Θεσσαλονίκη: Πλατεία Ελευθερίας ή Πλατεία Γενοκτονίας;

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Το Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013 δημοσιεύτηκε στη σελίδα των Ιστορικών της «Ελευθεροτυπίας» το άρθρο μου για την ιστορία της Πλατείας.  Με μια έννοια, αποτελεί συνέχεια της προσωπικής παρέμβασης (Αμνησία στην “πόλη των προσφύγων”;) στην ανάπλαση της Πλατείας που επιχειρεί  Δήμος Θεσσαλονίκης: 

glypt1

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Πλατεία Ελευθερίας ή Πλατεία Γενοκτονίας

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*

Σπάνια ένας τόπος, όσο η παλιά Πλατεία Ολύμπου της Θεσσαλονίκης (που μετονομάστηκε το 1908 σε Πλατεία Ελευθερίας), συνδέει τόσο διαφορετικά γεγονότα που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Ελάχιστοι μπορούν να αντιληφθούν ότι η οικουμενική αντίληψη, η έννοια του πολίτη και η προσπάθεια μετεξέλιξης της κοινής κοινωνίας σε κράτος δικαίου θα συντριβούν εδώ από τον ακραίο μιλιταριστικό εθνικισμό.

Πάνω, η Πλατεία Ελευθερίας το 1908 με συγκέντρωση των Νεότουρκων. Κάτω, παλαιότερες όψεις της ίδιας πλατείας, όταν ονομαζόταν Πλατεία ΟλύμπουΠάνω, η Πλατεία Ελευθερίας το 1908 με συγκέντρωση των Νεότουρκων. Κάτω, παλαιότερες όψεις της ίδιας πλατείας, όταν ονομαζόταν Πλατεία Ολύμπου

Ότι σ’ αυτή την πλατεία μια ομάδα εθνικιστών αξιωματικών του οθωμανικού στρατού άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, απ’ όπου ελεύθεροι και κυρίαρχοι πια οι εθνικισμοί θα ξεχυθούν κατασπαράζοντας λαούς και έθνη. Οτι πίσω από τη σημερινή μορφή της πλατείας υπάρχει το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι Γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Ανατολής, η Μικρασιατική Καταστροφή. Οτι τα πρώτα σπέρματα του ναζισμού, στη νεοτουρκική του πρωτόλεια εκδοχή, θα εμφανιστούν στη Θεσσαλονίκη μετά το κίνημα του 1908.

Σύντομο ιστορικό της πλατείας

Ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει η Πλατεία Ελευθερίας ήταν η πρώτη πλατεία της Θεσσαλονίκης. Διαμορφώθηκε το 1870 μετά την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους και τη διάνοιξη της οδού Σαμπρί πασά -η σημερινή Βενιζέλου- έως και τη θάλασσα. Αρχικά ονομάστηκε Πλατεία Αποβάθρας και στη συνέχεια Πλατεία Ολύμπου.

Κεντρικό της σημείο υπήρξε το ξενοδοχείο και η μπιραρία «Ολυμπος» (κοιτάζοντας απ’ τη θάλασσα, αριστερά της οδού Βενιζέλου, στην αριστερή γωνία του σημερινού πάρκινγκ). Η πλατεία υπήρξε το πιο κοσμικό σημείο της πόλης και η οδός Σαμπρί πασά μετατρέπεται στον πιο μοντέρνο εμπορικό δρόμο. Το 1911 εγκαινιάστηκε και το γερμανικών συμφερόντων κατάστημα «Στάιν», το κτήριο του οποίου διασώθηκε απ’ την πυρκαγιά του 1917 και διατηρείται έως σήμερα. Στην Πλατεία Ολύμπου υπήρχε και η Λέσχη της Θεσσαλονίκης (Cercle de Salonique).

Η Πλατεία Ολύμπου ήταν η πρώτη περιοχή όπου κηρύχτηκε το κίνημα και εκδηλώθηκε το πλήθος. Από τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου «Ολυμπος» και της Λέσχης Θεσσαλονίκης τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Νεότουρκων ανήγγειλαν το κίνημά τους. Στη συνέχεια το κέντρο του κινήματος μεταφέρθηκε στην περιοχή του Διοικητηρίου. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά και προς τιμήν του νεοτουρκικού κινήματος η Πλατεία Ολύμπου μετονομάστηκε σε Πλατεία Ελευθερίας.

Tsessaloniki Plateia Olympou

Η Πλατεία Ολύμπου σε καρτ ποστάλ του 1907

Η πολιτική των Νεότουρκων και οι Γερμανοί

Η συγκεκριμένη τάση του νεοτουρκικού κινήματος (Τζεμάλ, Εμβέρ, Ταλαάτ), με βάση τη σύγχρονη πολιτική ορολογία, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ακροδεξιά, ρατσιστική τάση». Η πρωτοτυπία της στην έως τότε ιστορία των εξουσιαστικών συμπεριφορών είναι ότι εισήγαγε κάποια νέα χαρακτηριστικά, όπως:

* επιλογή εξαρχής ανοιχτά ρατσιστικών κριτηρίων,

* εντοπισμός και προγραφή των θυμάτων,

* διαμόρφωση και διάχυση σε τμήματα της κοινωνίας μιας ιδεολογίας μίσους,

* κοινωνικό αποκλεισμό των στοχοποιημένων πληθυσμών,

* συγκρότηση και οργάνωση, σε ήρεμους καιρούς, παρακρατικών μηχανισμών που θα αναλάμβαναν να υλοποιήσουν τις προειλημμένες αποφάσεις.

Ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα Wangemheim έγραφε το 1909 στον αρχικαγκελάριο Bulow τι είπε ο Τούρκος πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών αρχιστράτηγος Σεφκέρ πασάς για τη νέα κατάσταση: «Οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει ένα εξοντωτικό πόλεμο εναντίον των χριστιανών της Αυτοκρατορίας. Θα αρχίσουν πρώτα μέσα στην Τουρκία, εκεί όπου ζει το μεγαλύτερο μέρος, και μετά έξω από την Τουρκία, εκεί όπου υπάρχουν εστίες αντίστασης».

Στην πολιτική τους αυτή οι Νεότουρκοι συνεργάστηκαν με το γερμανικό μιλιταρισμό, ο οποίος με τη ναζιστική του μορφή λίγες δεκαετίες αργότερα θα προκαλέσει την καταστροφή της Ελλάδας με τη σκληρή Κατοχή του 1940-1944 και θα επιφέρει μεγάλη αιμορραγία στον ελληνικό πληθυσμό.

Μεταξύ αυτών που θα εξοντωθούν μαζικά θα είναι και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, των οποίων μια πρώτη ομάδα 9.000 ανδρών  θα συγκεντρωθεί στην «Πλατεία Ελευθερίας», (απ’ όπου στάλθηκε σε καταναγκαστικά έργα στη Χαλκιδική. Το γεγονός αυτό μαζί με την ύπαρξη σχετικού οπτικού υλικού, μετέτρεψε την Πλατεία σε συμβολικό τόπο). 

Η ιδεολογική βάση του Νεοτουρκικού κινήματος, που κατέλαβε την εξουσία στη Θεσσαλονίκη το 1908, καθώς και του κεμαλικού μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προέρχεται από το γερμανικό φυλετικό εθνικισμό.

Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam, στο βιβλίο του «Α Shameful Act», υποστηρίζει ότι ο ιδεολογικός πατέρας των Νεότουρκων, ο Ziya Gokalp, επηρεάστηκε άμεσα από το γερμανικό εθνικισμό. Διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς.

Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Οπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο…». Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια της θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι».

«Υπεράνθρωπος»

Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» το 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι «υπεράνθρωποι» που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».

Ακριβώς έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του Gokalp.

Οπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες.

Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του με τους ναζί και ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές (για τον τουρκικό εθνικισμό δες: «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος», επιμέλεια-εισαγωγή Βλάσης Αγτζίδης, «Ε»-Ιστορικά, εκδ. «Ελευθεροτυπία», Αθήνα, 2013)

* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικόςhttps://kars1918.wordpress.com/

0014-3

 ——————————————————————————

Αναπλάθοντας έναν τόπο μνήμης

Το Ιδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, σε συνεργασία με την 1η Κοινότητα Δήμου Θεσσαλονίκης, διοργανώνουν σήμερα (Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013) και ώρα 10.00-16.30, στην Αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου, δημόσια συζήτηση με θέμα: «Μνήμη και δημόσιος χώρος – Η πόλη συζητά με αφορμή τον επανασχεδιασμό της Πλατείας Ελευθερίας».

Αφορμή είναι η προσπάθεια ανάπλασης της Πλατείας Ελευθερίας ως δημόσιου χώρου, χώρου αναψυχής, συνάντησης και ανάδειξης της ιστορικής μνήμης. Η προκήρυξη για την ανάπλαση είχε γίνει πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Η κριτική επιτροπή επέλεξε ένα σχέδιο από αυτά που κατατέθηκαν. Απομένει μέσω της δημόσιας διαβούλευσης να γίνει η οριστικοποίηση των σχεδίων της ανάπλασης.

Τα ερωτήματα που θέτουν οι οργανωτές στους δημότες της Θεσσαλονίκης, υπό το σύνθημα: «Μια πλατεία ανοιχτή προς τη θάλασσα και ανοιχτή στον κόσμο», είναι:

– Θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτό το όραμα για την κάποτε πολυπολιτισμική πόλη τους, ιδίως όταν σε περίοδο κρίσης η ετερότητα εκλαμβάνεται ως επιβάρυνση;

– Πώς νοηματοδοτείται η ιστορία σε μία πόλη που αυτοπροσδιορίζεται ως κοσμοπολίτικη;

14 Σχόλια

  1. oxtapus on

    Reblogged this on Oxtapus *beta.

  2. vagelis marinakhs on
  3. ΧΡΟΝΟΣ on

    Reblogged this on ΕΛ ΕΘΝΟΣ.

  4. la445a on

    ‘Turkey, the Jews, and the Holocaust,’ By Corry Guttstadt

    02 January 2014, Thursday / DR. ALICE VON BIEBERSTEIN, UNIVERSITY OF CAMBRIDGE,
    Add to Google

    Five years after the German original, Corry Guttstadt’s study on “Turkey, the Jews and the Holocaust” has finally appeared in English. Even in shortened form, its main research findings have lost none of their value: “During the Holocaust, between 2,200 and 2,500 Jews of Turkish origin were deported to the Auschwitz and Sobibor extermination camps” (309). Another 300 to 400 were sent to concentration camps. More even lost their lives in detention centers or at the hands of the Gestapo. A few Turkish diplomats intervened on behalf of Jewish Turkish citizens, at times even securing their release. Yet, on the whole, such is Guttstadt’s conclusion, “Turkey violated its obligation to protect its citizens abroad” (312). It did so mainly by revoking the citizenship of thousands of Turkish Jews living in Europe in the 1930s and 1940s. Even when the Nazi authorities had issued a call in late 1942 to repatriate any remaining Jews of Turkish citizenship, Ankara responded with hesitation and delays, instructing its embassies not to organize any group repatriations. “In all, 850 to 900 Turkish Jews were able to enter Turkey in the context of repatriation or prisoner exchanges” (311).

    An interest in the fate of Jews of Turkish origin, around 20,000 to 30,000 of which lived in Europe in the 1920s and 1930s, was Guttstadt’s point of departure and remains the big focus of her book. For a simple reason: they have so far been literally absent in Holocaust research. Yet the programmatic title points to several more dimensions of this thematic triangle. These include the situation of Turkey’s Jewish community after the founding the Republic of Turkey and during World War II, and the role of Turkey as a destination for Jewish refugees and as a transit country to escape to Palestine. Without ever relativizing Germany’s responsibility for the persecution and murder of European Jewry, Guttstadt thus approaches Turkey not as a peripheral “re-actor” to anti-Semitic violence in Europe, instead, her important contribution lies in bringing to the fore Turkey’s own political agenda especially vis-à-vis its own long-standing Jewish minority.

    The book thus opens up (1-27) by showing the background to Jewish emigration from Turkey to Europe, which had already begun in the late 19th century, but intensified in a “climate of constant nationalist tension” (18) after the foundation of the republic. Part of the Jewish community had been supportive of the Kemalist project, but many saw their hopes crushed in the face of “Turkification” policies that targeted minority rights and properties. Non-Muslims and non-Turks faced economic hardship, were subjected to assimilation pressures and restricted in their freedom of movement and residence. Until Turkey broke off diplomatic relations with Germany in August 1944 and eventually declared war in February 1945, Turkey’s foreign policy (chapter 1, 29-37) was marked, according to Guttstadt, by a “one-sided neutrality” (35) toward Germany. Turkey provided chromium ore, essential for Germany’s war efforts, permitted the passing of German warships through its straits and continued its close cooperation with Germany’s secret service. Domestically (chapter 2, 38-55), the government permitted the formation and activities of local National Socialist German Worker’s Party groups. Guttstadt describes how the Kemalist one-party rule of the 1930s and 1940s was characterized by nationalism and authoritarianism, not unmarked by admiration for Europe’s fascist regimes. It pursued an aggressive population policy whose principle tools were forced resettlements and a series of citizenship regulations in 1927 and 1928, by means of which Muslim and Turkic-speaking immigrants from the Balkans were naturalized en masse, while thousands of non-Muslims were stripped of their citizenship “because” they had left the country or not participated in Turkey’s war of independence. Guttstadt argues that the initial rationale for these laws was to prevent expelled Armenians and Greeks from returning and to confiscate their property. Yet, as persecution intensified throughout Europe, these laws started to disproportionally hit Jews. For the Jewish community in Turkey, the war years (chapter 3, 56-81) were characterized by more violent anti-minority and anti-Jewish measures, most notably the attacks on Jews across Thrace in 1943, the forced military labor conscription of non-Muslim men in May 1941 and the infamous Wealth Tax of 1942, which “served to Turkify most of the companies, means of production, real estate, and capital owned by the minority bourgeoisie” (79). Nonetheless, Guttstadt emphasizes, anti-Semitism in Turkey never gained the widespread and violent proportions it had in Germany and occupied Europe during those years.

    The remainder of the book essentially forms Guttstadt’s third major contribution, a well-founded argument against widespread depictions of Turkey as a destination for Jewish refugees and more specifically against Stanford Shaw’s claim that Turkish diplomats in Europe engaged in broad-scale efforts at rescuing persecuted Jews. It is true that educational reforms and utilitarian motives led to the appointment of dozens of academics who had had to flee Nazi Germany. Yet, Guttstadt points out (chapter 4, 82-106), the majority of Germans in Turkey were actually followers of Nazism; many were also employed by the Turkish state. Not only did the Turkish authorities reject requests at hiring more persecuted academics, the government also passed a series of decrees effectively preventing the immigration of Jews and also threatening those Jews with expulsion that had no valid papers, which applied to academic émigrés once their German citizenship was revoked by the Nazis. Turkey also imposed restrictions, changing in response to foreign policy priorities and under pressure of international rescue efforts, on Jewish refugees who sought to escape through Turkey to Palestine (chapter 5, 107-133).

    The remaining chapters present meticulously researched case studies on the fate of the Turkish Jewish communities in Germany and Austria (159-179), France (180-247), Belgium and the Netherlands (248-272), Italy (273-284) and Southeastern Europe and the Aegean Islands (285-298). On the basis of a wealth of documentation, Guttstadt traces as closely as possible the history, size and character of the local Sephardic communities, how they became subject to anti-Semitic measures and then, if at all, to intervention by Turkish embassies. Guttstadt highlights particular cases to illustrate how the fate of Europe’s Turkish Jews was tied up not only with the genocidal policies of Nazi Germany, but with a myriad of other factors: gaps between official regulations and local practice, local anti-Semitic policies prior to occupation, the attitude of the local rump government and the majority population, the efforts by individual Turkish consular representatives, broader infrastructural issues and detrimentally long bureaucratic procedures. What stands out (chapter 6, 135-158) is how the question of citizenship became the central issue in a bureaucratic tug-of-war between Germany’s racist exterminatory program on the one hand and diplomatic relations on the other, such that “the degree of ‘protection’ [persecuted Jews] enjoyed depended on the particular relationship and power dynamic between the country whose passport they held and Nazi Germany” (144). Stateless Jews and Jewish citizens of occupied countries considered “non-existent” like Poland and the Czech region were completely unprotected and the first to be deported. Temporary exemptions applied to Jews of neutral, allied and enemy states. Turkey was given a first repatriation order in 1942, but despite several reminders and extensions, Ankara failed to respond with clear consular instructions. Citizenship papers were checked individually, often over many months. Individual efforts by ambassadors remained the exception, as the Turkish government sought to prevent the mass immigration of persecuted Jews. Instead of facilitating the return of Jewish citizens to Turkey, thousands had their citizenship revoked and were thus rendered stateless in the years 1942-44. These people were further barred from ever entering Turkey again, even with other papers. The consequences of these policies have been summarized above.

    Guttstadt thus successfully shows how Turkey’s stance regarding its Jewish community in Turkey, Turkish Jewish citizens in Europe and Jewish refugees was motivated by nationalist and anti-minority politics in a way that dismantles the myth of tolerance vis-à-vis Jews as it has been propagated in recent years in order to fend of international criticism and to deny an Armenian genocide. Her contribution will be of immense value to all those interested in (a transnational perspective on) nationalism, anti-Semitism and the history of minorities in Turkey. It is fills a gap in Holocaust research by extending the geographic horizon towards Turkey and its Jewish community. Tangentially it also revises the history of Turkish-German migration, letting it begin with late 19th/early 20th century Jewish migrants. One can only wish the book a large readership.

    Contact the reviewer: Adr31@cam.ac.uk

    ‘Turkey, the Jews, and the Holocaust,’ By Corry Guttstadt

    02 January 2014, Thursday / DR. ALICE VON BIEBERSTEIN, UNIVERSITY OF CAMBRIDGE,
    Add to Google

    Five years after the German original, Corry Guttstadt’s study on “Turkey, the Jews and the Holocaust” has finally appeared in English. Even in shortened form, its main research findings have lost none of their value: “During the Holocaust, between 2,200 and 2,500 Jews of Turkish origin were deported to the Auschwitz and Sobibor extermination camps” (309). Another 300 to 400 were sent to concentration camps. More even lost their lives in detention centers or at the hands of the Gestapo. A few Turkish diplomats intervened on behalf of Jewish Turkish citizens, at times even securing their release. Yet, on the whole, such is Guttstadt’s conclusion, “Turkey violated its obligation to protect its citizens abroad” (312). It did so mainly by revoking the citizenship of thousands of Turkish Jews living in Europe in the 1930s and 1940s. Even when the Nazi authorities had issued a call in late 1942 to repatriate any remaining Jews of Turkish citizenship, Ankara responded with hesitation and delays, instructing its embassies not to organize any group repatriations. “In all, 850 to 900 Turkish Jews were able to enter Turkey in the context of repatriation or prisoner exchanges” (311).

    An interest in the fate of Jews of Turkish origin, around 20,000 to 30,000 of which lived in Europe in the 1920s and 1930s, was Guttstadt’s point of departure and remains the big focus of her book. For a simple reason: they have so far been literally absent in Holocaust research. Yet the programmatic title points to several more dimensions of this thematic triangle. These include the situation of Turkey’s Jewish community after the founding the Republic of Turkey and during World War II, and the role of Turkey as a destination for Jewish refugees and as a transit country to escape to Palestine. Without ever relativizing Germany’s responsibility for the persecution and murder of European Jewry, Guttstadt thus approaches Turkey not as a peripheral “re-actor” to anti-Semitic violence in Europe, instead, her important contribution lies in bringing to the fore Turkey’s own political agenda especially vis-à-vis its own long-standing Jewish minority.

    The book thus opens up (1-27) by showing the background to Jewish emigration from Turkey to Europe, which had already begun in the late 19th century, but intensified in a “climate of constant nationalist tension” (18) after the foundation of the republic. Part of the Jewish community had been supportive of the Kemalist project, but many saw their hopes crushed in the face of “Turkification” policies that targeted minority rights and properties. Non-Muslims and non-Turks faced economic hardship, were subjected to assimilation pressures and restricted in their freedom of movement and residence. Until Turkey broke off diplomatic relations with Germany in August 1944 and eventually declared war in February 1945, Turkey’s foreign policy (chapter 1, 29-37) was marked, according to Guttstadt, by a “one-sided neutrality” (35) toward Germany. Turkey provided chromium ore, essential for Germany’s war efforts, permitted the passing of German warships through its straits and continued its close cooperation with Germany’s secret service. Domestically (chapter 2, 38-55), the government permitted the formation and activities of local National Socialist German Worker’s Party groups. Guttstadt describes how the Kemalist one-party rule of the 1930s and 1940s was characterized by nationalism and authoritarianism, not unmarked by admiration for Europe’s fascist regimes. It pursued an aggressive population policy whose principle tools were forced resettlements and a series of citizenship regulations in 1927 and 1928, by means of which Muslim and Turkic-speaking immigrants from the Balkans were naturalized en masse, while thousands of non-Muslims were stripped of their citizenship “because” they had left the country or not participated in Turkey’s war of independence. Guttstadt argues that the initial rationale for these laws was to prevent expelled Armenians and Greeks from returning and to confiscate their property. Yet, as persecution intensified throughout Europe, these laws started to disproportionally hit Jews. For the Jewish community in Turkey, the war years (chapter 3, 56-81) were characterized by more violent anti-minority and anti-Jewish measures, most notably the attacks on Jews across Thrace in 1943, the forced military labor conscription of non-Muslim men in May 1941 and the infamous Wealth Tax of 1942, which “served to Turkify most of the companies, means of production, real estate, and capital owned by the minority bourgeoisie” (79). Nonetheless, Guttstadt emphasizes, anti-Semitism in Turkey never gained the widespread and violent proportions it had in Germany and occupied Europe during those years.

    The remainder of the book essentially forms Guttstadt’s third major contribution, a well-founded argument against widespread depictions of Turkey as a destination for Jewish refugees and more specifically against Stanford Shaw’s claim that Turkish diplomats in Europe engaged in broad-scale efforts at rescuing persecuted Jews. It is true that educational reforms and utilitarian motives led to the appointment of dozens of academics who had had to flee Nazi Germany. Yet, Guttstadt points out (chapter 4, 82-106), the majority of Germans in Turkey were actually followers of Nazism; many were also employed by the Turkish state. Not only did the Turkish authorities reject requests at hiring more persecuted academics, the government also passed a series of decrees effectively preventing the immigration of Jews and also threatening those Jews with expulsion that had no valid papers, which applied to academic émigrés once their German citizenship was revoked by the Nazis. Turkey also imposed restrictions, changing in response to foreign policy priorities and under pressure of international rescue efforts, on Jewish refugees who sought to escape through Turkey to Palestine (chapter 5, 107-133).

    The remaining chapters present meticulously researched case studies on the fate of the Turkish Jewish communities in Germany and Austria (159-179), France (180-247), Belgium and the Netherlands (248-272), Italy (273-284) and Southeastern Europe and the Aegean Islands (285-298). On the basis of a wealth of documentation, Guttstadt traces as closely as possible the history, size and character of the local Sephardic communities, how they became subject to anti-Semitic measures and then, if at all, to intervention by Turkish embassies. Guttstadt highlights particular cases to illustrate how the fate of Europe’s Turkish Jews was tied up not only with the genocidal policies of Nazi Germany, but with a myriad of other factors: gaps between official regulations and local practice, local anti-Semitic policies prior to occupation, the attitude of the local rump government and the majority population, the efforts by individual Turkish consular representatives, broader infrastructural issues and detrimentally long bureaucratic procedures. What stands out (chapter 6, 135-158) is how the question of citizenship became the central issue in a bureaucratic tug-of-war between Germany’s racist exterminatory program on the one hand and diplomatic relations on the other, such that “the degree of ‘protection’ [persecuted Jews] enjoyed depended on the particular relationship and power dynamic between the country whose passport they held and Nazi Germany” (144). Stateless Jews and Jewish citizens of occupied countries considered “non-existent” like Poland and the Czech region were completely unprotected and the first to be deported. Temporary exemptions applied to Jews of neutral, allied and enemy states. Turkey was given a first repatriation order in 1942, but despite several reminders and extensions, Ankara failed to respond with clear consular instructions. Citizenship papers were checked individually, often over many months. Individual efforts by ambassadors remained the exception, as the Turkish government sought to prevent the mass immigration of persecuted Jews. Instead of facilitating the return of Jewish citizens to Turkey, thousands had their citizenship revoked and were thus rendered stateless in the years 1942-44. These people were further barred from ever entering Turkey again, even with other papers. The consequences of these policies have been summarized above.

    Guttstadt thus successfully shows how Turkey’s stance regarding its Jewish community in Turkey, Turkish Jewish citizens in Europe and Jewish refugees was motivated by nationalist and anti-minority politics in a way that dismantles the myth of tolerance vis-à-vis Jews as it has been propagated in recent years in order to fend of international criticism and to deny an Armenian genocide. Her contribution will be of immense value to all those interested in (a transnational perspective on) nationalism, anti-Semitism and the history of minorities in Turkey. It is fills a gap in Holocaust research by extending the geographic horizon towards Turkey and its Jewish community. Tangentially it also revises the history of Turkish-German migration, letting it begin with late 19th/early 20th century Jewish migrants. One can only wish the book a large readership.

    Contact the reviewer: Adr31@cam.ac.uk

  5. Ντίτερ Γκράουμαν on

    ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΣΤΗ ΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ

    Φόβοι για «έκρηξη» του αντισημιτισμού στην Ευρώπη

    Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Γερμανίας κατήγγειλε σήμερα την «έκρηξη αντισημιτικού μίσους» που εκφράζεται στο περιθώριο των φιλοπαλαιστινιακών διαδηλώσεων που οργανώνονται σε όλη τη χώρα.

    Σε πολλές γερμανικές πόλεις οι διαδηλωτές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας φώναζαν αντισημιτικά συνθήματα, όπως μετέδωσαν γερμανικά μέσα ενημέρωσης.

    «Παρακολουθούμε επί του παρόντος μια ολέθρια και βίαιη έκρηξη μίσους εναντίον των Εβραίων, κάτι που μας σοκάρει και μας αφήνει κατάπληκτους. Δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν δυνατόν να ακούσουμε αντισημιτικά συνθήματα στους δρόμους της Γερμανίας, να τα φωνάζουν με τον πιο εμετικό και πρωτόγονο τρόπο«, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Ντίτερ Γκράουμαν, ο πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της χώρας.

    Ο Γκράουμαν εκτιμά ότι «οι Εβραίοι απειλούνται και πάλι στη Γερμανία και κάποιες φορές πέφτουν θύματα επιθέσεων, οι συναγωγές μπαίνουν στο στόχαστρο«.

    Χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν την Κυριακή και πολλές ευρωπαϊκές πόλεις εναντίον της στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα. Κοντά στο Παρίσι σημειώθηκαν βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί στο περιθώριο μιας φιλοπαλαιστινιακής διαδήλωσης που είχε απαγορευτεί από τις αρχές.

    http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26511&subid=2&pubid=113313219

    ———————————————————

    «Την έκρηξη αντισημιτικού μίσους» κατήγγειλε τη Δευτέρα το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο στη Γερμανία, το οποίο εκφράζεται με αφορμή τις φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις που οργανώνονται σε όλη τη Γερμανία.

    Η καταγγελία αυτή στηρίζεται σε αναφορές των γερμανικών Μέσων, ότι οι διαδηλωτές που πήραν μέρος στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης στη Γάζα φώναζαν αντισημιτικά συνθήματα, αν κι αυτό είναι υποκειμενικό, μιας και οι Εβραίοι έχουν το πολύ κακό, έως εξωφρενικό συνήθειο, ό,τι δεν τους αρέσει να το βαφτίζουν «αντισημιτισμό».

    Επειδή, όμως, η Γερμανία στο θέμα των Εβραίων έχει κακό παρελθόν, για την ακρίβεια το χειρότερο, κρατάμε σοβαρά υπ΄ όψιν μας από την ανακοίνωση του Προέδρου του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου στη Γερμανία, Ντίτερ Γκράουμαν, την επισήμανση ότι, «παρακολουθούμε επί του παρόντος μια ολέθρια και βίαιη έκρηξη μίσους εναντίον των Εβραίων, κάτι που μας σοκάρει και μας αφήνει κατάπληκτους. Δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν δυνατόν να ακούσουμε αντισημιτικά συνθήματα στους δρόμους της Γερμανίας, να τα φωνάζουν με τον πιο εμετικό και πρωτόγονο τρόπο».

    Ο ίδιος εκτιμά ότι «οι Εβραίοι απειλούνται και πάλι στη Γερμανία και κάποιες φορές πέφτουν θύματα επιθέσεων, οι συναγωγές μπαίνουν στο στόχαστρο».

    Χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν την Κυριακή και πολλές ευρωπαϊκές πόλεις εναντίον της στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα. Κοντά στο Παρίσι σημειώθηκαν βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί στο περιθώριο μιας φιλοπαλαιστινιακής διαδήλωσης που είχε απαγορευτεί από τις Αρχές, στην οποία συμμετείχαν κυρίως μουσουλμάνοι που κατοικούν στο Παρίσι, ενώ αρκετοί από τους «Γάλλους» διαδηλωτές κρατούσαν τουρκικές σημαίες.

    Να υπενθυμίσουμε ότι χιλιάδες Γαλλοεβραίοι εγκαταλείπουν τη Γαλλία και εγκαθίστανται μαζικά στο Ισραήλ, φοβούμενοι την άνοδο του αντισιωνισμού σε όλη τη χώρα όπως και την πολιτική πρωτιά της Μαρίν Λεπέν.

    http://www.tribune.gr/world/news/article/53964/ekrixi-antisimitikou-misous-sti-germania-katangelloun-evrei.html

  6. 26.07.2015

    Η υπόθεση Μαξ Μέρτεν

    ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ*

    Η δίωξη Γερμανών, που ήταν υπεύθυνοι για σκληρά αντίποινα και απάνθρωπα εγκλήματα απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ιστορίας της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Οι ένοχοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τιμωρήθηκαν για τις πράξεις τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε σαφής η επιθυμία τόσο από τη, διάδοχο του Γ΄ Ράιχ, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και από την Ελλάδα να ρυθμιστεί το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου προς όφελος των διμερών σχέσεων. Οι δύο πλευρές, ωστόσο, διαφωνούσαν στον τρόπο. Η Αθήνα δεχόταν να παραπέμψει τις υποθέσεις στις γερμανικές αρχές με την προϋπόθεση ότι η γερμανική Δικαιοσύνη θα επιλαμβανόταν του θέματος. Από την πλευρά της η Βόννη προτιμούσε να κλείσει το ζήτημα οριστικά με πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς δικαστικές διαδικασίες.

    Το 1952 (με τον νόμο 2058) η ελληνική Δικαιοσύνη είχε ήδη στείλει περίπου διακόσιες σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη και της απέμεναν τότε ακόμα περίπου εξακόσιες υποθέσεις εγκληματιών πολέμου. Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα πρότεινε να παραπέμψει ακόμα 250 υποθέσεις, όμως η Βόννη, που ήθελε να κλείσει το ζήτημα χωρίς δικές της ενέργειες, απέρριψε την πρόταση – με το επιχείρημα ότι η υλοποίηση της ελληνικής πρότασης όχι μόνο θα επιβάρυνε σημαντικά τη γερμανική Δικαιοσύνη, αλλά θα προκαλούσε και τη δημοσιότητα. Στις διμερείς διαπραγματεύσεις του Ιουνίου του 1956, η Γερμανία ζήτησε να αναβληθούν προσωρινά οι διώξεις κατά των εγκληματιών πολέμου από τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να προετοιμαστεί η γερμανική Δικαιοσύνη για να ρυθμίσει το θέμα.

    Από τη σύλληψη στην καταδίκη και την έκδοση

    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όμως, δεν προχώρησε την υπόθεση –παρά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά είχε κάνει σαφές ότι επιθυμούσε μια άμεση δίκαιη λύση– και η αναβολή των διώξεων εκ μέρους των ελληνικών αρχών, που είχε συμφωνηθεί το 1956, έληξε. Ετσι, την άνοιξη του 1957 συνελήφθη ο δικηγόρος Μαξ Μέρτεν κατά τη διάρκεια ιδιωτικού ταξιδιού του στην Ελλάδα, κατηγορούμενος για συμμετοχή στη μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την κλοπή των περιουσιών τους, την εποχή που ο ίδιος ήταν αξιωματικός στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης.

    Η περίφημη υπόθεση Μέρτεν επιβάρυνε σημαντικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στον ελληνικό Τύπο ξύπνησαν τα φαντάσματα της γερμανικής κατοχής και ξαναεμφανίστηκαν αντιγερμανικά αισθήματα, που πολλοί νόμιζαν ότι είχαν ξεπεραστεί. Από τη μια πλευρά επρόκειτο για ένα ζήτημα εγκλημάτων πολέμου και το πώς αντιμετωπίζει κανείς το ιστορικό τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την άλλη, η υπενθύμιση εκ μέρους της Αθήνας του ανοιχτού ζητήματος των εγκληματιών πολέμου με τη σύλληψη και φυλάκιση του Μέρτεν και η έκταση που δόθηκε στην υπόθεση έγινε και στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από την Αθήνα οικονομικής δυτικογερμανικής βοήθειας.

    Η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Βόννη ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1958, που έφερε για την ελληνική κυβέρνηση πολλαπλά οικονομικά οφέλη (δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων και περαιτέρω τεχνική βοήθεια για έργα υποδομής), όχι μόνο έδειξε ότι οι δύο χώρες εναρμονίζονταν σε επίπεδο ιδεολογικοπολιτικό, αλλά εγκαινίασε μια νέα φάση στις διμερείς σχέσεις ακριβώς γιατί έβαλε επισήμως τελεία στο ζήτημα της δίωξης εγκληματιών πολέμου και κατ’ επέκταση στην υπόθεση Μέρτεν. Για να λάβει σημαντική οικονομική ενίσχυση, ο Ελληνας πρωθυπουργός υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων την παραίτηση της ελληνικής πλευράς από τη δίωξη εγκληματιών πολέμου, παραχωρώντας τη δυνατότητα αυτή στις γερμανικές υπηρεσίες και δύο μήνες αργότερα πέρασε τον σχετικό νόμο (4016) στην ελληνική Βουλή, παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.

    Ο Μέρτεν, που βρισκόταν έγκλειστος στις ελληνικές φυλακές, εξαιρέθηκε από αυτήν τη ρύθμιση, για να αποφευχθεί αναταραχή στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, μετά και τη δημοσιότητα που είχε λάβει η σύλληψη και φυλάκισή του. Η δίκη του από ελληνικό δικαστήριο ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1959 και τελικά καταδικάστηκε σε 25 έτη φυλάκιση. Στα τέλη του καλοκαιριού του ίδιου έτους ο Καραμανλής διαβεβαίωνε τον ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομίας, Λούντβιχ Ερχαρτ, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα, ότι η ελληνική κυβέρνηση περίμενε τον κατάλληλο για την ψυχολογία της κοινής γνώμης χρόνο, προκειμένου να εκδώσει τον Μέρτεν στη Γερμανία. Στις αρχές Νοεμβρίου 1959, έπειτα από φυλάκιση τριάντα μηνών στην Ελλάδα, ο Μέρτεν παραπέμφθηκε στη γερμανική Δικαιοσύνη και ύστερα από έντεκα ημέρες ανάκριση, αφέθηκε ελεύθερος. Οι δικαστικές διαδικασίες συνεχίστηκαν και ανεστάλησαν έπειτα από επτά χρόνια, ως «άκαρπες», παρά την παραγωγή δεκαπέντε μεγάλων φακέλων χιλιάδων σελίδων.

    Εκδίκηση με σειρά δημοσιευμάτων

    Αν και κανείς θα περίμενε ότι ο νόμος 4016 και η παραπομπή του Μέρτεν στη Γερμανία, στα τέλη του 1959, θα έφερναν ηρεμία στις διμερείς σχέσεις, δέκα μήνες αργότερα φρόντισε ο ίδιος να ξανανοίξει η υπόθεση.

    Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης φυλάκισής του στην Αθήνα είχε προετοιμάσει την εκδίκησή του.

    Τον Σεπτέμβριο του 1960 δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Ηχώ του Αμβούργου» (Hamburger Echo) και μετά στο περιοδικό Der Spiegel, με τη συνδρομή του ιδίου, καταγγελίες ότι μέλη της ελληνικής κυβέρνησης που «με τόσο ζήλο θέλησαν να δώσουν λύση στο ζήτημα των εγκληματιών πολέμου» υπήρξαν συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, παρέχοντας, σύμφωνα με τον Μέρτεν, χρήσιμες πληροφορίες στον διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου (Befehlshaber Saloniki-Ägäis) για τις οποίες πληρώνονταν από τις κατασχεθείσες εβραϊκές περιουσίες. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1960 εκδόθηκε η έβδομη συνέχεια της σειράς άρθρων της Hamburger Echo, υπό τον τίτλο: «Οταν ο Αϊχμαν αποκαλύπτει» (Wenn Eichmann auspackt) και έξι ημέρες αργότερα το Der Spiegel, στο 40ό τεύχος εκείνης της χρονιάς, δημοσίευσε άρθρο με αποσπάσματα από τη Hamburger Echo και με τίτλο: «Εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα. Ο θείος Κωνσταντίνος» (Kriegsverbrechen – Griechenland – Ihr Onkel Konstantin).

    Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να υπερασπιστεί εκ των υστέρων τον εαυτό του και να αποδυναμώσει τη σοβαρότερη κατηγορία των ελληνικών δικαστικών αρχών, αυτή του πλουτισμού από τις εβραϊκές περιουσίες, που αποτελούσε και το κεντρικό θέμα των γερμανικών δημοσιευμάτων, ο Μέρτεν επικαλέστηκε μία φωτογραφία του ιδίου μαζί με την τότε γραμματέα του Δοξούλα Λεοντίδου, τον άνδρα της Δημήτριο και τον θείο της Κωνσταντίνο στην εξοχή, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Σύμφωνα με τη Hamburger Echo, τα τρία αυτά άτομα, που ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός του των Εσωτερικών Δημήτριος Μακρής και η σύζυγός του, Δοξούλα Λεοντίδου-Μακρή, αναφερόμενη ως ανιψιά του πρώτου, υπήρξαν συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων και είχαν μάλιστα λάβει ως επιβράβευση για τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς μία εβραϊκή αποθήκη γεμάτη μετάξι, αξίας 15.000 στερλινών.

    Σε δημοσιεύματα της ίδιας εφημερίδας στις αρχές Οκτωβρίου του 1960 οι κατηγορίες επεκτείνονταν στον υφυπουργό Εθνικής Αμυνας Γεώργιο Θέμελη, ο οποίος φερόταν ως συνεργάτης της Βέρμαχτ, ακόμα και στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Τούση, που είχε διατάξει τη σύλληψη του Μέρτεν την άνοιξη του 1957 και ο οποίος φερόταν ότι χρηματίστηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να αναστείλει δικαστικές διαδικασίες εναντίον εγκληματιών πολέμου.

    Αντιδράσεις και παρασκήνιο

    Τα δημοσιεύματα προκάλεσαν αγανάκτηση στην ελληνική κοινή γνώμη, θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν τους Ελληνες στο σύνολό τους και οι κατηγορίες θεωρήθηκαν εξαρχής κατασκευασμένες. Εξάλλου και η περιβόητη φωτογραφία-τεκμήριο, την οποία επικαλέστηκε ο Μέρτεν, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε ποτέ.

    Παρότι οι ισχυρισμοί του Μέρτεν θεωρήθηκαν απ’ όλες τις πλευρές αποκυήματα νοσηρής φαντασίας, η αντιπολίτευση προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την υπόθεση, κυρίως κατηγορώντας την ΕΡΕ για χλιαρή αντίδραση. Η κυβέρνηση αντέδρασε στην αρχή νευρικά, αλλά στη συνέχεια ψύχραιμα, δεν προχώρησε σε ενέργειες για κατάσχεση των δύο εντύπων, ενώ είχε αυτή τη δυνατότητα, και ενθάρρυνε μάλιστα τη γνωστοποίηση των δημοσιευμάτων με μετάφραση αποσπασμάτων στον ελληνικό Τύπο. Οι Μακρής και Θέμελης κατέθεσαν μηνύσεις εναντίον των γερμανικών εντύπων, ενώ ο Καραμανλής δεν έκανε καμία ενέργεια.

    Στα τέλη του ίδιου έτους ο πρωθυπουργός πρότεινε στη Βουλή τη συγκρότηση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου για τον έλεγχο των πολιτικών και του τρόπου απόκτησης των περιουσιακών τους στοιχείων. Οπως προκύπτει από τη μελέτη αρχείων και άλλων πηγών, ο Μέρτεν, που κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στην Αθήνα προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν υπεύθυνος για τα δεινά της εβραϊκής κοινότητας, είχε στείλει στα ομοσπονδιακά υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης λίστα με ονόματα ατόμων τα οποία μπορούσαν να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισής του. Ανάμεσά τους ήταν και η Δοξούλα Λεοντίδου, που –μόλις 17 ετών το 1942– είχε εργαστεί ως διερμηνέας και δακτυλογράφος της Διοίκησης στη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία, όμως, στην κατάθεσή της δήλωσε ότι είχε δει τον Μέρτεν «2-3 φορές για το πολύ δέκα λεπτά». Το γεγονός, ωστόσο, ότι η τότε νεαρή γραμματέας ήταν πλέον σύζυγος του Ελληνα υπουργού των Εσωτερικών Δημητρίου Μακρή (τον οποίο γνώρισε το 1949) και ο τελευταίος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον πρωθυπουργό (από το 1956) ήταν αρκετό για τον Μέρτεν για να δημιουργήσει μια φανταστική ιστορία με σκοπό να πάρει εκδίκηση για την πολύμηνη φυλάκισή του στην Αθήνα. Εξάλλου, η αναλήθεια των ισχυρισμών του Μέρτεν προκύπτει και από το γεγονός ότι ο Καραμανλής –γηγενής Μακεδόνας– όχι μόνον δεν είχε συγγένεια ή άλλη οικογενειακή σχέση με τη Λεοντίδου (που ήταν Ποντία), αλλά επιπλέον δεν είχε καν μεταβεί στη Θεσσαλονίκη την επίμαχη περίοδο, περνώντας το διάστημα της Κατοχής στην Αθήνα έως την άνοιξη του 1944.

    Τα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του 1960, κυρίως με την επιμονή της Hamburger Echo να αποδείξει ότι τα γραφόμενά της είχαν βάση. Από την πλευρά της η Βόννη, που από την αρχή δυσφορούσε με τη συμπεριφορά του Μέρτεν, ήθελε να κλείσει πάση θυσία το θέμα, το οποίο όχι μόνον μπορεί να έφερνε σε δύσκολη θέση τη φιλοδυτική κυβέρνηση Καραμανλή, με όποιες συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό σε μια δύσκολη καμπή του Ψυχρού Πολέμου, αλλά έδινε την ευκαιρία στον Τύπο να επανέρχεται καθημερινά σε πεπραγμένα της ναζιστικής περιόδου και να ξυπνά τραγικές αναμνήσεις. Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μαξ Μέρτεν καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση τεσσάρων ετών από ελληνικό δικαστήριο για συκοφαντία, ενώ απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι προεκτάσεις της υπόθεσης Μέρτεν, ωστόσο, σε σχέση και με τη συνολική αντιμετώπιση των εγκληματιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δίνουν ακόμα ερεθίσματα στη δημόσια συζήτηση.

    * Ο κ. Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, διδάκτωρ Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.

    http://www.kathimerini.gr/825108/article/epikairothta/kosmos/h-ypo8esh-ma3-merten

  7. Κιλκισιώτης on

    Ο αφανισμός των Ελληνοεβραίων της Γαλλίας 1942-1944
    Ένα Kadish για τους δικούς μας «Γάλλους»

    Γιάννης Καρατζόγλου

    Σε αντίθεση με τους εβραίους της Θεσσαλονίκης, που όταν μπαίνανε στα τρένα υποτίθεται ότι γνώριζαν πως φεύγανε για την Πολωνία, και συγκεκριμένα για την Κρακοβία, για την οποία ο αρχιραβίνος Κόρετς έλεγε ότι: «Η μεγάλη κοινότης της Κρακοβίας θα επαγρυπνήσει για την εκεί εγκατάστασή μας» ή για το Λούμπιν της Σιλεσίας, όπως μαρτυρεί ο Χάιντς Σαλβατώρ Κούνιο, οι εβραίοι που ξεκινούσαν από το Παρίσι το 1942 για το ταξίδι του θανάτου δεν γνώριζαν το τέρμα του ταξιδιού, ούτε τους εφοδίασαν με ζλότυ, το πολωνικό νόμισμα της εποχής, όπως η τοπική ναζιστική σπείρα της Θεσσαλονίκης, έναν χρόνο αργότερα, έκανε στους εβραίους την παραμονή της αναχώρησής τους.
    Ωστόσο, κάποιες φήμες κυκλοφορούσαν μεταξύ των εβραίων της Γαλλίας ότι θα τους πήγαιναν στην Πολωνία. Έτσι, οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο του Drancy στο Παρίσι επινόησαν (με κάποια ποιητική διάθεση, όπως σημειώνει ο André Monan) τον φανταστικό τόπο «Πιτσιπόι» ως σημείο τελικού προορισμού και εγκατάστασης, όπου «το να προσδιορίσει κανείς το Πιτσιπόι σε κάποιο χάρτη προϋπέθετε γνώσεις μεταφυσικής γεωγραφίας, αφού η λέξη αυτή υπονοούσε τον πρώτο σιδηροδρομικό σταθμό πέραν του κόσμου τούτου».
    Ανάμεσα στους δεκάδες χιλιάδες εβραίους με προορισμό τον «ου τόπο» Πιτσιπόι κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής της Γαλλίας 1942-1944, βρίσκονταν και χιλιάδες με ελληνική υπηκοότητα και καταγωγή, οι περισσότεροι γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη, για τους οποίους η ιστοριογραφία στην Ελλάδα επέδειξε μέχρι τώρα μια αξιοσημείωτη σιωπή.

    Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο ασχολήθηκα με την έρευνα και τη συγγραφή αυτής της μελέτης εδράζεται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα ελάχιστα είναι γνωστή η τύχη των εβραίων που είχαν μεταναστεύσει από την Ελλάδα για να εγκατασταθούν πριν απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γαλλία, οι οποίοι συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν από το 1942 μέχρι το 1944 στο Άουσβιτς και σε άλλα μικρότερα στρατόπεδα εξόντωσης, ακολουθώντας ακριβώς την ίδια μοίρα με τους ομοθρήσκους τους της Ελλάδας, δηλαδή την εξολόθρευσή τους. Οι μέχρι τώρα εκδόσεις βιβλίων για τον ελληνικό εβραϊσμό, όπως και τα πρακτικά διαφόρων συνεδρίων για το ίδιο θέμα, δεν ασχολούνται με αυτό το «άλλο» Ολοκαύτωμα. Καμία αναφορά γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε στις δυο επίσημες εκδόσεις του Υπουργείου Εξωτερικών, για τους Έλληνες εβραίους και για τους Έλληνες στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, εκδόσεις των ετών 1999 και 2009 αντίστοιχα. Ακόμα, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι, σε αντίθεση με τους εβραίους που εκτοπίστηκαν από την Ελλάδα και κυρίως τους Σαλονικιούς, οι εκτοπισθέντες από τη Γαλλία σεφαραδίτες Ελληνοεβραίοι, πλην ενός (του Μωρίς Μπενρουμπί), δεν κατέγραψαν τις μαρτυρίες τους από την απέλασή τους στα στρατόπεδα του Τρίτου Ράιχ (σε αντίθεση με αρκετά βιβλία με μαρτυρίες εβραίων εκτοπισθέντων από τη χώρα αυτή, άλλων εθνικοτήτων) και έτσι η ιστοριογραφία στο σημείο αυτό χωλαίνει από την απουσία δημοσιευμένων μαρτυριών, που θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμες.
    Το ζήτημα των Ελληνοεβραίων της Γαλλίας έγινε γνωστό πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Ιωσήφ Νεχαμά, που το αναφέρει στο κεφάλαιο V του Β’ Τόμου του βιβλίου In Memoriam (έκδοση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης), με τίτλο «Παρισινές Εκατόμβες», όπου αφηγείται, με κάποια σχετική αριθμητική υπερβολή «την εξόντωση πέντε χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων – Θεσσαλονικέων στη μεγίστη πλειοψηφία των, που συνελήφθησαν στο Παρίσι τον Νοέμβριο 1942…Υπολογίζουν ότι το τρίτο των Εβραίων της Ελλάδος που διέμεναν στο Παρίσι, χαθήκαν στα στρατόπεδα του θανάτου». Βεβαίως, η αρχειακή έρευνα την εποχή που γραφόταν το In Memoriam δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Και σίγουρα, πέρασαν αρκετά χρόνια μετά τον Πόλεμο σε συνδυασμό με τη βασανιστική επιμονή του Γαλλοεβραίου δικηγόρου Serge Klarsfeld και της συζύγου του Beate (του οποίου ο ρουμανικής καταγωγής πατέρας εκτοπίστηκε και «χάθηκε» στο Άουσβιτς), για να αποκαλυφθούν όλα όσα διαδραματίστηκαν στη Γαλλία κατά τη ναζιστική Κατοχή, που οδήγησαν στην εξολόθρευση περίπου 80.000 Γαλλοεβραίων, κι ανάμεσά τους 2.100 περίπου κυρίως Σεφαραδιτών εβραίων από την Ελλάδα, μαζί με τα παιδιά τους, που είχαν μεταναστεύσει στη Γαλλία τα πρώτα 40 χρόνια του 20ού αιώνα. Έτσι, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα Kadish, ένα μνημόσυνο για τους «δικούς μας» Γάλλους εβραίους που κατάγονταν από την Ελλάδα και η «μοίρα» το έφερε να εκτοπιστούν βίαια από τον τόπο όπου επέλεξαν να μετεγκατασταθούν για να αφανιστούν στο Άουσβιτς και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.
    Σε ό,τι αφορά τους Ελληνοεβραίους μετανάστες στη Γαλλία, η δίωξή τους ξεκίνησε από το 1941, αλλά κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 1942. Πράγματι, τη νύχτα της 5ης Νοεμβρίου 1942, στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Παρίσι, οργανώθηκε μια ακόμη μεγάλη αστυνομική επιχείρηση «σκούπα», δηλαδή τελικά μια «επιχείρηση ανθρωπομαζώματος», στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων «εκτοπίσεων» –και τελικά αφανισμού– των θεωρουμένων αλλοδαπών, Ελλήνων ως προς την υπηκοότητα, μεταναστών στη Γαλλία εβραίων, στην πλειονότητά τους Θεσσαλονικέων, από τους Ναζί. Μέχρι το πρωί, η επιχείρηση φέρεται να έχει στεφθεί από επιτυχία: η αστυνομία είχε καταφέρει μέσα στη νύχτα εκείνη να συγκεντρώσει και να οδηγήσει στο στρατόπεδο κράτησης του Drancy 1.064 εβραίους ελληνικής υπηκοότητας μαζί με τα παιδιά τους, τα περισσότερα από τα οποία είχαν τη γαλλική υπηκοότητα. Η πλειονότητά τους θα επιβιβαστεί στα τρένα της λεγομένης «Αποστολής Νο 44» (Convoy Νο 44) στις 9 Νοεμβρίου, ενώ οι υπόλοιποι, δύο μέρες αργότερα, με την «Αποστολή Νο 45» (Convoy Νο 45) θα ξεκινήσουν για το Άουσβιτς. Η «Αποστολή 44» περιλάμβανε συνολικά 1.000 «επιβάτες», από τους οποίους οδηγήθηκαν πάραυτα στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς οι 900. Εξ αυτών, επιζήσαντες το 1945 ήσαν μόνον 16. Η επόμενη «Αποστολή 45» περιλάμβανε 745 άτομα, εκ των οποίων 599 με την άφιξή τους στο Άουσβιτς οδηγήθηκαν σε θαλάμους αερίων. Εξ αυτών επέζησαν το 1945 μόνον 2. Δηλαδή, από τις δύο αποστολές είχαν επιζήσει συνολικά μόνον 18 άτομα.
    Αυτή είναι λίγο-πολύ η άγνωστη ιστορία των εβραίων της Γαλλίας με καταγωγή από την Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την οποία δεν υπάρχει αναλυτική μνεία στη σχετική ιστοριογραφία, και στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο αυτό που έγραψα.

  8. Ο γιος του Τούρκου στρατηγού ζωγράφισε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912!

    18
    Τρίτη
    Οκτ. 2016

    Το 2005 οργανώθηκε στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης μια αναδρομική έκθεση ζωγραφικής με θέματα από τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 και ιδιαίτερα με πίνακες που απεικονίζουν την είσοδο του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και την παράδοση της πόλης. Λίγοι όμως γνώριζαν ότι αυτούς τους πίνακες, που δοξάζουν τη νίκη του ελληνικού στρατού, τους ζωγράφισε ο γιος του Τούρκου στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά που παρέδωσε στους Έλληνες τη Θεσσαλονίκη!

    Ο Κενάν Μεσαρέ, αυτό είναι το όνομα του Τούρκου καλλιτέχνη, που όχι μόνο αποτύπωσε την εποποιία του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, αλλά μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης παρέμεινε στην Ελλάδα και πήρε την ελληνική υπηκοότητα. Σήμερα ζουν στην Αθήνα, τα Γιάνεννα και τις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετοί απόγονοί του. Η εντυπωσιακή αυτή ανθρώπινη ιστορία του γιου του Χασάν Ταχσίν πασά – που υπέγραψε το πρωτόκολλο της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό – έχει σχέση με την ελληνολατρεία του πατέρα του, ο οποίος συνειδητά παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες ως νόμιμους κληρονόμους της.

    Έλληνας υπήκοος

    Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1889, μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά, από την ελληνίδα μουσουλμάνα μάνα του, αλλά και λόγω της διγλωσσίας που επικρατούσε στην Ήπειρο. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, σπούδασε στην περίφημη στρατιωτική σχολή «Γαλατά Σεράι» της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε τον πατέρα του στις πολλές στρατιωτικές μετακινήσεις του, ανά την οθωμανική αυτοκρατορία, ως υπασπιστής του. Μάλιστα, κατά την υπογραφή παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αντιπροσωπεία στο Διοικητήριο, βρισκόταν και ο ταγματάρχης Κενάν, ο οποίος φέρεται ότι συνέταξε το πρωτόκολλο στα γαλλικά τα οποία γνώριζε επίσης άπταιστα.

    mesare-vivl4-0015.0.3

    Ο ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ με στολή αξιωματικού του τουρκικού στρατού (αριστερά) και μετά την αποστράτευσή του.

    Μετά την ήττα των Τούρκων και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, ο Κενάν επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας την ελληνική υπηκοότητα. Στην πόλη έμεινε πάνω από 25 χρόνια, είχε πολλούς φίλους και είχε τη στόφα και τη φήμη κοσμοπολίτη. Μετά το γάμο του το 1934 εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου γεννήθηκαν τα δυο παιδιά του. Ήταν αγαπητός στους Γιαννιώτες και ως το θάνατό του συνέχιζε να ζωγραφίζει εικόνες από τη φύση της Ηπείρου με ιδιαίτερη προτίμηση στην Παμβώτιδα λίμνη. Πέθανε το 1965 και η σορός του τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον οικογενειακό τάφο στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας για πάντα στην πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα. Ο δήμος Ιωαννιτών τον τίμησε για το έργο του και την προσφορά του δίνοντας το όνομά του σε δρόμο της πόλης.

    Ο καλλιτέχνης

    Από μικρή ηλικία ο Κενάν Μεσαρέ έδειξε κλίση στη ζωγραφική και με λάδια και υδατογραφίες υπήρξε ο κατεξοχήν ζωγράφος των βαλκανικών πολέμων, με ιδιαίτερη εμμονή σε θέματα που δείχνουν τους Έλληνες πρωτεργάτες και τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στους πολέμους του 1912-13. Σε όλη του τη ζωή ζωγράφιζε εικόνες από τη φύση και από μνήμης παραλλαγές των ίδιων σχεδόν θεμάτων από τους βαλκανικούς πολέμους, με ιδιαίτερη προτίμηση στην πανηγυρική είσοδο του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη. Έργα του Κενάν Μεσαρέ βρίσκονται στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης και σε άλλα μουσεία, αλλά τα περισσότερα έχουν συγκεντρωθεί στο στρατιωτικό Μουσείο των πολέμων 1912-13 στα Γιάννενα.

    mesare-vivl-001

    Ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο τους μπαίνει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, κατά την απελευθέρωση της πόλης, στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Πίνακας του Κενάν Μεσαρέ, γιου του Τούρκου αρχιστρατήγου που παρέδωσε την πόλη στους Ελληνες.

    Οι γιοι του Σαχίν-Σέργιος, αρχιτέκτων – πολεοδόμος, ζει σήμερα στην Αθήνα και ο Ρεμζή-Ρωμανός, μηχανολόγος μηχανικός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι απόγονοι του Κενάν Μεσαρέ συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 2001 στην έκθεση κειμηλίων του πολέμου του 1912 και φωτογραφήθηκαν μπροστά στη στολή του παππού τους Χασάν Ταχσίν πασά, του φιλέλληνα Τούρκου στρατηγού που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες.

    Χασάν Ταχσίν πασάς: «Από αυτούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε»

    Η ελληνοκεντρική ζωγραφική του Κενάν Μεσαρέ, έχει σχέση με την οικογενειακή παράδοση, που τον επηρέασε από τα παιδικά του χρόνια. Τελευταία δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του πατέρα του Χασάν Ταχσίν πασά, σε μετάφραση και επιμέλεια του γιου του Κενάν, που δίνει τις ελληνικές καταβολές του μοιραίου στρατηγού. Η μάνα του ήταν ελληνίδα μουσουλμάνα και ο ίδιος ήταν αλβανικής καταγωγής. Γνώριζε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, μια και φοίτησε και πήρε απολυτήριο από το ελληνικό γυμνάσιο Ιωαννίνων. Ξεκίνησε ως αγρονόμος στην Κατερίνη το 1870, κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στον τουρκικό στρατό και ανέβηκε σύντομα την κλίμακα της ιεραρχίας. Διατέλεσε διοικητής της χωροφυλακής Ιωαννίνων, φρούραρχος της Θεσσαλονίκης το 1900, στα χρόνια των νεοτούρκων, εξορίστηκε από τον σουλτάνο ως φιλελεύθερος στην Συρία, ανέλαβε την αρχηγία στην επαναστατημένη Υεμένη και επέστρεψε το 1910 στη Θεσσαλονίκη ως διοικητής του οθωμανικού Γ’ Σώματος Στρατού. Στις αρχές του Οκτωβρίου, με την ελληνική προέλαση, αν και βρισκόταν έξω από το στράτευμα, επανήλθε και ανέλαβε την αρχιστρατηγία του τουρκικού στρατού. Ηττήθηκε όμως και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να παραδώσει την πόλη.

    mesare-taxsin-001mesare-vivl3-001

    Ο Χασάν Ταχσίν με στολή στρατηγού και δεξιά φωτογραφία από τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στη Γαλλία.

    Φιλέλληνας

    Ο Ταχσίν πασάς, μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης και την αιχμαλωσία του τουρκικού στρατού, κρατήθηκε διακριτικά και με σεβασμό στο Διοικητήριο και δεν στάλθηκε μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους αιχμάλωτους αξιωματικούς στην Αθήνα. Με τη βοήθεια του φίλου του, διακεκριμένου Θεσσαλονικιού της εποχής, Αλέξανδρου Ζάννα και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χασάν Ταχσίν στάλθηκε για λόγους υγείας στο Εβιάν της Γαλλίας και αργότερα έζησε στη Λωζάνη, όπου έγραψε τις αναμνήσεις του και πέθανε στο τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.

    image019

    Ο Χασάν Ταχσίν πασάς υπογράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Πίνακας του γιου του Κενάν Μεσαρέ.

    messare-356

    Ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τον Τούρκο αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν πασά. Πίσω ο πρίγκιπας Γεώργιος και δεξιά ο ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού επιτελείου Βίκτωρ Δούσμανης.

    Στην αυτοβιογραφία του διαφαίνεται ένας φιλελληνισμός και έντονος αντιβουλγαρισμός, που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Ο Ταχσίν πασάς αρνήθηκε να συνδιαλλαγεί με τους Βουλγάρους που τον πίεζαν φορτικά να μπουν στην πόλη και αποφάσισε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. «Από αυτούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είπε, σύμφωνα με την παράδοση εκείνες τις δύσκολες ώρες. Στις αναμνήσεις του γράφει τα παρακάτω ο Τούρκος στρατηγός που έχει συνδέσει το όνομά του με την ελληνική μοίρα της πόλης: «Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τις εκκλήσεις αρχών και προξένων, έχοντας αντιληφθεί τον άμεσο κίνδυνο της βουλγαρικής εισβολής και διαπιστώσει την εγκατάλειψη των χαρακωμάτων και τη διασκόρπιση των εφέδρων αφότου νύχτωσε, υπέκυψα για να σώσω τη ζωή χιλιάδων αθώων πλασμάτων και για να προλάβω την καταστροφή της πόλης. Οι απεσταλμένοι του Διαδόχου Κωνσταντίνου έφτασαν στο Διοικητήριο της πόλης κατά τις νυκτερινές ώρες. Το ‘Πρωτόκολλο παραδόσεως’ συντάχτηκε στα γαλλικά. Ετσι έληξε άδοξα και συντριπτικά για μας ο αγώνας και θριαμβευτικά για τον αντίπαλο. Η Θεσσαλονίκη χάθηκε αλλά και σώθηκε. Έχω τη συνείδηση ότι έπραξα ακέραια το καθήκον μου. Η ιστορία ας με κρίνει…».

    mesare-tafos

    Πάνω ο οικογενειακός τάφος του Χασάν Ταχσίν πασά στο νεκροταφείο των μουσουλμάνων Αλβανών στην Τριανδρία και κάτω το κενοτάφιο του Χασάν και του γιου του Κενάν στο Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης.

    OLYMPUS DIGITAL CAMERA

    Βέβαια, οι Τούρκοι φόρτωσαν αποκλειστικά την ήττα και την απώλεια της Θεσσαλονίκης στα φιλελληνικά αισθήματα του στρατηγού και του απέδωσαν τη μομφή της έσχατης προδοσίας. Ο πικραμένος πασάς δεν γύρισε ποτέ στην Τουρκία. Πέθανε στη Γαλλία το 1917 και η σορός του μεταφέρθηκε από την οικογένειά του το 1937 στη Θεσσαλονίκη όπου θάφτηκε με τιμές «στις παρυφές της πόλης», όπως γράφει ο γιός του, στο νεκροταφείο των μουσουλμάνων Αλβανών στην Τριανδρία, όπου διατηρούνταν για αρκετά χρόνια ο οικογενειακός τάφος του. Μετά τη διάλυση του νεκροταφείου το 1983 τα οστά του Χασάν Ταχσίν διατηρήθηκαν στο οστεοφυλάκιο και θάφτηκαν μαζί με αυτά του γιου του Κενάν Μεσαρέ το 2002 σε κενοτάφιο στην αυλή του Μουσείου των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης. Τον Οκτώβριο του 2001 πραγματοποιήθηκε στη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Θεσσαλονίκης μεγάλη έκθεση με αντικείμενα και κειμήλια του Χασάν Ταχσίν, που ανήκουν στις οικογένειες του τιμώμενου και άλλες συλλογές από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο παρουσία των δυο γιων του μοιραίου Τούρκου στρατηγού των Βαλκανικών πολέμων.

    Χ.ΖΑΦ

    Ο γιος του Τούρκου στρατηγού ζωγράφισε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912!

  9. Στέλιος Κούκος
    Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 ως γεγονός ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος
    22 Οκτωβρίου 2016
    Απόσπασμα
    «Συμπαθήσωμεν τους ηττηθέντας εχθρούς μας αποφεύγοντες την επιδείνωσιν της ήδη δεινώς τρωθείσης καρδιάς των…«

    Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1912 ήταν ένα γεγονός ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Άλλωστε η εκδίωξη των οθωμανών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την πόλη το 1430, δεν ήταν μία απλή βεντέτα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, με τη συγκυρία να κλείνει πλέον το μάτι στους Έλληνες…

    Έπειτα λοιπόν από 482 χρόνια από την άλωση της Θεσσαλονίκης και λίγα χρόνια μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η βαλκανική σύμπραξη των χριστιανικών λαών της περιοχής έπεφτε σαν καταιγίδα πάνω στο Μεγάλο Ασθενή, την Τουρκία. Ωστόσο Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο δεν είχαν κάποιο ευρύτερο όραμα συνεργασίας και συνύπαρξης, όπως για παράδειγμα αυτό του Ρήγα Βελενστινλή, απλώς συμφώνησαν να επιτεθούν στην Τουρκία και να την αποψιλώσουν…

    apeleutherosi2

    Και όσο κι αν η πολεμική αρετή σχετίζεται με την κατάληψη εδαφών, εκτάσεων και λοιπών περιοχών, η πιο ουσιαστική στρατιωτική επέμβαση αφορά την απελευθέρωση ανθρώπων από τη σκλαβιά. Είναι γνωστό πως οι ποικίλες εθνότητες που κατοικούσαν στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία ένιωθαν πολύ έντονα αυτή τη σκλαβιά, ενώ κάθε προσπάθεια για συνταγματική επίλυση του ζητήματος είχε αποτύχει. Το ίδιο και η… πολλά υποσχόμενη κίνηση των Νεοτούρκων, η οποία αποδείχτηκε η πιο οδυνηρή, αφού αυτοί διέπραξαν τις γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων, των Ασσυρίων…

    Έτσι η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη σήμανε τη νεκρανάσταση του ελληνισμού της περιοχής…

    Την αναστάσιμη χαρά της απελευθέρωσης που έζησαν οι Θεσσαλονικείς αλλά και όλος ο ελληνισμός μάς θυμίζει ο Γιώργος Κωνσταντινίδης μέσω του κειμένου του, το οποίο στηρίχτηκε σε στοιχεία που ανέσυρε από το «Αρχείο Κωνσταντινίδη».

    Από εκεί και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και επίκαιρο απόσπασμα που ακολουθεί και αφορά τη στάση των νικητών έναντι των ηττηθέντων οθωμανών: «Συμπαθήσωμεν τους ηττηθέντας εχθρούς μας αποφεύγοντες την επιδείνωσιν της ήδη δεινώς τρωθείσης καρδιάς των, αντί δ’ υβριστικών φράσεων και προπηλακισμών ν’ ανταποδίδωμεν τα ίσα. Ευσπλαχνισθώμεν τους αστέγους και λιμώττοντας πρόσφυγας και τα λοιπά θύματα του πολέμου, παρηγορούντες και βοηθούντες αυτοίς, συμμορφούμενοι προς την εντολήν Εκείνου, ειπόντος ‘αγαθοποιείτε τους κακοποιούντας υμάς ποτίζοντες και τρέφοντες τους εχθρούς σας, όταν διψούν ή πεινούν’». (Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», 3 Νοεμβρίου 1912).

    Εφημερίδα: Μακεδονία της Κυριακής 23/10/2016

    http://www.pemptousia.gr/2016/10/i-apeleftherosi-tis-thessalonikis-to-1912-os-gegonos-evropaikou-ke-pagkosmiou-endiaferontos/

  10. […] οποία χρήζουν κριτικής, ειδικά αυτά που αναφέρονται στην Πλατεία Ελευθερίας…. Γιατί στο σχήμα του Μπουτάρη απενοχοποιούνται πλήρως […]

  11. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΜΕΤΑΞΥ ΣΚΥΛΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗΣ
    ——————————————————————-

    Η Eleni Hodolidou είναι με το χρήστη Ανδρέας Κουράκης.
    2 Ιουλίου στις 8:17 μ.μ. ·
    Παρατήρηση/γάντι (για να το σηκώσει) στον φίλο μου Αντρέα Κουράκη σχετικά με το Μουσείο του Ολοκαυτώματος.
    Είπε ο Αντρέας: Δεν συμφωνώ ότι είμαστε όλοι ένοχοι…
    Κομμάτια από λόγους του δημάρχου:
    ΑΠΘ
    Ζουλί Σαλτιέλ: «Κατά τη διάρκεια των ναζιστικών μέτρων κατά των Εβραίων δεν υπήρξε καμιά επίσημη διαμαρτυρία ούτε από τη μεριά του Πανεπιστημίου, ούτε από τη μεριά των φοιτητών».
    Για πολλές δεκαετίες το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο δίσταζε να σταθμίσει την ευθύνη του αλλά και να τιμήσει όσα μέλη της κοινότητάς του τόλμησαν και βοήθησαν. Για πολλά χρόνια μπορούσε κανείς να διακρίνει στους υπαίθριους χώρους του σπαράγματα από ταφόπλακες, χωρίς να υπάρχει μία αναφορά που να εξηγεί γιατί αυτές βρίσκονταν εκεί παρατημένες.
    Ρτασισμός, αντισημιτισμός
    Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι το εξής: Tα θύματα αυτής της γενοκτονίας δεν ήσαν μόνο θύματα ενός πολέμου, αλλά ήσαν θύματα του αντισημιτισμού αιώνων, τροφοδοτημένου από τις προκαταλήψεις και τα αρνητικά στερεότυπα για τους Εβραίους, που διαδόθηκαν από την προφορική και γραπτή παράδοση, και από κάθε είδους κείμενα και έντυπα. Η γενοκτονία ξεκίνησε από τα βιβλία.
    «διέθετε ολόκληρο οπλοστάσιο από συγκεχυμένες και διεστραμμένες αντιλήψεις, υπήρξε το μοναδικό μέχρι σήμερα πολιτικό σύστημα του 20ου αιώνα που ανέδειξε σε αρχή την κυριαρχία του αντι-ανθρώπου […] Εξολόθρευε και υποδούλωνε ολόκληρους λαούς […] Οι ναζί βασάνιζαν όχι μόνο για να αποσπάσουν πληροφορίες αλλά για την υπαρξιακή εκμηδένιση του άλλου».
    Τι ΔΕΝ έκανε η Θεσσαλονίκη
    Το 1943 η Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να προστατεύσει τους πιο παλιούς κατοίκους της. Οι γενοκτονικές πολιτικές των Γερμανών κατακτητών αφάνησαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της, τους Σεφαραδίτες Εβραίους της. Η αγορά της πόλης σώπασε, τα τραγουδιστά λαντίνο δεν ακούγονταν πια στο Ρεζί Βαρδάρ και στην προκυμαία, οι ύμνοι έπαψαν να αντηχούν στις βανδαλισμένες συναγωγές και στο κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο της οι ζωντανοί έπαψαν να συνομιλούν με τους νεκρούς. Όταν πια οι λίγοι επιζήσαντες επέστρεψαν από τα στρατόπεδα, κατέβηκαν από το βουνό ή γύρισαν από την Παλαιστίνη, η Θεσσαλονίκη τους δεν ήταν πια η πατρίδα τους. Τα σπίτιά τους είχαν καταληφθεί, τα μαγαζιά τους λεηλατηθεί, η ντόπια ιθύνουσα τάξη τούς αντιμετώπισε ως παρείσακτους. Κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν τους επιζήσαντες «αχρησιμοποίητα κομμάτια σαπουνιού», ενώ άλλοι έβλεπαν στους απελευθερωθέντες από τα Σοβιετικά στρατεύματα και στους αντάρτες του ΕΑΜ αιμοσταγείς κομμουνιστές και αντεθνικώς δρώντες σιωνιστές. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν ξένοι στην ίδια τους την πόλη.
    Δήμος
    Επιθυμούμε ως δημοτική Αρχή να σπάσει η σιωπή, να ακουστούν οι πολλές φωνές του παρελθόντος. Και γι’ αυτό κοπιάζουμε. Κάποιοι μουρμουρίζουν για πληθωρισμό επετείων. Σημειώνουν ότι οι δολοφονημένοι Εβραίοι μνημονεύονται πλέον όχι μόνο κάθε Μάιο, στη «δική τους» επέτειο μνήμης, αλλά και πανευρωπαϊκά την 27η Ιανουαρίου, και πλέον και εδώ στη Θεσσαλονίκη, κάθε 15η Μαρτίου. Όμως ας επαναλάβω ότι η δημοτική Αρχή προχώρησε στην καθιέρωση αυτής της ημέρας μνήμης γιατί αναγνωρίζει τη συμβολή των Εβραίων μας σε αυτό που εμείς είμαστε σήμερα. Οι Εβραίοι μας δεν ήταν μόνο ο δικός μας άλλος. Ήταν κάτι περισσότερο, κομμάτι των πολλών δικών μας εαυτών. Ήταν Εβραίοι το θρήσκευμα και ταυτόχρονα Έλληνες, Ευρωπαίοι και Θεσσαλονικείς. Ως τέτοιοι λοιπόν μας λείπουν, και για αυτό όλοι εμείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι και Θεσσαλονικείς, τους μνημονεύουμε ξανά και ξανά.
    Κάθε γενιά έχει το δικό της στοίχημα αλληλεγγύης να κερδίσει: πριν από 63 χρόνια σε αυτήν εδώ την πόλη, μια γενιά Γερμανών έχασε το δικό της. Και μια γενιά Ελλήνων Χριστιανών φοβήθηκε να πάρει θέση. Σήμερα, μια άλλη γενιά πασχίζει να κερδίσει το δικό της στοίχημα. Οι πρόσφυγες δεν είναι οι Εβραίοι της εποχής μας. Ούτε και εμείς είμαστε οι Ναζί της. Όμως οι πρόσφυγες μπορούν να γίνουν οι «Εβραίοι μας» −αν το θέλουν και αν το θέλουμε. Μπορούν δηλαδή να γίνουν οι δικοί μας «Έλληνες», «Ευρωπαίοι», και «Θεσσαλονικείς», ο νέος δικός μας άλλος, το νέο κομμάτι του δικού μας, καλύτερου εαυτού. Και ίσως τότε, και η πόλη μας να ξαναβρεί το βηματισμό της. Ίσως να έχουμε γίνει καλύτεροι.

    (33 LIKES) 28 σχόλια1 κοινοποίηση

    ————————

    Σχόλια

    Ανδρέας Κουράκης
    Ανδρέας Κουράκης Και όμως Ελένη μου, ο Ντειβιντ, ο πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας, ήταν πολύ πολύ προσεκτικος στο συγκεκριμένο θέμα. Κάτι θα ξέρει.
    Διαχείριση
    Μου αρέσει!Δείτε περισσότερες αντιδράσεις · Απάντηση · 5 ημέρες · Τροποποιήθηκε
    ———————————-
    Eleni Hodolidou
    Eleni Hodolidou Φοβισμένος και πολιτικός είναι ο Πρόεδρος. Οι ιστορικοί δεν είναι.
    3
    Διαχείριση
    ——————————–
    Ανδρέας Κουράκης
    Ανδρέας Κουράκης Στο Δημοτικό Συμβούλιο, οι αποφάσεις είναι κυρίως πολιτικές
    Διαχείριση
    ————————————–
    Eleni Hodolidou
    Eleni Hodolidou Δηλαδή λέμε πράγματα που δεν ισχύουν, όπως η ευθύνη του ραβίνου; Δεν διαβάζουμε ιστορία;
    1
    Διαχείριση
    ———————————————
    Ανδρέας Κουράκης
    Ανδρέας Κουράκης Δεν μιλώ για τις αναφορές στις ευθύνες του ραβίνου ή για άλλες ανάλογες . Μιλώ για την άποψη και την στάση του εκπροσώπου της Εβραϊκής Κοινότητας
    Διαχείριση
    —————————————————
    Eleni Hodolidou
    Eleni Hodolidou Ανδρέας Κουράκης μα ο Προεδρος της ΙΚΘ πρεπει να ειναι σεμνος, εμεις διαβάζουμε ιστορια
    2
    Διαχείριση
    ————————————————————————
    Akis Angelidis
    Akis Angelidis Το Γερμανικό κράτος είναι ο κύριος συντελεστής του Μουσείου του Ολοκαυτωματος. .Δεν είναι νομίζω στο πνεύμα αυτής της χειρονομίας η διαιώνηση της ενοχής των Λαών.
    Διαχείριση
    —————————————————————–
    Βλάσης Αγτζίδης

    Βλάσης Αγτζίδης Με αυτή τη λογική η Θεσσαλονίκη είναι ένοχη για τις δολοφονίες των αγωνιστών στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, για τις φρικαλεότητες που διέπραξε ο περιβόητος Δάγκουλας υπό τα όματα των Γερμανών… Τελικά, εύκολα ξέχασαν στη Θεσσαλονίκη ότι υπήρξε και μια ναζιστική κατοχή όπου κυρίαρχοι ήταν οι Γερμανοί ναζί και οι δωσίλογοι συνεργάτες…. Το μόνο κατανοητό από αυτή την προσέγγιση είναι ότι εκφράζει απολυτως τα παιδιά των τα εγγόνια των δωσίλογων εκείνης της εποχής και όσων επωφελήθηκαν από την Κατοχή. Όχι όμως το σύνολο… Και με αυτή την παραδοχή της συλλογικής ευθύνης προσπαθούν να απενοχοποιηθούν ταυτίζοντας τον δωσίλογο ή αδιάφορο παππού τους με τον εντάρτη του ΕΛΑΣ και τον ΕΑΜίτη της πόλης…. https://kars1918.wordpress.com/2018/01/31/boutaris/
    Διαχείριση

    KARS1918.WORDPRESS.COM
    Οι μισές αλήθειες του κ. Μπουτάρη…
    ———————————————————-

    Eleni Hodolidou
    Eleni Hodolidou Κυριε Αγτζίδη, μας τα ξαναείπατε αυτά.
    Διαχείριση
    —————————————————–
    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Eleni Hodolidou Το ξέρω ότι σας τα ξαναείπα, αλλά κάθε φορά που θα μπαίνει από αυτή τη σκοπιά το θέμα, είμαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ αυτούς που τότε δεν συνεργάστηκαν και αγωνίστηκαν…
    Διαχείριση
    —————————————————————–

    Dimitri Sfougaris
    Dimitri Sfougaris Η οικογένεια Σολομών, μπροστά από το σπίτι όπου φιλοξενήθηκαν στήν κατοχή από τον Δ. Σφουγγάρη, ο οποίος αναγκάστηκε αργότερα να φύγει γιά το χωριό, αλλά άφησε την οικογένεια Σολομών να κρύβεται στό σπίτι (οδός Γραβιάς). Μετά την απελευθέρωση έμαθε ό…Δείτε περισσότερα
    ———————————————-
    Venetia Gazila
    Venetia Gazila Εμενα η απορια μου ειναι γιατι την ιδια ημερομηνια αλλού υπαρχει αντισταση στις επιταγες των Γερμανων π.χ στην Αθηνα και αλλου δεν υπαρχει π.χ στη Θεσσαλονικη. https://m.tvxs.gr/…/5-martioy-1943-i-megalyteri-niki…
    ——————————————-
    5 Μαρτίου 1943: Η μεγαλύτερη νίκη της Αντίστασης

    Laurie Kezas
    Laurie Kezas Αυτή η ανάγνωση της ιστορίας ειναι πολύ χριστιανική, προσεγγίζει τα γεγονότα με το αίσθημα της ενοχής. Ανάλυση με βάση το ιδεολόγημα του προπατορικού αμαρτήματος, με την απαίτηση αποδοχης του λάθους (εξομολογησης). Ειναι και αυτός ένας τρόπος επιβολής της κυρίαρχης, χριστιανικής κουλτούρας. «Μετανοείτε». Όσον αφορά τον αντισημιτισμό, ειναι πολύ ύπουλος τον 21ο αιώνα και εξαπλώνεται σαν μύκητας… Αυτό με ταράζει περισσότερο.
    ———————————————
    Iosif Vaena
    Iosif Vaena Η κλοπή και η συνεργασία με τις αρχές Κατοχής κυρία Κέζα δεν είναι ηθικό αμάρτημα αλλά ποινικό. Επίσης τα αμαρτήματα δεν κληρονομούνται, όμως κληρονομούνται τα διαμερίσματα και οι λεηλατημένες ταφόπλακες και συναγωγές.

    Εγώ θα θεωρούσα την δική σας ανάγνωση βαθύτατα εξουσιαστική – όπως κάποιος άνδρας θα μοίραζε αβέρτα συγχωροχάρτια για την πατριαρχική δομή της κοινωνίας επειδή αυτός αποφάσισε οτι είναι φεμινιστής. Λίγο περισσότερη αυτογνωσία δεν βλάπτει.
    ———————————————————-
    Laurie Kezas
    Laurie Kezas Iosif Vaena το να κατηγορούμε ανθρώπους για τα λάθη των γονέων ειναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ακόμα έγκλημα. Κανένα συγχωροχάρτι σε όσους συνεργάστηκαν, λεηλάτησαν, αδίκησαν. Τα παιδιά τους δεν φταίνε. Αυτό λέω και απορώ που δεν γίνεται κατανοητό. Τώρα αν αυτό εσεις το διαβάζετε ως «εξουσιαστική» προσέγγιση, μάλλον δεν καταλάβατε τι εννοώ.
    ——————————————————————-
    Iosif Vaena
    Iosif Vaena Laurie Kezas καταρχήν έχετε άγνοια της τοπικής ιστορίας, οπότε είναι αλαζονικό θα θεωρείτε οτι εγώ δεν καταλαβαίνω το σχόλιο σας.

    Δεν κάνουμε μια συζήτηση περί μεταφυσικής φύσης της ενοχής. Στη Θεσσαλονίκη σήμερα υπάρχουν σπίτια με αυλές πλακοστρωμένες με κλεμμένες ταφόπλακες, τα ζευγαράκια δίνουν ραντεβού στο Λευκό Πύργο πάνω από ταφόπλακες, ενώ η εκκλησία του συνοικισμού των καθηγητών είναι και αυτή γεμάτη. Μιλώ για απτά αντικείμενα με απτές ευθύνες του τότε και σήμερα.
    ———————————————————-
    Laurie Kezas
    Laurie Kezas Iosif Vaena με συγχωρείτε αλλά δεν μπορώ να κάνω συζήτηση με κάποιον που χωρις να με γνωρίζει λέει οτι εχω άγνοια. Να είστε καλά.
    —————————————-

    Georgios Lignos
    Georgios Lignos Η έννοια της σναγνωρισης της σιωπής ή της ανοχής ή της ενεργού αξιοποίησης της ευκαιρίας από την εξαφανιση των Εβραίων ή ακόμα και της ενεργού συμμετοχής στο έγκλημα (αν και εδώ μιλάμε για πολύ μικρό σύνολο ανθρωπων), η έννοια αυτη λοιπόν είναι πιο πολύ συμβολική και έχει σαν σκοπό να διαμορφώσει μια πιο διαφανή αντίληψη της ιστορίας χωρίς βολικές αποσιωπήσεις. Κατά συνέπεια δεν θεωρώ άστοχη την κίνηση αυτή επαναδιατυπωσης της ιστορίας της πόλης.Φυσικά μπορεί να γίνει ΚΑΙ με υστερικά τρόπο ή να χτίσουν καριέρες. Λογικό. Αλλά μην χάνουμε την μεγάλη εικόνα. Από εκεί και πέρα το να λέμε δεν είμαστε όλοι ένοχοι είναι σαν να τοποθετούμε εκ του ασφαλούς τον εαυτό μας στην σωστή πλευρά της Ιστορίας. Φυσικά και πρέπει να έχουμε άποψη για το τι έγινε στο παρελθόν αλλά δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να αποδείξω κάτι Ταυτόχρονα ομως αποδέχομαι την συμβολική συλλογική ευθύνη
    ——————————————————-
    Kiki Sakka
    Kiki Sakka Έτσι ακριβώς!
    ————————————————-

    Georgios Lignos
    Georgios Lignos Kiki Sakka ευχαριστώ πολύ
    ——————————————————-

    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Aποδέχεστε τη συλλογική ευθύνη της δικιάς σας ομάδας. Οκ. Κανένα πρόβλημα!….. Όχι όμως να εντάσσετε σ’ αυτήν και τις ομάδες εκείνες των Ελλήνων που αγωνίστηκαν ενάντια στο ναζισμό, προσπάθησαν στο πλαίσιο του αγώνα που έδιναν εκείνη την εποχή να σώσουν τους εβραίους συμπολίτες τους και ως αντάλλαγμα υπέστησαν τη λευκή τρομοκρατία την μετακατοχική εποχή…. με αποκορύφωμα την συμπερίληψή τους στην ίδια ομάδα με τους δωσίλογους ή με τους μπάτσους της κυβέρνηση των κουίσλιγκ (που φύλαγαν τους εβραίους στο γκέτο)…. Τι να κάνουμε; Ο μύθος ότι όλοι είμαστε ίδιοι σε επίπεδο κοινωνικών εντάξεων, είναι πραγματικός μύθος….
    —————————————–

    Iosif Vaena
    Iosif Vaena Σε παλαιότερα χρόνια σχόλια ιστορικών, (βέβαια άσχετων με το θέμα) και δημοσιογράφων στα σχόλια της κ.Χοντολίδου θα ήταν αναμενόμενες. Πλεον δεν είναι και επίσης πλέον ο καθένας κρίνεται για την άγνοια του.

    Στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μαζική συνεργασία που ξεφεύγει τη λογική «a few bad apples». Παλιά θα επαρκούσε ο όγκος των μεσεγγυούχων για να δικαιολογήσει αυτή τη δήλωση – πλεον όμως είχαμε και συνεχίζεται να αυξάνεται ο αριθμός των ερευνών που εξηγούν το πώς το Ολοκαύτωμα υπήρξε ένα ζήτημα που ακούμπησε το σύνολο των κατοίκων και θεσμών της πόλης.

    Σε ένα σχόλιο δεν καλύπτεται το θέμα. Αλλά στα σίγουρα τελείωσε η εποχή που η εβραϊκή ιστορία ορίζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των μη-Εβραίων.
    ————————————————————
    Laurie Kezas
    Laurie Kezas Η ιστορια των Εβραίων ειναι ιστορία όλων μας, όπως κάθε κομμάτι της Ιστορίας.
    ———————————————————-
    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Η αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης είναι καθαρά ναζιστικής προέλευση αντίληψη. Οπότε, κάθε φορά που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα πετυχαίνει να υπονομεύει την εγκυρότητα αυτών που το χρησιμοποιούν…. Το τι περνούσαν οι Θεσσαλονικείς την περίοδο της Κατοχής καλό θα είναι να το γνωρίζουμε με κάθε λεπτομέρεια, πριν διατυπώσουμε «περίεργες» απόψεις περί συλλογικής ευθύνης: http://www.biblionet.gr/…/%CE%94%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE…
    —————————————-

    Iosif Vaena
    Iosif Vaena κ.Αγτζίδη το σχόλιο σας είναι τόσο σχετικό, όσο και η σχέση σας με την τοπική ιστορία. Συν οτι συνέχεια προσπαθείτε να μετατοπίσετε την συζήτηση στα δεινά των Χριστιανών θεσσαλονικέων λες και αυτό είναι το θέμα. Τώρα μπορείτε να θεωρείτε οτι ναζιστικές λογικές έχουν οι Εβραίοι που επιζητούν δικαιοσύνη, αλλά έχω την εντύπωση οτι μάλλον μέσα σας θα πρέπει να κοιτάξετε για να αναρωτηθείτε τι σας κάνει να υπερασπίζεστε την συνεργασία με τους Γερμανούς αρκεί να αφορούσε Εβραίους και όχι Χριστιανούς.

    Οι συνεργάτες δεν φορούσαν πάντα κουκούλα και τους έλεγαν Αρτέμη Μάτσα. Ο έφορος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Πελεκανίδης πολέμησε τους Γερμανούς και την λεηλασία των ελληνικών αρχαιοτήτων. Ταυτόχρονα πρωταγωνίστησε στη καταστροφή της ελληνικής εβραϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς σε συνεργασία με την Μητρόπολη. Σύμφωνα με την λογική σας είναι ήρωας – αλλά μόνο γιατί σας είναι παντελώς αδιάφορος ο ρόλος του στην καταστροφή του νεκροταφείου.

    Αντίστοιχα εσείς είστε περήφανος για τους Χριστιανούς ΕΑΜίτες που έκαναν την περίφημη παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1943 ενάντια στους Γερμανούς. Για εμένα είναι κατάπτυστοι γιατί ο σκοπός τους ήταν η υπεράσπιση των Ελλήνων υπό τον βουλγαρικό ζυγό. ενώ αδιαφορούσαν για το 1/4 της πόλης που μεταφέρονταν με βαγόνια ζώων ακριβώς τις ίδιες μέρες.
    ———————————————————–
    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Δεν υπάρχει ενιαία ομάδα «Χριστιανοί Θεσσαλονικείς». Για παράδειγμα, δεν ανήκουν στην ίδια ομάδα ο Δαγκουλας και τα θύματά του….
    ————————————————————
    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Επίσης, περίμενα να πείτε μια καλή κουβέντα για τους εαμιτες και τους κομουνιστές χριστιανούς και Εβραίους που προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να σώσουν τους συμπατριώτες του Εβραίους από τη ναζιστική γενοκτονια
    —————————————————–
    Βλάσης Αγτζίδης
    Βλάσης Αγτζίδης Και επίσης τον Ιούλιο του 43 δεν έγινε καμία παρέλαση. Γιατί είστε τόσο προσβλητικός;;; Έγιναν μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σ όλη την Ελλάδα (στην Αθήνα υπήρξαν 20 νεκροί) για την αποτροπή της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία….
    —————————————————————–

    • Βασίλης Δ. on

      Μαριάννα Μαστροσταμάτη

      Το μόνο σχέδιο που έβαινε καλώς ήταν αυτό του αφανισμού τους. Με το μέτωπο να σπάει και το στρατό να υποχωρεί δεν λες »περίμενε» αλλά »φύγε». Οι έμποροι που περίμεναν ήταν της εβραϊκής κοινότητας Σμύρνης που έπαιρναν κάθε χρόνο τη σταφίδα από τους μικροπαραγωγούς (μικρές ποσότητες). Το αποτέλεσμα αποδεικνύει τα πάντα. Εκτός από τους ίδιους τους πρόσφυγες που συνήθιζαν να επισκέπτονται τα Αλάτσατα μετά τη δεκαετία του 50′, μέχρι κι εγώ η ίδια πρόφτασα γέρους Τούρκους που διηγούνταν πώς έφθασαν οι Εβραίοι της Σμύρνης και γέμισε η πόλη αραμπάδες αμέσως μετά την εκκένωσή της και πώς έφευγαν μετά στη σειρά οι αραμπάδες γεμάτοι με σταφίδα, εικόνες, ιερά σκεύη, έπιπλα, χαλιά, μπαούλα και άλογα που τους τα πουλούσαν οι Τούρκοι.
      4

      Χάρης Βρεττός

      O παππους μου απο το Μπουτζα της Σμυρνης ελεγε και ξαναλεγε οτι οι Εβραιοι εμποροι πηραν ολη τη σοδεια σταφιδας εκεινη τη χρονια και δεν τους πληρωσαν ποτε γνωριζοντας οτι θα γινει η καταστροφη…

      Vassilios Kazakidis

      Ο πόλεμος σταμάτησε τα σύνηθη αλισφερήσια και άρχισαν τα πλιάτσικα τότε, για τον πλουτισμό κάποιων καιροσκόπων. Οι πόλεμοι φέρνουν τα πάνω-κάτω και αναδειχνύουν τους τυχοδιώκτες. Η υποχώρηση ήταν ασύντακτη και οι άμαχοι αφέθηκαν στη μαύρη μοίρα τους…Η σταφίδα γλύτωσε…

      https://www.facebook.com/groups/micrasia/?multi_permalinks=2480847525314524&notif_id=1567329078404327&notif_t=feedback_reaction_generic

  12. Agtzidis Vlassis on

    Από Dimitrios Simonidis
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Λεωφορος Νικης – Πλατεια Ελευθεριας & 1917

    .. 1869 και ο τοτε φιλοδοξος οθωμανος διοικητης της περιτειχισμενης Θεσσαλονικης , ο Σαμπρι Πασας και αγαπητος πολυ στους Θεσσαλονικεις , χτυπα συμβολικα διατακτικα με το ασημενιο σφυρακι του το παραθαλασσιο τειχος και αρχιζει η κατεδαφαση του , η πολης αναπνεει , οι θαλασσιοι ανεμοι την κυριευουν την λυτρωνουν την θεραπευουν , για πρωτη φορα ελευθερα σε ολους , αυτοκρατορικα ηλιοβασιλεματα την μαγευουν ..

    .. μολις γεννηθηκε η ιστορικη παραλιακη της Θεσσαλονικης η σημερινη Λ.Νικης , το επομενο βημα ηταν να ευθυγραμμιστει να διαπλατυνθει η εμπορικη οδος Βενιζελου ( Σαμπρι πασα ) και μαζι δημιουργηθηκε και η πλατεια Ελευθεριας , Πλατεια Αποβαθρας τοτε , μετα Ολυμπου και το 1908 οι δολιοι επαναστατες νεοτουρκοι ζητανε ακριβως απο εδω , απο την οθωμανικη Πυλη , Συνταγμα το πετυχαινουν και πανηγυρικα αποκτα η πλατεια το νεο της ονομα , Πλατεια Ελευθεριας ..

    .. η φωτογραφια πρεπει να ειναι αρχες του 1917 του Αγγλου ανταποκριτη οπερατερ Ariel Varges ( 1890-1972) , ο Α’ΠΠ ειναι σε εξελιξη απο καιρο αν και νομιζω οτι υπαρχει διαχυτη η αισθηση οτι η εκβαση του εχει πια κριθει , οι Συμμαχοι ειναι πρωταγωνιστες ελευθερωτες αυτης της ανοησιας , η Θεσσαλονικη παντα φιλοξενη ανεκτικη συντηρει κοντα 300.000 Συμμαχους , χωρια οι Θεσσαλονικεις χωρια οι επισκεπτες , Ιστορικες μερες , ενα πληθος πολυχρωμο πολυεθνικο και πολυγλωσσο και η Θεσσαλονικη ειδικα με το τελευταιο , δεν ειχε απο ανεκαθεν κανενα προβλημα , το παραξενο αυτο φαρδεμα , η πλατεια , ειναι ολη η ζωη της πολης , των επιχειρηματιων στα πολυτελη Ξενοδοχεια της στα πολυτελη καφε στα καφεζυθοπωλεια ζαχαροπλαστεια της , των φιλοδοξων επαγγελματιων των συμφωνιων , των απλων ανθρωπων των περιεργων των απο μακρια γυρω της γυρολογων και των εντος της , των σκοτεινων κατασκοπων , η πλατεια γινεται καρτ-ποσταλ , συνοδευτικη εικονα καποιου λιγολογου γραμματος , η πλατεια ταξιδευει σε ολον το τοτε γνωστο κοσμο , γινεται αποδειξη ζωης υπαρξης , σκεψης υποσχεσης ενδιαφερον σε καποιους μακρινους , η πλατεια αλλαζει ακομη και ονομα , κωδικοποιειται αναμεσα σε ανθρωπους σκοτεινους μυστικους χθονιους , η Θεσσαλονικη ειναι το κεντρο του κοσμου , η πλατεια ο Αφαλος της ..

    .. το κυριως θεμα της φωτογραφιας μας δειχνει μια Σερβιδα , ειναι η επιλοχιας , του τραγικου κατα τον Α’ΠΠ Σερβικου στρατου , Flora Sendes ( 1876-1956 ) που αναρρωνει στην πολη μας , μονον που ειναι Βρετανιδα και η μοναδικη Αγγλιδα που ελαβε μερος στις μαχες πλαι στον Σερβικο στρατο , περιφερεται στην πλατεια και ειναι μπροστα απο το πολυτελες τοτε Ξενοδοχειο Ολυμπος Παλλας και στο ιστορικο ισογειο πολυτελες και αυτο καφε του , πληγωμενη ομως στητη περηφανη με το παρασημο αξιας καρφιτσωμενο στο αριστερο πετο της στολης της , ποιος ξερει , ρομαντικα ετσι αγνα ισως ο ερωτας να ηταν η αιτια ενταξης της , ο λογος της συμμετοχης της στην βαρβαροτητα του πολεμου , αυτος ο πλανος που της εδωσε υπομονη φτερα γενναιοτητας θαρρος , η παλι απο οτι ακουσε οτι διαβασε οτι ειδε , οι καλοι γειτονες μας Σερβοι την τιμουν και την μνημονευουν μεχρι σημερα ..

    .. πισω της ακριβως η ταμπελα του ισογειου καταστηματος γραφει Μεγα Καφεζυθοπωλειον Κρυσταλ υπερπολυτελειας , ολη η αφροκρεμα της πολης εδω , το αφαν-γκατε , η ζωη η πνοη το βημα της πολης , αυτη που την κρατα και την μοιραζεται , ιδιοκτησια του πανεξυπνου Θεσσαλονικιου Μωρις Πεσαχ , απο επανω του το πολυτελες Μεγαλο Ξενοδοχειο της Αγγλιας , στην μεγαλη φωτια της 5ης Αυγουστου 1917 ηταν γεματο κοσμο , την πολη την εδερνε ενας θυελωδης Βαρδαρης και ηταν ολοι μεσα και ξαφνικα παταχτηκαν ολοι εξω απο τον θορυβο την κολασμενη βοη που ακουσαν , απο την Βενιζελου κατεβαιναν αλλοπροσαλλοι κατοικοι της Ανω Πολης σχεδον γυμνοι , σαν αψυχα ανεκφραστα ζομπι , καμμενοι σερνοντας μπογους κρατωντας μωρα τρομαγμενα παιδια ηλικιωμενοι παραπατανε , πανω στην βιασυνη του φοβου τους την απελπισια κρατανε αχρηστα πια αντικειμενα του φτωχικου νοικοκυριου τους , μια σπασμενη λαμπα μια κουτση καρεκλα μια σφιχτοδεμενη παραγεμισμενη βιαστικα βαλιτσα , ενα μικροεπιπλο διχως συρταρια , σκορπισμενα και ποδοπατημενα στο τροχαλητο τους στον δρομο μαζι με τοσα αλλα , να σωθουν , υπηρξε ομως αλληλεγυη μεγαλη ειναι αληθεια , απο ολους ..

    .. οτι εμεινε απο το Κρυσταλ το συμαζεψε και ξαναεστησε αργοτερα ο Μικρασιατης Καλαμποκιδης , δραστηριος πολυ φιλοτιμος εξυπνος και το ονομασε Ποσειδων , το καφενειο γνωρισε πιενες δοξες μεγαλες , στεκι που δουλευε ολο το 24ωρο και ηταν η πρωτη επαφη ολων των γυρω του πολυασχολου Λιμανιου και οχι μονον , ηταν η σουπα των ξενυχτηδων το γραφειο ευρεσεως εργασιας , η αρχη και το τελος της συμφωνιας των ραντεβου της συναντησης , μεσα στην δεκαετια του 1950 καταδαφιστηκε , σηκωθηκε ενα μεγαρο που στο ισογειο ηταν το γραφειο της Ολυμπιακης , μεγαλο πολυφωτισμενο και βαμμενο με τα χρωματα του Θεσσαλονικιου ουρανου , του γεροΘερμαικου , με τις μινιατουρες τα αεροπλανα πανω στα γραφεια και τις λυγεροκομες νεραιδοπερπατουσες αεροσυνοδους με τα μαγικα σαν των παραμυθιων κοκκινα χειλη , τα μαργαριταρενια δοντια το ολο υποσχεσεις χαμογελο ..

    .. η πλατεια ηταν πολλα , ειναι ακομη πολλα , ταξιδεψε αγαπηθηκε κατακτηθηκε ελευθερωθηκε δικαιωθηκε αμαυρωθηκε στιγματιστηκε πανω απο ολα ομως νομιζω οτι μοιραζει ελπιδα , διδασκει το ονειρο την φροντιδα την πιστη στο αυριο ..


Αφήστε απάντηση στον/στην Βλάσης Αγτζίδης Ακύρωση απάντησης