«Μνήμη και Τραύμα»: μια βιβλιοπαρουσίαση (16-2-2011)
Παρουσίαση του βιβλίου:
Κόκκινος, Γιώργος – Λεμονίδου, Έλλη – Αγτζίδης, Βλάσης (2010) Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη. Αθήνα: Ταξιδευτής, σελ 329.
Του Στέλιου Θεοδωρίδη
«Αλλά η τιμωρία του άλλου, επειδή είναι ο άλλος, βασιζόμενη
σε μια αφηρημένη ιδεολογία, μας φαινόταν το αποκορύφωμα της αδικίας
και του παραλογισμού…. Για κάποιον που δεν πίστευε ούτε πιστεύει,
όπως εγώ, αυτή ήταν η ύψιστη αδικία, ασυμβίβαστη με κάθε τι και ακατανόητη».
[Primo Levi, «To καθήκον της μνήμης»…]
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό νέο βιβλίο ήρθε να καλύψει το κενό στην προσέγγιση ενός ενδιαφέροντος και εξαιρετικά επίκαιρου θέματος: των πολιτικών και των συγκρούσεων που αναπτύσσονται γύρω από τη Μνήμη, η οποία μεταφέρει στο σύγχρονο κόσμο το Τραύμα που προήλθε από βίαιες συμπεριφορές σκληρών ομάδων εξουσίας ενάντια σε άμαχους πληθυσμούς. Για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία κατατίθεται μια ολοκληρωμένη μελέτη που προσεγγίζει θεωρητικά το ζήτημα και μελετά ενδεικτικά περιπτώσεις απ’ όλο τον κόσμο.
Οι βασικοί άξονες
Στο βιβλίο αυτό τρεις ιστορικοί επιχειρούν να φέρουν στο φως τις πολιτικές αντιμετώπισης των επίμαχων και τραυματικών γεγονότων που σημάδεψαν την Ιστορία του 20ου αιώνα. Οι συγγραφείς με ενδεικτικές μελέτες περίπτωσης απ’ όλο τον κόσμο –Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ιαπωνία, Κίνα, ΗΠΑ, πρώην Σοβιετική Ένωση (σοβιετικός ελληνισμός και σταλινικές διώξεις), Ελλάδα και Τουρκία (Γενοκτονία των Ποντίων και ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία)- επιχειρούν, όπως αναφέρουν, «να συμβάλλουν στην κατανόηση των πολλαπλών τρόπων αναμέτρησης των σύγχρονων κοινωνιών με τις ‘σκοτεινές σελίδες’ της Ιστορίας τους και ως εκ τούτου στην κριτική διαβούλευση των πολιτών με στόχο την ιστορική αυτογνωσία.
Ο Γιώργος Κόκκινος γράφει τα κεφάλαια:
-«Η δυναμική της μνήμης και της λήθης στη δημόσια σφαίρα και οι νόμοι της μνήμης στη Γαλλία» και
-«Το τραυματικό και επίμαχο παρελθόν και οι συγκρουσιακές του αναγνώσεις: το παράδειγμα της διαχείρισης της σφαγής του Nanking στην Ιαπωνία, στην Κίνα και στις ΗΠΑ».
Η Έλλη Λεμονίδου το :
-«Οι πόλεμοι της μνήμης στην Πολωνία» και
ο Βλάσης Αγτζίδης γράφει το κείμενο :
-«Mνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό».
Οι συγγραφείς προσπαθούν με περισσή εντιμότητα και ευαισθησία να προσεγγίσουν ζητήματα καίρια αλλά απωθημένα, που επανέρχονται διαρκώς στη συζήτηση και προκαλούν πλείστους όσους ιδεολογικούς πολέμους που σχετίζονται με τη διαχείριση της Μνήμης. Η πλέον γνωστή τέτοια σύγκρουση είναι αυτή που σχετίζεται με τις προσπάθειες αναθεωρητικών νεοναζιστικών κύκλων για αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος και η περιφρούρηση της Μνήμης των θυμάτων με διοικητικά μέτρα από τις σύγχρονες δημοκρατίες με την απαγόρευση της αμφισβήτησης. Ο Κόκκινος διαπραγματεύεται αυτήν ακριβώς τη συζήτηση για τα όρια της διοικητικής προστασίας της Μνήμης, που γίνεται μεταξύ διανοουμένων. Επίσης μελετά τον τρόπο που επιχειρείται να αναγνωστεί από τις διάφορες πλευρές η «σφαγή στο Nanking», που έκαναν οι Ιάπωνες εναντίον των Κινέζων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απωθημένης Μνήμης και του τρόπου που εκλαμβάνεται το τραυματικό γεγονός, είναι αυτό που εξετάζει η Λεμονίδου και αφορά την εξόντωση των Εβραίων της Πολωνάις από τους Ναζί με τη συνεργασία των ίδιων των Πολωνών.
