ΤΟ ΤΑΓΚΑΡΟΝΚ που το λέγαμε «ΤΑΪΓΑΝΙ»

        του Λάμπρου Βαζαίου 

Στο πατρικό μου σπίτι, στην οδό Ευαγγελιστρίας 5 στο Κέντρο της Αθήνας, άκουσα για πρώτη φορά για το Ταϊγάνι. Αργότερα, πολύ αργότερα έμαθα πως η σωστή Ρώσικη ονομασία είναι Ταγκαρόνκ. Τότε λοιπόν στο πατρικό μου,  είχα ακούσει πως ήταν λιμάνι και πως εκεί υπήρχε αξιόλογη Ελληνική παροικία και ζωντανή παρουσία Σαντορινιών.  Στην Κατοχή και στα μετέπειτα χρόνια,  στο γειτονικό  διπλανό σπίτι έμενε από χρόνια το ζεύγος Μπαλαμπάκη. Ο κύριος Σπύρος, όπως τον φωνάζαμε και η γυναίκα του η Γαρυφαλιά, ήταν ζευγάρι περασμένης σχετικά ηλικίας, συνομήλικοι με τον Παππού και την Γιαγιά χωρίς παιδιά, που έδειχναν αδυναμία σε μένα και συχνά παίζανε μαζί μου.

To παλιό Γυμνάσιο του Τανγκανρόκ όπου συνήλθε το Α’ Πανρωσικό συνέδριο των Ελλήνων. Τον Ιούνιο του 2017 πραγματοποιήθηκε επίσης ένα συνέδριο των ελληνικών
κοινοτήτων της μετασοβιετικής Ρωσικής Ομοσπονδίας
https://kars1918.wordpress.com/2017/06/09/tanganrok/

Μου έλεγαν ιστορίες και μου μάθαιναν παιδικά τραγουδάκια περασμένης σίγουρα εποχής, άλλα Ελληνικά και άλλα Ρώσικα. Θυμάμαι ακόμη πως με βοηθούσε και η γιαγιά Ειρήνη να τα αποστηθίζω. Έχει μείνει ακόμη ζωντανό μετά 75 χρόνια το …«κικιρίκου πετουσόκ, ζολοτοϊ γριμπουσόκ, μάσλινα γιαρόβοσκα σόλτο βαμπορόβοσκα». Μιλούσε προφανώς για κάποιον πετεινό και τα κατορθώματα του. Η ακριβής μετάφραση όμως μου διαφεύγει σήμερα!

Ο φιλικός δεσμός των Μπαλαμπάκηδων, με την πατρική μου οικογένεια, είχε ξεκινήσει από την κοινή τους καταγωγή αλλά και την προηγούμενη ζωή όλων στην Ρωσία. Ήταν Σαντορινιοί και ζούσαν  στην Ρωσία, στην Νότια Ρωσία στην Μαύρη Θάλασσα,  οι δικοί μου στην Οδησσό, οι άλλοι στην θάλασσα του Αζοφ, στο Ταϊγάνι. Τα χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και πριν την φυγή όλων το 1920, φαίνεται ότι βλεπόντουσαν συχνά έχοντας και επαγγελματικές συναλλαγές.

Ο Σπύρος Μπαλαμπάκης ήταν ναυλομεσίτης και έμπορος σιταριού και τον θυμάμαι να κουβεντιάζει ρωσικά με την γιαγιά και να λέει τις ιστορίες του σε όλους, μικρούς και μεγάλους. Έλεγε τόσο ενδιαφέροντα πράγματα που έμοιαζαν παραμύθια και είχε τόσο καλό λόγο που όταν τον ακούγαμε του ζητούσαμε πάντα να συνεχίζει, να μην τελειώνουν οι διηγήσεις, πάντα θέλαμε κι’άλλο!  Μας έβαζε σε κόσμο που ήταν σχεδόν μυθικός, σε κόσμο που είχε πλέον χαθεί, σε ιστορίες που δεν ζητήσαμε ποτέ να μάθουμε αν ήταν πραγματικές η τις είχαν φτιάξει κάποιοι παραμυθάδες! Είχε απ’όλα η διήγηση και ο λόγος του, έλεγε για πολεμιστές, για τους εμπόρους και τους μουζίκους, για τους Κοζάκους για τον τσάρο. Για όλα και για όλους μιλούσαν οι ιστορίες του κ. Σπύρου από το Ταϊγάνι, για την Ρωσία που είχε πια χαθεί!

