά από 92 χρόνια μόνιμη στέγη στην Πινακοθήκη του Ιδρύματος, εμπλουτίζοντας την Εθνογραφική Συλλογή της Πινακοθήκης, η οποία σκοπό έχει να εξάρει τη συμμετοχή της Κύπρου στους αγώνες του Ελληνισμού, από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας. Εμβληματική μορφή της Μικρασιατικής Συλλογής αποτελεί ο Αιγυπτιώτης Κύπριος Χαράλαμπος Θεοδοσίου, ο οποίος πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρασιατική εκστρατεία, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στον Σαγγάριο ποταμό το 1921, αλλά και οι αφανείς ήρωες της Μικρασίας που χάθηκαν στα Τάγματα Εργασίας, στις φλόγες της Σμύρνης ή μέσα στα κύματα, αναζητώντας μια νέα πατρίδα.

    Ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου, θέλοντας να προαγάγει την ιστορία, την καταγωγή, τα ήθη και τα έθιμα των Μικρασιατών και να τα κάνει γνωστά σε ολοένα και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, σε συνεργασία με το ΕΚΑΤΕ, κάλεσε τους καλλιτέχνες της Κύπρου να επισκεφθούν τη Μόνιμη Συλλογή του Μικρασιατικού Ελληνισμού της Κύπρου για να αποτυπώσουν εικαστικά τις εντυπώσεις τους.

    H Έκθεση παρουσιάζει 33 έργα που εκτελέστηκαν από 21 σύγχρονους καλλιτέχνες. Πρόκειται για τους καλλιτέχνες Άννα Βασιλείου, Αντριάνα Γεμέττα-Κεδαρίτη, Γιώργο Γεροντίδη, Ελένη Θεοδούλου, Γιώργο Θεοχάρους, Βάσω Θούπου, Έφη Ιωακείμ, Αργύρη Κωνσταντίνου, Γιώργο Κωνσταντίνου, Έλενα Κούμα, Σάββα Κουρέα, Κυπριανό Κυπριανού, Λία Λαπίθη, Στέλιο Παπαμάρκου, Μαρία Παπαχαραλάμπους, Παναγιώτη Πασάντα, Μαίρη Πλαντ, Αννέττα Στυλιανού, Ανδρέα Τόμπλιν, Ματθαίο Χρίστου και Ελεάνα Χρυσάνθου-Πετούση. Οι καλλιτέχνες απεικόνισαν σε καμβά, γύψο, μεικτές τεχνικές κ.ά. τις εντυπώσεις από την Έκθεση και τον Κατάλογο, ξεδιπλώνοντας στα μάτια του θεατή τη δική τους οπτική γωνία για τις αλησμόνητες πατρίδες αλλά και τους άρρηκτους δεσμούς Κύπρου και Μικρασίας.

    Τα Κειμήλια του Μικρασιατικού Ελληνισμού της Κύπρου στο Βυζαντινό Μουσείο και την Πινακοθήκη του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη γραμμή καταπαύσεως του πυρός στην παλιά Λευκωσία, αποτελούν μια ισχυρή, αδιάψευστη μαρτυρία για τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά και σημείο αναφοράς για την ιστορία του νεότερου Ελληνισμού. Παράλληλα, η Έκθεση με έργα σύγχρονων Κύπριων καλλιτεχνών αποτυπώνει, με το προσωπικό καλλιτεχνικό αισθητήριο του καθενός, την εικόνα της Μικρασίας, άλλοτε ως τραύμα και άλλοτε ως καταφύγιο και ελπίδα για το μέλλον.

    Τα κειμήλια της Συλλογής που ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες και συγκινούν τους επισκέπτες του Μουσείου είναι μόνο ορισμένα απο όσα μπόρεσαν οι ιδιοκτήτες τους να αποχωριστούν για να τα δωρίσουν στη συλλογική μνήμη. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα και άλλοι Μικρασιάτες και φίλοι θα εκτιμήσουν τη δραστηριότητα του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου και θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους!

