28η Οκτωβρίου 1940. Το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο του «Όχι»

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Με τη συμμετοχή του ιστορικού Βασίλη Μπογιατζή έγινε ένα αφιέρωμα για την  28η Οκτωβρίου 1940, στις ιστορικές σελίδες της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (27 Οκτωβρίου 2013)…  Στη συνέχεια αναρτώνται και τα δύο κείμενα (το δικό μου και του Μπογιατζή) όπως ακριβώς αναρτήθηκαν στην ηλεκτρονική σελίδα της «Ε». Στο τέλος υπάρχουν τα λινκ για να δείτε το δισέλιδο σε μορφή PDF.

0034-1

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

Πώς πιέστηκε ο Μεταξάς για να πει το «Οχι»

.

  • ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
  • Ο Ιωάννης Μεταξάς ενώ ιδεολογικά βρισκόταν στην ίδια όχθη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, γεωπολιτικά ανήκε στο φιλοβρετανικό στρατόπεδο.«Alors, c’ est la guerre» (πόλεμος, λοιπόν), υπήρξε η απάντηση στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι που επέδωσε ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Emanuele Grazzi, στον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στις 28 Οκτωβρίου 1940. Με το τελεσίγραφο αυτό η φασιστική κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι ζητούσε να της επιτραπεί να καταλάβει στρατιωτικά αδιευκρίνιστο αριθμό ελληνικών περιοχών ως «εγγύηση ουδετερότητας της Ελλάδας».

    Ο Ιωάννης Μεταξάς ενώ ιδεολογικά βρισκόταν στην ίδια όχθη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, γεωπολιτικά ανήκε στο φιλοβρετανικό στρατόπεδο.Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο να επιτίθεται ένα φασιστικό κράτος σε ένα άλλο παρόμοιας ιδεολογίας; Γιατί η Ελλάδα είχε μετατραπεί από το 1936 σε κράτος φασιστικό. Οπως έγραφε ο Μεταξάς στο Προσωπικό του Ημερολόγιο, «η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό. Κράτος αντικοινοβουλευτικό. Κράτος ολοκληρωτικό».

    Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Μεταξάς δεν βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τους ομοϊδεάτες του Γερμανούς ναζί και Ιταλούς φασίστες» μπορεί να δοθεί με την κατανόηση των εσωτερικών συνθηκών που οδήγησαν στη δικτατορία και το πλέγμα της εξάρτησης από τις μεγάλες δυνάμεις.

    • Η ρήξη στην οποία θα έρθει ο Ελ. Βενιζέλος με τους πρόσφυγες του '22, δηλαδή με την κύρια εκλογική του βάση, θα λειτουργήσει ως καταλύτης των εξελίξεων με την επιστροφή των φιλομοναρχικών στην εξουσία και την παράδοση της εξουσίας στον ΜεταξάΗ ρήξη στην οποία θα έρθει ο Ελ. Βενιζέλος (με αφορμή την ελληνοτουρκική συμφωνία της Άγκυρας του 1930) με τους πρόσφυγες του ’22, δηλαδή με την κύρια εκλογική του βάση, θα λειτουργήσει ως καταλύτης των εξελίξεων με την επιστροφή των φιλομοναρχικών και την  εν τέλει παράδοση της εξουσίας στον Μεταξά
  • Η παλινόρθωση της μοναρχίαςΗ εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας έως και το 1936 χαρακτηριζόταν κυρίως από τη θανάσιμη σύγκρουση των φιλομοναρχικών δυνάμεων με τους βενιζελικούς και σε μικρότερο βαθμό από την εμφάνιση ενός μαχητικού εργατικού κινήματος που είχε ως καθοδήγηση το φιλοσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

     

  • Η ρήξη στην οποία θα έρθει ο Ελ. Βενιζέλος με τους πρόσφυγες του ’22, δηλαδή με την κύρια εκλογική του βάση, θα λειτουργήσει ως καταλύτης των εξελίξεων. Εκχωρώντας με τη Συνθήκη της Αγκυρας (Οκτώβρης του 1930) τα δικαιώματα επί των εγκαταλειφθεισών ιδιοκτησιών των προσφύγων στο εθνικιστικό τουρκικό κράτος, θα εγκαταλειφθεί από μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων του, με αποτέλεσμα να χαθεί η δεκαετής πολιτική κυριαρχία των φιλελευθέρων. Μετά τις εκλογές του 1932 οι φιλομοναρχικοί θα επανέλθουν με αξιώσεις στην πολιτική ζωή και με τις εκλογές του 1933 το Λαϊκό Κόμμα με τον Τσαλδάρη θα σχηματίσει κυβέρνηση. Το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά θα λάβει μόλις το 1,6% των ψήφων. Οι φιλομοναρχικοί, που επιστρέφουν έπειτα από μακρά απουσία από την πολιτική διακυβέρνηση, είναι εμποτισμένοι με ακραίο φανατισμό.

  • Το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα των βενιζελικών του Μαρτίου του 1935 θα επιτρέψει την πλήρη πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία των φιλομοναρχικών. Η εκκαθάριση του στρατού και του κρατικού μηχανισμού από τους φιλελεύθερους θα ανοίξει το δρόμο στις πλέον αντιδραστικές δυνάμεις του τόπου. Η παλινόρθωση της μοναρχίας στις 3 Νοεμβρίου του 1935 υπήρξε αποτέλεσμα των μεθοδεύσεων του βρετανικού παράγοντα και των βίαιων και παράνομων πράξεων του Κονδύλη. Στο πρόσωπο του μονάρχη Γεωργίου Β’ η ελληνική κοινωνία θα αποκτήσει έναν πιστό εντολοδόχο της βρετανικής πολιτικής και έναν εγγυητή των βρετανικών συμφερόντων.

    Οι Βρετανοί στηρίζουν το φασισμό

    Η αποκατάσταση του φιλομοναρχικού μηχανισμού στο κράτος και το στρατό έδινε στον Γεώργιο Β’ τη δυνατότητα πλήρους πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου. Οι εκλογές του 1936, στις οποίες επικράτησαν και πάλι οι μοναρχικοί, και η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για να βρεθεί μια λειτουργική λύση στη διακυβέρνηση έδωσε την ευκαιρία στον Γεώργιο Β’ να επιβάλει ένα ελεγχόμενο απολύτως απ’ αυτόν αυταρχικό καθεστώς μέσω του Ιωάννη Μεταξά, αρχηγού του ασήμαντου Κόμματος των Ελευθεροφρόνων.

    Μέσω του Γεωργίου η εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία ήταν αδιαμφισβήτητη. Η βρετανική ηγεσία ελάχιστη σημασία έδινε στον ιδεολογικό προσανατολισμό των εξαρτημένων απ’ αυτή χωρών. Σε έγγραφα του Foreign Office που δημοσίευσε ο Γ. Κολιόπουλος φαίνεται σαφώς από μια δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, σερ Antony Eden, ότι καθόλου δεν ενδιέφερε τη Βρετανία η ιδεολογία των καθεστώτων που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της.

    Ακριβώς αυτό το πλαίσιο ερμηνεύει το γεγονός ότι ενώ ο Ιωάννης Μεταξάς ιδεολογικά βρισκόταν στην ίδια όχθη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, γεωπολιτικά ανήκε στο φιλοβρετανικό στρατόπεδο. Κατά συνέπεια η αντιπαλότητα του φασιστικού Αξονα με την Ελλάδα ήταν δεδομένη, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής συνάφειας και των προσωπικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ του Μεταξά και του Χίτλερ.

    Οι απαιτήσεις των ναζί

    Ιδιαιτέρως αποκαλυπτική του παρασκηνίου που είχε προηγηθεί και του αναγκαστικού μονοδρόμου της ελληνικής απάντησης στην επιθετική ενέργεια των Ιταλών είναι η ανακοίνωση του Ιωάννη Μεταξά «προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον» στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπου παρουσίασε την πραγματική κατάσταση και τις συνομιλίες που είχαν προηγηθεί με τον Αξονα. Μεταξύ των πολλών που ανέφερε είναι τα εξής:

    «Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε… Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον… Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Αξονος μού εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την «Νέαν Τάξιν»...

  • »Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας… Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού, μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο αι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιωρίζοντο «εις το ελάχιστον δυνατόν». Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το ελάχιστον τελικώς, μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν, δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν, ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.

    »Δηλαδή θα έπρεπε: διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των…».

    * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,https://kars1918.wordpress.com/

Μεταξάς και Γκαίμπελς περιχαρείς. Οι ιδεολογικές συγγένειες δεν κρύβονταιΜεταξάς και Γκαίμπελς

  • cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

  • Μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας

    ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗ*

    Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευματική Επιστράτευση», σε πλαίσιο καθορισμένο από τη δικτατορία και με άξονες κοντινούς στις αναζητήσεις τους…

    Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από τον Ι. Μεταξά, κωδικοποιημένη στο «Οχι», και σήμερα ακόμη προκαλεί αντιπαραθέσεις: είπε (ή γιατί είπε) το «Οχι» ο Μεταξάς; Μια «κεντροδεξιά» ερμηνεία, στηριγμένη στη ρήξη του Μεταξά με τους κατ’ αυτήν δήθεν ομοϊδεάτες του, βρήκε στο «Οχι» τον αντιφασισμό του. Μια αντίστοιχη «κεντροαριστερή» διακήρυξε ότι «το Οχι το είπε ο Λαός», εξαναγκάζοντας το δικτάτορα να εκφράσει παρά τη θέλησή του το λαϊκό αντιφασισμό.

    Απαντήσεις καθορισμένες από τη μεταπολεμική απαξίωση του φασισμού μάλλον επιβάλλουν πολυπλοκότερη θέαση της εποχής. Δύο στοιχεία αυτής της πολυπλοκότητας αναφέρονται εδώ. Πρώτον, ότι η σημασία του φιλοβρετανικού προσανατολισμού της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν πρέπει να υπερτονίζεται στην ερμηνεία του «Οχι». Είναι γνωστή, τονίζει ο Mark Mazower στη «Σκοτεινή Ηπειρο», η άποψη Βρετανών πολιτικών, όπως οι Τσόρτσιλ και Τσάμπερλεν, για το ασύμβατο μεσογειακών λαών-δημοκρατίας. Συνεπώς, η συμμαχία με τη Βρετανία δεν καθιστούσε αυτομάτως κάποιον αντιφασίστα. Εξάλλου, ο Γιώργος Σεφέρης, που λόγω θέσης κάτι παραπάνω γνώριζε, έγραφε στο «Χειρόγραφο Σεπ. ’41» ότι οι άνθρωποι του (φασιστικού κατ’ αυτόν) καθεστώτος δεν αναφέρονταν καν σε πόλεμο εναντίον του Αξονα, αλλά εναντίον ή της Ιταλίας ή των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων.

    Δεύτερον, ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν ένα μόνο είδος του φασιστικού γένους. Η ναζιστική Γερμανία ήταν ένα άλλο, και εύκολα τεκμηριώνονται σχέσεις και συγγένειες της δικτατορίας με αυτή. Και δεν εννοούμε μόνο επιτελικά στελέχη δεδηλωμένου φιλοναζιστικού προσανατολισμού, όπως ο συνομιλητής του Γκέμπελς, Κώστας Κοτζιάς, ο εκλεγείς με την καραμανλική ΕΡΕ Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, που συμμετείχε, όπως αναφέρει ο Mogens Pelt, στα σεμινάρια της Gestapo με στόχο την καταστολή του κομμουνισμού, ή η Σίτσα Καραϊσκάκη που μετέφερε στην Ελλάδα τεχνογνωσία από τη θητεία της στο ναζιστικό υπουργείο Προπαγάνδας. Ούτε καθεστωτικούς διανοουμένους, όπως ο Ευάγγελος Κυριάκης, μεταφραστής του ναζί Otto Dietrich, ή τους υμνητές ποικίλων όψεων του εθνικοσοσιαλισμού Αχιλλέα Κύρου, Δημήτριο Βεζανή, Δημοσθένη Στεφανίδη, Ηλία Κυριακόπουλο και Ευάγγελο Λεμπέση. Ούτε την ΕΟΝ και τη ρητορική της εθνικής αναγέννησης/παλιγγένεσης.

    Οι ανταγωνισμοί

    Εννοούμε τις στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο καθεστώτων στην αλληλεξάρτησή τους με πολιτικούς υπολογισμούς, όπως τις περιγράφει ο Mogens Pelt στο «Tobacco, Arms and Politics» (1998). Επρόκειτο για συνάρτηση πολλών μεταβλητών: οι ανταγωνισμοί Γερμανίας-Βρετανίας, Γερμανίας-Σοβιετικής Ενωσης, Ιταλίας-Βρετανίας και Ιταλίας-Γερμανίας για τα Βαλκάνια, που οδήγησαν στην εγκεκριμένη από τον Χίτλερ θέση ότι πλέον συμφέρουσα για το Ράιχ ήταν η ελληνική ουδετερότητα (χωρίς να αποκλείεται η ελληνική συμμαχία με τον Αξονα). Η ελληνική ανησυχία για τις απορριπτόμενες από τους Γερμανούς ιταλικές αξιώσεις, που αφ’ ενός εγγράφονταν στις ενδοφασιστικές διενέξεις, αφ’ ετέρου ωθούσαν το καθεστώς να εξασφαλίσει αυτάρκεια στην πολεμική προετοιμασία. Και τέλος, την έλλειψη ρευστότητας αμφοτέρων των μερών, η οποία δυσχέραινε την πραγμάτωση των εξοπλιστικών τους προγραμμάτων.

    Η συνισταμένη βρέθηκε στη σχεδόν αποκλειστική υποστήριξη του ελληνικού προγράμματος από τη γερμανική πολεμική βιομηχανία στο πλαίσιο των οικονομικών «συμφωνιών συμψηφισμού» (clearings): οργανικά ενταγμένη στο ναζιστικό «Τετραετές Πλάνο» και τη θεωρία του «Εκτεταμένου Οικονομικού Χώρου», αφορούσε την παράδοση οπλισμού και παροχή τεχνογνωσίας στην ελληνική πολεμική βιομηχανία. Ετσι, εταιρείες συνδεδεμένες με την παραγωγή πυρομαχικών, όπως το «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο-Καλυκοποιείο» του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη και η «Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» της οικογένειας Κανελλόπουλου, ο γόνος της οποίας Αλέξανδρος ήταν κυβερνητικός επίτροπος της ΕΟΝ, ενισχύθηκαν περαιτέρω. Ο Μποδοσάκης κατέστη κεντρικός πυλώνας του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος και του γερμανικού σχεδίου για μια Ελλάδα-πλατφόρμα εξαγωγής γερμανικών όπλων από όπου θα εισέρρεαν στα ταμεία του Ράιχ -και τα ελληνικά- σκληρό νόμισμα και χρυσός: η πώληση όπλων από τον Μποδοσάκη στους αντιπάλους του ισπανικού Εμφυλίου με έγκριση Μεταξά και σιωπηρή συγκατάθεση Γκέρινγκ αποτέλεσε μόνο μία όψη αυτών των διασταυρούμενων επιδιώξεων.

    Αλλαγή φυσιογνωμίας

    Οταν, λοιπόν, ο Μεταξάς επιζήτησε προστασία από την ιταλική επιθετικότητα, διέθετε βάσιμα επιχειρήματα, πέραν της ιδεολογικής συμπάθειας την οποία ο Γκέμπελς δεν αμφισβητούσε, η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα επικύρωνε και ο Αμερικανός πρεσβευτής Mac Veagh βεβαίωνε, παρατηρώντας ανήσυχος την ενίσχυση του Μεταξά μετά το 1938. Στο «Οχι», συνεπώς, δεν συνέβαλαν μόνο πατριωτικές έγνοιες ούτε βέβαια ο αντιφασισμός, αφού αυτό δεν συνεπαγόταν ιδεολογικές εκπτώσεις, αλλαγή της φυσιογνωμίας του καθεστώτος ή συρρίκνωση του μελλοντικού του ορίζοντα. Σε αυτό το συμπέρασμα συντείνουν δύο στοιχεία: πρώτον, ότι και μετά την κήρυξη του Πολέμου συνεχίζονταν οι επαφές με τη ναζιστική Γερμανία προκειμένου να παρέμβει στην ελληνοϊταλική σύγκρουση. Δεύτερον, η απογοήτευση Μεταξά για την αδικαιολόγητη στάση των Χίτλερ-Μουσολίνι έναντι της Ελλάδας, μολονότι πληρούσε τις φασιστικές προδιαγραφές.

    Ωστόσο, ο πειρασμός να διερευνηθεί η «απώλεια» αυτής της πολυπλοκότητας παραμένει. Χωρίς πρόθεση οριστικής απάντησης και με ανοικτό το ερώτημα της ευρύτερης υποστήριξης των διανοουμένων στον Μεταξά συγκριτικά με τον Ε. Βενιζέλο, παρατηρείται ότι η πίστωση του «Οχι» στον «Αρχηγό» εντοπίζεται ήδη στην εποχή της δικτατορίας και του πολέμου. Εκεί βρίσκει κανείς και τους οργανωτές της προπαγάνδας Αρίστο Καμπάνη και Θεολόγο Νικολούδη, προϊστάμενο του Σεφέρη, και τη μεταγενέστερα στρατευμένη στην Αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγο του Ανδρέα Παππά, τακτικού αρθρογράφου στο μεταξικό «Το Νέον Κράτος». Στο ποίημά της «28η Οκτωβρίου 1940» η Μπούμη-Παππά συμπύκνωνε ιδανικά τη σχετική σύλληψη: «»Οχι!» φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ «Οχι» από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε «ΟΧΙ»». Ανάλογης έμπνευσης ήταν το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη, μετέπειτα στελέχους των ΕΑΜ/ΚΚΕ, στο περιοδικό της ΕΟΝ «Νεολαία» με τίτλο «Εσωτερικός διάλογος. «Να ο λαός σου»».

    Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευματική Επιστράτευση», σε πλαίσιο καθορισμένο από τη δικτατορία και με άξονες κοντινούς στις αναζητήσεις τους. Στο «Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον της Πνευματικής Επιστρατεύσεως» συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κωστής Μπαστιάς, Αχιλλέας Κύρου, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της ΕΔΑ. Στα «Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής επί κεφαλής τομέων» ο Γιώργος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος Λούβαρις, εξέχον μέλος των δωσιλογικών κυβερνήσεων, ο Παντελής Πρεβελάκης και η Σοφία Γεδεών.

    Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες/ομιλίες εντοπίζει κανείς επίλεκτα μέλη της συντηρητικής διανόησης και όχι μόνο: Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης, που το 1943 τυγχάνει υπότροφος της ναζιστικής Γερμανίας, ο Νικόλαος Λούρος, ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο Αλέξανδρος Τσιριντάνης της εμφυλιακής «Χριστιανικής Ενωσης Επιστημόνων». Επίσης, τους Ιωάννη Κακριδή, Κωνσταντίνο Δημαρά με ομιλία για «Το νόημα της Ελευθερίας», τον Αγγελο Σικελιανό για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως», τον Φαίδωνα Κουκουλέ σχετικά με το «Διατί ενικήσαμεν και διατί θα νικήσωμεν». Αν μη τι άλλο, η ιστορία της συγκρότησης του «Οχι» δεν υπολείπεται σε ενδιαφέρον εκείνη της ρήσης του.

    * Δρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ και συγγραφέας της μελέτης «Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940)», εκδ. Ευρασία 2012.

    cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

    Το αφιέρωμα σε PDF

    28 Oktovriou 1940 KYT_2710_024_CMYK

      28 Oktovriou 1940 KYT_2710_025_CMYK 

    cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

22 Σχόλια

  1. G.B. on

    The history of the 28th of October for Italy starts much earlier than 1940; on that day in 1917, Italy’s army was engaged in a fierce battle, the pivotal battle in the Austrian- Italian campaign, fought between the Austrians under Generals von Boijna and von Hotzendorf, and the Italians under- initially -Generals Cardona and Caviglia, and- eventually- Badoglio.That battle, the Battle of Caporetto, started on the 24th of October and lasted till the 12th of November 1917. We should keep in mind that at that time in WWI, Italy was fighting on the side of Britain, France, Serbia and pre-Bolshevik Russia against Germany, Austria, Bulgaria and Turkey.

    In the Battle of Caporetto, the 28th of October, particularly, was a most disastrous day for the Italians. Although the exact number of fatalities is not known, most military historians believe that in that battle–overall– each side suffered about 400,000 casualties (dead and wounded) excluding the prisoners taken. From that year on, the 28th of October was etched in the Italian psyche as a day of ignominy.

    The years that followed WWI, saw Italy descend into an abyss of anarchy and instability both social and economic, much of it masterminded by a rubble-rousing journalist called Benito Mussolini. On March 23, 1919, Mussolini founded the Italian Fascist Party and formed its first black-shirted brigades. Despite their odious characteristics, the ineffectual king of Italy Vittorio Emmanuel II, preferred the fascists and the black-shirts to the alternative emerging political force, the communists, who were trying to emulate their Russian anti-royalist comrades. So, when on October 28 King Emmanuel sent Mussolini –who at that time was still «working» as a journalist in Milan– a telegram asking him to take over the dysfunctional Italian government, that date was etched in Mussolini’s psyche in golden letters. He immediately organized his infamous March to Rome, with all the theatricality he could muster, sending his black-shirts to occupy government buildings in Rome and other big cities. Furthermore, in order to also expunge the ignominy of the battle of Caporetto, he designated October 28 a national day of celebration for Italy. And it was thus celebrated until 1940.

    Fast-forwarding to the years before WWII, it is well known that the Duce had grandiose ideas about Italy’s control of the Mediterranean, which he called mare nostrum, «»our sea»» , and he had definite ideas about the formation of a new Roman Empire on the footprint of the old one, with Greece being one of the colonies, alongside Libya, Abyssinia, Somalia and other territories. So it was a matter of time before Duce would invade Greece. After Italy’s entry into WWII, Mussolini chose to invade Greece on the 28th of October 1940, his date of fate, in part ignoring Hitler’s strong admonition not to do so until certain strategic points in the Mediterranean (including Crete) were secured. In the meantime, on October 22 and 23 Hitler held meetings at the French-Spanish border with Franco and Petain, trying to convince them to join him and Mussolini in a «grande alliance» against Britain. The meetings were held in Hitler’s personal train called Amerika(!).

    On his way back from the Spanish/French border to Austria, Hitler learned about Mussolini’s intention to invade Greece, and was infuriated. However, his information was incomplete, he had no definite date, and he asked to see Mussolini immediately, hoping he could dissuade him. But the earliest Mussolini «was available was… the 28th of October at the Florence train station». Obviously the Duce did not wish to be held back by the Fuehrer.

  2. Γ.Δ. on

    ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
    ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
    ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
    ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
    ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
    ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
    ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
    ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
    ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από ’κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
    ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
    ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
    ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
    ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
    ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
    ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
    ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ’ αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
    ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
    ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη…».

    http://www.thepressproject.gr/article/49619/Ta-OXI-tou-Arguri-Xioni

  3. Π.Α. on

    Μανώλης Γλέζος: «Στις 15 Αυγούστου του 1940 χτύπησαν το αντιτορπιλικό Έλλη. Με αυτό τον τρόπο όμως εξόργισαν τον ελληνικό λαό για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το ιταλικό υποβρύχιο χτύπησε το καμάρι του. Το μοναδικό αντιτορπιλικό. Ο δεύτερος ότι τον προσέβαλαν, καθώς η ημέρα που έγινε η επίθεση ήταν χριστιανική πανήγυρις. Και ο τρίτος το γεγονός ότι δύο τορπίλες πήγαν στην προκυμαία και σκότωσαν προσκυνητές. Ο ελληνικός λαός μπορεί να είναι αγαθός, αλλά δεν ανέχεται τη δολιότητα. Ο Μεταξάς το κατάλαβε και αναγκάστηκε να πει το ‘ΟΧΙ’»

    (Πηγη: http://cacofonix-cacofonix.blogspot.gr/2012/10/blog-post_28.html)

  4. Eνας μύθος καταρρέει: Ο Μεταξάς δεν είπε την λέξη ΟΧΙ στον Μουσολίνι – Η γαλλική φράση που χρησιμοποίησε βουρκωμένος

    Οκτώβριο …

    Το ΟΧΙ του Μεταξά έχει πάρει μυθικές διαστάσεις. Και αν και προφανώς αυτή η λέξη με τα μόλις τρία γράμματα εκφράζει όλο το νόημα και τη διάθεση του Ιωάννη Μεταξά, άλλες ήταν οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του εκείνη την ώρα. Και μάλιστα στα γαλλικά!

