Περί Ανωνύμου του Έλληνος, Κοραή και Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ένα σχόλιο!

Με αφορμή μια αναφορά κάπου στο διαδίκτυο για ένα απόσπασμα από την «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος που εκδόθηκε προεπαναστατικά (18ο6) στην Ιταλία, έκανα το παρακάτω σχόλιο:

Η βλακεία και ο παλαιοελλαδιτισμός από τότε εισήλθαν στη νεοελληνική σκέψη:

NOMARCHIA«Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν.

Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.»

Για το ζήτημα της ημερομηνίας οριστικής υπαγωγής του ελληνικού κόσμου στη ρωμαϊκή κυριαρχία, είχα γράψει παλιότερα ένα εκτεταμένο σχόλιο υπό τον τίτλο: «Έλληνες και Ρωμαίοι: Ο μύθος του 146 π.χ.» 

https://kars1918.wordpress.com/…/25/romans-versus-greeks/

Το φαινόμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού είναι πολύ ενδιαφέρον και πολύπλοκο… Η «Ελληνική Νομαρχία» έργο ακόμα απροσδιόριστου συγγραφέα (παρότι οι «υποψίες» οδηγούν περισσότερο προς τον Κοραή ή τον Κωλέττη) ανήκει σε ένα από τα ρεύματα αυτού του φαινομένου που όμως έγινε κυρίαρχο στην μετεπαναστατική Ελλάδα και καθόρισε πολλές από τις σταθερές της νεοελληνικής διανόησης που επιβιώνουν έως και σήμερα.

 
KoraisΓια το ρεύμα αυτό, που προέρχεται από την τρίτη φάση του Νεοελληνικού διαφωτισμού:

«....H τρίτη (φάση) είναι δυνατόν να ταυτιστεί συµβολικά µε την παρουσία και τη δραστηριότητα του Aδαµάντιου Kοραή. O σοφός διδάσκαλος του Γένους χρησιµοποίησε στο περίφηµο «Yπόµνηµά» του (Mémoire sur l’état actuel de la civilisation dans la Grèce…, 1803), θεµελιώδες κείµενο-ορόσηµο που παρουσίασε στην παρισινή «Eταιρεία των Aνθρωποτηρητών» (Société des Observateurs de l’homme), χαρακτηριστική της διεύρυνσης του όψιµου Διαφωτισµού προς την ανθρωπογνωσιολογία, τον όρο «ηθική αναγέννηση» (révolution morale) για να εκφράσει την έννοια της «παλιγγενεσίας» (régénération) και την προσδοκώµενη ευθυγράµµιση µε τα «φώτα» της Eυρώπης…..» http://users.uoa.gr/~atabaki/Diaphotismos.pdf

Όλες αυτές οι ιδεολογικές αυθαιρεσίες, οι ελλείψεις, οι κατασκευές επηρέασαν το εγχείρημα της πολιτικής απελευθέρωσης των Ελλήνων από την οθωμανική κυριαρχία και (μάλλον) καθόρισαν το αποτέλεσμα στο ελεύθερο κράτος. 

Πάντως ο Καραής και οι απόψεις του αποτελούν έως σήμερα σημείο αντιδικιών. Ο Φίλιππος Ηλιού γράφει: «…ο Κοραής και ο κοραϊσμός εμφανίζονται και χρησιμοποιούνται ως ζωντανά και δρώντα στοιχεία  σε ιδεολογικές διαμάχες που έχουν ως αντικείμενο το παρόν και το εκάστοτε μέλλον του ελληνισμού» (Φ. Ηλιού, «Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού», Αθήνα, 1989.  

Δύο κείμενά μου για κάποιες από τις πλευρές του φαινομένου είναι: 

-Αφιέρωμα στη Φιλική Εταιρεία
https://kars1918.wordpress.com/2014/03/30/filiki-etaireia-2/

Ποιά Ελλάδα καταρρέει;
https://kars1918.wordpress.com/2011/12/19/greek-economic-crisis/

 

 

 

3 Σχόλια

  1. Πηγή: http://www.lifo.gr

    Ο Βασίλης Κρεμμυδάς καταρρίπτει έναν-έναν τους μύθους του 1821 (κι όχι μόνο το Κρυφό Σχολειό) Ούτε το λάβαρο της Επανάστασης υψώθηκε την Άγια Λαύρα ούτε βεβαίως ήταν «ταξική εξέργεση» όπως ισχυρίστηκε ο Γιάννης Κορδάτος. 11.3.2016 |

    Αντίθετα με ό,τι διδασκόμασταν στο σχολείο, η Ιστορία δεν είναι κάτι στατικό και μονολιθικό, ούτε «θέσφατο». Αλλάζει, εξελίσσεται, αναθεωρείται και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που αποκαλύπτει η επιστημονική έρευνα. Γι’ αυτό κι έχουν πάντα ενδιαφέρον οι ιστορικές εκδόσεις, γι’ αυτό δεν βαριέσαι ποτέ να μελετάς εποχές κι ανθρώπους, ακόμα κι αν έχεις διαβάσει ήδη τόσα και τόσα σχετικά. Τώρα, αν μαθαίνεις και κάτι… παίζεται, που λένε, αφού η «Ιστορία δεν διδάσκει», τουλάχιστον όμως διευρύνει την αντίληψή μας, καθώς εκτιμά ο συνομιλητής μου, με τον οποίο βρέθηκα παραμονές της εθνικής μας επετείου με αφορμή το νέο του πόνημα «Η Ελληνική Επανάσταση του ’21 – Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες» (εκδ. Gutenberg). Συνταξιούχος πλέον, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δεν έχει σταματήσει ούτε το ερευνητικό ούτε και το συγγραφικό του έργο, το οποίο μάλιστα έχει εμπλουτίσει με ιστορικού περιεχομένου παιδικά παραμύθια. Μιλήσαμε για τις ιστορίες που γράφονται σαν παραμύθια και αντιστρόφως, για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά αίτια της Επανάστασης υπό το φως σύγχρονων μαρτυριών, τον εγχώριο και διεθνή της αντίκτυπο, την παράλληλη με αυτήν διαπάλη συντήρησης και νεωτερικότητας, τις εμφύλιες συγκρούσεις, τον ρόλο των δανείων –εσωτερικών κι εξωτερικών–, τις αυθαίρετες ερμηνείες που μεταγενέστερα, λέει, της δόθηκαν, είτε από δεξιά είτε από αριστερά, και… ε, δεν θα σας τα πω όλα, ανοίξτε και κάνα βιβλίο!

    — Τι παραπάνω προσθέτει το βιβλίο σας στην ιστοριογραφία για το ’21;

    Ως ιστορικός της Τουρκοκρατίας, συνεχίζω να αναζητώ εδώ τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην Επανάσταση και να εμβαθύνω στις αιτίες που την προκάλεσαν. Χάρη στους Ναπολεόντειους Πόλεμους και τις ανάγκες ανεφοδιασμού των εμπόλεμων ευρωπαϊκών χωρών από «ουδέτερα» πλοία, η ναυτιλία, το εμπόριο και τα συναφή επαγγέλματα γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη, δημιουργώντας νέα δεδομένα στην παραγωγή. Στα χέρια των υπόδουλων Ελλήνων βρέθηκε ξαφνικά πολύ χρήμα – είναι χαρακτηριστική π.χ. η περίπτωση του ζάπλουτου Πελοποννήσιου τραπεζίτη και τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλου από τη Βυτίνα που μέσα σε πέντε χρόνια, παραμονές του ’21, ήταν σε θέση να δανείσει περί τα 2 εκατ. γρόσια, ποσό ασύλληπτο ακόμα και για τα τωρινά δεδομένα, αφού αρκούσε για να ναυλώσει δεκατρία καράβια! Μπορούσε, μάλιστα, να συντηρεί μέχρι εκατό πολεμιστές, έναν μικρό στρατό δηλαδή. Πολλά ήταν τα πλούτη που είχαν αποκομίσει οι εφοπλιστές αλλά και οι Έλληνες έμποροι των παροικιών. «Λεφτά υπήρχαν» που θα λέγαμε σήμερα, και μάλιστα άφθονα! Αυτή είναι η πρώτη «αποκάλυψη» του βιβλίου. Η άλλη είναι ότι στη διάρκεια της Επανάστασης διεξαγόταν μια συνεχής, αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στην παράδοση και στη νεωτερικότητα, σύγκρουση που υπέβοσκε ήδη από πριν κι εκδηλώθηκε τόσο με τους πρώτους εμφυλίους του 1824-25 όσο και επί Καποδίστρια, οπότε η νεωτερικότητα κινδύνεψε περισσότερο.

    Γιατί το λέτε αυτό; Δεν ήταν ο Καποδίστριας εκσυγχρονιστής;

    Ήταν ένας συντηρητικός πολιτικός, οπαδός της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Ήθελε να κυβερνά μόνος, δεν δεχόταν συμβουλές και υποδείξεις, ούτε καν από τους έμπιστούς του. Αποξενώθηκε έτσι τόσο από τον λαό όσο και από την ηγεσία της Επανάστασης. Το πολίτευμα που θα ταίριαζε σε ένα νέο και μοντέρνο, δηλαδή εθνικό, ανεξάρτητο κράτος, όπως η Ελλάδα, ήταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με Σύνταγμα, Βουλή, εκλογές κ.λπ., πράγματα που απεχθανόταν ο Καποδίστριας. Πρέσβευε, μάλλον, απολυταρχικά ιδεώδη, σε αντίθεση με τα νεωτερικά που εκπροσωπούσε η αστική τάξη της εποχής (κυρίως οι νησιώτες) αλλά και η μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία συνολικά, οπότε η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. — Ήταν τόσο απόλυτοι αυτοί οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε νεωτερικότητα και συντήρηση; Όχι, βέβαια. Π.χ. ο Μακρυγιάννης, πριν από το ’21, ασχολούνταν για μια επταετία με το εμπόριο, δίχως αυτό να τον κάνει νεωτεριστή – απεναντίας. Ήταν λίγο θολά τα όρια, μπορούμε ωστόσο να πούμε γενικά ότι η νεωτερικότητα είχε «κατακτήσει» τη διανόηση, την αστική τάξη και τη ναυτιλία.

    — Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Τουρκοκρατία δεν ήταν πάντα τόσο δεσποτική και καταπιεστική, ότι υπήρχαν ελευθερίες, προνόμια κ.λπ.

    Υπήρχαν, πράγματι, κάποιες προνομιούχες κοινότητες, η μόρφωση ήταν ελεύθερη, οι εμπορικές δραστηριότητες, η πίστη επίσης. Οι Οθωμανοί κατακτητές απαιτούσαν πολύ συγκεκριμένα πράγματα: να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία με χρήμα. Τα άλλα δεν τους ένοιαζαν. Αναμφίβολα, όμως, ήταν ένα πολύ σκληρό καθεστώς για τους υπόδουλους. Δικαιώματα δεν είχαν, η φορολογία ήταν βαριά, οι αυθαιρεσίες και οι βαρβαρότητες της εξουσίας ήταν συχνές. Η ελληνική ήταν ουσιαστικά μια ευρωπαϊκή επανάσταση, άλλαξε το status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, την ως τότε πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας και το δόγμα περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο που υπήρξε σε κάποια μοναστήρια ήταν «σπουδαστήρια», όπου οι εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν γραφή κι ανάγνωση στους νεότερους, μαζί με τη Βίβλο. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για κάποια κρυφή ή παράνομη δραστηριότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως κατά κόρον ο μύθος αυτός μέχρι και τις μέρες μας – φαντασθείτε ότι το θεωρούμενο «κρυφό σχολειό» στη Μονή Πεντέλης κατασκευάστηκε το ’60 και αναπαλαιώθηκε καταλλήλως, μουτζούρωσαν τους τοίχους για να φαίνεται καπνισμένο από τα κεριά κ.λπ.!…. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

    «Κρυφά σχολειά» δεν υπήρξαν πάντως, αυτό έχει πια καταρριφθεί ιστορικά.

    Ακριβώς. Εκείνο που υπήρξε σε κάποια μοναστήρια ήταν «σπουδαστήρια», όπου οι εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν γραφή κι ανάγνωση στους νεότερους, μαζί με τη Βίβλο. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για κάποια κρυφή ή παράνομη δραστηριότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως κατά κόρον ο μύθος αυτός μέχρι και τις μέρες μας – φαντασθείτε ότι το θεωρούμενο «κρυφό σχολειό» στη Μονή Πεντέλης κατασκευάστηκε το ’60 και αναπαλαιώθηκε καταλλήλως, μουτζούρωσαν τους τοίχους για να φαίνεται καπνισμένο από τα κεριά κ.λπ.!

    — Και δεν είναι, βέβαια, ο μόνος μύθος της Επανάστασης αυτός… Εσείς ποιον θεωρείτε τον μεγαλύτερο;

    Θα έλεγα αυτόν με τη δήθεν ύψωση του λάβαρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Μονή της Αγίας Λαύρας την 25η Μαρτίου του 1821, όπου τάχα ορκίστηκαν οι αγωνιστές. Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο δεν ξεκίνησε καν την ημερομηνία εκείνη, αλλά λίγο νωρίτερα. Ο ίδιος ο Γερμανός, άλλωστε, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι την ημέρα εκείνη βρισκόταν σε άλλο χωριό. Το λάβαρο το ύψωσε, πράγματι, αλλά αυτό έγινε λίγες μέρες αργότερα, στην Πάτρα. Ο θρύλος της Λαύρας εντασσόταν στις μεταγενέστερες προσπάθειες να συνδεθεί η θρησκευτική με τη νεοαναδυόμενη εθνική ταυτότητα.

    — Μια άλλη «αιρετική» άποψη λέει πως αν οι Έλληνες δεν «βιάζονταν» να επαναστατήσουν, θα κατακτούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία οικονομικά, χάρη στον ιδιαίτερο δυναμισμό τους σε αυτό τον τομέα.

    Υπερβολές. Υπήρξε, πράγματι, προεπαναστατικά μια μεγάλη οικονομική άνθηση, η οποία όμως ανακόπηκε με τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων. Τα ευρωπαϊκά πλοία επέστρεψαν στις θάλασσες, εκτοπίζοντας τα ελληνικά, εμπόριο και συναλλαγές έπεσαν κατακόρυφα, επήλθε ανεργία, ύφεση και κρίση όχι μόνο στον ναυτιλιακό/εμπορικό τομέα αλλά και σε όλα τα εξαρτώμενα από αυτόν επαγγέλματα, από τον ναυπηγό, τον ξυλουργό και τον βιοτέχνη μέχρι τον βυρσοδέψη, τον μπακάλη και τον χαμάλη του λιμανιού. Οι νέες κοινωνικές τάξεις που είχαν δημιουργήσει οι εξελίξεις έμεναν «ξεκρέμαστες», αφού δεν προστατεύονταν από το κράτος. Υπήρχαν, επιπλέον, μεγάλα χρηματικά κεφάλαια που παρέμεναν ανενεργά – κοντά στα άλλα, η Επανάσταση φάνταζε ιδεώδης λύση τόσο για τις επενδύσεις όσο και για την ανεργία!

    — Οπότε, τα αίτια του ξεσηκωμού ήταν σε μεγάλο βαθμό οικονομικά;

    Καταρχάς, όχι. Η οικονομική κρίση της εποχής ήταν απλώς ο καταλύτης που τον επέσπευσε. Ούτε η διαφορετική πίστη ήταν η κύρια αιτία του – άλλωστε το Πατριαρχείο τον είχε καταδικάσει. Η νεοσύστατη έννοια του έθνους ήταν που διαφοροποιούσε βασικά τον υπόδουλο από τον κατακτητή. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν, επίσης, η παιδεία και η οικονομική άνεση (ιδίως στις παροικίες) μια τάξης εύρωστης και ανοιχτής στα μηνύματα του Διαφωτισμού. Η Φιλική Εταιρεία εργαζόταν ήδη στην κατεύθυνση της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου αστικού ελληνικού κράτους.

    Είχε, τελικά, ταξικό χαρακτήρα το ’21, όπως πρότειναν κάποιοι ιστορικοί;

    ―Με την έννοια ενός προλεταριάτου που εξεγείρεται, σίγουρα όχι. Δεν προκύπτει από πουθενά αυτό, ήταν μυθεύματα του ΚΚΕ και συγγραφέων όπως ο Γιάννης Κορδάτος. Τον πιστέψαμε πολύ τον Κορδάτο στα νιάτα μας, τραφήκαμε με αυτόν, αλλά δεν ήταν καν ιστορικός ο άνθρωπος, δεν είχε κάνει καμία σοβαρή έρευνα. Μέχρι ανύπαρκτες κοινωνικές τάξεις εφηύρε για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του.

    — Τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια της Αγγλίας τι ρόλο έπαιξαν;

    Περισσότερο συμβολικό, παρά ουσιαστικό. Ουσιαστικά, τα «προκάλεσε» η εξωτερική πολιτική των επαναστατημένων που έσπευσαν να ζητήσουν δάνεια απ’ όλες τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να αποσπάσουν μια έμμεση, έστω, αναγνώριση και να διεθνοποιηθεί το ελληνικό ζήτημα. Ήδη, η Αγγλία το 1823 είχε αναγνωρίσει τα ελληνικά πλοία που έπλεαν στο Ιόνιο, το οποίο τότε διαφέντευε, ως πλοία εμπόλεμου έθνους, ενέργεια που, μαζί με τη σύναψη του πρώτου δανείου έναν χρόνο αργότερα, νομιμοποιούσε de facto την εξέγερση. Η Ρωσία, ως ανταγωνίστρια δύναμη, πρότεινε την ίδια εποχή τη δημιουργία τριών αυτόνομων, φόρου υποτελών ελληνικών κρατιδίων στον Σουλτάνο. Ενώ, λοιπόν, ήταν μικρό το οικονομικό όφελος εκείνων των δανείων, αφού κιόλας μεγάλο μέρος τους «φαγώθηκε» στην πορεία, το πολιτικό και διπλωματικό τους αντίκρισμα ήταν μεγάλο. Γαλλική εφημερίδα της εποχής προεξοφλούσε ότι εφόσον οι Άγγλοι δάνεισαν την Ελλάδα, αυτή επρόκειτο σίγουρα να απελευθερωθεί. Ναι, ήταν μιας μορφής εξάρτηση από την Αγγλία, αλλά ήταν οι ίδιοι οι ηγέτες των επαναστατών –ο Κολοκοτρώνης ανάμεσά τους– που το 1825, σε κρίσιμη φάση του αγώνα, με τον Ιμπραήμ να αλωνίζει στην Πελοπόννησο και να πολιορκεί ασφυκτικά το Μεσολόγγι, υπέγραψαν έκκληση να αναλάβει η Αγγλία την Ελλάδα υπό την προστασία της.

    — Γράφετε κάπου ότι στη διάρκεια των δύο εμφυλίων της Επανάστασης οι αντίπαλοι δεν επεδίωκαν την εξολόθρευση αλλά τον προσεταιρισμό του αντιπάλου.

    Ακριβώς. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για κατ’ ευφημισμόν εμφυλίους, αφού αντικείμενο της φιλονικίας ήταν το μοίρασμα της εξουσίας και στόχος η ένταξη του ενός στρατοπέδου στο άλλο – αμφότερες οι πλευρές γνώριζαν ότι δεν τις συνέφερε η αλληλοεξόντωση, αφού άλλος ήταν ο κοινός εχθρός, οπότε προσπάθησαν να την αποφύγουν, δόθηκε γενική αμνηστία στους ηττημένους κ.λπ.

    — Είχαν, πράγματι, υποτιμήσει τον ελληνικό ξεσηκωμό οι Οθωμανοί;

    Ναι, κι αυτό ήταν το μεγάλο τους λάθος. Υποτίμησαν όχι μόνο τον ξεσηκωμό, που θεώρησαν αρχικά μια ακόμα επαρχιακή εξέγερση, αλλά και το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Δεν είχαν, επίσης, υπολογίσει τη δύναμη των Ελλήνων στη θάλασσα, μια πλευρά του Αγώνα που δεν έχει προβληθεί όσο της αξίζει. Έπειτα, μια μεγάλη, μακρινή εκστρατεία όπως εκείνη του Δράμαλη, σε εδάφη δύσβατα και με τον αντίπαλο να αποφεύγει να συγκρουστεί ευθέως αλλά να επιδίδεται σε ανταρτοπόλεμο, είχε πολύ υψηλό οικονομικό κόστος (το ίδιο και οι μετακινήσεις του οθωμανικού στόλου). Όταν η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε, ο Σουλτάνος δυσκολευόταν να οργανώσει μια άλλη, αντίστοιχου μεγέθους, και τότε προσέφυγε στον Ιμπραήμ. — Ήταν όντως προχωρημένα για την εποχή τους τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα; Μπορώ να σας πω ότι ήταν πιο φιλελεύθερα και δημοκρατικά και από τα γαλλικά, δίχως να τα αντιγράφουν. Χρειάστηκε, βέβαια, να φτάσουμε στα 1843 ώστε να ικανοποιηθεί το επαναστατικό αίτημα όσον αφορά την καθιέρωση Συντάγματος και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

    — Ποιες προσωπικότητες του Αγώνα θα ξεχωρίζατε περισσότερο;

    Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από τους στρατιωτικούς και τον, συχνά παρεξηγημένο, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο από τους πολιτικούς. Ο πρώτος διέθετε σπουδαίες στρατηγικές ικανότητες και ο δεύτερος ένα σοβαρό, εκσυγχρονιστικό πολιτικό όραμα. —Πόσο σημαντική ήταν η συμμετοχή των Αρβανιτών στην Επανάσταση; Πολύ. Αρβανίτες ήταν πολλοί οπλαρχηγοί αλλά και καπεταναίοι των νησιών. Φυσικά, και των Σουλιωτών η συμμετοχή ήταν σημαντική. Όμως, παρά την αλβανική τους καταγωγή, ήταν ενσωματωμένοι από αιώνες, διέθεταν πίστη χριστιανική κι ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν κάποιοι δεν μιλούσαν καν καλά ελληνικά.

    — Τι ιστορικά διδάγματα μπορούμε να πάρουμε σήμερα από το ’21;

    Η Ιστορία, δυστυχώς, δεν διδάσκει, αγαπητέ. Μας βοηθά μεν να διευρύνουμε την αντίληψή μας, όμως τα λάθη του παρελθόντος είμαστε καταδικασμένοι να τα επαναλάβουμε γιατί και οι άνθρωποι είμαστε αδιόρθωτοι, που λένε, αλλά και οι καταστάσεις αλλάζουν διαρκώς. — Εκτός από τα ιστορικά σας πονήματα, τα τελευταία χρόνια γράφετε και παιδικά παραμύθια… Ιστορίες είναι, ξέρετε, και τα παραμύθια, προτιμότερα πάντως από τα παραμύθια που παρουσιάζονται σαν πραγματικές ιστορίες! Ξεκίνησα να γράφω περισσότερο ως διασκέδαση. Ήθελα να δείξω στον εγγονό μου πώς φτιάχνονται τα ιστιοφόρα, να τον πάω ένα νοητό ταξίδι… Όταν διάβασε το πρώτο μου παραμύθι ο εκδότης, μου γύρεψε άλλα τέσσερα, του είπα αποκλείεται, εν τέλει όμως συμφώνησα, γιατί είναι κι ένας θαυμάσιος τρόπος να διδάσκεις Ιστορία σε μικρά παιδιά.

    — Νοσταλγείτε καθόλου τα χρόνια που διδάσκατε; Ναι, συχνά, περισσότερο δε τα χρόνια που δίδασκα στη Μέση Εκπαίδευση, γιατί διαφέρει και η επικοινωνία που έχεις με τους μαθητές. Στο πανεπιστήμιο έχεις πια να κάνεις με ενήλικες. Μάλιστα, πάντα μιλούσα στους φοιτητές μου στον πληθυντικό, γιατί τους θεωρούσα ώριμους και ισότιμους πλέον πολίτες. Info: Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες», εκδόσεις Gutenberg

    http://www.lifo.gr/articles/book_articles/93091

  2. Ο Νίκος Μπελογιάννης για την «Ελληνική Νομαρχία»*
    Αποτίμηση του «μανιφέστου» της Επανάστασης του ’21 από μια σημαίνουσα προσωπικότητα του κομμουνιστικού κινήματος
    επανασταση-21

    Επιμέλεια – Εισαγωγή: Γρηγόρης Τραγγανίδας –

    Η ελληνική Επανάσταση του 1821, μια ακόμη αστική επανάσταση στην σειρά ανάλογων επαναστάσεων εκείνου του αιώνα και των προηγούμενων – αν και καθυστερημένη, χρονικά, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που είχε δημιουργήσει στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο η μακραίωνη κατάκτηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία – συνιστά μια χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου που το αστικό πολιτικό σύστημα, από την στιγμή της εδραίωσης της κυριαρχίας του, διαχειρίζεται την συλλογική ιστορική μνήμη.