    Την ημέρα των Εγκαινίων θα παρουσιαστεί εικαστικό δρώμενο με τίτλο «Ταξίδι Ψυχών» από τη Λία Λαπίθη και Food Performance (γαστρονομικό δρώμενο) με τη Μαριλένα Ιωαννίδου να προσφέρει μικρασιατικό γλυκό σεκερ παρέ.

    Η Έκθεση που επιμελήθηκε ο δρ Ιωάνης Ηλιάδης, Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου και πινακοθήκης του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου συνοδεύει ένας πολυτελής κατάλογος 68 σελίδων με όλα τα έργα και τα κειμήλια που ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες. Η Έκθεση θα εγκαινιαστεί την Τετάρτη 18 Μαΐου 2016, Διεθνή Ημέρα Μουσείων, στις 18.00 από τον Δήμαρχο Λευκωσίας, κ. Κωνσταντίνο Γιωρκάτζη και θα παραμείνει ανοικτή για το κοινό ως τις 9 Σεπτεμβρίου 2016, οπόταν θα ταξιδέψει στη Λεμεσό για έκθεση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από 14 έως 21 Σεπτεμβρίου 2016.

    Χορηγοί της Έκθεσης είναι οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και η εταιρεία Intelicons Consulting & Support.

  2. Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου σε α΄ πρόσωπο

    Το έναυσμα για την ενασχόλησή μου με τις σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας χρονολογείται από τα χρόνια της συνεργασίας μου με τον ιστορικό Γιώργο Κόκκινο στο «Εργαστήριο Ιστορίας» του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Εκεί είχα την ευκαιρία να μυηθώ στον σύγχρονο προβληματισμό των ιστορικών για την «ιστορική αφηγηματολογία» και να διαπιστώσω στην πράξη πώς αυτός ο προβληματισμός ακουμπάει στα πράγματα (τη διδακτική της ιστορίας). Ως νεοελληνίστρια θέλησα να δω τη διεπιστημονική διάσταση αυτού του προβλήματος από τη σκοπιά της λογοτεχνίας: πώς οι ποιητές γράφουν/κάνουν/μαρτυρούν την ιστορία στα κείμενά τους, με άλλα λόγια, τη δική τους «ποιητική ιστοριογραφία». Καρπός αυτής της πρώτης ανίχνευσης είναι το παρόν βιβλίο.

    Οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας είναι φυσικά μια θάλασσα πλατιά, στην οποία κανείς κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πνιγεί με τη μικρή βάρκα του – θέλω να πω, την ειδικότητά του. Η βιβλιογραφία είναι αχανής και όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες αλλά και οι μελετητές, δίνουν τη δική τους κατάθεση για το πώς αισθάνονται την ιστορία μετουσιώνοντάς τη σε «ιστορική συνείδηση».
    Περιόρισα το θέμα στην ποίηση, και πιο συγκεκριμένα στη νεοελληνική ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα, θεωρώντας ότι αρκετή δουλειά έχει γίνει στον τομέα της πεζογραφίας, αναφορικά με το «ιστορικό μυθιστόρημα».

    Από τα λογής ποιητικά παραδείγματα που έχει να επιδείξει ο ελληνικός ρομαντισμός-μεταρομαντισμός και ο ελληνικός μοντερνισμός εστίασα την προσοχή μου σε πτυχές που δεν έχουν, νομίζω, εξαντληθεί:
    1. Στη ρητορική των ρομαντικών, αισθητή και έξω από τα λογοτεχνικά τους κείμενα, σε δημόσιους λόγους και «πολιτικά», ας πούμε, δημοσιεύματα, τα οποία εμπλουτίζουν τον ορίζοντα του «ρομαντικού ιστορισμού» όπως το αποτυπώνει ως υπόθεση εργασίας ο Γ. Παπαθεοδώρου στα Ρομαντικά πεπρωμένα (σ. 167, σημ. 77): «ένα ολόκληρο ιστοριογραφικό πρόγραμμα που σφραγίζει την ιστορική συνείδηση, σκέψη και γραφή του ρομαντικού 19ου αιώνα, σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση και τη χρήση του παρελθόντος, τόσο στην ιστορία όσο και στη λογοτεχνία» – και βέβαια, προσθέτω, και στον δημόσιο λόγο των δημιουργών (αυτό επιχειρώ να δείξω στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου).

    Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ποιητικής ρητορικής είναι οι μεταφορές από τη φύση και τη βιολογία (το αίμα, ο σπόρος, το γάλα, το ζεύγος μάνα-κόρη, η «συμπάσχουσα» φύση, η «πρόνοια»). Στόχος είναι να τονιστεί, στο ιστορικό σχήμα που προκρίνουν οι ποιητές αυτής της παράδοσης, η «φύση των πραγμάτων», όπως γράφει ο Σεφέρης μιλώντας για τον κυπριακό αλυτρωτισμό – αλλά η διαπίστωση έχει γενικότερη ισχύ και δεν αφορά μόνο την ελληνική περίπτωση. Γενικεύοντας, θα λέγαμε ότι στο πλαίσιο του ρομαντικού ιστορισμού, που υπερβαίνει τα γραμματολογικά όρια της ρομαντικής σχολής του 19ου αιώνα, η Φύση, η εσωτερική αλήθεια των γεγονότων, υπερτερεί της Ιστορίας, των δεδομένων της ιστορικής συγκυρίας.
    Η ιστορική μέθοδος από την άλλη, με εμβληματικό το παράδειγμα του Καβάφη, ιστορικοποιεί τον μύθο, τη «μυθική» πρόσληψη του παρελθόντος, και τείνει στην απο-ιεροποίηση της ιστορίας και στον αφ-ηρωισμό των ιστορικών προσώπων, των πρωταγωνιστών, καθιστώντας τα κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης που υπόκειται σε κοινούς ιστορικούς νόμους.

    2. Εστίασα στην «ιστοριογραφική ποιητική» του Καβάφη –για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, πάρα πολλά– αλλά εξ αυτού του λόγου χρειαζόταν μια συστηματοποίηση των δεδομένων, την οποία επιχειρώ στο οικείο κεφάλαιο (2), δείχνοντας εν κατακλείδι ότι η ιστορική μέθοδος του Καβάφη –ίσως μοναδική περίπτωση καθαυτό ιστορικής μεθόδου στα νεοελληνικά ποιητικά χρονικά– είναι η καβαφική ειρωνεία (τα δύο αυτά είναι αδιαχώριστα). Με άλλα λόγια, ο Καβάφης επινοεί μια σύνθετη τεχνική επαλήθευσης που βασίζεται –για να το πω συντομογραφικά– στην αποστασιοποίηση των ιστορικών και στην υποκειμενικότητα των λογοτεχνών: τα γεγονότα φιλτράρονται μέσα από επάλληλα χρονικά πρίσματα και ερμηνεύονται μέσα από ασύμμετρες οπτικές γωνίες (υποκειμενικές σκοπιές), που έχουν τη δική τους ιστορικότητα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των αναγνωστών-κριτικών.

    3. Εστίασα επίσης στη «μυθιστορική» μέθοδο του Σεφέρη (κεφ. 3), που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν λογοτεχνική, με την έννοια ότι η ιστορία μεταβολίζεται σε λογοτεχνημένο μύθο μέσα από μείζονα προηγούμενα (π.χ. έπη, τραγωδίες, δημοτικά τραγούδια, «λαϊκά» ιστοριογραφικά είδη στο μεταίχμιο ιστορίας-λογοτεχνίας: απομνημονεύματα, χρονικά κλπ.), κι αυτό που ενδιαφέρει είναι η συγκινησιακή χρήση της ιστορίας, όχι η ιστορική αποστασιοποίηση. Έδωσα έμφαση στα ποιήματα της κυπριακής συλλογής, του Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄, όπου η μέθοδος αυτή αφομοιώνει και τα διδάγματα που πήρε ο Σεφέρης από την ανάγνωση του ιστορικού ειρωνικού Καβάφη, με εμβληματικότερα, κατά τη γνώμη μου, τα ποιήματα «Πραματευτής από τη Σιδώνα» και «Στα περίχωρα της Κερύνειας», τα οποία σχολιάζω αναλυτικά στο κεφάλαιο 4.

    4. Ενέταξα σκόπιμα στο βιβλίο το κυπριακό παράδειγμα, το οποίο αν και θεωρείται περιφερειακό, έχει να προσφέρει πολλά στο υπό εξέταση θέμα: όχι μόνο γιατί όλους τους Κύπριους ποιητές απασχολεί η ιστορία με έναν τρόπο θα έλεγε κανείς απτικό, στο πετσί τους, ιδίως μετά την εμπειρία του Αγώνα του ’55-’59 και την εισβολή του ’74, αλλά και γιατί η ιστορική συνείδηση αυτών των ποιητών διαμορφώνεται εν πολλοίς και από την αμφίθυμη ή συμπλεγματική (όπως θέλετε πείτε το) σχέση μάνας-κόρης, για την ακρίβεια της μητέρας ή μητριάς πατρίδας και των απορφανισμένων ή προδομένων παιδιών της (και πάλι όπως θέλετε πείτε το). Επέμεινα στον Μόντη που θεωρείται ο πιο καταξιωμένος νεότερος ποιητής της Μεγαλονήσου, εξετάζοντας την αποδόμηση του επίσημου ιστορικού αφηγήματος στις Στιγμές (κεφ. 5), αλλά η έρευνα θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί και σε πολλούς άλλους Κύπριους ποιητές, ειδικά στα μετά την εισβολή ποιήματά τους.

    5. Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό σκέλος του ζητήματος, τον ορισμό και τη διάκριση της ιστορικής και της μυθικής μεθόδου, το οποίο πραγματεύομαι κυρίως στην «Εισαγωγή» και στον «Επίλογο», από την ανάλυση των παραδειγμάτων κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η διαφορά των δύο μεθόδων δεν έγκειται τόσο στα στοιχεία (μυθολογικά ή ιστορικά) που χρησιμοποιούνται, όσο μάλλον στην «πλοκή» τους (η ιστορική μέθοδος δεν συμφύρει) και, εντέλει, στην ιδεολογική λειτουργία της μεθόδου: η μυθική «μνημειώνει» την ιστορία, την καθιστά μύθο (ο «μύθος» του ’21, το «αθάνατο» Μεσολόγγι, το «έπος» του ’40, κ.ο.κ.). Η ιστορική μέθοδος από την άλλη, με εμβληματικό το παράδειγμα του Καβάφη, ιστορικοποιεί τον μύθο, τη «μυθική» πρόσληψη του παρελθόντος, και τείνει στην απο-ιεροποίηση της ιστορίας και στον αφ-ηρωισμό των ιστορικών προσώπων, των πρωταγωνιστών, καθιστώντας τα κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης που υπόκειται σε κοινούς ιστορικούς νόμους: την αιτιότητα, την πολυπαραγοντικότητα, τη σχετικότητα της σκοπιάς. Επιτρέπει συνάμα να αναδυθούν πρόσωπα και πράγματα αγνοημένα, παραγνωρισμένα, καθώς και απωθημένα συλλογικά τραύματα και ανομολόγητες αλήθειες.

    Η διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων, που αφορά καταρχήν την ποιητική, την ιστορική συνείδηση του κάθε ποιητή, έχει αντίχτυπο και στην τεχνική: στον τρόπο, ή μάλλον στους τρόπους αντικειμενικής συστοιχίας παρόντος-παρελθόντος. Οι «μυθικοί» ή «μυθιστορικοί» ποιητές χρησιμοποιούν το παρελθόν (είτε ιστορικό είτε μυθικό) ως αντικειμενικό σύστοιχο του παρόντος με γραμμικό τρόπο, σε μια «ταυτόχρονη τάξη». Το εκάστοτε ιστορικό γεγονός συνταυτίζεται με άλλα μνημειώδη γεγονότα του έθνους, σε μια υπεριστορική προοπτική που έχει τα χαρακτηριστικά συμβολικού «τόπου» προσλαμβάνοντας μυθικές (καθολικές) διαστάσεις. Γι’ αυτό και οι εν λόγω ποιητές χρησιμοποιούν ανάλογους ρητορικούς τρόπους: την παρομοίωση, την (πρόδηλη) αλληγορία, τον συμφυρμό (συμπερίληψη είτε διαφορετικών ιστορικών περιόδων και προσώπων είτε συναιρώντας στοιχεία του μύθου, λαϊκών παραδόσεων και θρύλων με γεγονότα της ιστορίας μέσα στο ίδιο έργο/ποίημα).

    Αντιθέτως, οι «ιστορικοί» ποιητές σαν τον Καβάφη υποβάλλουν τη σχέση συγχρονίας – διαχρονίας όχι γραμμικά και μονοσήμαντα, αλλά με τρόπο ειρωνικό, διαλεκτικό: ο Καβάφης δεν ταυτίζει εποχές στο ίδιο ποίημα αλλά συγκρίνει εποχές σε σύστοιχα ποιήματα, κάνει ιστορικό το άμεσο βίωμα και βιωματικό το απώτερο ιστορικό γεγονός, η τεχνική του δεν είναι μονοφωνική ή ταυτοχρονική αλλά ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι αντικατοπτρισμών (βλ. την ομώνυμη ενότητα στο κεφ. 2). Για τον Καβάφη, εν ολίγοις, η ταυτότητα του ελληνισμού και γενικά η εμπειρία των ανθρώπων στον ιστορικό χρόνο συγκροτείται από την ετερότητα, τη σχετικότητα, τη δράση των «στοχαστικών προσαρμογών».

    Αυτές οι διαφορετικές ποιητικές είναι, εντέλει, πολιτισμικά δεσμευμένες. Στον μακρύ αιώνα του εθνικισμού κυριαρχεί η μυθική μέθοδος. Στον (μετα)μοντέρνο κόσμο κυριαρχεί η ιστορική (σχετικιστική) μέθοδος, που φτάνει ως τη «μείξη των ειδών» σε επιστημολογικό και ειδολογικό επίπεδο (η συζήτηση για την «ιστορική αφηγηματολογία», από τη μια, και το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα ή docudrama, από την άλλη, είναι δύο καλά παραδείγματα αυτού που λέω). Η σχέση βέβαια δεν είναι γραμμική. Υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι εξαιρέσεις, κάποτε κορυφαίες: π.χ. ο «εθνικός» αλλά στην πραγματικότητα πολύ «έτερος» Σολωμός στον εθνοκεντρικό 19ο αιώνα. Από την άλλη, υπάρχουν συγγραφείς του μοντερνισμού –και της μεταμοντέρνας εποχής μας– που γράφουν με μυθική μέθοδο.

    Οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας είναι φυσικά μια θάλασσα πλατιά, στην οποία κανείς κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πνιγεί με τη μικρή βάρκα του – θέλω να πω, την ειδικότητά του. Η βιβλιογραφία είναι αχανής και όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες αλλά και οι μελετητές, δίνουν τη δική τους κατάθεση για το πώς αισθάνονται την ιστορία μετουσιώνοντάς τη σε «ιστορική συνείδηση».

    Τι κομίζει ο παρών τόμος συνοπτικά: α) δίνει ένα περίγραμμα του προβλήματος σε θεωρητικό και κειμενοκεντρικό-συγκριτολογικό επίπεδο, με έμφαση στην ποίηση, κάτι που έλειπε· β) αναδεικνύει τον βιολογισμό που υπόκειται στην πρόσληψη της ιστορίας από τους ρομαντικούς και μεταρομαντικούς ποιητές (π.χ. Παλαμάς, Λιπέρτης)· γ) συζητάει και ελέγχει στα κείμενα τα πορίσματα της έρευνας για τον ιστορικό Καβάφη, εστιάζοντας στις πιο έγκυρες συμβολές (Σαββίδης, Δάλλας, Keeley, Βαγενάς, Καγιαλής κ.ά.)· δ) αναδεικνύει τα όρια (ή τις εμμονές) της σεφερικής ανάγνωσης στον ιστορικό Καβάφη· ε) κάνει μια νέα ερμηνευτική πρόταση για ποιήματα του Σεφέρη, της κυπριακής συλλογής, που συνήθως δεν αναλύονται ή αναλύονται στενά φιλολογικά, σαν να τελούν σε ιστορικό κενό («Περίχωρα», «Πραματευτής»)· στ) επανεξετάζει, διαβάζοντας κριτικά τον Μαρωνίτη, τη μέθοδο –«χρονογραφική» κατ’ αυτόν, μυθιστορική υπό την ευρεία έννοια– σύνολης της συλλογής του Σεφέρη, μέθοδος η οποία επηρεάζει ουσιαστικά όλη τη μετά τον Σεφέρη ελληνο-κυπριακή ποίηση (μεταπολεμικοί, Κύπριοι ποιητές της γενιάς της Εισβολής)· ζ) δείχνει τι σημαίνει «ιστορία από τα κάτω» και «αντι-ιστορία», με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την ποίηση του Μόντη· τέλος, η) προτείνει στην «Εισαγωγή» και επιχειρεί στον «Επίλογο», μετά από την ανάλυση των δεδομένων στα ενδιάμεσα κεφάλαια, μια συστηματοποίηση του όλου προβληματισμού και του ορισμού ιστορικής και μυθικής μεθόδου: διάκριση μεταξύ μεθόδου και τεχνικής ή τεχνικών, τυπολογία των τρόπων αντικειμενικής συστοιχίας παρόντος-παρελθόντος και των σχετικών ρητορικών μέσων-σχημάτων.