Οι Πόντιοι και οι πρόσφυγες του ’22 στην Ελλάδα και στην ΕΣΣΔ
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναπτύσσεται από τον Βλάση Αγτζίδη μια ελληνική περίπτωση, απωθημένη και διαστρεβλωμένη από την κυρίαρχη εκδοχή, που σχετίζεται με τις πλέον σημαντικές στιγμές της νεότερης ιστορίας και αφορά τις πορείες των Ποντίων, αλλά και των υπόλοιπων προσφύγων του ’22, στην Ελλάδα και στη Σοβιετική Ένωση. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά το ’22 ένα διεκδικητικό προσφυγικό κίνημα, το οποίο επιζητούσε να αναδείξει εντέχνως ξεχασμένα ιστορικά ζητήματα, τα οποία όμως είχαν προκαλέσει μεγάλης έντασης Τραύματα στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Το ζήτημα αιχμής που πρόβαλαν οι ποντιακές-προσφυγικές οργανώσεις ήταν το ζήτημα της Γενοκτονίας που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός στην Ανατολή κατά τη διαδικασία δημιουργίας του τουρκικού έθνους-κράτους. Το ζήτημα αυτό -που σήμερα αποδέχονται και τεκμηριώνουν οι αντικεμαλικοί Τούρκοι ιστορικοί- προκάλεσε μια πρωτοφανούς έκτασης αμφισβήτηση των προσφύγων στην Ελλάδα με την ενοχοποίηση της δικής τους ιστορικής ερμηνείας.
Ένα άλλο ζήτημα που αναπτύσσεται υποδειγματικά στο τρίτο μέρος του βιβλίου είναι η σύγκρουση για τις σταλινικές διώξεις που συνέβησαν στην ΕΣΣΔ μετά το 1937 και κατέστρεψαν ένα μοναδικό ελληνικό σοβιετικό φαινόμενο. Και για το ζήτημα αυτό παρατηρούνται έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις που σχετίζονται περισσότερο με τα στερεότυπα που έχουν καλλιεργηθεί για δεκαετίες στην ελλαδική κοινωνία και έχουν οδηγήσει σε μια ωραιοποίηση ενός θλιβερού και σκληρού παρελθόντος, που σχετίζεται με τις διάφορες ιστορικές φάσεις της ΕΣΣΔ.
Βεβαίως, η αναφορά στο ζήτημα των Ποντίων δεν εξαντλείται στις σύγχρονες ιδεολογικές αψιμαχίες και διαφωνίες, αλλά επεκτείνεται και περιλαμβάνει ζητήματα όπως αυτά των αλλαγών που συνέβησαν στην ταυτότητα των πληθυσμών, καθώς και στη σημαντική περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις μεγάλες κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις που έγιναν στην Ελλάδα το Μεσοπόλεμο, αλλά και τη δεκαετία του ’40. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα κεφάλαια που αφορούν την εγκατάσταση των προσφύγων του ’22 και την αντιμετώπισή τους από την ελλαδική κοινωνία, το κράτος και την Αριστερά. ‘Οπως και αυτά που αφορούν την πολιτική και κοινωνική δραστηριοποίηση των προσφύγων, την ένταξή τους στην Αριστερά και τη συμμετοχή τους στους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες. Στην ανάπτυξη των αγώνων αυτών σημαντική ήταν η συμβολή των Ποντιοκαυκασίων, οι οποίοι είχαν έρθει στη Ρωσία από νωρίς σε επαφή με τις προοδευτικές ιδεολογίες, τις οποίες μετέφεραν κα στην Ελλάδα. Επίσης, κατατίθενται σημαντικά στοιχεία για τις μεγάλες διαφορές που υπήρχαν στους κόλπους της ποντιακής κοινότητας μεταξύ των (φιλοκομμουνιστών) Ποντιοκαυκασίων και των (αντικομμουνιστών) Δυτικοποντίων
Αναλυτικά τα κεφάλαια του τρίτου μέρους που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ποντιακή ιστορική εμπειρία και τις διάφορες εκφράσεις της ποντιακής ταυτότητας είναι:
Ταυτότητες μέσα στο χρόνο
1. Στη Σοβιετική Ένωση μετά την Έξοδο
1.1. Ο σοβιετικός ελληνισμός του Μεσοπολέμου
1.1.1. Ταυτότητα και πολιτισμός
1.1.2. Το γλωσσικό ζήτημα
1.1.3 Οι αυτόνομες ελληνικές περιοχές
1.2. Οι σταλινικές διώξεις
1.3. Η νέα έξοδος
1.3.1. Αιτίες και διαδικασίες
1.3.2. Η ταυτότητα των νέων προσφύγων
2. Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»
21. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι
2.2. Κράτος και πρόσφυγες
2.3. Πρόσφυγες και Αριστερά
2.3.1. Αντιμετώπιση
2.3.2. Ιδεολογικές κατασκευές και αλλοτρίωση
2.3.3. Πώς «αποφύγαμε» την παλαιστινιοποίηση;
2.3.4. Η γενοκτονία και η άρνησή της
2.3.5. Ο νέος «αυτοχθονισμός»
2.3.6. «Σταλινολόγοι» και σταλινολάγνοι (μια σύγκρουση για τις σταλινικές διώξεις)
3. Πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές των προσφύγων
3.1. Εσωτερικές διαφοροποιήσεις
3.2. Πολιτικές τάσεις και προσφυγικά συνέδρια
3.3. Θανάσιμες διαιρέσεις
3.4. Νέα συνάντηση σε νέες συνθήκες
4. Εξωελλαδικές διεργασίες
4.1. Η δυτική ποντιακή διασπορά
4.2. Στη Ρωσία: Μετά το σοκ της σοβιετικής κατάρρευσης
4.2. Στην Τουρκία: Η ανάδυση μιας «Post Modern Pontusculuk
Το τρίτο μέρος αποτελεί μια πρωτόλεια και πρωτότυπη εργασία που θα αποτελέσει εφεξής τη βάση για τη μελέτη αντίστοιχων θεμάτων και θα καταγραφεί στην ποντιακή βιβλιογραφία ως «βασικό έργο»
Επίλογος
Γενικά η συμβολή και των τριών ιστορικών στο τελικό αποτέλεσμα κρίνεται ως εξαιρετική, εφόσον βασίζεται σε μια συγκριτική ερευνητική διάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο, τεκμηριώνει διεξοδικά τα διαπραγματευόμενα θέματα, αξιοποιεί δημιουργικά τις πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές και υποστηρίζει το συνολικό κείμενο με εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό.
To βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου, 7.30 μ.μ. στο Auditorium, Σίνα 2-4, Αθήνα, (Σταθμός Μετρό ‘Πανεπιστήμιο) από την Πέπη Ρηγοπούλου, Χριστίνα Κουλούρη, Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Χαρά Γαλανού:
http://www.athinorama.gr/daylife/data/events/?id=10004774&selTab=0
http://entertainment.in.gr/html/ent/716/ent.100716.asp
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=251484
http://vripolidis.blogspot.com/2011/02/blog-post_06.html
http://www.antibaro.gr/node/2768
http://www.palo.gr/cluster.aspx?id=1862180
Κύριε Αγτζίδη, θα μπορούσατε να με παραπέμψετε σε άρθρα είτε δικά σας είτε άλλων που να πληροφορούν για το ζήτημα της αναγνωρησης της Γενοκτονίας των Ελληνων της Μ.Ασίας τόσο απο το Ελληνικό κράτος όσο και διεθνώς;Πού βρίσκεται αυτην την στιγμή το ζήτημα(σε σχέση και με το Ελληνικό κράτος); Αν θυμάμαι καλά υπήρχε η ένσταση εκ μέρους των Ποντίακων οργανώσεων πως η 19 Μαϊου, αναγνωρίστηκε ως ημέρα μνήμης και όχι ως επέτειος.Η 14 Σεπτεμβρίου καλύπτει αυτό το κενό;
Επίσης θέλω να μάθω για τον συνολικό όσο και για τον επιμέρους αριθμό των θυμάτων.Υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία;
Το ακόλουθο άρθρο μιλά για 1 700 000: Christian victims of «Ottoman genocide
By
The Washington Times
6:48 p.m., Wednesday, February 9, 2011
President Obama had promised to support the demand for a congressional resolution on the Armenian genocide (“Round two,” Geopolitics, Feb. 7). I have great empathy for the Armenians and the genocide they suffered in Asia Minor by the Ottoman Turks.
However, I feel strongly that reference to the genocide should also acknowledge the murder of many Christians, which numbered approximately 1.8 million Armenians, 1.7 million Greeks and 750,000 Syrians. These estimates were given at the 75th anniversary of the destruction of Smyrna in Washington, on Sunday, Sept. 7, 1997, an event I attended.»
Σε μια διαδικτυακή συζήτηση βρέθηκα σε δύσκολη θέση όταν είπα πως οι Μικρασιάτες δεν ακούγονται. Άναψα κυριολεκτικα φωτιές, όταν υποστήριξα πως οι 343000 θυμάτων Ελληνων του Πόντου ίσως να είναι μικρός αριθμός.Έχω δίκαιο ή άδικο;Επειδή θέλω να ξεδιαλύνω αυτήν μου την απορία θα σας ήμουν ευγνώμων αν με κατατοπίζατε.
Απο πλευράς διεκδίκησης της διεθνούς αναγνωρησης της Γενοκτονίας υπάρχουν συντονισμένες προσπάθειες απο τα προσφυγικά σωματεία ή κάποιον άλλο φορέα; Γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως η τηλεόραση δεν μιλάει, γι’αυτά τα ζητήματα και μου έχει δημιουργηθεί αυτή η αίσθηση.Είναι λανθασμένη; Ποιές είναι οι σχέσεις των προσφυγικών ομοσπονδιών μεταξύ τους;Ζητώ συγγνώμη για την μακροσκελές σχόλιο.
Η κα Κουλούρη δεν είναι η ιστορικός που συμμετείχε στο τετράτομο έργο κοινών βαλκανικών βιβλίων ιστορίας του CDRSEE, που «ξεχνάει» και ωραιοποιεί καταστάσεις;
Πάντως απ΄ ότι διάβασα, επιλογή της Κουλούρη ήταν η ιστορική συνέντευξη του Τούρκου αντικεμαλικού ιστορικού Halil Berktay στον Αχιλλέα Χεκίμογλου του «Βήματος», στην οποία ο Τούρκος ιστορικός τεκμηρίωνε το γεγονός της διάπραξης ενιαίας Γενοκτονίας εναντίον όλων των μη μουσουλμανικών εθνών από το Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος:
«Χαλίλ Μπερκτάι
Ο Τούρκος που έσπασε το ταμπού της Γενοκτονίας»
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=370429&dt=29/11/2010#ixzz1DybBmfmH
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=370429&dt=29/11/2010#ixzz16lgbXIMq
Η μνήμη και τα τραύματά της
Ημερομηνία δημοσίευσης: 11/02/2011
Tις πολιτικές αντιμετώπισης τραυματικών γεγονότων που σημάδεψαν την ιστορία του 20ού αιώνα επιχειρούν να φέρουν στο φως οι ιστορικοί Βλάσης Αγτζίδης, Έλλη Λεμονίδου και Γιώργος Κόκκινος στο βιβλίο τους «Το Τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη» (εκδ. Ταξιδευτής) το οποίο παρουσιάζεται την Τετάρτη 16 του μηνός (7.30 μ.μ.) στην αίθουσα Auditorium (Σίνα 2-4, σταθμός Μετρό Πανεπιστήμιο). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι ιστορικοί Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου και Οντέτ Βαρών-Βασάρ, διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, η ιστορικός Τέχνης Πέπη Ρηγοπούλου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και η νομικός-εγκληματολόγος Χαρά Γαλανού.
Η έρευνα των τριών ιστορικών χαρτογραφεί τη σύνθετη σχέση της ακαδημαϊκής ιστορίας με τη Δημόσια ιστορία, την εθνική ιδεολογία και τις πολιτικές ταυτότητας των θυματοποιημένων ομάδων, επισημαίνει τις αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ της συλλογικής μνήμης των λαών και της επίσημης ιστορίας τους, κρίνει τις πολιτικές μνήμης που θεσπίζουν τα κράτη, περιγράφει τους συμβολικούς πολέμους που αυτά διεξάγουν στη διεθνή σκηνή, είτε για την απο-ενοχοποίησή τους είτε για την αναγνώριση των δεινών που υπέστησαν οι πληθυσμοί τους??? επίσης, αποτυπώνει τις αντιθέσεις που διαπερνούν το συλλογικό σώμα αναφορικά με τις εντάσεις που γεννά τόσο η διαφορετική βίωση όσο και η ερμηνεία του παρελθόντος.
Οι συγγραφείς με ενδεικτικές μελέτες περίπτωσης από όλο σχεδόν τον κόσμο -Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία, Ιαπωνία, Κίνα, ΗΠΑ, Ελλάδα και Τουρκία (Γενοκτονία των Ποντίων και ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία)- επιχειρούν να συμβάλουν στην κατανόηση των πολλαπλών τρόπων αναμέτρησης των σύγχρονων κοινωνιών με τα τραυματικά γεγονότα και τις «σκοτεινές σελίδες» της Ιστορίας τους, και ως εκ τούτου στην κριτική διαβούλευση των πολιτών με στόχο την ιστορική αυτογνωσία.
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=598641
Χαιρετισμός του Γιώργου Κόκκινου στην παρουσίαση του βιβλίου «Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης»
http://evaneocleous.blogspot.com/2011/02/blog-post_27.html
—————————————
Φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία και το ενδιαφέρον σας. Ζητώ όμως προκαταρκτικά την κατανόησή σας για το σύντομο εισαγωγικό σχόλιο που θα επακολουθήσει. Σχόλιο γραμμένο από τη διττή οπτική γωνία, τόσο του επιστημονικού υπεύθυνου της σειράς όσο και του ενός από τους τρεις συγγραφείς του βιβλίου που παρουσιάζεται απόψε.
Το 1961, καθώς εξελισσόταν η δίκη του «γραφειοκράτη του θανάτου» Άντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, ο επιζών του Ολοκαυτώματος, συγγραφέας K. Zetnik, επινόησε τον τόσο εύστοχο ευφημιστικό όρο «διαφορετικός πλανήτης». Με αυτόν ήθελε να περιγράψει την οριακότητα και τη μοναδικότητα του «παράλληλου σύμπαντος» της γενοκτονικής βιομηχανίας, που κατασκεύασαν και έθεσαν σε λειτουργία οι Ναζί, με σκοπό να «αποκαθάρουν» την «άσπιλη» χώρα τους και την άρια Ευρώπη τους από τα «μιάσματα». Δυστυχώς ή ευτυχώς για τις προθέσεις του δημιουργού του όρου, αλλά και για την αναφορικότητά του σε σχέση με το ιστορικό γεγονός που σηματοδοτεί, ο όρος «διαφορετικός πλανήτης» εντάχθηκε έκτοτε σε νέα νοηματικά συμφραζόμενα, εξακολουθώντας όμως να παραπέμπει μοναδικά στην σκοτεινή, την οδυνηρή, την επαίσχυντη, την συχνά αποσιωπημένη πλευρά της Ιστορίας.
Η ιστορική διαδρομή, αλλά και η ιστορική αυτογνωσία του μεταπολεμικού κόσμου εμπλούτισαν τις αποχρώσεις του όρου «μιάσματα» – ας μου επιτραπεί ο σαρκασμός-, πολλαπλασιάζοντας, παράλληλα, και τους θύτες και τα θύματα του «σύντομου», αλλά τόσο τρομακτικού 20ού αιώνα.
Βεβαίως, οι αμετανόητοι επιστρέφουν…. Τους δίνει, άλλωστε, αυτό το δικαίωμα η δομική κρίση ταυτότητας τόσο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης όσο και των πολιτικών συστημάτων των κρατών-μελών της. Αλλιώς, πώς δεν θα ακουγόταν σαν ανεπίτρεπτη ύβρις, πώς δεν θα επέσυρε τη νέμεση, η πρόταση νόμου για την παραγραφή των εγκλημάτων που διέπραξαν οι φλαμανδοί συνεργάτες των Ναζί; Πρόταση, την οποία υπέβαλε στη βελγική Βουλή πρόσφατα το νεοφασιστικό και ρατσιστικό κόμμα Βλάαμς Mπέλανγκ. Πρόταση που ευτυχώς συνάντησε την ισχυρή αντίδραση των Σοσιαλιστών και των Πράσινων, αλλά όχι και των Χριστιανοδημοκρατών και των Φιλελεύθερων, εφόσον απορρίφθηκε με την ισχνή πλειοψηφία των 68 έναντι 57 ψήφων.
Εξυπακούεται ότι υπάρχουν και άλλοι «πλανήτες», λιγότερο μοναδικοί οπωσδήποτε από αυτόν του Ολοκαυτώματος. Πλανήτες, οι οποίοι μένουν τεχνητά σκοτεινοί στο σύμπαν των συμπαγών εθνικών, εθνικολαϊκιστικών και κομματικών αφηγημάτων. Πλανήτες, οι οποίοι αντιμετωπίζονται με καχυποψία ακόμα και από τους επαγγελματίες ιστορικούς.
Η σειρά που δημιουργήσαμε έχει την ακόλουθη λογική: επικεντρώνεται στην τραυματική και επίμαχη μνήμη, στη στρωματογραφική της αποτύπωση και στο συγκρουσιακό ή απομυθοποιητικό της φορτίο. Αρέσκεται να χαρτογραφεί επιλεκτικά, δηλαδή μη συστηματικά, ορισμένους από τους συσκοτισμένους ή αόρατους «παράλληλους πλανήτες» της συλλογικής μνήμης και της ιστοριογραφίας.
Οι συντελεστές της σειράς, ιστορικοί εθισμένοι στην χαρά και την ευθύνη της συγκριτικής ματιάς, του απροκατάληπτου διαλόγου και των εκ πρώτης όψεως παράδοξων συναντήσεων, θεωρούν ότι το φως αυτών των πλανητών δεν έχει σβήσει. Ή, ακόμα κι αν έχει σβήσει, υπάρχουν ευτυχώς ιστορικοί για να το ταξιδέψουν στο παρόν, για να ξανακάνουν κάποιους χερσότοπους του παρελθόντος κατοικήσιμους και πάλι, για να ξαναγίνουν οι φωνές των ανθρώπων του και πάλι πληθυντικές, για να ξανακουστεί και πάλι – ταρακουνώντας μας- η κραυγή και η οδύνη των ηττημένων, των απεγνωσμένων, των αποσυνάγωγων, των σιωπηλών.
Παρά την αρνητική συγκυρία και τις μικρές μας δυνάμεις, δεν έχουμε παρεκκλίνει από την πορεία που χαράξαμε. Κρατάμε γερά το δοιάκι, που θα έλεγε και ο Σεφέρης. Αυτό μου δείχνει, άλλωστε, η ελπιδοφόρα ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού σε όλα σχεδόν τα βιβλία που έχουν μέχρι τώρα εκδοθεί. Απόψε όμως επιδιώκουμε την κριτική και τον έπαινο και των σοφιστών: των ειδικών ομιλητριών που καλέσαμε για να μας πλοηγήσουν -με τις ειδικές γνώσεις και την ευαισθησία τους- στις σελίδες του βιβλίου.
Μαζί τους πάμε κόντρα στον καιρό, δηλαδή αντιστρατευόμαστε την ακραία ιδεολογικοποίηση του ιστορικού λόγου και τη δημοσιοσχεσίτικη κριτική, η οποία στην χώρα μας καταπολεμά τεχνηέντως τους «ανέντακτους» ή τους «αντιφρονούντες», όχι δια του αντιλόγου ή της πειθούς, αλλά δια της αποσιωπήσεως ή της δαιμονολογίας.
Επομένως, με τον τρόπο μας, με τη σύναξη αυτή, με την αναζήτηση εναλλακτικών διαύλων επικοινωνίας, αντιστεκόμαστε στις πρακτικές που θέλουν ώστε στη δημόσια αρένα για την ιστορία να υπάρχουν μόνο τρεις κατηγορίες ιστορικών:
α) οι αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες των αναθεωρητών, των νεοκομμουνιστών και των ορθόδοξων, αυτοί οι επίγονοι ενός διαιωνιζόμενου Εμφυλίου,
β) οι υποκινητές (παρά τη θέλησή τους) ηθικού πανικού, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τους συγγραφείς σχολικών εγχειριδίων και
γ) το αντίπαλον δέος τους, οι φανατικοί ζηλωτές της εθνικιστικής ιδεοληψίας, με τις πρόσφατες νεοφασιστικές ή φαιοκόκκινες παραφυάδες τους.
Ας σταματήσω εδώ: σε αυτές τις επώδυνες διαπιστώσεις. Άλλωστε, η σειρά μας θα μπορούσε να ονομάζεται -συγχωρήστε μου και πάλι το πικρό χιούμορ- «Ιστοριογραφία της οδύνης και της επίγνωσης».
Πάντως, φίλες και φίλοι, σας διαβεβαιώ ότι, όσο ακόμα έχουμε δυνάμεις, θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τον κόσμο πρισματικά, λοξά και έκκεντρα, κρατώντας τις αναγκαίες αποστάσεις από τα μεγάλα ρεύματα, τα συγκροτημένα μέτωπα, τους συρμούς και τις ορθοδοξίες. Αυτόνομοι, αυτόμολοι, διόλου απερίσκεπτοι, μαχητικά ετερόδοξοι και λελογισμένα βουλησιαρχικοί. Δηλαδή ταξιδευτές.
Γιώργος Κόκκινος
Το κείμενο αυτό του Στέλιου Θεοδωρίδη δημοσιεύτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στην εφημερίδα «Δρόμος» το Σάββατο 5 Μαρτίου 2011 με το τίτλο: «Για τη Μνήμη και το Τραύμα. Μια ολοκληρωμένη μελέτη ενός ενδιαφέροντος και επίκαιρου θέματος».
Βρίσκω ενδιαφέρουσα την κατηγοριοποίηση των ιστορικών που κάνει ο Γιώργος Κόκκινος:
“Επομένως, με τον τρόπο μας, με τη σύναξη αυτή, με την αναζήτηση εναλλακτικών διαύλων επικοινωνίας, αντιστεκόμαστε στις πρακτικές που θέλουν ώστε στη δημόσια αρένα για την ιστορία να υπάρχουν μόνο τρεις κατηγορίες ιστορικών:
α) οι αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες των αναθεωρητών, των νεοκομμουνιστών και των ορθόδοξων, αυτοί οι επίγονοι ενός διαιωνιζόμενου Εμφυλίου,
β) οι υποκινητές (παρά τη θέλησή τους) ηθικού πανικού, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τους συγγραφείς σχολικών εγχειριδίων και
γ) το αντίπαλον δέος τους, οι φανατικοί ζηλωτές της εθνικιστικής ιδεοληψίας, με τις πρόσφατες νεοφασιστικές ή φαιοκόκκινες παραφυάδες τους….”
H πολιτική της μνήμης
Διεθνής συνάντηση ιστορικών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης για το παρελθόν της Ευρώπης με αφορμή την επέτειο των 60 χρόνων από το τέλος του B» Παγκοσμίου Πολέμου
22/05/2005,
Πριν ακόμη σβήσει ο απόηχος από τους εορτασμούς για την επέτειο των 60 χρόνων από το τέλος του πολέμου, έγινε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης μια διεθνής συνάντηση με τίτλο «Ενα λειτουργικό παρελθόν; Ρόλοι των ιστορικών και πολιτικές της μνήμης στην Ευρώπη». Αφετηρία η διαπίστωση ότι η μνήμη έγινε ένας νέος ιστορικός «τόπος» στην Ευρώπη και έδωσε στην ιστορία και στους ιστορικούς νέους ρόλους. H στροφή προς τη μελέτη της μνήμης δεν έγινε μόνο στον πανεπιστημιακό και ερευνητικό χώρο. Πέρασε στη δημόσια σφαίρα, έγινε πολιτική που την υιοθέτησαν κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις, γλώσσα για να εκφρασθούν οι κοινωνικές ιδιαιτερότητες και οι επί μέρους ταυτότητες. Νέο πεδίο, αλλά και νέοι ρόλοι για τους ιστορικούς.
