Από την Ερυθραία της Ιωνίας στην Ν. Ερυθραία της Αττικής

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Οι Ιστορικές Σελίδες της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»  της 24ης Νοεμβρίου 2013 ήταν αφιερωμένες στη ιστορική εμπειρία των ελληνικών πληθυσμώντης χερσονήσου της Ερυθραίας. Συμμετείχαν στο αφιέρωμα οι φιλόλογοι Θοδωρής Κοντάρας και Λία Βαλάτα-Τσιάμα.

σάρωση0011-3

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=2013-11-24&s=istorika

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΑΜΑΧΗΤΙ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΥΣ

Το τελευταίο κεφάλαιο της Μικρασιατικής Καταστροφής

  • ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ *

    Οι φιλομοναρχικές κυβερνήσεις ακολούθησαν εντελώς ξενόδουλη πολιτική, υποτασσόμενες στα κελεύσματα των προστατών – συμμάχων, αποστερώντας από τους Μικρασιάτες το δικαίωμα της αυτόνομης άμυνας και της διαχείρισης της μοίρας τους

  • Η Χερσόνησος της Ερυθραίας υπήρξε μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες από ελληνικό πληθυσμό περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας. Ελάχιστη είναι η απόσταση που τη χωρίζει από τη Χίο, ενώ μορφολογικά θυμίζει μεγάλο νησί του Ανατολικού Αιγαίου.
  • Η Χερσόνησος της Ερυθραίας, όπως και η χερσόνησος της Κυζίκου στη Θάλασσα του Μαρμαρά, αποτελούσαν δύο ελληνικές μικρασιατικές περιοχές, προστατευμένες από την ίδια τη φύση. Ακριβώς αυτή η διαμόρφωση έδινε και στις δύο περιοχές τη δυνατότητα οργάνωσης μιας αδιαπέραστης αμυντικής γραμμής που θα μπορούσε να προστατεύσει για ένα διάστημα την περιοχή από τις κεμαλικές επιθέσεις.

    Η κριτική που ασκήθηκε στις φιλομοναρχικές κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος, που προέκυψαν από τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, είναι ότι δεν έλαβαν καθόλου υπόψη την προστασία των ελληνικών περιοχών και ειδικά του Σαντζακίου Σμύρνης, με την εκπόνηση σχεδίων άμυνας. Είναι γνωστό ότι οι φιλομοναρχικές κυβερνήσεις κατά τη σχεδόν διετή διαχείριση της μικρασιατικής κρίσης παλινδρόμησαν μεταξύ αντιδιαμετρικών θέσεων. Θέσεων που κυμαίνονταν μεταξύ της οριστικής αποχώρησης από τη Μικρά Ασία και της κατάληψης της Αγκυρας. Σε κάθε εκδοχή όμως ακολούθησαν εντελώς ξενόδουλη πολιτική, υποτασσόμενες στα εκάστοτε κελεύσματα των μεγάλων προστατών – συμμάχων, υποτιμώντας και αγνοώντας τον ίδιο το λαό, αποστερώντας από τους Μικρασιάτες το δικαίωμα της αυτόνομης άμυνας και της πολιτικής διαχείρισης της δικής τους μοίρας. Μόνο στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί η άρνηση εκπόνησης ενός σχεδίου άμυνας της παραλιακής ζώνης και της εσπευσμένης αποχώρησης του ελληνικού στρατού μετά την ήττα του Αυγούστου, αδιαφορώντας ολοκληρωτικά για τη μοίρα του άμαχου πληθυσμού.

    Από την πρώτη προσφυγιά. Από τον Μάιο του 1914 έως τα τέλη Ιουνίου του 1914, 70.000 Ερυθραιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να γίνουν πρόσφυγες στην Ελλάδα (από: Μ. Κορομηλά - Θ. Κοντάρας, «Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας», 1997)Από την πρώτη προσφυγιά. Από τον Μάιο του 1914 έως τα τέλη Ιουνίου του 1914, 70.000 Ερυθραιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να γίνουν πρόσφυγες στην Ελλάδα (από: Μ. Κορομηλά – Θ. Κοντάρας, «Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας», 1997)

  • Η άρνηση των μοναρχικών για άμυνα στη Χερσόνησο της Ερυθραίας, δεδομένης της τοπογραφίας της, αλλά και της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας στη θάλασσα του πολεμικού ναυτικού, έγινε κατηγορία κατά τη «Δίκη των Εξ». Θεωρήθηκε ότι η άρνηση διατήρησης της Χερσονήσου υπό τον ελληνικό έλεγχο, αποδυνάμωσε εντελώς την ελληνική πλευρά από διαπραγματευτικά μέσα που ήταν απαραίτητα στο διπλωματικό παρασκήνιο της Συνθήκης των Μουδανιών. Και ότι έθεσε οριστικό τέλος -από συμμαχικής πλευράς- σε κάθε ελληνική διεκδίκηση επί των εδαφών της ηττημένης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο νεοτουρκικής Αυτοκρατορίας.

    * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.word press .com/

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Ερυθραία βαμμένη με αίμα

  • ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΝΤΑΡΑ*

    Ερυθραία ονομάζεται η ιωνική χερσόνησος που βρίσκεται ανάμεσα στη Χίο και στη Σμύρνη. Τέσσερις από τις δώδεκα αρχαίες ιωνικές πόλεις βρίσκονται εδώ: η Λέβεδος και η Τέως (κοντά στο Σιβρισάρι), οι Κλαζομενές (κοντά στα Βουρλά) και οι Ερυθρές (σημερινό Λυθρί), πόλη που γνώρισε μεγάλη ακμή στην αρχαιότητα.Στη Νέα Ερυθραία το Νοέμβρη του '44, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Από αριστερά ο Νικ. Πασαδάκης από τον Μπουτζά, ο Αλέξανδρος Χατζηφράγκος (Αλατσατιανός γεννημένος στην Οδησσό), ο Ζεϊμπέκος επίσης από τα Αλάτσατα κ.ά.Στη Νέα Ερυθραία το Νοέμβρη του ’44, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Από αριστερά ο Νικ. Πασαδάκης από τον Μπουτζά, ο Αλέξανδρος Χατζηφράγκος (Αλατσατιανός γεννημένος στην Οδησσό), ο Ζεϊμπέκος επίσης από τα Αλάτσατα κ.ά.

  • Η Ερυθραία ακολούθησε τη γενική ιστορική πορεία της Ιωνίας. Οι κάτοικοί της διέπρεψαν στο εμπόριο, στη ναυτιλία (οι Ερυθραίοι ήταν οι εφευρέτες της διήρους), στην τέχνη και στα γράμματα (π.χ. Ανακρέων, Αναξαγόρας), ίδρυσαν αποικίες στη Θράκη (Αβδηρα), στην Προποντίδα (Πάριον), στη Σκυθία (Φαναγόρεια, Τάναϊς) και στην Αίγυπτο (Ναύκρατις).

