Μια κριτική στο λενινιστικό μοντέλο

26 χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

Παρότι επιφανειακά, η λενινιστική αντίληψη φαίνεται να καθορίζεται από μια διαλεκτική υλιστική αντίληψη, εν τούτοις η δομή της -όπως εκφράζεται με το Κόμμα Νέου Τύπου και με την κρατική και κοινωνική οργάνωση της ΕΣΣΔ- είναι καταπληκτικά όμοια με τις αντιλήψεις των μεταφυσικών φιλοσόφων. Η ιδεατή Πολιτεία του Πλάτωνα είναι δομικά ταυτόσημη με την κομματική και κρατική αντίληψη που εξέφρασε και εφάρμοσε ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνοφ:

 

Η κριτική στο λενιστικό μοντέλο έγινε από πολλούς και εγκαίρως. Αναδημοσιεύω από το βιβλίο μου «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.  Οι συνέπειες για τον ελληνισμό», που  γράφτηκε τους τελευταίους μήνες ύπαρξης της ΕΣΣΔ (φθινόπωρο του 1991) και εκδόθηκε το Γενάρη του 1992, λίγες μόλις μέρες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Έγραφα τότε:

 »    Ο Πλεχάνωφ ήταν ένας από τους ηγέτες των μενσεβίκων (μειοψηφικών) του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας. Από το 1903 έκανε σκληρή κριτική στις απόψεις του Β.Ι.Λένιν. Ο Πλεχάνωφ υποστήριζε ότι πρώτα θα γινόταν η αστική δημοκρατική επανάσταση, στην οποία θα οδηγούσε η φιλελεύθερη μεσαία τάξη. Διαφώνησε με την μπολσεβίκικη άποψη για το Κόμμα και κατηγόρησε τον Λένιν ότι με τις απόψεις του δημιουργεί «κατάσταση πολιορκίας» και επιβάλλει στο σοσιαλισμό την «πειθαρχία των στρατώνων«.

     Αλλη σημαντική διαφωνία του Πλεχάνωφ με τον Λένιν ήταν η «δικτατορία του προλεταριάτου«. Ο Πλεχάνωφ κατηγόρησε τον Λένιν ότι κάνει σύγχυση μεταξύ της δικτατορίας του προλεταριάτου και της  δικτατορίας πάνω στο προλεταριάτο. Κατάγγειλε παράλληλα τις μεθόδους του Λένιν ως «κακέκτυπο της τραγικής αδιαλαξίας του γιακωβινισμού» και πρόβλεψε ότι οι απόψεις που εκφράζονται από τον Λένιν, ανοίγουν το δρόμο στους επίδοξους δικτάτορες.

     Με τις απόψεις του Πλεχάνωφ τάχθηκε και ο Τρότσκι, ο οποίος έγραψε:

     «Η οργάνωση του Κόμματος θα πάρει τη θέση του ίδιου του Κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή τη θέση της Οργάνωσης και τέλος ο δικτάτορας θα πάρει τη θέση της Κεντρικής Επιτροπής

   Όμως ο Τρότσκι, στα κρίσιμα χρόνια που ακολούθησαν το 1917, συντάχθηκε απόλυτα με τους επαγγελματίες επαναστάτες, επωμιζόμενος με αυτό τον τρόπο μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις εξελίξεις που οδήγησαν λίγο αργότερα στη σκληρή σταλινική τυραννία, στην εξόντωση της πλειοψηφίας των πρώτων μπολσεβίκων και τελικά στη δολοφονία του ίδιου. Συμφώνησε το Σεπτέμβριο του 1918  με τους Λένιν και Στάλιν για την απαγόρευση των αντιπολιτευτικών οργανώσεων. Ως αρχηγός του Κόκκινου Στρατού κατάστειλλε την αντι-κομματική εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, το μαχνοβίτικο κίνημα των φτωχών αγροτών της Νότιας Ουκρανίας και επέβαλλε με τη βία τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του «πολεμικού κομμουνισμού», που καταστρεψαν την αγροτική παραγωγή και οδήγησαν τη Ρωσία στο λιμό.

  Δριμεία κριτική στην πολιτική αυτή άσκησε και ο Π.Α.Κροπότκιν. Εγραφε:

  «…Εγιναν τεράστια λάθη, που πληρώθηκαν με το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων και με την καταστροφή ολόκληρων περιοχών»  και αναρωτιόταν:

  «Πως οι κήρυκες μιας νέας ζωής και μιας νέας κοινωνίας μπορεί να καταφεύγουν σε τέτοια όπλα για να αμυνθούν απέναντι στους εχθρούς τους;«

  Ο Κροπότκιν προειδοποιούσε:

     «Η προσπάθεια να θεμελιώσετε μια καινούργια κοινωνία με μέσο τη δικτατορία είναι μοιραία καταδικασμένη σε αποτυχία… Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, ακόμα και η λέξη «σοσιαλισμός» θα καταντήσει κατάρα..

 Επίσης και η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάγγειλε «τον υπερσυγκεντρωτισμό που υπερασπίζει ο Λένιν» και παραλλήλιζε το πνεύμα που επικράτησε με «το στείρο πνεύμα του νυχτοφύλακα.»

  Έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ:

     «Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία είναι το μόνο ενεργό στοιχείο… Υπάρχει λοιπόν στο βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία είναι αλήθεια, …η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών.» 

            O Πλεχάνωφ, ο Κροπότκιν, η Λούξεμπουργκ δικαιώθηκαν πολύ γρήγορα. Η δικτατορία των, ιδεαλιστών αρχικά, επαγγελματιών επαναστατών πάνω στο προλεταριάτο γρήγορα εξελίχθηκε σε στυγνή δικτατορία μιας γραφειοκρατικής τάξης πάνω στο λαό….»

————————————————————————————–

Advertisement

10 Σχόλια

  1. Από το βιβλίο:

    Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011.

    …………………………….

    ΙΙ. Η διαφοροποίηση του Λένιν στο θέμα του «κοινωνικού είναι» και της «συνείδησης»

    Ο Λένιν, σ’ αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οδηγώντας στ’ άκρα τη λογική της αυτενέργειας του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας, εκφράζει στην ανάλυσή του για το αυθόρμητο και για τη συνείδηση του προλεταριάτου την άποψη ότι, καθοριστικό και πρωτογενή ρόλο παίζει η συνείδηση του ανθρώπου και ότι, η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου, δηλαδή η συνειδητοποίηση και η ανάδειξη της «ιστορικής αποστολής του», δεν παράγεται απ’ το ίδιο, αλλά εισάγεται σ’ αυτό απ’ έξω, απ’ την επαναστατική αστική διανόηση. Το προλεταριάτο δεν είναι σε θέση να υψωθεί πάνω από τα συνδικαλιστικά συμφέροντά του, ν’ αναπτύξει την ταξική συνείδηση και την ιδεολογία του, ώστε να προχωρήσει με την βούλησή του στην κοινωνική επανάσταση. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος», ισχυρίζεται ο Λένιν, «δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία». Όσο δηλαδή η συνείδηση του ανθρώπου δεν αλλάζει από αστική σε σοσιαλιστική (επαναστατική), ούτε οι παραγωγικές σχέσεις μπορούν ν’ αλλάξουν, μα ούτε οι παραγωγικές δυνάμεις κατά συνέπεια. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτοματισμός που να συνδέει διαλεκτικά αυτά τα δύο.

    Η σοσιαλιστική συνείδηση, λέει ο Λένιν «γεννήθηκε απ’ τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που τις επεξεργάστηκαν οι πεπαιδευμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, απ’ τους διανοούμενους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν κι αυτοί, απ’ την κοινωνική τοποθέτησή τους, αστοί διανοούμενοι. Το ίδιο και στη Ρωσία, η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα απ’ την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Υπήρξε το φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της ανάπτυξης της σκέψης στους σοσιαλιστές επαναστάτες διανοουμένους». Οι θέσεις αυτές του Λένιν έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με την θεωρία του Μαρξ για την πρωτοκαθεδρία που διαθέτει το «κοινωνικό είναι» έναντι της «συνείδησης».

    Ο Λένιν δεν αναλύει το περιεχόμενο της συνείδησης, πιθανόν αποδεχόμενος τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στο ζήτημα αυτό. Τον ενδιαφέρουν βασικά οι φορείς αυτής της συνείδησης, που τους χαρακτηρίζει αστούς, επαναστάτες διανοουμένους, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση αυτή επηρεάζει και δραστηριοποιεί την εργατική τάξη, χωρίς ωστόσο η ίδια να την παράγει. Κι’ εδώ βέβαια υπάρχει ο αντίλογος, με την έννοια ότι, μια τέτοια συνείδηση δεν θα ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθεί και στους ίδιους τους αστούς διανοουμένους επαναστάτες (ο Μαρξ και ο Λένιν, και πολύ περισσότερο ο ΄Ενγκελς, ήταν απ’ αυτούς), εάν δεν υπήρχαν οι υλικοί όροι. Είναι κι’ αυτό ένα θεωρητικό θέμα προς έρευνα.

    Έτσι επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα, που θέλουμε να το εκφράσουμε εκλαϊκευτικά και κατανοητά για τον καθένα. Ποιο υπήρξε πρώτο: το αυγό ή η κότα! Ποιο υπήρξε πρώτο; Το «κοινωνικό είναι» ή «η συνείδηση». Και φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν μπαίνει το ερώτημα, αν το αυγό ή η κότα είναι κάτι άυλο ή υλικό.

    Ο Κώστας Παπαϊωάννου, που ασχολήθηκε διεισδυτικά και εμπεριστατωμένα με τον μαρξισμό – λενινισμό, σχολιάζοντας την ανωτέρω θέση του Λένιν, διατυπώνει την ακόλουθη κριτική και συνάμα ρηξικέλευθη άποψη: «Πρόκειται εδώ γι’ αναπάντεχη αντιστροφή μιας απ’ τις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξισμού: δεν καθορίζει πια το είναι την συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι πια ‘αντανακλάσεις’ της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρμητα, σύμφωνα με τη δική τους λογική, ανεξαρτήτως κάθε ταξικής ή άλλης κατάστασης, και καταλήγουν να καθορίζουν αυτές το είναι. Επιπλέον: το είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά απ’ τη συνείδηση των διανοουμένων».

    Αυτήν τη σχέση ανάμεσα στην συνείδηση και στο είναι, ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο, την διατυπώνει ο Παναγιώτης Νούτσος ως εξής: «Ο ιστορικός υλισμός χρεώνεται με την εξακρίβωση αυτής της σχέσης του υποκειμένου με το αντικείμενο, που συνίσταται στη σχέση του ‘εποικοδομήματος’ με τη ‘βάση’ και στην ιδιαίτερη γλώσσα της πολιτικής μεταφράζεται στην εξασφάλιση ενός ‘μηχανισμού ηγεμονίας’ για τη μεταρρύθμιση των συνειδήσεων και των μεθόδων της γνώσης».
    Οι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν σαφώς στην αστική ή στην μικροαστική τάξη, είναι εκείνοι τελικά που βρίσκονται σε θέση ικανή για να στοχαστούν και να συλλάβουν την ιστορική εξέλιξη και την επαναστατική διαδικασία της ιστορίας, ενώ η εργατική τάξη, αφημένη στον εαυτό της, μπορεί να φτάσει μόνο στην συνδικαλιστική συνείδηση, στην τρεϊντ-γιουνιονίστικη συνείδηση, όπως λέει ο Λένιν.

    Η ταξική πάλη, κατά τον ίδιο, δεν αποτελεί αυτοματισμό, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία από μόνος του. Για να το πούμε πιο απλά και κατανοητά: Οι τάξεις μπορεί να υπάρχουν, όμως η ταξική πάλη να μη λαμβάνει χώραν. Γι’ αυτό και τονίζει: «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς πως, οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα, λόγω των συνθηκών της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο ‘βολικά’ για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την εκτέλεσή της». Μ’ αυτό ο Λένιν, αν κατανοούμε σωστά τη θέση του, δηλώνει απλούστατα ότι δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες και στο επαναστατικό υποκείμενο, ενώ θα «πρέπει» να δημιουργηθεί αυτή η σχέση, για να προέλθει, τρόπον τινά, απ’ την ένωσή τους επαναστατική έκρηξη, για να το διατυπώσουμε μ’ έναν όρο της επιστήμης της Χημείας.

    Η ανεπάρκεια, στην οποία αναφέρεται ο Λένιν, έχει άμεση σχέση με την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία, για την οποία μιλάει ο Γκράμσι, όπως θ’ αναλύσουμε παρακάτω.

    Ένας τέτοιος στοχασμός ωστόσο, που θέτει και το πρόβλημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης σε διαφορετική βάση εκ μέρους του Λένιν, δεν εξέφραζε τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι υποστήριζαν σταθερά την ίδια βασική θέση, ότι δηλαδή οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τελικά (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέει ο Ένγκελς) τα κοινωνικά δρώμενα και όχι οι πράξεις των ανθρώπων, ως απόρροια συνειδητών επιλογών. Κι’ ας προσπαθεί ο Ένγκελς απεγνωσμένα και μ’ επιχειρήματα, που δεν αντέχουν σε αυστηρά κριτική σκέψη, να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχει σ’ αυτήν την άποψη, πέρα απ’ την αυθαίρετη επιχειρηματολογία, μια αιτιοκρατία, «ένας ντετερμινισμός», που δεν αφήνει περιθώρια γι’ άλλες, διαφορετικές σκέψεις και επιχειρήματα, για παρέκκλιση απ’ την οικονομική νομοτελειακή πραγματικότητα, όσο κι’ αν προσπαθούν πολλοί απ’ τους επιγόνους να πείσουν ότι γίνεται παραποίηση της αλήθειας ή ότι υπάρχει αδυναμία κατανόησης και αποδοχής της αντικειμενικής πραγματικότητας.