    «Alors, c’est la guerre» είπε ο Ιωάννης Μεταξάς, δηλαδή «αυτό σημαίνει πόλεμος!». Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου και περίπου την 3η ώρα πρωινή, ο Ιταλός πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι κατευθύνθηκε με υπηρεσιακό αυτοκίνητο της Πρεσβείας της Ιταλίας, στην οικία του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, λίγες ώρες μετά το πέρας της μεγάλης δεξίωσης που είχε παρατεθεί στη πρεσβεία. Όταν εισήλθε στην οικία του πρωθυπουργού, ο Ιταλός πρέσβης, απέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό το ιταλικό τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά να επιτρέψει την διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια. Στο τελεσίγραφο αυτό, η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας κατηγορούσε την ελληνική κυβέρνηση, αφενός για την επιδειχθείσα ανοχή έναντι των τότε βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ελληνικά χωρικά ύδατα, και αφετέρου για προκλητική δράση έναντι του αλβανικού Βασιλείου, το στέμμα του οποίου είχε περάσει στον Βασιλέα της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε την ανεμπόδιστη προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων εντός της χώρας και την κατάληψη συγκοινωνιακών κόμβων.

    Η περιγραφή της στιγμής από τον Ιταλό Πρέσβη και τη θυγατέρα Μεταξά

    Ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι έγραψε στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» : «Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).»

    Στην συνάντηση αυτή, κατά την θυγατέρα του Μεταξά, ακολούθησε και η εξής στιχομυθία που ο Γκράτσι δεν την αναφέρει:
    -Γκράτσι: «Pas nécessaire, mon excellence» (όχι απαραίτητα εξοχότατε)
    -Μεταξάς: «Non, c’est nécessaire» (όχι, είναι απαραίτητο)

  5. O Mεταξάς και το ΟΧΙ, ένας μύθος καταρρέει
    25/10/2013

    Διαβάζοντας τον τίτλο που αντιγράφω από τη σελίδα της yahoo “Eνας μύθος καταρρέει: Ο Μεταξάς δεν είπε την λέξη ΟΧΙ στον Μουσολίνι – Η γαλλική φράση που χρησιμοποίησε βουρκωμένος“, θα περίμενε κανείς πως θα διαβάσει ένα ιστορικά τεκμηριωμένο κείμενο, το οποίο θα προσπαθούσε να αποδομήσει πειστικά το μύθο του μεταξικού “ΟΧΙ”. Ωστόσο, παρά το δεικτικό τίτλο, διαβάζοντας προσεκτικά το κείμενο (την πηγή του οποίου επισυνάπτω στο τέλος) διαπιστώνουμε πως στην πραγματικότητα εκείνο που επιχειρείται είναι ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, μέσα από την παράθεση τόσο του διαλόγου με τον Ιταλό πρέσβη (όπως κατά τη σελίδα τη μετέφερε ο 2ος), όσο κι από την παράθεση της μαρτυρίας της κόρης του δικτάτορα ως αυτήκοου μάρτυρα, εκείνο που τελικά προκύπτει είναι η προσπάθεια της ακόμα μεγαλύτερης ηρωοποίησης του δικτάτορα, μέσω της σκιαγράφησής του ως περίπου 2ο Λεωνίδα που φυλούσε Θερμοπύλες.

    Ας καταπιαστούμε λοιπόν με την προσπάθεια ανάδειξης των πραγματικών λόγων του μεταξικού “ΟΧΙ”, όπως αυτό κι αν διατυπώθηκε είτε μονολεκτικά σύμφωνα με το μύθο, είτε περιφραστικά σύμφωνα με τις “αποκαλύψεις” στο yahoo. Αποτελεί γεγονός πως η προσπάθεια εξωραϊσμού του προφίλ του δικτάτορα έχει επιχειρηθεί μέσω μιας σειράς μύθων, όπως η καθιέρωση του εργατικού οκτάωρου ή τη δημιουργία του ΙΚΑ ως δικά του έργα, με αποτέλεσμα να προβάλλεται περίπου ως δίκαιος φιλεργατιστής. Στην πραγματικότητα, αρκετές ιστορικές έρευνες έχουν αποδομήσει πειστικά τους 2 προηγούμενους μύθους, καταδεικνύοντας τεκμηριωμένα πως και τα 2 έργα είχαν εγκριθεί και ψηφιστεί από κυβερνήσεις που προηγήθηκαν της μεταξικής δικτατορίας (διαδικτυακά, υπάρχουν πλήθος εμπεριστατωμένων άρθρων όπως το “Ι. Μεταξάς-Μύθοι και πραγματικότητα στο http://xronika05.blogspot.gr/).

    Αντίθετα, στα έργα και τις ημέρες του Μεταξά πιστώνεται οι ανελέητες διώξεις του εργατικού κινήματος και της ηγεσίας του, χιλιάδων αγωνιστών (κυρίως αριστερών), οι οποίοι παρά την επιστολή Ζαχαριάδη (γραμματέα του Κ.Κ.Ε) μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας για την ανάγκη αντίστασης στο φασισμό, έστω και υπό την μεταξική οργάνωση της άμυνας, όχι μόνο δεν τους επιτράπηκε να πάρουν μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα, αλλά κρατήθηκαν φυλακισμένοι και παραδόθηκαν αργότερα στους κατακτητές. Αποτέλεσμα αυτής της μεταξικής απόφασης υπήρξε, κάποιοι “τυχεροί” όπως ο Ζαχαριάδης να οδηγηθούν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, και αρκετές εκατοντάδες άτυχοι πλην όμως αλύγιστοι αγωνιστές όπως για παράδειγμα ο Παντελής Πουλιόπουλος να οδηγηθούν κατευθείαν από τους κατακτητές από τις φυλακές στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η ειδική μνεία στον Π. Πουλιόπουλο γίνεται καθότι οδηγούμενος μαζί με δεκάδες συναγωνιστές του από τις φυλακές της Ακροναυπλίας στο εκτελεστικό απόσπασμα, έδωσε τη μάχη ως την ύστατη στιγμή. Συγκεκριμένα απευθυνόμενος στους Ιταλούς φαντάρους στην μητρική τους τη γλώσσα, κατάφερε να τους πείσει να κατεβάσουν τα όπλα, εξηγώντας πως οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους και προτρέποντάς τους να τα στρέψουν ενάντια στους φασίστες αξιωματικούς. Αυτή η ηρωική μάχη κατέληξε τελικά στην εκτέλεσή του με μια σφαίρα στο κεφάλι όχι από τους φαντάρους, αλλά από τον επικεφαλή φασίστα αξιωματικό τους (πηγή Λιβιεράτος, στο συλλογικό έργο Π. Πουλιόπουλος).

    Τότε λοιπόν τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Μεταξά στην απόρριψη των ιταλικών απαιτήσεων παρά τις εμφανείς ιδεολογικές συγγένειες του καθεστώτος του με τον Ιταλικό φασισμό και τις όλο περηφάνια φωτογραφήσεις του με το “μάγο” την ναζιστικής προπαγάνδας Γκαίμπελς; Το πρώτο και αρκετά γνωστό επιχείρημα είναι οι διαθέσεις σχεδόν του συνόλου του Ελληνικού λαού να αντισταθεί στο φασισμό και να εξανδραποδιστεί από τον Μουσολίνι και τους ομοϊδεάτες του. Οι διαθέσεις αυτές δοκιμάστηκαν και αποδείχτηκαν στην πράξη στο αλβανικό μέτωπο. Αν μη τι άλλο οι αρχικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, εξηγούνται τόσο από τη μαχητικότητα του ίδιου, όσο κι από την ακριβώς αντίθετη διάθεση του αντιπάλου. Το 2ο αφορά φυσικά τους απλούς Ιταλούς φαντάρους κι όχι την φασιστική ηγεσία τους, που έχοντας μερική έστω επίγνωση ότι έχουν εμπλακεί σε έναν πόλεμο του οποίου θύματα είναι και οι ίδιοι, επέδειξαν μειωμένη μαχητικότητα και αυτή ακριβώς η έλλειψη διάθεσης συνέβαλε στην επιτυχία της ελληνικής αντίστασης. Δεν είναι τυχαίες οι μαρτυρίες όσων έζησαν τόσο τη γερμανική όσο και την ιταλική κατοχή, που περιγράφουν τη 2η σαφώς ηπιότερη. Επίσης, δεν αποτελεί σύμπτωση πως μετά την παράδοση της Ιταλίας, πολλοί απλοί Ιταλοί φαντάροι επέλεξαν αντί της παράδοσης, τη φυγή και την ένταξή τους στην αντίσταση κατά του φασισμού και του ναζισμού.

    Ωστόσο, πέραν της προαναφερθείσας διάθεσης για αντίσταση του Ελληνικού λαού, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, λιγότερο προβεβλημένοι ή σε μεγάλο βαθμό σκόπιμα υποβαθμισμένοι. Ένας λόγος καίριας σημασίας, αποτελεί η διαφωνία και τα διαφορετικά συμφέροντα στο εσωτερικό της Ελληνικής αστικής τάξης. Για παράδειγμα, στη σχολική βιβλιογραφία είναι αμφίβολο αν θα συναντήσουμε έστω και μια αναφορά στον προσανατολισμό λόγω οικονομικών συμφερόντων και στη σύνδεση της μεγάλης πλειοψηφίας της Ελληνικής αστικής τάξης με τα αντίστοιχα βρετανικά και την συνεπαγόμενη συμπόρευση της με το άρμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

    Τις παραπάνω διαθέσεις ήταν αδύνατο να τις αγνοήσει ο Μεταξάς όποιες κι αν ήταν οι βαθύτερες δικές του επιθυμίες, οι πραγματικές του επιδιώξεις και οι ιδεολογικές του ταυτίσεις. Στην πραγματικότητα πιέζονταν ασφυκτικά και από τα κάτω και από τα πάνω, σε βαθμό που να καθιστά το “ΟΧΙ” όπως τελικά κι αν διατυπώθηκε μια επιλογή μονόδρομο. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως παρά τις εργώδεις προσπάθειες του, όπως η ίδρυση της ΕΟΝ και η υποχρεωτική ένταξη της νεολαίας σ’ αυτήν , οργανωμένη σύμφωνα με τα φασιστικά πρότυπα, δεν κατάφερε τελικά να προχωρήσει στον εκφασισμό της Ελληνικής κοινωνίας.

    Εδώ θα επικαλεστώ τη μαρτυρία του πατέρα μου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της γερμανο-ιταλικής εισβολής υπηρετούσε τη θητεία του ως ναύτης στο Ο.Β.Ε (οχυρό Βόρειου Ευβοϊκού) και κατά τη διάρκεια της κατοχής ως δίοπος στο αντιτορπιλικό “Μιαούλης” που μαζί με το σύνολο του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού, διέφυγε στη Μέση Ανατολή παίρνοντας μέρος στις πολεμικής επιχειρήσεις της περιοχής στο πλευρό των Συμμάχων ενάντια σε εκείνες του Άξονα. Τι λοιπόν θεωρούσε πραγματική απειλή ο Μεταξάς δεν φαίνεται μόνο από τη γνωστή διάταξη των οχυρών Ρούπελ, αλλά κι από λιγότερο γνωστές προσπάθειες “θωράκισης” της χώρας από τον δικτάτορα. Στο ευάλωτο λοιπόν σε μια ενδεχόμενη απόβαση στενό του Βόρειου Ευβοϊκού, ο δικτάτορας έσπευσε να το θωρακίσει με την κατασκευή του Ο.Β.Ε. και τον εξοπλισμό του με τα ισχυρά κανόνια που απέσπασε από το θωρηκτό πολεμικό πλοίο “Κιλκίς”. Από που λοιπόν φοβόταν μια ενδεχόμενη απόβαση και προσπάθησε να θωρακίσει τη χώρα ενάντιά της; Η απάντηση δε χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δοθεί, αν αναλογιστούμε πως ο Γερμανικός στόλος παρέμενε παγιδευμένος στην άλλη άκρη της ηπείρου και πουθενά αλλού (π.χ. στρατός ξηράς, αεροπορία) δεν υπήρχε εξαρχής τόσο σημαντική υπεροπλία των Συμμάχων έναντι του Άξονα, πέραν του πεδίου των θαλασσών, ακριβώς λόγω της εμφανούς ισχύος (αν και μειωμένης συγκριτικά με τον Μεγάλο Πόλεμο) του βρετανικού στόλου (πηγή: Η Ιστορία του 20ου αιώνα/εκδ. Ελλ. Γράμματα). Αναμφίβολα στη ξηρά, δύσκολα θα βρίσκονταν στρατός από μόνος του ικανός να αντιμετωπίσει την καλοκουρδισμένη, άρτια εκπαιδευμένη και απίστευτα πειθαρχημένη γερμανική πολεμική μηχανή. Στον αέρα είναι η γνωστή η αρχικά αμφίρροπη τιτανομαχία μεταξύ ΡΑΦ και Λουτβάφε, πριν εμπλακούν Αμερικάνοι και Ρώσοι στον πόλεμο. Στη θάλασσα όμως εξακολουθούσε να διατηρεί τη διαχρονικότητά της η γνωστή ρήση του Μ. Ναπολέοντα “Δώστε μου για πέντε λεπτά τη Μάγχη κι έχω τον κόσμο ολόκληρο”. Από αυτήν την άποψη, τόσο ο βασικός αποτρεπτικός λόγος μιας γερμανικής απόβασης στην Βρετανία, όσο και η κυριαρχία των συμμάχων στη Μεσόγειο (γεγονός καίριας σημασίας για την έκβαση του πολέμου, αν σκεφτούμε πως μονάχα η έλλειψη εφοδιασμού κατάφερε στην πραγματικότητα να αναχαιτίσει τον Ρόμελ και την πρόσβαση των ΝΑΖΙ στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής) οφείλει να πιστωθεί-αρχικά κυρίως- στο αξιόμαχο του βρετανικού στόλου.

    Συμπερασματικά, ακόμα κι αν για λόγους κατανόησης της γεωστρατηγικής, χρειάστηκε να επεκταθούμε σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε μια ζώνη κατά πολύ ευρύτερης της Ελληνικής επικράτειας, το προσπαθήσαμε ώστε να αναδείξουμε τη στενή σύνδεση που είχαν αυτά μεταξύ τους (συμπεριλαμβανομένης και της μάχης της Κρήτης, που λόγω επίσης γεωγραφικής σημασίας για τον έλεγχο της περιοχής, οι ΝΑΖΙ θυσίασαν ένα από τα πλέον αξιόμαχα τμήματα του στρατού τους), ακόμα κι αν αναγκαστικά αναφερθήκαμε σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά το θάνατο του δικτάτορα, το επιχειρήσαμε ώστε να αποδομήσουμε όσο πιο πειστικά γίνεται, το μύθο του μεταξικού “ΟΧΙ”, αλλά και τις δήθεν προσπάθειες αμφισβήτησης που υπόρητο στόχο έχουν όχι την αποκαθήλωση αλλά τον εξωραϊσμό της προσωπικότητας και των προθέσεων ενός στυγνού και αμείλικτου και αιμοσταγούς δικτάτορα με φασιστική ιδεολογία.

  6. Η Γερμανική “διαμεσολάβηση” στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο

    12/07/2013
    Γράφει ο Κλεάνθης

    Κατά καιρούς, σε διάφορα έντυπα που ασχολούνται με την ιστορία εμφανίζονται άρθρα σχετικά με το μεγάλο θέμα της εμπλοκή της χώρας μας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα με το αν η εμπλοκή αυτή μπορούσε να αποφευχθεί ή έστω να περιοριστεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Η εξέταση της πιθανότητας αυτής είναι πολύ ελκυστική, γιατί έτσι η χώρα πιθανόν να γλύτωνε τις βαρύτατατες καταστροφές – κάθε είδους – που υπέστη κατά τη φοβερή δεκαετία 1940-1949 και οι οποίες δεν έχουν ακόμα επουλωθεί πλήρως.

    Άρθρα με τίτλους όπως “Η Βρετανία εξώθησε την Ελλάδα στον Β΄ ΠΠ” ή “Οι γερμανικές προσπάθειες για ανακωχή κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο”, προβάλλουν ως βασική θέση ότι η Γερμανία ήταν αρχικά αδιάφορη για τα τεκταινόμενα στη Μεσόγειο – λόγω έλλειψης ιδίων συμφερόντων – και ως εκ τούτου “ουδέτερη” στην ελληνο-ιταλική σύρραξη. Εμφανίζεται, λοιπόν, καταχρηστικά η χώρα αυτή να επιθυμεί τη σύναψη ανακωχής στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, προσφερόμενη να διαμεσολαβήσει προς τη σύμμαχο της Ιταλία – και συχνά μάλιστα με μειωτικούς όρους (!) – ενώ παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τα άρθρα αυτά, η τελική ευθύνη για την ελληνική καταστροφή επιρρίπτεται στην αγγλική πολιτική. Υποβαθμίζεται έτσι σοβαρά η ωμή επιθετικότητα της φασιστικής Ιταλίας και η ισχύς της συμμαχίας της με την – επίσης άκρως επιθετική – ναζιστική Γερμανία.

    H αίσθηση πάντως ότι η Γερμανία προσπάθησε να μεσολαβήσει για να επιτευχθεί ανακωχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, είναι ευρέως διαδομένη και υπάρχουν τέτοιες αναφορές από τη Wikipedia, μέχρι και την πολύ έγκυρη “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” (τ. ΙΕ’). Το εντυπωσιακό είναι ότι, ταυτόχρονα, δεν υπάρχει τεκμηρίωση για σοβαρές γερμανικές κινήσεις. Διότι δεν θεωρούνται σοβαρή τεκμηρίωση π.χ οι κινήσεις μυστικών υπηρεσιών (όπως αυτή του φον Κανάρις στην Μαδρίτη), καθώς σε υπηρεσίες σαν αυτές, η εξαπάτηση και τα “σκοτεινά” σχέδια εμπεριέχονται στις βασικές τους αποστολές. Επιπλέον – και περιέργως – παραλείπεται από τις αναφορές αυτές το καίριο ζήτημα της στάσης του ίδιου του Χίτλερ, ο οποίος σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, αντί μεσολάβησης για ανακωχή κατήρτιζε με το γερμανικό Γενικό Επιτελείο πλήρη σχέδια εισβολής στην Ελλάδα, ήδη από τον Νοέμβριο του 1940.

    Σε κάθε περίπτωση, η σύντομη αυτή ανάρτηση, δεν έχει σκοπό να αναλύσει την Υψηλή Στρατηγική της ναζιστικής Γερμανίας στα Βαλκάνια αλλά να επιχειρήσει μια μικρή συμβολή. Αφορά στην παρουσίαση ενός ενδιαφέροντος – και ελάχιστα γνωστού στους περισσότερους – γερμανικού βιβλίου γραμμένου στα ελληνικά, σχετικού με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την “ουδέτερη” τάχα Γερμανία.
    Το βιβλίο τιτλοφορείται “ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΡΗΞΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΥΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”.

    Εξώ_γερμ_βιβλTην ευθύνη της σύνταξης είχε το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών (Auswärtiges Amt), όπως τουλάχιστον φαίνεται στο εξώφυλλο.

    Γραμμένο στο Βερολίνο το 1941, όπως επίσης αναφέρεται στο εξώφυλλο, και τυπωμένο πιθανότατα (και) στην Αθήνα, το βιβλίο αυτό περιέχει το κείμενο γερμανικών έγγραφων με συζητήσεις διπλωματών και στρατιωτικών της Γερμανίας, Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδος, ενίοτε δε και εκπρόσωπων της Γαλλίας και Αγγλίας, καθώς και σχετικά αποσπάσματα από ομιλίες του Χίτλερ.

    Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στην περίοδο της Κατοχής, αποσκοπεί προφανώς να δικαιολογήσει με παράθεση στοιχείων, την επίθεση της Γερμανίας, ώς αμυνόμενης στρατηγικά, εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας, οι οποίες κατηγορούνται ότι έβλαπταν συστηματικά ζωτικά γερμανικά συμφέροντα.

    Αποτελεί ουσιαστικά επίσημη θέση του τότε γερμανικού Κράτουςγια το θέμα, μια και μόνο αυτό μπορούσε να παράσχει τα έγγραφα των οποίων τα κείμενα παρατίθενται στο βιβλίο.

    Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει έγγραφα για τις γερμανο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις, ως σημαντικότερες για τις Κεντρικές Δυνάμεις – υποθέτω λοιπόν ότι θα κυκλοφόρησε και στη σερβική γλώσσα.
    person_ribbentrop47

    Ο γερμανός ΥΠΕΞ von Ribbentrop στο κελί του στη Νυρεμβέργη, τον Νοέμβριο του 1945. Εκτέλεστηκε δι΄ απαγχονισμού το 1946.

    Έγγραφα που αφορούν στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις υπάρχουν προς το τέλος του βιβλίου. Η σημασία τους, ως λόγος για την παρούσα ανάρτηση, είναι διπλή: Πρώτον, ενώ κεντρική θέση στο βιβλίο έχει η προσπάθεια της Γερμανίας να δείξει ότι “αναγκάστηκε” να εισβάλει στις δύο χώρες, απουσιάζει κάθε αναφορά σε τυχόν προσπάθεια της Γερμανίας να σταματήσει τον πόλεμο Ελλάδος – Ιταλίας και έτσι να φανεί κάποια προσπάθεια της για αποκλιμάκωσης του πολέμου στην Βαλκανική. Τεκμαίρεται έτσι, εμμέσως πλήν σαφώς, πως πιθανότατα δεν υπάρχει γερμανικό έγγραφο ή αξιόπιστη αναφορά υψηλόβαθμου στελέχους του τότε γερμανικού Κράτους που να δηλώνει τη συμμετοχή του τελευταίου σε τέτοιες διεργασίες για ανακωχή Ελλάδος – Ιταλίας.
    Δεύτερον, στο βιβλίο υπάρχει το κείμενο ενός γερμανικού εγγράφου, χαρακτηριστικού της γερμανικής στάσης, που αναφέρεται στις συνομιλίες που είχαν στο Βερολίνο τον Αύγουστο του 1940, ο Έλληνας πρεσβευτής Αλεξ. Ρίζος Ραγκαβής με τον Γερμανό ΥΠΕΞ von Ribbentrop.
    (Είναι γνωστό ότι λίγο πριν τον Πόλεμο ο Μεταξάς είχε βολιδοσκοπήσει τη Γερμανία σχετικά με την απροκάλυπτη Ιταλική επιθετικότητα.)

    Σε αυτό το γερμανικό κείμενο, υπόδειγμα αλαζονείας, η Ελλάς προειδοποιείται απειλητικά ότι πρέπει να υποταχθεί στις “ενδεχόμενες επιθυμίες” της φασιστικής Ιταλίας (δηλαδή σε ό,τι αυτή θέλει).
    Παραθέτω εδώ το κύριο σώμα του κειμένου, με την ορθογραφία του βιβλίου, πλήν του μονοτονικού. Έχω τονίσει με έντονη γραφή τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις.

    Σημείωμα επί της συναντήσεως εν Φούσλ του Έλληνος Πρεσβευτού εν Βερολίνω μετά του Υπουργού των Εξωτερικών του Ράιχ φον Ρίμπεντροπ, την 26 Αυγούστου 1940.

    O κ. Υπουργός του Ράιχ εδήλωσεν εις τον Έλληνα Πρεσβευτήν, ότι αι χώραι διαιρούνται παρ’ ημών εις χώρας αίτινες ετάχθησαν υπέρ του Άξονος και εις χώρας αίτινες ετάχθησαν υπέρ της Αγγλίας. Θεωρούμεν την Ελλάδα ως χώραν ήτις εξεδηλώθη ήδη υπέρ της Αγγλίας, διότι οι Έλληνες απεδέχθησαν την αγγλικήν εγγύησιν, εφοδιάζουν τους Άγγλους με πολεμικόν υλικόν και πλέουν με τα πλοία των εις την Ζώνην Αποκλεισμού της Αγγλίας. Εκτός τούτου κατέχομεν και άλλα στοιχεία, άτινα αποδεικνύουν εις ημάς την αγγλόφιλον στάσιν της Ελλάδος. Η στάσις αύτη κρίνεται υπό του Υπουργού των Εξωτερικών του Ραιχ ως ασύνετος. Η τύχη της Ευρώπης κατά τους προσεχείς αιώνας θα καθοριστεί υπό των Δυνάμεων του Άξονος, η δε στάσις του Άξονος έναντι των ευρωπαϊκών κρατών θα ρυθμιστεί αναλόγως της στάσεως των κρατών τούτων έναντι της Αγγλίας κατά την διάρκειαν του περί υπάρξεως αγώνος της Γερμανίας και Ιταλίας.

    Ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών του Ράιχ, μόνο μια συμβουλή ηδύνατο να δώσει εις τους Έλληνας, πρώτον να προσαρμόσουν την γενική αυτών πολιτικήν προς την κατάσταση ταύτην και δεύτερον, συνεπεία τούτου, να προέλθουν εις φιλικοτάτας σχέσεις μετά των Ιταλών και να συννενοηθούν μετ΄ αυτών. Ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών του Ράιχ, ετόνισε ιδιαιτέρως εις στον ‘Ελληνα Πρεσβευτήν ότι η Μεσόγειος αποτελεί σφαίρα επιρροής της Συμμάχου μας Ιταλίας και ότι συνεπώς ημείς δεν ενδιαφερόμεθα δι΄αυτήν αμέσως. Επειδή όμως η Ελληνική Κυβέρνησις εζήτησε την συμβουλήν της Γερμανικής Κυβέρνήσεως, ο Υπουργός των Εξωτερικών του Ράιχ δύνανται μόνον να συμβουλεύσει επιμόνως τον Έλληνα πρεσβευτήν όπως εν όψει τόσο του άμεσου όσον και του απωτέρου μέλλοντος, παραμεριστούν τάχιστα τα ιταλικά παράπονα και ικανοποιηθούν ενδεχόμεναι επιθυμίαι των Ιταλών.

    Ζονλάιτνερ

    Η Γερμανική «διαμεσολάβηση» στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο

  7. Μ... on

    Ένα βιβλίο για τον κόσμο των ιδεών στο Μεσοπόλεμο
    Κυριακή, 20 Ιουλίου 2014 14:51

    Συνέντευξη με τον συγγραφέα Βασίλη Μπογιατζή

    Συζητάμε με τον διδάκτορα Βασίλη Μπογιατζή για το βιβλίο του «Μετέωρος Μοντερνισμός», από τις εκδόσεις Ευρασία. Υιοθετώντας μια έκκεντρη οπτική, την πραγμάτευση της διανοητικής ιδιοποίησης και πρόσληψης της ιδεολογίας της επιστήμης και της τεχνολογίας κατά την περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου, το βιβλίο εξετάζει τη σύνδεσή τους με τα επίδικα των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων της εποχής εκείνης.

    τη συνέντευξη πήρε ο Στάθης Κουτρουβίδης

    Πώς θα περιέγραφες την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου;

    Όπως ο Ρότζερ Γκρίφιν χαρακτηρίζει τη Γερμανία της Βαϊμάρης, δηλαδή ως μια δυσφορούσα και υπό πίεση κοινωνία. Οι κυβερνήσεις (1923-1928) απέδιδαν έμφαση στη βελτίωση των υποδομών και την επιστημονική ανασυγκρότηση -όπως, για παράδειγμα, η ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών επί Παγκάλου, ο Δημήτρης Γληνός θεωρούσε ότι «Η ελληνική αρρώστεια» μπορούσε να υπερβαθεί με την επιστημονική διαρρύθμιση της παραγωγικής διαδικασίας και την τεχνολογική πρόοδο, ενώ ο Ιωάννης Μεταξάς, ως υπουργός Συγκοινωνιών, ενέτασσε την τεχνολογία σε ένα πλαίσιο καθολικής εθνικής αναγέννησης.

    Η πλέον συνεκτική διατύπωση, ωστόσο, ενός οράματος που συνδύαζε «ισχυρή» διακυβέρνηση και το πρόταγμα να γίνει η Ελλάδα αγνώριστη με μεγάλης κλίμακας παραγωγικά έργα για την αύξηση της εθνικής παραγωγής, σχετίζεται με την επάνοδο του Ε. Βενιζέλου στην εξουσία το 1928. Ο Βενιζέλος δεν δίσταζε να τοποθετήσει στα θεμέλια αυτού του ιδεώδους την επιστημονική ιδέα, ενώ οικειοποιήθηκε την τεχνολογία εντός ενός πλαισίου οριοθετημένου από τις φιλελεύθερες απόψεις του για το εφικτό κοινωνικού εναρμονισμού/κοινωνικής προόδου και την πεποίθησή του ότι απαιτούνταν οργανωμένοι έως αυταρχικοί/αντικοινοβουλευτικοί θεσμοί για τη ρύθμιση της μεσοπολεμικής συνθήκης. Αυτό το έργο εκλαμβανόταν ως κοσμογονία από διανοουμένους, οι οποίοι προσέγγιζαν την εποχή με όρους μετάβασης, όπως ο Γ. Θεοτοκάς, ο οποίος εξυμνούσε επιστήμη/τεχνολογία με φουτουριστική αισιοδοξία μεν, όχι και χωρίς επιφυλάξεις δε: το όριο ήταν να μη «καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα».

    Από τις αρχές του ’30 το ψυχικό κλίμα άρχισε να αλλάζει. Ο Θεοτοκάς απέδιδε την Κρίση στη Μηχανή, παιδί του επιστημονισμού και του ουμανισμού. Αυτή έφερνε τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, το προλεταριάτο, την ταξική πάλη και την κοινωνική κατάρρευση, επειδή ακύρωνε την πνευματικότητα «στενεύοντας» τη ζωή και μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο σε έντομο. Η διέξοδος δεν βρισκόταν ούτε στον κομμουνισμό ούτε στην απόρριψη της τεχνολογίας, αλλά στην ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού της. Στην εναγώνια αναζήτηση πολιτικών λύσεων ικανών να ενσωματώσουν αυτά τα στοιχεία, ο Θεοτοκάς θα διέλθει από την υποστήριξη ποικίλων λύσεων –και των φασιστικών– μέχρι να φτάσει στο New Deal του Ρούζβελτ, όταν πια ο Μεταξάς είχε επιβάλλει τη δικτατορία του.

    Οι έννοιες, επομένως, του μοντερνισμού και της τεχνολογίας έρχονται να απαντήσουν στην κρίση και στην παρακμή;

    O Μεσοπόλεμος αποτέλεσε, κατά τον Ρότζερ Γκρίφιν, τον «Χρυσό Αιώνα» των πάσης φύσεως σχεδιαστών, εφόσον μάλιστα μπορούσαν και να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την υλοποίηση των σχεδίων τους. Η πρόδηλη πολιτισμική κρίση ενθάρρυνε μια γενική εγκατάλειψη του laissez-faire καπιταλισμού και του μινιμαλιστικού κράτους-νυκτοφύλακα, ενώ η πίστη στην ανάγκη ύπαρξης «ισχυρών κυβερνήσεων» που λαμβάνουν ριζοσπαστικές αποφάσεις σε δύσκολους καιρούς για την κατά το δυνατόν καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών τους, συνέδεε τα σοβιετικά πενταετή πλάνα, το φασιστικό κορπορατιστικό σύστημα, την κεϋνσιανή οικονομική θεωρία και το New Deal στις Η.Π.Α., τον planism του Βέλγου πολιτικού στοχαστή, πρώτα αριστερού και έπειτα δεξιού, Hendrik de Man και τον ενθουσιώδη εναγκαλισμό αυτού του νέου ήθους από το Τρίτο Ράιχ. Το μέλλον ζωγραφιζόταν με πολλά πολιτικά χρώματα, ήταν εντούτοις σχεδιασμένο.

    Ερχόμενοι στα δικά μας, κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου η τεχνολογική ανάπτυξη και η οικειοποίηση της ιδέας της επιστήμης συνδέθηκαν στενά με το ζήτημα της εθνικής ανασυγκρότησης και το μοντερνιστικό αίτημα του νέου εθνικού πολιτισμικού προσανατολισμού μετά τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας. Η ιδεολογία της επιστήμης διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, καθώς όλες οι ιδεολογικές τάσεις την συνέδεσαν με την αναγέννηση, την εξυγίανση, την κοινωνική μεταμόρφωση, προφανώς όχι με ενιαίο τρόπο, αλλά με ενδιαφέρουσες συμπτώσεις και διατομές. Το ζήτημα της τεχνολογικής ανάπτυξης, από την άλλη, αποτέλεσε πεδίο εντάσεων καθώς πολιτικοί και διανοούμενοι συγκρότησαν επεξεργασμένα πολιτικά/πολιτισμικά πλαίσια ιδιοποίησης και ενσωμάτωσής της στις περί κοινωνίας τοποθετήσεις τους.

    Ποια ήταν η απάντηση της αριστεράς;

    Ας δούμε ενδεικτικά τον Γληνό: εκκινώντας από την πεποίθηση πως μόνο ο κομμουνισμός ενσάρκωνε το όραμα της κοινωνικής χειραφέτησης, προσλάμβανε επιστήμη/τεχνολογία στη βάση των τεχνολογικά επικαθορισμένων όψεων της μαρξιστικής ιδεολογίας. Στο σκεπτικό του, ο συνδυασμός των εγγενώς προοδευτικών επιστήμης/τεχνολογίας με τον επαναστατικό δυναμισμό του προλεταριάτου οδηγούσε στη Σοβιετική Ένωση της εποχής, «ένα απέραντο στρατόπεδο δουλιάς, ένα φλογερό καμίνι δημιουργίας, όπου χωρίς καταναγκασμό, με εσωτερική ολόψυχη συμμετοχή και εγκαρτέρηση, μα και με παλμό, με φωτιά, με ενθουσιασμό εκατομμύρια από εργάτες οικοδομούνε ένα καινούριο κόσμο».

    Αντίπαλος του Γληνού, ο Π. Κανελλόπουλος προσέγγιζε επιστήμη και τεχνολογία διακρίνοντας ανάμεσα σε Kultur –πνευματικό πολιτισμό– και Zivilisation –μηχανικό και υλικό. δεν αρνιόταν την ύπαρξη και την αξία της –επιστημονικής/τεχνολογικής– προόδου, αλλά περιόριζε την εμβέλειά της στο πεδίο της Zivilisation, θεωρώντας πως η σφαίρα της Kultur μένει άθικτη από αυτή. Η τεχνολογική ανάπτυξη, συμπλήρωνε από την άλλη, συνιστούσε για το Πνεύμα πρόκληση, όχι καταστροφή. Ο εσωτερικός πολιτισμός, με άλλα λόγια, έπρεπε να διαποτίσει τον στερούμενο πνευματικότητας τεχνολογικό. κι οι συνθήκες καθιστούσαν εφικτή μια τέτοια προοπτική: στο πλαίσιο αυτό, θεωρούσε, η φασιστική λύση –που ασυνείδητα είχε αναλάβει κοσμοϊστορική αποστολή– δεν θα’ πρεπε να προσπερνιέται αδιάφορα. Ο Κ. Τσάτσος επικαλείτο τη μοντέρνα επιστήμη για να ενισχύσει την ιδεαλιστική θέση, θεωρώντας την ταυτόχρονα απλώς «μέθοδο», ανίκανη να συμβάλει στην «ηθικοποίηση» του ανθρώπου. Επιστήμη, τεχνολογία και οικονομία δεξιώνονταν από τον Τσάτσο εντός του εξής πλαισίου: ηθική πραγμάτευση του κοινωνικού ζητήματος και εμποτισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας/οικονομίας από αξίες. Στο προαναφερθέν πλέγμα προστίθονταν στοιχεία που απέρριπταν τη φιλελεύθερη θέσμιση τείνοντας σε αυταρχικές/ολοκληρωτικές πολιτικές με βάση τον «πολιτισμό» και την «ελληνική ιδέα», φτάνοντας μέχρι και τις παρυφές του φασισμού.

    Πώς συνδέονται αυτά με το φαινόμενο της δικτατορίας Μεταξά;

    Να πούμε προκαταβολικά ότι ο Μεταξάς πραγματοποίησε εκείνο που πολλοί οραματίζονταν κι επιθυμούσαν. τους πρόλαβε. Για εκείνον η κρίση ήταν αποτέλεσμα επιχώριων και εξωγενών αιτιών. Επέκρινε σφοδρά τον Βενιζέλο ήδη από το 1935 ως τον κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπο των ορθολογιστικών, διεθνιστικών, υλιστικών και θετικιστικών τάσεων που ήδη από τον 19ο αιώνα είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα, που συντρίβοντας τα εθνικά ιδεώδη και εστιάζοντας σε υλιστικούς στόχους ανίκανους να εμπνεύσουν τους νέους, τους οδήγησε στον κομμουνισμό. Ένας «Τρίτος Δρόμος» ήταν απαραίτητος και η 4η Αυγούστου, ένα κράτος, κατ’ αυτόν, «αντιπλουτοκρατικό, αντικοινοβουλευτικό, αντικομμουνιστικό», τον χάραζε: θα δημιουργούσε τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό, όχι εμπνεόμενη από την παρηκμασμένη Ευρώπη, αλλά στηριγμένη στη «λαϊκή ψυχή». Στο πλαίσιο αυτό, έπρεπε να τοποθετηθεί επιστήμη και τεχνολογία για να συνεισφέρουν στη μοντερνιστικής/φασιστικής υφής αναγέννηση της εθνικής ιδέας.

    Καλλιτέχνες, διανοούμενοι, επιστήμονες και μηχανικοί αποτελούσαν προνομιακά ακροατήρια αυτών των κηρυγμάτων, ενώ εμφανίζονταν διατεθειμένοι να προσφέρουν γνώσεις και κύρος για την πραγμάτωση των σκοπών του καθεστώτος. Σε αυτό το πνεύμα, ο Μεταξάς καλούσε τους νέους να διαπλάσουν «ρωμαλέα» σώματα διαχέοντας παντού, όπως και «οι νεολαίες των κρατών που βαδίζουν μπροστά», αισθήματα αισιοδοξίας και ευρωστίας. Σε αυτό το φως, λύνεται και η απορία του Ελύτη, γιατί στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας η λογοκρισία της δεν εμπόδιζε την «πολλαπλή δραστηριότητα» του κύκλου του. Από την άλλη, η μεταγενέστερα στρατευμένη στην Αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγος του Ανδρέα Παππά, τακτικού αρθρογράφου στο μεταξικό Το Νέον Κράτος, έγραφε στο ποίημά της «28η Οκτωβρίου 1940» «“Όχι!” φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ “Όχι” από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε ΄ΟΧΙ». Με ανάλογη έμπνευση ο Μάρκος Αυγέρης, μετέπειτα στέλεχος των ΕΑΜ/ΚΚΕ, έγραφε στο περιοδικό της ΕΟΝ Νεολαία το «Εσωτερικός διάλογος. “Να ο λαός σου”». Στο πλαίσιο δε, της «Πνευματικής Επιστράτευσης» του 1940, με άξονες καθορισμένους από το καθεστώς, αλλά και κοντινούς στις αναζητήσεις τους, πολλοί πνευματικοί άνθρωποι δήλωναν παρόντες: Κωστής Μπαστιάς, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της ΕΔΑ, Γιώργος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος Λούβαρις, εξέχον μέλος των δοσιλογικών κυβερνήσεων, καθώς και οι Παντελής Πρεβελάκης και Σοφία Γεδεών. Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες/ομιλίες εντοπίζει κανείς επίλεκτα μέλη της συντηρητικής διανόησης, όπως οι Τσάτσος, Κανελλόπουλος, αλλά όχι μόνο (Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Δημαράς, Άγγελος Σικελιανός). Η παλιγγενετική ρητορική του καθεστώτος και η προσδοκία της αναγέννησης της εθνικής κοινότητας δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη αυτής της συμπόρευσης.

    http://epohi.gr/portal/politismos/17418-ena-vivlio-gia-ton-kosmo-ton-ideon-sto-mesopolemo

  8. Β.Α. on

    ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΔΗΜΗΤΡΟΦ
    ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

    29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
    Το ιταλικό τελεσίγραφο προς την Ελλάδα απερρίφθη από την ελληνική
    κυβέρνηση.
    Άρχισε πόλεμος μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας.
    Η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία διακήρυξαν την ουδετερότητα τους.
    25 Νοεμβριου 1940
    Μόλις είχα επιστρέψει στην Κομουνιστική Διεθνή όταν με φώναξαν στον Στάλιν. Εκεί βρήκα τον Μολότοφ (και τον Ντεκανόζοφ).
    Στ[άλιν]: ((Σήμερα κάναμε πρόταση στους Βούλγαρους για τη σύνα¬ψη συμφωνίας αλληλοβοήθειας. Προτείνουμε όχι εγγυήσεις, όπως κατά λάθος φαίνεται ότι είχε καταλάβει νωρίτερα ο Βούλγ[αρος] πρέσβης Στάμενοφ από τον Μολότοφ, αλλά συμφωνία αλληλοβοήθειας. Δείχνου¬με στη βουλγ[αρική] κυβ[έρνηση] ότι η ασφάλεια των δύο χωρών κινδυ¬νεύει από τη Μαύρη θάλασσα και τα Στενά και χρειάζονται κοινές προ¬σπάθειες για την εξασφάλιση αυτής της ασφάλειας. Ιστορικά ο κίνδυνος πάντα προερχόταν από εκεί: ο πόλεμος της Κριμαίας, η κατάκτηση της Σεβαστούπολης, η επέμβαση του Βράγκελ το 1919, κτλ.
    »Εμείς υποστηρίζουμε τις εδ[αφικές] διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, τη ς γραμμή Μήδεια-Αίνος (περιοχή της Αδρ[ιανουπόλεως], Δυτ[ική] Θράκη, Δεδέαγατς, Δράμα και Καβάλα).
    Είμαστε έτοιμοι να χορηγήσουμε στους Βούλγαρους στάρι, βαμβάκι κ.ά., υπό τη μορφή δανείου, καθώς και στόλο και να βοηθήσουμε και με άλλους τρόπους. Εάν η συμφωνία συναφθεί, θα συνεννοηθούμε συγκεκριμένα για τις μορφές και το ύψος της αμοιβαίας βοήθειας. Με τη σύναψη της συμφωνίας αλληλοβοήθειας, όχι μόνο δεν έ¬χουμε αντίρρηση η Βουλγαρία να προσχωρήσει στην Τριπλή Συμφωνία, αλλά τότε κι εμείς οι ίδιοι θα προσχωρήσουμε στη συμφωνία.
    »Εάν οι Βούλγαροι δε δεχθούν αυτή την πρόταση μας, θα βρεθούν εξ ολοκλήρου στις αγκαλιές των Γερμανών ή των Ιταλών και τότε θα χα¬θούν.
    «Σχετικά με την Τουρκία, θέλουμε βάσεις, για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα Στενά εναντίον μας. Οι Γερμανοί προφανώς θα ή¬θελαν να γίνουν οι Ιταλοί τα αφεντικά των Στενών, αλλά κι αυτοί οι ί¬διοι δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν τα μεγάλα συμφέροντα που έχου¬με σε αυτή την περιοχή. Εμείς θα διώξουμε τους Τούρκους στην Ασία. Τι είναι αυτή η Τουρκία; Εκεί υπάρχουν 2.000.000 Γεωργιανοί, 1.000.000 Αρμένιοι, 1.000.000 Κούρδοι, κτλ. Οι Τούρκοι είναι μόνο 6.000.000 -7.000.000.
    »Τώρα το βασικό είναι η Βουλγαρία. Εάν συναφθεί τέτοια συμφωνία, η Τουρκία δε θα τολμήσει να πολεμήσει εναντίον της Βουλγαρίας και η όλη κατάσταση στα Βαλκάνια θα είναι διαφορετική.
    »Δεν είναι σωστό η Αγγλία να θεωρείται κατεστραμμένη. Αυτή δια¬θέτει μεγάλες δυνάμεις στη Μεσόγειο. Ελέγχει άμεσα τα Στενά. Μετά από την κατάκτηση των ελληνικών νησιών, η Αγγλία ισχυροποίησε τις θέσεις της σ’ αυτή την περιοχή.
    »0ι σχέσεις μας με τους Γερμανούς είναι φαινομενικά ευγενικές, αλ¬λά μεταξύ μας υπάρχουν σοβαρές προστριβές.
    »Η πρόταση αυτή διατυπώθηκε σήμερα στη βουλγ[αρική] κυβέρνη¬ση]. Ο απεσταλμένος μας ήδη έγινε δεκτός από τον Φίλοφ. Σύντομα θα γίνει δεκτός και από το βασιλιά Μπορίς. Είναι αναγκαίο αυτή η πρότα¬ση να γίνει ευρέως γνωστή μεταξύ των βουλγ[αρικών] κύκλων.(Αποφασίσαμε να φωνάξουμε τον Στάμενοφ για να ανακοινώσουμε και σ αυτόν την πρόταση που έγινε στη Σόφια.)
    Εγώ έστειλα στους δικούς μας στη Σόφια το εξ[ής] τηλεγράφημα:
    <(… Η σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί ότι η κατοχύρωση της ασφάλειας της Βουλγαρίας και της Σοβ[ιετικής] Ένωσης από τη Μαύρη θάλασσα και τα Στενά και η διαφύλαξη της ειρήνης αποτελεί κοινό ζωτικό συμφέ¬ρον των δύο χωρών και απαιτεί τις κοινές τους προσπάθειες. Η Σοβιετική Ένωση δεσμεύεται να υπερασπίζεται τις δίκαιες εδαφικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και ειδικά την επιστροφή της περιοχής της Αδριανούπο-λης [έως] τη γραμμή Μήδεια-Αίνος, τη Δυτική Θράκη με το Δεδεαγατς, τη Δράμα, την Καβάλα, καθώς και να παρέχει στη Βουλγαρία αμέριστη βοήθεια.

    Με τη σύναψη αυτής της συμφωνίας, η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο δεν έχει αντίρρηση για την προσχώρηση της Βουλγαρίας στην Τρι¬πλή Συμφωνία, αλλά και η ίδια θα προσχωρήσει σε αυτή τη συμφωνία.
    »Αυτή η πρόταση επιδόθηκε σήμερα στο βασιλιά Μπορίς και τον Φίλοφ. Πάρτε το γρηγορότερο τα πιο δραστήρια μέτρα, ώστε αυτή η πρόταση να γίνει γνωστή στο κοινοβούλιο και εκτός αυτού στον Τύπο και στις μάζες.
    »Επιστρατεύατε γι αυτό το σκοπό τους βουλευτές μας: αναπτύξτε την πιο δραστήρια εκστρατεία σε όλη τη χώρα προς όφελος αυτής της πρότασης, ζητήστε την άμεση και την άνευ όρων αποδοχή της. Αποφα¬σίζεται για πολλά χρόνια η τύχη του βουλγαρικού λαού.
    «Επιβεβαιώστε αμέσως τη λήψη αυτής της ανακοίνωσης. Να μας κρατάτε ενήμερους σε καθημερινή βάση για την πορεία της εκστρατείας και για τα γεγονότα, καθώς και για το πώς θα αντιδράσουν η κυβέρνη¬ση και οι άλλοι κύκλοι».*

    21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ• 1940 Ανακοίνωσα στον Στ[άλιν]:
    ((Χθες βράδυ μετέφερα στους Βούλγαρους συντρόφους στη Σόφια την πρόταση που διατύπωσε η σοβ[ιετική] κυβέρνηση στον Φίλοφ και το
    βασιλιά Μπορίς.
    Το κείμενο του τηλεγραφήματος είναι στη βουλγαρική γλώσσα. (Σ.τ.Ε.)

    »Ήδη μας επιβεβαίωσαν από τη Σόφια τη λήψη αυτής της ανακοί¬
    νωσης. Συγχρόνως η Κεντρική Επιτροπή του βουλγ[αρικού] κόμματος
    μας πληροφόρησε ότι στη Βουλγαρία προετοιμάζεται εντατικά επιστρά¬
    τευση. Τα στρατεύματα συγκεντρώνονται ταχύτατα στα τουρκικά και
    τα ελληνικά σύνορα».

    (ΣΗΜ δικη μου:Ετσι εξηγειται γιατι το ΚΚΕ υποστηριζε την Βουλγαρικη εισβολη)

    28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940
    Το βράδυ τηλεφώνησε ο Μολότοφ από το γραφείο του Στάλιν: (Οι δικοί μας στη Σόφια σκόρπισαν προκηρύξεις σχετικά με τη σοβ[ιετική] πρό¬ταση προς τη Βουλγαρία. Ηλίθιοι!»
    Έστειλα οδηγίες να διακοπεί αυτή η επιβλαβής και βλακώδης ενέρ¬γεια.

    3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1940
    Εξετάσαμε με τον Πικ και τους Ρουμ[άνους] συντρόφους τα ρουμανικά θέματα. Ο Φόρσ[ον] (Ιοβάν) πρέπει να επιστρέψει στη χώρα τις προσε¬χείς ημέρες, ενώ η Μαρινέσκου (σύζυγος του μακαρίτη του Ορλόφ) μετά απ' αυτόν.

    21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941
    Οι φήμες για επικείμενη επίθεση αυξάνονται από όλες τις πλευρές. Πρέπει να είμ,αστε σε επιφυλακή…
    Το πρωί τηλεφώνησα στον Μολότοφ. Τον παρακάλεσα να μιλήσει με τον Ι[ωσήφ] Βησαρ[ιόνοβιτς] για την κατάσταση και τις αναγκαίες οδη¬γίες για τα κομουνιστικά κόμματα.
    Μολ[ότοφ]: «Η κατάσταση είναι ασαφής. Παίζεται μεγάλο παιχνίδι. Δεν εξαρτώνται όλα από μας. Θα μιλήσω με τον Ι[ωσήφ] Β[ησαριόνο-βιτς]. Εάν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, θα τηλεφωνήσω!»

