30 Ιουλίου 1936: αρχίζουν οι Δίκες της Μόσχας

σάρωση0029-1

Την Κυριακή 28 Ιουλίου επιμελήθηκα ενός αφιερώματος στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» μ’αφορμή την επέτειο της έναρξης των Δικών της Μόσχας.

Το αφιέρωμα περιλάμβανε και ένα κείμενο του Χρήστου Κεφαλή με τίτλο : «Υποθέσεις και κατηγορητήρια που κινήθηκαν στη σφαίρα του παράλογου»

σάρωση0030-1

σάρωση0031-1

Το αφιέρωμα, όπως αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα της «Ελευθεροτυπίας» είναι το εξής:

Ιστορικά

  • Οι Δίκες της Μόσχας και οι εκκαθαρίσεις

    30 ΙΟΥΛΙΟΥ 1936: ΟΙ ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

    Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*

    .

    Με υπογραφή Στάλιν, στις 30 Ιουλίου 1936, αρχίζει η περίοδος της σφαγής των στελεχών με την κατηγορία της αντεπανάστασης. Μαζί με την εκκαθάριση των μελών του κόμματος, που οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι είχαν αποκλίνουσες απόψεις, ξεκίνησε μια γιγάντια επιχείρηση ενάντια στους σοβιετικούς λαούς και στις εθνικές μειονότητες, με στόχο την απόλυτη υποταγή μέσα από τον απόλυτο τρόμο. Ο Στάλιν ήταν ήδη ένας πανίσχυρος γραμματέας, που ήλεγχε απολύτως όλο τον κομματικό μηχανισμό, καθώς και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Αξιοποιώντας το λενινιστικό μοντέλο του «κόμματος νέου τύπου» και τη μεσσιανική αντίληψη για το ρόλο του κόμματος στον κοινωνικό μετασχηματισμό, είχε καταφέρει να αναρριχηθεί στα ύπατα κομματικά αξιώματα και να συγκεντρώσει στα χέρια του απόλυτη εξουσία.

    Στην κορυφή, ο δικαστής Ούρλιχ (στο κέντρο) εκφωνεί την καταδικαστική απόφαση για τον Μπουχάριν, τον Μάρτιο του 1938.Στην κορυφή, ο δικαστής Ούρλιχ (στο κέντρο) εκφωνεί την καταδικαστική απόφαση για τον Μπουχάριν, τον Μάρτιο του 1938.

  • Οι διώξεις

    Οι πρώτες διώξεις κατά των εσωκομματικών αντιπάλων του είχαν αρχίσει μετά την έναρξη της κολεκτιβοποίησης και κορυφώθηκαν την περίοδο 1936-1937, οπότε συμπεριέλαβαν και τις ανεπιθύμητες εθνικές ομάδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν από τον Νικίτα Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, η πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1934) εξοντώθηκαν (1.108 θύματα σε σύνολο 2.066 αντιπροσώπων), καθώς και τα περισσότερα εκλεγμένα μέλη στην Κ.Ε. (98 σε σύνολο 139). Δολοφονήθηκαν επίσης και οι περισσότεροι Λαϊκοί Επίτροποι (υπουργοί).

    Η πρώτη Δίκη, μετά την υπογραφή του διατάγματος 447, ξεκίνησε στις 19 Αυγούστου του 1936 και αφορούσε τα κορυφαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γριγκόρι Ζινόβιεφ και Λεφ Κάμενεφ. Στη Δίκη, και εξαιτίας των σκληρών βασανιστηρίων στα οποία είχαν υποβληθεί, ομολόγησαν ότι είχαν φιλοτροτσκιστική και αντεπαναστατική δράση. Καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 24 Αυγούστου και εκτελέστηκαν την επόμενη μέρα.

    Η δεύτερη Δίκη άρχισε στις 23 Ιανουαρίου του 1937 και αφορούσε 17 μεσαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Από αυτούς, οι 13 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν αμέσως, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν με πολυετείς καταδίκες στα γκουλάγκ.

    Η τρίτη Δίκη άρχισε στις 11 Ιουνίου του 1937 και αφορούσε το στρατάρχη Μ. Τσουχατσέφσκι και την υπόλοιπη ηγεσία του σοβιετικού στρατού. Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.

    Η τέταρτη Δίκη έγινε το διάστημα 2 έως 13 Μαρτίου του 1938 και αφορούσε κάποια κορυφαία στελέχη των μπολσεβίκων, όπως ο Νικολάι Μπουχάριν, ο Αλεξέι Ρίκοφ, ο Γκένριχ Γιάγκοντα κ.ά. Σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.

    Η τρομοκρατία

    Ο μεγάλος τρόμος, που υποχώρησε λίγο μετά τη δίκη και καταδίκη του Μπουχάριν το 1938, δεν εξαφανίστηκε ούτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναζωπυρώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο με την περίπτωση του Λένινγκραντ και άλλων και τελείωσε με τη σύλληψη των γιατρών του Κρεμλίνου το 1952. Στο πλαίσιο της τρομοκρατικής πολιτικής του σοβιετικού καθεστώτος εντασσόταν επίσης η μαζική και βίαιη μετακίνηση πολλών μικρών εθνοτήτων στην Κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.

    Η τρομοκρατία που εγκαινίασε ο Στάλιν και η ομάδα του κατά της πλειονότητας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και οι τυφλές μαζικές διώξεις μαζί με τις εθνικές εκκαθαρίσεις κάποιων μειονοτήτων, λειτούργησαν ως μέσο υποταγής του λαού στην ανεξέλεγκτη ηγετική ομάδα.

    Σύμφωνα με σοβιετικές πηγές που ανακοινώθηκαν το 1990, καταδικάστηκαν τις δεκαετίες ’30 και ’40 για «αντεπαναστικές δραστηριότητες» 3.777.234 άτομα. Από αυτούς εκτελέστηκαν οι 789.098. Μέχρι το 1990 είχαν επανεξεταστεί 856.582 φάκελοι καταδικασθέντων και από αυτούς αποκαταστάθηκαν μετά θάνατον οι 844.740.

    Μεταξύ αυτών που εξοντώθηκαν ήταν και η ηγετική ομάδα των ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων, η πολιτική και πολιτιστική δράση των οποίων κατά το Μεσοπόλεμο συγκροτεί μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας του εξωελλαδικού Ελληνισμού.

  •  7 kokinos kapnas
  • Η παρουσίαση από τον κομματικό Τύπο

    .
    Οπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα της εφημερίδας, ο μεγαλύτερος εχθρός του σοβιετικού μοντέλου ήταν ο Τρότσκι, ο τροτσκισμός και οι οπαδοί του. Να σημειώσουμε ότι ο όρος «τροτσκισμός» εφευρέθηκε από τον Στάλιν στο πλαίσιο της εκστρατείας δυσφήμησης και ποινικοποίησης της πολιτικής δράσης του Τρότσκι και των οπαδών του.Η δαιμονοποίηση των αντιπάλων του Στάλιν και ειδικά των τροτσκιστών εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Σοβιετική Ενωση μέσω των ειδησεογραφικών μέσων και ειδικά των κομματικών εφημερίδων.
    Μια τέτοια καθεστωτική σοβιετική εφημερίδα, που μελετήθηκε σε βάθος, ήταν η ελληνόγλωσση εφημερίδα «Κόκκινος Καπνάς» (δηλαδή: Κόκκινος Καπνεργάτης), που εκδιδόταν στο Σοχούμι του Καυκάσου για την ελληνική μειονότητα από το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το περιεχόμενο της εφημερίδας, που αφορούσε τις εσωτερικές και διεθνείς ειδήσεις, καθώς και οι αναλύσεις που δημοσίευε ήταν πανομοιότυπες σ’ όλο το σοβιετικό Τύπο. Ετσι, μέσω του «Κόκκινου Καπνά» έχουμε μια πλήρη εικόνα των χαρακτηριστικών όλων των σοβιετικών εντύπων εκείνης της εποχής.

    Η παρουσίαση του φαινομένου αυτού από την εφημερίδα ξέφευγε από τα όρια της έστω και σκληρής παρουσίασης μιας αντίπαλης άποψης και έπαιρνε το χαρακτήρα δαιμονολογικής προσέγγισης. Οι δυνάμεις του κακού είχαν πάρει τη μορφή των τροτσκιστών. Η πλειονότητα των πληροφοριών που δημοσίευε η εφημερίδα για τον τροτσκισμό αφορούσε αρνητικούς σχολιασμούς.

    Για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο στρατάρχης Τουχατσέφσκι συνελήφθη γιατί συγκρότησε «στρατιωτικοφασιστική προδοτική συμμορία». Χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που δίνει ο «Κόκκινος Καπνάς» για τις εκκαθαρίσεις εντός της ελληνικής κοινότητας. Αναφέρει ότι τροτσκιστική ομάδα φοιτητών αποκαλύφθηκε και στην Ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία του Σοχούμι. Αναφέρει επίσης ότι η μεγαλύτερη «τροτσκιστική υπονομευτική» ομάδα που αποκαλύφθηκε στην Αμπχαζία το 1937 ήταν η προηγούμενη ηγετική (σταλινική) ομάδα της περιοχής αυτής.

    Οι Ν. Λακόπα, Μ. Τσαλμάζ, Μ. Λακόπα, Π. Ζαντάρια, Κ. Παρωτίδης, Κ. Σεμερτσίεφ και Φ. Αναστασιάδης κατηγορήθηκαν ότι «ήταν τροτσκιστές και εχθροί του λαού» που υπονόμευαν την κολεκτιβιστική πολιτική και τη Σοβιετική Ενωση.

    ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ
  • * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/

—————————————————————————————————————

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1

Υποθέσεις και κατηγορητήρια που κινήθηκαν στη σφαίρα του παραλόγου

  • Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ*

  • «Από τον Στάλιν… τον καπηλευτή αυτό του σοσιαλιστικού ιδανικού, τον μικρόψυχο εξοντωτή των αντιπάλων του, έλειψε τραγικά και κάθε λογής ύψος και κάθε λογής ομορφιά… Στάθηκε ένας από εκείνους τους ευνοουμένους της Ιστορίας που ηδονίστηκαν να εξευτελίζουν τον άνθρωπο, να τον εξαναγκάζουν στην έσχατη δουλοπρέπεια, αυτοπεριφρόνηση και ταπείνωση»
  • Αγγελος Τερζάκης
  • Οι καταδικασθέντες σε θάνατο, στις 24 Αυγούστου 1936, Λεφ Κάμενεφ
  • Οι καταδικασθέντες σε θάνατο, στις 24 Αυγούστου 1936,
    Λεφ Κάμενεφ (πάνω) και Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ (κάτω)

  • Θα μπορούσε ο Μπουχάριν, ένας από τους ιδρυτές του σοβιετικού κράτους και επιφανέστερους μαρξιστές, να γίνει πράκτορας των ναζί; Θα μπορούσε τη μέρα να ομολογεί τεράστια εγκλήματα που διέπραξε προς όφελός τους και το βράδυ, στο κελί της φυλακής του, να γράφει οξυδερκείς πολεμικές στη φασιστική ιδεολογία, όπως οι περιεχόμενες στο τελευταίο φιλοσοφικό του έργο, τα «Φιλοσοφικά Αραβουργήματα», γραμμένο λίγο καιρό πριν εκτελεστεί; Θα μπορούσε σχεδόν όλη η ηγεσία ενός κράτους να έχει στρατολογηθεί από τις γερμανικές και ιαπωνικές μυστικές υπηρεσίες και η ιστορική έρευνα να μην αποκαλύψει ποτέ ένα έγγραφο από τα αρχεία τους που να δίνει μια πληροφορία για έστω έναν από αυτούς, πώς στρατολογήθηκε, τι υπηρεσίες προσέφερε κ.ο.κ.;

    Πρόκειται ολοφάνερα για υποθέσεις που κινούνται στη σφαίρα του παραλόγου, αυτού που με βάση τη λογική δεν μπορεί να συμβεί. Και όμως, το παράλογο έγινε κάποτε πιστευτό όχι μόνο στους κομμουνιστές όλου του κόσμου, αλλά και σε σχετικά πλατιά στρώματα της δυτικής κοινής γνώμης.

    Γκριγκόρι Ζινόβιεφ . Η εκτέλεσή τους έγινε την επόμενη ημέρα (φωτ. Αρχείο «Ε»)Γκριγκόρι Ζινόβιεφ .
    Η εκτέλεση των Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ έγινε την επόμενη ημέρα από την καταδίκη τους 

  • Μακιαβελική σκηνοθεσία

    Οι Δίκες της Μόσχας παρέσυραν στο διάβα τους την κομματική ηγεσία του Οκτώβρη, την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, τα ανώτερα στρώματα του σοβιετικού κομματικού και κρατικού μηχανισμού και αμέτρητους άλλους αθώους. Σήμερα, 77 χρόνια μετά, αποτελεί κοινό τόπο πως επρόκειτο για μια μακιαβελική σκηνοθεσία του σταλινικού καθεστώτος. Είναι το ερώτημα πώς και γιατί συνέβη το παράλογο και πώς και γιατί έγινε πιστευτό που χρειάζεται κυρίως διερεύνηση.

    Μια σειρά από εξηγήσεις έχουν υποδειχθεί: το πάθος του Στάλιν για την εξουσία, που τον ώθησε να απαλλαγεί από όλους τους εσωκομματικούς του αντιπάλους· η ανάγκη να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι για να δικαιολογηθούν οι αποτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, αποτέλεσμα της βεβιασμένης κατάργησης της ΝΕΠ και της βίαιης κολεκτιβοποίησης· ο παρασιτικός χαρακτήρας της σταλινικής γραφειοκρατίας που δεν ανεχόταν αμφισβήτηση και θεωρούσε θανάσιμη απειλή για την κυριαρχία της κάθε ανεξάρτητη τάση στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και στο σοβιετικό κράτος.

    Αυτές οι ερμηνείες δίνουν μια σωστή αίσθηση των αιτίων της ιστορικής τραγωδίας που ορόσημό της στάθηκαν οι Δίκες της Μόσχας. Οσο για το δεύτερο ερώτημα, αναφορικά με την ικανότητα του παραλόγου να επιβληθεί, δύο σημεία μπορεί να επισημανθούν. Το πρώτο είναι η κληρονομιά της αμάθειας, πρόληψης, φανατισμού και ευπιστίας που αποτελεί το φορτίο αιώνων της ανθρωπότητας. Ανεξάρτητα πώς θα κριθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι σαφές ότι το φορτίο αυτό ήταν πολύ βαρύ σε μια χώρα όπως η τσαρική Ρωσία και δεν δόθηκε ο χρόνος να μετακινηθεί. Και το δεύτερο, η εξουθενωτική ισχύς των μηχανισμών, όταν αυτονομούνται από τον έλεγχο της κοινωνίας. Η συνάρθρωση αυτών των δύο παραγόντων βρίσκεται πίσω όχι μόνο από την επιτυχία της σταλινικής προπαγάνδας, αλλά και το φαύλο κύκλο του ολοκληρωτισμού, της τυραννίας και του αίματος που εκπλήρωσε ο σταλινισμός.

    Οι «Αναμνήσεις» του Φίσερ

    Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για το θέμα προέρχονται από παράγοντες του κομμουνιστικού κινήματος που αρχικά είχαν αποδεχθεί τη σταλινική εκδοχή των γεγονότων, αλλά αναγνώρισαν αργότερα πως είχαν παραπλανηθεί. Ο Αυστριακός κομμουνιστής Ερνστ Φίσερ, στις «Αναμνήσεις» του (εκδ. Ηριδανός, σελ. 467), υπογραμμίζει την ολοκληρωτική κίνηση που εγκαινίασε ο σταλινισμός, σε διάσταση με τους αρχικούς σοσιαλιστικούς σκοπούς:

    «Ο στόχος προφανώς δεν ήταν πια ο σοσιαλισμός, όπως τον είχαν σχεδιάσει ο Μαρξ κι επίσης ο Λένιν, αλλά η βιομηχανοποιημένη Σοβιετική Ενωση, μονολιθικό κράτος, μεγάλη δύναμη πρώτου βαθμού και ο Στάλιν εξυψωμένος σαν θεός, Αύγουστος με απεριόριστη εξουσία. Μαζί με τη δική του δύναμη όμως μεγάλωσε και η δύναμη του μηχανισμού, που έγινε αυτοσκοπός, και από τη στιγμή που μπήκε σε κίνηση για να οργανώσει ορθολογικά την τρομοκρατία, εκτροχιάστηκε ανώμαλα… άρχισε ν’ αρπάζει ό,τι έβρισκε γύρω του με μεθοδική παραφροσύνη, κι έτσι, σαν δύναμη αυτόνομη, λειτουργούσε με την τυφλή παρόρμηση να μην ανέχεται τίποτ’ άλλο από τον εαυτό του».

    Η καταγραφή Τερζάκη

    Από την άλλη, ο Αγγελος Τερζάκης, στοχαστικός παρατηρητής της Ιστορίας, θα σταθεί στην έλλειψη θετικής αξίας στον Στάλιν και τις σταλινικές πρακτικές:

    «Από τον Στάλιν… τον καπηλευτή αυτό του σοσιαλιστικού ιδανικού, τον μικρόψυχο εξοντωτή των αντιπάλων του, έλειψε τραγικά και κάθε λογής ύψος και κάθε λογής ομορφιά… Στάθηκε ένας από εκείνους τους ευνοουμένους της Ιστορίας που ηδονίστηκαν να εξευτελίζουν τον άνθρωπο, να τον εξαναγκάζουν στην έσχατη δουλοπρέπεια, αυτοπεριφρόνηση και ταπείνωση, για να διατρανώνουν έτσι, έμμεσα, την ανάπηρη υπεροχή τους. Και μόνο αυτό του το σύστημα θα ήταν αρκετό για να αποδείξει τη στειρότητά του» («Προσανατολισμός στον Αιώνα», σελ. 204-05).

    Είναι άραγε ένας ιστορικός νόμος ότι οι επαναστάσεις τρώνε τα παιδιά τους; Κατόπιν όλων, κάτι παρόμοιο συνέβη στη Γαλλική Επανάσταση του 1789, με την καρατόμηση του Ροβεσπιέρου, του Σεν Ζιστ, του Νταντόν και πολλών άλλων ηγετών της.

    Οπωσδήποτε, όταν ένα φαινόμενο επαναλαμβάνεται δεν αποτελεί σύμπτωση. Οι επαναστάσεις, με τις βίαιες ανατροπές που επιφέρουν, προκαλούν κάθε λογής απρόβλεπτες αντικινήσεις. Οι κίνδυνοι αυτοί απασχόλησαν άλλωστε επιφανείς μαρξιστές, όπως οι Τρότσκι, Λούκατς, Λούξεμπουργκ, Λένιν κ.ά.

    Ωστόσο, θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξαχθεί από δω ένα αναπόφευκτο αρνητικό πεπρωμένο των επαναστάσεων. Θετικά στοιχεία στην εμπειρία της ΕΣΣΔ, όπως ο αντιφασιστικός πόλεμος, η μερική αποσταλινοποίηση μετά το 1956 κ.λπ., προσφέρουν μια απόδειξη ότι οι ιστορικές διαψεύσεις δεν είναι μοιραίες. Είναι όμως πιθανές όταν οι επαναστάσεις ξεστρατίζουν, και αυτό πιστοποιούν τραγικά οι Δίκες της Μόσχας.

    *Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη»

14 Σχόλια

  1. ΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΣΕ: ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ (κεφ.4o “ο Άγνωστος Στάλιν” εκδ.Καστανιώτη) Pόι Μεντβέντιεφ Η απόρρητη ομιλία Το Φεβρουάριο του 1956, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ επισήμως είχε ήδη ολοκληρώσει τις εργασίες του όταν οι αντιπρόσωποι κλήθηκαν να επιστρέψουν στη Μεγάλη Αίθουσα του Κρεμλίνου για μια επιπλέον «κλειστή» συνεδρίαση, για την οποία μοιράστηκαν ειδικές άδειες εισόδου σε όσους επελέγησαν να συμμετάσχουν. Οι δημοσιογράφοι και οι προσκεκλημένοι από τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα αποκλείστηκαν. Ο Χρουστσόφ ενέκρινε προσωπικά τον κατάλογο των περίπου 100 -πρόσφατα απελευθερωμένων και αποκαταστημένων- πρώην μελών του Κόμματος που είχαν προσκληθεί να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση. Ο Μπουλγκάνιν, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, άνοιξε τη συνεδρίαση, παραχωρώντας αμέσως το βήμα στον Χρουστσόφ. Για το σύνολο σχεδόν των αντιπροσώπων που βρίσκονταν στην αίθουσα, ακόμα και ο τίτλος της έκθεσης του Χρουστσόφ φαινόταν παράξενος και εντελώς αναπάντεχος: «Για την προσωπολατρία και τις επιπτώσεις της». Οι εμβρόντητοι αντιπρόσωποι και οι προσκεκλημένοι ειδικά για την περίσταση βετεράνοι του Κόμματος άκουγαν τον Χρουστσόφ μέσα σε μια σιωπή γεμάτη κατάπληξη, και μόνο περιστασιακά τον διέκοπταν με επιφωνήματα έκπληξης ή αγανάκτησης. Αρκετοί ένιωσαν αδιαθεσία και χρειάστηκε να τους συνοδεύσουν ή να τους μεταφέρουν έξω από την αίθουσα. Ο Χρουστσόφ δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι δεν είχε πρόθεση να συζητήσει τα χαρίσματα ή τα επιτεύγματα του Στάλιν, για τα οποία είχαν ήδη γραφτεί τόσα πολλά. Θα επικεντρωνόταν σε φαινόμενα που μόνο πρόσφατα είχαν έρθει στο φως από το Πρεζίντιουμ και μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστα στο Κόμμα. Ξεκίνησε με μια ανασκόπηση της σύγκρουσης ανάμεσα στον Λένιν και τον Στάλιν, που έλαβε χώρα τους τελευταίους μήνες της ζωής του Λένιν και η οποία τον οδήγησε να προτείνει την απομάκρυνση του Στάλιν -τον οποίο κατηγορούσε ως υπερβολικά αγενή, ιδιότροπο και δόλιο- από τη θέση του γενικού γραμματέα. Ο Χρουστσόφ μίλησε για τις ασαφείς συνθήκες που περιέβαλαν τη δολοφονία του Κίροφ και παρουσίασε στοιχεία που υπαινίσσονταν σαφέστατα πιθανή εμπλοκή του Στάλιν. Συνέχισε περιγράφοντας τις παράνομες εκστρατείες μαζικής καταστολής, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση του Στάλιν, και τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και άνθρωποι που μέχρι πριν από λίγο ήταν μέλη του Πολιτμπιρό· λίγο πριν πεθάνουν έγραφαν στον Στάλιν, που διάβαζε τις επιστολές τους αλλά αγνοούσε τις ικεσίες τους. Εν μέσω κραυγών αγανάκτησης, ο Χρουστσόφ ανέφερε ότι ο Στάλιν είχε εξοντώσει περισσότερους από τους μισούς αντιπροσώπους στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος, το οποίο ήταν γνωστό -τι ειρωνεία!- ως «το συνέδριο των νικητών»· επιπλέον, πάνω από τα δύο τρίτα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλέξει εκείνο το συνέδριο είχαν επίσης εξολοθρευτεί. Ο Χρουστσόφ κατηγόρησε τον Στάλιν για σκανδαλώδη λάθη στα προπολεμικά χρόνια και του επιτέθηκε για την εξόντωση των καλύτερων αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για τις ήττες του Κόκκινου Στρατού την περίοδο 1941-42 που οδήγησαν στην κατοχή μεγάλων τμημάτων του σοβιετικού εδάφους. Στα χρόνια του πολέμου, ο Στάλιν ήταν εκείνος που διέταξε να εκτοπιστούν οι Καλμούκοι, οι Καρατσάι, οι Τσετσένοι, οι Ινγκουσέτιοι και άλλοι λαοί από τη γη τους. Μετά τον πόλεμο, μέλη του Κόμματος στο Λένινγκραντ έπεσαν θύματα παράνομης καταστολής και αρκετά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής εκτελέστηκαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Στάλιν προετοίμαζε νέα κατασταλτικά μέτρα, ενώ στελέχη του μεγέθους των Μόλοτοφ, Μικογιάν, Καγκανόβιτς και Βοροσίλοφ τέθηκαν με δραστικό τρόπο στο περιθώριο και αποκλείστηκαν από την ηγεσία. Ο Χρουστσόφ κήρυξε τον Στάλιν σε με-γάλο βαθμό υπεύθυνο για την κρίσιμη κατάσταση της σοβιετικής γεωργίας και για σοβαρά σφάλματα στην κατεύθυνση της εξωτε­ρικής πολιτικής. Ενθάρρυνε την ανάπτυξη της λατρείας προς το πρόσωπο του, πλαστογράφησε την ιστορία του Κόμματος και εί­χε εισαγάγει προσωπικά στην ίδια του τη βιογραφία ολόκληρες σελίδες εξωφρενικών επαίνων. Σε αυτή την κλειστή συνεδρίαση δεν κρατήθηκαν στενογραφημένα πρακτικά ούτε επιτράπηκε διάλογος μετά την έκθεση του Χρουστσόφ. Οι αντιπρόσωποι βγήκαν από την αίθουσα σε μια κατάσταση σύγχυσης. Η τελική απόφαση του 20ού Συνεδρίου, που εγκρίθηκε ομόφωνα αλλά δεν δημοσιεύτηκε παρά αρκετούς μήνες αργότερα, δήλωνε ότι το συνέδριο είχε επικροτήσει την έκ­θεση του Χρουστσόφ και είχε εξουσιοδοτήσει την Κεντρική Επι­τροπή «να λάβει με αποφασιστικό τρόπο μέτρα που θα διασφαλί­ζουν την πλήρη εξάλειψη της λατρείας του ατόμου, η οποία είναι ξένη προς το μαρξισμό-λενινισμό, και την ακύρωση των συνε­πειών της από κάθε πλευρά κομματικής, κυβερνητικής και ιδεολο­γικής δραστηριότητας». Τελικά, το απόγευμα της 25ης Φεβρουα­ρίου του 1956, οι αντιπρόσωποι από τα ξένα κομμουνιστικά κόμ­ματα προσκλήθηκαν στο Κρεμλίνο όπου τους δόθηκε η ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στην έκθεση του Χρουστσόφ, αφού προηγου­μένως προειδοποιήθηκαν ότι επρόκειτο για ένα ντοκουμέντο ά­κρως απόρρητο. Ωστόσο, η ομιλία του Χρουστσόφ δεν παρέμεινε για πολύ και­ρό απόρρητη· στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο Χρουστσόφ δεν έ­κανε και μεγάλη προσπάθεια να εμποδίσει την αποκάλυψη του περιεχομένου της. Την 1η Μαρτίου το κείμενο της ομιλίας, με λί­γες ασήμαντες συντακτικές διορθώσεις, διανεμήθηκε στους ανώ­τερους αξιωματούχους της Κεντρικής Επιτροπής και στις 5 Μαρ­τίου η σφραγίδα «άκρως απόρρητο», που υπήρχε στην μπροστινή σελίδα, αντικαταστάθηκε από την πιο ήπια «όχι προς δημοσίευ­ση». Το τυπογραφείο της Κεντρικής Επιτροπής εκτύπωσε αμέσως αρκετές χιλιάδες αντίγραφα της έκθεσης, σε μορφή μιας μπρο­σούρας με κόκκινο εξώφυλλο, τα οποία κατόπιν διανεμήθηκαν σε όλες τις κομματικές επιτροπές περιφερειών, πόλεων και περιοχών απ’ άκρου εις άκρον της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με σύστάση της Κεντρικής Επιτροπής, η έκθεση του Χρουστσόφ διαβάστηκε δημόσια σε χιλιάδες συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα από τις οργανώσεις του Κόμματος και της Κομσομόλ, στις οποίες συμμετείχαν τόσο μέλη τους όσο και εξωκομματικοί ακτιβιστές. Πόσο καλά θυμάμαι εκείνες τις μέρες! Εκείνη την εποχή ήμουν διευθυντής ενός μικρού επαρχιακού σχολείου κοντά στο Λένινγκραντ και ξαφνικά ήρθε η εντολή: μου είπαν να συγκεντρώσω όλους τους δασκάλους, στις 4:00 μ.μ. της επόμενης μέρας, στη λέσχη ενός τουβλάδικου που βρισκόταν κοντά μας. Είχαν έρθει και πολλοί εργάτες από το εργοστάσιο αλλά και διευθυντές από το τοπικό κολχόζ και σοβχόζ. Μόνο μια μειονότητα από τους παρόντες ήταν μέλη του Κόμματος. Τη συνάντηση άνοιξε ένα μέλος της κομματικής επιτροπής της περιοχής. Μας είπε ότι θα διάβαζε δημόσια το πλήρες κείμενο μιας απόρρητης έκθεσης που παρουσίασε ο ΝΣ. Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος, αλλά μετά δεν θα υπήρχαν ούτε ερωτήσεις ούτε διάλογος. Δεν μας επιτράπηκε να κρατήσουμε σημειώσεις. Ύστερα, άρχισε να διαβάζει από μια μικρή μπροσούρα και συνέχισε για αρκετές ώρες. Ακούγαμε με τεταμένη την προσοχή μας και μέσα σε απόλυτη σιωπή, σχεδόν τρομοκρατημένοι. Διάβασε την τελευταία πρόταση, και για αρκετή ώρα εξακολουθούσε να μην ακούγεται ήχος μέσα στην αίθουσα. Μετά, φύγαμε όλοι σιωπηλοί. Σε μερικά μέρη η αντίδραση στο άκουσμα της ομιλίας δεν ήταν τόσο ήρεμη. Σε μια σειρά από συναντήσεις οι ακροατές αξίωσαν να γίνει συζήτηση. Άνθρωποι από διάφορα μέρη της χώρας γύρισαν στο σπίτι τους και αυτοκτόνησαν. Ο Γεβγκένι Φρολόφ, οργανωτικός υπεύθυνος του Κόμματος στο Καμοννίστ, ένας άνθρωπος του οποίου η ιστορία ήταν περίπλοκη και αντιφατική, διάβασε το κείμενο σε μια κομματική συνάντηση και κατόπιν κλειδώθηκε στο γραφείο του, όπου μέχρι το πρωί είχε ετοιμάσει δύο αντίγραφα ολόκληρης της έκθεσης. Είχε αποφασίσει να γράψει ένα βιβλίο για τον Στάλιν, που θα βασιζόταν στις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ. Στη Γεωργία, η έκθεση του Χρουστσόφ διαβάστηκε στις 6 Μαρτίου σε μια επίλεκτη ομάδα από την κομματική και κυβερνητική ηγεσία. Ωστόσο, οι φήμες σχετικά με αυτή εί-χαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, και ορισμένα κομμάτια της γεωργιανής κοινωνίας είχαν ξεσηκωθεί αγανακτισμένα. Στις 5 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στο μνημείο του Στάλιν, στην όχθη του ποταμού Κούρα, στο κέντρο της Τιφλίδας, για να τιμηθεί η τρίτη επέτειος από το θάνατο του Στάλιν. Η διαδήλωση συνεχίστηκε την 6η και την 7η Μαρτίου και, καθώς η γενική ένταση μεγάλωνε, άρχισαν να διασπείρονται στην πόλη παράλογοι ψίθυροι, ενώ ο αριθμός των διαδηλωτών ογκώθηκε στις 70.000. Στις 8 Μαρτίου πολλά καταστήματα και ιδρύματα δεν λειτουργούσαν πια, και μπαίνοντας η 9η Μαρτίου η πόλη έμοιαζε πλέον εκτός ελέγχου. Ανάμεσα στα παραδοσιακά συνθήματα που απέδιδαν φόρο τιμής στον Λένιν και τον Στάλιν μπορούσε κανείς να ακούσει ανοιχτές επικλήσεις στον γεωργιανό εθνικισμό. Τη νύχτα της 10ης Μαρτίου, στη διάρκεια της προσπάθειας να καταληφθεί το Κεντρικό Ταχυδρομείο, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Στο κέντρο της πόλης εμφανίστηκαν οδοφράγματα και άρχισαν συγκρούσεις με στρατιώτες και αστυνομικούς μπροστά στην έδρα της κυβέρνησης, στην πλατεία Λένιν, καθώς και σε άλλα σημεία της πόλης. Ο στρατός, η αστυνομία και η ΚαΓκεΜπέ σύντομα επανέκτησαν τον πλήρη έλεγχο, παρόλο που συνεχίζονταν σποραδικές απόπειρες να οργανωθούν διαδηλώσεις. Ακόμα και οι επίσημοι του γεωργιανού Μι-ΒεΝτέ παραδέχτηκαν ότι τη νύχτα της 10ης Μαρτίου σκοτώθηκαν στην Τιφλίδα δεκαπέντε άτομα και τραυματίστηκαν πενήντα τέσσερα.1 Ανεπίσημα, όμως, πιστεύεται ότι ο αριθμός των νεκρών έφτασε κάπου μεταξύ των 250 και 300, ενώ τραυματίστηκαν τουλάχιστον 1.000 άτομα. Αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, συνελήφθησαν. Είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγξει κανείς αυτούς τους αριθμούς αφού πολλούς από τους τραυματίες, ή ίσως ακόμα και από τους νεκρούς, τους πήραν οι συγγενείς τους και τους νοσήλευσαν ή τους έθαψαν κρυφά. Στον σοβιετικό Τύπο δεν έγινε απολύτως καμία αναφορά στα γεγονότα της Γεωργίας, όπως δεν υπήρξε και κανένας έντυπος διάλογος για το θέμα του Στάλιν. Παρόλο που το 20ό Συνέδριο του Κόμματος δεν είχε καμία επίδραση στις εξωστρεφείς τελετουργίες του κράτους, του Κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου σώματος, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια παραπλανητική εντύπωση. Καθώς το κράτος μας ήταν θεμελιωμένο στην ιδεολογία, μάλλον, παρά στην εθνική ή ιστορική παράδοση, η ισχύς του κράτους συνδεόταν στενά με την ευρωστία της ιδεολογίας· όλο αυτό το οικοδόμημα δεν επιβίωνε μόνο χάρη σε κατασταλτικές μεθόδους. Το 20ό Συνέδριο, όμως, επέφερε σημαντικό πλήγμα στα δόγματα του μαρξισμού-λενινισμού. Αρκετά μεγάλα τμήματα αυτής της ιδεολογίας κατέρρευσαν, τα θεμέλια του οικοδομήματος εξασθένησαν, και άρχισε σιγά σιγά να γέρνει σαν τον Πύργο της Πίζας. Το 20ό Συνέδριο έδρασε σαν βόμβα νετρονίου: η έκρηξη επηρέασε τους ανθρώπους αλλά άφησε φαινομενικά ανέπαφες τις δομές. Μια τεράστια αλλαγή πραγματοποιήθηκε στη χώρα, η οποία όμως έγινε πάνω απ’ όλα αισθητή στις καρδιές και στα μυαλά και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κάποιοι πανηγύρισαν που ήρθε στο φως η αλήθεια· τους έδωσε την ελπίδα ότι η ζωή τους θα βελτιωνόταν, ότι οι βασανισμένοι φίλοι και συγγενείς τους θα επέστρεφαν και ότι όσους είχαν πεθάνει τους περίμενε, αν μη τι άλλο, η αποκατάσταση. Άλλοι προβληματίστηκαν πολύ. Οι φυλακισμένοι ήταν καταχαρούμενοι με την ιδέα της άμεσης απελευθέρωσης τους, υπήρχαν όμως και πολλοί άνθρωποι που ένιωθαν ανησυχία και φόβο για ό,τι θα μπορούσε να επακολουθήσει. Πριν από το συνέδριο Το 20ό Συνέδριο αποτέλεσε τεράστιο σοκ για τους αντιπροσώπους, για όλα τα μέλη του ΚΚΣΕ, για όλους τους πολίτες της χώρας που μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου ή του Μαρτίου είχαν ακούσει την ομιλία. Στους έκπληκτους ξένους παρατηρητές, ειδικούς και πολιτικούς δόθηκε η δυνατότητα να δουν το κείμενο της «απόρρητης ομιλίας», η οποία σύντομα έφτασε στη Δύση μέσα από διάφορους διαύλους. Σύμφωνα με αρκετές εκτιμήσεις, μοναδικός υπεύθυνος για την ομιλία ήταν ο Χρουστσόφ και η ομιλία αποτελούσε μέρος του αγώνα για την εξουσία που βρισκόταν εν εξελίξει στο εσωτερικό του Πρεζίντιουμ. Είναι αλήθεια πως για τους Σοβιετικούς πολίτες το 20ό Συνέδριο έχει συνδεθεί στενά με το όνομα του Χρουστσόφ, στην πραγματικότητα όμως η ομιλία του δεν ήταν ούτε αιφνιδιαστική προσωπική πρωτοβουλία ούτε αυτοσχεδιασμός. Πριν συγκληθεί το 20ό Συνέδριο είχαν πραγμα­τοποιηθεί στο παρασκήνιο διάφορες συναντήσεις, συζητήσεις και λογομαχίες που είχαν ως συνέπεια σκληρές πολιτικές μάχες. Στο χώρο αυτό μπορώ να αναφερθώ σε λίγα, μόνο, από τα σχετικά συμβάντα. Από ιατρική άποψη, ο θάνατος του Στάλιν στις 5 Μαρτίου του 1953 μόνο αναπάντεχος δεν ήταν: κάποια ανησυχητικά συμπτώ­ματα που έδειχναν επιδείνωση της υγείας του υπήρχαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, αλλά ο Στάλιν σχεδόν ποτέ δεν έ­κανε τις κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις και σπανίως επιζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Όμως, καμία πολιτική προετοιμασία και καμία συζήτηση δεν είχε γίνει σχετικά με τις διευθετήσεις που απαιτούσε αυτό το ενδεχόμενο· δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης ούτε είχε οριστεί κανένας προφανής κληρονόμος. Ο Στάλιν συνήθιζε να αλλάζει τους ευ­νοούμενους του και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που υποδηλώ­νουν ότι το φθινόπωρο του 1952 είχε αρχίσει να σκέφτεται τον Σούσλοφ ως πιθανό διάδοχο του, γεγονός που ασφαλώς δεν βό­λευε τα παλαιά μέλη του Πολιτμπιρό. Όσο ο Στάλιν βρισκόταν εν ζωή δεν υπήρχε καμία ευκαιρία να συζητηθεί το θέμα, εφόσον τα μέλη του Πρεζίντιουμ δεν συναντιόντουσαν σχεδόν ποτέ έξω από τα γεύματα και τα δείπνα που παρέθετε ο Στάλιν, μετά τα οποία έφευγαν για το διαμέρισμα ή το σπίτι τους. Μπόρεσαν τελικά να συζητήσουν ιδιαιτέρως μεταξύ τους από τη στιγμή που ο Στάλιν είχε εξαφανιστεί από το προσκήνιο και έτσι δημιουργήθηκε η πρώ­τη τριανδρία, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Το ολοκληρωτικό σύστημα αναπτύχθηκε βαθμιαία, φτάνο­ντας στο απόγειο του μετά τον πόλεμο, και βασιζόταν στην ολο­κληρωτική και απόλυτη εξουσία ενός ανδρός – του Στάλιν. Για μεγάλο αριθμό ζητημάτων, που είχαν σχέση με το στρατό ή τη στρατιωτική βιομηχανία, τα σωφρονιστικά όργανα ή το σύστημα του γκουλάγκ, αποφάσιζε αποκλειστικά και μόνο ο Στάλιν, και σε κανέναν από τους συνεργάτες του δεν επιτρεπόταν να παρέμβει.Επίσης μονομερείς αποφάσεις αλλά με λιγότερο προφανή τρόπο έπαιρνε για ορισμένες από τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις που κατασκευάστηκαν μετά τον πόλεμο καθώς και για ολόκληρο το σύστημα κατασκευής πυρηνικών όπλων. Πολλά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής επίσης τα αντιμετώπιζε προσωπικά ο Στάλιν. Συσκεπτόταν πράγματι με τους σχετικούς υπουργούς για θέματα εξωτερικού εμπορίου, δημοσίων οικονομικών και συναλλάγματος, αλλά κανένα μέλος του Πολιτμπιρό και κανένας αναπληρωτής πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε το δικαίωμα να παρέμβει απρόσκλητος σε οποιοδήποτε πεδίο της ζωής της χώρας είχε υπό τον έλεγχο του το ίδιο το αφεντικό. Έτσι, οι τρεις άνδρες που ανέλαβαν επικεφαλής της χώρας μετά το θάνατο του Στάλιν βρέθηκαν αντιμέτωποι με προβλήματα και ζητήματα που αποτελούσαν μια απόλυτη έκπληξη γι’ αυτούς. Στο σύστημα δεν υπήρχε διαφάνεια, ακόμα και για τους πιο υψηλόβαθμους παίκτες, και το γεγονός αυτό αποτελούσε εξίσου πηγή απόλυτης εξουσίας για τον Στάλιν όσο και η χρήση της τρομοκρατίας ή η προσωπολατρία. Έτσι, μόνο ο Μπέρια γνώριζε για το σύστημα του γκουλάγκ και είχε υπόψη του κάποια πράγματα για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Ακόμα όμως κι αυτά τα συστήματα ήταν διαιρεμένα σε πολλούς τομείς, οι επικεφαλής των οποίων αναφέρονταν αποκλειστικά στον Στάλιν. Το 1945, το -ενιαίο μέχρι τότε- Κομισαριάτο της ΝιΚαΒεΝτέ διαιρέθηκε στα δύο (τη ΝιΚαΒεΝτέ και τη ΝιΚαΓκεΜπέ), και ήταν δουλειά του Μπέρια, ως αναπληρωτή προέδρου του Σοβναρκόμ, να επιβλέπει και τα δύο κομισαριάτα καθώς και αρκετά ακόμα σχετικά τμήματα. Ωστόσο, αρκετοί από τους κομισάριους (που το 1946 έγιναν «υπουργοί»), καθώς και ορισμένα άλλα άτομα που κατείχαν υψηλές θέσεις, είχαν άμεση πρόσβαση στον Στάλιν και έπαιρναν εντολές μόνο από αυτόν. Το 1948 ο Μπέρια έχασε σχεδόν κάθε έλεγχο στα όργανα κρατικής ασφαλείας της χώρας, και ορισμένα από τα κατασταλτικά μέτρα που εφάρμοζε εκείνη την εποχή το ΜιΓκεΜπέ αποτελούσαν μια πραγματική απειλή προσωπικά γι’ αυτόν. Ο Μπέρια ούτε είχε ποτέ έλεγχο του στρατού ούτε προσπάθησε ποτέ να αποκτήσει. Οι γνώσεις του Μαλενκόφ για το σύστημα διακυβέρνησης ήταν ακό-μα πιο περιορισμένες. Για μεγάλο μέρος της καριέρας του ασχο­λιόταν με την οργανωτική δουλειά μέσα στον κομματικό μηχανι­σμό και με τον ιδεολογικό τομέα, παρόλο που από καιρού εις και­ρόν τον καλούσαν να αντιμετωπίσει δυσκολίες που προέκυπταν αλλού – στην αεροπορική βιομηχανία, για παράδειγμα, ή στη γεωρ­γία. Ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη του κόμματος, ο Χρουστσόφ ε­θεωρείτο ειδικός στα ζητήματα γεωργίας, είχε όμως και την ε­μπειρία της διακυβέρνησης μιας μεγάλης δημοκρατίας, της Ου­κρανίας. Ήταν εκείνος που είχε τους καλύτερους δεσμούς με την ανώτατη ηγεσία του στρατού, και ο στενός του φίλος Νικολάι Μπουλγκάνιν ήταν υπουργός Άμυνας. Γνώριζε όλους σχεδόν τους ηγέτες των περιφερειών και των δημοκρατιών της χώρας, αλλά δεν ήξερε σχεδόν τίποτα σχετικά με τη διάταξη ή την οργάνωση των στρατιωτικών και πυρηνικών εργοστασίων στις ανατολικές περιοχές της ΕΣΣΔ ή με το σύστημα του γκουλάγκ. Τίποτα τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ στην Ουκρανία. Ολόκληρο το σύστημα της ολοκληρωτικής δικτατορίας στηρι­ζόταν στον ένα και μοναδικό ηγέτη, ο οποίος δεν μπορούσε να έ­χει αναπληρωτή. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στον Στάλιν να κρα­τάει με σιδερένιο χέρι την απόλυτη εξουσία ακόμα και από μία α­πό τις κατοικίες του στο νότο, κοντά στο Σότσι ή στην Αμπχαζία, όπου περνούσε τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου του την τελευταία περίοδο της ζωής του. Επομένως, η μάχη για την εξουσία εντός της τριανδρίας ήταν αναπόφευκτη, και κάθε μέλος της νέας ηγε­σίας, μαζί με τους συμμάχους του, παρακολουθούσε με τη μεγα­λύτερη προσοχή κάθε κίνηση ή δήλωση οποιουδήποτε άλλου από τα υπόλοιπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας από το τρίο δεν σήκωσε τη σημαία του Στάλιν ούτε έταξε να συνεχίσει το έργο του και να ακολουθήσει τις πολιτικές του. Ο Μαλενκόφ και ο Μπέρια έθεσαν, στο πλαίσιο ενός στενού κύκλου, το ζήτημα της ανάγκης να ξεπεραστεί η «προσωπολατρία». Υπάρχουν καινούργια, απο­χαρακτηρισμένα ντοκουμέντα που δείχνουν ότι στην πραγματικό­τητα ο Μπέρια ήταν εκείνος που πρώτος μίλησε καθαρά εναντίον της λατρείας του Στάλιν, με τρόπο πιο έντονο και συνεπή τόσο α­πό τον Μαλενκόφ όσο και από τον Χρουστσόφ. Κάποιες προσεκτικές αποκαταστάσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την κηδεία του Στάλιν, και το πρώτο άτομο που απελευθερώθηκε ήταν πιθανόν η Πολίνα Ζεμτσούζινα, η σύζυγος του Μόλοτοφ. Πολλά μέλη της ηγεσίας είχαν στενούς συγγενείς ή φίλους στη φυλακή και ο Μπέρια δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει να τους κρατά μέσα – ούτε όμως είχε και τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, βρισκόταν και ο ίδιος σε παρόμοια δύσκολη κατάσταση με κάποιους από τους δικούς του προσωπικούς συνεργάτες. Ανάμεσα σε εκείνους που αποκαταστάθηκαν και απελευθερώθηκαν ήταν και η νύφη του Χρουστσόφ – χήρα του μεγάλου του γιου, ενός πιλότου που είχε χαθεί επιστρέφοντας από μια αποστολή κάπου πάνω από τις κατεχόμενες περιοχές. Καθώς το αεροπλάνο του δεν βρέθηκε ποτέ, ο Λεονίντ Χρουστσόφ καταγράφηκε στους αγνοούμενους, κάτι που εκείνα τα χρόνια εθεωρείτο ισοδύναμο της προδοσίας και οδηγούσε τις οικογένειες των προδοτών στη σύλληψη και την εξορία στην ανατολή. Ο Λάζαρ Καγκανόβιτς άρχισε να πιέζει για την αποκατάσταση του αδελφού του, Μιχαήλ Καγκανόβιτς, πρώην υπουργού Αεροπορικής Βιομηχανίας που κατηγορήθηκε για σαμποτάζ και αυτοκτόνησε. Ο ίδιος ο Μπέρια έθεσε σύντομα τέλος στη «μινγκρελιανή υπόθεση», στη Γεωργία, που είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν οι υποστηρικτές και τα πρωτοπαλίκαρα του στο Κόμμα και στα όργανα ασφαλείας. Εξίσου επείγον γι’ αυτόν ήταν να τερματιστούν οι διαδικασίες που αφορούσαν την υπόθεση της «συνωμοσίας των γιατρών»· μαζί με τους πολλούς γιατρούς, που εργάζονταν στον ιατρικό μηχανισμό του Κρεμλίνου, είχαν συλληφθεί και πολλοί αξιωματούχοι του ΜιΓκε-Μπέ. Μέσα σε ένα μήνα από το θάνατο του Στάλιν, δημοσιεύτηκε σε όλες τις κεντρικές εφημερίδες ένα σύντομο ρεπορτάζ που τράβηξε την προσοχή των έκπληκτων αναγνωστών: ανακοίνωνε ότι όλοι αυτοί οι διακεκριμένοι γιατροί είχαν συλληφθεί εσφαλμένα, ότι η επιχείρηση στο σύνολο της είχε πραγματοποιηθεί με παράνομο τρόπο από το «πρώην ΜιΓκεΜπέ» και ότι, για να εξασφαλιστούν οι «απαραίτητες» ομολογίες, το ΜιΓκεΜπέ είχε «εφαρμόσει μεθόδους έρευνας που ήταν ανεπίτρεπτες και απαγορεύονταν αυστηρά από τον σοβιετικό νόμο». Ένα κύριο άρθρο στην Πράβντα ανήγγειλε την αποκατάσταση του «διαπρεπούς Σοβιετικού ηθοποιού Μίχελς» και αναφερόταν στις προσπάθειες «προβοκατόρων μέσα στο πρώην ΜιΓκεΜπέ» να πυροδοτήσουν εθνικές διχόνοιες στη χώρα. Μέχρι το τέλος Απριλίου, πάνω από χίλιοι άνθρωποι είχαν βγει από τη φυλακή – όλοι τους σχεδόν κατείχαν μέχρι πρόσφατα υψηλές θέσεις στην κυβερνητική ή στην κομματική ιεραρχία. Ανάμεσα τους, μια μεγάλη ομάδα στρατηγών και ναυάρχων που είχαν συλληφθεί και καταδικαστεί με διάφορες κατηγορίες μετά τον πόλεμο και τώρα πια τους αποκαθιστούσαν χάρη στην επιμονή του στρατάρχη Ζούκοφ. Ο Ζούκοφ, με την υποστήριξη του Χρουστσόφ, είχε αναλάβει πρόσφατα πρώτος αναπληρωτής υπουργός Αμυνας και στην πραγματικότητα είχε υπό τον έλεγχο του τις ένοπλες δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά τη σύλληψη του Μπέρια, το καλοκαίρι του 1953, και την κατοπινή δίκη και εκτέλεση του μαζί με τη «συμμορία» του, η διαδικασία των αποκαταστάσεων επιταχύνθηκε και συμπεριέλαβε πολλές χιλιάδες κομματικών και κρατικών αξιωματούχων που είχαν πέσει θύματα της μεταπολεμικής καταστολής. Οι πρώτες καταδίκες που ακυρώθηκαν ήταν εκείνες που αφορούσαν την «υπόθεση του Λένινγκραντ»: τη διετία 1949-50, χιλιάδες κομματικοί και κρατικοί αξιωματούχοι είχαν συλληφθεί στο Λένινγκραντ και στη Μόσχα, κατηγορούμενοι για «σεπαρατισμό» και «εθνικισμό»· ανάμεσα τους, το μέλος του Πολιτμπιρό Νικολάι Βοζνεσένσκι και ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Αλεξέι Κουζνετσόφ. Πολλοί από τους κατηγορούμενους είχαν δουλέψει στο Λένινγκραντ στα χρόνια του πολέμου και είχαν διακριθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Η αντισημιτική εκστρατεία εναντίον του «άρριζου κοσμοπολιτισμού» σταμάτησε αφού είχε αφήσει πίσω της πολλά θύματα, ενώ το ίδιο συνέβη και με άλλες καμπάνιες τρομοκρατίας μικρότερης κλίμακας. Οι αρχές, ανταποκρινόμενες στις προσφυγές μεμονωμένων ατόμων, άρχισαν να αναθεωρούν υποθέσεις και κατηγορίες από την προπολεμική περίοδο. Επιζήσαντες, που είχαν σταλεί στα στρατόπεδα τη δεκαετία του 1930, άρχισαν να εμφανίζονται στη Μόσχα. Ο Τύπος δεν παρουσίαζε σχεδόν καθόλου πληροφορίες για τις αποκαταστάσεις ή για τους ανθρώπους που επέστρεφαν στις οικογένειες τους. Εκείνοι όμως που απελευθερώνονταν περιέγραφαν τις εμπειρίες τους σε φίλους και συγγενείς. Την περίοδο 1953-54, διάφορες επιτροπές έπαιρναν συλλογικές αποφάσεις για κάθε περίπτωση, ύστερα από λεπτομερή εξέταση των στοιχείων. Από το Μάρτιο του 1953 μέχρι τα τέλη του 1954 πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, της Εισαγγελίας, του Ανώτατου Δικαστηρίου, ακόμα και των οργάνων κρατικής ασφαλείας σε διάφορα επίπεδα, με σκοπό να εξετάσουν έγγραφα και να ακούσουν τις καταθέσεις μαρτύρων και φυλακισμένων που απαιτούσαν αποκατάσταση. Μερικές φορές η Εισαγγελία καλούσε τους κατήγορους να τεκμηριώσουν τις αρχικές τους καταγγελίες. Οι διαδικασίες των εφέσεων προχωρούσαν με βραδύ ρυθμό, αλλά μέχρι το τέλος του 1954 είχαν αποκατασταθεί περισσότεροι από 10.000 πρόσφατοι κρατούμενοι, κυρίως πρώην ανώτεροι αξιωματούχοι. Έγιναν επίσης πολλές μεταθανάτιες αποκαταστάσεις. Οι πιέσεις προς την κομματική ηγεσία για επιτάχυνση των διαδικασιών αυξάνονταν σε όλα τα επίπεδα του Κόμματος και του κράτους υποβάλλονταν εκατοντάδες χιλιάδες αιτήσεις για αποκατάσταση, και γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αγνοήσει κανείς αυτό τον ατέλειωτο χείμαρρο των ντοκουμέντων. Σχεδόν κάθε αποκατάσταση, και συγκεκριμένα κάθε περίπτωση κρατουμένου που απελευθερωνόταν από τα στρατόπεδα, επηρέαζε τους φυλακισμένους που παρέμεναν πίσω. Οι διοικητές των στρατοπέδων, οι οποίοι προηγουμένως είχαν απεριόριστη εξουσία πάνω στους έγκλειστους, άρχισαν να αισθάνονται εξαιρετικά ανήσυχοι. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν χιλιάδες στρατόπεδα στη χώρα και ο Χρουστσόφ και τα υπόλοιπα μέλη της κομματικής ηγεσίας έπρεπε να καταλήξουν σε κάποια απόφαση για τους φυλακισμένους. Η καθυστέρηση ήταν επικίνδυνη, καθώς ήδη από το 1954 ένα κύμα από απεργίες και διαμαρτυρίες σάρωνε τα στρατόπεδα του βορρά. Το 1955 υπήρξαν μεμονωμένες εξεγέρσεις σε αρκετά από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα, μεταξύ των οποίων και η πιο γνωστή μεγάλη εξέγερση στο Κενγκίρ, που περιέγραψε ο Σολζενίτσιν και η οποία κατεστάλη βάρβαρα από μονάδες τεθωρακισμένων. Ωστόσο, εκείνη την εποχή ήταν πια αδύνατο να χαλιναγωγηθεί η εξάπλωση της εχθρικής διάθεσης που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους φυλακισμένους και η όλο και μεγαλύτερη ένταση μέσα στα στρατόπεδα. Τίποτα σχετικά με αυτά τα γεγονότα δεν γινόταν γνωστό ούτε στη Σοβιετική Ένωση ούτε στο εξωτερικό, αλλά στα ανώτατα κλιμάκια της σοβιετικής ηγεσίας υπήρχε πλήρης επίγνωση της ασταθούς κατάστασης και η ανησυχία αυξανόταν διαρκώς. Το Δεκέμβριο του 1954 έγινε μια δίκη-θέαμα στο Λένινγκραντ, μια πόλη που είχε βιώσει εξαιρετικά κτηνώδη κύματα καταστολής τόσο πριν όσο και μετά τον πόλεμο. Κατηγορούμενοι ήταν ο πρώην υπουργός Κρατικής Ασφαλείας, Βίκτορ Αμπακούμοφ, και ο επικεφαλής του τμήματος ερευνών του ΜιΓκεΜπέ υποστράτηγος Α.Γκ. Λεόνοφ, μαζί με μια ομάδα στρατηγών του υπουργείου. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στη Λέσχη Αξιωματικών της πόλης και την παρακολούθησαν εκ περιτροπής χιλιάδες εργαζόμενοι από το Κόμμα και την Κομσομόλ. Σε πολλούς συγγενείς ανθρώπων που είχαν χαθεί στη διάρκεια της «υπόθεσης του Λένινγκραντ», καθώς και σε μια σειρά από εξέχοντα άτομα, δόθηκε άδεια να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Ο Τύπος όμως δημοσίευσε μόνο μια πολύ σύντομη ανασκόπηση της δίκης, αφού είχε εκφωνηθεί η ετυμηγορία. Οι ποινές ήταν σκληρές – οι περισσότεροι από τους πρώην στρατηγούς του ΜιΓκεΜπέ εκτελέστηκαν. Παρόμοιες δίκες πραγματοποιήθηκαν στο Μπακού και στην Τιφλίδα. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους δεν ήταν μόνο στρατηγοί της κρατικής ασφάλειας αλλά και ο ηγέτης του Κόμματος στο Αζερμπαϊτζάν, Μιρ Μπαγκίροφ, προστατευόμενος και παλιός φίλος του Στάλιν αλλά και του Μπέρια. Παρόλο που η υπόθεση συζητήθηκε ευρέως, δεν εμφανίστηκε τίποτα στον Τύπο ούτε υπήρξε κάποια δημόσια εξήγηση για το γεγονός. Στο μεταξύ ορίστηκε το επόμενο (το 20ό) Συνέδριο του Κόμματος, για το Φεβρουάριο του 1956. Προφανώς θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί το συνέδριο χωρίς να ειπωθεί τίποτα για την καταστολή των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50. Γύρω στα μέσα του 1955 αποκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός μελών της Κεντρικής Επιτροπής, καθώς και λίγοι πρώην κομισάριοι, στρατηγοί και στρατάρχες. Αποκαταστάθηκαν επίσης δεκάδες ήρωες του εμφυλίου πολέμου και εκατοντάδες διακεκριμένοι συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Ήταν ακόμα δυνατόν να παραμένει κανείς απλώς σιωπηλός ή να μιλά για «λάθη»; Το Πρεζί-ντιουμ αποφάσισε να ορίσει μια ειδική επιτροπή για να μελετήσει τη μαζική καταστολή τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί στο 17ο Συνέδριο, το 1934, καθώς και άλλων Σοβιετικών πολιτών που είχαν συλληφθεί μεταξύ 1935 και 1940. Η επιτροπή έκανε γρήγορα τη δουλειά της και στις αρχές του 1956 ο πρόεδρος της, Πιοτρ Ποσπέλοφ, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, παρουσίασε στο Πρεζίντιουμ την έκθεση του που ανερχόταν σε εβδομήντα τυπωμένες σελίδες. Η αναφορά όχι μόνο παραδεχόταν την ύπαρξη παράνομων μέτρων μαζικής καταστολής, αλλά και υποδήλωνε άμεση ευθύνη του Στάλιν γι’ αυτά. Τα μέλη του Πρεζίντιουμ σοκαρίστηκαν ιδιαίτερα μαθαίνοντας ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος εξοντώθηκαν με διαταγή του Στάλιν, όπως συνέβη και με πάνω από τους μισούς αντιπροσώπους σε αυτό το «συνέδριο των νικητών», μεταξύ των οποίων δεν υπήρχε σχεδόν κανένα πρώην μέλος της αντιπολίτευσης των αποκαλούμενων «τροτσκιστών» ή «μπουχαρινικών». Δεν θα μπορούσε εύκολα να αγνοήσει κανείς αυτούς τους αριθμούς- η συζήτηση μέσα στο Πρεζίντιουμ επικεντρώθηκε τώρα στο τι μορφή θα έπρεπε να πάρουν οι αποκαλύψεις και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να παρουσιαστούν οι πληροφορίες για την παράνομη καταστολή. Το Φεβρουάριο του 1956 το θέμα αυτό συζητήθηκε και πέρα από τα στενά όρια του Πρεζίντιουμ, σε ορισμένες ομάδες της Κεντρικής Επιτροπής και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εκφράστηκαν πολλές και διάφορες απόψεις. Όπως θα μπορούσε κανείς να περιμένει, οι πιο διστακτικοί από την ηγεσία ήταν ο Μόλοτοφ, ο Βοροσίλοφ και ο Καγκανόβιτς. Για πολλά χρόνια εμπλέκονταν σε βάθος στην καταστολή και υπήρχαν πολυάριθμα ντοκουμέντα που περιείχαν οδηγίες τους για εκτελέσεις κατηγορουμένων. Ο Χρουστσόφ επέμενε περισσότερο, με την υποστήριξη των Μικογιάν, Μπουλγκάνιν, Ζούκοφ, Αρίστοφ, Σαμπούροφ και Σεπίλοφ. Ο πρόεδρος της ΚαΓκεΜπέ, Ιβάν Σερόφ, επίσης στάθηκε στο πλευρό του Χρουστσόφ, παρά το γεγονός ότι είχε άμεση συμμετοχή σε πολλές πράξεις καταστολής. Δούλευε όμως παρά πολύ καιρό μαζί με τον Χρουστσόφ και αποτελούσε βασικό μέλος της ομάδας του. Επιπλέον, ως στρατιωτικός, μπορούσε να επικαλεστεί ότι απλώς ακολουθούσε διαταγές. Τελικά, δεν υπήρξε σημαντική αντιδικία ως προς την έκθεση που έπρεπε να παρουσιαστεί. Ανάμεσα στους θρύλους που έχουν δημιουργηθεί γύρω από όλο αυτό το επεισόδιο, υπάρχει και ο ισχυρισμός ότι ο Χρουστσόφ είχε προετοιμάσει την έκθεση του μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, χωρίς να πληροφορήσει τα υπόλοιπα μέλη του Πρεζίντιουμ. Στην πραγματικότητα, η ομιλία του βασίστηκε στο υλικό του Ποσπέ-λοφ· κατόπιν, με τη βοήθεια του Ντμίτρι Σεπίλοφ, την επεξέτεινε σε σημαντικό βαθμό ώστε να συμπεριλάβει τα χρόνια του πολέμου και την καταστολή της μεταπολεμικής εποχής. Αποφασίστηκε η έκθεση να διαβαστεί σε κλειστή σύνοδο του συνεδρίου, αφού είχε ολοκληρωθεί η εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής. Όλα τα μέλη του Πρεζίντιουμ και οι γραμματείς της Κεντρικής Επιτροπής έλαβαν το κείμενο το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου, λίγοι όμως αντέδρασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή πρότειναν αλλαγές.2 Στις 25 Φεβρουαρίου, τη στιγμή που οι απλοί αντιπρόσωποι άκουγαν τον Χρουστσόφ με φρίκη και ανησυχία, με αμηχανία και φόβο, τα μέλη του Πρεζίντιουμ που κάθονταν στην εξέδρα με ανέκφραστα πρόσωπα γνώριζαν ήδη με ακρίβεια τι περιελάμβανε η ομιλία. Τα μεθεόρτια Η ομιλία του Χρουστσόφ είχε τεράστια, αντιφατική με μια έννοια, επίδραση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Μερικά κομμουνιστικά κόμματα καλωσόρισαν την ομιλία (π.χ. της Ιταλίας), ενώ άλλα την υποδέχτηκαν με αποδοκιμασία που μόλις μπορούσαν να κρύψουν. Οι πιο δυσαρεστημένοι ήταν οι ηγέτες του κινεζικού κόμματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες όπου το υλικό του 20ού Συνεδρίου συζητήθηκε δημόσια, μεγάλος αριθμός απλών μελών εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως γνωρίζουμε, το 20ό Συνέδριο έδρασε ως ερέθισμα για τις ταραχές στην Πολωνία, το φθινόπωρο του 1956, και για την ουγγρική εξέγερση στη Βουδαπέστη, τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, παρόλο που και άλλοι παράγοντες έπαιξαν επίσης το ρόλο τους. Πολλά έχουν γραφτεί για τις διεθνείς συνέπειες του 20ού Συνεδρίου- το πρώτο βιβλίο που πραγματευόταν την επίδραση που είχε η μυστική ομιλία στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα εμφανίστηκε το 1958. Ωστόσο, λίγοι έχουν μελετήσει τον αντίκτυπο του 20ού Συνεδρίου στην κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και στο ΚΚΣΕ και στην ιδεολογία του. Θα μπορούσε να δοθεί η εντύπωση ότι εκείνος που επηρεάστηκε λιγότερο από την ομιλία του Χρουστσόφ ήταν ο σοβιετικός λαός. Αυτή η εντύπωση όμως, ακόμα κι αν εν μέρει ισχύει, εντούτοις είναι μάλλον παραπλανητική. Ένας τεράστιος, πραγματικά βαθύς μετασχηματισμός είχε ξεκινήσει, παρόλο που τα αποτελέσματα του έγιναν ορατά μόνο βαθμιαία. Ήταν μια διαδικασία που άρχισε να εκτυλίσσεται στη διάρκεια των επόμενων ετών, των επόμενων δεκαετιών μάλλον, και κατέληξε να αποκαλείται «η γραμμή του 20ού Συνεδρίου». Εδώ, θα συζητήσω μόνο μερικά επεισόδια που συνδέονταν στενά με την περίοδο του ίδιου του συνεδρίου. Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των κομματικών μελών και των στελεχών που πραγματοποιήθηκαν το Μάρτιο, ασφαλώς δεν ήταν πάντοτε εφικτό να αποφευχθεί η συζήτηση για την ομιλία του Χρουστσόφ ή οι προσπάθειες να επεκταθεί η κριτική της προσωπολατρίας και των εγκλημάτων της εποχής του Στάλιν. Ένα ειδικό απόρρητο πληροφοριακό δελτίο της Κεντρικής Επιτροπής προς τις κατώτερες κομματικές οργανώσεις περιείχε την ανασκόπηση μιας διήμερης κομματικής συνεδρίασης στο εργαστήριο θερμομηχανικής της Ακαδημίας Επιστημών, στις 23 και 25 Μαρτίου, όπου αρκετοί ερευνητές μίλησαν για τον εκφυλισμό του Κόμματος και του καθεστώτος και επέκριναν τη δικτατορία μιας μικρής ομάδας της ηγεσίας- άλλοι είπαν ότι η προσωπολατρία του Στάλιν είχε αντικατασταθεί από μια παρόμοια προσωπολατρία του Χρουστσόφ, ότι η Σοβιετική Ένωση όδευε προς το φασισμό και ότι ήταν αναγκαίο να δοθούν όπλα στο λαό. Όσοι τα είπαν αυτά διαγράφηκαν από το Κόμμα και απολύθηκαν από τη θέση τους. Οι καταγγελίες γι’ αυτές τις ξεκάθαρες παρατηρήσεις και συνομιλίες έφταναν στην Κεντρική Επιτροπή μέσω της ΚαΓκεΜπέ, προερχό-μενες από διάφορες πόλεις, από το Κίεβο, το Τσκάλοφ (σημερινό Όρενμπουργκ), το Νότιο Σαχαλίνσκ και αλλού. Στο πλαίσιο της μοσχοβίτικης διανόησης ήταν γνωστό ότι στην κομματική συνεδρίαση της Ένωσης Συγγραφέων είχαν γίνει ομιλίες, λιγότερο ριζοσπαστικές ίσως, αλλά εξίσου επώδυνες για την Κεντρική Επιτροπή. Πολλοί συγγραφείς είχαν μιλήσει για τη δύσκολη κατάσταση που πέρασε η λογοτεχνία τα χρόνια της προσωπολατρίας και αναφέρθηκαν στα παράνομα κατασταλτικά μέτρα εναντίον συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και διαπρεπείς μορφές της ρωσικής και σοβιετικής λογοτεχνίας. Ο εβδομηντάχρονος συγγραφέας Π.Α. Μπλιάχιν, κομματικό μέλος από το 1903, είπε σε εκείνη τη συνεδρίαση: Η διαθήκη και οι αρχές του Λένιν έχουν ποδοπατηθεί και ακόμα δεν έχουν αποκατασταθεί. Η εποχή του Στάλιν κατάφερε ένα πλήγμα στην αδελφοσύνη των λαών, στη σοσιαλιστική νομιμότητα. Περίπου επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι έχουν αποκατασταθεί μέχρι σήμερα. Τα λόγια του Χρουστσόφ σχετικά με τον αριθμό των φυλακισμένων άφησαν μια αλγεινή εντύπωση. Πόσοι αθώοι άνθρωποι εξακολουθούν ακόμα να λιώνουν στη φυλακή; Είναι απαραίτητο να γίνει μια μαζική αποκατάσταση. Η μοναδική εγγύηση για να μην επαναληφθεί ό.τι συνέβη με τον Στάλιν, είναι ένα λενινιστικό κόμμα και μια σοβιετική δημοκρατία.3 Ο Χρουστσόφ μίλησε ο ίδιος σε πολλές συνεδριάσεις κομματικών στελεχών, τόσο στη Μόσχα όσο και στο Λένινγκραντ. Δεν φαινόταν να ντρέπεται να παραδεχτεί ότι γνώριζε πολλές από τις αισχρές διαδικασίες που εφαρμόζονταν επί Στάλιν αλλά φοβόταν να εκφράσει οποιαδήποτε διαφωνία ή διαμαρτυρία. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις, κάποιος από την αίθουσα έστειλε στον Χρουστσόφ το παρακάτω σημείωμα: «Πώς μπόρεσες εσύ, ένα μέλος του Πολιτμπιρό, να επιτρέψεις να συμβούν τέτοια φριχτά εγκλήματα στη χώρα μας;» Ο Χρουστσόφ διάβασε με δυνατή φωνή το μήνυμα και μετά είπε: «Το σημείωμα αυτό είναι ανυπόγραφο. Όποιος το ‘γραψε, να σηκωθεί όρθιος!» Κανένας δεν σηκώθηκε. «Εκείνος που το έγραψε, φοβάται», είπε ο Χρουστσόφ. «Αυτό ακριβώς συνέβαινε και σ’ εμάς με τον Στάλιν». Προφανώς η απάντηση έλεγε μέρος μόνο της αλήθειας, αλλά ήταν ειλικρινής. Αλλα μέλη του Πρεζίντιουμ δυσκολεύονταν περισσότερο να αντιμετωπίσουν τέτοια ερωτήματα – ειδικά εκείνα που αποτελούσαν μέρος του στενού κύκλου του Στάλιν από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, πολύ πριν από τον Χρουστσόφ. Η δική τους υποστήριξη ήταν εκείνη που επέτρεψε στον Στάλιν να συσσωρεύσει την εξουσία του. Έτσι, χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα να ισχυριστούν ότι ήταν απλώς και μόνο σιωπηλοί παρατηρητές, ήταν σαφές πως ήταν συνένοχοι στα πολλά εγκλήματα του καθεστώτος. Ο Χρουστσόφ, βέβαια, μόνο σιωπηλός μάρτυρας δεν ήταν στη Μόσχα ή στην Ουκρανία. Εκείνη τη στιγμή όμως βρισκόταν στην εξουσία, είχε υπό τον έλεγχο του το Κόμμα και τα όργανα ασφαλείας και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την εξουσία μετά το 20ό Συνέδριο. Μια τέτοια ελπίδα δεν μπορούσαν να τη συμμερίζονται ο Μόλοτοφ, ο Βοροσίλοφ, ο Καγκανόβιτς ή ο Μαλενκόφ. Τα μ
  2. Ο λογος του Μπερια στην κηδεια του Σταλιν (9/3/1953) & η σχεση κομματος-κρατους

    Μαρτίου 4, 2014

    Αρκετοί είναι όσοι θίγουν το ζήτημα των σχέσεων κράτους – κινήματος (ή κόμματος) όταν το τελευταίο έρχεται στην εξουσία (ενόψει “διαφαινόμενης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ). Κάποιοι εξ αυτών, φέρνουν ως παράδειγμα (προς αποφυγή) το “σοβιετικό μοντέλο”, όπου “το κίνημα (κόμμα) είχε ταυτισμένη κορυφή με το κράτος”, και άρα, αυτό -κατ’αυτούς-φταίει για την ατυχή έκβαση της πρώτης απόπειρας για έναν νέο κόσμο. Συνεπώς, απλώς “χρειάζεται περισσότερη αυτονομία έναντι του κράτους”. Βέβαια, όταν αυτή η αντίληψη εφαρμόζεται στη σφαίρα της οικονομίας, τότε καθίσταται προφανές ότι η θέση τους αντιπαραθέτει το συλλογικό με το συνεταιριστικό: Δεν εξηγούν πώς θα κατασταλούν οι καπιταλιστικές τάσεις εντός του συνεταιρισμού. Γιατί, κακά τα ψέματα: τα “ιδιοτελή” συμφέροντα των μελών του συνεταιρισμού -όχι μόνο ως ατόμων, αλλά και ως μελών του συνεταιρισμού-υπάρχουν. Και αυτή η ξερή πρόταση για απόδοση “περισσότερου χώρου”, χωρίς να λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή της τον υποκειμενικό παράγοντα, χωρίς το κόμμα, δηλαδή, που παίζει ιδεολογικό ρόλο, από ένα σημείο και μετά, δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά απλούστατα σε έναν “συλλογικό” καπιταλισμό.

    Αυτό το είχαν υπόψη και στην πρώτη εμπειρία, αυτή της ΕΣΣΔ. Και ήταν αυτή η “περισσότερη αυτονομία” (στην κτηνοτροφία, συγκεκριμένα) που, ήδη από το 1953, άνοιξε τους ασκούς του αιόλου για διείσδυση της καπιταλιστικής λογικής σε όλη την οικονομική δομή.

    Επομένως, όσοι θέτουν το ζήτημα των σχέσεων κράτους-κινήματος, καλό θα είναι να γνωρίζουν πως δεν είναι οι πρώτοι που το πραγματεύονται. Γιατί ήδη το ζήτημα συζητιόταν από την αρχή της ΕΣΣΔ και αυτοί ζητούν απλώς άλλη δοσολογία από αυτή που δόθηκε στην ΕΣΣΔ. Και όσο μεταφυσικά αντιμετωπίζουν τη σχέση ατόμου και συλλογικότητας, άλλο τόσο μεταφυσικά αντιμετωπίζουν τη σχέση συνεταιρισμού και κράτους. Αγνοούν τις εσωτερικές αντιθέσεις που διαπερνούν και το άτομο (συνεταιρισμό) και τη συλλογικότητα (κράτος): ο συνεταιρισμός έχει τη “συλλογική” διάσταση, η οποία “κοινωνικοποιεί”-διαπαιδαγωγεί το άτομο στο να ζει και να δρα μέσα σε συλλογικές δομές, έχει όμως και την “ατομικιστική” του διάσταση, αυτή που καλλιεργεί την αίσθηση της συντεχνίας, των ιδιαίτερων συμφερόντων της συγκεκριμένης συλλογικότητας έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας.

    Καλό θα είναι, λοιπόν, όσοι θέτουν το ζήτημα των σχέσεων κράτους-κινήματος να μην απαξιώνουν, αλλά να μελετούν την εμπειρία της ΕΣΣΔ και όλων των σοσιαλιστικών εμπειριών του 20ού αιώνα. Γιατί κάνουν τα ίδια λάθη (που έγιναν μετά το 1953) και μάλιστα με την αλαζονεία του “νεωτεριστή”.

    Μία -ιδιαίτερα διπλωματικού τόνου-συζήτηση είχε ανοίξει στην ΕΣΣΔ και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 σχετικά με το ζήτημα των σχέσεων κόμματος-κράτους και του ρόλου του κόμματος στην κοινωνία. Ο ίδιος ο Στάλιν, με την τρίτη παραίτησή του από τη θέση του ΓΓ, τον Οκτώβρη του 1952 (βλ.εδώ), στην 1η Ολομέλεια μετά το 19ο συνέδριο (στο οποίο δεν είχε κάνει την εισήγηση εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής), και με την αύξηση του θεωρητικού του έργου την εποχή εκείνη (“Γλωσσολογία”, “Οικονομικά Προβλήματα”) φαίνεται ότι εμπράκτως συνηγορούσε στην άποψη ότι το κόμμα χρειαζόταν να παίζει άλλο ρόλο. Έθετε αντικειμενικά εκ νέου το ζήτημα της διάκρισης των δύο “κορυφών”.

    Μία ιδιαίτερη στιγμή στον όλο διάλογο ήταν ο επικήδειος λόγος του Λαβρέντι Μπέρια στην κηδεία του Στάλιν στις 9 Μάρτη του 1953. Με το λόγο του εξέπληξε πολλούς, καθώς τόνισε ιδιαίτερα το ρόλο του κράτους, σε διάκριση από το ρόλο του κόμματος (Ο Μπέρια έκανε μάλιστα αναφορά ως και στο Σύνταγμα του κράτους, αλλά και τα ατομικά δικαιώματα που αυτό κατοχυρώνει). Και πράγματι, οι 112 ημέρες που πέρασαν μέχρι τη σύλληψή του τον Ιούνη του 1953, έδειξαν ότι έγιναν απόπειρες προς μια τέτοια κατεύθυνση (Αλλά αυτό είναι θέμα άλλου αφιερώματος).

    Αγαπητοί σύντροφοι και φίλοι.

    Είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς με λόγια το αίσθημα αυτό της δοκιμασίας που διαπερνά αυτές τις μέρες το κόμμα μας και ο λαός της χώρας μας, όλη η προοδευτική ανθρωπότητα. Ο Στάλιν δεν είναι πια μαζί μας. Ένας σπουδαίος σύντροφος και λαμπρός διάδοχος του Λένιν. Βγαλμένος από το λαό μας, ο πιο οικείος και αγαπητός σε όλο το σοβιετικό λαό και τα εκατομμύρια εργατών στον κόσμο. Όλη η ζωή και το έργο του μεγάλου Στάλιν είναι ένα εμπνευστικό παράδειγμα πίστης στο Λενινισμό και ένα παράδειγμα ανιδιοτελούς υπηρεσίας στην εργατική τάξη και όλους τους εργαζομένους, την απελευθέρωση των εργαζομένων την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Ο μεγάλος Λένιν ίδρυσε το κόμμα μας, το οποίο οδήγησε στη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Μαζί με το μεγάλο Λένιν, ο Στάλιν, ο λαμπρός του συνεργάτης, δυνάμωσε το μπολσεβικικό κόμμα και δημιούργησε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο.

    Μετά το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν, επί σχεδόν 30 χρόνια οδήγησε το κόμμα μας και τη χώρα στο δρόμο που χάραξε ο Λένιν. Ο Στάλιν υπεράσπισε το Λενινισμό από πολυάριθμους εχθρούς, ανέπτυξε και εμπλούτισε τη διδασκαλία του Λένιν στις νέες ιστορικές συνθήκες. Η σοφή ηγεσία του μεγάλου Στάλιν εξασφάλισε στο λαό μας τις συνθήκες ώστε να χτίσει το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ και να φέρει την ιστορική-παγκόσμιας σημασίας νίκη της Σοβιετικής Ένωσης στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Μεγάλος αρχιτέκτονας του κομμουνισμού, λαμπρός ηγέτης, ο Στάλιν εξόπλισε το κόμμα μας και το λαό με ένα μεγάλο πρόγραμμα για να οικοδομήσει τον κομουνισμό.

    Σύντροφοι. Ανείπωτος πόνος υπάρχει στις καρδιές μας, πρόκειται για απίστευτα βαριά απώλεια, όμως το βάρος αυτό δεν θα κάμψει τη θέληση του Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν θα αλλάξει την ενότητά του και την ισχυρή αποφασιστικότητά του να παλεύει για τον κομμουνισμό.

    Το κόμμα μας, εξοπλισμένο με την επαναστατική θεωρία των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, με τη σοφία ενός αιώνα εμπειρίας πάλης για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων, γνωρίζει πώς να κινηθεί, να εξασφαλίσει την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματός μας και η Σοβιετική κυβέρνηση που διευθύνει τη χώρα έχουν γίνει ένα μεγάλο σχολειό των Λένιν-Στάλιν: μέσα στη φωτιά του εμφυλίου πολέμου και της επέμβασης, στα δύσκολα χρόνια της πάλης ενάντια στην οικονομική καταστροφή και την πείνα, στην πάλη για την εκβιομηχάνιση της χώρας και την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, στα δύσκολα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όταν κρινόταν η μοίρα της χώρας και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και η Σοβιετική κυβέρνηση, επικεφαλής και καθοδηγώντας τον ηρωικό αγώνα του σοβιετικού λαού, συσσώρευσε μεγάλη εμπειρία στην καθοδήγηση του κόμματος και της χώρας. Επομένως, οι άνθρωποι στη Σοβιετική Ένωση μπορούν να συνεχίσουν να στηρίζονται και να εμπιστεύονται το Κομμουνιστικό Κόμμα, την Κεντρική του Επιτροπή και τη Σοβιετική του κυβέρνηση.

    march13_1953_html_f0eb48d

    Στο βήμα του Μαυσωλείου οι περισσότεροι από τους κύριους ηγέτες του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής, σε μια τελευταία αναμνηστική φωτογραφία: Ντεζ (Ρουμανία), Μπιέρουτ (Πολωνία), Πακ Ντεν Άι (η αντιπρόεδρος του Κόμματος Εργατών Κορέας), Ούλμπριχτ (ΓΛΔ), Ιμπαρούρι (Ισπανία), Γκρότεβολ (ΓΛΔ), Τσερβενκόφ (Βουλγαρία), Ράκοσι (Ουγγαρία), Πιέτρο Νέννι (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας), Τολιάτι, Ζακ Ντικλό (Γαλλία), Γκότβαλντ (Τσεχοσλοβακία), Μπουλγκάνιν, Μολότοφ, Βοροσίλοφ, Μαλένκοφ, Χρουστσόφ, Μπέρια, Σαμπούροφ, Τσου Εν Λάι (Κίνα), Περβούχιν, Καγκάνοβιτς, Σεβέρνικ, Μικογιάν

    Οι εχθροί του σοβιετικού κράτους αναμένουν ότι η τεράστια απώλεια που μας συνέβη θα μας οδηγήσει στη σύγχυση και στην αναταραχή στους κόλπους μας. Όμως οι ελπίδες τους είναι μάταιες: τους περιμένει μια πικρή απογοήτευση. Όποιος δεν είναι τυφλός, βλέπει ότι το κόμμα μας στις δύσκολες στιγμές συσπειρώνεται και είναι ενωμένο και πιο αταλάντευτο παρά ποτέ. Όποιος δεν είναι τυφλός, βλέπει αυτές τις λυπηρές ημέρες όλους τους λαούς στη Σοβιετική Ένωση να είναι σε αδελφική ενότητα με το μεγάλο ρωσικό λαό και πιο στενά συσπειρωμένοι γύρω από τη Σοβιετική κυβέρνηση και την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο σοβιετικός λαός ομόφωνα υποστηρίζει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική του σοβιετικού κράτους. Η εσωτερική μας πολιτική βασίζεται στην αδιάλειπτη ενότητα της εργατικής τάξης και της συνεταιριστικά καλλιεργούσας αγροτιάς, στην αδελφική φιλία μεταξύ των λαών της χώρας μας, στην αδελφική ενότητα των σοβιετικών εθνικών δημοκρατιών σε ένα μεγάλο πολυεθνικό κράτος- την Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Αυτή η πολιτική στοχεύει στην περαιτέρω ενδυνάμωση της οικονομικής και στρατιωτικής εξουσίας του κράτους μας, τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και τη μέγιστη ικανοποίηση των αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών ολόκληρης της σοβιετικής κοινωνίας. Οι εργάτες, οι συνεταιριζόμενοι αγρότες, οι διανοούμενοι της χώρας μας μπορούν να εργάζονται ήρεμα, έχοντας εμπιστοσύνη, γνωρίζοντας ότι η Σοβιετική κυβέρνηση προσεκτικά και επιμελώς θα διασφαλίζει τα δικαιώματα που αναγράφονται στο σταλινικό Σύνταγμα. Η εξωτερική μας πολιτική είναι ξεκάθαρη και κατανοητή. Από τις πρώτες ημέρες της σοβιετικής εξουσίας, ο Λένιν καθόρισε την εξωτερική πολιτική του σοβιετικού κράτους ως μια πολιτική ειρήνης.

    Αυτή η πολιτική έχει σταθερά ακολουθηθεί από το μεγάλο συνεχιστή του Λένιν, το Στάλιν, το σοφό μας ηγέτη. Και η σοβιετική κυβέρνηση θα συνεχίσει την λενινιστική-σταλινική εξωτερική πολιτική της διατήρησης και της ενίσχυσης της ειρήνης, την πάλη ενάντια στην προετοιμασία και την εξαπόλυση ενός νέου πολέμου, την πολιτική της διεθνούς συνεργασίας και την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με όλες τις χώρες στη βάση της αμοιβαιότητας. Η Σοβιετική κυβέρνηση θα συνεχίσει περαιτέρω την ενίσχυση της αδελφικής συμμαχίας, φιλίας και συνεργασίας στον κοινό αγώνα για την ειρήνη σε όλο τον κόσμο, συνεργασία οικονομική και πολιτιστική, με τη μεγάλη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με όλες τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Οι αδερφοί και οι φίλοι μας στο εξωτερικό μπορούν να παραμένουν βέβαιοι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα και ο λαός της Σοβιετικής Ένωσης, υπό τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού, τη σημαία των Λένιν-Στάλιν, θα συνεχίσουν να ενισχύουν και να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις με τους εργαζόμενους στις καπιταλιστικές και αποικιακές χώρες, παλεύοντας για την υπόθεση της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Βαθιά αισθήματα φιλίας συνδέουν το λαό μας με τον ηρωικό κορεατικό λαό, ο οποίος παλεύει για την ανεξαρτησία του.

    Beria

    Οι μεγάλοι ηγέτες μας, Λένιν και Στάλιν, μας δίδαξαν να βελτιώνουμε και να οξύνουμε σταθερά την επαγρύπνηση του κόμματος και του λαού απέναντι στις δολοπλοκίες και τις μηχανοραφίες των εχθρών του σοβιετικού κράτους. Τώρα, πρέπει επιπλέον να ενισχύουμε την επαγρύπνησή μας. Να μη σκέφτεται κανένας ότι οι εχθροί τους σοβιετικού κράτους θα είναι σε θέση να μας βρουν να μην είμαστε σε επιφυλακή. Για την προστασία της σοβιετικής πατρίδας, οι ένδοξες ένοπλες δυνάμεις μας είναι εξοπλισμένες με όλων των ειδών τα σύγχρονα όπλα. Οι στρατιώτες και οι ναύτες, οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί, εμπλουτισμένοι με την εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καταλλήλως όποιον τολμήσει να επιτεθεί στη χώρα μας.

    Η δύναμη και το ακατανίκητο του κράτους μας έγκειται όχι μόνο στο ότι ο στρατός μας σκληραγωγήθηκε στο πεδίο της μάχης και στεφανώθηκε με τη δόξα. Η δύναμη του σοβιετικού κράτους έγκειται στην ενότητα του σοβιετικού λαού αναφορικά με την εμπιστοσύνη του στο Κομμουνιστικό Κόμμα- την καθοδηγητική δύναμη της σοβιετικής κοινωνίας- και την εμπιστοσύνη του λαού στη σοβιετική του κυβέρνηση. Το Κόμμουνιστικό Κόμμα και η σοβιετική κυβέρνηση εκτιμούν εξαιρετικά αυτή την εμπιστοσύνη του λαού. Ο σοβιετικός λαός αντιμετώπισε με ομόφωνη αποδοχή το ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός μας, του Υπουργικού Συμβουλίου και του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ για εξαιρετικής σημασίας αποφάσεις που θα εξασφαλίσουν την ομαλή και κατάλληλη διαχείριση της όλης ζωής της χώρας. Μία από αυτές τις σημαντικές αποφάσεις είναι ο ορισμός στη θέση του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ του ταλαντούχου και αφοσιωμένου μαθητή των Λένιν και Στάλιν, σύντροφο Γκεόργκι Μαξιμιλιάνοβιτς Μαλένκοφ.

    Οι αποφάσεις που ελήφθησαν από την ηγεσία του κόμματος και την κυβέρνηση της χώρας μας ήταν η πιο ξεκάθαρη έκφραση της πλήρους ενότητας και συνοχής στην ηγεσία του κόμματος και του κράτους. Αυτή η ενότητα και η συνοχή στην ηγεσία της χώρας είναι το κλειδί για την επί χρόνια επιτυχή εφαρμογή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που εκπονούσε το κόμμα και η κυβέρνησή μας, υπό την ηγεσία των Λένιν και Στάλιν. Ο Στάλιν, όπως και ο Λένιν, αφήνει στο κόμμα και τη χώρα μια μεγάλη κληρονομιά, η οποια πρέπει να προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού, και πρέπει ασταμάτητα να τη μεγαλώνουμε. Ο μεγάλος Στάλιν μεγάλωσε και συσπείρωσε γύρω του μια δοκιμασμένη στη μάχη στρατιά στελεχών τα οποία έχουν αφομοιώσει την ικανότητα της λενινιστικής-σταλινικής ηγεσίας, και στους ώμους των οποίων πέφτει η ιστορική ευθύνη το μεγάλο έργο που ξεκίνησαν οι Λένιν και Στάλιν επιτυχώς να το συνεχίσουν. Ο λαός της χώρας μας μπορεί να είναι βέβαιος ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα και η σοβιετική κυβέρνηση δεν θα λυπηθούν δυνάμεις και τη ζωή τους ακόμα προκειμένου να διατηρήσουν την ατσάλινη ενότητα του κόμματος και της ηγεσίας του, να ενισχύσουν την αδιάρρηκτη φιλία μεταξύ των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, να ενισχύσουν την δύναμη του σοβιετικού κράτους, πάντοτε να είναι αφοσιωμένα στις ιδέες του Μαρξισμού-Λενινισμού και, ακολουθώντας τις αντιλήψεις των Λένιν και Στάλιν, να οδηγήσουν τη χώρα του σοσιαλισμού στον κομμουνισμό. Αιώνια δόξα στον αγαπητό, αγαπητό ηγέτη και δάσκαλό μας, το Μεγάλο Στάλιν.

  3. Ν. Χρουστσόφ: Αναμνήσεις από τη γερμανική επίθεση

    Memoirs of Nikita Khrushchev, τόμ. 1: Commissar, Pennsylvania University Press, 2004

    Του ΝΙΚΗΤΑ ΧΡΟΥΣΤΣΟΦ

    Το «Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος (πρόλογος-εισαγωγή-επιμέλεια: Χρήστος Κεφαλής, 599 σελίδες) είναι μια συλλογή κειμένων για την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και την περίοδο μετά την επικράτηση του Στάλιν, ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

    Περιλαμβάνει κείμενα μπολσεβίκων ηγετών από τα 1917-24· μεταγενέστερες προοδευτικές μαρτυρίες και αναλύσεις και πρόσφατες μελέτες μαρξιστών ερευνητών. Το έργο τοποθετείται εντός της μαρξιστικής παράδοσης, επιχειρώντας να φωτίσει τα αίτια αποτυχίας του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος και να συμβάλει στην καλύτερη γνωριμία του κοινού με τα γεγονότα. Η κριτική του σταλινισμού συνδυάζεται με την ανάδειξη εναλλακτικών ιστορικών δυνατοτήτων, αλλά και της συνεισφοράς του Οκτώβρη.

    Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα των «Αναμνήσεων» του Ν. Σ. Χρουστσόφ (Memoirs of Nikita Khrushchev, τόμ. 1: Commissar, Pennsylvania University Press, 2004), από τη συλλογή.

    Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

    Ο Στάλιν εκτιμούσε τη μαχητική ετοιμότητα του στρατού μας λαθεμένα, επηρεασμένος από εντυπώσεις από κινηματογραφικές εικόνες που έδειχναν τις παρελάσεις μας και τις στρατιωτικές μανούβρες μας. Για καιρό ο Στάλιν δεν είχε δει τίποτα από την αληθινή ζωή. Ποτέ δεν έφευγε από τη Μόσχα. Πήγαινε έξω από το Κρεμλίνο μόνο για να μεταβεί στην ντάτσα του στο Σότσι, πουθενά αλλού. Έπαιρνε τη σχετική πληροφόρησή του μόνο από τον Βοροσίλοφ. Ο τελευταίος έκανε επίσης λάθος εκτίμηση της κατάστασης του Κόκκινου Στρατού. Θεωρούσε ότι ήταν σε υψηλό επίπεδο, ικανός να αποκρούσει μια εισβολή του Χίτλερ. Και πριν τον πόλεμο ένας τεράστιος αριθμών πραγμάτων δεν έγιναν.

    Επαναλαμβάνω ότι αναφορικά με το ηθικό του ο Στάλιν απλά είχε παραλύσει από το αναπόφευκτο του πολέμου. Προφανώς πίστευε ότι ο πόλεμος θα οδηγούσε στην αναπόφευκτη ήττα της ΕΣΣΔ. Η εξήγηση γι’ αυτό, όπως το βλέπω, ήταν η κατάρρευση της θέλησης του Στάλιν και η αποθάρρυνσή του με τις νίκες που είχε κερδίσει ο Χίτλερ στη Δύση και την αποτυχία μας στον πόλεμο με τους Φιλανδούς. Ο Στάλιν αντιμετώπιζε τον Χίτλερ όπως ένας λαγός μπροστά από ένα βόα συσφιγκτήρα, είχε παραλύσει εντελώς. Αυτό έγινε αισθητό τόσο στην έλλειψη παραγωγής όπλων, όσο και στο ότι δεν προετοιμάσαμε τα σύνορά μας για άμυνα. Φοβόμασταν ότι η εργασία μας θα γινόταν αντιληπτή από τους Γερμανούς και αυτό μπορεί να προκαλούσε πόλεμο. Αλλά δεν μπορούσες να σκέφτεσαι έτσι! Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος…

    Ενόσω ο Γκάμαρνικ, ο Τουχατσέφσκι και οι άλλοι ήταν ακόμη εκεί, άνθρωποι που γνώριζαν πώς να διευθύνουν την πολιτική δουλειά και να οργανώνουν την οικονομική λειτουργία του στρατού και να μεριμνούν για τα αναγκαία όπλα και εφόδια, προτού εξολοθρευτούν το 1937, η δουλειά προχωρούσε ακόμη και χωρίς τον Βοροσίλοφ. Όταν αυτοί οι άνθρωποι καταστράφηκαν, και άλλοι πήραν τις θέσεις τους –φιγούρες όπως ο Μέχλις, ο Σάντενκο και ο Κούλικ– το Λαϊκό Επιτροπάτο Άμυνας μετατράπηκε, και αυτό δεν είναι ψέμα, σε ένα απέραντο τρελοκομείο, αν όχι σε κάποιο είδος άντρου λυσσασμένων σκύλων, αν λάβουμε υπόψη ποιοι ήταν επικεφαλής εκεί. Ο Τιμοσένκο μια φορά κυριολεκτικά με έσυρε από το μανίκι να παρακολουθήσω μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Άμυνας του Κόκκινου Στρατού. Προφανώς ήθελε να δω αυτό το σκυλολόι, να δω πώς ξέσκιζαν ο ένας το λαιμό του άλλου, τρώγονταν για σαχλαμάρες, αλλά δεν εκπλήρωναν το πραγματικό έργο εμπρός τους.

    Σήμερα δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση ποια ζητήματα συζητήθηκαν, αλλά θυμάμαι τη γενική ατμόσφαιρα στην οποία έλαβε χώρα η συζήτηση. Ο Βοροσίλοφ ξεκίνησε τη συνεδρίαση. Έδωσε το βήμα στον Κούλικ, που μίλησε με συγχυσμένο, χαοτικό τρόπο. Ήταν αδύνατο να καταλάβεις για ποιο πράγμα μιλούσε, επειδή αγρίεψε και άρχισε να φωνάζει και δεν διατύπωσε ξεκάθαρα τις σκέψεις του. Το επίπεδο της σύγχυσης αυξήθηκε και η ατμόσφαιρα ταράχτηκε. Μετά από αυτόν μίλησε ο Σάντενκο, ακόμη πιο χαοτικά. Όταν τον διέκοψε ο Βοροσίλοφ, φώναξε στον Βοροσίλοφ, εκφράζοντας σκαιά τις αντιρρήσεις του. Όταν τέλειωσε ο Σάντενκο, άρχισε να μιλά ο Μέχλις. Ακόμη πιο πεισματικά από τους άλλους, προσπάθησε να αποδείξει ότι αυτός είχε δίκιο. Όλοι άρχισαν να μιλούν μαζί, εντελώς ασυντόνιστα και με παρανοήσεις. Η εντύπωση που μου έκαναν όλα αυτά ήταν ότι αυτή δεν ήταν μια σοβαρή οργάνωση, ότι δεν ήταν ικανή να λύσει τα προβλήματα άμυνας της χώρας μας με πρακτικό τρόπο. Ο Τιμοσένκο είχε το δικό του είδος οξυδέρκειας. Με κοίταξε και φαινόταν να με ρωτά μόνο με το βλέμμα: Βλέπεις τι είδους κατάσταση είναι αυτή, πού αποφασίζονται τα ζητήματα άμυνας της ΕΣΣΔ;

    Θα μπορούσε να είχαμε αντιμετωπίσει τους φασίστες πολύ πιο εύκολα αν οι στρατιωτικοί ηγέτες μας δεν είχαν εξολοθρευτεί στη δεκαετία του 1930. Δεν έχω ακριβή στοιχεία για τον αριθμό αξιωματικών διαφόρων βαθμίδων που εξολοθρεύτηκαν. Αλλά αν δεις το ανώτατο διοικητικό προσωπικό, σχεδόν όλοι οι ανώτατοι διοικητές –από τους διοικητές στρατιωτικών περιφερειών ως τους διοικητές μεραρχιών– εξολοθρεύτηκαν. Αλλά αυτοί ήταν άνθρωποι που είχαν καλές γνώσεις και ικανότητες, αρκετοί είχαν αποφοιτήσει από στρατιωτικές ακαδημίες και μερικοί είχαν ακόμη εκπαίδευση από ειδικές και γενικές στρατιωτικές σχολές. Αλλά το πιο σημαντικό με αυτούς τους ηγέτες είναι ότι είχαν περάσει από το σχολείο του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου και άλλων πολέμων και κατείχαν σημαντική εμπειρία.
    Δεν ήταν τυχαίο που χρειάστηκε να προάγουμε νέους διοικητές κατά τον πόλεμο. Ίσως υπήρξαν δυο, τρεις, και σε μερικά μέρη τέσσερεις αλλαγές νέων γενιών στο επιτελείο διοίκησης. Ξέρω και ανθρώπους που ήρθαν σαν αντικαταστάτες στο πέμπτο κύμα. Πολλοί από αυτούς προωθήθηκαν επάξια. Ήταν ικανοί και έντιμοι άνθρωποι, αφοσιωμένοι στην πατρίδα τους. Αλλά χρειάζονταν εμπειρία, και αυτή η εμπειρία ήταν κάτι που απέκτησαν στην πορεία του πολέμου, με τίμημα το αίμα που έχυσαν πολλοί στρατιώτες και μεγάλη υλική ζημιά στη χώρα μας…

    Ο πόλεμος είχε αρχίσει, αλλά δεν υπήρχαν ακόμη δηλώσεις από τη σοβιετική κυβέρνηση ή από τον Στάλιν προσωπικά. Αυτό δεν έκανε καλή εντύπωση. Αργότερα εκείνο το απόγευμα, ο Μολότοφ εκφώνησε ένα λόγο. Ανακοίνωσε ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει, ότι ο Χίτλερ είχε επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά γιατί είχε μιλήσει ο Μολότοφ και όχι ο Στάλιν; Αυτό έκανε τους ανθρώπους να αναρωτιούνται.

    Σήμερα ξέρω γιατί δεν μίλησε ο Στάλιν. Ήταν εντελώς παραλυμένος, ανίκανος να δράσει, και δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Πολύ αργότερα, μετά τον πόλεμο, έμαθα ότι όταν άρχισε ο πόλεμος, ο Στάλιν ήταν στο Κρεμλίνο. Ο Μπέρια και ο Μαλένκοφ μου είπαν γι’ αυτό.

    Ο Μπέρια είπε: «Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου μαζεύτηκαν στο γραφείο του Στάλιν. Ο Στάλιν ήταν εντελώς συντριμμένος. Το ηθικό του είχε κλονιστεί και έκανε την εξής δήλωση: “Ο πόλεμος άρχισε. Θα αναπτυχτεί καταστροφικά. Ο Λένιν μας άφησε το εργατικό προλεταριακό κράτος, αλλά εμείς το κάναμε σκ…” Ακριβώς έτσι εκφράστηκε. Είπε “Παραιτούμαι από την ηγεσία” και βγήκε από το δωμάτιο. Πήρε το αυτοκίνητό του και αναχώρησε για την ντάτσα του».

    Ο Μπέρια συνέχισε: «Εμείς παραμείναμε. Τι θα κάναμε; Συζητήσαμε και αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τον Στάλιν, για να τον κάνουμε να επιστρέψει στη δραστηριότητα, να χρησιμοποιήσουμε το όνομα και τις ικανότητές του για να οργανώσουμε την άμυνα της χώρας. Όταν φτάσαμε στην ντάτσα του, μπορούσα να δω από το πρόσωπό του ότι ο Στάλιν ήταν κατατρομαγμένος. Υποθέτω ότι ο Στάλιν νόμιζε πως είχαμε πάει εκεί να τον συλλάβουμε, επειδή είχε εγκαταλείψει το ρόλο του και δεν έπαιρνε καθόλου μέτρα για να οργανωθεί η αντίσταση στη γερμανική εισβολή. Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε ότι είμαστε μια τεράστια χώρα, ότι είχαμε τη δυνατότητα να οργανωθούμε, να κινητοποιήσουμε τη βιομηχανία και το λαό να αντισταθεί στον Χίτλερ. Σε αυτό το σημείο φάνηκε ο Στάλιν να έρχεται κάπως στα λογικά του».
    μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

    Ο Χρουτσόφ με τον Στάλιν, το 1936 (Πηγή: Wikipedia, από την «Πράβδα»)

  4. 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1934
    ΤΟ ΣΙΝΙΑΛΟ ΟΤΙ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η “ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ”.

    Στό Κρεμλίνο (Φρούριο σημαίνει ἡ λέξη στά Ρωσικά), ὁ Στάλιν λέει σέ ἀνθρώπους πού ἐμπιστεύεται ὃτι εἶναι ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ταχύτητα μέ τήν ὁποία ὁ Χίτλερ ἐξολόθρευσε τούς χθεσινούς στενούς συνεργάτες του, ἀπό τίς προκατασκευασμένες κατηγορίες πού ἑτοίμασε καί τό γεγονός ὃτι βγήκε ὡφελημένος ἀπό τήν ἐξολόθρευση.

    “Μήπως στό Λένινγκραντ παίζεται ἓνα ριμέϊκ τῆς ἐξόντωσης τοῦ Ρέμ;”
    Στἰς 15 Ὀκτωβρίου πράκτορες τῆς NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Ἐσωτερικῶν Ὑποθέσεων, ἡ διαβόητη μυστική Ἀστυνομία τῆς ΕΣΣΔ, μέ προγόνους τήν Ὀχράνα τοῦ Τσάρου καί τήν Τσεκά τοῦ Λένιν καί ἀπόγονο τήν ἐξ ἲσου διαβόητη KGB) ἒπιασαν ἓναν νεαρό ἂνδρα κοντά στό σπίτι τοῦ Κίρωφ, στό Λένινγκραντ, ἒψαξαν στήν τσάντα του, βρῆκαν ἓνα ρεβόλβερ καί τόν… ἂφησαν. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἐμφυλίου πολλοί παρτιζάνοι καί νεαροί κομμουνιστές διαθέτουν ρεβόλβερ καί τό συγκεκριμένο εἶναι καταγεγραμμένο ἀπό τό 1924. Ἀλλά οἱ πράκτορες δέν ξέρουν ὃτι ὁ Νικολάγιεφ διαγράφηκε πρόσφατα ἀπό τό Κόμμα, ὃτι ἡ ὂμορφη κοκκινομάλλα σύζυγός του ἦταν γραμματέας τοῦ Κίρωφ τόν προηγούμενο χρόνο καί ὁ ἲδιος ὁ Νικολάγιεφ ἒχει ζητήσει ἐπανεγγραφή στό κόμμα, άλλά ὁ Κίρωφ δέν ἒχει ἀπαντήσει.
    Τήν 1η Δεκεμβρίου 1934, στίς 4.30΄τό ἀπόγευμα ὁ Κίρωφ ἀνεβαίνει στό γραφεῖο του, στό Ἰνστιτοῦτο Σμόλνι.
    Τόν ἀκολουθεῖ ὁ πράκτορας-φύλακάς του.
    Ὀ Κίρωφ προσπερνᾶ τόν Νικολάγιεφ, ὁ ὁποῖος τόν περιμένει κρυμμένος σέ ἓναν διάδρομο.
    Ὀ Νικολάγιεφ βγάζει τό ρεβόλβερ καί τόν πυροβολεῖ μία φορά στόν λαιμό.
    Ὀ Κίρωφ πεθαίνει ἀκαριαῖα.

    Οἱ παλιοί ἀντιπολιτευόμενοι, πού θά διακαστοῦν σύντομα σέ δίκες-παρωδία καί θά τουφεκιστοῦν, ὑπονοοῦν τόν Στάλιν.
    Ὀ Ἀλεξέϊ Ρίκωφ, κορυφαίο στέλεχος τοῦ Κόμματος, πού θα δικαστεἶ ἀπό τίς 2 μέχρι τίς 13 Μαρτίου τοῦ 1938 λέει στήν κόρη του: “Στήν Πετρούπολη σκότωσαν τόν Κίρωφ. Εἶναι τό σινιάλο γιά τήν ἐξαπόλυση τῆς τρομοκρατίας.»
    Στήν ἐφημερίδα Ἰζβέστια/Εἰδήσεις ὁ Νικολάϊ Μπουχάριν, θεωρητικός τοῦ Κόμματος, χλωμός καί διαλυμένος λέει στόν Ίλιά Ἒρενμπουργκ: «Καταλαβαίνετε τί σημαίνει αὐτό; Τώρα ΑΥΤΟΣ θά μπορεῖ νά κάνει ὃ,τι θέλει μαζί μας… Καί θά ἒχει δίκιο.»
    Ὁ τροτσκιστής Μουράλωφ λέει στήν οἰκογένειά του: «Εἶναι ἓνα χτύπημα πού σχεδιάστηκε ἀπό αὐτόν. Εἶναι τό σινιάλο ὃτι πλησιάζει ἡ νύχτα τοῦ Ἀγίου Βαρθολομαίου.»

    Ὁ Στάλιν δείχνει ἀμέσως τόν Τρότσκι, τόν Ζηνόβιεφ, τόν Κάμενεφ καί τούς ὀπαδούς των.
    Ὁ Τρότσκι θά ἀπορρίψει μέχρι τέλους τήν ἐκδοχή μιᾶς δολοφονίας σχεδιασμένης ἀπό τόν Στάλιν.

    “Ποτέ κάποιο ἒγκλημα δέν ἀξιοποιήθηκε τόσο πολύ ἀπό ἐκεῖνον πού οἱ φῆμες κατηγοροῦν ὃτι διέπραξε”.
    Ὁ Στάλιν πηγαίνει στό κελί τοῦ Νικολάγιεφ καί τοῦ ὑπόσχεται ὃτι θά τοῦ χαρίσει τή ζωή, ἐάν ἐκεῖνος τοῦ ἀποκαλύψει τούς συνενόχους.
    Ὂταν ὁ Στάλιν φεύγει, ὁ Νικολάγιεφ σαρκάζει μπροστά στόν φύλακα: “Ὑποσχέθηκε νά μοῦ χαρίσει τή ζωή ἐάν καταγγείλω τούς συνενόχους. Άλλά δέν ἒχω συνενόχους.”
    Ὁ Στάλιν ἀναθέτει σέ δικούς του νά ἀναγκάσουν τόν Νικολάγιεφ νά ὁμολογήσει μιά ἀνύπαρκτη συνομωσία καί δίνει ἐντολή νά τουφεκιστοῦν 103 μοναρχικοί φυλακισμένοι πού δέν ἒχουν καμμία σχέση μέ τή δολοφονία.
    Κατασκευάζει μιά συνομωσία ἑνός φανταστικοῦ Ζηνοβιεφικο-τροτσκιστικοῦ κέντρου στό Λένινγκραντ καί στή Μόσχα. Καθορίζει ὁ ἲδιος τόν κατάλογο τῶν μελῶν του καί ὁρίζει τή σύνθεσή του σάν ἐπαγγελματίας πράκτορας. Ἐπιλέγει νά χτυπήσει τόν Ζηνόβιεφ καί τόν Κάμενεφ, ἀφοῦ ὁ Τρότσκι βρίσκεται πολύ μακριά.
    Ἐπαναλαμβάνει τήν ὑπόσχεση στόν Νικολάγιεφ καί τόν καταφέρνει νά καταγγείλει τούς φυλακισμένους ζηνοβιεφικούς καί νά αὐτοχαρακτηριστεῖ «ζηνoβιεφικός» ὁ ἲδιος.

    Ὀρίζει δίκη.
    Οἰ Ζηνοβιεφικοί πολιτικοί κρατούμενοι δέν μασᾶν τά λόγια τους μπροστά στόν Στάλιν – τόν καταγγέλουν δριμύτατα.
    Ὁ Στάλιν πείθει τούς ἀνακριτές ὃτι πράγματι ἑτοιμάζουν συνομωσία ἐναντίον του.
    Ὀ Ζηνόβιεφ θά συλληφθεῖ στίς 16 Δεκεμβρίου. Ἀλλά στό γράμμα του πρός τόν Στάλιν θἀ γράψει: «Δέν ἒκανα οὒτε ἓνα βῆμα, δέν ἒγραψα οὒτε μία γραμμή, δέν ἒκανα οὒτε μία σκέψη πού θά ἒπρεπε νά ἀποκρύψω ἀπό τό Κόμμα, ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή, ἀπό ἐσᾶς προσωπικά. (…) Δέν εἶμαι ἒνοχος γιά τίποτα, γιά τίποτα, γιά τίποτα ἐνώπιον τοῦ Κόμματος, τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς, ἐνώπιον Ὑμῶν προσωπικά.»
    Ὀ Στάλιν δέν ἀπαντᾶ στό γράμμα διότι ἐκτιμᾶ ὃτι μέ περισσότερη πίεση ὀ Ζηνόβιεφ θά σπάσει καί θά ἀναγνωρίσει τήν ἀνύπαρκτη ἐνοχή του.
    Στήν πρώτη αύτή στημένη δίκη ὁ μηχανισμός δημιουργίας ἐνοχῆς δέν εἶναι ἐπεξεργασμένος.
    Ἀπό τούς δεκατρεῖς ἂλλους ἀθώους μόνο ἓνας ἀναγνωρίζει, ἀσαφῶς, ὃτι εἶναι ἒνοχος.
    Ὀ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου, στόν ὁποῖο ὁ Στάλιν ἒχει δώσει τήν ἐντολή τῆς ἀπαγγελίας τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἀντιδρᾶ καί ζητᾶ συμπληρωματική ἒρευνα. Ὁ Στάλιν τόν διώχνει ὀργισμένος: «Καμμία συμπληρωματική ἒρευνα! Τελειώνετε!»
    Οἱ δεκατέσερεις κατηγορούμενοι καταδικάζονται σέ θάνατο καί ἐκτελοῦνται.

    Αὐτός εἶναι ὁ πρόλογος στήν παράσταση Ἡ Μεγάλη Τρομοκρατία, αὐτοῦ τοῦ Σκηνοθέτη-Τρομοκράτη.

    * * * * *

    Στό ἑπόμενο σχετικό ἂρθρο: Τό θεατρικό κείμενο Ἡ Ἀπόφαση τοῦ Μπέρτολτ Μπρέχτ καί τό μυθιστόρημα Ὑπόθεση Τουλάγιεφ τοῦ Βίκτωρος Σέρζ. Το Μηδέν καί τό Ἂπειρο τοῦ Ἂρθουρ Καῖσλερ καί τό Ἀνθρωπισμός καί Τρομοκρατία τοῦ Μωρίς-Μερλώ Ποντύ.]
    http://goo.gl/JqlyYr

  5. Αννα Αχμάτοβα, Ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Αντιόχου, εκδ. Μικρή Αρκτος

    Η Ρωσίδα ποιήτρια της συλλογικής μνήμης

    Του Σπυρου Γιανναρα

    Με τα ποιήματα της Αννας Αχμάτοβα, τη γνωστότερη ποιητική της συλλογή «Ρέκβιεμ», τη μνημειώδη ποιητική σύνθεση «Ποίημα δίχως Ηρωα» και τις «Ελεγείες του Βορρά» κάνει την εμφάνισή της στην αγορά η φιλόδοξη νέα σειρά των εκδόσεων Μικρή Αρκτος. Η απόδοση, το γύρισμα των ποιημάτων στη γλώσσα μας έγινε από τον Γιάννη Αντιόχου, ο οποίος βασίστηκε σε αγγλικές και γερμανικές μεταφράσεις του έργου μιας από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα.

    Σταλινικές διώξεις

    Η Αννα Αχμάτοβα, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο κ. Αντιόχου, πέρα από το ποιητικό της έργο «ξεχώρισε για την πολυτάραχη και τραγική της ζωή». Εζησε με τον εντονότερο τρόπο όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα που σημάδεψαν τη Ρωσία αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εζησε τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις Κομμουνιστικές Διεθνείς, την άνοδο του Στάλιν και του Λένιν στην εξουσία, τη βαναυσότητα και την απανθρωπία του σταλινικού καθεστώτος, τις προγραφές συγγραφέων και ποιητών, τον θάνατο του συζύγου της σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας, φίλων ποιητών, όπως ο Μάντελσταμ και πλήθος ανθρώπων του λαού. Η Αχμάτοβα είναι η ποιήτρια της συλλογικής μνήμης. Το «Ποίημα δίχως Ηρωα» είναι ένας ύμνος στη μνήμη. Η ποίησή της αποτελεί μια προσπάθεια κατάργησης της απόστασης μεταξύ της γραφής και της πραγματικότητας. Οι στίχοι της, όπως αναφέρει ο Μπόρις Πάστερνακ, «μεταμορφώνουν τα γεγονότα σε βιώματα».

    Η πρόσφατη στροφή πολλών εκδοτών προς τη ρωσική λογοτεχνία και την ποίηση, η διάθεση ανανέωσης των μεταφράσεων, μας προσφέρει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε σε μεγαλύτερο εύρος, αλλά και να εμβαθύνουμε σε μια τεράστια λογοτεχνία, η οποία έχει μεταφραστεί τμηματικά στα ελληνικά. Πιθανόν ότι αυτό αποτελεί ένα ακόμα βήμα για την κυκλοφορία στα ελληνικά ολόκληρου το ποιητικού έργου μεγάλων λογοτεχνικών αναστημάτων όπως του Νικολάι Γκουμιλιόφ, της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, του Πάστερνακ, του Οσιπ Μάντελσταμ ή του Αλεξάντερ Μπλοκ.

    Αντί εισαγωγής (από το ποίημα Ρέκβιεμ)

    «Στα φοβερά χρόνια του τρόμου της Γιεζόφ, δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με «αναγνώρισε». Μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που έστεκε πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει το όνομά μου, ξύπνησε από τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντάς στο αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυριστά εκεί): «Κι εσείς μπορείτε να περιγράφετε αυτό;»Κι εγώ απάντησα: «Ναι, μπορώ.»

    Επειτα κάτι που θύμιζε χαμόγελο γλίστρησε πάνω σε αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.

    1η Απριλίου 1957, Λένινγκραντ

    Τότε ήταν π’ αυτός που χαμογέλαγε ήταν ο πεθαμένος
    Γαλήνη απολαμβάνοντας αυτός ευτυχισμένος.
    Κι άχρηστη σαν παράρτημα του Λένινγκραντ η πόλη
    Μες στα δικά της κάτεργα γκρίζα να ταλαντώνει.
    Και όταν τρελές από πολλών ειδών βασανιστήρια,
    Προέλαυναν οι φάλαγγες των καταδικασμένων,
    Το σύντομο χαίρε τους σήμανε στα φουγάρα
    Από σφυρίχτρες μηχανών μέσα σε σύθαμπο καπνών,
    Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας αστέρια του θανάτου
    Και καταγής η αθώα μας σφαδάζει η Ρωσία
    Με μπότες όλο αίματα ώς πάνω καλυμμένες
    Κάτω από τα λάστιχα κλούβας αστυνομίας.

    Εχω κλάψει μήνες δεκαεπτά
    Καλώντας σε στο σπίτι.
    Στα πόδια έπεσα του δήμιου – όχι μια φορά,

    Γιε μου εσύ και κόλαση μαζί.
    Ολα μπερδεύτηκαν για άντα,
    Και τίποτα δεν μου ‘ναι καθαρό

    Ποιος είναι ο άνθρωπος και ποιο το θεριό,
    Και πόσος έμεινε ώς την εκτέλεση καιρός;
    Και μόνο άνθη σκονισμένα,
    Και το κουδούνισμα του θυμιατού, και βήματα
    Από το κάπου προς το πουθενά οδηγούν.

    Και μέσα στα μάτια με κοιτά
    Με θάνατο που ‘ρχεται γοργά
    Θεόρατο έν’ άστρο από ψηλά.

    Χρονολόγιο

    23-6-1889. Γέννηση της Αννας Αντρέγιεβνα Γκορένκο στην Μπολσόι Φοντάνκο της Ουκρανίας.

    1907. Εκδίδει το πρώτο της ποίημα υπογράφοντας με το όνομα της γιαγιάς της «Αχμάτοβα».

    25-4-1910. Παντρεύεται τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ.

    Φθινόπωρο του 1911. Ιδρύεται το «Σινάφι των ποιητών», μετέπειτα «Κύκλος των Ακμεϊστών» ως αντίδραση στην ποίηση των Συμβολιστών.

    18-10-12. Γεννιέται ο γιος της Λεβ Νικολάγιεβιτς Γκουμιλιόφ.

    Αύγουστος του 1918. Αχμάτοβα και Γκουμιλιόφ χωρίζουν.

    25-8-1921. Ο Γκουμιλιόφ εκτελείται αφού καταδικάστηκε για συνωμοσία κατά του καθεστώτος.

    Φθινόπωρο του 1933. Ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ συλλαμβάνεται και αφήνεται ελεύθερος.

    1925. Απαγορεύεται η κυκλοφορία των ποιημάτων της Αχμάτοβα.

    13-5-1934. Συλλαμβάνεται ο ποιητής Οσιπ Μάντελσταμ.

    10-3-1938. Ο Λεβ Γκουμιλιόφ συλλαμβάνεται ξανά, φυλακίζεται και εξορίζεται στη Σιβηρία.

    27-12-1938. Θάνατος του Μαντελστάμ στη Σιβηρία.

    1940. Μερική άρση της απαγόρευσης της ποίησής της.

    Μάιος 1945. Ο Λεβ Γκουμιλιόφ, που οδηγήθηκε από την εξορία στο μέτωπο, επιστρέφει να ζήσει μαζί της μετά τη νίκη των Ρώσων κατά των Γερμανών.

    16-5-1946. Ο γ.γ. του κόμματος στο Λένινγκραντ, Αντρέι Ζντάνοφ καταδικάζει την ποίηση της Αχμάτοβα, υποστηρίζοντας ότι «δηλητηριάζει τα μυαλά της σοβιετικής νεολαίας».

    6-11-1949. Νέα σύλληψη του Λεβ Γκουμιλιόφ

    Φεβρουάριος του 1956. Ο Λεβ Γκουμιλιόφ ελευθερώνεται.

    5-3-1966. Πεθαίνει η Αχμάτοβα.

    15-6-1992. Πεθαίνει ο Λεβ Γκουμιλιόφ.

  6. […] 30 Ιουλίου 1936: αρχίζουν οι Δίκες της Μόσχας […]

  7. […] 30 Ιουλίου 1936: αρχίζουν οι Δίκες της Μόσχας […]

  8. 1936: ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

    της σύνταξης

    Οι ιδέες του Τρότσκι –οι οποίες αποτελούν τη συνέχεια της μαρξιστικής σκέψης μετά το θάνατο του Λένιν- είναι χωρίς αμφιβολία οι πιο συκοφαντημένες ιδέες στην ανθρώπινη ιστορία.
    Στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία κατασπίλωσης των ιδεών του Τρότσκι, πρωταρχικό ρόλο έπαιξαν οι επαίσχυντες επιθέσεις των σταλινικών εναντίον του. Πριν από το θάνατό του, ο Λένιν σχημάτισε ένα μπλοκ με τον Τρότσκι για να απομακρύνουν το Στάλιν από τη θέση του Γραμματέα. Δυστυχώς, η επιδείνωση της υγείας, μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, απομάκρυνε το Λένιν από την πολιτική ζωή μέχρι το θάνατό του το 1924. Από τότε ο Τρότσκι ηγήθηκε του αγώνα ενάντια στο Στάλιν και την αναδυόμενη γραφειοκρατία μέσα στην ΕΣΣΔ. Μετά την ήττα της επανάστασης στο εξωτερικό, ο Στάλιν χρησιμοποίησε τα στηρίγματά του μέσα στο μηχανισμό για να απομονώσει και τελικά να εξορίσει τον Τρότσκι από τη Σοβιετική Ένωση.

    Ο Τρότσκι ήξερε ότι η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο. Σε αυτόν ενσαρκώνονταν οι πραγματικές παραδόσεις του επαναστατικού Μαρξισμού. Γι’ αυτό το λόγο αποτελούσε μία διαρκή απειλή για το Στάλιν.
    Μόλις ο Στάλιν διέλυσε, με τη βοήθεια της CPU, την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι, μέσα στη Ρωσία στράφηκε εναντίον όλων των αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένων και όσων συμμετείχαν μαζί του για να εξοντώσει τον Τρότσκι. Η νίκη της γραφειοκρατίας κορυφώθηκε με τις περίφημες Δίκες της Μόσχας του 1936-38 όπου όλη η παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένου και του Τρότσκι, που ηγήθηκαν της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατηγορήθηκαν για αντεπαναστατική δραστηριότητα, δολιοφθορά, δολοφονίες και συνεργασία με το φασισμό!!
    Κατά τη διάρκεια των δικών, ο Στάλιν επιχείρησε να κινητοποιήσει την παγκόσμια «κοινή γνώμη» ενάντια στους κατηγορουμένους. Οργανώθηκε μία διεθνής εκστρατεία μέσω των Κομμουνιστικών κομμάτων για να δυσφημίσουν και να συκοφαντήσουν τον Τρότσκι και τους άλλους ηγέτες της Επανάστασης. Ο Τρότσκι κατηγορήθηκε επίσημα ότι είχε επαφές με τις Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες από το 1921 και με τις Βρετανικές από το 1926!
    Στο κατηγορητήριο της δίκης των Παλιών Μπολσεβίκων Πιατάκοβ, Ράντεκ, Σοκολνίκοβ, Σερεμπριάκοβ, Μουράλοβ και άλλων, αναφέρεται: «Η έρευνα έχει αποδείξει ότι ο Τρότσκι προχώρησε σε διαπραγματεύσεις μ΄ έναν από τους ηγέτες του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με σκοπό να διεξάγουν ένα κοινό αγώνα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση…Οι βασικές αρχές αυτής της συμφωνίας, όσον αφορά τον Τρότσκι, ολοκληρώθηκαν και υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια συνάντησης του Τρότσκι με τον απεσταλμένο του Χίτλερ, Χες…» (Πρακτικά Δικών, σελ. 128, Νο 6, Φεβρουάριος 1937).
    Όμως με την κατάρρευση της Χιτλερικής Γερμανίας το 1945 και τις Δίκες της Νυρεμβέργης, οι οποίες αποκάλυψαν το ναζιστικό καθεστώς και τους συνεργάτες του, δε βρέθηκε τίποτα που να αποδεικνύει την παραμικρή σχέση του Τρότσκι και της Γκεστάπο. Δεν ήταν ο Τρότσκι αυτός που είχε συμφωνία με το Χίτλερ. Ήταν ο Στάλιν αυτός που υπέγραψε ένα σύμφωνο με το Χίτλερ τον Αύγουστο του 1939.

    Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

    Η εσωτερική κατάσταση στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1934 είχε σημάνει συναγερμό στη σταλινική γραφειοκρατία. Υπήρχε πλατιά δυσαρέσκεια σε όλη τη χώρα μετά την αποτυχία της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης. Ο Στάλιν φοβήθηκε ότι οι Παλιοί Μπολσεβίκοι –αν και είχαν εξαναγκασθεί επανειλημμένα να συνθηκολογήσουν- θα μπορούσαν να γίνουν σημείο αναφοράς για αντίσταση. Μερικοί είχαν ήδη αρχίσει επαφές με τον Τρότσκι στην εξορία.
    Ο Στάλιν εκείνη την εποχή κατάλαβε το λάθος του να εξορίσει τον Τρότσκι το 1928, γιατί έτσι του έδωσε τη δυνατότητα να ασκεί ελεύθερα κριτική στο σταλινικό καθεστώς. Ο Τρότσκι ήταν το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς της αντιπολίτευσης ενάντια στο Στάλιν. Ήταν ένας επαναστάτης ηγέτης που δε θα λύγιζε. Από τότε ο Στάλιν προετοίμασε τη δολοφονία του. Κατά συνέπεια άρχισε να στήνει τη σκευωρία ενάντια στον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του με τις κατηγορίες της τρομοκρατίας.
    Η δουλειά ανατέθηκε στη Μυστική Αστυνομία (NKVD) που έπρεπε να «αποδείξει» την ύπαρξη μιας παράνομης τρομοκρατικής Ζηνοβιεφικής οργάνωσης που συνεργαζόταν με ένα μυστικό Τροτσκιστικό δίκτυο. Στις αρχές του 1935 δόθηκε η εντολή στην NKVD να προχωρήσει στην «ολοκληρωτική διάλυση του παράνομου δικτύου των Τροτσκιστών-Ζηνοβιεφικών».
    Μετά από ενάμιση χρόνο παραμονής στη φυλακή, οι Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ μεταφέρθηκαν στη Μόσχα για να ανακριθούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν επανειλημμένα σπάσει και είχαν ηθικά συντριβεί. Ο Ζηνόβιεφ έγραψε στο Στάλιν ταπεινωτικά γράμματα από το κελί του: «Η ψυχή μου διακατέχεται από μία επιθυμία. Να σου αποδείξω ότι δεν είμαι πλέον εχθρός. Δεν υπάρχει πλέον απαίτηση που δεν θα μπορούσα να εκπληρώσω για να σου το αποδείξω…»(Rogovin, σελ.5).

    Ο Κάμενεφ συμπεριφέρθηκε με ιδιαίτερο κουράγιο. Είπε στον ανακριτή του: «Τώρα παρατηρούμε το Θερμιδώρ σε μία καθαρή μορφή. Η Γαλλική Επανάσταση μας δίδαξε ένα μάθημα, αλλά δεν ήμασταν ικανοί να το εφαρμόσουμε στην πράξη. Δεν ξέρουμε πως να προστατέψουμε την επανάστασή μας από το Θερμιδώρ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος μας και η ιστορία θα μας αποδοκιμάσει γι’ αυτό».

    Ο Γιέζοφ διατάχθηκε να τους «προετοιμάσει» για δημόσια δίκη, όπου θα έπρεπε να αποδοκιμάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό και τον Τρότσκι –για χάρη της επανάστασης! Ο Ζηνόβιεφ ήταν ο πρώτος που έσπασε, και στη συνέχεια έπεισε και τον Κάμενεφ να ακολουθήσει το παράδειγμά του με αντάλλαγμα τη ζωή τους, τη ζωή των οικογενειών τους και των υποστηρικτών τους. Μετά τους πήγαν μπροστά στο Στάλιν και το Βοροσίλοφ. Ο Ζηνόβιεφ τους ικέτευσε: «Θέλετε να παρουσιάσετε τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί εποχής Λένιν και τους προσωπικούς του φίλους ότι είναι ανήθικοι τρομοκράτες και να εμφανίσετε το κόμμα ως μία σφηκοφωλιά ίντριγκας, προδοσίας και δολοφονιών». Σε αυτό ο Στάλιν απάντησε ότι οι δίκες δεν είχαν στόχο αυτούς αλλά ήταν εναντίον του Τρότσκι, «τον ορκισμένο εχθρό του Κόμματος».
    Στις εκκλήσεις για τις ζωές τους ο Στάλιν απάντησε με τη διαβεβαίωση ότι όλα αυτά «είναι προφανή». Ο Στάλιν τους πρόδωσε, όπως θα πρόδιδε και τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία ήταν μία προδοσία της Επανάστασης προς όφελος των συμφερόντων της γραφειοκρατίας της οποίας επικεφαλής ήταν ο Στάλιν.
    Ο Σμιρνόφ και ο Ρακόφσκι αρνήθηκαν με πείσμα και οι δύο να «ομολογήσουν». Έφεραν το Ρακόφσκι μπροστά στον ίδιο το Στάλιν, που όμως απέρριψε τις προτροπές του. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης τηλεφωνούσε κάθε δύο ώρες η γραμματέας του Στάλιν για να ρωτήσει εάν είχαν καταφέρει να «σπάσει» ο Ρακόφσκι. Τελικά, μετά από μία μακρά ανάκριση, ο Ρακόφσκι κατάρρευσε συμπεραίνοντας «ότι όλα είχαν χαθεί». Όμως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αρνιόταν να συνδέσει το όνομα του Τρότσκι με την τρομοκρατική δραστηριότητα.

    ΨΕΜΑΤΑ

    Ο εισαγγελέας Βισίνσκυ, ένας πρώην αντεπαναστάτης στέλεχος των Λευκών, δε κατάφερε να φέρει την παραμικρή απόδειξη ενάντια στους κατηγορουμένους, ούτε ένα ντοκουμέντο, ούτε ένα κουρελόχαρτο, παρά μόνο τις «ομολογίες» τους. Η αδυναμία της εισαγγελικής αρχής αποδείχθηκε από τις αντιφάσεις και τα ψέματα στις καταθέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Για παράδειγμα, ο Γκόλτσμαν κατέθεσε ότι συνάντησε τον Τρότσκι και τον Σεντώφ στην Κοπεγχάγη στο ξενοδοχείο Μπρίστολ. Όμως οι κατήγοροι δεν γνώριζαν ότι το ξενοδοχείο Μπρίστολ είχε κατεδαφισθεί από το 1917!
    Στο τέλος της δίκης ο εισαγγελέας ζήτησε να εκτελεσθούν όλοι οι κατηγορούμενοι. Παρά τις εκκλήσεις των κατηγορουμένων για έλεος, μέσα σε διάστημα λίγων ωρών τους εκτέλεσαν όλους.
    Όμως ο Στάλιν δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Έπρεπε να εξοντωθούν όλοι. Έτσι προετοιμάσθηκε και νέος γύρος. Νέες δίκες επρόκειτο να γίνουν. Όπως εξήγησε ο Λέον Σεντώφ: «Ο Στάλιν χρειάζεται το κεφάλι του Τρότσκι. Αυτός είναι ο κύριος στόχος του και για να το καταφέρει θα φτάσει στις πιο ακραίες και πιο ύπουλες μεθοδεύσεις».
    Στις νέες δίκες, όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί Λένιν. Ο Τρότσκι, αν και απών ήταν ο κυριότερος κατηγορούμενος. Όλοι τους κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν να δολοφονήσουν το Στάλιν και τους άλλους Σοβιετικούς ηγέτες, καθώς και για συνωμοσία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας με σκοπό την καταστροφή της χώρας.

    Οι στημένες δίκες συνοδεύτηκαν βέβαια από εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων ανθρώπων υποστηρικτών του Τρότσκι και της Αριστερής Αντιπολίτευσης σε όλη τη χώρα. Η χώρα της επανάστασης είχε μετατραπεί σ’ ένα κράτος φόβου, όπου κυριάρχησε ο τρόμος, η δολοπλοκία και ο χαφιεδισμός. Πολλά θύματα εκτελέσθηκαν χωρίς δίκη γιατί αρνήθηκαν να δώσουν τις αναγκαίες «ομολογίες». Άλλωστε οι στημένες ομολογίες των κατηγορουμένων στις δημόσιες δίκες ήταν οι μοναδικές αποδείξεις για τις καταδίκες. Μόνο ο Τρότσκι ήταν μακριά από τα χέρα του Στάλιν και φυσικά δεν έμενε σιωπηλός. Σε κάθε ευκαιρία αποκάλυπτε τις επαίσχυντες δραστηριότητες του σταλινικού καθεστώτος.
    Στις 10 Αυγούστου 1936, ο Γιέζωφ, ηγετικό στέλεχος της μυστικής αστυνομίας, έδειξε στον Πιατάκοφ μια κατάθεση που είχε δοθεί ενάντιά του. Προσπαθώντας να υπερασπίσει τον εαυτό του, ο Πιατάκοφ κατηγόρησε τους «Τροτσκιστές» ότι διαδίδουν συκοφαντίες ενάντιά του. Με αυτό στο μυαλό του, ζήτησε από την Κεντρική Επιτροπή «να του επιτραπεί να εκτελέσει ο ίδιος όλους τους ενόχους που θα καταδικασθούν στην προσεχή δίκη, συμπεριλαμβανομένου και της πρώην γυναίκας του.»
    Τελικά ο Στάλιν απέρριψε το αίτημά του με το σκεπτικό ότι υπήρχε ο κίνδυνος να εκφυλισθούν οι δίκες με αυτόν το τρόπο. Τελικά ο Πιατάκοφ βρέθηκε ένοχος και εκτελέσθηκε ενώ οι Ράντεκ και Σοκολνίκοφ φυλακίσθηκαν και τελικά δολοφονήθηκαν από άλλους φυλακισμένους το 1939, προφανώς κατ’ εντολή των μυστικών υπηρεσιών.
    Ο γιος του Τρότσκι Σεργκέι Σεντόφ, που είχε συλληφθεί και εξοριστεί στα στρατόπεδα της Βορκούτα το 1935, καταδικάσθηκε σε θάνατο στις 29 Οκτωβρίου του 1937. Όλα τα μέλη της οικογένειας του Τρότσκι, τουλάχιστον εκείνους που οι αρχές μπόρεσαν να βρουν, συνελήφθησαν και εξοντώθηκαν στη συνέχεια. «Μόνο το άκουσμα του ονόματος -Τρότσκι- δημιουργούσε ένα υπερφυσικό τρόμο στις καρδιές των εμπνευστών των Μεγάλων Διώξεων,» έγραψε ο Ρούνιν, ο γαμπρός του Σεργκέι.

    Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ

    Ενώ εξελίσσονταν οι δίκες της Μόσχας, πολύ λίγοι αμφισβήτησαν ανοικτά την αυθεντικότητά τους. Αν και οι κατηγορίες φαίνονταν φανταστικές, οι ομολογίες παρουσιάζονταν αποκαλυπτικές. Στη Δύση, οι τροτσκιστές αγωνίσθηκαν γενναία για να αντισταθούν στη σταλινική μηχανή. Το 1937 σχηματίσθηκε μία αμερόληπτη Επιτροπή Έρευνας, από φιλελεύθερους δημοκράτες, υπό τον καθηγητή John Dewey για να ερευνήσει τις κατηγορίες ενάντια στον Τρότσκι και το γιο του Λέον Σεντώφ –τους δύο κυριότερους κατηγορούμενους των δικών της Μόσχας. Ύστερα από μία εξονυχιστική έρευνα η Επιτροπή εξέδωσε αθωωτική απόφαση και δήλωσε ότι οι δίκες ήταν μία σκευωρία. Σε ομιλία του στην Επιτροπή Dewey, τον Απρίλιο του 1937 ο Τρότσκι έδινε τη δική του απάντηση:
    «Γιατί η Μόσχα φοβάται τόσο πολύ τη φωνή ενός ανθρώπου; Γιατί γνωρίζω όλη την αλήθεια. Γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω. Γιατί είμαι έτοιμος να παρουσιαστώ δημόσια σε μια αμερόληπτη επιτροπή με ντοκουμέντα, γεγονότα και καταθέσεις στα χέρια μου και να αποκαλύψω την αλήθεια μέχρι το τέλος. Δηλώνω ότι εάν η επιτροπή αποφασίσει ότι είμαι ένοχος στον παραμικρό βαθμό για τα εγκλήματα που ο Στάλιν μου καταλογίζει, δεσμεύομαι προκαταβολικά να θέσω τον εαυτό μου οικειοθελώς στα χέρια των δήμιων της GPU.
    Όμως, αν η επιτροπή αποδείξει ότι οι Δίκες της Μόσχας είναι μία συνειδητή και προσχεδιασμένη σκευωρία, δε θα ζητήσω από τους κατηγόρους μου να στηθούν εθελοντικά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όχι! Η αιώνια ντροπή στη συνείδηση των ανθρώπινων γενιών θα είναι αρκετή γι’ αυτούς! Με ακούν οι κατήγοροι του Κρεμλίνου; Τους πετάω αυτή την πρόκληση στα μούτρα. Και περιμένω την απάντησή τους!»
    Αν και ήταν πολλοί εκείνοι που «ομολόγησαν» εγκλήματα τα οποία δε διέπραξαν ποτέ, υπήρξαν και αρκετοί που δεν ομολόγησαν. Οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.
    Αυτή η κατάσταση τρομοκρατίας και ανασφάλειας επηρέασε τον καθένα, ακόμα και τους πιο θερμόαιμους σταλινικούς. Για παράδειγμα, ο Ορντζονικίντζε αυτοκτόνησε στις αρχές του 1937. Στην ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Φεβρουαρίου-Μαρτίου του 1937 ήταν η σειρά του Μπουχάριν και του Ρίκοφ να κατηγορηθούν. Ο Στάλιν τους προέτρεψε να καθαρίσουν το όνομά τους καταθέτοντας ενάντια στον εαυτό τους και σε άλλους. Τελικά εκτελέστηκαν ακολουθώντας τη μοίρα των άλλων.
    Οι πράκτορες του Στάλιν προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους τροτσκιστές ως «αντεπαναστάτες» σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ισπανία η GPU υπό την καθοδήγηση του Αλεξάντερ Ορλόφ προχώρησε σε αντίποινα και δολοφονίες τροτσκιστών και αντισταλινικών του POUM. Το 1937, ο Ρέις, ένας πράκτορας της GPU έσπασε από τον Στάλιν και πέρασε στο στρατόπεδο του Τρότσκι. Καταδιώχθηκε και δολοφονήθηκε. Το 1938 δολοφονήθηκε στο Παρίσι ο γιος του Τρότσκι Λέον Σεντόφ. Ο κλοιός στένευε όλο και περισσότερο.
    Όλη η εν δυνάμει αντιπολίτευση έπρεπε να εξαλειφθεί. Τελικά η αποκορύφωση του δράματος έγινε όταν ο Λ. Τρότσκι δολοφονήθηκε από τον πράκτορα του Στάλιν, Ραμόν Μερκαντέρ, στις 20 Αυγούστου του 1940, στο Μεξικό.

    ΤΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΣΕ

    Ήταν μόλις το 1956, στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, που ο Χρουτσώφ αποκάλυψε τελικά ότι οι δίκες ήταν στημένες. Αυτό έγινε για να πέσει το βάρος των εγκλημάτων του σταλινισμού στον ίδιο το Στάλιν. Όλα ήταν δικό του έργο! Δεν αναφέρθηκε καθόλου το γεγονός ότι ο Χρουτσώφ και οι άλλοι συμμετείχαν άμεσα στις σκευωρίες όταν ο Στάλιν ζούσε. Φυσικά ούτε ο Τρότσκι ούτε ο γιος του αποκαταστάθηκαν. Παρά την αποκαλούμενη αποσταλινοποίηση, η έρευνα για την εποχή των μεγάλων εκκαθαρίσεων ήταν απαγορευμένη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
    Με την κατάρρευση του σταλινισμού και το άνοιγμα των αρχείων του ΚΚΣΕ, ήλθαν στο φως νέα στοιχεία για τις δίκες της Μόσχας. Οι μεγάλες εκκαθαρίσεις οργανώθηκαν από το Στάλιν όχι γιατί ήταν παράφρων. Αντίθετα, ήταν μια συνειδητή και καλά προετοιμασμένη σειρά ενεργειών για να προστατευθεί η κυριαρχία της γραφειοκρατίας.

    Αξίζει να τελειώσουμε αυτό το άρθρο με ένα απόσπασμα του Λέοπολντ Τρέπερ, ηγέτη του περίφημου αντιναζιστικού κατασκοπευτικού δικτύου στη Δυτική Ευρώπη:
    «Αλλά ποιος διαμαρτυρήθηκε εκείνη την εποχή; Ποιος σήκωσε τη φωνή του; Οι Τροτσκιστές δικαιούνται να διεκδικήσουν αυτή την τιμή. Ακολουθώντας το παράδειγμα του ηγέτη τους, που ανταμείφθηκε για τη στάση του με το χτύπημα μιας αξίνας, πάλεψαν το σταλινισμό ως το θάνατο και ήταν οι μοναδικοί που το έκαναν.
    Σήμερα οι τροτσκιστές έχουν το δικαίωμα να κατηγορήσουν εκείνους που συμμάχησαν κάποτε με τους λύκους. Ας μη ξεχνούν όμως ότι είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με εμάς. Είχαν ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα ικανό να αντικαταστήσει το σταλινισμό. Είχαν κάτι στο οποίο μπορούσαν να στραφούν την ώρα της τρομακτικής τους απογοήτευσης από την προδομένη επανάσταση. Δεν «ομολόγησαν» επειδή γνώριζαν ότι η ομολογία τους δε θα υπηρετούσε ούτε το κόμμα, ούτε το σοσιαλισμό.»

    http://www.sosialistikiekfrasi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=90%3A-1936-&catid=9%3Aa&Itemid=10

  9. […] 30 Ιουλίου 1936: αρχίζουν οι Δίκες της Μόσχας […]

  10. […] «λενινιστική» περίοδο όσο και τη δεύτερη –μετά τις Δίκες της Μόσχας–   που την αποκαλούμε «σταλινική» και κατά την οποία […]

  11. Μεγάλη Εκκαθάριση

    Απόσπασμα του διατάγματος αρ. 00447 της Εν Κα Βε Ντε

    Η Μεγάλη Εκκαθάριση ή ο Μεγάλος Τρόμος (ρωσικά: Большо́й терро́р, μτγ. μπολσόι τερόρ, μτφ. μεγάλος τρόμος) ή γενικότερα οι σταλινικές διώξεις, ήταν ευρείας έκτασης εκστρατεία κοινωνικοπολιτικής καταστολής στην Σοβιετική Ένωση από το 1936 έως το 1938.[1] Κατά την διάρκεια της διαδραματίστηκε μια μεγάλης κλίμακας εκκαθάριση του κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ και στελεχών της κυβερνήσεως, καταστολή των χωρικών, εκκαθάριση της ηγεσίας του Κόκκινου Στρατού, εκτεταμένη παρακολούθηση από την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες, και καταδίωξη των ατόμων που θεωρούνταν σαμποτέρ και αντιεπαναστάτες.[2] Ειδικά η περίοδος 1937-1938 η οποία υπήρξε και η πιο οξεία, αναφέρεται στην ιστορική ιστοριογραφία ως Γιεζόφστσινα (ρωσικά: Ежовщина) εκ του Νικολάι Γιεζόφ, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της Εν Κα Βε Ντε, της μυστικής αστυνομίας της ΕΣΣΔ. Εκτιμάται πως τουλάχιστον 600.000 άνθρωποι πέθαναν κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων αυτών.[3][4][5][6]

    Έγγραφο των εκκαθαρίσεων με υπογραφές των Στάλιν, Μόλοτωφ, Καγκανόβιτς, Βοροσίλοφ, Μικογιάν, και Τσουμπλάρ.
    Ο όρος καταστολή χρησιμοποιούνταν επίσημα για να περιγράφει την καταδίωξη των ατόμων που θεωρούνται αντιεπαναστάτες και εχθροί του λαού από την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Η εκκαθάριση είχε ως στόχο να απομακρύνει από το Κομμουνιστικό Κόμμα τους διαφωνούντες με τον Στάλιν και να στερεώσει την εξουσία του. Τα πιο προβλεβλημένα γεγονότα αφορούσαν την εκκαθάριση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και της κυβερνήσεως και του στρατού οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μέλη του κόμματος. Η εκστρατεία αυτή όμως επηρρέασε και πολλές άλλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως τους διανοούμενους, χωρικούς -ειδικά τους έυπορους χωρικούς, γνωστούς ως κουλάκους-, και τους ελεύθερους επαγγελματίες.[7] Επιπλέον, η Εν Κα Βε Ντε προχώρησε σε εκτεταμένη καταδίωξη εθνικών μειονοτήτων οι οποίες κατηγορήθηκαν πως αποτελούσαν την πέμπτη φάλαγγα προπαγανδίζοντας υπέρ των εχθρών της Σοβιετικής Ένωσης, όπως για παράδειγμα η κατηγορία προς τους πολίτες πολωνικής καταγωγής πως είχαν σχηματίσει μια μυστική πολωνική στρατιωτική οργάνωση η οποία ποτέ δεν υπήρξε.

    Σύμφωνα με τον λόγο του Νικίτα Χρουστσόφ το 1956 με τίτλο Περί της λατρείας της προσωπικότητας και των συνεπειών της (О культе личности и его последствиях) καθώς και μετέπειτα ευρήματα, ένας μεγάλος αριθμος κατηγοριών, ιδιαίτερα αυτών που παρουσιάστηκαν στις δίκες της Μόσχας, βασίστηκαν σε εξαναγκασμένες ομολογίες οι οποίες συχνά προέκυπταν από βασανιστήρια,[8] καθώς και σε ευέλικτες ερμηνείες του άρθρου 58 του ποινικού κώδικα της Σοβιετικής Ρωσικής Δημοκρατίας το οποίο αφορούσε τα αντιεπαναστατικά εγκλήματα. Πολύ συχνά δεν γινόταν δίκη, αλλά βάσει του σοβιετικού νόμου της εποχής εκείνης οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνονταν επί τόπου από τις τρόικες της Εν Κα Βε Ντε.[9]Εκατοντάδες χιλιάδες των θυμάτων κατηγορήθηκαν για διάφορα πολιτικά εγκλήματα (κατασκοπεία, υπονόμευση, σαμποτάζ, αντισοβιετική επιθετικότητα, στασιαστική συμπεριφορά) και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες ή στάλθηκαν στα γκουλάγκ και πέθαναν εκεί από πείνα, αρρώστιες, κρύο, και υπερεκμετάλλευση. Υπήρξαν και άλλες μέθοδοι εκτέλεσης, όπου για τους σκοπούς της γρήγορης εκτέλεσης χωρίς δίκη είχαν τεθεί σε χρήση ακόμα και φορτηγά των οποίων οι θάλαμοι χρησιμοποιούνταν ως θάλαμοι αερίων για την εκτέλεση των συλληφθέντων.[10][11][12]

    Η Μεγάλη Εκκαθάριση ξεκίνησε όταν αρχηγός της Εν Κα Βε Ντε ήταν ο Γκένριχ Γιαγκόντα, ωστόσο ο ρυθμός των εκκαθαρίσεων έφτασε σε νέα ύψη όταν επικεφαλής της υπηρεσίας ανέλαβε ο Νικολάι Γιεζόφ, από τον Σεπτέμβριο του 1936 έως τον Αύγουστο του 1938. Η εκστρατεία εκτελέστηκε σύμφωνα με την γενική γραμμή και συχνά με απευθείας διαταγές του Πολίτμπιρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης επικεφαλής του οποίου ήταν ο Στάλιν. Η εκστρατεία εκκαθαρίσεων διακρίνεται γενικά σε 4 κύριες περιόδους:[13]

    Οκτώβριος 1936 – Φεβρουάριος 1937: Αναδιάταξη των υπηρεσιών ασφαλείας, και σχεδιασμός των επιχειρήσεων για την καταστολή της ελίτ
    Μάρτιος 1937 – Ιούνιος 1937: Καταστολή των ελίτ, και σχεδιασμός της καταστολής της κοινωνικής βάσης των πιθανών αντιφρονούντων
    Ιούλιος 1937 – Οκτώβριος 1938: Μαζικές διώξεις εναντίων των κουλάκων, επικύνδινων εθνικών μειονοτήτων, μελών οικογενειών των αντιφρονούντων, στρατιωτικών, και σαμποτέρ στην βιομηχανία και την γεωργία
    Νοέμβριος 1938 – 1939: Βαθμιαία εξασθένηση των μαζικών επιχειρήσεων, διάλυση των μέσων καταστολής, σύλληψη ορισμένων οργανωτών των μαζικών καταδιώξεων

    Υπόβαθρο

    Από το 1930 και έπειτα, το Κόμμα και οι αξιωματούχοι της αστυνομίας φοβούνταν την κοινωνική αναταραχή η οποία δημιουργούνταν ως αποτέλεσμα της εξαναγκαστικής κολεκτιβοποίησης των χωρικών, του λιμού του 1932-1933, και της μαζικής και χωρίς οργάνωση μετανάστευσης χωρικών στις πόλεις. Η απειλή πολέμου στην Ευρώπη, έκανε τον Στάλιν καχύποπτο ως προς το ποιές από τις πληθυσμιακές ομάδες εντός της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να προχωρήσει σε εξέγερση, και έτσι προχώρησε προληπτικά στην αποδυνάμωση τους βάσει της θεωρίας της πέμπτης φάλαγγας των υπονομευτών, τρομοκρατών και κατασκόπων.[14][15][16]

    Ο Λέων Τρότσκυ το 1929, σύντομα πριν την έξοδο του από την Σοβιετική Ένωση.
    Ο όρος εκκαθάριση εντός της σοβιετικής πολιτικής ορολογίας ήταν συντομογραφία της έκφρασης εκκαθάριση των τάξεων του Κόμματος, όπως όταν το 1933 αποβλήθηκαν 400.000 άτομα από το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας. Από το 1936 έως το 1953 -θάνατος του Στάλιν- ο όρος απέκτησε νέα έννοια καθώς με το αποβληθεί κάποιος από το κόμμα ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα συλλαμβάνονταν και θα φυλακίζονταν ή θα εκτελούνταν.

    Η πολιτική εκκαθάριση ήταν κυρίως μια προσπάθεια από τον Στάλιν στο να εξαλείψει τους ανταγωνιστές του παρελθόντος, όπως τις αριστερές και δεξιές πολιτικές πτέρυγες του κόμματος επικεφαλής ήταν οι Λέων Τρότσκι και Νικολάι Μπουχάριν αντίστοιχα. Μετά τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο του 1917-1923 και την επικράτηση των μπολσεβίκων έναντι της τσαρικής κυβέρνησης και κατόπιν του Λευκού Στρατού με αφετηρία την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι παλαιοί Μπολσεβίκοι θεωρούσαν πως δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για τις έκτατες υπερεξουσίες και δυνάμεις του επικεφαλής οι οποίες είχαν τεθεί σε ισχύ λόγω των συνθηκών πολέμου, και πλέον είχαν περάσει από τον Λένιν -θάνατος το 1924- στον Στάλιν. Οι αντίπαλοι του Στάλιν και από τις 2 πλευρές του πολιτικού φάσματος τον κατηγορούσαν πως είναι αυταρχικός, αντιδημοκρατικός και χαλαρός ως προς την γραφειοκρατική διαφθορά. Η αντιπαράθεση αυτή προς τον Στάλιν ενδεχομένως να συγκέντρωνε σημαντική αποδοχή στην εργατική τάξη λόγω των προνομίων και πολυτελειών που απολάμβαναν τα υψηλά ιστάμενα στελέχη της κυβερνήσεως σε αντίθεση με όλους τους άλλους. Η υπόθεση Ρυούτιν όπου ο Ρυούτιν ήταν ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες που ασκούσε ισχυρή κριτική στον Στάλιν, φάνηκε να δικαιώνει τις υποψίες του Στάλιν ο οποίος με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να επιβάλλει απαγόρευση στον σχηματισμό κομματικών υποομάδων και φατριών και απέβαλλε τα κομματικά στελέχη που του αντιτίθονταν, ουσιαστικά τερματίζοντας τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την αντίστοιχη Ομάδα Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.

    Η νέα μορφή κομματικής οργάνωσης που προέκυψε, το Πολίτμπιρο, στο οποίο ο Στάλιν ήταν πλέον επικεφαλής, αποτελούσε την μοναδική εγκεκριμένη πηγή διαμόρφωσης ιδεολογίας και κατεύθυνσης. Ως συνέπεια δημιουργήθηκε η ανάγκη για την εξολόθρευση όσων Μαρξιστών είχαν διαφορετικές απόψεις, ιδιαίτερα αυτών που ανήκαν στην παλαιά φρουρά των επαναστατών. Με την έναρξη των εκκαθαρίσεων από το 1936 και έπειτα, η κυβέρνηση του Στάλιν μέσω της Εν Κα Βε Ντε εκτέλεσε πολλούς σημαντικούς μπολσεβίκους όπως τους Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, Μπέλα Κουν, την πλειοψηφία των συνεργατών του Λένιν, ακόμα και τον Νικολάι Μπουχάριν ο οποίος ήταν η κορυφαία ιδεολογική μορφή κατά την διακυβέρνηση του Στάλιν και παρά την αρχική συμμαχία του είχε έρθει σε διαφωνία αργότερα μαζί του. Η Εν Κα Βε Ντε προχώρησε σε εκτελέσεις των αντιφρονούντων ανεξάρτητα από το αν βρισκόταν εντός της Σοβιετικής Ένωσης ή όχι. Δεν γλίτωσε ούτε ο Λεών Τρότσκυ, ο οποίος παρότι είχε καταφύγει στο Μεξικό, δολοφονήθηκε από τον Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανό κομμουνιστή τον οποίο είχε στρατολογήσει η Εν Κα Βε Ντε με την δολοφονία να έχει διαταχθεί από τον ίδιο τον Στάλιν.[17]

    Ο Σεργκέι Κιρόφ, επικεφαλής του κόμματος στο Λένινγκραντ, μαζί με τον Στάλιν και την κόρη του Σβετλάνα το 1934.
    Το 1934, ο Στάλιν χρησιμοποίησε την δολοφονία του Σεργκέι Κιρόφ, -σημαντικός μπολσεβίκος ο οποίος πλέον είχε γίνει επικεφαλής του κόμματος στο Λένινγκραντ- ως αφορμή για την έναρξη της Μεγάλης Εκκαθάρισης. Μερίδα των μετέπειτα ιστορικών θεώρησαν πως ο ίδιος ο Στάλιν οργάνωσε την δολοφονία του Κιρόφ, ή πως τουλάχιστον υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να υποστηριχτεί κάτι τέτοιο.[18] Ο Κιρόφ ήταν στενός συνεργάτης και θερμός υποστηρικτής του Στάλιν, ωστόσο ο Στάλιν πιθανώς τον θεωρούσε ως πιθανό αντίπαλο λόγω της αυξανόμενης δημοφιλίας του στην μετριοπαθή τάξη του κόμματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο κομματικό συνέδριο του κόμματος το 1934 ο Κιρόφ εξελέγη στην κεντρική επιτροπή με μόνο 3 ψήφους κατά, τις λιγότερες από κάθε άλλο υποψήφιο, ενώ ο Στάλιν είχε λάβει 292 κατά. Μετά την δολοφονία του Κιρόφ, η Εν Κα Βε Ντε συνέλλαβε όλους όσους είχαν έρθει σε διαφωνία με τον Κιρόφ, και τον Στάλιν, και τους απέδωσε τις κατηγορίες της προδοσίας, τρομοκρατίας, σαμποτάζ, και κατασκοπίας.

    Επιπρόσθετα, η εκκαθάριση προχώρησε και διευρύνθηκε ώστε να εξαλειφθούν οι όποιες πιθανές πέμπτες φάλλαγες σε περίπτωση όπου η Σοβιετική Ένωση έμπαινε σε πόλεμο με κάποιον εξωτερικό εχθρό. Οι κύριοι εκφραστές του σκεπτικού αυτού ήταν οι Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ και Λαζάρ Καγκανόβιτς, οι οποίοι συμμετείχαν στην διεξαγωγή των εκκαθαρίσεων ως μέλη του Πολίτμπιρο και υπέγραφαν τους καταλόγους με τα ονόματα ανθρώπων προς εκτέλεση.[19] Ο Στάλιν θεωρούσε πως ο πόλεμος θα ξεσπούσε σύντομα, είτε από την ολοένα και πιο εχθρική ναζιστική Γερμανία, ή από την ολοένα και πιο επεκτατική Ιαπωνία, και τα ΜΜΕ της Σοβιετικής Ένωσης μετέδιδαν πως η χώρα απειλείται εκ των έσω από φασίστες κατασκόπους.[20]

    Η τακτική του εσωτερικού κινδύνου, είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετέπειτα (τσακίστε τους σαμποτέρ),[1][21] καθώς ο Λένιν είχε χρησιμοποιήσει την καταστολή εναντίον αυτών που θεωρούνταν ως πιθανοί εχθροί των μπολσεβίκων ως μέθοδο κοινωνικού ελέγχου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ερυθράς Τρομοκρατίας στην Ρωσία. Η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε και ισχυροποιήθηκε από τον Στάλιν, αρχικά σε περιπτώσεις όπως η αποκουλακοποίηση και ο μεγάλος λιμός της Ουκρανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό της Μεγάλης Εκκαθάρισης που ξεκίνησε από το 1936 ήταν πως αυτή την φορά βρισκόταν σε κίνδυνο και τα ίδια τα μέλη του κόμματος και ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματούχοι εκτός από την ευρύτερη κοινωνική μάζα.[22] Τα πρώτα κύρια στάδια της εκκαθάρισης ξεκίνησαν με την πρώτη δίκη της Μόσχας το 1936, την δημιουργία των τρόικων της Εν Κα Βε Ντε για την απονομή επαναστατικής δικαιοσύνης, και την ψήφιση του άρθρου 58-14 σχετικά με το αντιεπαναστατικό σαμποτάζ.

    Οι δίκες της Μόσχας
    Κύριο λήμμα: Δίκες της Μόσχας
    Πρώτη και δεύτερη δίκη της Μόσχας

    Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ κατά την διάρκεια διαγγέλματος
    Μεταξύ του 1936 και 1938 έγιναν τρεις πολύ μεγάλης έκτασης δίκες στην Μόσχα, στις οποίες κατηγορήθηκαν διάφορα πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος για συνέργεια με τις φασιστικές και καπιταλιστικές δυνάμεις με σκοπό την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την εγκαθύδριση του καπιταλισμού. Οι δίκες αυτές έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, και προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση καθώς οι πρώην στενοί συνεργάτες του Λένιν φέρονταν να ομολογούσαν στα πιο ειδεχθή εγκλήματα και ζητούσαν οι ίδιοι να τους επιδικαστεί η θανατική ποινή.

    Η πρώτη δίκη αφορούσε τα 16 μέλη του λεγόμενου Τροτσκικο-Καμενεβιτικού-Ζινοβίεφιτικου-Αριστερό-Αντιεπαναστατικού μπλοκ και έγινε τον Αύγουστο του 1936,[23] με τους κύριους κατηγορούμενους να είναι ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και ο Λεβ Καμένεφ οι οποίοι ήταν προεξέχοντες μορφές του κόμματος. Ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες, τους επιρρίφθηκε και η ευθύνη της δολοφονίας του Σεργκέι Κιρόφ. Οι κατηγορούμενοι αποδέχτηκαν τις κατηγορίες, καταδικάστηκαν σε θάνατο, και εκτελέστηκαν.[24]
    Η δεύτερη δίκη έγινε τον Ιανουάριο του 1937 και αφορούσε 17 λιγότερο προβεβλημένα στελέχη τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο αντισοβιετικό τροτσκικό κέντρο, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Καρλ Ραντέκ, Γκεόργκι Πυατακόφ, και Γκριγκόρι Σοκόλνικοφ. Κατηγορήθηκαν για συνέργεια με τον Τρότσκυ ο οποίος κατά το κατηγορητήριο αποτελούσε συνεργάτη της Γερμανίας. Όλοι οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν ένοχοι, δεκατρείς εκτελέστηκαν, και οι υπόλοιποι στάλθηκαν στα γκουλάγκ και πέθαναν εκεί. Ο Καρλ Ράντεκ κατά την ομολογία του έκανε λόγο και για μια επιπλέον πολιτική πτέρυγα αντιφρονούντων ανεξάρτητη από αυτή του Τρότσκυ και αυτή του Ζινόφιεφ, εμπλέκοντας τον Νικολάι Μπουχάριν.[25][26]
    Τον Ιούνιο του 1937 διεξήχθη μυστικό στρατιωτικό δικαστήριο με κατηγορούμενους διάφορους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, εντός των οποίων ήταν και ο Μιχαήλ Τουχατσέβσυ.
    Κάποια δυτικοί παρατηρητές των δικών ανέφεραν πως ήταν δίκαιες και πως η ενοχή των κατηγορουμένων είχε αποδειχτεί, βάσει των ομολογιών των ίδιων των κατηγορουμένων και χωρίς να φαίνονται φυσικά ίχνη βασανισμού επάνω τους. Σύμφωνα όμως με μεταγενέστερα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν για τις πρακτικές που ακολουθούσε η μυστική αστυνομία, ασκούνταν μεγάλη ψυχολογική πίεση στους κατηγορουμένους καθώς και βασανιστήρια όπως στέρηση ύπνου, παρατεταμάνη στάση σε άβολες θέσεις, και απειλές πως θα συλλαμβάνονταν ή και θα εκτελούνταν οι οικογένειες των κατηγορουμένων σε περίπτωση μη ομολογίας τους, με τις ανακρίσεις αυτές να κρατούν για μήνες.

    Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ απαίτησαν εγγυήσεις προκειμένου να δώσουν τις ομολογίες τους, πως δεν θα εκτελούνταν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους. Η απαίτηση τους αυτή έγινε αποδεκτή παρουσία των Στάλιν, Βοροσίλοφ και Γιεζόφ ως εκπροσώπων του Πολίτμπιρο. Μετά την δίκη όμως, ο Στάλιν αθέτησε την συμφωνία και εκτέλεσε τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ, μαζί με τις οικογένειες τους.[27]

    Επιτροπή Ντιούι

    Ο αρχιεκτελεστής της Εν Κα Βε Ντε, Βασίλι Μπλοχίν, ανέλαβε τις εκτελέσεις σημαντικών ατόμων κατά την διάρκεια των εκκαθαρίσεων[28]
    Τον Μάιοι του 1937, οργανώθηκε στις ΗΠΑ η επιτροπή Ντιούι από τους υποστηρικτές του Λεών Τρότσκυ με τον επικεφαλής της να είναι ο διάσημος φιλόσοφος και παιδαγωγός της εποχής, Τζον Ντιούι. Ο κύριος σκοπός της επιτροπής ήταν η υπεράσπιση του Τρότσκυ έναντι των κατηγοριών που του προσάπτοταν στις δίκες της Μόσχας, και παράπλευρα την ίδια στιγμή και ο γενικότερος έλεγχος των πρακτικών που ακολουθούνταν στις δίκες αυτές.[29]

    Τα πορίσματα των ερευνών της επιτροπής εκδόθηκαν στην μελέτη με τίτλο Not Guilty (μη ένοχος), εντός της οποίας υποστηρίζονταν η αθωότητα όλων όσων καταδικάζονταν στις δίκες της Μόσχας, καθώς κατά το πόρισμα της επιτροπής βρέθηκε πως δεν γινόταν καμία προσπάθεια αποκάλυψης της αλήθειας, οι ομολογίες των κατηγορουμένων δεν είναι δυνατό να ήταν πραγματικές καθώς ερχόταν σε αντίφαση με άλλες καταθέσεις και με άλλα γεγονότα για τα οποία υπήρχαν αποδείξεις πως είχαν λάβει χώρα, και πως ο Τρότσκυ ποτέ δεν ήρθε σε επικοινωνία με κανέναν από τους κατηγορουμένους ώστε να έρθουν σε συμφωνία με ξένες δυνάμεις εναντίον της ΕΣΣΔ καθώς και ποτέ δεν σχεδίασε εγκαθίδρυση του καπιταλισμού στην Σοβιετική Ένωση.

    Η τρίτη δίκη της Μόσχας

    Οι αξιωματούχοι της Εν Κα Βε Ντε που κατεύθυναν τις μαζικές διώξεις: Γιάκοβ Αγκρανώφ, Γκένριχ Γιαγκόντα, Στανισλάβ Ρέντενς. Συνελλήφθησαν και εκτελέστηκαν.
    Η τρίτη και τελική δίκη της Μόσχας, έγινε εν τέλει και η πιο διάσημη. Διαδραματίστηκε τον Μάρτιο του 1938, και έγινε γνωστή και ως η δίκη των 21, με εντυπωσιακό εύρος και τύπο κατηγοριών καθώς και ιδιαίτερα υψηλόβαθμους κατηγορουμένους οι οποίοι αποκλήθηκαν ως μπλοκ των δεξιών και των τροτσκιστών. Η προετοιμασία για την δίκη αυτή διήρκησε πάνω από ένα χρόνο, καθώς στα αρχικά στάδια της προετοιμασίας υπήρξαν αρκετοί που ήταν αρνητικοί ή επιφυλακτικοί στο να προχωρήσουν στην αποκύρηξη των συντρόφων τους. Κατά την περίοδο αυτή ο Στάλιν αντικατέστησε τον Γκένριχ Γιαγκόντα από επικεφαλή της Εν Κα Βε Ντε με τον περισσότερο ενθουσιώδη Νικολάι Γιεζόφ ώστε να επισπεύσει τις διαδικασίες.

    Η πιο εξέχουσα μορφή των κατηγορουμένων ήταν ο Νικολάι Μπουχάριν ο οποίος ήταν πρώην προεδρεύων της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο σημαντικότερος ιδεολόγος του Μαρξισμού, τον πρώην πρωθυπουργό Αλεξέι Ρίκοφ, τον ίδιο τον Γκένριχ Γιαγκόντα υπό τον οποίο είχε ξεκινήσει η Μεγάλη Εκκαθάριση, καθώς και τους Κριστιάν Ρακόφσκι και Νικολάι Κρεστίνσκι.

    Το γεγονός πως και ο ίδιος ο Γιαγκόντα ήταν κατηγορούμενος, κατέδειξε την ταχύτητα με την οποία εξελισσόταν οι εκκαθαρίσεις και πως κανείς δεν θα έπρεπε να νιώθει ασφαλής. Κατά την τρίτη δίκη χρησιμοποιήθηκαν οι ομολογίες για άλλα άτομα που συγκεντρώθηκαν από τις 2 πρώτες ώστε να κατηγορηθούν επιπλέον στελέχη, και με επίκεντρο στην νέα αυτή δίκη να είναι ο Μπουχάριν ο οποίος κατηγορούνταν πως επιχείρησε να δολοφονήσει τους Λένιν και Στάλιν το 1918, πως δολοφόνησε τον Μαξίμ Γκόρκι με δηλητήριο, και πως σκοπό είχε την διαίρεση της ΕΣΣΔ και απονομή περιοχών της στην Γερμανία, Ιαπωνία, και Μεγάλη Βρετανία, ανάμεσα σε άλλες κατηγορίες.

    Ακόμα και όσοι έβλεπαν με θετική ή ουδέτερη στάση τις 2 προηγούμενες δίκες, έβρισκαν πλέον δύσκολο να αποδεχτούν τις νέες κατηγορίες καθώς γινόταν ολοένα και πιο εξωφρενικές, και καθώς οι εκκαθαρίσεις περιελάμβαναν όλους τους παλιούς σημαντικούς μπολσεβίκους εκτός από τον Στάλιν. Ειδικά η εκτέλεση του Μπουχάριν προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση ακόμα και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, καθώς ο Μπουχάριν ήταν θεωρητικός του Μαρξισμού με διεθνή εμβέλεια και σεβασμό.[30] Για πολλούς κομμουνιστές του εξωτερικού όπως τους Αμερικανούς Μπέρτραμ Γουλφ και Τζέι Λόβστοουν, τον Ούγγρο Άρθουρ Κέσλερ, και τον Γερμανό Χάινριχ Μπράντλερ, το γεγονός αυτό ήταν αρκετό ώστε να προκαλέσει την αποχώρηση τους από τον κομμουνισμό, με τους πρώτους 3 να γίνονται μετέπειτα ένθερμοι αντικομμουνιστές.[31][32] Η ομολογία του Μπουχάριν συμβόλιζε για αυτούς την κατάπτωση του κομμουνισμού, ο οποίος όχι μόνο κατέστρεψε τα ίδια του τα παιδιά αλλά και τα στρατολόγησε στην ίδια του την αυτοκαταστροφή και απαξίωση με τις ομολογίες που τους εξανάγκασε να διατυπώσουν.[30]

    Ομολογία του Μπουχάριν
    Κατά την πρώτη ημέρα της δίκης, ο Νικολάι Κρεστίνσκι προκάλεσε αίσθηση καθώς αποκύρηξε την γραπτή ομολογία του και δήλωσε πως ήταν αθώος έναντι όλων των κατηγοριών. Την επόμενη ημέρα ωστόσο άλλαξε την θέση του και παραδέχτηκε την ενοχή του, έχοντας τον αριστερό του ώμο εξαρθρωμένο.[33]

    Ο Νικολάι Μπουχάριν, σημαντικός Ρώσος μπολσεβίκος και θεωρητικός του Μαρξισμού ο οποίος εκτελέστηκε το 1938
    Ο Αναστάς Μικογιάν και ο Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, μέλη του Πολίτμπουρο και πολιτικοί συντονιστές των εκκαθαρίσεων, αργότερα ισχυρίστηκαν πως ο Μπουχάριν δεν βασανίστηκε ποτέ, ωστόσο αργότερα αποκαλύφθηκε πως επιτρεπόταν να χτυπηθεί από τους ανακριτές του, καθώς και πως υπήρχε μεγάλη πίεση στους ανακριτές ώστε να κατορθώσουν να κάνουν τον Μπουχάριν να ομολογήσει. Ο Μπουχάριν άντεξε για 3 μήνες, ωστόσο ο συνδυασμός απειλών σχετικά με την σύζυγο και το νήπιο γιο του, μαζί με μεθόδους φυσικής επιρροής τον έφθειραν και ομολόγησε. Όταν όμως διάβασε την ομολογία που είχε γράψει, διορθωμένη και επηυξημένη από τον ίδιο τον Στάλιν, την αποκύρηξε στο σύνολο της. Ως συνέπεια, η ανάκριση ξεκίνησε και πάλι, με διπλή ομάδα ανακριτών πλέον.[34]

    Η ομολογία του Μπουχάριν προκάλεσε γενική κατακραυγή στο εξωτερικό, και αποτέλεσε την βάση του βιβλίου του Άρθουρ Κέσλερ με τίτλο Το μηδέν και το άπειρο [35](Sonnenfinsternis) καθώς και της φιλοσοφικής πραγματείας του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ με τίτλο Ανθρωπισμός και τρομοκρατία [36](Humanisme et terreur) . Η ομολογία του Μπουχάριν διέφερε από τις άλλες, καθώς ενώ ομολόγησε πως ήταν ένοχος σε όλες για κατηγορίες εναντίον του, αρνήθηκε πως γνώριζε λεπτομέρειες για το κάθε έγκλημα ξεχωριστά, παραμένοντας μόνο σε ότι υπήρχε στην γραπτή ομολογία του χωρίς να πηγαίνει παραπέρα.

    Η ομολογία του περιείχε διάφορες γλαφυρές παραδοχές, όπως το ότι ήταν εκφυλισμένος φασίστας ο οποίος εργάζονταν για την αποκατάσταση του καπιταλισμού. Οι δικαστικές αρχές προσπάθησαν να του επιρρίψουν επιπλέον κατηγορίες ωστόσο καταρρίπτοντας τες με επιχειρήματα έδειξε πως ήταν σε θέση να ζημιώσει την όλη δίκη,[37] αναφέροντας πως η ομολογία του κατηγορουμένου δεν είναι απαραίτητη και πως η ομολογία του κατηγορουμένου είναι μια μεσαιωνική αρχή δικαιοδοσίας σε μια δίκη στην οποία όλοι οι κατηγορούμενοι ομολογούσαν την ενοχή τους. Τελείωσε την απολογία του λέγοντας πως το τερατώδες έγκλημα του ήταν αδύνατο να μετρηθεί, ιδιαίτερα στο νέο αυτό στάδιο του αγώνα της ΕΣΣΔ, και πως ευχόταν η δίκη αυτή να είναι το τελευταίο αυστηρό μάθημα και είθε η μεγάλη δύναμη της ΕΣΣΔ να γινόταν ξεκάθαρη σε όλους.[38]

    Ο Γάλλος συγγραφές Ρομαίν Ρολάν και άλλες προσωπικότητες του εξωτερικού έστειλαν επιστολές στον Στάλιν ζητώντας επιείκια για τον Νικολάι Μπουχάριν, ωστόσο με εξαίρεση τον Κριστιάν Ρακόφσκι και άλλους 2 κατηγορουμένους οι οποίοι φυλακίστηκαν, όλοι οι άλλοι μαζί τους και ο Μπουχάριν εκτελέστηκαν. Παρά την υπόσχεση των αρχών πως η οικογένεια του θα γλίτωνε, η σύζυγος του Μπουχάριν, Άννα Λαρίνα, στάλθηκε σε γκουλάγκ, επέζησε όμως και έζησε αρκετά ώστε να δει την δικαίωση και αποκατάσταση του συζύγου της από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ το 1988.

    Εκκαθάριση του στρατού

    Οι πρώτοι 5 στρατάρχες της Σοβιετικής Ένωσης, τον Νοέμβριο του 1935. (αριστερά προς δεξιά): Μιχαήλ Τουχατσέβσκυ, Σεμιόν Μπουντιόνι, Κλιμέντ Βοροσίλωφ, Βασίλι Μπλούχερ, Αλεξάντρ Ίλιτς Γιεγκόρωφ. Μόνο ο Βοροσίλωφ και ο Μπουντιόνι επέζησαν των εκκαθαρίσεων.
    Η εκκαθάριση του Κόκκινου Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού συνοψίζεται στην απόταξη 3ών εκ των συνολικά 5 στραταρχών (στρατηγοί με 5 αστέρια), 13ών από 15 διοικητών του στρατού (στρατηγών τεσσάρων και τριών αστέρων), 8 από 9 ναυάρχων,[39] 50 από 57 διοικητές σωμάτων στρατού, 154 από 186 διοικητές μεραρχιών, το σύνολο των 16 κομισάριων του στρατού, και 25 εκ των 28 κομισαρίων των σωμάτων στρατού.[40]

    Στην αρχή εκτιμήθηκε πως το 25% με 50% των αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού εκκαθαρίστηκε, ωστόσο το πραγματικό ποσοστό ήταν 3,7–7,7% καθώς το πραγματικό σύνολο των αξιωματικών του στρατού υποεκτιμούνταν καθώς και οι περισσότεροι από όσους αποτάχθηκαν απλώς αποβλήθηκαν από το κόμμα. Αργότερα επιτράπη στο 30% των αξιωματικών που εκκαθαρίστηκαν την περίοδο 1937–1939 να επιστρέψουν στην ενεργό υπηρεσία.[41]

    Η εκκαθάριση του στρατού έγινε βάσει υποτιθέμενων στοιχείων που είχαν ανακαλυφθεί σε επικοινωνία μεταξύ του στρατάρχη Μιχαήλ Τουχατσέβσκυ και του γερμανικού ανώτατου επιτελείου στρατού,[42] κάτι ύποπτο καθώς η ημερομηνία επικοινωνίας των επιστολών του Τουχατσέβσκυ είναι μεταγενέστερη της έναρξης των εκκαθαρίσεων στον στρατό και οι εκκαθαρίσεις είχαν ήδη ξεκινήσει, ενώ τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην δίκη βασίζοντας σε εξαναγκασμένες ομολογίες.[43]

    Η ευρύτερη εκκαθάριση
    Σχεδόν όλοι οι παλαιοί Μπολσεβίκοι οι οποίοι είχαν προεξέχοντα ρόλο στην Οκτωβριανή επανάσταση το 1917, ή υπήρξαν μέλη της κυβέρνησης του Λένιν αργότερα, εκτελέστηκαν. Από τα 6 μέλη του αρχικού Πολίτμπιρο του 1917 οι οποίοι ζούσαν ακόμα έως το 1936, μόνο ο Στάλιν παρέμεινε ζωντανός με το τέλος των εκκαθαρίσεων.[1] Τέσσερις εκτελέστηκαν στην ΕΣΣΔ, ενώ ο Λεών Τρότσκυ ο οποίος βρισκόταν σε εξορία από το 1929, δολοφονήθηκε εν τέλει στο Μεξικό το 1940. Από τα 7 μέλη τα οποία εκλέχθηκαν στο Πολίτμπιρο μεταξύ της Οκτωβριανής Επανάστασης και του θανάτου του Λένιν το 1924, 4 εκτελέστηκαν, ένας αυτοκτόνησε (Μιχαήλ Τόμσκι), και 2 επέζησαν (Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ και Μιχαήλ Καλίνιν).

    Ωστόσο, ενώ οι δίκες και εκτελέσεις των στελεχών του κόμματος και του στρατού ήταν οι πλέον προβεβλημένες, αποτελούσαν μόνο ένα μικρό μέρος των εκκαθαρίσεων σε εξέλιξη, καθώς υπήρχαν προσδιορισμένες ποσοστώσεις για την σύλληψη και εκτέλεση ατόμων πολλών άλλων ατόμων στην ευρύτερη κοινωνία.[44]

    Διανοούμενοι

    Φωτογραφία της σύλληψης του ποιητή Όσιπ Μάντελσταμ το 1938. Πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

    Φωτογραφία σύλληψης του Ισαάκ Μπαμπέλ, δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα.

    Φωτογραφία σύλληψης του Βσέβολοντ Μάγιερχολντ, θεατρικού σκηνοθέτη και παραγωγού.

    Φωτογραφία σύλληψης του βοτανολόγου Νικολάι Βαβίλωφ.
    Κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, φυλακίστηκαν περίπου 2.000 συγγραφείς, λόγιοι, και καλλιτέχνες, με 1.500 από αυτούς να πεθαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε μια περίπτωση εξαφανίστηκαν 27 αστρονόμοι μεταξύ του 1936 και του 1938 κατά την διάρκεια των εκκαθαρίσεων, διότι η μελέτη των ηλιακών κηλίδων κρίθηκε αντιμαρξιστική. Το ίδιο το τμήμα μετεωρολογίας είχε εκκαθαριστεί βιαίως από το 1933 καθώς είχε αποτύχει να προβλέψει την κακοκαιρία που προκάλεσε την αποτυχία των καλλιεργειών και τον ερχομό λιμού.[45]

    Οι εκκαθαρίσεις ωστόσο επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στους συγγραφείς, ενδεικτικά όπως:

    ο ποιητής Όσιπ Μάντελσταμ ο οποίος το 1933 είχε γράψει το αντισταλινικό ποιήμα γνωστό ως επίγραμμα του Στάλιν,[46][47]ενώ ο Μπορίς Πάστερνακ ο οποίος μεσολάβησε υπέρ του Μάντελσταμ γλίτωσε καθώς ο Στάλιν δεν τον θεώρησε επικύνδινο.[48]
    Ο συγγραφέας Ισαάκ Μπαμπέλ συνελήφθη το 1939, και σύμφωνα με την ομολογία του στην οποία υπήρχε κηλίδα αίματος ομολόγησε πως αποτελούσε μέλος ομάδας τροτσκιστών και παρά την μετέπειτα απόσυρση της ομολογίας του εκτελέστηκε στην φυλακή.[49]
    Ο Μπορίς Πιλνυάκ συνελήφθη το 1937 για αντιεπαναστατικές δραστηριότητες, κατασκοπία και τρομοκρατία και εκτελέστηκε.[49]
    Ο θεατρικός συγγραφέας Βσέβολοντ Μάγιερχολντ συνελήφθη το 1939 με τις κατηγορίες της κατασκοπίας υπέρ των Βρετανών και Ιαπώνων ενώ η σύζυγος του δολοφονήθηκε στο σπίτι τους από την κρατική ασφάλεια και ο ίδιος βασανίστηκε ώστε να δηλώσει ένοχος για τις κατηγορίες που του προσάπτονταν.[50][49]
    Ο Γεωργιανός ποιητής Τιτσιάν Ταμπίτζε συνελήφθει το 1937 με την κατηγορία της προδοσίας, βασανίστηκε και εκτελέστηκε,[51] ενώ ο παιδικός φίλος του και επίσης ποιητής Πάολο Ιασβίλι αυτοκτόνησε αργότερα προκειμένου να μην αποκυρήξει τον Ταμπίτζε.[52][53]
    Ο ποιητής Πάβελ Νικολάγιεβιτς Βασιλίεφ είχε υπερασπιστεί τον Μπουχάριν δημόσια κατά την περίοδο της δίκης του και αρνήθηκε να τον αποκυρήξει όπως του ζητήθηκε, συνελήφθει και εκτελέστηκε τον Ιούλιο του 1937.[54]
    Ο Γιάν Στεν, φιλόσοφος και υποδιευθυντής του ινστιτούτου Μαρξ – Ένγκελς, ο οποίος είχε υπάρξει διδάσκαλος του Στάλιν στην διαλεκτική του Χέγκελ, κατηγορήθηκε ως ιδεολόγος του μενσεβικισμού από τον ίδιο τον Στάλιν, συνελήφει και εκτελέστηκε στην φυλακή.[55]
    Ο ποιητής Νικολάι Κλυουέφ συνελήφθει το 1933 και εκτελέστηκε το 1937 ως αντίθετος προς την σοβιετική ιδεολογία.
    Ο γλωσσολόγος Νικολάι Ντουρνοβό ο οποίος έθεσε τις βάσεις της ταξινόμησης των ρωσικών διαλέκτων στην σύγχρονη έρευνα εκτελέστηκε το 1937.[56]
    Ο Ουκρανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου Λες Κούρμπας εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1937.

    ……………………

  12. ………………….

    Η πιανίστρια Χαντίτζα Γκαγιμπόβα, εκτελέστηκε το 1938.

    Ο παλαιοντολόγος και γεωλόγος Ντιμίτρι Μουσκέτωφ, εκτελέστηκε το 1938,
    Πρώην κουλάκοι και άλλα αντισοβιετικά στοιχεία
    Στις 2 Ιουλίου του 1937, ο Στάλιν έστειλε απόρρητη επιστολή σε όλους τους επικεφαλείς τοπικών παραρτημάτων του κόμματος, μαζί με αντίγραφο και στους επικεφαλείς της Εν Κα Βε Ντε, διατάσσοντας τους να παρουσιάσουν εντός 5 ημερών τα εκτιμώμενα σύνολα για τον αριθμό κουλάκων (εύπορων χωρικών) και εγκληματιών οι οποίοι θα έπρεπε να συλληφθούν, εκτελεστούν, ή να σταλθούν στα γκουλάγκ. Για τον υπολογισμό των συνόλων αυτών συνυπολογίστηκαν όσοι ήταν ήδη ύποπτοι από την αστυνομία και υπό παρακολούθηση.

    Στις 30 Ιουλίου του 1937 εκδόθηκε το διάταγμα αρ. 00447 της Εν Κα Βε Ντε, το οποίο διέτασσε την εκκαθάριση των πρώην κουλάκων και άλλων αντισοβιετικών στοιχείων όπως πρώην μέλη του τσαρικού καθεστώτως ή μέλη κομμάτων εκτός του κομμουνιστικού πριν την επανάσταση. Όσοι συλλαμβάνονταν εκτελούνταν ή στέλνονταν στα γκουλάγκ, με τις αποφάσεις να γίνονται επί τόπου από τις τρόικες της Εν Κα Βε Ντε.

    Ιδιαίτερη προσοχή δίνονταν στις παρακάτω κατηγορίες:[57]

    πρώην κουλάκους
    πρώην πολιτικό προσωπικό του τσαρικού καθεστώτος
    πρώην αξιωματικούς του Λευκού Στρατού
    συμμετέχοντες σε εξεγέρσεις χωρικών
    μέλη του θρησκευτικού κλήρου
    άτομα χωρίς δικαίωμα ψήφου
    πρώην μέλη μη μπολσεβικικών κομμάτων
    απλοί εγκληματίες και άλλα κοινωνικά επιζήμια στοιχεία
    Ωστόσο πολλά άτομα συλλαμβάνονταν τυχαία σε επιδρομές της αστυνομίας, ή ως αποτέλεσμα αποκυρήξεων, ή επειδή τύχαινε να ήταν συγγενής, φίλοι ή γνώριμοι των ατόμων που είχαν ήδη συλληφθεί. Πολλοί εργάτες, μηχανικοί, και χωρικοί συνελήφθησαν επειδή εργάζονταν ή βρίσκονταν κοντά σε εργοστάσια και υποδομές στρατηγικής σημασίας, και τα τυχόν ατυχήματα και δυσλειτουργίες που σημειώνονταν στις υποδομές αυτές αποδίδονταν από την Εν Κα Βε Ντε σε σαμποτάζ και υπονόμευση του εχθρού.[57]

    Ο Γιεβγκένι Μίλλερ, ένας από τους εναπομείνοντες του Λευκού κινήματος, απήχθη από την Εν Κα Βε Ντε το 1937 και εκτελέστηκε 19 μήνες αργότερα.
    Ο ορθόδοξος κλήρος χτυπήθηκε ιδιαίτερα ισχυρά με το 85% των 35.000 μελών του κλήρου να συλλαμβάνεται.

    Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδα υπήρξε και αυτοί των ειδικών αποίκων, οι οποίοι δεν ήταν στα γκουλάγκ και μπορούσαν να ζουν κανονική ζωή, αλλά μόνο εντός συγκεκριμένων τοποθεσιών και υπό παρακολούθηση. Από τις ομάδες αυτές τουλάχιστον 100.000 συνελήφθησαν κατά την διάρκεια των εκκαθαρίσεων. Ακολούθησε ειδική διαταγή (αρ. 00447) βάσει της οποίας θα έπρεπε να εκτελεστούν τα πλέον ταραχοποιά και πεισματώδη αντισοβιετικά στοιχεία τα οποία βρίσκονταν ήδη εντός των γκουλάγκ. Η διαταγή προσδιόριζε τον αριθμό σε 10.000 άτομα, ωστόσο εκτελέστηκαν τα τριπλάσια με την πλειοψηφία των εκτελέσεων να γίνεται κατά την περίοδο Μάρτιο με Απρίλιο 1938.[58]

    Οι ανακρίσεις γινόταν από τις τρόικες οι οποίες κατά την διάρκεια μερικών ωρών αποφάσιζαν για εκατοντάδες περιπτώσεις ατόμων, και αποφάσιζαν το αν θα εκτελεστούν ή θα σταλθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχοντας υπόψη τις γενικές ποσοστώσεις που είχαν οριστεί από τις διαταγές για εκτελέσεις και γκουλάγκ. Οι θανατικές ποινές ήταν άμεσα εφαρμόσιμες και γινόταν την νύχτα, στην φυλακή ή σε απομονωμένες τοποθεσίες έξω από τις μεγάλες πόλεις.[59][60]

    Η επιχείρηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη της συνολικής εκκαθάρισης για το διάστημα 1937–38, όπου αναφέρεται πως 669.929 άτομα συνελήφθησαν και 376.202 εκτελέστηκαν, αριθμός που αντιστοιχεί σε πάνω από το μισό όλων των θανάτων κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης.[61]

    Καταστολή των εθνικών μειονοτήτων
    Δείτε επίσης: Ελληνική επιχείρηση της Εν Κα Βε Ντε

    Ο Πολωνικής καταγωγής σοβιετικός πολιτικός Στανισλάβ Κοσιόρ, από τους υπαίτιους του μεγάλου λιμού της Ουκρανίας, εκτελέστηκε το 1939.
    Από το 1937 έως το 1939 στοχοποιήθηκαν συγκεκριμένες εθνότητες εντός της ΕΣΣΔ, με την κατηγορία πως συνεργαζόταν με εχθρικές δυνάμεις και αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια της χώρας. Ο πρωτεργάτης της καταδίωξης αυτής ήταν ο Νικολάι Γιεζόφ υπό την καθοδήγηση του Στάλιν, και αργότερα ο Λαυρέντι Μπέρια. Ο αριθμός των πολιτών πολωνικής καταγωγής που συνελήφθησαν ήταν 143.810 και εκτελέστηκαν 111.091 από αυτούς,[62] ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά τους καλύφθηκαν με την διαταγή αρ. 00486 η οποία προσδιόριζε πως οι γυναίκες θα υπηρετούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για 5 με 10 έτη[63] και τα παιδιά θα στέλνονταν σε ορφανοτροφεία. Η ιδιοκτησία των οικογενειών αυτών κατάσχονταν, όπως και το σπίτι τους, επηρεάζοντας συνολικά 200.000 με 250.000 πολίτες πολωνικής καταγωγής.[63][62]

    Οι επιχειρήσεις αυτές της Εν Κα Βε Ντε βασίζονταν σε γενικές ποσοστώσεις οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν, έτσι οι όποιες συλλήψεις και εκτελέσεις γινόταν ομαδικά και με γενικά κριτήρια (π.χ. μη ρωσικά ονόματα) μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά και όχι ανάλογα με την περίπτωση κάθε ατόμου.[64][65]

    Ξένοι πολίτες
    Κάποια θύματα της εκκαθάρισης ήταν ξένοι πολίτες, όπως Αμερικανοί πολίτες που είχαν μετεγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ μετά το Μεγάλο Κραχ στις ΗΠΑ το 1929 ώστε να ξαναρχίσουν την ζωή τους. Όταν οι εκκαθαρίσεις πλέον βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη κατέφυκαν στα κατά τόπους προξενεία και πρεσβείες ζητώντας καταφύγιο και επιστροφή στις ΗΠΑ, αρκετοί από αυτούς όμως συνελλήφθησαν εκτός των πρεσβειών και εκτελέστηκαν, ιδίως στην Μόσχα.[66][67][68]

    Έλληνες πολίτες
    Έλληνες πολίτες, θύματα των εκκαθαρίσεων υπήρξαν και στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που βρέθηκαν τη δεκαετία του 30 στην ΕΣΣΔ, όπως ο Ανδρόνικος Χαϊτάς, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ την περίοδο 1927-31, οι Κώστας Ευτυχιάδης, Γιώργος Κολοζώφ, Διονύσης Πυλιώτης μέλη του ΠΓ του ΚΚΕ, ο Απόστολος Κλειδωνάρης βουλευτής Μαγνησίας του ΚΚΕ το 1932, ο Μάρκος Μαρκοβίτης μέλος της ΟΚΝΕ, ο παιδαγωγός Ιορδάνης Ιορδανίδης και άλλοι.

    Η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1967 αποφάσισε να αποκαταστήσει ηθικά και κομματικά 13 μέλη του ΚΚΕ που έπεσαν θύματα την περίοδο της προσωπολατρίας στη Σοβιετική Ένωση.[69]

    Εκκαθαρίσεις σε άλλες χώρες
    Εκκαθαρίσεις στην Μογγολία

    Μνημείο στην μνήμη των θυμάτων, Ουλάν Μπατόρ, Μογγολία
    Κατά τα τέλη του 1930, ο Στάλιν έστειλε πράκτορες της Εν Κα Βε Ντε στην Μογγολία και σε συνεργασία με το εκεί κομμουνιστικό καθεστώς ίδρυσε την μογγολική εκδοχή των τρόικων, οι οποίες εκτέλεσαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως κατάσκοποι και συνεργάτες των Ιαπώνων.[70] Η πλειοψηφία των θυμάτων ήταν βουδιστές λάμα με 18.000 να εκτελούνται. Άλλες κατηγορίες θυμάτων ήταν οι αριστοκράτες και οι ακαδημαϊκοί, μαζί με κάποια ποσοστά εργατών και αγροτών.[71] Οι μαζικοί τάφοι ανακαλύπτονταν για πολλές δεκαετίες έπειτα.[72]

    Εκκαθαρίσεις στην Κίνα
    Στην συνορεύουσα με την ΕΣΣΔ επαρχία Σιντσιάνγκ της βορειοδυτικής Κίνας, το τοπικό αυτόνομο κομμουνιστικό καθεστώς του πολέμαρχου Σενγκ Σικάι διεξήγαγε την δική της επιχείρηση εκκαθαρίσεων την ίδια εποχή με την Σοβιετική Ένωση. ενώ ο πόλεμος της Σιντσιάνγκ εναντίον των Ουιγούρων ξέσπασε κατά την διάρκεια των εκκαθαρίσεων.[73] Ο Σενγκ ζήτηση βοήθεια από την Εν Κα Βε Ντε, έτσι με την βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης ο Σενγκ υποστήριξε πως βρισκόταν σε εξέλιξη μια τεράστια τροτσκιστική συνομωσία για την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι μετά την σύλληψη όλων των τοπικών αντιφρονούντων η περιοχή της Σιντσιάνγκ τέθηκε ουσιαστικά υπό πλήρη σοβιετικό έλεγχο, ενώ ο Στάλιν αντιτίθονταν στο κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα .[74]

    Ο μηχανικός πυραύλων Σεργκέι Κορολιόφ, συνελήφθη το 1938, πέρασε 6 χρόνια στα γκουλάγκ, και κατόπιν αποφυλακίστηκε στο τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, και κατόπιν έγινε ο αρχισχεδιαστής του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος.
    Τερματισμός της εκκαθάρισης

    Ο Νικολάι Γιεζόφ, επικεφαλής της Εν Κα Βε Ντε, μαζί με τον Στάλιν, πριν και μετά την εκτέλεση του όταν και εξαλείφθηκε κάθε ίχνος του.
    Το καλοκαίρι του 1938 ο Νικολάι Γιεζόφ απομακρύνθηκε από την ηγεσία της Εν Κα Βε Ντε -φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1940- και τον αντικατέστησε ο Λαβρέντι Μπέρια ο οποίος συνέχισε για λίγους μήνες τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης. Στις 17 Νοεμβρίου του 1938 εκδόθηκαν διατάγματα για τον τερματισμό των οργανωμένων επιχειρήσεων εκκαθάρισης της Εν Κα Βε Ντε.

    Ωστόσο η πρακτική μαζικών συλλήψεων, εξοριών και εκτελέσεων συνεχίστηκε σε αρκετά μικρότερη κλίμακα -με εξαίρεση την μεγάλη σφαγή του Κατύν και την σφαγή των φυλακισμένων- έως τον θάνατο του Στάλιν το 1953.[75] Μια περίπτωση η οποία έγινε αρκετά γνωστή ήταν αυτή της νύχτας των δολοφονημένων ποιητών, κατά την διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν 13 διάσημοι Εβραίοι συγγραφείς στις 12 Αυγούστου του 1952.

    Σε μερικές περιπτώσεις, οι στρατιωτικοί που είχαν συλληφθεί από τον Γιεζόφ, εκτελέστηκαν αργότερα από τον Μπέρια.[76] Επίσης πολλές οικογένειες οι οποίοι δεν γνώριζαν τι είχαν απογίνει οι συγγενείς τους κατά την περίοδο 1937-1938 και αρχικά τους είχε ειπωθεί πως βρίσκονταν σε καταναγκαστικά έργα χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας, τους ανακοινώθηκε 10 χρόνια αργότερα πως είχαν πεθάνει στην φυλακή.[77]

    Αντιδράσεις στην Δύση
    Παρότι τα τεκταινόμενα στις δίκες της Μόσχας ήταν γνωστά στο εξωτερικό, οι εκατοντάδες χιλιάδες των υπολοίπων συλλήψεων και εκτελέσεων δεν ήταν. Αυτές έγιναν γνωστές στην Δύση μόνο αφότου κάποιοι από τους επιζώντες των γκουλάγκ κατάφεραν να φύγουν από την Σοβιετική Ένωση και να διηγηθούν τα συμβάντα.[78] Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι πολλοί ξένοι ανταποκριτές της περιόδου 1936-1939 απλώς δεν ανέφεραν τίποτα για τις εκκαθαρίσεις, ενώ σε πολλές δυτικές χώρες και ιδιαίτερα στην Γαλλία, υποστηρίζεται πως έγιναν προσπάθειες αποσιώπησης των γεγονότων αυτών, όπως η θέση του Ζαν Πωλ Σαρτρ πως τα στοιχεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα πρέπει να αγνοηθούν έτσι ώστε να μην προκαλέσουν την αποθάρυνση του γαλλικού προλεταριάτου.[79] Μετά τις αρχικές καταθέσεις των επιζώντων των γκούλαγκ, ακολούθησαν νομικές διαδικασίες και ανακάλυψη στοιχείων τα οποία επιβεβαίωναν τις διηγήσεις τους.[80]

    Αποκατάσταση

    Αποκατάσταση μετά θάνατον του Μιχαήλ Τουχατσέβσκυ, σε σοβιετικό γραμματόσημο του 1963
    Τα στοιχεία και τα αποτελέσματα των ερευνών φανερώθηκαν μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, και κατέδειξαν την έκταση των εκκαθαρίσεων. Η πρώτη σημαντική πηγή ήταν οι αποκαλύψεις του Νικίτα Χρουστσόφ στην ομιλία του με τίτλο Περί της λατρείας της προσωπικότητας και των συνεπειών της (О культе личности и его последствиях) το 1956.[81]Η επιχείρηση της Μεγάλης Εκκαθάρισης αποκύρήχθηκε εμφατικά από τον Χρουστσόφ τον Φεβρουάριο του 1956 στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ. Η ομιλία αφορούσε τα γεγονότα της περιόδου αυτής, και κρατήθηκε αρχικά μυστική χωρίς να δημοσιευτεί. Αναφέρθηκε στις ενέργειες του Στάλιν ως κατάχρηση εξουσίας η οποία ως αποτέλεσμα είχε τεράστια ζημιά στην χώρα. Στον ίδιο λόγο που εκφώνησε, ανέφερε επίσης πως πολλά από τα θύματα ήταν αθώοι και πως καταδικάστηκαν βάσει πλαστών ομολογιών οι οποίες ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων.

    Η χρονική στιγμή την οποία επέλεξε να κάνει τις ανακοινώσεις αυτές ο Χρουστσόφ ήταν πρακτικά χρήσιμη, καθώς την περίοδο αυτή προσπαθούσε να επικρατήσει στον αγώνα για το οποιός θα διαδέχονταν τον Στάλιν, έναντι των υποψηφίων οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με την διεξαγωγή και οργάνωση των εκκαθαρίσεων στο παρελθόν, κάτι που τελικά κατάφερε και έγινε ο νέος πολιτικός ηγέτης της ΕΣΣΔ.

    Αριθμός θυμάτων
    Σύμφωνα με τα κρατικά στοιχεία της εποχής, κατά το 1937 και το 1938 η Εν Κα Βε Ντε συνέλαβε 1.548.366 άτομα, εκ των οποίων 681.692 εκτελέστηκαν, ένας αριθμός που αντιστοιχεί σε 1.000 εκτελέσεις ανά ημέρα.[3]

    Ωστόσο υπάρχει σκεπτικισμός από αρκετούς ερευνητές ωστόσο σχετικά με την ακρίβεια ή την αξιοπιστία των σοβιετικών αρχείων της εποχής,[3][82][83][84] και κάποιο θεωρούν πως ο αριθμός των νεκρών είναι πολύ μεγαλύτερος στο εύρος ανάμεσα στο 1.000.000[85] με 1.750.000,[5][4][86][87][88]ενώ πολλές εκτελέσεις στα χαρτιά φαινόταν ως δεκαετής φυλάκιση χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας, κάτι που επιβεβαιώνεται από τους μαζικούς τάφους στις Βίννιτσα και το Κουροπάτυ όπου οι εκτελεσθέντες είχαν όλοι λάβει την ποινή αυτή.[89]

    Αντιθέτως υπάρχουν και ερευνητές οι οποίοι θεωρούν πως, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων την δεκαετία του 1990, πως τα θύματα ήταν λίγες εκατοντάδες χιλιάδες ή πως είναι δυνατό να ήταν ακόμα μόνο και μερικές δεκάδες χιλιάδες.[90][91][92][93][93][94]

    Ο ρόλος του Στάλιν

    Κατάλογος των εκκαθαρίσεων με τις υπογραφές των Μόλοτωφ, Στάλιν, Βοροσίλωφ, Καγκανόβιτς, και Ζνταβώφ.
    Οι ιστορικοί με πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και στην αλληλογραφία των προσωπικοτήτων της εποχής επιβεβαιώνουν πως ο Στάλιν υπήρξε στενά συνδεδεμένος με τις εκκαθαρίσεις, και πως οι θεωρίες πως ο κεντρικός έλεγχος δεν μπορούσε να ελέγξει όλες τις πτυχές των εκκαθαρίσεων και τι συνέβαινε δεν ευσταθούν βάσει των ιστορικών δεδομένων.[95] Ο Στάλιν προσωπικά κατεύθυνε τον Νικολάι Γιεζόφ να βασανίζει όσους δεν δεχόταν να ομολογήσουν στις κατηγορίες που τους προσάπτονταν, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ήταν καιρός πια να αρχίσουν να ομολογούν και πως οι κρατούμενοι δεν βρισκόταν σε ξενοδοχείο αλλά σε φυλακή. Σε μια άλλη περίπτωση και καθώς εξέταζε τους καταλόγους συλληφθέντων του Γιεζόφ, σημείωσε δίπλα από το όνομα ενός συλληφθέντα χτύπα, χτύπα!.[96]

    Χαρακτηριστικότερα, ο Στάλιν υπέγραψε 357 καταλόγους συλληφθέντων από το 1937 έως το 1938 εγκρίνοντας τις εκτελέσεις 40.000 ανθρώπων, και το 90% των ατόμων αυτών έχει επιβεβαιωθεί πως εκτελέστηκαν.[97] Κατά την διάρκεια επισκόπησης ενός από τους καταλόγους αυτούς, ο Στάλιν σχολίασε ποιός θα θυμάται όλη αυτή την ανακατωσούρα σε 10 ή 20 χρόνια; Κανείς. Ποιός θυμάται τα ονόματα των βογιάρων τους οποίους ξεφορτώθηκε ο Ιβάν ο Τρομερός; Κανείς,[98] μια ρήση που ταιριάζει με την παρόμοια του Χίτλερ ο οποίος ανέφερε στους στρατηγούς του το 1939 ποιός ούτως και άλλως μιλά σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;.[99]

    Αποκαλυπτήρια μνημείου στην Μόσχα προς τιμή των θυμάτων των διωγμών, Μόσχα, 1990
    Μαζικοί τάφοι και μνημεία
    Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανακαλύφθηκαν πολυάριθμοι μαζικοί τάφοι με θύματα της Μεγάλης Εκκαθάρισης,[100][101][102][103] και σε κάποιες από αυτές τις τοποθεσίες ανεγέρθηκαν μνημεία υπέρ της μνήμης των θυμάτων.[104]

    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B7_%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%AC%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B7


Αφήστε απάντηση στον/στην Aριστερά και φασίζουσες συμπεριφορές | Und ich dachte immer Ακύρωση απάντησης