    Εν κατακλείδι, παρά τις αναπόφευκτες ελλείψεις, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί ότι το βιβλίο αυτό αναμετριέται με το πρόβλημα κατά τρόπο όχι επιφανειακό αλλά με επίγνωση της πολυπλοκότητας και του εύρους του, όπως δείχνουν μεταξύ άλλων τα «Ευρετήρια», ειδικά εκείνο των όρων, που δεν συνηθίζεται σε ανάλογες μελέτες αλλά είναι σημαντικό για τη χαρτογράφηση των ζητημάτων και έναν βασικό προσανατολισμό του αναγνώστη. Το δέον θα ήταν αυτή η προσπάθεια και όσες ομόλογες έχουν επιχειρηθεί είτε από τη πλευρά των φιλολόγων είτε από την πλευρά των ιστορικών να γίνουν η αφορμή για μια συντονισμένη συν-εργασία ιστορικών και φιλολόγων, όπου οι οπτικές θα διασταυρώνονται: σε ένα ερευνητικό πεδίο αναπόφευκτα διεπιστημονικό, όπως είναι οι σχέσεις ιστορίας-λογοτεχνίας, αυτό δεν είναι μόνο ευχής έργον αλλά αναγκαίο μεθοδολογικό ζητούμενο.

    Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

    http://diastixo.gr/aprosopo-2/6539-athanasopoulou?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=agtzidis.vlassis%40gmail.com&utm_campaign=%CE%97+%CE%A3%CF%8E%CF%84%CE%B7+%CE%A4%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%85%2C+%CE%B7+Dubravka+Lalits+%CE%BA%CE%B1%CE%B9+%CE%B7+%CE%91%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7+%CE%91%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85+%CF%83%CF%84%CE%BF+diastixo.gr+%7C+22+%CE%BD%CE%AD%CE%B1+%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1

  3. Τα Κυπριακά Αρχεία για τους Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Κύπρο
    Από Mikrasiatis – 24 Οκτωβρίου 20170707

    Το 3ο Επιστημονικό Συμπόσιο που διοργάνωσε με επιτυχία ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου, το Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017 στην Εταιρεία Κυπριακών Μελετών στην Παλιά Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία, επιχείρησε να αναδείξει άγνωστες λεπτομέρειες της εγκατάστασης των Μικρασιατών Προσφύγων στην Κύπρο μέσα από τα Κυπριακά Αρχεία.

    Σύμφωνα με στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922 έφθασαν στην Κύπρο 2.400 πρόσφυγες. Από αυτούς, 200 ήταν Βρετανοί υπήκοοι, 500 αρμενικής καταγωγής, 900 Έλληνες και 800 Κύπριοι υπήκοοι. Συνολικοί αριθμοί για τους Μικρασιάτες που έφτασαν μέχρι το 1924-1925 και παρέμειναν τελικά στην Κύπρο, είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν, με βάση το διαθέσιμο αρχειακό υλικό και τη μέχρι σήμερα έρευνα, τονίζει ο Γραμματέας του Συλλόγου Δρ. Χάρης Χοτζάκογλου,ο οποίος είχε και την ευθύνη του συντονισμού του συμποσίου.