    Κι’ όμως ορισμένοι επαναστάτες, μετά από την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής κατέληξαν στο συμπέρασμα που εκφράζει ο γνωστός Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο): «Αλλά καθώς κανένας ντετερμινισμός δεν διέπει την κοινωνική εξέλιξη,-ποιοτικά διαφορετική από εκείνη της φύσης και του ανθρώπου, ως βιολογικό ον- είναι φυσικό να υπάρχουν σήμερα, έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Μαρξ, νέα προβλήματα, στα οποία ο Μαρξ δεν είχε δώσει, δεν θα μπορούσε να δώσει συγκεκριμένη, ικανοποιητική απάντηση».

    Τελικά, η προσπάθεια του Μαρξ και του Ένγκελς να κατοχυρωθεί το «αξίωμα» του Μαρξ με επιστημονικούς όρους, φαίνεται πως αποτυγχάνει, διότι δεν υπάρχουν τ’ αποδεικτικά στοιχεία, που να εδραιώνουν με λογικό τρόπο παρόμοιους διαλογισμούς, που ούτε η κατοπινή ιστορική εξέλιξη επιβεβαίωσε. Το αντίθετο μάλιστα συνέβη.

    Πολλές φορές επανέρχεται ο Μαρξ, αλλά κυρίως ο Ένγκελς, στην πιο πάνω επιχειρηματολογία, η οποία σε τελική ανάλυση καταλήγει, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, στη γνωστή θέση ότι, «το κοινωνικό είναι» καθορίζει τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Αυτό το «κοινωνικό είναι» αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η συνείδηση και που χαρακτηρίζεται μ’ άλλον όρο ως εποικοδόμημα ή ως υπερδομή, την οποία εμείς, με μια εννοιολογική «διεύρυνση», θα την εντάσσαμε στην έννοια του πολιτισμού, ο οποίος διαμορφώνει και τη συνείδηση μιας κοινωνίας.

    Ισχυρίζεται επιπλέον ο Μαρξ ότι, με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Δεν είναι όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός παράλογος; Πώς μπορεί να καταστραφεί πρώτα η βάση ενός οικοδομήματος και μετά ολόκληρο το οικοδόμημα; Και πού και πότε κατάφερε και άλλαξε ένας οικοδόμος τα θεμέλια ενός κτιρίου, για ν’ ανατρέψει μετά (αργά η γρήγορα) το εποικοδόμημα; Αυτό τουλάχιστον μας λέει κι’ ο ίδιος ο Μαρξ σ’ άλλες περιπτώσεις. Επικαλούμαστε πάλι ένα παράδειγμα απ’ την ανάλυσή του: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: «Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής υποδούλωσής του. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε να χρησιμεύει σαν μοχλός, για ν’ ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία. Όταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλειά παύει ν’ αποτελεί ταξική ιδιότητα».

    Εδώ ως πολιτική κυριαρχία εννοείται η κυβέρνηση της εργατικής τάξης, δηλαδή η νομική και πολιτική μορφή αυτής της εξουσίας, που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Έγκελς, αποτελούν καθοριστική μορφή του εποικοδομήματος ή της συνείδησης. Η πολιτική κυριαρχία της Κομμούνας θα έπρεπε να θέσει τις καινούργιες οικονομικές βάσεις, καταργώντας τις παλιές, που σημαίνει σ’ αυτήν την περίπτωση ότι η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό είναι.

    Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτήν τη δήλωση του Μαρξ, αλλά και από παρόμοιες του ΄Ενγκελς και του Λένιν στο θέμα της προτεραιότητας της πολιτικής εξουσίας, ο Κώστας Παπαϊωάννου διατυπώνει την καινοτόμο και ριζοσπαστική άποψη, που λέει ότι «δεν είναι βέβαια οι οικονομικές σχέσεις αυτές που προσδιορίζουν τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, αλλά αντίθετα, οι πολιτικές σχέσεις διαμορφώνουν τις ταξικές και μεταφράζονται, επί του οικονομικού πεδίου, μέσα στις παραγωγικές σχέσεις».
    Αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση της επιχειρηματολογίας του Μαρξ είναι και ο ρηματικός προσδιορισμός που χρησιμοποιεί, λέγοντας «θα έπρεπε». Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα ότι δεν υπάρχει αδήριτος νόμος που να χρησιμεύει ως ηθικός μοχλός, αλλά ότι αυτό επαφίεται στην ελεύθερη συνείδηση και στην βούληση της Κομμούνας. Αυτό σημαίνει «θα έπρεπε», όπως εξηγήσαμε στα προηγούμενα. Αλλιώς η διατύπωση στο σχετικό χωρίο θα όφειλε να ήταν διαφορετική, αν επρόκειτο γι’ αδήριτη και αναπότρεπτη αναγκαιότητα, δηλαδή: «Γι’ αυτό η Κομμούνα θα χρησιμεύσει…», που σημαίνει αναγκαστικά ότι θα χρησιμεύσει σαν φυσικός νόμος και όχι «θα έπρεπε…».

    Θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν και άλλα παραδείγματα, που έχουν να κάνουν μ’ αυτό το βασικό ζήτημα του «κοινωνικού είναι» και της «συνείδησης», όμως και μόνον αυτά αρκούν για ν’ αποδεχτούμε τουλάχιστον ότι, όχι μόνον το κοινωνικό είναι του ανθρώπου καθορίζει την συνείδησή του, αλλά κι’ η συνείδησή του καθορίζει το κοινωνικό είναι του, άσχετα με το οντολογικό θέμα εάν η συνείδηση είναι πνευματική ή υλική, δηλαδή προϊόν της ύλης. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στο θέμα αυτό.
    Το πρόβλημα βασικά βρίσκεται αλλού, στον καθορισμό της διαλεκτικής αλληλεπίδρασής τους, μ’ άλλα λόγια πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η μία καθορίζει την άλλη, γιατί το γεγονός της αλληλεπίδρασης δεν το αρνείται κανείς. Το τονίζει και ο ίδιος ο ΄Ενγκελς. Αν θέλουμε ν’ απλουστεύσουμε ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό αυτόν, θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη βάση σαν τις ρίζες ενός δέντρου και το εποικοδόμημα σαν τον κορμό, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τις ρίζες το δέντρο δεν μπορεί να επιβιώσει, αλλά χωρίς τα φύλλα και τα κλαδιά δεν θα επιζούσαν και οι ρίζες.

    Θα πρέπει συμπληρωματικά να τονίσουμε ότι η μαρξιστικής θεωρία έχει έναν έντονο εξελικτικό χαρακτήρα, τον οποίο μας αναλύει ο Νίκος Μουζέλης: «Όπως οι περισσότερες κοινωνιολογικές θεωρίες του 19ου αιώνα, ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ βλέπει το κοινωνικό γίγνεσθαι με έναν εξελικτικό τρόπο. Σε μερικά μέρη του μαρξιστικού έργου, αυτός ο εξελικτικισμός παίρνει μια έντονα ντετερμινιστική μορφή: οι ανθρώπινες κοινωνίες περνούν από καθορισμένα στάδια ανάπτυξης, ενώ κάθε στάδιο χαρακτηρίζεται απ’ την κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής με τη σειρά του καθορίζει το πολιτικό και πολιτιστικό εποικοδόμημα κατά μηχανιστικό τρόπο, δηλαδή ανεξάρτητα από το πώς τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες δρουν μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Τέλος η μετάβαση από το ένα εξελικτικό στάδιο στο άλλο, γίνεται λίγο πολύ αυτόματα, δηλαδή σύμφωνα με οικονομικές αντιθέσεις (π.χ. την αντίθεση μεταξύ μέσων και σχέσεων παραγωγής) που κατά νομοτελειακό τρόπο οδηγούν στην κατάρρευση του καπιταλισμού και στον τελικό θρίαμβο του σοσιαλισμού – κομμουνισμού».

    Πριν κλείσουμε το θεμελιακό αυτό κεφάλαιο της σχέσης «κοινωνικού είναι» και «συνείδησης», έτσι όπως την εννοούσε ο Μαρξ και έτσι όπως διεξοδικά την αναλύσαμε, θα επικαλεστούμε και τον προβληματισμό πάνω στο θέμα του Παναγιώτη Κονδύλη, ενός μεγάλου Έλληνα στοχαστή, φιλοσόφου, που το απαύγασμα της θεωρητικής του έρευνας διατυπώνει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Ενώ η μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας διέγραφε μια λίγο πολύ ευθύγραμμη πρόοδο με ηθικά φορτισμένη κατάληξη και με άμεσο φορέα το οικονομικό στοιχείο, η θεώρηση της ιστορίας από τη σκοπιά του πολιτικού στοιχείου έδειχνε μια ανακύκλωση παρόμοιων μηχανισμών (όχι αναγκαία συμβάντων), δίχως έσχατο ηθικό ή άλλο νόημα και δίχως επιστημονικά διακριβώσιμη μόνιμη προτεραιότητα του οικονομικού, του ιδεολογικού, του φυλετικού και εθνικού ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. Η αποκοπή από την εσχατολογία, η οποία ψυχολογικά δεν με δυσκόλεψε πολύ, είχε ως λογική της συνέπεια την αναίρεση κάθε ευθύγραμμης σύλληψης του ιστορικού γίγνεσθαι. Άλλωστε η σύλληψη αυτή διατυπωνόταν πάντοτε με σκοπό την κατοχύρωση κάποιας εσχατολογίας. Όμως και το πρωτείο της οικονομίας μέσα στο μαρξιστικό σχήμα κατέτεινε επίσης, όσο κι’ αν αυτό φαίνεται παράδοξο, στην κατοχύρωση της εσχατολογίας με επιστημονικά επιχειρήματα. Γιατί η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η αναγκαιότητα της προσαρμογής των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις φαινόταν να κάνουν αναπόδραστο το happy end της ιστορίας, δηλαδή την αταξική κοινωνία, ανεξάρτητα από τη βούληση, ανεξάρτητα ακόμη κι’ από την ατομική ηθική των ανθρώπων. Έτσι η άρνηση της εσχατολογίας συνεπέφερε και την άρνηση του πρωτείου της οικονομίας, τουλάχιστον, όπως το εννοούσε ο μαρξισμός».

    Ο Μαρξ, όπως συμπληρώνει την ανωτέρω επιχειρηματολογία ο Ανδρέας Παπανδρέου, «ταύτισε δηλαδή τον κοινωνικό μετασχηματισμό με τον μετασχηματισμό της οικονομικής βάσης μόνον, παραγνωρίζοντας τα υπόλοιπα επίπεδα».

    Πριν να κλείσουμε την σύντομη αυτή περιγραφή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ, επιθυμούμε να θυμίσουμε με δυο λόγια, αυτό που τόνισε ο Ένγκελς ως την ουσιαστική προσφορά του στην ανθρωπότητα: «Αυτές τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στον Μαρξ».

    Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη αποτελεί τον λόγο που υποχρεώνει τον Έγκελς να επιμένει πάντοτε ότι οι οικονομικοί όροι είναι οι καθοριστικοί. Αν δεν δινόταν αυτή η ερμηνεία θα κατέρρεε αυτομάτως ο ιστορικός υλισμός. Και αυτό είναι αυτονόητο. Γι’ αυτό, τονίζουμε, η «εναγώνια» προσπάθεια ν’ αποφευχθεί η παρεξήγηση ή η παρερμηνεία, όταν τονίζεται και η επίδραση της συνείδησης πάνω στην οικονομική βάση. Η κάθε φορά επαναφορά στον ισχυρισμό ότι τελικά (σε τελευταία ανάλυση) οι υλικοί όροι είναι το πρωταρχικό, «σώζει» την θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι τελείως ή μερικώς διαφορετική απ’ ό,τι την καθορίζει η θεωρία.

    Πολύ σημαντική είναι η ίδια η ομολογία του Μαρξ, για τη δική του προσφορά στην ιστορία, που δίνει αφορμή να κριθεί αυτή η προσφορά στη συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα και οφείλουμε παρεμπιπτόντως να διευκρινίσουμε.

    Στο γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ με ημερομηνία 5.3.1852 εκφράζει τ’ ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Όσο για εμένα, δεν μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από εμένα, αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι – την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι καινούργιο έκαμα εγώ ήταν ν’ αποδείξω: 1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής (historischen Entwicklungsphasen der Produktion), 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3. ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μιαν αταξική κοινωνία…».

    Το κατά πόσον οι αποδείξεις του Μαρξ επαληθεύτηκαν απ’ την πραγματικότητα, η οποία κατά τους μαρξιστές αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας, θα το αναλύσουμε στα επόμενα. Προκαταβολικά όμως δηλώνουμε ότι, η πράξη δεν επαλήθευσε τα συμπεράσματα του Μαρξ, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά την Τρίτη θέση και οι λεγόμενες «αποδείξεις» του στο θέμα αυτό αποτελούν ζητούμενο, για να μην ισχυριστούμε ότι η ιστορία απέδειξε στην πράξη πολλές απ’ αυτές ως λανθασμένες, όπως π.χ. τ’ ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου και τελικά στη χειραφέτησή της.
    Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν εμφανίστηκε πουθενά και δεν οδήγησε στον κομμουνισμό. Εκείνη αντιθέτως που εμφανίστηκε ήταν η δικτατορία μιας γραφειοκρατικής κάστας επί του προλεταριάτου (με τον υπαρκτό σοσιαλισμό).

    Πολύ αποκαλυπτικά είναι στο θέμα αυτό τα λόγια του Γάλλου φιλοσόφου Αλλέν Μπαντιού: «Η κομμουνιστική ιδέα στην αρχική και θεμελιακή της έννοια είναι η ιδέα της καθολικής απελευθέρωσης» και προσθέτει: «Γιατί το ζήτημα της εξουσίας είναι το πιο σκοτεινό στην παράδοση της Αριστεράς, εκεί όπου οι εμπειρίες του περασμένου αιώνα, είναι ξεκάθαρα αρνητικές. Τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν στη Σοβιετική ΄Ενωση, την Κίνα και αλλού, δεν εξελίχτηκαν σε μορφές χειραφέτησης, ούτε προς τον περίφημο μαρασμό του κράτους. Το αντίθετο. Οδηγήθηκαν στη γιγάντωση ενός πανίσχυρου μηχανισμού κρατικής ισχύος»

    ——————————————

    1. Αντιλαμβανόμαστε τη συνείδηση ως τον κατ’ εξοχήν διανοητικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει όλες της εκφάνσεις του εποικοδομήματος.
    2, Πολλοί μελετητές μιλούν δικαιολογημένα για «βολονταρισμό» του Λένιν, που έχει σχέση με την έννοια της «συνείδησης».
    3. Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε, στο Λένιν Άπαντα, τόμ. 5, σ. 379. Η ανωτέρω θέση του Λένιν είναι παρμένη απ’ τα προλεγόμενα του Καρλ Κάουτσκι στο σχέδιο προγράμματος του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1901. Εκεί μάλιστα προσθέτει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, που ασπάζεται ο Λένιν, και τα εξής: «Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης». Στους εργάτες οι σοσιαλιστική συνείδηση «εισάγεται απ’ έξω (von aussen hineingetragen)». Ο.π., σ. 387,
    4. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παραθέσουμε μιαν άλλη άποψη, που αποτελεί τοποθέτηση της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Θέσεις»: «Παρουσιάζεται ο Λένιν ως βολονταριστής, ενώ σε αυτόν χρωστάμε μια υλιστική θεωρία της συγκυρίας, δηλαδή του σύνθετου και επικαθορισμένου χαρακτήρα των κοινωνικών συγκρούσεων ως αντικειμενικών διαδικασιών».
    5. Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία, σ. 30-31.
    6. Παναγιώτης Νούτσος, «Gramsci: ένας ανυποψίαστα υποψιασμένος κριτικός της σκέψης και της πράξης του Λένιν», Oυτοπία, αρ. 11 (Mάιος – Iούν. 1994), σ. 116.
    7. Βλ. Β. Ι. Λένιν, Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9, σ. 354. Βλ. και Δαμιανός Βασιλειάδης, Κοινωνικοποίηση της εξουσίας και σοσιαλισμός, στο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σελ. 106 – 111.

    8. Βλ. Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), Αυτοδιαχείριση – Σοσιαλισμός, πολιτικά κείμενα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006, σ. 162. Βλ. για το ίδιο θέμα και Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σ. 92-94.
    9. Κι’ εδώ ακόμη ο Μαρξ μιλάει για «έπρεπε». Χαρακτηριστική είναι κι’ η φράση του ΄Ενγκελς: «Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, μετατρέποντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε προλετάριους, δημιουργεί τη δύναμη εκείνη, που υποχρεώνεται να κάνει την ανατροπή, αν δεν θέλει να αφανιστεί». Βλ. Φρίντριχ ΄Ενγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ –Φ. Έγκελς, , Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 165. Τι νόημα έχει η λέξη «υποχρεώνεται» και το υποθετικό «αν δεν θέλει», εφόσον ισχύουν οι σιδερένιοι νόμοι της αναγκαιότητας; Στους νόμους της φυσικής δεν υπάρχει ούτε πρέπει, ούτε «υποχρεώνεται», ούτε «αν θέλει ή δεν θέλει», λέξεις τις οποίες επανειλημμένα χρησιμοποιούν ο Μαρξ και ΄Ενγκελς. Να τις χρησιμοποιούσαν άραγε, χωρίς συνείδηση της σημασίας τους, του τι δηλαδή πραγματικά εκφράζουν; Είναι ένα ερώτημα! Πάντως ένας επιστήμονας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις λέξεις και τις έννοιες αυθαίρετα ή με άλλο νόημα από το σημαινόμενο, χωρίς να δώσει τουλάχιστον τις απαραίτητες εξηγήσεις.
    10. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ – Φ. Έγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ό.π., σ. 625.
    11. Κώστας Παπαϊωάννου, Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία, εκδ. «Κομμούνα/Θεωρία» 11», Αθήνα 1998. σ. 194.
    12. Νίκος Μουζέλης, «Πόσο φταίει άραγε ο Μαρξ», ό.π. Παρ’ όλα αυτά, όπως και ο ίδιος ο Νίκος Μουζέλης παραθέτει, η θεωρία του Μαρξ δεν ήταν ενιαία. Υπήρχαν στο έργο του και μη ντετερμινιστικές απόψεις, που δημιουργούσαν τις αντιφάσεις, στις οποίες αναφερθήκαμε στα προηγούμενα.
    13. Βλ. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κονδύλη στo περιοδικό «Διαβάζω, τ. 384, Απρίλιος 1998, , με τίτλο «Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου». Εμείς πάντως συμφωνούμε μαζί του.
    14. Βλ. Α. Γ. Παπανδρέου, «Ο Μαρξ, ο Λένιν και η ‘Δικτατορία του Προλεταριάτου’», εφημ. «Εξόρμηση», 26.9.1975, σ.13.
    15. Φ. Έγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ – Φ. Έγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 148.
    16. Ο Μαρξ στον Βάϊντεμάγιερ, στο Κ. Μαρξ -Φ. Έγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 530.
    17. Bλ. δήλωση του Μαρξ: « Ότι η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθοδηγεί την κοινωνία και ότι μάλιστα γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής…». Στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 183. Από πού βγαίνει άραγε το αυθαίρετο αυτό συμπέρασμα;

    18. Βλ. Αλλέν Μπαντιού, συνέντευξη στην εφημ. «Καθημερινή», 29/11/2009, με τίτλο: «Η επιστροφή της μεγάλης ιδέας».

  2. Κ on

    H ΑΥΓΗ › ΑΠΟΨΕΙΣ › ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ›
    Απόψεις Αρθρογραφία
    Μια κριτική στο λενινιστικό μοντέλο

    Αγτζίδης Βλάσης
    Δημοσίευση: 18 Μαΐου 2017 19:00

    http://www.avgi.gr/article/10811/8159393/mia-kritike-sto-leninistiko-montelo

  3. […] ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας» –Μια κριτική στο λενινιστικό μοντέλο –Η Επανάσταση των «Σπαρτακιστών» και η προδοσία […]

  4. Δ.B. on

    … Ένα τέρας ένας εκ γενετής ηθικά ηλίθιος, ο Λένιν έδειξε στο απόγειο της δράσης του στον κόσμο κάτι τρομακτικό, κάτι συγκλονιστικό∙ κατέστρεψε την μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο και σκότωσε μερικά εκατομμύρια ανθρώπων, αλλά παρόλα αυτά ο κόσμος έχει τόσο τρελαθεί που μέρα μεσημέρι συζητούν αν είναι ή όχι ευεργέτης της ανθρωπότητας.

    Ιβάν Μπούνιν, [απόσπασμα από ομιλία του στο Παρίσι το 1924]

  5. Δικτατορία του προλεταριάτου & Κρατικός Σοσιαλισμός

    Κ. Μπερνέρι

    Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια σύλληψη του Μαρξ. Σύμφωνα με τον Λένιν, «μαρξιστής είναι μόνον εκείνος που, αφού αναγνωρίσει την πάλη των τάξεων, αναγνωρίζει, και τη δικτατορία του προλετα¬ριάτου». Ο Λένιν είχε δίκιο: η δικτατορία του προλετα¬ριάτου είναι, πράγματι, για τον Μαρξ, η κατάληψη του κρατικού μηχανισμού από το προλεταριάτο το οποίο, οργανωμένο σαν πολιτικά άρχουσα τάξη, φτάνει, διαμέσου του κρατικού σοσιαλισμού στην κατάργηση όλων των τάξεων.

    Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, που έγραψε ο Μαρξ στα 1875, διαβάζουμε «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης στην δεύτερη. Σε αυτήν, αντιστοιχεί και μια πολιτικά μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».

    Ήδη, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έγραφε «Το πρώτο βήμα στο δρόμο για την εργατική επανάσταση είναι η άνοδος του προλεταριάτου στη θέση της άρχουσας τάξης… Το προλεταριάτο θα επωφεληθεί από την πολιτική του κυριαρχία, αποσπώντας σίγα σίγα από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο συγκεντρώνοντας όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή στα χέρια του προλεταριάτου που έχει οργανωθεί σαν άρχουσα τάξη».
    Ο Λένιν, στο Κράτος και επανάσταση, επιβεβαιώνει μονό τα λεγόμενα του Μαρξ:«Το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος μόνο ναι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτό που μας διαφοροποιεί από τους αναρχικούς δεν είναι, ο τελικός στόχος δηλαδή η κατάργηση του κράτους, αλλά το ότι εμείς βεβαιώνουμε πως για να πετύχουμε αυτό το στόχο, είναι απαραίτητο να μεταχειριστούμε προσωρινά εναντίον των εκμεταλλευτών τα όργανα, τα μέσα και τις μεθόδους της πολιτικής εξουσίας, με τον ίδιο τρόπο, αφού είναι απαραίτητο, με σκοπό να εξαλείψουμε τις τάξεις, να επιβάλουμε την προσωρινή δικτατορία της καταπιεσμένης τάξης.

    Το κράτος θα εξαφανιστεί στο μέτρο που δεν θα υπάρχουν πια καπιταλιστές, δεν θα υπάρχουν πια τάξεις και δεν θα είναι πια αναγκαίο να Καταπιέζεται καμία «επιμέρους τάξη». Το κράτος, όμως, δεν θα είναι για τα καλά νεκρό όσο θα εξακολουθούν να επιβιώνουν τα «αστικό δικαιώματα» που καθαγιάζουν την εκ’των πραγμάτων ανισότητα. Για να πεθάνει για τα καλά το κράτος είναι αναγκαίο να έρθει ο ολοκληρωμένος κομμουνισμός».Το προλεταριακό κράτος το σκέφτονται σαν μια προσωρινή πολιτική δομή που προορισμό έχει την καταστροφή των τάξεων.

    Στη βάση αυτής της αντίληψης, βρίσκονται η σταδιακή απαλλοτρίωση κι η ιδέα του κρατικού καπιταλισμού. Το οικονομικό πρόγραμμα του Λένιν στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, τελειώνει με τη φράση: «Σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κρατικό σοσιαλιστικό μονοπώλιο».

    Σύμφωνα με τον Λένιν: «Η διάκριση ανάμεσα στους μαρξιστές και τους αναρχικούς, συνίσταται στα εξής:

    1) Οι μαρξιστές, μολονότι προτείνουν την πλήρη καταστροφή του κράτους πιστεύουν ότι αυτήν μπορούν να την πετύχουν μόνο μετά την καταστροφή όλων των τάξεων από τη σοσιαλιστική επανάσταση και σαν αποτέλεσμα του θριάμβου του σοσιαλισμού, που θα ολοκληρωθεί με την καταστροφή του κράτους· οι αναρχικοί θέλουν την πλήρη εξάλειψη του κράτους εν μια νυκτί, χωρίς να καταλαβαίνουν τις συνθήκες που κάνουν εφικτή αυτή την εξάλειψη

    2) Οι μαρξιστές διακηρύσσουν ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλίσει το
    προλεταριάτο την πολιτική εξουσία, να καταστρέψει ολωσδιόλου τον παλιό κρατικό μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει μ’ έναν καινούριο μηχανισμό που θα αποτελείται από μια οργάνωση τον ένοπλων εργατών σύμφωνα με τα πρότυπα της Κομμούνας· οι αναρχικοί, απαιτώντας την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, δεν ξέρουν στην πραγματικότητα ούτε «με τι θα τον αντικαταστήσει» το προλεταριάτο ούτε «πώς θα χρησιμοποιήσει» την επαναστατική του εξουσία· φτάνουν μέχρι σημείου να καταδικάζουν κάθε χρήση της πολιτικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο και ν’ απορρίπτουν την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. 3) Οι μαρξιστές θέλουν να προετοιμάσουν το προλεταριάτο για την επανάσταση χρη¬σιμοποιώντας το σύγχρονο κράτος· οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή τη μέθοδο».

    Ο Λένιν παραποίησε τα πράγματα. Οι μαρξιστές «δεν έχουν στο νου τους την πλήρη καταστροφή του κράτους»,αλλά προσβλέπουν στην φυσική εξαφάνιση του κράτους σαν μια συνέπεια της καταστροφής των τάξεων μέσα από την «δικτατορία του προλεταριάτου»δηλαδή από τον κρατικό σοσιαλισμό, αντίθετα οι αναρχικοί θέλουν την καταστροφή των τάξεων μέσα από μια κοινωνική επανάσταση που εξαλείφει ,μαζί με τις τάξεις και το κράτος . Επιπλέον οι μαρξιστές δεν προτείνουν την ένοπλη κατάκτηση της Κομούνας από το σύνολο του προλεταριάτου, αλλά προτείνουν την κατάκτηση του κρατικού μηχανισμού από το κόμμα που φαντάζεται ότι αντιπροσωπεύει το προλεταριάτο. Οι αναρχικοί δέχονται να χρησιμοποιήσει το προλεταριάτο, άμεσα, την εξουσία του,δέχονται όμως ότι τα όργανα αυτής της εξουσίας είναι τα συστήματα της Κομμουνιστικής διοίκησης στο σύνολο τους – συνεταιρεστικοί οργανισμοί ,κοινοτικοί θεσμοί ,περιφερειακοί και κεντρικοί – που συγκροτούνται ελευθέρα ,έξω από το πολιτικό μονοπώλιο των κομμάτων και ενάντιων τους και προσπαθούν να περιορίσουν στο ελάχιστο την διοικητική συγκέντρωση.Ο Λένιν, για τις ανάγκες της πολεμικής, απλοποίησε αυθαίρετα τα πράγματα που διαφοροποιούν τους μαρξιστές από μας.

