Ένα αφιέρωμα στο περιοδικό του ΟΔΕΓ
H γενοκτονία Ελλήνων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο Εθνικός Διχασμός
Του Βλάση Αγτζίδη (*)
Με το κίνημα των Νεότουρκων στην οθωμανική Μακεδονία τα γεγονότα απέκτησαν μια άλλη ταχύτητα. Στη θέση των παλιών ράθυμων Οθωμανών, που από το 1856 είχαν επιχειρήσει με το Τανζιμάτ να μεταρρυθμίσουν την προβληματική ισλαμική Αυτοκρατορία αποδίδοντας για πρώτη φορά το δικαίωμα του ισότιμου πολίτη στους παλιούς ραγιάδες, ήρθαν ακραίοι εθνικιστές, εμπνεόμενοι από την μιλιταριστική και φυλετική γερμανική σχολή με μοναδικό στόχο να μετατρέψουν με κάθε τρόπο την πολυεθνική οθωμανική κοινωνία σε καθαρά τουρκική.
Με αυτές τις σκέψεις θα ξεκινήσουν την καταπίεση των χριστιανικών κοινοτήτων και θα προκαλέσουν τους βαλκανικούς πολέμους, με αποτέλεσμα να ηττηθούν και να εκδιωχθούν από τα ηπειρωτικά και μακεδονικά εδάφη. Στη συνέχεια θα οργανώσουν μυστικά τις εθνικές εκκαθαρίσεις των χριστιανικών πληθυσμών και θα θέσουν σε εφαρμογή αυτά τα σχέδιά τους από το 1914.

Η έξοδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Για τους Νεότουρκους, η έξοδος στον πόλεμο σήμαινε την υλοποίηση της νεοτουρκικής εθνικιστικής φαντασίωσης, την οποία περιγράφει τον Φεβρουάριο του 1916 ο δρ. Σακίρ (Bahaeddin Şakir), ένα από τα ηγετικά στελέχη του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος: «Είναι επιτακτική η ανάγκη να υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη προς την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ των ισλαμικών κόσμων της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το τεράστιο έργο θα επιτευχθεί μέσα από την επιστημονική ιδιοφυΐα και το οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και το γενναίο χέρι των Τούρκων».[i]
Οι μετακινήσεις των πληθυσμών στο πλαίσιο μιας αντίληψης περί μηχανικής αντιμετώπισης των ποσοστών καθόρισαν την πολιτική των Νεότουρκων εξαρχής. Ο ιστορικός Φουάτ Ντουντάρ (Fuat Dündar) αναφέρει ότι μετά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από τους Έλληνες, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό των μικρασιατικών παραλίων. Αποφάσισαν να εφαρμόσουν το σχέδιο αυτό χρησιμοποιώντας την παρακρατική τρομοκρατική Ειδική Οργάνωση Τεσκιλάτ-ι Μαχσουσά (Teșkilât-ı Mahsusa).[ii] Χαρακτηριστικές ήταν οι εντολές που έδωσε ο Τζελάλ Μπαγιάρ, επικεφαλής του Κομιτάτου στην περιοχή της Σμύρνης. Στις 14 Μαΐου 1914 έστειλε την εξής εντολή: «Είναι επείγον για πολιτικούς λόγους οι Έλληνες κάτοικοι των ακτών της Μικράς Ασίας να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στα βιλαέτια του Ερζερούμ και της Χαλδίας. […] Αν αρνηθούν δώστε εντολή στους αδελφούς μουσουλμάνους να τους εξαναγκάσουν με κάθε είδους πράξη να εκπατριστούν εθελοντικά».[iii]
Η βία κατά των χριστιανικών εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκε βαθμιαία. Το πρώτο βήμα ήταν το μποϊκοτάζ που υποκινούσε η κυβέρνηση κατά των επιχειρήσεων που ανήκαν σε χριστιανούς. Το μποϊκοτάζ υπήρξε ένα μέσο κινητοποίησης των ισλαμικών μαζών για την υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων.[iv] Ο εμπορικός αποκλεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων κορυφώθηκε το 1914. Στη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρεται ότι η πολιτική αυτή στόχευε στον εκτουρκισμό της Κωνσταντινούπολης, η οποία έως τότε είχε σε μεγάλο βαθμό ελληνικό χαρακτήρα και «ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την απονέκρωσιν πάσης εμπορικής κινήσεως και συνδιαλλαγής μεταξύ των ομογενών της πρωτευούσης».[v]
Ο Τούρκος πολιτικός επιστήμονας Ισμαήλ Μπεσικτζί (Ismail Beşikci) αναφέρει:
«Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής επιταχύνθηκε από τις αρχές του 1910. Μετά δε από τους Βαλκανικούς Πολέμους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Μια πολύ μικρή ομάδα της Κεντρικής Επιτροπής (Μερκεζ-ί Ουρουμί) ήταν υπεύθυνη για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Μέσα στη μικρή αυτή ομάδα υπήρχαν άτομα όπως οι Μπεχαεντίν Σακίρ, ο δρ. Ναζίμ και ο Ζιγιά Γκιοκάλπ. Τα άτομα αυτά ήταν αμετακίνητα στη θέση τους εντός της Κεντρικής Επιτροπής του Κομιτάτου. Τις περισσότερες φορές οι συνεδριάσεις τους ήταν μυστικές.
»Όταν ξεκίνησε η προσπάθεια της οργάνωσης και της εξέτασης των μεθόδων επαναδιοργάνωσης του οθωμανικού κράτους γύρω από τα τουρκικά στοιχεία, άρχισαν να εμφανίζονται τα εμπόδια και οι δυσκολίες. Τα μεγάλα εμπόδια στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής ήταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι και οι Κιζιλμπάσηδες (Αλεβίτες). Στην πληθυσμιακή συγκρότηση του νέου κράτους δεν έπρεπε να υπάρχει θέση για τα χριστιανικά στοιχεία του πληθυσμού, όπως οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι, καθώς και τα μη τουρκικά στοιχεία, όπως οι Κούρδοι, και τα μη μουσουλμανικά, όπως οι Αλεβίτες.