Στο Ταϊγάνι βρισκόντουσαν τα ζυγιστήρια της παραλαβής του σιταριού που θα εξαγόταν στην Ευρώπη. Η Αζοφική θάλασσα είναι ένας μεγάλος αβαθής κλειστός κόλπος που καταλήγει στο σχετικά μικρό άνοιγμα επικοινωνίας της με την Μαύρη Θάλασσα όπου βρίσκεται το λιμάνι του Κερτς. Το Ταϊγάνι στον μυχό της Αζοφικής ήταν αβαθές λιμάνι που δεν επέτρεπε την προσόρμιση μεγάλων πλοίων παρά μόνο κάποιων Αιγαιοπελαγίτικων μπρικιών και των σκαφών με επίπεδη καρίνα όπως τα σλέπια. Σ’αυτά φορτωνόντουσαν στο Ταϊγάνι τα εμπορεύματα, κυρίως το σιτάρι και διασχίζοντας την Αζοφική μεταφορτωνόντουσαν στα μεγαλύτερα πλοία που περίμεναν στο Κέρτς για να συνεχίσουν το ταξίδι προς την Μεσόγειο περνώντας τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια.

Ήταν οι αρχαίοι δρόμοι που διέσχιζαν την Νότια Ρωσία φθάνοντας στον Κιμμέριο Βόσπορο, το Κερτς. Η γεωπολιτική σημασία της περιοχής είχε προσελκύσει τους Αρχαίους Έλληνες, τους Μιλήσιους που έχτισαν ευδαίμονες πολιτείες και ίδρυσαν λιμάνια Οι Κιμμέριοι, τα ντόπια Σκυθικά φύλα που παλεύανε με τα Βασίλεια του Μιθριδάτη, οι Βυζαντινοί και ο Άρχοντας Θεόδωρος ο τελευταίος Έλληνας αυθέντης, κατόπιν, οι Βενετσιάνοι και οι Γενουάτες με τους εμπορικούς σταθμούς τους, οι Τούρκοι που για χρόνια προσπαθούσαν να καταλάβουν την περιοχή, οι Τάταροι και το Χανάτο τους. Ο κύκλος θα κλείσει με τις  άγριες μάχες του πολέμου,  με τους Χιτλερικούς να αγωνίζονται μάταια να ριζώσουν στο Κερτς για να ανοίξουν δρόμο για τα πετρέλαια του Καυκάσου που θα άλλαζαν τις τύχες του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου. Οι Έλληνες όμως ήταν και είναι πάντα εκεί, από την πρώτη εγκατάσταση τους στο Παντικάπαιον, αφού πρώτα ο Ηρακλής όργωσε με τον μυθικό ταύρο την Ταυρική, μέχρι τους Ουρούμ, τον Μαριουπολίτικο Ελληνισμό της Σύγχρονης Ουκρανίας   και το εξεγερμένο Ντονέτσκ.    

 Οι Βαλλιάνοι οι ιστορικοί Κεφαλλονίτες, οι Σιφναίοι και οι Σαντορινιές οικογένειες κρατούσαν τις διαδικασίες του εμπορίου με μεγάλη επιτυχία. Τα περισσότερα ζυγιστήρια των σιτηρών, έλεγε ο κύριος Μπαλαμπάκης, τα διαχειριζόντουσαν Σαντορινιές οικογένειες. Οι περιγραφές του έμειναν στην μνήμη όλων και συζητιόντουσαν πολλά χρόνια μετά. Οι ζυγιστές έλεγε λοιπόν, είχαν δίπλα τους πάντα ένα «μαυράδι»! Δεν ήταν άλλο από κάποιον νεαρό πρόσφατα αφιχθέντα από την Σαντορίνη συγγενή συνήθως της οικογένειας των ζυγιστών. Ήταν έντονα μαυριδερός μικρόσωμος και αδύνατος, πολύ αδύνατος ακόμη και λυμφατικός, από την κακή διατροφή στο νησί. Αυτός λοιπόν έλεγε ο κ. Σπύρος ανεβάζοντας την ένταση της διήγησης, κατά διαστήματα σαλτάριζε κρυφά στην παλάντζα και εξασφάλιζε κάποιο επιπλέον κέρδος στο ζύγι!

Ξαναγυρίζουμε όμως στις ιστορίες μας με την μνήμη να αναζητά στον κύριο Σπύρο Μπαλαμπάκη, την Γαρυφαλλιά την γυναίκα του και όλους τους δικούς μου ανθρώπους τα κομμάτια του τελευταίου παζλ, αυτού που ακόμη με  παιδεύει με τις λεπτομέρειες της εικόνας! Έτσι λοιπόν ακούγαμε οι μικρότεροι τότε, για την δυστυχία της κακής σοδειάς, που έπεφτε στα σπιτικά των Μουζίκων, στα χωριά της Ρωσίας, στην απέραντη κοιλάδα του Ντον, στα ατέλειωτα χωράφια του Καζάν στο εσωτερικό της Νότιας Χώρας. Ο απόηχος έφτανε λοιπόν στον Τσάρο και όλοι περίμεναν την επόμενη κίνηση. Ο Τσάρος, ο πατερούλης για τον λαό του, (αυτό μένει ως κομμάτι μη συζητήσιμο στην ιστορία μας!), περίπου κάθε τέσσερα χρόνια, καλούσε τον Αταμάνο των Κοζάκων στο Τσάρκογιε Σέλο, τα θερινά ανάκτορα, γιατί όλα αυτά γινόντουσαν πριν μπεί ο βαρύς Ρώσικος Χειμώνας. Η κουβέντα ήταν σχεδόν πάντα ίδια. Ο Τσάρος  ζητούσε από τον Αρχηγό των Κοζάκων 4 συντάγματα για τον πόλεμο και ένα σύνταγμα για την φρουρά του! Η Απάντηση του Αταμάνου έτοιμη εκ των προτέρων, ήταν η συναλλαγή για  μεγαλύτερο η περιορισμένο πογκρόμ!

Οι Κοζάκοι ξεκινούσαν από τα χωριά τους, συγκροτούσαν τις μονάδες τους,  με τις εικόνες του Χριστού μπροστά, τους παππάδες και τις εικόνες του Τσάρου μαζί τις σημαίες τους. Έπαιρναν πίσω όσα οι τοκογλύφοι είχαν αρπάξει (με τον σχετικό τόκο βέβαια!), ξαναέδιναν στους πεινασμένους μουζίκους τα «κλεμμένα», αραίωναν λίγο την πληθυσμιακή πυκνότητα των εβραίικων πληθυσμών αποκαθιστώντας έτσι, με τον δικό τους Κοζάκικο τρόπο τα δίκια του Λαού! Ο Λαός ανάσαινε, γινόντουσαν λιτανείες με μπροστά τους παππάδες, τις εικόνες και την εικόνα του «πατερούλη» και τις υπέροχες μπάσες φωνές της χωριάτικής χορωδίας. Οι Κοζάκοι φορούσαν στραβά τις παπάχες τους, έπιναν καβάλα «μπίστρα-μπίστρα» την τελευταία βότκα τους και γύριζαν στα δικά τους τα χωριά.

Εδώ όμως ο αφηγητής έκανε την βασική κοινωνική του παρέμβαση. Οι μουζίκοι έλεγε οδηγώντας τεράστιες, τερατώδεις βοϊδάμαξες έφερναν το σιτάρι κατ’ευθείαν στην παραλαβή-ζυγιστήριο. Η εκτίμηση της ποιότητας, εμπειρικά πάντα, γινόταν λίγο πριν. Ο Μαρής Βαλλιάνος είχε γίνει πολύ γνωστός για το ταλέντο και την ικανότητα να εκτιμά την ποιότητα των σιτηρών με ακρίβεια μόνο με την αφή και την παρατήρηση του σιταριού μέσα στην χούφτα του! Οι Σαντορινιοί ζυγιστές-ναυλομεσίτες είχαν κερδίσει την εκτίμηση των μουζίκων γιατί σε αντίθεση με τους Εβραίους ανταγωνιστές πλήρωναν αμέσως, με ζωντανά λεφτά. Παρέβλεπαν έτσι οι χωρικοί κάποιες μικροπονηριές γιατί οι άνθρωποι μας απέφευγαν τις χειμωνιάτικες συναλλαγές! Τα δάνεια του χειμώνα, όταν ιδίως η σοδειά δεν ήταν καλή, τα έκαναν οι Εβραίοι. Τα συστήματα τοκογλυφικού δανεισμού που επικρατούσαν στις επαρχίες του εσωτερικού της αχανούς χώρας, έφταναν σε σημείο που  να εξαθλιώνουν τους χωρικούς παίρνοντας ολόκληρη την σοδειά και συχνά τα χωράφια και τα υποστατικά. Την διαφορά όμως στην θάλασσα του Αζώφ, στο Αρχαίο Παντικάπαιον, την έκαναν οι συναλλαγές με τους Έλληνες στο Ταϊγάνι!

Εδώ καλό είναι να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Η έντονη εμπορική και γενικά επαγγελματική και κάποτε ακόμη και κοινωνική αντιπαράθεση των ανθρώπων μας με το εβραϊκό στοιχείο, ήταν φανερή. Ήταν δυνατοί έμποροι οι Έλληνες στην Ρωσία, με αξιόλογη θέση στην οικονομία της χώρας. Τα προνόμια που τους έδιναν οι νόμοι και τα Αυτοκρατορικά ουκάζια, το ομόδοξο που τους κατέτασσε ως μικρά αδέλφια των Μεγαλορώσων, ήταν σοβαρά πλεονεκτήματα απέναντι σε άλλες εθνότητες. Η δική μου εκτίμηση είναι πως η υπαρκτή επιχειρηματική κυρίως αντιπαλότητα εβραίων και Ελλήνων στην Τσαρική Ρωσία δεν απέκτησε τότε στοιχεία αντισημιτισμού. Η αντιπαλότητα φαίνεται πως κορυφώθηκε με την λειτουργία της Ελληνικής Συνεταιριστικής «Τράπεζας» στην Οδησσό που «ανθρώπεψε», όπως έλεγαν τον δανεισμό και χτύπησε καίρια την τοκογλυφία.  Μετά την επικράτηση όμως του Σοβιετικού καθεστώτος τα πράγματα άλλαξαν.  Στην πρώτη φάση της Επανάστασης, με το δεδομένο της εβραϊκής καταγωγής κορυφαίων στελεχών του Κόμματος, ο εβραϊσμός ενοχοποιήθηκε για τις διώξεις του Ελληνικού Στοιχείου, δίκαια η άδικα δεν ξέρω! Στα μετέπειτα χρόνια δεν παρατηρήθηκαν τέτοια φαινόμενα, αλλά το κακό είχε γίνει. Στην Οδησσό οι φήμες μιλούσαν ότι με την επικράτηση τότε των εβραίων στο τοπικό Σοβιέτ, αμέσως μετά  ακολούθησε το ξερίζωμα των Ελλήνων και πως ο πρώτος Δήμαρχος μετά την πτώση του Υπαρκτού ήταν εβραϊκής καταγωγής! Υπαινικτικά και όχι από όλους, αυτά λεγόντουσαν στις συζητήσεις παλιότερα. Σήμερα τα πιο πολλά έχουν ξεχαστεί και σίγουρα καλό είναι να μείνουν έτσι για να μην ασχοληθεί, ούτε κατά λάθος, η Λήθη με την φρίκη των μετέπειτα Σταλινικών εκκαθαρίσεων!

Αυτό το παραμύθι, αυτήν την ιστορία χρόνια μετά μου την επιβεβαίωσε ο «Βιολιστής στην Στέγη», που διηγήθηκε την Εβραίικη εκδοχή της πραγματικής αυτής ιστορίας. Κι’ ο Νικήτας Μιχάλκωφ Κοζάκικης καταγωγής σπουδαίος άνθρωπος του σινεμά, του Μεγάλου Ρώσικου σινεμά, κάθε χρόνο σχεδόν πηγαίνει στην Λήμνο για να κάνει μαζί με άλλους Κοζάκους το μνημόσυνο των προγόνων τους, των Κοζάκων που πέθαναν άδοξα εκεί εξορισμένοι από τους Αγγλογάλλους  «συμμάχους» που ποτέ και για κανένα δεν κράτησαν τον λόγο τους. Πηγαίνουν φορώντας τις στολές τους, με τους Παππάδες και τις εικόνες τους και κρατάνε όλα τα έθιμα πίνοντας την βότκα τους πάνω στα μνήματα, για να γλυκάνουν την ψυχή της Πριγκίπισσας και των Κοζάκων,  που είναι θαμμένοι έξω από το Πορτιανού της Λήμνου! Αυτά για το τότε και για το τώρα και για τους Κοζάκους. Να μην ξεχάσω όμως, πως ο Παππούς μου με ανέβαζε στο τραπέζι της τραπεζαρίας, 2-3 χρονών παιδάκι, όπως μου διηγούντο, για να μου μαθαίνει να χορεύω το Καζατσόκ, που ο ίδιος πολύ αγαπούσε!

Οι ιστορίες όμως δεν τελειώνουν εδώ. Ο κ. Σπύρος μιλούσε συχνά για την ζωή τους στο Ταϊγάνι. Η πολυάνθρωπη Ελληνική γειτονιά πρέπει να ήταν ζωντανή και να ευημερούσε ορισμένες εποχές. Στην βιογραφία του Τσέχωφ αναφέρεται πως ο συγγραφέας γεννήθηκε και πέρασε τα φτωχικά παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Ταϊγάνι.  Κατοικούσε η οικογένεια του στην γειτονιά των Ελλήνων για τους οποίους όμως δεν είχε να πει καλά λόγια. Υπάρχει η άποψη πως αν και  πήγαινε στο Ελληνικό σχολείο με τους εξαίρετους λόγιους δασκάλους και καθηγητές, είχε δυσκολίες με τα Αρχαία Ελληνικά και εξ αιτίας τους είχε χάσει χρονιά.  

 Οι ζωντανές διηγήσεις του κυρίου Σπύρου έπαιρναν άλλο ύφος όταν μας έλεγε για την άφιξη Σαντορινιών και άλλων Αιγαιοπελαγίτικων καραβιών όσων μπορούσαν να πλεύσουν στην Αζοφική. Είχαν ξεφορτώσει στην Οδησσό το κρασί, τις ελιές και ότι άλλο κουβαλούσαν από την Ελλάδα και έφταναν στο Ταϊγάνι για να φορτώσουν σιτάρι. Με δέος έβλεπαν οι νησιώτες των μικρών άγονων νησιών την απέραντη, την ατελείωτη γη, τον «σιτοβολώνα της Ευρώπης». Οι Μουζίκοι πάλι έλεγε ο αφηγητής μας, ασκεπείς με τις σάπκες στο χέρι, τριγυρισμένοι με την ατελείωτη σειρά των παιδιών τους, ευχαριστημένοι που πούλησαν την σοδειά, αποχαιρετούσαν τους ναυτικούς μένοντας πάντα με την απορία για το πόσο μεγάλη είναι η θάλασσα.

Αυτά και άλλα πολλά, άλλοτε Ελληνικά, άλλοτε Ρωσικά, κουβέντιαζαν στο σπίτι της οδού Ευαγγελιστρίας οι δικοί μου με τον επιστήθιο φίλο και γείτονα Σπύρο Μπαλαμπάκη, τον τελευταίο Σαντορινιό ναυλομεσίτη στο Ταϊγάνι. τις μακριές νύχτες της Κατοχής αλλά και κάποια χρόνια αργότερα. Ήταν ιστορίες που άκουγα μικρός σαν παραμύθια, σαν αναμνήσεις από τις ζωές που ανατράπηκαν. Δεν ξέρω πόσο ήταν «ακριβείς» οι περιγραφές,  δεν ξέρω πόσο ήταν «ιστορία, αναμνήσεις και διηγήσεις» η χάδια της πληγωμένης τους ψυχής. Εκεί όμως στην Γειτονιά των Αγγέλων που βρίσκονται όλοι μαζί φαντάζομαι πως θα έχουν ξεκαθαρίσει όλα. Για μένα πάντως, εκτός από την αγάπη τους, αυτές οι ιστορίες είναι ό,τι μου κληροδότησαν, ο,τι μου ζήτησαν να μην ξεχαστεί, ό,τι έχω απ’αυτούς. Δεν είχαν να μου δώσουν τότε τίποτε άλλο!          

Advertisement

1 comment so far

  1. ΘΝΣ on

    Εξαιρετικο αφηγημα!


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: