-Ο Κωστής Παπαγιώργης για τον «Κόκινο Καπνα»

Στην εφημερίδα Κόσμος του Επενδυτή στις 12-13 Ιουνίου 2010, ο Κωστής Παπαγιώργης παρουσίασε την έκδοση της  μελέτης για την εφημερίδα Κόκινος Καπνας.

Στην εισαγωγή του έγραψε: «Μία από τις 160 εθνότητες που απάρτισαν τη Σοβιετική Ένωση ήταν ασφαλώς και οι Έλληνες -κομμουνιστές και μη- των ποντιακώνπεριοχών στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου που έφταναν τις 300.000 ψυχές. Ο Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας, με το βιβλίο του για τον «Κόκκινο Καπνά» (Εναλλακτικές Εκδόσεις), ιστορώντας  το χρονικό έκδοσης και κυκλοφορίας μιας ελληνόγλωσσης εφημερίδας με αυτόν τον τίτλο ουσιαστικά διασώζει την ιστορική υπόσταση των πληθυσμών της περιοχής και την απίστευτη διαδικασία των συνθηκών διαβίωσης…»

Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα διαβάσετε, πατώντας ΚΛΙΚ επί των παρακάτω φωτογραφιών:

ΤΟ ΤΕΛΟΣ TOY «ΚΑΠΝΑ»

 

«Το τελικά συμπέρασμα από την 7ετή παρουσία του «Κόκκινου Κα­πνά» είναι ότι προσπάθησε να υλοποιήσει τους αρχικούς του στόχους. Να προσαρμόσει τις ελληνικές κοινότητες προς τις κυρίαρχες σοβιετικές θέσεις και να ενισχύσει την πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων. Οι ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν οδήγησαν στην εξόντωση της φυσικής ηγεσίας των κοινοτήτων και στην αποδιάρθρωση αυτών των ίδιων των κοινοτήτων με βίαιη μεταφορά τους στις άξενες στέπες της Κεντρικής Ασίας.

Η εφημερίδα εξέφρασε την πίστη των Ελλήνων διανοουμένων της ΕΣΣΔ για μια κοινωνία ισότητας, δίχως τάξεις, καταπίεση και εκμετάλλευση, δεν έλαβε όμως υπόψη της τις τρομακτικές δυνάμεις της εξουσίας και τα συμφέροντα που κυριαρχούσαν στην αχανή ΕΣΣΔ. Μετά την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής, το 1936, οι Έλληνες -όπως και άλλες εθνότητες- θεωρήθηκαν ανεπιθύμητοι. Η πολιτική αφομοίωσης που ακολούθησε εφάρμοσε τις τεχνικές της εξόντωσης της φυσικής ηγεσίας τους και την εξάρθρωση της κοινωνικής συνοχής. Η πλειοψηφία των ανθρώπων του «Κόκκινου Καπνά» συνελήφθη τέλη του ’37 και στο πρώτο εξάμηνο του ’38. Όσοι δεν εκτελέστηκαν με την κατηγορία του «προδότη της σοβιετικής πατρίδας», του «Έλληνα εθνικιστή» και του «κουλάκικου στοιχείου» εξορίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέστρεψαν τη δεκαετία τoυ ‘5O. Παράλληλα, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τα Θέατρα, ενώ καταστράφηκαν τα τυπογραφεία και απαγορεύτηκε πάσα ελληνική δραστηριότητα.

Η διαδικασία αφομοίωσης συνεχίστηκε το 1949 με τη μεταφορά ελληνικού πληθυσμού από την Αμπχαζία και τον υπόλοιπο Καύκασο, εκτός της κεντρικής Γεωργίας, στο Καζακστάν, στο Ουζμπεκιστάν, στην Κιργισία, στο Τουρκμενιστάν και στη Σιβηρία. Η καταστροφή του «Κόκκινου Καπνά» δείχνει χαρακτηριστικά τη δραματική πορεία του ελληνισμού της περιοχής, τις απέλπιδες προσπάθειες επιβίωσης του σε ένα χώρο οικείο από την αρχαιότητα και, τέλος, την ήττα και την απώλεια των ερεισμάτων στον πάλαι ποτέ ελληνικό Εύξεινο Πόντο» (σ. 484-485).

Μία από τις 160 εθνότητες που απάρτισαν τη Σοβιετική Ένωση ήταν ασφαλώς και οι Έλληνες -κομμουνιστές και μη- των ποντιακών περιοχών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου που έφθαναν τις 300.000 ψυχές. Ο Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, με το βιβλίο του για τον «Κόκκινο Καπνά» (Εναλλακτικές εκδόσεις), ιστορώντας το χρονικό έκδοσης και κυκλοφορίας μιας ελληνόγλωσσης εφημερίδας με αυτόν τον τίτλο (καπνάς σήμαινε καπνεργάτης) ουσιαστικά διασώζει την ιστορική υπόσταση των πληθυσμών της περιοχής και την απίστευτη διαδικασία των συνθηκών επιβίωσης.

Το έντυπο (με λίγες σελίδες και αρχική τιμή πέντε καπίκια) απευθυνόταν σε ελληνόγλωσσους και φυσικά ποδηγετούνταν απολύτως από το σοβιετικό καθεστώς. Επρόκειτο για μαχητικό όργανο και απολύτως πιστό στην μπολσεβίκικη ιδεολογία, η οποία θεωρούσε το 1917 έτος μηδέν της ανθρωπότητας. Η αρθρογραφία της εφημερίδας αποτελούσε συνάμα την ιδεολογική ταυτότητα του ελληνικού στοιχείου, καθώς δεν έλειπαν οι ανταγωνισμοί που μετέφεραν οι πρόσφυγες στη νέα τους πατρίδα (συγκρούσεις μεταξύ Καρσιωτών και Τραπεζουντίων), με πρώτη και βασικήσυνθήκη την τυφλή υπακοή στις κομματικές συντεταγμένες, οι οποίες θεωρούσαν την ελευθερία του Τύπου αντιδραστικό κατάλοιπο με καταστροφικές συνέπειες.

Άρα μιλάμε για Ρωμιούς μπολσεβίκους με καθορισμένες βλέψεις: πλήρη συμφωνία με τις σοβιετικές επιταγές, περιφρόνηση και καχυποψία για τους «κατωμερίτες» (την Ελπίδα), αποδοχή των Τούρκων, μίσος για τον «τύραννο» Βενιζέλο, ουδεμία κριτική για τη Μικρασιατική Καταστροφή, εμφανώς κατά της επιστροφής στην Ελλάδα. Συνάμα, στο εθνοτικό εσωτερικό, κυριαρχούσε το ζήτημα της γλώσσας (καθαρεύουσα-δημοτική, ποντιακή-γρεκική), της θρησκείας (ατυχές κατάλοιπο, εξ ου και η δυσαρέσκεια έναντι στον εορτασμό του Πάσχα) και φυσικά έναντι σε πάσα μορφή συντηρητισμού (τα «κλονισμένα στοιχεία») και εργασιακής παράβασης (ακόμη και η καθυστέρηση στη μεταφορά κοπριάς από το δάσος προκαλούσε την παρατήρηση της εφημερίδας!).

Άραγε η ενσωμάτωση περιλαμβανόταν, σιωπηρά έστω, στις μελλοντικές βλέψεις της εφημερίδας; Αν κρίνουμε από τη λειτουργία πολλών ελληνόγλωσσων σχολείων και την υποκατάσταση του 24γράμματου αλφαβήτου από το 20γράμματο (το ξ έγινε κς. το ψ πς, το ω ο, το σ ς και το ω ο, όσο για τους διφθόγγους το αϊ έγινε ε, το αυ αφ, τo ει ι, το ευ εφ, το ηυ ιφ, το οι ι και το ου υ), η αφομοίωση των πληθυσμών αποτελούσε μάλλον ανεξιχνίαστο σχεδιασμό του σταλινισμού. Δείγμα φωνητικής γραφής: «Προλεταριι ολυ τυ κοζμυ ενοθίτε» ή «Για πανροσικι ςιςκεπςι τον. ρομιον ςιν- γραφεον-μας».

Η εφημερίδα πάντως κυκλοφορούσε στις ποντιακές, στις μαριοπουλίτικες και στις ανατολίτικες κοινότητες. Οι ανταποκριτές του φύλλου, 29 τον αριθμό, αποκαλούνταν συχνά «ραψελκόροι» (ανταποκριτές του χωριού) ή «σελκόροι» (εργατικοί ανταποκριτές) «ραπκόροι (εργατικοί) ή «γιουνκόροι» (νέοι) και «ντεκτόροι» (παιδικοί ανταποκριτές). Ονόματα συντακτών: Εριστέας, Μυταφίδης, Ριόνης, Μικρός, Λαζαρίδης, Πιαστόπουλος, Μερετσίδης, Καλομενίδης, Σαββόπουλος, Σοφιανίδης, Σπαθάρης, Γεραλίδης, Ελενίδης, Ταχτσίδης, Τσιριπίδης κλπ, -ίσαμε το 1934 δεν εμφανίζεται γυναίκα ανταποκρίτρια.