    Κατά τη βυζαντινή εποχή, η περιοχή υφίσταται πολλές ιστορικές μεταπτώσεις. Αλλοτε ακμάζει κι άλλοτε πέφτει στην αφάνεια, ταλαιπωρημένη κυρίως από τις αραβικές επιδρομές και τους μεγάλους σεισμούς. Οι επιδρομές των Τουρκομάνων από τον 11ο αι. και των Οθωμανών αργότερα, ρήμαξαν και κατέστρεψαν σταδιακά τη χερσόνησο. Η τουρκική κατάκτηση έγινε οριστική γύρω στα 1425… Από το 1600 περίπου αρχίζει μια περίοδος ανάκαμψης.

    Η ηπιότητα της οθωμανικής κατοχής και η αδιαφορία της διοίκησης για την περιοχή, το καλό κλίμα και το εύφορο έδαφος, η ανάγκη εργατικών χειρών για τα τσιφλίκια, τα προνόμια των Ελλήνων και οι διάφορες ξενικές προστασίες συντελούν στην ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου. Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές επισκέπτονται την περιοχή και μιλούν για την ελληνικότητά της (Τουρνεφόρ, Πόκοκ, Τσάντλερ, Πουκεβίλ κ.ά.).

    …Η Ερυθραία υπήρξε το εφαλτήριο των Τούρκων για την καταστροφή της Χίου το 1822 και υπέστη φοβερά αντίποινα, λόγω της γειτνιάσεως με το επαναστατημένο νησί. Οι εκκλησιές του Τσεσμέ και των Αλατσάτων καταστρέφονται, οι κορυφαίοι των Ελλήνων εκτελούνται και οι λιγοστές εστίες αντίστασης (κυρίως στα Βουρλά) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Η τουρκική κυριαρχία έγινε εφιάλτης.

    Εκδρομή στην Ακρόπολη, των μαθητών της 5ης Δημοτικού της Νέας Ερυθραίας στις 13-6-1948 (από «Τα ερυθραιώτικα» του Αποστόλη Κ. Δόμβρου, 2009)Εκδρομή στην Ακρόπολη, των μαθητών της 5ης Δημοτικού της Νέας Ερυθραίας στις 13-6-1948 (από «Τα ερυθραιώτικα» του Αποστόλη Κ. Δόμβρου, 2009)

  • Μετά το 1830 αρχίζει η τελευταία και σπουδαιότερη περίοδος ακμής του Ελληνισμού της Ερυθραίας. Η περιοχή αποκτά ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα με τη συνεχή πύκνωση του πληθυσμού και την πρόοδό του σε όλους τους τομείς, οικονομικό, πνευματικό, κοινωνικό και πολιτισμικό.

    Η περίοδος μετά το 1908 είναι η πιο δύσκολη στην ιστορία της Ερυθραίας, όπως και όλης της Μικρασίας. Μετά την ήττα της Τουρκίας στους βαλκανικούς πολέμους και την απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της (εκτός της Ανατολικής Θράκης), τέθηκε σε εφαρμογή ένα άγριο σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού, με τις υποδείξεις του Λίμαν φον Ζάντερς, Γερμανού στρατηγού στην Τουρκία. Οι Νεότουρκοι θεώρησαν επικίνδυνους τους Ελληνες των παραλίων, της Θράκης και του Πόντου και προσπάθησαν να τους εξοντώσουν με κάθε τρόπο.

    Στο πλαίσιο αυτής της φανατικής πολιτικής, όλοι οι Ελληνες της Ερυθραίας εκτός των Βουρλών (περίπου 60.000 άτομα) εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή προσέφυγαν στην Ελλάδα τον Μάη του 1914 και στις αρχές του 1915. Είναι ο Πρώτος Διωγμός που κράτησε τέσσερα χρόνια. Οι Ερυθραιώτες, σκορπισμένοι στην Ελλάδα, δοκίμασαν το πικρό ποτήρι της προσφυγιάς και δεν έπαψαν να προσβλέπουν στον επαναπατρισμό τους. Οσοι έμειναν υπέστησαν τα μαρτύρια των «ταγμάτων εργασίας» (αμελέ ταμπουρού), της λιποταξίας, της πείνας και του οικονομικού αποκλεισμού.

    Με τη συνθήκη του Μούδρου (30 Οκτ. 1918), οι διωγμένοι Μικρασιάτες παλιννοστούν, για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στην πατρίδα. Βρίσκουν τα σπίτια τους γκρεμισμένα, λεηλατημένα ή κατοικημένα από «ματζούρηδες» (Τούρκους πρόσφυγες των Βαλκανίων), τα χωράφια χέρσα, τους ναούς και τα σχολεία ερειπωμένα. Τον Μάη του 1919 φτάνει η πολυπόθητη ημέρα της απελευθέρωσης. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς του μικρασιατικού Ελληνισμού. Με τις διπλωματικές νίκες του Βενιζέλου, η ζωή στην Ερυθραία ξαναρχίζει από την αρχή. Με πολλές δυσκολίες, με δάνεια της Εθνικής Τράπεζας και με κοπιώδη δουλειά, οι Ερυθραιώτες οργανώνονται γρήγορα και η ζωή φτάνει στα ίδια επίπεδα, όπως πριν από το 1914.

    Τα όνειρα όμως και οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα. Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, συμπαρέσυρε στον όλεθρο ολόκληρο τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Με την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους (27 Αυγ. 1922), οι Ερυθραιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πάντα και κακήν κακώς αναζητούν σωτηρία στην Ελλάδα. Αξιοσημείωτη είναι η προσπάθεια του Νικολάου Πλαστήρα που αποχώρησε με το στρατό του τελευταίος από τον Τσεσμέ (3 Σεπτ. 1922) κι έδωσε την ευκαιρία στους κατοίκους της Δυτικής Ερυθραίας να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Οι περισσότεροι όμως έμειναν, έχοντας μάταιες ελπίδες. Η μοίρα τους ήταν τραγική. Οι Τούρκοι, αγριεμένοι, πρώτα λεηλάτησαν τα πάντα κι έπειτα άρχισαν τις σφαγές και τη συστηματική καταστροφή. Τα Βουρλά κάηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι των Αλατσάτων, του Σιβρισαριού, του Γκιούλμπαξε, της Κάτω Παναγιάς και άλλων χωριών αποδεκατίστηκαν.

    Ο ανδρικός πληθυσμός σύρθηκε αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολής, απ’ όπου ελάχιστοι σώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα το 1923-24. Οσοι γέροι και γυναικόπαιδα γλίτωσαν, στοιβάχτηκαν στα καράβια και ξεφορτώθηκαν στα ελληνικά λιμάνια. Γυμνοί και τρομαγμένοι, φρικτά πονεμένοι και προδομένοι εθνικά, βρήκαν καταφύγιο «όπου γης» στην Ελλάδα. Κυρίως τα μικρασιατικά νησιά Χίος, Σάμος και Λέσβος, η Κρήτη, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Αττική, ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη γέμισαν κατατρεγμένους Ερυθραιώτες πρόσφυγες που αναζητούσαν μια στάλα γαλήνης και ηρεμίας.

    Από τότε η Ερυθραία, όπως ολάκερη η Μικρασία, αυτή η πανάρχαια κοιτίδα των Ελλήνων, αφού έθρεψε για αιώνες τα όνειρα του έθνους, τα έθαψε τώρα στις στάχτες της Σμύρνης. Με τη συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλ. 1923), η περιοχή για τους Ελληνες έχει χαθεί οριστικά πια.

    * Φιλόλογος

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

  • Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΦΩΤΗ ΒΑΡΔΑΞΗ

    Από την Ερυθραία της Μικράς Ασίας στη Ν. Ερυθραία Αττικής

    ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΒΑΛΑΤΑ-ΤΣΙΑΜΑ *

  • Ο σκληρός αγώνας για επιβίωση δεν άφηνε στους πρόσφυγες περιθώρια αυτολύπησης και μιζέριας. Δεν μίλαγαν για όσα τους είχαν συμβεί . Εδειχναν να θέλουν να ξεχάσουνΠρόσφυγες, με καταγωγή από Λυθρί και Αλάτσατα κυρίως, πρωτοήρθαν στην Κηφισιά το καλοκαίρι του 1914, όταν 75.000 Ελληνες της Χερσονήσου της Ερυθραίας εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας ή αναγκάστηκαν να φύγουν στην Ελλάδα, δήθεν για λόγους ασφαλείας. Οι περισσότεροι παλιννόστησαν το 1919 με την ανακωχή, για να επιστρέψουν κατατρεγμένοι μετά την Καταστροφή του 1922 και να εγκατασταθούν τελικά, σε διάστημα περίπου τεσσάρων ετών, στον προσφυγικό συνοικισμό της Ν. Ερυθραίας.

    Ο Φ. Βαρδαξής (σε κύκλο) στη Νέα ΕρυθραίαΟ Φ. Βαρδαξής (σε κύκλο) στη Νέα Ερυθραία

  • Η αγωνία και ο σκληρός αγώνας για επιβίωση δεν άφηναν στους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς περιθώρια αυτολύπησης και μιζέριας. Ισως αυτός είναι ο λόγος που δεν μίλαγαν οι περισσότεροι για όσα τους είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των διωγμών πριν από το ’19 και τις τραγικές εμπειρίες τους κατά την Καταστροφή του ’22. Εδειχναν να θέλουν να ξεχάσουν. Το σπίτι τους όμως ήταν πάντα ανοιχτό για τους φίλους τους και τους φίλους των παιδιών τους. Ετσι μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία να τους γνωρίσω καλύτερα και καρπός πολύωρων συναντήσεων είναι ένας σημαντικός αριθμός μαγνητοφωνημένων μαρτυριών που «δίνουν φωνή στο σιωπηλό παρελθόν», συμπληρώνουν τα κενά της συλλογικής μνήμης και αναδεικνύουν όσα η επίσημη Ιστορία αποσιωπά.

    Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία του Ν. Ερυθραιώτη Φώτη Βαρδαξή, ο οποίος γεννήθηκε στο Σιβρισάρι, στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου της Ερυθραίας, το 1910. Η αφήγηση προσωπικών του βιωμάτων, πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και ο αγώνας του να επιβιώσει και να ριζώσει σε ένα νέο πολιτιστικό περιβάλλον δείχνουν το σθένος, το ήθος και τη σοβαρότητα του ανθρώπου και επιπλέον μας οδηγούν σε συμπεράσματα που ξεπερνούν την ατομική περιπτωσιολογία.

    Ο Φώτης Βαρδαξής ήταν 91 ετών όταν τον συνάντησα στο φιλόξενο σπίτι της κόρης του Βασιλείας στη Ν. Ερυθραία, λίγο πριν ξεκινήσει το προσκυνηματικό του ταξίδι στη γενέτειρά του, το Σιβρισάρι, με τη συντροφιά του Θοδωρή Κοντάρα.

    Με καλοδέχτηκε και το ήρεμο, φωτεινό πρόσωπό του αντανακλούσε την αυτοπεποίθηση και την ικανοποίηση ενός μαχητικού ανθρώπου, που αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες ζωής από τα παιδικά του χρόνια, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει δυσκολίες, να επιβιώσει, να προοδεύσει προσωπικά, να δημιουργήσει οικογένεια και να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον, με συναίσθημα ευθύνης και συνέπεια στις αρχές του, ως πρόεδρος της Κοινότητας της Ν. Ερυθραίας (1961-1967 και 1975-1978). Το 2008, στις 25 Αυγούστου, ο Φώτης Βαρδαξής έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών.

    «Γεννήθηκα στο Σιβρισάρι το 1910. Πρώτα περνούσαμε καλά εδώ, μου έλεγε η μάνα μου. Το οκτώ, 1908, έγινε το Σύνταγμα. Πριν από αυτό δεν παίρνανε χριστιανούς στρατιώτες, αλλά αναμείχθηκαν οι Γερμανοί κι από τότε όλα αλλάξανε (…) Το ’15 που χάσαμε τον πατέρα μας (σ.σ. συνελήφθη ως φυγόστρατος) γεννήθηκε η αδελφή μου η Μυρσίνη… Το ’19 ήρθαν οι Ελληνες στρατιώτες… Ετσι και έγινε και περνάγαμε καλά, και η μητέρα μου ήταν καλά, μέχρι το ’22.

    »Το ’22, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όταν ο στρατός υποχωρούσε, μας έφερε το μαντάτο ένας φίλος του θείου μου. Δεν είχαμε άλλη ειδοποίηση… Ο θείος Στέλιος, αδελφός της μάνας μου, και ένας άλλος θείος, άνδρας της αδελφής της, μας πήρανε και φύγαμε νωρίτερα από το χωριό και πήγαμε στα Βουρλά. Είχαμε συγγενείς στη Σκάλα… Φορτώσαμε δυο άλογα που είχε η γιαγιά μου με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε και φύγαμε νύχτα. Ητανε τέλη Αυγούστου. Πίστευαν οι δικοί μου ότι εκεί θα είμαστε ασφαλείς (…) Στα Βουρλά είχανε μαζευτεί άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά. Ο τελάλης φώναζε συνεχώς: «Μη φοβάστε. Να πετάξετε τα όπλα. Θα είμαστε πιο καλά απ’ ό,τι ήμασταν πριν. Το είπε και ο Δεσπότης» και άλλα διάφορα.

    »Τ’ Αγιαννιού, στις 29 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο), άρχισε μεγάλη σφαγή. Κατεβήκανε οι Τσέτες που λέγανε αυτοί… Τον πρώτο που είδα να σκοτώνουνε ήτανε ένας πρώην δήμαρχος, Τσαλαβούτας ονόματι. Είχε βάλει τούρκικη σημαία στο σπίτι του και φέσι στο κεφάλι του για να γλιτώσει. Από το σπίτι του μας χώριζε ένας τοίχος. Επειτα ήρθανε μέσα στο σπίτι της εξαδέλφης μου, είδανε γυναικόπαιδα, δεν μας πειράξανε. Οι άνδροι ήτανε κρυμμένοι στην αποθήκη. Τους ανακάλυψαν και τους σκοτώσανε μπρος στα μάτια μας. Του θείου μου του Στέλιου του σχίσανε το κεφάλι… του χύθηκαν τα μυαλά έξω.

    »Μείναμε κάπου 15 νομάτοι. Ο μόνος άνδρας ανάμεσά τους ήμουνα εγώ, 12 χρονώ… Πού να πάμε; Οι Τούρκοι, μπουλούκια, μπουλούκια, καίγανε μαγαζιά, σπίτια, σκοτώνανε… Το αποτέλεσμα: Πηγαίναμε στο νοσοκομείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στο σχολείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στην εκκλησία, βάζανε φωτιά. Απ’ όπου περνούσαμε ερείπια, πυρκαγιές, άνθρωποι και ζώα σε πανικό (…)

    »Στις 14 του Σεπτέμβρη (με το νέο), μια τουρκική περίπολος μας έβγαλε έξω. Πρέπει να φύγετε, μας είπαν. Είναι τέτοια η διαταγή. Θα πάτε στη Σκάλα να μπαρκάρετε…Φύγαμε όλοι. Στα μισά του δρόμου, σε μια μεγάλη αλάνα ήταν κόσμος πολύς. Παιδιά σαν εμένα και μεγαλύτεροι. Μόνο άνδρες. Θα ήταν καμιά πεντακοσαριά. Στο δρόμο τούρκικος όχλος και στρατιώτες κακοποιούσαν, λήστευαν και άρπαζαν γυναίκες. (σ.σ. Με την «ψυχή στο στόμα» έφτασε στην παραλία. Βρήκε τη μάνα του να οδύρεται). Δίπλα τουμπανιασμένα σώματα στην άμμο χωμένα. Αλλα πλέανε στη θάλασσα.

    «Πάμε να προλάβουμε να μπούμε στο καράβι πριν νυχτώσει». Είχε πολλά καράβια. Είχανε βγάλει αγήματα έξω. Είχανε κάνει κλοιό. (σ.σ. Τα κατάφεραν και μπήκαν μέσα). Τη νύχτα ακούγονταν απ’ έξω οιμωγές που έσχιζαν την καρδιά. (σ.σ. Φτάσανε στη Σάμο, στο Βαθύ, και από εκεί κάποια στιγμή στην Κηφισιά και μετά στη Ν. Ερυθραία).

    »Οταν έγινε η Κατοχή ήμουνα στο ΕΑΜ γραμμένος. Με στείλανε εξορία, με δείρανε, με φυλακίσανε, μου πήραν τα δελτία…».

    * Φιλόλογος, ερευνήτρια, Μ.Α. στη συγκριτική φιλολογία, Πανεπιστήμιο Indianapolis

10 Σχόλια

  1. Kalanta Erythraias on

    Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Τσεσμέ -Κρήνης Ερυθραίας Μικράς Ασίας

  2. Β.Α. on

    28 Ιανουαρίου 2015 0 Comments
    Ολοι στην Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Αγιο Χαράλαμπο του Τσεσμέ

    Ολοι την Τρίτη 10 φεβρουαρίου στον Αγιο Χαράλαμπο του Τσεσμέ, στην Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, που θα γίνει πρώτη φορά εκεί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω κάλεσμα του Φάρου Βαρβασίου:
    «Σας γνωρίζουμε ότι την Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015 θα πραγματοποιηθεί Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους Τσεσμέ Τουρκίας. Ο Μορφωτικός Σύνδεσμος Βαρβασίου Χίου – Βιβλιοθήκη «Ο ΦΑΡΟΣ» διοργανώνει μονοήμερη εκδρομή, η οποία περιλαμβάνει: • Τρίτη, 10 Φεβρουαρίου 2015: Μετά τις διατυπώσεις του τελωνείου στις 7:00 το πρωί αναχώρηση από τη Χίο για το Τσεσμέ. Άφιξη στον Τσεσμέ και επιβίβαση στα πούλμαν για τη μεταφορά στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους Μητροπόλεως Κρήνης, (αποβίβαση στο δυνατότερο κοντινό σημείο). Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας περίπου στις 12 με 12:30 επιβίβαση στα πούλμαν και μεταφορά στο ξενοδοχείο PIRIL HOTEL για μεσημεριανό γεύμα με ανοιχτό μπουφέ. Μετά το γεύμα αναχώρηση για το τελωνείο του Τσεσμέ και επιβίβαση στο πλοίο για την επιστροφή στη Χίο περίπου στις 5 με 5:30. Πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στη Γραμματεία του ΦΑΡΟΥ κάθε απόγευμα (εκτός Κυριακής). Ώρες: 4 μ.μ. έως 8 μ.μ. τηλ. 22710 20621.»

    http://mikrasiatis.gr/%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%AF/

  3. Allithes on

    Εν Αλασσάτοις Ερυθραίας.
    2735 αναγνώστες
    Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου 2011
    02:18

    […] Εκείνες τις μέρες του τρόμου και της αγωνίας, κατέφθασε στα Αλάτσατα, οπισθοχωρώντας, η οπισθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού με τον Πλαστήρα επικεφαλής.

    Το μόνο που είπε στους κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο του χωριού ήταν ο πικρός του λόγος: «Λυπάμαι που σας αφήνουμε…».

    Ήταν πια οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922. Ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει. Ο Τουρκικός Στρατός, με προπομπό τους άτακτους Τσέτες, κατέβαινε στις πόλεις και στα χωριά. Κι άρχισε το απερίγραπτο δράμα των χριστιανών.

    Στις 4 του Σεπτέμβρη εισέβαλαν με πυροβολισμούς και κραυγές. […]

    Ξεκινώντας τη διαδρομή του «αληθούς», μια από τις πρώτες αναρτήσεις που θέλησα να καταχωρήσω ήταν η «Καλή Πατρίδα».

    Επανέρχομαι με δύο τριαντάφυλλα, ένα στην 89χρονη ζώσα μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων και ένα στον άνθρωπο που είχε τη μεγαλοσύνη να εκπέμπει γαλήνη μέσα από την αφήγηση βιωμάτων «τρικυμίας» και ολέθρου.

    Για την εξιστόρηση γεγονότων και εμπειριών από τον ξεριζωμό, επί τούτου, το σχετικό «βήμα» δίδεται στον αφηγητή του β’ υστερολογίου (Θανάση Γ. Κακογιάννη από Αλάτσατα Ερυθραίας).

    Mία βιωματική αφήγηση που ανακαλεί παραπλήσιες καταγραφές προσωπικών ερεθισμάτων. Των μεσημεριανών ακουσμάτων από τη συγχωρεμένη Μαρία στα συχνά -αν όχι καθημερινά- εθιμικά ραντεβού των καλοκαιρινών διακοπών.

    Κατά τις 3 μ.μ, ο καθιερωμένος «τούρκικος»… για όσο μας επέτρεπε ο χρόνος μέχρι να σημάνει η καμπάνα, να κατηφορίσει στην εκκλησία.