    Οι μύθοι που δομούν κάθε κυρίαρχη, σύγχρονη αφήγηση του παρελθόντος, αντανακλούν τους κάθε φορά «τρέχοντες» στόχους του αστικού πολιτικού συστήματος, στην βάση, πάντα, του κύριου σκοπού του, που είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου.

    Αν υπάρχει ένα πεδίο όπου η συνειδητή προσπάθεια να δημιουργηθούν συγχύσεις και στρεβλώσεις στην συνείδηση για το κοινωνικο – οικονομικό παρόν, εμφανίζεται σε όλο τον αντιεπιστημονικό, αντιδιαλεκτικό κυνισμό της, αυτό είναι η ιστορία. Η αποσπασματικότητα, τα ιστορικά και λογικά «άλματα» ή ακόμη και τα ανοιχτά ψέμματα, δημιουργούν ένα εκρηκτικό, «τοξικό» «κοκτέιλ» για τα μυαλά, κυρίως τα νεανικά. Διότι αν θέλεις να προφυλάξεις την εξουσία σου, ένας διαχρονικός τρόπος είναι να «υπονοήσεις», εμμέσως πλην σαφώς, την «αιωνιότητά» της. Αυτό δεν γίνεται αν αρχίσεις να διδάσκεις ότι, στην προκειμένη περίπτωση, “Ελληνες και Τούρκοι τσιφλικάδες, μαζί με την Ιεραρχία της Εκκλησίας, έκαναν ό,τι μπορούσαν να αποτρέψουν τον λαό από το να πάρει τα όπλα. Οτι, αφού δεν τα κατάφεραν, προσπάθησαν να διαφυλάξουν την εξουσία τους ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, γεγονός που οδήγησε και στις εμφύλιες, ταξικές, ένοπλες συγκρούσεις κατά την διάρκεια της Επανάστασης.

    Από τις πλέον γνωστές διαστρεβλώσεις είναι… η ίδια η ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης. Η αγωνία να κουκουλωθεί ο αντεπαναστατικός ρόλος της Εκκλησίας, καθώς και η προνομιακή της σχέση με του σουλτάνους και τους Ελληνες τσιφλικάδες καθ” όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, οδήγησε στην δημιουργία ενός ανιστόρητου «γεγονότος», αυτό της «ευλογίας» των επαναστατικών όπλων από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, στις 25 Μάρτη 1821. Οχι μόνο πρόκειται για ένα θρασύτατο κατασκεύασμα, αλλά εμπλέκει και το πρόσωπο ενός από τους αντιδραστικότερους ιεράρχες και από τους πιο στενούς συνεργάτες των τσιφλικάδων – «προκρίτων». Ετσι, όχι μόνο δίνεται ένα κατασκευασμένο «άλλοθι» στον ίδιο τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, αλλά, μέσω του ίδιου, «καθαγιάζεται» ο βρώμικος ρόλος συνολικά της Ιεραρχίας (και) στην Επανάσταση του ’21.

    Η αλήθεια είναι ότι στις 21 Μάρτη είχε σηκώσει τη σημαία της επανάστασης ο Π. Καρατζάς στην Πάτρα και στις 23 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωσε την Καλαμάτα, αφού πρώτα από τις 22 Φλεβάρη 1821 , ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας) είχε περάσει τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, κηρύσσοντας στη Μολδαβία την επανάσταση .

    Το ταξικό περιεχόμενο της Επανάστασης του ’21, το οποίο, λόγω της οθωμανικής κατάκτησης, έλαβε εθνικοαπελευθερωτική μορφή, τεκμηριώνεται και από δύο μνημειώδη έργα της προεπαναστατικής περιόδου, τον «Θούριο» (1797) του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου) και την «Ελληνική Νομαρχία» (1806) «ανωνύμου του “Ελληνος». Συνδυασμένα, αυτά τα κείμενα, συνιστούν ένα είδος «μανιφέστου» της Επανάστασης του ’21.

    Με αφορμή την, έστω και ετεροχρονισμένη, επέτειο της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε ένα κείμενο – «αποτίμηση» του Νίκου Μπελογιάννη για την «Ελληνική Νομαρχία», το οποίο έγραψε το 1951, κρατούμενος στις φυλακές της Κέρκυρας. Προέρχεται από τον τόμο «Κείμενα από την απομόνωση», 2η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, Μέρος Δεύτερο, Υλικό σε φακέλλους, σελ. 49-54, όπως αναδημοσιεύθηκε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (2002, Τεύχος 2).

    ————————————

    «ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ» – ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ»**

    του Νίκου Μπελογιάννη

    Μεγάλο σταθμό στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης αποτελεί η «Ελληνική Νομαρχία». Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας. Ο συγγραφέας του, για λόγους συνωμοτικούς, θέλησε να μείνει άγνωστος και γι’ αυτό παρουσιάζεται σαν «Ανώνυμος Ελλην». (Επίσης και ο τίτλος του δόθηκε για λόγους συνωμοτικούς). Και ίσαμε σήμερα δεν αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι. Αλλοι λένε τον Κωλέτη, άλλοι κάποιον έμπορο του εξωτερικού, το Γιαννιώτη Σπύρο Σπάχο, ο Βέης λέει το Χριστόφορο Περραιβό, άλλοι τον Κορίνθιο γιατροφιλόσοφο Γεώργιο Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης. Δονάς. Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο – αφιερωμένο στο Ρήγα – να γράφτηκε κολλεχτιβιστικά, από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας – σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης.

    Αλλως τε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ισως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Ελληνα», τον κάθε Ελληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του[1]. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής – στους Γάλλους – και ίσαμ’ ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Ελληνες – εμπόρους, δάσκαλους κλπ. Απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι’ αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.

    Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.

    Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 μέρη. Στο Α΄ μέρος, αφού μιλάει για την ανθρώπινη ευτυχία – επηρεασμένος από τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα – υμνεί τα ελεύθερα πολιτεύματα και στιγματίζει τα καθεστώτα της δουλείας. Παραθέτω μερικές, ανάμεσα στις τόσες, σκέψεις του συγγραφέα: «Και καθώς έν’ άνθος ευώδες, όταν γεννάται ανάμεσα εις τα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή καταβιβρώσκεται από τα θηρία, ή κατασήπεται από τον καιρό, τοιαύτης λογής ακολουθεί και εις τας υποδουλωμένας πόλεις, εις τας οποίας όταν ευρίσκεται κανένα άξιον υποκείμενον, μη έχοντας τον τρόπον να εμφανισθεί, αποθνήσκει χωρίς τινάς να γνωρίσει την αξιότητά του» (σελ. 68, έκδοση Βαλέτα). «Οσα φαίνονται αδύνατα εις τους δούλους, μόλις είναι δύσκολα εις τους ελευθέρους και μεγαλοψύχους άνδρας» (σελ. 70). «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνη ή για την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του» (σελ. 74).

    Τονίζει επίσης την ανάγκη για τους Ελληνες να μάθουν την πολεμική τέχνη, την «επιστήμη των αρμάτων», όπως την ονομάζει. Περιγράφει ύστερα τις ιδιότητες, που πρέπει νάναι προικισμένος ένας αρχιστράτηγος, δεν παραλείπει να αναφέρει προβλήματα ταχτικής και τέλος σκορπίζει την πεποίθηση στην ικανότητα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό. (Ας σημειωθεί εδώ ότι πρώτος ο «Ανώνυμος» χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο «Ελληνες»).

    Στο Β΄ μέρος – «Τύραννοι και δούλοι» – ξετινάζει τα μοναρχικά καθεστώτα, εξευτελίζοντας και γελοιοποιώντας τους μονάρχες. Ψάχνει να βρει τις αιτίες των «άδικων», όπως τους λέει, πολέμων, – σε αντίθεση με τους «δίκαιους»: «Αυτοί – οι βασιλιάδες – δια παραμικράς αιτίας και συχνάκις δια μίαν βάρβαρον όρεξίν τους, αποφασίζουν τον θάνατον τόσων χιλιάδων υπηκόων, κηρύττοντες τον πόλεμον αναμεταξύ των». (Σελ. 112). Σπάνια ως τότε έπεσε τόσο τσουχτερό μαστίγιο στους μονάρχες, και ειδικά για την Ελλάδα, κανείς – και τότε και αργότερα – δεν μίλησε με τόσο πάθος, ρεαλισμό και οργή κατά της μοναρχίας, των αρχόντων και του κλήρου. Διαπιστώνει σωστά τις αιτίες της πνευματικής καθυστέρησης του σκλαβωμένου τόπου, αποδίνοντάς την κυρίως στην απόλυτη καλογεροκρατία: «Αι επιστήμαι οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφία εξωρίσθησαν …». Και συνεχίζει με ολοζώντανες και πικρές αλήθειες: «Αλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλον δεν ημπορούσε να αναγνώση, ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων, και οι ταλαίπωροι Ελληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και διεσιδαιμονίαν, υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ενας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ανθρώπων! ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη, και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα, όταν κυριεύεις τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών, οι οποίοι τόσον αμαυρώνονται οπού τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται έναν όφιν ξύλινον, ή ένα χαλκούν λέοντα!».

    Στο Γ΄ μέρος – «Η Ελλάδα στα δεσμά της» – περιγράφει πολύ παραστατικά την εκμετάλλευση της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των νοικοκυρέων και των πραματευτών.

    Το Δ΄ μέρος αρχίζει με τα αίτια, που συντηρούνε τη σκλαβιά και που είναι: «το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» που ζούνε στο εξωτερικό. Συνεχίζει με επίθεση στους πλούσιους: «Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψά και να πεινά;». Αμείλιχτος είναι για τους κληρικούς – εξαιρώντας βέβαια τους τίμιους και αγνούς, που κατά τον Ανώνυμο είναι λίγοι. Τους κατηγορεί ότι είναι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση της σκλαβιάς επειδή διδάσκαν στο λαό ότι «ο Θεός μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν, και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός», γιατί «όν αγαπά Κύριος παιδεύει». Και ρωτάει ο συγγραφέας αγαναχτισμένος: «Πως θέλεις, λοιπόν, να εξυπνήσουν οι Ελληνες από την ομίχλη της τυραννίας;» Και συνεχίζοντας ξεσκεπάζει και ξετινάζει τη θαυματοκαπηλεία, τη λειψανοκαπηλεία, τη συναλλαγή και τη ληστεία των καλογέρων σε βάρος του λαού. Τους καλόγερους τους υπολογίζει σε 100.000!

    Υστερα έρχεται στη δεύτερη αιτία της σκλαβιάς, τον ξενιτεμό, και κατηγορεί πολλούς ξενιτεμένους ότι ξέχασαν ή πρόδωσαν την Ελλάδα, τονίζει ότι η απουσία τους αφανίζει την Ελλάδα και τους καλεί όλους, με λόγια συγκινητικά, να γυρίσουν στην Ελλάδα: «Υπάγετε εις την Ελλάδα και εις ολίγον καιρόν θέλετε αισθανθεί την διαφοράν οπού θέλει προξενήσει η παρουσία σας εις την κατάστασίν της». Και τους βάζει τέλος το πρόβλημα της ξένης βοήθειας: «Ισως προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Γιατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν;».