Η αρθρογραφία, όπως εύκολα μαντεύουμε, είχε αδρά πολιτικά καθήκοντα. Κύριος στόχος ήταν η αποκάλυψη της «αντεπαναστατικής-τροτκιστικής» και «ζηνοβιεφικο-καμενεφικής» ιδεολογίας, όπως επίσης και η πάλη κατά του εθνικισμού, η αντιθρησκευτική προπαγάνδα, η σοσιαλιστική άμιλλα και οι κολεκτιβίστικες αντιλήψεις. Όταν θα τεθεί το φλέγον ζήτημα των κουλάκων και της σταδιακής τους εξόντωσης, η εφημερίδα θα προβάλλει to τραγούδι; «Αν ξέρετε παιδιά/ εγώ είμαι ο Γιωρίκας/ δεν θέλω τους κουλάκους/ και τους κουλακογλύφτες».

Οι καταγγελίες κατά φυσικών προσώπων ήταν ευνόητες: αντισοβιετική δράση, υπονόμευση της παραγωγής, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές, κατασυκοφάντηση κομμουνιστών, διοργάνωση κομματισμών, πρώην τσαρικός, πρώην εκκλησιαζόμενος, αδελφός κουλάκου, κόρη κουλάκου, αθέτηση συμφωνίας με κολχόζ, μονονοικοκύρης ασύδοτος, απόκρυψη τροφίμων, καταπάτηση γης, λούφα και τεμπελιά, φοροδιαφυγή, γραφειοκρατική συμπεριφορά (!). οπορτουνισμός, κομματισμός, παραβίαση εντολών, λειψή σοβιετική ιδεολογία, θρησκευτικές γιορτές, εναντίον της καπιταλιστικής Ελλάδας, εναντίον των Ισπανών φασιστών.

Τίτλοι της εφημερίδας που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα: Καιρός να πάψει η κουλαστική δράση του Βενετικίδη, Το ραϊταπάκ πρέπει να καταδικάσει τον Καλαϊχζίδη, Ο εχτρός του λαού Σταύρος Κουρτίδης παραδόθηκε στο δικαστήριο, Να βγάλουν από την προεδρία τον σύντροφο Ποιμενίδη.

Ο «Καπνάς» κυκλοφορούσε σε 3.500 αντίτυπα και συχνές ήταν οι δυσκολίες στη διανομή. Μάλιστα σημειώνονται περιπτώσεις που το φύλλο έπεφτε σε τυχαίους παραλήπτες, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν, για να στρίβουν τα τσιγάρα τους. Ο Καύκασος (με τις εθνοτικές ομάδες του: Γεωργιανούς, Αρμένιους, Ρώσους, ‘Έλληνες, Aμπχάζιους, κλπ) αποκαλούνταν από την εφημερίδα «Φυλακή των λαών» (διότι είχαν καταδικαστεί σε φυσική εξόντωση από τον τσαρισμό). Όπως έδειξαν τα πράγματα, φυλακή ήταν και φυλακή παρέμεινε.

.

 

Η «ΕΛΛΗΝΙΖΑΤΖΙΑ»

Η Ελληνιζάτζια πρέπει να ξυπνήσει, έγραφε η ομάδα του Κολεχτίβιστι. Το ζήτημα που τίθεται, έστω και εκ των υστέρων, είναι το νόημα που θα μπορούσε να λάβει αυτή η αφύπνιση. Αν το σκοπούμενο ήταν η υπακοή -και μάλιστα δουλική- στην κεντρική γραμμή, όπως είχε εκφραστεί από τον Λένιν και κατόπιν σκληρότερα από τον ίδιο τον Στάλιν, ο «Καπνάς» διέπρεψε, κάνοντας τo σοβιετικό του καθήκον. Πιθανώς ελπίζοντας σε ένα Ελληνικό Σοβιέτ. Επίσης δεν στάθηκε εμπόδιο η τάση του ελληνικού πληθυσμού να μη στέλνει τα παιδιά του στα κρατικά σχολεία για να μη γίνουν «κομμουνίστ» και να θέτει σε λειτουργία «κρυφά σχολεία». Οι σχεδιασμοί του Στάλιν δεν ξεκινούσαν από το πληθυσμούς, τις μειονότητες και τις εθνότητες». Οι ντιρεκτίβες του Πολίτ-μπιρό δεν λάμβαναν υπόψη έμψυχο στοιχείο· αντίθετα, εκεί κατέληγαν. Οπότε πληθυσμοί με αρχαϊκή καταγωγή αποτελούσαν μάλλον ενοχλητικό παράγοντα στην επεκτατική πολιτική του Τζουγκασβίλι.

*του Κωστή Παπαγιώργη από την εφημερίδα Κόσμος του Επανδυτή, που δημοσιευτηκε στις 12-13 Ιουνίου 2010.

1 comment so far

  1. […] του “χρωστώ” μια από τις πλέον αναλυτικές και πλήρεις παρουσιάσεις της μελέτης μου για την ελληονοσοβιετική εφημερίδα […]


Αφήστε απάντηση στον/στην ….. χωρίς τον Κωστή Παπαγιώργη | Und ich dachte immer Ακύρωση απάντησης