    Οι πρόσφυγες που εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Κύπρο προέρχονταν κυρίως από περιοχές της Νότιας Μικράς Ασίας (Ικόνιο, Μερσίνα, Αλλάγια, Κυλινδρία, Αντιόχεια, Αττάλεια, Σελεύκεια, Ανεμούριο, Φιλαδέλφεια), καθώς και από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Γεωγραφικά, φαίνεται πως οι πρόσφυγες διασκορπίστηκαν παγκύπρια, τόσο σε αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία, παραθαλάσσια όσο και στην ενδοχώρα.

    Στο 3ο Συμπόσιο, επιχειρούμε να αναδείξουμε άγνωστες πτυχές των Μικρασιατών Προσφύγων της Κύπρου, μέσα από αξιόλογες εισηγήσεις που βασίζονται στα Κυπριακά Αρχεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το αρχείο του ΙΝ Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία, το Κρατικό Αρχείο Κύπρου, τη μόνιμη συλλογή κειμηλίων του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, το αρχείο της Τεκτονικής Στοάς Ζήνων αρ. 18, το ιδιωτικό αρχείο του Σταύρου Θεοφανίδη, Αριστείδη Κουδουνάρη και Ανδρέα Μακρίδη, τόνισε στο καλωσόρισμα της η πρόεδρος του Συνδέσμου Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου.

    Οι εισηγήσεις αφορούσαν τις αρχειακές σελίδες για τον μικρασιατικό ελληνισμό της Κύπρου από το αρχείο του Αρχιεπισκόπου Κύριλλου του Γ (Αντωνία Προδρόμου, πρώην Επιθεωρήτρια Αγγλικών Μέσης Εκπαίδευσης), την βρετανική οπτική κατά την άφιξη των προσφύγων (Χρίστος Κυριακίδης, διδάκτωρ νεότερη και σύγχρονης ιστορίας), το αρχείο του Μικρασιάτη πολιτικού Σταύρου Θεοφανίδη (Κώστας Κολακίδης, πολιτικός μηχανικός), τις εκδόσεις της Καραμανλήδικης γραφής στην Κύπρο (Στέλιος Υποψήφιος Διδάκτορας), τη λειτουργία του λοιμοκαθαρτηρίου της Δεκέλειας και την στάση της Βρετανικής Διοίκησης (Σάββας Λάμπρου, ΜΑ Νεότερης Ιστορίας), τους Μικρασιάτες Ελευθεροτέκτονες,μέλη της στοάς Ζήνων (Αγγελος Κυριακούδης, φιλόλογος), τη χρήση εκκλησιαστικών, ταξιδιωτικών και εγγράφων πιστοποίησης προσώπων (Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Μπαρούτης, Διδάκτωρ Νεότερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας), ειδήσεις για τους Μικρασιάτες από το αρχείο του ΙΝ Παναγίας Φανερωμένης (Χάρης Χοτζάκογλου, δρ Βυζαντινολόγος), στοιχεία για τους Μικρασιάτες της Κύπρου (Αριστείδης Κουδουνάρης, πρόεδρος Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών) και επιστολές από τα Ταχυδρομεία της Σμύρνης λίγες μέρες πριν τη φωτιά (Ανδρέας Μακρίδης, φιλόλογος, ιστορικός ερευνητής).

    Το Συμπόσιο χαιρέτησε ο Γ. Γραμματέας της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματίων Ελλάδος (ΟΠΣΕ) Δημήτρης Παντέλας και πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Πρέσβη της Ελλάδος στην Κύπρο.

    https://mikrasiatis.gr/ta-kypiaka-arxeia-gia-tous-mikrasiates-profyges-stin-kypro/

  4. Ανδρέας on

    δείτε και ένα ωραίο άρθρο της κας Λάμπρου : https://simerini.sigmalive.com/article/2014/10/18/o-apoekhos-tes-katastrophes-tes-smurnes-sten-kupro/


Σχολιάστε