»Για τον λόγο αυτόν ετοιμάστηκαν λεπτομερή σχέδια για κάθε περίπτωση. Οι Έλληνες και Αρμένιοι θα έπρεπε να εκριζωθούν από την πληθυσμιακή συγκρότηση του νέου τουρκικού κράτους. Για τον λόγο αυτόν οι Έλληνες των περιοχών της Μαύρης Θάλασσας (Πόντος), της Καππαδοκίας και των παραλίων του Αιγαίου θα έπρεπε να εξοριστούν. Ο πληθυσμός των Αρμενίων θα εξοντωνόταν με γενοκτονία. Στο νέο τουρκικό κράτος που σχεδίαζε το Κομιτάτο “Ένωση και Πρόοδος” δεν θα υπήρχαν άλλες εθνότητες εκτός απ’ την τουρκική. Οι Κούρδοι, όντας μουσουλμάνοι, θα αφομοιώνονταν στον τουρκισμό, θα εκτουρκίζονταν. Οι Κιζιλμπασήδες (Αλεβίτες) θα αφομοιώνονταν στον μουσουλμανισμό [την κυρίαρχη σουνιτική εκδοχή]. Ο μουσουλμανισμός θα ήταν το κύριο στήριγμα του τουρκισμού.
»Ένας στόχος στον οποίο το Κομιτάτο έδωσε πολύ μεγάλη σημασία ήταν η εθνικοποίηση της οικονομίας. Ο στόχος αυτός συνεπαγόταν την εκπόνηση μεθόδων για την αρπαγή από τα χέρια των Ελλήνων και των Αρμενίων του συσσωρευμένου κεφαλαίου, των μέσων βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου. Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι στην αποτίμηση του βιομηχανικού δυναμικού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το 1915, το 90% των βιομηχανικών εγκαταστάσεων στις περιοχές της Κωσταντινούπολης, του Αιγαίου καθώς και στην Κιλικία, βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ελλήνων και των Αρμενίων».[vi]
Η οργάνωση των γενοκτονιών
Ο Τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακσάμ αναφέρει ότι το σχέδιο αυτό της εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών ήταν γνωστό στους Γερμανούς συμμάχους των Νεότουρκων: «Γερμανικά έγγραφα εκείνης της περιόδου καταδεικνύουν ότι ο υπουργός Εσωτερικών μίλησε σε Γερμανούς διπλωμάτες με την ίδια ειλικρίνεια: «Ο Talat Bey […] εξήγησε χωρίς κανένα δισταγμό ότι η κυβέρνησή [του] επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τον Παγκόσμιο Πόλεμο ως πρόσχημα [ούτως ώστε να μην επιτραπεί σε ξένες χώρες να παρέμβουν], με σκοπό να εκκαθαρίσει τη χώρα από τους εσωτερικούς εχθρούς της – δηλαδή τους χριστιανούς όλων των δογμάτων”. Σύμφωνα με τα λόγια του Kuşçubaşı Eşref, ενός από τους βασικούς πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων εθνικής εκκαθάρισης, οι μη-μουσουλμάνοι ήταν “εσωτερικά καρκινώματα” στο σώμα του οθωμανικού κράτους και έπρεπε να “αφαιρεθούν”· το να γίνει αυτό, ισχυρίστηκε, ήταν “υπόθεση εθνικής σημασίας”».[vii]
Ο Φουάτ Ντουντάρ αναφέρει ότι η παρουσία των ελληνικών πληθυσμών, ειδικά αυτών που κατοικούσαν στα παράλια του Αιγαίου, είχε θεωρηθεί από τη νεοτουρκική εξουσία ως πρόβλημα στρατιωτικό, εθνικό και πολιτικό, και είχε αποφασιστεί να εκδιωχθούν. Αναφέρει ότι την πίεση προς τους πληθυσμούς αυτούς, μέσα από πράξεις βίας, είχε αναλάβει η παρακρατική τρομοκρατική Ειδική Οργάνωση Τεσκιλάτ-ι Μαχσουσά, που είχε δημιουργηθεί από το Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος». Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιήθηκαν τρεις μέθοδοι: η βίαιη εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια, η τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού και ο οικονομικός αποκλεισμός, ώστε να καταστεί αβίωτη η ζωή για τους Έλληνες.[viii]
Αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι η καταπίεση και η εξαφάνιση των χριστιανικών κοινοτήτων υπήρξε έμπνευση των Γερμανών. Ο Μιχαήλ Ροδάς, δημοσιογράφος και διευθυντής Γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας Σμύρνης, θεωρεί ότι στόχος της Γερμανίας ήταν «να εκδιωχθούν τελείως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και να συντριβούν οι Έλληνες».[ix] Τον στόχο αυτόν προπαγάνδιζε από το 1915 ο Γερμανός Φραντς Κόολερ: «Αφ’ ενός με τον τουρκικό αποικισμό στα παρ’ αμιγών Ελλήνων κατοικούμενα νησιά του Αιγαίου και τις Μικρασιατικές ακτές –απ’ όπου αυτοί θα εκδιωχθούν– αφ’ ετέρου με την ηθική και οικονομική εξασθένιση όσων Ελλήνων απομείνουν, θα κατορθωθεί ο βαθμιαίος εξισλαμισμός της Τουρκίας. Θα κατορθωθεί η ίδρυση τουρκικού κράτους με συμπαγή τουρκική μάζα, κράτους δηλαδή που θα έχει καθαρά εθνικό χαρακτήρα. […] Οι ελληνικές αρπακτικές διαθέσεις δεν θα έχουν πλέον έδαφος πραγματοποίησης. Γιατί η κύρια βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η πολιτική του ελευθέρου βασιλείου, η λύτρωση του υποταγμένου γένους, θα έχει εκλείψει αφού ο Ελληνισμός θα ’χει εξαφανιστεί».[x]
Πάντως οι εξελίξεις καθορίστηκαν από την τυχαιότητα του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και τον τυχοδιωκτισμό των Νεότουρκων, που πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία είχε έρθει η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων. Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «[…] το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές […]».[xi]
Ο Φουάτ Ντουντάρ υποστηρίζει ότι οι Νεότουρκοι συμμετείχαν στον πόλεμο έχοντας την εντύπωση ότι πολύ γρήγορα, με κεραυνοβόλες επιθέσεις, θα κατέστρεφαν τις βρετανικές και ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις και ότι σύντομα θα έφταναν στην Αίγυπτο και στο φαντασιακό τους Τουράν της Κεντρικής Ασίας. Και ότι μετά από τις πρώτες ήττες σε Σαρήκαμις και Βαν αποφάσισαν ότι για την ασφάλεια της Ανατολίας θα έπρεπε να αλλάξουν την εθνοτική της σύνθεση. Δηλαδή να εξαφανίσουν τους πληθυσμούς που θεωρούσαν εν δυνάμει εχθρικούς.[xii]
Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάθηκαν τα καταπιεστικά μέτρα κατά των χριστιανικών κοινοτήτων.