* Τι θυμόμαστε από τον πόλεμο;
Ποιες είναι οι γενικότερες ευρωπαϊκές τάσεις; Κεντρικό ζήτημα υπήρξε η εξέλιξη της μνήμης του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου επικρατούσε ένας ανταγωνισμός αναφορικά με τη συμβολή στην απελευθέρωση της Ευρώπης και το νόημά της. Ανταγωνισμός ιδεολογικός κυρίως, με τη μορφή μεγάλων ιστοριογραφικών συνθέσεων. Μετά το τέλος του πολέμου, στο κέντρο της δημόσιας ιστορίας αναδύθηκε το Ολοκαύτωμα. Μια πλευρά απωθημένη της ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία ήλθε στο προσκήνιο με τη μορφή της μαρτυρίας ή της μελέτης της μνήμης. Σήμερα είμαστε σε θέση να δούμε ότι αυτή η ιστορία, που οι Ευρωπαίοι δεν ήθελαν να θυμούνται, είχε ρίζες βαθιές στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Δηλαδή δεν είναι άμοιρες ευθυνών οι τοπικές αρχές που συνεργάστηκαν στην εξόντωση των Εβραίων και ο διάχυτος στην κοινωνία αντισημιτισμός που τη διευκόλυνε. Τονίστηκε όμως ότι την ανάδυση και τη διαχείριση της μνήμης του Ολοκαυτώματος θα πρέπει να είμαστε σε θέση να τη δούμε κριτικά, χωρίς αυτό να υπονομεύει καθόλου το μέγεθος και το βάρος της σημασίας του. Γιατί καθιστώντας το Ολοκαύτωμα σχεδόν τη μοναδική εμπειρία του πολέμου, η οποία έσπρωξε στη σκιά όλα τα άλλα θύματα, τελικά δεν αποκόβεται το γεγονός αυτό από τα ιστορικά συμφραζόμενά του; Π.χ., ποιος θυμάται τη συστηματική σφαγή στο Μπάμπι Γιαρ και τις εθνοκαθάρσεις στην Ανατολική Ευρώπη; Αποδίδοντας τις ρίζες του Ολοκαυτώματος στον δυτικό πολιτισμό μήπως το απο-πολιτικοποιούμε; (Βλ., π.χ., Christian Meier, Από την Αθήνα στο Αουσβιτς, Χάρβαρντ 2004, όπου ο σ. εννοεί την κλασική Αθήνα ως μετωνυμία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που υποτίθεται ότι βρίσκεται στις ρίζες του δυτικού πολιτισμού και του δυτικού «κακού»). Αλλά η εξόντωση των Εβραίων δεν διαπράχθηκε από τον δυτικό πολιτισμό ανώνυμα. Διαπράχθηκε από τον ναζισμό, ο οποίος αναδύθηκε σε συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες, ο οποίος είχε εξοντώσει διαδοχικά όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους, διαπνεόταν από την ειδική ιδεολογία ευγονικής και ρατσισμού, και διέπραξε αυτό το έγκλημα στις συνθήκες του πολέμου.
Διαπιστώσαμε δηλαδή ότι, αντί της συγκεκριμένης ιστορικής ανάλυσης, στην κοινή γνώμη διαχύθηκε ένα γενικευμένο πνεύμα συλλογικής αυτο-ενοχοποίησης και έκφρασης συγνώμης, το οποίο δεν βοηθά καθόλου στη συγκρότηση συνειδητών πολιτών με ετοιμότητες να αντιταχθούν σε νέα εγκλήματα. Αυτή η κουλτούρα της μνήμης, της αυτο-ενοχοποίησης και της συγνώμης κατέληξε να γίνει εργαλείο πολιτικής: συγνώμη για τις σταυροφορίες, συγνώμη για το δουλεμπόριο, συγνώμη για την αποικιοκρατία, συγνώμη για τις άπειρες σφαγές και τα εγκλήματα της ιστορίας. Πρόσφατα, στη χορωδία προστέθηκαν και οι Ανατολικοευρωπαίοι. Ζητούν και αυτοί την αναγνώριση των πολιτικών γενοκτονιών που διέπραξαν οι Σοβιετικοί, και την έκφραση συγνώμης από τους Ευρωπαίους που τους παρέδωσαν στον Στάλιν μετά τον πόλεμο. (Ηδη ο πρόεδρος Μπους ζήτησε συγνώμη για τις συμφωνίες της Γιάλτας.) Καταλαβαίνει κανείς τη σημασία αυτής της μετάβασης: από μια ιστορική κουλτούρα με βάση ένα αφήγημα που δοξολογεί τους νικητές, σε ένα αφήγημα το οποίο παίρνει την πλευρά των θυμάτων. Κάποτε και τα θύματα θα έπρεπε να λάβουν την εκδίκησή τους. Αλλά πού στέκονται και τι θα πρέπει να κάνουν οι ιστορικοί;
* Επιστροφή στο γεγονός;
Εκείνο στο οποίο συμφωνήσαμε στη Γενεύη είναι ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η δημόσια ιστορία, όσο περισσότερο δηλαδή η ιστορία καταναλώνεται, γίνεται λαϊκή ενασχόληση, τόσο τραβάει πίσω τους ιστορικούς σε μορφές ιστορίας που έχουν εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Τους μετατρέπει σε νεροκουβαλητές γεγονότων. Ενώ δηλαδή οι ιστορικοί άσκησαν κριτική στη γεγονοτολογική και στην απροβλημάτιστη θετικιστική ιστορία, ενώ δημιούργησαν ένα περίτεχνο θεωρητικό εξοπλισμό, η τωρινή ζήτηση ιστορίας στρέφεται στη λατρεία του ντοκουμέντου, του αδιαμεσολάβητου γεγονότος, της συγκεκριμένης περίπτωσης. Υπάρχει κίνδυνος οπισθοδρόμησης στο επάγγελμα;
H διαφορά ανάμεσα στην επιστημονική και στη δημόσια χρήση της ιστορίας δεν εξαντλείται στην έκταση της τεκμηρίωσης. H θεωρητική εξερεύνηση αυτής της διαφοράς ίσως μας επιτρέψει να δούμε τη δημόσια ιστορία και την ιστορική κουλτούρα με ένα νέο βλέμμα, μέσα από μια συνεκτική επιστημολογική οπτική. Υποστηρίχτηκε δηλαδή ότι από την εποχή που ο Heyden White έγραψε το Metahistory (1973), οι ιστορικοί θεώρησαν ότι η ιστορία ανήκει στη σφαίρα των αναπαραστάσεων του παρελθόντος, και επομένως χρησιμοποίησαν κυρίως τη θεωρία της μεταφοράς για την ανάλυσή της.
Αναπαραστατικό χαρακτήρα είχε πράγματι η ιστορία, ακόμη και η δημόσια ιστορία στον 19ο αι., και σε μεγάλο μέρος του 20ού. Π.χ., τα μνημεία αποτελούνταν από συνθέσεις που «αναπαριστούσαν» το γεγονός, που «μετέφεραν» το πνεύμα του. Αποτελούσαν δηλαδή τις εκάστοτε δικές μας ερμηνείες γι’ αυτό. Αντίθετα σήμερα εκείνο που αναζητείται δεν είναι η αναπαράσταση ούτε η μεταφορά. Παραδείγματα: Στο μνημείο για τους πεσόντες στο Βιετνάμ, στην Ουάσιγκτον, αναγράφονται όλα τα ονόματα των πεσόντων. Οχι κάποιο γλυπτό που τους αναπαριστά. Δεν είναι δηλαδή «μεταφορικό» μνημείο όπως τα μνημεία του Αγνωστου Στρατιώτη. Στην επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, ο τρόπος ανάκλησης ήταν να διαβαστούν όλα τα ονόματα των νεκρών των Δίδυμων Πύργων.
Τις ίδιες ακριβείς αναφορές στους νεκρούς περιέχει και το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο. Οι μαυροντυμένες γυναίκες, όπου γης, κουβαλούν τις φωτογραφίες των παιδιών τους, θυμάτων της όποιας καταστολής. Στην Ελλάδα μετρούν σκελετούς των θυμάτων της εμφύλιας βίας. Στην Ισπανία ξεθάβουν τους νεκρούς του εμφυλίου. H θυματολογία έχει αντικαταστήσει τα πολιτικά επιχειρήματα σε πολλές διαμφισβητούμενες περιοχές. Επομένως η ιστορία επιστρέφει όχι ως ερμηνεία και επεξεργασία του παρελθόντος, αλλά ως κυριολεξία, ως αδιαμεσολάβητη παρουσία, ως μετωνυμία. Αποτέλεσμα; Δεν επεξεργαζόμαστε το παρελθόν, αλλά το επαναλαμβάνουμε αναγκαστικά. Για τον λόγο αυτόν και όλη η συζήτηση για τις ενοχές και τη συγνώμη.
* Παρουσία ή επιτέλεση;
H θεωρία αυτή θέτει μερικά μείζονα ζητήματα για τη θέση της ίδιας της ιστορίας ως διανοητικού και πολιτισμικού εγχειρήματος. Μέσω της πολιτικής της μνήμης, η ιστορία σχετίζεται με τη διαδικασία του πένθους. Αυτή η έννοια έχει να κάνει με τη φροϋδική έννοια της ψυχικής επεξεργασίας (working through). Ωστόσο αν καταλήξουμε στο ότι η σύγχρονη κοινωνία ζητά την ανεπεξέργαστη παρουσία του γεγονότος, τότε σημαίνει ότι αναζητά όχι την επεξεργασία του τραύματος, αλλά την επανάληψή του. Ζητά να το ξαναζήσει. Δηλαδή η εξιστόρηση της μνήμης μας φέρνει τη μετωνυμική παρουσία του παρελθόντος. Ομολογώ ότι βρίσκω γόνιμο τον διάλογο αυτόν, παρά την πρόκληση που περιέχει, γιατί βοηθάει να ξεκολλήσει η μελέτη της δημόσιας ιστορίας και της ιστορικής κουλτούρας από την περιπτωσιολογία και τον θεωρητικό επιμερισμό. Θα προτιμούσα όμως αντί της παρουσίας (presence) να χρησιμοποιήσουμε την έννοια της επιτέλεσης (performance) με όλο το εννοιολογικό φορτίο που έχει προικίσει τον όρο η κοινωνική ανθρωπολογία. Συμφωνούμε δηλαδή ότι το παρελθόν επαναδραστηριοποιείται στο παρόν με αξιώσεις όχι ερμηνείας αλλά αναγνώρισης. Αλλά αυτή η επαναδραστηριοποίηση γίνεται πάνω σε ρητορικά και αντιληπτικά καλούπια τα οποία δεν σχετίζονται με το γεγονός αυτό καθεαυτό. Αντίθετα σχετίζονται με τους τρόπους της δικής μας αντιληπτικότητας όπως διαμορφώθηκαν στη δική μας εποχή, από τις δικές μας πρακτικές. Οπως και να έχει πάντως, η έννοια της μετωνυμικής παρουσίας ή της επιτέλεσης ανοίγει καινούργιους δρόμους για να μελετήσουμε το επιστημολογικό στάτους της ιστορίας στη δημόσια σφαίρα και των πολιτικών της μνήμης, αλλά και για να καταλάβουμε την προβληματική της στροφής της κοινής γνώμης στην ιστορία και στη μνήμη.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=166233
[…] “Μνήμη και Τραύμα”: μια βιβλιοπαρουσίαση […]