    Η φράση του Λένιν, «Οι μαρξιστές θέλουν να προετοιμάσουν το προλεταριάτο για την επανάσταση χρησιμοποιώντας το σύγχρονο κράτος», είναι η βάση του λενινιστικού ιακωβινισμού, όπως είναι και η βάση του κοινοβουλευτισμού και σοσιαλρεφορμιστικού υπουργισμού.
    Στα Διεθνή Σοσιαλιστικά Συνέδρια του Λονδίνου (1896) και του Παρισιού (1900), καθιερώθηκε ότι στη Σοσιαλιστική Διεθνή θα μπορούσαν να μετέχουν μόνο κόμματα κι εργατικές οργανώσεις που θα αναγνώριζαν την αρχή «της σοσιαλιστικής κατάκτησης των δημοσίων εξουσιών από το τμήμα του προλεταριάτου που Οργανώνεται σ’ ένα κόμμα σαν τάξη». Η διάσταση έγινε πάνω σ’ αυτό το σημείο – στην πραγματικότητα, όμως. η αποπομπή των αναρχικών από τη Διεθνή ήταν μόνον ο θρίαμβος του υπουργισμού, του οπορτουνισμού και του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού».
    Οι αντικοινοβουλευτικοί συνδικαλιστές και αρκε¬τές κομμουνιστικές φράξιες που επικαλούνται το μαρξισμό, απέρριψαν την κατάκτηση των δημόσιων αρχών από τους σοσιαλιστές -είτε πριν από την επανάσταση, είτε στη διάρκεια της.

    Όποιος κοιτάξει την ιστορία του σοσιαλισμού έπειτα από την αποπομπή των αναρχικών, θα μπορέ¬σει να δει μόνος του τη βαθμιαία υποβάθμιση του μαρξισμού σαν πολιτικής φιλοσοφίας μέσα από τις ερμηνείες και την πρακτική των σοσιαλδημοκρατών.

    Ο λενινισμός είναι, αναμφίβολα, μια επιστροφή στο επαναστατικό πνεύμα του μαρξισμού, συνάμα όμως είναι και μια επιστροφή στις ψευδαισθήσεις και στις αφαιρέσεις της μαρξιστικής μεταφυσικής.
    http://www.vrahokipos.net/old/theory/berneri.htm

  6. Η ‘Πολιτική Διαθήκη’ του Λένιν και ο σταλινισμός

    Μισό αιώνα περίπου μετά το ξεκίνημα της αποσταλινοποίησης και της αποκατάστασης ορισμένων κρίσιμων ιστορικών αληθειών για την εξέλιξη της Οκτωβριανής επανάστασης, του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και της αριστερής ιδεολογίας και πολιτικής, ο σταλινισμός παραμένει ζωντανός.

