Το 1982 στο Montego Bay της Τζαμάικα ολοκληρώθηκε (μετά από προσπάθειες εννέα ετών) το κείμενο της Διεθνούς Σύμβασης του Δικαίου της Θαλάσσης (United Nations Convention on the Law of the Sea UNCLOS III) και τέθηκε στα κράτη για υπογραφή και κύρωση. Μέχρι το 2009 η ΕΕ και 152 από τα 192 κράτη του ΟΗΕ έχουν κυρώσει τη Σύμβαση με συνέπεια το κείμενο και οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του Δικαίου της Θαλάσσης που τέθηκε το 1982 στα κράτη για υπογραφή και κύρωση να θεωρείται πλέον ότι δεσμεύουν και τα κράτη που δεν την έχουν κυρώσει.
Έτσι από το 2009 μπήκε έντονα στη ζωή μας η νέα σχετικά έννοια της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Η ΑΟΖ είναι η θαλάσσια ζώνη εντός της οποίας ασκείται «απλό κυριαρχικό δικαίωμα» («πλήρης κυριαρχία» ασκείται μόνο στα Χωρικά Ύδατα) από ένα παράκτιο κράτος που του δίδει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται, μόνο αυτό, μία ζώνη πλάτους έως και 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του. Το δικαίωμα της οικονομικής αξιοποίησης δεν περιορίζεται μόνο στο βυθό και το υπέδαφος, όπως συμβαίνει με το θεσμό της υφαλοκρηπίδας, αλλά επεκτείνεται και στα υπερκείμενα ύδατα (η επιφάνεια είναι Διεθνή Ύδατα) εξασφαλίζοντας για παράδειγμα αποκλειστικό δικαίωμα αλιείας. Επιπρόσθετα, το παράκτιο κράτος έχει τη δικαιοδοσία να εγκαθιστά τεχνητά νησιά και να μεριμνά για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος ειδικά από τη ρύπανση.
Η Υφαλοκρηπίδα θα μπορούσε να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές σαν υποσύνολο της ΑΟΖ όμως αν και ο βυθός και το υπέδαφος περιλαμβάνονται και στις δύο ζώνες, για την εκμετάλλευση τους το Διεθνές Δίκαιο παραπέμπει στις διατάξεις που αφορούν την Υφαλοκρηπίδα. Συνεπώς αν και η Υφαλοκρηπίδα φαίνεται σαν μέρος της ΑΟΖ διατηρεί την αυτοτέλεια της σε ό,τι αφορά στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων για αυτό απαιτείται οριοθέτηση και των δύο αυτών θαλασσίων ζωνών.
Η ΑΟΖ είναι μία αποκλειστικά νομική κατασκευή σε αντίθεση προς την υφαλοκρηπίδα, για την οποία ο νομικός ορισμός, που ισχύει πλέον, συνυπάρχει δυστυχώς με παλαιότερες αντιλήψεις γεωλογικής προέλευσης, σύμφωνα με τις οποίες η υφαλοκρηπίδα αποτελεί τη φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους μίας χώρας υπό την επιφάνεια της θάλασσας. Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιούν οι Τούρκοι παραβλέποντας ότι ο ορισμός της Υφαλοκρηπίδας στο ΔΔΘ είναι νομικός όρος και όχι γεωλογικός.
Μία επιπρόσθετη διαφοροποίηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι ότι ενώ η υφαλοκρηπίδα υφίσταται αυτόματα, χωρίς την αναγκαιότητα καμιάς ενέργειας από το παράκτιο κράτος, η ΑΟΖ δεν υπάρχει, εάν δεν κηρυχθεί. Συνεπώς, η χώρα μας, που δεν έχει προβεί στη σχετική διακήρυξη, διαθέτει απλώς το δικαίωμα να κηρύξει ΑΟΖ και η σχετική ενέργεια εξαρτάται μόνο από αυτήν, χωρίς να απαιτείται συμφωνία άλλου κράτους ή επικύρωση διεθνούς οργανισμού.
Αν και η ανακήρυξη της ΑΟΖ γίνεται μονομερώς από το παράκτιο κράτος, απαιτείται συμφωνία με τα όμορα κράτη για την οριοθέτησή της, στην περίπτωση, που λόγω της γεωγραφικής διαμόρφωσης, η διαθέσιμη θαλάσσια περιοχή δεν επαρκεί έτσι ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν ΑΟΖ πλάτους 200 ναυτικών μιλίων. Η περίπτωση αυτή υφίσταται φυσικά στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου τυχόν ανακήρυξη ΑΟΖ από τη χώρα μας, θα δημιουργήσει ζητήματα οριοθέτησής της, που όμως ως προς την υφή τους δεν διαφοροποιούνται με τα μέχρι σήμερα υφιστάμενα προβλήματα οριοθέτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Για το λόγο αυτό, εμφανίζεται παγκοσμίως η τάση οι δύο αυτές θαλάσσιες ζώνες να οριοθετούνται ταυτόχρονα και τα όριά τους να συμπίπτουν.
Ενώ το ΔΔΘ καθορίζει την αρχή «της μέσης γραμμής- ίσων αποστάσεων» ως μέθοδο οριοθέτησης των Χωρικών Υδάτων, σε ότι αφορά στην οριοθέτηση ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας δεν υφίσταται διάταξη του ΔΔΘ που ορίζει την μέθοδο οριοθέτησης των δύο αυτών ζωνών ενώ παράλληλα εισάγεται σαν μέθοδος και η αρχή της «ευθυδικίας» για την επίλυσης διαφορών μεταξύ δυο κρατών τα οποία διαφωνούν και καταφεύγουν σε μηχανισμό επίλυσης διαφορών (διαιτησία – Διεθνές Δικαστήριο). Η αρχή της «ευθυδικίας» είναι ένα ασαφές νομικό κριτήριο για την οριοθέτηση ΑΟΖ-ΥΦΑΛ που μπορεί να αγνοήσει μερικά ή συνολικά την αρχή «των ίσων αποστάσεων» λαμβάνοντας υπόψη και άλλα κριτήρια Με άλλα λόγια σε περίπτωση προσφυγής Ελλάδος -Τουρκίας σε μηχανισμό επίλυσης διαφορών για την οριοθέτηση, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την απόφαση της διαιτησίας και την ΑΟΖ –ΥΦΑΛΟΚΡΙΠΊΔΑ που θα μας αποδοθεί.
Τα πλεονεκτήματα που μπορεί να αποκομίσει η Ελλάδα από τυχόν ανακήρυξη ΑΟΖ είναι σημαντικά και αυτά δεν συνδέονται μόνο με την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων όπως προβάλλεται ευρέως.
Αποκλειστικό δικαίωμα αλιείας: εξασφαλίζεται εντός της ΑΟΖ στους Έλληνες πολίτες και σε όσους θα διαθέτουν ειδική άδεια από την Ελλάδα. Αν αναλογισθεί κανείς το πρόβλημα της μείωσης των αλιευμάτων στο Αιγαίο, το κέρδος για την εθνική οικονομία και ειδικά για τους παράκτιους πληθυσμούς θα είναι πολύ μεγάλο.
Προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος: Προς την ιδία κατεύθυνση λειτουργεί και η αρμοδιότητα της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος Η προστασία και διατήρηση του ενάλιου πλούτου της χώρας μας δεν επηρεάζει μόνο την ελληνική αλιεία, αλλά έχει συνέπειες στο σημαντικότερο ίσως εξαγώγιμο προϊόν μας: τον τουρισμό. Σωστή διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πιο αναβαθμισμένες και ποιοτικότερες τουριστικές υπηρεσίες.
Η ΑΟΖ δεν έχει καμιά γεωλογική αναφορά: Πέραν όμως των οικονομικών και περιβαλλοντικών συνεπειών, η ΑΟΖ προσδίδει πλεονέκτημα στη χώρα μας έναντι της Τουρκίας σε μελλοντική οριοθέτηση. Επειδή η ΑΟΖ δεν έχει καμιά γεωλογική αναφορά, σε αντίθεση προς την υφαλοκρηπίδα, η γειτονική χώρα δεν μπορεί για την ΑΟΖ να χρησιμοποιήσει στην αντιπαράθεση με τη χώρα μας τα γνωστά επιχειρήματα που προβάλλει για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου, ότι δηλαδή τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα διότι είναι απλές εξάρσεις της υφαλοκρηπίδας της Ανατολίας ή ότι απλώς «επικάθονται» σε αυτήν.
Σύνδεση ηπειρώτικου και νησιωτικού χώρου: το σημαντικότερο ίσως είναι ότι η ΑΟΖ συμπεριλαμβάνει και τα θαλάσσια ύδατα (όχι μόνο βυθό), εξασφαλίζοντας έτσι με καλύτερους όρους την οικονομική και πολιτική ενότητα του ελληνικού ηπειρωτικού και νησιώτικού χώρου, απέναντι στις διαρκείς προκλήσεις της Άγκυρας.
*Ο Παναγιώτης Παστουσέας είναι Αντιναύαρχος ε.α.
Η Ελλάδα αποφάσισε να ασκήσει το δικαίωμα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας και να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου και των Ιονίων Νήσων, μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου. Με την απόφαση αυτή επεκτείνεται σημαντικά, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η επικράτεια στην οποία η χώρα μας ασκεί κυριαρχία. Εξυπακούεται ότι η εν λόγω επέκταση συνεπάγεται και την ταυτόχρονη επέκταση του υπερκείμενου εναερίου χώρου, όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές.
H επέκταση αυτή λαμβάνει χώρα σε συνέχεια της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στην οποία προέβη η χώρα μας με την Ιταλία στις 9 Ιουνίου 2020. Επισημαίνεται δε ότι δεν επηρεάζει την οριοθέτηση των εν λόγω θαλάσσιων ζωνών. Για την επέκταση αυτή, η Ελλάδα, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας που προωθεί με τις δύο γειτονικές της χώρες, ενημέρωσε εγκαίρως τις κυβερνήσεις Ιταλίας και Αλβανίας, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Σημειώνεται πως η επέκταση των χωρικών υδάτων θα υλοποιηθεί με την ψήφιση νόμου από το Κοινοβούλιο, θα προηγηθεί δε η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο θα κλείσουν οι κόλποι και θα χαραχθούν ευθείες γραμμές βάσης στην περιοχή, σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας. Επισημαίνεται ότι το κλείσιμο των κόλπων δημιουργεί στις συγκεκριμένες περιοχές με βάση το δίκαιο της θάλασσας «εσωτερικά ύδατα», όπου η κυριαρχία που ασκείται από τη χώρα είναι αντίστοιχη με εκείνη που ασκείται στο έδαφός της.
Υπενθυμίζεται ότι η χώρα μας, όπως και κάθε χώρα, ασκεί πλήρη κυριαρχία στον εναέριό της χώρο, στα χωρικά της ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του βυθού και του υπεδάφους τους. Σημειώνεται πάντως ότι συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας της «αβλαβούς διέλευσης» των αλλοδαπών πλοίων από τα χωρικά ύδατα, ως ορίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Υπενθυμίζεται ότι τόσο η Ιταλία όσο και η Αλβανία, χώρες συμβαλλόμενες και οι δύο στην UNCLOS, έχουν ήδη επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ. Αλλωστε, από τα 168 κράτη-μέρη της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας, μόνο 3 δεν έχουν ακόμη επεκτείνει πλήρως τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ, ενώ και χώρες που δεν έχουν υπογράψει την UNCLOS (HΠΑ, Τουρκία σε διάφορες περιοχές) έχουν και αυτές επεκτείνει στα 12 ν.μ.
Η σημαντική αυτή εξέλιξη εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική της χώρας να ασκεί τα δικαιώματα που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και να επιδιώκει συναινέσεις με γειτονικές χώρες, να συνάπτει συμφωνίες μαζί τους για οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, προάγοντας τις σχέσεις καλής γειτονίας και προωθώντας την ασφάλεια, την ευημερία και τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της περιοχής, τονίζουν διπλωματικές πηγές, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ
—————————————————–
……………
…………..
Γιατί καμιά χώρα δεν αναγνωρίζει τα δέκα μίλια του ελληνικού εθνικούεναέριου χώρου; Υπάρχει κάποιο νομικό κενό στον καθορισμό του εύρουςτου;
Σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, το εύρος του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων πρέπει να συμπίπτει. Η ανάγκη σύμπτωσης άλλωστε προκύπτει και από τον ίδιο τον ορισμό του εναέριου χώρου ως του υπερκείμενου των χερσαίων εδαφών και των χωρικών υδάτων. Από τη στιγμή που η Ελλάδα ορίζει το εύρος των χωρικών υδάτων της στα έξι μίλια, υπάρχει μια διαφορά τεσσάρων μιλίων η οποία χρειάζεται ειδική δικαιολόγηση. Οι διαρρυθμίσεις αυτές έγιναν βέβαια τη δεκαετία του ’30, όταν τα σχετικά θέματα δεν είχαν ακόμη τη βαρύτητα που απέκτησαν τη δεκαετία του ’70 κυρίως λόγω της εξέλιξης των τεχνικών μέσων που επιτρέπουν την οικονομική αξιοποίηση του υποθαλάσσιου πλούτου. Το Προεδρικό Διάταγμα που ορίζει το εύρος του εναέριου χώρου χρονολογείται από τον Σεπτέμβριο του 1931. Η αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 μιλίων καθιερώθηκε με τον νόμο 230 του 1936. Οι μόνοι που είχαν τότε αντιδράσει, λόγω των αναγκών του στόλου τους στη Μεσόγειο, ήταν οι Βρετανοί, που είχαν μάλιστα υποβάλει και σχετική διπλωματική νότα.
Η ελληνική θέση που παραδοσιακά παρουσιάζεται για την υπεράσπιση της διαφοράς είναι ότι η Ελλάδα μπορούσε το 1936 να ορίσει εύρος χωρικών υδάτων ίσο με εκείνο του εναέριου χώρου, αλλά δεν το έπραξε ώστε να αποφύγει την παρεμβολή περιττών εμποδίων στη ναυσιπλοία. Ταυτόχρονα, επειδή εκείνη την εποχή η αεροπορία ήταν κάτι νέο και δημιουργούσε ιδιαίτερο φόβο, ο ορισμός των 10 μιλίων για τον εθνικό εναέριο χώρο απέβλεπε στην καλύτερη αστυνόμευση της ζώνης πέριξ των χερσαίων εδαφών. Από τη στιγμή όμως που η Ελλάδα είχε και έχει τυπικά το δικαίωμα ορισμού ενός μεγαλύτερου εύρους χωρικών υδάτων, η άσκηση του δικαιώματός της στην ελάχιστη δυνατή βάση χαρακτηρίζεται νόμιμη.
Πότε εμφανίστηκαν τα προβλήματα διαφορετικής ερμηνείας ανάμεσα στην Ελλάδα και στους συμμάχους της για το θέμα του εναέριου χώρου;
Η ελληνική νομική επιχειρηματολογία τέθηκε σε δοκιμασία από τη δεκαετία του ’50 και μετά, ιδιαίτερα όταν πύκνωσαν τα δρομολόγια της πολιτικής αεροπορίας και κυρίως όταν αυξήθηκε ο αριθμός των στρατιωτικών ασκήσεων που γίνονταν στην περιοχή. Το θέμα συζητήθηκε και στο ΝΑΤΟ, στα πλαίσια του οποίου αναπτύχθηκε ένα σύστημα σιωπηρών παραδοχών. Οι χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ δεν αποδέχονταν ως νόμιμο ούτε αναγνώριζαν το εύρος των 10 μιλίων του ελληνικού εναέριου χώρου, αλλά ταυτόχρονα δεν ήγειραν το θέμα της τροποποίησης των σχετικών εθνικών ρυθμίσεων. Η φόρμουλα αυτή άφηνε αμετάβλητο το νομικό καθεστώς αλλά τα αεροσκάφη των χωρών του ΝΑΤΟ κινούμενα στο Αιγαίο θεωρούσαν διεθνή εναέριο χώρο εκείνον επέκεινα των 6 ναυτικών μιλίων. Επιπρόσθετα, δεν υπήρξε κάποια μεγάλη χώρα που να υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις. Ακόμη και η Σοβιετική Ενωση, που τότε προσπαθούσε να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία για να οξύνει τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, σε αυτό το σημείο υποστήριζε, διακριτικά αλλά σταθερά, την ανάγκη ταύτισης του εύρους των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου.
Η σχετική συζήτηση αναθερμάνθηκε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ όταν προ ετών τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία αναθεώρησης ορισμένων κανονισμών του. Η Ελλάδα στη βάση της παραδοσιακής της επιχειρηματολογίας ζήτησε να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητά της αλλά το αίτημά της ουδέποτε έγινε δεκτό. Από μια άποψη προκάλεσε την ενόχληση όλων των άλλων χωρών, καθώς δημιούργησε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να αποσπάσει μέσα από ρυθμίσεις της Συμμαχίας κάποιο νομικό πλεονέκτημα στις διαφορές της με την Τουρκία. Οι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ διατύπωσαν ανοικτά τις αντιρρήσεις τους, η αμερικανική αντιπροσωπεία μάλιστα κατέθεσε ειδικό νομικό κείμενο όπου μνημονεύονται όλα τα στοιχεία του Διεθνούς Δικαίου τα οποία αντιτίθενται στην αποδοχή των ελληνικών θέσεων.
«Μέχρι το 2009 η ΕΕ και 152 από τα 192 κράτη του ΟΗΕ έχουν κυρώσει τη Σύμβαση με συνέπεια το κείμενο και οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του Δικαίου της Θαλάσσης που τέθηκε το 1982 στα κράτη για υπογραφή και κύρωση να θεωρείται πλέον ότι δεσμεύουν και τα κράτη που δεν την έχουν κυρώσει»:
Απο πού προκυπτει τετοια δεσμευση?
Δηλαδη π.χ. οι ΗΠΑ δεσμευονται απο ορους που δεν εχουν κυρωσει?
Ποιος το λεει αυτο?
Τουρκία και Ελλάδα παρουσιάζουν τους μαξιμαλιστικούς τους στόχους ως «διεθνή νομιμότητα» και με αυτόν τον τρόπο «εκπαιδεύουν» τις υποτελείς τάξεις στα συμφέροντα των δικών «τους» αφεντικών.
Η Ελλάδα θεωρεί το Αιγαίο και τα 2/3 της Ανατ. Μεσογείου ως δικό της χωράφι και η Τουρκία θέλει το μισό Αιγαίο και πλήρη αποκλεισμό της Ελλάδας από την Ανατ. Μεσόγειο.
Μια καλή ανάλυση (αλλά με μέτριας ποιότητας ήχο) εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=N7cKa8FNQgA&t=904s
Κατα πάσα πιθανότητα το Καστελλόριζο δεν έχει παρά ελάχιστη ΑΟΖ
Γαλλία εναντίον Καναδά 1992 σχετικά με την ΑΟΖ των νησιών Saint Pierre and Miquelon που βρισκονται στις ακτες του Καναδά. Πήραν μόλις 18% από την πλήρη ΑΟΖ που ζητούσαν από το δικαστηριο οι Γάλλοι. Aν σκεφτείς πως αυτά τα δυο νησιά έχουν 6000 κατοίκους και το Καστελλοριζο μολις 498 κατοίκους. Αν είναι δυνατόν ένα μικρό νησάκι με μήκος ακτογραμμών 19,5 χλμ, 580 χλμ μακριά από τον ελληνικό ηπειρωτικό κορμό, να διεκδικήσει 400 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα θαλάσσιας έκτασης, απέναντι σε μία χώρα με έκταση 783.562 τ.χλμ και με μήκος ακτογραμμών 8.140 χλμ.
Πολύ καλή ανάλυση και κατανοητή.Υπάρχει μεγάλη σύγχυση και πολλές απόψεις.