    22 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941 (ΚΥΡΙΑΚΗ)
    Στις 7 το πρωί με φώναξαν επειγόντως στο Κρεμλίνο. Η Γερμανία επι¬τέθηκε κατά της ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος άρχισε. Στο γραφείο του Ποσκριό-μπισεφ συναντώ τους Τιμοσένκο, Κουζνετσόφ, Μέχλις (ξανά με στρα¬τιωτική στολή), Μπέρια (ο οποίος έδινε από το τηλέφωνο διάφορες ε¬ντολές). Στο γραφείο του Στάλιν βρίσκονται οι Μολότοφ, Βοροσίλοφ, Καγκάνοβιτς, Μαλένκοφ,
    Ο Στ[άλιν] προς εμένα: ((Μας επιτέθηκαν χωρίς να αξιώσουν διεκδι¬κήσεις, χωρίς να ζητήσουν διαβουλεύσεις, μας επιτέθηκαν σαν λωποδύ¬τες. Μετά από επίθεση στο Κίεβο, στη Σεβαστούπολη, στο Ζιτομίρ και σ' άλλα σημεία, εμφανίστηκε ο Σούλενμπουργκ με τη δήλωση ότι τ; Γερμανία, θεωρώντας ότι απειλείται από τη συγκέντρωση σοβ[ιετικών] στρατευμάτων στα ανατολικά σύνορα, έλαβε αντίμετρα. Οι Φιλανδοί και οι Γουμάνοι είναι με τους Γερμανούς. Η Βουλγαρία δέχθηκε να αντι¬προσωπεύει τα συμφέροντα της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ».
    Μόνο οι κομουνιστές μπορούν να νικήσουν τους φασίστες… Κατα¬πληκτική ηρεμία, σταθερότητα, αυτοπεποίθηση του Στάλιν και όλων των υπολοίπων. Συντάσσεται ανακοινωθέν της κυβέρνησης, το οποίο ο Μολότοφ πρέπει να διαβάσει στο ραδιόφωνο. Δίνονται εντολές στο στρατό και στο ναυτικό. Μέτρα για την [κήρυξη] επιστράτευσης και κατάστασης πολέμου. Έχει προετοιμαστεί υπόγειος χώρος για τη δου¬λειά της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομουνιστικού Κόμ¬ματος (μπολσεβίκοι) και του Επιτελείου. Οι διπλωματικοί] εκπρόσω¬ποι, λέει ο Στ[άλιν], πρέπει να οδηγηθούν έξω από τη Μόσχα και να σταλούν αλλού, για παράδειγμα στο Καζάν. Εδώ μπορεί να κατασκο¬πεύουν.
    Συνεννοηθήκαμε για τη δική μας δραστηριότητα. Προς το παρόν η Κομουνιστική Διεθνής δεν πρέπει να βγαίνει ανοιχτά. Τα κόμματα κατά τόπους θα πρέπει να αναπτύξουν κίνημα υπέρ της προστασίας της ΕΣΣΔ. Να μην τίθεται θέμα σοσιαλιστικής] επανάστασης. Ο σοβ[ιετι-κός] λαός διεξάγει πατριωτικό πόλεμο εναντίον της φασιστικής Γερμα¬νίας. Πρόκειται για προσπάθεια συντριβής του φασισμού, που υποδού¬λωσε σειρά λαών και προσπαθεί να υποδουλώσει και άλλους…
    Στην Κομουνιστική Διεθνή συγκαλέσαμε τους γραμματείς και τα στελ[έχη] των κομμάτων. Εξήγησα τις θέσεις και τα καθήκοντα μας την παρούσα στιγμή.
    Στείλαμε οδηγίες προς τα κομουνιστικά κόμματα της Αμερικής, της Αγγλίας, της Σουηδίας, του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Κίνας. Πήραμε σειρά μέτρων οργανωτικού χαρακτήρα.
    Κηρύξαμε επιστράτευση όλων των δυνάμεων μας.

    24 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941
    Συνεδρίαση της Γραμματείας [της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κο¬μουνιστικής Διεθνούς). Ενημέρωση για την κατάσταση. Εξετάσαμε το ανακοινωθέν του Αγγλ[ικού] Κομουνιστικού Κόμματος (μη σωστή αντι¬μετώπιση του Τσόρτσιλ, ο οποίος τάσσεται υπέρ της συνέχισης του πο¬λέμου εναντίον της Γερμανίας και προς όφελος της ΕΣΣΔ). Επίσης ανα¬κοινωθέν του Σουηδικού Κομουνιστικού Κόμματος, το οποίο ζητά η Σουηδία να διατηρήσει ουδετερότητα προς όλες τις εμπόλεμες χώρες, δηλαδή και προς την ΕΣΣΔ. Παρουσιάζουν τον πόλεμο της φασ[ιστικής] Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ ως πόλεμο μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, κάτι που ρίχνει νερό στο μύλο των Γερμ[ανών] φασιστών.

    25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941
    Απέστειλα επιστολή στους Στάλ[ιν] και Μολότ[οφ], ενημερώνοντας τους για τις οδηγίες που στείλαμε στα αδελφά κομουνιστικά κόμματα και κυρίως για το κρυπτογράφημα προς το Αγγλικό Κομουνιστικό Κόμ¬μα, με αφορμή το λανθασμένο ανακοινωθέν του.
    Στείλαμε οδηγίες στο Γαλλ[ικό] Κομουνιστικό Κόμμα για τη συνερ¬γασία με τους οπαδούς του Ντε Γκολ.

    4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1941
    Στείλαμε στη Γιουγκοσλαβία οδηγίες κατά της δειλής και προδοτικής στάσης της Κροατ[ικής] Κεντρικής Επιτροπής. Την παρούσα στιγμή χρειάζεται το ενιαίο μέτωπο των λαών της Γιουγκοσλ[αβίας] κατά των φασιστ[ών] κατακτητών να συνδυαστεί με ενέργειες των ανταρτ[ών], που να αποδιοργανώνουν τα νώτα του εχθρού.
    Ανακοίνωση από τη Σόφια: Με υπόδειξη των Γερμανών στη χώρα έ¬χουν αρχίσει μαζικές συλλήψεις. Έχουν συλληφθεί [και έχουν σταλεί] σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως 4.000 κομουνιστές. Οι συλλήψεις συνεχίζο¬νται, ο συνολικός αριθμός τους θα φτάσει τις 10.000.

    5 ΙΟΥΛΙΟΥ 1941
    Συζήτηση του Κολάροφ με το δόκτορα Αλ. Γκιργκίνοφ: Η συντριπτική πλειοψηφία του βουλγαρικού λαού είναι με το μέρος της Σοβ[ιετικής] Ένωσης, η διάθεση είναι αντιγερμανική. Ο βασιλιάς Μπορίς προστάζει απολυταρχικά με εντολή των Γερμανών. Η κυβέρνηση είναι άβουλο ερ¬γαλείο στα χέρια του. Ο Μπορίς θα προσπαθήσει να παρασύρει τη Βουλγαρία στον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ.

    21 ΜΑΙΟΥ 1943

    του κέντρου της Κομουνιστικής Διεθνούς σε άλλο σημείο, για παράδειγ¬μα στο Λονδίνο! (Γέλια).
    Ο Στάλ[ιν] εξηγεί πως η πείρα έδειξε ότι και επί Μαρξ και επί Λέ¬νιν και τώρα δεν είναι δυνατόν να διοικείται το εργατικό κίνημα σε όλες τις χώρες του κόσμου από ένα διεθνές κέντρο. Ειδικά τώρα, σε συνθήκες πολέμου, όταν τα κομουνιστικά κόμματα στη Γερμανία, την Ιταλία και σε άλλες χώρες έχουν ως καθήκον να ρίξουν τις κυβερνήσεις τους και να ακολουθήσουν την τακτική της ήττας, ενώ τα κομουνιστικά κόμματα της ΕΣΣΔ, της Αγγλίας, της Αμερικής κ.α., αντιθέτως έχουν ως καθή¬κον να παρέχουν πλήρη υποστήριξη στις κυβερνήσεις τους για τη συντο¬μότερη συντριβή του εχθρού.
    Υπερτιμήσαμε τις δυνάμεις μας όταν δημιουργήσαμε την Κομουνι¬στική Διεθνή, νομίζοντας ότι θα μπορούμε να διοικούμε το κίνημα σε ό¬λες τις χώρες. Αυτό ήταν λάθος μας. Η περαιτέρω διατήρηση της Κο¬μουνιστικής Διεθνούς θα αποτελούσε δυσφήμηση της ιδέας της Διε¬θνούς, κάτι το οποίο φυσικά δεν επιθυμούμε.
    Υπάρχει και άλλος λόγος για τη διάλυση της Κομουνιστικής Διε¬θνούς, ο οποίος δεν αναφέρεται στην απόφαση. Αυτός είναι η συκοφά-ντηση των κομουνιστικών κομμάτων ότι είναι πράκτορες ξένου κράτους, κάτι που εμποδίζει τη δουλειά τους ανάμεσα στις ευρύτερες μάζες. Με τη διάλυση της Κομουνιστικής Διεθνούς, αφαιρείται αυτό το ατού από τα χέρια των εχθρών. Το βήμα που επιχειρείται αναμφίβολα θα εδραιώ¬σει τα κομουνιστικά κόμματα ως εθν[ικά] εργατικά κόμμ.ατα και ταυτό¬χρονα θα εδραιώσει το διεθνισμό των λαϊκών μαζών, η βάση του οποίου είναι η Σοβιετική Ένωση.
    Η απόφαση έγινε δεκτή ομόφωνα.
    Ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με μερικά ζητήματα που αφορούσαν στη διάλυση της Κομουνιστικής Διεθνούς.
    Το βράδυ συγκέντρωσα τους επικεφαλής των τμημάτων και του: ε¬ξήγησα ότι η διάλυση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε οργανωμένη βάση, ενώ προς το παρόν θα εξηγούν στους συνεργάτες τους ότι θα συ¬νεχίσουν τη δουλειά τους περιμένοντας περαιτέρω οδηγίες.

    14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944
    Συνεδρίαση του Γραφείου Εξωτ[ερικού] [της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγαρικού Εργατικού Κόμματος]. Σ' εμένα, (στο διαμέρισμα στην πόλη), οι Κολάροφ, Τσερβένκοφ, Μπέλοφ.
    1. Συζητήσαμε την τοποθέτηση με θέμα την εθνική ενοποίηση του
    βουλγαρικού λαού σε σχέση με τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Δοβρου-
    2. Εξετάσαμε σχέδιο διακήρυξης της Πανσλαβικής Επιτροπής. Το ε¬
    γκρίναμε καταρχήν. Το σχέδιο όμως χρειάζεται σειρά αλλαγών και βελ¬
    τιώσεων.

    1944
    7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944
    Με τον Μανουίλ[σκι] οργανώσαμε τα απαραίτητα σχετικά με την απο¬στολή των φορτίων στη Γιουγκοσλαβία. Κανόνισα να αποσταλούν μαζί με τα εφόδια και οι: 1. Μπιάνκο, Μοραμπίνι, Μοντίνι (κοπ[έλα]), 2. Γκιουμιούσεφ, Μάρκοφ, 3. Ζωγράφος,(ΣΗΜ : Είναι ο ασυρματιστης Βαβουδης), Ράικος, 4. Μίλιτς.

    9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944

    Ο Μολότοφ επικοινώνησε μαζί μου για να συντάξει την απάντηση προς τον Μουσάνοφ σχετικά με την πρόταση του για την αποσύνδεση της Βουλγαρίας από τη Γερμανία.
    Το κείμενο της απάντησης είναι περίπου το εξής:
    «Εάν η Βουλγαρία θέλει να αποκοπεί από τη Γερμανία και ως πρώ¬
    το βήμα ανακαλέσει τα στρατεύματα της από τη Σερβία, η Σοβ[ιετική]
    Ενωση είναι έτοιμη να αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή προς την
    Αγγλία και την Αμερική για την έξοδο της Βουλγαρίας από τον πόλεμο.
    Βεβαίως η Βουλγαρία είναι υποχρεωμένη να ενημερώσει τη σοβ[ιετική]
    κυβέρνηση για τα σχέδια της».

    11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944
    Δέχθηκα αυτούς που θα πετάξουν για τη Γιουγκοσλ[αβία]:
    1. Μπιάνκο, Μοραμπίνι, (η) Μοντίνι (ασυρματιστής) για την Ιταλία.
    2. Ζωγράφος-Βαβουδης (ο Ράικος είναι άρρωστος) για την Ελλάδα.
    3. Μίλιτς για τη Γιουγκοσλαβία.
    Τους έδωσα τις τελευταίες οδηγίες για τη δουλειά τους.

    16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944
    »3. Εγώ προσωπικά συμφωνώ απολύτως με το σύντροφο Βάλτερ ότι στην παρούσα κατάσταση είναι εντελώς απαράδεκτο για τους κομουνι¬στές να φιλονικούν μεταξύ τους για τα μελλοντικά σύνορα και τα εδαφι¬κά ζητήματα των χωρών τους και ότι οι κομουνιστές είναι υποχρεωμέ¬νοι να ακολουθούν ενιαία γραμμή, που τους εξασφαλίζει τον κοινό αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών.
    »4. Τι ακριβώς θα γίνει με τη Μακεδονία μετά τον πόλεμο είναι μάλ¬λον αδύνατον να προσδιοριστεί. Συγκεκριμένα ούτε και εγώ αναλαμβά¬νω τώρα να το κάνω αυτό. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από μια σειρά παραγόντων που σήμερα είναι ακόμη άγνωστοι. Ο πιο επιθυμητός προσα¬νατολισμός, κατά την άποψη μου, για τα Βαλκάνια και τη Σοβιετική Ένωση, θα ήταν η δημιουργία Ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων, που θα αποτελείται από Βούλγαρους, Σέρβους, Κροάτες, Σλοβένους. Μαύροβούνιους και Μακεδόνες, με βάση την αρχή της ισοτιμίας. Σε αυτή την ομοσπονδία η Μακεδονία θα μπορούσε να βρει την εθνική της ανεξαρτηισία και κρατική υπόσταση και θα έπαυε να αποτελεί το μήλο της έριδος μεταξύ των βαλκανικών λαών.
    »'0μως το να μιλάει κανείς γι" αυτό δημόσια, να προπαγανδίζει από τώρα ένα παρόμοιο σύνθημα, κατά την άποψη μου είναι άκαιρο αλλά ί¬σως και επιζήμιο».

    24 ΙΟΥΝΙΟΥ 1945 (ΚΥΡΙΑΚΗ) Ιστορική παρέλαση της νίκης!
    Αδιάκοπη βροχή- Η προετοιμασμένη διαδήλωση αναβλήθηκε γι αυ¬τό το λόγο.
    Το βράδυ δέχθηκα στην έπαυλη τον Βούλγαρο υπουργό Άμ[υνας] στρατ[ηγό] Νταμιάν Βέλτσεφ, τον αντιστράτηγο Μαρίνοφ,(ΣΗΜ: Είναι ο γνωστος στρατηγος σφαγεας του Ελληνικου λαου!!!) τους Στόι-τσεφ, Τόσεφ, Κίνοφ και τους υπασπιστές τους. Είχα μακρά συζήτηση με τους στρατηγούς για θέματα αναδιοργάνωσης, επανεξοπλισμού και εκπαίδευσης του βουλγ[αρικού] στρατού.
    Έφτασε επίσης και ο στρατηγός Μπιριούζοφ (της Επιτροπής Ελέγ¬χου στη Βουλγαρία). Συμμετείχαν και οι Κολάροφ, Τσάνκοφ και Ρα-ντένκο Βίντινσκι. Μείναμε μαζί σχεδόν ως το πρωί σε καλή, φιλική ατ¬μόσφαιρα…

    8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1945
    Με τον Κολάροφ συζήτησα λεπτομερώς για τα βουλγ[αρικά] θέματα.
    Διευκρίνισα τι πρέπει να κάνει αυτός στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και την Εθν[ική] Επιτροπή του Πατριωτικού Μετώπου.
    Αύριο αναχωρεί αεροπορικώς για τη Σόφια. Στέλνω επίσης και τον ταχυδρόμο με επιστολές για την Κεντρική Επιτροπή. Με αυτόν πετάει και ο Μπασκάκοφ, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να μεταφέρει στον Κο-στόφ, προκειμένου να παραδώσει στον Ζαχαριάδη, 75.000 αμ[ερικανικά] δολάρια ως βοήθεια για το κομουνιστικό κόμμα.

    10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1945
    Δέχθηκα τον Αλβ[ανό] σύντροφο Σπύρου Νάκου. Είχα μακρά συζήτηση
    με αυτόν για τα αλβανικά θέματα.

    23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1947
    Έλαβα από τον Σπυριδόνοφ το εξής κρυπτογράφημα:
    «Σήμερα τα μεσάνυχτα (22-23 Σεπτ[εμβρίου]) θα εκτελεστεί η κα¬ταδίκη του Πετκόφ. Από αύριο συνελεύσεις σε εργοστάσια και σε χω¬ριά σε όλη τη χώρα θα υιοθετήσουν ψηφίσματα επιδοκιμασίας. Θα δη¬μοσιεύσουμε την επιχειρηματολογία του περιφερειακού δικαστηρίου, την οποία θα μεταφράσουμε στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, και θα τη στείλουμε στις πρεσβείες μας στο εξωτερικό μαζί με το αποκαλυ-τι-κό έγγραφο για το οποίο έγραψες. Οι πρεσβείες θα πρέπει να οργανώ¬σουν συνεντεύξεις Τύπου ακολουθώντας τις οδηγίες σου. Εκτυπώνουμε στη βουλγαρική και στη γαλλική γλώσσα το σημαντικότερο μέρος των στενογραφημένων πρακτικών της δίκης».

    ΣΗΜ:Την παραπανω καταγραφη την βαζω καθοτι ασχετη με την Ελλαδα για να δειτε τις κατσκευασμενες δικες των κομμουνιστων κατά των συντροφων τους καθως και τα κατ υποδειξιν ψηφισματα)

    27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1947
    «Προς τον Τσάνκοφ. Τα πιο αναγκαία για τους δικούς μας Νότιους φί¬λους [τους Έλληνες αντάρτες] γίνονται από εδώ. Ο Γκρόζεφ να τους δώσει αυτό που επιτρέπουν οι δυνατότητες μας».

  9. «Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της παλαiϊκή, δεν έχει τίποτε το αξιοπρόσεκτο· τίποτε άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.

    Εκεί στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθειά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.

    Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι’ αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής τα Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμβακερό νυχτικό του ένα βέστονι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας…

    Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Μπήκαν σε ένα σαλονάκι με πολύ απλή διακόσμηση, στο πρώτο πάτωμα. Κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωσε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον είχε επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση. Έδωσε το τελεσίγραφο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες ιταλικές αιτιάσεις. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά της σημεία για να διασφαλίσουν την ουδετερότητα. Αν συναντήσουν αντίσταση, αυτή «θα καμφθεί δια των όπλων».

    Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια τoυ, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα είπε:

    “Alors, c’ est la guerre…”»

    (Άγγελος Τερζάκης, Η Ελληνική Εποποιϊα 1940-41)

  10. Η αθέατη όψη του ελληνοϊταλικού πολέμου και η Πέμπτη Φάλαγγα

    5.000.000 λιρέτες σε 50 «Έλληνες φίλους» και άλλα …Εφιαλτικά
    0.

    ΑΡΤΕΜΗΣ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΚΟΣ • 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014,

    Η Ιστορία είναι χρήσιμη όταν η ανάγνωση γίνεται από την δική μας, την εθνική, σκοπιά και διπλά χρήσιμη όταν γίνεται από την σκοπιά του εχθρού, της «άλλης πλευράς του λόφου».

    «14 Ιανουαρίου 1941: Κλεισμένοι σε ένα βρώμικο δωμάτιο, ένα μακάβριο και τρομακτικό θέαμα, εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια μας. Το δωματιάκι είναι γεμάτο από τραυματισμένους ή άρρωστους αιχμαλώτους. Ξαπλωμένα ανάσκελα στο γυμνό πάτωμα, εγκαταλειμμένα και μόνα τους, εκείνα τα ακρωτηριασμένα σώματα κακοποιημένα από τα τραύματα της γάγγραινας κείτονται ανάμεσα στα σκουπίδια, χωρίς καμία βοήθεια, μην μπορώντας να κινηθούν».

    Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Giovanni Roba, ανθυπολοχαγού του 2ου Τάγματοςτου 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena».

    Το μικρό εδάφιο προέρχεται από το εξόχως διαφωτιστικό βιβλίο του Ιταλού Ιστορικού Giorgio Rizzo με τίτλο «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940 – 41» και καταδεικνύει τη φρίκη του πολέμου. Ο Giorgio Rizzo, ένας ακούραστος και παθιασμένος ερευνητής, φέρνει στην επιφάνεια πολλές άγνωστες πτυχές του πολέμου 1940 – 41 και ντοκουμέντα που προέρχονται τόσο από ελληνικά όσο και από ιταλικά αρχεία.

    Ανασύρει από την αχλή του χρόνου ημερολόγια φασιστών αξιωματούχων και Ιταλών στρατιωτών, μελετά εξονυχιστικά μέρα προς μέρα τα γεγονότα και την κατασκευή των αιτίων που οδήγησαν στην εισβολή, ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις της φασιστικής κυβέρνησης για μία εύκολη νίκη συνθέτοντας ένα λεπτομερές χρονολόγιο από την αρχή του πολέμου ως την κατάληψη της Κρήτης. Εστιάζει στους ψυχολογικούς και ηθικούς παράγοντες που επέδρασαν στον πόλεμο αυτό, τα αισθήματα των Ελλήνων και των Ιταλών στρατιωτών.

    Όταν ο Malaparte ήρθε στην Αθήνα…

    Κάπου στις 20 Μαρτίου 1940 ο Galeazzo Ciano (υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Ντούτσε) συνάντησε στη Νεάπολη το διάσημο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Curzio Malaparte*, έναν από τους «πνευματικούς πράκτορες» που εκείνος είχε στρατολογήσει για την προσωπική του κατασκοπία. Του ανέθεσε την αποστολή να πάει στην Αθήνα για να δει μερικούς αξιωματούχους του Γενικού Επιτελείου και της ελληνικής κυβέρνησης και να κάνει αναφορά. Μάλιστα του προκατέβαλε και τις δαπάνες του ταξιδιού.

    Σε μια περίοδο που ο ιταλικός φασισμός θεωρούσε αφορμή για να εκδηλώσει επίθεση κατά της Ελλάδας τη μη τήρηση ουδετερότητας, καταγράφεται η εξής προδοσία, στις 29 Ιουνίου 1940: Ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, «κάρφωσε» στον Ιταλό πρέσβη Grazzi ότι 3 αγγλικά αντιτορπιλικά στάθμευαν στον όρμο της Μονεμβασιάς. Μια πραγματική προδοσία υπέρ της Ιταλίας που κατηγορούσε την Ελλάδα ότι φιλοξενούσε αγγλικά πλοία.

    Στις 2 – 12 Ιουλίου 1940,πάντα σύμφωνα με την έρευνα του Giorgio Rizzo: Το φιλοϊταλικό τμήμα του ελληνικού στρατού και της πολιτικής ηγεσίας, με αρχηγό τον υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου, στρατηγό Πλατή, προσπάθησε να οδηγήσει την Ελλάδα στο πλευρό του Άξονα. Ο Μεταξάς το σκέφτηκε, συζήτησε το θέμα στο υπουργικό συμβούλιο και έθεσε σε περιορισμό ή κατέστησε «αβλαβείς» τους στρατιωτικούς που το στήριζαν.

    Ανησυχούσε μην τυχόν και νικήσει!

    Ο Luigi Mondini θυμάται: «Τον ίδιο μήνα του Ιουλίου, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Πλατής, πρώτος Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, είχε διατυπώσει σοβαρές κριτικές σχετικά με την προετοιμασία του ιταλικού στρατού και την πολιτική κατεύθυνση στην Ελλάδα, που, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να είναι στο πλευρό του Άξονα. Είχε συλληφθεί αμέσως, είχε δημιουργηθεί μια αναταραχή μεταξύ των αξιωματικών, αλλά τα νερά γρήγορα ηρέμησαν». Παράξενο όντως γεγονός ένας Έλληνας επιτελικός αξιωματικός να αγωνιά για την καταλληλότητα της προετοιμασίας εισβολής του ιταλικού στρατού στην χώρα του!

    Το σχέδιο εισβολής του ιταλικού στρατού στόχευε στην κατοχή της Θεσπρωτίας (Τσαμουριάς, κατά τα ιταλικά έγγραφα) μέχρι το Μεσολόγγι και τα Ιόνια νησιά. Ας δούμε την αντίδραση του ελληνικού αστικού κόσμου. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1940 ο πράκτορας Nebil Dino μεταφέρει 5.000.000 ιταλικές λίρες σε 50 επιταγές για τους «Έλληνες φίλους», αλλά αυτοί θέλουν μετρητά σε δραχμές, ιταλικές λιρέτες, στερλίνες, ενώ σε 10 μέρες ζητά άλλα 5.000.000 καθώς οικονομικοί και πολιτικοί και άλλοι κύκλοι, δήλωσαν την υποστήριξη τους στην Ιταλία, αποδεχόμενοι τα χρήματα.

    Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940: Ο Άγγλος πρεσβευτής Palairet ενημερώνει το Λονδίνο ότι «ο υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Αποστολίδης, ο υφυπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Μαυρουδής και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Παπάγος ήταν έτοιμοι, εάν κρινόταν απαραίτητο, να παραχωρήσουν την Ήπειρο στους Ιταλούς».

    Το βιβλίο καταγράφει πλήθος επεισοδίων που πρέπει να γίνουν κτήμα του αναγνωστικού κοινού ώστε να ξεπεράσει τους «εθνικούς μύθους» που συστηματικά οικοδόμησε το αστικό κατεστημένο οικονομικό – πολιτικό – στρατιωτικό, για να ωραιοποιήσει, με το αίμα του λαού, το προδοτικό του ρόλο και να συγκαλύψει τα ιδιοτελή συμφέροντα του, που το έφερναν να διαπραγματεύεται, ακόμη και υπό τις βροντές των κανονιών, με τον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό ναζισμό.

    Το τμήμα του ελληνικού στρατιωτικού κατεστημένου που τα επόμενα χρόνια θα επανδρώσει τις κυβερνήσεις της αισχρής Συνεργασίας με τους Κατακτητές, αλλά και θα μεταστραφεί προς τους Άγγλους, ιδιαίτερα όταν αυτοί αποφασίζουν να εκκαθαρίσουν από κάθε δημοκρατικό στοιχείο τις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής το 1943, κρατά την εξής στάση στις 28 Οκτωβρίου 1940:

    «Σχεδόν όλες οι οδηγίες και τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου χαρακτηρίζονταν από ένα πνεύμα τόσο επιφυλακτικό προς τον Ιταλό εχθρό, που είχε γίνει αποδεκτή η εγκατάλειψη του κύριου κορμού της Ηπείρου και η οπισθοχώρηση σε μια πιο ασφαλή γραμμή, πιο νότια και ανατολικά, όλα αυτά, σαφή σημάδια του φόβου απέναντι σε ένα δυνατό εχθρό». Απόψεις που συμμερίζονταν πλήρως ο δικτάτορας Μεταξάς, αλλά που αμφισβήτησε ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος**, που διοικούσε την 8η Μεραρχία στην Ήπειρο, ο οποίος αντιτάχθηκε σε αυτό το ηττοπαθές σχέδιο και κατόρθωσε να το ακυρώσει».

    Οι Εκδόσεις Historical Quest μετέφρασαν το βιβλίο του Giorgio Rizzo, «Grecia – La Guerra Subdola» το οποίο έχει ήδη εκδοθεί στην Ιταλία από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών ΙSTLIB του Πορντενόνε. Ο τίτλος που επιλέχθηκε για την ελληνική έκδοση, «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940-41», ίσως αναδεικνύει μία άλλη πλευρά αυτού του πολυσήμαντου γεγονότος· την πικρία και την αμηχανία που προκάλεσε ο πόλεμος αυτός σε Έλληνες και Ιταλούς, δύο λαούς, με μακροχρόνιους δεσμούς και πολιτισμική συγγένεια.

    Ιταλοί στρατιώτες περιμένουν το συσσίτιο τους σε ένα ελληνικό στρατόπεδο τον Ιανουάριο του 1941
    Ιταλοί στρατιώτες περιμένουν το συσσίτιο τους σε ένα ελληνικό στρατόπεδο τον Ιανουάριο του 1941

    Μέσα από τις σελίδες αναδύονται στιγμές ανθρωπιάς καταγεγραμμένες στα ημερολόγια των πολεμιστών, που δίνουν ένα διαχρονικό μήνυμα ελπίδας όπως αποκαλύπτει το παρακάτω απόσπασμα ημερολογίου του Giovanni Roba, ανθυπολοχαγού του 2ου Τάγματος του 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena»:

    «12 Ιανουαρίου 1941: Μια νότα συγκίνησης εν μέσω τόσου πόνου. Ένας Έλληνας αξιωματικός, σχεδόν στα κρυφά, μου χαρίζει ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, μερικές ελιές και λίγο τυρί. Είναι το συσσίτιο του για όλη την ημέρα».

    ………………………………………………..

    (*) Πολυσχιδής αλλ’ αντιφατική προσωπικότητα. Φασίστας από το 1922, απομακρύνεται από το κόμμα το 1930. Απεσταλμένος ιταλικών εφημερίδων στο μέτωπο της Ουκρανίας, αναγνώρισε τη δυναμική του σοβιετικού καθεστώτος και του Κόκκινου Στρατού. Ο Γκέμπελς διέταξε την ανάκληση του. Προϊόν της εμπειρίας του, το αριστουργηματικό βιβλίο του, «Οι πηγές του Βόλγα». Μετά τον πόλεμο μεταστρέφεται πλήρως και προσχωρεί στο Ιταλικό Κ.Κ. Ένα χρόνο πριν τον θάνατο του, το 1957, επιστρέφει στον Καθολικισμό.

    (**) Ο στρατηγός που συνέβαλε όσο ελάχιστοι στη συγκράτηση του αλβανικού μετώπου στον Καλαμά. Δυστυχώς έγινε υπουργός Εργασίας της δοσίλογης κυβέρνησης Τσολάκογλου για 5 μήνες και καταδικάστηκε από δικαστήριο δοσιλόγων σε φυλάκιση 5,5 ετών.

    http://www.imerodromos.gr/pempti-fallaga/

  11. Αντιστράτηγος Μεταξάς. Ανυπότακτος εν καιρώ πολέμου
    Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» της 25 Αυγούστου 1922 και αναδημοσιεύτηκε στις 27 Νοεμβρίου 1934 στην εφημερίδα «Πατρίς» της Αθήνας. Γράφει ο Γεώργιος Βλάχος:

    19046-004-4227691A[1]

    Ένας κύριος εισέρχεται εις την Σχολήν των Ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται, όπως όλοι οι μαθηταί, δι’ εξόδων σχεδόν του Κράτους. Γίνεται ανθυπολοχαγός, φορεί γαλόνια, του κάμουν σχήματα οι στρατιώται, παραμερίζουν οι πολίται όταν περνά, είναι αξιωματικός, παίρνει μισθόν. Προάγεται. Σήμερον λοχαγός, αύριον ταγματάρχης, μεθαύριον συνταγματάρχης, έπειτα αντιστράτηγος. Και τα έτη αυτά πληρώνεται, είναι σεβαστός, είναι σπουδαίος.

    Το Κράτος εις το οποίον εστοίχισε τόσα, γυρίζει τον βλέπει, τον καμαρώνει:
    – Ιδού ένας κύριος, τον οποίον ανέθρεψα, εμεγάλωσα, ετίμησα, επλήρωσα, διά να τον έχω την στιγμήν της ανάγκης. Οιασδήποτε ανάγκης· αυτής την οποίαν κρίνω εγώ και υπέρ ης θα θυσιασθή ασυζητητί αυτός. Διότι θυσιάζονται άλλοι: χωρικοί, εργάται, άνθρωποι του γραφείου, πολίται και πολίται μηδεμίαν πραγματικήν έχοντες προς εμέ υποχρέωσιν, όταν εγώ το ζητήσω. Αυτά σκέπτεται το Κράτος.

    Και η στιγμή έρχεται: Μία εκστρατεία και το Κράτος καλεί δεξιά και αριστερά τους Έλληνας· παιδιά δεκαοκτώ ετών, αφήνουν τα θρανία, άνθρωποι οικογενειάρχαι κλείνουν το σπίτι, το μαγαζί, ζώνονται τις παλάσκες, τον γυλιόν, τα φυσέκια, αποχαιρετούν άλλοι με ενθουσιασμόν, άλλοι με δάκρυα και στενοχώριαν, και τρέχουν εκεί που τους στέλλει το Κράτος. Πού πηγαίνουν; Δεν ερωτούν! Τι θα γίνει, δεν ξεύρουν. Εμπρός παιδιά! Και πηγαίνουν εμπρός. Σκοτωθήτε παιδιά! Και σκοτώνονται. Και όλοι είναι παιδιά; Όχι. Είναι και άνθρωποι προ πολλού καταθαλόντες θαρύν τον φόρον των θυσιών προς την πατρίδα, άνθρωποι κουρασθέντες από τα πολεμικά, άνθρωποι ξένοι και προς της νίκης τα αγαθά και προς της δόξης τα κέρδη. Εν τούτοις πηγαίνουν. Διότι έτσι είναι, διότι έτσι γίνεται. Διότι ο πολίτης δεν παζαρεύει με την Πατρίδα.

    Τότε έρχεται και η σειρά του κ. Αντιστράτηγου:
    – Περάστε, κ. Αντιστράτηγε. Σας χρειαζόμεθα. Αρχηγόν του στρατού. Αρχηγόν του Επιτελείου, αυτό ή εκείνο…, λέγει πνιγμένον από την ανάγκην το Κράτος.
    – Δεν πάω, λέγει ο κ. Αντιστράτηγος.
    – Διατί;
    – Διότι η εκστρατεία αυτή δεν μου αρέσει. Διότι θα αποβή ολεθρία, διότι τα πράγματα θα πάνε έτσι κι έτσι… Και ο κ. Αντιστράτηγος προμαντεύει την καταστροφήν. Και το Κράτος; Το Κράτος το οποίον εφήρμοσε τον νόμον περί ληστείας διά να συλλάθει τους ανυποτάκτους της υπαίθρου της χώρας, το οποίον εφάνη αμείλικτον όταν κανείς τσοπάνης, πατήρ τεσσάρων ή πέντε τέκνων, δεν προσήλθεν εν καιρώ, κουνεί το κεφάλι του, μετρά τα έξοδα και τους μισθούς που επλήρωσε, καμαρώνει τα γαλόνια και τους βαθμούς και τον αφήνει και φεύγει.

    Τότε εις την έξοδον τον συλλαμβάνει ένας δημοσιογράφος – ο δημοσιογράφος είναι εν ζωή και γράφει αυτήν την στιγμήν – και του λέγει:
    – Κύριε Αντιστράτηγε, κάτι εκρυφάκουσα από την πόρτα: Θεωρείτε την εκστρατείαν καταστρεπτικήν; Έτσι την νομίζω και εγώ. Έρχεσθε σεις με το κύρος σας και εγώ με την πένναν μου, να το ειπούμε εις τον κόσμον; Διότι είναι φοβερόν, να ξέρετε ότι θα επέλθη μία καταστροφή και ούτε να πηγαίνετε να την καταστήσετε ίσως μικροτέραν, ούτε να επιχειρήτε να την σταματήσετε, εκ φόβου ότι θα χάσετε αγαθά της προφητείας.

    Αλλ’ ο κ. Αντιστράτηγος θεωρεί τούτο καταστρεπτικόν. Και σιωπά και πηγαίνει εις το Φάληρον και κλειδώνεται και περιμένει. Τι περιμένει. Περιμένει ως κόραξ την καταστροφήν, τον θάνατον, από τον οποίον πρόκειται να τραφή η φιλοδοξία του. Κάτω εις τα πεδία των μαχών γίνονται λάθη. Ο Αντιστράτηγος τα γνωρίζει και σιωπά. Γίνονται επιχειρήσεις μέλλουσαι να φέρουν την προφητευθείσαν κατα­ στροφήν. Ο κ. Αντιστράτηγος τας γνωρίζει και σιωπά.

    Και όταν η καταστροφή επήλθε, όταν κλαίουν όλα γύρω του όταν ο οίκος της Ελλάδος επληρώθη από τραυματίας, νεκρούς, πρόσφυγας, δυστυχίαν, ο κ. Αντιστράτηγος φορεί το φράκο του και της κτυπά την θύραν.
    – Τι θέλετε;
    – Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός. Έχω τα χαρτιά μου εν τάξει: «Τα έχω ειπεί». Αλλ’ η Ελλάς έχει εργασίαν, μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε, θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί, εις την οδόν:
    – Φύγε, απ’ εδώ. Άνθρωπε μ ι κ ρ έ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φυγ’ απ’ εδώ, α ν υ π ό τ α κ τ ε σ τ ρ α τ ι ώ τ α των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμών της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτά θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα.

    Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας του Τάσου Βουρνά (τόμος 1909 – 1940) Εκδόσεις Τολίδη σελ 238

    Αντιστράτηγος Μεταξάς. Ανυπότακτος εν καιρώ πολέμου

  12. Αντίστοιχη με θετική άποψη του Χίτλερ για τον Ατατούρκ είχε και ο δικός μας δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς.

    Έγραψε: » «Η Ιταλία, η Γερμανία, η Πορτογαλία και η Τουρκία, απέκτησαν εθνική συνείδηση, οργανώθηκαν εσωτερικά, αναμορφώθηκαν κοινωνικά και ιστορικά. Η Ιταλία ίδρυσε μία Αυτοκρατορία. Η Γερμανία κατήργησε τις διατάξεις της συνθήκης των Βερσαλλιών και ανέκτησε την εθνική της αξιοπρέπεια και τη θέσι που της ανήκε στη χορεία των μεγάλων Εθνών. Η Πορτογαλία έγινε μία υπολογίσιμος δύναμις, ένα Έθνος που ευημερεί και που επιβάλλεται στην γενική εκτίμησι. Και στην Τουρκία, μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, συνετελέσθη μια ριζική μεταβολή που κατέπληξε τον κόσμον».
    Ένα τέτοιο κράτος είναι ενδεδειγμένο για τις ελληνικές περιστάσεις…»

    (από την ημιεπίσημη βιογραφία του «εθνικού κυβερνήτου» της 4ης Αυγούστου, γραμμένη από τον Δ. Καλλονά και τυπωμένη το 1938)

  13. Η αριθ. 095 ημίονος (διήγημα του Κίμωνα Λώλου)

    Posted by sarant στο 22 Οκτώβριος, 2017

    Μια και το άλλο σαββατοκύριακο έχουμε την 28η Οκτωβρίου, δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα που έχει θέμα τον πόλεμο της Αλβανίας, ένα διήγημα που το είχα ανεβάσει πριν από οχτώ χρόνια στον παλιό μου ιστότοπο, σε εκείνη τη σύντομη περίοδο που πρόσθετα ταυτόχρονα ύλη και στον ιστότοπο και στο ιστολόγιο (τελικά, όπως το’χα προβλέψει, ετούτο έφαγε εκείνο).

    Το διήγημα το έγραψε ο Κίμων Λώλος. Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Έδεσσα, πρέπει να πολέμησε στην Αλβανία, τελείωσε Νομική και το 1950 έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε και πέθανε το 1998. Έγραψε και στα αγγλικά και στα ελληνικά. Τον είχα ανακαλύψει μέσα από περιοδικά της δεκαετίας του 1940 και έχω βάλει κάμποσα διηγήματά του στον παλιό μου ιστότοπο. Κοκκινίζοντας, ομολογώ πως δεν έχω κρατήσει σημείωση από πού πήρα το συγκεκριμένο διήγημα -υπάρχει πιθανότητα να το είχε σε βιβλίο ο συνεργάτης που το πληκτρολόγησε, ο Γιάννης Π. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν θυμάμαι τώρα και δεν έχει και μεγάλη σημασία, μόνο που δεν μπορώ να ξανακάνω αντιπαραβολή μήπως έχει ξεφύγει κανένα λαθάκι στην πληκτρολόγηση.

    Στο τέλος τέλος του διηγήματος, υπάρχουν δυο λέξεις που μπορεί να σας δυσκολέψουν, μάλιστα στην ίδια φράση: το ζαρίφικο κεφάλι της με τα νοητικά αυτιά. Ζαρίφικος (τούρκικο δάνειο, αραβικής υποθέτω αρχής) είναι ο κομψός. Τα νοητικά αυτιά είναι αυτά που νογάνε, που καταλαβαίνουν. Να θυμίσω την παλιά λαϊκή λέξη «νοητάκι», που λέγεται για το έξυπνο εξημερωμένο ζώο (και ιδίως για το άλογο, και στα παραμύθια για το άλογο με υπερφυσικές δυνάμεις).

    Για να τελειώσω, εντύπωση κάνει η φράση «για νιοστή φορά», που εγώ τουλάχιστον την έχω συνδέσει με νεότερες εποχές. Κρίμα που δεν ξέρουμε πότε γράφτηκε το διήγημα (βρείτε κάτι κι εσείς!) να δούμε αν είναι η παλαιότερη λογοτεχνική ανεύρεση του όρου.

    Η ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 095 ΗΜΙΟΝΟΣ

    Οι Ιταλοί σπάσαν τα σύνορα στις πέντε το πρωί. Οι Έλληνες κινητοποίησαν όποιον και οτιδήποτε μπορούσε να πολεμήσει, να βαδίσει, να κουβαλήσει, να εφοδιάσει. Κι οι Ιταλοί σπρώχτηκαν πίσω στην Αλβανία. Κι ο πόλεμος κατακάθισε. Κι ήταν τρεις βδομάδες πριν από τις βροχές.

    Η «υπ’ αριθ. Ε.Σ. 095 ημίονος» στρατολογήθηκε καθώς βοσκούσε κοντά στο λιοτρίβι του Κορωπιού. Ο πεταλωτής του συντάγματος ετοίμασε τους σιδερένιους μαρκαδόρους. Ο υποψήφιος ημιονηγός κουβάριασε το καπίστρι της γύρω στο χέρι του. Ο δεκανέας σήκωσε και κουλούριασε το μπροστινό δεξί της πόδι. Μα όταν ο μαρκαδόρος — Ε.Σ.— απόθεσε το καυτερό του φίλημα στο αριστερό νύχι της κι ένα λιγνό κορδόνι καπνού ανέβηκε, εκείνη έδωσε γενναίο ταρακούνημα στους δυο που την κρατούσαν, τόσο, που ο δεκανέας αναγκάστηκε ν’ αμολήσει το ποδάρι της. Κι ο πεταλωτής πισωτραβήχτηκε.

    Ο μουλαράς έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει το καπίστρι. Μα κείνη κλωτσούσε του ψήλου, πηδούσε και σβουριζόταν σα μαινάδα. Κι ο μουλαράς ξαμόλησε το καπίστρι και φύσηξε να δροσίσει τη σκοινογδαρμένη παλάμη του καθώς την έβλεπε να ποδοβολεί πέρα, λεύτερη κι όμορφη στην αγριάδα της. Εκείνη σταμάτησε μόνο σαν έφτασε στο ασημοσταχτί δασάκι με τα λιόδενδρα.

    Ο ταγματάρχης, που ήταν υπεύθυνος για την επίταξη για λογαριασμό του συντάγματος, νεύριασε:

    – Να… το κεφάλι σου, είπε με κλειδωμένα δόντια.

    – Παρακαλώ, κύριε ταγματάρχα, μη με βρίζετε, διαμαρτυρήθηκε ο μουλαράς γιατροπορεύοντας την απαλάμη του.

    – Α άμε… σου. Άντε να την πιάσεις.

    – Κύριε ταγματάρχα, είπα μη…

    Χαστούκι του ’ρθε του μουλαρά και για μια στιγμή θάρρεψαν πως θ’ αντιπλήρωνε. Μα κράτησε την ψυχραιμία του και μοναχά έφτυσε καταγής, λοξά, με σημασία. Και τώρα το ’ξεραν πως δε θα πήγαινε να πιάσει το ζώο ακόμη κι αν ο ταγματάρχης τραβούσε πιστόλι. Αποτραβήχτηκε μ’ αξιοπρέπεια. Κι ο ταγματάρχης μετάνιωσε, κι είχε θυμό για το που έδειχνε μετάνοια.

    Ο αφέντης της μούλας κινήθηκε κατά το δασάκι.

    Τούτη η φορά ο πεταλωτής κι ο δεκανέας κι άλλος ένας φαντάρος διπλόδεσαν το ζώο. Κι ωστόσο εκείνη πάλι τους ζόρισε κι ο αγαναχτισμένος μουλαράς φχαριστήθηκε. Έλπιζε πως εκείνη θα ’δινε κλότσο στ’ αχαμνά του ταγματάρχη που επιστατούσε τη δουλειά από κοντά. Μα κείνη είχε κιόλας αρχίσει να τρέμει από το ζόρι και τη ματαιοπονία της. Σαν ο πεταλωτής άρχισε να πυρομαρκάρει τον αριθμό μητρώου στο νύχι της— ένα ένα ψηφίο— εκείνη άνοιξε τα πισινά της, και μικρές πιτσιλιές του νερού της τινάχτηκαν έξω με το ρυθμό των κλονικών σπασμών της.

    – Θα σου πω κάτι, κύριε ταγματάρχα, είπε ο αφέντης της. Δεν τήνε λέμε Γάτα για το τίποτα. Σου δίνω το λόγο μου, θα του κάνει ντράβαλα του στρατού με το κιλό. Δεν ακούει κανένα παρά μονάχα μένα. Μα και τότε πάλι πρέπει να προσέχω τα κέφια της.

    Όμως ο ταγματάρχης είχε βιάση και δε μπορούσε να κάθεται να κοσκινίζει κληρωτούς. Έδωσε στον άνθρωπο επίσημη απόδειξη κι ο άνθρωπος είπε, «Καλή νίκη, κύριε ταγματάρχα», παλάμισε χαϊδευτικά το λαιμό της Γάτας, αναρούφηξε σάμπως, έτριψε τη μύτη του, αποχώρησε.

    Πάσχισαν να ημερώσουν τη Γάτα πολλές φορές στην περίοδο της ετοιμασίας — όταν δοκίμαζαν τα σαμάρια για καλή εφαρμογή, ή προβάριζαν τη συσκευασία υλικού, ή φόρτωναν τα ζώα μόνο και μόνο για να δουλέψουν τα ολοκαίνουργια σάμπως κολλαρισμένα σκοινιά και να τα κάνουν λυγερά. Τελικά δέχτηκε το σαμάρι, μα όχι φορτίο, κι ο δεκανέας την είπε πείξα δείξα και φοβέρισε πώς θα της έδινε ένα αριστερό κροσέ, γιατί ήταν ερασιτέχνης πυγμάχος.

    Ύστερ’ απ’ αυτό την απαράτησαν — είχανε φούριες μ ένα σωρό δουλειές. Τη δέσανε σ’ ένα στύλο έξω από το στάβλο αφού ήταν αδιάκοπη φοβέρα όταν σταβλιζόταν με τ’ άλλα ζώα. Ο ήλιος του αθηναϊκού Νοέμβρη άναψε τη γυαλιστερή ρούσα τρίχα της κι ήταν όλη φλόγες. Και το μικρό μπόι της και η κοψιά της ήταν όχι μουλαρίσια, γιατί όλα τ’ αγκωνωτά επίπεδα και όγκοι ήταν μεταπλασμένα σε μιαν απαλή κι ωστόσο γεροδεμένη στρογγυλάδα. Και το μικρό συμμαζεμένο κεφάλι της με τα λοξά δύσπιστα μάτια και τα έξυπνα αυτιά, κι οι άμορφοι και άγρυπνοι γοφοί της που σφεντόνιζαν κλωτσιές σαν αστραπές, όλα μιλούσαν για τους ανυπόταχτους, τους πεισματάρηδες, και τους αυτοεξάρτητους που ζουν και πεθαίνουν ολομόναχοι.

    Ο μουλαράς της ούτε που δοκίμασε να ’ρθει σε λογαριασμό μαζί της. Δεν της το συχωρούσε που είχε φάει χαστούκι εξαιτίας της. Απλώς την καταδίκασε ως άμαχο υλικό, κι έφτυσε καταπάνω στα καλοφτιαγμένα πόδια της, μα δεν τα πέτυχε.

    – Ξέρω τι σου χρειάζεται, μουρμούρισε. Ένας αρσενικός πρώτα κι ένας τόνος ξύλο ύστερα.

    Όταν το σύνταγμα κινήθηκε, ο μουλαράς τράβηξε το καπίστρι της με καταφρόνια. Τώρα νοιαζόταν μόνο για την προσωπική του άνεση, το γυλιό του, το σακίδιο, το παγούρι. Αυτά εκείνη τα δέχτηκε, φτάνει να μην αγγίζανε το πετσί της.

    Σαν έφτασαν στο Σκαραμαγκά, και τα βίντσια των πλοίων βιράρησαν άλογα αξιωματικών και μουλάρια, εκείνη έκανε τέτοιο πόλεμο που έγινε θέαμα. Έτσι ή αλλιώς, κατάφεραν να περάσουν τη ζώστρα κάτω από τη λαχανιασμένη κοιλιά της και να θηλυκώσουν. Μα, αντίθετα μ’ όλα τ’ άλλα κτήνη, εκείνη δεν παράλυσε όταν τη σήκωσαν. Κλώτσησε τον αέρα, έκανε τα σκοινιά να πάνε πέρα δώθε, να στριφτούν, γλίστρησε έξω από τη ζώστρα, ολόιδια σα γάτα, και βούτηξε.

    Η φανταρία στα καταστρώματα έγειρε πάνω στις κουπαστές κι έστειλε ιαχή σάμπως σε παιχνίδι ποδόσφαιρου, οι μουλαράδες τρέξανε στο χείλι της προβλήτας, κι ο καθένας την είδε να κολυμπάει στο μάκρος της προβλήτας με το ζαρίφικο κεφάλι της πάνω από το νερό. Στα ρηχά, αναδύθηκε, στάζοντας νερά, λαμποκοπώντας στο δυσμικό ηλιοφώς — θαλασσογεννημένη ζωική Αφροδίτη. Και το βρεγμένο δέρμα της ανάδειχνε τις λαστιχάτες καμπύλες της αναγλυφικά.

    – Είν’ όμορφη, η βρόμα, είπε ο δεκανέας.

    Ο μουλαράς της έφτυσε.

    Στο ταξίδι κλώτσησε άσχημα και δάγκωσε και τους δυο γειτόνους της, δυο ειρηνικούς γίγαντες γεμάτους απαντοχή. Τελικά έκανε το πλήθος τόσο νευρικό κι ανήσυχο που αναγκάστηκαν να την αποτραβήξουν και να τη δέσουν πίσω από ένα χώρισμα του αμπαριού, μονάχη.

    Στο Βόλο ο στρατός άφησε τα πλοία. Τον βιάσανε να διαβεί η Θεσσαλία, τον σπρώξανε να περάσει γρήγορα τη Μακεδονία, με άνεμο, με βροχή. Σαν ήταν να περάσει τα σύνορα και να μπει στην Αλβανία, η λίστα των άρρωστων μουλαριών με πρησμένες σαμαροπληγιασμένες ράχες ήταν ολόκληρο κατεβατό. Στην τελευταία πορεία μέσα σ’ ελληνικό έδαφος, ο ταγματάρχης τρόχασε με τ’ άλογό του πίσω μπρος στο μάκρος της φάλαγγας για μια «εν κινήσει επιθεώρησιν της καταστάσεως των κτηνών φόρτου». Φώναξε οδηγίες που θα ’τανε πολύ λογικές σε καιρό ειρήνης. Και τότε είδε τη Γάτα, φρέσκια κι ατσαλάκωτη και αχρησιμοποίητη.

    – Ποια είναι η πριγκίπισσα; απαίτησε να μάθει. Μετά την αναγνώρισε και θυμήθηκε το χαστούκι και το που είχε νικηθεί από το βαρύθυμο μουλαρά της στα σημεία, στα σημεία αξιοπρέπειας. — Μπας και τη φυλάς για τη διαμετακόμιση της αφεντιάς σου, στρατιώτη;

    Ο δεκανέας μπήκε στη μέση κι εξήγησε. Ο ταγματάρχης ξέσπασε:

    – Δεκανέα, βάλε τον ημιονηγό να ημερώσει αυτό το γατί πρωί πρωί αύριο! Προτού περάσουμε τη μεθόριο!

    – Θα τη σκοτώσω! είπε ο μουλαράς στο δεκανέα σαν ο ταγματάρχης τρόχασε πέρα. Μου στοίχισε ένα σκαμπίλι, και τώρα ο ταγματάρχης υποψιάζεται πως την καβαλάω σαν κάνουμε νυχτερινή πορεία. Μακάρι να την καβαλούσα. Θα τη σκοτώσω, κυρ-δεκανέα, σου το λέω, άμα φτάσουμε στο μέτωπο.

    – Πώς, πώς. Χαρά του του στρατού να σου τήνε χρεώσει.

    – Αν μπορείς ν’ αποδείξεις, κυρ-δεκανέα, ότι δική μου σφαίρα τήνε σκότωσε κι όχι του εχτρού, είπε κι εκτέλεσε θεατρικά το λοξό του φτύσιμο.

    Το πρωί έβαλαν δυο χωριάτικους αραμπάδες κοντά κοντά τον ένα δίπλα στον άλλον και παγιδέψανε τη Γάτα ανάμεσα τους. Ο δεκανέας γράπωσε τη μουσούδα της. Και τότε η φτέρνα του χεριού του γνώρισε τη τρυφεράδα των ρουθουνιών της. Με τ’ άλλο χέρι του σφιχτόπιασε ένα απ’ τ’ αυτιά της. Ο μουλαράς τής κράτησε το καπίστρι τεζαρισμένο με μίσος. Ένας άλλος μουλαράς άρπαξε γοργά την ουρά της, την έφερε περίγυρα στα πισινά, την ακινήτησε. Δυο φορτωτές ήταν έτοιμοι με θεόρατα σακιά πατάτα στους ώμους. Τα βροντορίξανε στα πλευρά της, κι ένας τρίτος φορτωτής έριξε τρίτο σακί κατάκορφα, πανωσάμαρα, ενάντια στον κανονισμό. Ο σπασμός της ανταρσίας έδωσε ενέργεια στους γοφούς της, μα η κλωτσιά δεν συντελέστηκε, ήταν αργά πια, οι συνωμότες είχαν θηλιάσει και κομποδέσει τα σκοινιά με μαγική γρηγοράδα, και το βάρος του φορτίου τήνε τσάκιζε.

    Κατάφεραν να την κάνουν να κινηθεί καμιά πενηνταριά μέτρα, σπρώχνοντας, τραβώντας μ’ όλη τη δύναμη τους. Μα ύστερα κείνη κάρφωσε τα νύχια της στο μονοπάτι του χωριού που οδηγούσε στον αμαξιτό — τελεία και παύλα. Οι άντρες είχαν λαχανιάσει και τώρα βλαστημούσαν και ξεφυσήματα ατμού χτυπούσαν τον πρωινό αέρα.

    Οι διμοιρίες είχανε κιόλας φτάσει στον αμαξιτό, και τα μεταγωγικά τις είχαν πάρει καταπόδι, κι ο χρόνος που απόμενε ήταν λίγος. Η συνοδεία πάσχισε άλλη μια φορά να δώσει κίνηση στη Γάτα, μάταια. Μετακαλέσανε λοιπόν πίσω τρία μουλάρια από την ουρά της φάλαγγας. Καθώς οι άντρες ξεφορτώνανε τη Γάτα, ο δεκανέας έπαθε κρίση. Βλαστήμησε σαν Πειραιώτης νταβατζής και βάλθηκε να της γροθοκοπάει τη μουσούδα, της έδωσε κάνα δυο ξυστά κροσέ, η ζέστα του ανέβαινε, και σε δυο στιγμές τήνε μποξάριζε με τα όλα του, κι ο μουλαράς της να κρατάει το κεφάλι της χαμηλά με το καπίστρι για να ’ναι σίγουρος πως καμιά γροθιά δε θα πήγαινε χαμένη.

    Δε σου το ’πα πως είναι άχρηστη; έλεγε και ξανάλεγε ο μουλαράς. Δε σου το ’πα;

    Κι ύστερα είδαν αίμα, κι ήτανε δικό της, μα και του δεκανέα — τα ρουθούνια της και τα φαλάγγια του είχανε κοψίματα, και δεν ήξεραν ποιανού αίμα ήταν πάνω σε ποιον — μετάδοση, μεταλαβιά.

    Αργότερα πέρασαν τα σύνορα, βάδισαν, σε αλβανικό έδαφος, κι ο δεκανέας βαριοκάρδισε. Θυμόταν πως εκείνη είχε φαντάξει σαν αναδύθηκε από τα νερά του Σκαραμαγκά, αστραφτερή και λαστιχάτη κι αγέρωχη σα νιόκοπη, ανέγγιχτη γυναίκα. Μα ο θυμός του ξαναγύρισε σαν βάδισαν μέσα από τις πεδιάδες της Μπίγλιστας και της Κορυτσάς και η λίστα των άρρωστων μουλαριών έγινε μακρύτερη. Και βρίσκονταν τώρα στο τέλος του αμαξιτού. Κι η νέα βροχή ήτανε κιόλας δυο ημερών γριά και καλά κρατούσε, μουσκεύοντας άντρες, κτήνη, φορτώματα, και λασπιάζοντας τ’ ορεινό μονοπάτι προς τη Βαρβάρα.

    Ήταν ανέβασμα απότομο. Τις πιο πολλές φορές οι διμοιρίες κι οι μουλαράδες περπατούσαν πάνω στους φτενούς όχτους του βαθιοκομμένου μονοπατιού. Ξανά και ξανά, μεγάλες γούρνες από νερουλιασμένη λάσπη τους ανάγκαζαν να δένουν τα καπίστρια στα μπροστάρια των σαμαριών, να κεντρίζουν ή να βαράνε τα μουλάρια και να τα παρακινούν να περάσουν τις ύπουλες μεριές μοναχά τους. Οι ίδιοι τους προχωρούσαν προφυλαχτικά, πάτημα με πάτημα, σαν ακροβάτες, στα τσιγκούνικα χείλια των περασμάτων, πάνω από χαράδρες που χάσκανε. Κι ο μόνος σύνδεσμος με τα ζώα τους ήταν φωνητικός, χάι, αχά, ντέε!

    Υπήρχαν λασπόλιμνες που φτάνανε ίσαμε τις κοιλιές των μουλαριών. Τα κτήνη άνοιγαν το δρόμο τους με μάχη, κόβοντας τις θάλασσες της λάσπης αδιαμαρτύρητα. Μα πότε πότε παραπατούσαν στους βυθούς και κάνανε να βουλιάξουν και τα μεγάλα τους λυπημένα μάτια σκλάβων φρενιάζανε και τα ρουθούνια τους αναρριγούσαν. Κι όποτε ξέβγαιναν από τις ενδεχόμενες αυτές παγίδες, φορούσαν φρέσκα κίτρινα καφετιά ρούχα.

    Πεντακόσια μέτρα πριν από το γοργόρεμα ένα ψηλό μουλάρι σωριάστηκε. Κουβαλούσε τέσσερα κιβώτια, κάθε κιβώτιο 1500 βολιδωτά των 6,5. Ενώ το ξεφορτώνανε, η βροχή πύκνωσε και είπαν, «Βέβαια». Το νερό έτρεχε στην όψη τους καθώς ζύμωναν τη λάσπη με τις αρβύλες τους και βοηθούσαν το μουλάρι να σηκωθεί. Είχε ρίγη, κι ήθελαν να φτάσει όπως και να ’χει στη Βαρβάρα, έπρεπε να τ’ αφήσουν να βαδίσει χωρίς φόρτωμα.

    Αμίλητοι κι έτοιμοι για φόνο, ρίχτηκαν πάνω στη Γάτα. Παράξενα, εκείνη δεν αντιστάθηκε. Σάμπως η πικράδα από το βρόμικο χνώτο τους, το μίσος τους για τον καθένα και το κάθε τι που ξεφεύγει τον πόλεμο, να την εξουθένωσαν. Τη φόρτωσαν αστραπή, σαν αυτόματοι φορτωτές, ταπ ταπ, ταπ ταπ. Τα τέσσερα κιβώτια, βαριά μολύβι, ήταν πάρα πολλά για το μπόι της και το ’ξεραν. Ωστόσο εκείνη ακολούθησε τα μεταγωγικά, πρώτα δοκιμαστικά, ύστερα σταθερά. Ναι, τούτη τη φορά, ναι.

    – Καιρός ήταν! φώναξε ο δεκανέας στους άντρες, θέλοντας να φανεί πολύ ευχαριστημένος.

    Είδε το ζόρι που έβαζαν οι χηλές της καθώς ποδοπατούσαν τη γλιστερή γη, είδε το υπερβολικό τσίτωμα στους τένοντες. Αν, σκέφτηκε, βάλει όλα τα δυνατά της τώρα, θα της μείνουν εφεδρείες για το μεγάλο ανέβασμα. Μπορούσε κι έβλεπε τη βροχερή κατάορθη φοβέρα της αντικρινής πλαγιάς, αντίπερα πάνω από το χείμαρρο.

    Πέρασαν, και το πρωτόγονο ξύλινο γιοφύρι σείστηκε. Δυο κορδέλες του μονοπατιού ψηλότερα, συναπαντήθηκαν μ’ ένα ψόφιο μουλάρι κολλημένο στο γερτό όχτο του μονοπατιού σαν απολίθωμα σε πηλό, σα μακάβρια χαλκομανία. Τα μάτια ήταν ολάνοιχτα, ρωτώντας μα όχι κρίνοντας. Το πανωχείλι, τραβηγμένο από ένα παγωμένο σπασμό πόνου, ξεσκέπαζε τα δόντια. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε ο δεκανέας, τι επείγον υλικό κουβαλούσε στη βιάση της αντεπίθεσης, και το βάρος, η λάσπη και το ανέβασμα του θρυμματίσαν την καρδιά.

    Γύρισε κι είδε η Γάτα καθώς εκείνη ανέβαινε μιαν απότομη καμπούρα του μονοπατιού. Το φορτίο της πήγε δεξιά ζερβά κι έκανε να τουμπάρει. Γρήγορα κείνη πλευροπάτησε και σταμάτησε έγκαιρα σα καλό μουλάρι με πείρα. Και κοντανάσαινε.

    – Τι την έκανε να δεχτεί φορτίο σήμερα; αναρωτήθηκε ο δεκανέας. Τι;

    Εκατό μέτρα ψηλότερα είδανε άλλο πτώμα. Η Πλαγιά των Νεκρών Μουλαριών, είπε μέσα του ο δεκανέας. Τώρα η Γάτα ήταν βαριά λαχανιασμένη. Πότε πότε μια τρεμούλα τρεχάριζε στα μεριά της. Μα είναι νέα, είναι νέα και γερή, βεβαίωσε τον εαυτό του ο δεκανέας. Κι ωστόσο ήθελε να μπορούσε να την ξαλάφρωνε από δυο ή ας ήταν κι ένα κιβώτιο. Περπάτησε τη ματιά του στο μάκρος της φάλαγγας των μεταγωγικών που ανέβαινε, είδε τ’ άρρωστα μουλάρια που κουβαλούσαν ασήμαντα πράματα – ένα γυλιό, ένα σακίδιο, κάνα δυο κουβέρτες, ένα αντίσκηνο. Κι είδε και κείνα με τις πρησμένες ή ματωμένες ή γεμάτες έμπυο ράχες που δεν κουβαλούσαν τίποτα, μήτε καν τα σαμάρια τους. Μετά επιθεώρησε τ’ άλλα που κουβαλούσαν τα δικά τους και επί πλέον τα φορτία των άρρωστων και των πληγιασμένων. Ήξερε πως αν μόνο ένα μουλάρι σωριαζόταν τώρα, αυτό θα σήμαινε παράτημα του φορτίου του, κι ας πάει να ήταν τρόφιμα πυρομαχικά τραυματιοφορεία. Γιατί είχε εξαντλήσει κάθε δυνατή ανακατανομή των φόρτων. Κι ωστόσο ήθελε ν’ αλαφρώσει τη Γάτα κατά δύο κιβώτια.

    Και τότε ολάκερη η μονή φάλαγγα, τμήματα και κτήνη, αργοπορήθηκαν από μια πλατιά και μακριά λασπόλιμνη. Οι μουλαράδες βλαστήμησαν και ξαναείπαν την παλιά κοινοτοπία, πως δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο παρά να κόβεις τη φόρα φορτωμένου ανθρώπου, ζώου, μηχανής, που ανηφορίζουν. Και για νιοστή φορά είπαν προσβαλμένοι: «Θα περίμενες ποτέ, μα ποτέ, όποια βουνά, να ’ναι γεμάτα λάσπη σαν πλημμυρισμένα χωράφια της Θεσσαλίας; Και παίνεψαν τα πετρώδικα ελληνικά βουνά και καταράστηκαν τα βουνά της Αλβανίας.

    Τα επικεφαλής τμήματα χρειάστηκαν καιρό για να προχωρήσουν κατ’ άντρα, σα χακιά μερμήγκια, πάνω στο μόνο διαβατό όχτο – ο άλλος έδωσε σημάδια πως θα κάθιζε, όταν ένας αξιωματικός τον δοκίμασε. Και τα κτήνη ήταν στα καρφιά, μετατοπίζοντας το κέντρο του βάρους από τα καπούλια στους ώμους, από τ’ αριστερά στα δεξιά, συνέχεια. Κι η Γάτα έκανε τα πιο πολλά μετατοπίσματα.

    Τέλος οι διμοιρίες περάσανε το μέρος κι οι μουλαράδες είπαν, «Στο διάολο με τις παλιοδιμοιρίες», και δέσανε τα καπίστρια στα μπροστάρια και παρακίνησαν τα μουλάρια ν’ αψηφήσουν τη λασποθάλασσα. Υπήρχε μια πιο άβαθη ζώνη κοντά στο διαβατό όχτο. Εκεί το λασπόνερο έφτανε ως τα στήθια των μουλαριών — όχι άσχημα. Τα ζώα έκαναν προς τα κει, όσο γινόταν πιο μακριά από τα βαθιά. Δεν ήταν εύκολο, γιατί ο πάτος είχε κλίση από τ’ αριστερά στα δεξιά και τους χαλούσε την ισορροπία σε κάθε βήμα τους. Μα ένστικτο και περίσκεψη κατάφεραν το κόλπο.

    Σαν ήρθε η σειρά της, η Γάτα ήταν ήδη νευριασμένη από την παρατραβηγμένη στάση. Ενέργησε βιαστικά, σάμπως ν’ ανυπομονούσε να περάσει η λίμνη, να σκαρφαλώσει στο κατοπινό σκαλοπάτι της πλαγιάς, και στο κατοπινό, να φτάσει στη Βαρβάρα πάνω στη συννεφοσκουφιασμένη κορφή με μιαν ανάσα, και να ρίξει το φόρτωμά της. Ο δεκανέας κι ο μουλαράς της ανέβηκαν στον όχτο και πάσχισαν να την αργοπορήσουν, σιι σιι!, Μα κείνη δεν άκουγε.

    Και τότε το πράμα συνέβηκε: Πρώτα κι αρχή, η λάσπη έφτανε ίσαμε το λαιμό της καθώς ήταν μικροδέματη. Ύστερα, δε δοκίμαζε πρώτα τον πάτο σε κάθε βήμα της πριν προχωρήσει, όπως είχανε κάνει τ’ άλλα τα μουλάρια. Παρά τράβηξε μπροστά παράτολμα και δημιούργησε λαστιχένιο κύμα που χτύπησε τον όχτο και ξαναγύρισε και τήνε κλώτσησε και την έσπρωξε στα βαθιά. Κι ήτανε τώρα κουκουλωμένη, το φορτίο της, όλα της, εξόν το πάνω μέρος του λαιμού της.

    Ο δεκανέας κι ο μουλαράς βγάλανε φωνές να της δώσουνε κουράγιο. Τα μάτια της πανικοβλήθηκαν, τα ρουθούνια της άνοιξαν να σπάσουν, τ’ αυτιά της φτεροκόπησαν τον αέρα για υπομόχλιο. Απ’ τα σπασμωδικά ανεβοκατεβάσματα του κεφαλιού της κατάλαβαν πώς έβαζε προσπάθεια να κολυμπήσει. Όμως το τέρας της λασπουριάς τη ρουφούσε κάτω. Και βούλιαξε πιότερο. Κι η λάσπη της έγλειφε το κατωσάγονο. Ύστερα, το στοιχείο ησύχασε.

    – Πατώνει! φώναξε ο δεκανέας ανακουφισμένα.

    Έτρεξε μπροστά, με κίνδυνο, προς το μονοπάτι πέρα, και πρόφτασε την ουρά των μεταγωγικών. Τράβηξε το σουγιά του αστραπή κι έκοψε όλα τα περισσέματα από τα φορτοσκοίνια και τα μάτισε και το μάκρος ήταν αρκετό και γύρισε κι έκανε τη θηλιά.

    Πρώτα αυτός, ύστερα ο μουλαράς, ρίξανε τη θηλιά καμιά ντουζίνα φορές σα ψαράδες με το πεταχτάρι, κι απότυχαν κάθε φορά. Μετά ο δεκανέας ξαναδοκίμασε και ήταν τυχερός.

    – Μπας και την πνίξουμε; Το σκέφτηκες, κυρ-δεκανέα;

    – Όλο κι όλο να την ξεκινήσουμε προς τα ρηχά, είπε ο δεκανέας. Μετά απλώς θα την καθοδηγήσουμε. Κιόλας τούτη εδώ δεν είναι συρτοθηλιά της κρεμάλας, βλέπεις;

    Τράβηξαν το σκοινί λοξά, δοκιμαστικά, με δεν είδαν ανταπόκριση από κείνη, κι έτσι τράβηξαν δυνατότερα. Τίποτα. Είτε ήταν πολύ φοβισμένη για να κουνηθεί απ’ τον τόπο της ή ήταν αποκαμωμένη τώρα.

    Περίμεναν λίγο, ύστερα τράβηξαν γερά, ύστερα τράβηξαν μ’ όση δύναμη είχαν. Άρχισαν να ιδρώνουν. Ξάφνου, η θηλιά ξεγλίστρησε πάνω από το κεφάλι της, τσακίζοντας τ’ αυτιά της, και τινάχτηκε κι έπεσε μεσολιμνής με υγρό χτύπημα στη λάσπη. Οι δυο τους έγειραν κατά πίσω σα χορευτές και μόλις που πρόφτασαν να στριφογυρίσουν στον άξονά τους, να ρίξουν το πλευρό τους πάνω στον όχτο και να γραπωθο0ν, αλλιώς θα κατρακυλούσαν τον κατήφορο.

    Συμμάζεψαν τα κορμιά τους και τα μυαλά τους και μελέτησαν άλλες πλευρές. Απόρριψαν τον άλλο όχτο που ήταν πιο κοντά στη Γάτα, γιατί έτσι θα ’πρεπε να την τραβήξουν ανάμεσα από βαθύτερα ίσως μέρη. Έπειτα ήταν κι ο φόβος πως η γη εκεί θα κάθιζε. Ακόμα, απόρριψαν και τις δυο μπασιές στη λασπόλιμνη από το μονοπάτι, μπρος και πίσω, γιατί το σκοινί ήταν πολύ κοντό για κάτι τέτοιο και γιατί, κι αν ακόμα ήταν μακρύ, δε θα ωφελούσε. Γιατί η απόσταση θα σκότωνε την προσπάθεια.

    Ακριβώς τότε η βροχή σταμάτησε και το σχόλιο της σιωπής ήταν γεμάτο αποτυχία και θάνατο. Ο μουλαράς έριξε ματιά πέρα από την άκρη της λίμνης, τον ανήφορο, κι είδε τη φάλαγγα των μουλαριών στο παραπάνω σκαλί της πλαγιάς όπου ίσως να ήταν άλλη παγίδα από λάσπη, κι ευχήθηκε να ήταν έτσι για να καθυστερήσουν οι άντρες και τα μουλάρια, αλλιώς θα τους κοβόταν η ανάσα, αυτουνού και του δεκανέα, ώσπου να ξαναπροφτάσουν τη φάλαγγα. Έφτυσε κι είπε:

    -Πάμε.

    Ο δεκανέας τον κοίταξε στα μάτια, ανεξιχνίαστος.

    – Έχω άδικο πάλι, κυρ-δεκανέα;

    – Θα ’ρθουμε πίσω να την πάρουμε, είπε ο δεκανέας κι έμοιασε σάμπως να φοβέρισε το μουλαρά.

    – Πώς, πώς.

    — Με πιότερα χέρια και σκοινιά.

    Ο μουλαράς δε μίλησε. Σαν περπατήσανε στο μονοπάτι ο δεκανέας γύρισε και κοίταξε πίσω. Εκείνη ήταν ένα μοναχικό πυρρό κεφάλι που αρμένιζε στη λησμοσύνη της λασπουριάς.

    Σηκώθηκε άνεμος κι έδιωξε τα σύννεφα και ξέρανε τις πλαγιές. Σαν ο στρατός έφτασε στη Βαρβάρα, ο ήλιος βγήκε μόλις προτού βουτήξει με δόξα πίσω από τη βουνοκορφή. Κι οι άντρες είπαν: «Βέβαια. Κάνει λιακάδα σαν έχουμε σκέπη, βρέχει βατράχια σαν κάνουμε πορεία. Φυσικά».

    Ο δεκανέας δεν είχε δύναμη, ή δεν του πήγαινε η καρδιά, ή δεν είχε το κουράγιο να στείλει κανένα, άντρα ή μουλάρι, να σώσει η Γάτα. Έδωσε αναφορά στο λοχαγό του.

    – Δεν περιμένω να κινηθούμε πριν από το μεσημέρι αύριο, είπε ο λοχαγός. Ο ταγματάρχης μάλιστα είπε, όχι πριν από το δειλινό, αν ο καιρός μείνει ανοιχτός – γιατί μια και δρασκελίσουμε το βουνό, είμαστε υπό τα βλέμματα και τα πυρά του εχθρού. Μόνο, πιστεύεις αληθινά πως θα κρατηθεί στα πόδια της ώσπου να πας εκεί;

    – Είναι νέα και γερή.

    – Τέσσερα κιβώτια πυρομαχικά, δεκανέα…

    – Τα ζωντανά έχουν τον τρόπο τους.

    – Καλά. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

    Στις δέκα τη νύχτα ένας σκοπός ξύπνησε το δεκανέα. Ο δεκανέας ευχαρίστησε, ο σκοπός ξαναπήγε στο πόστο του. Ο δεκανέας είπε μέσα του: Σηκώνομαι τώρα. Και αποκοιμήθηκε.

    Τα μεσάνυχτα τινάχτηκε. Άκουσε τον άνεμο να ταρακουνάει τον τενεκεδένιο γείσο της πόρτας του καταλύματος. Πονούσε σ’ όλο το κορμί του σάμπως να ’χε κοιμηθεί κάτω από σωρό από πέτρες. Ποθούσε πιότερο ύπνο. Τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του σα να ξεφλουδιζόταν, ανακάθισε, και τράνταξε το κεφάλι του γερά. Τα μάτια του ήταν ξερά κι είχαν φαγούρα.

    Ξύπνησε το μουλαρά της Γάτας και δυο άλλους μουλαράδες. Συνολικά ήταν τέσσερις άντρες, δυο κουλούρες καλό σκοινί, και δυο ξεκουρασμένα μουλάρια για να αναλάβουν τα κιβώτια της Γάτας.

    Έφτασαν στο μέρος με το χάραγμα της αυγής. Το κεφάλι της αρμένιζε ακόμα.

    Αποφάσισαν να ενεργήσουν κι από τις δυο μεριές ταυτόχρονα, να την κάνουν να κινηθεί προς το έβγα της λίμνης σαν πλεούμενο που το τραβούν κι από τους δυο όχτους ενός ποταμού. Ο δεκανέας πήγε και δοκίμασε την αντοχή του επικίνδυνου όχτου.

    – Κρατάει! φώναξε. Ο άνεμος έσφιξε το χώμα.

    – Κι έπηξε τη λάσπη, σκέψου το κι αυτό! αντιφώνησε ο μουλαράς από αντίπερα.

    – Θα τα καταφέρουμε, είπε ο δεκανέας. Έκαναν θηλιά με το ένα σκοινί κι έδεσαν το άλλο σκοινί στην άλλη μεριά της θηλιάς. Μοιράστηκαν σε δυο συνεργεία και, κρατώντας τις άκρες των σκοινιών, ανέβηκαν τους όχτους. Η θηλιά ταξίδεψε ανάερα πάνω από τη λίμνη και κατέβηκε στο κεφάλι της Γάτας σα βασιλική κορώνα ή σα θηλιά της κρεμάλας.
    Ξάφνου ο ήλιος ξεμύτισε στα υψώματα, στην πέρα μεριά του γοργορέματος, κι έγινε τέλειο πρωί, κι είδαν τα μάτια της Γάτας. Μια πέτσα άρρωστης θολούρας τα συννέφιαζε. Σίγουρα ο άνεμος τα είχε βασανίσει ολονυχτίς, τα είχε τσούξει, τα είχε κάνει να δακρύσουν, και τώρα τα δάκρυα ήταν μια ασπροκίτρινη ουσία στα βλέφαρα. Φάνταζε άσχημη, αρρωστημένη, μπορεί κιόλας του πεθαμού από οξεία πνευμονία.

    Αρχίσανε να στρίβουν τα σκοινιά για να στενέψουν η θηλιά και ν’ αποκλείσουν ξεγλιστρήματα. Στρίψανε πιότερο, σφίξανε τη θηλιά, μα όχι πάρα πολύ. Μετά τινάξανε τα σκοινιά δυο τρεις φορές, απαλά, για να της δώσουν να καταλάβει τι σκόπευαν να κάνουν και σε ποια κατεύθυνση. Μετά ο δεκανέας της μίλησε, τα σκοινιά τεζαρίστηκαν παλμικά, και:

    – Έτοιμοι; Δώσ’ του! φώναξε ο δεκανέας.

    Τράβηξαν, κι οι παλάμες τους ένιωσαν το τοννάρισμα από το ίδιο της το βάρος, απ’ το φορτίο της, από τα κυβικά της λάσπης πάνω της και γύρω της. Και το τράβηγμα μονάχα της τιμώρησε το σβέρκο.

    Πήραν ανάσα και ξανάρχισαν. Ένας μουλαράς σήκωσε κάνα δυο φλούδια σχιστόπετρας απ’ τη θρυμματισμένη πλαγιά και τα ’ριξε στη λίμνη για να ξεσηκώσει τη Γάτα. Οι δίσκοι μπάτσισαν τη λάσπη και δε βυθίστηκαν κι ο δεκανέας τώρα κατάλαβε πόσο πολύ είχε πήξει η λάσπη.

    Όμως συνέχισαν το τράβηγμα, τώρα με βιάση, σάμπως για να προλάβουν το πέτρωμα της λάσπης. Κι ύστερα από δυο ή τρεις ακόμα προσπάθειες, το τράβηγμα έγινε άγριο και τα συνεργεία χάσανε το συγχρονισμό τους.

    – Δε γίνεται, είπε ο μουλαράς της Γάτας ξέπνοος.

    – Αν μοναχά ξεκουνιόταν από τον πόνο της μια σταλιά.

    – Δεν το μπορεί, κυρ-δεκανέα, δεν το μπορεί. Είναι μαγκωμένη για καλά.

    – Λοιπόν; το συνεργείο από τον άλλο όχτο απαιτούσε να μάθει.

    – Άλλη μια φορά! φώναξε ο δεκανέας.

    Δοκίμασαν κι απότυχαν.

    – Άλλη μια!

    – Χριστέ! αντιφώνησε ο απέναντι όχτος. Θαρρείς είμαστε εργάτες με καστάνιες, κυρ-δεκανέα;

    – Άλλη μια! ξεφώνισε ο δεκανέας άγρια.

    Τράβηξαν, και το τράβηγμα ήταν αλύπητο, και της Γάτας ο λαιμός είχε τεζαριστεί σα να ’ταν μέρος του σκοινιού. Κι απάνω στη στιγμή γύρισε κείνη τ’ άρρωστα μάτια της κατά το δεκανέα. Ανώφελα κοπιάζεις, τ’ άρρωστα μάτια μοιάζανε να λένε, ή έτσι ένιωσε ο δεκανέας. Και παράτησαν το τράβηγμα. Κι η παύση που ακολούθησε ήταν μακρόσυρτη ενώ τα συνεργεία ξελαχάνιαζαν. Μετά, χωρίς λέξη, ξεστρίψαν τα σκοινιά αργοκίνητα, αποφεύγοντας να κοιταχτούν στα μάτια. Η θηλιά λασκάρισε, ανέβηκε στον αέρα και κοντοστάθηκε πριν ταξιδέψει πίσω μπρος προς τ’ από πού είχεν έρθει. Όμως δεν έγινε κίνηση από τη μεριά του δεκανέα. Λοιπόν οι δυο μουλαράδες στον άλλο όχτο άρχισαν να τραβούν σκοινί. Το σκοινί άφησε τα χέρια του δεκανέα, έπεσε, και γλίστρησε πάνω στην όψη της λάσπης ψελλίζοντας σουσουροψίθυρους θλίψης.

    Το συνεργείο αντίπερα περπάτησε προς το μονοπάτι όπου τα δυο μουλάρια περίμεναν.

    Ο δεκανέας ήθελε να μπορούσε να κάνει χρήση των μουλαριών για να τραβήξει τη Γάτα. Όμως πώς, πώς να γινόταν; Και από ποια μεριά;

    – Έλα, είπε μαλακά ο μουλαράς της Γάτας. Έλα να την αποτελειώσουμε.

    Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά. Ο μουλαράς περπάτησε αργά πάνω στον όχτο, κατέβηκε, μπήκε στο μονοπάτι, πήρε τ’ όπλο του από το ένα από τα μουλάρια, ξαναγύρισε. Χούφτιασε το σφαίρωμα του κλείστρου: Κρόκ κράακ. Κράακ κρόκ. Και μετά παύση θανάτου. Και μετά:

    – Είναι νόμιμο τώρα, κυρ-δεκανέα; Εντάξει;

    Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά.

    – Είναι;

    – Ναι.

    Ο μουλαράς σήκωσε τ’ όπλο, σκόπευσε και πυροβόλησε, κι ο αχός πήγε του ψήλου στον τσουχτερό πρωινό αέρα, πέρασε πάνω από το γοργόρεμα, χτύπησε την πλαγιά στην πέρα μεριά της χαράδρας. Ο αντίλαλος γύρισε κατηγορητικά.

    Ο δεκανέας είδε τη μαυροκόκκινη, σάμπως αυτοσφράγιστη παρακέντηση. Ένα φτενό ρυάκι αίμα, αργό και δισταχτικό, σύρθηκε κάτω σα σκουλήκι στο μηλίγγι της. Στέρεψε προτού φτάσει στην πλάτα του λαιμού της. Τα λοξά μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά, ούτε λυπημένα, μήτε ανακουφισμένα, απλώς απόξενα. Μετά αρχίσανε ν’ αποκοιμούνται, και το ζαρίφικο κεφάλι της με τα νοητικά αυτιά να βουλιάζει. Σιγανά.

    Ο δεκανέας κινήθηκε στο μάκρος του όχτου.

    Ο μουλαράς της Γάτας έφτυσε μέσα στη λίμνη. Τη φορά τούτη η φτυσιά δεν ήταν για τη Γάτα…

    ===============================================

  14. Ο Μεταξάς το 1940 την επομένη της ιταλικής επίθεσης, μιλώντας στους διευθυντές των Αθηναϊκών εφημερίδων, φαίνεται ότι είχε καταλάβει πλέον τις λάθος θέσεις τους κατά το 1ο Π.Π. όταν αποτελούσε το βασικό στήριγμα των θέσεων του Κωνσταντινισμού. Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από εκείνο τον λόγο του Μεταξά:

    «Λοιπόν ακούστε δια να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως και δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν δεν είχομεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς δια την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική, πολιτική των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών [15]. Αλλά τας ευθύνας της αυτάς η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφαστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Δια την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή.»

  15. ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ!

    Το «βρώμικο» παιχνίδι Τουρκίας – Ιταλίας.

    Πως καθορίστηκαν τελικά τα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα;

    Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΡΑΚΗΣ,
    Αντιστράτηγος ε.α., Τέως πρόεδρος ΕΑΑΣ

    Tο περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμά του είναι πάντα επίκαιρο. Είναι από εκείνες τις «ξεχασμένες» ιστορίες που σπάνια έρχονται στη δημοσιότητα και συνήθως τις περισσότερες τις «καταπίνει» ο χρόνος όχι διότι δεν έχουν ενδιαφέρον αλλά διότι οι πρωταγωνιστές τους δεν επιδίωξαν να τις εξαργυρώσουν με παράσημα και προβολή.

    Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944 δεν συνέβη το ίδιο και στα Δωδεκάνησα καθώς οι Σύμμαχοι κυριαρχούσαν στη Θάλασσα και η αποχώρηση των Γερμανών από τα νησιά ήταν δύσκολή. Τα Γερμανικά Στρατεύματα που απέμειναν στη Ρόδο αναγκάσθηκαν να παραδοθούν στους Συμμάχους και η σχετική συνθήκη υπογράφθηκε στις 9 Μαΐου 1945 στη Σύμη. Οι Συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τα Δωδεκάνησα αλλά δεν τα παραχώρησαν στην Ελλάδα.
    Τον Μάρτιο του 1946 έγιναν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στη χώρα μας και τον Ιούλιο άρχισαν στο Παρίσι οι εργασίες της διάσκεψης για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης με τους δορυφόρους της Γερμανίας (Ουγγαρία-Ρουμανία-Φιλανδία-Βουλγαρία και Ιταλία). Την Ελλάδα εκπροσώπησε στο Παρίσι αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Κων/νο Τσαλδάρη και η οποία ενισχύθηκε από τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών κομμάτων όταν εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυσχέρειες.

    Η χώρα μας στη συνδιάσκεψη πρόβαλε μετριοπαθείς και δίκαιες διεκδικήσεις (1) Απελευθέρωση Δωδεκανήσου και Βορείου Ηπείρου, (2) προσάρτηση Λωρίδας Ανατολικής Ρωμυλίας που ενίσχυε τη συνοριακή ασφάλεια της χώρας μας από τις συχνές επιδρομές των Βουλγάρων και περιελάμβανε μικρό πληθυσμό Πομάκων που μετά δυσφορίας ανέχονταν την Βουλγαρική κυριαρχία και τέλος (3) ανάλογες επανορθώσεις για τις καταστροφές που έγιναν από τις επιθέσεις των Ιταλών και Βουλγάρων.

    Από τις παραπάνω διεκδικήσεις ικανοποιήθηκε μόνο μία, η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
    Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων στο Παρίσι για την υπογραφή της συνθήκης παραχώρησης των Δωδεκανήσων,στην Ελληνική Κυβέρνηση περιήλθαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες «οι Τούρκοι επρόκειτο να ζητήσουν τη χάραξη νέων θαλασσίων συνόρων» ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε είχαν χαραχθεί οριστικά θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσου και Μικράς Ασίας. Φαίνεται ότι η Ιταλία, πιθανώς έναντι ανταλλαγμάτων, είχε δεχθεί να βοηθήσει την Τουρκία στο ζήτημα αυτό και αυτό επιβεβαιώνεται από την άρνηση της Ιταλίας να ανταποκριθεί στο αίτημα της Ελλάδος να της παραχωρηθεί αντίγραφο της συμφωνίας με το αιτιολογικό ότι μέσα στην αναταραχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου «είχε χαθεί» και δεν βρέθηκε στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών.

    Παράλληλα και η Τουρκία έδωσε την ίδια απάντηση που έδωσε και η Ιταλία στο αίτημα της χώρας μας να της δοθεί αντίγραφο της συνθήκης ότι δηλαδή «κάπου είχε χαθεί στα παλαιά αρχεία».
    H Ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας αλλά και τη διαφαινομένη Ιταλο-Τουρκική μεθόδευση, ζήτησε από τον τότε Αρχηγό της «Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου» Ταξίαρχο Χρ. Τσιγκάντε (Τσιγάντε), πρώην Διοικητή Ιερού Λόχου, να αναζητήσει και αποστείλει στο Υπουργείο Εξωτερικών, το δυνατόν συντομότερα, το τρίτο και τελευταίο αντίγραφο της συνθήκης που έπρεπε να υπάρχει στο αρχείο της Ιταλικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στη Ρόδο.

    Η Ελληνική αποστολή απευθύνθηκε αμέσως στην εκεί Βρετανική Διοίκηση η οποία της επέτρεψε να ερευνήσει τα αρχεία της Ιταλικής Διοίκησης που είχαν περιέλθει στους Βρετανούς μετά την παράδοση της Δωδεκανήσου τον Μάιο του 1945. Παρά τη συστηματική έρευνα η συνθήκη δεν βρέθηκε. Η αποστολή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνθήκη είχε κλαπεί και συνέχισε τις προσπάθειες ανεύρεσής της.
    Στο πλαίσιο των ερευνών η Στρατιωτική Αποστολή πληροφορήθηκε από Δωδεκανήσιο τέως υπάλληλο της Ιταλικής Διοίκησης ότι ανώτερος Ιταλός Υπάλληλος την ημέρα της παράδοσης είχε μεταφέρει φακέλους και άλλα υλικά από το γραφείο της Διοίκησης στο σπίτι του και ότι ενώ η οικογένειά του είχε επιστρέψει στην Ιταλία μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ιταλικής Διοίκησης, αυτός παρέμεινε ακόμη στη Ρόδο (προφανώς για να διευθετήσει τη πραμάτεια του).

    Με την παρέμβαση της Ελληνικής Αποστολής ο Ιταλός αυτός κλήθηκε από τη Βρετανική Διοίκηση να επιστρέψει ότι είχε υπεξαιρέσει από τα γραφεία πλην όμως αυτός αρνήθηκε τα αποδιδόμενα σ΄ αυτόν.
    Στη συνέχεια η Ελληνική Αποστολή επεδίωξε την εξαγορά των εγγράφων με διαπραγμάτευση μέσω τρίτων προσώπων, χωρίς αποτέλεσμα. Στην επιτροπή περιήλθε η πληροφορία ότι εκτός των άλλων ο Ιταλός είχε πάρει μαζί του το επίχρυσο αγαλματίδιο της Θέμιδος που κάθε Σεπτέμβριο με την έναρξη λειτουργίας των δικαστηρίων, τοποθετείτο σε περίοπτο θέση στην αίθουσα τελετών. Η Ελληνική αποστολή πληροφορήθηκε από Κύπριους Αστυνομικούς (Αγγλικής υπηκοότητας που υπηρετούσαν στην Βρετανική αστυνομία στην Ρόδο) την ημερομηνία αναχώρησης του Ιταλού από τη Ρόδο και με τη βοήθεια αυτών, όταν επιβιβάσθηκε στο πλοίο, του έγινε λεπτομερής έλεγχος των αποσκευών του. Δεν βρέθηκε η συνθήκη αλλά βρέθηκε το επίχρυσο αγαλματίδιο και οι Αστυνομικοί τον κατηγόρησαν για υπεξαίρεση κρατικής περιουσίας, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα γραφεία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής και έφυγαν. Ήταν μια σπουδαία πατριωτική πράξη των Κυπρίων Αστυνομικών που θα είχαν σοβαρές συνέπειες εάν η Βρετανική Διοίκηση πληροφορείτο την εμπλοκή τους στις έρευνες της Ελληνικής Αποστολής.

    Ήταν βράδυ όταν ο Ιταλός μεταφέρθηκε στα γραφεία της αποστολής και την επομένη το πρωί το πλοίο επρόκειτο να αναχωρήσει για Ιταλία. Οι Έλληνες Αξιωματικοί περί το μεσονύκτιο έστειλαν στο δωμάτιο που κρατείτο ο Ιταλός, Δωδεκανήσιο υπάλληλο της αποστολής που μιλούσε Ιταλικά, για να του «ψιθυρίσει» κρυφά ότι οι Αξιωματικοί και ιδιαιτέρως ο Αρχηγός ήταν εξαγριωμένοι μαζί του διότι «όπως πήρε το αυτί του» δεν ήθελε να τους παραδώσει κάποιο έγγραφο που είχε στην κατοχή του και γι αυτό δήθεν «θα τον εξαφάνιζαν πνίγοντάς τον στη θάλασσα». Ο Ιταλός προσπάθησε να τον εξαγοράσει προσφέροντάς του μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να ενημερώσει Άγγλο Αξιωματικό, να τον φέρει στα γραφεία της Αποστολής για να κάνει αυτός τη σχετική έρευνα. Ο υπάλληλος προσποιήθηκε ότι φοβόταν διότι δήθεν «θα τον σκότωναν και αυτόν». Το «κόλπο έπιασε και ο Ιταλός έσπασε» και τότε ζήτησε να τον παρουσιάσουν στον αρχηγό.

    Ο Χρ.Τσιγκάντε με πολύ αυστηρό ύφος του είπε ότι αυτό που είχε κάνει να υπεξαιρέσει την Συνθήκη Ιταλίας-Τουρκίας (έριχνε τουφεκιά στα κούφια αφού δεν γνώριζε εάν στα έγγραφα που είχε πάρει ο Ιταλός ήταν και η συνθήκη) αποτελεί έγκλημα κατά της Ελλάδος και θα τον τιμωρούσαν όπως τιμωρούν οι Έλληνες τους προδότες εκτός εάν ομολογούσε πού είχε αποκρύψει την Συνθήκη και την εύρισκαν, θα τον συγχωρούσε και θα τον βοηθούσε να επιβιβασθεί στο πλοίο ώστε το πρωί να αναχωρήσει για την πατρίδα του. Ύστερα από πολλούς δισταγμούς, απαιτήσεις να παραδοθεί στη Βρετανική Διοίκηση, απειλές ότι θα ζητήσει ευθύνες η χώρα του από την Ελλάδα για την ταλαιπωρία που υπέστη, ο Ιταλός υποχώρησε όταν στο τέλος της συζήτησης ο Τσιγκάντε είπε δήθεν εκνευρισμένος «πάρτε τον από εδώ και να μην τον ξαναδώ» αφού χρόνια στα Δωδεκάνησα καταλάβαινε τα Ελληνικά. Ο Ιταλός αντιλαμβανόμενος την δυσχερή θέση του ζήτησε να μεταβεί σε φιλικό του σπίτι που είχε αφήσει ένα μπαούλο κλειδωμένο για να το φυλάξουν. Με συνοδεία δύο Αξιωματικών της αποστολής πήγε στο σπίτι όπου οι Αξιωματικοί βρήκαν την συνθήκη μαζί με διάφορα άλλα έγγραφα. Ολίγα λεπτά αργότερα επιβίβασαν τον Ιταλό στο πλοίο για να επιστρέψει στην πατρίδα του κρυφά διότι όλα αυτά είχαν γίνει με τη βοήθεια Κυπρίων Αγγλικής υπηκοότητας Αστυνομικών και εν αγνοία της Βρετανικής Διοίκησης.

    Την επομένη ημέρα αναχώρησε μέλος της Στρατιωτικής αποστολής για την Αθήνα και παρέδωσε τη Συνθήκη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης όταν πληροφορήθηκε το γεγονός απέστειλε τηλεγράφημα στον αρχηγό της Στρατιωτικής Αποστολής στη Ρόδο, εκφράζοντας τα συγχαρητήρια της Κυβέρνησης. Την τελευταία στιγμή ο Αρχηγός της Ελληνικής αντιπροσωπίας παρουσιάζοντας τη συνθήκη στην συνδιάσκεψη στο Παρίσι πέτυχε να εξουδετερώσει την Τουρκική αντίδραση και να χαραχθούν τα ίδια θαλάσσια σύνορα που υπήρχαν μεταξύ της Ιταλικής Δωδεκανήσου και της Τουρκίας στη συνθήκη παραχώρησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

    Το περιστατικό είναι παλιό, αλλά το μήνυμά του είναι πάντα επίκαιρο. Επαληθεύεται η συνεχής προσπάθεια της γείτονας χώρας να δημιουργεί εξελίξεις σε βάρος των Εθνικών μας συμφερόντων. Σε ότι αφορά τη δική μας πλευρά αποδεικνύεται από πόσους αστάθμητους παράγοντας εξαρτώνται καμιά φορά τα Εθνικά μας συμφέροντα και το σπουδαιότερο ότι όταν το Δημόσιο αντλεί στελέχη από τη δεξαμενή των ικανών και όχι «των φίλων» και αξιοποιεί αυτά, θα καταγράφονται επιτυχίες όπως η προαναφερομένη.

    Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιοποιήθηκε από επιστολή που έστειλε ο αείμνηστος Αντιστράτηγος εα Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος σε εφημερίδα των Αθηνών και αναδημοσιεύθηκε στις 26 Απριλίου 1981 από την εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» της Θεσσαλονίκης. Ο Στρατηγός ήταν μέλος της Ελληνικής Στρατιωτικής επιτροπής Δωδεκανήσου και «έζησε τα γεγονότα από κοντά». Πρόκειται για έναν υπέροχο Αξιωματικό με πλούσια Στρατιωτική δράση που άφησε άριστες εντυπώσεις στους νεώτερους Αξιωματικούς ως Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων.

    Από την ΕΘΝΙΚΗ ΗΧΩ της ΕΑΑΣ

  16. Ανδρέας on

    ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
    15/11/20
    Στο Μέτωπο
    Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές

    Του Μανόλη Κασιμάτη*

    Οκτώβρης 1940. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με την έναρξη των συγκρούσεων, εξέδωσε ανακοινώσεις ζητώντας φωτογράφους και κινηματογραφιστές για εθελοντική κατάταξη. Μέσα στο κλίμα ενθουσιασμού, ανταποκρίθηκαν πολλοί φωτορεπόρτερ και οπερατέρ. Όσοι κατατάχθηκαν, στη διάρκεια της θητείας τους υπάγονταν στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) και σε ορισμένους απονεμήθηκε ο βαθμός του έφεδρου ανθυπολοχαγού (αυτονόητο ότι όλοι φορούσαν στολή εκστρατείας).
    Οι φωτογράφοι του στρατού, αλλά και οι φωτορεπόρτερ – ανταποκριτές των εφημερίδων, για να μπορούν να κινούνται μέχρι την πρώτη γραμμή έπρεπε να εξασφαλίσουν στρατιωτική άδεια. Στις δε φωτογραφικές εξορμήσεις τους στα διάφορα σημεία του μετώπου, τους συνόδευε πάντα μόνιμος αξιωματικός. Μετά τις εξορμήσεις αυτές, οι φωτορεπόρτερ – ανταποκριτές έδιναν τις φωτογραφίες που προορίζονταν προς δημοσίευση στην υπηρεσία λογοκρισίας για έλεγχο, και μόνο μετά το πέρας αυτού του αυστηρού ελέγχου αποκτούσαν το δικαίωμα να διοχετεύσουν το φωτογραφικό υλικό τους στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Όλες σχεδόν οι ειδήσεις από το Αλβανικό Μέτωπο συνοδεύονταν πάντα με ανάλογες φωτογραφίες. Ο στρατός χρησιμοποιούσε την ίδια μεθοδολογία και στις φωτογραφίες των στρατιωτικών φωτογράφων του, αλλά κρατούσε αρκετές φορές και ορισμένες από τις φωτογραφίες των φωτορεπόρτερ για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες διαφόρων υπηρεσιών, π.χ. ως ενημερωτικό υλικό προς την Προεδρία της Κυβερνήσεως.
    Βέβαια, λόγω της επιβολής λογοκρισίας πολλές φωτογραφίες που έδειχναν τις σκληρές συνθήκες του πολέμου δεν δημοσιεύτηκαν τότε· π.χ. φωτογραφίες νεκρών στρατιωτών. Στα φωτογραφικά αρχεία του Πολεμικού Μουσείου και του Γενικού Επιτελείου Στρατού τα ονοματεπώνυμα των φωτογράφων συνήθως απουσιάζουν, όπως απουσιάζουν και από τις δημοσιεύσεις ή τις εκθέσεις που πραγματοποιούνται.
    Η περίοδος του ελληνοϊταλικού πολέμου, όπως αντίστοιχα και του ελληνογερμανικού, απ’ όπου έχουμε ελάχιστα φωτογραφικά ντοκουμέντα, μέχρι σήμερα δεν έχει αναλυθεί σφαιρικά και ολοκληρωμένα, ούτε στο φωτογραφικό πεδίο αλλά ούτε και στο κινηματογραφικό πεδίο, παρότι τα «Επίκαιρα» εκείνης της εποχής χρησιμοποιούνται συνεχώς στις επετείους και στα ντοκιμαντέρ. Όσον αφορά τους φωτογράφους, πάντα εστιάζουμε στα αρχεία δύο-τριών μεγάλων μουσείων και ιδρυμάτων, επαναλαμβάνοντας τα ίδια δύο-τρία ονόματα φωτογράφων δημιουργών. Όμως δεν χρειάζεται και τόσο επιμονή στους δύο-τρεις επίσημα καταγεγραμμένους. Ας τολμήσουν κάποιοι ερευνητές να βγουν από τα γραφεία των φωτογραφικών μουσείων, κέντρων και ιδρυμάτων και, ξεπερνώντας τους συμβιβασμούς, να βγάλουν από το σκοτάδι όλους τους φωτογράφους, τοποθετώντας τους στη θέση που τους αξίζει. Αν θέλουμε πραγματικά να γράψουμε την ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας, πρέπει να γίνουμε υπέρμαχοι των απανταχού λησμονημένων φωτογράφων.
    Λάζαρος Ακκερμανίδης: Από τους πρώτους, ο οποίος παρέμεινε στο μέτωπο σε όλη τη διάρκεια του 1940-41, σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους του. Το φωτογραφικό έργο του είναι πολύ σημαντικό, γιατί φωτογράφησε κάτω από πραγματικές συνθήκες, ακόμη και στιγμιότυπα μαχών και όχι αποκλειστικά λήψεις στημένων φωτογραφιών. Η καταγραφή της σκληρής πραγματικότητας του Έλληνα φαντάρου είναι ανεκτίμητη.
    Μεγάλος αριθμός φωτογραφιών του Ακκερμανίδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νίκη, που πρωτοεκδόθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1940, καθώς και στο μοναδικό ομότιτλο λεύκωμα που εκδόθηκε από την ίδια την εφημερίδα. Να σημειώσουμε επίσης ότι το 1945 στο Ζάππειο παρουσίασε σε ατομική έκθεση μια μεγάλη ενότητα φωτογραφιών του πολέμου με εκτυπώσεις δικές του.
    Το φωτογραφικό υλικό του εντοπίστηκε από τον Άλκη Ξανθάκη, καθηγητή – ιστορικό ερευνητή, το 1993 και 200 από αυτές παρουσιάστηκαν σε έκθεση στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.
    Γιώργος Προκοπίου: Ζωγράφος και φωτογράφος∙ παρότι ήταν σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από άσθμα και βρογχίτιδα, κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για το μέτωπο, όπου τράβηξε φωτογραφίες για να τις χρησιμοποιήσει ως βάση για ζωγραφικούς πίνακες. Πέθανε όμως στο χιονισμένο Αργυρόκαστρο στις 20 Δεκεμβρίου 1940, αφήνοντας ατελείωτη την προσπάθειά του, όμως έμειναν σημαντικά φωτογραφικά καρέ από την εικαστική ενέργεια του.
    Πέτρος Πουλίδης: Στις αρχές του 1941, ο πρώτος Έλληνας φωτορεπόρτερ, πήγε στο μέτωπο ως πολεμικός φωτορεπόρτερ του ελληνικού στρατού. Από φωτογραφίες του μετώπου όπου απεικονίζεται και ο ίδιος τεκμηριώνουμε ότι φέρει ειδικό σήμα στο πηλήκιο και αντίστοιχο στο πέτο. Το φωτογραφικό αρχείο του έχει αγοραστεί από την ΕΡΤ και έχει ψηφιοποιηθεί. Ο ελληνοϊταλικος πόλεμος περιλαμβάνει πάνω από 100 γυάλινες πλάκες (αρνητικά) μεγάλων διαστάσεων 9×12 και 13×18, με ποικίλα θέματα και με την αντίστοιχη ιστορική τεκμηρίωση. Αρκετές φωτογραφίες του υπάρχουν και στο ΓΕΣ και στο Πολεμικό Μουσείο.
    Οι φωτογράφοι του Μετώπου: Λάζαρος Ακκερμανίδης (Νίκη), Σπύρος Αλεξίου, Δημήτρης Γιάγκογλου (Πρωία), Θωμάς Ιωνάς (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Κυριάκος Κουρμπέτης (Πρωία, Ακρόπολις), Γ. Κασόλας (Ασύρματος), Ιωάννης Νισυρίου (Βραδυνή), Δημήτρης Μάρτογλου (Πρωία), Τάσος Μελετόπουλος, Δημήτρης Μελισίδης (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Γιάννης Μπίρης (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Δήμος Πατρίδης, Πέτρος Πουλίδης (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Ν. Σούτσος (Έθνος), Ευστράτιος Στελίγκος, Βασίλης Τσακιράκης (Ακρόπολις), Δημήτρης Τριανταφύλλου (Πρωία, Ακρόπολις), Σπύρος Τράνακας, Δημήτρης Φωτεινόπουλος (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Δημήτρης Φλώρος (Εμπρός, Ασύρματος), Σπύρος Χαλκίδης (ελεύθερος φωτορεπόρτερ), Αδελφοί Μεγαλοκονόμου (Κωνσταντίνος, Μανώλης και Χαράλαμπος), που πήγαν και σαν φωτογράφοι και σαν κινηματογραφιστές.
    Επίσης φωτογράφισαν οι: Γιώργος Προκοπίου (ζωγράφος και φωτογράφος), Δημήτρης Χαρισιάδης (αξιωματικός επιτελείου), Γιάννης Παπαρρόδου (αξιωματικός πυροβολικού), Χρίστος Ν. Πέτρου Μεσογείτης, οπλίτης (αρχαιολόγος), Απ. Τζάκος, οπλίτης, Mαρία Xρουσάκη, εθελόντρια του Eρυθρού Σταυρού (συνδύασε την ιδιότητα της αδελφής νοσοκόμου με εκείνη της ερασιτέχνη φωτογράφου, έχοντας, κατά συνέπεια, περιορισμένο θεματολόγιο).
    Τέλος, μερικά ονόματα κινηματογραφιστών: Δημήτρης Γαζιάδης, Κορνήλιος Διακάκης, Γιάννης Δριμαρόπουλος, Γεράσιμος Δριμαρόπουλος, Σπύρος Κοκκόλης, Γαβριήλ Λόγγος, Πρόδρομος Μεραβίδης, Μανώλης Μεγαλοοικονόμου, Θανάσης Παπαδούκας, Κώστας Παπαδούκας, Φιλοποίμην Φίνος.
    Για τη βοήθειά τους ευχαριστώ τους Άλκη Ξανθάκη (καθηγητή – ιστορικό ερευνητή), Νίκο Τόλη (συλλέκτη – ερευνητή), Γιάννη και Αλέξανδρο Ακκερμανίδη, Πέτρο Μιχάλη (εκδότη), καθώς και τους φορείς αρχειακού υλικού.

    * Ο Μανόλης Κασιμάτης είναι εικαστικός φωτογράφος και ερευνητής, μέλος της Πολιτιστικής Εταιρείας «Φωτογραφίζοντας»

  17. Άρθρο του Γ. Θ. Μαυρογορδάτου στην «Κ»: Το «ΟΧΙ» του βασιλιά

    O Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος υπήρξε υπέρτατη δοκιμασία και «τεστ αντοχής» της βασιλείας σε πολλές χώρες. «Το όχι του βασιλιά» είναι ο τίτλος νορβηγικής ταινίας του 2016, που κυκλοφόρησε διεθνώς με τον αγγλικό τίτλο «The King’s Choice» (Η επιλογή του βασιλιά)

    Δεν πρόκειται λοιπόν για το δικό μας «Οχι», που είπε για λογαριασμό μας ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς και έτσι μεταμορφώθηκε μονομιάς σε αδιαμφισβήτητο εθνικό ηγέτη. Πρόκειται για την απάντηση που είχε δώσει λίγο νωρίτερα, στις 10 Απριλίου 1940, ο βασιλέας της Νορβηγίας Χάακον Ζ΄ (7ος) στην αξίωση του Χίτλερ να διορίσει πρωθυπουργό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ, συνεργάτη των Γερμανών, που το όνομά του έγινε ύστερα παντού συνώνυμο της προδοτικής συνεργασίας μαζί τους.

    Το επεισόδιο αυτό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι εμβληματικό από πολλές απόψεις. Πρώτα πρώτα δείχνει ότι ο βασιλιάς μπορεί κυριολεκτικά να ενσαρκώνει την κρατική υπόσταση και ανεξαρτησία. Οι Γερμανοί αρχικά σχεδίαζαν απλώς να τον αιχμαλωτίσουν, με αιφνιδιαστική απόβαση στο Οσλο. Τους καθυστέρησε όμως το φρούριο που φύλαγε τις θαλάσσιες προσβάσεις και βύθισε με τα πυρά του ένα καταδρομικό τους, προκαλώντας σοβαρές ζημιές και σε ένα άλλο. Ετσι, πρόλαβαν να ξεφύγουν ο βασιλιάς και ο διάδοχος, μαζί με την κυβέρνηση και τη Βουλή. Μετά την άρνησή του να συνεργαστεί μαζί τους, οι Γερμανοί επιδίωξαν πλέον απλώς να τον σκοτώσουν, με στοχευμένους βομβαρδισμούς. Με άλλα λόγια, πρώτα η αιχμαλωσία και ύστερα ο θάνατος του βασιλιά ισοδυναμούσε, στα μάτια τους, με κατάλυση της νορβηγικής κρατικής υπόστασης και ανεξαρτησίας.

    Ο Χάακον Ζ΄ είχε την ιδιαιτερότητα ότι είχε εκλεγεί το 1905 από τους ίδιους τους Νορβηγούς με 79% σε δημοψήφισμα που ζήτησε ο ίδιος. Ως Δανός πρίγκιπας, τους ήταν οικείος. Ως ο πρώτος δικός τους βασιλιάς έπειτα από πέντε και πλέον αιώνες (στη διάρκεια των οποίων το νορβηγικό στέμμα ανήκε πρώτα στους βασιλείς της Δανίας και από το 1814 σε εκείνους της Σουηδίας), διάλεξε το όνομα έξι παλαιών Νορβηγών βασιλέων και έγινε έτσι ο 7ος στη σειρά. Είπε λοιπόν στον κατάπληκτο Γερμανό απεσταλμένο ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει μόνος του, αλλά μόνο σε συμφωνία με την κυβέρνηση. «Εχουμε δημοκρατία», του εξηγεί (στην ταινία). Προφανώς «βασιλευόμενη»… Τη δημοκρατική του αντίληψη είχε άλλωστε αποδείξει περίτρανα το 1928 διορίζοντας την πρώτη αριστερή κυβέρνηση και δηλώνοντας «Είμαι ο βασιλέας και των κομμουνιστών»!

    Με τη στάση του ο Χάακον Ζ΄ εξασφάλισε ότι η Νορβηγία προέβαλε σθεναρή αντίσταση στη γερμανική εισβολή επί δύο μήνες, μέχρι να αποχωρήσουν οι δυνάμεις των Αγγλογάλλων.

    Υστερα ο Χάακον Ζ΄ ουσιαστικά εξεβίασε τη νορβηγική κυβέρνηση με τη δήλωση ότι, αν προτιμήσουν να υποκύψουν στους Γερμανούς, αυτός θα παραιτηθεί, μαζί με τον διάδοχο Ολαφ και όλη του την οικογένεια. Εξασφάλισε έτσι ότι η Νορβηγία προέβαλε σθεναρή αντίσταση στη γερμανική εισβολή επί δύο μήνες, μέχρι να αποχωρήσουν οι δυνάμεις των Αγγλογάλλων. Και όταν αργότερα βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση, συνεχίζοντας τον πόλεμο, ο Χάακον Ζ΄ αρνήθηκε να παραιτηθεί, όπως του ζήτησε η Βουλή υποκύπτοντας στις απειλές των Γερμανών. Επικαλέστηκε τον όρκο του. Στην κατεχόμενη χώρα, το βασιλικό μονόγραμμα (ένα «Η» που περιείχε ένα «7») έγινε σύμβολο καθολικής αντίστασης.

    Οτι η συγκεκριµένη ταινία γυρίστηκε το 2016 δείχνει πόσο σημαντικά παραμένουν όλα αυτά μέχρι σήμερα για τη συλλογική μνήμη και το εθνικό αφήγημα των Νορβηγών. Προσφέρει άλλωστε και μία επιβεβαίωση ιστορικής συνέχειας, αφού εμφανίζονται σ’ αυτήν τόσο ο γιος και διάδοχος του Χάακον Ζ΄, που βασίλεψε ως Ολαφ Ε΄, όσο και ο εγγονός, που βασιλεύει ακόμη σήμερα ως Χάραλντ Ε΄.

    Αν ο Χάακον Ζ΄ εκπλήρωσε στον υπέρτατο βαθμό την αποστολή του ως βασιλέα, ο Λεοπόλδος Γ΄ του Βελγίου υπήρξε η διαμετρικά αντίθετη περίπτωση ολοκληρωτικής αποτυχίας. Αντίθετα με τη γνώμη της κυβέρνησης και παρά τη συνταγματική τάξη, στις 27 Μαΐου 1940 παραδόθηκε άνευ όρων στους Γερμανούς μαζί με τον στρατό του, αφήνοντας εκτεθειμένα τα συμμαχικά βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα. Υστερα αρνήθηκε να ακολουθήσει την κυβέρνηση στο εξωτερικό και παρέμεινε αιχμάλωτος των Γερμανών, πρώτα στο κατεχόμενο Βέλγιο και ύστερα αλλού. Δίχασε έτσι τον λαό και η καθυστερημένη επιστροφή του το 1950 σχεδόν προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο και διάσπαση του κράτους, αφού στο σχετικό δημοψήφισμα η πλειοψηφία της Φλάνδρας ήταν μαζί του και η πλειοψηφία της γαλλόφωνης Βαλλονίας και των Βρυξελλών εναντίον του. Τελικά εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του. Μόνο έτσι διασώθηκε η βασιλεία, την ύστατη ώρα, και παραμένει μέχρι σήμερα ο σπουδαιότερος κοινός θεσμός που ενώνει το Βέλγιο ως ομοσπονδιακό κράτος.

    https://www.kathimerini.gr/society/562113943/arthro-toy-g-th-mayrogordatoy-stin-k-to-ochi-toy-vasilia/

  18. Οι αλυσιδωτές συνέπειες του “Όχι” – Από το αλβανικό μέτωπο στον Felix
    27/12/2023

    ΖΟΛΩΤΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    Το θέρος του 1940, ο Χίτλερ, μετά την αποτυχία του Θαλασσίου Λέοντος (οδηγίες υπ’αρ. 16/16/07.1940 και 17/01.08.1940), περί εξαλείψεως της Αγγλίας, κατέστρωσε δύο περαιτέρω σχέδια, πάντα επί σκοπώ την εξαφάνιση της Αγγλίας: το Σχέδιο Μπαρμπαρόσα (οδηγία υπ’αρ. 21/18.12.1940), περί κατακτήσεως της Ρωσίας και το Σχέδιο Φέλιξ (οδηγία υπ’αρ. 18/12.11.1940), περί καταλήψεως της Μεσογείου.

    Έτσι, την 23.10.1940, συνήντησε, στο Χεντάγιε της Νοτίου Γαλλίας, τον Ισπανό ομόλογό του, Φρανθίσκο Φράνκο, προκειμένου όπως ο τελευταίος εισέλθει στον πόλεμο παρά το πλερό του. Μανθάνων κατά την επιστροφή του στο Βερολίνο, περί της αναπαντέχου επιθέσεως του Μουσολίνι κατά της Ελλάδος, λέγει στον ΥΠ.ΕΞ. του, Ι. φον Ρίμπεντροπ, τον διερμηνέα του Πάουλ-Όττο Σμιτ και τον Αρχηγό της Ανωτάτης Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατάρχη Βίλχελμ Κάϊτελ (Corvaja, Santi, Hitler and Mussolini, 2008, σελ. 144): «Πως ο Μουσολίνι έκανε κάτι τέτοιο ; Αυτό είναι σκέτη τρέλα».

    Την 04.11.1941, σε πολεμική σύσκεψη στο Βερολίνο (Καγκελαρία), ο Χίτλερ θ’αποκαλέσει την εκστρατεία του Μουσολίνι «αξιοθρήνητο ατόπημα» (William Shirer, H Άνοδος και η Πτώση του Τρίτου Ράϊχ, εκδ. Ι. Δ. Αρσενίδη, 1960, τόμ. 3ος, σελ. 49-50).

    Την δε 19.11.1940, στο Μπερχτεσγκάντεν (Βαυαρικές Άλπεις), εδήλωσε στον Ισπανό ΥΠ.ΕΞ., Ραμόν Σεράνο Σούνιερ (Ramón Serrano Suñer, Entre Henday y Gibraltar, σελ. 325): «Οι Ιταλοί διέπραξαν μόλις προ ολίγου ένα σοβαρό και ασυγχώρητο σφάλμα (…) κατά των Ελλήνων. (…). (…) πρέπει (…) να επισπεύσουμε το τέλος του πολέμου (…)».

    Κατόπιν τούτου, ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών εσημείωσε (ένθ’ άνωτ): «Τα πράγματα έβαιναν πραγματικά άσχημα δια τους Λατίνους αδελφούς μας. Το άστρο του Τσιάνο [Ιταλός ΥΠ.ΕΞ.] άρχισε να δύει˙ ο Ρίμπεντροπ του ομιλεί αρκετά σκληρά».

    Ο Χίτλερ προς τον Μουσολίνι
    Την 20.11.1941, κατά την επιστροφή του προς Βερολίνο, ο Φύρερ αποστέλλει επιστολή προς τον Ντούτσε, ζητών να τον συναντήσει στην Φλωρεντία, γράφων (Γεώργιος Ν. Θεοφάνους, Το μοιραίο 1941, εκδ. Καστανιώτη, 2004, σελ. 77 επ.): «Ντούτσε, (…) Ήθελα, προ παντός, να σας παρακαλέσω ν’ αναβάλετε για λίγο την επιχείρηση [κατά της Ελλάδος], πιθανώς για πιο κατάλληλη εποχή, εν πάση περιπτώσει πάντως, για μετά την εκλογή Αμερικανού προέδρου. (…) Οι ψυχολογικές συνέπειες της καταστάσεως είναι δυσάρεστες, καθ’ο μέτρον επιδρούν δυσμενώς στις διπλωματικές προπαρασκευές, που ευρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. (…) Η Ισπανία πρέπει να πεισθεί να εισέλθει αμέσως του πολέμου»

    Την 01.12.1940, ο αρχηγός της γερμανικής αντικατασκοπείας, Βίλχελμ Κανάρη, προσήγγισε τη εντολή του Χίτλερ, τον εν Μαδρίτη Ούγγρο πρέσβυ Ρούντολφ Άντορκα, διά να βολιδοσκοπήσει τον αυτόθι Έλληνα πρέσβυ, ναύαρχο Περικλή Αργυρόπουλο, επί σκοπώ να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας προς όφελος της Ελλάδος. Ταύτα εγνώσθησαν δι’ επιστολής του Π. Αργυροπούλου υπό χρονολογία 03.07.1952 προς την Γερμανίδα ιστορικό Έρενγκαρντ Σραμ φον Τάντεν (Αναστ. Π. Ζολώτα, Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2005).

    Τ’ανωτέρω επιβεβαιούνται επίσης διά τηλεγραφήματος υπό χρονολογία 05.12.1940 του Άγγλου πρεσβευτού εν Μαδρίτη, σερ Σάμουελ Χόαρ, κατά τον οποίον η Γερμανία φρονούσε πως οι Έλληνες έπρεπε πλέον να προσεγγίσουν την Γερμανία, επί σκοπώ τον τερματισμό του πολέμου με όρους ευνοϊκούς διά την Ελλάδα και την αποτροπή επεκτάσεως του πολέμου στα Βαλκάνια (Creveld, Martin L. van, Hitler’s Strategy 1940-1941: The Balkan Clue, Cambridge University Press, 1973, σελ. 89)

    Ο Ιωάννης Μεταξάς ουδεμία σημασία εφέρετο ν’απέδωσε στις ανωτέρω γερμανικές κρούσεις, παρά οι Έλληνες συνέχισαν να περνούν ακάθεκτοι στην αντεπίθεση, καταλαμβάνοντες την Κορυτσά και το Πόγραδετς (22-30.11.1940), την δε 10.01.1941, το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Εν συγκρίσει δε προς άλλα υφιστάμενα μέτωπα (Ανατολικοαφρικανικό και Δυτικοαφρικανικό), η προέλαση των Ελλήνων στην Αλβανία απετέλει εν δεδομένη στιγμή την πλέον ή αποφασιστική αντεπίθεση που κατεφέρετο κατά του Άξονος.

    Κατόπιν των ανωτέρω, υιοθετείται η υπ’αριθμ. 20/13.12.1940 οδηγία περί καταλήψεως της Ελλάδος (Σχέδιο Μαρίτα) «εκ της απειλητικής καταστάσεως στην Αλβανία, (…). (…) Άμα τη ολοκληρώσει της “Επιχειρήσεως Μαρίτα”, οι εμπλακείσες δυνάμεις θα αποσυρθούν προς νέα χρήση» (Ww2db.com). Κατά τον Γερμανό υποστράτηγο Β. Mueller-Hillebrand, η σκέψη του Χίτλερ να επέμβει στα Βαλκάνια άρχεται από 04.11.1940, ήτοι 7 ημέρες από της εξαπολύσεως της ιταλικής επιθέσεως. Η «νέα χρήση» συνίστατο στην επιστροφή των αποσταλεισών στην Ελλάδα γερμανικών δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο, προοριζομένων κατά της Ρωσίας.

    Οι ψυχολογικές επιπτώσεις
    Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Luftwaffe, στρατηγός Hans Jeschonnek, μετ’από συνάντησή του με τον Φύρερ, την 04.12.1940, σημειοί (Νέϊβιντ Ίρβινγκ, Ο Πόλεμος του Χίτλερ, τόμ. Α΄, σελ. 453): «(…) η πανωλεθρία των Ιταλών στην Ελλάδα έχει και ψυχολογικές επιπτώσεις, εκτός από τα στρατηγικά μειονεκτήματα: Η στάση της Αφρικής και της Ισπανίας έναντί μας αρχίζει να κλονίζεται».

    Ωστόσο, ο Φύρερ δεν το βάζει κάτω. Την 07.12.1940, διά πάλιν του Β. Κανάρη, ζητεί υπό του Φράνκο «επείγουσα απάντηση, διότι οι αποτυχίες, που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα στην Αλβανία, κατά τις αρχές Δεκεμβρίου, ηύξησαν τις δυσχέρειες της μεσογειακής στρατηγικής» (Α. Κοραντής, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης, τόμ. 3ος, σελ. 304).

    Δι’ετέρας επιστολής του υπό χρονολογία 31.12.1940 προς τον Μουσολίνι, δηλοί, ότι «η Ισπανία, εξαιρετικά ανήσυχη για την κατάσταση, που, κατά την γνώμη του Φράνκο, επεδεινώθη, ηρνήθη να συνεργασθεί με τις δυνάμεις του Άξονος» (Ουίνστον Τσώρτσιλ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τόμ. β΄, σελ. 212).
    …………………………………….
    …………………………………….
    https://slpress.gr/istorimata/oi-alisidotes-sinepeies-tou-oxi-apo-to-alvaniko-metopo-ston-felix/


Σχολιάστε