Προβλήματα λόγω του Ρωσοτουρκικού Πολέμου δημιουργήθηκαν και στα ελληνικά χωριά του Καρς που βρίσκονταν στη συνοριακή περιοχή από την πλευρά της Ρωσίας. Η σύγκρουση εντάθηκε τον Δεκέμβριο του 1914 γύρω από την πόλη Σαρίκαμις με τα πολλά ελληνικά χωριά, που βρίσκονταν στη ρωσική επικράτεια. Η πόλη αυτή απείχε 58 χιλιόμετρα από το Καρς (νότια) και 50 από το Ερζερούμ στην τουρκική επικράτεια, όπου υπήρχαν πολυάνθρωπες αρμενικές κοινότητες. Επικεφαλής των νεοτουρκικών στρατευμάτων ήταν ο Ενβέρ πασάς, ηγετικό στέλεχος της Τριανδρίας των Νεότουρκων, και των ρωσικών ο στρατηγός Νικολάι Γιουντίνιτς (Nikolai Nikolayevich Yudenich). Μετά από κάποιες πρώτες επιτυχίες των τουρκικών στρατευμάτων που προκάλεσαν κύμα φυγής των κατοίκων των συνοριακών ελληνικών χωριών, οι Ρώσοι αντεπιτέθηκαν και με τη βοήθεια των Ελλήνων κατοίκων που γνώριζαν τα περάσματα κατάφεραν να σταματήσουν την τουρκική προέλαση. Η πολύ κακή οργάνωση του τουρκικού στρατού, η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης, η χαμηλής ποιότητας ηγεσία καθώς και η αποφασιστικότητα των Ρώσων οδήγησαν σε πραγματική πανωλεθρία.[xiii]

Η γενοκτονία των Αρμενίων
Η ήττα των νεοτουρκικών στρατευμάτων από τους Ρώσους προκάλεσε ένα κύμα αντεκδικήσεων γιατί η νεοτουρκική ηγεσία επέρριψε αδίκως τις ευθύνες της ήττας στους Αρμένιους κυρίως αλλά και στους Έλληνες.[xiv] Μετά την ήττα στο Σαρίκαμις, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι στρατιώτες θα αποστέλλονται πλέον στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που είχαν ήδη δημιουργηθεί από τον Σεπτέμβριο του 1914. Έτσι επεκτάθηκε στους χριστιανικούς πληθυσμούς η τάση αποφυγής της στράτευσης καθώς και οι τάσεις λιποταξίας των ήδη υπηρετούντων στον οθωμανικό στρατό. Η κατάσταση αυτή αύξησε την πίεση προς τις χριστιανικές κοινότητες και ειδικά προς τις οικογένειες των λιποτακτών ή των φυγόστρατων, ευνοώντας τη νεοτουρκική πολιτική για αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου. Όμως μια από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης θα ήταν και η ενίσχυση των ελληνικών ένοπλων ομάδων, που κατέφυγαν στα όρη και βαθμιαία σχημάτισαν το ποντιακό αντάρτικο κίνημα.[xv]
Η πρώτη χριστιανική ομάδα της Ανατολίας που εξοντώθηκε συστηματικά υπήρξε η αρμενική. Ειδικά μετά την ήττα των τουρκικών στρατευμάτων στο Σαρήκαμις του Καυκάσου από τους Ρώσους, οι Νεότουρκοι έστρεψαν την οργή του κόσμου επί των Αρμενίων. Οι εκτοπίσεις άρχισαν τον Μάιο του 1915 και επισημοποιήθηκαν με υπουργικές αποφάσεις. Όλοι οι αρμενικοί πληθυσμοί της ανατολικής και κεντρικής Μικράς Ασίας μέχρι το καλοκαίρι είχαν εκτοπιστεί. Στη συνέχεια άρχισε η εκτόπιση των Αρμενίων που κατοικούσαν στις δυτικές περιοχές.
Η γενοκτονία στον Πόντο: «Le massacre blanc»
Ο εκτοπισμός ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1915, χωρίς να λάβει καθολικό χαρακτήρα – αυτό θα γίνει έναν χρόνο αργότερα. Ο ιθύνων νους του εκτοπισμού των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου και της Γενοκτονίας τους υπήρξε o διοικητής της Τραπεζούντας Tζεμάλ Αζμί (Cemal Azmi), γνωστός και ως «χασάπης της Τραπεζούντας» λόγω του ρόλου του στη γενοκτονία των Αρμενίων. Στις 11 Mαΐου 1916 έστειλε ένα τηλεγράφημα «εξαιρετικά εμπιστευτικό» και «προσωπικό» στον υπουργό Εσωτερικών Ταλαάτ πασά, όπου έγραφε τα εξής:
Κρίνοντας από τον μεγάλο αριθμό και την πυκνότητα των Ελλήνων κατοίκων κατά μήκος των ακτών, θεωρούμε ότι η εκτόπισή τους προς το εσωτερικό της χώρας είναι απαραίτητη, αλλά όχι κατά τον ίδιο τρόπο που διενεργήθη για τους Αρμενίους μια και αυτή την περίπτωση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί πάλι ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών μας. Παρ’ όλα ταύτα όμως, προτείνουμε όλοι οι Έλληνες που ζουν στην περιοχή 20 χιλιομέτρων από τη γραμμή του πολέμου, να μεταφερθούν άμεσα και αργότερα να προχωρήσουμε στα 30, 40, 50, 60 χιλιόμετρα, έτσι ώστε τα χωριά τους να κατοικηθούν από δικούς μας και να μην ερημώσουν. Η εφαρμογή του μέτρου θα πρέπει να ξεκινήσει από Τρίπολη, Κερασούντα και ίσως και Ορντού (Κοτύωρα).
Για όλους αυτούς τους Έλληνες όταν η καταστροφή και η δυστυχία γίνουν αχώριστος σύντροφός τους και χάσουν τα πάντα, θα μείνουν ελάχιστοι και όσοι θα έχουν απομείνει στις περιοχές των ακτών, θα φύγουν και αυτοί, «θα πάνε στο διάολο» έξω από την ιερή μας πατρίδα.[xvi]
Οι γαλλικές μυστικές αναφορές βρίθουν στοιχείων για τις εκτοπίσεις αυτής της περιόδου. Αναφορά που βασίζεται σε στοιχεία του γιου του Τζεμάλ πασά: «Εδώ και έξι βδομάδες, σφαγές Ελλήνων κατά μάζες έλαβαν χώρα. Ο αριθμός των φονευθέντων φτάνει τις 40.000». Στις 5 Οκτωβρίου η Υπηρεσία Πληροφοριών του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού αναφέρει: «Από σοβαρές πηγές, 50.000 άτομα εξορίστηκαν στο εσωτερικό με τις γνωστές ήδη συνθήκες. Ο ελληνισμός των ακτών της Μαύρης Θάλασσας υπέστη απόλυτη εξόντωση».[xvii]
Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο πρέσβης της Αυστροουγγαρίας στην Κωνσταντινούπολη Παλαβιτσίνι (Johann von Ρallavicini) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς».[xviii] Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίμπ πασάς, ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής απόψεως.[xix]
Η γενοκτονία στην υπόλοιπη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη
Η πρώτη ελληνική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπέστη διώξεις από τους Τούρκους εθνικιστές ήταν η Ανατολική Θράκη. Από το 1910 η πίεση έγινε αισθητή. Στην εφημερίδα Πρόοδος της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν αναφορές για διαμαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριάρχη προς την Υψηλή Πύλη. Στην περιφέρεια της Αδριανούπολης ο διωγμός των Ελλήνων άρχισε τον Μάρτιο του 1914. Στη Μαύρη Βίβλο αναφέρεται: «Σιγά και κατ’ ολίγον ήρξατο η κατά τρόπον άγριον και αυστηρόν εφαρμογή του νεοτουρκικού προγράμματος. Εν πρώτοις εφηρμόσθη απόλυτος εμπορικός αποκλεισμός, απαγορευθείσης αυστηρώς πάσης επικοινωνίας μεταξύ των χωρίων […] Τον αποκλεισμόν διεδέχθησαν η πολιορκία των χωρίων εκ μέρους τουρκαλβανικών συμμοριών […] Το πρόγραμμα τούτο […] εσκόπει τον εξαναγκασμόν των ομογενών πρώτον της επαρχίας ταύτης, έπειτα δε και των παρακειμένων επαρχιών εις εκπατρισμόν». Αναφέρονται επίσης πλείστες δολοφονίες: «Η πρώτη ομάς [συλληφθέντων] ωδηγήθη υπό χωροφυλάκων εις Σαράντα Εκκλησίας και εκείθεν εις Αδριανούπολιν· η δευτέρα όμως, η εκ 18 ομογενών αποτελουμένη, ωδηγήθη υπό των φεδαήδων εις μονόωρον από Σαμακόβου απόστασιν, […] και επεστάτησεν επί της στυγεράς δολοφονίας 18 οικογενειαρχών ομογενών, τους οποίους κατεκρεούργησαν διά πληγμάτων μαχαιρών».[xx]
Η κατάσταση οξύνθηκε πολύ μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο το 1917 στο πλευρό της Αντάντ. Σύμφωνα με την Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή που συγκροτήθηκε για να καταμετρήσει τα θύματα των διωγμών, από τις νομαρχίες Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης εκτοπίστηκαν 210.449 Έλληνες.[xxi]
Στη δυτική Μικρά Ασία οι διώξεις άρχισαν τον Μάιο του 1914. Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελίων. Ο Τζων Ουίλιαμς (John Williams) γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Έλληνες της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη».[xxii]
Ο Γάλλος μηχανικός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος Φελίξ Σαρτιώ (Félix Sartiaux), που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του πογκρόμ και της σφαγής της ιωνικής Φώκαιας τον Ιούνιο του 1914, γράφει: «Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά, χωρίς μίσος, κατά μία έννοια μεθοδικά. Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί τα γνωρίζουν στην περιοχή ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής “Ένωση και Πρόοδος”. Εφαρμόζουν πρόγραμμα, που τους το έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων της αυτοκρατορίας και της θρησκείας. Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός, αυτά είναι ο μισθός τους. Ποιο χέρι τούς κατευθύνει; Τα όπλα που κρατούν είναι του κράτους, ντουφέκια Μαρτίνι και βραχύκαννα μουσκέτα πυροβολικού. Ποιος τους εξόπλισε με τόσα όπλα και κανονικά πολεμοφόδια; Οι τοπικές Αρχές είναι μιλημένες, αφού δεν πάρθηκε κανένα μέτρο προστασίας […] Τα ίδια γεγονότα παρατηρήθηκαν σε όλες τις παράκτιες περιοχές, από την Προύσσα μέχρι τα νότια της Σμύρνης. Όταν έφυγα από την Ανατολή τον Ιούλιο του 1914, ο αριθμός των εκδιωγμένων ανερχόταν σε εκατόν είκοσι περίπου χιλιάδες. Υπολόγιζα ότι τα κέρδη από την όλη επιχείρηση, όσον αφορά τα ιδιόκτητα κτήρια και τα κοπάδια μόνο, ανέρχονταν σε πέντε εκατομμύρια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι άρπαγες και οι σφαγείς ικανοποίησαν πλήρως και με τρόπο αριστοτεχνικό τα άγρια ένστικτά τους».[xxiii]
Και ο επίσης Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ανρί Μπαρμπίς (Henri Barbusse) θα γράψει αργότερα: «Σ’ όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας ιδρύθηκαν μετά τους διωγμούς του 1914 και 1915 απέραντα σκλαβοπάζαρα. Παντρεμένες γυναίκες, νεαρά κορίτσια με τη συστολή της παρθενικότητάς τους και μικρά παιδιά ακόμα, περίμεναν καρτερικά τις ορδές των Κούρδων ή τους τσέτες, που μετά από κάθε επιδρομή περνούσαν από τα σκλαβοπάζαρα να αρπάξουν τα λάφυρά τους».[xxiv]
Η Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή αναφέρει ότι από το σύνολο της Μικράς Ασίας εκτοπίστηκαν 742.135 άτομα.[xxv]Με το τέλος του πολέμου άρχισε και ο απολογισμός του τεράστιου κόστους σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές καταστροφές. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέταξε τη Μαύρη Βίβλο, στην οποία απαριθμούνταν τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά των Ελλήνων σε όλο τον μικρασιατικό χώρο. Για την περίπτωση του Πόντου η Μαύρη Βίβλος θεωρήθηκε ότι δεν παρουσίαζε, λόγω έλλειψης στοιχείων, το μέγεθος της καταστροφής.[xxvi] Κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από τα θύματα στον μικρασιατικό Πόντο, υπήρξαν 144.559 θύματα στη δυτική Μικρά Ασία και 88.485 θύματα στην Ανατολική Θράκη.[xxvii]
Η στάση της Ελλάδας, η φιλογερμανική ουδετερότητα και ο Εθνικός Διχασμός
Η έναρξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου διαμόρφωσε ένα νέο σκηνικό για τον ελληνισμό, τόσο αυτόν της ελλαδικής επικράτειας (περίπου 4.500.000 άτομα) όσο και αυτόν που κατοικούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (2.200.000-2.600.000). Η Ελλάδα είχε καταφέρει να κερδίσει γεωγραφικά με τους Βαλκανικούς Πολέμους και να αυξήσει τη γεωπολιτική της αξία. Παρότι με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου μπόρεσε να κατοχυρώσει τα κέρδη, εντούτοις παρέμεναν επί σκηνής σημαντικές απειλές. Αφενός η ρεβανσιστική πρόθεση της Βουλγαρίας, που εποφθαλμιούσε την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, και αφετέρου η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των μικρασιατικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος), των οποίων το ζήτημα της πολιτικής κυριαρχίας δεν είχε προσδιοριστεί από τη Συνθήκη.
Παράλληλα, στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο υπήρχαν δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές. Την πρώτη εξέφραζε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ήταν προσανατολισμένη προς την Αντάντ. Η πολιτική αυτή βασιζόταν σε κάποιους ευδιάκριτους άξονες, όπως η θετική στάση της Μεγάλης Βρετανίας στο ζήτημα του καθεστώτος του Αιγαίου, η παροχή εξοπλισμού και τεχνογνωσίας για την εξισορρόπηση της βοήθειας που έδιναν οι Γερμανοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η αντίθεση στην πολιτική επιλογή των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία κ.ά.) για τη δημιουργία Μεγάλης Βουλγαρίας, η συνάφεια των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας με την κυρίαρχη στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους Μεγάλη Βρετανία, η απόκτηση εδαφικών κερδών από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο άλλος πολιτικός πόλος κινήθηκε γύρω από μια φιλογερμανική πολιτική και είχε ως εκφραστές τον μονάρχη και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Επιφανείς εκπρόσωποί του ήταν οι Ιωάννης Μεταξάς, Γεώργιος Στρέιτ, Βίκτωρ Δούσμανης. Τον πόλο αυτόν συντόνιζε η Γερμανική Πρεσβεία, η οποία επηρέαζε καθοριστικά την κοινή γνώμη, έχοντας εξαγοράσει μεγάλο μέρος του αθηναϊκού Τύπου. Ο Μαυρογορδάτος, βασιζόμενος στη μελέτη των ημερολογίων των Μεταξά και Στρέιτ, αναφέρει ότι υπήρχε «στενή και διαρκής επαφή Σοφίας, Στρέιτ, Μεταξά και Δούσμανη, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τους επίσημους εκπροσώπους της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής, ακόμα και με τον περιβόητο βαρώνο Σενκ – τυπικά εκπρόσωπο της εταιρείας Κρουπ, αλλά στην ουσία υπεύθυνο της δραστήριας γερμανικής προπαγάνδας που εξαγόραζε εφημερίδες και δημοσιογράφους».[xxviii]
Το πολίτευμα της Ελλάδας που έδινε στον μονάρχη αυξημένη δυνατότητα παρέμβασης στην πολιτική ζωή, μαζί με τη δράση των Γερμανών πρακτόρων και των φιλογερμανικών κύκλων της Αθήνας, επέβαλε την πολιτική της ουδετερότητας και της μη τήρησης των συμμαχικών υποχρεώσεων προς τη Σερβία, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Η ρήξη των δύο στρατηγικών επήλθε με αφορμή το συμμαχικό εγχείρημα έγκαιρης κατανίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την απόβαση στρατευμάτων στη χερσόνησο της Καλλίπολης και από εκεί την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η άποψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η συμμετοχή στη συμμαχική προσπάθεια. Η νίκη των συμμάχων στην Καλλίπολη θα σήμαινε άμεσο τερματισμό της γενοκτονίας των Αρμενίων, παύση των διώξεων κατά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας, αποφυγή της γενοκτονίας στον Πόντο (1916), καθώς και μεταπολεμικά κέρδη ασυγκρίτως μεγαλύτερα από αυτά που έλαβε η Ελλάδα με την καθυστερημένη είσοδό της στον πόλεμο (Μάιος 1917), ενώ η κατευθείαν επαφή των συμμάχων με τα ρωσικά στρατεύματα θα απέτρεπε την εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Όμως η παρέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα (Κάιζερ), γαμπρού του Έλληνα μονάρχη Κωνσταντίνου, άλλαξε τα δεδομένα. Καταρχάς του ζήτησε να ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας. Παράλληλα, υπήρξε εντατικοποίηση των επαφών με τους υποστηρικτές της γερμανικής πολιτικής Στρέιτ, Δούσμανη και Μεταξά. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη γνώμη του Κωνσταντίνου υπέρ των γερμανικών συμφερόντων. Τότε ακριβώς ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε ένα υπόμνημα προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, στο οποίο υποστήριζε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία θα ήταν αποικιοκρατική πράξη, ενώ προέβλεπε ότι οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους θα εξέλθουν νικητές από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή ακριβώς η θέση του Μεταξά υπήρξε η βάση της φιλομοναρχικής πολιτικής κατά τα κρίσιμα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας, παρά τις κατά καιρούς επιφανειακές αναπροσαρμογές της.[xxix]
Η σύγχρονη έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί είχαν ήδη πάρει τον έλεγχο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας μέσα από μια οργανωμένη παρέμβαση που ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν την έναρξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Κώστας Λούλος γράφει: «Από τη μελέτη των αρχείων του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της κρίσης 1915-1917, που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό, διαπιστώνεται αδιαμφισβήτητα ότι η λεγόμενη πολιτική ουδετερότητα του βασιλιά Κωνσταντίνου δεν ήταν παρά μύθος που καλλιέργησε η βασιλική παράταξη σε συνεργασία με τη γερμανική ηγεσία. Το Βερολίνο δεν επηρέαζε απλώς τις αποφάσεις του, αλλά καθοδηγούσε τις ενέργειές του, συντόνιζε τις επαφές και τις συνεννοήσεις του με την τουρκική και τη βουλγαρική κυβέρνηση και χρηματοδοτούσε όχι μόνο την “ουδετερότητα” αλλά και τον προεκλογικό αγώνα των βασιλικών».[xxx]
Η απόλυτη απόκλιση των απόψεων του Βενιζέλου από αυτές του μονάρχη και η πλήρης ρήξη μεταξύ Στέμματος και κυβέρνησης ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να υποβάλει την παραίτησή του, που έγινε αμέσως δεκτή. Ο Διχασμός είχε ξεκινήσει.[xxxi]
Ο πόλεμος περί τη χερσόνησο της Καλλίπολης άρχισε τον Μάρτιο του 1915 χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας.[xxxii] Και καθ’ όλη τη διάρκεια της απόβασης ο πόλεμος υπήρξε αμφίρροπος. Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, υπήρξαν στιγμές που η πλάστιγγα θα μπορούσε να γείρει υπέρ των συμμαχικών στρατευμάτων. Τελικά, από τον Οκτώβριο του 1915 άρχισε η βαθμιαία μεταφορά των πρώτων μονάδων στη Θεσσαλονίκη. Έως τον Ιανουάριο του 1916, η χερσόνησος της Καλλίπολης εκκενώθηκε οριστικά από τα συμμαχικά στρατεύματα.[xxxiii]
Η άρνηση της Ελλάδας να συμμετάσχει στην κοινή συμμαχική προσπάθεια κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε σημαντικές επιπτώσεις στα ελληνικά συμφέροντα. Μεγάλες ήταν επίσης και οι συνέπειες από την αδυναμία των συμμάχων να καταλάβουν τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη και να θέσουν εκτός του πολέμου τους Νεότουρκους. Ενδεχόμενη νίκη των συμμαχικών στρατευμάτων θα επέφερε τον έγκαιρο τερματισμό του πολέμου, ενώ θα απέτρεπε τη συνέχιση της πολιτικής των εθνικών εκκαθαρίσεων κατά των μη μουσουλμανικών πληθυσμών.Εξαιτίας της άρνησης, η Κύπρος δεν αποδόθηκε στην Ελλάδα από τους Βρετανούς,[xxxiv] ενώ η Ιταλία κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της για την απόκτηση των περιοχών Αϊδινίου και Σμύρνης, γεγονός που καθόρισε την ιταλική συμπεριφορά μετά τον Μάιο του 1919. Ο Έλληνας μονάρχης θα θεωρηθεί συνυπεύθυνος της συμμαχικής ήττας στα Δαρδανέλια και η επαναφορά του στον θρόνο μετά τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα οδηγήσει στη διάρρηξη του συμμαχικού μετώπου, στη βαθμιαία εγκατάλειψη της Ελλάδας κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και στην προσέγγιση προς τους Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ.
Επίλογος
Τελικά η Ελλάδα περνώντας από έναν πραγματικό εμφύλιο μεταξύ του φιλογερμανικού κράτους των Αθηνών και του φιλοσυμμαχικού της Θεσσαλονίκης, βιώνοντας την τραγωδία των Νοεμβριανών του 1916 θα καταφέρει να πάρει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ μετά τον Ιούνιο του 1917 όταν εξεδιώχθη ο Κωνστντίνος και η φιλογερμανική ομάδα του περιβάλλοντός του. Όμως η κληρονομιά του Εθνικούς Διχασμού θα καθορίσει και την επόμενη περίοδο. Τον διχασμό του 1915 ο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος τον περιγράφει ως εμφύλιο πόλεμο: «Ο Εθνικός Διχασμός συγκλόνισε και διαίρεσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα – γεγονός πρωτοφανές στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Διέρρηξε κάθε κοινωνική σχέση, ακόμα και οικογενειακούς δεσμούς, και, ως εμφύλιος πόλεμος, πήρε σε ορισμένες φάσεις τη μορφή ενός αγώνα εξόντωσης του αντιπάλου, έξω από κάθε κανόνα και περιορισμό».[xxxv]
Έτσι τελειώνει ο Α’ Παγκοσμιος Πόλεμος στην Ανατολή. Ίσως η ήττα των Νεότουρκων θα είχε συμβεί τρία χρόνια νωρίτερα, εάν η Ελλάδα υπό τον Κωνσταντίνο επέλεγε την έγκαιρη ένταξη στη συμμαχία, αντί του δρόμου της φιλογερμανικής ουδετερότητας. Μιας ουδετερότητας που ευνοούσε μόνο την ασφάλεια της Τουρκίας, έκλεινε τα μάτια μπροστά στην υλοποίηση των Γενοκτονικών σχεδίων κατά των χριστιανικών κοινοτήτων και υπονόμευε τα μακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα στα Βαλκάνια (Θράκη) και την Εγγύς Ανατολή.
Το κενό βέβαια μετά την ελληνική άρνηση του 1915 το είχαν καλύψει ήδη οι Ιταλοί, οι οποίοι με τη Συνθήκη της Μωριέννης (στο San Giovanni di Moriana) είχαν εξασφαλίσει τη μεταπολεμική κυριαρχία στη δυτική Μικρά Ασία. Οι Ιταλοί, έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα, προσδοκούσαν στη δημιουργία ενός ιταλικού κράτους στην περιοχή το οποίο θα ήλεγχε την Εγγύς Ανατολή.
Με τη Συνθήκη της Μωριέννης, είχε κλείσει για τους Έλληνες ο δρόμος της διεκδίκησης της Ιωνίας – δηλαδή της γεωπολιτικής ολοκλήρωσης του ελλαδικού κρατους- όπως βεβαίως και της Κύπρου (τελευταία ευκαιρία η βρετανική προσφορά στην κυβέρνηση Ζαϊμη τον Σεπτέμβριο του 1915).
Έπρεπε να υπάρξει η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας κατά των μπολσεβίκων, ώστε να αυξηθούν οι ελληνικές δυνατότητες και να αναβαθμιστεί ο ελληνικός γεωπολιτικός ρόλος στα μάτια των συμμάχων.
Αυτό το γεγονός, μαζί με την βούληση της Βρετανίας και της Γαλλίας να αποτραπεί η ιταλική μεγέθυνση, καθώς και την επιλογή του Λόιντ Τζορτζ για μόνιμη στρατηγική συνεργασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με μια μεγεθυμένη Ελλαδα, οδήγησε στην επαναφορά των σχεδίων του ’15 – έστω όχι στην έκταση που είχαν οι τότε παραχωρήσεις- για απόδοση της περιοχής της Σμύρνης, έστω και μέσω της συμμαχικής της ιδιότητας.
Έτσι έμπαιναν οι βάσεις για τις μελλοντικές διεκδικήσεις στα Συνέδρια Ειρήνης. Η Ελλάδα πάντως κατάφερνε να αναβαθμίσει το ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο, να διασφαλίσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, να κυριαρχήσει πλήρως στο Αρχιπέλαγος και να προστατεύσει τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής που είχε υποστεί σκληρές διώξεις καθ’ όλη την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως ο μοιραίος Εθνικός Διχασμός θα επανέλθει στο προσκήνιο εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας και από την 1η Νοεμβρίου του 1920, οι παλιοί φιλογερμανοί θα κληθούν να διαχειριστούν τη μοναδική πρόκληση. Χωρίς καμιά επιτυχία, κάνοντας πολύ μεγάλα διπλωματικά, πολιτικά και στρατιωτικά λάθη από τα οποία επωφελήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ.
—————–
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας-μαθηματικός. Το τελευταίο του βιβλίο έχει ως τίτλο «Πόντος. Μια ιστορία από τον Μικρασιατικό Βορρά», εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2022.
________________________________________________________________________________________
Το περιοδικό μπορείτε να το βρείτε σε ηλεκτρονική μορφή από εδώ: https://www.odeg.gr/images/flippingbook/periodiko-3-4-128-129/periodiko-3-4-128-129.pdf
[i] John Williams, «The Ethnic Cleansing of Greeks from Gallipol April 1915», https://quadrant.org.au/magazine/2013/04/the-ethnic-cleansing-of-greeks-from-gallipoli-april-1915/
[ii] Fuat Dündar, «Ο εκτοπισμός των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας το 1914», στο συλλογικό Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος, επιμέλεια Βλάσης Αγτζίδης, Ε-Ιστορικά, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 2013, σελ. 57-64.
[iii] Benny Morris, Dror Ze’evi, ό.π., σελ. 159.
[iv] Erik J. Zürcher, Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, μτφρ. Βαγγέλης Κεχριώτης, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004, σελ. 159.
[v] Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), εν Κωνσταντινουπόλει: εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1919, σελ. 55.
[vi] Ismail Beşikci, «Οι βάσεις του Κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος”», στο συλλογικό Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος, ό.π.,σελ. 45-48.
[vii] Τaner Akçam, «Oι εκτοπίσεις και οι σφαγές των Ελλήνων του 1913-1914. Πρόβα για τη Γενοκτονία των Αρμενίων», στο συλλογικό Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος, ό.π.,σελ. 49-56.
[viii] Fuat Dündar, «Η υποχρεωτική μετακίνηση των Ελλήνων από την Επιτροπή για την Ένωση και την πρόοδο (CUP) μεταξύ 1913-1918» (The deportation of the Greeks by the CUP between 1913-1918), εισήγηση στο Επιστημονικό Συμπόσιο για τα 90 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή (Κηφισιά, Δεκέμβριος 2012).
[ix] Μιχαήλ Λ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμόν της Τουρκίας, α´ έκδοση Μυτιλήνη: 1916, ανατύπωση Αθήνα: 1978, σελ. 24.
[x] Franz Köhler, Der Neue Dreibund: Ein politisches Arbeitsprogramm für das gesamte deutsche Volk und seine Freunde, Μόναχο: Lehmann, 1915, ανατύπωση Ηνωμένο Βασίλειο: Forgotten Books, 2018.
[xi] 2ο Γραφείο του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, 1.10.1918 (βλ. Χάρης Τσιρκινίδης, ό.π., σελ. 93).
[xii] Fuat Dündar, Crime of Numbers: The role of statistics in the Armenian Question 1878-1918, Νιου Μπράνσγουικ, Νιου Τζέρσεϋ: Transaction Publishers, 2010, σελ. 72.
[xiii] Κατά τις μάχες από τον τουρκικό στρατό σκοτώθηκαν 32.000 ενώ από τον ρωσικό 16.000. Επιπλέον άλλοι 90.000 Τούρκοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους από το ψύχος σε μια αποτυχημένη προσπάθεια περικύκλωσης των ρωσικών στρατευμάτων. Η περιοχή αυτή βρισκόταν κοντά στο ελληνικό χωριό Εμιρχάν ή Αμιρχάν (βλ. Νίκος Κωνσταντινίδης, «Η μάχη του Σαρίκαμις και οι Έλληνες του Καρς», περιοδικό Εύξεινος Πόντος, Θεσσαλονίκη: Οκτώβριος 2020, σελ. 9-10).
[xiv] Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος, ό.π., σελ. 61-63.
[xv] Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από της κηρύξεως του Ευρωπαϊκού Πολέμου (κατά τας επισήμους εκθέσεις των πρεσβειών και των προξενικών αρχών), Αθήνα: 1917, σελ. 20-26.
[xvi] Zeynep Türkyılmaz, «When disaster and calamity of misery become their inseparable companion» («Όταν η καταστροφή και η δυστυχία γίνονται αχώριστος σύντροφός τους»), εισήγηση στο 4ο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο ΚΕΜΜΕ, με τίτλο Η Μικρασιατική Καταστροφή και το Ζήτημα της Γενοκτονίας, Δήμος Κηφισιάς, 1 Δεκεμβρίου 2018.
[xvii] Χάρης Τσιρκινίδης, ό.π., σελ. 94.
[xviii] Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), ό.π., σελ. 13.
[xix] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο…, ό.π.,σελ. 161.
[xx] Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος, ό.π., σελ. 41-42 και 45.
[xxi] Άρης Κυριαζής, Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες, 1918-1922, Αθήνα: Εκδόσεις Φανάριον, 2003, σελ. 24.
[xxii] John Williams, ό.π.
[xxiii] Félix Sartiaux, «Le sac de Phocée et l’expulsion des Grecs Ottomans d’Asie Mineure en Juin 1914, Revue des deux mondes, τόμος 24 (1914), σελ. 654-686.
[xxiv] Π. Κ. Ενεπεκίδης, Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη: Τρία κέντρα του μικρασιατικού ελληνισμού, 1800-1923, Αθήνα: Ωκεανίδα, 1989, σελ. 370.
[xxv] Άρης Κυριαζής, ό.π. Αναλυτική παρουσίαση του κόστους των διώξεων ανά περιοχή υπάρχει στη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[xxvi] ΑΥΕ, ΚΥ, Α/5/VI (19) 1921.
[xxvii] Για τα στοιχεία αυτά, καθώς και για τις λεπτομέρειες των διώξεων και της πολιτικής των Τούρκων μετά την ανακωχή, βλ. René Puaux, ό.π.
[xxviii] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2015, σελ. 39.
[xxix] Για το ζήτημα αυτό βλ. Κωσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, Αθήνα: Ίκαρος, 2009.
[xxx] Κώστας Λούλος, «Η Γερμανία και ο μύθος της πολιτικής “ουδετερότητας” κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο: Μια χαρακτηριστική περίπτωση “άτυπου και περιφερειακού ιμπεριαλισμού”», στο Στράτος Δορδανάς, Νίκος Παπαναστασίου (επιμ.), Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός 20ός αιώνας: Οι μαύρες σκιές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο, 2018, σελ. 61-83.
[xxxi] Για την περίοδο αυτήν και τον Εθνικό Διχασμό βλ. τη σημαντική μελέτη του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της Μεγάλης Ελλάδας. Γεγονότα και επανεκτιμήσεις, α´ τόμος, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2021.
[xxxii] Για τη Μάχη της Καλλίπολης βλ. Βλάσης Αγτζίδης, «Προς την εκστρατεία της Καλλίπολης», 3.5.2015, και «Η μάχη της Καλλίπολης και η Ελλάδα», 10.05.2015, εφημερίδα Καθημερινή.
[xxxiii] Η αποτυχία της επιχείρησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένα λάθη, τα οποία έχουν αναλυθεί στο Eliot A. Cohen, John Gooch, Military Misfortunes: The Anatomy of Failure in War, Νέα Υόρκη: The Free Press, 1990, σελ. 133-134, 141-163.
[xxxiv] Η πρόταση για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την ένταξη στην Αντάντ έγινε προς τη φιλομοναρχική κυβέρνηση Ζαΐμη στις 16 Οκτωβρίου 1915 (με το νέο ημερολόγιο). Ήταν η ύστατη προσπάθεια των Βρετανών να αλλάξουν τη φιλογερμανική στάση δίνοντας ισχυρά κίνητρα. Η κυβέρνηση Ζαΐμη δημιουργήθηκε μετά τη δεύτερη παραίτηση Βενιζέλου (τον Σεπτέμβριο 1915). Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση. Έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία για την ένωση (βλ. «Αι παραχωρήσεις της Αγγλίας προς την Ελλάδα», εφημερίδα Εμπρός, 9 Οκτωβρίου 1917, και «Η Αντάντ προτείνει την Κύπρον και 200 χιλ. στρατόν», εφημερίδα Σκριπ, 9 Οκτωβρίου 1915).
[xxxv] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σελ. 269.
Σχολιάστε