    Ο τόπος συνάντησης ήταν κάτω από τον ίσκιο της δεσπολιάς, περιτριγυρισμένοι -γιαγιά κι εγγονός – από ασβεστωμένες γαζοτενέκες με ορτανσίες και βασιλικούς, παρατεταγμένες μπροστά από τα πολύχρωμα και μοσχομυρισμένα παρτέρια. Δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι για τους καφέδες (από το πιατάκι «έπινε» τον καφέ, να κρυώσει…) πάνω στο βρεγμένο τσιμέντο της αυλής, δυο βήματα από την καυτή άσφαλτο του αμαξωτού .

    Το ταξίδι για την Πατρίδα με εκείνην οδηγό, ξεκίναγε. Για το νου και την καρδιά. Τα μάτια μπερδεύονταν ως προς τη συνείδηση της απόστασης (μόλις 1μ μας χώριζε με διάθεση για λιγότερο, ένεκα της χαμηλοφώνου αφήγησης…). Εν τούτοις «ξεμάκραινε», ολοένα και περισσότερο. Λες και ακολουθούσε η μορφή της την επιστροφή στον τόπο-χρόνο μέσα στον οποίο βυθιζόταν όλο της το είναι…

    Τα ενίοτε υγρά μάτια αμφοτέρων ήταν η αφορμή, για …άνω τελείες. Πριν την τελεία του εσπερινού…

    (Στη μνήμη της αφιερώνεται το βίντεο: Εσπερινός 89 χρόνια μετά στο ναό των Εισοδίων, στην «Παναγίτσα» της, στ’ Αλάτσατα!).

    http://cell.capitalblogs.gr/showArticle.asp?id=29592&blid=304

  4. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

    http://reisdere.gr/

    ΙΙΙ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΡΕΪΖΝΤΕΡΕ

    Η ρίζα των γονιών μου που έμεινε σ’ αυτό τον τόπο, οι γεμάτες πόνο και πάθος διηγήσεις της μητέρας μου, οι ζωντανές και λεπτομερέστατες περιγραφές του αγαπημένου γενέθλιου τόπου, απ’ όπου βάναυσα ξεριζώθηκε στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα χρόνων, μου είχε δημιουργήσει μια έντονη επιθυμία και μαζί ιερή υποχρέωση να επισκεφτώ τούτο τον εξιδανικευμένο στη φαντασία μου τόπο.

    Η ευκαιρία δόθηκε. Ιούλιος του 1988. Ο Σύλλογος δασκάλων Ιεράπετρας οργάνωνε εκδρομή στη Μ. Ασία. Στο πρόγραμμα μια ημερήσια εκδρομή από Σμύρνη μέχρι Τσεσμέ με ενδιάμεσο σταθμό το Ρεϊζντερέ. Είχαμε κι άλλους δασκάλους με ρίζα Ρεϊζντεριανή.

    Ξεκινάμε για την πραγματοποίησή της. Παίρνοντας από τη Σμύρνη το δρόμο για τον Τσεσμέ, ακολουθούμε τον κεντρικό οδικό άξονα που διασχίζει την χερσόνησο της Ερυθραίας από το ανατολικό προς το δυτικότερο άκρο της. Είναι η ραχοκοκαλιά του Ερυθραιώτικου κορμού. Πρόσφατα έχει κατασκευαστεί υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος, Σμύρνη – Τσεσμές 76 χιλιόμετρα. Παλαιότερα τις επικοινωνιακές ανάγκες της Ερυθραίας εξυπηρετούσε ο καροτσόδρομος ‘‘Χαμιδιέ’’. Η ‘‘Χαμιδιέ’’ ένα από τα σημαντικότερα έργα οδοποιίας συνέδεε τις Ερυθραίς και ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Ερυθραίας με τη Σμύρνη και την κοιλάδα του Έρμου ποταμού.

    Ξεκινώντας από τη Σμύρνη, με κατεύθυνση δυτικά, διασχίζομε τη χώρα (επικράτεια) των αρχαίων Κλαζομενίων. Δεξιά μας ο ήρεμος κόλπος της Σμύρνης. Η διασταύρωση για τις Κλαζομενές και τη Σκάλα των Βουρλών δεξιά. Περνούμε από τα Βουρλά και 8 χλμ. μετά, ο Υπόκρημνος, το στενότερο σημείο της Χερσονήσου. Αφήνομε τη θάλασσα και διασχίζομε μια σχετικά ορεινή περιοχή. Είναι οι υπώριες του Κώρυκου ή Κόρακα αριστερά μας. Πλησιάζομε στον Τσεσμέ και ενώ μας μένουν δέκα χιλιόμετρα ακόμα, διακλάδωση δεξιά και πινακίδα ‘‘Ρεϊζντερέ’’. Ακολουθούμε το χωματόδρομο. Όπως βλέπω από το χάρτη πρέπει να είμαστε πολύ κοντά, περίπου δύο χιλιόμετρα.

    Προσπαθώ να αναγνωρίσω την εικόνα που, οι καθημερινές συναισθηματικά φορτισμένες αναφορές της μητέρας μου γι’ αυτόν τον τόπο, είχαν δημιουργήσει στη σκέψη μου. Μια κωμόπολη με όμορφα αρχοντικά πνιγμένη στο πράσινο, αφού κάθε σπίτι είχε τον κήπο με τα κάθε λογής οπωροφόρα δέντρα και γύρω ατέλειωτες εκτάσεις αμπελιών, που το σφρίγος τους και η παραγωγικότητά τους τα είχαν κάμει ξακουστά.

    Οποία απογοήτευση! Αντικρίζω ένα ξερό, άγονο, απρόσωπο τοπίο. Μικροί λοφίσκοι γυμνοί. Ούτε δέντρα, ούτε θάμνοι, ούτε χόρτα. Το τελευταίο δικαιολογείται αφού ήταν καλοκαίρι. Απέναντί μας, μερικά κακορίζικα σπιτάκια. Ήταν το Ρεϊζντερέ. Το πλούσιο κεφαλοχώρι, το πολυανθρωπότερο της περιοχής των 4.500 κατοίκων με τα τρία εξατάξια σχολεία και τις 18 εκκλησίες του.

    Σφίχτηκε η καρδιά μου. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Πού είναι το διώροφα αρχοντικά, με τις λουλουδισμένες αυλές, που μοσχομύριζαν, απ’ όπου η γιαγιά μου κάθε πρωί την Άνοιξη γέμιζε την ποδιά της τριαντάφυλλα για να κάμει την περίφημη ροδοζάχαρη; Πού είναι η τζιτζιφιά και η κορομηλιά που η μητέρα μου από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου του σπιτιού τους έκοβε τζίτζιφα και κορόμηλα; Πού είναι ο μεγαλοπρεπέστατος Άγιος Δημήτριος το καμάρι του Ρεϊζντερέ, με τους επτά παπάδες του; Πού είναι το γεμάτο ζωή τσαρσί (αγορά) με το καφενείο του Μαρίνου, τo μαγαζί του Μαθιού; Πού είναι το Μοναστήρι που οι καλόγριες φύλαγαν πολύτιμο κειμήλιο την εικόνα της Ελεούσας, που με θαυμαστό τρόπο σώθηκε, και την έχουμε προστάτιδα εμείς οι Ιεραπετρίτες; Πού είναι οι άνθρωποι, πολύβουο μελίσσι, που πλημμύριζαν τους δρόμους; Νέκρα. Κακομοιριά. Eλάχιστα καινούργια σπίτια. Τα δικά μας, τα περισσότερα όρθια, μα ετοιμόρροπα.

    Προσανατολίστηκα γρήγορα. Μου κάνει εντύπωση. Δώδεκα χρονών έφυγε η μητέρα μου. Ήταν τόσο ζωντανά τα χαρακτηριστικά του τόπου μέσα της, που μου τα μετέδωσε με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν έντονη η εικόνα στη σκέψη μου. Βρήκα το σχολείο, τα πηγάδια απ’ όπου υδρεύονταν τότε, αλλά και τώρα. Λαχτάρησα να δω το σπίτι μας, το σπίτι της μάνας μου, του παππού και της γιαγιάς μου, να δω το χαρούμι με την τζιτζιφιά, την κορομηλιά που τα κλωνάρια της έμπαιναν μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, τη συκιά, να δω το κατώι, τη μεγάλη σάλα στο πάνω πάτωμα με το σερβάν, το σκαλιστό καθρέπτη και τη κρεμαστή λάμπα.

    Μου είχε πει η μητέρα μου: Τέσσερα σπίτια δυτικά του σχολείου που είναι κοντά στα πηγάδια. Έτρεξα. Βρήκα το σχολείο. Μετρώ, ένα δύο, τρία. Εδώ θα είναι. Δυστυχώς δεν υπήρχε σπίτι, χωράφι ήταν. Κι άλλο σφίξιμο κι άλλα δάκρυα.

    Η επόμενη σκέψη ο Άγιος Δημήτριος, η εκκλησία, ένα προσκύνημα ήταν επιβεβλημένο. Μας οδήγησε μια τουρκάλα. Ούτε ίχνος κτίσματος. Ένα τεράστιο γήπεδο. Μάρμαρα, πέτρες, τα πάντα είχαν λεηλατηθεί.

    Για να καταλάβουμε την εξέλιξη και να δικαιολογήσουμε τη σημερινή μορφή του Ρεϊζντερέ πρέπει να παρακολουθήσουμε την τύχη του μετά την καταστροφή του ελληνισμού και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήρθαν και εγκαταστάθηκαν περίπου είκοσι οικογένειες βοσκών από την περιοχή των Ιωαννίνων. Τελείως ξένοι προς το περιβάλλον, καμία συνάφεια με το δικό τους, ως προς το κλίμα, την υφή του εδάφους, τις καλλιέργειες. Όπως φαίνεται τους έλειπε η δυνατότητα προσαρμογής. Δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τη γη, που η εργατικότητα και η ευστροφία του Έλληνα έκανε να γεννοβολά χρυσάφι. Συνέχισαν να είναι βοσκοί. Ο χώρος αποψιλώθηκε και έγινε ένα άγονο και φτωχό περιβάλλον.

    Αργότερα με την ανάπτυξη του τουρισμού τα πράγματα άλλαξαν. Οι τεράστιες εκτάσεις που τους είχαν δοθεί, φθάνουν μέχρι τη θάλασσα. Άρχισαν να αξιοποιούνται. Πουλούσαν γη και ορθοπόδησαν οικονομικά. Τώρα έχει αλλάξει κάπως η όψη του Ρεϊζντερέ. Οι παραλίες έχουν τεράστια τουριστική ανάπτυξη. Είναι το θέρετρο της Άγκυρας και της Σμύρνης.

  5. […] μετά την καταστροφή» & Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016 «Απ’ την Ερυθραία της Ιωνίας στη Νέα Ερυθραία της Αττικ…»   Αμφιθέατρο Κέντρου Βιώσιμης επιχειρηματικότητας […]

  6. […] μετά την καταστροφή» και την Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016 «Απ’ την Ερυθραία της Ιωνίας στη Νέα Ερυθραία της Αττικ…». Το συνέδριο θα γίνει στο αμφιθέατρο Κέντρου […]

  7. Tα μαρτύρια που τραβήξαμε σαν όμηροι το ’22 ήτανε πολλά. Πρώτα πρώτα ο φόβος μάς παραλούσε. Ύστερα η πείνα που μας έκανε ν’ αρπάζομε στο δρόμο και να τρώμε μισόξερες κληματόβεργες. Tο ξύλο που μας πλήγωνε το κορμί κι η κούραση. Tρυπημένα, πρησμένα τα ποδάρια μας απ’ τ’ αγκύλια και τις πέτρες, τυλιγμένα με παλιοτσούβαλα, λιγούσανε σε κάθε μας βήμα. Kι όμως έπρεπε να τρέχουμε. Aλλιώτικα, οι ξιφολόγχες, οι μαγκούρες, οι πέτρες γεμίζανε το δρόμο πτώματα!
    Tο μαρτύριο όμως της δίψας ήτανε το μεγαλύτερο. Στεγνό όλο μας το σώμα. Zαρωμένο. Aπ’ το λαρύγγι μας δεν έβγαινε φωνή. H γλώσσα μας ξερή ως τη ρίζα, έπιανε μια πέτσα που την ξεφλουδούσαμε κάθε τόσο.
    Mε τη σκόνη που σήκωνε το ποδοβολητό μάς γέμιζε η μύτη, το στόμα, τα μάτια, το λαρύγγι μας και στέγνωνε κάθε υγράδα που ’χε το σώμα μας… Eγώ δεν πιστεύω να υπάρχει άλλο μαρτύριο που να μπορεί να παραβληθεί με τη δίψα.
    Bγαίνοντας από τη χαράδρα του Mπογιούκ-Nτερέ στρίψαμε το δρόμο για τη Mαγνησιά. Eπικεφαλής στη φάλαγγα ένα χτήνος, καβάλα στ’ άλογό του έτρεχε απ’ τη μια άκρια στην άλλη. Ποδοπατούσε και χτυπούσε αδιάκριτα. Tο μούτρο του μαυροπράσινο, τα μάτια του –ή μάλλον το μάτι του– έσταζε αίμα.
    Λίγα χιλιόμετρα πριν απ’ τη Mαγνησιά, στ’ αριστερά του δρόμου, ήταν ένα «γκιόλι». Λιμνασμένα νερά σε μάκρος χίλια και πάνω μέτρα κατά μήκος του δρόμου. Γύρω γύρω σάζι και καλαμάκια και μέσα τούφες τούφες πάπυροι. Tην επιφάνειά του τη σκεπάζανε γράμπανα και πνιγμένα πεταλουδάκια.
    Σαν πλησιάσαμε έδωσε διαταγή το χτήνος ν’ αφήσομε το δρόμο και να μπούμε στα χωράφια προς τα δεξιά. Aγκύλια κι αραπιές μάς σκίζανε τα ποδάρια. Σα φτάσαμε στο ύψος του γκιολιού είπε να σταθούμε και να κάτσομε. Θα μας άφηνε να πιούμε νερό; Aμέσως όμως ο μονόφθαλμος –το ένα του μάτι ήτανε βγαλμένο– ακούστηκε να ουρλιάζει στους στρατιώτες του: «Όποιος κιαφίρη σηκωθεί για νερό, να τόνε σκοτώνετε επιτόπου». Λίγα λεπτά λουφάξαμε. Mα σε λίγο ένας νέος πετάχτηκε απ’ τη γραμμή και χύθηκε στο γκιόλι μ’ όση δύναμη του απόμεινε στα πληγωμένα ποδάρια του. Δυο τουφεκιές μαζί τόνε ξαπλώσανε μισό μέτρο απ’ το γκιόλι. Tα μούτρα του χωμένα στο χώμα, τα χέρια του απλωμένα προς το νερό, σα να καλούσε να πάει κοντά του. Kι ύστερα κι άλλος. Kι άλλοι. Kαι το τουφεκίδι δυνάμωνε και τα ξαπλωμένα κορμιά πολλαίνανε…
    Σκύλιασε ο διοικητής. Πήδησε με τ’ άλογό του το χαντάκι που μας χώριζε κι ήρθε κοντά μας. «Oυλέν γκιαούρηδες βλέπετε πως σκοτωνόσαστε γιαμπανά; Nα το ξέρετε. Kανείς δε θα προφτάσει να πάει ως το γκιόλι! Aν είναι κανένας που θέλει να πεθάνει ας έρθει εδώ. Θα τον αφήσω να πιει νερό κι απέ θα τον σκοτώσω με το χέρι μου». Γέλασε ο σατανάς. Ήτανε βέβαιος πως κανείς δεν θα τ’ αποφάσιζε. Σκύλιασε σαν είδε τον πρώτο, ένας μεσόκοπος, με κρεμασμένα τα χέρια πήγε κοντά του.
    «Bαλλαά;» ρώτησε.
    «Mπιλλαά», του ’πε και του ’δειξε το νερό.
    Kίνησε αποφασιστικά. Πέρασε το χαντάκι, το δρόμο κι έφτασε στο γκιόλι. Mπήκε ως τα γόνατα μες στο νερό, παραμέρισε με τα χέρια του τα γράμπανα κι άρχισε να πίνει.
    Tρεις φορές πήρε ανάσα. Kαι κείνος τον περίμενε. Kαι σαν τον είδε πως ετοιμάστηκε να βγει, πήρε το τουφέκι από το διπλανό του στρατιώτη, σκόπευσε και μόλις πάτησε όξω, πυροβόλησε. Έπιασε ο όμηρος με τα δυο χέρια του το στήθος του και ξαπλώθηκε μισός μες στο νερό και μισός έξω.
    Δεν το περιμέναμε. Tο μίσος του όμως για τους «γκιαούρηδες» του ’σβηνε κάθε ανθρωπιά. Γέλασε πάλι. Nόμισε πως αυτή τη φορά είχε τσακίσει το ηθικό του κοπαδιού. Kρατούσε το τουφέκι που κάπνιζε ακόμα και ξαναφώναξε: «Ποιος άλλος θέλει να πιει νερό; Άντε ουλέν». Ήτανε βέβαιος πια πως κανείς δε θα τολμήσει.
    Ένας άλλος νέος βγήκε στο δρόμο. Δεν πήγε κοντά του. Tου ’κανε νόημα πως συμφωνεί με τον όρο και τράβηξε για το νερό. Ήπιε κι αυτός και με τον ίδιο τρόπο ξαπλώθηκε μες στα καλάμια.
    Γύρισε να μας πει: Mπασκά; (άλλος;) μα είδε πως τον περιμένανε τρεις! Άφρισε. «Mπιρέ μπιρέ» (ένας ένας), φώναξε. Kι αυτούς το μάουζερ τους ξάπλωσε στα καλάμια. Kαι σαν είδε πως η σειρά μεγάλωνε έγινε άσπρος. «Γιετέρ γκαρί», φώναξε (φτάνει πια). «Kάλι, γιουρού», κι η φάλαγα κίνησε για την Mαγνησιά.
    Στο δρόμο μακαρίζαμε αυτούς που ’χανε μείνει ξαπλωμένοι ξεδιψασμένοι μες στα καλάμια. Eίχανε πιει νερό… Εμάς το μαρτύριό μας πότε θα τέλειωνε;
    Ένας φόβος μάς βασάνιζε πως αν πεθάνουμε διψασμένοι το μαρτύριο της δίψας θα συνεχιστεί και μετά το θάνατο.
    Κατά το διάστημα της πορείας απ’ το χωριό ως τη Μαγνησία, πόσες φορές δεν πέρασε μπρος απ’ τα μάτια μου το Σατζάκι, δεν πέρασε μπρος απ’ τα μάτια μου σαν τρέχαμε μέσα στη σκόνη, διψασμένοι, στεγνοί ως την ψυχή. Μα εγώ έβλεπα μπροστά μου έναν κουβά κρουσταλένιο Σατζανιώτικο νερό, ακουμπισμένον στ……………α χείλια του πηγαδιού, μεσ’ τις λεβάντες και τους δυόσμους και να ’χω μέσα το κεφάλι μου ως τ’ αφτιά να ρουφώ… να ρουφώ…

    (από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

    ……………………………….

  8. «…Από δω θέλαμε οχτώ ώρες ακόμα για να φτάσουμε στη Μαγνησιά. Δεξιά κι αριστερά οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πτώματα που μυρίζανε, Στις βρύσες που περνούσαμε κάθονταν σκοποί και φύλαγαν το νερό. Εγώ ήμουνα με τον αδερφό μου και κρατούσαμε κι οι δυο μας το γυλιό ενός Τούρκου απ’ αυτούς που μας φύλαγαν. Λεφτά είχαμε και σκέφθηκα να δώσουμε του Τούρκου αυτουνού, μπας και μας δώσει νερό. Απ’ αυτό υποφέραμε. Από τη δίψα είχανε σκάσει πολλοί στο δρόμο. Και γω λέγω τώρα του αδερφού μου. – Πολύ δίψασα και θα σκάσω – Κάνε υπομονή, μου λέει. – Δώσε, του λέω, λεφτά στο σκοπό και πάρε να πιούμε. – Μωρέ αδερφέ, να μη μας φανερώσουν τα λεφτά και μας χαλάσουν. Και μου τα ΄δωσε. – Παίρνω λοιπόν όσα λεφτά είχαμε για να μπορέσω να πάρω νερό, και τραβώ και λέω του Τούρκου που κρατούσαμε το γυλιό του. – Λίγο νερό! – Τι λές, σκυλί; μου λέει,. δράμι δε σου δίνω. – Ψυχικό θα κάνεις. Να, Ασκέρ – Αγά. πάρε αυτά τα λεφτά, κοντεύω να λιγοθυμήσω. – Δος τα, μου λέει και πιες κρυφά. Ήπια κι έδωσα και του αδερφού μου. Αυτά γένουνταν Αύγουστο μήνα. Κι εκεί που πηγαίναμε βρήκαμε μια βρύση. Κι ο λοχαγός μας σταμάτησε και διάταξε τους στρατιώτες να γεμίσουν τα τουφέκια τους και στη βρύση έβαλε σκοπό κι όποιοι μουντέρναν τους σκότωναν και μαζί μ’ αυτούς κι άλλους μέσ’ από την κουβάρα. Τον παρακαλούμε να πιούμε από λίγο. – Όχι, είπε. Στη Μαγνησιά! Και μεις περνούσαμε και βλέπαμε τη βρύση και όσοι πήγαν να πιουν, χαλαστήκανε. Τέλος, ένα βράδυ, φτάσαμε όξω απ’ τη Μαγνησιά όπου οι Τούρκοι μας περίμεναν, με τα ρόπαλα στα χέρια, φωνάζοντας. – Αιχμάλωτοι έρχουνται! Κι ο λοχαγός έλεγε: – Δεν έχετε δικαίωμα να τους αγγίξετε, γιατί όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε το κέφι σας. Και διάταξε να μη μας πλησιάσει κανείς. Κι αυτοί κατηγορούσανε το λοχαγό και φώναζαν. – Αυτοί μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουνε! Κι ο λοχαγός, υστερινά, τους έδιωξε όλους όξω και μας συγκέντρωσε ολόγυρα κύκλο και μας έβαλε σκοπούς σαν τα πρόβατα. Πείνα δεν έχουμε. απ’ τη δίψα όμως πεθαίνουμε. Και τριγυρίζουμε το λοχαγό όλοι και τον παρακαλούμε: – Κυρ λοχαγέ, βάλε από μας αγγαρεία να πάμε ως τη Μαγνησιά να φέρουμε νερό. – Να σκάσετε. μας λέει. Κι από μας καμιά δεκαριά πατριώτες είχαν λεφτά κι άρχισαν να δίνουν πέντε μπαγκανότες για ένα ποτήρι νερό. – Να δώσουμε, λέω του αδερφού μου, να πάρουμε. Ένας αράπης σκοπός ήταν κοντά μας. Του λέω: – Ασκέρ Αγά, να, πάρε αυτά τα λεφτά και φέρε μας έναν τενεκέ νερό. – Κρυφά κάνετε, μας λέει κι αυτός, γιατί ο λοχαγός δεν αφήνει. Κι ο αράπης φέρνει έναν τενεκέ και του δίνουμε εκατό μπαγκανότες. Κι εγώ, μόλις τον πήρα στα χέρια μου, έπεσα κι έπινα. κι οι άλλοι παίρνουν είδηση και με τραβούν απ’ το λαιμό. Υστερινά πέφτουν απάνου όλ’ οι αιχμάλωτοι και το μισό νερό χύθηκε. Σαν ξημέρωσε, – Σηκωθήτε, είπε ο λοχαγός. Και μας πήραν και μας πήγαν στο Νοσοκομείο, και μας βάλανε στο περιβόλι, πώχει λίγα πεύκα και γύρω κάγκελα και μας κλείσανε μέσα. Νερό, ψωμί, τίποτα! Σ’ ενός δεκανέα τα χέρια μας παράδωσαν. Εμείς, νερό, φωνάζουμε. και δίνουμε λεφτά όσα έχουμε. Και σαν ήρταν κάτι σύννεφα από πάνω μας παρακαλούσαμε να βρέξει! Και πάλι γυρνούσαμε και τους παρακαλούσαμε – Ό,τι κάναμε, κάναμε. Συχωρέστε μας! – Κερατάδες, μας λένε, τώρα μαλακά λόγια λέτε για να λεφτερωθήτε. Μα σα λεφτερωθήτε θα μας κάψετε. Δυο μέρες, τρεις, έτσι πήγαμε. Όσοι είχανε λεφτά πίνανε, μα όσοι δεν είχαν ήπιανε το κάτουρό τους. Όσοι δεν είχαν λεφτά και ψωμί πέφτανε όλοι ψάθα. (Εμείς είχαμε ακόμα λίγα λεφτά). Εκατόν πενήντα πέσανε, και βγήκε από μας αγγαρεία να τους τραβήξουμε. Κι οι αιχμάλωτοι μαλώναν ποιος θα βγει αγγαρεία, γιατί θα πίνανε νερό. μαλώναμε ποιος θα τους πετάξει. Εκείνοι ήταν πεθαμένοι και μεις ούτε για κοπριά πια δεν τους είχαμε. Βγήκαμε οχτώ δέκα νομάτοι αγγαρεία, να τους πετάξουμε όξω απ’ την πολιτεία με τα κάρα. Και κει, μετά πέντε ώρες, ήρτε ένας ξανθός Χότζας, πολιτισμένος άνθρωπος, και με μια φωνή όλοι τον παρακαλούσαμε. – Έτσι θελω, μέχρι το τέλος, να σας βλέπω, μας λέει και κοίταζε. – Χόντζα, Αλλάχ, ασκινά! Διψούμε! Νερό! Ο Χόντζας, τίποτα. Πάλι, «έτσι να σας βλέπω», είπε κι έφυγε. Αυτός έφυγε κι ήρτε ένας άλλος με το αμάξι. Και μεις φωνάζουμε – Ήρτα μονάχα να σας κοιτάξω, μας λέει. Κι εμείς πάλι του λέγαμε. – Αλλάχ ασκινά, λίγο νερό. Τούρκοι γενιόμαστε δεν αντέχουμε. – Βρε κερατάδες! Το τούρκικο κιτάπι δε σας χωρεί. Και σαν μας είδε καλά διάταξε τον αμαξά να γυρίσει κι έφυγε. – Το γούστο μου το ΄κανα, είπε Από τη δίψα μασούσαμε φύλλα από τα δέντρα. Εκεί ήταν και Μαγνησαλήδες αιχμάλωτοι. Το νοσοκομείο είχε στη μέση συντριβάνι. Αυτοί ξέραν από πού έρχεται το νερό και τη νύχτα ανοίξανε με το ξύλο και σπάσανε το κιούγκι. Ξυπνάμε όλοι και μαθαίνουμε πως οι Μαγνησαλήδες σπάσανε το κιούγκι κι ήρτε νερό. Κι αναμεταξύ μας χτυπιόμαστε με τις πέτρες ποιος θα πρωτοπιεί. Και παίρνουν οι σκοποί είδηση και διατάζουνε πυρ. Και αφού πέσανε καμιά τριανταριά κορμιά μας διώξανε. Μας πήραν και μας κλείσανε μέσα σε σύρμα. Εκεί μέσα παίρναμε λάσπη και βυζαίναμε…

    Από την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα (α’ έκδοση, 1929)


Αφήστε απάντηση στον/στην Β.Α. Ακύρωση απάντησης