    μπελογιάννης

    Στο Ε΄ βιβλίο – «Η ανάσταση του γένους» – αποδείχνει ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με μόνες τις δυνάμεις του Εθνους. Αφού χτυπάει τη μικροψυχία των Φαναριωτών, αναφέρει τις αιτίες που κάνουν δυνατή την εθνική αντίσταση. Πρώτη είναι ο φωτισμός, η διαφωτιστική αναγέννηση, που πρέπει να γίνει πάνω σε λαϊκές και όχι σε σχολαστικές, καλογερίστικες, βάσεις, που εμποδίζουν την αποτίναξη του ζυγού. «Ω, πόσον ταχύτερα και ευκολότερα ήθελε φωτισθώσιν οι παίδες των Ελλήνων, αν οι παραδόσεις των επιστημών εγίνοντο εις την απλήν μας διάλεκτον!». Και αγαναχτεί γιατί χάνουμε 3-4 χρόνους στη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Ανώνυμος» γράφει πως η απελευθέρωση του Ελληνισμού θα φέρει και την αναγέννησή του και όχι η αναγέννηση την απελευθέρωση, όπως πίστευε ο Κοραής. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι απουσιάζει ο Μεγαλοϊδεατισμός και καταδικάζεται ο βυζαντινός σκοταδισμός. Δεύτερη πηγή δύναμης για την επανάσταση: Οι κλέφτες, που το ήθος και η πολεμική τους αξιωσύνη είναι αξεπέραστα. Τρίτο, η κλίση του λαού στ’ άρματα. Τέταρτο, η ασύγκριτη ηθική υπεροχή μας απέναντι στους εχθρούς μας. «Μη σας φοβίσουν τα μέσα, ό,τι λογής και αν είναι». «Η τυραννία των Οθωμανών αύξησεν τόσον, οπού μόνη της προδεικνύει τον αφανισμόν της». «Το τέλος των τυράννων, είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον». «Ω, Ελληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών και φίλων μας, εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν». «…Κάθε μικρά αναβολή είναι επιζήμιος καταπολλά …». Και τελειώνει με λόγια γεμάτα πίστη, αισιοδοξία και πρόσκληση στον αγώνα.

    Η «Ελληνική Νομαρχία» δεν είναι μόνο πολιτικό-επαναστατικό και ιστορικό βιβλίο. Είναι συγχρόνως και λογοτεχνικό. Το ύφος του σε πολλά μέρη είναι σφιχτοδεμένο, συναρπαστικό, ιδιότυπο, προσωπικό, όλο ζωντάνια. Αλλού πάλι είναι πλαδαρό, κάπως άτονο. Και αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο συγγραφέας δεν είναι ένας, αλλά περισσότεροι.

    Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο «Ανώνυμος» μοιάζει αρκετά με του Κοραή, και έχει αρκετούς μακαρονισμούς, αλλά έχει και πολλούς δημοτικούς τύπους και εκφράσεις. Γενικά, όμως, τη διακρίνει παραστατικότητα και ζωντάνια – αν βέβαια λογαριάσει κανείς πόσο αδύνατα ήσαν, γλωσσικά, τα γραφτά δημοτικά κείμενα της εποχής εκείνης. Ο συγγραφέας είναι και δημιουργικός γλωσσοπλάστης. Λέει «μαυροφορεμένους» και «γιδοκέφαλους» τους κληρικούς. Λαοκλέπτες, τους άρχοντες. Χρησιμοποιεί πλήθος επίσης καινούργιες για τότε, λέξεις, όπως: Λαοπλάνος, μοναρχολάτρης, λεξπλάτρης, χρυσολάτρης, αδιήγητος, αρετοδοχείον, αρχαγγελόπουλο, βρωμοάρχων, αυτόματος και πλήθος άλλες.

    Δεν ξέρουμε αν η «Νομαρχία» κυκλοφόρησε πλατειά στην εποχή της και διαβάστηκε από τους σκλαβωμένους Ελληνες, είτε απ’ αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό. Ο «Ανώνυμος» στο τέταρτο βιβλίο του γράφει αυτά τα προφητικά λόγια: «Ω, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν εις το πυρ τούτο μου το βιβλιάριον όσοι φοβούνται το φως της αληθείας!». Και φυσικά ήταν επόμενο να καταδιωχθεί και να καεί ένα τόσο προοδευτικό, επαναστατικό βιβλίο όχι μόνο από τους αντιδραστικούς της εποχής του, αλλά και από τους τοκογλύφο-κοτζαμπάσηδες, που κυβέρνησαν και μετά το ’21 την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ένα τόσο άξιο μνημείο της νεοελληνικής ιστορίας και φιλολογίας καταχωνιάστηκε και έμεινε ανέκδοτο ως το 1949 ενώ εκδόθηκαν τόσες και τόσες ασήμαντες φυλλάδες. Και οι σπουδαιοφανείς αστοί ιστορικοί της Νεοελληνικής λογοτεχνίας στις Ιστορίες τους αφιερώνουν μόνο λίγες σειρές για τη «Νομαρχία».

    Φαίνεται όμως ότι στην εποχή του το βιβλίο εξάσκησε μεγάλη επίδραση και ίσως στάθηκε ο βασικός εμπνευστής και καθοδηγητής της Φιλικής Εταιρείας, που έκανε δικές της τις ιδέες της «Νομαρχίας» και στήριξε την απελευθέρωση της Ελλάδας στις λαϊκές δυνάμεις του έθνους. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αυτό βοήθησε αρκετά τον Κάλβο, το Σολωμό και άλλους. Γενικά στους Ελληνες του εξωτερικού η επίδρασή του πρέπει να ήταν τότε πολύ μεγάλη. Και σήμερα χρειάζεται μια νέα έκδοση, απλή, μ’ ένα σύντομο πρόλογο και χωρίς μερικά ανιαρά πια για την εποχή μας κομμάτια του.

    Νίκου Μπελογιάννη: Από το βιβλίο «Κείμενα από την απομόνωση», 2η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, Μέρος Δεύτερο, Υλικό σε φακέλλους, σελ. 49-54.
    Οι σημειώσεις καλύπτουν δέκα πυκνογραμμένες σελίδες μικρού μεγέθους. Στην πρώτη σελίδα είναι γραμμένος ξανά ο τίτλος «Ελληνική Νομαρχία» και η ημερομηνία: 4/12/51. Είναι δηλαδή σημειώσεις που γράφτηκαν στη φυλακή της Κέρκυρας, και αυτό φαίνεται και από το χαρτί, λευκό, κανονικά κομμένο, από σημειωματάριο, όπως και από το ότι ο Ν. Μ. χρησιμοποιούσε το στυλό του».

    http://www.toperiodiko.gr/%CE%BF-%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA/#.Vvcq07aLTGh

  3. Agtzidis Vlassis on

    ΡΩΜΙΟΙ, ΓΡΑΙΚΟΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ

    Με την άνοδο του Διαφωτισμού στην Ευρώπη ξεκίνησε το πρόβλημα του ονοματίσματος του ελληνικού λαού.
    Ουσιαστικά ο νεότερος Ελληνισμός ονοματίσθηκε με τρία εθνικά ονόματα, δηλαδή Ρωμιοί (ή Ρωμαίοι), Γραικοί (ή Γραίκοι), Έλληνες.
    Το τελευταίο αυτό βαρύνεται από ό,τι ο Καταρτζής πρόκριμα: από την εποχή των πατέρων της Εκκλησίας, το όνομα Έλληνες σημαίνει πάντοτε τους εθνικούς, δηλαδή τους Ειδωλολάτρες.
    Όμως, κάποια ανταπόκριση βρίσκεται ανάμεσα στις παλαιές και στις καινούριες τύχες του ελληνισμού, η οποία γίνεται αισθητή αργά, στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, οπότε η λέξη ξαναπαίρνει το ιστορικό της περιεχόμενο, σε ένιες άξιες λόγου περιπτώσεις, το άσχετο από τα θρησκευτικά πράγματα.
    Έτσι τη μεταχειρίζεται ο Γεώργιος Γεμιστός, στον οποίο, κιόλας, υπάρχει, ίσως μια ηθελημένη σύζευξη ανάμεσα στην ιστορική και στη θρησκευτικά σημασία:
    Έσμέν το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.»
    Δυο ημέρες πριν από την Άλωση της Πόλης 29 Μαίου 1453, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζει την Πόλη »ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». (…)
    Αντίθετα η εκκλησία προσέχει πάντοτε: »Ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι.» γράφει ο Γεννάδιος Σχολάριος/
    Εκατό μόλις χρόνια από τη πτώση της Πόλης ο ποιητής Αντώνιος Έπαρχος γράφει το μικρό του αρχαϊκό ποίημα Θρήνος εις την Ελλάδος καταστροφήν. Σύγχρονός του είναι ο αρχηγός μισθοφόρων Θωμάς, ο οποίος προσφωνεί τους συμπατριώτες του που οδηγεί στη μάχη: »Ελλήνων γαρ εσμέν παίδες, και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα.»
    (…) »Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν ελληνικά,» λέει ο Κοσμάς ο Αιτωλός, φροντίζοντας στο τέλος της περιόδου αυτής για την ίδρυση σχολείων διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν, και το γένος μας είναι ελληνικόν, προσθέτει.
    Ωστόσο, αυτά που επικρατούν ως εθνικά ονόματα, τότε, είναι Ρωμιοί, και Γραικοί. (…) Από τους πρώτους που φαίνονται ότι ασχολήθηκαν με το ζήτημα, είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης. Το 1768, μεταφράζοντας το Περί Διχονοιών, εκθέτει γιατί προτιμάει το Γραικός: Γραικοί από Γραικού τινός, ή Γραίκου, το παλαιόν ονομαζόμενοι, οι ύστεροι Έλληνες από Έλληνος υιού του Δευκαλίωνος. Οι Λατίνοι άνωθεν, και τα έθνη άπαντα της Ευρώπης την σήμερον, δεν γνωρίζουσι το Γένος με άλλο όνομα. Ημείς δι’ όλης της παρούσης μεταφράσεως το αυτό όνομα μεταχειριζόμεθα, αποφεύγοντες το μεν Έλληνες δια την έμφασιν της ειδωλοθρησκείας, το δε Ρωμαίοι προς αντιδιαστολήν των Ρωμαίων.(…).
    Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι γενικά η τάση για την επικράτηση του Γραικός είταν πιο έντονη σε όσους είχαν πυκνές επαφές με το δυτικό κόσμο΄ πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι το »Έλληνες,» παρά το θρησκευτικό του πρόκριμα, κερδίζει έδαφος :
    Ο Καταρτζής διαπιστώνει με δυσφορία την επικράτηση του Έλληνες, γράφοντας γύρω στο 1783: (…) μερικοί σπουδαίοι λόγιοι, ενάντια στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ν’ αλλάζουν στις λέξις, και να λεν τον εαυτό τους Έλληνες και να μην τα ‘χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμίως καθό Ρωμηοί; (…) είχαμε προγόνους τους Έλληνες τιμή μεγαλωτάτη, χωρίς να πρετεντάρουμε τόνομα.
    Ο Κοραής που ο έντονος κλασικισμός του και η έλλειψη θρησκευτικού ελέγχου, τον κάνει να αποκρούει το όνομα Ρωμιός.
    Ο Κανταρτζής, είδαμε, ξέρει ότι είχαμε προγόνους τους »Έλληνες,», ξέρει ακόμη ότι ο νέος ελληνισμός αποτελεί εθνότητα, δεμένη με τους αρχαίους, μέσα στο Βυζάντιο, και τα εκφράζει αυτά σε χωρία γεμάτα ρητορικό παλμό (…): »Αφ’ ου ένας Ρωμιός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον Περικλέα, Θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες ή σεπτούς συγγενείς του Θεοδόσιου, του Βελισάριου, του Ναρσή, του Τσιμισκή κ’ άλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ή έλκει το γένος του από κανένα άγιο, ή από κανένα συγγενή. πως να μην αγαπά τους απογόνους εκείνων κ’ αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; (…)
    Tη θέση του Κοραή την βρίσκουμε σε ένα διάλογό του, δημοσιευμένο το 1805. Διατί όχι Ρωμαίος ως ονομαζόμεθα έως τώρα; ρωτάει ένα από τα πρόσωπα του Διαλόγου, (…) Είναι ο Κλεάνθης, ο Αριστοκλής, που προτιμάει το όνομα Γραικός, του απαντάει: »Οι πρόγονοί μας ωνομάζοντο το παλαιόν Γραικοί΄ έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένο έθνος, αλλά από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα το Έλλην» … »Επρόκρινα το, Γραικός επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης.
    Αν προκρίνης το, Έλληνες, ονομάζου, φίλε μου, Έλλην αλλά μη, δια τους οικτιρμούς του θεού, Ρωμαίος. Κλεάνθης; Δια τί τούτο; Αριστοκλής: Διότι δεν είσαι Ρωμαίος. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μας εστέρησαν από την ολίγην ελευθερία την οποίαν είχαν μας αφήσει της Ελλάδος αι διχόνιαι και το να φέρωμεν τ’ όνομα των είναι το αυτό και να φέρωμεν τυπωμένα εις το μέτωπον τα στίγματα της δουλείας, και να ομολογώμεν εκουσίως ότι χαίρομεν εις την δουλείαν.»

    Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ, εκδ.Ερμής, 7η έκδοση, Αθήνα 1998, σελ 82-86.


Αφήστε απάντηση στον/στην Βλάσης Αγτζίδης Ακύρωση απάντησης