    Γιατί μπορεί τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη να εξαφανίσθηκαν από το πολιτικό προσκήνιο ιδίως μετά την κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών γραφειοκρατικών καθεστώτων το 1989 και μπορεί να ποδοπατήθηκαν τα εικονίσματα του Στάλιν σε μία εμφανή απάρνηση της προσωπολατρείας γενικά και του ‘πατερούλη των λαών’ ειδικότερα, όμως αμαυρώθηκε συγχρόνως και η ιδέα του σοσιαλισμού.
    Γεγονός που δηλώνει ότι ο Στάλιν και ο σταλινισμός ως πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο παρέμειναν ταυτισμένοι με τον σοσιαλισμό στην συνείδηση του κόσμου. Με άλλα λόγια στις πλατιές μάζες του κόσμου ουδέποτε έγινε κατανοητή η κόκκινη διαχωριστική γραμμή – κόκκινη γιατί βαμμένη με αίμα – μεταξύ σταλινισμού και μαρξισμού ή επιστημονικού σοσιαλισμού.
    Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη χώρα μας όπου το ΚΚΕ, το μοναδικό ουσιαστικά κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης με μαζική επιρροή και απήχηση, παραμένει δυστυχώς δέσμιο του σταλινικού παρελθόντος του αποφεύγοντας έστω και τυπικά να απαρνηθεί τον ιστορικό ηγέτη του Στάλιν. Ο σταλινισμός, λοιπόν, στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει σαν πολιτική και ιδεολογία παρά το ναυάγιο του ‘υπαρκτού’ και τον αφανισμό των ΚΚ διεθνώς.
    Ως φαινόμενο, δε, που εμφανίστηκε σε συνθήκες πολλαπλής υπανάπτυξης της μετεπαναστατικής σοβιετικής κοινωνίας, επέζησε επί μακρόν των συνθηκών της εμφάνισής του, εδραιώθηκε σαν «δρόμος οικοδόμησης του σοσιαλισμού» και ταυτίστηκε στη θεωρία με τον ίδιο τον σοσιαλισμό εφαρμοσμένο στην πράξη, οφείλει μερικώς την ιδεολογική του αντοχή στην θεώρηση και προβολή του ως συνέχεια του λενινισμού.
    Μόνο που αυτή η σύνδεση με τον λενινισμό είναι τόσο φανταστική και πλασματική, όσο πραγματική είναι από την άλλη πλευρά η πάλη που διεξήγαγε ο Λένιν τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του – όντας σοβαρά άρρωστος – κατά του Στάλιν και της ανερχόμενης γραφειοκρατικής κάστας μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Μίας πάλης που αποσιωπήθηκε από το σταλινικό καθεστώς και πλαστογραφήθηκε μέχρις ότου με το θάνατο του Στάλιν το 1956 και την έναρξη της αποσταλινοποίησης άρχισαν να δημοσιεύονται οι έως τότε άγνωστες επιστολές του Λένιν προς τα στελέχη του κόμματος, όπου γίνεται φανερή η απόλυτη ρήξη με τον Στάλιν και ότι αυτό αντιπροσώπευε.
    Οι επιστολές αυτές ονοματίσθηκαν «Πολιτική Διαθήκη» του Λένιν και τις αναδημοσιεύουμε εδώ προκειμένου να συζητηθεί η σχέση Λένιν-Στάλιν-Τρότσκι στα πλαίσια τόσο του αγώνα για τη διαδοχή στην ηγεσία του ΚΚΡ και της διατήρησης της ενότητας του κόμματος, όσο και της συνακόλουθης απαρέγκλιτης συνέχισης της επαναστατικής σοσιαλιστικής προοπτικής.
    Αξίζει να τονισθεί πως αφορμή για τη παρούσα ανάρτηση ήταν ο ενδιαφέρων διάλογος και διαφωνία που είχαμε με τον ΜΑΚ στο πρόσφατο κείμενο του Τάκη Αθανασόπουλου ‘Η έκθεση του μαθητή Στάλιν’. Συνοπτικά αναφέρω ότι ο ΜΑΚ υποστήριξε πως στόχος της παρέμβασης του Λένιν στην ‘Πολιτική Διαθήκη’ ήταν να διατηρήσει την ενότητα του κόμματος διευρύνοντας την Κεντρική Επιτροπή και να κρατήσει τις ισορροπίες εντός αυτής ασκώντας ισότιμη κριτική σε Στάλιν και Τρότσκι και όχι να υποδείξει ή να διευκολύνει την επιλογή κάποιου νέου ηγέτη. Άποψη δική μου ήταν ότι ο Λένιν επιχείρησε να περιορίσει τον Στάλιν (βλέποντας στο πρόσωπό του τον κίνδυνο της γραφειοκρατικοποίησης του κόμματος και του κράτους) και να στηρίξει εμμέσως τον Τρότσκι ως δυνητικό διάδοχό του χωρίς να διαρραγεί η ενότητα της ΚΕ και του κόμματος (βλ διεύρυνση και εμπλουτισμό ΚΕ με νέα στελέχη).
    Το πρόβλημα ήταν ότι η μεταξύ μας διαφωνία βασίστηκε σε μία παράγραφο της ‘Διαθήκης’ και όχι στο σύνολό της το οποίο τώρα επιτρέπει μία σε βάθος συζήτηση. Παραθέτω το κείμενο του Λένιν με ένα εισαγωγικό σχόλιο (του Βαγγέλη Σακκάτου, 1956) .
    Από http://marxists.anu.edu.au/ellinika/archive/lenin/works/1922/testamen/in
    Αντί για πρόλογο
    ________________________________________
    Στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ η Ιστοριογράφος Πανκράτοβα ζήτησε τη δημοσίευση ακόμη ανέκδοτων κειμένων του Λένιν. Στο ίδιο συνέδριο ο Μικογιάν, στο τέλος της έκθεσής του αναφέρθηκε στους φόβους του Λένιν, λίγο πρίν πεθάνει, για ένα ενδεχόμενο σχίσμα στο Κόμμα. Αυτές οι δύο απόψεις έχουν το εξής χαρακτηριστικό, οτι αναφέρονται στο ντοκουμέντο του 1923 που είναι γνωστό στην ιστορία του εργατικού κινήματος με το όνομα «Διαθήκη του Λένιν». στις 13 του Μάη 1956 η «Κομσομόλσκαγια Πράβδα» («Νεολαιίστικη Αλήθεια») δημοσίευσε μερικά αποσπάσματα της Διαθήκης αυτής – ότι αναφερότανε στον Στάλιν – παραλείποντας τα σχετικά με τον Τρότσκι και τους άλλους ηγέτες του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Έτσι η «Διαθήκη του Λένιν», στο πλήρες της κείμενο, είναι άγνωστη μέχρι σήμερα στο σοβιετικό λαό και τους οπαδούς των Κ.Κ. σε ολόκληρο τον κόσμο.*
    Η Διαθήκη αποτελείται από δύο κείμενα, ένα χρονολογούμενο από το Δεκέμβρη του 1922 και ένα υστερόγραφο γραμμένο τον Γενάρη του 1923. Αυτό το ντοκουμέντο λοιπόν υπαγορεύτηκε λίγο μετά τη δεύτερη προσβολή της αρρώστιας που επρόκειτο από τότε να εμποδίσει το Λένιν να ξαναβρεί την πολιτική του δραστηριότητα ως το θάνατό του που επήλθε ένα χρόνο αργότερα (στις 21 του Γενάρη 1924). Από την εποχή εκείνη ο Λένιν υπαγόρεψε ακόμα μερικές σημειώσεις και το άρθρο «Καλύτερα λιγότερα και καλύτερα» που στρεφότανε εναντίον της ανερχόμενης γραφειοκρατίας και της Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης, επιτροπάτου που διήυθυνε ο Στάλιν
    Η Διαθήκη αναφέρεται προπάντων στις προσωπικές σχέσεις των κυριότερων ηγετών της εποχής εκείνης και στον κίνδυνο του σχίσματος στο Κ.Κ. Διαφυλάχθηκε από τη γυναίκα του Λένιν και τις γραμματείς του μέχρι το θάνατό του. Για πρώτη φορά το γράμμα αυτό έγινε γνωστό στην ολομέλεια της Κ.Ε. το Μάη του 1924. Μα από τα τέλη του 1922 στην Κ.Ε. κυριαρχούσε πιά η «τρόϊκα» Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ-Στάλιν. Αυτή αποφάσισε να κρατήσει το Στάλιν στο πόστο του και να μην ανακοινώσει το ντοκουμέντο στο προσεχές συνέδριο του Κ.Κ. Η «Διαθήκη» δεν άργησε να κυκλοφορήσει παράνομα στην ΕΣΣΔ από την αριστερή αντιπολίτευση του Τρότσκι. Στο εξωτερικό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Μάξ Ήστμαν στα 1925-26 με πρωτοβουλία του.
    Ο Στάλιν δεν αμφισβήτησε ποτέ την ύπαρξη της «Διαθήκης» και σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποίησε ορισμένες φράσεις της στην κατοπινή του πάλη εναντίον του Ζηνόβιεφ και του Μπουχάριν. Ωστόσο απαγόρευσε αυστηρά την κυκλοφορία του εγγράφου αυτού στην ΕΣΣΔ, όσοι δε από τους αντιπολιτευόμενους της αριστεράς (τροτσκιστές) συλλαμβάνονταν πάνω στην κυκλοφορία του, εκτοπίζονταν στη Σιβηρία ή και τουφεκίζονταν.
    Δίνοντας σήμερα στη δημοσιότητα ολόκληρο το κείμενο της Διαθήκης του Λένιν, νομίζουμε ότι βοηθάμε στην αποκατάσταση της τόσο ταλαιπωρημένης αλήθειας μέσα στο εργατικό κίνημα
    *Σύμφωνα με νεώτερες πληροφορίες δημοσιεύτηκε ολόκληρη στο σοβιετικό περιοδικό «Κομμουνιστής» στις 30-6-1956
    Βαγγέλης Σακκάτος
    1956
    I Γράμμα προς το συνέδριο
    (Η Διαθήκη)
    Ι.Β.Λένιν
    [23/12/1922]
    Θα πρότεινα να γίνουν μία σειρά αλλαγές στην πολιτική μας δομή σε αυτό το συνέδριο
    Θέλω να σας μιλήσω για τα θέματα στα οποία δίνω την μεγαλύτερη σημασία.
    Στην κορφή της λίστας βάζω μία αύξηση του αριθμού των μελών της Κεντρικής Επιτροπής σε μερικές δωδεκάδες, η ακόμη και εκατό. Η γνώμη μου είναι ότι χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση η Κεντρική μας Επιτροπή θα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο αν η πορεία των γεγονότων δεν είναι ευνοϊκή για μάς (και αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε)
    Ύστερα, σκοπεύω να προτείνω το συνέδριο να δώσει σε μερικές απο της αποφάσεις της Κρατικής Επιτροπής Σχεδίου νομοθετική ισχύ, συμφωνώντας από αυτή την άποψη τις επιθυμίες του σύντροφου Τρότσκυ – ως ένα βαθμό και υπο ορισμένες συνθήκες
    Όσο αφορά το πρώτο σημείο, δηλ. την αύξηση του αριθμού των μελών της Κ.Ε., πιστεύω ότι πρέπει να γίνει για να αυξήσει το κύρος της Κεντρικής Επιτροπής, να γίνει μία σε βάθος δουλειά βελτίωσης του διοικητικού μας μηχανισμού και να εμποδίσει να αποκτήσουν υπερβολική σημασία για το μέλλον του Κόμματος συγκρούσεις ανάμεσα σε μικρές ομάδες της Κεντρικής Επιτροπής.
    Μου φαίνεται ότι το Κόμμα μας έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει από την εργατική τάξη 50 με 100 μέλη της Κ.Ε. και ότι μπορεί να της τα πάρει χωρίς να κάνει κατάχρηση των πόρων της τάξης αυτής.
    Μία τέτοια μεταρρύθμιση θα αύξανε σημαντικά τη σταθερότητα του Κόμματός μας και θα βοηθούσε τον αγώνα του ενάντια στην περικύκλωση από εχθρικά κράτη ο οποίος κατα την γνώμη μου πρέπει, και κατα πάσαν πιθανότητα πρόκειται, να ενταθεί σημαντικά στα αμέσως επερχόμενα χρόνια. Πιστεύω ότι η σταθερότητα του Κόμματός μας θα γινόταν χίλιες φορές μεγαλύτερη από ένα τέτοιο μέτρο.
    ________________________________________
    II
    [24/12/1922]
    Όταν λέω σταθερότητα της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, εννοώ οτι πρέπει να πάρουμε μέτρα για να αποφύγουμε ένα σχίσμα, όσο είναι δυνατό να παρθούνε τέτοια μέτρα. Είχε, φυσικά, πολύ δίκιο ο αντεπαναστάτης αρθρογράφος της «Ρούσκαγια Μίσλ» – φαντάζομαι οτι είναι ο Σ. Ε. Όλντενμπουργκ – όταν στον πόλεμό του ενάντια στη Σοβιετική κυβέρνηση έβαζε τις ελπίδες του πρώτα πρώτα σε ένα σχίσμα του Κόμματός μας, και ύστερα κερδοσκοπούσε επάνω σε σοβαρές διχογνωμίες μέσα στο Κόμμα μας για να σπρώξει σε σχίσμα.
    Το Κόμμα μας στηρίζεται σε δύο τάξεις. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι δυνατό να κλονιστεί η σταθερότητά του και, άν δεν μπορέσει να υπάρξει καμμιά συμφωνία ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις, η κατάρρευση του Κόμματος είναι αναπότρεπτη. Σε μιά τέτοια περίπτωση θα ήταν άσκοπο να πάρουμε οποιαδήποτε μέτρα ή καν να εξετάσουμε γενικά τη σταθερότητα της Κεντρικής Επιτροπής μας. Σε μιά τέτοια περίπτωση κανένα μέτρο δεν θα ήταν ικανό να μας προφυλάξει από ένα σχίσμα. Ελπίζω όμως σταθερά πως τούτο είναι τόσο πολύ μακρυνό ενδεχόμενο, πως είναι τόσο απίθανο να συμβεί, ωστε να μην είναι ανάγκη να κάνουμε λόγο γι’ αυτό. Εκείνο που με απασχολεί είναι η σταθερότητα σαν μιά εγγύηση από ένα σχίσμα στο κοντινό μέλλον και επιθυμώ να εκθέσω εδώ μερικές παρατηρήσεις που έχουνε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα.
    Πιστεύω οτι ένας βασικός συντελεστής στο ζήτημα της σταθερότητας από την άποψη αυτή είναι η προσωπικότητα δύο μελών της Κεντρικής Επιτροπής, του Στάλιν και του Τρότσκι. Οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ισοδυναμούν κατά τη γνώμη μου με κάτι παραπάνω από το μισό του κινδύνου ενός σχίσματος, ο οποίος είναι δυνατό να αποτραπεί. Φρονώ οτι θα μπορούσαν να αυξηθούν οι πιθανότητες αποφυγής του σχίσματος, αν ο αριθμός των μελών της Κεντρικής Επιτροπής αυξηθεί από 50 σε 100.
    Από τότε που ο Στάλιν έγινε Γενικός Γραμματέας του Κόμματος, συγκέντρωσε στα χέρια μία τεράστια δύναμη. Δεν είμαι εντελώς βέβαιος πως κατορθώνει πάντοτε να χρησιμοποιεί τη δύναμη αυτή με αρκετή σύνεση. Από το άλλο μέρος ο Τρότσκι, όπως το απόδειξε στον αγώνα του ενάντια στην Κεντρική Επιτροπή απ’ αφορμή του ζητήματος του Επιτροπάτου της Συγκοινωνίας, διακρίνεται όχι μόνο για τις εξαιρετικές ικανότητές του – ως πρόσωπο είναι το δίχως άλλο ο πιό ικανός σύντροφος μέσα στη σημερινή Κεντρική Επιτροπή – αλλα διακρίνεται επίσης και για την πάρα πολύ μεγάλη αυτοπεποίθησή του καθώς και για την τάση του να τραβιέται πολύ από τη διοικητική όψη των ζητημάτων. Οι ιδιότητες αυτές των δύο ικανώτερων μελών της σημερινής Κεντρικής Επιτροπής θα μπορούσε, χωρίς αυτοί να φταίνε, να οδηγήσουνε σε σχίσμα, και, αν το Κόμμα μας δεν πάρει κανένα μέτρο για να αποφύγει το σχίσμα, αυτό θα μπορούσε να επέλθει αναπάντεχα.
    Δεν θέλω να χαρακτηρίσω τις προσωπικές ιδιότητες και των άλλων μελών της Κεντρικής Επιτροπής. Υπενθυμίζω μόνο οτι το επεισόδιο Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ τον Οκτώβρη δεν ήτανε τυχαίο. Δεν έπρεπε όμως να γίνει εκμετάλλευση του επεισοδίου εκείνου ενάντια στους δύο αυτούς, παρόμοια όπως δεν πρέπει να γίνει ενάντια στον Τρότσκι εκμετάλλευση του μή μπολσεβικισμού του (δηλαδή του γεγονότος οτι ο Τρότσκι ίσαμε το καλοκαίρι του 1917 βρισκότανε έξω από το Μπολσεβίκικο Κόμμα – σ.τ.μ)
    Από τα πιό νέα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, θα ήθελα να πώ λίγα λόγια για τον Μπουχάριν και τον Πιατάκωφ. Κατά τη γνώμη μου είναι οι πιό ικανοί ανάμεσα στους νέους, και σχετικά με αυτούς πρέπει να έχουμε υπόψη οτι ο Μπουχάριν όχι μόνο είναι ο πολυτιμότατος και σημαντικότατος θεωρητικός του Κόμματος, αλλα και σωστά μπορεί να θεωρείται σαν το αγαπημένο παιδί όλου του Κόμματος. Μολοντούτο οι αντιλήψεις του με πολύ μεγάλες αμφιβολίες μπορούνε να χαρακτηριστούν ως εντελώς μαρξιστικές. Έχει κάτι το σχολαστικό επάνω του, δεν έμαθε ποτέ την διαλεκτική και ακόμη πιστεύω ότι ποτέ δεν την κατάλαβε εντελώς.
    [Συνέχεια, 25/12/22]
    Ο Πιατάκωφ δίχως αμφιβολία διακρίνεται για τη δύναμη της θέλησής του, και για την ικανότητά του, αποκλίνει όμως πάρα πολύ στη διοικητική όψη των πραγμάτων, ωστε να μη μπορεί κανείς να τον εμπιστεύεται σ’ ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Τις παρατηρήσεις αυτές τισ κάνω με την προϋπόθεση πως οι προαναφερόμενοι ικανοί και πιστοί σύντροφοι μπορούνε να βρούνε την ευκαιρία να συμπληρώσουνε τις γνώσεις τους και να διορθώσουνε τις μονομέρειές τους.
    [προσθήκη, 4/1/1923]
    Ο Στάλιν είναι πολύ απότομος και το ελάττωμα αυτό, που είναι εντελώς ανεκτό στις προσωπικές σχέσεις κομμουνιστών αναμεταξύ τους, δεν είναι ανεκτό για κείνον που κατέχει τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Γι’ αυτό, προτείνω στους συντρόφους να βρούν ένα μέσο να βάλουν στη θέση του κάποιον άλλο, ο οποίος σχετικά με τον Στάλιν να έχει τούτο το χαρακτηριστικό, να είναι πιό υπομονετικός, πιο ανοιχτόκαρδος [1] και πιο ευγενικός απέναντι στους συντρόφους και να είναι λιγότερο δύστροπος. Το ζήτημα αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μικρολογία. Μα πιστεύω πως άμα το ιδούμε από την άποψη της αποφυγής ενός σχίσματος και από την άποψη των σχέσεων Στάλιν και Τρότσκι, δεν είναι καθόλου μικρό, ή καλύτερα είναι ένα τέτοιας λογής μικρό πράγμα που αργότερα μπορεί να έχει αποφασιστική σπουδαιότητα.
    ________________________________________
    III
    [Συνέχεια, 26/12/1922]
    Η αύξηση των μελών της Κ. Ε. στα 50 ή ακόμη και τα 100 πρέπει κατα τη γνώμη μου να εξυπηρετήσει διπλό ή και τριπλό σκοπό: Όσο περισσότερα μέλη έχει η Κ.Ε. τόσο περισσότεροι θα εκπαιδευτούν στη δουλειά της και τόσο θα ελαττωθεί ο κίνδυνος σχίσματος εξαιτίας κάποιας αδιακρισίας. Η ένταξη πολλών εργατών στην Κ.Ε. θα βοηθήσει τους εργάτες να βελτιώσουν τον διοικητικό μας μηχανισμό, που είναι πολύ κακός.
    Στην ουσία τον κληρονομήσαμε από το παλιό καθεστώς, γιατί ήταν απολύτως αδύνατον να τον αναδιοργανώσουμε σε τόσο μικρό διάστημα, ειδικά σε σύνθήκες πολέμου, λιμού κλπ. Γιαυτό σε αυτούς τους «κριτικούς» που δείχνουν τα ελλατώματα του διοικητικού μας μηχανισμού ειρωνικά ή με κακοήθεια, μπορούμε με ηρεμία να απαντήσουμε οτι δεν καταλαβαίνουν γρύ από τις σημερινές συνθήκες της επανάστασης. Είναι παντελώς αδύνατο μέσα σε πέντε χρόνια να αναδιοργανωθεί κατάλληλα ο μηχανισμός, ειδικά κάτω από τις συνθήκες που έγινε η επανάστασή μας. Είναι αρκετό ότι μέσα σε πέντε χρόνια δημιουργήσαμε έναν νέο τύπο κράτους, στον οποίο οι εργάτες ηγούνται των αγροτών ενάντια στην αστική τάξη. Και σ’ ένα εχθρικό διεθνές περιβάλλον, αυτό από μόνο του είναι ένα γιγαντιαίο κατόρθωμα.
    Αλλα η γνώση αυτού σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει να μας τυφλώνει στο γεγονός ότι, στην πραγματικότητα πήραμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό από τον τσάρο και την αστική τάξη και ότι τώρα, με την έλευση της ειρήνης και την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών απέναντι στο λιμό, όλη μας η ενέργεια πρέπει να στραφεί στην βελτίωση του διοικητικού μηχανισμού.
    Πιστεύω ότι μερικές δωδεκάδες εργατών, όντας μέλη της Κεντρικής Επιτροπής μας, μπορούν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο να αναλάβουν το έργο του ελέγχου, της βελτίωσης και της αναδιοργάνωσης του κρατικού μας μηχανισμού. Η εργατοαγροτική επιθεώρηση, στην οποία ανατέθηκε αρχικά αυτή η λειτουργία, αποδείχτηκε ανίκανη να την φέρει σε πέρας, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον σαν «παράρτημα» ή, κάτω από ορισμένες συνθήκες, σαν βοηθός αυτών των μελών της Κεντρικής Επιτροπής.
    Κατά τη γνώμη μου, οι εργάτες που θα γίνουν δεκτοί στην Κ.Ε. θα πρέπει να προέρχονται κατά προτίμηση, όχι από αυτούς που έχουν μακρά θητεία στα όργανα των σοβιέτ, (σ΄ αυτό το κομμάτι του γράμματός μου, όπου λέω εργάτες συμπεριλαμβάνω και τους αγρότες), γιατί αυτοί οι εργάτες έχουν ήδη αποκτήσει τις παραδόσεις και τις προκαταλήψεις αυτές, ενάντια ακριβώς στις οποίες είναι επιθυμητό να παλέψουμε.
    Τα μέλη της Κ.Ε. που προέρχονται από την εργατική τάξη, πρέπει να προέρχονται κυρίως απο ένα στρώμα κατώτερο από αυτό που στην τελευταία πενταετία έχει προαχθεί στην δουλειά στα όργανα των σοβιέτ. Πρέπει να είναι πιό κοντά στους εργάτες και τους αγρότες της βάσης, που όμως να μήν πέφτουν στην κατηγορία των έμμεσων ή άμεσων εκμεταλλευτών. Πιστεύω ότι παρακολουθώντας όλες τις συνεδριάσεις της Κ.Ε. και του Πολιτικού Γραφείου, και διαβάζοντας όλα τα ντοκουμέντα της Κ.Ε., τέτοιοι εργάτες μπορούν να αποτελέσουν ένα επιτελείο αφωσιωμένων οπαδών του σοβιετικού συστήματος, ικανό πρώτον, να δώσει σταθερότητα στην ίδια την Κ.Ε. και, δεύτερον, να δουλέψει αποτελεσματικά για την ανανέωση και τη βελτίωση του κρατικού μηχανισμού
    ________________________________________
    . . .
    ________________________________________
    VII
    [Συνέχεια, 29/12/1922]
    Αυξάνοντας τον αριθμό των μελών της Κ.Ε. πιστεύω ότι πρέπει επίσης, ή ίσως κυρίως, να αφιερώσουμε την προσοχη μας στο πώς θα ελέγξουμε και θα βελτιώσουμε τον διοικητικό μας μηχανισμό, ο οποίος δεν αξίζει τίποτα. Γι΄αυτό πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις υπηρεσίες καλά καταρτισμένων ειδικών, και το καθήκον της ανεύρεσης αυτών των ειδικών πρέπει να ανατεθεί στην εργατοαγροτική επιθεώρηση.
    Πώς θα συνδυάσουμε αυτούς τους ειδικούς, άνθρωπους με κατάλληλη μόρφωση, με τα νέα μέλη της Κ.Ε.; Αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να λυθεί στην πράξη. Μου φαίνεται ότι η εργατοαγροτική επιθεώρηση, (σαν αποτέλεσμα της εξέλιξής της και της έκπληξής μας για την εξέλιξή της), οδήγησε γενικά στην κατάσταση που βλέπουμε τώρα, δηλαδή σε μία μεσοβέζικη κατάσταση ανάμεσα σε ένα ξεχωριστό επιτροπάτο και μία ειδική λειτουργία των μελών της Κ.Ε., ανάμεσα σε ένα όργανο που εποπτεύει τα πάντα και ένα ολιγάριθμο σώμα πρώτης τάξεως ελεγκτών, που πρέπει να είναι καλοπληρωμένοι (αυτό είναι ιδιαίτερα απαραίτητο στην εποχή μας που το κάθε τί πρέπει να πληρώνεται και οι ελεγκτές απασχολούνται άμεσα στα όργανα οπου πληρώνονται καλύτερα).
    Αν ο αριθμός των μελών της Κ.Ε. αυξηθεί με τον κατάλληλο τρόπο, και αν περάσουν από εκπαίδευση στην κρατική διοίκηση, χρόνο μετά τον χρόνο, με την βοήθεια ειδικών με υψηλό επίπεδο κατάρτισης και μελών της εργατοαγροτικής επιθεώρησης με μεγάλο κύρος σε κάθε τομέα, τότε πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να λύσουμε με επιτυχία αυτό το πρόβλημα, πράγμα που δεν έχουμε μπορέσει να κάνουμε για τόσο μεγάλο διάστημα.
    Για να συνοψίσω, το πολύ 100 μέλη της Κ.Ε. και όχι πάνω από 400-500 βοηθοί, μέλη της εργατοαγροτικής επιθεώρησης, με καθήκον να επιθεωρούν κάτω από τη διεύθυνσή τους.
    ________________________________________
    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
    [1] Στις μεταφράσεις του Σπάρτακου και της Σύγχρονης Εποχής χρησιμοποιείται εδώ η λεξη «ανοιχτόκαρδος». Η μετάφραση του Β. Σακκάτου του ’56 χρησιμοποιεί τον όρο «ειλικρινής» που είναι πιό κοντά στο πρωτότυπο. Στην αγγλική μετάφραση χρησιμοποιείται ο όρος «loyal» που σημαίνει πιστός, αφοσιωμένος.

  7. Ο πράκτορας των Γερμανών που χρηματοδότησε τον Λένιν και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ποιος ήταν ο Αλεξάντερ Πάρβους;

    Από mad hippie

    Ο Αλεξάντερ Πάρβους (Alexander Lvovich Parvus) γεννήθηκε από Εβραϊκή οικογένεια στην πόλη Berazino της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που σήμερα ανήκει στην Λευκορωσία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Israel Lazarevich Gelfand.

    Σε ηλικία 19 ετών ο Gelfand ταξίδεψε για πρώτη φορά από τη Ρωσία στη Βασιλεία της Ελβετίας. Ήταν εκεί που ο Gelfand (Πάρβους- φωτό) εκτέθηκε για πρώτη φορά στα γραπτά του Alexander Herzen καθώς και στην επαναστατική λογοτεχνία της εποχής. Επέστρεψε στη Ρωσία για λίγο το επόμενο έτος, αλλά έγινε αντικείμενο εξονυχιστικού ελέγχου από την τσαρική μυστική αστυνομία, την διαβόητη Οχράνα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και πάλι τη χώρα για την ασφάλειά του. Θα παραμείνει στο εξωτερικό για περισσότερο από μια δεκαετία.

    Επιστρέφοντας στην Ελβετία, το φθινόπωρο του 1888 ο Gelfand εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, όπου σπούδασε πολιτική οικονομία. Θα παραμείνει στο πανεπιστήμιο για τα επόμενα τρία χρόνια, αποφοιτώντας με διδακτορικό τίτλο τον Ιούλιο του 1891. Οι καθηγητές του Gelfand ήταν σε μεγάλο βαθμό εχθρικοί απέναντι στη μαρξιστική του προσέγγιση στα οικονομικά.

    Ο Gelfand επέλεξε να μην επιδιώξει ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά αντίθετα προσπάθησε να ξεκινήσει πολιτική καριέρα που θα του παρείχε οικονομική υποστήριξη και θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του σοσιαλισμού. Απελευθερωμένος από την οπιστοδρομικότητα της αγροτικής Ρωσίας και τους περιορισμένους πολιτικούς ορίζοντες εκεί, ο Gelfand μετακόμισε στη Γερμανία, προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και έγινε φίλος με την Γερμανίδα επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ (φωτό, ο Πάρβους με την Λούξεμπουργκ).

    Το 1900 συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βλαντιμίρ Λένιν, στο Μόναχο, όπου ο ένας θαύμασε τα θεωρητικά έργα του άλλου. Ο Πάρβους ενθάρρυνε τον Λένιν να ξεκινήσει την έκδοση της επαναστατικής εφημερίδας Iskra.

    Η γερμανική αντικατασκοπία είχε διεισδύσει σε μέρος του σοσιαλιστικού επαναστατικού δικτύου και μετά την ανάγνωση των γραπτών του στον σοσιαλιστικό Τύπο κατά τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο, ανακάλυψε ότι ο Πάρβους είχε προβλέψει ότι η Ρωσία θα χάσει τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να προκληθεί αναταραχή και επανάσταση. Όταν αυτό αποδείχθηκε στην πράξη, το κύρος του Πάρβους ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους άλλους γερμανούς συντρόφους του αυξήθηκε. Έτσι, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες σύντομα εκτίμησαν ότι θα ήταν χρήσιμος στις απόπειρές τους εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

    Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέπτυξε την ιδέα της χρήσης ένας ξένου πολέμου για την πρόκληση εξέγερσης στο εσωτερικό μιας χώρας. Ήταν τότε που ο Πάρβους αναβίωσε, μετά τον Καρλ Μαρξ, την ιδέα και στρατηγική της «διαρκούς επανάστασης». Γνωστοποίησε αυτή τη φιλοσοφία στον Τρότσκι (φωτό από την φυλακή, αριστερά ο Πάρβους, στο μέσον ο Τρότσκι και δεξιά ο Leo Deutsch) , ο οποίος στη συνέχεια την επέκτεινε και την ανέπτυξε περαιτέρω. Διεξήχθησαν ευρείες συζητήσεις για τα ζητήματα της «διαρκούς επανάστασης» μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα κατά την περίοδο πριν από το 1917. Η μέθοδος υιοθετήθηκε τελικά από τον Βλαντιμίρ Λένιν και τους Μπολσεβίκους στις Θέσεις του Απρίλη του Λένιν το 1917.

    Το 1905 ο Πάρβους έφθασε στην Αγία Πετρούπολη με ψεύτικα αυστροουγγρικά έγγραφα. Ο Πάρβους θεωρούταν αυθεντία στα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα ανάμεσα στους ευρωπαίους μαρξιστές της εποχής, συνεπώς όταν έγραψε ένα προκλητικό άρθρο τον Δεκέμβριο με τίτλο «Το Οικονομικό Μανιφέστο», το οποίο περιγράφει τη ρωσική οικονομία να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έτυχε μεγάλης προβολής από τον Τύπο.

    Σε συνδυασμό με αυτή την προπαγάνδα, ο Πάρβους συντόνισε μια αναταραχή από τους ντόπιους για να προκληθεί μαζική ανάληψη χρημάτων από τις τράπεζες. Καθώς η είδηση του άρθρου και η «βιασύνη» εξαπλώθηκε, η επακόλουθη υστερία κατάφερε να ταράξει την οικονομία και να εξαγριώσει τον πρωθυπουργό Sergei Witte, αλλά δεν προκάλεσε οικονομική κατάρρευση.

    Σε σχέση με αυτή την πρόκληση και την εμπλοκή του Πάρβους στην οργάνωση αντικυβερνητικών ενεργειών κατά την επανάσταση του 1905, ο Πάρβους (μαζί με άλλους επαναστάτες όπως ο Λέων Τρότσκι) συνελήφθη από τη Ρωσική αστυνομία. Ενώ ήταν στη φυλακή, ήρθε κοντά με άλλους επαναστάτες και τον επισκέφθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ (φώτο – ο Πάρβους με την Λούξεμπουργκ). Καταδικασμένος σε εξορία τριών ετών στη Σιβηρία, ο Πάρβους δραπέτευσε και μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου δημοσίευσε ένα βιβλίο για την εμπειρία του με τίτλο «Στη Ρωσική Βαστίλη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης».

    Η διαμάχη με τον Μαξίμ Γκόρκι

    Ενώ βρισκόταν στη Γερμανία, ο Πάρβους έκανε μια συμφωνία με τον γνωστό Ρώσο συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι για να γίνει παραγωγός στο έργο του «Στο Βυθό». Σύμφωνα με τη συμφωνία, η πλειοψηφία των εσόδων του έργου θα πήγαινε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (και περίπου 25% στον ίδιο τον Γκόρκι). Η αποτυχία του Πάρβους να πληρώσει (παρά το γεγονός ότι το έργο έκανε πάνω από 500 παραστάσεις) τον έκανε να κατηγορηθεί ότι έκλεψε 130.000 χρυσά γερμανικά μάρκα. Ο Γκόρκι απειλούσε με μήνυση, αλλά η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπεισε τον Γκόρκι να κρατήσει τη διαμάχη μέσα στα όρια του κόμματος. Τελικά, ο Πάρβους πλήρωσε τον Γκόρκι, αλλά η φήμη του στους κύκλους του κόμματος καταστράφηκε.

    Στην Κωνσταντινούπολη

    Λίγο αργότερα ο Πάρβους μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας, όπου έζησε για πέντε χρόνια. Εκεί ίδρυσε μια εταιρεία εμπορίας όπλων, η οποία είχε τεράστια κέρδη κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου. Επίσης έγινε οικονομικός και πολιτικός σύμβουλος των Νεότουρκων. Το 1912 έγινε συντάκτης της καθημερινής τους εφημερίδας Turk Yurdu. Συνεργάστηκε στενά με την τρόικα, γνωστούς και ως Τρεις Πασάδες – Ενβέρ, Ταλάτ και Κεμάλ- και τον υπουργό Οικονομικών Djavid Bey. Η εταιρεία του ασχολήθηκε με τις παραδόσεις τροφίμων για τον τουρκικό στρατό και ήταν συνέταιρος της Krupp, της Vickers Limited και του διάσημου Έλληνα εμπόρου όπλων Βασίλειου Ζαχάρωφ. Το πάρε-δώσε όπλων με τη Vickers Limited κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσαν βάση στη θεωρία ότι ο Αλεξάντερ Πάρβους ήταν επίσης πράκτορας των Βρετανών.

    Το σχέδιο του στην Γερμανική κυβέρνηση για την πρόκληση επανάστασης στην Ρωσία

    Στην Τουρκία ο Πάρβους ήρθε κοντά στο Γερμανό πρεσβευτή Hans Freiherr von Wangenheim ο οποίος ήταν γνωστό ότι είχε αδυναμία στην ίδρυση επαναστατικών «πέμπτων φαλαγγών» (ο όρος είναι μεταγενέστερος, από τον Ισπανικό Εμφύλιο) ανάμεσα στους συμμάχους (ΥΓ.1). Κατά συνέπεια, ο Πάρβους πρότεινε στο γερμανικό Γενικό Επιτελείο το σχέδιό του μέσω του Βαρόνου von Wangenheim: την παράλυση της Ρωσίας μέσω γενικής απεργίας, χρηματοδοτημένης από τη γερμανική κυβέρνηση (η οποία βρισκόταν τότε σε πόλεμο με τη Ρωσία και τους συμμάχους της). Ο Von Wangenheim έστειλε τον Πάρβους στο Βερολίνο, όπου ο τελευταίος έφθασε στις 6 Μαρτίου 1915 και παρουσίασε στη γερμανική κυβέρνηση ένα σχέδιο 20 σελίδων με τίτλο «Προετοιμασία μαζικών πολιτικών απεργιών στη Ρωσία».

    Το λεπτομερές σχέδιο του Πάρβους πρότεινε τον διαμελισμό της Ρωσίας χρηματοδοτώντας την μπολσεβίκικη φράξια του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, ενθαρρύνοντας τους εθνικισμούς σε διάφορες ρωσικές περιφέρειες και υποστηρίζοντας διάφορους συγγραφείς των οποίων η κριτική για τον τσαρισμό συνέχιζε κατά τη διάρκεια του πολέμου (ΥΓ.2). Βασιζόμενος στις εμπειρίες του το 1905, ο Πάρβους θεωρούσε ότι ο διαμελισμός της Ρωσίας και η ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προκληθεί σοσιαλιστική επανάσταση.

    Οι offshore εταιρίες στην Κοπεγχάγη και η χρηματοδότηση του Λένιν

    Κάποιοι κατηγορούν τον Πάρβους ότι είχε χρηματοδοτήσει τον Λένιν ενώ ήταν στην Ελβετία. Οι ιστορικοί, ωστόσο, είναι επιφυλακτικοί. Μια βιογραφία του Πάρβους από τους συγγραφείς Scharlau και Zeman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε συνεργασία μεταξύ των δύο. Δηλώνει ότι «ο Λένιν αρνήθηκε τη γερμανική προσφορά βοήθειας». Ο τραπεζικός λογαριασμός του Πάρβους δείχνει ότι πληρώνει συνολικά 25.600 φράγκα κατά την περίοδο μεταξύ της άφιξής του στην Ελβετία τον Μάιο του 1915 και της Επανάστασης του Φεβρουαρίου 1917. Ο Πάρβους έκανε λίγα πράγματα στην Ελβετία, καταλήγουν οι ιστορικοί. Οι αυστριακές μυστικές υπηρεσίες μέσω του Parvus έδωσαν χρήματα σε εφημερίδες Ρώσων μεταναστών στο Παρίσι. Αλλά όταν οι πηγές αυτής της χρηματοδότησης έγιναν σαφείς στις αρχές του 1915 και πιο ευρέως κατανοητές, ο Λένιν και οι μετανάστες στο Παρίσι απέρριψαν αυτή την υποστήριξη. Ο Harold Shukman έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «τα κεφάλαια απλά δεν έφτασαν στα χέρια του Λένιν».

    Ο Πάρβους πόνταρε στον Λένιν, καθώς ο τελευταίος δεν ήταν μόνο ριζοσπάστης αλλά και πρόθυμος να δεχθεί τη χορηγία του εμπόλεμου εχθρού του Τσάρου, της Γερμανίας. Οι δυο τους συναντήθηκαν στη Βέρνη τον Μάιο του 1915 και συμφώνησαν να συνεργαστούν μέσω των οργανώσεών τους, αν και ο Λένιν παρέμεινε πολύ προσεκτικός και δεν κυκλοφορούσε ποτέ δημόσια με τον Πάρβους. Δεν υπάρχουν σίγουρες αποδείξεις ότι ξανασυναντήθηκαν, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι μια τέτοια συνάντηση μπορεί να συνέβη στις 13 Απριλίου 1917 κατά τη διάρκεια της στάσης του Λένιν στη Στοκχόλμη.

    Ο Πάρβους εργάστηκε σκληρά για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του Λένιν, ωστόσο ο Λένιν τον κρατούσε μακριά για να αποκρύψει τους αλλαγμένους ρόλους τους: την εμπλοκή του Παρβους με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και τις δικές του σχέσεις με τον παλιό σύμμαχό του (τον Πάρβους), ο οποίος δεν ήταν πλέον σεβαστός ανάμεσα στους σοσιαλιστές μετά τα χρόνια του στην Τουρκία και αφότου έγινε εκατομμυριούχος επιχειρηματίας. Η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών δημιούργησε το χρηματοπιστωτικό δίκτυο του Πάρβους μέσω offshore (υπεράκτιων) επιχειρήσεων στην Κοπεγχάγη, δημιουργώντας σκυταλοδρομίες για να φτάσουν τα γερμανικά χρήματα στη Ρωσία μέσω ψεύτικων οικονομικών συναλλαγών μεταξύ οργανώσεων-βιτρίνα. Ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγών αυτών των εταιρειών ήταν αυθεντικό, αλλά αυτές χρησίμευαν για να κρυφτεί η μεταφορά χρημάτων στους Μπολσεβίκους, μια στρατηγική που κατέστη εφικτή χάρις στις αδύναμες και υπερφορτωμένες φορολογικές και τελωνειακές αρχές στη Σκανδιναβία, οι οποίες ήταν ανεπαρκείς για την ανερχόμενη μαύρη αγορά σ’ αυτές τις χώρες κατά τη διάρκεια του πολέμου.

    Εξακολουθεί να συζητείται μέχρι σήμερα αν τα χρήματα με τα οποία λειτουργούσε αυτό το χρηματοπιστωτικό δίκτυο ήταν στην πραγματικότητα γερμανικής προέλευσης. Τα αποδεικτικά στοιχεία που δημοσίευσε η κυβέρνηση του Αλεξάντερ Κερένσκι για την προετοιμασία μιας δίκης προγραμματισμένης για τον Οκτώβριο (Νοέμβριο) του 1917, επανεξετάστηκαν πρόσφατα και διαπιστώθηκε ότι είτε είναι ασαφή είτε ξεκάθαρη πλαστογραφία, όπως τα Έγγραφα Sisson.

    Εντούτοις, σημειώθηκαν εμπόδια, καθώς οι ύποπτες δραστηριότητες λαθρεμπορίου όπλων του Yakov Ganetsky (κορυφαίου Σοβιετικού τραπεζίτη μετά την Επανάσταση) τράβηξαν την ανεπιθύμητη προσοχή της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία τώρα ακολουθούσε τα ίχνη του Ganetsky στον Parvus και συνεπώς στον Βαρόνο von Wangenheim. Ο Βαρόνος ήταν από καιρό υπό παρακολούθηση για την υποστήριξή του στις επαναστατικές ενέργειες των Νεότουρκων κατά των Βρετανών. Ως αποτέλεσμα, ο Ganetsky αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη Δανία, ενώ υπήρχαν προσπάθειες από τους Βρετανούς και τους Ρώσους να ξεριζώσουν το οικονομικό δίκτυο των Μπολσεβίκων στην Τουρκία. Επιπλέον, καθώς ο Λένιν γνώριζε όλο και περισσότερο τις σχέσεις του Πάρβους με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, οι σχέσεις τους γίνονταν όλο και πιο έντονες. Χάνοντας την εμπιστοσύνη ή/και τον έλεγχο των πρακτόρων του, ο Πάρβους άρχισε να ψάχνει άλλες οδούς λειτουργίας.

    Η φήμη του Parvus στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών τέθηκε υπό αμφισβήτηση όταν, τον χειμώνα του 1916, μια σχεδιασμένη από τον Πάρβους οικονομική καταστροφή στην Αγία Πετρούπολη (παρόμοια με την επίθεση του ιδίου εναντίον των ρωσικών τραπεζών το 1905) απέτυχε να προκαλέσει μαζική εξέγερση. Ως αποτέλεσμα, η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων του Πάρβους πάγωσε. Ο Πάρβους ζήτησε υποστήριξη από το γερμανικό ναυτικό, εργαζόμενος για λίγο καιρός ως σύμβουλός του. Κατάφερε να αποτρέψει τον Ρώσο ναυάρχιο Αλεξάντρ Κολτσάκ να πραγματοποιήσει την επίθεσή του ενάντια στον τουρκο-γερμανικό στόλο στον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, σχεδιάζοντας το σαμποτάζ ενός μεγάλου ρωσικού πολεμικού πλοίου. Αυτή η επιτυχία του έδωσε περισσότερη αξιοπιστία, και πάλι, στα μάτια των Γερμανών.

    Τον Μάρτιο του 1917, σε ένα στρατηγικό σχέδιο ο Πάρβους και οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες έστειλαν με τρένο από την Ελβετία μέσω της Γερμανίας στην Αγία Πετρούπολη τον Βλαντιμίρ Λένιν και μια ομάδα 30 επαναστατών συντρόφων του υπό την επίβλεψη του Ελβετού σοσιαλιστή Fritz Platten. Ο Λέον Τρότσκι απάντησε σε αυτούς τους ισχυρισμούς στο 4ο κεφάλαιο του 2ου τόμου του βιβλίου του για την Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης.

    Καθώς το βάθος των σχέσεων του Πάρβους με την Γερμανική αυτοκρατορική κυβέρνηση έγινε γνωστό, οι αποκαλύψεις κατέστρεψαν τις σχέσεις με το υπόλοιπο επαναστατικό δίκτυο, συμπεριλαμβανομένης της Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλων Γερμανών σοσιαλιστών που ήταν αφιερωμένοι στην ανατροπή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι ο Πάρβους δεν είχε προδώσει ποτέ Γερμανούς σοσιαλιστές στις αρχές, η αξιοπιστία του μεταξύ της επαναστατικής ελίτ μειωνόταν.

    Καθώς η πολιτική του δραστηριότητα ελαττώθηκε, ο πόλεμος σταμάτησε και αρνήθηκε να βοηθήσει τις νέες γερμανικές αρχές να συντρίψουν την εξέγερση των Σπαρτακιστών, υποχώρησε σε ένα γερμανικό νησί κοντά στο Βερολίνο. Παρά την αποτυχία του να βοηθήσει το νέο καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, παρέμεινε προνομιούχος, ζώντας σε ένα καλά εξοπλισμένο αρχοντικό 32 δωματίων στο νησί του Παγωνιού στο Βερολίνου. Αργότερα δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του από αυτή την κατοικία.

    Ο θάνατος και η φήμη του

    Ο Πάρβους πέθανε στο Βερολίνο στις 12 Δεκεμβρίου 1924. Το σώμα του αποτεφρώθηκε και θάφτηκε σε νεκροταφείο του Βερολίνου. Μετά το θάνατό του, ο Konrad Haenisch έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Αυτός ο άνθρωπος είχε το πιο δυνατό μυαλό της Δεύτερης Διεθνούς».

    Κατά τη διάρκεια της ζωής του, η φήμη του Αλεξάντερ Πάρβους ανάμεσα στους επαναστάτες επλήγη ως αποτέλεσμα της υπόθεσης Μαξίμ Γκόρκι και του γεγονότος ότι ήταν στην πραγματικότητα πράκτορας της Γερμανικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, τόσο οι επιχειρηματικές του δεξιότητες όσο και οι επαναστατικές του ιδέες εκτιμήθηκαν και στηρίχθηκαν από τους Ρώσους και Γερμανούς επαναστάτες και τους Νεότουρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία για προφανείς πολιτικούς λόγους, αρνήθηκαν τον ρόλο του και ο ίδιος διασύρθηκε. Αυτό συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της εποχής του Ιωσήφ Στάλιν και μερικές φορές αυτό είχε και αντισημιτικούς τόνους. Στη Γερμανία όμως η φήμη του είναι θετική. Παραδόξως, ο Parvus δεν άφησε κανένα έγγραφο μετά το θάνατό του και όλες οι καταθέσεις του εξαφανίστηκαν. Και οι δύο επιζώντες γιοι του έγιναν σοβιετικοί διπλωμάτες.

    ΥΓ.1: Υπάρχει ειδική λέξη στα Γερμανικά που λέγεται “Revolutionerungspolitik”, που σημαίνει πολιτική της επαναστατικοποίησης.

    ΥΓ.2: Ο Λένιν ήταν φανατικά εναντίον του πολέμου (σε αντίθεση με αναρχικούς όπως ο Κροπότκιν) και υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, κάτι που επιθυμούσαν και οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Η Γερμανία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολεμούσε σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, οπότε ήθελε να κλείσει το ένα μέτωπο και τότε η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος ανάμεσα στην Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία). Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Λένιν μόλις κατέλαβε την εξουσία, ήταν να στείλει τηλεγράφημα στο στρατηγείο του Γερμανικού στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο, προσφέροντας άνευ όρων κατάπαυση του πυρός. Όταν οι σκληροί όροι της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ ανακοινώθηκαν στο Παλάτι της Ταυρίδας στην Αγία Πετρούπολη το 1918 –όροι που περιλάμβαναν την απόσπαση της Ουκρανίας και των Βαλτικών Χωρών από την Ρωσία- υποδέχτηκαν τον Λένιν με συνθήματα όπως «Κάτω ο προδότης!», «Ιούδας» και «Γερμανός πράκτορας». Ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανικής Αυτοκρατορίας κατά την υπογραφή της Συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ Richard von Kühlmann, παραδέχτηκε την σταθερή χρηματοδότηση των Μπολσεβίκων και της εφημερίδας τους, Pravda, με την οποία κατόρθωσαν να εξαπλώσουν την προπαγάνδα τους που μέχρι τότε έφτανε σε περιορισμένο αριθμό πολιτών. Ο von Kühlmann έκανε τα στραβά μάτια και στην Γενοκτονία των Αρμενίων από τους Οθωμανούς, συμμάχους τότε των Γερμανών. Σύμφωνα με τον Eduard Bernstein, Γερμανό Σοσιαλδημοκράτη πολιτικό, η Γερμανική κυβέρνηση έστειλε στους Μπολσεβίκους το 1917 και 1918 περισσότερα από 50 εκατομμύρια μάρκα σε χρυσό για να καταλάβουν και να διατηρήσουν την εξουσία.

    https://www.thetruth.gr/2017/12/15/o-praktoras-ton-germanon-pou-chrimatodotise-ton-lenin-ke-tin-oktovriani-epanastasi-pios-itan-o-alexanter-parvous/

  8. Οι κλασικές θεωρίες για τον Ιμπεριαλισμό.

    Αναμφίβολα, η θέση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό διαμορφώθηκε σε συμφωνία και αντιπαράθεση ταυτόχρονα με τρεις άλλους σημαντικούς μαρξιστές θεωρητικούς των αρχών του 20ου αιώνα: τον Χίλφερτινγκ, τη Λούξεμπουργκ και τον Μπουχάριν. Θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η παράθεση του βασικού πυρήνα της προβληματικής τους ώστε να μπορέσει να γίνει και σαφές το περίγραμμα της συζήτησης, να αναδειχθούν τα όρια και οι αντιφάσεις των κλασικών και να δημιουργηθεί το αναγκαίο υπέδαφος για μια δεύτερη ανάγνωση της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό.

    α) Χίλφερντινγκ

    Οι βασικές απόψεις του Χίλφερτνινγκ περιλαμβάνονται στο κλασικό του βιβλίο Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο (DasFinanzkapital) που το έγραψε γύρω στα 1905 και εκδόθηκε το 1910 και ασχολείται με τις αλλαγές που έχουν συμβεί στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Ο συγγραφέας θεωρεί πως ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν ανήκει πια στους βιομηχάνους. Οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να το χρησιμοποιούν μόνο μέσω των τραπεζών, οι οποίες εκπροσωπούν τους ιδιοκτήτες. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες έχουν επενδύσει ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος του κεφαλαίου τους στη βιομηχανία και με αυτό τον τρόπο μεταβάλλονται όλο και περισσότερο σε βιομηχανικούς κεφαλαιοκράτες. Έτσι ο Χίλφερντιγκ ονομάζει χρηματιστικό κεφάλαιο το τραπεζικό κεφάλαιο που με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου εισέρχεται στο βιομηχανικό τομέα και μετατρέπεται σε βιομηχανικό κεφάλαιο (Hilferding 1981: 225). Εμβαθύνοντας την άποψή του αυτή ο Χίλφερντιγκ θα υποστηρίξει πως το χρηματιστικό κεφάλαιο σηματοδοτεί την ενοποίηση του κεφαλαίου. Οι προηγούμενες ξεχωριστές μορφές του βιομηχανικού, εμπορικού και τραπεζικού κεφαλαίου τίθενται τώρα κάτω από τη διεύθυνση της υψηλής χρηματοδότησης, ενώ οι ιθύνοντες της βιομηχανίας και των τραπεζών ενοποιούνται και σε προσωπικό επίπεδο, λόγω της δημιουργίας στενών εταιρικών σχέσεων. Η βάση αυτής της σύμφυσης βρίσκεται στην εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού μεταξύ των ατομικών καπιταλιστών μέσα από τη διαδικασία σχηματισμού μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων και καρτέλ. Το αποτέλεσμα θα είναι η μεταβολή της σχέσης της αστικής τάξης με την κρατική εξουσία (Hilferding 1981: 301). Ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου θα λειτουργήσει ως ο μηχανισμός που θα οδηγήσει στην αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων και σε χώρες του εξωτερικού. Μόνο που για να πραγματοποιηθεί αυτό είναι απαραίτητη και συνδρομή του κράτους, το οποίο πρέπει να μεριμνά για τη προστασία του ημεδαπού μονοπωλιακού κεφαλαίου με τη θέσπιση υψηλών δασμών, αλλά και τη σύναψη συμφωνιών με άλλα κράτη για την προμήθεια πρώτων υλών καθώς και με την προσάρτηση νέων εδαφών έτσι ώστε να αναπαράγεται και να διευρύνεται η κυριαρχία των μονοπωλίων.

    Το ερώτημα που ανακύπτει είναι με ποιο τρόπο δημιουργείται το κεφαλαιακό πλεόνασμα για την εξαγωγή κεφαλαίων. Εδώ ο Χίλφερντιγκ απαντά πως αυτό οφείλεται στην αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της δημιουργίας πρόσθετων κερδών λόγω του σχηματισμού των μονοπωλίων και καρτέλ και της επιβράδυνσης των τοποθετήσεων κεφαλαίων [2] . Η αντίφαση αυτή επιλύεται με την υιοθέτηση της πολιτικής της εξαγωγής κεφαλαίων. Σε αυτό συντελεί αποφασιστικά η δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου με παροχή δανείων και χρηματοδοτήσεων απαραίτητων για την ομαλή έναρξη των λειτουργιών του τοποθετούμενου κεφαλαίου.

    Το βασικό πολιτικό συμπέρασμα του Χίλφερντινγκ είναι πως ο σχηματισμός και η δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου ωθεί σε μια ριζική αναπροσαρμογή της στρατηγικής της άρχουσας τάξης, η οποία σταματά να διακατέχεται από αντιλήψεις ανθρωπιστικού και ειρηνιστικού χαρακτήρα. Αυτό που γίνεται σαφές είναι πως ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός παίρνει και τη μορφή της πολιτικής διαπάλης με βασικό υποκείμενο την κρατική εξουσία. Ο βασικός στόχος είναι πια, για κάθε έθνος χωριστά, η παγκόσμια κυριαρχία (Hilferding 1981: 335).

    β) Λούξεμπουργκ

    Η Ρόζα Λούξεμπουργκ με το γνωστό έργο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου ( Die Akkumulation desKapitals)που έγραψε το 1913, αναφέρεται καταρχήν στο ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας, που θα απασχολήσει στη συνέχεια και τον Μπουχάριν. Η Πωλονο-γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός υποστηρίζει πως αυτό που χαρακτηρίζει την παρούσα φάση εξέλιξης της οικονομίας είναι ο διαχωρισμός σε εσωτερική και εξωτερική αγορά, διαχωρισμός που είναι όχι γεωγραφικό αλλά κοινωνικοοικονομικό αποτέλεσμα. Εσωτερική αγορά ονομάζει την καπιταλιστική αγορά και εξωτερική αγορά την μη καπιταλιστική αγορά στην οποία όμως κατευθύνονται καπιταλιστικά εμπορεύματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο η Γερμανία με την Αγγλία ανήκουν, ως επί το πλείστον, στην ίδια εσωτερική αγορά ενώ οι ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ γερμανικής βιομηχανίας και γερμανών αγροτών εντάσσονται στα πλαίσια της εξωτερικής αγοράς. Ουσιαστικά δηλαδή υπάρχει ένα τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας που υπάγεται στον καπιταλιστικό σύστημα και ένα άλλο, διαρκώς μειούμενο, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αντικαπιταλιστικών υπολειμμάτων. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά «η πολιτική έκφραση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου καθώς αυτή συγκρούεται με τα υπολείμματα του παγκόσμιου χώρου που δεν κατακτήθηκαν ακόμα από το κεφάλαιο». Ωστόσο η εμφάνιση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου δημιουργεί και τις προϋποθέσεις υπέρβασής του. Κι αυτό γιατί είναι ο πρώτος, ιστορικά, τρόπος παραγωγής που βρίσκεται σε αδυναμία να αναπαραχθεί από μόνος του και για το λόγο αυτό έχει την ανάγκη άλλων οικονομικών συστημάτων. Μολονότι αγωνίζεται για να επικυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω ακριβώς αυτής του της τάσης, θα πρέπει να διαλυθεί εξαιτίας του ότι είναι έμφυτα αδύνατο να μετεξελιχθεί σε παγκόσμια μορφή παραγωγής (Luxembourg 1951: 457).

    γ) Μπουχάριν

    Ο Μπουχάριν εκθέτει τις απόψεις του μέσα από το βιβλίο του Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, που το έγραψε το 1915 αλλά εκδόθηκε μόνο μετά τη ρώσικη επανάσταση. Προσεγγίζοντας την έννοια του Ιμπεριαλισμού ο Μπουχάριν την ορίζει ως την πολιτική πρακτική του χρηματιστικού κεφαλαίου που παίρνει και τη μορφή του ιδεολογικής κοσμοθεωρίας, όπως αντίστοιχα ο φιλελευθερισμός αποτέλεσε από τη μια την πολιτική πρακτική του βιομηχανικού κεφαλαίου (ελεύθερο εμπόριο κ.λπ.) και από την άλλη μια ολόκληρη ιδεολογική κοσμοαντίληψη (ελευθερία του ανθρώπου κ.λπ.) (Βukharin 1972: 110). Η θέση αυτή προκύπτει ως απότοκο της βασικής του αντίληψης, σύμφωνα με την οποία οι μετασχηματισμοί στην οικονομία έχουν οδηγήσει σε μια σειρά σημαντικές αλλαγές όπου όπως οι ατομικές επιχειρήσεις αποτελούν τμήμα της εθνικής οικονομίας έτσι κάθε μία από τις εθνικές οικονομίες περιλαμβάνεται στο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας (Βukharin 1972: 17). Κατ’ αυτό τον τρόπο ο διαχωρισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου αναπαράγεται πια, με εκπληκτικούς ρυθμούς, σε πιο διευρυμένη βάση. Έτσι, ολόκληρες χώρες, δηλαδή οι βιομηχανικές χώρες, παίρνουν τη μορφή των πόλεων ενώ ολόκληρες αγροτικές περιοχές μετατρέπονται σε ύπαιθρο (Βukharin 1972: 20-21). Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Μπουχάριν, είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομίας, λόγω των εξαγωγών κεφαλαίων που προκύπτουν από τα συγκεκριμένα όρια που θέτει η λειτουργία των καρτέλ στην τοποθέτηση κεφαλαίων σε εθνικό επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο και κατά συνέπεια την αναπαραγωγή της αντίθεσης μεταξύ μιας παγκόσμιας αστικής τάξης και ενός παγκόσμιου προλεταριάτου. Πρόκειται γα τις υλικές προϋποθέσεις που οδηγούν στη εμφάνιση του ιμπεριαλισμού ως απότοκου της αντίθεσης μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης οικονομικοκοινωνικής δομής και της ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος που έχει εθνικό χαρακτήρα (Βukharin 1972: 74).

    δ) Λένιν: η στατική ανάγνωση

    Για την μπροσούρα που έγραψε ο Λένιν το 1916 με τίτλο Ο Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, έχουν χυθεί τόνοι μελάνης δεδομένου ότι συγγραφέας της ήταν ο αρχηγός των μπολσεβίκων και ο ηγήτορας της ρώσικης επανάστασης. Ουσιαστικά τα έργα του Λένιν διαβάζονται σαν να είναι οι βασιλικοί οδοί για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και όχι ως συγκεκριμένα κείμενα που γράφτηκαν κάτω από ορισμένες περιστάσεις με σαφείς και διαφορετικούς κάθε φορά στόχους. Αναμφίβολα και στα γραπτά του αρχηγού των μπολσεβίκων δεν υπάρχει μόνο ένας στατικός τρόπος ανάγνωσης και ερμηνείας αλλά και ένας δυναμικός που λαμβάνει υπόψη του τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε. Σε κάθε περίπτωση μια διαφορετική ανάγνωση του Ιμπεριαλισμούοδηγεί και σε διαφορετικά συμπεράσματα.

    Κατ’ αυτόν τρόπο, ξεκινώντας τη μελέτη της μπροσούρας αποφασισμένοι να μην ξεκόψουμε λέξη από το κείμενο, (στατική ανάγνωση), ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθούμε αντιμέτωποι με πληθώρα αντιφάσεων και δυσεξήγητων σημείων. Έτσι υπάρχουν σημεία όπου υποστηρίζεται πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού οφείλεται στην καταπίεση που άσκησε μια χούφτα «αναπτυγμένων» χωρών μέσω της αποικιακής καταπίεσης και του χρηματιστηριακού στραγγαλισμού της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ξεκινά από 2-3 χώρες (Αμερική, Αγγλία, Ιαπωνία) για το μοίρασμα της «λείας» (Λένιν 1976: 11). Σε άλλο μέρος γίνεται λόγος για τη δημιουργία των καρτέλ, η οποία οδηγεί και στη μετατροπή του καπιταλισμού σε ιμπεριαλισμό, δίνοντας την εντύπωση μιας παντοδυναμίας τους, αφού μοιράζονται μεταξύ τους τις αγορές, καθορίζουν τους όρους πώλησης και τις προθεσμίες πληρωμής, κανονίζουν την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων, ορίζουν τις τιμές, κατανέμουν τα κέρδη στις διάφορες επιχειρήσεις κ.λπ. (Λένιν 1976: 26- 27). Στην πλήρη της ανάπτυξη, αυτή η διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα ένας πολύ μικρός αριθμός μονοπωλίων να υποτάσσει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις αποκτώντας τη δυνατότητα, μέσω των χρηματιστηριακών πράξεων, «στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διάφορων κεφαλαιοκρατών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους επηρεάζουν με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση ή το δυσκόλεμα της πίστωσης, και τέλος να καθαρίζουν απόλυτα την τύχη τους, να καθορίζουν τα εισοδήματά τους, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα να αυξάνουν το κεφάλαιό τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κ.λπ.» (Λένιν 1976: 43).

    Τι αποδεικνύουν οι νέες αυτές εξελίξεις; Σύμφωνα με τον Λένιν, πως ο Μαρξ είχε δίκιο όταν υποστήριζε πως ο ελεύθερος ανταγωνισμός δημιουργεί τη συγκέντρωση της παραγωγής, η οποία σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί στο μονοπώλιο (Λένιν 1976: 24). Μετά το σχηματισμό των μονοπωλίων επέρχεται μια τεράστια ανάπτυξη στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής (Λένιν 1976: 30). Η κοινωνικοποίηση αυτή ωθεί με τη σειρά της, παρά τη θέληση των καπιταλιστών, σε μια νέα κοινωνική εξέλιξη που θα σημαίνει τη μετάβαση από τον ελεύθερο συναγωνισμό στην πλήρη κοινωνικοποίηση (Λένιν 1976: 31). Προς το τέλος μάλιστα του κειμένου ο Λένιν γίνεται ακόμα πιο σαφής: Από τη στιγμή που η μεγάλη επιχείρηση γίνεται γιγάντια και επιτυγχάνεται η παραγωγή του προϊόντος, η μεταφορά του σε αποστάσεις που απέχουν μεταξύ τους χιλιάδες χιλιόμετρα, η διεύθυνση της κατεργασίας της ύλης σε όλα τα στάδια και η διανομή του σε εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές «τότε γίνεται ολοφάνερο πως έχουμε μπροστά μας μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής (…) ότι οι σχέσεις της ατομικής οικονομίας και της ατομικής ιδιοκτησίας που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, αν αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο διάστημα, (στη χειρότερη περίπτωση αν η θεραπεία του οπορτουνιστικού αποστήματος τραβήξει σε μάκρος), αλλά αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί» (Λένιν 1976: 157).
    ……………………..

    περ. Θέσεις, Τεύχος 74, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 2001

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ [1]
    του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

    http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=730&Itemid=29

  9. Η εξέγερση της Κρονστάνδης

    Κείμενο: Κώστας Παπαϊωάννου

    Ο χειμώνας του 1920-21 ήταν ιδιαίτερα σκληρός στην Πετρούπολη, παρ’ όλον ότι ο πληθυσμός της είχε τότε ελαττωθεί κατά τα δύο τρίτα. Τα τρόφιμα είχαν αρχίσει να σπανίζουν από το 1917 και η κατάσταση, επιδεινωνόταν λόγω της καταστροφής της γεωργίας, της πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής και της πλήρους εξάρθρωσης των μεταφορών.
    ……………………………..
    ……………………………..

    https://eranistis.net/wordpress/2018/08/06/%ce%b7-%ce%b5%ce%be%ce%ad%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%81%ce%bf%ce%bd%cf%83%cf%84%ce%ac%ce%bd%ce%b4%ce%b7%cf%82/


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: