Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος από μια ευρύτερη μελέτη μου με τίτλο «Mνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό».

Το κείμενο που δημοσιεύω είναι το πρώτο μέρος («Η αντιμετώπιση των προσφύγων») από τό κεφάλαιο: Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα». Συμπεριλαμβάνεται στο  βιβλίο:

Γιώργος Κόκκινος – Βλάσης Αγτζίδης – Έλλη Λεμονίδου, Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, 2010, Αθήνα.

Τα υπόλοιπα μέρη της μελέτης μου επιγράφονται:

Ταυτότητες μέσα στο χρόνο,

Στη Σοβιετική Ένωση μετά την Έξοδο σοβιετικός ελληνισμός του Μεσοπολέμου, Οι σταλινικές διώξεις, Η νέα έξοδος),

Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» (Η αντιμετώπιση των προσφύγων, Κράτος και πρόσφυγες, Πρόσφυγες κι Αριστερά),

Πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές των προσφύγων.

Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»

Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι

Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και απ’ την άλλη οιπρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη και του Ι. Μεταξά οργάνωναν το  πογκρόμ κατά των προσφύγων ως βενιζελικών.[1]

Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως απόέναν κορυφαίο διανοούμενο, εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό».[2]

[Στη φωτογραφία: Το Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου το 1916.Η Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό ενός απόλυτου διχασμού. Τη στιγμή που οι Έλληνες της Ανατολής καταδιώκονταν από τους νεότουρκους στις πατρίδες τους και κατέφευγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα , την ίδια στιγμή εξαπέλυαν εναντίον τους (ως βενιζελικών) θανατηφόρα  πογκρόμ οι «Επίστρατοι» των Μεταξά και Γούναρη στην Αθήνα]

Η αρχική μαζική εγκατάσταση Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα θα σημειωθεί κατά τρία κύματα: κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1918), μετά την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τη Νότια Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν και τη δημιουργία ενός σημαντικού ελληνικού προσφυγικού ζητήματος στη Νότια Ρωσία.[3] Χιλιάδες απ’ αυτούς θα έρθουν στην Ελλάδα την περίοδο 1919-1920. Η κατάσταση όπως αποτυπώνεται στις ανταποκρίσεις της εποχής είναι κακή: «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»[4].

Μετά τις εκλογές του 1920 η Μικρασιατική Εκστρατεία μετατράπηκε σε μια άχαρη στρατιωτική εμπλοκή, από την οποία οι κρατούντες προσπαθούσαν συνεχώς, και ανεπιτυχώς, να απεμπλακούν. Πριν ακόμα από την Καταστροφή οι μοναρχικές εφημερίδες ζητούσαν να επιστρέψει ο στρατός «Οίκαδε» και καλούσαν να σταματήσει να χύνεται το αίμα των «Πομερανών» τους στην άξενη Μικρά Ασία.[5] Οι Μικρασιάτες ήταν ήδη ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα και αυτό εκφράστηκε στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο τον Ιούλιο του 1922, όταν με το νόμο 2870/1922 και με τις υπογραφές του βασιλιά Κωσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου  απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Αυτό συνέβη τη στιγμή που η ίδια κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τον εξοπλισμό των Μικρασιατών και τη δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας θέτοντας εκτός του πλαισίου της νομιμότητας και τη δράση της Μικρασιατικής Άμυνας. Αλλά και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ΄22, η ελληνική κυβέρνηση με τηλεγράφημά της προς τον αρμοστή στη Σμύρνης  Αριστείδη Στεργιάδη του ζητά να μην επιτρέψει τους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα». Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής: Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη  για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα  θα ανατρέψουν τα πάντα».[6]

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση  της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής.[7] Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»[8] Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα.[9]

Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας.[10] Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.[11] «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…»[12] Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.».[13] Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.[14]

Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου» στην Κέρκυρα και άλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας».[15] Ο Κώστας Γαβριηλίδης θα γράψει: «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά. Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά. Ζώα και γεωργικά εργαλεία για να επιδοθούμε στην καλλιέργεια δεν είχαμε… Περάσαμε μια ζωή δραματική. Ο κόσμος λιποθυμούσε από την πείνα. Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…»[16].

Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας  να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων».[17] Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».[18]

Οι μεγαλύτερης έκτασης συγκρούσεις για τη νομή της ανταλλάξιμης Περιουσίας έγιναν στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Σε συζήτηση για τα επεισόδια, ο Φ. Μανουηλίδης, αρχηγός της προσφυγικής κοινοβουλευτικής ομάδας  θα αναφέρει κατά τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή των Ελλήνων: «Κατόπιν αιματηράς και προμελετημένης συγκρούσεως εχύθη αθώον και άφθονον αίμα, τα ατυχή δε θύματα της αδελφοκτόνου συγκρούσεως αριθμούνται κατά δεκάδας. Η υπολανθάνουσα αντιζηλία και έχθρα μεταξύ των προσφύγων και εντοπίων… εγκυμονεί κίνδυνον εξαιρετικής σοβαρότητας.» Τα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1924, όταν οπλισμένες ομάδες γηγενών επιτέθηκαν στον οικισμό των προσφύγων. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι: «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»[19] Αιτία ήταν η προσπάθεια των γηγενών να εκδιώξουν τους πρόσφυγες από Ανταλλάξιμα κτήματα, ώστε να τα καρπωθούν οι ίδιοι.

Ο Οδ. Λαμψίδης υπολογίζει ότι από το 1.5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής  οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία που  ήρθαν στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 400.000.[20] Καθ’ όλη την πρώτη περίδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ το ποσοστό αυτοκτονιών. Η R. Hirschon εκτιμά ότι αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι σε μια γέννηση.[21] Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες) που εγκαθίστανται στις πόλεις, κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής. Ειδικά στο λεκανοπέδιο θα συμβεί ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός διαχωρισμός που θα απεικονιστεί και στο γεωγραφικό χάρτη.[22] Οι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν κυρίως στις γειτονιές του Πειραιά, στις περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας  και σε κάποιους οικισμούς που θα δημιουργηθούν στην Αττική (Άγιος Στέφανος, Κρυονέρι). Οι ντόπιοι θα αποσυρθούν στις δικές τους γειτονιές και συνοικίες.[23] Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή.[24]

Έξι χρόνια μετά θα υπάρχουν κείμενα με τα οποία επιζητούσαν τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους».[25] Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους  επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού Βασιλείου.[26]Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη». Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.[27] Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικλής Μπούμπουλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας».[28]

Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα»[29].

Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική «Μακεδονική Ένωση» του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από το χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η «Μακεδονική Ένωση» θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στην Μακεδονία.[30] Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»[31]

Παρότι τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν τα ραγδαία γεγονότα θα μεταβάλουν τις αντιλήψεις, εν τούτοις η πρωταρχική αντιπάθεια θα εξακολουθήσει να εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Τα παλιά εχθρικά συναισθήματα και αρνητικά στερεότυπα θα παραχωρήσουν τη θέση τους στην υποτίμηση. Στα νέα στερεότυπα, τη θέση του «τουρκόσπορου» καταλαμβάνει πλέον ο γελοιοποιημένος «Πόντιος». Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος υποστηρίζει: «Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: «τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού.»[32]

Κατά των νέων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ

Και αν για τους ενσωματωμένους Πόντιους πρόσφυγες του ’22, η κοινωνική απαξίωση θα περιοριστεί στο χώρο των στερεοτύπων, για τους νέους Πόντιους πρόσφυγες από την Σοβιετική Ένωση η κοινωνική περιθωριοποίηση θα είναι η κύρια συμπεριφορά της ελλαδικής κοινωνίας. Μόνο που αυτή τη φορά με τον όρο ελλαδική κοινωνία δεν εννοούνται μόνο οι παλιοί γηγενείς, αλλά και οι νέοι, οι ενσωματωμένοι πλέον απόγονοι των πρσφύγων του ’22. Στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν τα προσφυγικά-μεταναστευτικά κύματα από την πρώην ΕΣΣΔ θα υπάρξουν παρόμοια προβλήματα μ’ αυτά της δεκαετίας του ’20. Σε εφημερίδα του Μενιδίου το 1989  θα γραφτεί: «Έντονο κύμα διαμαρτυριών εναντίον των Ποντίων προσφύγων που κατοικούν στην πόλη μας και πολύ περισσότερο εναντίον εκείνων που θα έρθουν σύντομα από Σοβιετική Ένωση ξέσπασε την περασμένη εβδομάδα από τους ντόπιους κατοίκους του Μενιδίου. … Απειλούν να προβούν σε δραστηριότητες τέτοιες εναντίον των προσφύγων… ώστε να τους αποβάλλουν.»[33] Τα συναισθήματα των γηγενών περιγράφονται σε άρθρο που δημοσίευσε η ίδια εφημερίδα με τον τίτλο «Θαρραλέα φωνή», στο οποίο οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες αποκαλούνται «τυχών Έλληνες» και θεωρεί ότι λόγω της έλευσής τους  «η πατρίδα μας κατάντησε η σαβουροχώρα της Ευρώπης.»[34]

Στην Αττική, οι μετανάστες-πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Μενίδι, στον Ασπρόπυργο (στην περιφέρεια του οποίου ιδρύθηκαν νέα χωριά προσφύγων, όπως η Γκοριτσά, η Άνω και η Κάτω Φούσα), στην Ελευσίνα, στις Τζιτζιφιές της Καλλιθέας κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη, στη Σταυρούπολη, στην Πολίχνη, στον Εύοσμο, στο Κορδελιό, στη Μενεμένη, στην Ιωνία και σε άλλες περιοχές της δυτικής περιοχής.[35] Αρκετοί πήγαν στην Κομοτηνή και εγκαταστάθηκαν στα άδεια σπίτια της Εκτενεπόλ.[36] Σε μερικές περιοχές, όπου υπήρχε από πριν ποντιακή εγκατάσταση, οι μετανάστες-πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν ευκολότερα.[37] Από τις στήλες του Τύπου άρχισε να εμφανίζεται ένας ιδιότυπος ρατσισμός κατά των Ποντίων.[38] Η αρχή ανιχνεύεται στην αντίθεση των ντόπιων στις περιοχές όπου εγκαθίσταντο.[39]

Αποκορύφωμα της ρατσιστικής στάσης ήταν η άρνηση της Κοινότητας του χωριού Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής να εγγράψει τους μετανάστες-πρόσφυγες, που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτό, στα δημοτολόγια. Στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου χρησιμοποιήθηκαν οι όροι «Ρωσότουρκοι» και «Ρωσοπόντιοι», ενώ γράφτηκε και η εξής πρόταση: «Οι Ρωσότουρκοι να πάνε στο νομό Ξάνθης».[40] Αντίστοιχο επεισόδιο συνέβη στο χωριό Λητή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου δέκα οικογένειες μεταναστών-προσφύγων θέλησαν να δημιουργήσουν τον οικισμό «Νέος Πόντος Μακεδονίας». Ο πρόεδρος της κοινότητας απευθυνόμενος προς αυτούς είπε: «Να σηκωθείτε να φύγετε. Είστε Ρώσοι, να πάτε στη Ρωσία…»[41] Μεγάλες διαμαρτυρίες από την πλευρά των ποντιακών οργανώσεων προκάλεσε η παρουσίαση καταλόγου ξένων που φιλοξενούνταν στην Ελλάδα. Στον κατάλογο αυτό,  που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Πανευρωπαϊκής Αντιρατσιστικής Εκστρατείας με τη συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.ά., μεταξύ των Αλβανών, Σέρβων, Βούλγαρων, Πολωνών, Κούρδων, Τούρκων, Φιλιππινέζων, Πακιστανών και μαύρων, συμπεριλαμβάνονταν και οι Πόντιοι.[42] Επίσης, πολλές φορές οι Έλληνες από την Τσάλκα αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά εξαιτίας της τουρκοφωνίας τους.[43]

Κρούσμα μαζικής ρατσιστικής συμπεριφοράς υπήρξε η κατάληψη του 3ου Γυμνασίου-Λυκείου Θεσσαλονίκης από τους μαθητές και τους γονείς τους με την υποκίνηση των καθηγητών τους. Αιτία ήταν η συστέγαση με το σχολείο «παλιννοστούντων», στο οποίο φοιτούσαν 500 μαθητές. Το αίτημα των καταληψιών ήταν να σταματήσει η συστέγαση και να μετεστεγαστεί το σχολείο «παλιννοστούντων».[44] Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το κρούσμα είναι ότι έγινε σε μία περιοχή που κατοικείται από πρόσφυγες παλαιότερων εποχών και κυρίως του ’22, καθώς και η υποτονική αντίδραση των αρχών της πόλης, των προσφυγικών οργανώσεων και των ποντιακών συλλόγων.[45] Στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκαν και κρούσματα, τα οποία λίγο απέχουν από το να χαρακτηριστούν «απαρντχάϊντ», όπως η αυθαίρετη απαγόρευση εισόδου μεταναστών-προσφύγων σε κέντρα διασκέδασης.[46]

Παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και στην Κύπρο, όπου είχαν εγκατασταθεί Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηρισμοί, όπως «Ρωσοπόντιοι» και «Ρώσοι» διαδόθηκαν στα έντυπα, όταν επρόκειτο να αναφερθούν στο συγκεκριμένο πληθυσμό.[47] Εμφανίστηκαν άρθρα στον Τύπο με τα οποία αντιμετωπίζονταν ως ξένοι, που βρίσκονταν σε σχέσεις αντιπαράθεσης με τους ντόπιους.[48] Οι Πόντιοι, κυρίως από τη Γεωργία, που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ομολογούν ότι αυτοί που τους αγκάλιασαν περισσότερο απ’ όλους ήταν οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες από την κατεχόμενη Κύπρο.[49]

Από το χάπενιγκ που οργάνωσαν οι οργανώσεις των «παλιννοστούντων» εξω από το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης το Φεβρουάριο του 2006, διαμαρτυρόμενοι για την εχθρική συμπεριφορά της πολιτείας (από την εφημερίδα Εύξεινος Πόντος)

Το αρνητικό στερεότυπο που διαμορφώθηκε στην ελλαδική και στην κυπριακή κοινωνία για τους μετανάστες-πρόσφυγες βασιζόταν σε στοιχεία, όπως ότι είναι ξένοι ή ότι είναι λιγότερο Έλληνες από τους ντόπιους και ότι τους έκαναν χάρη που τους ανέχονταν.[50] Βαθμιαία άρχισε, στη κοινή γνώμη, η εικόνα τους να μην ξεχωρίζει από τους μη Έλληνες παράνομους μετανάστες.[51] Γενικεύτηκε στον Τύπο η χρήση του όρου «Ρωσοπόντιος», δημιουργώντας στους αναγνώστες την εντύπωση ότι πρόκειται για κάποια εθνοτική ομάδα.[52] Οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν το κλίμα αυτό, αλλά και τη «ρατσιστική συμπεριφορά της πολιτείας». Κατήγγειλαν ότι πολλές φορές οι αστυνομικοί έκαναν έρευνα σε σπίτια Ποντίων, «χωρίς ένταλμα εισαγγελέως, σαν να ήταν αλλοδαποί, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και το φόβο των αδελφών μας».[53]

Η ξενοφοβική στάση, που υπήρξε κύρια συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου, φαίνεται και στο παρακάτω απόσπασμα: «Ενώ προτιμούμε να φέρνουμε όλους τους άχρηστους όχλους από τον Καύκασο, τη Γεωργία και τα Βαλκάνια ελεώντας τους με ελληνοποιήσεις και βαπτίσματα και καταστρέφοντας έτσι με τη  φτώχεια τους ήδη φτωχούς Έλληνες και στερώντας τη νεολαία μας από την εύρεση εργασίας….» Στο ερώτημα «με ποιους να προοδεύσει η Θεσσαλονίκη» ο συγγραφέας αναρωτιέται «με τους Ποντίους που ήλθαν εδώ από τις ασιατικές ακτές αγράμματοι και χωρίς γνώση ξένων γλωσσών… Με τους Ασιάτες ορθόδοξους χωρικούς που έφεραν το 1922 και αυτούς που συνεχώς φέρνουν από τα ανθρώπινα απορρίματα του Καυκάσου…»[54] Οι οργανώσεις των νέων προσφύγων θα αντιδράσουν σ’ όλα αυτά τα συμπτώματα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και χωρίς τη συμπαράσταση πάντα των συλλογων των Ποντίων του ΄22.[55] Όλα αυτά τα προβλήματα που συνάντησαν οι μετανάστες-πρόσφυγες στην Ελλάδα οδήγησαν κάποιους από τους διανοούμενούς τους στη διατύπωση του ακόλουθου ερωτήματος: «Ο Πόντος είναι στην Τουρκία. Στην Σοβιετική Ένωση είμαστε Έλληνες. Στην Ελλάδα είμαστε Ρώσοι. Τελικά πού είναι η πατρίδα μας;».[56] Εμφανίστηκαν απόψεις που υποστήριζαν ότι ο κύκλος της γενοκτονίας δεν είχε ακόμα κλείσει.[57]

Στην ταινία «Ακρη της Πολης» του Γιάνναρη φαίνεται η καλύτερη εκδοχή του πώς οι «γηγενείς» είδαν τη νέα προσφυγική ομάδα που κατέκλυσε κατά τη δεκαετία του ‘90 τις φτωχές περιοχές του λεκανοπεδίου: διαφορετικοί, περίεργοι, απροσάρμοστοι. Δυστυχώς, αν εξαιρεθούν λίγες προσπάθειες ποντιακών οργανώσεων, ο πληθυσμός αυτός έμεινε εκτεθειμένος στη ρατσιστική βία της ομοεθνούς κοινωνίας – συμπεριλαμβανομένης και της πλειονότητας των προσφύγων του ‘22. Συνέπεια αυτής της συμπεριφοράς θα είναι η περιθωριοποίηση των νέων προσφύγων, που στις πλέον ευαίσθητες περιπτώσεις θα οδηγηθούν σε παράλογες συμπεριφορές.[58]


[1] Σε Ψήφισμα της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, στο άρθρο 7 απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλαδος στα οποία και ανακοινώνει “να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών…» (Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία : Αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα : Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημοσίαν Γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου / Εκδίδεται υπό των Επιτροπών των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων, Αθήνα, Τύποις «Πανελληνίου κράτους», 1915)

Για τους «Επίστρατους» και το πογκρόμ του 1916 βλ.  Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι διαστάσεις του κομματικού φαινομένου στην Ελλάδα. Παραδείγματα απ’ το Μεσοπόλεμο», στο Κοντογιώργης (επιμ), 1977, σελ. 164. Βλέπε και στο Γιώργος Μαυρογορδάτος, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1996. Υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων με σημάδεμα με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να μολύνουν με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων»( Γ. Βεντήρης, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931. Αργότερα η σειρά αυτή των άρθρων εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο: «Η Ελλάς του 1910-1920 – Ιστορική μελέτη», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1970). «Τότε, οι βενιζελικοί πολίτες –κατά τεκμήριον φίλοι της Συνεννόησης– εγκαταλείφθηκαν στην τρομοκρατία των Επιστράτων, οι οποίοι έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν 35.» (Μιχάλης Κατσίγερας, εφημ. Καθημερινή, 18-11-2006.)

[2] Ίων Δραγούμης, «Ο Βενιζέλος και ο ιμπεριαλισμός», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 156, 157.

[3] Γεώργιος Σακκάς, Η ιστορία των Ελλήνων της Τριπόλεως του Πόντου, έκδ. Αδελφότης Τριπολιτών Πόντου, Αθήνα,1990, Γ. Καραπατάκης, «Υπόμνημα περί Καυκασίων μεταναστών και των προσφύγων του Πόντου», περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 3, Μάιος ’75, σελ. 30, Ελευθέριος Παυλίδης, Ο ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, ό.π., σελ. 102.

[4] «Εφημερίς των Βαλκανίων», 15-12-1920, από «Η ιστορία των Ελλήνων», Δομή, τομ. 12, σελ. 246. Δες επίσης: Τπουργείον Περιθάλψεως,  Η περίθαλψη των προσφύγων 1917-1920 : Δυτική Θράκη, Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Βόρειος Ήπειρος, Ανατολ. Μακεδονία, Νότιος Ρωσία, Πόντος, Ρουμανία, Δωδεκάνησσα, Αθήνα, εκδ. Τυπογραφείο Κωνστ. Ι. Θεοδωροπούλου 1920. (http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/d/d/metadata-475-0000011.tkl )

[5] «Οίκαδε», εφημ. Καθημερινή, 14-8-1922, «Πομερανοί», εφημ. Καθημερινή, 17-8-1922.

[6] Γρηγόρης Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, β’ έκδ., τόμ. Α’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,1974, σελ. 16.

[7] Κώστας Μισαηλίδης, «Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης», Αθήνα 1925, Β’ έκδοση, σελ. 25-26.

[8] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 36.

[9] Πρωτοσέλιδο στο περ. Κοινότης, αρ. φ. 50, Αθήνα, 1923.

[10] Υπήρχαν και κάποιοι, βενιζελικοί κυρίως, που είχαν μια διαφορετική εικόνα για τους Πόντιους πρόσφυγες εκείνη τη στιγμή. Μια ρομαντική περιγραφή κάνει ο Δημήτρης Καθενιώτης, συνταγματάρχης και εντεταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου για το Ζήτημα του Πόντου:   «Παρ’ όλην την απομάκρυνσίν του, ο Πόντος δεν εξέρχεται της σφαίρας της γενικής δράσεως της Ελλάδος… Είναι δε εις θέσιν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τους Φρουρούς του Ελληνισμού. Εν πρώτοις είναι έργον εις το οποίον έχουν συνειθίσει από αιώνων. Περιλαμβανόμενοι εν τη απομακρύνσει των από ξένα φύλα, παλαίοντες διαρκώς προς αυτά, αφομοιούντες παρά αφομοιούμενοι, αποτελούσι τον ισχυρότερον τύπον Ελληνικής Φυλής. Ουδείς Φραγκο­λεβαντινισμός, απεναντίας μίσος και απέχθεια προς παν το ξενικόν. Δι’ αυτάς ακριβώς τας αρετάς, η Τουρκία, η οποία έβλεπε μακρύτερα αφ’ ότι εσυνειθίσαμεν να νομίζωμεν, τους διέλυσε, τους διέσπασε και τους επέταξε βαθμιαίως έξω του Βασιλείου της.» (Δ. Καθενιώτης, «Έκθεσις των ενεργειών μου σχετικώς με το ζήτημα του Πόντου», Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461 – 1922), επιμ. Ο. Λαμψίδης, Αθήνα, 1965, σελ. 93-94.)

[11] Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Συριανός στην καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: «Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες.» (Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978, σελ. 94.)

[12] Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27), τόμ. β’, εκδ. Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σελ. 27-30.

[13] Άλκης Ρήγος, Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: Οι κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 277.

[14] George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, έκδ. University of California Press, Berkeley, 1983, σελ. 193. Μια προσφυγική μαρτυρία: «Εδώ στην Ελλάδα… τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και από την Τουρκία. Εδώ μας μισούσαν ακόμη περισσότερο και χωρίς να τους κάνουμε τίποτα. Τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν και μας πολεμούσαν και μεις το ίδιο τους κάναμε.» (Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλέτ-Ζήτω το Έθνος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2001, σελ. 89.)

[15] Η καραντίνα της Μακρονήσου είναι από τις πλέον άγνωστες σελίδες της προσφυγικής τραγωδίας στην Ελλάδα. Από τα μέσα του 1922 άρχισαν κατά χιλιάδες να αποβιβάζουν  στην Μακρόνησο Πόντιους  (κυρίως)  πρόσφυγες όπου μετά από ολιγόμηνη “περιποίηση-απολύμανση” προωθούνταν στην υπόλοιπη Ελλάδα.  Για άφιξη 3.750 Ποντίων μας πληροφορεί η εφημερίδα “Ριζοσπάστης” στις 26-3-1923,  για την αναχώρηση από την Μακρόνησο 5.500 προσφύγων μας μιλά η εφημερίδα “Εμπρός” στις 13-9-1922. Ένας Πόντιος πρόσφυγας “Μακρονησιώτης”, αποτυπώνει σε μια επιστολή στις 4 -1-1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «…Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων…». [http://pontosandaristera.wordpress.com/2010/02/02/makronisi/ (15-2-2010)] Ο “Ριζοσπάστης” στις 8-12-1923, στο κεντρικό του άρθρο “Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες”, γράφει : “..Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη  Μακρόνησο στην καραντίνα..” Eντύπωση προκαλεί η παντελής αποσιώπηση αυτού του γεγονότος από αριστερούς ιστορικούς οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία της Μακρονήσου κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

[16] Νίτσα Γαβριηλίδου, Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1988, σελ. 20.

[17] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 16 Νοεμβρίου 1924

[18] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 28 Σεπτεμβρίου 1924. Το στερεότυπο που έχουν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες είναι εξαιρετικά αρνητικό. Ένας ντόπιος από την Άσσηρο λέει: «Με κανένα τρόπο δε θα δεχτώ τον Καυκάσιο, τον βρώμικο, στο σπίτι μου. Όσο με αφορά, μπορεί να πέσει νεκρός στη μέση του δρόμου και δε με νοιάζει. Μακάρι να καούν όλοι στη φωτιά. Ο Βενιζέλος έφερε σκατά στη Μακεδονία. Όλοι τους πέθαιναν από την πείνα στην Τουρκία» (Αναστασία Καρακασίδου, Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870-1990, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 2000, σελ. 276.)

[19] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 9 Νοεμβρίου 1924

[20] Οδ. Λαμψίδης, «Η ‘’ανακλησις’’ εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευνα της ποντιακής διαλέκτου», Αρχείον Πόντου, τόμ. 29, Αθήνα, 1989, σελ. 3.

[21] Rene Hirschon, Heirs of the Greek Catastrofe: The social life of Asia Minor refugees in Piraeus,  εκδ. Calendon Press, 1989, σελ. 37.

[22] Για ζήτημα αυτό το βλ.: Βίκα Γκιζελή,  Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση  της κοινωνικής κατοικίας (1920-1930), εκδ. Επικαιρότης, Αθήνα, 1984, Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνα και του Πειραιά, 1909-1940, έκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα,1989.

[23] «Ο Πειραιάς μοιάζει περισσότερο με τη Θεσσαλονίκη παρά με την Αθήνα. Η θάλασσα και οι πρόσφυγες του ‘22 είναι τα βασικά κοινά τους σημεία. Καθώς και η αντιπάθεια  προς τους “Αθηναίους“. Τύφλα όμως νάχει η αντιπάθεια των Θεσσαλονικέων, όταν εκφράζεται ο Ολυμπιακός…  Η πρώτη ομάδα που αγκάλιασαν οι πρόσφυγες! Εξ ου και το μίσος των δύο ομάδων, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. (Ντόπιοι εναντίον προσφύγων και… -σιγά σιγά- αντιστρόφως) Το ‘22, οι “ντόπιοι” είχαν αποτραβηχθεί στις βόρειες συνοικίες τους. Στις φαβέλες του Πειραιά κυριαρχούσε η Μικρά Ασία και ο Πόντος. Με την ίδρυση της ΑΕΚ η κατάσταση θα αλλάξει και ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων θα στηρίζει πλέον την αυθεντική προσφυγική ομάδα. Θα παραμείνει όμως το αρχικό μίσος μεταξύ των δύο ομάδων του λεκανοπεδίου, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Μόνο που σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν το πώς ξεκίνησε.» («Τα στέκια του Πειραιά»
http://pontosandaristera.wordpress.com/2007/12/06/6-12-2007/, «Το ρεμπέτικο και η «παλιά γραμμή του Ριζοσπάστη»http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?p=20092)

[24] Yπάρχουν περιπτώσεις όπου και βενιζελικοί εκφράζονται με ακραίο τρόπο, όπως ο βουλευτής Κοζάνης Κουπαρούσος, ο οποίος σε ανακοίνωση τον Αύγουστο του 1924 γράφει μεταξύ άλλων ότι αν δεν συμμορφωθούν «οι πρόσφυγες θα λάβουν την προς την Βραζιλίαν άγουσαν». (Νίκος Μαραντζίδης,  ό.π., σελ. 90).

[25] «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928

[26] Περιοδικό «Κοινότης», Αθήνα,  αριθμ. φ.  48

[27] George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, ό.π., σελ. 195.

[28] Η φράση αυτή θα ειπωθεί στη συνεδρίαση της Βουλής της 24ης Ιανουαρίου 1934 και θα καταγραφεί στην Εφημερίς των Συζητήσεων, σελ. 990. αναφ. από Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, χ.χ., σελ. 78.

[29] «Καθημερινή», 30.7.1928 Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; …..Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» («Καθημερινή», 19/7/1928)

[30] Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27), εκδ. Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σελ. 27-30.

[31] Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σελ. 175.

[32] Ηλίας Πετρόπουλος, «Οι Πόντιοι», περ. Σχολιαστής, τεύχ. 54, Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 1087.

[33] Εφημερίδα, Νέοι Στόχοι, Μενιδι, 30 Νοεμβρίου 1989.

[34] Εφημερίδα, Νέοι Στόχοι, Μενιδι, 4 Ιανουαρίου 1990.

[35] Νίκος Ρούμπος, «Συνοικία το όνειρο», εφημ. Έθνος της Κυριακής, 28 Φεβρουαρίου 1993, σελ. 28-29.

[36] Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, Προβλήματα μετανάστευσης-παλιννόστησης, εκδ. ΙΜΕΟ-ΕΔΗΜ, Αθήνα, 1986, σελ. 64.

[37] Στην περίπτωση αυτή ανήκουν οι 70 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκίς. (Μανώλης Μανωλίδης, «Πόντιοι του χθες και του σήμερα μεγαλουργούν», εφημ. Πρώτη Σελίδα, Κιλκίς, 17 Νοεμβρίου 1994.)

[38] Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, ό.π., σελ. 46. Βλάσης Αγτζίδης, Ποντιακός Ελληνισμός. Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό στην περεστρόικα, ό.π., σελ. 112-113. Κωνσταντίνα Μπάδα-Τσομώκου, ό.π., σελ. 52.

[39] «Έντονο κύμα διαμαρτυριών εναντίον των Ποντίων προσφύγων που κατοικούν στην πόλη μας και πολύ περισσότερο εναντίον εκείνων που θα έρθουν σύντομα από τη Σοβιετική Ένωση, ξέσπασε την προηγούμενη εβδομάδα από τους ντόπιους κατοίκους του Μενιδίου… Απαιτούν να προβούν σε δραστηριότητες τέτοιες εναντίον των προσφύγων… ώστε να τους αποβάλλουν.» (Κύριο σχόλιο της εφημερίδας Νέοι Στόχοι, Μενίδι Αττικής, 30 Νοεμβρίου 1989.)

[40] Το γεγονός παρουσιάστηκε από τον Τύπο ως «Ρατσιστική έκρηξη κατά των Ποντίων». Η ειρωνεία είναι ότι οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού Μεταμόρφωση κατάγονταν από τουρκόφωνους Καππαδόκες πρόσφυγες του 1922. (Γιάννης Λιάπης, «Ρατσισμός χάριν… τουρισμού», εφημ. Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 1996, σελ. 46.)

[41] Νίκος Ρούμπος, «Συνοικία το όνειρο», εφημ. Έθνος της Κυριακής, 28 Φεβρουαρίου 1993, σελ. 28-29.

[42] «Οργή Ποντίων για «ατόπημα΄», εφημ. Ελευθεροτυπία, 8 Ιουλίου 1995. Μπάμπης Γιαννακίδης, «Ο ρατσισμός, οι Πόντιοι και οι εντυπώσεις», εφημ. Ελευθεροτυπία, 13 Ιουλίου 1995.

[43] Χαρακτηριστικό ήταν το άρθρο κάποιου «στοχίτη» στην εφημερίδα Στόχος, στο οποίο η σύγχυση, η προκατάληψη και η άγνοια που είχε ο αρθρογράφος για τον πληθυσμό παρήγαγε μια ακραία ρατσιστική τοποθέτηση. («Μεγάλο το ποσοστό των Μογγόλων ανάμεσα στους Ρωσοπόντιους που πάνε στη Θράκη», εφημ. Στόχος, 7 Σεπτεμβρίου 1994.)

[44] Νούλα Ξανθοπλά, «Ρατσισμός σε σχολείο στη Θεσσαλονίκη», εφημ. Εξουσία, 26 Οκτωβρίου 1996, σελ. 25. Κλέαρχος Τσαουσίδης, «Ξένοι κι εκεί ξένοι κι εδώ», εφημ. Εξουσία, 26 Οκτωβρίου 1996, σελ. 25.  Μπάμπης Γιαννακίδης, «Δεν θέλουν μάθημα με τους παλιννοστούντες», εφημ. Ελευθεροτυπία, 27 Σεπτεμβρίου 1996, σελ. 43.

[45] Για τη συμπεριφορά αυτή και την κατάληψη του σχολείου, που έγινε το Σεπτέμβριο του 1996, διαμαρτυρήθηκε η Πανελλήνια Ένωση των Νεοελθόντων, από το 1957, Ελλήνων Ποντίων Προσφύγων εκ Ρωσίας, που εδρεύει στην Αθήνα. (Νούλα Ξανθοπλά, ό.π.)

[46] Η συγκεκριμένη καταγγελία αφορά απαγόρευση εισόδου σε καφέ-πισίνα της περιοχής Νέας Ευκαρπίας σε οικογένεια Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στην είσοδο τους δήλωσαν ότι «Απαγορεύεται η είσοδος στους Ρωσοπόντιους» (ΑΠΙ. φάκ. πρόσφυγες, μαρτυρία Αλίκης Φουντουκίδου, 26-12-96.). Στο κρούσμα αυτό αντέδρασε έντονα ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ακρίτες του Πόντου», εξαναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες του κέντρου να ζητήσουν δημόσια συγνώμη.

[47] Μαρία Χατζηκώστα, «Δεν αυτοκτόνησε για τη Ρωσοπόντια», περ. Το, Λευκωσία, τεύχ. 495, 3 Νοεμβρίου 1995.

[48] Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την τοποθέτηση ενός Κυπρίου από την Πάφο: «Είπαμε να τους βοηθήσουμε και να τους φέρουμε στην Κύπρο να εργαστούν. Αξίζει όμως τον κόπο να τους βοηθήσουμε με τα τόσα που κάνουν; Αυτοί είναι τόσο απολίτιστοι, που μας προσβάλλουν σαν λαό. Δεν καταλαβαίνουν ότι είναι φιλοξενούμενοι και αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε βία εναντίον τους.» («Φόβος και τρόμος από τους Πόντιους», εφημ. Αλήθεια, Λευκωσία, 2 Ιουλίου 1995.)

[49] Γιώργος Εφραίμοφ, «Ζητούμε ανθρώπινη μεταχείριση», εφημ. Εργατικό Βήμα, Λευκωσία, 19 Ιανουαρίου 1994, σελ. 8.

[50] Μαρία Νεγρεπόντη-Δεληβάνη, «Εμείς και οι πρόσφυγες αδελφοί μας», εφημ. Ελευθεροτυπία, 22 Μαρτίου 1994, σελ. 46. Κωνσταντίνα Μπάδα-Τσομώκου, «Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα: αποκλεισμοί, ενσωματώσεις και διλήμματα ταυτότητας», περ. Ουτοπία, τεύχ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1996, σελ. 57.

[51] Βίκτωρ Νέτας, «Άγνοια, αμάθεια και το δράμα των Ποντίων», εφημ. Ελευθεροτυπία, 1 Φεβρουαρίου 1994, σελ. 9, Αιμίλιος Σολωμός, «Ο Πόντος είναι η πατρίδα μας», εφημ. Σημερινή, Λευκωσία, 24 Μαΐου 1994, σελ. 7.

[52] «Έλληνες στον Καύκασο, Ρωσοπόντιοι στην Ελλάδα», εφημ. Ελευθεροτυπία, 11 Ιουνίου 1995.

[53] «Όχι και… ξένοι οι Πόντιοι», εφημ. Ελευθεροτυπία, 13 Ιουλίου 1995, σελ. 2.

[54] Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους, Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη, σελ, 226, 229

[55] Χαρακτηριστική είναι μια επιστολή «Προς τη Βουλή των Ελλήνων» που απέστειλε η «Πανελλήνιος Ένωση των Νεοελθόντων από του 1957 Ελλήνων Ποντίων προσφύγων εκ Ρωσίας» (ΠΕΝΕΠΠΡ) στις 20 Ιανουαρίου 1999. Η επιστολή έχει ως τίτλο «Ούτε οι εχθροί μας οι Τούρκοι και μουσουλμάνοι δεν μας αδίκησαν όπως οι Ελλαδίτες». Μεταξύ άλλων αναφέρονται: «Για να πλουτίζουν κάποια οργανωμένα συμφέροντα από το κράτος εφαρμόζουν άδικα μια πολιτική διώξεων ομογενών που θέλουν να ορθοποδήσουν οικονομικά, να βρουν κάποιο περίπτερο κάποιο μαγαζί για να ζήσουν την οικογένειά τους. Τα περισσότερα προβλήματα το κράτος τα δημιουργεί σ’ αυτούς που θέλουν να νοικοκυρευτούν, να φτιάξουν ένα σπίτι, να ανοίξουν ένα μαγαζί, ένα εργαστήριο, μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών…»

[56] Γιάννης Καρυπίδης, «Τελικά που είναι η πατρίδα μας;» περ. Ελλοπία, τεύχ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος ‘92, σελ. 50-51. Σε εφημερίδα της Κύπρου δημοσιεύτηκε το εξής: «Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός νεαρού από τη Γεωργία που μου έλεγε: ΄Για μας πατρίδα είναι ο Πόντος, εκεί πρέπει να πάμε. Παντού μας φέρνονται σα να είμαστε ξένοι΄» (Αιμίλιος Σολωμός, «Ο Πόντος είναι η πατρίδα μας», εφημ. Σημερινή, Λευκωσία, 24 Μαϊου 1994, σελ. 7.)

[57] Μάκης Σελαμαζίδης, «Σοφία Σινδοπούλου: Στον κύκλο της προσφυγιάς», εφημ. Ελευθεροτυπία, 5 Νοεμβρίου 1996, σελ. 45.

[58] Τέτοια είναι η περίπτωση του Δ. Πατμανίδη που τελικά θα αυτοκτονήσει: «Ο Δημήτρης Πατμανίδης με την οικογένειά του ξεριζωμένη από τη φρίκη του πολέμου στο Σοχούμι, έφτασε στην Ελλάδα με όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής προσφυγιάς. Ο πατέρας με πανεπιστημιακή μόρφωση, βρίσκει δουλειά σε φορτηγό με τα χίλια ζόρια, η μάνα μένει άνεργη, η οικογένεια στοιβάζεται στις παλιές προσφυγικές πολυκατοικίες του Ρέντη.  Ο Δημήτρης φοβισμένος κι ευαίσθητος, έρχεται αντιμέτωπος με το φασιστικό ρατσισμό που μαθαίνουν ν’ αναπαραγάγουν οι φτωχοί έλληνες συνομήλικοί του. Πριν γίνει ο ίδιος απομονωμένος και σκοτεινός, αντιμετωπίζει την απαξίωση, τη μοναξιά, τη χλεύη στο σχολείο: «Γεωργιανέ γύρνα πίσω», και όλα φτάνουν στην ανοιχτή βία απέναντί του. Πέρασε στα ψιλά, πως συμμορία «ελληναράδων» συμμαθητών, τον είχε ρίξει στο κάδο σκουπιδιών του σχολείου.  Μετά ο Δημήτρης, ντύνεται στα μαύρα, αναζητά και λατρεύει τα όπλα, ακούει «σκοτεινή μουσική», η χαμένη του επικοινωνία γίνεται αδιέξοδα μόνο μέσω του ιντερνετ.  Στο τέλος, η ασταθής ισορροπία της δυστυχίας, σπάει. Μια σπαραχτική ιστορία ρατσισμού, για την οποία κανείς δεν θα πληρώσει.» [«Για το μακελειό του Ρέντη», http://anasintaxi.blogspot.com/2009/04/blog-post_670.html  (23-2-2010)]

σάρωση0063

Μάρκος Βαμβακάρης – Μαρτυρία για τους Πρόσφυγες Μικρασιάτες
(
Βούλα, 11 Σεπτεμβρίου 2015) 

Για την αδυναμία της ελλαδικής κοινωνίας να ενσωματώσει τα γεγονότα αυτά στην περί την ιστορία συνείδησή της, δείτε ένα κείμενο από μιά διαδικτυακή συζήτηση:

Σύγχρονες ερμηνευτικές αντιφωνίες και ιδεολογικές συγκρούσεις

-Σύγχρονες ερμηνευτικές αντιφωνίες και ιδεολογικές συγκρούσεις

Καντίνσκι

144 Σχόλια

  1. doctor on

    Πολύ καλή ιστορική αναδρομή Βλάση.
    Αλήθεια, ο μέσος πόντιος πόσα από τα παραπάνω γνωρίζει;
    Ευτυχώς, οι παππούδες μας που υπέμειναν τόσα πολλά από τον ρατσισμό των γηγενών μας έμαθαν να ΑΓΑΠΑΜΕ τους συνανθρώπους μας, και όταν διαβάζω ρατσιστικές τοποθετήσεις ιεραρχών της εκκλησίας μας, πραγματικά ντρέπομαι και αναρωτιέμαι τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί οι άνθρωποι με τον χριστιανισμό.
    Ειδικά ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Είναι οι ίδιοι που πριν ένα αιώνα έλεγαν τα ίδια για τους παππούδες μας…

  2. doctor on

    «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν – ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα» (Καθημερινή, 30.7.1928).

  3. doctor on

    Το παραπάνω απόσπασμα της Καθημερινής, είναι νομίζω ό,τι χαρακτηριστικότερο από όλα όσα παρέθεσε ο οικοδεσπότης και καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο το μίσος για τον αδελφό, που ναι μεν τον συμπονούμε, όμως, δεν τον θέλουμε…

  4. Πλάνητας on

    Εάν συμπεριφέρθηκαν οι ελληναράδες έτσι στους «αδελφούς» προγόνους μας, δε θα ήθελε πολλή φαντασία για να φτάσουμε και στα σημερινά. Καλοί χρυσοί οι μετανάστες, να λέμε για τα δίκαια της Παλαιστίνης (αφού είμαστε και «αδέρφια»), αλλά όχι και να τους δώσουμε στέγη, δουλειά, δικαιώματα. Δε φτάνουν για όλους. Έχει «βρομίσει» ο τόπος. Α

  5. Πλάνητας on

    ρε κουφάλα ελλαδίτη, πότε θα κοιταχτείς στον καθρέφτη με ειλικρίνεια…

  6. Βλάσης Αγτζίδης on

    Ο απλός πολίτης όπως και οι τοπικές κοινωνίες, που βρέθηκαν τότε σε πρωτοφανείς συνθήκες, δεν έχουν την ευθύνη. Η ιστορική ευθύνη ανήκει στις φιλομοναρχικές πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες εκείνης της εποχής που εμφορούνταν από εχθρικά συναισθήματα προς τους πρόσφυγες και έκαναν ότι μπορούσαν να διαιωνίσουν τις κοινωνικές διαιρέσεις και να περιθωριοποιήσουν τους πρόσφυγες…

  7. […] κείμενο που δημοσιεύουμε από το ιστολόγιο του είναι το πρώτο μέρος (“Η αντιμετώπιση των προσφύγων”) […]

  8. Ακούγεται πως αναμοχλεύσεις τέτοιου είδους δεν ενδιαφέρουν σήμερα. Σήμερα όμως παρακολουθούμε μια έξαρση, έναν οργανωτικό οργασμό, της προγονικής μας αναζήτησης μέσω των προσφυγικών συλλόγων.Κάποιοι που δεν ήμασταν και δεν είμαστε ποτέ στα μέσα και στα έξω των διαδικασιών αυτών, νιώθαμε και νιώθουμε πως η αξιοσύνη των προγόνων μας δεν περιορίζονταν σε ‘τικ-ομάλ’. Νιώθαμε και ακούγαμε για τις συμπλυγάδες που συνέθληβαν τις υπάρξεις εκείνες και θαυμάζαμε τον τρόπο που οργάνωναν την ύπαρξή τους έτσι ώστε όχι μόνο να ξεπεράσουν, να σταθούν όρθιοι μα και να αποδειχθούν εννίοτε και ως πρωτοπορία.
    Αναδεικνύοντας τέτοια θέματα Βλάση, περνάμε στο επίπεδο εκείνο που αρχίζουμε να αποκαλύπτουμε έναν τρομακτικό πλούτο προσφοράς και παρέμβασης, έναν πλούτο πραγματικής υπερηφάνειας κάποιων που αφήσαν παρακαταθήκες ανθρωπιάς, αγώνα και προοδευτισμού, πλούτο ανεξερεύνητο-γιατί άραγε;- και πολύ χρήσιμο για το στερέωμα προσωπικοτήτων του παρόντος.
    Δες τον πρόσφυγα Πασαλίδη, μέσα από τα συνέδρια των καυκασίων και ως πληρεκούσιος του ελληνικού λαού να προασπίζεται -υπερασπίζεται συμφέροντα ντόπιιων και προσφύγων χωρίς καμιά διάκριση (Συνεδρίαση Βουλής 25/5/1925, ΑΕΚ/8/σελ. 61-66) Δες τον ίδιο να δηλώνει (28/6/1924 , Βουλή, Σ ΑΕΚ/7/σελ 240) πως το στεγαστικό αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά , αν διωχθούν οι «όσιοι κηφήνες», οι μοναχοί από τα μοναστήρια κλπ
    Αναμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τις υπόλοιπες ενότητες και το βιβλίο.
    Ανδρέας

  9. Βλάσης Αγτζίδης on

    Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε επίσης:

    -http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2010/03/blog-post_11.html
    -http://www.antibaro.gr/node/1328

  10. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  11. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  12. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  13. MARINA on

    Kαλημέρα.Θα ήθελα να αναδημοσιεύσω το κείμενο Πρόσφυγες του 22,και στο δικό μας blog.έχω την άδεια σας;

  14. Βλάσης Αγτζίδης on

    Φυσικά μπορείτε να το αναδημοσιεύσετε.

    Ποιό είναι το μπλογκ σας;

  15. Κώστας on

    Συγχαρητηρια για το όμορφο άρθρο.

    Θα ήθελα να προσφέρω δυο μικρές σχετικές εμπειρίες:

    Ο πατέρας μου γεννήθηκε μέσα του 40 στη Κρήτη με καταγωγή από τη Φώκαια. Τη δεκαετία του 50 στην τάξη του ακόμη χωρίζαν τα παιδιά σε «τουρκάκια» και «ελληνάκια». 35 χρόνια μετά το 22 και κάποια παιδια μεγαλώναν λέγοντας τους ότι είναι «ελλατωματικά»…

    Κάποτε συζητώντας με ένα άλλο κρητικό μου αποκάλυψε ότι ήταν πρόσφυγας που άλαξε η οικογένεια του το όνομα σε «- ακης» γιατί δεν άντεχε τις διακρίσεις….άμα δε μισούσαν τόσο κάποιοι Ελληνες τους άλλους Έλληνες ίσως και να είμασταν πιο μπροστά…

  16. sonora on

    Σας ευχαριστώ,amazonsday.

  17. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  18. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα αμετροέπειας. Είμαστε ως λαός ή του ενός άκρου ή του άλλου. Υπάρχου αλήθειες που αποσιωπούνται τόσο από τους μεν όσο και από τους δε.
    Επί του συγκεκριμένου θέματος η αλήθεια είναι ότι κατά το νέο προσφυγικό ρεύμα από τις χώρες της ΕΣΣΔ ήρθαν και άνθρωποι οι οποίοι καμία απολύτως σχέση με τον Πόντο και τον Ελληνισμό δεν είχαν. Το κύμα δηλαδή δεν ήταν κύμα μόνο παλιννόστησης. Κατά την δεκαετία του ’90 κατέφτασαν καθαρόαιμοι Ουζμπέκοι, Τάταροι, Γεωργιανοί κλπ. Είμαστε όμως τόσο φανατισμένοι με την ιδεολογία μας που είναι αδύνατον να παραδεχθούμε την αλήθεια. Οι μεν τους χαρακτηρίζουν όλους Ρωσοπόντιους, οι δε όλους παλιννοστούντες. Ένας λαός όμως που δεν τηρεί το μέτρο είναι λαός καταδικασμένος να αφανισθεί.
    Ένα άλλο θέμα είναι ο τρόπος υποδοχής των προσφύγων του 1990, οι οποίοι έψαχναν διέξοδο στην αξιοπρεπή διαβίωση. Αξιοπρεπής όμως δεν είναι μόνο η διαβίωση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η νέοι πρόσφυγες ήταν μια ευκαιρία να συνδυαστεί το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Μπορούσαν και να δαπανηθούν λιγότερα χρήματα από το δημόσιο που όμως θα εξασφάλιζαν και πιο αξιοπρεπή ζωή στους πρόσφυγες, δημιουργώντας προϋποθέσεις ανάπτυξης της Ελληνικής περιφέρειας. Το Ελληνικό όμως κομματικό κράτος ήθελε ψήφους που τις υφάρπαξε με τον εντυπωσιασμό. Έδωσε δάνεια στους μετανάστες για να τοποθετηθούν στην Θεσσαλονίκη (για την οποία και έχω γνώση) στοιβάζοντας τους σε περιοχές όπως η Νικόπολη, κεντροδυτική Θεσσαλονίκη, εξασφαλίζοντας στην ουσία διπλό κακό. Από την μία αύξησε το κλίμα δυσαρέσκειας των Θεσσαλονικέων, από την άλλη έφραξε το δρόμο της ανάπτυξης για τους ίδιους τους πρόσφυγες αφού ανάπτυξη σε μια κορεσμένη τσιμεντένια μεγαλούπολη δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    Φυσικά κάποιοι θα αντιδράσουν με αυτά που λέω αλλά αυτά πιστεύω, αυτά λέω. Το σημαντικό σε μια υπό διαμόρφωση κατάσταση δεν είναι να διαχειρίζεται κάποιος μια ουτοπία αλλά μια πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι εξ ΕΣΣΔ προέρχονται από ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Δεν προσαρμόζεις έναν πρώην κομμουνιστή στην καπιταλιστική κοινωνία απλά δίνοντας του λεφτά. Τι να τα κάνει αφού δεν ξέρει την αξία τους; Το ζήτημα είναι να του δώσεις προοπτικές και δυναμική. Για εμένα η εγκατάσταση των εξ ΕΣΣΔ προσφύγων στα αστικά κέντρα ήταν ένα έγκλημα προς όφελος των μεγαλοεργολάβων. Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι άνθρωποι δεν έχουν συνειδητοποιήσει που βρίσκονται και τι πρέπει να κάνουν. Αλκοολισμός, ναρκωτικά, φασαρίες, βρωμιά είναι καθημερινά φαινόμενα στη Θεσσαλονίκη. Οι μικροκλοπές βέβαια είναι πλέον ρουτίνα. Αυτά δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανένας γιατί τα βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια κάθε ημέρα. Όπου πάρκο και άδεια μπουκάλια μπύρας και βότκας. Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη του σήμερα. Λαθρεμπόριο τσιγάρων και ότι άλλο βάζει ο νους, κακογουστιά και δυσωδία. Με αυτό δε θέλω να κατηγορήσω τους ανθρώπους αλλά την κακή διαχείριση του Ελληνικού κράτους. Κάποτε πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.

    Αλλά όπως είπαμε, κάθε κόμμα είχε ένα πλάνο επενδύοντας πάνω στις ταλαιπωρημένες ψυχές των προσφύγων. Τα κυβερνητικά κόμματα επένδυσαν στο όνειρο των προσφύγων, τα αριστερά στην μελλοντική απογοήτευση τους και το κομμουνιστικό τους παρελθόν. Οι μεν έψαχναν ψηφοφόρους για να τους ψηφίσουν, οι δε αγανακτισμένους νοσταλγούς επαναστάτες. Προδότες οι μεν, προδότες και οι δε. Κατ’ εμέ έπρεπε καταρχήν να προσπαθήσει η Ελλάδα να διατηρήσει Ελληνισμό εκτός Ελλάδος. Μπορούσε να επενδύσει στο ποντιακό στοιχείο του Καυκάσου ώστε κάποτε να αναγεννηθεί και να επανασυσταθεί ο ενιαίος Πόντος του Ευξείνου Πόντου. Οι πολιτικοοικονομικές συγκυρίες το ευνοούσαν. Για να γίνει αυτό έπρεπε να ενισχύσει ηθικά και οικονομικά τις Ποντιακές μειονότητες σε συνεργασία με τις εκεί Κυβερνήσεις. Από τη στιγμή όμως που δεν έκανε κάτι τέτοιο, έπρεπε να δώσει προοπτική στους πρόσφυγες. Η προοπτική δεν είναι προϊόν της παρακμάζουσας Ελληνικής αστικής κοινωνίας αλλά προϊόν παραγωγής. Και παραγωγή στην Ελλάδα, βιομηχανίας απούσης, είναι μόνο η αγροτική.
    Το Ελληνικό όμως κράτος έκανε το θαύμα του για άλλη μια φορά, την ίδια περίοδο που δεχόταν χιλιάδες παλιννοστούντες, την ίδια περίοδο έκανε εισαγωγή Αλβανών λαθρομεταναστών. Στην ουσία δηλαδή οι εξ ΕΣΣΔ πρόσφυγες καταδικάστηκαν στην ανεργία από την πρώτη στιγμή. Επομένως οι αντιδράσεις του κόσμου δεν ήταν απόρροια της έλευσης των παλιννοστούντων αλλά αποτέλεσμα της κακής κρατικής διαχείρισης. Μια κακή διαχείριση όμως που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στην ιστορία…δεν είναι τυχαία. Το Ελληνικό κράτος είναι εχθρός της Ελλάδος.

  19. Βλάσης Αγτζίδης on

    Δυστυχώς η αντίληψή σας για το ζήτημα των ελληνοποιήσεων συμβαδίζει με την προκατειλημμένη τοιαύτη που διαμόρφωσε τη αρνητική εικόνα για τους ομογενείς πρόσφυγες ή μετανάστες από την πρώην ΕΣΣΔ. «Ελληνοποιήσεις …«δια πάσα νόσο»» έθεσε ως τίτλο ένα ΄’εντυπο τότε, κατανοώντας απολύτως τον τρόπο με τον οποίο ένα εθνικό θέμα εντάχθηκε στα μικροπολιτικά γρανάζια για να εξυπηρετήσει επικοινωνιακά και μόνο παιχνίδια.

    Το ζήτημα αυτό προβλήθηκε σωστά στο παρακάτω άρθρο. Βρείτε το, διαβάστε το και μετά τα ξαναλέμε:

    Νιώτης Γρ., \»Ελληνοποιήσεις\»: Οι μύθοι και η αλήθεια με αριθμούς, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28.1.2001, σ. 50-51.

    Εγώ αναφέρθηκα στο ζήτημα αυτό σε ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «Η αντιμετώπιση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ»:

    Έγραφα:

    …Με το πνεύμα αυτό οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το μεγάλο ζήτημα της νέας ελληνικής προσφυγιάς που προέκυψε απ’ την την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2000 το ζήτημα των «παλιννοστούντων» ομογενών θα μπει στο στόχαστρο της κομματικής αντιδικίας. Στην πλειονότητά τους οι μετανάστες και πρόσφυγες ομογενείς θα στοχοποιηθούν ως «ελληνοποιημένοι μη Έλληνες».[28]

    [28] Ειδικά ο συντηρητικός χώρος κράτησε ανοιχτά αρνητική και ξενόφοβη στάση. Αποκορύφωμα υπήρξε η φιλολογία για τις «ελληνοποιήσεις». Το σύνολο των παλιννοστούντων για τη Νέα Δημοκρατία και την ακροδεξιά χαρακτηρίστηκε ως «ελληνοποιημένο», αποτελούμενο από «Αμπχάζιους, Τσετσένους κ.λπ.» Τη διαφθορά και τις υπαρκτές παρανομίες των ελληνικών διπλωματικών αρχών τις πρόβαλε ομαδικά και ρατσιστικά στους «παλιννοστούντες» ομογενείς. (Φ. Kαλλιαγκόπουλου – Ν. Τσιούτσια, «Kαραμανλής: 96.162 ψήφοι ήλθαν από το… πουθενά», εφημ. Καθημερινή, 28 Φεβρουαρίου, 2001.) Τεκμηριωμένη απάντηση δόθηκε στο: Γρ. Νιώτης, «΄΄Ελληνοποιήσεις”: Οι μύθοι και η αλήθεια με αριθμούς», εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28 Ιανουαρίου 2001, σ. 50-51.

  20. Καταρχήν ίσως θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάποια θέματα:
    1. Συμφωνείτε ότι το ιδανικό θα ήταν να προστατευόντουσαν οι ομογενείς στις εστίες τους; Να διατηρούσαν τις περιουσίες τους και να ενισχύονταν οι δεσμοί τους με την «μητέρα» Ελλάδα; Ότι δηλαδή η τακτική της συρρίκνωσης του Ελληνισμού ήταν, είναι και θα είναι λανθασμένη;

    2. Συμφωνείτε ότι το εργολαβικό-πολιτικό σύστημα τους εκμεταλλεύτηκε, τοποθετώντας τους στα μεγάλα αστικά κέντρα επιφέροντας δύο κακά αφού τους εγκλώβισε σε μη παραγωγικές και χρεωκοπημένες τσιμεντουπόλεις ενισχύοντας ταυτόχρονα την ασφυξία στις πόλεις αυτές;

    3. Συμφωνείτε ότι από την στιγμή που συνέπεσε χρονικά η πτώση της ΕΣΣΔ με το άνοιγμα των συνόρων της Αλβανίας, έπρεπε να ενισχύσουμε τους ομογενείς και όχι τους Αλβανούς στην επαρχιακή εργασία;

    4. Συμφωνείτε ότι ήρθαν όντως ομογενείς πόντιοι αλλά μαζί τους και πολλοί αλλοεθνείς οι οποίοι είναι ολοφάνερο ότι είναι ασύμβατοι με τα Ελληνικά ήθη; Εξάλλου το λένε και μεταξύ τους οι ίδιοι οι ομογενείς ότι ο τάδε είναι Τσετσένος, ο δείνα είναι Ουζμπέκος κλπ.

    Αγαπητέ κύριε Αγτζίδη, άποψη μου είναι ότι πρέπει να βλέπουμε την αλήθεια κατά πρόσωπο, χωρίς ωραιοποιήσεις και ψευδαισθήσεις. Τα άρθρα στα οποία με παραπέμψατε λένε αλήθεια αλλά όχι όλη την αλήθεια. Τη επονομαζόμενη «Ρώσικη μαφία» δεν τη δημιούργησαν ομογενείς εξ ΕΣΣΔ και την απαρτίζουν ουκ ολίγα άτομα. Και αυτή είναι πολυεπίπεδη, από τον αλκοολικό των πάρκων της γειτονιάς και το χρήστη ναρκωτικών ουσιών μέχρι την οργανωμένη μαφία προστασίας καταστημάτων. Και αυτό δεν είναι προπαγάνδα του συντηρητικού χώρου αλλά η πραγματικότητα που βλέπουμε και βιώνουμε καθημερινά.

    Εξάλλου το να μη βλέπουμε την αλήθεια κάνει ζημιά και στους ίδιους τους ομογενείς που προσπαθούν να επιβιώσουν και έχουν τις ίδιες ανησυχίες με εμάς. Είναι δε διακριτή η πορεία και οι πρόοδος που διέγραψαν οι ομογενείς σε σχέση με τους μη, οι οποίοι είναι βυθισμένοι στην παρακμή και δεν νομίζω ποτέ να επιπλεύσουν. Και πιστέψτε με, είμαι όσο πιο αντικειμενικός μπορώ, συγκρίνοντας αυτά που βλέπω με αυτά που άκουσα και ακούω από τους παππούδες πρόσφυγες και λοιπούς συγγενείς, αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες προσαρμογής αλλά μπορώ να διακρίνω και τις ασυμβατότητες. Είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος ότι οι εξ ΕΣΣΔ πόντιοι ακολούθησαν την ίδια δημιουργική πορεία με τους δικούς μας πρόσφυγες του 1922 ενώ κάποιοι άλλοι προώθησαν την πορνεία, τη βία, το έγκλημα. Αυτή η ασυμβατότητα δεν κρύβεται, δεν είναι ρατσιστική, είναι απλά η αλήθεια.

  21. Βλάσης Αγτζίδης on

    Η συζήτηση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο το θέμα των «ελληνοποιήσεων» και της δαιμονοποίησης του συνόλου των νεοπροσφύγων και όχι την προσφυγική πολιτική, την οποία ουδέποτε είχε η Ελλάδα. Τόσο στις περιβόητες εκθέσεις εκείνης της περιόδου (έκθεση Δημητρίου) όσο και στις αναφορές των πολιτικών (με πιο ακραίο απ΄ όλους τον Καρατζαφέρη, ο οποίος μιλούσε για 200.000 Τσετσένους και Αμπχάζιους), οι παλιννοστούντες ενοχοποιούνταν συλλήβδην.

    Γράφετε: «Συμφωνείτε ότι ήρθαν όντως ομογενείς πόντιοι αλλά μαζί τους και πολλοί αλλοεθνείς οι οποίοι είναι ολοφάνερο ότι είναι ασύμβατοι με τα Ελληνικά ήθη;»

    Εκτός από τους αλλοεθνείς οι οποίοι «λάδωσαν» τις ελληνικές διπλωματικές αρχές για να εξασφαλίσουν την ελληνική ιθαγένεια και το δικαίωμα αναχώρησης για την Ελλάδα, οι ομογενείς μας σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν αποό μικτούς γάμους. Ήδη το 1991, το 70% των ελληνικών οικογενειών ήταν μικτές. Με βάση το ελληνικό δίκαιο περί αίματος, εάν είχε έστω και έναν γονιό ελληνικής καταγωγής, ο γόνος θεωριόταν Έλληνας. Τη στιγμή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ η πλειονότητα των σοβιετικών Ελλήνων ήταν ρωσόφωνοι και είχαν ήδη προσαρμοστεί πολιτισμικά στο σοβιετικό πολιτισμικό μοντέλο.

    Επίσης, υπήρχε και μια άλλη κατηγορία που απόκλινε πολιτισμικά από το ελλαδικό πρότυπο περί Έλληνα, και αυτό ήταν οι τουρκόφωνοι Έλληνες της Τσάλκας (Κετρική Γεωργία).

    Σαφώς οι προερχόμενοι από τις παλιές συμπαγείς ελληνικές κοινότητες κοινότητες (ελληνόφωνα χωριά του Βόρειου Καυκάσου, Σοχούμι, Βατούμι, κάποιες κλειστές κοινότητες στην εξορία) κράτησαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την ελληνοφωνία τους. Όμως ο μεγάλος όγκος των ομογενών προσφύγων προήλθε από τις πιο αναμεμειγμένες «αστικές» και με μεγαλύτερα ποσοστά πολιτισμικής αφομοίωσης, περιοχές.

    Τώρα σε σχέση με την παραβατικότητα. Είναι λάθος το σχήμα «δικοί μας=οικογενειάρχες», «μη δικοί μας=παραβατικοί».

    Ένας εγκαταλειμμένος πληθυσμός από το κράτος το οποίο είχε υποχρέωση (από τη Συνθήκη της Λωζάννης που δεν τήρησε) να τον αποκαταστήσει και μια κοινωνία αδιάφορη και σε κάποιο βαθμό ρατσιστική εναντίον του, αναπτύσσει κάθε είδους συμπεριφορά για να επιβιώσει.

  22. Νομίζω ότι ο ρατσισμός ήταν αναμενόμενος, όχι αιματολογικά όσο λόγω πολιτισμικής διαφοράς. Ο όγκος των προσφύγων ήταν μεγάλος και το πολιτισμικό μοντέλο παρουσίαζε μεγαλύτερες αποκλίσεις από το καθιερωμένο στην Ελλάδα από όσες είχαν οι Ελλαδίτες σε σχέση με τους πρόσφυγες του ’22, οι οποίοι ήταν και πολιτισμικά ανώτεροι παρά τη φτώχεια τους.

    Επομένως η πολιτισμική ώσμωση έπρεπε να καλλιεργηθεί σιγά σιγά μέσω της ένταξης των παλιννοστούντων στις παραγωγικές διαδικασίες. Η μαζική παρουσία τόσο μεγάλου όγκου «διαφορετικών» ανθρώπων σε ήδη πνιγμένες πόλεις ήταν αναμενόμενο να δημιουργήσει αντιδράσεις που ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, είναι εμφανείς και μάλιστα έντονες σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης (μόνο για αυτή μπορώ να μιλήσω αφού αυτήν γνωρίζω). Επομένως όλες οι πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν το θέμα, ο καθένας με βάση το πολιτικό του πελατολόγιο. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Καρατζαφέρης αλλά δεν ήταν ο μόνος.

    Βέβαια, δε μου απαντήσατε στο θέμα της μαζικής έλευσης των Αλβανών που στέρησαν θέσεις εργασίας μεταξύ άλλων και από τους παλιννοστούντες και ενίσχυσαν τόσο την εργασιακή ανασφάλεια των τελευταίων όσο και την παράταση του χρόνου προσαρμογής τους. Αν όμως ισχύουν αυτά που λέγονταν εκείνη την εποχή, ότι δηλαδή το Ελληνικό κράτος έπαιρνε χρήματα από την Ε.Ε. και άλλους οργανισμούς για κάθε Αλβανό που έμπαινε στη χώρα, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Ελληνικό κράτος για άλλη μια φορά έπιασε το δέντρο και έχασε το δάσος.
    Δυστυχώς η έλλειψη τήρησης του μέτρου από την Ελληνική πολιτεία και τους μηχανισμούς της, φέρνει στην επιφάνεια τις ενστικτώδεις αντιδράσεις κάθε ανθρώπου και είναι μάλλον άδικο να χαρακτηρίσουμε τους Έλληνες ως ρατσιστές. Ο ρατσισμός είναι απλά μια φυσιολογική αντίδραση στους λάθος χειρισμούς του κράτους και μπορεί να εμφανιστεί υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις σε κάθε κοινωνία.

  23. Ανδρέας Σπυρακόπουλος on

    Σχετικά μέ τίς διακρίσεις κατά τών προσφύγων τού ’22: Στο χωριό τής γυναίκας μου, στόν νομό Ηρακλείου, διαχώριζαν ακόμα τούς κατόικους σέ πρόσφυγες καί μή τό 1989.Και αυτό αφορούσε άτομα τής 3ης γενεάς μετά τήν Καταστροφή πού δέν είχαν κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό διαφορετικό από αυτά τών συγχωριανών τους. Αυτό τό είδα με τα μάτια μου. Μου είπαν καί διάφορες ιστορίες αρπαγής τών περιουσιών τής ‘ανταλλαγής’ από τούς τότε ‘ντόπιους’ που δέν μπόρεσα νά επαληθεύσω.

  24. […] Η ελληνική Δεξιά εκείνης της περιόδου, ήταν η μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο που δεν ήταν επεκτατική και αλυτρωτική, αλλά αντιθέτως οικοδόμησε την πολιτική της στην άρνηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, στην παραγνώριση του Ζητήματος του Πόντου και στο σύνθημα “μικρά πλην έντιμος Ελλάς”. Και επιπλέον μετά το ’22, στο στόχαστρό της δεν έθεσε τους  Εβραίους ή τις μειονότητες, αλλά τους πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ιωνία και την Ανατολική Θράκη. Δηλαδή στη θέση του ρατσιστικού «αντισημιτισμού» που σάρωσε την Ευρώπη, στην Ελλάδα του μεσοπολέμου θα κυριαρχήσει ο επίσης ρατσιστικός «αντι-προσφυγισμός». […]

  25. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  26. Και όχι μόνον του μεσοπολέμου. Θυμάμαι όταν ήμουν δημοτικό, είχαμε κατέβει τότε οικογενειακώς στην πόλη για τις σπουδές ημών των τέκνων και συνεχίζοντας τις επιδόσεις που είχα στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού μου (φοιτούσαμε τρεις τάξεις σε μία αίθουσα, κάθε πτέρυγα και τάξη και εγώ ήμουν πάντα σε μεγαλύτερη από την κλάση μου πτέρυγα λόγω επιδόσεων) είχα αριστεύσει. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι όταν έφυγα από το χωριό ο δεύτερος της τάξης πανηγύριζε γιατί έφυγε ο πρώτος. Δυστυχώς το άριστα είχε υποβαθμιστεί σε Α εκείνη την περίοδο λόγω πολιτικής του Ανδρέα. Στην 6η λοιπόν δημοτικού ήμασταν τέσσερεις αριστούχοι (αλφατζήδες δηλαδή) για τρεις παρελάσεις, τρεις ντόπιοι και ένας πόντιος ή ένας χωριάτης (όπως θέλετε το βλέπετε). Αυτός λοιπόν που δεν πήρε την σημαία σε καμία παρέλαση ήμουν εγώ. Ρατσισμός; Ίσως.
    Έκτοτε δεν ξαναδιάβασα ποτέ και καμάρωνα όταν μπορούσα να είμαι καλύτερος από τους άλλους όντας αδιάβαστος. Σε όλα μου λοιπόν τα μαθητικά χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου να επιτυγχάνει για να υποτιμήσει (ξεφτιλίσει) τους ντόπιους. Όσο πιο αδιάβαστος έγραφα 20άρια τόσο το καλύτερο. Και έτσι μπήκα στην αγαπημένη μου σχολή χωρίς να την τελειώσω ποτέ.
    Δεν ξέρω τι έκανε ο αντιποντιακός (ή αντιχωριάτικος ή και τα δύο) ρατσισμός γενικά αλλά αυτές ήταν οι επιπτώσεις σε εμένα. Χωριάτης στην πόλη και πολητιανός στο χωριό. Αυτά μια φορά έγιναν πολύ μετά τον μεσοπόλεμο. Ποιος έχασε, ποιος κέρδισε, άγνωστο.

  27. Αλλά για να μην κατηγορήσω μόνο τους ντόπιους της πόλης να πω και ένα γεγονός που συνέβη στο γυμνάσιο με μια πόντια καθηγήτρια. Είχα θυμάμαι χρησιμοποιήσει κάποιες δύσκολες λέξεις σε μια εργασία. Τότε λοιπόν σηκώθηκε γεμάτη σιγουριά η πόντια καθηγήτρια και μου είπε σε αυστηρό ύφος περίπου : «Στράβωνα, αυτό είναι απαράδεκτο. Έβαλες την αδερφή σου να σε βοηθήσει στην εργασία. Αυτές οι λέξεις δεν γράφονται από κάποιον της ηλικίας σου. Δεν είναι δυνατόν να τις γνωρίζεις» και πήρα μηδέν.
    Επομένως δε μιλάμε μόνο για ρατσισμό αλλά και για φασισμό της βλακείας.

  28. Ποντιακή Ιστορία on

    Στράβων αυτά που λες δείχνουν ότι έχεις επηρεαστεί από τον ……………..σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορείς να ομαδοποιήσεις, ένα άτομο μια καταγωγής, μαζί με τους άλλους που έτυχε να ανήκει λόγο της καταγωγής του.

    Δεν κατάλαβα την λογική σου; Τι σχέσει έχει ο τόπος καταγωγής με την ποιότητα του χαρακτήρα, ενός ατόμου; Από την Σοβιετική Ένωσή ήρθε ο «καθαρός» Πόντιος, ο «ανάμικτος» Πόντιος και ο μη Πόντιος. Και από της τρεις ομάδες μπορεί κάποιος να βγει εγκληματίας. Εσύ είσαι ίδιος με ένα Πόντιο από την Ελλαδα; Δεν υπάρχουν ποικιλίες χαρακτήρων; Το σκεπτικό σου είναι τέλειος παράλογο!

    Όσο για Τσετσένους και ότι εθνότητα αναφέρεται ότι βρίσκονται ανάμεσα στου παλιννοστούντες, δεν είναι να διαφωνήσω άλλα να γελάσω με αυτά που νομίζεις ότι ξέρεις! Που προφανώς έμαθες για τους Τσετσένους από την τηλεόραση ότι βρίσκονται στον Καύκασο, χωρίς καν να ξέρεις τι σχέσει μπορεί να έχουν με άτομα που ζούνε στην Ελλαδα. Μπορείς να μου πεις πως ξέρεις και πως ξεχωρίζεις τα άτομα που έχουν Τσετσενική καταγωγή από τους άλλους; Λοιπόν, «ημιμάθεια μήτηρ πάσης βλακείας» όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών προγονοί, που νομίζω και είναι, και δίκη μου προγονοί ασχέτως με τι πιστεύεις εσύ.

    Το ποσοστό των μη Ποντίων, που δεν έχουν καμιά σχέση με τους Έλληνες είναι ελάχιστο. Αυτούς που βάζετε στην κατηγορία αμφίβολου καταγωγής Πόντιους είναι αυτοί που δεν είναι ποντιόφωνοι άλλα και σε πολλές περίπτωσης δίγλωσσοι. Ιδικά για τους τουρκόφωνους πόντιους από την Τσάλκα της Γεωργίας λέτε ότι δεν έχουν ελληνική καταγωγή και εφευρίσκετε οποιαδήποτε εθνότητα που δεν έχουν καμία σχέσει μαζί τους. Χωρίς καν να έχετε γνωρίσει τα άτομα αυτά από κοντά (που δεν θέλετε,κάποιοι άπω εσάς). Δεν νομίζω κάποιος σήμερα να πει ότι οι Καραμανλήδες και οι πόντιοι του δυτικού Πόντου είναι αμφίβολης καταγωγής και συνειδήσεως. Έχετε δύο μετρά και σταθμά και πάτε να δικαιολογήσετε τα αδικαιολόγητα. Και στην περίπτωση των παράνομων Ελληνοποιήσεων επί Σημίτη, που δήθεν αυτά τα άτομα που ήρθαν από την Κύπρο να ψηφίσουν δεν είχαν καμιά σχέσει με Έλληνες. Και πως το απόδειξαν; Έδειξε ο Τριανταφυλλόπουλος ένα βίντεο, μέσα από το αεροπλάνο, να μιλάνε τουρκικά και ρωσικά μετάξι τους, που αυτό για τον αγράμματο και μέλος της δικτατορίας την βλακείας, νεοέλληνα αποτελεί απόδειξη. Διάβασα και το δικαστικό πόρισμα που αφορούσε την υπόθεσή αυτή, που ήταν για γέλια και για κλάματα. Ο δικαστής, με βλάχικο επίθετο ,καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτά τα άτομα δεν έχουν καμιά σχέσει με Έλληνες επειδή τα επίθετα τους είναι ξενικά, κατά την γνώμη του. Λέει: « Πως μπορεί ένα άτομο ελληνικής καταγωγής με το ελληνικό επίθετο ΑΣΛΑΝιδης να έχει σχέσει με ένα άτομο που έχει το επίθετο ΜΑΤΣΟΥΚΑΤοφ;» Η Ματσούκα της Τραπεζούντας ,κατα τις ιστορικές γνώσης του δικαστή μαλών, βρίσκετε στο Βλαδιβοστόκ!

    Διαφωνώ και με αυτά που λέει ο Αγτζιδης, στο ότι είναι τόσο μεγάλο ποσοστό οι Πόντιοι από μικτούς γάμους. Είναι πολύ αυτοί που παντρεύτηκαν ξένες γυναίκες ιδικά από την γενιά του 50′, λόγο ότι οι προηγούμενες γενιές ήταν ποιο κλειστές στους ξένους, άλλα σε καμιά περίπτωση οι μικτοί γάμοι να ήταν σε ποσοστό 70%. Και αυτά που λες για την διγλωσσία είναι εν μέρη λάθος. Γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των Ποντίων είναι δίγλωσση, που σε κάποιους οι ποντιακή χρησιμοποιείτε περισσότερο ενώ σε κάποιους η Ρωσική. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν διαφέρουν σε ποιότητα συνειδήσεις και από τους καθαρά ρωσόφωνους Ποντίους.

    Ρατσισμός υπάρχει παντού σε κάθε κοινωνία ακόμη και στην δίκη μας, των «Ρωσσοποντιων». Όλοι οι άνθρωποι έχουν την τάση να υποβιβάζουν άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες. Γίνετε αυτό κύριος γιατί το άτομο πάντα θέλει να εξυψώνει την ομάδα που ανήκει και να υποβιβάσει την άλλη που δεν ανήκει και ανήκουν αλλού.

    Βρίσκετε πρόφασης για να δικαιολογήσετε των ρατσισμός σας που δεν τον ονομάζετε ρατσισμό. Μάλλον θα πρέπει να πάτε να διαβάσετε τον ορισμό του ρατσισμού γιατί προφανώς δεν τον ξέρετε ή δεν έχετε την νοητική δυνατότητα να τον καταλάβετε ή δεν σας συμφερει να τον καταλάβετε!

  29. Βλάσης Αγτζίδης on

    Είναι εύστοχες οι παρατηρήσεις σας.

    Το στοιχείο για τους μικτούς γάμους το άντλησα από τοποθέτηση συνέδρου στο Α’ Πανσοβιετικό Συνέδριο Ελλήνων που έγινε στο Γελντζίκ (Μάρτιος ’91). Υπάρχει στα Πρακτικά που εκδόθηκαν τότε με τίτλο: Μateriali i Vsesoyiouznogo sezda Grekof SSSR, Γελεντζίκ, 1991.

    Το Συνέδριο εκείνο το παρουσίασα αναλυτικά στο βιβλίο μου «Παρευξείνιος Διασπορά».

    Είναι αλήθεια ότι το ποσοστό φαίνεται να είναι υψηλό για τις αγροτικές περιοχές. Το βρίσκω όμως φυσιολογικό για τους αστικούς πληθυσμούς και όσους σπούδασαν και έφυγαν από την κοινότητα. Πάντως αυτό το ποσοστό μας έδωσαν οι ίδιοι….

    Εχετε δίκιο ειδικά στο σημείο που αναφέρεστε στην προπαγάνδα περί ελληνοποιημένων, όπου το σύνολο των νεοπροσφύγων παρουσιάστηκαν από κάποια κόμματα στις εκλογές του 2000 ως αλλοεθνείς. Ειδικά ο κ. Καρατζαφέρης τότε υπερθεμάτισε όλων αναφέροντας ότι «200.000 Αμπχάζιους και Τσετσένους μας φέρατε στην Ελλάδα».

    Παρότι και οι κυβερνήσεις του Πασόκ υποβάθμισαν κατά πολύ το θέμα, ακολούθησαν ουδέτερη πολιτική απέναντί τους και είναι ένοχοι γι αυτό, όμως ειδικά ο συντηρητικός χώρος κράτησε ανοιχτά αρνητική και ξενόφοβη στάση. Αποκορύφωμα υπήρξε η φιλολογία για τις «ελληνοποιήσεις». Το σύνολο των παλιννοστούντων για τη Νέα Δημοκρατία και την ακροδεξιά χαρακτηρίστηκε ως «ελληνοποιημένο», αποτελούμενο από «Αμπχάζιους, Τσετσένους κ.λπ.» Τη διαφθορά και τις υπαρκτές παρανομίες των ελληνικών διπλωματικών αρχών τις πρόβαλε ομαδικά και ρατσιστικά στους «παλιννοστούντες» ομογενείς. (Φ. Kαλλιαγκόπουλου – Ν. Τσιούτσια, «Kαραμανλής: 96.162 ψήφοι ήλθαν από το… πουθενά», εφημ. Καθημερινή, 28 Φεβρουαρίου, 2001.) Τεκμηριωμένη απάντηση δόθηκε στο: Γρ. Νιώτης, «΄΄Ελληνοποιήσεις”: Οι μύθοι και η αλήθεια με αριθμούς», εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28 Ιανουαρίου 2001, σ. 50-51.

    Την αρνητική αντιμετώπιση των νεοπροσφύγων, την έχω ενσωματώσει στο ευρύτερο θέμα «Κράτος και πρόσφυγες». Δείτε το:

    -Κράτος και πρόσφυγες του ’22…

  30. […] προσφύγων από την τ. ΕΣΣΔ, δείτε στο μπλογκ μου, π.χ. «-Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» (https://kars1918.wordpress.com/2010/03/09/refugees-1922/ )] Και εσείς ο ίδιος […]

  31. […] Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» 2.1. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι 2.2. Κράτος και πρόσφυγες […]

  32. […] Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» 2.1. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι 2.2. Κράτος και πρόσφυγες […]

  33. […] Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» 2.1. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι 2.2. Κράτος και πρόσφυγες […]

  34. […] Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» 2.1. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι 2.2. Κράτος και πρόσφυγες […]

  35. […] προσφύγων 2. Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» 2.1. Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι 2.2. Κράτος και πρόσφυγες […]

  36. […] αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της […]

  37. Επειδή κάθε φαινόμενο εμφανίζεται με το αντίθετό του, καλό είναι να γνωρίζουμε και τη σκοτεινή πλευρά του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην περιθωριοποίηση των «ετεροχθόνων», δηλαδή των Ελλήνων, που έιχαν γεννηθεί στα εκτός βασιλείου εδάφη και ήρθαν στο ελεύθερα έδαφος είτε ως πρόσφυγες λόγω των οθωμανικών σφαγών, είτε ως εθελοντές στα επαναστατικά στρατεύματα, είτε απλώς ως μορφωμένοι Έλληνες του (τότε) εξωτερικού…

    Κατά την θλιβερή -και μοιραία για την εξέλιξη του εθνικού ζητήματος- σύγκρουση «αυτοχθόνων-ετεροχθόνων» ο στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε σκληρός «αυτοχθονιστής».

    Χαρακτηριστική είναι η έκφραση που είπε:
    «Από τον πατριωτισμό μας εσαπίσαμεν το σπίτι μας. Φτάνει πλέον ο πατριωτισμός. Ας αγκαλιάσωμεν τον βασιλέα μας να φκιάσωμεν το σπίτι μας. Αυτοί (οι ετερόχθονες) εκάθησαν τόσα χρόνια και έτρωγαν ψωμί και έφεραν την πατρίδαν άνω κάτω. Ας καθίσωμεν τώρα και ημείς να φάγωμεν ψωμί.»

    Μεταξύ των «ετεροχθόνων» που έχασαν τη δουλειά τους στο δημόσιο ήταν και ο κωσταντινουπολίτης Κωσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας δολοφονήθκε από τους Οθωμανούς κατά τις μαζικές σφαγες των αθώων Ρωμιών, που έγιναν σ’ όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αντίποινα για την Επανάσταση του 1821.

    Το απόσπασμα αυτό του Ιωάννη Μακρυγιάννη, πληρεξούσιου Αθηνών, προέρχεται από την εισήγησή του στη συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιανουρίου του 1844. Να σημειωθεί ότι ως απαίτηση των αυτοχθονιστών είχαν αποκλειστεί οι εκπρόσωποι εξωελλαδικών ομάδων που οι πόλεις τους είχαν καταστραφεί κατά τα αντίποινα των Οθωμανων, όπως οι Κυδωνίες (Αϊβαλί). Η πλήρης εισήγηση του Μακρυγιάννη, με μορφή γραπτού κειμένου του ιδίου, δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Φίλοι του Λαού» στις 16-1-1844 και στη συνέχεια στην εφημ. «Ανεξάρτητος¨στις 23-1-1844. Αναδημοσιεύτηκε από τον Ι. Βλαχογιάννη στο «Αρχείον του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη», τόμ. 1ος, Αθήνα, 1907, σελ. 367-369. Περιέχεται επίσης στο: Ιωάννης Δημάκης, “Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το Ζήτημα τωνα υτοχθόνων και ετεροχθόνων”, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1991, σελ.33.

    Για το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα 19ος-20ος αιώνας βλέπε: http://my-book.gr/istoriakef3.pdf

    ———————————

    Όσον αφορά το φαινόμενο και την ιδεολογία του «αυτοχθονισμού», ως πολιτική στάση της κυρίαρχης ελίτ του νεοελληνικού κράτους, πρωτοανιχνεύεται κατά την δραματική εκείνη σύγκρουση του 1843-1844 – παρότι ο διχασμός «ντόπιοι-πρόσφυγες» θα εμφανίζεται ως κοινωνική συμπεριφορά, καθ’όλη τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

    Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το φαινόμενο, εκτός από την ιστορική του αξία, σχετίζεται με τις κοινωνικές αντιθέσεις που θα υπάρχουν εντός του ελληνικού εθνικού σώματος σε όλη την επόμενη περίοδο, άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα. Θα το συναντήσουμε:
    -στη μεταχείριση των προσφύγων των κρητικών και μακεδονικών επαναστάσεων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα,
    -στο πογκρόμ που έλαβε χώρα στα Νοεμβριανά του ’16 από τους «Επίστρατους» κατά των προσφύγων οι οποίοι είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα γιατί οι Νεότουρκοι είχαν ξεκινήσει τη Γενοκτονία στη Μικρά Ασία και στην Αν. Θράκη,
    -στις προσπάθειες περιθωριοποίησης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής μετά το ’22, που θα έχουν ως κάποια συμβολικά σημεία τα πογκρόμ κατά των προσφυγικών καταυλισμών [Κιούπκιοι-(Πρώτη Σερρών) 1923, Βόλος 1935]…..

    Η γνώση αυτών των φαινομένων και των αρνητικών συμπεριφορών αποτελεί προϋπόθεση για την υπέρβαση των διαχωρισμών και την κατάκτηση μιας ουσιαστικής ενότητας που να βασίζεται κυρίως στη γνώση και στην αυτοκριτική στάση…

    Το ερμηνευτικό σχήμα που χρησιμοποιώ για τη νεοελληνική κοινωνική και πολιτική συγκρότηση, το οποίο λαμβάνει υπόψη του ΚΑΙ το φαινόμενο του «αυτοχθονισμού» το παρουσίασα συνοπτικά :

    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_18/12/2011_466592

    Aναγφέρεται στο θέμα ειδικά η παρακάτω παράγραφος:

    «...Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος του 1844, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα καταλάβουν πλήρως και ολοκληρωτικά την εξουσία στο βασίλειο, θα επηρεάσουν αποφασιστικά τη μοναρχία, θα εδραιώσουν έναν πελατειακό κοινοβουλευτισμό και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού, που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερ–λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής–κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν….»

  38. […] των Ελλήνων της Ανατολής και συνεχίστηκε με την αρνητική μεταχείριση των προσφύγων του ’22 και την υποβάθμιση των ιστορικών γεγονότων.   Ντροπή […]

  39. […] κείμενο που δημοσιεύουμε από το ιστολόγιο του είναι το πρώτο μέρος (“Η αντιμετώπιση των προσφύγων”) […]

    http://www.kar.org.gr/?p=2817

  40. Βλάσης Αγτζίδης on

    Στα μέσα του 1890, ο (συντηρητικός) δημοσιογράφος Ε. Εμπειρίκος γράφει στο περιοδικό «Παρνασσός»:

    «Ομολογούμεν ότι παρ’ ημίν τα εργατικά ζητήματα είσιν όλως ακίνδυνα, διότι ο αριθμός των εργατών είναι ελάχιστος και η πολλών εργατών δεομένη βιομηχανία ευρίσκεται ακόμη εν σπαργάνοις, τα δ’ εκτελούμενα παρ’ ημίν δημόσια και ιδιωτικά μεγάλα έργα απασχολούσι δυστυχώς κατά το πλείστον αλλοδαπούς εργάτας…»*

    Καλά καταλάβατε. Το 1890 οι αλλοδαποί ‘έκλεβαν’ τις δουλειές των ελλήνων. Βέβαια, μην πάει ο νους σας σε εργάτες προερχόμενους από μακρινές χώρες, από άλλες ηπείρους. Ο Εμπειρίκος εννοούσε τους «αλλοδαπούς» εργάτες από τα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο και την Μακεδονία. Μέσα σε αυτούς πολλοί πολλοί ομιλούντες την ελληνική γλώσσα, χριστιανοί ορθόδοξοι στο θρήσκευμα. Έλληνες δηλαδή, που ζούσαν σε εδάφη υπό οθωμανική κυριαρχία, και αναγκάζονταν να περάσουν τα σύνορα του νεοελληνικού κράτους (εκείνες τις ημέρες έφτανε έως τη Θεσσαλία) προκειμένου να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί.

    Έλληνες ήταν οι «αλλοδαποί», αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον έλληνα Εμπειρικό να στραφεί εναντίον τους, ούτε απέτρεψε την εκμετάλλευσή τους από ‘συμπατριώτες’.

    http://ypokeimena.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html

  41. […] Πηγή: https://kars1918.wordpress.com/2010/03/09/refugees-1922/ Share this:FacebookTwitterLike this:LikeBe the first to like this. […]

  42. Βλάσης Αγτζίδης on

    88 Xρόνια από την Μικρασιατική Tραγωδία
    07.09.2010 | ZASKAR
    Κατηγορία Πολιτισμός3 σχόλια
    88 χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή εκείνη όπου Έλληνες της Ανατολής αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν την ζωή τους από την αρχή, προσπαθώντας να ανακάμψουν απ” τις πληγές που τους άφησε ο ξεριζωμός.

    Από την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου έως την Δευτέρα 4 Οκτωβρίου, ο Δήμος Νίκαιας, ο μεγαλύτε- ρος προσφυγικός δήμος της χώρας μετά την Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τους προσφυ- γικούς συλλόγους της πόλης, τιμά την ιστορία του διοργανώνοντας εκδηλώσεις μνήμης.

    Εμείς αισθανόμαστε ασήμαντοι να γράψουμε κάτι πέρα από αυτό. Θα προσπαθήσουμε μοναχά να σας μεταφέρουμε, μέσα από ένα μικρό μόνο απόσπασμα του βιβλίου της κας Αρχοντίας Βασ. Παπαδοπούλου* “Αττική Νίκαια, Η ιστορία της προσφυγικής μεγαλούπολης”, λίγες μόνο εικόνες από τις πρώτες στιγμές της δημιουργίας της.

    .

    Η Νίκαια της Αττικής ανήκει στις ιδιότυπες πόλεις που δημιουργήθηκαν μετά την Εθνική Κατα- στροφή του 1922, από τους Έλληνες της Μ. Ασίας, του Πόντου και της λοιπής Ανατολής όταν εκπατρισμένοι από τις τρισχιλιόχρονες κοιτίδες της Ελληνικής Ανατολής, αναζήτησαν καταφύγιο στην Μητέρα-Πατρίδα.
    Η ιδιοτυπία αυτών των πόλεων συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων προερχομένων από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, με δια φορετικές ασχολίες, με άλλη νοοτροπία, που είχαν ως συνδετικό κρίκο την κοινή ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα, την Ορθόδοξη Πίστη, κοινά ήθη και έθιμα, αλλά επάνω και πρώτα απ” όλα τους ένωνε η κοινή μοίρα του ακούσιου ξεριζωμού.
    Το Ελληνικό Κράτος, για ν” αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 ανθρώπων, οι οποίοι είχαν εξαναγκασθεί να εγκαταλείψουν στην Ανατολή κινητές και ακίνητες περιουσίες, δημιούργησε συνοικισμούς σ” ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, προκειμένου να τους στεγάσει.
    Οι συνοικισμοί αυτοί κτίσθηκαν στις παρυφές, κυρίως, των μεγάλων ή μικρών πόλεων, σ” εκτά- σεις άγονες, ακαλλιέργητες, έρημες και εκτός των οικοδομικά, κοινωνικά, εργασιακά και πνευμα- τικά δομημένων πόλεων.
    Η αιμορραγούσα οικονομική κατάσταση της χώρας [ μακροχρόνιοι πόλεμοι, ανεργία, ασταθής πολιτική ] δεν επέτρεπε μεγάλη αισιοδοξία για πλήρη και σύντομη στεγαστική, κοινωνική και εργασιακή αποκατάσταση των προσφύγων. Έτσι, οι συνοικισμοί κτίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς έργα βασικής υποδομής και υγιεινής με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να ζουν σε συνθήκες απαράδεκτες για ανθρώπους.

    Ένας από τους συνοικισμούς αυτούς υπήρξε και η Νέα Κοκκινιά [σημερινή Νίκαια], που ήταν και εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος προσφυγογενής Δήμος της Αττικής και ο δεύτερος, μετά την Θεσσαλονίκη.

    Η Δημιουργία της Πόλεως
    Ο συνοικισμός ιδρύθηκε χάρη στην πρωτοβουλία του Α” Αντ/δρου του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων [που δημιουργήθηκε την 3η Νοεμβρίου 1922] Επαμεινώνδα Χαριλάου.
    Ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε την 18η Ιουνίου 1923. 6.390 οικογένειες στεγάσθηκαν σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάσθηκαν 4.000 πρόσφυγες μεταξύ των οποίων και 900 γυναίκες.
    Ο Μιχάλης Λ. Ροδάς στα “Χρονικά της Νικαίας” γράφει [από πληροφορίες που αντλεί μέσα από το περιοδικό “Η Εικονογραφημένη της Ελλάδος” 1925] ότι: α. ο θεμέλιος λίθος της πόλης τέθηκε την 18η Μαρτίου του 1923, β. αρχικά κτίσθηκαν διώροφες κ μονώροφες κατοικίες σε 750.000 στρέμματα που στέγασαν τους πρώτους 50.000 πρόσφυγες του συνοικισμού, γ. το Ταμείο προ- σφύγων δαπάνησε 52.768.826 δρχ. κ η Επιτροπή Αποκαταστάσεως 29.510.476 δρχ., δ. οι πρό- σφυγες που αγόραζαν οι ίδιοι -και μετά από μόχθους- κατοικίες, πλήρωναν το ένα δέκατο της αξίας και χρεωλυτικώς με τόκο 8%.
    Παράλληλα σχεδιάσθηκαν οι δρόμοι που έλαβαν τις ονομασίες τους από τις πόλεις της Ανατολής [μετά από ιδέα του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή] και με αλφαβητική σειρά.
    Η επίσημη απογραφή στης 15 Μαΐου 1928, αναφέρει ότι στον συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές και 2.426 στο Κουτσικάρη [Κορυδαλλό].

    Έτσι, 29.285 πρόσφυγες, εκ των οποίων οι περισσότερες ήσαν γυναίκες και παιδιά [εκατοντάδες χιλιάδες ανδρών χάθηκαν στην Μ. Ασία είτε ως αιχμάλωτοι, είτε πολεμώντας -εθελοντικά- στον ελληνικό στρατό, είτε στα τουρκικά Τάγματα Εργασίας ή κατά την Καταστροφή] κλήθηκαν να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή, κάτω από άθλιες συνθήκες. Επί πλέον ήσαν υποχρεωμένοι να βρουν και οποιαδήποτε εργασία προκειμένου να επιβιώσουν και οι ίδιοι και τα προστατευόμενα μέλη τους.
    Ο προσφυγικός συνοικισμός της Ν. Κοκκινιάς διαμορφώθηκε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από ομάδες ανθρώπων που προέρχονταν από τις ίδιες πόλεις ή περιοχές, όσο βέβαια αυτό ήταν δυνατόν από τις συνθήκες.

    Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι συνοικίες στο κέντρο και στα άκρα της πόλης και η κάθε μια ίδρυσε την εκκλησία και το σχολείο της.

    http://www.halkidona.gr/2010/09/greek_genocide/

  43. Β on

    Πως υποδέχθηκε η Αθήνα τους Πρόσφυγες του 1922
    Συντάχθηκε από admin on Μαρ 30th, 2013 // No Comment

    Πώς αντέδρασε η πόλη και οι κάτοικοί της στη μεγάλη κάθοδο των εκδιωγμένων Ελλήνων.

    «Υπό τον καύσωνα και εν μέσω δυσωδίας κατάκεινται εις αθλίαν κατάστασιν περί τας πέντε και πλέον χιλιάδας προσφύγων της Σμύρνης, και κυρίως των προαστίων της και των χωρίων του εσωτερικού της Μ. Ασίας» γράφουν οι εφημερίδες τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου του 1922, περιγράφοντας τις αφόρητες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον Πειραιά μετά τις πρώτες αφίξεις των Μικρασιατών προσφύγων. Άνθρωποι κάθε ηλικίας πλημμυρίζουν καθημερινά την προκυμαία, τους χώρους δίπλα στα παραπήγματα του Τελωνείου, την ακτή Ξαβερίου και εκείνη της Κρεμμυδαρούς. Και είναι όλοι τους απελπισμένοι.

    Οι πρώτες προσπάθειες της Αστυνομίας στρέφονται προς την προστασία των παιδιών, των γερόντων και των γυναικών. Όσον αφορά τις τελευταίες, πολλές έχουν φτάσει στον Πειραιά μονάχα με τα ρούχα που φορούν και χωρίς τον πατέρα ή τον άνδρα τους που έχει μείνει πίσω, με συνέπεια να «περιπίπτουν εις τας χείρας διαφόρων εμπόρων της σαρκός». Το χειρότερο είναι ότι πολλές από τις γυναίκες αυτές έχουν ήδη πέσει θύματα μαζικών βιασμών και είναι τόσο απελπισμένες, που οποιαδήποτε υπόσχεση από τον κάθε επιτήδειο αρκεί. Με αυτά και με αυτά, μέσα στα επόμενα χρόνια η Αθήνα και ο Πειραιάς του 1.500.000 κατοίκων θα φτάσουν να έχουν περισσότερες από 40.000 κρυφά και φανερά εκδιδόμενες γυναίκες, εξαιτίας αυτής της μεγάλης καταστροφής στη Μικρά Ασία.

    Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα υποδέχεται όλο αυτό τον κόσμο χωρίς καμιά ουσιαστική υποδομή. Οι πρόσφυγες που είναι και τραυματίες (πολλοί φέρουν τραύματα από ξιφολόγχες, υποκόπανους όπλων, ακόμα και σφαίρες) διακομίζονται στο κοντινό Τζάνειο, στο οποίο όμως σημειώνεται το αδιαχώρητο, καθώς εκεί συρρέουν και οι τραυματίες στρατιώτες της εκστρατείας.

    Η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή και τεταμένη: ξεσπά η επανάσταση στη Μυτιλήνη και τη Χίο από τους Γονατά και Πλαστήρα, η οποία κινείται με 12.000 στρατιώτες προς την πρωτεύουσα μέσω του Αιγαίου (και που θα οδηγήσει στη «δίκη των οκτώ» και την ακόλουθη «εκτέλεση των Εξ», τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς). Η «ανθρωπιστική κρίση» όμως, όπως θα λέγαμε σήμερα, με τις χιλιάδες των προσφύγων που πλημμυρίζουν όλη τη χώρα αλλά και την Αθήνα, είναι τεράστια. Ανθρωπιστικές οργανώσεις του εξωτερικού αποστέλλουν χρήματα, είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα και, καθώς το ραδιόφωνο δεν έχει ακόμα έλθει στην Ελλάδα, όλες σχεδόν οι εφημερίδες καθιερώνουν «στήλες διά τους πρόσφυγας». Με δεδομένο ότι στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έρχονται να προστεθούν και εκείνοι της Θράκης, το πρόβλημα, αντί να οδεύει προς μια κάποια λύση, ολοένα και οξύνεται.

    Τον Νοέμβριο του 1922, και ενώ συνεχίζει τις συνεδριάσεις του το επαναστατικό δικαστήριο, στο Παναθηναϊκό Στάδιο διοργανώνεται συγκέντρωση των αθλητών του Πανιωνίου Αθλητικού Συλλόγου – πρόκειται για μια επανασύνδεση προσφύγων. Διασωθέντες αγκαλιάζονται κλαίγοντας, καθώς πίστευαν ότι δεν θα ειδωθούν ποτέ ξανά, για να ξεκινήσουν αργότερα την προπόνησή τους σε μία προσπάθεια αναγέννησης, ατομικής και συλλογικής.

    Στο μεταξύ, η πόλη έχει και τη δική της καθημερινότητα. Διαβάζοντας έναν από τους τελευταίους καταλόγους πεσόντων στρατιωτών «εν Μικρά Ασία» στις εφημερίδες, οι κινηματογραφόφιλοι Αθηναίοι προσπαθούν να ξεσκάσουν στο Αττικόν, όπου προβάλλεται η ταινία Ο ανηλεής δικαστής, η οποία όμως είναι «ακατάλληλη διά νευρασθενικούς». Φαίνεται πως είναι νέα μόδα, η οποία δεν περιορίζεται μονάχα στο σινεμά. Όπως σχολιάζει η εφημερίδα «Πατρίς», «Μόνον «ακατάλληλον διά κυρίους» δεν είχομεν ακούσει έως τώρα, και είδομεν και αυτήν την πρωτοτυπίαν εγκαινιαζομένην από τον ποιητήν κ. Φιλύρα εις την διάλεξίν του «Πώς αγαπούν οι Αθηναίες», η οποία θα γίνη την Παρασκευήν εις το θέατρον Κοτοπούλη».

    Σταδιακά, αρχίζουν να οργανώνονται καταυλισμοί προσφύγων, καθώς μπαίνει ο χειμώνας και πολλά παιδιά και ασθενείς Μικρασιάτες αρχίζουν να πεθαίνουν από την ασιτία και το κρύο, ζητιανεύοντας στους δρόμους. Τα πρώτα ξύλινα παραπήγματα χτίζονται όπως-όπως στις Τζιτζιφιές του Φαλήρου, με στρατσόχαρτο και λαμαρίνες, όπως, ας πούμε, κάνουν σήμερα κάπου στον Βοτανικό χιλιάδες τσιγγάνοι. Τα παραπήγματα αυτά βουλιάζουν στο νερό και στη λάσπη, και αν τον χειμώνα το κρύο και η υγρασία σκοτώνει πολλούς, το καλοκαίρι αρχίζει να θερίζει ο ελώδης πυρετός.

    Η πυκνότητα του πληθυσμού την περίοδο 1922-23 είναι πολύ μεγάλη και οι αρμόδιες υπηρεσίες ανεπαρκείς. Έτσι, αρχίζουν να καταγράφονται τα πρώτα κρούσματα τύφου, ιλαράς, οστρακιάς, μηνιγγίτιδας, ευλογιάς, δυσεντερίας και χολέρας. Η Αθήνα και ο Πειραιάς αλλάζουν πρόσωπο. Στις 15 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Πρωτεύουσα» σημειώνει: «Οι δύο Δήμοι, που δεν εγνώρισαν ποτέ την υγιεινήν, δεν έχουν επαρκές νερό και τα δημοτικά λουτρά είναι άγνωστα. Οι δύο πόλεις είναι κτισμέναι επί μυριάδων βόθρων, οι οποίοι έχουν υπερπληρωθή. Τα ακάθαρτα νερά ρέουν εις τους δρόμους, εις πολλά δε μέρη σήπονται εις τα ρείθρα, η σκόνη αιωρείται διαρκώς με την ατελεύτητον, όσο και άσκοπον, κίνησιν των αυτοκινήτων. […] Ουδέποτε άλλοτε η ζωή της Αθήνας έγινε δυσκολωτέρα και η υγεία επισφαλεστέρα. Η φθίσις οργιάζει παραπλεύρως των άλλων ανθρωποκτόνων νόσων. Τι πρέπει να κάμωμεν; Καμία άλλη σωτηρία δεν υπάρχει από την αραίωσιν του πληθυσμού, από την απομάκρυνσιν εξ Αθηνών και Πειραιώς των υπεραρίθμων κατοίκων, όπως σωθούν αυτοί και όπως σωθή και η πόλις».

    Στο βιβλίο του Στο όνομα της προσφυγιάς (Μεταίχμιο), ο Βασίλης Τζανακάρης γράφει ότι «προς τα τέλη του 1922 και μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, όπως αναφέρει η Στατιστική Υπηρεσία, έχουν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα 868.186 πρόσφυγες, ενώ 52.000 «ευρίσκονται καθ” οδόν καθημερινώς, αποβιβαζόμενοι εις τα παράλια του Πόντου και τους λιμένας της Μερσίνης, Βηρυττού και Αλεξανδρέττας». […] Το πλέον τραγικό του πράγματος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος τους είναι γυναικόπαιδα και γέροντες, με τους άνδρες να αποτελούν μόνο το 15%. Αλλά και από αυτούς, σύμφωνα με το υπουργείο Περιθάλψεως, δηλαδή από τους «εν Αττικοβοιωτία» εγκατεστημένους πρόσφυγες, από την 1η Οκτωβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου πέθαναν 1.450!».

    Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι μετά την καθεαυτό Καταστροφή του 1922, ήρθε να προστεθεί και η Σύμβαση της Λωζάννης, στις αρχές του 1923, με την υποχρεωτική «ανταλλαγή των πληθυσμών». Όπως γράφει ο Γεώργιος Τενεκίδης στον πρώτο τόμο της Εξόδου (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), ο όρος αυτός, «ανταλλαγή πληθυσμών», «κρίθηκε εξοργιστικός: ανταλλάσσει κανείς πράγματα, όχι ανθρώπους». Για τη δε αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, η Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών χρησιμοποιεί στη μεγάλη της σχετική έκθεση τον όρο «Έξοδος» για να προσδιορίσει το γεγονός του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

    Σε ό,τι αφορά την Αθήνα και τον Πειραιά, η «έξοδος» αυτή οδήγησε στη δημιουργία νέων συνοικιών, που σήμερα μοιάζουν με μικρές πολιτείες. Κοκκινιά, Ποδονίφτης, Φάληρο, Υμηττός και άλλες πολλές είναι οι περιοχές του Λεκανοπεδίου που θα αρχίσουν σιγά-σιγά να μετατρέπονται σε προσφυγικές γειτονιές, για να αποκτήσουν αργότερα τις ιστορικές ονομασίες με τις οποίες τις ξέρουμε σήμερα: Νίκαια, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Σμύρνη, Καισαριανή κ.ά. Το προσφυγικό στοιχείο, το οποίο με τόση εχθρότητα θα αντιμετωπίσουν οι Ελλαδίτες τα πρώτα χρόνια, θα διαμορφώσει καταλυτικά το κοινωνικό, πολιτισμικό, ανθρωπολογικό εντέλει πρόσωπο της πόλης, μα και ολόκληρης της χώρας.

    http://www.lifo.gr/mag/features/3701
    http://mikrasiatis.gr/%CF%80%CF%89%CF%82-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%AD%CF%87%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CE%B7-%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%B5%CF%82/

  44. ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ.ΣΑΒΒΑΣ on

    λαοι ανυπαρκτοι,οπως οι τουρκοι,ειναι μειονοτητα,στην ανατολη των τοσων διαφορετικων εθνοτητων.ενω,εμας,μας λενε να κανουμε παιδια,για το εθνος.απο την αλλη,δεν θελουμε,ελληνες που αντεξαν,τοσα για την ελληνικοτητα τους.τα ιδια ακριβως,τραβηξαν και δικοι μας,το 22.μπορουμε,να ζησουμε και με λιγοτερα,χωρις εθνος,ομως,οχι

  45. […] και η Ακροδεξιά που ιστορικά υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του προσφυγικού ελληνισμού καθ’ όλο το Μεσοπόλεμο και έως το 1981, φάνηκε ότι […]

  46. […] και η Ακροδεξιά που ιστορικά υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του προσφυγικού ελληνισμού καθ’ όλο το Μεσοπόλεμο και έως το 1981, φάνηκε ότι […]

  47. […] Μικρασιάτες της πόλης. Το δικό μου θέμα θα αφορά τη δύσκολη συνάντηση με το ελλαδικό πολιτικό σύστημα των Ελλήνων προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, […]

  48. Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων μέσα από τον Τύπο 1922-1930

    ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ
    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
    ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
    ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
    [ΣΙ 216] Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία

    ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΑ

    «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»

    «Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων μέσα από τον Τύπο 1922-1930»

    Οι ενότητες της προπτυχιακής εργασίας «Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων μέσα από τον Τύπο 1922-1930»

    Α. Εισαγωγή
    Β. Προσφυγικές Εφημερίδες
    Γ. Πρόσφυγες και Προσφυγικά Προβλήματα στον Τύπο
    1) Έλευση των προσφύγων-Πρόσφυγες στην νέα Πατρίδα
    2) Σχέσεις Προσφύγων –Γηγενών
    3) Πρόσφυγες και Πολιτική-Πριν και μετά της συμφωνίας της Άγκυρας
    Δ. Η εικόνα του πρόσφυγα στον Τύπο
    Ε. Βιβλιογραφία

    Α. Εισαγωγή
    Ο Τύπος αποτελεί ένα δυνατό εργαλείο έρευνας. Οι εφημερίδες αποτελούν μια ακραία μορφή βιβλίου, ενός βιβλίου που πωλείται σε κολοσσιαία κλίμακα αλλά έχει εφήμερη δημοτικότητα καθώς οι ειδήσεις ανανεώνονται. Το να διαβάζεις εφημερίδα είναι σαν να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας του οποίου δεν ενδιαφέρεται για την συνοχή της πλοκής αλλά για να επηρεάσει το αναγνωστικό κοινό και να διαμορφώσει την κοινή γνώμη(Benedict Anderson). Χαρακτηριστικά ο Karl Bucher γράφει: Από απλές επιχειρήσεις δημοσίευσης ειδήσεων, οι εφημερίδες έγιναν και φορείς και καθοδηγητές της κοινής γνώμης , αγωνιστικά μέσα της πολιτικής και των κομμάτων[1].

    Η εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασίας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας λόγω της δημογραφικής, οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής, της πολιτισμικής κληρονομιάς και της συναισθηματικής φόρτισης που φέρνει η μνήμη των «χαμένων- αλησμόνητων πατρίδων»,μνήμη ζωντανή ακόμα στους απογόνους των προσφύγων. Η ιστορία τους είναι η επιβεβαίωση μιας ταυτότητας που προσφέρεται στην έρευνα μέσω αρχειακών μονάδων και μέσων πληροφόρησης ,όπως ο Tύπος, επιτρέποντας την εκπόνηση μελετών. Οι αναμνήσεις τους από τον ξεριζωμό διατηρούνταν ακόμα ζωντανές μέσα από δημοσιευμένα κείμενα των ίδιων των προσφύγων ή των απεσταλμένων-συντακτών των εφημερίδων. Σε άρθρο του, ο Π.Καψής, απεσταλμένος-δημοσιογράφος, στην εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος 12/12/1930 γράφει Τα φώτα που σβήνουν.. Η Σμύρνη χάθηκε από τα μάτια μου.. Αντίο Σμύρνη.. Οι εικόνες των ανταποκρίσεων μου παρίσταναν την πραγματικότητα και την αλήθεια..[2]Ο Τύπος της εποχής προέβαλε κι ανέδειξε το προσφυγικό ζήτημα είτε στα πρωτοσέλιδα είτε στις μόνιμες στήλες( όπως στήλη με την επωνυμία «Προσφυγικά»).

    Οι βιβλιογραφικές πηγές ,όπως του Κώστα Μάγερ «Ιστορία του ελληνικού τύπου 1901-1959» και της Λουκίας Δρούλια –Γιούλα Κουτσοπανάγου «Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου», μας κατατοπίζουν για τις εκδοτικές προσπάθειες των προσφύγων, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο Τύπος της εποχής, ημερήσιος και περιοδικός, είναι αναμφίβολα μια προσβάσιμη, χειροπιαστή πηγή ,για την περίοδο 1922-1930, οπότε το προσφυγικό ζήτημα απασχολούσε τις στήλες των δισέλιδων και τετρασέλιδων αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής, όπως είναι ο Ημερήσιος Τύπος , η Πατρίς , η Ακρόπολις, η Αμάλθεια εν Αθήναις και οι μετέπειτα προσφυγικές Καισαριανή και Προσφυγικός Κόσμος. Τα άρθρα των εφημερίδων αποτελούν την αφετηρία για μια σφαιρική θεώρηση του προσφυγικού θέματος αυτού καθεαυτού αλλά και σε συνάρτηση με τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν τόσο στο εσωτερικό όσο και εξωτερικό της Ελλάδας. Ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τις μικρασιατικές κοιτίδες , η εγκατάσταση τους σε διάφορα μέρη της Ελλάδας , και οι συνθήκες διαβίωσης αποτελούν θέματα αναγκαίας προβολής από τον Τύπο της εποχής.

    Β. Προσφυγικές Εφημερίδες
    Η πρακτική αδυναμία για την εγκατάσταση σε κοινοτική βάση ώθησε στη δημιουργία φαντασιακών κοινοτήτων ανάμεσα στα γεωγραφικά διάσπαρτα μέλη των παλιών πατρίδων με κύριο εργαλείο τους συλλόγους, τις αφιερωματικές εκδόσεις για τις πατρίδες που χάθηκαν και τα περιοδικά έντυπα με συλλογή λαογραφικής ύλης και αναμνήσεων. Ο Benedict Anderson[3] δίνει τον δικό του ορισμό για τις φαντασιακές κοινότητες : είναι κοινωνικές κατασκευές επειδή τα μέλη ακόμα και του μικρότερου έθνους δεν θα γνωρίσουν ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, ούτε θα τα συναντήσουν, κι όμως στο μυαλό του καθενός ζει η εικόνα της κοινότητας. Μέσω της έντυπης γλώσσας, μπορούσαν να φανταστούν και να ενημερωθούν για την ύπαρξη και την κατάσταση διαβίωσης χιλιάδων άλλων που ήταν όμοιοι με αυτούς. Τα έντυπα αντικατέστησαν το δημόσιο χώρο της παλιάς πατρίδας και διατήρησαν το αίσθημα της κοινότητας σε ανθρώπους πολύ απομακρυσμένους γεωγραφικά[4]. Με την έκδοση των προσφυγικών εφημερίδων, οι πρόσφυγες προσπάθησαν να προβάλλουν χωρίς διαμεσολάβηση τη δική τους γνώμη, τα δικά τους θέλω, χωρίς να στοχεύουν στο να ανταγωνιστούν τις άλλες εφημερίδες.

    Η εφημερίδα Αμάλθεια[5]του δημογέροντα-εκδότη Σωκράτη Σολομωνίδη και του Γεωργίου Υπερίδη είναι από τις αρχαιότερες εφημερίδες για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των προσφύγων και την ενημέρωση για τις τοπικές και διεθνείς ειδήσεις. Αποτελεί την μακροβιότερη και εγκυρότερη ελληνική εφημερίδα , καθώς το πρώτο της φύλλο εξεδόθη στην Σμύρνη, στις 6 Αυγούστου του 1838 από έναν Ελληνοσουηδό μαθηματικό, τον Κ.Ροδέ, και το τελευταίο της, στην Αθήνα, όπου είχε μεταφερθεί μετά την μικρασιατική καταστροφή, στις 28 Οκτωβρίου του 1923. Από το 1889 πουλά τα φύλλα της στο δρόμο , ενώ τα επόμενα χρόνια η κυκλοφορία της έφτασε τα 2500 φύλλα έχοντας εκατοντάδες συνδρομητές. Kυκλοφορούσε καθημερινά εκτός Τρίτης και Κυριακής, την δε Κυριακή εκδιδόταν ειδικό, δωρεάν για τους συνδρομητές, οκτασέλιδο στο οποίο εκτός από ειδήσεις δημοσιευόταν διηγήματα, πραγματείες, συνταγές μαγειρικής και συμβουλές υγιεινής.Δήλωνε ότι είχε εγωιστικές αξιώσεις αλλά έρχεται να επιτελέσει ιερό καθήκον για την εξυπηρέτηση όχι μόνο των συμφερόντων της πατρίδος της αλλά και να παράσχει έργον στον δημοσιογραφικό αγώνα παραμένοντας άσπιλη από κομματικές ακρότητες που διχοτόμησαν την Ελλάδα (εννοώντας τον Εθνικό Διχασμό).

    Σε σημείωμα του εκδότη-δημοσιογράφου Σωκράτη Σολομωνίδη, για το έργο του δημοσιογράφου και του Τύπου, επισημαίνει: Ανεκτίμητες είναι οι υπηρεσίες που επί έναν σχεδόν αιώνα πρόσφεραν οι ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης στο Έθνος. Ο ελληνικός Τύπος της Ιωνικής πρωτεύουσας υπήρξε διδάσκαλος και φρουρός ακίνητος των ιδεωδών του γένους. Η εξάσκηση της δημοσιογραφίας στη Σμύρνη δεν ήταν επάγγελμα αλλά λειτούργημα και εθνική αποστολή. Λάβαρό του το γένος, ιδανικό του η Ελλάδα .Ιεροφάντης και απόστολος, πνευματικός στρατιώτης και κήρυκας των ιδανικών της φυλής, ο Σμυρναίος δημοσιογράφος ήταν έτοιμος κάθε ώρα να υποστεί διώξεις και κατατρεγμούς, εξορίες και φυλακίσεις. Με την Ελλάδα κλεισμένη στην ψυχή του ο δημοσιογράφος της Σμύρνης, προσπαθούσε να διοχετεύσει από τις στήλες της εφημερίδος του τον ελληνικό παλμό. Η πένα του αλύγιστη και άκαμπτη σε κάθε αντιξοότητα, χάρασσε στο λευκό χαρτί, τα πατριωτικότατα άρθρα του. Η τυπογραφική μελάνη σκόρπιζε ακτίδες παρηγοριάς για την ονειρευτή στεριά και το τυπογραφικό πιεστήριο αντηχούσε περήφανα τα σαλπίσματα της Μεγάλης Ιδέας και παράλληλα με το έργο αυτό ο Έλληνας δημοσιογράφος εργαζόταν εξαντλητικά στις ατέλειωτες ώρες δουλείας για την θρησκεία και την παράδοση, εθνική συνείδηση και την εκπολιτιστική διείσδυση του ελληνικού πνεύματος. Έτσι με την δημιουργική δράση του υπήρξε πολύτιμος φορέας του ελληνικού ιδεώδους στα αλύτρωτα εδάφη.

    ………………………………………………..

  49. ……………………………………………. Δημοσιογραφική κάλυψη των προσφυγικών θεμάτων υπάρχει από τον τοπικό Τύπο της Νέας Ιωνίας. Το 1925, ο Σωκράτης Ουλκέρογλου εκδίδει την Κυριακάτικη-Le Dominical πρώτη δίγλωσση εφημερίδα, ελληνογαλλική με στόχο τον έλεγχο της δραστηριότητας της ΕΑΠ αλλά και παντός καταπατημένου δικαίου. Ο εκδότης υπέστη διώξεις(μυστικές και φανερές) και η εφημερίδα κλείνει οριστικά το 1926. Παράλληλα κυκλοφορεί η εφημερίδα Νέα Ιωνία με τους ίδιους στόχους με την προηγούμενη εφημερίδα και διευθυντή τον Ιωάννη Διαμαντάκη, ενώ το 1928 ο Θεμιστοκλής Τσακιρίδης εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα ο Φύλαξ. Μέσα από τον τοπικό Τύπο εκφράζεται η πνευματική, πολιτιστική και πολιτική κίνηση(διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων που αφορούν ύδρευση, συγκοινωνίες, παιδεία κ.ά) των σωματείων που συγκροτούν οι εγκατεστημένοι πρόσφυγες στην Νέα Ιωνία, όπως ο «Προοδευτικός Σύλλογος Νέων» 1924,η «Πανιώνιος Οργάνωσις Προσφύγων» 1925 και ο «Πανμικρασιατικός Σύνδεσμος Νέων»το 1926 [6]. Μεγαλύτερη από όλες τις προσφυγικές εφημερίδες σε κυκλοφορία, είναι ο τετρασέλιδος Προσφυγικός Κόσμος Εβδομαδιαία Προσφυγική Εφημερίς, εκδοθείς για πρώτη φορά στις 19 Ιουνίου 1927, από τον ιδρυτή και διευθυντή Σ.Σινανίδη, με αποστολή να αποκαλύψει τη ληστεία, ρυπαρότητα, αίσχη και ιεροσυλία εις βάρος των προσφύγων. Στο πρώτο της φύλλο δικαιολογεί την εμφάνιση της εξαγγέλουσα το κοσμοσωτήριον πρόγραμμα για να διορθώσει τα κακώς κείμενα, για την σωτηρία της δόλιας πατρίδας, για να μεταβάλει την προσφυγική αθλιότητα σε ευδαιμονία. Σύμβολο της το μεγαλύτερο όφελος δια τους περισσοτέρους. Σε διαφημιστικό τμήμα της εφημερίδας παρουσιάζεται η κυκλοφορία του ετήσιου προσφυγικού ημερολογίου 1927, ως απαραίτητο δια κάθε προσφυγική οικογένεια, που θα περιλαμβάνει πλήθος διηγημάτων, άρθρων, μελετών και τις κινήσεις των προσφυγικών οργανώσεων. Η ίδια εφημερίδα σε τεύχος του Οκτωβρίου 1927[7] με το άρθρο της Ας δώσει το παράδειγμα ο Τύπος, καλεί τον Προσφυγικό Τύπο σε συνεργασία με ενιαία σωματειακή οργάνωση για να διεκδικήσουν γενικότερα συμφέροντα. Ότι δεν έχει συντελεσθεί για την επίλυση των ζητημάτων των προσφύγων(αποζημιώσεις δικαιούχων ανταλλαξίμων, αστική και αγροτική προσφυγική στέγαση), θα το κατορθώσουν πατριωτικοί δημοσιογράφοι εκπρόσωποι(Προσφυγικός Τύπος) ως υψηλό παράδειγμα αφοσίωσης έξω από ιδιοτελή σκοπό. Το κάλεσμα αυτό βρήκε απήχηση από τρεις ή τέσσερις εκ των εγκυροτέρων ακόμα κι από τις επαρχιακές προσφυγικές εφημερίδες για τη συμμετοχή στον κοινό αγώνα και την προστασία του ελεύθερου φρονήματος των εφημερίδων απέναντι στα ανταλλάγματα για την εξαγορά συνειδήσεων και την κομματική υποδούλωση Τον Ιανουάριο του 1928, ο Προσφυγικός Κόσμος δημοσιεύει άρθρο για το Συνέδριο του Παμπροσφυγικού Τύπου. Οι λόγοι συγκλήσεως ήταν για να επέλθει η αφύπνιση και να κινηθεί επιτέλους ο συνδεδυασμένος και πειθαρχών Προσφυγικός Τύπος σε μία ενιαία κατεύθυνση με το κεντρικό πρόγραμμα που λείπει. Στο συνέδριο έτυχε να βρεθούν ορισμένος αριθμός διανοουμένων και βουλευτών. Η Αγροτική Ένωση ήταν μία επαρχιακή δεκαπενθήμερη εφημερίδα των φτωχών αγροτών-προσφύγων που συμμετείχε στην υποστήριξη των συμφερόντων του φτωχού αγρότη-πρόσφυγα ενάντια στην πίεση από το κράτος, την Εθνική Τράπεζα και τους τσιφλικάδες. Την εφημερίδα υπογράφουν οι ίδιοι οι αγρότες κατατοπίζοντας σε όλα τα ζητήματα απαλλοτρίωσης, αποκατάστασης, φορολογίας και για τους συνεταιρισμούς. Η Καισαριανή 29/6/1930 είναι Εφημερίδα Προστασίας των Προσφυγικών Συμφερόντων ιδρυθείσα από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Διοικούμενος υπό Επιτροπής με διευθυντή τον Γ.Καράφα και υπεύθυνο τον Χρ.Σπυρωνίδη. Αποτελούσε όργανο των φιλελευθέρων του προσφυγικού συνοικισμού Καισαριανής. Οι περισσότερες εφημερίδες εκδόθηκαν το χρονικό διάστημα 1924-1935 και κυκλοφορούσαν στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν κυρίως οι πρόσφυγες ή εκεί που τα προβλήματα τους ήταν πιο σοβαρά. Ήταν εκδοτικές προσπάθειες να ακουστεί η φωνή των προσφύγων χωρίς την παρεμβολή πολιτικών παραγόντων αλλά και για να ενημερώνονται για την κρατική βοήθεια και για τα θέματα των αποζημιώσεων τους. Γ.1) Η Έλευση των προσφύγων-Πρόσφυγες στην νέα Πατρίδα Τα πρώτα κείμενα για τους πρόσφυγες άρχισαν να εμφανίζονται στις ελληνικές εφημερίδες μετά το ξέσπασμα της Πυρκαγιάς, όπως χαρακτηριστικά αποδίδεται η καταστροφή της Μικράς Ασίας από την αρχαιότερη εφημερίδα Αμάλθεια, η οποία χειραγώγησε τρεις γενιές Μικρασιατών. Ο αιφνίδιος εκπατρισμός των Σμυρναίων και η διοχέτευση τους στα νησιά του Αιγαίου, στον Πειραιά, στην Αθήνα, στην Πάτρα και στην Μακεδονία και ο προβληματισμός για τον ερχομό τους σε μια Ελλάδα απροετοίμαστη ελλείψει πόρων και μέσων είναι θέματα που γίνονται αντιληπτά από τις προσφυγικές εφημερίδες[8]. Η εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος του 1929 σε άρθρο του διευθυντή της εφημερίδας, Κώστα Αθανάτου, δείχνει ότι κύριο θέμα δεν ήταν ακόμα η προσπάθεια αντιμετώπισης του προσφυγικού αλλά η απόδοση ευθυνών για την ήττα και την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία.Συγκεκριμένα το άρθρο κατηγορεί τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη για απραξία ,μη διορατικότητα και παρεμπόδιση της αναχώρησης του Μικρασιατικού Ελληνισμού με την εφαρμογή άτεγκτων μέτρων αφήνοντας στο έλεος των Τσετών τα ελληνικά χωριά της Μικράς Ασίας.[9] Τον καθιστούν υπόδικο απέναντι στον ελληνικό λαό. Η ίδια η εφημερίδα, στο τεύχος της προηγούμενης μέρας, δημοσιεύει βασιλικό διάταγμα της 16ης Ιουλίου του 1922 , υπογεγραμμένο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτριο Γούναρη, στο οποίο γνωστοποιεί την ομόφωνη απόφαση να μην γίνει δεκτή καμία αποβίβαση των αφικνούμενων εξ αλλοδαπής αν δεν είναι εφοδιασμένοι με νόμιμα διαβατήρια από το Υπουργείο Περιθάλψεως ,ειδάλλως θα υποβάλλονταν ποινές. Αυτό το διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έγινε άμεσα γνωστό στο τουρκικό δίκτυο πληροφοριών, επιταχύνοντας τον διωγμό. Η υπερβολική αδιαλλαξία των Τούρκων φαίνεται και στα πύρινα άρθρα στην εφημερίδα Αναντολού για την εκρίζωση των Ελλήνων και την σφαγή του δικού τους δικηγόρου-δημοσιογράφου που είχε αντιταχθεί κατά του Κεμαλικού κινήματος και είχε επιστήσει την προσοχή στους Έλληνες για την ενδεχόμενη ήττα τους[10]. Σταδιακά το προσφυγικό θέμα καταλαμβάνει μεγάλο μέρος των αθηναϊκών εφημερίδων και για πολλούς μήνες, απορρόφησε μεγάλο μέρος της συνολικής αρθρογραφίας τους. Έτσι οι εφημερίδες προβάλλουν αποσπασματικές εικόνες από την έλευση των προσφύγων, από την νεκρά, πρώην ελληνική Σμύρνη ενώ παράλληλα δείχνουν να αγκαλιάζουν τους πρόσφυγες αφιερώνοντας ειδικές στήλες σε εκείνους για την αναζήτηση των αγνοουμένων και ευρεθέντων συγγενών και αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν κατά την έξοδο ,καυτηριάζοντας παράλληλα ζητήματα, των οποίων η λύση καθυστερούσε, όπως οι αποζημιώσεις των ανταλλαξίμων που έπρεπε να δοθούν από τις ασφαλιστικές εταιρίες.[11] Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των εξαθλιωμένων προσφύγων ερχόταν αντιμέτωπος με τις ελλείψεις-αδυναμίες της κρατικής μηχανής. Σε κείμενα τους οι εφημερίδες στέκονται επικριτικά απέναντι στο κράτος για την έλλειψη οργάνωσης και μέσων όσων αφορά την καθαριότητα των καταυλισμών που δεν διενεργείται καθημερινώς και για τα δίδραχμα επιδόματα που ορίζονται για τους πληγέντες, παρακινώντας το κράτος να διοχετεύσει στο παραγωγικό έργο χιλιάδες πρόσφυγες ως γεωργούς για την μικρά γεωργία. Κυρίαρχη πρώτη εικόνα ήταν η αθλιότητα διαβίωσης σε υποτυπώδεις καταυλισμούς, όπως στην ¨Ναυάρχου Κουντουριώτη¨ Καλλιθέας, όπου κυριαρχούσε ο φόβος, η αγωνία και η απόγνωση από τα γυναικόπαιδα ,και του 28ου προσφυγικού καταυλισμού στην Σταδίου, που στέγαζε υπερεξακόσιους πρόσφυγες σε μία μόνο μεγάλη αίθουσα. Η κατάσταση αυτή των προσφύγων σύμφωνα με Έλληνες ανωτέρους κρατικούς λειτουργούς και τις εφημερίδες παρέμεινε άθλια και το 1923. Μνεία γίνεται από τις εφημερίδες στην παρεχόμενη Αμερικανική Βοήθεια με την δραστηριοποίηση ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων (Περίθαλψη Εγγύς Ανατολής, East Relief ) και με την οργάνωση εράνων των εξ Αμερικής Ελλήνων σε συνεργασία με την Κοινωνία των Εθνών. Ακόμα δημοσιεύονται εκκλήσεις για να προσφέρουν βοήθεια οι ντόπιοι, οι απλοί πολίτες, η εκκλησία(παροχή στέγης και συσσιτίων) και το κράτος για την κάλυψη σε είδη πρώτης ανάγκης( ρουχισμού, δελτίων άρτου και επιδομάτων).Το ζήτημα της αποκατάστασης ήταν εθνικό καθήκον[12]. Μετά το 1923 και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η πιθανότητα μόνιμης εγκατάστασης των προσφύγων σταθεροποιείται και η προσφυγική στήλη αποκτά μόνιμη θέση στον Τύπο. Με την συντεταγμένη, αναγκαστική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας ,οι πρόσφυγες συνειδητοποιούν ότι το όνειρο της επιστροφής δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Για αυτό στόχος από τους ίδιους , τον Τύπο και το κράτος είναι η κοινωνική, οικονομική ένταξη ,η ενσωμάτωση τους με τον γηγενή πληθυσμό και η βελτίωση των συνθηκών ζωής στη νέα πατρίδα.[13] Οι πρώτες απογραφές προσφύγων δείχνουν το μεγάλο, δύσκολο έργο της αποκατάστασης που είχε αναλάβει το κράτος τόσο στις πόλεις όσο και στις επαρχίες. Με την άφιξη των προσφύγων ,το έργο της στέγασης ανέλαβε το Υπουργείο Περιθάλψεως ,εν συνεχεία το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, ανεγείροντας ξύλινα παραπήγματα, απαλλοτριώνοντας συνεχώς εκτάσεις (απαλλοτρίωση έκτασης Μοσχάτου ,παραχώρηση 169 οικοπέδων)και εγκρίνοντας, με αποφάσεις των Υπουργείων Πρόνοιας και Οικονομικών, χορηγήσεις στους οικοδομικούς συνεταιρισμούς για ανέγερση συνοικισμών και επεκτάσεις τους. Το Έθνος του 1929 περιγράφει ως «ανθρωποσαλάτα» τον συνοικισμό της Καισαριανής (Αρμένιοι, Ρώσοι φυματικοί, Μικρασιάτες) , ενώ στο Δουργούτι, 600 οικογένειες προσφύγων μικρασιατών και 800 αρμενίων περιμένουν να αποκατασταθούν[14]. Ένα από τα σοβαρά προς επίλυση προβλήματα της αποκατάστασης ήταν και οι αποζημιώσεις των ανταλλαξίμων πληθυσμών, για την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψαν, που είχε αναλάβει η Διεύθυνση Ανταλλαγής. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στις αγροτικές αποζημιώσεις με την παραχώρηση κλήρου και στέγης αλλά και στις αστικές με την εξεύρεση κεφαλαίου (προσφυγικά δάνεια) και εργασίας(απασχόληση εργατικού δυναμικού στην οικονομική δραστηριότητα). Υπήρχαν όμως κι άλλα άμεσα προβλήματα , όπως η αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών των προσφύγων(τροφή, ενδυμασία, νοσηλεία) τις οποίες έπρεπε να καλύψουν ατομικά ή οργανωμένα[15]. Πρόβλημα που ανέκυψε στην πορεία της εγκατάστασης και ταλαιπωρούσε τους πρόσφυγες ήταν η προβληματική υδροδότηση και τα έργα υποδομής. Σε έκθεση της υγειονομικής επιτροπής υπό τον διευθυντή της τίθεται το ζήτημα της διάθεσης ύδατος προς πόση , για τα δημόσια λουτρά και για την καθαριότητα. Οι εφημερίδες Πατρίς, και Ημερήσιος Τύπος του 1930 περιγράφουν βίαιες σκηνές στους προσφυγικούς συνοικισμούς κατά την ύδρευση λόγω της ανεπάρκειας ύδατος καυτηριάζοντας το γεγονός ότι ..το νερό διέρρεε χυνόμενον άσκοπα.. . Οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες, η έλλειψη υγιεινής και οι κακής ποιότητος συνοικισμοί είναι θέματα προβαλλόμενα ακόμα και μετά από μια οκταετία από την Καταστροφή. Πολλές εφημερίδες άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο συχνά δημοσίευαν ειδήσεις υποστηρίζοντας έμμεσα και άμεσα τους πρόσφυγες.[16] Ο Τύπος πρότεινε λύσεις, δημοσιεύοντας εκκλήσεις για υποστήριξη της ολότητας του Έθνους για συνεργασία παλαιών και νέων κατοίκων, ενώ με άλλες δημοσιεύσεις του στηλίτευε το κράτος ότι μετά από οκτώ έτη η αποκατάσταση αστικών και αγροτικών πληθυσμών δεν είχε συντελεσθεί. Χαρακτηριστικά υπήρχαν ακόμα τρώγλες, ερείπια και σκηνές και παραμελούνταν εκκρεμότητες των προσφύγων που αφορούσαν άμεσα την υγιεινή και τα νοσήματα(δάγκειος, χολέρα, πανούκλα) ,λόγω του «χελωνοειδούς» γραφειοκρατικού συστήματος του κράτους και της επικίνδυνης αψυχολόγητης τακτικής της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Σε στήλη, «η Φωνή της Επαρχίας», στον Ημερήσιο Τύπο[17], ο αρθρογράφος προτείνει στους πρόσφυγες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους , να μην περιμένουν τα πάντα από το κράτος, και δημοσιεύει την σύσταση προσφυγικών σωματείων που ενεργούσαν άμεσα «πιέζοντας» με υπομνήματα τον Βενιζέλο για απαλλοτριώσεις εδαφών διεκδικώντας τα δικαιώματα τους για στέγαση, τους τόκους των ανταλλαξίμων ομολόγων και των δανείων για την επέκταση των προσφυγικών συνοικισμών. Το πρόβλημα θα παραμείνει οξύ μέχρι και το 1930 , οπότε πλήθος δημοσιευμάτων απευθύνονται στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Σημαντική πηγή πληροφοριών υπήρξαν οι δημοσιεύσεις της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ιδρυθείσα το Σεπτέμβριο του 1923 με πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών ,ως αυτόνομος οργανισμός με νομική υπόσταση και έδρα την Αθήνα ,έχοντας κύρια αποστολή την εξασφάλιση των προσφύγων. Ανακοινώσεις της ΕΑΠ δημοσιεύονταν, ενημερώνοντας τους ενδιαφερομένους πρόσφυγες που εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από τα δάνεια που χορηγούσε το κράτος ,και από τις αποζημιώσεις που λάμβαναν σε χρήματα ή σε είδος και από τις προκηρύξεις μειοδοτικών δημοπρασιών της ΕΑΠ για την ανέγερση κατοικιών( 35 αστικών στην Κέα, 107 στο Κιάτο, 50 στο Βέλλο και 56 στο Ξυλόκαστρο (21/6/1929). Η εφημερίδα Ακρόπολις οργάνωσε μεγάλη έρευνα για την κατάσταση των προσφύγων, αφιερώνοντας συνεχόμενα τεύχη για τους «Τρωγλοδύτες της Πρωτευούσης», «Άνθρωποι που ζουν σε σπήλαια ολόγυρα της Αθήνας», «Η Αθήνα και οι τρωγλοδύτες της».Συντάκτες-απεσταλμένοι της εφημερίδας περιόδευαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς στην κοίτη του Ιλισού, στο τέρμα των Αμπελοκήπων , στην Δραπετσώνα, στα Τουρκοβούνια ,διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι και καταγράφοντας την άθλια διαβίωση τους ως «ανθρώπων των σπηλαίων», τις άθλιες παραγκούλες, σκουριασμένες από τις καιρικές συνθήκες και από τα υλικά(τενεκέδες ως πάσσαλοι).Στην κοίτη του Ιλισού, το νερό του ποταμού χρησιμοποιούσαν για μπουγάδα και πλύσιμο ,ήταν το μόνο δείγμα υδροδότησης. Μεταχειρίζονταν πρωτόγονα μέσα δια λύχνων και υποτυπωδών φακών ελλείψει φυσικού φωτός. Το 1/10 του πληθυσμού της Αθήνας το 1929-1930 ήταν τρωγλοδύτες, υπολείμματα της Εγγύς Ανατολής, από την Αδριατική ως την θάλασσα του Μαρμαρά και την Κύπρο. Η Αθήνα ήταν το Παρίσι της Ανατολής. Σε μία εποχή που την ταυτότητα του Αθηναίου οικειοποιούνταν και υιοθετούσαν και ο μικρασιάτης ,ο αρμένιος ,ο σμυρναίος και ο πόντιος ,ο μακεδόνας ο ρώσος(οκτωβριανή επανάσταση) και ο αρβανίτης δεν νοείται ότι προοδευτική εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών είναι οι τρωγλοδύτες, που δεν έχουν που την κεφαλή κλίναι[18]. Και η κατάσταση όμως της δημόσιας διοίκησης ήταν το ίδιο κακή. Οι δήμοι αρνούνταν την κατασκευή δρόμων λόγω «ζήλου οικονομιών», αποκλείοντας τους πρόσφυγες από κάθε ομαλή επικοινωνία με το κέντρο. Παράπονα διατυπώνονταν για πλημμελή άσκηση καθηκόντων κάποιων δημοσίων υπαλλήλων που καθυστερούσαν ζητήματα ασφαλειών μετά την Πυρκαγιά. Αν και το προσφυγικό ζήτημα απασχολεί το κράτος , σε αυτήν την περίπτωση δεν υπήρξε αρωγός και οι ενδιαφερόμενοι πρόσφυγες θα απολέσουν κάθε ελπίδα να διεκδικήσουν τα δίκαια τους(το απαιτούμενο ποσό εκ δημοσίου ταμείου σε λίρες Αγγλίας είναι στα 4000 υπέρ των ασφαλιζομένων)[19]. Υποθέσεις που εκκρεμούσαν λόγω της αργής γραφειοκρατίας και της εκμετάλλευσης των προσφύγων ήταν η αποζημίωση των αγροτών υπό των συνενεργειών της Διεύθυνσης Ανταλλαγής. Η μεταφορά των κληρονομικών επιτροπών και των Δευτεροβάθμιων Επιτροπών Εκτίμησης στο οίκημα ,στο οποίο στεγάζεται το Υπουργείο Γεωργίας και η παράλληλη διευθέτηση των κληρονομικών υποθέσεων και των αιτήσεων των αγροτικών μητρώων για τις αποζημιώσεις, προκαλούσαν την δυσφορία και την ταλαιπωρία των προσφύγων[20].Με επιστολή στον Διευθυντή της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος, οι πρόσφυγες της Καισαριανής κάνουν έκκληση να ανοίξει και πάλι το αστυνομικό τμήμα της Συγγρού που το κλείσανε για «δήθεν λόγους οικονομίας» ταλαιπωρώντας τους για άλλη μια φορά[21]. Πολιτική των εφημερίδων αποτελούσε και η εργασιακή κάλυψη των προσφύγων. Ήδη από το 1919 το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, που ιδρύθηκε παράλληλα με την Κοινωνία των Εθνών, πρότεινε ασφαλιστικά προγράμματα παρακινώντας τις χώρες να τα λειτουργήσουν κάτω από την εποπτεία της Επιθεώρησης Κοινωνικής Πρόνοιας. Το 1922 και τα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση ερχόμενη με μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση στην αγορά εργασίας, μείωσε τα ημερομίσθια, στην προσπάθεια της να διοχετεύσει εργατικό δυναμικό σε βιομηχανίες, στην οικοδόμηση των προσφυγικών συνοικισμών, στους αλευρόμυλους και στα αρτοποιεία χωρίς να μεριμνά για την ασφάλιση όλων των εργαζομένων. Οι περισσότεροι εργοδότες αδιαφορούσαν για τον νόμο 2868/167/1922(που ψηφίστηκε από την Λαϊκή κυβέρνηση Γούναρη για την υποχρεωτική ασφάλιση ημερομίσθιων και μισθωτών εργαζομένων). Στην εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος δημοσιεύεται η ίδρυση του Ταμείου Ανεργίας και Προστασίας Εργατών και συγκεκριμένα Καπνεργατών για την λήψη τακτικού βοηθήματος(άρθρο 23 «περί επεξεργασίας καπνού και ασφαλίσεως καπνεργατών» 11/6/1925). Για την κάλυψη του εισοδήματος της οικογένειας πολλές γυναίκες εντάχθηκαν στον ενεργό βιοποριστικό πληθυσμό[22]. Από το 1923 στην Αμάλθεια, υπάρχει άρθρο «Γυναίκες και Εργασία», που παρουσιάζει τις φεμινιστικές δράσεις στην Νέα Υόρκη. Οι γυναίκες μόνο στη σιδηροδρομική εργασία δεν συμμετέχουν. Στην Οκλαχόμα ,το ποσό της επί πληρωμής εργασίας, ανέρχεται στα 1900$. Η ίδια εφημερίδα υπολόγιζε ότι σε κλάδους όπως η κλωστοϋφαντουργία, η ταπητουργία, η βιοτεχνία έτοιμων ενδυμάτων και η καπνοβιομηχανία, οι γυναίκες αποτελούσαν πάνω από το 70% των εργαζομένων[23]. Σε έκθεση του Γενικού Διευθυντή Εποικισμού Μακεδονίας προς το Υπουργείο Γεωργίας για την γεωργική αποκατάσταση τίθενται τα εργασιακά ζητήματα των μυλεργατών, κτιστών, υποδηματεργατών, εργατών που απασχολούνται στην ορνιθοτροφία, ωοπαραγωγή, βουτυροκομία, σηροτροφία υπό την επίβλεψη επιστημόνων γεωπόνων και σταφιδοκιβωτοποιών για τα ημερομίσθια των 63 δραχμών. Ακόμα καταγράφονται ο αριθμός γεωργικών εφόδων, των κτηνών, των καλλιεργούμενων και μη εκτάσεων(παροχή χιλίων συνοικισμών στην επαρχία για την εγκατάσταση των οικογενειών σε πεντακόσια αγροτικά σπίτια).Οι ειδήσεις για την γεωργική αποκατάσταση και τα εργασιακά ζητήματα δημοσιεύονταν ,υποστηρίζοντας τους βιοπαλαιστές πρόσφυγες[24]. Μέσα από την εφημερίδα Ακρόπολις της 6/1/1930,στο άρθρο με τίτλο «Η αποστολή μας εις την Θεσσαλίαν», οι γεωργικοί συνεταιρισμοί Καβάλας ζητούν το δικαίωμα κοπής καπνού δηλαδή την εκχώρηση των προνομίων στις Ενώσεις Συνεταιρισμών και όχι στους ιδιώτες προς αποφυγή λαθρεμπορίου ,νοθειών και ζημιών από την κοπή του καπνού με μαχαίρι. Στον Προσφυγικό Κόσμο[25], διατυπώνεται η επιτακτική ανάγκη για εντατικές καλλιέργειες με το σύστημα της αμειψισποράς, για τη χρήση ποιοτικών λιπασμάτων ,σπόρων, αρώσεις και καλύτερη συντήρηση των κτηνών και των εκτάσεων. Στον Ημερήσιο Τύπο, στην στήλη «Η φωνή των επαρχιών» διατυπώνονται οι απόψεις του αγροτικού κόμματος όπως εκφράστηκαν στο Αγροτικό Συνέδριο Λάρισας, χαρακτηρίζοντας θνησιγενή την βιομηχανία και δίνουν το σύνθημα για στροφή προς την γεωργία και την κτηνοτροφία, που δίνουν στην χώρα είκοσι με είκοσι δύο εκατομμύρια δραχμές. Σύμφωνα με τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρο Διομήδη, οι Βιομηχανίες φυτοζωούν. Η Ελλάς ίδρυσε σαράντα επτά τράπεζες ,όλες για το εμπόριο, το χρηματιστήριο και την θνησιγενή βιομηχανία. Για την γεωργία και την κτηνοτροφία καμία. Απ την μελέτη των ισολογισμών των δεκαπέντε τραπεζών το 1926 προκύπτει ότι οι Τράπεζες είχαν δανεισμένα στο εμπόριο και στην βιομηχανία πέντε δισεκατομμύρια και η Εθνική Τράπεζα γεωργικές χορηγήσεις πεντακοσίων εξήντα πέντε εκατομμυρίων. Δηλαδή εις τα μη παραγωγικά επαγγέλματα η ιδιωτική οικονομία δίνει 90% δάνεια και στα παραγωγικά 10%[26]. Με την στροφή προς την γεωργία και την κτηνοτροφία προσπαθούσαν τα μέλη του νεοσύστατου προσφυγικού σωματείου, «Πολιτική Οργάνωσις Προσφύγων», να αποτρέψουν το φαινόμενο της αστικοποίησης ,επαναφέροντας την τάξη, αφού χιλιάδες αγροτών παρέμεναν στις πόλεις την στιγμή που η ύπαιθρος είχε ανάγκη εργατικά χέρια, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύει ο πρόεδρος του σωματείου Μιχαήλ Παλαιολόγου, στην εφημερίδα Πατρίς, κατηγορώντας παράλληλα για προχειρολογία και αθλιότητα των «λεγομένων» προσφυγικών συνοικισμών και διακηρύσσοντας ότι η αποκατάσταση αστικών και γεωργικών πληθυσμών δεν συντελέσθηκε[27]. Οι πρόσφυγες δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον για τις υποθέσεις τους. Οι ανεξάρτητες προσφυγικές επιτροπές, που είχαν δημιουργήσει ,έκαναν συχνά υπομνήματα στον πρωθυπουργό για την αξιοθρήνητη κατάσταση των προσφυγικών ετοιμόρροπων οικημάτων και για την ανάγκη της απαλλοτρίωσης έκτασης όπου αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί από το Υπουργείο Γεωργίας και Πρόνοιας ( όπως απαλλοτριώθηκε η έκταση του εργοστασίου Μαλτσινιώτη ,στη περιοχή του Βύρωνα και στην Δραπετσώνα(των κληρονόμων του Αραβαντινού)[28]. Στο Γ΄Προσφυγικό Συνέδριο, διακόσιες οργανώσεις επαρχιών συμμετείχαν με επίσημο πρόεδρο του Συμβουλίου τον Βενιζέλο, ζητώντας επιθεώρηση των συνοικισμών στην Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα για την αναθεώρηση των αποφάσεων των Πρωτοβάθμιων Επιτροπών Εκτίμησης. Διαμαρτύρονταν έντονα, ότι οι δοθείσες περιουσίες των μουσουλμανικών πληθυσμών που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα πριν την ανταλλαγή ,δεν είναι ίσης αξίας με τις εγκαταληφθείσες και ότι η βοήθεια της ΕΑΠ δεν ήταν τόσο μεγάλη. Πολλοί έλυσαν το ζήτημα της στέγασης χωρίς την βοήθειά της… Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες που αφορούν την τακτική της ΕΑΠ , από την εφημερίδα Πατρίς, που με το αδιάπτωτο ενδιαφέρον της υπέρ των προσφύγων που την διέκρινε πάντα προέβη σε έρευνα , διαπιστώνοντας την αφόρητη και λαβυρινθώδη κατάσταση μεταξύ των προσφύγων και της ΕΑΠ που έφθασε σε εχθρότητα. Οι λειτουργοί της ΕΑΠ δεν τήρησαν ορθώς τον υψηλό ρόλο τους και προέβησαν σε μια τακτική χωρίς μέθοδο , τακτική προσωρινοτήτων επιφυλάξεων, περιορισμών και καταπιεστικών μέτρων. Μετεβλήθησαν σε αγάδες και οι πρόσφυγες σε δούλοι τους. Απαγόρευαν την είσοδο, δια της αστυνομικής αρχής ,των προσφύγων στα γραφεία της ΕΑΠ , ενώ τους περιέλουζαν με βίαιες εκφράσεις. Η κατάσταση είχε φτάσει σε επίπεδο χειροδικίας και είχε χαθεί ο αλληλοσεβασμός και ο δίαυλος επικοινωνίας. Τα παράπονα γίνονταν πολλάκις από πρόσφυγες διανοούμενους αστούς και μη, εργάτες και απλούς πολίτες ακόμα και από τους επίσημους αντιπροσώπους των οργανώσεών τους. Τηρούσαν στάση υπεροπτική και δεν επέτρεπαν αντιρρήσεις(ανάρμοστη συμπεριφορά)[29].Στην εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος η ΕΑΠ κατηγορείται για αδικία διότι χρεώνει τα οικήματα των συνοικισμών με τις δαπάνες των έργων κοινής ωφελείας με σκοπό την καταβολή διπλών δαπανών[30]. Στην εφημερίδα Πολιτεία ομιλούν οι κάτοικοι της συνοικίας του Βύρωνα για τις ελλείψεις τους συνοικισμούς ,το άσχημο κτίσιμο των οικιών ,την άδικη εκτίμηση και για την εμφάνιση χωροφυλάκων με εντάλματα της ΕΑΠ. Χωρίς ακόμα να παρατηρηθούν πιέσεις της ΕΑΠ για την πληρωμή τοκοχρεολυσίου αλλά επειδή δεν θα αργήσουν, προέβησαν διάφοροι προσφυγικοί συνοικισμοί(Νέας Φιλαδέλφειας, Καισαριανή, Παγκράτι, Ποδαράδες, Κοκκινιά)στην ένωσή τους σε μια Ομοσπονδία που θα ορθώσει το ανάστημα της απέναντι στην βίαιη δράση της ΕΑΠ. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων λειτουργεί μέχρι το τέλος του 1930.Με ειδική σύμβαση μεταβίβασε στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της ,καθώς και της υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους πρόσφυγες[31]. Στην φιλοπροσφυγική εφημερίδα Πατρίς, αναφέρονται και τα εκπαιδευτήρια των συνοικισμών. Συγκεκριμένα στην Καισαριανή γίνονται τα εγκαίνια του διδακτηρίου με δαπάνες της Έλενας Βενιζέλου, όπου παρευρέθησαν ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Παιδείας και άλλοι επίσημοι. Στο λόγο του Βενιζέλου τονίστηκε η σπουδαιότητα της μόρφωσης του πνεύματος και του σώματος(με την μεταβολή του απέναντι γηπέδου σε αθλητικό γυμναστήριο).Στο νέο σχολικό κτήριο, θα στεγαστούν άνετα τετρακόσιοι μαθητές και θα χρησιμοποιηθεί ως Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Καισαριανής[32]. Ήδη στον Προσφυγικό Κόσμο του 1927, έχει δημοσιευτεί διαφήμιση του πρώτου Ιδιωτικού Εκπαιδευτηρίου «Ο Κάδμος» που ιδρύεται εκείνη την χρονιά στην Νέα Ιωνία και περιλαμβάνει νηπιαγωγείο, εξατάξιο δημοτικό, Σχολαρχείο, τετρατάξιο γυμνάσιο και ωδείο με προσιτά δίδακτρα. Στον Ημερήσιο Τύπο ,ο απεσταλμένος της εφημερίδας στην στήλη «Φωνή των Επαρχιών», προωθεί τα παράπονα για την εκπαιδευτική κίνηση στην Βόρεια Ελλάδα .Στην Μακεδονία τα σχολεία από το 1926 είναι 360 και θα διενεργηθούν άλλα 220, αφού είναι σαν μπουντρούμια, ανθυγιεινά και ετοιμόρροπα και δεν μπορούν να στεγάσουν τους μαθητές-πρόσφυγες. Γίνεται έκκληση να τεθεί φραγμός στην λειτουργία είτε προπαγανδιστικών σχολείων που συντηρούνται από ξένα ιδρύματα ,όπως το Οικοτροφείο Γεωργικό από την Βιβλική εταιρεία του Λονδίνου ,είτε αυτών που οφείλουν την ύπαρξη τους στους αλλόγλωσσους πληθυσμούς ,όπως τα ισραηλιτικά σχολεία σε Μακεδονία και Θράκη, τα νυχτερινά αρμένικα σχολεία, τα γερμανικά με 1800 μαθητές, αμερικανικά με 450 μαθητές και τα ιταλικά με 1700 μαθητές. Κλείνοντας το άρθρο του στην στήλη γράφει: Αν θέλετε πιστεύσατέ μας. Αν θέλετε ακούσατε την φωνή μας[33], θέλοντας να δείξει, σύμφωνα με τον Habermas, ότι ο Τύπος παρέμεινε ένας θεσμός του ίδιου του κοινού, ο οποίος ενεργούσε διαμεσολαβώντας και ενισχύοντας την δημόσια συζήτηση-έκκληση, όχι πια ως όργανο της μετάδοσης ειδήσεων αλλά ως υποκινητής της κοινής γνώμης. Γ.2) Σχέσεις Προσφύγων-Γηγενών Η προσαρμογή των προσφύγων στην νέα πατρίδα και η αφομοίωση τους κινήθηκε με αργούς ρυθμούς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες ψυχικά τραυματισμένοι και με το άγχος της επιβίωσης εξέφραζαν παράπονα τόσο για την αντιμετώπιση του κράτους όσο και για την αντιμετώπιση των γηγενών κατοίκων. Οι εύποροι πρόσφυγες, όσοι κατάφεραν να φέρουν στην Ελλάδα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους αμέσως ενσωματώθηκαν στο νέο τόπο και αναμείχθηκαν με τους γηγενείς. Η μεγάλη όμως μάζα απομονωμένη στους συνοικισμούς δεν είχε ευκαιρίες επαφής με τους ντόπιους. Σε γενικές γραμμές υπήρχε διαφορά νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας. Ο όρος «πρόσφυγας» είχε στην κοινή συνείδηση αρνητικό πρόσημο. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους έπαψε να υπάρχει μετά το 1940.Μέχρι τότε θεωρούνταν «ξένοι, τουρκόσποροι». Η διάσταση γηγενών προσφύγων ήταν εμφανής στον ανταγωνισμό μεταξύ τους στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία γης και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Συχνά οι επιθέσεις των γηγενών είχαν αποτέλεσμα τη δολοφονία προσφύγων: Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου, γράφει η Παμπροσφυγική το 1924 μετά τη δολοφονία πρόσφυγα από ντόπιο στη Νιγρίτα Σερρών δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη, τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων διά την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών[34]. Η εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος 1927, δημοσιεύει: Πάντες θέλουν να εκμεταλλεύονται τους πρόσφυγας με επιβολή άγριας φορολογίας. Η θέσις των προσφυγικών ζητημάτων δεν είναι ευχάριστος. Πολλά μονόστηλα στις αθηναϊκές εφημερίδες αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής. Το 1928 πρόσφυγες αντιμετώπισαν τις απειλές ενόπλων, όταν προσπάθησαν να καταλάβουν τα οικόπεδα που τους είχαν αποδοθεί στη θέση Κοκκινόβραχος της Κοκκινιάς, ενώ την ίδια χρονιά, στον Πειραιά, ντόπιος για «κτηματικές διαφορές» πυροβόλησε πρόσφυγες εξυβρίσας πρώτον τους πρόσφυγας, το κράτος και την κυβέρνησιν[35]. Ο Τύπος αρκετές φορές δημοσίευε φαινόμενα αισχροκέρδειας και κερδοσκοπίας εις βάρος των προσφύγων. Το Ελεύθερο Βήμα του Δ.Λαμπράκη το 1928,κοινοποιεί την ίδρυση του Ταμείου Προσφυγικών Κοινοτήτων ,που διαδέχτηκε το «κατ ευφημισμόν» Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων(1922-1925),και για το οποίο οι επιχειρηματίες τρίβουν αυτάρεσκα τα χέρια τους για μελλοντικές εφόδους κερδοσκοπίας(ο κάτοχος της προεδρικής έδρας θα πληρωνόταν με 15.000μηνιαίως) και πριν ακόμα ξεκινήσει την λειτουργία του άρχισε η διανομή παχύτατων μισθών και επιδομάτων[36]. Η εφημερίδα Πατρίς συμπληρώνει στο άρθρο της Τα προβλήματα των προσφύγων χαρακτηρίζονταν ως «μικρή σπουδαιότητα» από τις δημοτικές και νομαρχιακές αρχές, μολονότι αυτές οι αρχές είχαν αυτονομία και πόρους. Μετά από αυτό οι κρίσεις περιττεύουν. Πριν ακόμη από την παροχή στέγης και εργασίας, οι πρόσφυγες απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα, που συχνά αμφισβητούνταν. Εντάχθηκαν στο βενιζελικό κόμμα των Φιλελευθέρων τόσο ως ψηφοφόροι όσο και πολιτευτές ,βουλευτές και υπουργοί, ερχόμενοι σε ρήξη με τις διαφορετικές επιλογές των ντόπιων. Γνώριζαν τα δικαιώματα τους από τις ανταλλάξιμες περιουσίες και ζητούσαν δικαιοσύνη και προστασία από την νέα πατρίδα και το βενιζελικό κόμμα για τις Κεμαλικές αγριότητες διαβεβαιώνοντας ότι θα ήταν μωρία να αφήσουν εις τουρκική κατοχή τα ημέτερα αγαθά χωρίς την ισάξια απονομή αποζημιώσεων[37]. Ο Τύπος κάλυψε ειδησεογραφικά την αυτοοργάνωση των προσφύγων σε σωματεία. Η ίδρυση Πολιτικών Σωματείων, «Πολιτική Οργάνωση των Προσφύγων» είχε σκοπό να διαφωτίσει τον προσφυγικό κόσμο, την κοινή γνώμη και να διεκδικήσει πετυχαίνοντας την οριστική και ικανοποιητική λύση των προβλημάτων. Δεν αποβλέπει ούτε σε πολιτικούς ούτε σε άλλους προσωπικούς σκοπούς. Σύμφωνα με δημοσίευση του Προσφυγικού Κόσμου, το 1927 ιδρύεται νέα προσφυγική οργάνωση με μόνο πρόγραμμα την εκδίκαση των εκπρόθεσμων δηλώσεων, η οποία μετά τον καταρτισμό θα προβεί σε διαβήματα για την τύχη των εκπρόθεσμων περιουσιών. Η συσπείρωση και η προσπάθεια οργάνωσης των προσφύγων δεν ειδώθηκαν με καλό μάτι από τους ντόπιους που δεν ήθελαν καθόλου να γειτονεύουν και να συγγενεύουν με τους προσφυγικούς συνοικισμούς και μάλιστα κατά την πρώτη γενιά επικράτησε ενδογαμία ,που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε μεικτούς γάμους. Τους αντιμετώπιζαν ως ζητιάνους και λωποδύτες και με αστυνόμευση δεν επέτρεπαν την παραμονή τους σε παγκάκια , ενώ οι ντόπιοι της Δραπετσώνας κάνουν έκκληση να απομακρύνουν τους οίκους ανοχής που επιτάξανε για την στέγαση προσφύγων. «Είναι αίσχος στον σύγχρονο πολιτισμό να υπάρχουν τέτοια κέντρα διαφθοράς και εστίες μολύνσεως». Στην Καισαριανή, μαρτυρούν οι ντόπιοι η αποκατάσταση των προσφύγων δεν έχει συντελεσθεί εφόσον υπάρχουν ζώα στους συνοικισμούς που φέρνουν ασθένειες ,μολύνσεις και επιπλέον δυσοσμία που φτάνουν στα οικήματα μας. Και στο Παγκράτι οι κάτοικοι διαμαρτύρονται για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι πρόσφυγες: Δεν υπάρχει συνείδηση στοιχειώδους υγιεινής ούτε εκ μέρους των αρχών ούτε αυτών που απειλούνται[38]. Απ την μεριά τους, οι πρόσφυγες προέβαλλαν το υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό τους επίπεδο, το οποίο οι ντόπιοι κατέκριναν ως κοσμοπολίτικο με ροπή προς την διασκέδαση και τα χαμηλά ήθη. Η επιφυλακτικότητα και το πολιτισμικό σοκ χαρακτήριζαν τις σχέσεις ντόπιων και γηγενών. Με την πάροδο του χρόνου και την προβολή των στοιχείων της ελληνικότητας τους καθώς και με την εργατικότητα, την υπεροχή τους σε επιχειρηματικό πνεύμα, την εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις και τη προσφορά τους στην διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας, άρχισαν να πείθουν τους δύσπιστους γηγενείς ντόπιους. Γ.3) Πρόσφυγες και Πολιτική-πριν και μετά τη Συμφωνία της Άγκυρας Η έλευση των προσφύγων σημαδεύτηκε από την ξεκάθαρη τοποθέτηση τους στην ελληνική πολιτική σκηνή, που είχε σημαδευτεί νωρίτερα από τον Εθνικό Διχασμό. Επιπλέον εντάθηκαν στις υπάρχουσες διπολικές αντιθέσεις( βενιζελισμός-αντιβενιζελισμός, αστικός πολιτικός κόσμος-αριστερά, Παλαιά Ελλάδα- Νέες Χώρες), εμπλουτίζοντάς τες και αναδιαμορφώνοντας τους όρους τους. Η δημόσια παρουσία και η συλλογική πολιτική δράση των προσφύγων εκφράστηκε μέσω του Τύπου με υπομνήματα ,που έστελναν προσφυγικές οργανώσεις και σύλλογοι στον Βενιζέλο, και με ειδήσεις που αφορούσαν την καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη αντιπροσωπευτικού σώματος και συμμετείχαν ως φανατικοί ψηφοφόροι του κόμματος των Φιλελευθέρων και ως συμμετέχοντες στον πολιτικό στίβο. Ο Βενιζέλος ήταν ο τελευταίος εκφραστής της Μεγάλης Ιδέας, που καθοδηγούσε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας από την εποχή ίδρυσης του ελληνικού κράτους, και σβήστηκε με την Καταστροφή(η πολιτική του μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού). Όμως αυτό δεν πτόησε τους πρόσφυγες να σταθούν στο πλευρό του. Δεν αναπτύσσουν ρεβανσισμό και δείχνουν προσήλωση στο πρόσωπο του Βενιζέλου(προσωπολατρεία)τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1930, που υπογράφτηκε η Συμφωνία της Άγκυρας, το οικονομικό σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών. Η εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος 1928, με το άρθρο της «Τα κόμματα και ημείς», εξηγεί την προσκόλληση των προσφύγων στην Βενιζελική παράταξη. Οι πρόσφυγες, εκ παραδόσεως δημοκρατικοί εμποτισθέντες επί αιώνας από την ιερά δημοκρατική ιδέαν κατά τον μακρόχρονο αλύτρωτον βίον, δεν ήταν δυνατόν να υποστηρίξουν άλλη παράταξη. Δημοκρατικοί θα δυνάμεθα να είμεθα όχι Καφανταρικοί , Παπαναστασιακοί, Τσαλδαρικοί και Μεταξικοί. Η Δημοκρατία δεν είναι ζήτημα κομματικό αλλά εθνικό, και αυτό ήταν το λάθος της πολιτικής μας. Διότι η τυφλή υποστήριξη του κόμματος, μας διέθεσε εχθρικώς και στα άλλα κόμματα εκ των οποίων μόνο το Καφανταρικό έμεινε απαθές στις εκκλήσεις μας[39]. Η συμπάθεια των φιλελευθέρων ήταν φανερή απέναντι στους πρόσφυγες. Στην εφημερίδα Αμάλθεια επί τη εκδόση της εν Αθήναις, 20/12/1922 δημοσιεύεται ένα τηλεγράφημα του Βενιζέλου από την Λοζάννη: Λοζάννη 19 Δεκεμβρίου, Εύχομαι εις την Αμάλθειαν να συνεχίσει την δράση της μετ΄ίσης επιτυχίας και εις τας δυτικάς ακτάς του Αιγαίου[40] Τον Ιούλιο του 1923 υπογράφτηκε η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης. Έξι μήνες πριν στις 30 Ιανουαρίου του 1923 ,δηλαδή λίγο καιρό πριν την αποστολή του τηλεγραφήματος, είχε υπογραφεί η Ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η ολοκληρωτική ένταξη των προσφύγων στο βενιζελικό στρατόπεδο για δέκα χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 1932, οδήγησε μεγάλο τμήμα του αντιβενιζελικού γηγενούς στοιχείου να τους αντιμετωπίσει ως αντίζηλους στη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων της χώρας, σε μία περίοδο που το κόμμα των Φιλελευθέρων βρισκόταν σχεδόν διαρκώς στην εξουσία. Η σπουδαιότητα της προσφυγικής ψήφου για την βενιζελική παράταξη διατυπώνεται μέσα από την αντιβενιζελική εφημερίδα(του Γεωργίου και Στεφάνου Πεσμαζόγλου(1925)) Πρωία ,20/8/1928. Εις τον Βύρωνα Ασύστολος Βενιζελική ψηφοθηρία έξωθι των εκλογικών τμημάτων υπό τα όμματα των αστυνομικών οργάνων. Οι βουλευτές πρόσφυγες του συνοικισμού του βενιζελικού κόμματος περιήρχοντο τας οικίας και μετέφερον εις τα εκλογικά τμήματα 400 ασθενείς με πυρετό 39 βαθμών(δάγκειος πυρετός) μέχρι το κλείσιμο της κάλπης.[41] Οι «προσφυγοπατέρες» είχαν πλήρη συνείδηση της αξίας της ψήφου και μέσα από την δραστηριοποίηση τους σε ένα ευρύ δίκτυο προσφυγικών σωματείων και συλλόγων, μπορούσαν να ελέγξουν σε ένα βαθμό την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων. Στο πλευρό του Βενιζέλου τάχθηκαν αρκετές εφημερίδες όπως η Πατρίς η Μεγάλη Πολιτική και Οικονομική Εφημερίς του ιδρυτή Σπ.Σίμου, που μετά την επικράτηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου έγινε από τα φανατικότερα όργανα Βενιζελικής Παράταξης και μετά την Μικρασιατική καταστροφή στήριξε τον προσφυγικό πληθυσμό. Η Πατρίς δεν αρνείται να φιλοξενήσει εις τας στήλας της και τας απόψεις οιουδήποτε πολίτου, όστις ήθελε να καταγγείλει τυχόν σκάνδαλα ή έκτροπα , τα οποία θα περιήρχοντο εις γνώσιν του, διότι σκοπός της είναι όχι το πώς θα αυξήσει τον υπάρχοντα ανταγωνισμό, αλλά το πώς θα κατορθωθεί η ανάπτυξις και η πρόοδος του Δήμου Καισαριανής και των άλλων Προσφυγικών Δήμων.[42] Κατά την περίοδο 1928-1936, λόγω της Βενιζελικής πολιτικής που ακολούθησε η Πατρίς απέκτησε κατ επανάληψη μεγάλη κυκλοφορία, υπό την Διεύθυνση του Γ.Βουτσινά και του Κ.Πολίτη ως Διευθυντή Σύνταξης. Αυτή, η τετρασέλιδος εφημερίδα, αποτελούσε Δημοσιογραφικόν όργανον των απανταχού Ελλήνων, έχοντας τα γραφεία στην Πανεπιστημίου, και η συνδρομή για το εσωτερικό ήταν 200-390δρχ. ετησίως και για την Αμερική ήταν 6 δολάρια, ενώ η τιμή φύλλου είναι μία δραχμή. Αφοσιωμένη στον Ελευθέριο Βενιζέλο τα πρώτα έτη της εκδόσεως της ήταν ο Ημερήσιος Τύπος η Πρωινή Πολιτική και Οικονομική Εφημερίς του ιδρυτού Ι.Πασσά, με διευθυντή τον Κώστα Αθάνατο που αρθρογραφεί στο εξώφυλλο της εφημερίδας «Δια να χυθεί πλήρες φως εις την ιστορική αλήθεια» και αρχισυντάχτη τον Δ.Πουρνάρα, μοιράζοντας με το αναγνωστικό κοινό σειρά προσωπικών εντυπώσεων του, και επίσημων εμπιστευτικών εγγράφων, αναμιχθέντος ενεργώς στα συνταρακτικά γεγονότα». Αφιερώνει στήλες «Η Φωνή των Επαρχιών» και Προσφυγικές Στήλες «Πρόσφυγες εξασφαλίζουν Στέγη» και ανακοινώσεις της Επιτροπής Αποκατάσταση
  50. ……………………………………………………
    Η παρουσία του πρόσφυγα ήταν άμεση στις αμιγώς προσφυγικές εφημερίδες με την δημοσίευση γραμμάτων των αναγνωστών στην στήλη «Αι τελευταίαι πληροφορίαι επί των Προσφυγικών Ζητημάτων» (πχ. για την επίσπευση απαλλοτρίωσης γηπέδων από το Υπουργείο Πρόνοιας, για εκπρόθεσμες δηλώσεις για τις εν Τουρκία εγκαταλειφθήσες περιουσίες, τα σχολεία των συνοικισμών), καθώς και με την στήλη έκφρασης των απόψεων των προσφύγων για διάφορες αδικίες που αποκρύπτονταν(πχ, «Εξαγορά Οικημάτων ΕΑΠ. Ποιες οι απόψεις των προσφύγων. Ζητούν νέα εκτίμηση») ενώ σε ατομικό επίπεδο γίνονταν συχνά μέσω των εφημερίδων εκκλήσεις αναζήτησης χαμένων συγγενικών προσώπων.

    Ειδικότερα, ο καθαρά προσφυγικός τύπος προσπαθούσε μέσα από τις σελίδες του να συμπυκνώσει τα συλλογικά αιτήματα και προβλήματα των προσφύγων , ώστε να ακουστεί ευρέως η προσφυγική φωνή άμεσα και αδιαμεσολάβητα από τους ίδιους τους πρόσφυγες-δημοσιογράφους. Στο Προσφυγικό Κόσμο, καλούνται οι Πρόσφυγες, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, να μην λείψουν από συλλαλητήριο διαμαρτυρίας για τα πέντε χρόνια στερήσεων και κοροϊδίας (4 Δεκεμβρίου 1927) για να ακουστεί η φωνή τους ότι δεν είναι εκλογικά μπουλούκια. Η αποστολή των ειδικών αντιπροσώπων κοινοβουλευτικών και σωματειακών και του Τύπου θα είχε στεφθεί με επιτυχία μόνο όταν δεν θα παρίστατο η ανάγκη της ειδικής ονομασίας «Πρόσφυξ».Ο αγώνας του προσφυγικού Τύπου θα συνεχιζόταν μέχρι την ολοκλήρωση της προσφυγικής αποκαταστάσεως και την εξάλειψη του όρου «Πρόσφυξ» από το ελληνικό λεξιλόγιο[47].Αυτό δείχνει ότι η τελική έκφραση και παρουσία του πρόσφυγα εξαρτιόταν από το μέσο ενημέρωσης( εφημερίδες που εξέδιδαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες σε σχέση με τον αθηναϊκό Τύπο) και τη σχέση που διατηρούσε αυτό με την πολιτική εξουσία(βενιζελική, αντιβενιζελική).

    Οι πρόσφυγες είχαν ανάγκη την ύπαρξη του Τύπου, και ειδικά του προσφυγικού, που θα δήλωνε τα πολιτικά πιστεύω τους, που θα εκλαΐκευε τα ζητήματα τους, που όχι μόνο θα καυτηρίαζε τις αδικίες εις βάρος τους αλλά θα επισήμανε λάθη και αδυναμίες δικές τους, και θα πρόβαλλε την πρόοδο τους. Οι περισσότερες προσφυγικές εφημερίδες είχαν περιορισμένη κυκλοφορία και βραχύ βίο, κάποιες άλλες όμως άντεξαν στον χρόνο όπως η Εστία Νέας Σμύρνης ως Ετήσια έκδοση της Εστίας Ν. Σμύρνης και ο Προσφυγικός Κόσμος.

    Προσπάθησα λοιπόν, να αναδείξω πως ο Τύπος της εποχής φώτισε την έλευση των προσφύγων και την εγκατάσταση τους στο ελληνικό κράτος σε όλες του τις παραμέτρους. Χωρίς τον Τύπο τα συγκλονιστικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν θα είχαν συσκοτιστεί από τον εκάστοτε διαμεσολαβητή της Ιστορίας. Η αλήθεια όμως καιροφυλαχτεί και είναι κρυμμένη μέσα στις χιλιάδες σελίδες των εφημερίδων και περιοδικών της εποχής που την φωτίζουν, δικαιώνοντας τους πρόσφυγες , την Μνήμη και την Ιστορία τους.

    ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΡΕΝΤΙΝΗ
    1561200800086
    ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2012

    Βιβλιογραφία
    Δρούλια Λουκία – Κουτσοπανάγου Γιούλα ( επιμ.), Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου
    τόμος Α΄-Δ΄, Ε΄-Κ΄, Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008 , 158-159, 567-568, 106, 359-360
    Καραπάνου Άννα (επιμ.), Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του 1922, Αθήνα 2006, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 121, 160
    Μάγερ Κώστας, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου 1901-1959, Αθήνα
    Τζεδόπουλος Γεώργιος, Πέρα από την Καταστροφή: Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2003
    Τσαλίκης Γεώργιος, Η θεμελίωση της Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα, Αθήνα, Παπαζήση
    Anderson

    Benedict, Φαντασιακές Κοινότητες, Αθήνα, Νεφέλη, 1997
    Habermas Jurgen, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, Αθήνα, Νήσος 1997
    Renée Hirschon, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφή Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, 40-43, 103
    Ο Ξεριζωμός και η άλλη Πατρίδα:οι προσφυγούπολεις στην Ελλάδα, Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999, 246-247
    Σμύρνη. Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922
    Ενενήντα χρόνια μετά την καταστροφή, το ντοκιμαντέρ αλλά και η φωτογραφική έκθεση τιμά τον κόσμο που χάθηκε το 1922, αλλά και συγχρόνως, την επιστήμη της ιστορίας. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη
    Έντυπο Υλικό από το Ιστορικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού Δήμου Καισαριανής –Τμήμα Παλιών Εγγράφων-Ντοκουμέντων [Έντυπο για το Πρόγραμμα Τοπικής Ιστορίας Η Καισαριανή γράφει την ιστορία της μέσα από πόνο, αγωνία και δράση..]
    Ακρόπολις, Αθήνα, 5-6-7 Ιανουαρίου 1930, 5
    Έθνος, Αθήνα ,έτος 15- αρ.5151, 20 Αυγούστου1928
    Ελεύθερον Βήμα, Αθήνα ,έτος ΄Ζ, 19 Σεπτεμβρίου 1928, 5
    Ελεύθερος Άνθρωπος, Π.Ι.Καψής, Αθήναι, 12 Δεκεμβρίου 1930
    Ημερήσιος Τύπος, Κώστας Αθάνατος , Αθήναι έτος Α΄- Αριθμός 63 , Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 1929,1
    Ημερήσιος Τύπος, Κώστας Αθάνατος , Αθήναι έτος Α΄- Αριθμός 64 , Τρίτη 29 Ιανουαρίου 1929, 1
    Ημερήσιος Τύπος, Αθήνα, 25 Ιουνίου 1929
    Ημερήσιος Τύπος, Αθήνα, 29 Ιουνίου 1929
    Ημερήσιος Τύπος, Αθήνα έτος Α΄-αρ.206, 19 Ιουνίου 1929, 8
    Αντ.Χατζηαποστόλου «Το τμήμα της οδού Άλιος(Ν.Ιωνίας), όπου τα οικήματα έχουν κτισθεί εις μίαν γούβαν» Πατρίς
    «Οι Προσφυγικοί Δήμοι. Το Ενοριακόν Ζήτημα του Δήμου Καισαριανής» Πατρίς
    Πατρίς , Αθήναι ,20 Φεβρουαρίου 1929
    Πατρίς ,Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1930, 5-6
    Πατρίς, Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1930, 6
    Πολιτεία, Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 1929, 1
    Πρωία , Εν Αθήναις, εν Πειραιεί, 20 Αυγούστου 1928, 1
    Καισαριανή [Εφημερίς Προστασίας των Προσφυγικών Συμφερόντων],Έτος Α –Αριθμός Φύλλου 2, Κυριακή 29 Ιουνίου 1930 , 1
    Έντυπο Υλικό από την Συλλογή [κληροδοτήματα Μικρασιατών προσφύγων] της Βιβλιοθήκης της Εστίας Νέας Σμύρνης ,
    Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 85ον -19233 , Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 1922, 1-2
    Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 85ον -19234, Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 1922, 1-2
    Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 85ον -19237 , Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 1922, 1-2
    Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 86ον -19409 Κυριακή 1 Ιουλίου 1923, 1-2
    Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 86ον -19410 Δευτέρα 2 Ιουλίου 1923, 1-2
    Προσφυγικός Κόσμος, έτος Α΄-αρ.1, 19 Ιουνίου 1927
    Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα, έτος Α΄-αρ.2, 26 Ιουνίου 1927
    Προσφυγικός Κόσμος, 31 Ιουλίου 1927
    Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα , έτος Α΄-αρ.15, 25Σεπτεμβρίου 1927, 2
    Προσφυγικός Κόσμος, έτος Α΄-αρ.19, 23 Οκτωβρίου 1927, 1
    Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα ,αρ.31, 15 Ιανουαρίου 1928, 1
    Παμπροσφυγική , 28 Σεπτεμβρίου 1924
    Παμπροσφυγική,12 Ιανουαρίου 1928
    [1] J. Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, Νήσος, 264
    [2] Π.Ι.Καψής, «Αντίο Σμύρνη!.. Τα φώτα που σβήνουν»[Του απεσταλμένου συντάκτου μας], Ελεύθερος Άνθρωπος, Αθήναι, 12 Δεκεμβρίου 1930
    [3] Benedict Anderson, Φαντασιακές Κοινότητες , Αθήνα, Νεφέλη, 122-123
    [4] Τζεδόπουλος Γεώργιος , Πέρα από την Καταστροφή: Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα 2003, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 155-157
    [5] Αμάλθεια Σμύρνης, 19 Δεκεμβρίου 1922
    [6] Ο Ξεριζωμός και η άλλη Πατρίδα:οι προσφυγούπολεις στην Ελλάδα, Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997, Αθήνα 1999, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 246-247
    [7] «Ας δώσει το παράδειγμα ο Τύπος», Προσφυγικός Κόσμος, Έτος Α΄-αρ.19, 23 Οκτωβρίου 1927, 1
    [8] «Ο Εκπατρισμός των Σμυρναίων» Αμάλθεια Σμύρνης, 19 Δεκεμβρίου 1922
    [9] Κώστας Αθάνατος , «Δια να χυθεί πλήρες φως εις την ιστορικήν Αλήθειαν, Την επομένη της Μικρασιατικής Συμφοράς..»,«Ο Στεργιάδης είναι υπόδικος», Ημερήσιος Τύπος, 29 Ιανουαρίου 1929, 1
    [10] Κώστας Αθάνατος , «Δια να χυθεί πλήρες φως εις την ιστορικήν Αλήθειαν, Την επομένη της Μικρασιατικής Συμφοράς..», «Η Εγκατάλειψις της Μικράς Ασίας ήτο βεβαία..», Ημερήσιος Τύπος, 28 Ιανουαρίου 1929,1
    [11] «Το προς την Κυβέρνησιν υπόμνημα των Μικρασιατών Προσφύγων δια το ζήτημα των ασφαλειών της Σμύρνης », «Ειδήσεις του Εικοσιτετραώρου –Ονόματα αιχμαλώτων ευρισκομένων εις την ζωήν εν Μικρασία», «Προσφυγική Στήλη ,Η εγκατάστασις προσφύγων», Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 86ον -19409 Κυριακή 1 Ιουλίου 1923,1-2
    [12] «Καταυλισμοί της Καλλιθέας ‘Ναυάρχου Κουντουριώτου’», Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 85ον -19237 , 23 Δεκεμβρίου 1922,1-2
    [13] Καραπάνου Άννα(επιμ.), Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του 1922, Αθήνα 2006, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 121
    [14] Μελέτη και Έρευνα του Μιχ.Ροδά «Δια την υγείαν του Ελληνικού λαού», Έθνος, Αθήνα ,έτος 15- αρ.5151, 20 Αυγούστου1928
    [15] «Ανέλαβε χθες ο κ.Γερακάρης. Αι αποζημειώσεις των Προσφύγων», Ημερήσιος Τύπος ,Αθήνα Έτος Α΄, 17 Ιουνίου 1929
    [16] Υπό του Γ.Βαλαβάνη(τέως Δημοτικού Συμβούλου Αθηναίων), «Επίκαιρα Ζητήματα, Δήμοι και Συνοικισμοί-Τα Κοινωνικής Πρόνοιας Δημοτικά Έργα-Διοικητικαί Αρμοδιότητες» , Πατρίς ,Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1930, 5-6
    [17] «Η Φωνή των Επαρχιών από την Βόρεια Ελλάδα», Ημερήσιος Τύπος, 29 Ιουνίου 1929
    [18] « Μια ματιά στην σημερινή πρωτεύουσα, Οι Τρωγλοδύται της Πρωτευούσης, Οι Άνθρωποι που ζουν σε σπήλαια ολόγυρα εις τας Αθήνας», Ακρόπολις, Αθήνα, 5 Ιανουαρίου 1930, 5
    «Οι Τρωγλοδύται της Πρωτευούσης, Οι Άνθρωποι που ζουν σε σπήλαια ολόγυρα εις τας Αθήνας», Ακρόπολις, Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1930, 5
    Οι Τρωγλοδύται της Πρωτευούσης, Οι Άνθρωποι που ζουν σε σπήλαια ολόγυρα εις τας Αθήνας», Ακρόπολις, «, Αθήνα, 7 Ιανουαρίου 1930, 5
    [19] «Το προς την Κυβέρνησιν υπόμνημα των Μικρασιατών Προσφύγων δια το ζήτημα των ασφαλειών της Σμύρνης», Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 86ον -19409,1 Ιουλίου 1923, 1-2
    [20] «Η Αποζημίωσις των Αγροτών»
    [21] «Το αστυνομικό τμήμα της Καισαριανής», Προσφυγικά, Ελεύθερος Άνθρωπος, 19/2/1931
    [22] Τσαλίκης Γεώργιος, Η θεμελίωση της Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα, Αθήνα, Παπαζήση, 89-91, 95-104
    [23] «Γυναίκες και Εργασία», Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι ,Έτος 86ον -19410, 2 Ιουλίου 1923,1-2
    [24] « Εργασιακά Ζητήματα», Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι, Έτος 86ον -19411, 3 Ιουλίου, 1923
    [25] «Για την εντατικήν καλλιέργειαν», Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα ,Έτος Α΄-αρ.15, 25Σεπτεμβρίου 1927, 2
    [26] Του Περιοδεύοντος Απεσταλμένου «Η Φωνή των Επαρχιών, από την Θεσσαλίαν, Αι Απόψεις του Αγροτικού Κόμματος», Ημερήσιος Τύπος, Αθήνα, 25 Ιουνίου 1929
    [27]Μιχ.Παλαιολόγου (πρόεδρος Οργάνωσις)«Προσφυγικά Ζητήματα, Η Νέα Πολιτική Οργάνωσις Προσφύγων ,Ο Σκοπός της Ιδρύσεώς της», Πατρίς, Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1930, 6
    [28] «Τα προσφυγικά σωματεία δια τα ζητήματα των προσφύγων», Από ημέρας εις ημέραν, Ελεύθερον Βήμα,5
    [29] Αντ.Χατζηαποστόλου «Το τμήμα της οδού Άλιος(Ν.Ιωνίας), όπου τα οικήματα έχουν κτισθεί εις μίαν γούβαν», Πατρίς
    [30] «Αστική Στέγασις, Οικήματα ΕΑΠ, μια αδικία που γίνεται», Προσφυγικός Κόσμος, έτος Α΄-αρ.1, 19 Ιουνίου 1927
    [31] «Το Νέον Προσφυγικό Ζήτημα, Οι Πρόσφυγες κινδυνεύουν να πεταχτούν έξω από τα σπίτια τους-Η διαφορά με την Επιτροπή Αποκαταστάσεως-Ομιλούν οι κάτοικοι της συνοικίας Βύρωνος», Πολιτεία, Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 1929, 1
    [32] «Τα Εκπαιδευτήρια των Συνοικισμών», Πατρίς ,Αθήναι ,20 Φεβρουαρίου 1929
    [33] Του απεσταλμένου Μίνωα Ανδρουλιδάκη «Η Φωνή των Επαρχιών από την Βόρεια Ελλάδα, Μετά τα οικτρά σχολεία. Η εκπαιδευτική κίνησις Μακεδονίας και Θράκης», Ημερήσιος Τύπος, Αθήνα, 29 Ιουνίου 1929
    [34] Παμπροσφυγική , 28 Σεπτεμβρίου 1924
    [35]Παμπροσφυγική,12 Ιανουαρίου 1928
    [36] «Από Ημέρας σε Ημέραν, Τα προσφυγικά σωματεία για τα ζητήματα των προσφύγων, Περί εν Ταμείον», Ελεύθερον Βήμα, Αθήνα ,έτος ΄Ζ, 19 Σεπτεμβρίου 1928, 5
    [37] «Ζητούμεν Δικαιοσύνην[επίκληση μιας δικαιοσύνης απέναντι στην αδικία, Αμάλθεια Σμύρνης, Αθήναι , Έτος 86ον -19410 Δευτέρα 2 Ιουλίου 1923, 1-2
    [38] Μελέτη και Έρευνα του Μιχ.Ροδά «Δια την υγείαν του Ελληνικού λαού», Έθνος, Αθήνα ,έτος 15- αρ.5151, 20 Αυγούστου1928
    [39] «Τα κόμματα και ημείς», Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα ,αρ.31, 15 Ιανουαρίου 1928, 1
    [40] «Ο Βενιζέλος ευηρεστήθη να αποστείλει προς την Αμάλθεια επί τη εκδόσει της εν Αθήναις το κάτωθι τηλεγράφημα εκ Λοζάννης», Αμάλθεια Σμύρνης Αθήναι , Έτος 85ον -19234, Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 1922, 1-2
    [41] «Πλήρης κατεξευτελισμός του Κράτους, Πώς διεξήχθησαν αι εκλογαί εις τας Αθήνας, τον Πειραιά και τας Επαρχίας, Εις τον Βύρωνα, Ασύστολος Βενιζελική Ψηφοθηρία », Πρωία ,Εν Αθήναις, εν Πειραιεί, 20 Αυγούστου 1928, 1
    [42] «Οι Προσφυγικοί Δήμοι. Το Ενοριακόν Ζήτημα του Δήμου Καισαριανής»,Πατρίς,
    [43] Μάγερ Κώστας , Ιστορία του Ελληνικού Τύπου 1901-1959, Αθήνα, 268-269
    [44] Λουκία Δρούλια- Γιούλα Κουτσοπανάγου( επιμ.), Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου
    τόμ. Α΄-Δ΄, Ε΄-Κ΄, Αθήνα 2008, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,158-159
    [45] Άννα Καραπάνου (επιμ.), Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του 1922, Αθήνα 2006, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 121
    [46] «Πληρωμή αποζημιώσεων.. των καταγόμενων από τις κάτωθι κοινότητες ( Χατζηλάρ-επαρχ.Σμύρνης, Χορόσκιοι επρχ.Εφέσου,Βουρχανιέ επαρχ.Νικαίας)»
    [47] «Και συνεχίζομε», Προσφυγικός Κόσμος, Αθήνα, Έτος Α΄-αρ.2, 26 Ιουνίου 1927

  51. Τζαμ. on

    Χαρακτηριστικά παραδείγµατα είναι φασαρίες που έγιναν στα Μεσόγεια της
    Αττικής µεταξύ προσφύγων και γηγενών µε αφορµή κάποιες εκτάσεις γης.

    Από το συµβάν µάλιστα τραυµατίστηκαν και άνθρωποι. Άλλο παράδειγµα τέτοια
    συµπεριφοράς που συναντήσαµε στη έρευνά µας, αφορά γεγονότα στην περιοχή του
    Βόλου.

    Λόγω επαγγελµατικού ανταγωνισµού οι ντόπιοι έµποροι δεν έβλεπαν µε καλό
    µάτι τους πρόσφυγες που είχαν ξεκινήσει επιχειρήσεις στην πόλη και µε διάφορες
    – 7 -προφάσεις προσπαθούσαν να κλείσουν τα µαγαζιά ή να δηµιουργήσουν αναίτια
    επεισόδια.

    Αποκορύφωµα αυτής της συµπεριφοράς ήταν φωτιά που ξέσπασε και
    κατέστρεψε τις παράγκες των προσφύγων, που τις χρησιµοποιούσαν για µαγαζιά και
    σπίτια µαζί. «Στο Βόλο ο οποίος δέχθηκε ένα µεγάλο µέρος προσφύγων, συνέβη
    τούτο το συγκλονιστικό γεγονός, που έχει σχέση µε την αντίθεση ανάµεσα στους
    γηγενείς και τους πρόσφυγες, η οποία οφειλόταν στον ανταγωνισµό στην αγορά
    εργασίας, στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις κτηµάτων των γηγενών υπέρ των
    προσφύγων, καθώς και στον ανταγωνισµό µεταξύ βιοτεχνών και επαγγελµατιών»

    (από το «ΒΗΜΑ της Κυριακής 10-1-1993).

  52. Β.Α. on

    «Προσφυγική απειλή» για την ηθική τάξη: «Φιλήδονη ανατολίτισσα»
    08:14, 28 Οκτ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/141926

    Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Το 3ο μέρος του αφιερώματος με την υπογραφή του Μενέλαου Χαραλαμπίδη – Διαβάστε επίσης: Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών και Πρόσφυγες στην Αθήνα: Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα

    Οι πρόσφυγες ως απειλή για την ηθική τάξη

    Δεν ήταν όμως τόσο οι πράξεις αυτές που ανησυχούσαν τους γηγενείς της πόλης, τουλάχιστον όπως η ανησυχία αυτή καταγράφονταν στις εφημερίδες της εποχής. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί, πέρα από τους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούσαν απειλή για την υπάρχουσα ηθική τάξη. Αν οι πρόσφυγες μέσα από την έντονη κοινωνικότητα και την καθημερινή εκδήλωση των διαφορετικών πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, προσπαθούσαν να ενισχύσουν τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών και να «διασκεδάσουν» τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της νέας τους ζωής, οι γηγενείς έβλεπαν στην κοινωνικότητα αυτή μια σειρά από κινδύνους που αφορούσαν τη διασάλευση της ηθικής τάξης. Η διαφορετική μουσική, η «εξωτική» κουζίνα, η ανατολίτικη θηλυκότητα και η χρήση της τουρκικής γλώσσας, από τουρκόφωνους αλλά και ελληνόφωνους πρόσφυγες, υπήρξαν τα κύρια γνωρίσματα της καθημερινότητας στους προσφυγικούς συνοικισμούς που «τρομοκρατούσαν» κάποιους από τους γηγενείς, όπως κατέγραφαν οι σύγχρονοι αρθογράφοι.

    Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, η μουσική και το τραγούδι υπήρξαν από τις κυριότερες «ιεροτελεστίες» μέσω των οποίων τα μέλη της κοινότητας επαναβεβαίωναν την κοινή τους ταυτότητα. Ο Γιάννης Κακουλίδης θυμάται τη μεγάλη εντύπωση που του έκανε μια σκηνή κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Καισαριανή το 1930. Μετά από ατελείωτο χορό και τραγούδι κάποια στιγμή ο επικεφαλής της κομπανίας βιολιστής Αναστάσης Μπαλτάς, «κάνει νόημα να σταματήσουν όλοι και αρχίζει ο τραγουδιστής της κομπανίας έναν αμανέ στα τούρκικα, με συνοδεία τον Μπαλτά με το βιολί του, και βλέπω όλα τα μάτια να τρέχουν δάκρυα. Τα έχασα κυριολεκτικά. Κοίταζα από ‘δω κι από ‘κει· όλοι κλαίγανε. Ρωτώ τη μητέρα μου: “Γιατί κλαίνε;”. “Θα σου πω στο σπίτι” μου απαντά και βέβαια σπίτι δεν μου είπε τίποτα.»[1]

    Η μουσική και το τραγούδι που έκανε τους πρόσφυγες να κλαίνε από συγκίνηση, τραγουδημένο μάλιστα στα τούρκικα, για κάποιους άλλους αποτελούσε δείγμα υπανάπτυξης και παρακμής. Σε άρθρο της πειραιώτικης εφημερίδας Θάρρος, καταγράφεται το άγχος του συντάκτη για την τύχη των δημοτικών τραγουδιών, της «εθνικής» μουσικής των Ελλήνων, καθώς η δισκογραφία είχε στραφεί προς τους ανατολίτικους αμανέδες: «Απλούστατα, οι βρωμεροί αμανέδες εξορισθέντες από τον τόπον τους ευρήκαν εις την Ελλάδα μίαν δευτέραν πατρίδα, ενώ η εθνική μουσική των Ελλήνων πηγαίνει περίπατον».[2]

    Οι φόβοι των ανθρώπων για τους οποίους ο αμανές ήταν ξένος, είτε διότι ήταν παλαιοελλαδίτες, είτε ακόμη και πρόσφυγες που ανήκαν στην αστική τάξη και έβλεπαν τον αμανέ ως στοιχείο πολιτισμικής παρακμής, καθησυχάστηκαν όταν τον Νοέμβριο του 1937 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε τους αμανέδες ως «αναχρονιστικά άσματα». Αυτό που «τρόμαζε» τους γηγενείς και τους προσφυγικής καταγωγής αστούς της Αθήνας, ήταν ότι διέβλεπαν όχι μόνο στον αμανέ αλλά γενικότερα στην έντονη κοινωνικότητα των λαϊκών στρωμάτων τον κίνδυνο ανατροπής της ηθικής τάξης. Οι νέοι της «καλής τάξης» που ελκύονταν από τη μόδα του αμανέ και των «ντάνσιγκ» της Κοκκινιάς, όπου ο αμανές και το ρεμπέτικο αναμιγνύονταν με το φοξ-τροτ και το τσάρλεστον, υπήρχε κίνδυνος να «παρασυρθούν» από τις «φιλήδονες ανατολίτισσες» οι οποίες προσδοκούσαν μ’ ένα επιτυχημένο γάμο να «αποδράσουν» από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών, θέμα για το οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.

    Μπορεί λοιπόν αυτού του είδους η αρθογραφία να διαμόρφωνε τις απόψεις ανθρώπων που δεν συγχρωτίζονταν με τους πρόσφυγες, τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για όσους είχαν αναπτύξει σχέσεις με το προσφυγικό στοιχείο. Οι κίνδυνοι που διέβλεπαν κάποιοι στις εκδηλώσεις του προσφυγικού λαϊκού πολιτισμού, δεν φαίνεται να ίσχυαν για ορισμένα γηγενή λαϊκά στρώματα. Σε πλήρη αντίθεση με την επιχειρηματολογία των άρθρων που παρουσιάζονταν στις εφημερίδες της εποχής, έρχονται τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και πολλών άλλων μη προσφυγικής καταγωγής δημιουργών του ρεμπέτικου. Ο Βαμβακάρης «έβλεπε» το διαφορετικό τρόπο διασκέδασης και την έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, γεγονός που καταδεικνύει τους ποικίλους τρόπους προσέγγισης του «προβλήματος» της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων: «Αυτοί οι ανθρώποι ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει […] Όπως μέχρι τώρα από τους πρόσφυγες, και κοντά στους πρόσφυγες μάθαν και οι δικοί μας τώρα.»[3]

    Ο Βαμβακάρης διέκρινε στην καθημερινότητα των προσφύγων ένα πολιτισμικό πλούτο, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που έλκυε όσους γηγενείς ξεπερνούσαν τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των προσφύγων ως «αρπακτικών» των περιουσιών τους ή «ανήθικων τουρκομεριτών» που απειλούσαν τα ήθη της Παλαιάς Ελλάδας. Σε αντίθεση με τον αρθογράφο της εφημερίδας Θάρρος, ο οποίος προειδοποιούσε για τους κινδύνους που διέτρεχε το δημοτικό τραγούδι από τη «μόδα» των αμανέδων, ο Βαμβακάρης αναφέρεται στον εμπλουτισμό της ελληνικής μουσικής που προκλήθηκε από την άφιξη μεγάλων μικρασιατών μουσικών, γεγονός που «έσπασε» τη μονοκρατορία του δημοτικού τραγουδιού ανοίγοντας το δρόμο για το ρεμπέτικο: «Πρώτα είχαμε δω πέρα, οι δικοί μας οι μουσικοί επαίζανε σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Ποτέ κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχινήσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά.»[4]

    Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής των προσφύγων, που τόσο πολύ ανησύχησε κάποιους από τους παλιούς κατοίκους της πρωτεύουσας, εντοπίζεται τόσο στην ποικιλία των ήχων και των ρυθμών της, όσο και στη σαφώς μεγαλύτερη εξοικείωση των μουσικών της με τους κανόνες της αγοράς. Αυτό συνέβη διότι στην πλειοψηφία τους οι μικρασιάτες μουσικοί «προέρχονταν από ένα γνησίως αστικό περιβάλλον», γνώριζαν πως «να ανιχνεύουν τη ζήτηση ώστε να προσανατολίζουν την παραγωγή τους» και να εκμεταλλεύονται «τις τεχνικές της διαφήμισης».[5] Τα προβλήματα που δημιουργούσε η μουσική των προσφύγων δεν αφορούσαν μόνο τους ακροατές, αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς. Η άφιξη σπουδαίων μουσικών από τη Μ. Ασία και η κυριαρχία τους στην αγορά της εποχής, έθετε στο περιθώριο τους «παλαιοελλαδίτες» δημιουργούς και ερμηνευτές, συγκροτώντας ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Όπως επισημαίνει ο Μανόλης Αθανασάκης:

    «Στους ρυθμούς των μικρασιατικών τραγουδιών συναντάμε το συρτό, τον μπάλο, το τσιφτετέλι, τον καλαματιανό, τα ζεϊμπέκικα, τους καρσιλαμάδες, το χασάπικο και το χασαποσέρβικο. Ακόμη, έχουν καταγραφεί πολλά τραγούδια με δυτικούς ρυθμούς, όπως ταγκό, βαλς, εμβατήρια κ.α. […] Για τους λόγους αυτούς ελάχιστοι απ’ τους “Παλαιοελλαδίτες” συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές μπορούσαν να επιβιώσουν και να διακριθούν σ’ αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον».[6]

    Η «προκλητικότητα» της ανατολίτισσας

    Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τα χρηστά ήθη των γηγενών πήγαζε από τον έκδηλο «ηδονισμό» των «γυναικών της Ανατολής». Το αρνητικό στερεότυπο της «φιλήδονης» προσφυγοπούλας, ανεξάρτητα από την οικονομική της επιφάνεια και την κοινωνική της καταγωγή, υπήρξε δημοφιλές ανάμεσα στους γηγενείς. Οι αναφορές στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Μεσοπολέμου, συγκρότησαν την εικόνα της προσφυγοπούλας των λαϊκών συνοικιών, η οποία μέσα από τη σύναψη σχέσεων με γηγενείς νέους επεδίωκε την εξασφάλιση μιας καλλίτερης ζωής μακριά από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.

    Σε αυτά τα άρθρα αποτυπώνονταν εικόνες γυναικών που κάπνιζαν επιδεικτικά, φορούσαν ρούχα που αποκάλυπταν τους ώμους και τις γάμπες τους, χόρευαν προκλητικά με διάφορους άνδρες και τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια. Η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων γινόταν αντιληπτή από τους γηγενείς, σε ότι είχε να κάνει με το γυναικείο προσφυγικό πληθυσμό, ως στοιχείο ηθικής έκπτωσης. Η κοινωνικότητα των προσφύγων, ο διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και η βαρύτητα που αυτή είχε για την οργάνωση της καθημερινότητάς τους, αποτυπώνεται παραστατικά στην αφήγηση μιας Αρμένισσας που επισκέφτηκε τη συνοικία της Κοκκινιάς:

    «Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα σις κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν».[7]

    Η περιγραφή της «διαφορετικής» Κοκκινιάς ολοκληρώνονταν με την αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στους γηγενείς νέους και τις προσφυγοπούλες. Οι νέοι αυτοί που ελκύονταν από τη ζωή μιας συνοικίας, η οποία δεν «έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά», «παρασύρονταν» από τα «θέλγητρα» των «γυναικών της ανατολής», σ’ ένα «εξωτικό» περιβάλλον όπου η μουσική, το ποτό, ο χορός και το φαγητό, συνέθεταν το «σκηνικό». Η αντίληψη των γηγενών για τις προσφυγοπούλες που προσπαθούσαν να «τυλίξουν» τα αγόρια τους, καταγράφεται παραστατικά στη συνέχεια της περιγραφής για τη ζωή στην Κοκκινιά, η οποία είχε μετατραπεί σε κέντρο διασκέδασης όχι μόνο του Πειραιά αλλά και της Αθήνας:

    «Εδώ […] πέφτει πολύ χρήμα. Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμία καμωματού. Όμως γρήγορα του τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα δίχως προίκα».[8]

    Το στερεότυπο για τη «φιλήδονη ανατολίτισσα» δεν περιορίζονταν στην περίπτωση των κοριτσιών από τις φτωχές προσφυγικές συνοικίες. Για διαφορετικούς λόγους, στο «στόχαστρο» των επικρίσεων βρέθηκαν και οι εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής. Στη δική τους περίπτωση το πρόβλημα δεν εντοπίζονταν στην προσπάθειά τους να «παρασύρουν» τους νέους γηγενείς σε ένα «κερδοφόρο» γάμο, αλλά στο «νεοπλουτισμό» τους, στη διεκδίκηση δηλαδή μιας θέσης στην αθηναϊκή αστική τάξη. Μια από τις χαρακτηριστικότερες και πλουσιότερες σε εικόνες καταγραφές αυτού του στερεοτύπου προσφέρει μακροσκελές άρθρο του «δυτικοτραφή» αστού συγγραφέα Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος στις 10 Ιουλίου 1923. Σε αυτό το άρθρο ο Ουράνης προσπαθούσε να θέσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα «νεόπλουτα θηλυκά» και τις «κυρίες» που προέρχονταν από την παλαιά αθηναϊκή αστική τάξη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, τα λόγια του αντανακλούν μια διττή αίσθηση απώθησης και παράλληλα γοητείας που προκαλούσε η παρουσία τους, οι «χυδαίοι» αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικοί τρόποι τους:

    «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες […] και μάτια […] γεμάτα ηδονισμό […] Αρέσκονται […] σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με παχιές σάλτσες, […] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά […] καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν πάνω τους καμία αρχοντιά […] Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες […] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα […] προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους […] Κάπου κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο […] είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες.»[9]

    Τα λόγια του Ουράνη αντανακλούσαν το φόβο των γηγενών – και αυτός ήταν ένας διαταξικός φόβος από την εργατική έως την αστική τάξη – για τη μορφή που θα έπαιρνε η πρωτεύουσα μετά την άφιξη των προσφύγων, για το ποιος τρόπος ζωής, ποια ήθη, θα επικρατούσαν. Η απογοήτευση, ιδιαίτερα της αστικής τάξης των παλαιών κατοίκων της πόλης, καταγράφονταν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στα περίφημα λόγια του εκδότη της Καθημερινής Γεωργίου Βλάχου: «Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».[10]

    Ο κεντρικός ρόλος που είχαν οι γυναίκες στη δημόσια ζωή των προσφυγικών συνοικισμών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας διαδικασίας χειραφέτησής τους. Οι ανάγκες της επιβίωσης «αναβάθμισαν» το ρόλο της γυναίκας στις προσφυγικές συνοικίες. Ήταν αυτές οι ανάγκες που «ώθησαν» μαζικά τις γυναίκες προς την εργασία και την «έξοδο» στο δημόσιο χώρο. Ανεξάρτητα από το μεγάλο ποσοστό οικογενειών ορφανών από πατέρα, οι μητέρες και οι κόρες τους ανέλαβαν ένα μεγάλο κομμάτι για το βιοπορισμό κάθε προσφυγικής οικογένειας.

    Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε πίνακα της Κοινωνίας των Εθνών που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1926, για την αναλογία των κατοίκων σε σχέση με το φύλλο και την ηλικία στις τέσσερις μεγάλες προσφυγικές συνοικίες. Στις ηλικίες άνω των 16 ετών, καταγράφηκαν 2.392 άνδρες και 4.479 γυναίκες στο Βύρωνα, 2.367 άνδρες και 4.268 γυναίκες στην Καισαριανή, 4.030 άνδρες και 6.360 γυναίκες στη Νέα Ιωνία και 7.240 άνδρες και 11.068 άνδρες στην Κοκκινιά.[11] Έτσι στους τέσσερις παραπάνω μεγαλύτερους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, είχαν εγκατασταθεί το 1926, συνολικά 16.029 άνδρες και 26.175 γυναίκες άνω των 16 ετών, γεγονός που πιστοποιεί τη μεγάλη ανισοκατανομή ανάμεσα στα δύο φύλλα και τον εκ των πραγμάτων σημαντικό ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσουν οι γυναίκες στην προσπάθεια των προσφύγων να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά.

    Η μαζική γυναικεία εργασία, η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων, αλλά και πιθανότατα τα χαμηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού που κατέγραφαν οι γυναίκες προσφυγικής καταγωγής σε σχέση με τις γηγενείς – σύμφωνα με τον Α. Αιγίδη, η απογραφή πληθυσμού του 1928 αποδείκνυε «ότι η γυναικεία παίδευσις είχε προοδεύσει μεταξύ του υποδούλου Ελληνισμού πολύ ενωρίτερον από τον ελεύθερον, διότι εκείνος είχεν εγκαταλείψει εγκαιρότερον τας οπισθοδρομικάς περί γυναικός αρχάς του παρελθόντος αιώνος και ίδρυσεν ενωρίτερον ανώτερα εκπαιδευτήρια της θηλείας νεότητος»[12] – παρουσίαζαν μια «απειλητική» εικόνα για την επικρατούσα ηθική τάξη.

    Οι επιπτώσεις του «προσφυγικού πολιτισμικού σοκ» στην αθηναϊκή και γενικότερα ελληνική κοινωνία δεν ήταν μονοσήμαντες. Η εισαγωγή πολλών νέων και διαφορετικών «τρόπων ζωής» δημιούργησε αντιδράσεις που πολλές φορές ξεπερνούσαν το δίπολο πρόσφυγες – γηγενείς. Πίσω από τις αντιδράσεις του αστικού κόσμου, μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαμάχη ανάμεσα στον «ανώτερο» πολιτισμό της αστικής τάξης και τον «ευτελή» των λαϊκών στρωμάτων. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη γηγενή ή προσφυγική καταγωγή της – π.χ. στο «μέτωπο» που δημιουργήθηκε ενάντια στον αμανέ συμμετείχαν και πρόσφυγες των μεσοαστικών ή και ανώτερων αστικών στρωμάτων που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα θλιβερό απομεινάρι της οθωμανικής «σκλαβιάς» – η αστική τάξη της πόλης εκλάμβανε την έντονη κοινωνικότητα και την κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων ως απειλή απέναντι στην επικρατούσα ηθική τάξη.

    Η άφιξη των προσφύγων – δεδομένης της κοινωνικής «ισοπέδωσης» που υπέστησαν καθώς ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση που κατείχαν στις χριστιανικές κοινότητες των μικρασιατικών παραλίων αποτελούσαν πλέον ένα εξαθλιωμένο αδιαφοροποίητο σύνολο – λειτούργησε ευεργετικά για την ανάπτυξη του λαϊκού πολιτισμού στην Αθήνα. Η άνθηση που γνώρισε η λαϊκή κουλτούρα στο Μεσοπόλεμο, αντιμετωπίστηκε ως απειλή από τη γηγενή και προσφυγική αστική τάξη, οδηγώντας στις διώξεις και απαγορεύσεις των κύριων εκφράσεών της (ρεμπέτικα, χασικλίδικα, αμανέδες, καραγκιόζης) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, υπό την υποστήριξη και τους επαίνους της αστικής τάξης.

    Η δυναμική εμφάνιση του λαϊκού πολιτισμού μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα – η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με την άμεση και ευρεία «συνάντηση» της μικρασιάτικης και της ντόπιας λαϊκής κουλτούρας στο αστικό περιβάλλον της πόλης με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη λαϊκή μουσική της πόλης, το ρεμπέτικο – «έσπαγε» το δίπολο πρόσφυγες και γηγενείς, συγκροτώντας μια ταξική «συμμαχία» ανάμεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες αστούς που αισθάνονταν ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της «ανώτερης» κουλτούρας.

    *Διαβάστε αύριο το τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα

    [1] Κακουλίδης, Τα παιδιά της βροχής, σ. 25.
    [2] Θάρρος, 14 Ιανουαρίου 1935, παρατίθεται στο Κώστας Βλησίδης, Όψεις του ρεμπέτικου, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004, σ. 19.
    [3] Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, σ. 96.
    [4] Στο ίδιο.
    [5] Μανόλης Αθανασάκης, «Ρεμπέτικο, το τραγούδι των ξεριζωμένων», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β1, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 170.
    [6] Στο ίδιο, σ. 171.
    [7] Παρατίθεται στο Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και πολιτική, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1999, σ. 36.
    [8] Στο ίδιο.
    [9] Παρατίθεται στο Βασίλης Τζανακάρης, Στο όνομα της προσφυγίας. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009, σ. 168-170.
    [10] Από άρθρο του Γ. Βλάχου στην Καθημερινή της 16 Ιουλίου 1928, παρατίθεται στο Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9ος, 1992, σ. 142.
    [11] Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου (μτφ.), Αθήνα, Τροχαλία, 1997, σ. 144.
    [12] Παρατίθεται στο Λίζα Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός. Από τις πόλεις της Ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου, Αθήνα, Δρώμενα, 1992, σ. 216.

  53. Β.Α. on
    Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή στην μεταπολεμική Αθήνα 07:16, 29 Οκτ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/141927 ————— Διαβάστε επίσης: Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών Πρόσφυγες στην Αθήνα: Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα Οι πρόσφυγες ως απειλή για την ηθική τάξη – Η «φιλήδονη ανατολίτισσα» Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων ———————— Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Δεν ήταν όμως μόνο η πολιτισμική διαφορά ή οι προστριβές λόγω των επιτάξεων και των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που επιδείνωναν τις σχέσεις προσφύγων και γηγενών. Οι αλλαγές που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ήταν τόσο μεγάλες που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους γηγενείς εργάτες. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες – σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά – προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, διότι ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες απολαβές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν συνδικαλιστική εμπειρία – καθώς στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Μ. Ασίας δεν είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα – τους καθιστούσε πολύτιμη δεξαμενή απεργοσπαστών. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου στις απεργιακές κινητοποιήσεις οι εργοδότες απαντούσαν με την πρόσληψη του συνδικαλιστικά ανοργάνωτου προσφυγικού εργατικού δυναμικού. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες.»[1] Δεν ήταν όμως μόνο η διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς εργάτες η οποία τροφοδοτούσε τις προστριβές στους χώρους εργασίας. Οι εφημερίδες προσφυγικών συμφερόντων, αναδείκνυαν με κάθε ευκαιρία την αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Ένα από τα πλέον πρόσφορα πεδία ήταν αυτό των σχέσεων ανάμεσα στο γηγενή εργοδότη και τον πρόσφυγα εργάτη. Υπονομεύοντας την ταξική διάσταση της σχέσης – άλλωστε οι μεγάλες προσφυγικές εφημερίδες είχαν το ρόλο του διαμορφωτή της προσφυγικής κοινής γνώμης, της προβολής των προσφυγικών διεκδικήσεων και παράλληλα της εξασφάλισης ότι αυτές δεν θα συνδέονταν με ανατρεπτικά νοήματα – οι εφημερίδες αυτές πρόβαλαν περιπτώσεις όπου η σύγκρουση εργοδότη και εργαζομένου είχε ή ερμηνεύονταν από τον αρθογράφο ότι είχε, πολιτισμικά και όχι ταξικά αίτια. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος γραφής του κεντρικού άρθρου της ευρείας κυκλοφορίας προσφυγικής εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος, που στόχευε στο να φορτίσει συναισθηματικά τον αναγνώστη: «Δύο πρόσφυγες εκ Σμύρνης ξυλουργοί, βιοπαλαισταί, προσεκλήθησαν εις ένα σπίτι περί την Βάθην, την περασμένην εβδομάδα δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την επισκευήν των κουφωμάτων της οικίας. Οι άνθρωποι αυτοί, τότε μόνον έγιναν δεκτοί, από τον ιδιοκτήτην της οικίας να εργασθούν εις αυτήν, αφού εδήλωσαν προηγουμένος, καταλλήλως ερωτηθέντες, ότι δεν είνε πρόσφυγες, αλλά Ηπειρώται. Μήπως είσασθε πρόσφυγες; Ήταν το στυγνόν αλλά απειλητικόν ερώτημα. Και οι άνθρωποι εδήλωσαν ψευδώς ότι δεν ήσαν […] Την τετάρτην ημέραν επήλθε το μοιραίον. Εζητήθη και ένας σουβατζής δι’ άλλας επισκευάς και αυτός προσεκομίσθη από την Καισαριανήν. Το λεκτικόν του όμως, ανεκαλύφθη από τον ιδιοκτήτην του σπιτιού και η ανακάλυψις επήρε μορφήν εγχειριδίου εμπηχθέντος εις τα στήθη των δυστυχών ανθρώπων. Είσθε λοιπόν πρόσφυγες; Είνε σαν να τους ερωτούσε: Είσθε άχθη αρούρκς (sic); Είσθε παρίαι; […] Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν απήντησεν αμέσως. Ειδοποίησεν όμως με την υπηρέτριαν τους τρεις εργάτας να περάσουν το βράδυ να πληρωθούν, διότι από της επομένης δεν υπήρχεν εργασία πλέον […] Είνε γενικόν το αντιπροσφυγικόν αίσθημα που πνέει απ’ άκρου εις άκρον του τόπου αυτού. Δεν μας χωνεύουν! Δεν υπάρχει οίκτος, δεν υπάρχει ολίγη ευσπλαχνία για μας εδώ. Δεν μας χωνεύουν λοιπόν. Αλλά διατί; Μήπως διότι είμεθα βενιζελικοί; Όχι! Δεν μας χωνεύουν διότι είμεθα πρόσφυγες! Αυτό είνε.»[2] Οι χώροι εργασίας ήταν οι μοναδικοί χώροι καθημερινής επαφής ντόπιων και προσφύγων. Ο χωροταξικός διαχωρισμός συνέβαλε και στον κοινωνικό διαχωρισμό των δύο πληθυσμιακών ομάδων. Η καθημερινότητα ντόπιων και προσφύγων δεν «συναντιόταν» στους χώρους διασκέδασης, στα καταστήματα ή στις πλατείες του κέντρου και των παλαιών συνοικιών της Αθήνας. Έτσι, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων, ο κύριος χώρος συγχρωτισμού τους με τους γηγενείς, ήταν αυτός της εργασίας. Η αφήγηση του Μανώλη Τάσσου, παρουσιάζει και τις δύο πλευρές της συμπεριφοράς που αντιμετώπισαν πολλοί πρόσφυγες στον εργασιακό τους χώρο. Στα έντεκά του χρόνια ο Μανώλης Τάσσος, που κατοικούσε στην Καισαριανή, έπιασε δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο της πλατείας Πλαστήρα στο Παγκράτι. Ο τρόπος που εκδήλωνε την αντιπάθειά του για αυτόν, ο Γιώργος, ο καλφάς του τσαγκαράδικου και παράλληλα ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, διατηρήθηκε στη μνήμη του εδώ και 70 περίπου χρόνια: «Κι όλο αυτός με φώναζε “Έλα δω ρε Τούρκο, άντε να πάρεις μια δραχμή ψωμί κι ένα πενηνταράκι φέτα”. Όλο “Τούρκο έλα δω”. Μια μέρα εγώ τόσο πολύ δεν μπορούσα να πούμε, έβαλα τα κλάματα. Με βλέπει το αφεντικό […] “Έλα δω” μου λέει. “Γιατί κλαις;” Λέω “τίποτα. Πες μου γιατί κλαις;” Του λέω έτσι κι έτσι. “Ρε παλιάνθρωπε δεν ντρέπεσαι; Έτσι και ξαναπείς τίποτα στο παιδί θα πεταχτείς έξω, δεν θα ξαναδείς την πόρτα”.»[3] Λόγω των χαρακτηριστικών που έφερε η προσφυγική εργασία – χαμηλότερα ημερομίσθια, ανειδίκευτη εργασία, έντονη κινητικότητα – πολύ σύντομα το προσφυγικό εργατικό δυναμικό συνιστούσε σημαντικό τμήμα της οικονομικής ζωής σε Αθήνα και Πειραιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 25,42% στον κλάδο των ορυχείων και μεταλλείων, το 38,18% στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το 35,17% στην οικοδομή, το 20,35% στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 27,84% στο εμπόριο, και το 38,22% του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού.[4] Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι πρόσφυγες ήδη το 1928, συνιστούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού. Η «συνάντησή» τους με τους γηγενείς εργάτες στους ίδιους χώρους εργασίας, με δεδομένη την επιβαρυμένη οικονομικά και πολιτικά κατάσταση της περιόδου και την πολιτισμική διαφορά των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων, ευνοούσε τη διατήρηση των μεταξύ τους διαχωριστικών γραμμών. Αν και η κοινή κοινωνική τους θέση θα μπορούσε να λειτουργήσει ομοιογενοποιητικά, το πολιτισμικό χάσμα που τους χώριζε και η διαφορετική τους πολιτική συμπεριφορά (αντιβενιζελικοί γηγενείς και βενιζελικοί πρόσφυγες), συντηρούσε τις μεταξύ τους διακρίσεις. Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή Η κύρια διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς στην Αθήνα, η οποία τροφοδοτούσε όλες τις άλλες μορφές αντιπαράθεσης, ήταν η πολιτική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων στο προϋπάρχον διχαστικό σχήμα βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, αποτέλεσε την κύρια αιτία των προστριβών τους με τους παλαιούς κατοίκους της πόλης. Η άφιξη χιλιάδων βενιζελικών προσφύγων στην πρωτεύουσα, ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πολιτικούς χώρους. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος στην Αθήνα προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, η άφιξη των προσφύγων όξυνε το διχαστικό κλίμα, το οποίο πλέον εκφράζονταν και από το δίπολο πρόσφυγες βενιζελικοί – παλαιοελλαδίτες αντιβενιζελικοί. Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό χώρο, που πήγαζε από την απόδοση των ευθυνών για τη μικρασιατική καταστροφή αποκλειστικά στην αντιβενιζελική παράταξη και το βασιλιά, καταγράφηκε εντυπωσιακά στις εκλογές του 1928. Τα ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7%.[5] Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τις ευθύνες των αντιβενιζελικών για την κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας, ο αντιβενιζελικός Τύπος ερμήνευε την ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως αποτέλεσμα οικονομικής συνδιαλλαγής σε βάρος των γηγενών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, «το κράτος των προσφύγων», τους επέτρεπε να παρανομούν σε βάρος των γηγενών καταπατώντας τις περιουσίες τους με αντάλλαγμα τη βενιζελική ψήφο. Στα δημοσιεύματα του αντιβενιζελικού Τύπου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαρακτηρίζεται ως ο «αγύρτης πολιτικός» που εκμεταλλεύονταν την «αφέλεια» των προσφύγων για να σπείρει το «μίσος κατά των πολιτικών του αντιπάλων». Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως «δούλοι της ανάγκης, είλωτες της αγέλης», οι οποίοι στερούμενοι «πολιτικής αγωγής», λόγω του μακροχρόνιου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια, υπέκυπταν στον «αγύρτην εκμεταλλευτήν της δυστυχίας και της πείνης των».[6] Το βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αντιβενιζελικοί για να εξηγήσουν την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων, ήταν ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν την εμπειρία του κοινοβουλευτισμού, αλλά ούτε και αυτή του πολίτη, καθώς ζούσαν υπό τον «οθωμανικό ζυγό» στα μικρασιατικά παράλια. Χωρίς να έχουν λοιπόν αναπτύξει το «πολιτικόν αισθητήριον» αποτελούσαν θύματα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε αυτή την ιδέα στήριξαν ακραίοι αντιβενιζελικοί το αίτημα της αφαίρεσης από τους πρόσφυγες όχι απλά του δικαιώματος να είναι υποψήφιοι στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ακόμη και του δικαιώματος να ψηφίζουν.[7] Σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κατάφορος νόθευσις του λαϊκού φρονήματος. Ευρύνεται το χάσμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων», δημοσιοποιούνταν οι δηλώσεις του καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διαμαρτυρόμενος για το εκλογικό σύστημα, «το πραξικόπημα της μεταβολής του εκλογικού νόμου συμφώνως προς τας ορέξεις του Βενιζελικού κόμματος», ο Δεμερτζής υποστήριζε ότι οι αντιβενιζελικοί θα έπρεπε να απέχουν από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι έδινε στην προσφυγική ψήφο «εικοσαπλάσιαν δύναμιν» σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, στην περιφέρεια Αθηνών – Πειραιώς εκλέγονταν οι 32 από τους 250 βουλευτές του κοινοβουλίου, εξασφάλιζε, σύμφωνα με τον Δεμερτζή, την επιτυχία στο κόμμα των Φιλελευθέρων «λόγω των προσφυγικών ψήφων». Με αυτό τον τρόπο ο Βενιζέλος επεδίωκε «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας.»[8] Το πρόβλημα της προσφυγικής ψήφου «τακτοποιήθηκε» για το Λαϊκό Κόμμα, όταν αυτό ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 1933. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και Πειραιώς και η μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Αξιοποιώντας την τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος», για την οποία κατηγορούσαν έως τότε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υπονόμευσαν την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά. [9] Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό στρατόπεδο είχε γίνει από πολύ νωρίς κατανοητή από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που η διάσταση βενιζελικών – αντιβενιζελικών υπήρξε ουσιαστικά μια έκφραση της πολιτισμικής διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι, πολιτική συμπεριφορά και πολιτισμική συγκρότηση υπήρξαν συχνά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων. Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα σημειώθηκαν μετά τη λήξη του αιματηρού φιλοβασιλικού συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας στις 9 Δεκεμβρίου 1923. Όπως αναφέρει σε άρθρο της την επόμενη ημέρα η εφημερίδα Εστία, στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαζικά οι βασιλόφρονες κάτοικοι των Μεσογείων, αρβανίτες στη μεγάλη τους πλειοψηφία. Μετά τα έκτροπα στο κέντρο της πρωτεύουσας οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον των ορφανών παιδιών προσφυγικής καταγωγής που φιλοξενούνταν στο χώρο του Ζαππείου μεγάρου υπό την περίθαλψη της αμερικανικής οργάνωσης «Near East Relief»: «Οι Αμερικανοί του Ορφανοτροφείου του Ζαππείου εξεφράσθησαν μετ’ αγανακτήσεως κατά των διαδηλωτών, τους οποίους αντελήφθησαν να υβρίζουν χυδαιότατα τα ορφανά προσφυγόπαιδα του ιδρύματος».[10] Στη συνέχεια όταν το τρένο που τους μετέφερε πίσω στα Μεσόγεια σταμάτησε για λίγο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) «[…] εξετέλεσαν και το τελευταίον μέρος του “πατριωτικού” των προγράμματος. Επρόβαλον, δηλαδή, από τα παράθυρα του τραίνου και ήρχισαν να μουτζώνουν τους συγκεντρωμένους προ του συνοικισμού πρόσφυγας.»[11] Η «συνάντηση» προσφύγων και γηγενών στη μεσοπολεμική Αθήνα – δύο δηλαδή πληθυσμιακών ομάδων της πόλης οι οποίες παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις εμφανίζονταν ως συμπαγείς στα πολλαπλά πεδία των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων – δημιούργησε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις που εμπόδισαν την ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Έχοντας ως κύριο πεδίο αντιπαράθεσης την πολιτική διάσταση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες εκδηλώθηκε σε πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι πρόσφυγες δεν μπορούσαν να «χαθούν» μέσα στην πολυπληθή Αθήνα, για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούσαν ένα αριθμητικά μεγάλο κομμάτι της. Επιπρόσθετα, η πολιτισμική τους ετερότητα, λόγω της μεγάλης βαρύτητας που είχε για την εσωτερική τους συνοχή, η οποία ήταν τόσο αναγκαία για την επιβίωσή τους στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες των πρώτων ετών της εγκατάστασης στην Αθήνα, αποτελούσε διαρκές στοιχείο διάκρισης που εμπόδιζε τη σύντομη και ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Ένας ακόμη βασικός και αλληλένδετος με τους προηγούμενους, ανασταλτικός παράγοντας ως προς την ομαλή συμβίωση προσφύγων και γηγενών στην πόλη, υπήρξε ο χωροταξικός και διοικητικός διαχωρισμός των προσφύγων. Σε μια καθημερινότητα όπου η κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση ήταν εμφανής, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν τα όρια του προσφυγικού συνοικισμού ως το ζωτικό τους χώρο και μέσα από αυτή την αίσθηση, το κέντρο της πόλης και τις παλιές της συνοικίες, ως «ξένους» χώρους. Με άλλα λόγια, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων και η διαχείρισή της από τα πολιτικά κόμματα, τροφοδοτούσε και παράλληλα τροφοδοτούνταν από τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους γηγενείς, σε μια πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που περιθωριοποιούσε ένα σημαντικό τμήμα τους. Αυτά που χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς ήταν πολλά και χρειάζονταν χρόνος για να αμβλυνθούν. Όμως στη δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο του Μεσοπολέμου, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός. Σύντομα η κοινή τραγική εμπειρία της Κατοχής θα λειτουργήσει ομογενοποιητικά, διαγράφοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Η διαδικασία αυτή θα ενισχυθεί όταν μετά τον πόλεμο, νέοι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν πλέον οι πρόσφυγες, αλλά οι χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που κατέκλυσαν την Αθήνα. Οι πρόσφυγες θα ενσωματωθούν σταδιακά στην ελληνική κοινωνία, διατηρώντας κάποια από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, ως στοιχεία πλέον του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. [1] Παρατίθεται στο Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1993, σ. 48. [2] Προσφυγικός Κόσμος, 24 Ιουνίου 1934. [3] Μανώλης Τάσσος, συνέντευξη στον γράφοντα, 2-6-2003. [4] Παρατίθεται στο Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, σ. 167. [5] Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών τ. 9ος, 1992, σ. 153. [6] Εμπρός, 29 Ιουλίου 1928. [7] Προκόπης Αγγελέτος, Πρόσφυγες στην Αθήνα και Ισραηλίτες στη Θεσσαλονίκη: Πολιτική χρήση των αρνητικών στερεοτύπων από το Βενιζελικό και Αντιβενιζελικό Τύπο στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2003, σ. 38-39. [8] Εμπρός, 13 Ιουλίου 1928. [9] Γιώργος Μαυρογορδάτος, Stilborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983, σ. 315. [10] Παρατίθεται στο Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός, σ. 123. [11] Στο ίδιο. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Το 3ο μέρος του αφιερώματος με την υπογραφή του Μενέλαου Χαραλαμπίδη – Διαβάστε επίσης: Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών και Πρόσφυγες στην Αθήνα: Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα Οι πρόσφυγες ως απειλή για την ηθική τάξη Δεν ήταν όμως τόσο οι πράξεις αυτές που ανησυχούσαν τους γηγενείς της πόλης, τουλάχιστον όπως η ανησυχία αυτή καταγράφονταν στις εφημερίδες της εποχής. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί, πέρα από τους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούσαν απειλή για την υπάρχουσα ηθική τάξη. Αν οι πρόσφυγες μέσα από την έντονη κοινωνικότητα και την καθημερινή εκδήλωση των διαφορετικών πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, προσπαθούσαν να ενισχύσουν τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών και να «διασκεδάσουν» τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της νέας τους ζωής, οι γηγενείς έβλεπαν στην κοινωνικότητα αυτή μια σειρά από κινδύνους που αφορούσαν τη διασάλευση της ηθικής τάξης. Η διαφορετική μουσική, η «εξωτική» κουζίνα, η ανατολίτικη θηλυκότητα και η χρήση της τουρκικής γλώσσας, από τουρκόφωνους αλλά και ελληνόφωνους πρόσφυγες, υπήρξαν τα κύρια γνωρίσματα της καθημερινότητας στους προσφυγικούς συνοικισμούς που «τρομοκρατούσαν» κάποιους από τους γηγενείς, όπως κατέγραφαν οι σύγχρονοι αρθογράφοι. Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, η μουσική και το τραγούδι υπήρξαν από τις κυριότερες «ιεροτελεστίες» μέσω των οποίων τα μέλη της κοινότητας επαναβεβαίωναν την κοινή τους ταυτότητα. Ο Γιάννης Κακουλίδης θυμάται τη μεγάλη εντύπωση που του έκανε μια σκηνή κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Καισαριανή το 1930. Μετά από ατελείωτο χορό και τραγούδι κάποια στιγμή ο επικεφαλής της κομπανίας βιολιστής Αναστάσης Μπαλτάς, «κάνει νόημα να σταματήσουν όλοι και αρχίζει ο τραγουδιστής της κομπανίας έναν αμανέ στα τούρκικα, με συνοδεία τον Μπαλτά με το βιολί του, και βλέπω όλα τα μάτια να τρέχουν δάκρυα. Τα έχασα κυριολεκτικά. Κοίταζα από ‘δω κι από ‘κει· όλοι κλαίγανε. Ρωτώ τη μητέρα μου: “Γιατί κλαίνε;”. “Θα σου πω στο σπίτι” μου απαντά και βέβαια σπίτι δεν μου είπε τίποτα.»[1] Η μουσική και το τραγούδι που έκανε τους πρόσφυγες να κλαίνε από συγκίνηση, τραγουδημένο μάλιστα στα τούρκικα, για κάποιους άλλους αποτελούσε δείγμα υπανάπτυξης και παρακμής. Σε άρθρο της πειραιώτικης εφημερίδας Θάρρος, καταγράφεται το άγχος του συντάκτη για την τύχη των δημοτικών τραγουδιών, της «εθνικής» μουσικής των Ελλήνων, καθώς η δισκογραφία είχε στραφεί προς τους ανατολίτικους αμανέδες: «Απλούστατα, οι βρωμεροί αμανέδες εξορισθέντες από τον τόπον τους ευρήκαν εις την Ελλάδα μίαν δευτέραν πατρίδα, ενώ η εθνική μουσική των Ελλήνων πηγαίνει περίπατον».[2] Οι φόβοι των ανθρώπων για τους οποίους ο αμανές ήταν ξένος, είτε διότι ήταν παλαιοελλαδίτες, είτε ακόμη και πρόσφυγες που ανήκαν στην αστική τάξη και έβλεπαν τον αμανέ ως στοιχείο πολιτισμικής παρακμής, καθησυχάστηκαν όταν τον Νοέμβριο του 1937 η δικτατορία της 4ης Αυγούστου απαγόρευσε τους αμανέδες ως «αναχρονιστικά άσματα». Αυτό που «τρόμαζε» τους γηγενείς και τους προσφυγικής καταγωγής αστούς της Αθήνας, ήταν ότι διέβλεπαν όχι μόνο στον αμανέ αλλά γενικότερα στην έντονη κοινωνικότητα των λαϊκών στρωμάτων τον κίνδυνο ανατροπής της ηθικής τάξης. Οι νέοι της «καλής τάξης» που ελκύονταν από τη μόδα του αμανέ και των «ντάνσιγκ» της Κοκκινιάς, όπου ο αμανές και το ρεμπέτικο αναμιγνύονταν με το φοξ-τροτ και το τσάρλεστον, υπήρχε κίνδυνος να «παρασυρθούν» από τις «φιλήδονες ανατολίτισσες» οι οποίες προσδοκούσαν μ’ ένα επιτυχημένο γάμο να «αποδράσουν» από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών, θέμα για το οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Μπορεί λοιπόν αυτού του είδους η αρθογραφία να διαμόρφωνε τις απόψεις ανθρώπων που δεν συγχρωτίζονταν με τους πρόσφυγες, τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για όσους είχαν αναπτύξει σχέσεις με το προσφυγικό στοιχείο. Οι κίνδυνοι που διέβλεπαν κάποιοι στις εκδηλώσεις του προσφυγικού λαϊκού πολιτισμού, δεν φαίνεται να ίσχυαν για ορισμένα γηγενή λαϊκά στρώματα. Σε πλήρη αντίθεση με την επιχειρηματολογία των άρθρων που παρουσιάζονταν στις εφημερίδες της εποχής, έρχονται τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και πολλών άλλων μη προσφυγικής καταγωγής δημιουργών του ρεμπέτικου. Ο Βαμβακάρης «έβλεπε» το διαφορετικό τρόπο διασκέδασης και την έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, γεγονός που καταδεικνύει τους ποικίλους τρόπους προσέγγισης του «προβλήματος» της πολιτισμικής ετερότητας των προσφύγων: «Αυτοί οι ανθρώποι ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει […] Όπως μέχρι τώρα από τους πρόσφυγες, και κοντά στους πρόσφυγες μάθαν και οι δικοί μας τώρα.»[3] Ο Βαμβακάρης διέκρινε στην καθημερινότητα των προσφύγων ένα πολιτισμικό πλούτο, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, που έλκυε όσους γηγενείς ξεπερνούσαν τις στερεοτυπικές απεικονίσεις των προσφύγων ως «αρπακτικών» των περιουσιών τους ή «ανήθικων τουρκομεριτών» που απειλούσαν τα ήθη της Παλαιάς Ελλάδας. Σε αντίθεση με τον αρθογράφο της εφημερίδας Θάρρος, ο οποίος προειδοποιούσε για τους κινδύνους που διέτρεχε το δημοτικό τραγούδι από τη «μόδα» των αμανέδων, ο Βαμβακάρης αναφέρεται στον εμπλουτισμό της ελληνικής μουσικής που προκλήθηκε από την άφιξη μεγάλων μικρασιατών μουσικών, γεγονός που «έσπασε» τη μονοκρατορία του δημοτικού τραγουδιού ανοίγοντας το δρόμο για το ρεμπέτικο: «Πρώτα είχαμε δω πέρα, οι δικοί μας οι μουσικοί επαίζανε σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Ποτέ κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχινήσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά.»[4] Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής των προσφύγων, που τόσο πολύ ανησύχησε κάποιους από τους παλιούς κατοίκους της πρωτεύουσας, εντοπίζεται τόσο στην ποικιλία των ήχων και των ρυθμών της, όσο και στη σαφώς μεγαλύτερη εξοικείωση των μουσικών της με τους κανόνες της αγοράς. Αυτό συνέβη διότι στην πλειοψηφία τους οι μικρασιάτες μουσικοί «προέρχονταν από ένα γνησίως αστικό περιβάλλον», γνώριζαν πως «να ανιχνεύουν τη ζήτηση ώστε να προσανατολίζουν την παραγωγή τους» και να εκμεταλλεύονται «τις τεχνικές της διαφήμισης».[5] Τα προβλήματα που δημιουργούσε η μουσική των προσφύγων δεν αφορούσαν μόνο τους ακροατές, αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς. Η άφιξη σπουδαίων μουσικών από τη Μ. Ασία και η κυριαρχία τους στην αγορά της εποχής, έθετε στο περιθώριο τους «παλαιοελλαδίτες» δημιουργούς και ερμηνευτές, συγκροτώντας ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης προσφύγων και γηγενών. Όπως επισημαίνει ο Μανόλης Αθανασάκης: «Στους ρυθμούς των μικρασιατικών τραγουδιών συναντάμε το συρτό, τον μπάλο, το τσιφτετέλι, τον καλαματιανό, τα ζεϊμπέκικα, τους καρσιλαμάδες, το χασάπικο και το χασαποσέρβικο. Ακόμη, έχουν καταγραφεί πολλά τραγούδια με δυτικούς ρυθμούς, όπως ταγκό, βαλς, εμβατήρια κ.α. […] Για τους λόγους αυτούς ελάχιστοι απ’ τους “Παλαιοελλαδίτες” συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές μπορούσαν να επιβιώσουν και να διακριθούν σ’ αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον».[6] Η «προκλητικότητα» της ανατολίτισσας Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τα χρηστά ήθη των γηγενών πήγαζε από τον έκδηλο «ηδονισμό» των «γυναικών της Ανατολής». Το αρνητικό στερεότυπο της «φιλήδονης» προσφυγοπούλας, ανεξάρτητα από την οικονομική της επιφάνεια και την κοινωνική της καταγωγή, υπήρξε δημοφιλές ανάμεσα στους γηγενείς. Οι αναφορές στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Μεσοπολέμου, συγκρότησαν την εικόνα της προσφυγοπούλας των λαϊκών συνοικιών, η οποία μέσα από τη σύναψη σχέσεων με γηγενείς νέους επεδίωκε την εξασφάλιση μιας καλλίτερης ζωής μακριά από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών. Σε αυτά τα άρθρα αποτυπώνονταν εικόνες γυναικών που κάπνιζαν επιδεικτικά, φορούσαν ρούχα που αποκάλυπταν τους ώμους και τις γάμπες τους, χόρευαν προκλητικά με διάφορους άνδρες και τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια. Η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων γινόταν αντιληπτή από τους γηγενείς, σε ότι είχε να κάνει με το γυναικείο προσφυγικό πληθυσμό, ως στοιχείο ηθικής έκπτωσης. Η κοινωνικότητα των προσφύγων, ο διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και η βαρύτητα που αυτή είχε για την οργάνωση της καθημερινότητάς τους, αποτυπώνεται παραστατικά στην αφήγηση μιας Αρμένισσας που επισκέφτηκε τη συνοικία της Κοκκινιάς: «Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα σις κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν».[7] Η περιγραφή της «διαφορετικής» Κοκκινιάς ολοκληρώνονταν με την αναφορά στις σχέσεις ανάμεσα στους γηγενείς νέους και τις προσφυγοπούλες. Οι νέοι αυτοί που ελκύονταν από τη ζωή μιας συνοικίας, η οποία δεν «έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά», «παρασύρονταν» από τα «θέλγητρα» των «γυναικών της ανατολής», σ’ ένα «εξωτικό» περιβάλλον όπου η μουσική, το ποτό, ο χορός και το φαγητό, συνέθεταν το «σκηνικό». Η αντίληψη των γηγενών για τις προσφυγοπούλες που προσπαθούσαν να «τυλίξουν» τα αγόρια τους, καταγράφεται παραστατικά στη συνέχεια της περιγραφής για τη ζωή στην Κοκκινιά, η οποία είχε μετατραπεί σε κέντρο διασκέδασης όχι μόνο του Πειραιά αλλά και της Αθήνας: «Εδώ […] πέφτει πολύ χρήμα. Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμία καμωματού. Όμως γρήγορα του τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα δίχως προίκα».[8] Το στερεότυπο για τη «φιλήδονη ανατολίτισσα» δεν περιορίζονταν στην περίπτωση των κοριτσιών από τις φτωχές προσφυγικές συνοικίες. Για διαφορετικούς λόγους, στο «στόχαστρο» των επικρίσεων βρέθηκαν και οι εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής. Στη δική τους περίπτωση το πρόβλημα δεν εντοπίζονταν στην προσπάθειά τους να «παρασύρουν» τους νέους γηγενείς σε ένα «κερδοφόρο» γάμο, αλλά στο «νεοπλουτισμό» τους, στη διεκδίκηση δηλαδή μιας θέσης στην αθηναϊκή αστική τάξη. Μια από τις χαρακτηριστικότερες και πλουσιότερες σε εικόνες καταγραφές αυτού του στερεοτύπου προσφέρει μακροσκελές άρθρο του «δυτικοτραφή» αστού συγγραφέα Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος στις 10 Ιουλίου 1923. Σε αυτό το άρθρο ο Ουράνης προσπαθούσε να θέσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα «νεόπλουτα θηλυκά» και τις «κυρίες» που προέρχονταν από την παλαιά αθηναϊκή αστική τάξη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, τα λόγια του αντανακλούν μια διττή αίσθηση απώθησης και παράλληλα γοητείας που προκαλούσε η παρουσία τους, οι «χυδαίοι» αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικοί τρόποι τους: «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες […] και μάτια […] γεμάτα ηδονισμό […] Αρέσκονται […] σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με παχιές σάλτσες, […] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά […] καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν πάνω τους καμία αρχοντιά […] Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες […] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα […] προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους […] Κάπου κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο […] είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες.»[9] Τα λόγια του Ουράνη αντανακλούσαν το φόβο των γηγενών – και αυτός ήταν ένας διαταξικός φόβος από την εργατική έως την αστική τάξη – για τη μορφή που θα έπαιρνε η πρωτεύουσα μετά την άφιξη των προσφύγων, για το ποιος τρόπος ζωής, ποια ήθη, θα επικρατούσαν. Η απογοήτευση, ιδιαίτερα της αστικής τάξης των παλαιών κατοίκων της πόλης, καταγράφονταν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στα περίφημα λόγια του εκδότη της Καθημερινής Γεωργίου Βλάχου: «Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».[10] Ο κεντρικός ρόλος που είχαν οι γυναίκες στη δημόσια ζωή των προσφυγικών συνοικισμών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας διαδικασίας χειραφέτησής τους. Οι ανάγκες της επιβίωσης «αναβάθμισαν» το ρόλο της γυναίκας στις προσφυγικές συνοικίες. Ήταν αυτές οι ανάγκες που «ώθησαν» μαζικά τις γυναίκες προς την εργασία και την «έξοδο» στο δημόσιο χώρο. Ανεξάρτητα από το μεγάλο ποσοστό οικογενειών ορφανών από πατέρα, οι μητέρες και οι κόρες τους ανέλαβαν ένα μεγάλο κομμάτι για το βιοπορισμό κάθε προσφυγικής οικογένειας. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε πίνακα της Κοινωνίας των Εθνών που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1926, για την αναλογία των κατοίκων σε σχέση με το φύλλο και την ηλικία στις τέσσερις μεγάλες προσφυγικές συνοικίες. Στις ηλικίες άνω των 16 ετών, καταγράφηκαν 2.392 άνδρες και 4.479 γυναίκες στο Βύρωνα, 2.367 άνδρες και 4.268 γυναίκες στην Καισαριανή, 4.030 άνδρες και 6.360 γυναίκες στη Νέα Ιωνία και 7.240 άνδρες και 11.068 άνδρες στην Κοκκινιά.[11] Έτσι στους τέσσερις παραπάνω μεγαλύτερους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, είχαν εγκατασταθεί το 1926, συνολικά 16.029 άνδρες και 26.175 γυναίκες άνω των 16 ετών, γεγονός που πιστοποιεί τη μεγάλη ανισοκατανομή ανάμεσα στα δύο φύλλα και τον εκ των πραγμάτων σημαντικό ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσουν οι γυναίκες στην προσπάθεια των προσφύγων να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Η μαζική γυναικεία εργασία, η έντονη κοινωνικότητα των προσφύγων, αλλά και πιθανότατα τα χαμηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού που κατέγραφαν οι γυναίκες προσφυγικής καταγωγής σε σχέση με τις γηγενείς – σύμφωνα με τον Α. Αιγίδη, η απογραφή πληθυσμού του 1928 αποδείκνυε «ότι η γυναικεία παίδευσις είχε προοδεύσει μεταξύ του υποδούλου Ελληνισμού πολύ ενωρίτερον από τον ελεύθερον, διότι εκείνος είχεν εγκαταλείψει εγκαιρότερον τας οπισθοδρομικάς περί γυναικός αρχάς του παρελθόντος αιώνος και ίδρυσεν ενωρίτερον ανώτερα εκπαιδευτήρια της θηλείας νεότητος»[12] – παρουσίαζαν μια «απειλητική» εικόνα για την επικρατούσα ηθική τάξη. Οι επιπτώσεις του «προσφυγικού πολιτισμικού σοκ» στην αθηναϊκή και γενικότερα ελληνική κοινωνία δεν ήταν μονοσήμαντες. Η εισαγωγή πολλών νέων και διαφορετικών «τρόπων ζωής» δημιούργησε αντιδράσεις που πολλές φορές ξεπερνούσαν το δίπολο πρόσφυγες – γηγενείς. Πίσω από τις αντιδράσεις του αστικού κόσμου, μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής, μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαμάχη ανάμεσα στον «ανώτερο» πολιτισμό της αστικής τάξης και τον «ευτελή» των λαϊκών στρωμάτων. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη γηγενή ή προσφυγική καταγωγή της – π.χ. στο «μέτωπο» που δημιουργήθηκε ενάντια στον αμανέ συμμετείχαν και πρόσφυγες των μεσοαστικών ή και ανώτερων αστικών στρωμάτων που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα θλιβερό απομεινάρι της οθωμανικής «σκλαβιάς» – η αστική τάξη της πόλης εκλάμβανε την έντονη κοινωνικότητα και την κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων ως απειλή απέναντι στην επικρατούσα ηθική τάξη. Η άφιξη των προσφύγων – δεδομένης της κοινωνικής «ισοπέδωσης» που υπέστησαν καθώς ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση που κατείχαν στις χριστιανικές κοινότητες των μικρασιατικών παραλίων αποτελούσαν πλέον ένα εξαθλιωμένο αδιαφοροποίητο σύνολο – λειτούργησε ευεργετικά για την ανάπτυξη του λαϊκού πολιτισμού στην Αθήνα. Η άνθηση που γνώρισε η λαϊκή κουλτούρα στο Μεσοπόλεμο, αντιμετωπίστηκε ως απειλή από τη γηγενή και προσφυγική αστική τάξη, οδηγώντας στις διώξεις και απαγορεύσεις των κύριων εκφράσεών της (ρεμπέτικα, χασικλίδικα, αμανέδες, καραγκιόζης) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, υπό την υποστήριξη και τους επαίνους της αστικής τάξης. Η δυναμική εμφάνιση του λαϊκού πολιτισμού μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα – η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε να κάνει με την άμεση και ευρεία «συνάντηση» της μικρασιάτικης και της ντόπιας λαϊκής κουλτούρας στο αστικό περιβάλλον της πόλης με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη λαϊκή μουσική της πόλης, το ρεμπέτικο – «έσπαγε» το δίπολο πρόσφυγες και γηγενείς, συγκροτώντας μια ταξική «συμμαχία» ανάμεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες αστούς που αισθάνονταν ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της «ανώτερης» κουλτούρας. *Διαβάστε αύριο το τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα [1] Κακουλίδης, Τα παιδιά της βροχής, σ. 25. [2] Θάρρος, 14 Ιανουαρίου 1935, παρατίθεται στο Κώστας Βλησίδης, Όψεις του ρεμπέτικου, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004, σ. 19. [3] Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, σ. 96. [4] Στο ίδιο. [5] Μανόλης Αθανασάκης, «Ρεμπέτικο, το τραγούδι των ξεριζωμένων», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β1, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 170. [6] Στο ίδιο, σ. 171. [7] Παρατίθεται στο Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και πολιτική, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1999, σ. 36. [8] Στο ίδιο. [9] Παρατίθεται στο Βασίλης Τζανακάρης, Στο όνομα της προσφυγίας. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009, σ. 168-170. [10] Από άρθρο του Γ. Βλάχου στην Καθημερινή της 16 Ιουλίου 1928, παρατίθεται στο Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατ
    • Β.Α. on

      [10] Από άρθρο του Γ. Βλάχου στην Καθημερινή της 16 Ιουλίου 1928, παρατίθεται στο Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9ος, 1992, σ. 142.
      [11] Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου (μτφ.), Αθήνα, Τροχαλία, 1997, σ. 144.
      [12] Παρατίθεται στο Λίζα Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός. Από τις πόλεις της Ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου, Αθήνα, Δρώμενα, 1992, σ. 216.

  54. Β.Α. on

    Πρόσφυγες στην Αθήνα: Οι συνοικισμοί και η πολιτισμική ετερότητα
    08:41, 27 Οκτ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/141925

    Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. (Συνέχεια από το «Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών»)

    Οι προσφυγικοί συνοικισμοί

    Όμως ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία τους; Σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές έρευνες στις προσφυγικές συνοικίες – τέτοιου είδους έρευνες παρουσιάζονταν συχνά σε όλες τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου – αρθογράφος του Ριζοσπάστη επισκέφτηκε το συνοικισμό της Καισαριανής τον Μάιο του 1925.

    Σ’ ένα μακροσκελές άρθρο προσπάθησε να αποτυπώσει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντόπιζαν ήταν ο συνωστισμός των οικογενειών στα δωμάτια των ξύλινων παραγκών: «Σ’ ένα δωμάτιο 3 ½ μέτρων με 2 ½ κάθονται 7-9 άτομα, σε πολλά δε κάθονται και δύο – τρεις οικογένειες με συνολικό αριθμό ατόμων 10-12, αν και το κανονικό κατά τους υπολογισμούς τουλάχιστον της Ε.Α.Π. πρέπει να είναι μόνον τέσσερα ή πέντε άτομα.»[1]

    Σαφώς μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της παντελούς έλλειψης υποδομών για την ύδρευση της Καισαριανής. Το μέγεθος του προβλήματος καταγράφεται στο εν λόγω άρθρο με την αναφορά στην ύπαρξη ενός μεγάλου ντεπόζιτου χωρητικότητας 500 οκάδων, από το οποίο έπρεπε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των περίπου 10.000 κατοίκων του συνοικισμού. Την κατάσταση επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η παροχή του νερού όχι μόνο δεν ήταν συνεχής, αλλά διαρκούσε μόλις μία ώρα ημερησίως. Την άθλια εικόνα που παρουσίαζε η ζωή στη συνοικία, συμπλήρωναν οι μόνιμα υπερχειλισμένες κοινές τουαλέτες, αλλά και τα βρώμικα νερά που αναμεμειγμένα με τις ακαθαρσίες των ζώων – οι πολυάριθμοι πλανόδιοι επαγγελματίες της συνοικίας είχαν άλογα και γαϊδούρια που τα χρησιμοποιούσαν για να περιφέρουν τα εμπορεύματά τους, ενώ παράλληλα πολλές οικογένειες συντηρούσαν κατσίκες, κότες και γουρούνια προς ιδία κατανάλωση – διέρχονταν από τους δρόμους αποτελώντας μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία.

    Όταν ο Ριζοσπάστης θα επιστρέψει στην Καισαριανή οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1932, η κατάσταση όχι μόνο δεν είχε βελτιωθεί, αλλά είχε επιδεινωθεί λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικών παρεμβάσεων σε θέματα υποδομών και του υπερδιπλασιασμού του πληθυσμού, που αριθμούσε πλέον περίπου 25.000 κατοίκους:

    «Ένας μαύρος πολτός κυλάει σιγαλά, γεμάτος βρωμιές κι ακαθαρσίες […] Εδώ δα μπροστά μας τα παιδάκια παίζουν με τη ζωή τους. Τσαλαβουτούν αξένοιαστα μες στα βρωμερά νερά, που σκορπάνε δηλητήριο […] Ένα αγεράκι σηκώνει μπόλικη σκόνη […] Τα δωμάτια γεμίζουν, του κάκου τρέχουν οι γυναίκες να κλείνουν τα πατζούρια […] Το νεροζούμι που βράζει στη φουφού γέμισε κι’ όλας από σκόνη […] Τα Λαγκάδια. Έτσι λέγονται κάτι μακρυνές παράγγες σα μάντρες, δίχως χωρίσματα. Σε κάθε μια από δαύτες ζούνε περί τις 70 – 80 οικογένειες […] Για φαντασθήτε περί τις 400 ψυχές σ’ αυτούς τους “στρατώνες”. Έχουν μωρά, αρρώστους, γέρους, άλλος τραγουδάει, τ’ άλλο κλαίει, κειν’ εκεί η οικογένεια έχει φασαρίες. Είνε υποχρεωμένοι όλοι αυτοί που στεγάζονται κάτω από την ίδια στέγη, νύχτα η μέρα νάνε σε ανησυχία μεγάλη.»[2]

    Όμως ακόμη και δύο ολόκληρες δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών εξακολουθούσαν να ζουν σε «τρισάθλια» δωμάτια. Ο Ξενοφών Φιλέρης περιγράφει το σπίτι, για την ακρίβεια το δωμάτιο, όπου ζούσαν δύο φίλοι του και η μητέρα τους στο Βύρωνα την περίοδο της Κατοχής:

    «Μ’ άλλα λόγια, σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει έναν μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι – κι αυτό κουτσό -, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα».[3]

    Αν τα άρθρα του Ριζοσπάστη παρουσίαζαν την άθλια κατάσταση που επικρατούσε στις λαϊκές προσφυγικές συνοικίες με στόχο την ανάδειξη των προβλημάτων επιβίωσης των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων που οφείλονταν στην αδιαφορία των αστικών κυβερνήσεων, η αρθογραφία των αντιβενιζελικών κυρίως εφημερίδων, προσέγγιζε τα ίδια προβλήματα από μια διαφορετική οπτική. Σε άρθρο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαθαίνουν Ελληνικά αλλά μιλούν Τούρκικα», η εφημερίδα Εμπρός επισήμαινε τον «εθνικό» κίνδυνο που συνιστούσαν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες. Σ’ ένα ρεπορτάζ αφιερωμένο στις ελλείψεις των εκπαιδευτικών υποδομών στη συνοικία των Ποδαράδων (Νέα Ιωνία), αρθογράφος της εφημερίδας επισκέφτηκε το τοπικό σχολείο. Συνομιλώντας με το διευθυντή του και με μαθητές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «συνοικισμός της Σαφραμπόλεως κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνας τουρκοφώνους και όπως είναι φυσικόν, όπως συμβαίνει δυστυχώς και με τους αλβανοφώνους της Αττικής, τα παιδάκια ομιλούν την τουρκικήν».[4]

    Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών του σχολείου είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, η χρησιμοποίηση της τουρκικής γλώσσας από αυτούς οφειλόταν στο γεγονός ότι τόσο στο οικογενειακό περιβάλλον όσο και στη γειτονιά, οι κάτοικοι μιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα που τους ήταν άγνωστη. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το ελληνικό σχολείο δεν καλούνταν απλά να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και να υλοποιήσει μια εθνική «αποστολή», να «σπάσει» αυτή τη συνέχεια «δημιουργώντας» ελληνόφωνα παιδιά από τουρκόφωνους γονείς. Σε αυτή τη λογική, ο αρθογράφος καλούσε το κράτος να λάβει μέτρα ενάντια στο φαινόμενο ενισχύοντας τις εκπαιδευτικές υποδομές «δια να απαλλαγώμεν του αίσχους, να ομιλούν Ελληνόπουλα, εις την πρωτεύουσαν του Ελληνισμού την τουρκικήν.»[5]

    Στην ίδια λογική, αλλά μέσα από τη διαπραγμάτευση ενός άλλου μεγάλου προβλήματος που παρουσιάζονταν στις προσφυγικές συνοικίες, κινούταν ένα ακόμα άρθρο της ίδιας εφημερίδας. Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του αρθογράφου, ο οικιστικός διαχωρισμός των προσφύγων από τους γηγενείς, περιλάμβανε μεταξύ άλλων, και τη διάσταση της προστασίας του «υγιούς» τμήματος του πληθυσμού από τις μεταδοτικές ασθένειες που είχαν «εγκατασταθεί» μαζί με τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς. Την εποχή που «επάρατη νόσος» ήταν η φυματίωση, οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με τρόμο την ασθένεια αυτή να αποδεκατίζει τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικισμών που είχαν «περικυκλώσει» το κέντρο της πόλης.

    Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1927, όταν ο δημοσιογράφος επισκέφτηκε το συνοικισμό των Νέων Σφαγείων, αντίκρισε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Και σε αυτόν τον προσφυγικό συνοικισμό, όλα ευνοούσαν τη διάδοση των μεταδοτικών ασθενειών και κυρίως της φυματίωσης: οικογένειες στοιβαγμένες σε δωμάτια, κοινά αποχωρητήρια χωρίς καμία μέριμνα για την εκκένωση των οχετών, διάτρητες στέγες και ξύλινα χωρίσματα οικιών από τα οποία περνούσαν ο κρύος αέρας και η βροχή και τέλος μια τεράστια τάφρος γεμάτη σκουπίδια, τα οποία «έχουν πολτοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου […] Δυσώδης οσμή προσβάλλει την όσφρηση παντός επισκέπτου και αποπνίγει…»[6] Ο δημοσιογράφος παρουσιάζει την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι περίπου 5.000 κάτοικοι των Νέων Σφαγείων, για να καταλήξει ότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί αποτελούσαν εστίες μεταδοτικών ασθενειών που απειλούσαν τη δημόσια υγεία όχι μόνο των προσφύγων, αλλά κυρίως των γηγενών κατοίκων του κέντρου της πρωτεύουσας:

    «Το γεγονός όσον και αν είνε θλιβερόν δια τους πρόσφυγας θα είχεν ολιγώτερον σημασίαν, αν δεν εξεδηλούτο ένα φαινόμενον. Ότι δηλαδή όσοι δύνανται να εξοικονομήσουν κάποιο περίσσευμα φεύγουν εκ των Νέων Σφαγείων και εγκαθίστανται εις τας Αθήνας με τους ασθενείς των, μεταφυτεύοντες ούτω τα μικρόβια των νόσων εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης […] Αν δεν κινηθούν [οι αρμόδιοι] προβλέπω μεν τάχιστα επερχομένην την ημέραν καθ’ ην – δεν φαιδρολογούμεν – ο άλλος πληθυσμός της Ελλάδος θα αναρτίση εις τα πρόθυρα των Αθηνών πινακίδας “πόλις της φθίσεως και της χολέρας”.»[7]

    Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο αυτό των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών θνησιμότητας των προσφύγων λόγω της φυματίωσης, που εύρισκε ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στον κίνδυνο «εξόδου» της φυματίωσης από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, στον κίνδυνο δηλαδή να προσβληθεί μαζικά το υγιές τμήμα του πληθυσμού. Σε αυτό το απόσπασμα αντανακλάται ξεκάθαρα η αντίληψη που κυριαρχούσε ανάμεσα στους γηγενείς: οι πρόσφυγες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν ένα βάρος ανεκτό όσο αυτοί περιορίζονταν στους συνοικισμούς τους, αλλά επικίνδυνο όταν εμφανίζονταν στο ζωτικό χώρο των γηγενών.

    Η πολιτισμική ετερότητα των προσφύγων

    Αν λοιπόν το κέντρο της πόλης και οι συνοικίες του αποτελούσαν το ζωτικό χώρο των γηγενών, η «τακτοποίηση» των προσφύγων στις προσφυγικές συνοικίες, ο χωροταξικός διαχωρισμός τους από τους γηγενείς που αντανακλούσε την κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση, οδήγησε στη δημιουργία του δικού τους διακριτού ζωτικού χώρου. Με αυτό τον τρόπο η προσπάθεια άμβλυνσης των κοινωνικών επιπτώσεων που είχε το σοκ της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο λεκανοπέδιο, οδήγησε στη συντήρηση των διαχωριστικών γραμμών. Μπορεί λοιπόν να αποφευχθήκαν οι έντονες προστριβές που προκαλούσε η συμβίωση στα επιταγμένα κτίρια και οικίες, παράλληλα όμως ο χωροταξικός διαχωρισμός συντηρούσε τη διάκριση γηγενών και προσφύγων, λειτουργώντας ανασταλτικά στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Με άλλα λόγια, η περιθωριοποίηση των προσφύγων υπονόμευε την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας.

    Οι προσφυγικές συνοικίες υπήρξαν λοιπόν οι ζωτικοί χώροι όπου οι πρόσφυγες επιχείρησαν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Έχοντας απωλέσει τις περιουσίες τους και σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική τους ενασχόληση, οι πρόσφυγες συσπειρώθηκαν γύρω από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτηθούν. Αν και υπήρξαν φορείς διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων (τουρκόφωνοι αγρότες από την περιοχή του Πόντου, ελληνόφωνοι αστοί της Σμύρνης ή καραμανλήδες αγρότες και έμποροι από τη μικρασιατική ενδοχώρα), η εμπειρία της προσφυγιάς λειτούργησε ομοιογενοποιητικά δημιουργώντας μια νέα και κοινή σε μεγάλο βαθμό ταυτότητα. Οι πρόσφυγες αντί να εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτισμικής αφομοίωσης, χρησιμοποίησαν τα ιδιαίτερα αυτά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά ως στρατηγική επιβίωσης και διεκδίκησης.

    Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας – οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές – όσα τους διέκριναν σε πολιτισμικό επίπεδο με τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή. Έτσι, τα πρώτα κυρίως χρόνια της εγκατάστασης, η παράδοση αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στις οθωμανικές αρχές που έφεραν από τα μικρασιατικά παράλια, εκδηλώθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας μέσα από καταλήψεις οικοπέδων και δημοσίων οικημάτων και την αυθαίρετη δόμηση οικιών.

    Η «παραβατικότητα» των προσφύγων. Καταλήψεις οικημάτων και αυθαίρετη δόμηση

    Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, αυτοί ανέλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, ως στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι με την άφιξη των προσφύγων εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, ως μια διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη. Παράλληλα η αυθαίρετη δόμηση λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας που εκτόνωνε τις κοινωνικές εντάσεις, τόσο ως ένας τρόπος άμεσης εξασφάλισης στέγης, όσο και ως μια μορφή οικονομικής δραστηριότητας που πρόσφερε εργασία σε σημαντικό αριθμό προσφύγων.

    Ο πατέρας της Ευτυχίας Μορίκη ξεκινώντας από τη γειτονιά που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα Ταταύλα, άρχισε να χτίζει αυθαίρετα οικήματα για τη στέγαση προσφύγων. Σύντομα εξελίχθηκε σε εργολάβο που διέθετε συνεργεία για το χτίσιμο αυθαιρέτων σε διάφορους προσφυγικούς συνοικισμούς. Λόγω της «ιδιομορφίας» της – οι εργασίες έπρεπε να γίνουν νύκτα και να ολοκληρωθούν μέσα σε μερικές ώρες – η δουλειά αυτή εξασφάλιζε πολύ καλά μεροκάματα. Στην αφήγησή της η Ευτυχία Μορίκη περιγράφει τη διαδικασία ανέγερσης των αυθαιρέτων, αλλά και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους εργολάβους και τους εκπροσώπους του νόμου, σχετικοποιώντας τη διαχωριστική γραμμή που διέκρινε το νόμιμο από το παράνομο:

    «Το χτίσαμε σε 24 ώρες. Επήρε και κάνα δυό-τρεις άλλους και το ‘χτισε. Όσο θες μεγάλο ας τόκανες μέσα σε μια νύχτα για να μη σε πιάσουνε, χωρίς άδεια. Και να του ρίξεις από πάνω σκεπή, δεν είχε δικαίωμα να σου το γκρεμίσουνε. Έχτισε στη Πετρούπολη πολλά ο πατέρας μου και στη Νέα Σμύρνη. Αλλά και να σ’ έπιανε κανένας, ο χωροφύλακας […] άμα του ‘βαζες ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα πενηντάρι στο χέρι, στραβά μάτια. Τι μισθό είχανε; Και είχε γίνει έτσι, είχε βρει καμπόσους, τους έλεγε “εγώ σήμερα θα κάνω αυτό. Αν έχεις βάρδια τράβα από κει μην έρθεις απ’ τον δρόμο μας και εκτεθείς, πάρε και δέκα δραχμές. Άσε να βάλουμε [κόσμο στα σπίτια] που είμαστε στ’ αντίσκηνα […] και να χωρίσουνε [να αραιώσουν] και οι οικογένειες”.»[8]

    Η αυθαίρετη δόμηση στις προσφυγικές συνοικίες υπήρξε μια συλλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της συνοικίας συμμετείχαν στην ανέγερση των αυθαίρετων οικημάτων, ενισχύοντας μέσα από αυτή τη διαδικασία τους μεταξύ τους δεσμούς. Επιπρόσθετα, το κατεπείγον της ανάγκης για στέγαση οικογενειών που ζούσαν σε σκηνές ή ήταν άστεγες, αναιρούσε στην πράξη το νόμο. Στις συνειδήσεις των προσφύγων αυτό που ήταν παράνομο σύμφωνα με το κράτος, ήταν απόλυτα νομιμοποιημένο και επιβεβλημένο λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους και της ιδιαίτερης αλληλεγγύης που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους.

    Σε αυτή τη λογική, οι βαθειά θρησκευόμενοι Πόντιοι κάτοικοι της Καλλιθέας έλαβαν την απόφαση να χτίσουν αυθαίρετα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην οποία θα μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Γιάννη Κακουλίδη, ένα πρωί σε αλάνα μεταξύ των οδών Φιλαρέτου και Ελ. Βενιζέλου όπου τα πιτσιρίκια έπαιζαν μπάλα, εμφανίστηκαν ξαφνικά κάρα φορτωμένα με ξυλεία και πολλοί μάστορες οι οποίοι βιαστικά άρχισαν τις εργασίες μέχρι αργά το βράδυ. Η δουλειά αυτή ξεκίνησε εκ νέου νωρίς την επόμενη ημέρα και ολοκληρώθηκε μετά την άφιξη ενός φορτίου με κεραμίδια τα οποία τοποθετήθηκαν από τους μάστορες σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, «ενώ ο κόσμος τους φώναζε: “γρήγορα παιδιά!”». Τα πιτσιρίκια κατάλαβαν λίγο αργότερα το λόγο της βιασύνης όλων των κατοίκων που είχαν μαζευτεί στην αλάνα: «[…] κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν: “Έρχονται, έρχονται!”. Γύρισα να δω ποιοι έρχονται και βλέπω τους χωροφύλακες. Ύστερα κάποιος άλλος φώναξε: “να φύγουν οι άντρες και τα παιδιά. Να μείνουν μόνο οι γυναίκες” […] Το τι είδαν τα μάτια μας, δεν περιγράφεται. Να βαράνε οι χωροφύλακες με τα γκλομπ, να βαράνε οι γυναίκες με τα ξύλα…»[9]

    Η αυτενέργεια και η ανυπακοή των προσφύγων δεν εκδηλώθηκε μόνο μέσα από την αυθαίρετη δόμηση οικιών. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου πρόσφυγες καταλάμβαναν εκτάσεις σε κτήματα μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά και οικήματα της ΕΑΠ. Για παράδειγμα ομάδα προσφύγων από την Αργυρούπολη του Πόντου, που είχαν εγκατασταθεί πρόχειρα στην Καλλιθέα, κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1926 έκταση του κτήματος Γερουλάνου από την οποία εκδιώχθηκαν μετά την επέμβαση της χωροφυλακής. Μετά από νέες προσπάθειες πέτυχαν την απαλλοτρίωση 300 στρεμμάτων όπου εγκαταστάθηκαν είκοσι οικογένειες. Οι οικογένειες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού από τον οποίο προέκυψε η σημερινή Αργυρούπολη.[10]

    Η πιο εντυπωσιακή δυναμική επιχείρηση των προσφύγων στην Αθήνα, ήταν αυτή της ταυτόχρονης κατάληψης οικημάτων της ΕΑΠ σε Καισαριανή, Βύρωνα και Ν. Ιωνία. Και σε αυτή την περίπτωση πρωτοστάτησαν οι γυναίκες των συνοικιών, οι οποίες μάλιστα συγκρούστηκαν με τις τότε δυνάμεις καταστολής κατά τη διάρκεια εκτεταμένων επεισοδίων που διήρκησαν μια ολόκληρη ημέρα. Στο Βύρωνα οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν όταν μετά τη σύλληψη 15 γυναικών από τη στρατιωτική δύναμη που επενέβη και την κράτησή τους στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, πολυάριθμη ομάδα γυναικών επιτέθηκε «διά λίθων και ξύλων» στη στρατιωτική δύναμη. Η ένταση της σύγκρουσης ήταν τέτοια που παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή στους στρατιώτες «όπως γεμίσουν τα όπλα των και επιβάλουν πάση θυσία την τάξιν», αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας εγκύου η οποία απέβαλε, ο ελαφρότερος άλλων έξι γυναικών και 15 παιδιών.[11]

    Ο κεντρικός ρόλος των γυναικών σε όλες τις διεκδικήσεις των κατοίκων στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες, έχει να κάνει με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και με τις στρατηγικές επιβίωσης που αυτοί ακολούθησαν. Λόγω των διωγμών που υπέστη το ελληνικό στοιχείο στη Μ. Ασία, το ποσοστό των ορφανών από πατέρα οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στους φτωχούς προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Επιπρόσθετα, η έκθεση των γυναικών στους κινδύνους που συνεπάγονταν η αντιπαράθεση με τις αρχές, λειτούργησε ως μια στρατηγική επιβίωσης. Ο «αποδεκατισμένος» ενεργός ανδρικός πληθυσμός που κατάφερε να φτάσει στην Αθήνα, έπρεπε να «προστατευθεί». Πέρα από τη βαρύτητα που είχε η παρουσία του άνδρα για κάθε οικογένεια στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης των προσφυγικών οικογενειών στηρίζονταν κυρίως στην ανδρική εργασία, λόγω των σαφώς καλύτερων αμοιβών που απολάμβανε το ανδρικό σε σχέση με το γυναικείο εργατικό δυναμικό.

    *Διαβάστε αύριο το τρίτο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα

    [1] Ριζοσπάστης, 25 Μαΐου 1925.
    [2] Ριζοσπάστης, 21 Μαΐου 1933.
    [3] Ξενοφών Φιλέρης, Οι σαλταδόροι του Βύρωνα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005, σ. 157.
    [4] Εμπρός, 9 Δεκεμβρίου 1928.
    [5] Στο ίδιο.
    [6] Εμπρός, 5 Δεκεμβρίου 1927.
    [7] Στο ίδιο.
    [8] Ευτυχία Μορίκη, συνέντευξη στον γράφοντα 28-8-2003.
    [9] Γιάννης Κακουλίδης, Τα παιδιά της βροχής, Αθήνα, Νεφέλη, 2006, σ. 22.
    [10] Πάνος Ηλιάδης, Η Νέα Αργυρούπολη Αττικής. Σύντομη ιστορία, Αθήνα, αυτοέκδοση, 2002, σ. 38.
    [11] Καθημερινή, 14 Ιουλίου 1925.

  55. Β.Α. on

    Πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Αθήνα: Η άφιξη και η αντίδραση των γηγενών
    08:31, 26 Οκτ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/141924

    Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; Αφιέρωμα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

    Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα:
    Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης

    Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζονταν θριαμβευτής στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, κανένας δεν περίμενε την κατάληξη που θα είχε η Μεγάλη Ιδέα, με αποκορύφωμα όσα διαδραματίστηκαν στην ίδια πόλη τρία χρόνια αργότερα. Η κατάρρευση του μετώπου και η εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τον ελληνικό στρατό, άφησε έκθετους τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά την άτακτη υποχώρηση του στρατού και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, περίπου 1.500.000 άτομα εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Η κοινωνική γεωγραφία της χώρας άλλαξε άμεσα. Η Ελλάδα του 1930 ήταν μια «άλλη χώρα» σε σχέση με αυτή του 1920.

    Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου εκδηλώθηκε το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τμήματα του ελληνικού στρατού που είχαν διαφύγει στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι οποίοι απαίτησαν και πέτυχαν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι εξελίξεις αυτές εξασφάλισαν στην Επαναστατική Επιτροπή μια ευρεία λαϊκή υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα συσπείρωσαν τους αντιβενιζελικούς εναντίον της.

    Η κρισιμότητα της πολιτικής κατάστασης κορυφώθηκε όταν δύο μόλις μήνες μετά την πολιτική αλλαγή της 15ης Σεπτεμβρίου 1922, εκτελέστηκε στο Γουδή η ηγεσία της αντιβενιζελικής παράταξης: ο αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μ. Ασία Γεώργιος Χατζηανέστης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής, και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της χώρας Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Συνειδητά και μη, οι αντιβενιζελικοί συνέδεσαν την άφιξη των προσφύγων με την καταδίκη και εκτέλεση της πολιτικής τους ηγεσίας, γεγονός που όρισε από πολύ νωρίς το πολιτικό χάσμα που τους χώριζε από αυτούς.

    Δεν ήταν όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών του 1922 που διαμόρφωσαν την ελληνική πραγματικότητα. Οι αντοχές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές, της ελληνικής κοινωνίας είχαν ήδη δοκιμαστεί σκληρά. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων που είχε αρχίσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, συνεχίστηκε με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μ. Ασία. Ήδη από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου που αυτοί προκάλεσαν, ένα πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων είχε φτάσει στην Ελλάδα. Την περίοδο 1912-1919 ζήτησαν καταφύγιο εντός των ελληνικών συνόρων περίπου 800.000 πρόσφυγες, προερχόμενοι από την τότε βουλγαρική Θράκη, την ανατολική Θράκη, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Νότιο Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία και την Αίγυπτο.[1] Ένα σημαντικό τμήμα των προσφύγων αυτών επανήλθε στις εστίες του μετά το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και κατέλαβε την ευρύτερη περιοχή της, για να επιστρέψουν εκ νέου ως πρόσφυγες μετά το 1922.

    Σε πολιτικό επίπεδο, τη σύμπνοια και την εθνική έπαρση της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων, διαδέχθηκε ο εθνικός διχασμός ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Η τεταμένη πολιτική κατάσταση σε συνδυασμό με την οικονομική επιβάρυνση των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, δοκίμασαν σκληρά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού εργατικού δυναμικού βρίσκονταν σε διαρκή επιστράτευση, γεγονός που συνεπαγόταν πέρα από το ψυχολογικό και ένα βαρύ οικονομικό κόστος για τις οικογένειές τους. Επιπρόσθετα, οι τουλάχιστον 50.000 νεκροί του ελληνικού στρατού υπήρξαν το βαρύ αντίτιμο που πλήρωσε η ελληνική κοινωνία στα πεδία των μαχών.[2]

    Έτσι λοιπόν, αν και υπήρχε ήδη από το 1914 εμπειρία στη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, το μέγεθος του προσφυγικού κύματος μετά το 1922, η οξυμμένη πολιτική κατάσταση και η οικονομική και ψυχολογική εξάντληση των κατοίκων του ελληνικού κράτους, συνιστούσαν το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εντός του οποίου καλούνταν να συμβιώσουν οι παλαιοί και οι νέοι πολίτες της χώρας.

    Η άφιξη των προσφύγων

    Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια κατάσταση πραγματικού χάους, με την πολιτική ηγεσία σε πλήρη κατάρρευση, έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την υποδοχή των προσφύγων. Το φθινόπωρο του 1922 όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Τον Σεπτέμβριο του 1922, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έκδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η τοποθέτηση κλινών στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, ενώ παράλληλα ίδρυσε γραφεία εξεύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά, ανακοινώνοντας ότι «πάντες οι έχοντες ανάγκην υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ως και οι ζητούντες εργασίαν δύνανται να προσφύγωσιν εις τα άνω γραφεία.[3]

    Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηνών, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη. Η δημοτική αρχή επιδόθηκε σε ένα αγώνα με το χρόνο για να καθαρίσει και να διαμορφώσει κατάλληλα χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να διαμείνουν προσωρινά οι πρόσφυγες. Άμεσα παραχωρήθηκαν χώροι στο Σταθμό Λαρίσσης, στους στρατώνες του Ρουφ, στο Νέο Κόσμο, στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, στη Γούβα Παγκρατίου και στη συνοικία Άρεως. Επίσης πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, στα υπόγεια του Υπουργείου Επισιτισμού, ενώ διαμορφώθηκαν κατάλληλα οι χώροι των λουτρών στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων όπου εγκαταστάθηκαν 150 άτομα, ο χώρος των Παλαιών Σφαγείων όπου βρήκαν στέγη 600 πρόσφυγες και ο χώρος του Δημοτικού Θεάτρου για να φιλοξενήσει 1.300 άτομα. Παράλληλα, οι υπηρεσίες του δήμου κατασκεύασαν τέσσερα μεγάλα περίπτερα στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, όπου στεγάστηκαν 500 οικογένειες προσφύγων.[4]

    Πρόσφυγες στεγάστηκαν επίσης στο «αεροδρόμιον Γουδίου», το οποίο επιτάχθηκε για αυτό τον σκοπό, στο Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο Ολύμπια, στο Ζάππειο Μέγαρο, στα Παλαιά Ανάκτορα, σε όλα τα σχολεία του Πειραιά και σε μεγάλο αριθμό σχολείων της Αθήνας, σε αποθήκες του Δημοσίου, σε εργοστάσια, ακόμα και σε όλες τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου εγκαταστάθηκαν «οι της καλλιτέρας κοινωνικής τάξεως πρόσφυγες» με την καταβολή ανάλογου μισθώματος. Παράλληλα το Βαρβάκειο στην οδό Αθηνάς και η Αστυκλινική Αθηνών μετατράπηκαν σε νοσοκομεία προσφύγων.[5]

    Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά, είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη – Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:

    «Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. “Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας”, έτσι λέγανε.»[6]

    Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της. Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά το χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για ένα τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.

    Τα πεδία εκδήλωσης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς

    Επιτάξεις ακινήτων και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

    Μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων στην Αθήνα, προκύπτει από την κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την τελευταία, πριν την άφιξη των προσφύγων του 1922, απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. [7] Οκτώ μόλις χρόνια μετά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων, ο οποίος κατηγοριοποιούνταν ως εξής: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες. [8] Αν ληφθεί υπόψη το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι περίπου 150.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα την πρώτη πενταετία μετά την μικρασιατική καταστροφή. Μόνο από τους αριθμούς γίνεται κατανοητό ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μεγαλύτερο έως τότε, και ίσως έως σήμερα, εγχείρημα που ανέλαβε το ελληνικό κράτος.

    Στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων, το πρώτο μέτρο της Επαναστατικής Επιτροπής που ανέλαβε την εξουσία με την άφιξή της στην Αθήνα στις 15 Σεπτέμβρη του 1922,[9] ήταν η επίταξη δημοσίων κτιρίων (κυρίως σχολίων) αλλά και ιδιωτικών, για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων. Το μέτρο της επίταξης – όπως κωδικοποιήθηκε και επεκτάθηκε με τα νομοθετικά διατάγματα της 11ης Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» και της 22ας Νοεμβρίου 1922 «Περί επιτάξεως κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων ακινήτων» [10] – προκάλεσε τις πρώτες προστριβές ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της πόλης. Το γεγονός ότι όλοι οι δημόσιοι χώροι είχαν κατακλιστεί από πρόσφυγες, ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν τα σχολεία λόγω της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά, αλλά κυρίως η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα ίδια σπίτια, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από την πλευρά των γηγενών.

    Η αναγκαστική συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων στα σπίτια των πρώτων, έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί για να αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Έπρεπε λοιπόν το συντομότερο δυνατό να κατασκευαστούν οικήματα σε χώρους εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με στόχο να στεγαστούν σε αυτά οι πρόσφυγες που διέμεναν στα επιταγμένα σπίτια των γηγενών, αλλά και στους επιταγμένους δημόσιους χώρους όπως τα σχολεία. Η προσπάθεια της «Επαναστάσεως» να εξομαλύνει την κατάσταση προσέκρουε στην αντίδραση των προσφύγων που διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα. Έτσι όταν τον Μάιο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) κατασκεύασε τα πρώτα ξύλινα οικήματα στην Καισαριανή για να στεγάσει μέρος των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα επιταγμένα σπίτια των Αθηναίων, οι πρόσφυγες που ζούσαν σε σκηνές και παραπήγματα στη συνοικία, διεκδίκησαν την απόδοση των οικημάτων σε αυτούς. Σε περιπτώσεις σαν και αυτή, όπου το κράτος έπρεπε να εφαρμόσει την όποια πολιτική αποκατάστασης, η σύγκρουση συμφερόντων δημιουργούσε ένα ακόμα πεδίο προστριβών ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς.

    Η στάση των κρατικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της αποκατάστασης και στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, καθώς οι πρόσφυγες δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στον κρατικό μηχανισμό, γίνονταν αντιληπτή από τους πρόσφυγες ως εχθρική απέναντί τους λόγω της καταγωγής τους. Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου. Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923, είναι χαρακτηριστική:

    «Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […] Ήταν κατεργάρης, τα κατάφερνε θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γιαυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […] Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του. Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου μπήκα στο γραφείον του δια της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!»[11]

    Πέρα όμως από τις επιτάξεις ακινήτων, οι σχέσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους κατοίκους της Αθήνας δοκιμάστηκαν και από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που διενεργούσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Η οικιστική αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, απαιτούσε την εξεύρεση κατάλληλων εκτάσεων για να πραγματοποιηθεί.

    Στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών αναταραχών που προέκυπταν από τις επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, οι αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριναν τη λύση της δημιουργίας προσφυγικών συνοικισμών σε «ασφαλή» απόσταση από τον υπάρχοντα οικιστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά. Η επιλογή αυτής της λύσης συνεπαγόταν εκτεταμένες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς χαρακτηρίζονταν από τη σχεδόν παντελή απουσία δημόσιας περιουσίας, οι εκτάσεις αυτές έπρεπε να βρεθούν μέσω της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Λίλα Λεοντίδου, οι αρχές προχώρησαν σ’ ένα προμελετημένο και εσκεμμένο αποκλεισμό και γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων, καθώς «οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου τόσο από την ΕΑΠ, όσο και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης κατά το 1922 περιοχής».[12]

    Μετά την έλευση των προσφύγων δημιουργήθηκαν οι συνοικίες της Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Ν. Σμύρνης, Ν. Χαλκηδόνας, Περιστερίου, Καισαριανής, Βύρωνα, Υμηττού καθώς και μεγάλος αριθμός μικρότερων. Ουσιαστικά η άφιξη των προσφύγων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας πόλης, εξέλιξη που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας.

    Αν και σε πολλές περιπτώσεις ακολουθήθηκε η πολιτική της αγοράς ή απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών – π.χ. ο αρχικός πυρήνας της Ν. Ιωνίας δημιουργήθηκε σε ιδιοκτησία 1.230 στρεμμάτων που αγόρασε τον Αύγουστο του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου[13] – σε άλλες πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μικρών ιδιοκτησιών.

    Αυτές κυρίως οι περιπτώσεις, όπου η εγκατάσταση των προσφύγων έθιγε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, αποτέλεσαν άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης προσφύγων και γηγενών. Για παράδειγμα, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον Κοπανά, περιοχή στα σύνορα του Βύρωνα με τον Υμηττό, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των κατοίκων. Σε άρθρο αντιβενιζελικής εφημερίδας με τίτλο: «Από τα σκάνδαλα των απαλλοτριώσεων. Η συνοικία Κοπανά εν αναστατώσει. Απειλείται αιματοχυσία», γινόταν λόγος για το «κράτος των προσφύγων» το οποίο στερούσε από τους γηγενείς τις ιδιοκτησίες τους για να τις προσφέρει στους πρόσφυγες, οι οποίοι τις πουλούσαν εκ νέου «προς 50 και 60 δραχ. τον πήχυν» για να αποκομίσουν κέρδη.

    Η εφημερίδα κατηγορεί το βουλευτή της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων Ιασωνίδη και την ΕΑΠ, για την απόδοση ιδιοκτησιών στους διάφορους «Αρπαξόγλου και Αποζημιωσόγλου», χαρακτηρίζοντας την πράξη αυτή ως διωγμό των γηγενών. Ο αρθογράφος προειδοποιούσε ότι εάν δεν σταματούσε η κατεδάφιση κτιρίων από την ΕΑΠ, «ασφαλώς θα ευρεθώμεν τάχιστα προ εμφυλίου σπαραγμού εις την γωνίαν αυτήν των Αθηνών». Σύμφωνα με το άρθρο, οι γηγενείς κάτοικοι του Κοπανά έλαβαν την απόφαση να «αντιτάξουν την βίαν κατά της βίας, αποφασισμένοι να αποκρούσουν δια των όπλων, κάθε νέαν επιδρομήν των πειρατών αυτών της ξηράς». Η εφημερίδα ζητούσε την απόδοση δικαιοσύνης «εκτός εάν ο νέος υπουργός της Προνοίας φρονεί ότι οι γηγενείς πρέπει να μεταβληθούν εις δουλοπαροίκους των ψηφοφόρων του κ. Ιασωνίδου.»[14]

    *Διαβάστε αύριο το δεύτερο μέρος του αφιερώματος για το προσφυγικό ζήτημα στην μεσοπολεμική Αθήνα

    [1] Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων 1917-1920, Αθήνα, 1920, σ. 5.
    [2] Τη δεκαετία 1912-1922 κόστος της ελληνικής κοινωνίας σε ανθρώπινες ζωές ήταν μεγάλο. Χωρίς να υπολογίσουμε τις απώλειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες πάντως υπολείπονταν των δύο άλλων πολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας, στους Βαλκανικούς Πολέμους ο ελληνικός στρατός είχε απώλειες 8.200 ανδρών, ενώ στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.270 ανδρών, Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 51.
    [3] Σκριπ, 6 και 9 Σεπτεμβρίου 1922.
    [4] Εμπρός, 5 Δεκεμβρίου 1922.
    [5] Εμπρός, 21 Σεπτεμβρίου 1922, 1 Οκτωβρίου 1922 και 5 Δεκεμβρίου 1922.
    [6] Τασία Χρυσάφη – Ακερμανίδου, συνέντευξη στον γράφοντα 3-10-2006.
    [7] Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1989, σ. 48.
    [8] Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Β1: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 64.
    [9] Η Επαναστατική Επιτροπή αποτελούσε την αρχηγική ομάδα του στρατιωτικού κινήματος που ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, γνωστό ως «Επανάσταση του 1922». Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, ο συνταγματάρχης Σ. Γονατάς και ο ναύαρχος Αλ. Χατζηκυριάκος.
    [10] Απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 1922. Περισσότερα για το μέτρο της επίταξης βλ. Βίκα Δ. Γκιζέλη, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 69-87.
    [11] Παναγιώτης Σταμπούλος, αδημοσίευτο χειρόγραφο ημερολόγιο, Ιστορικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού, Δήμος Καισαριανής, σ. 106.
    [12] Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, σ. 209.
    [13] Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία παράμετρος της αστικής εγκατάστασης» στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1999, σ. 148.
    [14] Εμπρός, 21 Ιουλίου 1928.

  56. «Ο Μεταξάς έφθασε στο σημείο να επιβάλλει λογοκρισία στους πάντες και να διακόψει υποχρεωτικά και προληπτικά την κυκλοφορία των περισσότερων εφημερίδων στις επαρχιακές πόλεις της Βορείου Ελλάδος» σημειώνει και προσθέτει πως στη Θεσσαλονίκη, διέκοψαν την κυκλοφορία τους πολλές εφημερίδες της παλιάς φιλοβενιζελικής παράταξης, αλλά και εφημερίδες φιλοβασιλικές, όπως ο «Ταχυδρόμος» Βορείου Ελλάδος, το 1937.

    Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα για τους πρόσφυγες και τα προσφυγικά προβλήματα απλώς …εξαφανίστηκαν. Οι πρόσφυγες έχουν εξαφανιστεί, ως χαρακτηριστικό, ακόμη και από το αστυνομικό δελτίο. Τα κείμενα που εμφανίζονται εκείνη την εποχή, αρκούνται στο να εξυμνούν τις ενέργειες του Μεταξά για τη βελτίωση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς ή στα εργοστάσια και στους κάμπους, όπου εργάζονται.
    —————————————————–

    Θεσσαλονίκη: Η στάση των εφημερίδων της Θεσσαλονίκης απέναντι στους πρόσφυγες (1922-1940)
    27 Νοεμβρίου 2012 (12:02 UTC+2)

    Τον τρόπο που οι ημερήσιες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης «έβλεπαν» τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής- και όχι μόνο -αλλά και τα προσφυγικά προβλήματα που προέκυψαν στην πόλη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πραγματεύεται σε έρευνά του ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Βλάσης Βλασίδης.

    Η επιλογή της Θεσσαλονίκης για την έρευνα του συγκεκριμένου θέματος δεν είναι τυχαία, αφού η «Νύφη του Θερμαϊκού» ήταν η πόλη που δέχθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό προσφυγικών πληθυσμών.

    «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η συνακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορία των Νέων Χωρών, δηλαδή για τα εδάφη που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος με τους Βαλκανικούς Πολέμους» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ ο κ. Βλασίδης.

    «Η εγκατάστασή των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε ομαλά, ούτε ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο στη σύγχρονη ιστορία της πόλης. Προηγήθηκε η έξοδος της εξαρχικής κοινότητας, η μετακίνηση των μουσουλμάνων κατοίκων προς την κεμαλική Τουρκία και ολοκληρώθηκε με την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Επομένως, το διάστημα 1912-1944 αποτελεί μια περίοδο ουσιαστικά βίαιων πληθυσμιακών ανακατατάξεων» εξηγεί.

    Η Θεσσαλονίκη είχε υποδεχτεί κύματα προσφύγων και σε προηγούμενα χρόνια: από τα χωριά της Μακεδονίας, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, για να γλυτώσουν από τις πολεμικές επιχειρήσεις, όπως και από τις περιοχές που περιήλθαν στην κατοχή των στρατευμάτων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και από τα χωριά που εκκενώνονταν κατά τη δημιουργία των γραμμών του μετώπου. Επίσης, η καταστροφική πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη, το 1917, δημιούργησε δεκάδες χιλιάδες αστέγους, πρόσφυγες στην ίδια τους την πόλη.

    «Όλοι αυτοί, ήταν πρόσφυγες για σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, και να επιστρέψουν στις οικίες τους ή στην πατρίδα τους και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τις πολλές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους. Η αντιμετώπιση αυτών των προσφύγων εντασσόταν στο πλαίσιο του ανθρωπισμού και στην αντιμετώπιση των πρακτικών αναγκών που προέκυπταν από τις έκτακτες συνθήκες. Έτσι, τα θέματα αυτά δεν αποτελούσαν μέρος της κύριας θεματογραφίας των εφημερίδων, που παρέμεναν προσανατολισμένες στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις αλλαγές στο διεθνή χώρο» επισημαίνει ο ερευνητής.

    Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι πρώτοι πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη από την ανατολική Θράκη και από τη Μικρά Ασία. Ήταν και αυτοί μια ακόμη ενοχλητική συνέπεια ενός δράματος, κυρίως πολιτικού, εθνικού και στρατιωτικού, όπως επισημαίνει ο κ. Βλασίδης.

    Ο ίδιος εκτιμά ότι η κοινωνική διάσταση της προσφυγιάς, και οι συνέπειές της στην πόλη, δεν μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο σωστής εκτίμησης από τον Τύπο της εποχής. Βέβαια, όταν αργότερα ήλθαν και οι πρόσφυγες από τον Πόντο, οι ήδη παρόντες πρόσφυγες ήταν τόσο πολλοί, που κανένας δεν τους θεώρησε «προσωρινό πρόβλημα».

    «Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι πρόσφυγες στη Βόρειο Ελλάδα αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό θέμα για τον Τύπο της εποχής. Η αρχική άγνοια γρήγορα μετατράπηκε σε θέμα πρόσφορο για ρεπορτάζ, μέχρι τα χρόνια του Μεταξά. Οι εφημερίδες πρόβαλαν τη δεινή θέση των προσφύγων κι ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση υιοθετούσαν την άποψη ότι οι πρόσφυγες τύχαιναν πατρικής στοργής από την κυβέρνηση ή ήταν αφημένοι στη μοίρα τους» επισημαίνει ο ερευνητής.

    Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» κοντά στους πρόσφυγες

    Στην αρχή, οι περισσότερες εφημερίδες, όπως προκύπτει από την έρευνα, αγνόησαν το θέμα των προσφύγων ή δημοσίευαν αποσπασματικά σχετικές ειδήσεις. Η μόνη που αντιλήφθηκε νωρίς το μέγεθος και τη μονιμότητα της προσφυγιάς ήταν η βενιζελική «Εφημερίς των Βαλκανίων». Σε σχέση με τις άλλες εφημερίδες, στις δικές της στήλες εμφανίζονται το 1922 αρκετές ειδήσεις- μεταξύ άλλων -για τη μετακίνηση των προσφύγων, για τους τόπους διαμονής, τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και εκκλήσεις για κινητοποίηση των τοπικών Αρχών για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

    «Οι υπόλοιπες εφημερίδες επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στις πολιτικές εξελίξεις και τον ανταγωνισμό, όπως και στις διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος» αναφέρει ο κ. Βλασίδης. «Βέβαια, καθώς μεγάλωνε ο όγκος των προσφύγων και τα προβλήματα έπαιρναν το χαρακτήρα του επείγοντος, οι πρόσφυγες έκαναν την εμφάνισή τους και στις άλλες εφημερίδες. Ήταν, όμως, κυρίως ο προβληματισμός για την έλευση τόσων εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων και τη θέση τους σε μια ήδη πυκνοδομημένη Θεσσαλονίκη, κατεστραμμένη μάλιστα από την πυρκαγιά του 1917» προσθέτει.

    Με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης (30 Ιανουαρίου 1923) φάνηκε ότι η παρουσία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη θα ήταν μόνιμη- ή έστω για πολλά χρόνια. Ο όγκος τους σήμαινε ότι άλλαζαν τόσο τα πληθυσμιακά και τα κοινωνικά δεδομένα όσο και τα πολιτικά. Για το λόγο αυτό, δεν ήταν δυνατόν οι εφημερίδες να αγνοήσουν την ύπαρξη των προσφύγων και να μην ασχοληθούν με τις αλλαγές που επέφεραν αλλά και τα προβλήματά τους.

    «Ουσιαστικά, δημιουργήθηκε ένα νέο είδος ρεπορτάζ: το προσφυγικό. Όλες οι εφημερίδες- άλλες λίγο, άλλες κάπως περισσότερο κι άλλες σε μεγάλο βαθμό- άρχισαν να δημοσιεύουν ειδήσεις που αφορούσαν τους πρόσφυγες» τονίζει ο ερευνητής.

    Η κύρια πηγή ειδήσεων αποδείχθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η γνωστή ΕΑΠ, τις ανακοινώσεις της οποίας δημοσίευαν όλες οι εφημερίδες της εποχής. Επίσης, σημαντικές πηγές παραγωγής ειδήσεων ήταν η κυβέρνηση και όσες Αρχές ασχολούνταν- θεσμικά ή σε εθελοντική βάση- με τα ζητήματα των προσφύγων.

    Τελικά, όλες οι εφημερίδες δεν άργησαν να αναζητήσουν την είδηση στους ίδιους τους πρόσφυγες, η κατάσταση των οποίων ήταν τόσο διαφορετική από τον υπόλοιπο πληθυσμό της πόλης.

    «Ήδη, από το 1923 η ‘Εφημερίς των Βαλκανίων’ ξεκίνησε να καταγράφει τα προβλήματα των προσφύγων, με μια δημοσιογραφική επιτόπια έρευνα, μεγάλης έκτασης, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσίευε για πολλές μέρες στις στήλες της» αναφέρει ο κ. Βλασίδης.

    Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας αναδείχτηκαν τα πιο βασικά προβλήματα, όπως το πόσιμο νερό, η έλλειψη φαρμάκων και άλλου εξοπλισμού στα νοσοκομεία της πόλης, οι σχέσεις με τη δημόσια διοίκηση, καθώς υπήρχε πληθώρα καταγγελιών για κακή συμπεριφορά των υπαλλήλων προς τους πρόσφυγες κ.ά.

    Μία άλλη εφημερίδα, η «Νέα Αλήθεια», ασχολείτο- αλλά σε μικρότερο βαθμό -με τα προσφυγικά θέματα και έδινε μεγάλη βαρύτητα κυρίως στις αποζημιώσεις για τις περιουσίες των προσφύγων και στην εγκατάσταση των προσφύγων, μέσω της ΕΑΠ.

    Ωστόσο, η ‘Νέα Αλήθεια’ θεωρούσε τους προσφυγικούς συνοικισμούς ως αναπόσπαστα κομμάτια της πόλης. Γι αυτό και το καλοκαίρι του 1931, όταν πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα για τις γειτονιές και τις συνοικίες της Θεσσαλονίκης, συμπεριέλαβε και όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπως την Καλαμαριά, την Αρετσού, την Τούμπα, τη Μενεμένη, τη Νεάπολη, τη Βάρνα.

    Παρόμοια ήταν και η πολιτική της εφημερίδας «Μακεδονία», η οποία περιλάμβανε στην πολιτική γραμμή της «τη συμπαράσταση στο δράμα του προσφυγικού κόσμου μετά την καταστροφή, συνεχείς αγώνες, αδιάκοπες προσπάθειες». Η εφημερίδα φιλοξενούσε συχνά ειδήσεις για τους πρόσφυγες και τα προβλήματά τους, ειδικά αν αυτά δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Κατά καιρούς, η εφημερίδα έστελνε απεσταλμένους σε προσφυγικούς συνοικισμούς στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και σε άλλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας, όπως στις Σέρρες, το Κιλκίς και τη Δράμα. Επίσης, συχνά φιλοξενούσε δηλώσεις και συνεντεύξεις πολιτικών του προσφυγικού χώρου και με απλούς ανθρώπους.

    Άλλη μια εφημερίδα της εποχής, τα «Μακεδονικά Νέα», που προήλθαν από την αποχώρηση των περισσότερων συντακτών από τη «Μακεδονία» το 1924, δεν ήταν δυνατόν να έχουν άλλη πολιτική, συμπεραίνει ο κ. Βλασίδης. Σύντομα η εφημερίδα απέκτησε στήλη με τίτλο «Προσφυγικά», ενώ τα σημαντικότερα θέματα- ειδικά αυτά που αφορούσαν τις αποφάσεις και τις δράσεις των κρατικών φορέων για τους πρόσφυγες -φιλοξενούνταν στην πρώτη σελίδα.

    Τα προβλήματα των προσφύγων εμφανίζονταν συχνά και μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος», τα περισσότερα σχετικά άρθρα της οποίας αφορούσαν τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την ένταξή τους στην τοπική οικονομία. Υπήρχαν άρθρα για την εγκατάσταση των προσφύγων στις πόλεις και στην ύπαιθρο, για τη βελτίωση των συγκοινωνιών, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα κ.ά.

    Η αντιμετώπιση των προσφύγων από τον αντιβενιζελικό Τύπο

    Ερευνώντας τον αντιβενιζελικό Τύπο, ο κ. Βλασίδης διαπιστώνει ότι κι αυτός δεν έμενε απαθής απέναντι στους πρόσφυγες. Το «Φως», για παράδειγμα, φιλοξενούσε συχνά ειδήσεις και κείμενα άποψης για τους πρόσφυγες και πολλές φορές έστελνε συντάκτες στη μακεδονική ύπαιθρο για να καταγράψουν τις συνθήκες ζωής των προσφύγων.

    «Κύριος στόχος της εφημερίδας ήταν η ομαλή ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και αυτό αφορούσε τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο και το κράτος» αναφέρει ο κ. Βλασίδης. Μάλιστα, η εφημερίδα στηλίτευε την καθυστέρηση στη στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων, καθώς και την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και τις όποιες ατασθαλίες πραγματοποιούνταν εις βάρος των προσφύγων. Για τις λιγότερο σημαντικές ειδήσεις, η εφημερίδα είχε τη μόνιμη στήλη «Προσφυγικά».

    Μια άλλη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, του αντιβενιζελικού χώρου κι αυτή, ο «Ταχυδρόμος» Βορείου Ελλάδος, διατηρούσε στήλη με ανακοινώσεις για προσφυγικά θέματα κάθε είδους, αλλά με λόγο καταγγελτικό, έτσι ώστε να στρέφει τα βέλη κατά των βενιζελικών πολιτικών και της πολιτικής τους.

    «Ήρθαν για να μείνουν»

    Οι υπόλοιπες ημερήσιες εφημερίδες που εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ασχολούνταν επίσης (άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο) με τα προσφυγικά ζητήματα τη δεκαετία του 1920 και την ενσωμάτωση των προσφύγων στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1930.

    «Αυτή ήταν και η ουσιαστική αλλαγή της αντιμετώπισης των προσφύγων στη δεκαετία του 1930. Μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας Βενιζέλου -Ινονού καταλαβαίνουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που δεν ήθελαν να το παραδεχθούν νωρίτερα, ότι οι πρόσφυγες ήρθαν για να μείνουν και ότι η επάνοδος στους τόπους τους θα έμενε όνειρο απραγματοποίητο» αναφέρει ο κ. Βλασίδης σημειώνοντας πως «έτσι, ο Τύπος επικεντρώθηκε στα θέματα ενσωμάτωσης των προσφύγων στις τοπικές κοινωνίες, βλέποντας το ίδιο θέμα είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε κατά περίπτωση»

    Οι πρόσφυγες συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό τμήμα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης και ανήκουν πλέον στο αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων. Στήλες με τίτλο «Προσφυγικά» ή «Τα προσφυγικά ζητήματα», με θέματα όπως η δράση των οικοδομικών συνεταιρισμών, η θέση τους στο τοπικό πολιτικό σύστημα κ.λπ., αποκτούν ακόμη και εφημερίδες που αρχίζουν να εκδίδονται τη δεκαετία αυτή, όπως η «Απογευματινή», που κυκλοφορεί στις αρχές του 1933.

    «Μια δεκαετία μετά την έλευση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, κάθε εφημερίδα θεωρούσε υποχρέωσή της να κάνει μια έρευνα για τις συνθήκες ζωής των προσφύγων στην πόλη» επισημαίνει ο ερευνητής. «Αξιοσημείωτο για εμάς, αλλά όχι για την εποχή εκείνη, είναι ότι γίνεται μια προσπάθεια αποσιώπησης της προσφυγικής καταγωγής των κατοίκων των συνοικιών, καθώς αναφέρονται μόνο στην τωρινή κατάσταση των κατοίκων κι όχι στο παρελθόν τους. Αποφεύγουν να μιλήσουν για την καταγωγή τους, ακόμη και σε συνοικίες, όπως η Τούμπα και η Τριανδρία» επισημαίνει ο ερευνητής.

    Εντελώς διαφορετική πολιτική ακολούθησε η εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», που εξέδωσε ο Πέτρος Λεβαντής στις 14 Ιουνίου 1936, η οποία, εκτός των άλλων άρθρων για τους πρόσφυγες, πραγματοποίησε και ένα μεγάλο οδοιπορικό στα μέρη από όπου ήλθε ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων: Κωνσταντινούπολη, Ανατολική Θράκη και παράλια της Ιωνίας.

    Τη δεκαετία του 1930 και μέχρι την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, παρ’ όλο που τα προσφυγικά θέματα βρίσκονται στον ημερήσιο Τύπο, δεν αποτελούν πλέον την κύρια θεματολογία τους. Όλες οι τοπικές εφημερίδες αφιερώνουν πλέον πολύ περισσότερες σελίδες στη θέση και το ρόλο της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.

    «Είναι φανερό ότι οι πρόσφυγες έχουν αρχίσει να αποτελούν πλέον οργανικό κομμάτι της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον έτσι το έβλεπαν οι εφημερίδες, ενώ υπήρχε μεγάλος προβληματισμός για τους Εβραίους, που σχετίζεται και με την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία στη Γερμανία» υπογραμμίζει ο κ. Βλασίδης.

    Η τελευταία περίοδος του Μεσοπολέμου

    Απολύτως διακριτή, χαρακτηρίζει ο ερευνητής, την τελευταία περίοδος του Μεσοπολέμου, που ταυτίζεται με το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, ο οποίος επιδίωξε και πέτυχε να ελέγξει σε απόλυτο βαθμό όλες τις εφημερίδες.

    «Ο Μεταξάς έφθασε στο σημείο να επιβάλλει λογοκρισία στους πάντες και να διακόψει υποχρεωτικά και προληπτικά την κυκλοφορία των περισσότερων εφημερίδων στις επαρχιακές πόλεις της Βορείου Ελλάδος» σημειώνει και προσθέτει πως στη Θεσσαλονίκη, διέκοψαν την κυκλοφορία τους πολλές εφημερίδες της παλιάς φιλοβενιζελικής παράταξης, αλλά και εφημερίδες φιλοβασιλικές, όπως ο «Ταχυδρόμος» Βορείου Ελλάδος, το 1937.

    Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα για τους πρόσφυγες και τα προσφυγικά προβλήματα απλώς …εξαφανίστηκαν. Οι πρόσφυγες έχουν εξαφανιστεί, ως χαρακτηριστικό, ακόμη και από το αστυνομικό δελτίο. Τα κείμενα που εμφανίζονται εκείνη την εποχή, αρκούνται στο να εξυμνούν τις ενέργειες του Μεταξά για τη βελτίωση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς ή στα εργοστάσια και στους κάμπους, όπου εργάζονται.
    Πρόσφυγες δημοσιογράφοι

    Ανάμεσα σε αυτούς που ασχολήθηκαν με το προσφυγικό ρεπορτάζ την εποχή εκείνη, σπανίως υπήρχαν πρόσφυγες, παρότι αρκετοί εξέδιδαν εφημερίδες στην Κωνσταντινούπολη και την Ιωνία ή συνεργάζονταν με αυτές.

    «Φυσικά υπήρχαν κι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό» διαπιστώνει ο ερευνητής κι εξηγεί: «Ένας εξ αυτών ήταν ο Αρίστος Περίδης, που προσελήφθη από τον Βελλίδη ως αρχισυντάκτης στη ‘Μακεδονία’, στις 15 Μαρτίου το 1924. Ο Περίδης δεν μακροημέρευσε στη θέση αυτή, καθώς ο Βελλίδης άλλαζε πολύ συχνά τους αρχισυντάκτες. Έτσι, στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αρχισυντάκτης είχε γίνει ο Πέτρος Λεβαντής. Ο Περίδης συνέχισε την καριέρα του στον ‘Ταχυδρόμο’ Βορείου Ελλάδος».

    Άλλοι πρόσφυγες που εργάστηκαν σε εφημερίδες είναι ο Βασίλης Βεκιάρης, ο οποίος προσελήφθη το 1926 στο «Φως» και ασχολήθηκε με το αστυνομικό ρεπορτάζ, όπως και ο Αντώνης Γιαννιός στην «Εφημερίδα των Βαλκανίων». Όχι ακριβώς πρόσφυγες αλλά σίγουρα μέλη του ευρύτερου ελληνισμού ήταν ο Πέτρος Λούβαρης και ο Σταύρος Στάγκος των «Μακεδονικών Νέων», ο πρώτος από την Κωνσταντινούπολη και ο δεύτερος από τη Σωζόπολη.

    Δ. Ριμπά

    http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=19234

  57. Η κοινωνική ενσωμάτωση- σχέση με τους εγχώριους

    Ο Μπενάκης στέλνει χρήματα για τους πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
    Στη μεγάλη καταστροφή του Αυγούστου 1922, ο πατέρας μου από το Παρίσι, όπου είχε καταφύγει, μου έστειλε 5.000 λίρες (που έκαμνε 1.250.000 δρχ., αν η λίρα είχε 250 δρχ. ή 1.375.000, αν η λίρα πήγαινε 275 δρχ., που δε θυμούμαι πια καλά, ίσως να κατρακύλησε και χαμηλότερα η δραχμή). Τα χρήματα αυτά μου τα έστειλε τηλεγραφικώς, μ’ εντολή να τα ξοδέψω, κατά την κρίση μου, για τους κατεστραμμένους πρόσφυγες.

    Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σ. 121

    «…τίτλος ανυποληψίας το «πρόσφυγας»…»
    «Είμαστε Έλληνες όσο κι εδώ. Αλλά με το «πρόσφυγες» μας ξεχώρισαν, μας τοποθέτησαν στο περιθώριο της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το «πρόσφυγας», πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης, οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ’ αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε το «πρόσφυγας», δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες, εμείς τα είχαμε καταφέρει» (μαρτυρία Π. Καλαϊτζή).

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 177

    Σχέσεις προσφύγων και ντόπιων

    Με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω θέλησα να δείξω ότι η ελληνική κοινωνία βρέθηκε μπροστά σε ζητήματα δυσεπίλυτα, σε ζητήματα που, ενώ δεν ανατρέπουν δομές, ενώ υποτάσσονται στο κοινωνικό status quo, δημιουργούν ωστόσο παρενέργειες στην καθημερινή ζωή των γηγενών, πολύ περισσότερες από αυτές που δημιουργούν οι άλλες μέθοδοι της στεγαστικής πολιτικής. Επιτάξεις και συγκατοίκηση, όταν θεωρούνται στο επίπεδο της καθημερινότητας, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων μεταλλάσσονται σε σχέσεις φόβων, καχυποψίας, προκαταλήψεων και επιρροής στερεοτύπων, αντεγκλίσεων και ε­ντάσεων, φαίνεται ότι δεν τεκμηριώνουν αυτές τις στάσεις κοινωνικής ευαισθησίας και σύμπνοιας που θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπήρξαν και ότι οδήγησαν στην αμοιβαία αφομοίωση των δύο κοινωνικών μορφωμάτων, προσφύγων και ντόπιων. Όταν όμως θεωρούνται στο επίπεδο μιας γενικεύουσας προοπτικής του ευρύτερου φαινομένου, αποδεικνύουν περίτρανα την ύπαρξη μιας κοινωνίας με ανεκτικότητα, αντοχή και βαθύ αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας κοινωνίας που στάθηκε εντέλει ικανή να αφομοιώσει 1,5 σχεδόν εκατομμύριο πληθυσμού, πραγματοποιώντας ένα τεράστιο έργο αποκατάστασης και παραχωρώντας, ως ένα βαθμό, ακόμα και τα σχολεία της, ακόμα και τα ενδότερα της οικογενειακής της ζωής.

    Μένει να διερευνηθεί αν η διαφορά της κοινωνικής συμπεριφοράς στα δύο αυτά επίπεδα ανάλυσης εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο του φυσιολογικού και του αναμενόμενου, ή μήπως υποδηλώνει ίδιες της κοινωνίας μας εσωτερικές αντιφάσεις. Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 84-85

    ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
    Διαθέτουμε, επίσης, ένα ισχυρό θεωρητικό πλαίσιο, διατυπωμένο σε μελέτες για τα προβλήματα ενσωμάτωσης προσφύγων άλλων περιοχών, μεταναστών, μειονοτικών ομάδων ή ευρύτερων κοινωνικών κατηγοριών, για να μπορούμε να μελετήσουμε τον κόσμο των προσφύγων στη Σύρο, για το πώς οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους, πώς συγκροτούν την ταυτότητα τους στο νέο πλαίσιο εγκατάστασης, γιατί ενδεχομένως επιμένουν στην ταυτότητα τους αυτή κλπ. Οι σύλλογοι τους οποίους ιδρύουν δείχνουν την ανάγκη συσπείρωσης για την υπεράσπιση αυτής της ταυτότητας, καθώς και για τη διεκδίκηση ουσιαστικής κρατικής συνδρομής. Σε μια από τις συγκεντρώσεις που οργάνωσαν οι σύλλογοι αυτοί, κατακρίθηκε η αστοργία των μετά το 1922 κυβερνώντων, οι οποίοι θυμούνται τους πρόσφυγες όταν επρόκειτο να ζητήσουν την ψήφο τους. Στο σχετικό ψήφισμα που εγκρίθηκε για να σταλεί σ’ όλες τις αρχές, σημειώνεται ότι «οι πρόσφυγες, χορτάσαντες υποσχέσεις, δηλούν ότι δεν θα ψηφίσουν εάν δεν καταβληθή η αποζημίωσις αυτών ή, εάν ψηφίσωσι, θα μαυρίσωσι πάντας τους από 1922 και εντεύθεν κυβερνήσαντας». Τρεις τουλάχιστον τέτοιοι σύλλογοι / σωματεία εντοπίζονται με έδρα την Ερμούπολη: Η Ένωσις Προσφύγων Νομού Αϊδινίου, ο Μικρασιατικός Σύλλογος Κυκλάδων και η Παμπροσφυγική Ένωσις Κυκλάδων.

    Ωστόσο, θέματα όπως αυτό της ταυτότητας, δεν μπορούν να διερευνηθούν πληρέστερα χωρίς την προσφυγή και τη μαρτυρία των ίδιων των προσφύγων. Οι συνάδελφοι που εργάζονται στα ΓΑΚ, Αρχεία Νομού Κυκλάδων, έχουν αναλάβει τη συγκέντρωση, βάσει ειδικού ερωτηματολογίου, αυτών των μαρτυριών από εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης γενιάς των προσφύγων.

    Χ. Λούκος, «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ερμούπολη», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σ. 210

    ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
    «Μείναμε στην προσφυγική συνοικία ‘Χωράφια’. Από τον Κήπο που μέναμε ήταν καλύτερα, αλλά ένα δωματιάκι μας έδωσαν με τόσα άτομα μέσα, που ήταν εξαθλίωση. Προσφυγικός συνοικισμός: πείνα, αρρώστιες και δυστυχία. Όσοι έπεσαν στα προσφυγικά σπίτια και δεν γλίτωσαν γρήγορα από αυτά, έμειναν στάσιμοι. Η παράγκα ρήμαξε το ηθικό του κόσμου, του αφαίρεσε την όρεξη για ζωή, τον συμβίβασε με την ανέχεια και τη φτώχεια. Τον έκανε βαθιά μέσα στην ψυχή του να νιώθει πρόσφυγας. Οι παράγκες της προσφυγιάς ήταν η ντροπή μας» (μαρτυρία Τ. Κακλαμάνου).

    «Μια ολόκληρη γενιά είδε να καταστρέφεται η υγεία της και να φθείρεται η ζωή της μέσα στα ανήλιαγα και ανθυγιεινά κατώγια, που μόνο κατ’ ευφημισμό λέγονταν κατοικίες. Εκεί ένιωσε ο Αϊβαλιώτης ότι ήταν πρόσφυγας, δηλαδή πολίτης στην Ελλάδα δεύτερης κατηγορίας κι όχι Έλληνας, όπως πίστευε όταν ερχόταν» (μαρτυρία Ε. Γόνατα).

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σσ. 165-166

    Η ΛΕΞΗ «ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ» ΕΙΧΕ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙΡΟ
    «Οι γονείς μου, επειδή δεν κατόρθωσαν να βγάλουν έξω από τις Κυδωνιές σχεδόν τίποτε, αναγκάστηκαν να πάνε σε προσφυγικό σπίτι. Αλλά ο πατέρας μου, άνθρωπος καλοζωισμένος, το έφερε βαρέως και δεν το άντεξε. Τη μια μέρα μπήκαμε μέσα, το 1928 ήταν, και την επόμενη πέθανε. Σε λίγο φύγαμε κι εμείς από εκεί. Μόλις ένας Αϊβαλιώτης τακτοποιόταν σε εργασία, το πρώτο πράγμα που έκανε μέσα στους πρώτους έξι μήνες, αν είχε πάει σε συνοικισμό, ήταν να βρει σπίτι και να φύγει. Οι δικοί μας είχαν σπουδαία μόρφωση και εμπορική κατάρτιση και έτσι δεν άργησαν καθόλου να αποκατασταθούν. Σκέφτομαι όμως καμιά φορά, αν θα ήταν καλύτερα για να διατηρηθεί η αϊβαλιώτικη ιδέα, αν είχαμε μπει όλοι μαζί σ’ ένα συνοικισμό, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε προάστιο όπως έγινε με τη Νέα Σμύρνη. Κι έπειτα λέω το ότι σκορπίσαμε σ’ όλη την Αθήνα δεν έχει σημασία, αφού βρεθήκαμε με τον σύλλογο και την εφημερίδα μας. Εκείνο που είχε τότε σημασία ήταν να υποφέρουμε το λιγότερο από τις συνθήκες, ώστε να μη δημιουργηθούν τραύματα και να μπορέσουμε γρήγορα να ενεργοποιηθούμε κοινωνικά. Το περιχαράκωμά μας σ’ έναν συνοικισμό και η διαρκής επαφή μεταξύ μας μαζί με τα καλά της θα μπορούσε να κοστίσει στην κοινωνική θέση και στη ζωή της δεύτερης γενιάς. Ήταν ανάγκη να εξαλειφθεί το ‘πρόσφυγας’. Η αποκατάσταση μας έγινε είτε με την αποζημίωση είτε με δάνειο είτε και μόνο με την προσωπική μας εργασία, χωρίς να πάρουμε τις δουλειές των ντόπιων. Το δικό μας δυναμικό αξιοποιήθηκε εκεί όπου δεν υπήρχε προσφορά των ντόπιων» (μαρτυρία Π. Βαλσαμάκη).

    «Είπε η μητέρα μου στον πατέρα μου: Εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά στα προσφυγικά. Τα παιδιά μας πρέπει να πάρουν σωστή μόρφωση, γι’ αυτό φύγαμε από τη Μυτιλήνη και όχι να τα δακτυλοδείχνουν σαν προσφυγάκια» (μαρτυρία Σ. Μαυρούλια).

    «Πολλές οικογένειες τότε προτίμησαν να στερηθούν ακόμη περισσότερο, αλλά να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία της εποχής και όχι στα δημόσια. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να τους αποδοθεί η προσφυγική ιδιότητα. Φανταστείτε πόσο άλλαξε η νοοτροπία μας μέσα σε λίγα χρόνια. Τώρα όλοι είμεθα υπερήφανοι ακριβώς διότι υπήρξαμε πρόσφυγες, δηλαδή, Μικρασιάτες» (μαρτυρία Β. Κουκουνάρα).

    «Μας ήθελαν πρόσφυγες, δηλαδή ζητιάνους. Δεν μας έλεγαν έτσι γιατί είχαμε προσφύγει, καταφύγει στην Ελλάδα. Πόση ντροπή νιώθαμε! Δεν μας έλεγαν ας πούμε οι ‘διωγμένοι’ ή οι ‘Μικρασιάτες’. Είπε κανείς τους Κύπριους, που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την τουρκική κατοχή, ‘πρόσφυγες’; Όχι βέβαια, το ‘Κύπριοι’ ήταν αρκετό. Και γιατί το ‘Μικρασιάτες’ δεν ήταν αρκετό για να δηλώσει τη δική μας κατάσταση; Μας έλεγαν πρόσφυγες για να χαρακτηρίσουν την ένδεια μας» (μαρτυρία Φ. Μαστιχιάδη).

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 175, 177

    «…γινόμαστε στόχος τραγικής σάτιρας για το ήθος των Μικρασιατισσών…»
    «Οι Κυδωνιάτες ήταν ικανοί για Τέχνες και Γράμματα και όχι για μεγαλοβιομήχανοι και εισαγωγείς. Την πολιτισμική προσφορά μετρούσαν κι όχι την πολιτική των οικονομικών διεκδικήσεων. Να φανταστείτε ότι μόλις οι συντοπίτες μας πήραν την αποζημίωση το ένα τρίτο από εκείνη που έπρεπε πήγαν και αγόρασαν έπιπλα και πίνακες και βιβλιοθήκη και ηλεκτρικά είδη για να φτιάξουν το περιβάλλον τους. θα έλεγα ότι σε σύγκριση με τους ντόπιους αυτός ήταν πολιτισμός. Κι ήταν πολύ πικρό να βλέπουμε στη σκηνή των αθηναϊκών επιθεωρήσεων ότι γινόμαστε στόχος τραγικής σάτιρας για το ήθος των Μικρασιατισσών ή για τις συνήθειες μας» (μαρτυρία Π. Βαλσαμάκη).

    Αννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 176

    «Η υδροδότηση του συνοικισμού…»
    Η υδροδότηση του συνοικισμού δεν επιβάρυνε στην αρχή τους κατοίκους αλλά το δημόσιο, που έστελνε το σχετικό ποσό στο δήμο. Όταν η ροή αυτή σταμάτησε, ο δήμος αρνήθηκε να καταβάλει αυτός τη δαπάνη με το αιτιολογικό ότι και άλλες συνοικίες ήταν εξίσου φτωχές. Ήδη όμως βρισκόμαστε στο 1936 και ίσως η απόφαση αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου να αντανακλά μια αλλαγή στη στάση των Ερμουπολιτών απέναντι στους πρόσφυγες. Ενώ δηλαδή τους συνέδραμαν με ποικίλους τρόπους στην κρίσιμη φάση της άφιξης και πρώτης εγκατάστασης, φαίνεται ότι σταδιακά, και κυρίως όταν η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 έπληξε ισχυρά την πόλη, άρχισαν να αρνούνται την αντιμετώπιση τους με κριτήρια διαφορετικά, πιο ευνοϊκά, από αυτά που ίσχυαν για άλλους, εξίσου δοκιμαζόμενους κατοίκους της πόλης.

    «Πρόσφιγγες και πρόσφυγες, μαζώματα και ακρίδες και βενιζελόμουτρα…»

    Το 1931 τα ανταλλάξιμα κτήματα παραχωρήθηκαν με συμβόλαια ιδιοκτησίας στους πρόσφυγες, αλλά και σε ακτήμονες της Λέσβου. Οι πρόσφυγες Αϊβαλιώτες πίστευαν ότι αδικούνταν με αυτή τη διευθέτηση κι έχοντας στο μεταξύ στείλει και Αϊβαλιώτη βουλευτή στη Βουλή, τον γιατρό Κ. Σίμο, συγκρότησαν αμέσως Επιτροπή και ξεσηκώθηκαν για να σταματήσει η διαδικασία της παραχώρησης των ανταλλάξιμων στους ντόπιους ακτήμονες.

    Έστειλαν τηλεγραφήματα στην κυβέρνηση με την έμμεση απειλή ότι θα βρουν τρόπο να διεκδικήσουν από μιαν επόμενη κυβέρνηση, την οποία βέβαια θα υποστήριζαν με την ψήφο τους, τα νόμιμα δικαιώματα τους. Και για να αποδείξουν ότι στο αίτημα τους αυτό ήταν όλοι ενωμένοι υπέγραφαν ως «Κοινότης Κυδωνιών και Μοσχονησίων», τίτλος όμως που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού δεν είχαν κατορθώσει να εγκατασταθούν όλοι σ’ ένα χωριό και να αποτελέσουν μια κοινότητα μαζί με τους Μοσχονήσιους. Η απογοήτευση των προσφύγων ήταν μεγάλη. Πίστευαν ότι είχαν χάσει την πατρίδα τους εξαιτίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ότι αντί να βρουν κατανόηση και συμπαράσταση εισέπραξαν την κακοπιστία των ντόπιων και του Ελληνικού Δημοσίου.

    «Πρόσφιγγες και πρόσφυγες, μαζώματα και ακρίδες και βενιζελόμουτρα, αλλά εμάς χαλάσανε την πατρίδα μας, το Αϊβαλί, και φύγανε από εδώ οι Τούρκοι κι ήρθαμε εμείς κι έγιναν κι οι ντόπιοι, οι ξεβράκωτοι, νοικοκυραίοι. Εμάς εκμεταλλεύτηκαν, αλλά και πάλι νοικοκυραίοι σαν εμάς δεν έγιναν». Η κυβέρνηση Βενιζέλου τελικά παραχώρησε, το χειμώνα του 1930, παρά τις έντονες αντιδράσεις των αγροτών Αϊβαλιωτών και των άλλων προσφύγων, κλήρο στους ντόπιους ακτήμονες. Η παραχώρηση αυτή επέδρασε κατευναστικά πάνω στους ντόπιους και έμμεσα ωφέλησε τους πρόσφυγες, αφού μειώθηκε κάπως η ένταση που δημιουργούσαν οι συγκρουόμενες διεκδικήσεις των ανταλλάξιμων κτημάτων στα μεικτά χωριά.

    «Κλήρο δεν πήραμε μόνο εμείς, αλλά και οι ακτήμονες. Γι’ αυτό όταν λέγανε ότι: Ήρθαμε πρόσφυγες για να τους φάμε το ψωμί’, εμείς τους λέγαμε ότι: Εμείς είμαστε εκείνοι που ξεσπιτωθήκαμε και γίναμε αφορμή να φύγουν οι Τούρκοι από ‘δω για να πάρουν και αυτοί κτήμα, που σ’ εμάς, στο Αϊβαλί, είχε και ο φτωχότερος’».

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σσ. 158-159

    «…πολίτες δεύτερης κατηγορίας»
    Στη Μυτιλήνη λειτούργησε το «Μεικτόν Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Επαρχίας Κυδωνιών Μοσχονησίων και πέριξ», που αντικατέστησε το σύλλογο «Κοινότης Κυδωνιών, Μοσχονησίων και πέριξ». Στο αρχείο της Ενώσεως Κυδωνιατών σώζεται η αλληλογραφία του Συμβουλίου και τα πρακτικά των συνεδριάσεων του από την 26η Απριλίου 1926 μέχρι και τη 16η Οκτωβρίου 1933, που έπαψε να λειτουργεί. Εκεί είναι καταγραμμένα λεπτομερώς όλα τα στοιχεία των Αϊβαλιωτών που κατέφευγαν στο Συμβούλιο για να αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας και να επαληθεύσουν κληρονομικά δικαιώματα. Ακολουθείτο, σ’ όλες τις περιπτώσεις, ένα είδος ανακριτικής διαδικασίας για την εξακρίβωση και την επαλήθευση των στοιχείων που προσκόμιζαν οι μάρτυρες. Τις αποφάσεις του το Μεικτό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο παρέπεμπε στη Δευτεροβάθμια Επαρχιακή Επιτροπή για την περιφέρεια Κυδωνιών, που είχε συστήσει η Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας. Η απόφαση αυτή ήταν το έγκυρο έγγραφο που οι δημόσιες υπηρεσίες λάμβαιναν υπόψη τους για τον καθορισμό των αποζημιώσεων των δικαιούχων αγροτών και των αστών Αϊβαλιωτών. Η επαφή των προσφύγων με το ελληνικό δημόσιο και τη γραφειοκρατία που είχε δημιουργηθεί τους αποθάρρυνε εντελώς και τους έκανε να νιώθουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 157

    «…η πενία μας καθιστούσε πρόσφυγας εις τα όμματα των εντοπίων»
    «Όταν πήραμε τα ψυχία της αποζημιώσεως αντί να τα χρησιμοποιήσουμε προς βελτίωσιν της τροφής μας, τα εδαπανήσαμε σε λούσα και έπιπλα, όπερ προδίδει τον αυτοσεβασμόν μας. Έτσι όμως εφθάρη ακόμη περισσότερον ο ήδη εξαντλημένος οργανισμός μας που είχε ανάγκη από καλή τροφή και ξεκούραση. Αλλά δεν θεωρώ τυχαίον ότι με τις αποζημιώσεις στολίστηκαν τα σπίτια μας. Διότι επιστεύομεν ότι η πενία μας καθιστούσε πρόσφυγας εις τα όμματα των εντοπίων» (μαρτυρία Α. Κερεστεντζή).

    Αννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 176

    «…δεν ήθελαν να μείνουν σε προσφυγικό συνοικισμό»
    «Ήθελα να εργαστώ και πήγα στο Υπουργείο Πρόνοιας που ο υπουργός, ο γιατρός Ορφανίδης, ήταν φίλος του πατέρα μου. Εργάστηκα στην Υπηρεσία Στεγάσεως Προσφύγων. Να φανταστείτε ότι ο συνοικισμός του Αιγάλεω στα πρώτα παραχωρητήρια που έγιναν στο υπουργείο γραφόταν «Νέαι Κυδωνίαι», αλλά οι Αϊβαλιώτες ούτε που καταδέχτηκαν να ενδιαφερθούν ούτε καν αιτήσεις δεν έφεραν. Αν είχαν πάει στο συνοικισμό δεν θα είχαμε έτσι σκορπίσει και χαθεί, θα είχαμε αλληλεγγύη. Λέγανε ότι δεν πάνε, γιατί θα πλημμύριζε κάποτε το ποτάμι και αποκαλούσαν την περιοχή «ντάμια». Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελαν να μείνουν σε προσφυγικό συνοικισμό. Τους έπεφτε ντροπή. Εγώ προσπάθησα να δώσω το παράδειγμα μαζί μ’ έναν θείο μου Γόνατα, αξιωματικό της Αεροπορίας. Αυτό που καταφέραμε ήταν να έρθουν κοντά μας 50 εργατικές οικογένειες που έφυγαν το 1937 από τη Μυτιλήνη, γιατί είχε πέσει ανεργία. Λοιπόν ξέρετε τι έγινε; Μετά τον πρώτο χρόνο πούλησαν κι αυτές τον κλήρο τους και πήγαν σε συνοικίες που δεν υπήρχε ίχνος πρόσφυγα. Αν βρείτε μια οικογένεια στο Αιγάλεω σήμερα αϊβαλιώτικη θα είναι κατόρθωμα» (μαρτυρία Ο. Καλδή).

    Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 174

    «…οι λεγόμενοι εύποροι πρόσφυγες να εξώνονται από τα νοικοκυριά των γηγενών»

    Έτσι, από την 1η Ιουνίου 1923 ο νόμος επιβάλλει οι λεγόμενοι εύποροι πρόσφυγες να εξώνονται από τα νοικοκυριά των γηγενών. Η πραγματικότητα όμως διασκεδάζει τις βουλήσεις του νομοθέτη: Καθώς οι εξώσεις είναι θεωρητικές και ανεφάρμοστες στην πράξη, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να δημιουργηθεί πεδίο προστριβών από τα πιο έντονα, ανάμεσα στους αυτόχθονες ιδιοκτήτες και τους πρόσφυγες ενοικιαστές.

    Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 74-78

    http://www.de.sch.gr/mikrasia/keimkoin.htm

    http://pontosforum.fr.yuku.com/topic/5285#.Ut1cm9L8KmU

  58. Η διαδικασία υποδοχής – η στέγαση

    Η στέγαση των προσφύγων τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα

    Κατά τις πρώτες ώρες της μικρασιατικής τραγωδίας, η πρώτη δραστηριοποίηση από πλευράς ελληνικών αρχών ήταν η συλλογή τροφίμων και χρημάτων για να περιθάλψουν τα ράκη που αποβιβάζονταν από το «Καρνάκ» και τη «Φρυγία», τα δυο πρώτα ξένα ατμόπλοια που κατέπλευσαν στον Πειραιά. Όπως ήταν φυσικό, εξίσου πρωταρχική ενέργεια υποδοχής ήταν η παραχώρηση, όπου υπήρχαν, των υπόστεγων του Πειραιά, των προτεσταντικών εκκλησιών της πόλης και κάποιων αιθουσών του Τζάννειου Νοσοκομείου. Και πάρα πολύ σύντομα, στις εφημερίδες της 2ας Σεπτεμβρίου, πλάι στις ειδήσεις για τη «Σμύρνη που καίγεται», τους «χριστιανούς που σφαγιάζονται» και τον Βενιζέλο που «αγωνίζεται να σώσει τη Θράκη», διαβάζουμε στα ψιλά γράμματα ότι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης «μελετάται η τροποποίηση του ενοικιοστασίου», στο σημείο που αφορά στην υπενοικίαση των δωματίων. Ακόμη, στο Ελεύθερον Βήμα παρουσιάζεται από τις πρώτες κιόλας μέρες «προσφορά δωματίου εντός κατοικίας», αλλά υπό τον εξής όρο: το δωμάτιο προσφέρεται «για ενοικίαση από οικότροφο προσφυγοπούλα». Τα δείγματα αυτά είναι οι προάγγελοι, κατά κάποιον τρόπο, των επικείμενων επιτάξεων, έστω και αν για την ώρα μάλλον δε φαίνεται να υπάρχει σαφής αντίληψη στο κράτος και στην κοινή γνώμη περί της εκτάσεως των γεγονότων. Στο μεταξύ οι καταλήψεις επεκτείνονται σε κάθε κενό, δημόσιο χώρο.

    Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων»,στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Επιστημονικό Συμπόσιο,εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,Αθήνα 1997, σσ. 71-72

    ΑΡΧΕΙΟ Π.Σ. ΔΕΛΤΑ

    Στο μεταξύ είχαν συλλάβει και φυλακίσει Γούναρη, Στράτο και Σία, και είχε σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση με πρόεδρο το Σωτήρη Κροκίδα. Υπουργός της περιθάλψεως διορίστηκε ο Απόστολος Δοξιάδης.

    Μόλις ανέλαβε το Υπουργείο, έκανε μιαν ανακοίνωση, που ζητούσε απ’ όλες τις κυρίες, σωματείων και άλλων, που διέθεταν χρήματα για τους πρόσφυγες, να παν την τάδε μέρα στο υπουργείο του, ώστε να συνεννοηθούν, και να μη σκορπιέται η δουλειά, να συντονιστεί και να γίνεται αποτελεσματικότερη η περίθαλψη.

    Εγώ δεν ήμουν σε κανένα σωματείο. Αλλά είχα χρήματα. Πήγα. Ήταν όλες βασιλικές. Ήμουν η μόνη αντίθετη. Γιατί σαν έπεσε ο Βενιζέλος την 1η Νοεμβρίου του 1920 και ήλθε ο Ράλλης και ύστερα από λίγες μέρες ο Γούναρης («Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά!»), έπαυσαν όλες τις βενιζελικές κυρίες απ’ όλα τα σωματεία. Τους έστειλαν, δηλαδή, ένα χαρτί όπου έγραφαν, λ.χ. «Παύεται η Ελένη Κολοκυθοπούλου», χωρίς καν τη λέξη «κυρία», σα να ήταν υπηρετικά που διώχνονται για καταχρήσεις.

    Βρέθηκα μόνη, σε κύκλο εχθρικό, όπου οι περισσότερες μου ήταν άγνωστες, με μόνο τον υπουργό ομοϊδεάτη.

    Ήταν μεταξύ άλλων η κυρία Κεφάλα, η Παπαδοπούλου, το γένος Καραβοπούλου (κόρη του γνωστού τσιγάρα της Αλεξάνδρειας), παντρεμένη [με] δικαστή των μικτών δικαστηρίων της Αλεξάνδρειας, που είχε γίνει το δεξί χέρι της Σοφίας, και με χαιρέτησε προστατευτικά. Ήταν η Νότα Μελά, που ήλθε και κάθησε κοντά μου, και άλλες που δε θυμούμαι.

    Ευγενικά, με το γλυκύτερο τρόπο, μας είπε ο Δοξιάδης πως δεν εννοούσε να πάρει από κανένα σωματείο το ταμείο, ούτε να επιβάλει τρόπο εργασίας. Ζητούσε μόνο τη «συνεργασία» μεταξύ των σωματείων, με τρόπο που να μη βοηθούνται διπλά και τρίδιπλα τα ίδια πρόσωπα, ενώ άλλα έμεναν αβοήθητα. Και ρώτησε κάθε κυρία τι ποσά διέθετε.

    Η κάθε μια είχε φέρει τους λογαριασμούς της· δήλωνε η μια 5.000 δρχ., η άλλη έξι, άλλη δέκα, μια ένδεκα, άλλη δεκαπέντε. Δεν νομίζω καμιά να είχε είκοσι χιλιάδες. Ήταν αποστραγγισμένα τα ταμεία από τη διαχείριση της Σοφίας. Μόνη εγώ δεν είχα μιλήσει. Τελευταία με ρώτησε ο Δοξιάδης: «Εσείς, κυρία Δέλτα, ποιο σωματείο αντιπροσωπεύετε;»

    Όλες γύρισαν με περιέργεια στη μόνη βενιζελική.

    «Κανένα, κύριε Υπουργέ», του αποκρίθηκα.

    «Γιατί λοιπόν είστε εδώ;»

    «Γιατί έχω χρήματα. Διαθέτω χρήματα που μου έστειλε ο πατέρας μου».

    «Πόσα;»

    «Ενάμισυ εκατομμύριο».

    Ανατριχίλα πέρασε στο ακροατήριο. Το περίμενα και το απήλαυσα. Αργότερα, μια μέρα που ξαναντάμωσα την κυρία Κεφάλα, μου θύμισε τη σκηνή. Σκασμένη στα γέλια μου είπε:

    «Εμείς οι κακομοίρες, φθάναμε με τις πενιχρές μας πέντε, κ’ έξι και τρεις χιλιαδούλες και νομίζαμε πως φέρναμε βοήθεια, γιατί αντιπροσωπεύαμε κοτζάμ σωματεία. Κι εσείς δεν αντιπροσωπεύατε τίποτα. Και σας ρωτά ο Δοξιάδης γιατί ήσασταν εκεί, και μας βγάζετε ενάμισυ εκατομμύριο. Εμείς δεν ξέραμε πού να χωθούμε! Λέγαμε να μας καταπιεί το πάτωμα! Και το είπατε τόσο ήσυχα, σα να φέρνατε εκατό δραχμίτσες!» Και πρόσθεσε μαριόλικα: «Δεν μπορώ να πω πως η παρουσία σας μας ευχαρίστησε όλες, εμάς τις αντίθετες!» Αυτό το είχα αντιληφθεί από την αρχή και ακόμα περισσότερο όταν έκανα τη δήλωση πως έχω ενάμισυ εκατομμύριο. Σούσουρο πνιγμένο πέρασε ανάμεσα στις παρούσες κυρίες, και άλλη τεντώθηκε, άλλη έσφιξε τα χείλια της, όλες δυσαρεστήθηκαν.

    Και σηκώθηκε ο Δοξιάδης, και ήλθε και μου έσφιξε το χέρι, και βουρκωμένος μου είπε: «Αν είχαμε δέκα Μπενάκηδες, ελύαμε το προσφυγικό πρόβλημα». Και τότε, γλυκόξυνα με συγχάρηκαν οι κυρίες, και όσες είχαν πάρει προστατευτικό απέναντι μου ύφος, το έχασαν, οι κακομοίρες!

    Ο Δοξιάδης δε μας ζήτησε τα χρήματα μας. Μας είπε μόνο ποιες ήταν οι επείγουσες ανάγκες, και σ’ όποια του τις ζήτησε, έδωσε συμβουλές. Μα οι επείγουσες ανάγκες ήταν φοβερές! Ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, χωρίς προστάτη άντρα, φορτωμένα όμως γέρους, τρελούς, σακάτηδες, ηλίθιους, αρρώστους με σαδική κακεντρέχεια άφησαν οι Τούρκοι να φύγουν όλοι οι ανάπηροι, όλη η σαβούρα, ενώ κρατούσαν ή σκότωναν όλους τους γερούς άντρες ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, πεινασμένα, γυμνά, άρρωστα, στοιβάζουνταν στα σχολεία, στις εκκλησίες, σ’ όλα τα κτίρια που μπορούσε να διαθέσει η κυβέρνηση.

    Ο Πλαστήρας είχε βγάλει μια διαταγή, κάθε οικογένεια να στεγάσει όσους μπορούσε, έναν, δύο, δέκα, όσους σήκωναν τα μέσα της και μπορούσε να θρέψει. Στο κτήμα του πατέρα μου, στην Κηφισιά, στεγάσαμε 4050 και τους ανοίξαμε συσσίτιο. Εμείς πήραμε 15 στο δικό μας. Ο φτωχός μας περιβολάρης ανέλαβε δυο. Κι έτσι όλη η Αθήνα και ο Πειραιεύς.

    Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 132-133

    Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ Η ΙΔΙΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
    Μια αποστολή είχε φύγει, όταν ένα απόγεμα παρουσιάστηκε στο σπίτι μας ο Η. Β. Hill, της Αμερικανικής Σχολής. Βρέθηκα στον κήπο σαν ήλθε, και με το πλατύ του ανειλικρινές χαμόγελο, μου άρχισε κουβέντες για τούτα και κείνα, και απαντούσα μετρώντας τα λόγια μου. Και ξεσκεπάζοντας, τέλος, τους σκοπούς του, μου είπε:

    «Έρχομαι εκ μέρους της βασίλισσας Σοφίας. Έμαθε πως διαθέτετε χρήματα και είστε ευδιάθετη να τα ξοδέψετε για τους απόρους. Είναι αλήθεια;»

    «Για τους πρόσφυγες», διόρθωσα. «Ναι, είναι αλήθεια, μου έστειλε χρήματα ο πατέρας μου».

    «Γνωρίζετε τη διαταγή της βασίλισσας, να της σταλούν όσα χρήματα διαθέτουν όλοι για τους απόρους;»

    «Τη γνωρίζω».

    «Της εστείλατε τα χρήματα που διαθέτετε;»

    «Όχι».

    «Νομίζω καλό να της τα στείλετε, θα συγκεντρωθεί η δουλειά σ’ ένα ταμείο, σ’ ένα χέρι, δε θα σκορπιέται σε άτακτες προσπάθειες όπου πολλοί κάνουν την ίδια δουλειά. Και ξέρετε», πρόσθεσε με το ίδιο διφορούμενο χαμόγελο του, «από διοργάνωση ξέρει η βασίλισσα, και ό,τι κάνει, το κάνει καλά. Δεν θα πάγει στράφι ούτε μια δραχμή…»

    «Ούτε όμως και στους πρόσφυγες», διέκοψα, «και βλέπετε, η διαταγή του πατέρα μου είναι να ξοδευτούν τα χρήματα αυτά για τους πρόσφυγες». Με κοίταζε πάντα με το διπρόσωπο χαμόγελο του που πλάταινε ακόμα το πλατύ του πρόσωπο. Μου άναψε τα αίματα μου.

    «Ακούσετε δω, κύριε Χιλλ», του είπα. «Ξέρω πως τα χρήματα που δίνονται στη βασίλισσα και που ξοδεύει εκείνη, παν όλα στους επιστράτους, που απ’ αυτούς περιμένει να την υπερασπίσουν εναντίον της λαϊκής οργής που νιώθει γύρω της. Από μένα δε θα πάρει μια πεντάρα. Ο πατέρας μου μου έστειλε χρήματα να βοηθήσω πρόσφυγες. Δε θα τα δώσω στους δολοφόνους του, τους επιστράτους, που έβγαλε ο Βασιλεύς από τις φυλακές στα Νοεμβριανά για να τον σκοτώσουν. Μ’ εμποδίζει η βασίλισσα να εργαστώ. Το κέφι της! Αλλά για να πάρει χρήματα από μένα, ας μην το περιμένει. Και σα θέλετε, πείτε της το, δε θα της δώσω μια πεντάρα. Τα στέλνω πίσω στον πατέρα μου, μα δεν της τα δίνω. Πείτε της το». Μια στιγμή δεν αποκρίθηκε αυτός. Σάστισε νομίζω. Ύστερα είπε:

    «Έχετε άδικο φοβούμαι. Η φτώχια είναι φρικτή, οι ανάγκες μεγάλες».

    «θα κάνω ό, τι μπορώ ιδιαιτέρως».

    «Ναι… ξέρετε πως αυτό απαγορεύεται;»

    «Το ξέρω. Μα για να μου πάρει τα χρήματα η Σοφία με τη βία, δεν υπάρχει τρόπος. Κι εγώ δεν τα δίνω». Πάλι έγινε σιωπή. Και πάλι την έκοψε ο Χιλλ.

    «Πηγαίνω από δω στο Τατόι», μου είπε. «Τελικώς τι θα πω στη βασίλισσα;»

    «Πως τα χρήματα του πατέρα μου δεν τα δίνω».

    «Είναι ο τελευταίος σας λόγος;»

    «Μάλιστα». Και χωριστήκαμε.

    Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 124-125

    Το έργο του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα

    Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός αναφέρει ότι πραγματοποίησε έξοδα ύψους 3.000.000 δολαρίων σε μια περίοδο οχτώ μηνών, στη διάρκεια των οποίων, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση, είχε αναλάβει το έργο της διατροφής 800.000 προσφύγων στην αρχή, που βαθμιαία ελαττώθηκαν σε 500.000: ο μέσος όρος για την όλη περίοδο ήταν 600.000 (σημ.: σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, ο αριθμός των προσφύγων που διέτρεφε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ήταν τους πρώτους δυο τρεις μήνες 600.000, ενώ σήμερα φτάνει στους 478.000). Πέρα από την περίοδο των οχτώ μηνών που κάλυψε με το έργο του στην Ελλάδα, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός προτί­θεται να αφήσει στην Ελλάδα τρόφιμα για έξι ακόμα εβδομάδες και έτσι η συνολική περίοδος της δράσης του θα πρέπει να θεωρηθεί για εννιάμισι μήνες. Ένας μέσος όρος 600.000 προσφύγων για εννιάμισι μήνες με συνολικό κόστος 3.000.000 δολάρια σημαίνουν 50 σεντς ανά μήνα για κάθε πρόσφυγα. Αν αφαιρέσουμε από αυτό το ποσό τα έξοδα διαχείρισης, μεταφοράς προσωπικού και υλικού στην Ελλάδα, τα έξοδα για νοσοκομειακά εφόδια κ.λπ., γίνεται φανερό ότι ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός δε θα είχε καταφέρει να διαθρέψει αυτούς τους πρόσφυγες χωρίς την ενεργό και αποτελεσματική συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία, εκδ. «Νέα Σύνορα» Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997, σσ. 310-329.
    http://www.de.sch.gr/mikrasia/keimsteg.htm

    INTERACT
    My Recent Posts
    ReplyQuote
    offlineEliza
    #1 [url] [-]
    avatar
    Eagle-Αετός
    Posts: 2110
    Nov 27 09 4:13 AM
    «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων»
    Υπό την πίεση των γεγονότων, η Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα αποφασίζει την επίταξη κάποιων ακινήτων με Απόφαση της, την 15η Σεπτεμβρίου, δεκαπέντε ημέρες μετά την Καταστροφή. Είναι το πρώτο από τα πολλά βήματα που θα συμπεριλάβει η προσφυγική αποκατάσταση, που θα κάνει τον Αμερικανό διπλωμάτη και για ένα διάστημα πρόεδρο της ΕΑΠ, Χένρυ Μοργκεντάου να πει, με το γνωστό λυρικό του ύφος: «…το μικρό ελληνικό έθνος των πέντε εκατομμυρίων ψυχών υποδέχθηκε τους πληγωμένους από τη δυστυχία αδελφούς του με αταλάντευτο θάρρος και ανοιχτές αγκάλες», αναφερόμενος στο έργο της περίθαλψης.

    Σε αυτή την Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου στηρίζονται οι επόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις. Και στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους εμφανίζεται το πολύ βασικό ΝΔ «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων»:

    Έχοντες υπόψη την υπ’ αριθμ. 1 § της από 15 Σεπτεμβρίου 1922 αποφάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:

    Άρθρον 1ον

    Επιτρέπεται η επίταξις εν όλω ή εν μέρει οικημάτων επιπλωμένων και μη, αγροικιών, κτημάτων [.. .κτλ.] και παντός είδους ακινήτων […] μη κατοικουμένων ή άλλως πως χρησιμοποιούμενων υπό του ιδιοκτήτου. Πολλά είναι όμως τα ερωτήματα που τίθενται; Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζεται μια επίταξη; Ποιος αποφασίζει την επίταξη ενός οικήματος; Ποιος την εφαρμόζει; Πώς ενημερώνεται ο ιδιοκτήτης; Τι γίνεται με τα ήδη κατειλημμένα από πρόσφυγες οικήματα; Πόσο διαρκεί μια επίταξη; Και πολλά άλλα. Ας τα δούμε με τη σειρά.

    Σε ό, τι αφορά τα ποιου είδους και ποιας χρήσης οικήματα επιτάχθηκαν, η απάντηση είναι απλή: παντός είδους και κάθε χρήσης. Δηλαδή, τα πάντα.

    Επιτρέπεται η επίταξις […] αγροικιών, κτημάτων, αποθηκών, νοσοκομείων, μοναστηριακών οικημάτων και παντός είδους ακινήτων κατάλληλων προς προσωρινήν στέγασιν ή νοσηλείαν προσφύγων […]

    Επιτάσσονται οικήματα που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, σε εταιρείες, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, σε μονές, ναούς και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Με αυτόν τον τρόπο επιτάχθηκαν θέατρα, κινηματογράφοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, γραφεία, αποθήκες, νοσοκομεία και, φυσικά, κατοικίες. «Μη κατοικούμενες ή άλλως πως χρησιμοποιούμενες». Πάρα πολύ σύντομα γίνεται φανερό ότι με μόνο τις «μη κατοικούμενες» οικίες, το μέτρο της επίταξης δεν επαρκεί. Κι έτσι, έντεκα μόλις μέρες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου, έρχεται νέο ΝΔ βάσει του οποίου ο Υπουργός Περιθάλψεως, αν κρίνει ανεπαρκή την προσωρινή στέγαση, εξουσιοδοτείται να επεκτείνει την επίταξη και επί ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων. Από τη στιγμή αυτή, το προσφυγικό ζήτημα αφορά άμεσα κάθε Έλληνα κάτοικο. Κανείς πλέον δεν μπορεί να μείνει απαθής.

    Ο Χένρυ Μοργκεντάου τώρα δηλώνει: «Και το τελευταίο ελληνικό νοικοκυριό άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του και δέχτηκε κάποιους πρόσφυγες. Στην Αθήνα πάνω από πέντε χιλιάδες δωμάτια σε ιδιωτικά σπίτια προσφέρθηκαν σε πρόσφυγες». Ο αριθμός μένει να εξακριβωθεί. Μεγέθη σε εθνικό επίπεδο είναι δύσκολο να βρεθούν. Σε άλλα κείμενα της εποχής αναφέρονται οχτώ χιλιάδες δωμάτια.

    Όπως είναι φυσικό ακολουθούν αλλεπάλληλες ρυθμίσεις, που επιχειρούν την οριοθέτηση, την εξειδίκευση και κάποιον εξορθολογισμό του τεράστιου αυτού κεφαλαίου που άνοιξε μονομιάς, συγχρόνως, θα λέγαμε, με τις εξώπορτες της ιδιωτικής κατοικίας.

    Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 7274

    ΕΠΙΤΑΞΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

    Η επίταξη γίνεται, κατά πρώτο λόγο, στα ακίνητα που έχουν δωμάτια πλέον του διπλάσιου του αριθμού των ενοίκων. Αφού αυτά εξαντληθούν, η επίταξη θα προχωρήσει «και εις τα λοιπά κατοικούμενα ή οπωσδήποτε άλλως χρησιμοποιούμενα ακίνητα». Δεν είναι γνωστό αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα. Είναι όμως μέσα στις προθέσεις του νομοθέτη. Η ίδια η επιτροπή που θα υποδεικνύει τα κατά την κρίσιν της κατάλληλα ακίνητα, θα καθορίζει συγχρόνως και τον αριθμό των διαθέσιμων δωματίων και τον αριθμό των προσφύγων που θα εγκατασταθούν σ’ αυτά. Ποιος θα είναι ο αριθμός των δωματίων; Ο νόμος λέει:

    […] Της επιτάξεως θα εξαιρείται αριθμός δωματίων ίσος προς τον αριθμό των πραγματικώς εν τω ακινήτω ενοικούντων πλέον ενός μέχρι τριών δωματίων. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα, με σύγχρονους όρους: Το ζευγάρι που, στη σημερινή εποχή, κατοικεί στο διαμέρισμα των πέντε δωματίων θα παραχωρούσε κανένα, ένα ή και δύο δωμάτια. Ο νόμος και πάλι ορίζει το πώς θα καθορίστε! ο ακριβής αριθμός των δωματίων: θα καθοριστεί «κατά την κρίσιν της επιτροπής και αναλόγως της κοινωνικής θέσεως και των αναγκών των ενοίκων του ακινήτου». Επιπλέον παρουσιάζεται ακόμα μια ρήτρα αναπνοής για τους ιδιοκτήτες: «Δεν συνυπολογίζονται […] δωμάτια χρησιμοποιούμενα προς άσκησιν επαγγέλματος ή επιστημονικής εργασίας των ενοίκων».

    Ένα ακόμη ερώτημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος με τον οποίο θα οριστεί ο αριθμός των προσφύγων που θα κατοικήσουν σε αυτά τα δωμάτια. Τον αγνοούμε, αλλά εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν στεγάζονται μονομελείς, αλλά κυρίως δικαιολογημένα πολυμελείς οικογένειες σε κάθε δωμάτιο. Και, επίσης, αντιλαμβανόμαστε ότι κουζίνα, μπάνιο, διάδρομοι, γίνονται, εκ των πραγμάτων, κοινόχρηστοι χώροι.

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι και τα έπιπλα επιτάσσονται καμιά φορά μαζί με το ακίνητο. Συγκεκριμένα, κατά την επίταξη συντάσσεται ένα «πρωτόκολλο επιτάξεως» που αναφέρει τη θέση, το είδος, την έκταση και τον αριθμό των δωματίων του ακινήτου. Ανάμεσα σ’ αυτά, ορίζεται ότι πρέπει να καταγραφούν αϊ τα υπάρχοντα εντός του ακινήτου έπιπλα ή άλλες κινητές εν γένει εγκαταστάσεις. Άλλο ερώτημα είναι η διάρκεια της επίταξης. Το ΝΔ της 22ας Νοεμβρίου 1922 ορίζει ότι η επίταξη των οικημάτων που ήδη κατοικούνται διαρκεί κατά μέγιστον τέσσερις μήνες. Η διατύπωση είναι ρητή και κατηγορηματική: «Κατ’ ουδεμίαν περίπτωσιν η επίταξις […] δύναται να παραταθεί υπέρ το τετράμηνον, μετά την λήξη του οποίου η υπηρεσία Περιθάλψεως υποχρεούται ν’ απομακρύνει διοικητικώς τους στεγαζόμενους πρόσφυγας, εγκαθιστώσα αυτούς αλλαχού». Ο νόμος είναι τόσο κατηγορηματικός όσο ταχεία είναι και η κατάργηση του.

    Τον Μάιο του 1923 το τετράμηνο καταργείται. Το σχετικό διάταγμα διευκρινίζει ότι το τετράμηνο καταργείται και για τα ακίνητα που, κατά τη δημοσίευση του διατάγματος, έχουν «εξαντλήσει» το τετράμηνο και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από πρόσφυγες. Η κατάσταση που υπαγόρευσε τη νομική αυτή διευθέτηση είναι προφανής: το τετράμηνο εξαντλήθηκε, μεταστέγαση δεν υπήρξε, οι πρόσφυγες συνέχισαν να παραμένουν στα επιταγμένα ακίνητα «παρανόμως» και ο νόμος έρχεται αναγκαστικά να προσδώσει την απαραίτητη νομιμότητα.

    Το ποιος αποφασίζει μια επίταξη είναι ένα ακόμη ερώτημα. Το ποιος και πώς την εφαρμόζει, είναι ένα άλλο (και δυσαπάντητο) ερώτημα. Η επίταξη διενεργείται με Απόφαση του επί της Περιθάλψεως Υπουργού, ή από εξουσιοδοτημένους Γενικούς Διοικητές, ή Νομάρχες, ή Δημάρχους, ή Προέδρους Κοινοτήτων, της περιφέρειας εντός της οποίας βρίσκεται το προς επίταξιν ακίνητο. Χαρακτηριστική είναι και η παρακάτω αποστροφή του νόμου:

    […] Η απόφασις η καθορίζουσα το επιτασσόμενον ακίνητον κοινοποιείται δια δικαστικού κλητήρας ή δια της Αστυνομίας προς τον ιδιοκτήτην ή νομέα ή κάτοχον, ή τον νόμιμον αυτών αντιπρόσωπον, εν ελλείψει δε ή εν απουσία αυτών εκ του ακινήτου, προς την δημοτικήν ή κοινοτικήν Αρχήν του τόπου ένθα κείται το επιτασσόμενον ακίνητον.

    Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, πολλές φορές, της επιτάξεως έχει προηγηθεί κατάληψη του ακινήτου, οπότε η απόφαση της επίταξης ουσιαστικά γίνεται για να καλύψει τετελεσμένα γεγονότα. Πολλές φορές η επίταξη διενεργείται πριν ακόμη κοινοποιηθεί: «[Η απόφασις κοινοποιείται] το ταχύτερον είτε προ είτε συγχρόνως είτε μετά την υπό των Διοικητικών Αρχών εκτέλεσιν της επιτάξεως». Εξάλλου, στη συνέχεια τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη πιο ρητά: Κάθε επίταξη, που έγινε στο διάστημα μεταξύ της 25ης Αυγούστου 1922 και της δημοσιεύσεως του νόμου περί επιτάξεων, κατά την οποία η κατάληψη του ακινήτου από πρόσφυγες είχε λάβει χώρα πριν από την κοινοποίηση της αποφάσεως της επίταξης «λογίζεται έγκυρος και νόμιμος».

    Ένα από τα στοιχεία του ζητήματος των επιτάξεων είναι και το θέμα της αποζημίωσης στον δικαιούχο. Το κράτος εκτίμησε, για λόγους προφανείς, ότι για τα επιταγμένα ακίνητα είναι επιβεβλημένο να καταβάλλεται αποζημίωση. Την αποζημίωση στον δικαιούχο την προσδιορίζει ειδική επιτροπή, κάνοντας χρήση κάθε νόμιμου αποδεικτικού μέσου που θα βοηθά στον υπολογισμό της «δίκαιας και εύλογης αξίας» της χρήσεως του ακινήτου, όπως ο νόμος ορίζει. Είναι, άραγε, ποτέ δυνατόν η αποζημίωση να ισοσταθμίζει τις συνέπειες της υποχρεωτικής συγκατοίκησης; Τις πρώτες μέρες της Καταστροφής, στο πλαίσιο του πνεύματος αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, την πρώτη παροχή στέγης επ’ ενοικίω είχαν ακολουθήσει και άλλες προτάσεις. Για παράδειγμα, στο Ελεύθερον Βήμα της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 1922 είχε ανοίξει στήλη αγνοουμένων προσφύγων, είχε ήδη ξεκινήσει έρανος που υποστηριζόταν από την αρθρογραφία της εφημερίδας, και στις 16 εμφανίστηκε προσφορά γιατρών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνών για ενοικίαση δωματίων σε οικότροφους πρόσφυγες με αντιπροσφορά κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Όταν όμως λίγους μήνες αργότερα η συγκατοίκηση διενεργείται υπό την πίεση του μέτρου της επίταξης, ακόμα και οι καταβολές των αποζημιώσεων δεν επαρκούν ούτε λειτουργούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έχουν διασωθεί πολλές εγκύκλιοι που παραθέτουν οδηγίες «δια την ταχυτέραν εκτίμησιν των εις ιδιοκτήτας οφειλομένων αποζημιώσεων εξ επιτάξεως ακινήτων των», από τις οποίες τεκμαίρεται ότι υπάρχουν πολλά παράπονα από την πλευρά των δικαιούχων. Πέραν αυτού, η αποζημίωση καταβάλλεται στους δικαιούχους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όμως, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες κατατάσσονται από τις κρατικές υπηρεσίες ως «άποροι, εν μέρει ευπορούντες και εύποροι», πράγμα που δημιουργεί την υποχρέωση στον πρόσφυγα να καταβάλει αυτός ο ίδιος την αποζημίωση. Συγκεκριμένα, αν η αρμόδια επιτροπή χαρακτηρίσει κάποιους πρόσφυγες ως εύπορους, η αποζημίωση καταβάλλεται από τους ίδιους εξ ολοκλήρου. Αν χαρακτηριστούν ως «εν μέρει ευπορούντες» η αποζημίωση καταβάλλεται εξ ημισείας από τους ίδιους και από το κράτος. Τούτο όμως έχει άλλες παρενέργειες: Συνδέει τη συγκατοίκηση με οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ προσφύγων και αυτοχθόνων και με όλα όσα αυτές συνεπάγονται. Ας αναφέρουμε και πάλι το παράδειγμα μιας παραινετικής προς τις υπηρεσίες εγκυκλίου:

    Ιδιαιτέρως τονίζομεν υμίν ότι παρά των οικείων επιτροπών δεν καταβάλλεται η δέουσα προσπάθεια προς εξακρίβωσιν και αναγραφήν εν τω πρακτικώ, του στοιχείου της ευπορίας των ενοικούντων προσφύγων εις το υπό κρίσιν ακίνητον. Η επιτροπή πρέπει να εξελέγχει αυστηρώς την οικονομικήν κατάστασιν των προσφύγων και να υποχρεώνει τους ως εύπορους καταλογισθέντας εκ τούτων εις την καταβολήν του καθορισθέντος κατά μήνα μισθώματος.

    Όπως είπαμε, η θεώρηση των προσφύγων «κατά τάξεις» από την πλευρά του κράτους είναι ένα σοβαρότατο θέμα και μια υπόθεση εργασίας που έχουμε κατ’ επανάληψιν θίξει στο παρελθόν, σε άλλες έρευνες μας. Προς επίρρωσιν αυτής της άποψης, στο πλαίσιο του ζητήματος της «επίταξης των ακινήτων» και μέσα στην αντιφατικότητα που αυτό δημιουργεί, ας αναφέρουμε την απόφαση να εξώνονται όσοι πρόσφυγες θεωρούνται εύποροι, για παράδειγμα οι πρόσφυγες της πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή περιόδου, το 1914. Στη συνέχεια, μια άλλη εγκύκλιος του Υπουργού Δοξιάδη, της 1ης Ιουνίου του 1923, λέγει, απευθυνόμενη προς τους νομάρχες της επικράτειας:

    […] παρακαλούμεν όπως αναθέσητε εις τας […] εκτιμητικός Επιτροπάς […] να επιληφθώσιν […] του καθορισμού αν οι ένορκοι είναι εύποροι ή άποροι. Και οι χαρακτηρισθησόμενοι εύποροι δέον να υποχρεωθώσιν εις πληρωμήν της εκτιμηθείσης αποζημιώσεως άλλως θα εξώνωνται διοικητικώς, συνωδά τω αυτώ ως άνω Διατάγματι. Φρονούμεν δ’ επί του προκειμένου ότι πάντες οι από ετών εγκατεστημένοι ενταύθα πρόσφυγες δέον να θεωρηθώσιν εύποροι και συνεπώς η δια τας παλαιάς επιτάξεις δαπάνη του Δημοσίου σκόπιμον τυγχάνει να διατεθεί εις τους νυν απόρους πρόσφυγας, έχοντας πράγματι ανάγκην εισέτι Κρατικής υποστηρίξεως.

    Γνωρίσατε παρακαλώ λήψιν παρούσης.
    Εν Αθήναις τη 1η Ιουνίου 1923
    Ο Υπουργός Α. Δοξιάδης
    http://www.de.sch.gr/mikrasia/keimsteg.htm

    INTERACT
    My Recent Posts
    ReplyQuote
    offlineEliza
    #2 [url] [-]
    avatar
    Eagle-Αετός
    Posts: 2110
    Nov 27 09 9:50 AM
    ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ <>

    Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
    -Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
    -Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
    Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
    -Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
    -Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
    Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
    Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
    Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
    Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
    Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
    Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
    Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
    Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….

    INTERACT
    My Recent Posts
    ReplyQuote
    offlineEliza
    #3 [url] [-]
    avatar
    Eagle-Αετός
    Posts: 2110
    Jan 28 10 8:48 PM
    Κωνσταντίνος Βελλίδης & Πέτρος Λεβαντής

    Ο Κωνσταντίνος Βελλίδης (εκδότης της «Μακεδονίας») και ο Πέτρος Λεβαντής έμειναν εκείνο το βράδυ για λίγες στιγμές σιωπηλοί. Ο Πέτρος Λεβαντής ήταν ο κορυ­φαίος δημοσιογράφος στη Θεσσαλονίκη.

    Διαδραμάτισε ση­μαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Τύπου και στη διαμόρφωση της γενικότερης πολιτικής κατάστασης. Η ήττα στη Μικρά Ασία και το δράμα των προσφύγων, που την ακολούθησε, αλλά και η ανησυχία του για τα άλυτα προβλήματα της Θεσ­σαλονίκης ήταν τα αίτια που τον έκαναν να στραφεί στην πολιτική, την οποία υπηρέτησε πάντα με εντιμότητα και με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών και ιδιαιτέρως των αδικημένων.

    Τον αποκαλούσαν προστάτη των προσφύγων. Καταγόταν από την Κωνσταντινού­πολη, ακολούθησε με συνέπεια τον Ελευθέριο Βε­νιζέλο και ως βουλευτής και ως υπουργός αγωνί­στηκε για τα εθνικά όνειρα των Ελλήνων. Σημαντι­κή υπήρξε η προσφορά και με την έκδοση της εφη­μερίδας «Ελληνικός Βορράς». Με τον Κωνσταντί­νο Βελλίδη συνδέθηκε στην κοινή προσπάθεια για τη βελτίωση του Τύπου της Θεσσαλονίκης και την πρόοδο του κόμματος των Φιλελευθέρων.

    Η οικοδόμηση κατοικιών για τους πρόσφυγες

    Εκείνο το βράδυ έπρεπε να βρουν λύση στο πρόβλημα των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα όρια της δυτικής πλευρά της πόλης και ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες. Ο Πέ­τρος Λεβαντής χαμογέλασε. «Έχουμε έναν νεαρό συντάκτη, τον Κώστα Ποιμενίδη, αν δεν κάνω λάθος. Εργάζεται και στο εμποροβιομηχανικό επιμελητήριο. Θα μας κλείσει αύ­ριο ένα ραντεβού με τον πρόεδρο του επιμελητηρίου και νο­μίζω πως θα τα πάμε καλά».

    Πραγματικά, την επομένη, οι δυο δημοσιογράφοι συνα­ντήθηκαν με τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης Ζήση Βέρρου και η λύση βρέ­θηκε σε λίγη ώρα. Ποια ήταν η λύση; Το επιμελητήριο έλα­βε από την Εθνική Τράπεζα δάνεια ύψους 6.000.000 δραχμών, με επιτόκιο 6%, με τα οποία ανεγέρθηκαν, με ταχύτα­τους ρυθμούς, στην ανατολική πλευρά της πόλης, πολλοί οι­κίσκοι, στους οποίους στεγάστηκε σημαντικός αριθμός προ­σφύγων.

    Ανεγέρθηκαν, επίσης, ιερός ναός, ιατρικό κέντρο και διδακτήριο για το δημοτι­κό σχολείο, ενώ ολοκληρώθη­κε και το δίκτυο ύδρευσης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ο συνοικισμός της Τούμπας. Τα δάνεια, που έλαβε το επιμελη­τήριο, εξοφλήθηκαν με εισφο­ρά, που επιβλήθηκε στα εισαγό­μενα, μέσω του λιμένα Θεσσα­λονίκης, εμπορεύματα.

    Σ. σ. Οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής αντιμετωπίσθηκαν, συνήθως, στην Ελλάδα, την προαιώνια πατρίδα τους, ως άνθρωποι τρίτης κατηγορίας. Υπήρξαν, ωστόσο, και πολλοί συνάνθρωποι τους, και μάλιστα διακεκριμένοι, που ενδιαφέρθηκαν άμεσα για την τύχη τους. Ανάμεσα τους και οι δημοσιογράφοι Πέτρος Ξ. Λεβαντής και Κώστας I. Βελλίδης. Στις προσπάθειες αυτών των δύο ανθρώπων να απαλύνουν τον πόνο των προσφύγων αναφέρεται το παρακάτω δημοσιευόμενο κείμενο του Νίκου Βουργουτζή.

    Καθώς ο Κωνσταντίνος Βελλίδης διάβαζε τα χειρόγραφα των συντακτών του, ανέσυρε μέσα από το χαρτομάνι μια ανακοίνωση του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που έφερε την υπογραφή του προέδρου του Σταύρου Γρηγοριάδη. Διάβασε την τελευταία παράγραφο:

    Σήμερον, η κατάστασις διαγράφεται αλλοία και ασυγκρίτως ευνοϊκωτέρα. «Εις τα πεδία της Μικρός Ασίας και εις τας κοιλάδας της Θράκης έζη μακραίων και σφρίγων Ελληνισμός, τον οποίον η καταιγίς του 1922, ηκρωτηριασμένον, διωκόμενον και αλγούντα, μετεφύτευσε κατά μέγα μέρος εν μέσω ημών. Ο Ελληνισμός αυτός συμβολίζων την γνησίαν ελληνικήν αλληγορίαν του Ανταίου, ήρξατο αναλαμβάνων μετ’ απίστευτου ταχύτητος νέας δυνάμεις, μόλις ήγγισεν εις νέαν ελληνικήν γην. Αλλά, αν το μαρτύριον του Ελληνισμού τούτου υπήρξε μέγα και πρω­τοφανές εις τα χρονικά της εθνικής μας ιστορίας, εν μέσω του μεγέθους της συμφοράς, εμφα­νίζεται ως παρήγορον μειδίαμα η υπόσχεσις ενός ωραίου μέλλοντος της ούτω συμπτυχθείοης Ελλάδος. Διότι, εάν η κτηνώδης δύναμις μάς απέσπασε τα πατρώα εδάφη της Θράκης και της Ιωνίας, εσώσαμεν τον νουν και την ψυχήν των χωρών εκείνων, εσώααμεν τους εργατικούς βραχίονας και τας ικανότητας και τας δημιουργούς δυνάμεις του Ελληνισμού εκείνου, αίτινες θα μας είναι αφαντάστως πολύτιμοι εις το έργον της ελληνικής αναδημιουργίας».

    Ο Πέτρος Λεβαντής μπήκε στο γραφείο του Βελλίδη με αργά βήματα. Ήταν σκεφτικός.

    -Κώστα, η κατάσταση πάει να γίνει ανεξέλεγκτη, είπε. Ήλθαν σήμερα κι άλλοι πρόσφυ­γες, με το ατμόπλοιο «Παντελής. Είναι γύρω στους 1.300. Τους έστειλαν στο λοιμοκαθαρτήριο της Μίκρας. Αύριο, καταπλέει το «Αρχιπέλαγος» με 4.500 πρόσφυγες από τη Σαμψούντα. Πού θα πάει αυτός ο κόσμος;

    -Έκανα μια βόλτα στο κέντρο της πόλης και η καρδιά μου ράγισε, πρόσθεσε ο Βελλίδης. Στην κεντρική στοά έχουν καταφύγει πολλές οικο­γένειες. Είναι ο ένας πάνω στον άλλο. Και έχουν ξυλιάσει από το κρύο.

    -Αν τους βάλουμε στα σχολεία;

    -Τα περισσότερα τα έχουν καταλάβει μόνοι τους.

    -Φοβάμαι μήπως έχουμε επεισόδια.

    -Θα κάνω μια βόλτα από το γραφείο του αστυνομικού διευθυντή. Οι χωροφύλακες πρέπει να είναι συγκρατημένοι. Δεν είναι καιρός να τρωγό­μαστε και μεταξύ μας.

    -Έχεις δίκιο, συμφώνησε ο Λεβαντής και βγήκε από το γραφείο, με την ίδια έκφραση.

    Τον βασάνιζε το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων. Πολλοί βρήκαν προσωρινή στέγη σε σχολεία, σε καφενεία, σε εκκλησίες και σε κινηματογράφους. Αλλά ώς πότε θα κρατούσε αυτή η κατάσταση; Ένας ρεπόρτερ εμφανίσθηκε λαχανιασμένος.

    -Τι συμβαίνει, ρώτησε ο διευθυντής του.

    -Διακόσιες οικογένειες, από τον Πόντο, θέλουν να εγκατασταθούν σε αγροτική περιοχή, για να ασχοληθούν με τη γεωργία, απάντησε ο συντάκτης.

    -Να το γράψεις, είναι κι αυτό μια λύση, είπε ο Λεβαντής και μπήκε στο γραφείο του.

    Κωνσταντίνος Βελλίδης και Πέτρος Λεβαντής. Δυο μεγάλες φυσιογνωμίες, που αγάπησαν τη Θεσσαλονίκη, που μερίμνησαν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Τύπου και που έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους παρακαταθήκες που ενείχαν το στοιχείο της ιερότητα

    Νίκος Βουργουτζής

    δημοσι­ογράφος και συγγραφέας, πρώην διευ­θυντής της εφημερίδας «Μακεδονία»

    Πηγη: Περιοδικο «Ποντιακα»
    http://santeos.livepage.gr/wiki/348/1963_%…%84%CE%B7%CF%82

    http://pontosforum.fr.yuku.com/topic/5286#.Ut1dtNL8KmU

  59. […] κείμενο έχει γραφτεί από τον ιστορικό Βλάση ΑΓΤΖΙΔΗ: https://kars1918.wordpress.com/ . Προέρχεται από τό κεφάλαιο: Πρόσφυγες του ’22 στη […]

  60. ————————————————–
    παρακάτω ένα χαρακτηριστικο ρατσιστικο αντιμικρασιατικο νεο-ελλαδίτικο αρθρο ελληναράδων

    —————————————————

    ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ
    ΧΑΒΑΣ

    Τουρκοανατολίτικη
    η προέλευση των μικρασιατικών
    λαογραφικών στοιχείων

    Έγραψε στις 14.09.2012 ο/η: Λάζαρης Γιάννης

    Επιστροφή

    Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των μικρασιατών
    διαβάστε στο άρθρο μας:
    Για την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο!

    Τα διάφορα κύματα προσφύγων, που έφυγαν από την οθωμανική αυτοκρα- τορία κι ήρθαν στην Ελλάδα το 1922-24 (1.200.000 άτομα επί συνόλου πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, αρβανιτών κυρίως και βλάχων στην πλειοψηφία τους), κατά κάποιο τρόπο μάς δίνουν μια χαρτογράφηση τού οθωμανικού τρόπου ζωής.
    Εκτός από τη βαρειά τουρκοανατολί- τικη κουζίνα τους (ιμάμ, χαλβάδες, σερμπέτια κ.λπ.) και την εξ ίσου βαρειά τουρκοανατολίτικη μουσική τους (μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ.), έφεραν μαζί τους κι ένα σωρό τουρκο- ανατολίτικες συνήθειες, νοοτροπίες, αντιλήψεις και συμπεριφορές (αραλίκια, ρουσφέτια, μπαχτσίσια, μάγισσες, χαρτορρίχτρες, καφετζούδες κ.λπ.), τα οποία δεν έχουν καμμία σχέση με την αρχαία Ελλάδα, όπως φαντασιώνονται, αλλά με την Τουρκία και την Ανατολή.
    Αααααμάν τσιφτετέλι,
    αμάν αμάν γιαλελέλι…
    Τουρκορωμέικα ξεφαντώματα.
    Οι πρόσφυγες, δεν προσπάθησαν να επωφεληθούν πολιτισμικά από τη νέα τους πατρίδα, η οποία -παρά την νεοβυζαντινή καθυστέρησή της- ήταν σε ορισμένες περιοχές τουλάχιστον σαφώς πιό δυτικότροπη από την Τουρκία, αλλά σε συνδυασμό με τον έντονο εθνικισμό και το θρησκευτικό φανατισμό τους, ενίσχυσαν τελικά το βυζαντινισμό και
    τις διάφορες εκφάνσεις τού ανατολικισμού στην Ελλάδα και συνέβαλαν τα μέγιστα στη δημιουργία τού σημερινού προσώπου τής χρεωκοπημένης ρωμέικης κοινωνίας μας.

    Αριστερά: Ρωμιοί πόντιοι κουβαλούν εικόνισμα.

    Δεξιά: Μουσουλμάνοι πόντιοι χορεύουν τους παραδοσιακούς τους χορούς στην Τουρκία.

    Το εικόνισμα
    είναι η μόνη διαφορά.

    Τουρκοανατολίτικες φορεσιές
    Οι παραδοσιακές μικρασιάτικες φορεσιές είναι τουρκοανατολίτικης προέλευσης. Μερικές από τις ονομασίες τους: πατσάι ή σλαβάρι (φαρδύ βαμβακερό ως τους αστράγαλους εσώρουχο), ουσλούτς (αμάνικο εφαρμοστό), εσλίτσι σερεφλού ή σελίκ (κοντός επενδύτης), τιζλίκα ή ιγκιλίκ ή πεσκίρ (ποδιά) κ.λπ..

    Η ανδρική ποντιακή φορεσιά λέγεται ζίπκα και αποτελείται από το πασλίκ (κεφαλόδεσμο), το γελέκ (γελέκο), το κάμα (μαχαίρι), το τροπολόζ (μεταξωτή ζώνη), το σιλαχλίκ (ζώνη) κ.ά.. Η γυναικεία λέγεται ζουπούνα και αποτελείται από την τάπλα (tepeliki) το σπαρέλ, τον κατιφέ, το λαχόρ, το σαλβάρ κ.ά..

    Zipka και zoupouna.

    Οι παραδοσιακές
    ποντιακές στολές
    είναι τουρκοανατολίτικης
    προέλευσης
    ακόμα και ως προς
    την ονοματολογία τους.

    Νεαρά κορίτσια
    με παραδοσιακές
    ποντιακές στολές,
    των οποίων η προέλευση
    χάνεται στα βάθη τής Ασίας
    κι όχι στην… αρχαία Ελλάδα.

    Το 1994, ύστερα από παρεμβάσεις τής Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων στην κυβέρνηση και στον πρόεδρο τής Δημοκρατίας, με απόφαση τού τελευταίου, συμπεριλήφθηκε στις φορεσιές τής προεδρικής φρουράς τού προεδρικού μεγάρου και η παραδοσιακή ποντιακή ενδυμασία. Δηλαδή πλάι στην αλβανική και η τούρκικη. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Φουστανέλλα: Μια παραδοσιακή αλβανική φορεσιά).

    Φουστανέλλες και ζίπκες
    φέρουν τα τιμητικά αγήματα
    τού Προέδρου
    τής Δημοκρατίας
    τής -πιστής
    στις αλβανοτουρκικές
    παραδόσεις της-
    σύγχρονης
    Τουρκορωμιοσύνης.

    Η λέξη τσολιάς προέρχεται από την τούρκικη λέξη çul (αραβικό cull), που σημαίνει το κουρέλι, το παλιόρουχο, εξ ου τσόλι και τσούλι. Η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στούς κλέφτες και τούς αρματωλούς, επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος. Τσολιάς ήταν δηλαδή αυτός, που φόραγε τσόλια, κουρέλια, απ΄όπου βγήκε και το θηλυκό του: η τσούλα.
    Η λέξη τσαρούχι προέρχεται από το τούρκικο çarik = σανδάλι με πέτσινη σόλα.
    Το φέσι προέρχεται από το τουρκικό fes κι αυτό από την πόλη Fez τού Μαρόκου, μοναδική πηγή έως τον 19ο αιώνα παραγωγής των παραδοσιακών καπέλων με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Το 1821 φορούσαν στο κεφάλι ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Εμφανής η τουρκική επίδραση.
    Το γιαταγάνι, το πλατύ και κυρτό σπαθί, προέρχεται από το τούρκικο yatagan.
    Στα τούρκικα η λέξη karanfil σημαίνει το λουλούδι γαρίφαλο. Κατά τούς 16ο και 17ο αιώνες, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα, που θύμιζαν το μπουμπούκι τού γαρίφαλου. Αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση τής λέξης καριοφίλι (κι όχι από το ιταλικό carlo e figlio, όπως έχει υποστηριχθεί).

    Κεσκέκι
    Στους μικρασιάτικους γάμους πρώτα κλεινόταν η συμφωνία, η «ανεγκλαβή» (προκοσύμφωνο), όπου αναγράφονταν με κάθε δυνατή ακρίβεια και λεπτομέρεια όλα τα προικώα είδη. Πρώτα τα εικονίσματα, ύστερα οι «τζόγιες» (κοσμήματα) και τα λοιπά είδη. Η πρώτη επαφή και γνωριμία γινόταν στο σπίτι τής νύφης, δηλαδή στα λεγόμενα «γκιουμουρλούκια» από το τούρκικο γκιορίορουμ=βλέπω, γνωρίζω).
    çekir

    dalga

    Διανομή τού «κεσκέκι» σε όλους τους πιστούς από το σύλλογο «Άγιος Γεώργιος Γκιούλμπαξε».

    Η Τουρκο- ρωμιοσύνη αναβιώνει τα έθιμά της.

    Οι γάμοι γίνονταν Κυριακή. Την Πέμπτη πήγαινε η νύφη στο λουτρό. Μετά το λούσιμο στηνόταν χορός γύρω από το συντριβάνι τού λουτρού (ο λουτρός ήταν τούρκικος). Πρωτάρχιζε η νύφη με το «σαλμά» (ένα ροζ ή κόκκινο τριγωνικό κεντημένο στο κεφάλι της). Την Πέμπτη επίσης, γινόταν μια άλλη πανηγυρική τελετουργία στο σπίτι τού γαμπρού, το καθάρισμα και το άλεσμα τού σιταριού για το «κεσκέκι», ένα φαγητό τής ανατολίτικης κουζίνας με σιτάρι χοντροκομμένο και κομμάτια κρέας με πολύ λίπος.
    dâvaci

    duman

    Μικρασιάτες ρωμιοί καλοντυμένοι με τα φέσια τους σε γάμο στα Βουρλά (1902).
    Σε άλλες περιοχές, όπως στην Καππαδοκία, η νύφη σπάνια
    είχε ακάλυπτο
    το πρόσωπό της.

    Τη μέρα τού γάμου τρώγανε κεσκέκι, καβουρμά και πίνανε ρακή, ενώ στους καλεσμένους μοιράζανε «πλίρες» και «ορτά» (κομμάτια κλωστής για ευχές).

    Κεμεντζέδες, νταούλια, ζουρνάδες κ.λπ. κ.λπ.
    Παραδοσιακό μικρασιάτικο όργανο είναι ο κεμεντζές. Κεμεντζεντζλήδες λέγονταν οι λυράρηδες, που, αυτοσχεδίαζαν στις παρέες, τα μουχαμπέτια.

    Άλλοι μουσικοί ήταν οι τουλουμτζήδες, οι νταουλτζήδες, οι ζουρνατζήδες κ.ά.. Όλα είναι τουρκοανατολίτικης προέλευσης με τουρκοανατολίτικα κι όχι ελληνικά ονόματα.

    Τριτοκοσμική
    εικόνα
    τής Τουρκο- ρωμιοσύνης:
    Σαλεπιτζής
    στο κέντρο
    τής σύγχρονης Αθήνας.

    Πυρρίχη, ο χορός τού… γάβρου!
    Διάφορα ονόματα μικρασιάτικων χορών: Καρσιλαμάς (από το τούρκικο carsi = αντίκρυ), ζεϊμπέκικος (από τους ζεϊμπέκηδες), τσιφτετέλι (ciftetelli = με διπλή χορδή), χασάπικος (από τους χασάπηδες τής Κωνσταντινούπολης), κοτς, τικ, λετσίνα, σερανίτσα, σαρηκούς, ταμζάρα, αλματσούκ, τιτάρα, ομάλ, λέτση κ.λπ..

    Σέρα (sera) λέγεται ο πιο γνωστός παραδοσιακός ποντιακός χορός. Ονομάζεται έτσι, επειδή χορευόταν κυρίως κοντά στον ποταμό Σέρα τής Τραπεζούντας. Είναι οθωμανικός χορός, το τρεμούλιασμα των χορευτών τού οποίου μιμείται το hapsin, ένα είδος γάβρου, που αφθονεί στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ρωμιοί πόντιοι τον βάφτισαν πολεμικό και τον ονόμασαν «πυρρίχιο» (!) φαντασιωνόμενοι ευγενείς καταγωγές από την αρχαία Ελλάδα τόσο τού χορού όσο και των ίδιων…

    Τον χόρευαν πίνοντας ρακή (τουρκ. raki), που έπρεπε να είναι γνήσια και δυνατή, γι΄αυτό πολλοί άνδρες ήταν στομαχικοί.

    Βρείτε τους… απόγονους.

    Η πυρρίχη ήταν πολεμικός χορός, που χορεύονταν σε διάφορες θρησκευτικές γιορτές των αρχαίων ελλήνων, όπως στη Σπάρτη κατά τη γιορτή των Διόσκουρων και την Αθήνα κατά τη γιορτή των Μεγάλων και Μικρών Παναθηναίων και δεν έχει καμμία σχέση με τον τουρκοανατολίτικο χορό Σέρα.

    Η εθνικίζουσα Τουρκορωμιοσύνη μέσα στις αρχαιοελληνικές της φαντα- σιώσεις, έχει βαφτίσει τον ζεϊμπέκικο, το χορό αυτό, με τον οποίο οι ζεϊμπέκηδες πολεμιστές μιμούνταν τις κινήσεις των γερακιών,
    ως δήθεν ελληνικό χορό και μάλιστα χορό τού Διός!
    (βλ. Zeybekvision 2011).

    Παραλλαγή τού Σέρα στην Κρήτη είναι ο πεντοζάλης. Πολλές φορές οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όταν ένα μέρος ερήμωνε είτε λόγω λοιμών είτε λόγω πολέμων ή γενοκτονιών, όπως η Κρήτη, το εποικούσαν με άλλους χριστιανικούς λαούς. Γι΄αυτό οι κρητικοί χοροί, αλλά και τα όργανα και οι φορεσιές μοιάζουν πολύ με των ποντίων. Τόσο η Κρήτη όσο κι άλλα νησιά τού Αιγαίου, έχουν εποικισθεί από μικρασιάτες κατά τους βυζαντινούς κυρίως χρόνους. Κριτήριο τής βυζαντινής εξουσίας ήταν οι έποικοι να είναι χριστιανοί.

    Κεμεντζεντζλήδες (λυράρηδες)
    από την προπολεμική κεντρική Κρήτη.

    Οι παραδοσιακές φορεσιές των κρητικών,
    καθώς κι άλλων νησιωτών τού Αιγαίου,
    τα όργανά τους, οι χοροί τους κ.λπ.
    έχουν τουρκοανατολίτικη προέλευση
    κι έφτασαν εκεί μέσω εποικισμών
    από τη Μικρά Ασία
    ή/και απ’ ευθείας από την Ανατολή.

    Μπιρ Αλλάχ,
    ντέρτια και νταλκάδες
    Οι μουσικές, που έφεραν οι μικρασιάτες -κι ακόμα και σήμερα είναι εξαιρετικά δημοφιλείς στην Τουρκορωμιοσύνη- παρουσιάζονται σα δήθεν παραδοσιακές ελληνικές, δεν έχουν όμως καμμία σχέση με τις αρχαίες ελληνικές. Πολλά τραγούδια τού Καζαντζίδη, όπως και άλλων ρωμιών λαϊκών βάρδων, είναι πιστές αντιγραφές δημοφιλών ινδικών και τούρκικων τραγουδιών τής εποχής τους εκτελεσμένα με παραδοσιακά ανατολίτικα όργανα (μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ.). Aγαπήθηκαν από τούς ρωμιούς τού ελλαδικού χώρου κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες.

    Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί,
    αργά σαν σουρουπώνει,
    κι όταν ακούω Μπιρ Αλλάχ,
    το στήθος μου ματώνει…

    Η Τουρκορωμιοσύνη
    ποτέ δεν πεθαίνει!

    Οι δρόμοι των τραγουδιών αυτών (κλίμακες) δεν έχουν καμμία σχέση με την αρχαία ελληνική μουσική, αλλά με μουσικές τής Ανατολής, όπως εξ άλλου μαρτυρούν και τα ονόματά τους: Χιτζάζ (Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι), Ουσάκ (Το βαπόρι απ΄την Περσία), Σαμπάχ (Τα παιδιά τής γειτονιάς σου), Νιαβέντ (Έμαθα, πως είσαι μάγκας) κ.λπ..

    Σινανάι γιάβρουμ: Πόσο ωραία τραγουδούν οι τούρκοι τα… ελληνικά!

    Στο τραγούδι τού παραπάνω βίντεο, ο Καζαντζίδης ούτε καν μπήκε στον κόπο να τού αλλάξει στίχους: «Σινανάι γιαβρούμ» τραγούδησε. Δείτε αριστερά το τραγούδι στην αυθεντική τούρκικη εκτέλεσή του από μια παληά ταινία, το Τοπ Καπί και δεξιά μια μοντέρνα εκτέλεση τού τραγουδιού από την τραγουδίστρια Θεοδοσία Ζορμπά (ζορμπάς στα τούρκικα = βίαιος, τυραννικός, κατακτητής), η οποία τραγουδάει ένα ολόκληρο κουπλέ στα τούρκικα, ενώ το τουρκο- ρωμέικο κοινό διασκεδάζει και χορεύει.

    Τα ταξίμια (taksim), τα ντέρτια (dert), τα χασάπικα (kasap), οι σεβντάδες (sevda), οι νταλκάδες (dalga) κ.λπ. κ.λπ. στην Ανατολή εχουν τις ρίζες τους κι όχι στην αρχαία Ελλάδα.

    Γυφτοπούλα στο χαμάμ
    κι εγώ πλερώνω ντιρ ταμάμ
    όσα όσα τα πλερώνω
    να σε γλέπω ντιρ ταμάμ.

    Για να μπείς να κάνεις μπάνιο
    να μην πέσω κι αποθάνω
    τσίμπι ρίμπι για Αλλάχ…
    Μες τής πόλης τα στενά μια χανούμισσα γλυκιά
    μου΄χει κάψει την καρδιά.
    Αχ Καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ,
    έσμερ σεκερίμ, σεκερίμ, σεκερίμ,
    άσε πια τα πλούτη και τον Ιμπραήμ…

    Σύγχρονη ρεγκίζουσα διασκευή τού Καραπιπερίμ
    από ένα μοντέρνο συγκρότημα
    τής Τουρκορωμιοσύνης, τούς Locomondo.

    Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
    Η παλιγγενεσία τής… Τουρκίας
    Αμάν κουζούμ, αμάν γιαβρούμ…
    Γιαλαντζί αμανέ Γιουνανιστάν…
    Η ινδική και τούρκικη …ελληνική μουσική

    Ράμπι – ράμπι:
    Ο μικρασιάτης,
    παληός ρεμπέτης,
    Γιάννης Παπαϊωάννου,
    θυμάται
    τις τούρκικες ρίζες του
    κι η σύγχρονη
    Τουρκορωμιοσύνη
    μερακλώνει.

    Ιμάμ Μπαϊλντί: Μοντέρνο τουρκορωμέικο συγκρότημα.

    Χαγιάτια και οντάδες
    Εσωτερικά και εξωτερικά τα αστικά σπίτια των μικρασιατών ήταν «οθωμανικής» τυπολογίας χωρίς εξώστες, με χαγιάτι (hayat) ή τσαρτάχ, κελλάρι στο ισόγειο και τα υπνοδωμάτια στον επάνω όροφο. Στα πιο πλούσια σπίτια υπήρχαν χαμηλά ντιβάνια (divan) από σανίδες και χωνευτά ντουλάπια (dolap) και μπαούλα για αποθήκευση.

    Οντάς (odas) ήταν ο χώρος, που φιλοξενούσαν τους ξένους. Στα φτωχικά σπίτια ο ξένος έμενε σε μια γωνιά τού στάβλου, που λεγόταν σακού ή αχούρ σακισί (ένας κτιστός καναπές, λίγο ψηλότερος από το δάπεδο).

    Για τους μερακλήδες
    καφενείο στη Θράκη,
    που -όπως διαφημίζεται-
    κουβαλάει την ανατολίτικη
    καραγατσιανή παράδοσή του.

    Σουλτάνες
    Ακόμα και στις ημέρες μας, απόγονοι μικρασιατών στη βόρεια κυρίως Ελλάδα, βαφτίζουν τα κορίτσια τους με το τουρκοπρεπές… Σουλτάνα.

    Μια γνωστή ρωμιά Σουλτάνα.
    Η Σουλτάνα Τσανακλίδου.

    Η τουρκική γλώσσα
    τροφός τής ρωμέικης
    Η σημερινή ομιλούμενη γλώσσα στον ελλαδικό χώρο είναι γεμάτη τούρκικες λέξεις, εκφράσεις, ονόματα, τοπωνύμια κ.λπ.. Κι όμως, ελληναράδικες παρεπιστημονικές «ετυμολογήσεις», οι οποίες εμφανίζονται σε κάθε εποχή σαν αυταπόδεικτες αλήθειες, ορισμένες φορές σε ακραίες περιπτώσεις κι ερήμην των γλωσσολογικών ερευνών και κυρίως των γλωσσικών νόμων, υποστηρίζουν ακόμα και το αντίθετο.

    Διαβάστε πώς ο Εμμ. Ροΐδης
    χλευάζει τούς ελληναράδες
    θηρευτές ετυμολογιών
    τής εποχής του
    στο άρθρο:
    Γιόγκα-γιαούρτι-ζευγνύω.

    Περισσότερα για τη γλώσσα των μικρασιατών κι ειδικότερα των ποντίων διαβάστε στο άρθρο τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Για την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο!

    Η εθνική εορτή «Νίκης τού Αρχιστρατήγου» τής 30ής Αυγούστου αφορά στα γεγονότα τής μικρασιατικής καταστροφής. Είναι η επέτειος τής νίκης τού Κεμάλ Ατατούρκ, που την γιορτάζει και το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο διαχρονικά ανθελληνικός ρόλος τού Πατριαρχείου).

    http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=2798

  61. Κωνσταντίνος on

    «Η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια.»
    Για την κατάντια αυτής της στιγμής της χώρας μας,ευθύνεται σε ένα μεγάλο βαθμό και το (copy – paste ).
    Η παραπληροφόρηση στο μεγαλείο της.
    Τι έγινε λοιπόν στη Μεταμόρφωση θα σας πω με λίγα λόγια, που νομίζω ότι δεν θα τα διαβάσετε πολύ γιατί δεν πουλάνε, και δεν πουλάνε γιατί δεν μιλάνε για ρατσισμό-τζόγο-πορνεία …
    Στο ερώτημα λοιπόν αν το κοινοτικό συμβούλιο έγραψε στα βιβλία τους Ελληνοπόντιους,η απάντηση έιναι ΝΑΙ μα και βέβαια. Την προσφυγιά δεν την διαβάσαμε σε κάποιο ωραίο βιβλίο αλλά τη νιώσαμε από το 1925, ακόμα ξένους μας λένε.
    Μαθήματα λοιπόν σε κάποιους άλλους να δώσετε που σίγουρα τα χρειάζονται όχι σε εμάς.
    Τι έλεγε λοιπόν το κοινοτικό συμβούλιο ;
    Αυτό που έπρεπε να κάνει το Ελληνικό κράτος που για μια ακόμη φορά ήταν απών και θεατής τον εξελίξεων .
    Να εφαρμοστεί η αρχή της Αναλογικότητας για το καλό όλων.
    Δηλαδή στη Μεταμόρφωση με 150 μόνιμους κατοίκους δεν θα μπορούσαν να εγγραφούν όλοι οι Ελληνοπόντιοι της Χαλκιδικής . Θα υπήρχαν τεράστια προβλήματα (στέγαση-εύρεση εργασίας-σχολείο-ιατρείο-αστυνομία ….) χωρίς κανείς να είναι δίπλα μας, και μετά θα ψάχναμε το κράτος να μαζέψει αυτά που δημιούργησε.
    Με την αρχή της Αναλογικότητας η αφομοίωση και η επανένταξη τον αδερφών μας θα γινόταν ποιο ήπια και ομαλή αλλά κάποιοι μάλλον δεν το ήθελαν.
    Όσο αναφορά το»Ρωσότουρκοι»ΔΕΝ γράφτηκε σίγουρα για τους Ελληνοπόντιους .
    Γράφτηκε για αυτούς που ήρθαν για λίγο, δεν άντεξαν το Ελληνικό στοιχείο,
    και γύρισαν γρήγορα πίσω.
    Και επειδή η ιστορία συνέχεια επαναλαμβάνεται καλά θα είναι να τη μαθαίνουμε. Ο Έλληνας όταν περιμένει βοήθεια από τρίτους πάντα την πληρώνει πολύ ακριβά. Πρέπει επιτέλους να το μάθουμε ΚΑΛΑ και να δράσουμε όλοι μαζί, ΜΠΟΡΟΥΜΕ .

  62. «Ντόπιο πράμα!». Το αίτημα «εθνικής/εθνοτικής προτίμησης» και οι στρατηγικές ελέγχου της αγοράς εργασίας από τα εργατικά σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά στις αρχές του εικοστού αιώνα του Νίκου Ποταμιάνου στο 7ο Ιστορικό Συνέδριο: Η ιστορία της εργασίας. Νέες προσεγγίσεις σε ένα διαρκές ζήτημα Ξεκινώ με διευκρινίσεις για την έννοια που χρησιμοποιώ στον τίτλο. Η «εθνική προτίμηση» προέρχεται ως όρος από τη σύγχρονη γαλλική ακροδεξιά: «πρώτα οι Γάλλοι», δηλαδή, και μετά οι μετανάστες από τις παλιές αποικίες, όσον αφορά την απασχόληση και τις απολαβές από το κράτος πρόνοιας.1 Ασφαλώς οι θέσεις αυτές εδράζονται σε ρατσιστικές πεποιθήσεις, έστω ενός τροποποιημένου ρατσισμού όπως έχει δείξει ο Ταγκιέφ:2 γιατί λοιπόν να υιοθετήσει κανείς αυτόν τον όρο αντί να κάνει λόγο για ρατσισμό; Καταρχάς επειδή οι πρακτικές αποκλεισμού στις οποίες παραπέμπει δεν συνδέονται απαραίτητα με ένα ιδεολογικό σύστημα ιεράρχησης των φυλών και των εθνών και νομιμοποίησης της κυριαρχίας επί ορισμένων από αυτών, όπως αυτό που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της αποικιοκρατίας,3 είναι όμως αναπόσπαστα συνδεδεμένες, όπως παρατηρεί ο Μπαλιμπάρ, με την ύπαρξη του «εθνικού-κοινωνικού κράτους»4 . συνδέονται, δηλαδή, με μια από τις βασικές οργανωτικές αρχές του πολιτικού στον σύγχρονο κόσμο, τη συσχέτιση των δικαιωμάτων με την ιθαγένεια, η οποία απαντάται (και διαμορφώνει τη συλλογική δράση) και όπου δεν υπήρξε παρά μια επιδερμική επαφή με το ρατσιστικό σύστημα ιδεών. Στον βαθμό, επιπλέον, που η ιθαγένεια αφίσταται μιας πολιτισμικής ή βιολογικής σύλληψης του έθνους, η διεκδίκηση προνομιακής μεταχείρισης μπορεί να στρέφεται ενάντια σε ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του πολίτη:το αίτημα εθνικής προτίμησης, δηλαδή, μπορεί να βασίζεται σε μια πιο περιοριστική σύλληψη της εθνικής κοινότητας απ’ αυτήν που γίνεται νομικά δεκτή και να ισοδυναμεί με την απαίτηση αντίστοιχης προσαρμογής της ιδιότητας του πολίτη. Η έννοια θα μπορούσε ίσως να τροποποιηθεί για να συσχετιστεί με μη-εθνικές μορφές εντοπιότητας, όπως αυτές που βασίζονται στην ύπαρξη κοινοτήτων διαμορφωμένων σε τοπική βάση, ή και με τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε εθνοπολιτισμικές ομάδες κατά τον οποίο δεν γίνεται προσφυγή στο δίπολο ντόπιος-ξένος: εδώ όμως απομακρυνόμαστε από τους καθορισμούς των δομών του έθνους-κράτους για να αναφερθούμε σε κοινότητες που δεν συγκροτούνται ως πολιτικές, δεν υποστηρίζονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (που επεξεργάζονται, καλλιεργούν και εγχαράσσουν την εθνική ταυτότητα) και δεν οριοθετούνται νομικά αλλά υφίστανται περισσότερο ως πρωτογενείς ομάδες συμβίωσης παρά ως φαντασιακές κοινότητες. Τα χαρακτηριστικά αυτά των συγκεκριμένων κοινοτήτων σημαίνουν ότι στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο οι ανταγωνισμοί ανάμεσά τους μπορεί να τροφοδοτούσαν και να εξέβαλλαν σε αιτήματα προτίμησης, δεν είχαν όμως τη δυνατότητα να παραγάγουν αυτοτελώς τέτοια αιτήματα, τα οποία όφειλαν (και οφείλουν) να περνάνε μέσα από μια επαναδιαπραγμάτευση της σύνθεσης και των ορίων της εθνικής κοινότητας, βασισμένη στην αντίθεση του ξένου με τον ιθαγενή και πολίτη: η προσφυγή στο δίπολο ντόπιος-δικαιούχος δικαιωμάτων και ξένος είναι αναγκαία για να θεμελιωθούν θεσμικές ανισότητες, και ο ντόπιος απ’ αυτή την άποψη δεν μπορεί παρά να ορίζεται εθνικά σε μια χώρα που δεν είναι ομοσπονδιακή ούτε υπάρχουν περιφέρειες με εκτεταμένη αυτονομία όπου μπορεί να θεσπίζονται μορφές περιφερειακής προτίμησης. Επιγραμματικά, λοιπόν, το αίτημα εθνικής προτίμησης συνιστά μια μορφή πολιτικοποίησης ορισμένων από τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε εθνοπολιτισμικές ομάδες: όπως το θέτει ο Μπαλιμπάρ, δεν πρόκειται για μια δυαδική σχέση (ανάμεσα στον Εαυτό και τον Άλλο) αλλά για μια τριαδική, με αναγκαία την παρουσία του κράτους από το οποίο ζητείται μια κοινωνική/πολιτισμική διαφορά να μεταφραστεί σε κρατική πολιτική.5 Δύο άλλα σημεία που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι, πρώτον, οι εν λόγω διεκδικήσεις αναφέρονται κατεξοχήν στην αγορά εργασίας –καθώς βέβαια και σε απολαβές από το κράτος-πρόνοιας, το οποίο την εποχή που μελετώ δεν έχει ακόμα αναδυθεί. Η «πολιτικοποίηση», λοιπόν, για την οποία μιλήσαμε προϋποθέτει μια αντίληψη ότι το κράτος νομιμοποιείται να παρεμβαίνει σε σφαίρες που για τον κλασικό φιλελευθερισμό ανήκουν αυστηρά στη σφαίρα του ιδιωτικού: αναφερόμαστε λοιπόν κυρίως σε ένα αίτημα που ανήκει στην εποχή του κοινωνικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, των κορπορατικών διευθετήσεων και της ανόδου του κρατισμού. Δεύτερον, μιλώντας για αίτημα εθνικής προτίμησης τονίζουμε τη διάσταση της από τα κάτω προέλευσής του.6 Είναι γνωστές (αν και ίσως όχι επαρκώς μελετημένες) οι αντιπαραθέσεις μετά το 1922 ανάμεσα σε πρόσφυγες και μη . το υλικό τους υπόβαθρο το αποτελούσαν η διανομή της γης των τσιφλικιών και οι ανταγωνισμοί των επαγγελματιών για την προσέλκυση πελατείας και των μισθωτών για τις θέσεις εργασίας.7 Οι δύο πρώτες μορφές σύγκρουσης συμφερόντων κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 1922, αλλά ανταγωνισμοί στην αγορά εργασίας που αρθρώνονταν με όρους ντόπιων έναντι ξένων είχαν εμφανιστεί από τη δεκαετία του 1910. Αυτούς τους τελευταίους θα παρουσιάσω. Το 1912, στα πλαίσια μιας έρευνας της εφημερίδας «Ακρόπολις» για τα επιτεύγματα και την κατάσταση των διαφόρων τεχνών της Αθήνας, ένας ελαιοχρωματιστής διαμαρτυρόταν ότι στην Αθήνα υπήρχε «συσσώρευσις τεχνιτών και εργατών από όλην την Ελλάδα και τον υπόδουλον Ελληνισμόν, καθ’ ον χρόνον στερούμεθα ημείς οι εντόπιοι εργασίας». Δυο μήνες μετά μια σημαντική απεργία, των αρτεργατών, ηττήθηκε λόγω της συρροής στην Αθήνα ενός πλήθους ομογενών που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη στράτευσή τους στον τούρκικο στρατό και λειτούργησαν απεργοσπαστικά. Επρόκειτο εν πολλοίς για έναν ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ίδιας εθνικοτοπικής κοινότητας, της Ηπειρώτικης: ίσως αυτός ήταν ο λόγος που δε νοηματοδοτήθηκε ως αντίθεση ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους εργάτες. Αποτέλεσε παρ’ όλ’ αυτά το πρελούδιο μιας περιόδου ενδοεργατικών διαμαχών που αρθρώθηκαν γύρω απ’ αυτό το δίπολο, στον βαθμό που καθοριστικής σημασίας για να πάρουν αυτή τη μορφή υπήρξε ο σχηματισμός ενός εφεδρικού στρατού εργασίας από πρόσφυγες που όχι μόνο δεν διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια πριν το 1922 αλλά και παρέμειναν εκτός των δομών του εργατικού κινήματος και κινητοποιήθηκαν ως απεργοσπάστες σε διάφορες περιστάσεις. Έως τότε, ενώ οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε κοινότητες εργατών δεν ήταν ασυνήθιστοι, απ’ όσο γνωρίζουμε δεν είχαν πολιτικοποιηθεί με αυτό τον τρόπο παρά σπάνια, σε επεισόδια που έμειναν χωρίς συνέχεια –και στα οποία εμπλεκόταν ως εργοδότης το κράτος, το οποίο έτσι εγκαλούνταν να λειτουργήσει ως «εθνικό»: ένα ύστερο παράδειγμα αποτελεί η διαμαρτυρία του εργατικού κέντρου Ηρακλείου το 1915 όταν ο δήμος προσέλαβε για την ανέγερση του δημαρχείου Ιταλούς τεχνίτες. Μοναδικές, μάλλον, εξαιρέσεις όσον αφορά την εμπλοκή του κράτους ως εργοδότη, που από μιαν άποψη επίσης αποτέλεσαν πρελούδιο στη διεκδίκηση της εθνικής προτίμησης κατά τη δεκαετία του 1910, ήταν δύο απεργίες που συνδέονταν με την οικονομική κρίση του 1908-1910: στα αιτήματα των μηχανουργών του Πειραιά το 1909 περιλαμβανόταν η υποχρέωση των μεταλλευτικών εταιρειών να απασχολούν Έλληνες εργάτες (και να προμηθεύονται εγχώρια μηχανήματα), ενώ η σημαντική απεργία των θερμαστών και μηχανικών της ακτοπλοΐας το 1910 στρεφόταν και ενάντια στις ναυτολογήσεις ξένων μηχανικών σε ελληνικά ατμόπλοια. Η ναυτιλία αποτελούσε βέβαια έναν ιδιαίτερο, λόγω της διεθνοποίησής του, εργασιακό χώρο, στον οποίο ήταν ίσως αναμενόμενο να παίρνουν οι κινητοποιήσεις τέτοια κατεύθυνση . αυτό που ιδίως τις συνδέει με τις αντιπροσφυγικές των επόμενων χρόνων ήταν ιδίως οι τόνοι που υιοθετήθηκαν ενάντια στους «αγνώστους, αγνώστου καταγωγής και προελεύσεως, πάσης εθνικότητος» μηχανικούς που δούλευαν στα ατμόπλοια και στερούσαν το ψωμί από τους Έλληνες κλπ. Την άνοιξη του 1914 χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, βασικά άντρες, κατέφυγαν στην Ελλάδα, καταλήγοντας πολλοί στην πρωτεύουσα . γρήγορα αναπτύχθηκαν αρνητικές διαθέσεις εναντίον τους στα εργατικά σωματεία, καθώς δέχονταν να δουλεύουν με χειρότερους όρους από αυτούς που επικρατούσαν σε διάφορα επαγγέλματα. Ακόμη και το 1921, κι ενώ πολλοί είχαν επιστρέψει στις πατρίδες τους όταν η Θράκη και η Σμύρνη βρέθηκαν υπό ελληνική κατοχή, ο Μπεναρόγια έγραφε ότι «χιλιάδες πρόσφυγες συνεχώς εκτοπίζουν τους ωργανωμένους εργάτας από μερικά επαγγέλματα». Ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά, όπου οι φορτοεκφορτώσεις αποτελούσαν μια εργασία ανειδίκευτη αλλά σχετικά καλοπληρωμένη (χάρη στην ισχύ των σωματείων των λιμενεργατών και στη νευραλγική θέση τους στην οικονομική δραστηριότητα), οι πρόσφυγες, αποτελώντας μια πολυπληθή και γρήγορα κινητοποιήσιμη μάζα ανέργων, χρησιμοποιήθηκαν ως απεργοσπάστες στην απεργία των φορτοεκφορτωτών σιτηρών το 1914 ενώ το 1916 οι εργολάβοι της Ηλεκτρικής εταιρείας επιχείρησαν να αντικαταστήσουν με πρόσφυγες τους φορτοεκφορτωτές γαιανθράκων (για να υποχωρήσουν όταν το εργατικό κέντρο Πειραιά απείλησε με γενική απεργία). Επιπλέον οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις του 1915 εξέταζαν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν τους πρόσφυγες «εις διάφορα δημόσια έργα»: έτσι θα «ανακουφιζόταν το Δημόσιον, περιστελλομένης της δι’ αυτούς δαπάνης», θα περιστέλλονταν όμως και οι διαθέσιμες για τους ντόπιους θέσεις εργασίας. Οι αντιθέσεις αυτές οδήγησαν στη διατύπωση αιτημάτων εθνικής προτίμησης απέναντι στους πρόσφυγες. Τον Αύγουστο του 1914 ο εκπρόσωπος των βυρσοδεψών στο εργατικό κέντρο της Αθήνας Πουλόπουλος «καταγγέλλει ότι πολλοί πρόσφυγες, αφ’ ενός παίρνουν επίδομα από την κυβέρνησιν, αφ’ ετέρου εργάζονται με ελάχιστον ημερομίσθιον και στερούν το ψωμί πολλών εργατών ιδικών μας», παρέμβαση που επιδοκιμάστηκε και ενσωματώθηκε σε υπόμνημα του ΕΚΑ για την αισχροκέρδεια κλπ που υποβλήθηκε λίγο μετά: «Να μην επιτρέπεται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών αφού παίρνουν σιτηρέσιον από το κράτος, διότι στερούν το ψωμί εις τους εντοπίους εργάτας, τους αυριανούς ελευθερωτάς των προσφύγων αυτών». Στα υπομνήματα των εργατικών κέντρων της Αθήνας και του Πειραιά που είδαμε δε συναντήσαμε να ξαναδιατυπώνεται τέτοια διεκδίκηση . ωστόσο το καλοκαίρι του 1916 ο (αντιβενιζελικός) πρόεδρος του εργατικού κέντρου Πειραιά Ι. Γαβριήλ ανάγγελλε ότι στο προσεχές «εργατικό συνέδριο» θα συζητιόνταν, πέρα από την ακρίβεια, τον επισιτισμό και την εργατική νομοθεσία, και η «επιβολή προτιμήσεως εις την πρόσληψιν στρατευομένων Ελλήνων δια τας εν γένει εργασίας». Η διατύπωση αυτή στρεφόταν σαφώς ενάντια στους πρόσφυγες. Η διεκδίκηση αποκλεισμού τους εστίαζε σε ένα σημείο διαφοροποίησης των προσφύγων που δεν τους έθετε εκτός έθνους, θεμελιωνόταν όμως σε μια ενεργητική (και όχι απλά νομική) σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη, βασισμένη στη συμμετοχή στις θυσίες της πολιτικής κοινότητας. Η διεκδίκηση να αποτελούν τα πολιτικά δικαιώματα τη βάση για τα κοινωνικά δικαιώματα νομιμοποιούνταν εδώ όχι με μια περιοριστική σύλληψη του έθνους που έθετε υπόαμφισβήτηση τον δεσμό της ομογένειας, αλλά με μια επαναδιαπραγμάτευση της ιδιότητας του πολίτη που συνδεόταν με τις υπηρεσίες προς το έθνος των στρατευομένων «αυριανών ελευθερωτών». Παρότι όμως δεν διατυπώθηκαν (απ’ όσο γνωρίζουμε) σε επίσημα κείμενα των εργατικών σωματείων αντιλήψεις που έθεταν τους πρόσφυγες εκτός του εθνικού σώματος, αυτές είχαν ήδη αναπτυχθεί το 1916, όπως θα δούμε αμέσως . αυτό που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί στον δημόσιο λόγο ήταν ένα σώμα αρνητικών στερεοτύπων για τους πρόσφυγες, κάτι που θα γίνει στον μεσοπόλεμο. Θα κατανοήσουμε καλύτερα την ανάπτυξη αντιπροσφυγικών διαθέσεων και αιτημάτων αν την εγγράψουμε σε τρία ευρύτερα πλαίσια: τις πρακτικές του πρώιμου εργατικού κινήματος, την κοινοτιστική οργάνωση των εργατών και τον ρόλο των μεταναστευτικών κοινοτήτων, και τη στάση του ελληνικού κράτους και των πολιτών του απέναντι στους αλλοδαπούς (ομογενείς και μη) που έρχονταν να δουλέψουν στη χώρα. Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Σε γενικές γραμμές η παρουσία εργατών που δεν ήταν ντόπιοι, ακόμη κι όταν δεν επρόκειτο για ομοεθνείς, εμφανίζεται κατά τον 19οαιώνα αυτονόητα αποδεκτή, είτε απέληγε σε μόνιμη εγκατάσταση είτε επρόκειτο για εποχικές μετακινήσεις πχ εργατών γης στη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα. Η μετακινούμενη βιοτεχνική εργασία συνέχιζε να αποτελεί μια κανονικότητα για τις ορεινές περιοχές των Βαλκανίων, και το ελληνικό κράτος έναν από τους τόπους προορισμού . η αγροτική ανάπτυξη ως τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και η αραιοκατοίκηση της Θεσσαλίας δημιουργούσαν σταθερά ζήτηση εργατικών χεριών (ιδίως εποχική) . σε διάφορες συγκυρίες κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ουαιώνα εμφανίστηκε στενότητα εργατικής δύναμης στον δευτερογενή τομέα, ενώ τα μεγάλα δημόσια έργα της δεκαετίας του 1880 βασίστηκαν σε αλλοδαπούς εργάτες σε βαθμό μάλλον μεγαλύτερο απ’ όσο θα δικαιολογούσε η κατοχή εξειδεικευμένων γνώσεων. Απέναντι σε αυτούς τους αλλοεθνείς εργάτες στην κατασκευή των σιδηροδρόμων διατυπώνονται το 1890 οι πρώτες διαμαρτυρίες Ελλήνων ανταγωνιστών τους που εντοπίσαμε, σχηματίσαμε πάντως την εντύπωση ότι δεν είχαν συνέχεια. Επρόκειτο, ακόμα, για μιαν εποχή χωρίς ταυτότητες και διαβατήρια. Βεβαίως το κράτος (ιδίως το οθωνικό;) επιχειρούσε να διατηρεί έναν έλεγχο της κινητικότητας του πληθυσμού . δεν έχουμε εικόνα για το πώς λειτουργούσαν στην πράξη τα διάφορα «διαμονητήρια», δεν πρέπει όμως να απέτρεπαν τις μετακινήσεις. Οι πολιτογραφήσεις αλλοδαπών, επίσης, πρέπει να λειτουργούσαν χωρίς προβλήματα αν κρίνουμε από το πλήθος των καταγόμενων από την Οθωμανική αυτοκρατορία ψηφοφόρων. Ο αυτοχθονισμός της πρώιμης οθωνικής περιόδου κόπασε αφού το 1844 διευθετήθηκαν τα ζητήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος απασχόλησης «εις τα δημόσια επαγγέλματα», και η Μεγάλη Ιδέα διαμόρφωνε ένα περιβάλλον θετικών στάσεων απέναντι στους αλύτρωτους . οι αρνητικές αναπαραστάσεις των ομογενών επιχειρηματιών που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από τη δεκαετία του 1870 κ.ε., και οι οποίες αποκτούσαν κάποτε τη χροιά του αποκλεισμού τους από το έθνος, δεν αφορούσαν τις λαϊκές τάξεις. Συναντάμε, έτσι, μορφές όπως αυτή του Ηπειρώτη χτίστη που εγκαταστάθηκε στο Κορωπί, έγινε «νοικοκύρης» εκμεταλλευόμενος τον μύλο του χωριού και στις αρχές του 20ού αιώνα έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος. Ωστόσο οι ταυτότητες του ντόπιου και του ξένου, όσο κι αν τελούσαν υπό συνεχή επαναδιαπραγμάτευση (ιδίως στις πόλεις που γνώριζαν σημαντική αύξηση του πληθυσμού τους, όπως η Αθήνα από το 1870 κ.ε.), δεν έπαυαν να αναπαράγονται και ενίοτε να έρχονται στο προσκήνιο. Ορισμένοι υποψήφιοι δήμαρχοι της Αθήνας έπαιξαν το χαρτί της εντοπιότητας, ενώ το σύνθημα «ντόπιο πράμα» φαίνεται ότι πρωτοακούστηκε στις δημοτικές εκλογές του 1907 όταν ο Μερκούρης κατηγορήθηκε ότι για τη διαδήλωση υπέρ του «εστρατολόγησε Πειραιείς, χωρικούς, βερουτιανούς [δηλαδή ετεροδημότες], ακόμη και πρόσφυγας [από την Ανατολική Ρωμυλία]». Η αμφισβήτηση των εκλογικών δικαιωμάτων όσων διαδήλωναν υπέρ του αντιπάλου αποτελούσε μια κλασική στρατηγική για να μειωθεί η εντύπωση ισχύος του που δημιουργούσαν οι διαδηλώσεις υπέρ του, κάποτε όμως αυτή αποκτούσε τη χροιά της αμφισβήτησης του δικαιώματος των ομογενών από την Οθωμανική αυτοκρατορία να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους. Αυτό συνέβη πριν τις εκλογές του 1885, όταν το απογυμνωμένο από μαζικά στηρίγματα στην πρωτεύουσα τρικουπικό κόμμα προσέφυγε στην κινητοποίηση Ηπειρωτών και άλλων ομογενών: «Τίς απένειμεν εις τους ραγιάδες των ελλήνων πολιτών τα πολιτικά δικαιώματα και τίς νόμος επιτρέπει την εις τα πολιτικά της χώρας επέμβασιν ανθρώπων, μη κεκτημένων την ελληνικήν ιθαγένειαν;», ρωτούσαν οι αντιτρικουπικοί «Καιροί», για να κλείσουν με την απειλή απέλασης των «ραγιάδων», παρακινώντας την επόμενη κυβέρνηση να «διδάξη εις αυτούς ότι οφείλουσι να συμπεριφέρωνται μετ’ ευκοσμίας και ευνομίας, ίνα μη αναγκάζωνται εις το εξής να καταλείπωσι το ελληνικόν έδαφος, εξοριζόμενοι υπό της αστυνομίας». Ενδεχομένως δεν είναι τυχαίο που οι ενστάσεις προέρχονταν από τη δηλιγιαννική παράταξη, η οποία είχε πιο λαϊκή ταξική σύνθεση, τουλάχιστον στην Αθήνα . μπορούμε πάντως να τις δούμε και ως συμμετρική αντίδραση στα στηρίγματα που εμφανιζόταν να διαθέτει ο αντίπαλος. Τέτοια επίθεση σε «ραγιάδες» που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις συναντήσαμε άλλη μία, επίσης από τους συντηρητικούς «Καιρούς» λίγα χρόνια μετά και επίσης με στόχο να πληγεί το τρικουπικό κόμμα8 . ο κανόνας πάντως είναι ότι η δηλιγιαννική ρητορεία στρεφόταν ενάντια στους ομογενείς επιχειρηματίες και μόνο. Τη δεκαετία του 1910 οι επιθέσεις στους «ξένους» θα αποκτήσουν νέα ένταση. Σε μια πρώτη φάση υψηλοί τόνοι θα υιοθετηθούν από εκπροσώπους της παλιάς πολιτικής ελίτ ενάντια στον Βενιζέλο και τους ομογενείς αστούς που τον πλαισίωναν, και θα συνδυαστούν με αντιπλουτοκρατικά μοτίβα: «υπουργός αλιευθείς μεταξύ των νεοπλούτων […] ετόλμησε ξένος αυτός προς τον τόπον, άσημος και αγράμματος μέχρι κωμικότητος να είπη περί ημών ότι έχομεν ως βιοποριστικόν επάγγελμα την πολιτικήν, ημείς οι παλαιοί πολιτικοί του τόπου» κλπ . «άνθρωποι περισυλλεγέντες εντεύθεν και εκείθεν, εκ των περάτων του κόσμου, ίδρυσαν το αχρείον αυτό κατασκεύασμα [τη Λέσχη των Φιλελευθέρων], νομίσαντες ότι ο λαός των Αθηνών αποτελείται από φελλάχους ομοίους εκείνων εν τω μέσω των οποίων έζησαν και εσχημάτισαν τινές εξ αυτών την περιουσίαν των». Ο λόγος αυτός στα συνθήματα αντιβενιζελικών διαδηλωτών το 1912 έπαιρνε κάποτε τις διαστάσεις της αντίθεσης εν γένει στους «ξένους», ενώ σύντομα θα συγχωνευτεί με αισθήματα εχθρικά απέναντι στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη που συνέρευσαν στην Αθήνα το 1914. Οι «αστράτευτοι πρόσφυγες» που υποστηρίζουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο θα γίνουν ένα σταθερό μοτίβο στον αντιβενιζελικό τύπο, και η στρατολόγηση πολλών απ’ αυτούς στη λεγόμενη «αστυνομία της Αντάντ» (που λειτουργούσε παράλληλα με την ελληνική και με τις ένοπλες περιπολίες των επιστράτων) δεν θα τους κάνει πιο δημοφιλείς. Όταν ξανακουστεί το σύνθημα «ντόπιο πράμα», στη μεγάλη αντιβενιζελική διαδήλωση του Αυγούστου του 1916, θα έχει αποκτήσει πλέον κοινωνικό βάθος κι έναν σαφή αντιπροσφυγικό χαρακτήρα . στο ανακοινωθέν του Πανελληνίου συνδέσμου επιστράτων λίγες μέρες μετά εξαπολύεται μια βίαιη επίθεση στους «Ελληνόφωνους ξενόδουλους και ξενόπληκτους πρόσφυγες» .θα ακολουθήσουν οι εκτελέσεις δεκάδων προσφύγων στα Νοεμβριανά και ο εκτοπισμός χιλιάδων. Πώς εξηγείται η ένταση με την οποία εμφανίζονται διαθέσεις ξενηλασίας τη δεκαετία του 1910; Καταρχάς η μαζικότητα του προσφυγικού κύματος του 1914 –και μάλιστα η συγκέντρωσή τους στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη)– δημιουργούσε εκ των πραγμάτων δυσκολίες στην απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας και εν γένει στην ενσωμάτωσή τους στις κοινωνικές δομές. Η έλευσή τους συνδέθηκε με τη μεγάλη άνοδο των νοικιών στην Αθήνα, και κυρίως συνέπεσε με την πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων που έφεραν ο πληθωρισμός και οι επιστρατεύσεις. Πρέπει να επισημάνουμε, επίσης, ότι στα ίδια χρόνια ξεκινούν τα πρώτα παράπονα για υπερεπαγγελματισμό στην Αθήνα, για τον υπερβολικό αριθμό καταστημάτων ο οποίος συνεπαγόταν έντονο ανταγωνισμό και προβλήματα επιβίωσής τους. Δεν έχουμε εντοπίσει σοβαρές διαφορές στην αναλογία καταστημάτων ανά κάτοικο, οπότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τις πιέσεις που ευθύνονται για την εμφάνιση του λόγου περί υπερεπαγγελματισμού. Έχει επισημανθεί ότι το πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης φτάνει το 1890-1910 στα όριά του, με την αποδοτικότητα της γης να κάμπτεται και την υπερατλαντική μετανάστευση να αποκτά μεγάλες διαστάσεις . η ανατίμηση της δραχμής μετά το 1905 οδήγησε σε κάποια κάμψη τον δευτερογενή τομέα που είχε αναπτυχθεί χάρη στην οιονεί δασμολογική προστασία που προσέφερε η υποτίμηση του νομίσματος . η οικονομική κρίση του 1908-10 ήρθε να επιτείνει και να διευρύνει τη δυσπραγία.9 Η απόδοση από τους μικροαστούς των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν στην αναπαραγωγή τους στον ανταγωνισμό που προκαλούσε πχ η «υπερπληθώρα των κουρέων εν Αθήναις» (όπως δήλωνε ο πρόεδρος της αδελφότητας κουρέων την άνοιξη του 1909) δεν συνοδευόταν ακόμα από την προβολή μονοπωλιστικών αιτημάτων, όπως έκαναν οι εργάτες, γενικά όμως βρισκόταν στο ίδιο μήκος διανοητικού κύματος στον βαθμό που η περιγραφή ενός προβλήματος συνδέεται αναπόσπαστα με τους δρόμους που αναζητούνται για την επίλυσή του. Δεν αυθαιρετούμε, λοιπόν, αν ισχυριστούμε ότι τέτοιες αντιλήψεις διευκόλυναν τη συναίνεση απέναντι σε συμπεριφορές όπως του χωροφύλακα που (επίσης το 1909) απέπεμψε Ηπειρώτη πλανόδιο πωλητή τσουρεκιών από την Ομόνοια με τα λόγια «να πάτε να ζήσετε στην πατρίδα σας, καλτσοσκούφηδες». Ίσως δεν σφάλλουμε αν προσθέσουμε έναν ακόμα παράγοντα: κατά την πολεμική δεκαετία 1912-1922 η εθνική ιδεολογία όχι μόνο αποκτά ιδιαίτερη ένταση και πρωτοφανή υλικότητα, αλλά και βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού στην οποία εμπλέκονται τόσο το κράτος και οι διανοούμενοι όσο και οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, μέσα από τα προβλήματα που θέτουν η ενσωμάτωση μεγάλων πληθυσμών αλλοθρήσκων και αλλοεθνών, ο διχασμός για τους προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, η ίδια η επιστράτευση και ο πόλεμος, οι λιποταξίες και οι βαρβαρότητες κατά αμάχων, όπως βέβαια και η προσφυγιά ομογενών που δεν διέθεταν την ιδιότητα του πολίτη. Δεν θα έπρεπε να βλέπουμε την «εθνική εξόρμηση» του 1912-22 μόνο ως φυσική συνέχεια, καθότι απόρροια, δεκαετιών αλυτρωτισμού του ελληνικού κράτους, αλλά και ως μια περίοδο κατά την οποία εγκαθιδρύονται σημαντικές ασυνέχειες τόσο στην κρατική πολιτική όσο και στις λαϊκές αντιλήψεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την οριοθέτηση της εθνικής κοινότητας. Τέλος, τα χρόνια 1910-1915 αποτελούν την περίοδο που εισάγεται η πρώτη εργατική νομοθεσία στην Ελλάδα, ενώ οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων δεν διστάζουν να παρεμβαίνουν ενεργητικά στις απεργίες που ξεσπούν, αντιμετωπίζοντας πολύ συχνότερα απ’ ό,τι οι προκάτοχές τους (αλλά βέβαια όχι πάντοτε) ευνοϊκά τα εργατικά αιτήματα. Η εμπλοκή του κράτους στην ιδιωτική οικονομία που είχε ξεκινήσει με την (περίπου υποχρεωτική) διαχείριση της σταφιδικής κρίσης επεκτεινόταν τώρα στην αγορά εργασίας, κι αυτό οπωσδήποτε ευνόησε την πολιτικοποίηση των ανταγωνισμών σ’ αυτήν ανάμεσα σε εθνικοτοπικές κοινότητες –δηλαδή τη διατύπωση αιτημάτων εθνικής προτίμησης. Ο ρόλος των μεταναστευτικών κοινοτήτων, για να περάσουμε στον δεύτερο άξονα, έχει μελετηθεί ελάχιστα, μπορούμε πάντως να θεωρούμε δεδομένο ότι ήταν σημαντικός για την οργάνωση της καθημερινότητας στις πόλεις και σε χώρους δουλειάς όπως τα μεταλλεία. Οι συντοπίτικοι δεσμοί συνέβαλλαν καθοριστικά στην υποδοχή των νεοφερμένων και στην εργασιακή τους αποκατάσταση .αποτυπώνονταν στον ιστό της πόλης, με συγκεντρώσεις συμπατριωτών στον ίδιο δρόμο ή γειτονιά . πολιτικά δίκτυα πλέκονταν γύρω τους .παρέες, στέκια και σωματειακή ζωή αρθρώνονταν συχνά γύρω από τους συντοπίτικους δεσμούς . σχέσεις αλληλεγγύης αναπτύσσονταν υφαίνοντας ένα προστατευτικό δίχτυ σε καιρούς ανεργίας ή αρρώστιας .οι τοπικές ταυτότητες, τέλος, όσο κι αν από μια μακροσκοπική οπτική βρίσκονταν σε υποχώρηση μετά την ίδρυση του έθνους-κράτους,10αναπαράγονταν με ποικίλες μορφές και σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ανάμεσά τους και αυτό της μεγάλης πόλης. Πιθανότατα δεν είχαν όλες οι μεταναστευτικές κοινότητες τα ίδια χαρακτηριστικά: για παράδειγμα θα διέφεραν οι πρακτικές (και ο βαθμός;) αλληλεγγύης των κοινοτήτων που αποτελούνταν κυρίως από οικογένειες μόνιμα εγκατεστημένες στην πόλη, από αυτές με υψηλά ποσοστά περιοδικά μεταναστευόντων εργατών, κυρίως νεαρών αντρών που συγκατοικούσαν κατά ομάδες . Μανιάτες και Κρητικοί πιθανόν παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα (λόγω του συστήματος συγγένειας;), ενώ κάποιες μικρές ομάδες συμπατριωτών αποτελούνται πλειοψηφικά από διανοητικά εργαζόμενους και αστούς και μπορούμε να περιμένουμε ότι στους δεσμούς που ανέπτυσσαν μεταξύ τους η αλληλεγγύη θα ήταν υποβαθμισμένη. Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι οι συντοπίτικοι δεσμοί δεν σήμαιναν και απουσία ανταγωνισμών και ισχυρών επιμέρους μορφών αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων: το 1901, για παράδειγμα, διεξήχθη κανονική μάχη στο τελωνείο του Πειραιά μεταξύ των δύο σογιών Μανιατών που δούλευαν εκεί ως αχθοφόροι. Τέτοιες συμπλοκές, πάντως, αναφέρονται κυρίως ανάμεσα σε διαφορετικές μεταναστευτικές κοινότητες: κορυφαία ανάμεσά τους η τριήμερη μάχη Κρητικών και Μανιατών στον Πειραιά το 1906, με 5 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, πυρπολημένα καταστήματα, επιθέσεις σε σπίτια κλπ, ενώ εκείνα τα χρόνια σοβαρές συρράξεις σημειώθηκαν και μεταξύ Μανιατών και εργατών από τη Δωρίδα στο Λαύριο, μεταξύ Μανιατών και Καρπαθίων λατόμων στην Κόρινθο και μεταξύ Δωριέων και Ευβοέων λατόμων στο Γραμματικό του Μαραθώνα. Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις είναι προφανείς οι σχέσεις της συγκρότησης των συντοπίτικων ομάδων με την αγορά εργασίας, ενώ ενδιαφέρον έχει και το ότι στη σύρραξη του Πειραιά οι Κρητικοί για να σταματήσουν τις αντεκδικήσεις ζήτησαν (και προσωρινά πέτυχαν) «να εκδιωχθούν εκ του Τελωνείου» οι Μανιάτες που δούλευαν εκεί ως αχθοφόροι . οι εργάτες που τους αντικατέστησαν προσδιορίζονται στις εφημερίδες επίσης με βάση την τοπική τους καταγωγή (κυρίως Κυκλαδίτες), ενώ σε συνεδρίαση του Κεφαλληνιακού συνδέσμου τις μέρες των ταραχών συζητήθηκε το ενδεχόμενο να αναλάβουν οι Κεφαλλονίτες του Πειραιά τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο τελωνείο. Στις περιπτώσεις αυτές αναφαίνεται η ύπαρξη ενός εθνικοτοπικού καταμερισμού εργασίας σε διάφορα επαγγέλματα, ο οποίος κάποτε οδηγούσε και στην ίδρυση χωριστών επαγγελματικών σωματείων. Ο καταμερισμός αυτός εν μέρει προερχόταν από παραδοσιακές εξειδικεύσεις κάποιων περιοχών, που μεταφέρονταν στις πόλεις όταν η πλανόδια και περιοδική εργασία γινόταν μόνιμη και εδραία (κλασικά παραδείγματα οι μαρμαράδες από την Τήνο, οι Ηπειρώτες αρτοποιοί, οι χτίστες από την Άνδρο, τα Λαγκάδια, την Πυρσόγιαννη ή τη Βούρμπιανη, οι κανατάδες από τη Σίφνο, οι χρυσοχόοι από τη Στεμνίτσα κλπ). Σε άλλα επαγγέλματα, πάλι, η ισχυρή παρουσία συγκεκριμένων κοινοτήτων οφειλόταν σε μια «εξειδίκευση» που ξεκίνησε στην πόλη εγκατάστασης: αυτή πρέπει να είναι η περίπτωση των παντοπωλών από το Άργος και τον Ασπροπόταμο, και πιθανότατα και των Μανιατών αχθοφόρων και σκαφτιάδων. Ο καταμερισμός αυτός αναπαραγόταν μέσα από την απασχόληση νεοφερμένων συμπατριωτών σε επιχειρήσεις μελών της μεταναστευτικής κοινότητας (και τη «μαθητεία» τους, δηλαδή, στο συγκεκριμένο επάγγελμα), ή μέσω του δικτύου γνωριμιών που αναπτυσσόταν στην αγορά εργασίας κάθε επιμέρους επαγγέλματος. Επιπλέον το εργολαβικό σύστημα που επικρατούσε σε μαζικούς χώρους εργασίας όπως τα ορυχεία, το λιμάνι, τα καπνεργοστάσια ή η οικοδομή οδηγούσε στον σχηματισμό ομάδων συμπατριωτών «ομαδικώς εργαζομένων». Η ανάληψη και εκτέλεση εργασιών από μια εργολαβική ομάδα η οποία σχηματιζόταν γύρω από έναν καλό μάστορα ή κάποιον μικροκεφαλαιούχο που αναλάμβανε τις οργανωτικές λειτουργίες «συσχέτιζε την εργασία με τα συγγενικά δίκτυα και τους δεσμούς των συντοπιτών»11 . το μοντέλο αυτό αναπαραγόταν και όταν ένας μεγαλύτερος κεφαλαιούχος αναλάμβανε εργασίες μεγάλης κλίμακας και τις κατένειμε σε υπεργολαβικές ομάδες, στον βαθμό που η εμπλοκή του στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν ήταν σταθερή, ο κλάδος βασιζόταν στην ένταση εργασίας και ενδεχομένως χαρακτηριζόταν από τη γρήγορη ανανέωση ενός συχνά ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, ή/και ο γενικός εργοδότης προτιμούσε να μεταφέρει «την ευθύνη και το κόστος για την οργάνωση της ομάδας και τον έλεγχο των εργασιών» σε υπεργολάβους.12 Η αμφισημία της θέσης των υπεργολάβων στην εργατική κοινότητα έχει αποδοθεί πολύ καλά από τη Λαμπροπούλου, ενώ ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση του συστήματος με «φαινόμενα πατρωνίας στους κόλπους των εργατικών στρωμάτων» από την Αγριαντώνη.13 Στο εσωτερικό των μεταναστευτικών κοινοτήτων, όμως, η θέση των (υπ)εργολάβων θα πρέπει να ήταν κεντρική, στον βαθμό που αποτελούσαν έναν σημαντικό κόμβο στο δίκτυο των σχέσεων που αποτελούσαν την υλική βάση της αναπαραγωγής της ταυτότητας του τόπου προέλευσης στον τόπο εγκατάστασης. Εν ολίγοις στην αγορά εργασίας ο ανταγωνισμός μπορεί να αφορούσε όχι μόνο άτομα αλλά και μεταναστευτικές κοινότητες, στον βαθμό που η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των συντοπιτών ήταν ισχυρή και μάλιστα λάμβανε χώρα σε ένα πλαίσιο όπου οι θέσεις εργασίας γίνονταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης όχι μεμονωμένα αλλά πολλές μαζί. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η συντοπίτικη σύνθεση δύο τουλάχιστον από τις συνεργατικές ενώσεις αρβυλοποιών που δραστηριοποιούνταν τη δεκαετία του 1920 και αναλάμβαναν παραγγελίες του υπουργείου στρατιωτικών: μία είχε την επωνυμία «Παροναξία» και μια άλλη αναφέρεται ως απαρτιζόμενη από εργάτες «των αρχαιοτέρων αθηναϊκών οικογενειών». Στην ίδια κατηγορία, του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ομάδες συντοπιτών, μπορούμε να τοποθετήσουμε τις διαφορετικές στάσεις κατά την απεργία των εργατών στη φορτοεκφόρτωση σταφίδας στην Πάτρα το 1904: οι Κεφαλονίτες ήταν οι αποφασισμένοι απεργοί, ενώ οι Πατρινοί έσπασαν την απεργία δεχόμενοι μικρότερες αμοιβές –με τον ανταγωνισμό εδώ να αφορά καταρχάς όχι τις θέσεις εργασίας καθαυτές αλλά τους όρους εργασίας που ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν. Εξ ορισμού ανταγωνιστική απέναντι σε άλλες κοινότητες, επίσης, ήταν η προσπάθεια περιφρούρησης του υπάρχοντος εθνικοτοπικού καταμερισμού εργασίας όταν αυτός απειλούνταν από μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία και στην αγορά εργασίας –με την πύκνωση πχ του εφεδρικού στρατού εργασίας με την εσωτερική μετανάστευση ή με κύματα προσφυγιάς. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε μεταναστευτικές κοινότητες μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ενδημικές στις συγκεκριμένες μορφές συγκρότησης της αγοράς εργασίας και διαμόρφωναν ένα περιβάλλον στο οποίο επικάθισαν ομαλά οι αντιπροσφυγικές διαθέσεις και το αίτημα εθνικής προτίμησης απέναντί τους κατά τη δεκαετία του 1910. Ο τρίτος και τελευταίος άξονας της ανάλυσής μας αφορά τις πρακτικές που κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα κατά την πρώτη αυτή φάση του, την εποχή που ουσιαστικά στήνονται τα εργατικά σωματεία και που οι απεργίες κ.α. μορφές διεκδίκησης αποκτούν μια πυκνότητα. Πλάι στη διεκδίκηση μεγαλύτερων αμοιβών, λιγότερων ωρών δουλειάς, ριζικών κρατικών μέτρων ενάντια στην ακρίβεια σε τρόφιμα και στέγη και διατήρησης ενίοτε κάποιου ελέγχου στην εργασιακή διαδικασία, δεσπόζουν αιτήματα ελέγχου της αγοράς εργασίας.14 Τέτοια αιτήματα μπορεί εν μέρει να αποτελούσαν ανταπόκριση στην αστάθεια της απασχόλησης στα εργοστάσια ή και αλλού,15 δεν θα πρέπει όμως να αποδοθούν μονάχα στις συνθήκες του (όχι και τόσο) πρώιμουεργοστασιακού συστήματος: ο περιορισμός της προσφοράς εργασίας αποτελούσε μια μορφή ελέγχου του ανταγωνισμού (και των αμοιβών) που ερχόταν από το συντεχνιακό παρελθόν, όταν οι συντεχνίες καθόριζαν την πρόσληψη μαθητευόμενων και τις αναγορεύσεις σε μάστορα. Μια παρόμοια στάση αναπτύσσουν και ορισμένοι μικροαστοί την εποχή που μελετάμε αναζητώντας τρόπους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό: καταστρώνουν σχέδια συλλογικής ρύθμισης των τιμών αλλά και δημιουργίας επαγγελματικών σχολών από τα σωματεία τους που θα ρύθμιζαν έτσι τις ροές ειδικευμένου εργατικού δυναμικού (και δυνητικών ανταγωνιστών). Για τους εργάτες ο συλλογικός έλεγχος της αγοράς (στην περίπτωσή τους, της αγοράς εργασίας) αποτελούσε ζητούμενο σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, όχι μόνο γιατί μέσω της σπάνης της εργασίας θα οδηγούσε σε καλύτερες αμοιβές αλλά και επειδή αποτελούσε εν πολλοίς προϋπόθεση για την επιτυχία μιας διεκδίκησης: οι κινητοποιήσεις τους τους έφερναν συχνά αντιμέτωπους με το ενδεχόμενο να τους αντικαταστήσουν οι εργοδότες τους με άλλους εργάτες, όχι μόνο προσωρινά κατά τη διάρκεια μιας απεργίας αλλά και μόνιμα –και όταν ο εφεδρικός στρατός εργασίας δεν ήταν πρόχειρος σε μια πόλη, μπορεί να αναζητούνταν αλλού. Η ανάπτυξη λοιπόν μονοπωλιστικών στρατηγικών ελέγχου της αγοράς εργασίας από τις εργατικές συλλογικότητες θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αναπτυσσόταν περίπου αυθόρμητα. Ένα από τα συνηθισμένα αιτήματα που συναντάμε στις εργατικές κινητοποιήσεις των αρχών του εικοστού αιώνα είναι η «αναγνώριση» του σωματείου από τους εργοδότες. Αυτό μπορεί να σήμαινε απλά την αναγνώρισή του ως συνομιλητή, έτσι ώστε να καθιερωθεί μια αρχή συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους όρους εργασίας . μπορεί, επίσης, να σήμαινε το δικαίωμα κάποιου να είναι μέλος του σωματείου χωρίς να διώκεται από την εργοδοσία. Συχνά όμως με τον όρο εννοούνταν η αναγνώριση της αρμοδιότητας του σωματείου στον προσδιορισμό του ποιος είχε δικαίωμα να δουλέψει στο επάγγελμα: οι εργοδότες ήταν αρνητικοί, διαμαρτυρόμενοι ότι έτσι οι εργάτες «επιβάλλουν εις ημάς τους ανικάνους ή απείρους συναδέλφους των», επικαλούμενοι την ελευθερία της εργασίας και την «αξιοπρέπειά» τους (εννοώντας το διευθυντικό τους δικαίωμα), κάποτε όμως αναγκάζονταν να το αποδεχτούν, εκτιμώντας (κοντόφθαλμα;) ότι τους συνέφερε να υποχωρήσουν εκεί και όχι σε μισθολογικά αιτήματα. Η πρώτη διατύπωση του αιτήματος που συναντήσαμε έγινε το 1895 από τους μαγειροϋπάλληλους, συγχρόνως με την ίδρυση του σωματείου τους . χαρακτηριστικά, η αποδοχή του από τους εστιάτορες συνδυάστηκε επίσης με την ίδρυση σωματείου. Ήταν όμως κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 που οι προσλήψεις μέσω των σωματείων διεκδικήθηκαν με σθένος από το εργατικό κίνημα, ενίοτε με επιθετικές κινήσεις: με απεργίες επειδή έγιναν προσλήψεις μη-μελών του σωματείου ή ακόμα και με την απαίτηση απόλυσης εργατών που δεν ήταν γραμμένοι στο σωματείο. Ήταν μάλλον πιο εύκολο να υπάρξουν επιτυχίες όταν οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με την κυβέρνηση: το 1919 το ΕΚΑ πέτυχε συνεννοούμενο με τον αντιπρόεδρο Ρέπουλη να χρησιμοποιούνται στα δημόσια έργα εργάτες που ήταν μέλη των σωματείων του, αντί για τους ανοργάνωτους που προτιμούσε ο νομομηχανικός της Αθήνας επειδή έπαιρναν λιγότερα . ενώ τα σωματεία των σιγαροποιοιών συμμετείχαν την ίδια χρονιά στην επιλογή όσων δεν θα έπαιρναν απλώς «αποζημίωση» για την εισαγωγή σιγαροποιητικών μηχανών αλλά θα διατηρούσαν τη δουλειά τους. Το επιχείρημα που χρησιμοποιούνταν σε κάποιους κλάδους για να νομιμοποιήσει την προτίμηση των μελών του σωματείου ήταν ότι αυτό εγγυούνταν (όχι τόσο την ικανότητά τους όσο) την τιμιότητά τους: έτσι το 1908, σε έρευνα για τις συνθήκες εργασίας ανά επάγγελμα, ξενοδοχοϋπάλληλοι δήλωναν ότι οι ξενοδόχοι για να πληρώνουν λιγότερα παίρνουν στη δουλειά «καθάρματα» και «μόρτες» και γίνονται κλοπές, ενώ το σωματείο μαγειροϋπαλλήλων για τον ίδιο λόγο πρότεινε να εξετάζει η αστυνομία το ποιόν των προσλαμβανομένων γκαρσονιών. Σε άλλα επαγγέλματα προβάλλονταν λόγοι υγιεινής: βιβλιάρια εργασίας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά το 1912 για τους αρτεργάτες συνδεδεμένα με ιατρικές εξετάσεις, μετά από σχετικό αίτημα του σωματείου τους και λίγες μέρες αφότου ψηφίστηκε ο νόμος που καθιέρωνε το βιβλιάριο εργασίας για τους ανήλικους . λίγους μήνες μετά χρησιμοποιήθηκαν για να καθυστερήσουν τη στρατολόγηση απεργοσπαστών κατά την απεργία των αρτεργατών. Λόγοι δημόσιας υγείας πρέπει να πρυτάνευσαν και για την καθιέρωση βιβλιαρίων για τους υπαλλήλους των παντοπωλείων την ίδια χρονιά, ακολούθησαν το 1913 οι τυπογράφοι, ενώ το καλοκαίρι του 1923 τα εργατικά επαγγέλματα για την εξάσκηση των οποίων απαιτούνταν βιβλιάριο υγείας διευρύνθηκαν, πιθανότατα σε αντάλλαγμα για τις περικοπές στα ημερομίσθια που προωθούνταν τότε από κράτος και εργοδοσία. Τα βιβλιάρια, στον βαθμό που συνδέονταν με τη συμμετοχή στο σωματείο, μπορούσαν να αποτελέσουν πολύ σημαντικό όπλο για τον έλεγχο απ’ αυτό της προσφοράς εργασίας. Στα αιτήματα που πρόβαλλαν την Πρωτομαγιά του 1923 οι μη-κομμουνιστές συνδικαλιστές που έλεγχαν το ΕΚΑ και το ΕΚΠ συγκαταλεγόταν η θέσπιση βιβλιαρίων ταυτότητας εργατών και υπαλλήλων που θα εξέδιδαν τα εργατικά κέντρα, ενώ σύμφωνα με τους επιθεωρητές εργασίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όλες οι εργατικές «οργανώσεις ζητούν την μονοπώλησιν των εργασιών δια της αναγνωρίσεως ατομικού βιβλιαρίου ειδικότητος αποκλειστικής δια τα μέλη των συνδέσμων των, απαγορευομένης της απασχολήσεως παντός ελευθέρου εργάτου». Αν η καθιέρωσή τους συνδέθηκε αρχικά με λόγους δημόσιας υγείας ή ευταξίας, τη δεκαετία του 1920 συνδέθηκε πιο ρητά με στρατηγικές «κλειστού επαγ
  63. […] και η Ακροδεξιά που ιστορικά υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του προσφυγικού ελληνισμού καθ’ όλο το Μεσοπόλεμο και έως το 1981, φάνηκε ότι […]

  64. Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ 1922

    Πάντα ανεπιθύμητοι

    Κύματα προσφύγων κατακλύζουν την Ελλάδα, σε συμπαιγνία με ξενόδουλους πολιτικούς που απεργάζονται την αλλοίωση του εκλογικού σώματος και του εθνικού κορμού. Το σχέδιο ξεσκεπάζουν τα εθνικά σκεπτόμενα ΜΜΕ. Δε βρισκόμαστε στο 2010 αλλά στην επαύριο της Μικρασιατικής καταστροφής.

    Αν πιστέψουμε το όργιο παραπληροφόρησης που διακινείται στο διαδίκτυο από την οργανωμένη ακροδεξιά, το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τους μετανάστες αποσκοπεί (και θα επιφέρει) μια δραματική αλλαγή στο ελληνικό εκλογικό σώμα και -κατ’ επέκταση- στον «ελληνισμό».

    Στην πραγματικότητα, βέβαια, το νομοσχέδιο βάζει πάμπολλες «ασφαλιστικές δικλείδες», αποκλείοντας ρητά και κατηγορηματικά από την ελληνική ιθαγένεια τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών και πολιτικών προσφύγων πρώτης γενιάς: πρόσφυγες στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, οικονομικούς μετανάστες από τριτοκοσμικές χώρες χωρίς πιστοποιητικά γέννησης, όσους έχουν καταδικαστεί για οποιαδήποτε παραβίαση μεταναστευτικής νομοθεσίας, όσους κριθούν ότι δεν «έχουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας», καθώς και όσους δεν μπορέσουν να αποδείξουν στην αρμόδια διοικητική Επιτροπή όχι μόνο «την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία» αλλά και «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν».

    Αυτό το τελευταίο ιδίως, ισοδυναμεί με παροχή απόλυτης διοικητικής ευχέρειας στα αρμόδια όργανα, να κόβουν κατά βούληση όσους θεωρούν «μη ελληνοποιήσιμους» με βάση τα προσωπικά πολιτικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά τους γούστα και κριτήρια. Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς (από γεννησιμιού) Ελληνες πολίτες κι αναντάν παπαντάν «Ελληνες το γένος» θα μπορούσαν να «αποδείξουν», πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης, «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας»;

    Εξίσου άτολμη (και σε μεγάλο επίπεδο συμβολικού χαρακτήρα) είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές σε ορισμένες κατηγορίες μεταναστών. Όπως επισήμανε η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων, ο αριθμός των δικαιούχων -με άδειες παραμονής «επί μακρόν», «διαρκείας» ή «αορίστου χρόνου»- δεν ξεπερνά στην πραγματικότητα μερικές εκατοντάδες σε όλη τη χώρα.

    Από την άλλη, το ίδιο νομοσχέδιο πραγματοποιεί ένα ριζοσπαστικό βήμα με την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται εδώ, διευκολύνοντας την ισότιμη ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των παραπάνω διατάξεων να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.

    Το σημαντικότερο είναι πως η ελληνική πολιτεία δείχνει πιά αποφασισμένη ν’ απαγκιστρωθεί από την ψευδοφυλετική λογική του «Ελληνα εξ αίματος» και ν’ αντιμετωπίσει καταπρόσωπα το κυριότερο (αν όχι το μοναδικό) «εθνικό ζήτημα» του καιρού μας: την όσο το δυνατόν πιο ομαλή, ισότιμη κι ολοκληρωμένη ένταξη στην ελληνική κοινωνία (και -προοπτικά- το ελληνικό έθνος) εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που το μόνο που τους εμποδίζει να νιώσουν πατρίδα τον τόπο που μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, έκαναν φίλους, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, δούλεψαν, απολύθηκαν, (ενδεχομένως) απήργησαν ή διαδήλωσαν και (κατά κανόνα) φορολογήθηκαν, είναι ο θεσμικός αποκλεισμός τους από την ιδιότητα του πολίτη.

    Το δίλημμα είναι πολύ απλό: ή έχουμε δημοκρατία, και λόγο για τα κοινά έχουν όλοι όσοι ζουν κι εργάζονται σε μόνιμη βάση στον τόπο μας, ή οικοδομούμε ένα καθεστώς δυο παράλληλων κοινωνιών, που θυμίζει περισσότερο Νότιο Αφρική ή Λίβανο. Με όσα μπορεί αυτό να σημαίνει για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.

    Το τρίτο κύμα

    Οσο κι αν εξακολουθούν κάποιοι να εθελοτυφλούν, εδώ και δυο περίπου δεκαετίες ζούμε μια ιστορική -και μη αναστρέψιμη- μεταβολή στη σύνθεση του ελλαδικού πληθυσμού. Της εργατικής κυρίως τάξης της χώρας, με τη διαμόρφωση ενός πολυεθνικού «μητροπολιτικού» προλεταριάτου, αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, όπου με το πέρασμα του χρόνουν εντάσσονται οι πιο «τακτοποιημένοι» απ’ τους μετανάστες της προηγούμενης φάσης. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην τρίτη μεγάλη τομή της ιστορίας του ελληνικού κράτους:

    * Η πρώτη τομή ήρθε με την επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Το τελευταίο περιέλαβε ως Ελληνες, με φαντασιακή καταγωγή από τον Περικλή ή τον Επαμεινώνδα, ακόμη και τους απογόνους των αλβανών μεταναστών του ύστερου μεσαίωνα που αποτελούσαν το ένα τέταρτο περίπου του αρχικού πληθυσμού του. Πρώτους και καλύτερους μάλιστα, αφού αυτό που τους έδινε κάθε δικαίωμα στην ελληνικότητα ήταν η μαζική συμμετοχή τους (και συχνά ο ηγετικός ρόλος τους) στο επαναστατικό έπος της «παλιγγενεσίας».

    * Η δεύτερη μεγάλη τομή σημειώθηκε μεταξύ 1912 και 1925. Τότε που η Ελλάδα διπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας στους κόλπους τις κάμποσες ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες αλλόγλωσσων πληθυσμών, η γλωσσική κι εθνική αφομοίωση των οποίων συντελέστηκε πολύ πιο τραυματικά (και συχνά βίαια) τις επόμενες δεκαετίες. Την ίδια εποχή, ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, τη Μικρασία και τον Πόντο, κατά τεκμήριο Ελληνες αλλά πολλοί απ’ αυτούς μη ελληνόφωνοι, κατέκλυσαν την εθνική επικράτεια κυνηγημένοι από κύματα εθνοκαθάρσεων κι ανέτρεψαν για πάντα τα δεδομένα της «μικράς πλην εντίμου» παλιάς Ελλάδας.

    Αντιμέτωποι με το διάχυτο ρατσισμό μιας μεγάλης μερίδας της «γηγενούς» κοινωνίας (απείρως μεγαλύτερης απ’ ό,τι ομολογούν σήμερα οι «εθνικά ορθές» αφηγήσεις), δαιμονοποιημένοι συχνά σαν αιτία κάθε κακού (από την οικονομική δυσπραγία του μεσοπολεμικού δημοσίου που «τους φορτώθηκε» ή την «έκρηξη της εγκληματικότητας», μέχρι την αυξημένη ανεργία των ντόπιων, το ρόλο τους σα φτηνός «εφεδρικός στρατός» στη διάθεση των εργοδοτών ή σαν όργανα νοθείας των εκλογών, ακόμη και σαν παρακρατικοί τραμπούκοι), οι πρόσφυγες αυτοί εντάχθηκαν τελικά ισότιμα στην ελληνική κοινωνία μέσα από μια διαδικασία επίπονη και γεμάτη συγκρούσεις.

    Ο καθοριστικός μηχανισμός που έκανε δυνατή μεσοπρόσθεσμα αυτή την ενσωμάτωση, υπήρξε η θεσμική αναγνώριση των προσφύγων ως ελλήνων πολιτών κι εκλογέων. Αναγνώριση που δεν θεωρήθηκε καθόλου αυτονόητη εκείνα τα χρόνια, όταν ένα μεγάλο τμήμα τόσο των γηγενών όσο και των προσφύγων θεωρούσε πιθανή την «παλιννόστησή» τους στις χαμένες «πραγματικές» τους πατρίδες. Για τη συνειδητοποίηση του μόνιμου χαρακτήρα της αλλαγής χρειάστηκε παραπάνω από μια δεκαετία. Η τελική δε υπέρβαση του χάσματος ολοκληρώθηκε μόλις στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, με τη σφυρηλάτηση αγωνιστικών δεσμών και τη χάραξη νέων -πολιτικότερων- διαχωριστικών γραμμών στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.

    Ξαναπαιγμένο έργο

    Ξεχασμένη σχεδόν ολοκληρωτικά σήμερα, η αντιπροσφυγική πολιτική φιλολογία (κι επιχειρηματολογία) του Μεσοπολέμου παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με τις σημερινές ρατσιστικές καμπάνιες ενάντια στην «αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας».

    Οσο κι αν -στον επίσημο τουλάχιστον λόγο- η ελληνικότητα των προσφύγων αυτή καθεαυτή δεν αμφισβητείται, τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ουσιαστικά την αναιρούν: οι πρόσφυγες κι οι συνοικισμοί τους περιγράφονται σαν κάτι ολοκληρωτικά ξένο από την «αυθεντικά ελληνική» κοινωνία των γηγενών, σαν «εισβολείς» που έχουν έρθει να καταστρέψουν τον «ελληνικό τρόπο ζωής» της παραδοσιακής «μικράς πλην εντίμου» Ελλάδας.

    Η ξενοφωνία πολλών απ’ αυτούς, η συσπείρωσή τους σε εθνοτοπική βάση, η εσωστρέφεια κι η αμυντική περιχαράκωσή τους απέναντι στους γηγενείς, η «διπροσωπία» και «ιδιοτέλειά» τους απέναντι στους φορείς δημόσιας εξουσίας και πλούτου (έστω και με τα δικά τους μέτρα), η εξάρτησή τους από την πολιτική εξουσία, χαρακτηριστικά απολύτως φυσιολογικά για μια ξεριζωμένη κοινότητα, αντιπαραβάλλονται διαρκώς με το «ήθος», τη «λεβεντιά» και την «ευθυκρισία» μιας κοινωνίας που έφυγε μεν ανεπιστρεπτί αλλά δεν παύει να έχει νοσταλγούς.

    «Επαγγελματίες ψηφοφόροι»

    Ενα πρώτο πράγμα που τους χρεώνεται σε πολιτικό επίπεδο, είναι ότι η ψήφος τους νοθεύει την πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος.

    «Οι πρόσφυγες ελθόντες ενταύθα θύματα μιας τραγικής καταστροφής», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό κύριο άρθρο του «Εμπρός» (14.9.1928), «δεν εδιδάχθησαν πως πρέπει να έχουν και αυτοί γνώμην επί των κοινών, εκλέγοντες ομού μετά των άλλων τους ανθρώπους οι οποίοι θα τους διοικούν, αλλά πώς να νοθεύουν την γνώμην των άλλων. Δεν εδιδάχθησαν πώς να ψηφίζουν ως ελεύθεροι πολίται, αλλά πώς να αλλοιώνουν την ψήφον των άλλων».

    Η ίδια εφημερίδα αντιπαραβάλλει «πρόσφυγες» κι «ελληνικό λαό», ως διαφορετικές -κι αντίπαλες- κατηγορίες: οι βενιζελικοί, διακηρύσσει, «γνωρίζουν ότι ο ελληνικός λαός τους θεωρεί πραγματικούς εχθρούς του, χυδαίους απατεώνας και αγύρτας και ουδέποτε θα εκδηλώση προς αυτούς την εμπιστοσύνην του, δια τούτο δε στηρίζουν τας ελπίδας τους μόνον εις τους ευνοηθέντας υπό της τύχης και της ιδικής μας νομιμότητος πρόσφυγας» (5.8.1928).

    Οσο για τη «νοθεία», αυτή μπορεί να γίνεται έμμεσα και νόμιμα, με την επιλεκτική προσφυγική εγκατάσταση στις περιφέρειες αντιβενιζελικών αστικών κέντρων ή με το σχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών έτσι ώστε να αυξάνεται η βαρύτητα της προσφυγικής ψήφου (γεγονότα ιστορικά πιστοποιημένα), η όλη συζήτηση όμως επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη διπλοψηφία των βενιζελικών προσφύγων σε βάρος των αντιβενιζελικών γηγενών.

    «Εξήκοντα χιλιάδες ανύπαρκτοι πρόσφυγες εψήφισαν κατά τας εκλογάς του 1926», διαβάζουμε π.χ. σε προεκλογικό πρωτοσέλιδο της έγκυρης «Καθημερινής» (13.7.1928). «Αι πλεονάζουσαι αυταί ψήφοι προήρχοντο εκ των διαθετόντων διπλά και τριπλά εκλογικά βιβλιάρια».

    Πιο εύγλωττο είναι το κύριο άρθρο της ίδιας εφημερίδας με το χαρακτηριστικό τίτλο «Και πάλιν ο ‘λεπρός’» (14.7.28), όπου κάποιος φανταστικός ανώνυμος πρόσφυγας εξηγεί στους αντιβενιζελικούς το μάταιο της προεκλογικής τους καμπάνιας:

    «Αισθάνομαι την ανάγκην να κάμω και πάλιν μίαν προδοσίαν. Εγώ ο πρόσφυξ, ο χθεσινός πολίτης του Ελληνικού Κράτους, τολμώ να σας δώσω αυτήν την συμβουλήν εις σας τους γηγενείς, οι οποίοι υποτίθεται ότι ξεύρετε καλά, καλύτερα από μάς, τα πολιτικά πράγματα της πατρίδος μας. Σας συμβουλεύω λοιπόν ν’ απόσχετε από τας εκλογάς.

    Δεν πρέπει να έχετε την εσφαλμένην ιδέαν ότι ημείς οι πρόσφυγες είμεθα σύμμαχοι του βενιζελισμού. Δεν είμεθα καν ελεύθεροι πολίται. Είμεθα αιχμάλωτοι του βενιζελισμού.

    Ηρθαμε κατεστραμμένοι, απηλπισμένοι, γυμνοί και πεινασμένοι από τον τόπον μας και ευρήκαμεν εδώ μίαν Επανάστασιν η οποία είχεν επικρατήσει. Η Επανάστασις ήτο βενιζελική και σεις είσθε οι εχθροί της. Ητο λοιπόν λογικόν να μας αγκαλιάση η Επανάστασις, να μας βοηθήση, να μας πληρώση και να μας στήση απέναντί σας δια να παριστάνωμεν τον λαόν.

    Τώρα μας άγει και μας φέρει. Μας πληρώνει, μας υποστηρίζει, μας συγκρατεί, διότι ημείς είμεθα ο λαός του. Και ημείς μένομεν δίπλα του, διότι αυτός είναι ο προστάτης μας, αφού αυτός επικρατεί πάντοτε.

    Δεν θα εκπλαγήτε βεβαίως αν σας ειπώ ότι ο κάθε πρόσφυξ έχει εφοδιασθή με τριπλά και τετραπλά βιβλιάρια, ότι θα έχη εις τα χέρια του τριπλά και τετραπλά ψηφοδέλτια, δια να μη σας είπω περισσότερα. Αυτό είναι το κύριον επάγγελμά μας. Ο κάθε πρόσφυξ έχει βεβαίως ένα δεύτερον επάγγελμα, αλλά το κύριον επάγγελμά του, αυτό από το οποίον αποζή, αυτό που αποτελεί την υπόστασίν του, είναι ψηφοφόρος του βενιζελισμού».

    «Θα μας πάρουν τα σπίτια»

    Το νόμισμα έχει, ωστόσο, και μια άλλη πλευρά. Για την αντιβενιζελική προπαγάνδα, ο κομματικός εχθρός ταυτίζεται με τον «εθνοτικό». Με τελικό διακύβευμα, τη ζωή και την περιουσία των ντόπιων Ελλήνων που εποφθαλμιούν οι «εισβολείς».

    «Ητο επόμενον», αποφαίνεται π.χ. το «Σκριπ» (31.7.28), «ο Βενιζέλος να γίνη υποτελής εις τους πρόσφυγας. Ο μέγας αρχηγός κατήντησε να αναγνωρίζη ως αρχηγόν τον κύριον εις ίδην και όγλου».

    «Οι γηγενείς είτε βενιζελικοί είναι είτε αντιβενιζελικοί είτε δημοκράται ή βασιλόφρονες πρέπει να γνωρίζουν ένα και το αυτό», διακηρύσσει πάλι χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» (20.7.1928). «Οτι εφ’ όσον ψηφίζουν Βενιζέλον, ψηφίζουν κατ’ ανάγκην πρόσφυγας και εφ’ όσον ψηφίζουν πρόσφυγας ψηφίζουν την αρπαγήν και την απώλειαν της αγροτικής χθές, της κτηματικής σήμερον, της αστικής αύριον περιουσίας των. Οι ατυχείς πρόσφυγες κατά τούτο δεν πταίουν. Διότι κατεστράφησαν και θέλουν να ζήσουν, οπωασδήποτε, είτε εις βάρος του ενός είτε εις βάρος του άλλου. Ημείς όμως, οι γηγενείς, τι πταίομεν;… Διατί να υφιστάμεθα την υπέρ των προσφύγων καθολικήν αυτήν απαλλοτρίωσιν της Ελλάδος;»

    Η ίδια γραμμή αναλύεται, με μεγαλύτερη σαφήνεια, και στο κύριο άρθρο της επομένης:

    «Δεν κινδυνεύει εκ της ενδεχομένης επικρατήσεως του βενιζελισμού μόνον το πολιτικόν καθεστώς. Εγκαθισταμένης της πολιτικής Δικτατορίας του βενιζελισμού εν Ελλάδι, θα έχωμεν αναποτρέπτως ανάλογον προς αυτήν οικονομικήν δικτατορίαν ασκουμένην εις βάρος των γηγενών κατοίκων της χώρας. Στηριζόμενος σχεδόν αποκλειστικώς επί των προσφύγων ο βενιζελισμός, διαθέτων ως μόνην σχεδόν εκλογικήν δύναμιν τα δεκαπλά κατ’ άτομον εκλογικά βιβλιάρια των προσφύγων, βασίζων επί του προσφυγικού κόσμου την πολιτικήν του υπόστασιν, οφείλει κατ’ ανάγκην να προσοικειωθή τα συμφέροντα των οπαδών του και να ικανοποιήση αυτά καθ’ όλην την δυνατήν κλίμακα».

    «Αλλά τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών. Το Κράτος αφ’ ενός μεν βρίσκεται εις αθλιεστάτην κατάστασιν, την οποίαν γνωρίζομεν -φευ- πάντες, και αφ’ ετέρου η ανάγκη της αποκαταστάσεως και αποζημιώσεως των προσφύγων καθίσταται ημέρα τη ημέρα μάλλον επιτακτική. Τι θα συμβή άρα; Ο Βενιζελισμός, ευρισκόμενος προ τραγικού διλήμματος, θα στραφή κατά της περιουσίας των γηγενών και θέτων επ’ αυτής βαρείαν την χείραν, θα διαμοιράση αυτήν εις τους πρόσφυγας. Αι οικίαι και τα αστικά εν γένει κτήματα των γηγενών θα καταστούν βορά των προσφύγων.

    Ζαΐμη πρωθυπουργούντος, Τουρκοβασίλη ιθύνοντος τα της Δικαιοσύνης, ο παρακαθήμενος αυτούς Κύρκος ήρξατο του έργου της αρπαγής. Αρχήν ποιούμενος απαλλοτριώσεως των αστικών κτημάτων των γηγενών υπέρ των προσφύγων έφθασεν ουχί πλέον εις τα πρόθυρα της πόλεως, αλλ’ εις αυτήν την καρδίαν της. Οικόπεδα γηγενών προσφύγων κείμενα εις την οδόν Αχαρνών απηλλοτριώθησαν υπέρ προσφύγων.

    Επικρατούντος εκλογικώς του βενιζελισμού και εγκαθισταμένης της βενιζελικής δικτατορίας είναι εύκολον να φαντασθή τις τι πρόκειται να πράξη ο μέλλων Κύρκος. Θρήνος και κλαυθμός θα επακολουθήση άγριος, οικίαι και οικόπεδα δια μιας μονοκονδυλιάς θα μεταβάλλωσιν ιδιοκτήτων και ενώ οι γηγενείς οδυρόμενοι θα εξέρχωνται άστεγοι εις τας οδούς, οι πρόσφυγες θ’ αποκτώσιν αστικάς εγκαταστάσεις».

    Εξ ού και η αντίθεση της ναυαρχίδας της εθνικοφροσύνης σε κάθε έμπρακτη αναγνώριση των επήλυδων ως ισότιμων πολιτών:

    «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν -η ‘Καθημερινή’ δηλαδή- ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα» (30.7.1928).

    Αντίθεση που κορυφώνεται όταν, ελέω ψηφοθηρίας, αρχίζουν να σημειώνονται τα πρώτα ρήγματα στο εσωτερικό του εθνικόφρονος στρατοπέδου:

    «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το λαϊκόν κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; […] Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του λαϊκού κόμματος» (19.7.1928).

    Εφεδρεία του κεφαλαίου;

    Πολύ διαφορετικά προβλήματα προκάλεσε η έλευση των προσφύγων στο εγχώριο εργατικό κίνημα. Οπως εύστοχα επισημαίνει ένας αριστερός ιστορικός της περιόδου, «εκείνα τα πρώτα χρόνια της εισόδου στην ελληνική κοινωνία, οι πρόσφυγες δεν ενώθηκαν, δεν ενσωματώθηκαν στην εργατική κίνηση. Δεν συντόνισαν τη δράση τους μαζί. Δεν αισθάνθηκαν κομμάτι δικό της, παρόλο που αποτελούσαν το πιο εξαθλιωμένο μέρος της». Το αποτέλεσμα ήταν πως, σε μια πρώτη φάση, «ο διαχωρισμός αυτός συνέβαλε στη διάλυση του παλαιότερου οργανωμένου εργατικού κινήματος» (Δημ. Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27)», σ.28-9).

    Συχνά, οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες χρησιμοποιούνταν από την εργοδοσία ως απεργοσπάστες ή για να ρίξουν τα μεροκάματα. Στα πολιτικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, τη δεκαετία του 1928, η «συρροή προσφύγων» και η «ύπαρξη χιλιάδων προσφυγικών εργατικών χεριών» καταγράφεται συχνά ως μια από τις βασικές αιτίες -αλλά όχι η μοναδική- για τη διόγκωση της ανεργίας («Επίσημα Κείμενα», τ.Β΄, χ.τ.έ. 1964, σ.205, 216 & 574).

    Τα ίδια ντοκουμέντα επισημαίνουν βέβαια ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τους μετανάστες, αυτή η πίεση στην αγορά εργασίας δεν προέρχεται μόνο «από τον φυσικόν ανταγωνισμόν της εργατικής δυνάμεως των προσφύγων», αλλά και από κάθε αδύναμη κοινωνική κατηγορία: «Εις ειδικήν βάρβαρον φρικτήν εκμετάλλευσιν υποβάλλονται αι γυναίκες και οι νέοι, οίτινες επειδή μένουν έξω από τας επαγγελματικάς οργανώσεις γίνονται συναγωνισταί [ενν.: ανταγωνιστές] των ηλικιωμένων ανδρών και εργατών και μεγεθύνουν το μίσος των μελών της αυτής τάξεως» (όπ.π., σ.107).

    Τα προβλήματα ήταν -και τότε- οξύτατα και τα διλήμματα πραγματικά. Με τη γνώση που μας προσφέρει η χρονική απόσταση, διαπιστώνουμε πως η μεσοπολεμική Αριστερά τα έλυσε με τον καλύτερο δυνατό, για την περίσταση, τρόπο: καταπολεμώντας στην πράξη το διαχωρισμό γηγενών-προσφύγων κι οργανώνοντας μαζικά τους τελευταίους σε κομματικές οργανώσεις και συνδικάτα, έτσι ώστε ο «εφεδρικός στρατός» των αφεντικών να καταργηθεί ως τέτοιος στην πράξη.

    Στοιχειώδης μαρξιστική παιδεία και (κυρίως) ταξικό ένστικτο αρκούσε (και αρκεί), άλλωστε, για να διαπιστώσει κανείς ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό που ρίχνει τα μεροκάματα δεν είναι οι (όποιοι) «ξένοι» αλλά ο εις βάρος τους ρατσισμός…

    «Ξένοι στον τόπο μας»

    Για τη στάση πολλών γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες του ’22, εξαιρετικά εύγλωττο είναι το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη (1935). Εκεί περιγράφονται και οι δυο φάσεις της ξενοφοβίας που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια απέναντι στους μετανάστες. Ο φόβος αρχικά απέναντι στον ξένο, απ’ τον οποίο η ανάγκη επιβίωσης έχει -υποτίθεται- αφαιρέσει κάθε αναστολή. Η δυσφορία, κατόπιν, για τη σχετική τακτοποίηση των επήλυδων και τις συνακόλουθες μεταβολές στο αστικό τοπίο.

    * Οσοι δεν έζησαν το ’22, διαβάζουμε, «ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια. Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.

    Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός. Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

    Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

    Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ως την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω» (σ.143-44).

    Η τελευταία φράση φωτίζει το νόημα των παρομοιώσεων: ο αλληλοσπαραγμός δεν αφορά την ώρα των σφαγών ή της ομηρείας, όταν κάθε ακραία συμπεριφορά είναι πιθανή, αλλά την προσφυγιά αυτή καθ’ εαυτή. Για τον αθηναίο μικροαστό, τα «ανθρώπινα ναυάγια» της Μικρασίας που συνωστίζονται στους δημόσιους χώρους της πρωτεύουσάς «του» έχουν χάσει μια για πάντα τη σχέση τους με τον «ανθρώπινο πολιτισμό», έχοντας μετατραπεί σ’ ετοιμοθάνατα πανικόβλητα σκυλιά.

    * Με τον καιρό, η απέχθεια για τους «εισβολείς» μετατρέπεται σε δυσφορία για την υποτιθέμενη «άλωση» της πόλης απ’ αυτό το «ξένο στοιχείο», καθώς τα «ναυάγια» ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους προκαλώντας νέα άγχη στους νοσταλγούς της «μικράς πλην εντίμου» κοινωνίας που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

    Ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):

    «Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι …όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.

    Με κοίταζαν με δυσπιστία και κάποιο μίσος, η ανάγκη όμως μ’ έκανε να πλησιάσω στον πάγκο και να ρωτήσω για το νοικοκύρη του σπιτιού». Ο ερωτώμενος όμως «δεν ήξερε τίποτε, δεν είχε καν ακούσει το όνομα και με τον τρόπο του μούλεγε να τον ξεφορτώνωμαι» (σ.161).

    Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Η ίδια σκηνή της «κυριαρχίας» των «άλλων» στην πρωτεύουσα επιβεβαιώνεται ξανά παρακάτω, με αφορμή μιαν ακόμη αναζήτηση:

    «Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας …όγλου”.

    Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται. Οι μπανκανότες [χαρτονομίσματα] είχαν κάμει το θάμα τους και στο κατάστημα του κυρ-Αλέκου» (σ.196).
    http://www.iospress.gr/ios2010/ios20100124.htm

  65. […] -Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

  66. ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΕΜΕΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΡΑΝΙΩΤΑΚΗ…
    ————————————————————–

    ………..
    ………..
    Παραθέτω το άρθρο, που δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 1941 στην αθηναϊκή εφημερίδα Πρωινός Τύπος:

    ΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΙ

    Χθες το βράδυ λοιπόν οι Αθηναίοι και οι Πειραιείς εκλείσθησαν εις τα σπίτια των από τας 10. Και θα κλεισθούν και απόψε, και αυριον, και μεθαύριον -και ίσως καθ’ όλον το θέρος.

    Προ ολίγων ακόμη ημερών ανεκοινώθη ότι επετράπη η λειτουργία των θερινών κινηματογράφων. Θα ελειτούργουν έως τας 11 1/2. Συντόμως μάλιστα -ελέχθη- αι νυκτεριναί παραστάσεις θα παρετείνοντο έτι πλέον, διότι και η κυκλοφορία του κοινού θα επετρέπετο πέραν του μεσονυκτίου.

    Δεν είνε ανάγκη βέβαια να τονισθή με πόσην χαράν ήκουσε τα αγγέλματα αυτά όλος ο κόσμος. Μετά τα βάσανα της ημέρας οι ξεροψηνόμενοι Αθηναίοι, ξαναγεννώνται, αναπνέοντες το βράδυ εις το ύπαιθρον ολίγον καθαρόν αέρα.

    Αλλά από χθες εκλειδώθησαν μέσα εις τας 10, θεοσκότεινα, με κατάκλειστα παράθυρα. Με τέτοιαν ζέστην! Και μαζί με τας οικογενείας τών Αθηναίων έκλεισαν ενωρίς και έχασαν την δουλειάν των τόσοι και τόσοι άνθρωποι αποζώντες από την νυκτερινήν κίνησιν: Ο επιχειρηματίας του κινηματογράφου, ο μηχανικός, η ταξιθέτρια, ο προϊστάμενος και η υπαλληλία των καφενείων του τέρματος, ακόμη και ο μικρός, ο οποίος επώλει στραγάλια εις τα λαϊκά κέντρα.

    Διατί όλα αυτά;

    Διότι -διαβάσετε την ανακοίνωσιν του γερμανικού φρουραρχείου , και θα το ιδήτε. Δι’ ένα, δύο, τρεις… δι’ επτά λόγους.

    Αι, λοιπόν, κύριοι, εδώ, εις αυτόν τον τόπον, υπάρχουν προδόται. Υπάρχουν εχθροί του λαού. Υπάρχουν άνθρωποι μωροί μέχρι κτηνωδίας, ή υπάρχουν άνθρωποι κακόβουλοι. Άνθρωποι δηλαδή, υπηρετούντες τίς οίδε ποίους ξένους, συμφέρον έχοντας να προκαλέσουν προστριβάς και εχθρότητα μεταξύ της εν Ελλάδι κατοχής και του ελληνικού λαού.

    Αυτοί οι άνθρωποι, οι μωροί μέχρι κτηνωδίας, ή οι υπηρέται αλλοτρίων συμφερόντων, δυσμενών προς την Ελλάδα, αυτοί, προβαίνουν εις τας γελοίας εκδηλώσεις ή διαπράττουν τας αχαρακτηρίστους πράξεις -όπως η υπεξαίρεσις της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολιν.

    Διότι, αν δεν είνε κτηνωδώς μωροί, ή αν δεν είνε όργανα ξένων, τι άνθρωποι είνε και τι είδους Έλληνες είνε, οι αυτουργοί των αξιοθρηνήτων προκλήσεων;

    Δεν τους είδαμεν βεβαίως. Ατυχώς δεν τους είδαμεν. Προκειμένου όμως ειδικώς περί των προχθεσινών υστερικών εκδηλώσεων υπέρ των Άγγλων τραυματιών, λέγεται ότι οι εκδηλωσίαι ήσαν γύναια του πεζοδρομίου και πρόσωπα άγνωστα.

    Όλοι αυτοί, και όλοι οι άλλοι, όσοι προκαλούν τας θλιβεράς προστριβάς, δεν εκπροσωπούν κατά κανένα τρόπον τον ελληνικόν λαόν. Δεν το λέγομεν αυτό διά να αποτρέψωμεν την οργήν των νικητών από τον λαόν. Όχι. Αλλά το λέγομεν, διότι είνε η πραγματικότης.

    Ο ελληνικός λαός δεν σκέπτεται έτσι. Ο δε ελληνικός λαός, εκείνος ο οποίος υπέστη την συμφοράν, ο οποίος μοχθεί, ο οποίος πληρώνει τα σπασμένα της πολιτικής τών κ.κ. Μέχρις Εσχάτων, δεν είνε εκείνος που κυκλοφορεί εμπρός από την αθηναϊκήν λέσχην και τριγυρίζει εις τα γνωστά κοσμικά πεζοδρόμια της οδού Πανεπιστημίου.

    Ο ελληνικός λαός δεν είνε μωρός· έχει νουν. Αντιλαμβάνεται ότι είνε βλακεία θανάσιμος να κτυπά κανείς την γροθιάν εις το μαχαίρι! Το μαχαίρι δεν παθαίνει τίποτε. Το χέρι παθαίνει.

    Ο ελληνικός λαός δεν είνε αχάριστος. Δεν είνε δυνατόν να παρίδη την μεγάλην χειρονομίαν του Χίτλερ, ο οποίος όλως εξαιρετικώς διά την Ελλάδα, αφήκε τα παιδιά μας ελεύθερα, ενώ συμφώνως προς τους νόμους του πολέμου, θα ευρίσκοντο σήμερον εις στρατόπεδα αιχμαλώτων και θα έσπαζαν πέτρες.

    Ο ελληνικός λαός δεν είνε τυφλός. Βλέπει. Βλέπει ότι, αν τρώγη σήμερον και δεν απέθανε της πείνας, τρώγει διότι τον βοηθούν οι Γερμανοί. Βλέπει ότι, τουναντίον, οι Άγγλοι, οι οποίοι τον επήραν εις τον λαιμόν των, του έχουν κηρύξει τώρα αποκλεισμόν διά να τον πεθάνουν, όπως κηρύσσουν ήδη αποκλεισμόν και κατά της Κρήτης -της δυστυχισμένης Κρήτης, την οποίαν παρέσυραν εις τον όλεθρον και εις τας ακρότητας.

    Ο ελληνικός λαός έχει μνήμην. Ενθυμείται ότι και εις το παρελθόν οι Άγγλοι, κάθε τρις και τόσον, εκήρυσσαν αποκλεισμόν κατά της Ελλάδος, εκμεταλλευόμενοι την ναυτικήν των δύναμιν. Πότε εκήρυσσαν αποκλεισμόν διά να ικανοποιήσουν ένα τυχοδιώκτην, όπως ο διαβόητος Πατσίφικος, πότε διά να εμποδίσουν την Ελλάδα να πολεμήση κατά της σουλτανικής Τουρκίας, πότε διά να μας αναγκάσουν να πολεμήσωμεν παρά το πλευρόν των, μαζί με τους Σενεγαλέζους. Έχει μνήμην ο λαός· ενθυμείται ότι, όταν έγινεν η καταστροφή της Μικράς Ασίας, όπου επολεμήσαμεν κατ’ εντολήν των Άγγλων, και όταν εκαίετο η Σμύρνη, και εκολύμβων τα γυναικόπαιδα μέχρι των αγγλικών πολεμικών, ζητούντα σωτηρίαν, οι Άγγλοι ναύται τούς έκοβαν τα χέρια διά να μη ανέβουν επάνω και σωθούν.

    Όχι. Δεν είνε Έλληνες, ή τουλάχιστον δεν είνε πατριώται, αλλά είνε προδόται και εχθροί του λαού, εκείνοι που προκαλούν βλακωδώς τα δυσμενή μέτρα εναντίον του ελληνικού λαού.

    Τι είνε τάχα αυτά τα απρόσωπα όντα; Είνε άτομα με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν;

    Άνθρωποι με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν ήσαν εκείνοι, οι οποίοι έχυσαν το αίμα των εκεί επάνω. Ειπέτε: Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι απετόλμησαν τας προκλήσεις, μήπως είδατε κανένα με στρατιωτικόν αμπέχωνον και ξηλωμένα κουμπιά; Μήπως είδατε κανένα που είχε πολεμήσει; Και, ειπέτε επίσης: επάνω εις την Ακρόπολιν, οπόθεν υπεξηρέθη η σημαία, μήπως ανερριχήθη τάχα κανείς ανάπηρος με κομμένο πόδι;

    Είνε άραγε άτομα με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν τα πάσης προελεύσεως θηλυκά, και οι αστράτευτοι συνεργάται των, οι οποίοι διαπράττουν τας προκλήσεις; Τι θέλουν να δείξουν; Ότι δεν ανέχονται τον νικητήν; Αν δεν τον ανείχοντο, διατί δεν του έφραξαν με τα κορμιά των τον δρόμον, παρά τον άφησαν να έλθη; Και αν έχουν υπερφιλοτιμίαν, πού΄ήτο η υπερφιλοτιμία των, όταν ο Μανιαδάκης τούς έδερνε με τον βούρδουλαν, και τους επότιζε ρετσινόλαδον; Ή μήπως είνε από τους ανήκοντας εις τον ίδιον εκείνον κόσμον;

    Υπερφιλότιμοι… Τι είπε το φιλότιμόν των χθες το βράδυ, όταν η στρατιωτική κατοχή μάς έπιασεν από το αυτί ως αν αδιόρθωτα παιδιά, και μας έκλεισε μέσα εις τας δέκα; Αυτό το πάθημα, διατί να το προκαλέσουν, εις βάρος της φιλοτιμίας και της ανέσεως όλων μας, οι αχαρακτήριστοι εγκληματίαι;

    Διότι είνε εγκληματίαι.

    Αλλά, αυτό το μάθημα, να είνε άραγε το μόνον, ή να είνε απλώς το πρώτον;

    Έλληνες, κινδυνεύομεν! Τα παιδιά μας, αι οικογένειαί μας, ημείς όλοι, αλλά ίσως και ο τόπος, θα πληρώσωμεν ακριβά τας εγκληματικάς αυτάς μωρίας.

    Τι να κάμωμεν όμως; Απλούστατα: Να κάμωμεν πολιτοφυλακήν, και να προστατεύσωμεν τον εαυτόν μας. Πολιτοφυλακή δε είμεθα όλοι μας: Από σήμερον έχετε το σύνθημα: Όπου αντιλαμβάνεσθε κανένα τέτοιον προδότη του ψωμιού των τέκνων μας, κανένα εχθρόν της υπάρξεως των οικογενειών μας, μη τον αφήνετε. Θέλουν να μας βάλουν φωτιάν, οι ηλίθιοι κακοποιοί. Εμποδίσετέ τους. Κόψετέ τους τα χέρια. Πατάξετέ τους. Διαφορετικά -εννοήσατέ το: Τα παιδιά μας, τα σπίτια μας, κινδυνεύουν.

    Παρέθεσα ολόκληρο το μακρόσυρτο άρθρο για να φανεί η επιχειρηματολογία του ανώνυμου αρθρογράφου, που ξεκινάει παραπονούμενος ότι εξαιτίας των αφρόνων που κατέβασαν τη σημαία απαγορεύτηκε η κυκλοφορία κι έτσι έχασαν το μεροκάματο οι θερινοί κινηματογράφοι (και τον Νοέμβριο του 1973 μερικοί παραπονιούνταν ότι εξαιτίας των φοιτητών του Πολυτεχνείου αναβλήθηκαν τα ματς ποδοσφαίρου την Κυριακή), και καταλήγει σε μια έκκληση να συγκροτηθεί πολιτοφυλακή που να καταδίδει τους “προδότες”, δηλαδή όσους εκδήλωναν τα αντιγερμανικά τους συναισθήματα. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι εφημερίδες της εποχής είχαν ανάλογα άρθρα τη μέρα εκείνη, και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να κάνουν διαφορετικά, ωστόσο νομίζω ότι ο αρθρογράφος του Πρωινού Τύπου (πιο κάτω κάνω μια εικασία για την ταυτότητά του) δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο.

    Αξίζει να δούμε και το διάγγελμα του Γερμανού φρούραρχου, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο φύλλο ( και για τη συλλογή σας, ιδού ολόκληρο το πρωτοσέλιδο):

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

    Βάσει των κάτωθι γεγονότων και εξακριβώσεων προσδιορίζεται η αστυνομική ώρα εν Αθήναις μετ’ αμέσου ισχύος η 22α:

    1) Κατά την νύκτα της 30ής προς 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου.

    2) Ο τύπος και η δημοσία γνώμη πάντων των στρωμάτων του λαού εκφράζονται ακόμη πάντοτε μετ’ εκδήλου συμπαθείας υπέρ των εκ της ηπειρωτικής Ευρώπης εκδιωχθέντων Άγγλων.

    3) Τα γεγονότα εν Κρήτη, αι παρά το διεθνές δίκαιον διαπραχθείσαι κακοποιήσεις εναντίον Γερμανών αιχμαλώτων όχι μόνο δεν συζητούνται μετ’ αποστροφής, αλλ’ εις ευρείς κύκλους και μάλιστα μετ’ ευαρεσκείας.

    4) Υπέρ Άγγλων αιχμαλώτων παρετηρήθησαν, παρά την σχετικήν απαγόρευσιν, επανειλημμένως εκδηλώσεις συμπαθείας (προσφορά δώρων, ανθέων, καρπών, σιγαρέττων κλπ.) Αι τοιαύται εκδηλώσεις γίνονται ανεκταί εκ μέρους της ελληνικής αστυνομίας, εναντίον των οποίων δεν αντέδρασεν μεθ’ όλων των εις διάθεσιν αυτής ευρισκομένων μέσων.

    5) Η συμπεριφορά των ευρυτέρων κύκλων της πόλεως των Αθηνών έναντι των γερμανικών ενόπλων Δυνάμεων, εγένετο και πάλιν ολιγώτερον φιλική.

    6) Η αισχροκέρδεια εν Αθήναις υπερέβη παν μέτρον χωρίς αι αρμόδιαι αρχαί να προβαίνουν εις τα ενδεικνυόμενα μέτρα καταστολής.

    7) Σχεδόν άπαντα τα εμπορεύματα πωλούνται εν Αθήναις προς τους Γερμανούς στρατιωτικούς εις σημαντικώς ανωτέρας τιμάς παρά εις τους Έλληνας.

    Αι γερμανικαί στρατιωτικαί αρχαί προσεπάθησαν μέχρι σήμερον να συμπεριφερθώσι προς τον ελληνικόν λαόν από πάσης απόψεως ευμενώς, εν περιπτώσει καθ’ ην αι διαταγαί των ενόπλων γερμανικών Δυνάμεων δεν θέλουσιν εισακουσθή, αύται θα επιβάλωσι μετά λύπης των αυστηροτάτας κυρώσεις.

    Εν Αθήναις τη 31η Μαΐου 1941.

    Ο ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ

    Η αναφορά στις κακοποιήσεις Γερμανών στην Κρήτη αξίζει ιδιαίτερο σημείωμα -ως αντίποινα για τις υποτιθέμενες αυτές κακοποιήσεις έγινε το ολοκαύτωμα στο Κοντομαρί και στην Κάντανο λίγες μέρες αργότερα (αν ψάξετε στο πρωτοσέλιδο που ανέβασα πιο πάνω, θα δείτε έναν υπαινιγμό γερμανικού πρακτορείου, ότι ο πληθυσμός της Κρήτης “ετέθη εκτός παντός κανονισμού διεθνούς δικαίου”). Όσο για το κατέβασμα της σημαίας, ήταν συμβάν με διεθνή εμβέλεια και εξαιρετικό συμβολισμό, αν και όχι η πρώτη μεγάλη αντιστασιακή πράξη στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

    Αλλά ας μείνουμε στο άρθρο. Είπα πιο πάνω πως είναι ανώνυμο, και πράγματι είναι ανυπόγραφο, όμως κατά πάσα πιθανότητα το έχει γράψει ο διευθυντής της εφημερίδας, ο Νικ. Κρανιωτάκης, όπως συνάγω και από όσα γράφει ο Μάγερ στην Ιστορία του ελληνικού τύπου. Ο Κρανιωτάκης ήταν ακραίος βασιλόφρονας και αντιβενιζελικός, επανειλημμένα βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, υπουργός επί Κονδύλη, που εξέδιδε την απογευματινή εφημερίδα Τύπος, την οποία μετέτρεψε σε πρωινή, με τον τίτλο Πρωινός Τύπος, στις 9 Απριλίου 1941. Τον Οκτώβριο αποχώρησε από την εφημερίδα, που συνέχισαν να τη βγάζουν οι συντάκτες της, και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε επί δεκαετία και πάνω πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

    Σύμφωνα με άρθρο του Βλάση Αγτζίδη, ο Κρανιωτάκης είχε ζητήσει περί το 1933 να υποχρεωθούν οι πρόσφυγες να φοράνε κίτρινο άστρο. Ένα άρθρο του για τον Βενιζέλο ξεκινούσε “Ο άνθρωπος, ο οποίος ατυχώς διά την Ελλάδα ζει ακόμη…”. Οπότε, δεν είναι περίεργο να έγραψε αυτός το άρθρο. Ούτε είναι περίεργο να χαρακτηρίζει η Χρυσή Αυγή εγκληματία τον Γλέζο. Όπως έχω ξαναγράψει, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τους χρυσαυγίτες με τους χαφιέδες και τους βασανιστές της χούντας, τους παρακρατικούς του πενήντα και του εξήντα, τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους ταγματασφαλίτες και τους κουκουλοφόρους καταδότες των Γερμανών, τους τριεψιλίτες που έκαιγαν εβρέικα σπίτια στη Θεσσαλονίκη στα 1930, τους μαγκουροφόρους δολοφόνους του Καβαφάκη και του Φατσέα, τους επίστρατους που σκότωναν πρόσφυγες στα Νοεμβριανά του 1916. Αυτή την κληρονομιά, την αναδέχεται με μεγάλη της χαρά το νεοναζιστικό μας κόμμα.
    ……………………….
    ……………………….

    http://left.gr/news/tote-poy-elegan-egklimatia-ton-glezo#sthash.XjlocHvV.dpuf

  67. Ο Παύλος Νιρβάνας για τους Μικρασιάτες Πρόσφυγες τον Σεπτέμβρη του 1922

    NIRBANAS

    «Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον…εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους, αυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των τηναδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί … τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών».

    Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

    Έξω από τον σταθμόν του Ηλεκτρικού, εις την Ομόνοιαν, ένας κύκλος χαζών παρηκολούθει το αξιοπερίεργον θέαμα. Το κέντρον του κύκλου απετέλουν γυναίκες και κορίτσια τραγικής παραστάσεως, εις τα χέρια των οποίων εκυκλοφορούσε ένας σιδερένιος κουβάς, κατά τι μικρότερος από εκείνους, με τους οποίους ποτίζονται τα άλογα. Και ο κουβάς περνούσε από χέρι σε χέρι, και ο κουβάς εφέρετο από χείλη σε χείλη -ωχρά γεροντικά χείλη και κερασένια χείλη παρθένων– και τα δυστυχισμένα πλάσματα, των οποίων τα σπλάχνα έκαιεν ο πυρετός όλων των αγωνιών –ρουφούσαν το νεράκι του Θεού, ως σπάνιον και πολύτιμονδώρον. Ένα χλωμό κοριτσάκι, έτοιμον να λιποθυμήση, ετοποθετήθη από τους παρισταμένους σε κάποιο κάθισμα και ο κουβάς ήλθε και στα δικά του χείλη. Το κοριτσάκι κατάπιε με δυσκολίαν δύο-τρεις γουλιές και ένας αναστεναγμός ανακουφίσεως εβγήκεν από τα στήθη του. Ανεστέναξεν, εστήριξε το κεφαλάκι του εις τα στήθη μιας άλλης γυναίκας και δύο δάκρυα εκύλησαν από τα μάτια του. Και ο κουβάς-με τον οποίον ποτίζουν τα άλογα- έκαμνε τον γύρον του εις τα βρεγμένα χείλη, που χθες ίσως άγγιζαν κρυστάλλινα ποτήρια.

    Μία σκηνή αυτή, μία τιποτένια σκηνή, από τας αναριθμήτους της προσφυγικής τραγωδίας, που εκτυλίσσεται εμπρός μας τας ημέρας αυτάς. Θέλετε τώρα και το παντάν της σκηνής αυτής; Εξελίσσεται εις την μικράν πλατείαν του Τελωνείου Πειραιώς, πλημμυρισμένην από ανθρώπινα κουρέλια, που ασώρευσεν εκεί ο κακός άνεμος. Μία λιπαρά κυρία, κατάφορτη από διαμαντικά και ακτινοβολούσα όλας τας ευτυχίας, έχει φθάσει έως εκεί δια να προσφέρη τα δώρα της ελεήμονος καρδίας της εις την μαύρηνδυστυχίαν. Επληροφορήθη ότι, εις την παρούσαν κρίσιν των υπηρετριών, θα μπορούσε να εύρη, υπό τους συμφερότερους όρους, μεταξύ των προσφύγων, τον άνθρωπον που της εχρειάζετο. Αφού περιήλθε τους θλιβερούς ομίλους, ανιχνεύουσα με το κατάχρυσο φασαμέν(1) της, εσταμάτησεν εμπρός εις μίαν νέαν. Την είχε προσελκύσει το ωραίονευγενικόν πρόσωπον, η αριστοκρατική έκφρασις, φωτεινοτέρα ακόμη μέσα εις την δυστυχίαν, και οι συμπαθητικοί τρόποι της νέας, της οποίας τα αβρότατα, κατάλευκα δάκτυλα, που υψώνοντο συχνά επάνω εις τα βαριά βλέφαρα, εμαρτυρούσαν ότι είχαν κινηθεί μάλλον επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου και τας σελίδας ενός εκλεκτού βιβλίου, παρά εις την πλύστραν της σκάφης.

    -Δεν μου λες, κορίτσι μου; Είπεν η λιπαρά κυρία, στηρίζουσα αφ’ υψηλού το φασαμέν της επί του ξεριζωμένου λευκού άνθους. Μπαίνεις δούλα;

    -Θέλω να εργασθώ, κυρία μου, είπεν η νέα, καταπνίγουσα ένα λιγμόν. Πρέπει να ζήσω τον εαυτό μου και τον γέρο μου τον πατέρα.

    Και έδειξεν ένα ευγενικόνερείπιον πλάι της, επάνω εις τας πλάκας του πεζοδρομίου.

    -Να σε πάρω, λοιπόν, παιδί μου επειδή σε λυπήθηκε η ψυχή μου! Επρότεινεν η λιπαρά κυρία. Θα σου δίνω τριάντα δραχμές, θα κάνεις τη λάτρα του σπιτιού και θα βοηθάς και στην μπουγάδα. Έρχεσαι;

    Ένα αιφνίδιον κύμα αίματος επλημμύρισε το χλωμόν πρόσωπον της νέας. Η φωνή της άρχισε να τρέμη. Τα μάτια της εβούρκωσαν.

    -Περιμένατε τη δυστυχία μας, κυρία μου, ετραύλισε, για να…

    Δεν ημπόρεσε να προχωρήσηπερισσότερον. Και κλίνουσα, όπως κλίνουν τα μακρόμισχα άνθη, υπό την πνοήν των κακάν ανέμων, εις τα στήθη του γέρου, που ήταν ο πατέρας της, τα επλημμύρισε με δάκρυα.

    Λοιπόν όχι κυρία μου! Δεν ήταν αυτή η «δούλα» που σας εχρειάζετο. Ευρεθήκατε εμπρός στην τραγωδίαν και δεν την εννοήσατε, όπως δεν εννοεί η ευτυχία την συμφοράν. Δεν εννοήσατε ότι η τραγωδία του πρόσφυγοςείνε η μεγαλυτέρα τραγωδία που είδε ποτέ ο κόσμος. Εκείνοι που απέθαναν εις την γην που είδαν τον ήλιον, εκείνοι που εσφάγησαν, που εκάησαν, που διεμελίσθησαν κάτω από την στέγην, που υπήρξε κάποτε δική των, εκείνοι που εξεψύχησαν σιμά εις τους εφεστίους θεούς των, υπήρξαν οι ευτυχέστεροι. Αυτοί που πλανώνται έρημοι, μακρυά από τα σπίτια τους, που δεν υπάρχουν πλέον -έχετε κάποιαν ιδέαν, κυρία μου, από το χθεσινό σας καλύβι και το σημερινόν σας μέγαρον τι θα πει σπίτι δια τον άνθρωπον- εκείνοι που ανεμοδέρνωνταιμακρυά από καθετί, το οποίον συνυφάνθη με την ζωήν τους, αυτοί που έχουν σπίτι τους το πεζοδρόμιον και τροφήν τους το ξεροκόμματο που ρίχνουν εις τους σκύλους και συντρόφους των της αδιαφορίαν και την υβριστικήνκαλωσύνην του διαβάτου και αύριόν τους το αύριον του κουρελιού που σέρνει ο άνεμος, αυτοί τέλος πάντων, κυρία μου, που ποτίζονται το νεράκι του Θεού, ως σπάνιονδώρον, με τον κουβά που ποτίζονται τα άλογα και τους οποίους κυνηγά μαζί με την λαίλαπα της Μοίρας η ανάμνησις της χαμένης ευτυχίας των, αυτοί τους οποίους δεν επρόλαβε το φάσγανον(2) του Κεμάλ, αυτοί είνε η τραγωδία των τραγωδιών.

    Εις την ιδίαν αυτήν γην, οι θεαταί του Διανυσιακού Θεάτρου δεν είχαν αισθανθή ίσως βαθύτερον ρίγος, από το ρίγος που σκορπίζει γύρω μας η Μοίρα της Μικράς Ασίας.

    Λεξιλόγιο

    (1)φασαμέν=ματαγυάλια με μικρή λαβή. Αποτελούσαν εξάρτημα της εμφάνισης των γυναικών της υψηλής κοινωνίας

    (2)φάσγανον=δίκοπο ξίφος. Ομηρική λέξη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις σφαγή, σφάζω, σφαγέας κλπ.

    http://mikrasiatis.gr/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CE%B9%CF%81%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B5/

  68. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
    ———————————-

    «….Ένα βράδυ ‘κειδά που ηκοιμούμαστε μέσα στη σκηνή, ήκουσα φωνές κι ηξύπνησα. Είχανε ξυπνήσει ούλοι, μικροί και μεγάλοι μέσα στη σκηνή, μα κείνη πού φώναζε μέσ’ στη νύχτα ήτονε όξω απ’ τη σκηνή, η γιαγιά μου, η μάνα τση μάνας μου. Σήκωσα κείνον τον μπερντέ τση σκηνής πίσω από το κεφάλι μου και την είδα τη γιαγιά μου με τα χέρια της σα χωνί στο στόμα της να φωνάζει στο βρόντο μέσα στη νύχτα.
    – Καλέ, ένας Χριστιανός, καλέ, η κόρη μου αιμορραεί, καλέεεε!!!
    Η πλατεία ένα γύρο είχενε μαγαζιά και σπίτια δίπατα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Ούτε ένα παράθυρο δεν ήνοιξε! Η μάνα μας τ’ ανάσκελα ήκλαιγε κι η άλλη μου η γιαγιά, η κωφάλαλη, μούγκριζε. Μήδε πανιά δεν είχαμε πια να τση βάλουνε! Ούλα μας τα μισοφόρια τα είχαμε σκίσει από κάτω, να τα βάζουμε στο εψιμάκι, που με τη σούρντιση που το ‘χε πιάσει, δεν το προλαβαίναμε. Η θεια μου η λεχώνα μάς ηκαθησύχαζε εμάς τα μικρά να κοιμηθούμε. Μα πού να κοιμηθούμε μ’ εκείνη τη φασαρία! Ήρθανε απ’ τσι διπλανές σκηνές μια Κουρούπαινα, μια Λαθουρίτσα και μιαν άλλη. Τότε ήκουσα πως η μάνα μας, που ήταν έγκυος, ήχασε το παιδί……»

    ————————————————–

    Aπό το βιβλίο «Μετά τα Αλάτσατα, Οι Αλατσατιανοί ανά τον Κόσμο» των Κων. Γκαρμάτη και της Μαριάννας Μαστροσταμάτη.

    Μαρτυρία Φραγκώς Πολυχρόνη το γένος Μαργαρίτη
    (Αλάτσατα 1910 – Αθήνα 2003)

    «…Δυο φορές μας ηβγάλανε και μας ξαναβάλανε στα σπίτια μας. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια:

    – Ξαναβγείτε όξω!

    Μα αυτή τη φορά ήλεγε ο τελάλης να μαζευτούμε στσι πανωχωριανοί μύλοι, φεύγουμε για τον Τσεσμέ. Α, ηξέχασα να πω πως η μάνα μας κάθε φορά που ηφεύγαμε, ηκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού μας την καλή, τη μπροστινή, αφού το ντάμι και η πόρτα τσ’ αυλής απ’ το σοκάκι ήταν ορθάνοιχτα. Σχέδια τση μάνας μου ήταν τούτα, αλλά κανείς δεν μου εξηγούσε εμένα. Ήβλεπα στη γειτονιά πόρτες σπιτιών σπασμένες. Μόνου η πόρτα του Τούρκου αλμπάνη που έμενε απέναντί μας ήτονε στη θέση τσης. Ευτός είχενε έρκει το ‘14, στον Πρώτο Διωγμό, κι ηκάθησε απέναντί μας. Δεν ήρκαν οι νοικοκυραίοι του σπιτιού πίσω κι ήμεινε ‘κειδά στη γειτονιά μας. Καλή και ήσυχη οικογένεια ήτονε. Μόνου που κείνες τσι μέρες είχανε εξαφανιστεί ούλοι ντως…

    Τη δικιά μας την πόρτα πάντως δεν την ησπάσανε. Η μάνα μας την ηκλείδωνε και την ηξεκλείδωνε κι οι Τούρκοι ημπαινόβγαιναν από πίσω από την αυλή κάθε φορά που πηγαίναμε στην Παναγιά. Μας ηπήρανε και τ’ αλόγατα και τον αραμπά μας μαζί. Είχενε δυο ακριβά σμυρναίικα ο πατέρας μου και μια φοραδίτσα κανελιά, τη Μπέλα, που καμιά φορά την καβαλίκευα κι εγώ και πάαινα στα κτήματα…

    Ηκατεβήκαμε ούλοι μαζί κάτω στο δρόμο. Ο παππούς και η γιαγιά μας, που ήτονε κουφή, η άλλη μου η γιαγιά, η θεια μας η καλόγρια κι οι άλλες αδρεφές τση μάνας μου, η αδελφή τση μάνας μου, η λεχώνα, με την ξαδέλφη μου από το χέρι και το λεχούδι, το εψιμάκι, αγκαλιά, εγώ και τα τέσσερα αδρέφια μου και ένα στην κοιλιά της μάνας μας, που ήτανε έγκυος. Ούλοι ηβαστούσαμε κι από κάτι τ’ αναγκεμένο σ’ ένα μπογαλάκι που το είχανε φτιάξει οι θειάδες μας κι η μάνα μας. Εκείνη ηκατέβηκε τελευταία και μας ημάζωξε απέναντί μας, στου αλμπάνη το ντουβάρι, να κάμει κουμάντο, ποιος κρατάει ποιον και να μη κοιτούμε τσι Τούρκοι.. Και δώσ’ του να μας σκουντούνε ο κόσμος που περνούσε και να μας χάνει σε ένα δρόμο που ’χανε η μάνα το παιδί κι ο σκύλος τον αφέντη!…

    Είδαμε στο δρόμο από την πάνω μεριά, από την πλατεία, να ‘ρχουνται κάποιοι κόντρα, ανάποδα, ενώ ούλοι ηπααίνανε κατά ‘κεί. Να σου οι δυο Τουρκάλες που ηζούσανε στα κτήματα του πατέρα μου στην Αγριλιά με τα κουτσούβελά ντως! Οι άντροι τους ηδουλεύγανε στα κτήματά μας κι ηπαντρευτήκανε κι ηκάνανε και οικογένεια κι ηζούσανε στους κουλάδες μας. Η μάνα μου ούλο και τσι βοηθούσε οικονομικά και τα παιδιά τους τη λέγανε μάνα. Έρχονται, μαθές, με τσι βράκες τους φουρ φουρ και τα κουτσούβελα και κάθονται, μωρ’ συ, κατάχαμα, καταμεσής του δρόμου. Έξι εμείς κι έξι εφτά τα Τουρκάκια, βάλε και τσι μεγάλοι, ήφραξε ο δρόμος!

    – Θα γίνουμε στόχος στσι Τούρκοι, που κακό χρόνο να μην έχετε, διαλύστε! ήβαλε τσι φωνές πάλι η μάνα μου.

    – Είντά ‘ρθατε, μωρ’ σεις; τά ‘βαλε με τσι Τουρκάλες.

    Ο τελάλης να φωνάζει να μαζωχτούμε γρήγορις, οι Τούρκοι να χαλούνε τον κόσμο με τσ’ αγριοφωνάρες ντως και να πυροβολούν, οι μανάδες να φωνάζουν ονόματα να μαζώνουν τα παιδιά κοντά τως, να ‘χουμε και τη μια Τουρκάλα να σκούζει:

    – Αφέντρα μάνα, μη φεύγεις!

    Κι από ‘κειδανάς κάτω, που ηκαθούντανε, ητράβαγε τη μάνα μου από τη φούστα.

    – Θα σε κρύψουμε στη φουντάνα, σου λέω, μη φεύγεις, καλέ μάνα!

    Η μάνα μου έντρομη να τραβάει από τα χέρια τση Τουρκάλας τη φούστα της, γιατί ούλα τα βράδια που ημέναμε σπίτι μας, ήραβγε μέσα στα στριφώματά μας ό,τι πολύτιμο είχενε σώσει κι η κάθε μια μας ηφορούσαμε από δυο και τρία ρούχα, για να μη τα σηκώνομε Και ‘κειδάς, να και δυο ταγκαλάκια στ’ αλόγατα πάνω να ‘ρχουνται από το κάτω μέρος του δρόμου! Δεν ηπρολάβαινε η μάνα μου να τση το μπιστευτεί σιγά στ’ αφτί τση Τουρκάλας ‘κείνο που ‘θελε να τση πει, γιατί η γιαγιά μας η κουφή ηγρίεψε και μας ητράβαγε εμάς τα μικρά να φύομε με τσ’ άλλοι…»

    «…Στους πανωχωριανούς μύλους μάς ηβάλανε σε μια σειρά πιο στενή, για να μας ελέγχουν από ‘δώ κι από ‘κεί τα ταγκαλάκια1 πάνω στ’ αλόγατα, κι από ‘κειδανάς ηξεκινούσαμε. Ήπρεπε να πορπατούμε με διαταή και να σταματούμε με διαταή. Άμα ηφώναζε ο Τούρκος «ντουρ!»2 κι ηπορπατούσε κανένας, ούτε που λογάριαζε τι ήταν! Μπαμ, του ‘ριχνε με τη μια! Η μάνα μας, έγκυος τότε, κοιτούσε να μας το θυμίζει:

    – Κάτω το κεφάλι, μη χαζεύετε και μην τους κοιτάτε!

    Στου Μακαρόνα το μαγαζί είχανε αφήκει το ρολόι στον τοίχο, το πρόσεξα. Ήταν ένα μεγάλο όμορφο ρολόι, μα ήτανε σταματημένο, γιατί έδειχνε τέσσερις και δέκα. Πάντως εμείς πρωί ηφύγαμε. Αφήκαμε τσι πανωχωριανοί μύλοι κι ηπιάσαμε το δρόμο μέσα απ’ το Ρουμάνι3 που πάει για τον Τσεσμέ. Τα δυο και τρία ρούχα που ηφορούσαμε κι η ζέστη, μαζί με την πείνα και τη δίψα, δεν μας ηφήνανε να κουνήσομε πια τα ποδάρια μας. Εκειδά ίσια πάνω, πριν στρίψομε αριστερά για το δρόμο που πάει στον Τσεσμέ, είχενε μια βρυσούλα, μια πηγή κι ήτρεχε μέρα νύχτα δροσερό νεράκι.

    ‘’Νερό, νερό!’’ ηρχινήσαμε να μουρμουρίζομε που είμαστε ούλοι διψασμένοι από μέρες. Ητρέξανε κάποιες που είχανε τα θάρρητα, μα οι Τούρκοι ηγριέψανε. Ηρχινήσανε πάλι τα μπαμ και τα μπουμ κι ηδίνανε διαταή στ’ αλόγατα να ‘ρκονται καταπάνω μας. Μα τ’ αλόγατα δεν ήτανε μαθημένα παρά να πορπατούν κι όχι να χυμούν σαν τ’ ασλάνια4. Τ’ αλόγατά μας και τα κιοπέκια5 μας εμείς οι Αλατσατιανοί τ’ αγαπούσαμε και τα σεβούμαστε σα τσ’ αθρώποι και δεν ηβάζανε κακό στο μυαλό ντως, γι’ αυτό μας μπιστεύονταν και μας υπάκουαν. Σε ‘φτονών τα μυαλά και τα καμώματα μήτε τα ζώα δεν ηκάνανε κολλιγιά6! Κι όσο τ’ αλόγατα ητσοχτούσαν7 στις διαταές τους, τόσο τα ταγκαλάκια γιόμιζαν φούρκα8. Τ’ αλόγατα ηκαταλάβαιναν κι ας ήταν ζώα. Αν ηξέρανε κείνα τα αλογατάκια ούλα εκείνα που μας ηκάμανε οι αθρώποι, θα λέανε πως τα πιο κακοβέσουλα9 ζώα στο ντουνιά10 είναι οι αθρώποι! Με κλοτσιές στα πλαγιανά τους τα φουρκίσανε στο τέλος κι αυτά, είντα άλλο να κάμουν, ηκοστίριξαν11 καταπάνου μας.
    ‘’Ντουρ μωρή!’’ ηφωνάζανε πάνω στ’ αλόγατα που τα ‘πιασε ατσέσο12 κι ηκουτουρντίσανε13 να ρίχτουνε χάμω όποιονα τύχαινε να μπλέκεται στα ποδάρια ντως! Εκειδανάς ημείνανε! Ποιος να τους σηκώσει; Όποιος ήτανε κομματάκι ανήμπορος ήπεσε. Ηφεύγανε οι δικοί του και τον άφηναν…
    Πάντως η μάνα μου ηπρόλαβε κι ηγέμισε ένα λαήνι. Την είδαμε που γύριζε κι ηκάναμε χαρά που θα πιούμε νερό, μα το ‘δωκε στην αδελφή της τη Δεσποινιώ, τη λεχώνα, να ‘χει γάλα, να μη κλαίει το μωρό, το εψιμάκι14. Μέχρι ‘κειδά στη βρυσούλα, που ηκάναμε στάση και μερικοί ηπρολάβανε κι ήπιανε νερό, μόνου ‘‘ντουρ’’ και ‘‘γιάλα’’15 ηκούγαμε. Ύστερις αλλαξομουτσουνιάσανε για τα καλά τα ταγκαλάκια κι ητραβολογούσανε όποιον ηβρίσκανε. Μας ηπήρανε και τα μπογαλάκια που ηκρατούσαμε και τα σκορπούσανε στο δρόμο. Αγριεμένοι από τη χαρά ντως ηγελούσανε κι ηκοροϊδεύγανε με τσ’ εικόνες μας και το κατιτίς μας που ηκουβαλούσαμε. ‘‘Τσούτου-πλούτου!’’16 ηφωνάζανε και μας ηκοροϊδεύγανε!

    Η μάνα μας ήμεινε μόνο μ’ ένα κλειστό τενεκεδάκι που ηκράτειε και το άλλαζε στο δρόμο με το μωρό τσ’ αδρεφής της, για να ξεκουράζεται, που ήτονε λεχώνα. Πολύ βάρος δεν ημπορούσε να σηκώσει, γιατί ήτονε κι έγκυος. Ηγέμισε ο τόπος γύρω μας από ρούχα, σεντόνια, πεύκια17 κι εικόνες. Ένας Τούρκος ήρθενε και σε μας κι ηστάθηκε ομπρός μας, μα τύχη μόνου είχαμε, γιατί ήτανε πιο συμμορφωμένος στη μούρη του. Ηρχίνησε να φωνάζει στη μάνα μας, μα δεν ηκαταλάβαινε κανένας μας είντά ‘λεγε. Η θεια μας ητράβηξε μένα και τη Βγενιώ παράμερα, που είχαμε πάρει εντολή από τη μάνα μας να είμαστε πάντα δίπλα της. Φουρκισμένος ο Τούρκος τσ’ έδειχνε της μάνας μου κείνο που κρατούσε. Ηζήταγε κείνο το κλειστό τενεκεδάκι που ‘χενε στη μασχάλη ντης η μάνα μας, μα κείνη ήκανε πως δεν ηκαταλάβαινε. Ήχωσε τότε το χέρι του κι ήκαμε να το πάρει. Ηπάγωσα κείνη τη στιγμή. Είπα:

    – Παναγιά μου, η μάνα μου!

    Μα κείνη η αθεόφοβη ητραβήχτηκε κι ηρχίνησε να παζαρεύει μαζί του το τενεκέ. Τα ταγκαλάκια τώρα ηθέλανε να μη βαστούμε τίποτε. Μέχρι τότε είχα δει πάνω από δέκα να τσι σκοτώνουν έτσι μπροστά στα μάτια μας κι ηρχίνησα να κλαίω. Η αλήθεια είναι πως ήμουνα και κλαψιάρα, μα έτσι που τον αγρίευε η μάνα μου τον Τούρκο, δεν θα ‘ταν για καλό μας. Η μάνα μας να του φωνάζει ελληνικά, κείνος να μπαταλαλεί18 στα τούρκικα κι εγώ μέσα στα κλιάματα δεν άντεξα και μου ξέφυγε:

    – Δώκε του, βρε μάνα πια, κείνο τον παλιοτενεκέ και φοβούμαι!

    Η μάνα μας, που ‘τονε γιομάτη φούρκα, ξαφνικά ημέρωσε κι ηπήρε ένα κακομοιρίστικο, λυπησιάρικο πάνω της. Ήκαμε τη φωνή ντης κλαψιάρικη κι ανοίγοντας τον τενεκέ, που είδα κι εγώ πως είχενε μέσα αλεύρι, ηρχίνησε κλαίγοντας να του λέει:

    – Μη μου τον πάρεις, βρε γιόκα μου. Να, κοίτα, κομμάτι αλευράκι έχω, κι ήπιασε με τα δάχτυλά της τ’ αλεύρι και το ‘τριψε.

    – Είντα να το κάμεις, βρε γιόκα μου, εσύ τ’ αλεύρι; Εγώ όπου και να πάμε, με λιγάκι νερό κάτι θα κάμω να δώκω στα παιδιά μου να φάνε, και του ’δειχνε με τσι χούφτες της, όπως όταν ήπλαθε τσι κεφτέδες.

    Ο Τούρκος κάτι τσ’ είπε πάλι άγρια, όπως όταν έδιναν διαταή, κι έδειξε στη μάνα μου να προχωρήσομε. Μας άφηκε εμάς κι ηπήγε σε άλλους πίσω μας, να κάμει τα ίδια. Μόλις η μάνα μου ηβεβαιώθηκε πως ο Τούρκος δεν ήταν πια κοντά μας, αλλαξομουτσούνιασε πάλι. Ήπαψε κείνο το κακομοιρίστικο που ‘χε πάρει κι ηρχίνησε να κατσαδιάζει εμένανε που ησήκωσα το κεφάλι μου, που ημίλησα κι ήκλιαψα. Δεν της έμοιαξα καθόλου τση μάνας μου. Άφοβη γυναίκα! Ήτονε μαθημένη που ‘φευγε ο πατέρας μου ταξίδια και τα κουλάντριζε19 ούλα μόνη της και τα παιδιά και το σπίτι και τσι εργάτες…»

    «…Σαν ηβγήκαμε στη Μυτιλήνη, μας ηδιώξανε από το λιμάνι, γιατί αμποδίζαμε, αλλά και πού να πάμε; Πααίνετε, λέει, στην πλατεία. Ηκάτσαμε σε μια πλατεία ούλοι μαζί και περιμέναμε, μα κανένας δεν ήξερε τι. Μας είπαν στη μέση της πλατείας να καθίσομε, γιατί γύρω είχενε μαγαζιά και σπίτια κι αμποδίζαμε τσι δουλειές ντως, μα το βράδυ ήπιασε μια βροχή! Ήρθενε κείνη η ταλαιπωρία μας ούλη να την πληρώσουν οι Μυτιληνιοί.

    – Σηκωθείτε, μωρ’ σεις, να πάμε κάτω από κείνο το μαγαζί που ‘ναι ‘πό πάνω σκεπαστό κι όποιος μπορεί ας μας διώξει, είπε η μάνα μου κι ας κοντάγαμε να αντιμιλήσουμε!

    Η μάνα μου και πέντε εμείς τα παιδιά και οι τέσσερις αδελφές της, οι δυο γιαγιάδες μας, μια η ξαδελφούλα μας και ένα το ψιμάκι, σύνολο δεκατέσσερις και ένας ο παππούς δεκαπέντε. Ο παππούς ο δόλιος με τη μαγκούρα κούτσα κούτσα είχε αντέξει, γιατί ήταν ο μοναδικός άντρας κι ηθάρρειε πως μας προστάτευε. Ηπήαμε απέναντι στο μαγαζί κι η μάνα μάς στρίμωξε ούλους κοντά στον τοίχο να μη βρεχούμαστε. Ε, να δεις χαρά που ‘καμε ο μαγαζάτορας, μόλις μας είδ’ απ’ όξω!

    – Δε σας είπαν στη πλατεία; Τι μου ‘ρθατε ‘δώ πέρα και μου κλείσατε το μαγαζί και τη βιτρίνα;

    Είχενε κι άλλα να μας πει, μα βούτηξε η μάνα μας τη μαγκούρα του παππού και δεν ηπρόλαβε.

    – Με βλέπεις πώς σε κοιτώ; Πάαινε μέσα, μη σου κατεβάσω τα τζάμια και δεν έχεις καθόλου βιτρίνα, του ‘κανε η αθεόφοβη!

    Δυο ή τρεις μέρες ‘κειδανάς τη βγάλαμε, μέχρι που ‘φεραν τσι σκηνές του στρατού και τσι στήσανε στην πλατεία. Εμείς επειδή είμαστε και πολλοί, μας ηδώκανε μια πελώρια. Εκειδά μέσα δεν θυμάμαι πόσο καιρό ηκάτσαμε, πάντως είχε χειμωνιάσει. Κάθε βράδυ που μας ηβάζανε για ύπνο, εγώ κρυφοκοιτούσα τσι μεγάλοι είντά ‘καμαν. Ησκαλίζανε κείνο τον τενεκέ με τ’ αλεύρι κι ηβγάζανε από μέσα λιρίτσες για να ψωνίσουν να φάμε την άλλη μέρα. Στη μαύρη αγορά ακόμα και το ψωμί μάς το ηπουλούσανε οι Μυτιληνιοί, χώρια που ημαζεύγανε τα παιδιά τους να μην παίξουνε μαζί μας!…

    Ένα βράδυ ‘κειδά που ηκοιμούμαστε μέσα στη σκηνή, ήκουσα φωνές κι ηξύπνησα. Είχανε ξυπνήσει ούλοι, μικροί και μεγάλοι μέσα στη σκηνή, μα κείνη πού φώναζε μέσ’ στη νύχτα ήτονε όξω απ’ τη σκηνή, η γιαγιά μου, η μάνα τση μάνας μου. Σήκωσα κείνον τον μπερντέ τση σκηνής πίσω από το κεφάλι μου και την είδα τη γιαγιά μου με τα χέρια της σα χωνί στο στόμα της να φωνάζει στο βρόντο μέσα στη νύχτα.

    – Καλέ, ένας Χριστιανός, καλέ, η κόρη μου αιμορραεί, καλέεεε!!!

    Η πλατεία ένα γύρο είχενε μαγαζιά και σπίτια δίπατα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Ούτε ένα παράθυρο δεν ήνοιξε! Η μάνα μας τ’ ανάσκελα ήκλαιγε κι η άλλη μου η γιαγιά, η κωφάλαλη, μούγκριζε. Μήδε πανιά δεν είχαμε πια να τση βάλουνε! Ούλα μας τα μισοφόρια τα είχαμε σκίσει από κάτω, να τα βάζουμε στο εψιμάκι, που με τη σούρντιση που το ‘χε πιάσει, δεν το προλαβαίναμε. Η θεια μου η λεχώνα μάς ηκαθησύχαζε εμάς τα μικρά να κοιμηθούμε. Μα πού να κοιμηθούμε μ’ εκείνη τη φασαρία! Ήρθανε απ’ τσι διπλανές σκηνές μια Κουρούπαινα, μια Λαθουρίτσα και μιαν άλλη. Τότε ήκουσα πως η μάνα μας, που ήταν έγκυος, ήχασε το παιδί. Από κείνη τη νύχτα αρχινήσαμε να μετρούμε τσι πεθαμένοι μας στην Ελλάδα, γιατί οι άλλοι ήταν αιχμάλωτοι. Εκείνους δεν τους κλαίγαμε, γιατί νομίζαμε πως θα γυρίσουν. Τρεις άντρες και δεν ηγύρισε κανένας, ο πατέρας μας, ένας αδελφός της μάνας μας και ο άντρας της θειας μου της λεχώνας. Στη Θεσσαλονίκη μετά που μας ηπήγανε, ηβράχηκε το Γιωργάκι μας και το χάσαμε από πνευμονία..

    Το ξημέρωμα μας βρήκε να προσπαθούμε ούλοι να γαληνέψουμε τον παππού μας, που ένοιωθε ανήμπορος από τα γερατειά, μοναδικός άντρας ανάμεσα σε τόσες γυναίκες. Μια που του πήρανε οι Τούρκοι το γιο του, τον πατέρα μας, μια κι η αποβολή τση μάνας μας, ήρθε και του κατσίρντισε. Μόλις ημέρωνε κι ηλέγαμε πως του πέρασε και θα ησυχάσουμε, ησηκωνούντανε πάλι ολόρθος. Ήβγαζε το φέσι του, το πετούσε με δύναμη στο χώμα κι ηφώναζε:

    – Σηκωθείτε, μωρ’ σεις γούργιες, να πάμε στο σπίτι μας που ηβρήκατε τον καιρό να πάμε στσι φρίτζες! Γούργιες, ε, γούργιες! Σηκωθείτε, που με τούτη τη βροχή σας ήπιασε ούλες να κάνουμε, μαθές, ωροξοχή!…»

  69. ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΟΥΔΑΣ

    Η εγκατάσταση των Μικρασιατών στα Χανιά

    8 Οκτωβρίου 2012 10:09 πμ – Σχολιάστε

    Η πορεία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ο ξεριζωμός, η εγκατάστασή του στα Χανιά, οι σχέσεις τους με τους ντόπιους. Αυτές οι παράμετροι της Μικρασιατικής καταστροφής ερευνήθηκαν και καταγράφηκαν μεταξύ άλλων από τα παιδιά του Λυκείου Σούδας στην εργασία τους, ένα μέρος της οποίας παρουσιάζεται σήμερα από τα ´Χ.Ν.´.
    Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας έχει ιστορία περίπου 3000 ετών.
    Κατά μεγάλες περιόδους αν όχι διαρκώς, η παρουσία του ήταν κυρίαρχη από κάθε άποψη. Δημογραφική, οικονομική και πολιτιστική. Η εξασθένιση αυτής της παρουσίας σημειώθηκε στη μακρά περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στον ίδιο χώρο και έληξε το 1922 με την μικρασιατική καταστροφή. Οι Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης αγαπούσαν ιδιαίτερα τη μουσική και το τραγούδι.Οι μουσικοί έπαιζαν σε κέντρα των μαχαλάδων και των προαστίων της Σμύρνης δηλαδή σε καφενέδες, μπακαλοταβέρνες, όπως και στα σπίτια πλουσίων Ελλήνων σε γάμους, αρραβώνες βαφτίσια αλλά ακόμα και για κάποιους που ήθελαν να κάνουν καντάδες στις αγαπημένες τους. Έτσι κυλούσε η ζωή τους, όταν ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922. Με τη μεγάλη αυτή συμφορά ξεριζώθηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Συνολικά το 1922 έφθασαν στην Ελλάδα 900.000 χιλιάδες πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι) και στο επόμενο διάστημα και άλλοι, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός να φτάσει περίπου στο 1.500.000. Το πρώτο διάστημα οι πρόσφυγες παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ανέχονταν υπομονετικά την όλη κατάσταση, γιατί θεωρούσαν προσωρινή τη διαμονή τους εδώ, αφού πίστευαν ότι δε θα αργήσει η μέρα της επιστροφής. Όμως οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη νέα σκληρή πραγματικότητα. Έπρεπε να ξαναρχίσουν και να ξαναοργανώσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Πολλοί εγκαταστάθηκαν και στην περιοχή της Σούδας ψάχνοντας για μια νέα καλύτερη ζωή.

    Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
    Παρακάτω παρουσιάζεται η συγκλονιστική μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής μικρασιατών. Μας μιλάει για την ιστορία των παππούδων της, Μιχάλη και Δέσποινας και μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τη ζωή και τις μαρτυρίες τους να καταλάβουμε τι πραγματικά έγινε εκείνη την αιματηρή μέρα του Σεπτέμβρη του ’22. «Δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική καταστροφή ένας Τούρκος φίλος του παππού στο εργοστάσιο που δούλευε του φανερώνει το μυστικό, «Πήγαινε στο χωριό, πάρε την οικογένειά σου και φύγε. Θα γίνει μεγάλη σφαγή!» Φεύγει λοιπόν έτσι ο παππούς και πάει στο χωριό του το Ορτάκιο. Ο πεθερός του, η γυναίκα του αλλά και η πεθερά του δηλώνουν ότι δεν θα φύγουν ό,τι και να γίνει. «Πού να πάμε; Εδώ είναι τα σπίτια μας, τα γεννήματά μας, οι άνθρωποι μας». «Φύγε εσύ», του λέει η γυναίκα του, «πάρε και τον γιό μας τον Αντώνη και όταν ησυχάσουν τα πράγματα βλέπουμε». Ηδη η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού και η καταστροφή είχαν ξεκινήσει. Διέσχισαν βουνά. Οι δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, ξεριζωμένους, φήμες για τη συμφορά και τις σφαγές που τους ακολουθούσαν. Σ’ αυτή την πορεία του πόνου και του πανικού χάνει ο παππούς τον Αντωνάκη. Τρελάθηκε, έψαχνε αλλά κανείς δεν ήξερε. Πίσω τους ο τουρκικός στρατός και όσοι τους ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε σωτηρία για κανέναν. Ο παππούς σώζεται μαζί με εκατοντάδες άλλους και φτάνει στη Μυτιλήνη. Εκεί μαθαίνει για την τύχη της οικογένειάς του στο χωριό, δεν έμεινε κανείς, σφάχτηκαν όλοι. Εκεί αργότερα παντρεύεται και την γιαγιά Δέσποινα.
    Η γιαγιά ήταν από ένα χωριό λίγο πιο μακρινό από του παππού, το Χουδί. Η γιαγιά με τις αδερφές της βρέθηκαν στη Σμύρνη τις μέρες της μεγάλης καταστροφής. Είδε με τα μάτια της να ξεκοιλιάζουν έγκυο γυναίκα, να σφάζουν μωρά. Άνθρωποι που έμοιαζαν σαν θηρία με μάτια κατακόκκινα από το μίσος και τον φανατισμό, διψασμένα για αίμα. Η προδοσία των συμμάχων συνέβη μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Αν και η γιαγιά κατάφερε και μπήκε σε ένα καΐκι, άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Στο λιμάνι της Σμύρνης ήταν αραγμένα Αμερικάνικα, Αγγλικά, Γαλλικά και άλλα πλοία ξένων που υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν και θα έπαιρναν τον κόσμο να σωθεί. Γι’ αυτό γέμισε η παραλία της Σμύρνης από χιλιάδες κατατρεγμένους. Οι Τσέτες πίσω τους, η πόλη να καίγεται και η ελπίδα να φαίνεται σωτήρια μπροστά τους. Κι όμως τα πλοία δεν πλησίασαν ποτέ τη στεριά και άφησαν τον κόσμο να βιώνει τη φρίκη της σφαγής, παρακολουθώντας αμέτοχοι σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η θάλασσα γέμισε αίμα και απελπισμένους που έπεφταν στο νερό για να σωθούν. Κάθε φορά που η γιαγιά μου έλεγε αυτή την ιστορία ακολουθούσε ένα ατελείωτο μοιρολόι. Οι κραυγές των ανθρώπων, η απελπισία τους ζωντάνευαν μπροστά μου έπνιγαν και μένα. Αρτεμις, Σοφία, Ιορδάνης, Γεσθημανή. Ονόματα δικών της ανθρώπων. Ο καθένας και μια ιστορία.»

    ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
    ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ
    Γενικά, οι σχέσεις εθνικοτήτων που ζουν σ’ ένα γεωγραφικό χώρο ή των λαών σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από τις πολιτικές, τα συμφέροντα, τα σχέδια κυβερνήσεων και δυνάμεων σε διεθνές και τοπικό επίπεδο. Έτσι, λοιπόν, οι σχέσεις Μικρασιατών Ελλήνων με τις άλλες εθνότητες που ζούσαν στα εδάφη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρεάζονταν και διαμορφώνονταν από τα πολιτικά σχέδια των Οθωμανικών και Ελληνικών αρχών. Διακρίνουμε στην προκειμένη περίπτωση δύο χρονικές περιόδους: Μία που διαμορφώθηκε από τα 500 χρόνια συμβίωσης του ελληνικού και τουρκικού στοιχείου κάτω από το καθεστώς του Σουλτάνου και η δεύτερη που αφορά στα γεγονότα από την εκστρατεία του ελληνικού κράτους, 1918 – 1919, για την κατάκτηση εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κορυφώθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922.
    Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή κυρίαρχη στις σχέσεις τους σε γενικές γραμμές ήταν η ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση, αφού ζούσαν για πάνω από 500 χρόνια μαζί. Οι Έλληνες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη γεωργία, μορφώνονταν σε σχολές και σχολεία που έφτιαξαν, διαμορφώθηκε ένα μείγμα πολιτισμού που στηρίχτηκε στο ´πάρε – δώσε´ με το τούρκικο στοιχείο. Από τις μαρτυρίες των απόγονων Ελλήνων προσφύγων του 1922 στην Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι οι δύο εθνότητες μεταξύ τους είχαν αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς που οφείλονταν στο ότι ζούσαν στον γεωγραφικό χώρο, (κοινότητα ή χωριό), στο ότι τους ένωναν σχέσεις μισθωτής εργασίας, γειτονίας, αλληλεγγύης σε συμφορές ή δύσκολες περιστάσεις, η συμμετοχή σε γιορτές, θανάτους, ακόμα και θρησκευτικές εκδηλώσεις πανηγύρια κ.λπ., χαρές.
    Για παράδειγμα, σε μια μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής Μικρασιατών, ειπώθηκε ότι όταν γινόταν γάμος τούρκικος ή ελληνικός και οι μεν και οι δε πρόσφεραν δώρα και συμμετείχαν στα ήθη και έθιμα της επιμέρους κοινότητας. Ή σε άλλο σημείο αναφέρεται η έλλειψη οποιουδήποτε ρατσισμού από μεριάς της προγιαγιάς της μάρτυρος, όπου ο Τούρκος αναφέρεται σ’ αυτήν με σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση, γιατί ποτέ δεν άφησε τους Τούρκους εργάτες που είχε στη δούλεψή της να φεύγουν από τα κτήματά της νύχτα με κακοκαιρία, αλλά τους φιλοξενούσε στο σπίτι της λες και ήταν συγγενείς της.
    Οι πιο χαρακτηριστικές όμως και συγκλονιστικές στιγμές που έδειχναν το μέγεθος των ανθρώπινων δεσμών μεταξύ των δύο εθνοτήτων είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται στις μαρτυρίες από τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, γιατί οι Τούρκοι που πρόσφεραν βοήθεια εκείνη τη στιγμή σε Έλληνες έπαιζαν κορώνα γράμματα την ίδια τους τη ζωή, εξαιτίας του μίσους και της τρομοκρατίας που καλλιεργούνταν από τις τούρκικες αρχές.
    • Δυο χρόνια πριν την καταστροφή ένας Τούρκος εκμυστηρεύεται τις κρυφές κινήσεις του Ατατούρκ και προειδοποιεί τον φίλο του, Έλληνα και παππού της κυρίας Αρτζουχαλτζή, που δουλεύουν σε εργοστάσιο μπύρας στην Κωνσταντινούπολη, για τον επερχόμενο διωγμό, συμβουλεύοντάς τον να πάρει την οικογένειά του και να φύγει.
    • Φεύγοντας οι Έλληνες και εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω τους με μόνο στόχο να σώσουν τη ζωή τους, έκρυβαν όσα χρήματα (λίρες) μπορούσαν κυρίως ράβοντας οι γυναίκες ή άντρες στα στριφώματα των ρούχων ή σε κρυφές τσέπες. Οι Τούρκοι, όταν τους έπιαναν, τους γύμνωναν και τους έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο για να μην τους αφήσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Μια τέτοια σκηνή μας περιγράφεται σε μια μαρτυρία της ίδιας μάρτυρος, όπου η γιαγιά της (κοριτσάκι τότε) πέφτει στα χέρια της αστυνομίας γι’ αυτό τον έλεγχο. Ο υπεύθυνος Τούρκος κάνει ´τα στραβά μάτια´, γιατί έτυχε να είναι από το χωριό της. Απ’ αυτό βγάζουμε και το συμπέρασμα ότι για κάποιους Τούρκους τα γεγονότα αυτά, οι σκληρότητες και οι βαρβαρότητες δεν ήταν αρεστά και τους ήταν δύσκολο να τα εφαρμόσουν σε ανθρώπους που μέχρι πριν λίγο ήταν φίλοι, γείτονες.
    • Μια άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε Τούρκο ο οποίος έκρυψε με κίνδυνο της ζωής του, ένα μικρό ασθενικό ελληνόπουλο, αδερφό του παππού της προαναφερόμενης μάρτυρος, παιδί των γειτόνων του, το μεγάλωσε, το πάντρεψε για να το σώσει από τα στρατόπεδα και το σίγουρο θάνατο. Μετά από χρόνια, με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε από τον παππού της μάρτυρος, παντρεμένος και με παιδιά, αλλά με άσβεστη την αγάπη για τους πραγματικούς του συγγενείς. Δε δέχτηκε να γυρίσει στην Ελλάδα, γιατί πλέον η ζωή του είχε πάρει άλλο δρόμο.
    • Σε άλλη μαρτυρία αναφέρεται η συγκίνηση, η αγάπη και η νοσταλγία από μεριάς των Τούρκων όταν τους επισκέφθηκαν, μετά από πολλά χρόνια, συγγενείς Ελλήνων της Μικράς Ασίας. «Όλοι μαζί κλάψαμε στην ανάμνηση των στιγμών που έζησαν μαζί στο χωριό Χουδί και ένας αμανές, ίδιος μ’ αυτόν που τραγουδούσε ο παππούς μου, γλύκανε τον πόνο και των δυο μερών. Μας φιλοξένησαν, μας γέμισαν δώρα, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, μας αγκάλιασαν και οι κοινές αναμνήσεις ξύπνησαν πόνους, χαρές, νοσταλγία, ανακούφιση. Δεν αισθανθήκαμε καμιά εχθρότητα. Κι αυτοί πόνεσαν, κι αυτοί δεν κέρδισαν τίποτα. Το σπίτι του παππού μου ακόμα ερείπιο, κανείς δεν το κατοίκησε, κανείς δεν το εκμεταλλεύτηκε. Φτωχοί άνθρωποι ήταν τότε οι Τούρκοι, φτωχούς ανθρώπους συναντήσαμε και τώρα, όλο ψυχοπονιά και αγάπη για μας.»
    ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
    Ερχόμενοι στο σήμερα αναρωτιόμαστε πώς βλέπουν τους Τούρκους οι απόγονοι Ελλήνων Μικρασιατών. Σε γενικές γραμμές αυτό που συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα των ανθρώπων που ήρθαμε σε επαφή είναι η διαπίστωσή τους ότι για τις συμφορές φταίνε οι ´Μεγάλοι´. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που ακόμα τους βαραίνει ο πόνος από τα όσα υπέφεραν οι δικοί τους τότε. Όλοι μας όμως διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σήμερα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού φωλιάζει ένα ´μίσος´ ή μια απέχθεια για το λαό της γείτονος χώρας, ένας φόβος για τις επιθετικές της διαθέσεις και πολιτικές. Ας μιλήσουν όμως οι λίγες μαρτυρίες γι’ αυτό, με αφορμή την ερώτηση, αν βλέπουν τα τούρκικα σίριαλ.
    • Λέει, λοιπόν ένας παππούς από τη Σούδα: «Δε μ’ αρέσουν, γιατί ξέρω πως ούτε στο δικό μου παππού θα άρεσαν. Οι Τούρκοι σκότωσαν και τα 3 του παιδιά». Αντίθετα η γυναίκα του λειτουργεί πιο ανθρώπινα, πιο ελεύθερα, πιο νοσταλγικά. «Θέλω να βλέπω τα τούρκικα σίριαλ γιατί μου θυμίζουν τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη». Και μια άλλη: «θέλω να τα βλέπω γιατί σ’ αυτά τα μέρη γεννηθήκανε, μεγαλώσανε οι γονείς μου. Κι εκτός αυτού δε μπορώ να έχω μίσος για όσα συνέβησαν πριν 90 χρόνια. Για τότε μου φταίξανε οι πολιτικοί, οι άνθρωποι. Τώρα δε μπορώ να ρίχνω ευθύνες στον τωρινό λαό, γι’ αυτό τα βλέπω!».
    • Η κυρία Αρτζουχαλτζή, θυμάται: Το 1978 γίνονταν γυμνάσια του ΝΑΤΟ και είχανε έρθει στη Σούδα και τούρκικα πλοία. Οι ναύτες έβγαιναν και έκαναν βόλτες στα Χανιά. Πολλοί μικρασιάτες κατέβηκαν στα Χανιά να τους βρουν, να μιλήσουν μαζί τους, να τους ρωτήσουν για τα μέρη τους. Ουσιαστικά για να τους πουν ότι τους συνδέουν κοινά πράγματα, κοινές πατρίδες και ας είναι χαμένες γι’ αυτούς. «Θυμάμαι που με είχε πάρει η γιαγιά από το χέρι και περιμέναμε στην Πλατεία Κοτζάμπαση. Μια παρέα ναύτες Τούρκοι πέρασαν από μπροστά μας. Η γιαγιά μου στα Τούρκικα τους απευθύνθηκε. Μου έκανε εντύπωση η αρχική τους αμηχανία και μετά το κέρασμα στο ζαχαροπλαστείο και η μια ώρα κουβέντα. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν από ένα διπλανό χωριό. Θυμήθηκε ότι ο παππούς του τού μιλούσε για τους ‘Έλληνες και οι ιστορίες ξεδιπλώθηκαν και η συγκίνηση και τα δάκρυα έκλεισαν τη συζήτηση. Η γιαγιά μου μετά από αυτή τη συνάντηση αισθάνθηκε ευτυχισμένη, τη συζητούσε για πολύ καιρό». Απ’ όλα αυτά λοιπόν συμπεραίνουμε ότι λαοί ή εθνότητες που συμβιώνουν για πολλά χρόνια ή αιώνες αλληλοεπηρεάζονται, δημιουργούν δεσμούς και πολιτισμό. Τελικώς, αυτό που καταλάβαμε από τις μαρτυρίες είναι ότι στις σχέσεις Ελλήνων Μικρασιατών και Τούρκων κυριαρχούσε το ανθρώπινο στοιχείο και όχι οι εθνικές ή φυλετικές διαφορές. Ακόμα και σήμερα στους απογόνους των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων επικρατεί περισσότερο ότι «οι πολιτικοί φταίξανε» και λιγότερο ότι οι Τούρκοι σαν λαός διαχρονικά είναι εχθροί και βάρβαροι. Επομένως αναδεικνύεται το εξής ερώτημα: Ποιοι είναι τελικά υπεύθυνοι για τη διχόνοια ή το μίσος ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες ή λαούς; Οι ίδιοι οι απλοί άνθρωποι, οι λαοί ή αυτοί που έχουν την τύχη των λαών στα χέρια τους (κυβερνήσεις, κόμματα, διεθνείς δυνάμεις και συμφέροντα);

    Η αντιμετώπιση των Μικρασιατών
    από τους ντόπιους
    Οσον αφορά την αντιμετώπιση των Μικρασιατών από τους ντόπιους, οφείλουμε να πούμε ότι τις περισσότερες φορές ήταν αισχρή και απάνθρωπη αφού σκεπτόμενοι ρατσιστικά και κερδοσκοπικά τους αντιμετώπιζαν δίχως να υπολογίζουν τον πόνο και τη δυστυχία που είχαν λόγω του ξεριζωμού, μάλιστα λέγεται ότι τους είχαν βγάλει και ορισμένα προσωνυμία, λόγου χάρη ´πρόσφυγγας´ από τη σφίγγα που τσιμπάει και προκαλεί πόνο και δυστυχία, και ´Τουρκόσπορους´. Γεγονός είναι ότι οι Μικρασιάτες στην πλειονότητά τους ένιωθαν αποξενωμένοι ενώ βίωναν με πολύ βάρβαρο τρόπο την προκατάληψη, ψυχικά τραυματισμένοι και έχοντας το άγχος της επιβίωσης εξέφραζαν συχνά τα παράπονά τους για την αντιμετώπιση που δέχονταν από τους γηγενείς κατοίκους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας κυρίας «στην Τουρκία μας ονομάζανε Έλληνες και στην Ελλάδα Τούρκους» δηλαδή συνοψίζοντας δεν υπήρχε πουθενά πατρίδα για εκείνους, μόνο κοινωνικός αποκλεισμός και κακομεταχείριση. Δυστυχώς αυτού του είδους η συμπεριφορά είχε περάσει και στις νεαρές ηλικίες με αποτέλεσμα μικρά παιδιά και έφηβοι που φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τα ντόπια να βιώνουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο το ρατσισμό. Όντας θύματα λεκτικής βίας ακόμη μελαγχολούν όταν αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια τότε που τα υπόλοιπα παιδιά τα παραμέριζαν και τα απομάκρυναν. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή μας η κυρία Αγγελική θυμάται με λύπη τότε που τους αποκαλούσαν ´σκυλοπρόσφυγγες´. Εννοείται βέβαια ότι και οι ενήλικες έζησαν μέσα στη φτώχεια και στην ένδεια χωρίς όμως να τα παρατούν ή να μένουν άπραγοι. «Ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα. Ενάμιση εκατομμύριο φτηνά χέρια ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαληνή για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας…» (Διδώ Σωτηρίου). Η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να υπάρξει μια σχετική τάξη στη χώρα αποφάσισαν να πάρουν δάνεια ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν το προσφυγικό. Έτσι με αυτά τα χρήματα και τις απαλλοτριώσεις των γεωργικών εκτάσεων η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει έστω και την εντύπωση ότι έχουν θέσει τις πρώτες βάσεις για την στοιχειώδη μέριμνα υπέρ των προσφυγών. Όλη αυτή η δράση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας επιτροπής αποκαταστάσεως των προσφυγών γνωστή και ως Ε.Α.Π.. Κύριοι τόποι εγκατάστασης είναι οι κορυφές των μεγάλων πόλεων όπως για παράδειγμα Αθήνα, Θεσσαλονίκη στους οποίους ιδρύονται ολοκληρωτικά προσφυγικοί συνοικισμοί. Σαφώς οι συνθήκες ήταν άθλιες αφού διέμεναν σε παράγκες ενώ ενίοτε και σε στάβλους.
    Δυστυχώς άλλη μια αλήθεια είναι ότι εκτός από την λεκτική βία δεχόντουσαν και σωματική αφού ντόπιοι ορισμένων περιοχών προσπαθούσαν να πάρουν πίσω τα ανταλλάξιμα έχοντας αισχροκερδή κίνητρα… Μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιοπραγιών προς τους πρόσφυγες ήταν στη Δράμα που μόνιμοι κάτοικοι χρησιμοποιώντας πιστόλια, μαχαιριά και άλλα μέσα σφάγιασαν εν ψυχρώ δεκάδες άτομα, πιο συγκεκριμένα αναφέρεται: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων» από φανατισμένους ιθαγενείς της Δράμας. Συνεχίζοντας ενίοτε και σε ορισμένες περιοχές ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να φοράνε συγκεκριμένο χρώμα ρούχων για να ξεχωρίζουν από τους Ελλαδίτες Έλληνες, ενώ παράλληλα διακατέχονταν από προκαταλήψεις όπως για παράδειγμα ότι φέρνουν κακή τύχη.
    Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος ´σμυρνιά´ είχε γίνει συνώνυμο της άσεμνης και ελαφρών ηθών γυναίκας λόγω του ότι ήταν δυναμικές και εργατικές αφού επιθυμούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά του σπιτιού μέσω μιας εργασίας. Τέλος από μερικούς αναγνωρίστηκε η καθαριότητά τους ενώ δυστυχώς από μια άλλη μερίδα ανθρώπων θεωρούνταν κατώτεροι και βρώμικοι. Χαρακτηριστικά η κυρία Ουρανία, μας τονίζει ότι οι μπουγάδες μύριζαν καθαριότητα και πράσινο σαπούνι ενώ ντρέπονταν να απλώσουν κάτι το όποιο ήταν γαριασμένο. Επειτα υπογραμμίζει ότι εκείνοι ήταν οι πρώτοι που έφεραν τον ασβέστη και φρόντιζαν η παράγκα τους να δείχνει όσο πιο καθαρή και περιποιημένη γίνεται, ενώ με μελαγχολία αναπολεί τη γειτονιά της η οποία ήταν γεμάτη από τενεκεδάκια με λουλούδια και μυρωδικά. Βέβαια, όσο αφορά την υποδοχή των μεταναστών στην Κρήτη θα πρέπει να αναφερθεί και το γεγονός ότι υπήρχαν ειρηνικές σχέσεις, φιλικές αλλά και σχέσεις γάμου μεταξύ Μικρασιατών και Κρητικών. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μικτού γάμου, μάλιστα σύμφωνα με μία μαρτυρία είχε αναφερθεί χαρακτηριστικά: «Ο πατέρας μου εμένα είναι Κρητικός και η μητέρα μου από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Γνωριστήκαν εδώ και όπως είναι λογικό αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, θυμάμαι που μου είχε πει -δε θυμάμαι ποιος- ότι το σόι του πατέρα μου κοιτούσαν την μαμά μου στα πόδια για να δουν αν είναι καθαροί». Επιπροσθέτως υπήρχαν και συνεργασίες μεταξύ τους στον εργασιακό τομέα στις αγροτικές δουλειές όπου οι πρόσφυγες είχαν υποδεέστερη θέση σε αντίθεση με τους ντόπιους. Γεγονός είναι ότι συγκριτικά με άλλες περιοχές στα Μετόχια, στη Σούδα και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων οι προσφυγές είχαν καλύτερη αντιμετώπιση, αντίθετα οι Μικρασιάτες που διέμεναν σε άλλες περιοχές δεν έχαιραν τέτοιας συμπεριφοράς. Η κυρία Ελένη μας διηγείται με χαρά ότι οι ντόπιοι Κρητικοί, από τα χωριά ερχόντουσαν και θαύμαζαν τα σπίτια τους και την καθαριότητά τους ενώ εξέφραζαν και την εκτίμησή τους προς το πρόσωπό τους σκεπτόμενοι ότι είναι ξεριζωμένοι και έφυγαν από την πατρίδα τους, κάτω από βίαιες καταστάσεις.
    Τέλος τα γεγονότα, οι καταστάσεις, οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει ευτυχώς προς το καλύτερο, αφού η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλαδιτών Ελλήνων και προσφύγων έχει αποκατασταθεί πλήρως από το 1940.
    Πλέον δεν υπάρχει τέτοιου είδους έχθρα και αντιπάθεια ανάμεσα στα νέα παιδιά. Βέβαια δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλικιωμένοι έχοντας ακόμη τέτοιου είδους ρατσιστικά κατάλοιπα λογομαχούν με Μικρασιάτες ενώ τους κατηγορούν αδίκως βέβαια για την τότε κατάσταση!
    Σημασία έχει όμως ότι κατάφεραν παρόλο τον πόνο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν να αντεπεξέλθουν και να επιτύχουν. Ιστορικά αποδείχτηκε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πατρίδα μας, πρόσφεραν και συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στον εμπλουτισμό της παράδοσης.

    Read more: http://www.haniotika-nea.gr/108134-i-egkatastasi-twn-mikrasiatwn-sta-xania/#ixzz3NJ9TKqGK

  70. Τουρκόσποροι
    Sraosha | 06.01.2015 | 13:53
    Είμαστε οι Τουρκόσποροι. Είμαστε πια πεθαμένοι ή υπέργηροι. Ήμασταν πολλοί. Όταν λέμε «πατρίδα», πάντα εννοούμε εκείνη την αχανή χώρα πέρα από τη θάλασσά σας, εκείνη τη χώρα που δεν ήταν ούτε δική μας ούτε των Τούρκων. Ήρθαμε από πόλεις που δε διανοείστε και που δε θα χτίσετε ποτέ, ξεριζωθήκαμε από τοπία που δεν έχουνε καμμία σχέση με τους χείμαρρους και τα ξεροβούνια σας και τους λασπερούς σας κάμπους, μόλις προλάβαμε να μεγαλώσουμε σε κόσμους που χαλβαδιάζετε σε ταινίες Τούρκων και Ιρανών και με ωραία φίλτρα και σωστό φωτισμό.

    Μας τσουβαλιάσατε και μας φέρατε. Μας βάλατε σε σαπιοκάραβα. Μας βάλατε να περπατάμε. Άλλους μας σφαγίασαν, άλλους μας έπνιξαν, άλλοι συνωστιστήκαμε στην προκυμαία της Μερσίνας. Πολλοί από εμάς χάθηκαν — μέχρι και τη δεκαετία του ’80 μια ήρεμη ραδιοφωνική φωνή θα έψαχνε κάποιους από εμάς με όνομα και επώνυμο στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Μας μετατρέψατε σε πλάνητες αλλογενείς, μας τάξατε αποζημιώσεις και μας δώσατε παλιόχαρτα που τίποτε δεν άξιζαν. Μας κάνατε εργάτες και γεωργούς.

    Μας είπατε όλους «πρόσφυγες», μας φέρατε στη χώρα σας και μας βάλατε σε παραπήγματα και σε χωριά όπου οι ντόπιοι σταβλίζονταν δέκα μαζί σ’ έναν οντά και δεν πλένονταν ποτέ, για να μη φύγει το Άγιο Μύρον της βάφτισης από πάνω τους. Όσες ήμασταν γυναίκες μάς βγάλατε πουτάνες, είτε ήμασταν σωφρόνως πολυγαμικές Σμυρνιές, είτε αγέλαστες Πολίτισσες, είτε μητριαρχικές Καππαδόκισσες: πλενόμασταν πολύ, βάζαμε κολώνια, φοράγαμε νυχτικά. Μας φυτέψατε όπου πιστεύατε ότι θα προγκήξουμε τον Σλάβο και τον Αρβανίτη και τον Βλάχο, αλλά εμείς δε φέραμε μαζί μας τον ελληνισμό που ονειρευόσασταν, παρά κάτι πολύ μεγαλύτερο και εντελώς ακατάλληλο για τους σκοπούς σας. Απόπαιδα. Γιατί εσείς θέλατε να φτιάξετε τη μονόγλωσση μονόδοξη ελλαδική χαρά σας, το ζωντανό μαυσωλείο των αρχαίων προγόνων, κι εμείς μιλάγαμε τούρκικα, ποντιακά, καππαδόκικα, γαλλικά και μια σπασμένη καθαρεύουσα που μαθαίναμε στα σχολεία. Γιατί εμείς τρώγαμε μαντί και ιμάμ και καβουρμά και πληγούρι. Γιατί μολύναμε τη βαλκανική μουσική σας και τους μπάλλους σας με αμανέδες και καρσιλαμάδες και άσματα οθωμανικά.

    Σας δώσαμε παραβατικότητα και σας δώσαμε γράμματα. Σας φέραμε φαγητό και χασίσι. Σας υπενθυμίζαμε τι υπήρχε πίσω από τη Μυτιλήνη και τη Χίο, πίσω από τον κολοβό ορίζοντα των οραμάτων σας. Μετά, όταν πάψαμε κάποτε να είμαστε οι αούντηδες που «ούι, ρι συ, πίνουν νιρό!» στη βρύση του χωριού σας μετά από πεζοπορία ημερών, αναλάβατε εξ ονόματός μας να πάρετε την Πόλη και την Αγια Σοφιά. Συμβολικώς πάντα. Γιατί συμβολικώς μόνο ζείτε και συμβολικώς σκοτώνεστε και συμβολικώς αφήνετε άλλους πρόσφυγες και αλλογενείς να πνίγονται και να ξεπαγιάζουν στα σύνορα της ελλαδικής χαράς σας.

    Εμείς πεθαίνουμε πια, όσοι απομείναμε, τουλάχιστον πεθαίνουμε ειρηνικά. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας είναι σαν κι εσάς, είναι εσείς. Γιατί είναι μεγάλο μαύλισμα να είσαι Έλληνας. Έστω και συμβολικώς. Κι ας πνιγούνε κι ας πεθάνουν κι ας ξεπαγιάσουν όσοι χρειαστεί.

    http://www.thegreekcloud.com/blogs/blog.php?pg=3&uid=13&id=1281#.VLGtS9KsWez

  71. Έλληνας Μακεδόνας on

    Για να υπερασπιστώ τους ντόπιους Έλληνες Μακεδόνες… Αφού πολεμούσαμε από το 1904 για την ελευθερία μας κόντρα σε Τούρκους και Βούλγαρους, αβοήθητοι από τους πάντες πλην Κρητών ως το 1912, και αντιμέτωποι με ένα εχθρικό και αποικιοκρατικό ελληνικό κράτος μετά το 1912 που έστελνε Πελοποννήσιους ΔΥ και δασκάλους να μας δέρνουν επειδή δεν μιλούσαμε ελληνικά όπως στην Αχαΐα, γίνεται η Ποντιακή Γενοκτονία και η Μικρασιατική Καταστροφή και ξαφνικά η Μακεδονία πλημμυρίζει από πρόσφυγες. Οι Τούρκοι κατείχαν τα πιο εύφορα εδάφη τής Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος έδιωξε τους Τούρκους από την Ελλάδα και έδωσε τα χωράφια τους όχι στους ντόπιους Έλληνες Μακεδόνες που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά στους πρόσφυγες, οι οποίοι ποτέ τους δεν αγάπησαν τη γη, σνόμπαραν τους ντόπιους Έλληνες ως «κατώτερους», και μας πουλούσαν τη γη μας για να αγοράσουν σπίτια στην πόλη. Δεν δικαιολογώ ρατσισμούς κλπ, απλά καταθέτω μια άλλη οπτική γωνιά.

  72. Οι τουρκόσποροι

    Στα τέλη του Γενάρη του 1923 υπογράφεται στη Λωζάνη η «Σύμβασις περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών» [1].
    Το σύμφωνο της Ανταλλαγής προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, που είναι εγκατεστημένοι στα εδάφη αμφοτέρων των κρατών [2].
    Η ανταλλαγή λοιπόν πραγματοποιείται όχι με βάση την εθνικότητα ή την εθνική συνείδηση (η οποία τότε δεν είχε την σημερινή έννοια και λίγοι την αντιλαμβανόταν ως έννοια) , αλλά με βάση την θρησκευτική πίστη: όσοι πιστεύουν στον Αλλάχ είναι τούρκοι, όσοι πιστεύουν στον Χριστό είναι έλληνες. Πολλοί ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι (π.χ. τουρκοκρήτες) μεταναστεύουν υποχρεωτικά στην Τουρκία και πολλοί τουρκόφωνοι χριστιανοί στην Ελλάδα. Έτσι, 786.431 πρόσφυγες έρχονται στη χώρα μας [3].

    Το ελληνικό κράτος απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) η οποία βοήθησε την Ελλάδα να συνάψει δάνειο και ίδρυσε την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) [4].
    Η αποκατάσταση των προσφύγων στις πόλεις έγινε με την δημιουργία προσφυγικών συνοικισμών [5].

    Καταυλισμός προσφύγων, Μακεδονία 1922.

    Σε κοινωνικό επίπεδο οι πρόσφυγες έφεραν στην κοινωνία της Ελλάδας τον τρόπο ζωής τους, τις συνήθειές τους, τη μουσική τους (ρεμπέτικο τραγούδι), την κουζίνα τους. Καθώς πολλές από τις γυναίκες πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να εργαστούν και αρκετές από τις γηγενείς έκαναν το ίδιο, τα στερεότυπα που ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και υποχείριο του άντρα άρχισαν να κλονίζονται [6].
    Παρά τα κρατικά μέτρα, τα προβλήματα δεν έλειπαν, καθώς συχνά η στάση των γηγενών ελλήνων απέναντι στους πρόσφυγες ήταν αρνητική.
    Οι πρόσφυγες πήραν γη που πολλοί γηγενείς θεωρούσαν δική τους και πρόσφεραν την εργασία τους φτηνά πιέζοντας προς τα κάτω τις αμοιβές των ντόπιων. Ακόμη, οι πρόσφυγες ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα βενιζελικοί κι αυτό τους έφερνε σε αντίθεση με την αντιβενιζελική Παλαιά Ελλάδα.
    Πολλοί γηγενείς θεωρούσαν τους πρόσφυγες παράδοξους, καθώς είχαν πρωτάκουστα ονόματα, έτρωγαν άγνωστα φαγητά και οι γυναίκες τους εργάζονταν σε ξένες δουλειές. Το αποτέλεσμα ήταν η λέξη «πρόσφυγας» να είναι για χρόνια απαξιωτικός χαρακτηρισμός μεταξύ των γηγενών Ελλήνων.

    Γράφει ο Α.Ρήγος: «Η εντονότατη αντίθεση γηγενών και προσφύγων διαχέεται σε όλον τον ελλαδικό χώρο. Οι άνθρωποι που μόλις διασώθηκαν από την τουρκική σφαγή, αποκαλούνται «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι»(επειδή συνήθιζαν να τρώνε γιαούρτι).
    Η λέξη «Σμυρνιά» από προσδιοριστική της γυναικείας μικρασιατικής καταγωγής, γίνεται στο νεοελληνικό λεξιλόγιο συνώνυμη της πόρνης.
    Η λέξη «πρόσφυγας» διαχέεται στον κοινωνικό ιστό με τον πιο υποτιμητικό τρόπο.
    Τον «ρατσισμό» αυτό προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι φασιστοειδείς κινήσεις που απαιτούν να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι έλληνες» [7].

    Η δημιουργία ξεχωριστών συνοικισμών και οι εντάσεις ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς δυσχεραίνουν την ενσωμάτωση και ενισχύουν τις τάσεις για απομόνωση των προσφύγων και εσωστρέφεια που εκφράζεται με μια διευρυμένη προσφυγική ενδογαμία και τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ζωής των προσφύγων σε πολλές περιοχές. Η ενσωμάτωση μέσω της εκπαίδευσης, κύρια πρακτική του ελληνικού εθνικισμού στην αλυτρωτική του φάση, δυσκολευόταν να αποδώσει.
    Η σχολική τάξη έχει διασαλευτεί, ιδιαίτερα στα επαρχιακά σχολεία, όπου συνωστίζονται μαθητές διαφορετικών ηλικιών, επιπέδων και γλωσσικών περιβαλλόντων. Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης ακόμη και για πρόσφυγες που προέρχονται από κοντινές περιοχές αποτελεί η μητρική γλώσσα και η χρήση άλλων γλωσσών εκτός της ελληνικής στην καθημερινή ζωή.
    Σημαντικό μέρος των προσφύγων έχει ως μητρική την τουρκική γλώσσα, π.χ. Γκαγκαούζοι[8], Καραμανλήδες [9] την Καπαδοκική διάλεκτο, που ήταν μια μίξη ελληνικής και τουρκικής γλώσσας [10], ή τα αρβανίτικα [11]. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα κατέφυγαν επίσης Αρμένιοι και λιγοστοί Κιρκάσιοι και Ασσύριοι.
    Οι πρόσφυγες εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία ως διακριτή ομάδα όχι μόνο θεσμικά αλλά και πολιτισμικά.
    Η τουρκοφωνία αγνοείται συνήθως ως παράμετρος της εγκατάστασης των προσφύγων, αφού δεν αποτελούσε στοιχείο σύνδεσης με τον τουρκικό εθνικισμό, αλλά αποτέλεσε παράγοντα απομόνωσης πολλών αγροτικών κυρίως κοινοτήτων και επιβράδυνε την αφομοίωση των συγκεκριμένων ομάδων. Ακόμα και το καταληκτικό -ογλού των επωνύμων πολλών προσφύγων αποτελούσε αντικείμενο αρνητικής συμπεριφοράς και σε πολλούς επιβλήθηκε ή υπαγορεύτηκε η εληνοποίηση του ονόματός τους.
    Στις γλωσσικές ιδιαιτερότητες εντάσσονται και οι ελληνόφωνοι ποντιακοί πληθυσμοί, το ιδίωμα των οποίων δεν καταλάβαιναν (και δεν καταλαβαίνουν) οι γηγενείς έλληνες.

    Οι ελληνομαθείς ομάδες αποκτούν σαφές προβάδισμα για την ένταξή τους στις γραφειοκρατικές δομές της αποκατάστασης και αναπτύσσουν αποτελεσματικότερες στρατηγικές ατομικής και συλλογικής αποκατάστασης. Παρά το γεγονός ότι η παίδευση των προσφύγων υπολείπεται κατά πολύ του θρύλου που αναπτύσσουν ιδιαίτερα οι Σμυρνιοί και οι Πόντιοι στα χρόνια που ακολουθούν, τα ποσοστά της εγγραμματοσύνης και για τα δύο φύλα είναι ανώτερα από τα αντίστοιχα ποσοστά του συνολικού πληθυσμού [12].
    Το προσφυγικό ρεύμα της Μικρασιατικής καταστροφής και της Συνθήκης Ανταλλαγής των πληθυσμών δεν ήταν το πρώτο που δέχθηκαν, μετά το 1912, η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη.
    Από το 1914 μέχρι το 1922, οι παρατεταμένες πολεμικές συγκρούσεις του Α’Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά και οι πολεμικές-πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Σοβιετική Ένωση, ανάγκασαν περίπου 200.000 πρόσφυγες να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν, στην πλειοψηφία τους, στις βόρειες επαρχίες του ελληνικού κράτους[13].
    Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την έλευση των περίπου 50.000 Ελλήνων προσφύγων από την περιοχή της Νότιας Ρωσίας, της Κριμαίας, της Γεωργίας, του Καυκάσου και του Καρς, στο διάστημα 1920-1921. Τότε πραγματοποιείται η μετανάστευση του παππού και της γιαγιάς του γράφοντος, από το Σοχούμι της σημερινής Γεωργίας, στην Θεσσαλονίκη αρχικά, και στον νομό Έβρου τελικά.
    Η μετανάστευσή τους στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από φοβερές κακουχίες και αυξημένη θνησιμότητα, τόσο κατά το διάστημα της αναμονής στους μεθοριακούς σταθμούς και στα λιμάνια της Γεωργίας όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και των πρώτων μηνών της προσωρινής εγκατάστασής τους στην Θεσσαλονίκη.
    Οι πρόσφυγες, ύστερα από τη διαδικασία της μαζικής απολύμανσης στο λοιμοκαθαρτήριο, στοιβάζονταν σε ξύλινους θαλάμους και σκηνές, βιώνοντας τη διαδικασία της πολύμηνης καραντίνας, με σκοπό την αποφυγή της μετάδοσης επιδημιών στην πολη. Οι στατιστικές των υγειονομικών υπηρεσιών καταγράφουν τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων που αρρώστησαν ή απεβίωσαν.

    Το ταπεινωτικό βίωμα της απομόνωσης από την πόλη και τους γηγενείς κατοίκους, όπως και της σκληρής συμπεριφοράς από τους υπαλλήλους των υπηρεσιών, αποτυπώνεται στις τοπικές εφημερίδες και στις μαρτυρίες των προσφύγων.
    Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» γράφει στις 15/12/1920:
    «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’αποθάνουν από την πείναν και το κρύο […]
    Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’εκάστην!!!
    […] Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, και ενώ το πλείστον των προσφύγων είναι ασθενείς από την λιμοκτονίαν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους!
    Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλλίτερον». […] [14].

    Καταυλισμός προσφύγων, Μακεδονία 1922.

    Οι μαρτυρίες των προσφύγων, συγκλονιστικές και χαρακτηριστικές της οικτρής κατάστασής τους:
    «Στην Καβάλα επιτάξανε όλες τις καπναποθήκες και όσα πλοία ήρθαν, αδειάζανε τους πρόσφυγες στο λιμάνι. Μας παίρνανε με τα κάρα και μας στοιβάζανε μέσα στα καπνομάγαζα.[…] Σε μία εβδομάδα μέσα -ξέρετε το καπνομάγαζο είχε τουαλέτες δύο τρεις κι όταν έχει χίλιους ανθρώπους μέσα, μπορούν δύο τρεις τουαλέτες να φτάσουν;- η βρωμιά έφερε ασθένειες και κυρίως παιδικές, ιλαρά και οστρακιά, η οποία θέριζε τα παιδιά, δέκα δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα είναι λίγα, θέριζε κατά χιλιάδες τα παιδιά.
    Και τότε κι εγώ αρρώστησα αλλά κι ο μικρός μου ο αδερφός, ο Ευρυπίδης, αρρώστησε και πέθανε. Ήταν δύομισι χρονώ.
    […] Μας φόρτωσαν από κει και μας βγάζουν στην Κάρυανη. […] Τότε δεν είχε παρά βούρλα και κουνούπια, τίποτ’ άλλο. Είχε θέρμες, αρρώστια, ελονοσία μεγάλη. Έλη ήτανε, τίποτ’άλλο.
    Αρρωστήσαμε.
    Ανεβήκαμε ψηλά, στην άκρη του βουνού, απάνω, στην παλιά Κάρυανη. Είχανε κάτι τολ, τα είχανε κάνει οι Γάλλοι, και μέσα ήταν οι Καρυανιώτες, όσοι επιζήσανε από τη σφαγή των Βουλγάρων. Εκεί μας πήγανε, αλλά που να μείνουμε; Μέναμε στο ύπαιθρο. Άστα από φαγητό, άστα! Μέναμε στο ύπαιθρο. Τότε είχε πολλά άγρια ζώα. Μια φορά κοιμόμασταν και μαζευτήκαν τα τσακάλια ανάμεσα στα στρώματα και σηκώθηκαν ο γέρος μου μαζί μ’ έναν άλλο και χτυπούσαν τα τσακάλια με την κουβέρτα […] «[15].

    Ανατολική Θράκη, Γανόχωρα, πρόσφυγες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους.

    «Σαν άγριους μας έβλεπαν: «μην κλαίτε, θα’ρθούνε οι πρόσφυγοι», έλεγαν στα παιδιά τους […].
    Άρχισε ο ένας ο βαρκάρης να βρίζει τον άλλον, το Χριστό του και την Παναγία του. Μόλις τον άκουσαν, τρελλάθηκαν! Η μάνα μου ήταν ποιήτρια αγράμματη. Λέει ποντιακά:

    «Αλί εμάς και βάι εμάς, που έρθαμε στην Ελλάδα!
    Αδά τον γέρον κι* αγαπούν, τη γραία πα κι θέναι,
    αδά εσκώθεν η ντροπή και χάθεν η θρησκεία
    και βλαστημούνε το Χριστό και αυτήν την Παναγία!» (*κι: δεν).

    Έλληνες πρόσφυγες από την Κιουτάχεια.

    Δεν μας δέχθηκαν καλά.
    Στέλναν τα παιδιά και μας σβήναν την φωτιά, ουρώντας το μαγκάλι.
    Μας έλεγαν πρόσφυγγες, σφίγγες δηλαδή.
    Δε μας ήθελαν τέλος πάντων για πολλούς λόγους.
    Διότι οι άντρες είδαν πολιτισμένο κόσμο, οι κοπέλες πιο καλοντυμένες, οι οποίες ως επί το πλείστον ήξεραν οι περισσότερες γράμματα και αυτό πείραξε τις ντόπιες […]
    Και από οικονομικής πλευράς ίσως, εργάτες φθηνοί ήμασταν, τώρα ό,τι γίνεται με τους Αλβανούς […] [16].
    Ήρθε ένας γέρος και καθότανε λοιπόν έτσι και λέει, «εσείς δεν είστε έλληνες». Τότες μας λέγανε τουρκόσποροι» [17].

    Γυναίκα πρόσφυγας κρατά το αποστεωμένο κοριτσάκι της.

    Φυσικά δεν έλειπαν και οι συμπλοκές/διαπληκτισμοί γηγενών και προσφύγων. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
    «Κατά τα τηλεγραφήματα εκ Γρεβενών αιματηρά συμπλοκή έλαβε χώραν μεταξύ εντοπίων και προσφύγων.
    Οι κάτοικοι του χωριού Σπάτα, έχοντες διαφιλονικούμενους αγρούς με τους πρόσφυγας Κρύφτσου, μετέβησαν χθες την πρωίαν και ευρόντες ομάδα προσφύγων να εργάζεται εις αυτούς επετέθησαν και τους ετραυμάτισαν σοβαρώς[…]» [18].

    Πρόσφυγες από την Αγχίαλο συγκεντρωμένοι σε αλάνα.

    Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και ιδιαίτερα κατά την πρώτη δεκαετία, η μαζική εγκατάσταση των προσφύγων συνοδεύτηκε από τη μεγάλη εξάπλωση των ασθενειών και της θνησιμότητας στη Βόρεια Ελλάδα.
    Μάστιγα της εποχής ήταν η ελονοσία η οποία μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, έπληττε το 40%-90% του πληθυσμού στις πόλεις και τα χωριά.
    Η θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κυρίως στις ευπαθείς ομάδες, δηλαδή στα παιδιά και στους ηλικιωμένους. Το 1923 και το 1924 έφτασε στο 45% ανάμεσα στους ασθενείς πρόσφυγες.
    Το ίδιο διάστημα, στη Χαλκιδική, στα Γιαννιτσά, στο Κιλκίς, στην Κατερίνη, στις Σέρρες και στην Καβάλα, πέθανε το 1/5 των εγκατεστημένων προσφύγων[19].

    Πρόσφυγες δίπλα σε βάλτο.

    Ίσως σε μας, τα εγγόνια αυτών των προσφύγων, μένει μια πίκρα, ένα παράπονο για την συμπεριφορά των γηγενών προς τους παππούδες μας.
    Την ίδια συμπεριφορά -τηρουμένων των αναλογιών και αν στην περίπτωση του ’22 υπήρχε εχθρότητα και προκατάληψη, στην περίπτωση του ’90 υπήρξε παγερή αδιαφορία- επεφύλαξε η ελληνική κοινωνία στους βορειοηπειρώτες και στους ποντίους της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. τους οποίους ακόμη και σήμερα οι γηγενείς αποκαλούνε απαξιωτικά «Ρωσοπόντιους».

    Κι εκείνοι τραγουδάνε:

    «Πατρίδα μάνα μ’έδωσε άμον καταραμένος,
    στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος…».

    doctor
    ____________________________________________________________

    [1] Συνθήκη της Λωζάνης: Σύμβασις Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών
    VI. ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
    ΚΑΙ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΝΤΑ ΤΗ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1923.
    Η σύμβαση υπεγράφη από τους Ελ.Βενιζέλο, Δ.Κακλαμάνο, Ισμέτ Πασά (Ινονού), Δρ.Ριζά Νουρ Βέη και Χασάν Βέη με 19 άρθρα και ένα πρωτόκολο, τα οποία θα ενσωματωθούν αργότερα στην συνθήκη της Λωζάνης (23.7.1923).

    [2] «Άρθρον 1.
    Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.
    Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
    Άρθρον 2.
    Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:
    α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως·
    β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
    Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του 1912.
    Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου».
    Είναι ενδιαφέρον ότι ενώ η ανταλλαγή γίνεται με θρησκευτικά κριτήρια, για τις εξαιρέσεις ισχύει άλλοτε το κριτήριο της θρησκείας και άλλοτε της εθνότητας.
    [3] Πηγή: Βασίλειον της Ελλάδος. Υπουργείον Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως – Τμήμα Στατιστικής, «Απογραφή προσφύγων ενεργηθείσα κατ’Απρίλιον 1923. Αριθμός προσφύγων κυρωθείς διά του από 18 Οκτωβρίου 1923 Β.Διατάγματος», Αθήνα, 1923. Σχεδόν οι μισοί (355.186) εποίκισαν την Μακεδονία και την Θράκη.
    Στην απογραφή του 1928, τη μόνη γενική απογραφή στην οποία οι πρόσφυγες απογράφονται ως ξεχωριστή κατηγορία, ο αριθμός τους ανέρχεται συνολικά σε 1.221.849 πρόσωπα από τα οποία μόνο τα 151.892 δήλωσαν ότι ήρθαν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
    [4] Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ): αυτόνομος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Κ.Τ.Ε. τον Σεπτέμβριο του 1923 και είχε ως βασική αποστολή την εξασφάλιση παραγωγικής απασχόλησης και οριστικής στέγασης για τους πρόσφυγες. Η ΕΑΠ λειτούργησε από το 1923 έως το 1930 και ασχολήθηκε κυρίως με την αποκατάσταση των προσφύγων στην ύπαιθρο. Περίπου 750.000 πρόσφυγες οδηγήθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη, γιατί εκεί υπήρχαν διαθέσιμες γαίες αλλά και για να εξασφαλιστεί η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου σε αυτές τις περιοχές.

    [5] π.χ. Καισαριανή, Βύρωνας, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια,Καλλιθέα,Νέα Κοκκινιά,Δραπετσώνα,Κερατσίνι.
    Για την Καισαριανή και τον Βύρωνα, βλ.Εφημερίδα «Εντός της Καισαριανής», τ.61, Νοέμβριος 1999:
    http://www.defacto.gr/papers/kaisar/showpage.asp?new_list1=1999&new_list2=11&pagelist1=1&k_id=1252
    [6] Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ’Γυμνασίου, «Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο», ενότητα 44, σ.121-122, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα,2007.
    [7] Α.Ρήγος, Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία, 1924-1935, Θεμέλιο, Αθήνα, σ.223-8.
    [8] Οι Γκαγκαούζοι ή Γκαγκαβούζηδες θεωρούνται [απο Τούρκους ιστορικούς ως τουρκικό φύλο, το οποίο έχει εκχριστιανιστεί]. Έλληνες ιστορικοί τους χαρακτηρίζουν ως μικρασιάτες τουρκόφωνους και τους εντάσουν στους Καραμανλήδες(Τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί) της Μικράς Ασίας.
    Με τη συνθήκη της Λωζάνης θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ανταλλάξιμοι ως φανατικοί έλληνες και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να εγκατασταθούν στην επαρχία Ορεστιάδας και Διδυμοτείχου σε 21 χωριά. Ο κύριος όγκος τους είναι εγκαταστημένος στα χωριά: Οινόη, Σαγήνη, Κλεισώ, Αμμόβουνο, Θούριο, Λεπτή, Κέραμος, Καναδάς, κλπ.
    [9] Καραμανλήδες – (ενικός Καραμανλής) – Ονομασία τουρκόφωνων χριστιανών ορθοδόξων που κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή της Μικράς Ασίας γνωστή ως Καππαδοκία. Έγραφαν την τουρκική γλώσσα με χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου (Καραμανλήδικα). Οι Καραμανλήδες ήταν είτε Έλληνες που εκτουρκίστηκαν διατηρώντας όμως τη θρησκεία τους, είτε Τούρκοι που εκχριστιανίστηκαν. Έπειτα από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923) μεταφέρθηκαν κατά την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα και κυρίως σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
    Πηγή: wikipedia.
    Σημείωση: Η πηγή αναφέρει ως πιθανότερη εκδοχή των καραμανλήδων το ότι είναι εκτουρκισθέντες έλληνες και όχι εκχριστιανισθέντες τούρκοι. Αφαίρεσα αυτή την παρένθεση διότι δεν έχει επιστημονικό έρεισμα αλλά αποτελεί υποκειμενική κρίση, ή μάλλον ευσεβή πόθο, του συγγραφέα.
    [10] Καπαδοκική διάλεκτος: Η μακρά απομόνωση της διαλέκτου από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο συνέβαλε αφ’ ενός μεν στη διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών (που δεν συναντώνται σε άλλες διαλέκτους) και ιδιωματισμών, αφ’ ετέρου δε στη βαθιά και εκτεταμένη επίδραση της Τουρκικής, από την οποία εισήλθαν όχι μόνο ουσιαστικά και ρήματα, αλλά και λέξεις με συντακτικό ρόλο (επιρρήματα, σύνδεσμοι κτλ.).
    Βλ.επίσης:
    http://www.ethnologue.com/14/show_language.asp?code=CPG
    http://www.roac.nl/roac/newslist.phtml?p=news&i=44
    [11] Τα Αρβανίτικα (arbërisht) αποτελούν κλάδο της τόσκικης διαλέκτου της Αλβανικής γλώσσας, που ομιλείται στην σημερινή νότια Αλβανία καθώς και σε κάποια μέρη της Ελλάδας.
    [12] «Η ιστορία των Ελλήνων», ΔΟΜΗ, τόμος 12ος («Νεώτερος Ελληνισμός, 1910-1940»), σ.204-223.
    [13] Από αυτούς, μεγάλος αριθμός αφίχθη το διάστημα 1914-1918 από τη Βουλγαρία, το Μοναστήρι, την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, το 1917 από τη Νότια Ρωσία και το 1919 από την Ανατολική Ρωμυλία. Επίσης, η βουλγαρική κατοχή του 1916-1917 στην Ανατολική Μακεδονία δημιούργησε κύμα προσφύγων προς τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας.
    [14] «Εφημερίς των Βαλκανίων», 15 Δεκεμβρίου 1920, όπως παρατίθεται στην ΔΟΜΗ, ο.π. σ.246.
    [15] Η προφορική μαρτυρία ανήκει στον πρόσφυγα Λεόντιο Λυμπέρη, ΔΟΜΗ, ο.π. σ.247.
    [16] Πολύ σύντομα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώσεις εργοδοτών διεκδικούν από την κεντρική εξουσία την εγκατάσταση προσφύγων για να διευρύνουν την αγορά φθηνής εργασίας στα τοπικά βιομηχανικά κέντρα και στις περιοχές ανάπτυξης της συγκέντρωσης και επεξεργασίας εμπορικών γεωργικών καλλιεργειών, όπως ο καπνός. Εκτός από την Αττική και την περιοχή της Θεσσαλονίκης, η Καβάλα, η Ξάνθη, ο Βόλος, η Ερμούπολη, η Καλαμάτα, η Πάτρα, το Αίγιο, το Άργος, υποδέχονται το νέο προλεταριάτο του προσφυγικού κόσμου (Δομή, ο.π., σ.205-6).
    [17] Οι προφορικές μαρτυρίες ανήκουν στους πρόσφυγες Βιργινία Περιβολίδου, Διαλεχτή Μεντεκίδου, Κοκόνη Χατζηπούπη-Βαλασιάδου, Ιωάννη Στρογγύλη (Ιστορικό αρχείο Προσφυγικού ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς).
    [18] «Εφημερίς των Βαλκανίων», 20 Ιουνίου 1925.
    [19] ΔΟΜΗ, ο.π., σ.273.

    http://dimitrisdoctor2.blogspot.gr/2008/05/blog-post_4371.html

  73. 1922: Όταν οι ντόπιοι έβγαζαν την σκατοψυχιά τους σε φουκαράδες που έφταναν στα νησιά του Αιγαίου
    Ό,τι και να πουν οι σημερινοι ρατσιστές, οι παππούδες τους το είχαν πει καλύτερα (και εναντίον Ελλήνων)

    […] (Πηγές: εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ) […]

  74. ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΟΥΔΑΣ
    Η εγκατάσταση των Μικρασιατών στα Χανιά

    PrevNext

    Η πορεία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ο ξεριζωμός, η εγκατάστασή του στα Χανιά, οι σχέσεις τους με τους ντόπιους. Αυτές οι παράμετροι της Μικρασιατικής καταστροφής ερευνήθηκαν και καταγράφηκαν μεταξύ άλλων από τα παιδιά του Λυκείου Σούδας στην εργασία τους, ένα μέρος της οποίας παρουσιάζεται σήμερα από τα ´Χ.Ν.´.
    Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας έχει ιστορία περίπου 3000 ετών.
    Κατά μεγάλες περιόδους αν όχι διαρκώς, η παρουσία του ήταν κυρίαρχη από κάθε άποψη. Δημογραφική, οικονομική και πολιτιστική. Η εξασθένιση αυτής της παρουσίας σημειώθηκε στη μακρά περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στον ίδιο χώρο και έληξε το 1922 με την μικρασιατική καταστροφή. Οι Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης αγαπούσαν ιδιαίτερα τη μουσική και το τραγούδι.Οι μουσικοί έπαιζαν σε κέντρα των μαχαλάδων και των προαστίων της Σμύρνης δηλαδή σε καφενέδες, μπακαλοταβέρνες, όπως και στα σπίτια πλουσίων Ελλήνων σε γάμους, αρραβώνες βαφτίσια αλλά ακόμα και για κάποιους που ήθελαν να κάνουν καντάδες στις αγαπημένες τους. Έτσι κυλούσε η ζωή τους, όταν ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922. Με τη μεγάλη αυτή συμφορά ξεριζώθηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Συνολικά το 1922 έφθασαν στην Ελλάδα 900.000 χιλιάδες πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι) και στο επόμενο διάστημα και άλλοι, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός να φτάσει περίπου στο 1.500.000. Το πρώτο διάστημα οι πρόσφυγες παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ανέχονταν υπομονετικά την όλη κατάσταση, γιατί θεωρούσαν προσωρινή τη διαμονή τους εδώ, αφού πίστευαν ότι δε θα αργήσει η μέρα της επιστροφής. Όμως οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη νέα σκληρή πραγματικότητα. Έπρεπε να ξαναρχίσουν και να ξαναοργανώσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Πολλοί εγκαταστάθηκαν και στην περιοχή της Σούδας ψάχνοντας για μια νέα καλύτερη ζωή.
    Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
    Παρακάτω παρουσιάζεται η συγκλονιστική μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής μικρασιατών. Μας μιλάει για την ιστορία των παππούδων της, Μιχάλη και Δέσποινας και μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τη ζωή και τις μαρτυρίες τους να καταλάβουμε τι πραγματικά έγινε εκείνη την αιματηρή μέρα του Σεπτέμβρη του ’22. «Δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική καταστροφή ένας Τούρκος φίλος του παππού στο εργοστάσιο που δούλευε του φανερώνει το μυστικό, “Πήγαινε στο χωριό, πάρε την οικογένειά σου και φύγε. Θα γίνει μεγάλη σφαγή!” Φεύγει λοιπόν έτσι ο παππούς και πάει στο χωριό του το Ορτάκιο. Ο πεθερός του, η γυναίκα του αλλά και η πεθερά του δηλώνουν ότι δεν θα φύγουν ό,τι και να γίνει. “Πού να πάμε; Εδώ είναι τα σπίτια μας, τα γεννήματά μας, οι άνθρωποι μας”. “Φύγε εσύ”, του λέει η γυναίκα του, “πάρε και τον γιό μας τον Αντώνη και όταν ησυχάσουν τα πράγματα βλέπουμε”. Ηδη η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού και η καταστροφή είχαν ξεκινήσει. Διέσχισαν βουνά. Οι δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, ξεριζωμένους, φήμες για τη συμφορά και τις σφαγές που τους ακολουθούσαν. Σ’ αυτή την πορεία του πόνου και του πανικού χάνει ο παππούς τον Αντωνάκη. Τρελάθηκε, έψαχνε αλλά κανείς δεν ήξερε. Πίσω τους ο τουρκικός στρατός και όσοι τους ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε σωτηρία για κανέναν. Ο παππούς σώζεται μαζί με εκατοντάδες άλλους και φτάνει στη Μυτιλήνη. Εκεί μαθαίνει για την τύχη της οικογένειάς του στο χωριό, δεν έμεινε κανείς, σφάχτηκαν όλοι. Εκεί αργότερα παντρεύεται και την γιαγιά Δέσποινα.
    Η γιαγιά ήταν από ένα χωριό λίγο πιο μακρινό από του παππού, το Χουδί. Η γιαγιά με τις αδερφές της βρέθηκαν στη Σμύρνη τις μέρες της μεγάλης καταστροφής. Είδε με τα μάτια της να ξεκοιλιάζουν έγκυο γυναίκα, να σφάζουν μωρά. Άνθρωποι που έμοιαζαν σαν θηρία με μάτια κατακόκκινα από το μίσος και τον φανατισμό, διψασμένα για αίμα. Η προδοσία των συμμάχων συνέβη μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Αν και η γιαγιά κατάφερε και μπήκε σε ένα καΐκι, άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Στο λιμάνι της Σμύρνης ήταν αραγμένα Αμερικάνικα, Αγγλικά, Γαλλικά και άλλα πλοία ξένων που υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν και θα έπαιρναν τον κόσμο να σωθεί. Γι’ αυτό γέμισε η παραλία της Σμύρνης από χιλιάδες κατατρεγμένους. Οι Τσέτες πίσω τους, η πόλη να καίγεται και η ελπίδα να φαίνεται σωτήρια μπροστά τους. Κι όμως τα πλοία δεν πλησίασαν ποτέ τη στεριά και άφησαν τον κόσμο να βιώνει τη φρίκη της σφαγής, παρακολουθώντας αμέτοχοι σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η θάλασσα γέμισε αίμα και απελπισμένους που έπεφταν στο νερό για να σωθούν. Κάθε φορά που η γιαγιά μου έλεγε αυτή την ιστορία ακολουθούσε ένα ατελείωτο μοιρολόι. Οι κραυγές των ανθρώπων, η απελπισία τους ζωντάνευαν μπροστά μου έπνιγαν και μένα. Αρτεμις, Σοφία, Ιορδάνης, Γεσθημανή. Ονόματα δικών της ανθρώπων. Ο καθένας και μια ιστορία.»
    ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
    ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ
    Γενικά, οι σχέσεις εθνικοτήτων που ζουν σ’ ένα γεωγραφικό χώρο ή των λαών σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από τις πολιτικές, τα συμφέροντα, τα σχέδια κυβερνήσεων και δυνάμεων σε διεθνές και τοπικό επίπεδο. Έτσι, λοιπόν, οι σχέσεις Μικρασιατών Ελλήνων με τις άλλες εθνότητες που ζούσαν στα εδάφη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρεάζονταν και διαμορφώνονταν από τα πολιτικά σχέδια των Οθωμανικών και Ελληνικών αρχών. Διακρίνουμε στην προκειμένη περίπτωση δύο χρονικές περιόδους: Μία που διαμορφώθηκε από τα 500 χρόνια συμβίωσης του ελληνικού και τουρκικού στοιχείου κάτω από το καθεστώς του Σουλτάνου και η δεύτερη που αφορά στα γεγονότα από την εκστρατεία του ελληνικού κράτους, 1918 – 1919, για την κατάκτηση εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κορυφώθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922.
    Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή κυρίαρχη στις σχέσεις τους σε γενικές γραμμές ήταν η ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση, αφού ζούσαν για πάνω από 500 χρόνια μαζί. Οι Έλληνες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη γεωργία, μορφώνονταν σε σχολές και σχολεία που έφτιαξαν, διαμορφώθηκε ένα μείγμα πολιτισμού που στηρίχτηκε στο ´πάρε – δώσε´ με το τούρκικο στοιχείο. Από τις μαρτυρίες των απόγονων Ελλήνων προσφύγων του 1922 στην Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι οι δύο εθνότητες μεταξύ τους είχαν αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς που οφείλονταν στο ότι ζούσαν στον γεωγραφικό χώρο, (κοινότητα ή χωριό), στο ότι τους ένωναν σχέσεις μισθωτής εργασίας, γειτονίας, αλληλεγγύης σε συμφορές ή δύσκολες περιστάσεις, η συμμετοχή σε γιορτές, θανάτους, ακόμα και θρησκευτικές εκδηλώσεις πανηγύρια κ.λπ., χαρές.
    Για παράδειγμα, σε μια μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής Μικρασιατών, ειπώθηκε ότι όταν γινόταν γάμος τούρκικος ή ελληνικός και οι μεν και οι δε πρόσφεραν δώρα και συμμετείχαν στα ήθη και έθιμα της επιμέρους κοινότητας. Ή σε άλλο σημείο αναφέρεται η έλλειψη οποιουδήποτε ρατσισμού από μεριάς της προγιαγιάς της μάρτυρος, όπου ο Τούρκος αναφέρεται σ’ αυτήν με σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση, γιατί ποτέ δεν άφησε τους Τούρκους εργάτες που είχε στη δούλεψή της να φεύγουν από τα κτήματά της νύχτα με κακοκαιρία, αλλά τους φιλοξενούσε στο σπίτι της λες και ήταν συγγενείς της.
    Οι πιο χαρακτηριστικές όμως και συγκλονιστικές στιγμές που έδειχναν το μέγεθος των ανθρώπινων δεσμών μεταξύ των δύο εθνοτήτων είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται στις μαρτυρίες από τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, γιατί οι Τούρκοι που πρόσφεραν βοήθεια εκείνη τη στιγμή σε Έλληνες έπαιζαν κορώνα γράμματα την ίδια τους τη ζωή, εξαιτίας του μίσους και της τρομοκρατίας που καλλιεργούνταν από τις τούρκικες αρχές.
    • Δυο χρόνια πριν την καταστροφή ένας Τούρκος εκμυστηρεύεται τις κρυφές κινήσεις του Ατατούρκ και προειδοποιεί τον φίλο του, Έλληνα και παππού της κυρίας Αρτζουχαλτζή, που δουλεύουν σε εργοστάσιο μπύρας στην Κωνσταντινούπολη, για τον επερχόμενο διωγμό, συμβουλεύοντάς τον να πάρει την οικογένειά του και να φύγει.
    • Φεύγοντας οι Έλληνες και εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω τους με μόνο στόχο να σώσουν τη ζωή τους, έκρυβαν όσα χρήματα (λίρες) μπορούσαν κυρίως ράβοντας οι γυναίκες ή άντρες στα στριφώματα των ρούχων ή σε κρυφές τσέπες. Οι Τούρκοι, όταν τους έπιαναν, τους γύμνωναν και τους έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο για να μην τους αφήσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Μια τέτοια σκηνή μας περιγράφεται σε μια μαρτυρία της ίδιας μάρτυρος, όπου η γιαγιά της (κοριτσάκι τότε) πέφτει στα χέρια της αστυνομίας γι’ αυτό τον έλεγχο. Ο υπεύθυνος Τούρκος κάνει ´τα στραβά μάτια´, γιατί έτυχε να είναι από το χωριό της. Απ’ αυτό βγάζουμε και το συμπέρασμα ότι για κάποιους Τούρκους τα γεγονότα αυτά, οι σκληρότητες και οι βαρβαρότητες δεν ήταν αρεστά και τους ήταν δύσκολο να τα εφαρμόσουν σε ανθρώπους που μέχρι πριν λίγο ήταν φίλοι, γείτονες.
    • Μια άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε Τούρκο ο οποίος έκρυψε με κίνδυνο της ζωής του, ένα μικρό ασθενικό ελληνόπουλο, αδερφό του παππού της προαναφερόμενης μάρτυρος, παιδί των γειτόνων του, το μεγάλωσε, το πάντρεψε για να το σώσει από τα στρατόπεδα και το σίγουρο θάνατο. Μετά από χρόνια, με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε από τον παππού της μάρτυρος, παντρεμένος και με παιδιά, αλλά με άσβεστη την αγάπη για τους πραγματικούς του συγγενείς. Δε δέχτηκε να γυρίσει στην Ελλάδα, γιατί πλέον η ζωή του είχε πάρει άλλο δρόμο.
    • Σε άλλη μαρτυρία αναφέρεται η συγκίνηση, η αγάπη και η νοσταλγία από μεριάς των Τούρκων όταν τους επισκέφθηκαν, μετά από πολλά χρόνια, συγγενείς Ελλήνων της Μικράς Ασίας. «Όλοι μαζί κλάψαμε στην ανάμνηση των στιγμών που έζησαν μαζί στο χωριό Χουδί και ένας αμανές, ίδιος μ’ αυτόν που τραγουδούσε ο παππούς μου, γλύκανε τον πόνο και των δυο μερών. Μας φιλοξένησαν, μας γέμισαν δώρα, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, μας αγκάλιασαν και οι κοινές αναμνήσεις ξύπνησαν πόνους, χαρές, νοσταλγία, ανακούφιση. Δεν αισθανθήκαμε καμιά εχθρότητα. Κι αυτοί πόνεσαν, κι αυτοί δεν κέρδισαν τίποτα. Το σπίτι του παππού μου ακόμα ερείπιο, κανείς δεν το κατοίκησε, κανείς δεν το εκμεταλλεύτηκε. Φτωχοί άνθρωποι ήταν τότε οι Τούρκοι, φτωχούς ανθρώπους συναντήσαμε και τώρα, όλο ψυχοπονιά και αγάπη για μας.»
    ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
    Ερχόμενοι στο σήμερα αναρωτιόμαστε πώς βλέπουν τους Τούρκους οι απόγονοι Ελλήνων Μικρασιατών. Σε γενικές γραμμές αυτό που συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα των ανθρώπων που ήρθαμε σε επαφή είναι η διαπίστωσή τους ότι για τις συμφορές φταίνε οι ´Μεγάλοι´. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που ακόμα τους βαραίνει ο πόνος από τα όσα υπέφεραν οι δικοί τους τότε. Όλοι μας όμως διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σήμερα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού φωλιάζει ένα ´μίσος´ ή μια απέχθεια για το λαό της γείτονος χώρας, ένας φόβος για τις επιθετικές της διαθέσεις και πολιτικές. Ας μιλήσουν όμως οι λίγες μαρτυρίες γι’ αυτό, με αφορμή την ερώτηση, αν βλέπουν τα τούρκικα σίριαλ.
    • Λέει, λοιπόν ένας παππούς από τη Σούδα: «Δε μ’ αρέσουν, γιατί ξέρω πως ούτε στο δικό μου παππού θα άρεσαν. Οι Τούρκοι σκότωσαν και τα 3 του παιδιά». Αντίθετα η γυναίκα του λειτουργεί πιο ανθρώπινα, πιο ελεύθερα, πιο νοσταλγικά. «Θέλω να βλέπω τα τούρκικα σίριαλ γιατί μου θυμίζουν τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη». Και μια άλλη: «θέλω να τα βλέπω γιατί σ’ αυτά τα μέρη γεννηθήκανε, μεγαλώσανε οι γονείς μου. Κι εκτός αυτού δε μπορώ να έχω μίσος για όσα συνέβησαν πριν 90 χρόνια. Για τότε μου φταίξανε οι πολιτικοί, οι άνθρωποι. Τώρα δε μπορώ να ρίχνω ευθύνες στον τωρινό λαό, γι’ αυτό τα βλέπω!».
    • Η κυρία Αρτζουχαλτζή, θυμάται: Το 1978 γίνονταν γυμνάσια του ΝΑΤΟ και είχανε έρθει στη Σούδα και τούρκικα πλοία. Οι ναύτες έβγαιναν και έκαναν βόλτες στα Χανιά. Πολλοί μικρασιάτες κατέβηκαν στα Χανιά να τους βρουν, να μιλήσουν μαζί τους, να τους ρωτήσουν για τα μέρη τους. Ουσιαστικά για να τους πουν ότι τους συνδέουν κοινά πράγματα, κοινές πατρίδες και ας είναι χαμένες γι’ αυτούς. «Θυμάμαι που με είχε πάρει η γιαγιά από το χέρι και περιμέναμε στην Πλατεία Κοτζάμπαση. Μια παρέα ναύτες Τούρκοι πέρασαν από μπροστά μας. Η γιαγιά μου στα Τούρκικα τους απευθύνθηκε. Μου έκανε εντύπωση η αρχική τους αμηχανία και μετά το κέρασμα στο ζαχαροπλαστείο και η μια ώρα κουβέντα. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν από ένα διπλανό χωριό. Θυμήθηκε ότι ο παππούς του τού μιλούσε για τους ‘Έλληνες και οι ιστορίες ξεδιπλώθηκαν και η συγκίνηση και τα δάκρυα έκλεισαν τη συζήτηση. Η γιαγιά μου μετά από αυτή τη συνάντηση αισθάνθηκε ευτυχισμένη, τη συζητούσε για πολύ καιρό». Απ’ όλα αυτά λοιπόν συμπεραίνουμε ότι λαοί ή εθνότητες που συμβιώνουν για πολλά χρόνια ή αιώνες αλληλοεπηρεάζονται, δημιουργούν δεσμούς και πολιτισμό. Τελικώς, αυτό που καταλάβαμε από τις μαρτυρίες είναι ότι στις σχέσεις Ελλήνων Μικρασιατών και Τούρκων κυριαρχούσε το ανθρώπινο στοιχείο και όχι οι εθνικές ή φυλετικές διαφορές. Ακόμα και σήμερα στους απογόνους των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων επικρατεί περισσότερο ότι «οι πολιτικοί φταίξανε» και λιγότερο ότι οι Τούρκοι σαν λαός διαχρονικά είναι εχθροί και βάρβαροι. Επομένως αναδεικνύεται το εξής ερώτημα: Ποιοι είναι τελικά υπεύθυνοι για τη διχόνοια ή το μίσος ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες ή λαούς; Οι ίδιοι οι απλοί άνθρωποι, οι λαοί ή αυτοί που έχουν την τύχη των λαών στα χέρια τους (κυβερνήσεις, κόμματα, διεθνείς δυνάμεις και συμφέροντα);
    Η αντιμετώπιση των Μικρασιατών
    από τους ντόπιους
    Οσον αφορά την αντιμετώπιση των Μικρασιατών από τους ντόπιους, οφείλουμε να πούμε ότι τις περισσότερες φορές ήταν αισχρή και απάνθρωπη αφού σκεπτόμενοι ρατσιστικά και κερδοσκοπικά τους αντιμετώπιζαν δίχως να υπολογίζουν τον πόνο και τη δυστυχία που είχαν λόγω του ξεριζωμού, μάλιστα λέγεται ότι τους είχαν βγάλει και ορισμένα προσωνυμία, λόγου χάρη ´πρόσφυγγας´ από τη σφίγγα που τσιμπάει και προκαλεί πόνο και δυστυχία, και ´Τουρκόσπορους´. Γεγονός είναι ότι οι Μικρασιάτες στην πλειονότητά τους ένιωθαν αποξενωμένοι ενώ βίωναν με πολύ βάρβαρο τρόπο την προκατάληψη, ψυχικά τραυματισμένοι και έχοντας το άγχος της επιβίωσης εξέφραζαν συχνά τα παράπονά τους για την αντιμετώπιση που δέχονταν από τους γηγενείς κατοίκους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας κυρίας «στην Τουρκία μας ονομάζανε Έλληνες και στην Ελλάδα Τούρκους» δηλαδή συνοψίζοντας δεν υπήρχε πουθενά πατρίδα για εκείνους, μόνο κοινωνικός αποκλεισμός και κακομεταχείριση. Δυστυχώς αυτού του είδους η συμπεριφορά είχε περάσει και στις νεαρές ηλικίες με αποτέλεσμα μικρά παιδιά και έφηβοι που φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τα ντόπια να βιώνουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο το ρατσισμό. Όντας θύματα λεκτικής βίας ακόμη μελαγχολούν όταν αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια τότε που τα υπόλοιπα παιδιά τα παραμέριζαν και τα απομάκρυναν. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή μας η κυρία Αγγελική θυμάται με λύπη τότε που τους αποκαλούσαν ´σκυλοπρόσφυγγες´. Εννοείται βέβαια ότι και οι ενήλικες έζησαν μέσα στη φτώχεια και στην ένδεια χωρίς όμως να τα παρατούν ή να μένουν άπραγοι. «Ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα. Ενάμιση εκατομμύριο φτηνά χέρια ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαληνή για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας…» (Διδώ Σωτηρίου). Η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να υπάρξει μια σχετική τάξη στη χώρα αποφάσισαν να πάρουν δάνεια ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν το προσφυγικό. Έτσι με αυτά τα χρήματα και τις απαλλοτριώσεις των γεωργικών εκτάσεων η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει έστω και την εντύπωση ότι έχουν θέσει τις πρώτες βάσεις για την στοιχειώδη μέριμνα υπέρ των προσφυγών. Όλη αυτή η δράση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας επιτροπής αποκαταστάσεως των προσφυγών γνωστή και ως Ε.Α.Π.. Κύριοι τόποι εγκατάστασης είναι οι κορυφές των μεγάλων πόλεων όπως για παράδειγμα Αθήνα, Θεσσαλονίκη στους οποίους ιδρύονται ολοκληρωτικά προσφυγικοί συνοικισμοί. Σαφώς οι συνθήκες ήταν άθλιες αφού διέμεναν σε παράγκες ενώ ενίοτε και σε στάβλους.
    Δυστυχώς άλλη μια αλήθεια είναι ότι εκτός από την λεκτική βία δεχόντουσαν και σωματική αφού ντόπιοι ορισμένων περιοχών προσπαθούσαν να πάρουν πίσω τα ανταλλάξιμα έχοντας αισχροκερδή κίνητρα… Μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιοπραγιών προς τους πρόσφυγες ήταν στη Δράμα που μόνιμοι κάτοικοι χρησιμοποιώντας πιστόλια, μαχαιριά και άλλα μέσα σφάγιασαν εν ψυχρώ δεκάδες άτομα, πιο συγκεκριμένα αναφέρεται: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων» από φανατισμένους ιθαγενείς της Δράμας. Συνεχίζοντας ενίοτε και σε ορισμένες περιοχές ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να φοράνε συγκεκριμένο χρώμα ρούχων για να ξεχωρίζουν από τους Ελλαδίτες Έλληνες, ενώ παράλληλα διακατέχονταν από προκαταλήψεις όπως για παράδειγμα ότι φέρνουν κακή τύχη.
    Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος ´σμυρνιά´ είχε γίνει συνώνυμο της άσεμνης και ελαφρών ηθών γυναίκας λόγω του ότι ήταν δυναμικές και εργατικές αφού επιθυμούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά του σπιτιού μέσω μιας εργασίας. Τέλος από μερικούς αναγνωρίστηκε η καθαριότητά τους ενώ δυστυχώς από μια άλλη μερίδα ανθρώπων θεωρούνταν κατώτεροι και βρώμικοι. Χαρακτηριστικά η κυρία Ουρανία, μας τονίζει ότι οι μπουγάδες μύριζαν καθαριότητα και πράσινο σαπούνι ενώ ντρέπονταν να απλώσουν κάτι το όποιο ήταν γαριασμένο. Επειτα υπογραμμίζει ότι εκείνοι ήταν οι πρώτοι που έφεραν τον ασβέστη και φρόντιζαν η παράγκα τους να δείχνει όσο πιο καθαρή και περιποιημένη γίνεται, ενώ με μελαγχολία αναπολεί τη γειτονιά της η οποία ήταν γεμάτη από τενεκεδάκια με λουλούδια και μυρωδικά. Βέβαια, όσο αφορά την υποδοχή των μεταναστών στην Κρήτη θα πρέπει να αναφερθεί και το γεγονός ότι υπήρχαν ειρηνικές σχέσεις, φιλικές αλλά και σχέσεις γάμου μεταξύ Μικρασιατών και Κρητικών. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μικτού γάμου, μάλιστα σύμφωνα με μία μαρτυρία είχε αναφερθεί χαρακτηριστικά: «Ο πατέρας μου εμένα είναι Κρητικός και η μητέρα μου από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Γνωριστήκαν εδώ και όπως είναι λογικό αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, θυμάμαι που μου είχε πει -δε θυμάμαι ποιος- ότι το σόι του πατέρα μου κοιτούσαν την μαμά μου στα πόδια για να δουν αν είναι καθαροί». Επιπροσθέτως υπήρχαν και συνεργασίες μεταξύ τους στον εργασιακό τομέα στις αγροτικές δουλειές όπου οι πρόσφυγες είχαν υποδεέστερη θέση σε αντίθεση με τους ντόπιους. Γεγονός είναι ότι συγκριτικά με άλλες περιοχές στα Μετόχια, στη Σούδα και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων οι προσφυγές είχαν καλύτερη αντιμετώπιση, αντίθετα οι Μικρασιάτες που διέμεναν σε άλλες περιοχές δεν έχαιραν τέτοιας συμπεριφοράς. Η κυρία Ελένη μας διηγείται με χαρά ότι οι ντόπιοι Κρητικοί, από τα χωριά ερχόντουσαν και θαύμαζαν τα σπίτια τους και την καθαριότητά τους ενώ εξέφραζαν και την εκτίμησή τους προς το πρόσωπό τους σκεπτόμενοι ότι είναι ξεριζωμένοι και έφυγαν από την πατρίδα τους, κάτω από βίαιες καταστάσεις.
    Τέλος τα γεγονότα, οι καταστάσεις, οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει ευτυχώς προς το καλύτερο, αφού η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλαδιτών Ελλήνων και προσφύγων έχει αποκατασταθεί πλήρως από το 1940.
    Πλέον δεν υπάρχει τέτοιου είδους έχθρα και αντιπάθεια ανάμεσα στα νέα παιδιά. Βέβαια δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλικιωμένοι έχοντας ακόμη τέτοιου είδους ρατσιστικά κατάλοιπα λογομαχούν με Μικρασιάτες ενώ τους κατηγορούν αδίκως βέβαια για την τότε κατάσταση!
    Σημασία έχει όμως ότι κατάφεραν παρόλο τον πόνο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν να αντεπεξέλθουν και να επιτύχουν. Ιστορικά αποδείχτηκε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πατρίδα μας, πρόσφεραν και συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στον εμπλουτισμό της παράδοσης.

    Read more: http://www.haniotika-nea.gr/108134-i-egkatastasi-twn-mikrasiatwn-sta-xania/#ixzz3YDXkkd65
    Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
    Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

  75. Ο Αντώνης Τραυλαντώνης στο βιβλίο του, όπου ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):

    «Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι …όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.»

    «Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας …όγλου”. Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται. »

  76. Τα παρακάτω αποσπάσματα που προέρχονται από το αρχείο προφορικών μαρτυριών του Ι.Α.Π.Ε. ζωντανεύουν το δράμα που έζησαν οι πρόσφυγες.

    … μέχρι που πέθανε η μάνα μου, τα χαρτιά, συμβόλαια και τέτοια, τα είχε μαζεμένα κι έλεγε «θα πάτε κόρη μου εσείς να τα διεκδικήσετε». Ζούσε με την ελπίδα ότι θα γυρίσουμε. Με αυτό ζούσε, με το σπίτι της και με το Κουρί…
    (Ζαμπέτογλου Δέσποινα, 1911, Κουρί)

    … στο δρόμο κοντέψαμε να πνιγούμε. ‘Ηταν μικρό πλοιάριο κι είχε κόσμο πολύ μέσα, μια γυρνούσε από ‘δω μια γυρνούσε από ‘κει. Προσευχές, πράματα… Μας έφεραν εδώ και είχε μια λακάδα εκείνη τη μέρα ανασάναμε. Αφού κατέβαινε ο κόσμος και φιλούσε το χώμα…
    (Ευθυμιάδης Παναγιώτης, 1917, Τραπεζούντα)

    … όταν ήρθαμε εδώ πέρα, όχι μόνο εμείς, καράβια ερχόντουσαν συνέχεια, απ’ τον Πόντο θέλεις, απ’ την Πόλη, απ’ την Μικρασία θέλεις, απ’ τη Σμύρνη θέλεις… Εδώ ήταν η αποβάθρα, εδώ βγαίνανε όλοι. Αλά προτού έρθουμε εμείς, μάθαμε ότι καράβια ερχόντουσαν σε καραντίνα, πεθαμένοι μέσα εκεί, και είχε και ασθένειες μέσα εκεί. Πολύς κόσμος χάθηκε τζάμπα…
    (Χατζηδράκος Χρήστος, 1909, Κουρί)

    … μας βάλαν κάπου μέσα, μας έδωσαν και πράσινο σαπούνι, δεν το ξέραμε, εμείς άσπρο είχαμε εκεί. Η Ρόζα, η αδερφή μου, λέει «αυτό φάρμακο είναι, δεν το παίρνω»… μερικούς τους κουρεύανε κιόλα. Για την ψείρα, η ψείρα έβραζε. Τα ρούχα τα βάζανε σε κλίβανο, τα παπούτσια βγαίναν τόσο δα, από μέσα. Απολύμανση βέβαια…
    (Μεντεκίδου Διαλεχτή, 1913, Τραπεζούντα)

    … εδώ ήταν η βάση του γαλλικού στρατού. Οι θάλαμοι έπαιρναν μέσα 80 – 100 οικογένειες. Τραβούσανε ένα σχοινί στο κέντρο, απ’ τη μια πλευρα στην άλλη, ράβαν τα τσουβάλια και έτσι γινόταν ο χωρισμός. ‘Ισα από εδώ, ίσα από εκεί. Κι άρχισαν μετά, με τα τσουβάλια πάλι, ο καθένας έκανε το δικό του διαμέρισμα… χρόνια μείναμε εκεί. Το 1934 πήραμε σπίτι…
    (Αμαραντίδης Γιώργος, 1912, Τραπεζούντα)

    … η ζωή στους θαλάμους ήτανε… τι ζωή μπορεί να είναι… σε ένα θάλαμο μέσα, τόσα άτομα! 30 μέτρα ήταν ο θάλαμος, πόσες οικογένειες μπορούσαν να είναι μέσα; Από ένα μικρό κομμάτι είχε ο καθένας. Καμπινέ δεν είχανε, είχε ένα θάλαμο – καμπινέ, φανταστείτε τι γινότανε…
    (Καζαντζίδου Ιουλία, 1918, Ίμερα)

    … ευτυχώς ήμασταν με την εργατικότητά μας, με την οικονομία μας, με το μυαλό που διαθέταμε και με τα λίγα γραμματάκια, προκόψαμε και δόξα τω Θεώ, είμαστε και από τους γηγενείς και από τους παλιούς ανώτεροι. Και αυτοί που έρχονται τώρα απο τη Ρωσία, κι αυτοί θα είναι μια μέρα ίσως καλύτεροι από εμάς…
    (Δημήτρης Παπαδόπουλος, 1910, Τραπεζούντα)

    Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς

  77. Ψήφισμα των Προσφύγων στην Αθήνα του 1923 για την ανταλλαγή των πληθυσμών

    Ψήφισμα που εγκρίθηκε από τους πρόσφυγες της Αθήνας στην Ομόνοια , στο πάνδημο συλλαλητήριο της 21-1-192 3 που οργανώθηκε για να εκφραστεί η αντίθεσή τους στην υποχρεωτική ανταλλαγή .

    «Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Εύξεινου Πόντου … θεωρούν ότι η Ανταλλαγή των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας που ανέρχονται σε ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες απέναντι σε τριακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνους της Ελλάδας …

    πλήττει καίρια την παγκόσμια συνείδηση και την παγκόσμια ηθική… ότι είναι αντίθετη προς τα ιερότερα δικαιώματα του ανθρώπου, της ελευθερίας και ιδιοκτησίας· ότι το σύστημα της Ανταλλαγής αποτελεί νέα και κεκαλυμμένη μορφή αναγκαστικού εκπατρισμού και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να θέσει σε εφαρμογή παρά τη θέληση των πληθυσμών.

    Ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικρασίας, αυτόχθονες από πανάρχαιους χρόνους στη γη που κατοικούσαν και πάνω στην οποία τα δικαιώματά τους είναι αναπαλλοτρίωτα και απαράγραπτα, δεν μετανάστευσαν με τη θέλησή τους αλλά εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους αντιμετωπίζοντας το φάσμα της σφαγής. … Οι αλύ τρωτοι Έλληνες συναγμένοι εδώ και σε άλλες πόλεις και νησιά της Ελλάδας αποφασίζουν και ψηφίζουν ομόφωνα να αξιώσουν τη δυνατότητα να παλιννοστήσουν στις πατρίδες τους κάτω από ουσιαστικές συνθήκες εγγύησης που θα καταστήσουν αυτήν την παλιννόστηση πραγματοποιήσιμη … Σε αντίθετη περίπτωση καταγγέλλουν την αδικία που τους γίνεται, σαν μία προσβολή δίχως προηγούμενο κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού.»…

    http://mikrasiatis.gr/psifisma-prosfygon-athina-1923-antallagi-plythismon/

  78. Στοιχεία από το παραπάνω κείμενο χρησιμοποιήθηκαν και εδώ:

    http://luben.tv/blogosphere/blogs/55395

    http://oodegr.co/neo/2015/04/27/ellines-ellinwn/

  79. Κ.τ.Π. on

    Ο Αλκης Ρήγος μεταφέρει ομολογία του Παν. Κανελλόπουλου ότι… για τους πρόσφυγες «δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και ανατριχιάζω». Και συνεχίζει ο ίδιος: «Οι άνθρωποι που μόλις είχαν διασωθεί από την τουρκική σφαγή αποκαλούνταν «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι»….» Ο εγκυρότερος αρθρογράφος του αντιβενιζελισμού, ο εκδότης της «Καθημερινής» Γ. Βλάχος, σε άρθρο του στις παραμονές των εκλογών του 1928 κάνει λόγο για «προσφυγική αγέλη»

    Πηγή: Αλκης Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-35: Κοινωνικές Διαστάσεις της Πολιτικής Σκηνής, εκδ. «Θεμέλιο», 1988, ειδικά το κεφ. «Αντιθέσεις γηγενών και προσφύγων», σελ. 223-235. Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου ρίχνουν φως στις ξενοφοβικές στάσεις που εμφανίστηκαν:

    “Όταν κατόπι, στα 1922, η κουτάλα της Ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σαν να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες.”

    σελ. 40, Τότε που ζούσαμε, Ασημάκης Πανσέληνος.

    “…έφριξα κάποτε όταν βρέθηκα σε μία εκδρομή στη Βύτινα της Πελοπόννησος κι άκουσα μια γυναίκα να φοβερίζει το νιάνιαρό της “πως θα ‘ρθει ο πρόσφυγας να σε πάρει” και ‘κείνο να κατουριέται από το φόβο.”

    “Στην Ελλάδα πληρώνουμε βαρύτατο φόρο στη μεγαλοσωματεμπορία. Το γεγονός αυτό συζητήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών (πρακτικά του 1925). Από το 1922 ως το 1925 σπείρα ντόπιων και ξένων σωματεμπόρων είχε αναπτύξει τεράστια δράση συλλέγοντας γυναίκες δήθεν για εργασία (κυρίως ταπητουργική) σε ξένα εργοστάσια. Χιλιάδες γυναίκες, ιδίως ανήλικα κορίτσια, μεταφέρθηκαν στη Μασσαλία, στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό, το Πορτ Σάιντ και τη Νότιο Αμερική.”

    Α. Ντόκος, εφ. Ακρόπολις, 21 Μαρτίου 1929

    Κατά την περίοδο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα αποτέλεσε χώρα αποστολής εξαναγκαστικά εκδιδομένων γυναικών. Το παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο από το βιβλίο του καθηγητή εγκληματολογίας Γρηγόρη Λάζου: Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα, τόμος α: Η εκδιδόμενη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001.

  80. Η μαρτυρία μιας ξεριζωμένης Μικρασιάτισσας, της Κατίνας, προβάλλεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, 92 χρόνια μετά τον ξεριζωμό.
    Άλλη μια ιστορία προσφυγιάς από το 1921 μας θυμίζει ότι πίσω από τις στατιστικές υπάρχουν άνθρωποι. Και ότι οι πρόσφυγες, διωγμένοι και ρημαγμένοι, αγωνίζονται πάντα να επιβιώσουν ανεξάρτητα από τον αιώνα στον οποίο ζουν. Ιστορίες νεότερες αλλά και πολύ παλιές, με κοινό παρονομαστή την αγωνία για ασφάλεια, αναδεικνύονται από την ιστοσελίδα της Ύπατης Αρμοστείας.

    Η θεία Κατίνα ήταν και εκείνη πρόσφυγας. Γεννήθηκε το 1918. Έφυγε από τη Μικρά Ασία το 1921, ξημέρωμα του νέου έτους. Ήταν τριών χρόνων. Η ιστορία της φιλοξενείται μαζί με άλλες ιστορίες σύγχρονων προσφύγων στην ιστοσελίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, για να αποδείξει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται πιο συχνά από ό,τι νομίζουμε.
    «Θέλουμε να αναδείξουμε την ανθρώπινη ιστορία πίσω από τα στατιστικά, την ιστορία που παραμένει ίδια μέσα στο χρόνο, όπου υπάρχουν πρόσφυγες. Οι ιστορίες τους μιλούν για τη δύναμη, το κουράγιο και τον αγώνα των προσφύγων να επιβιώσουν και να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια», αναφέρει η Ύπατη Αρμοστεία.

    Η Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου, η θεία Κατίνα, αφηγήθηκε την ιστορία της στις 5 Ιανουαρίου 2010. Λίγες ημέρες μετά έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών. Ξεριζώθηκε από τη Μικρά Ασία σε ηλικία τριών ετών μαζί με τη μητέρα της Αναστασία, τον αδερφό της Ζαχαρία και την οικογένεια των θείων της Χρήστου και Ελένης Τσεσμετζή. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό επειδή ως οθωμανός κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν, λιποτάκτησε και τον συνέλαβαν. Συνεπώς, όλα αυτά που διηγείται είναι ό,τι άκουγε από τις αφηγήσεις της μητέρας της.

    Η πρώτη προσφυγιά: από το Θηβάσιο στην Προύσα
    «Φύγαμε κρυφά, δύο η ώρα τα ξημερώματα, μ’ ένα πουλαράκι που είχε αγοράσει ο θείος. Το πουλάρι το μικρό τι μπορεί να φορτωθεί; Δεν υπήρχαν ζώα γιατί τα είχε επιτάξει ο στρατός. Φορτώσαμε λοιπόν ορισμένα ρούχα και ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στην Προύσα. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα απέχει η πατρίδα μας, το Θηβάσιο. Θηβάσιο λέγεται στα ελληνικά, Σογιούντ στα τούρκικα που σημαίνει “ιτιά”, γιατί είχε πολλά νερά και πολλές ιτιές.

    »Τη νύχτα την περάσαμε σ’ ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι άλλοι. Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει “αδερφή, γίναμε πρόσφυγες!”. Το φαΐ ήταν μαγειρεμένο με ελαιόλαδο. Αυτές μαγειρεύανε με βούτυρο, το ελαιόλαδο το είχαν μόνο για σαλάτα! “Ποπό αδερφή μου γίναμε πρόσφυγες από τώρα!”

    »Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Προύσα. Πήγαμε και μείναμε σ’ ένα τζαμί, μαζί με άλλους πατριώτες μας. Πού να πηγαίναμε! Μετά από κάμποσες μέρες βρήκαμε σπίτι. Σιγά-σιγά η μητέρα μου και η θεία μου κάναν νοικοκυριό εκεί. Αγοράσανε ξανά ρουχισμό, στρώματα, παπλώματα, ό,τι χρειαζόντουσαν».

    Η δεύτερη προσφυγιά: από την Προύσα στην Ελλάδα
    «Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε. “Βρε, πού ήσουνα;” “Πήγα να κολυμπήσω!”. Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου;

    »Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το ’δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, με τον Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.

    »Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές.

    »Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς.

    »Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;».

    Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: Τα πρώτα χρόνια
    «Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας –μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια– και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. “Του Αλή πασά”, έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!

    »Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν!

    »Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ’λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».
    Πηγή: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες

    http://www.unhcr.gr/refugeestories/

  81. […] Αγτζίδης* γράφει σε κείμενο που έχει αναρτηθεί στο προσωπικό του ιστολόγιο. Το κείμενο φέρει τον τίτλο «Η αντιμετώπιση των […]

  82. […] Βλάσης Αγτζίδης* γράφει σε κείμενο που έχει αναρτηθεί στο προσωπικό του ιστολόγιο. Το κείμενο φέρει τον τίτλο «Η αντιμετώπιση των […]

  83. Nikos Karampou
    8 ώρες · Αθήνα ·
    Ο ρατσισμος κατα των Μικρασιατων προσφυγων στο Χαλανδρι ,που βιωσαν οι δικοι μας οταν ηρθαν απο την πατριδα.
    Οταν ηρθαμε στο Χαλαν ντερε=η ρεμετια του θειου ή πλατια ρεματια,το Χαλανδρι ειχε περιπου 1.000 κατοικους οι οποιοι δεν μιλουσαν ελληνικα ,αυτο λιγοι το γνωριζουμε,αλλα τουρκικα και αλβανικα.Με εμας εφτασε τους 5.500 περιπου και φυσικα σε βαθος χρονου η Κοινοτητα του Χαλανδριου μιλουσε ελληνικα. Ο ρατσισμος ηταν απιστευτος.Αποπειρες να καουν οι παραγκες,λιθοβολισμοι,χαρακτηρισμοι οπως παστρικιες,πουτανες,τουρκοσποροι,τουρκακια,γιουσουφακια και πολλα αλλα.Οταν υπηρξε προβλημα ποσιμου νερου,ο τοτε δημος αδιαφορουσε και ηθελε να χτισει και μαντρα να χωρισει το Χαλανδρι απο τον Συνοικισμο.εναν συνοικισμο που αργοτερα εχυσε αιμα κατα του Μουσολινι και του Ναζισμου,αλλα αυτο ειναι μια αλλη ιστορια που θα την αναπτυξω αλλη φορα.Τα τοτε δημοσιευματα λοιπον,οπως βλεπετε την εικονα,εγραφαν στις εφημεριδες οτι οι πετρες προερχονται απο »φαντασματα» και οχι απο τις αρχες τις πολης και τους ντοπιους.Οι δικοι μας ,εδωσαν λοιπον αρκετες ονομασιες σε δρομους του συνοικισμου για να κρατησουν τη μνημη.
    Κορδελιου,Μικρας Ασιας,Χρ,Σμυρνης,Βοσπορου,Θρακης,Σμυρνης και αλλες πολλες…Ο κεντρικςο ομως δρομος ονομαστηκε Καρελα,εξ αιτιαςν ενος αδερφου δημαρχου.Ηρθε λοιπον η ωρα ο κεντρικοτερος δρομος να ονομαστει ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ.Ειναι χρεος μας στη μνημη διοτι εχουμε δικαιωμα στη μνημη.

  84. Όταν οι Έλληνες έφταναν πρόσφυγες στη Συρία
    Φωτογραφίες αρχείου και το οδοιπορικό των συμπατριωτών μας που βρήκαν καταφύγιο σε συριακές πόλεις

    Όταν οι Έλληνες έφταναν πρόσφυγες στη Συρία

    Την ώρα που χιλιάδες πρόσφυγες από την Εγγύς Ανατολή καταφτάνουν στην Ελλάδα προκειμένου να προχωρήσουν προς την υπόλοιπη Ευρώπη και το μεταναστευτικό πρόβλημα οξύνεται, στο νου ορισμένων ήρθε η εποχή που τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Την εποχή δηλαδή που έλληνες πρόσφυγες έβρισκαν καταφύγιο στη Συρία, στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ελλάδα.

    Ενδεικτικά, το θέμα ανέσυρε πέρυσι από το «ιστορικό χρονοντούλαπο», ο δημοσιογράφος Νταμιάν Μακόν Ουλάντ με αφορμή την απεργία πείνας σύρων προσφύγων στην πλατεία Συντάγματος. Δημοσιεύοντας μια φωτογραφία από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ο Μακόν Ουλάντ επιχείρησε να μας θυμίσει την εποχή που Έλληνες αναζήτησαν καταφύγιο στη Συρία. Αυτό συνέβη το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

    afaf

    Χιλιάδες έλληνες πρόσφυγες αναζητούν άσυλο στη Συρία και στο Λίβανο που μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τεθεί υπό γαλλική κατοχή. Μόνο στη Συρία ζήτησαν καταφύγιο σε διάφορες πόλεις, τουλάχιστον 17.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει ο Onur Yildirim, στο «Diplomacy and Displacement: Reconsidering the Turco-Greek Exchange of Populations, 1922-1934».

    Ο Yildirim παραθέτει μάλιστα ένα τηλεγράφημα του προέδρου της Επιτροπής των Ελλήνων Προσφύγων στο Χαλέπι προς το υπ. Εξωτερικών της Ελλάδας, ο οποίος ζητά να μην επιτραπεί σε άλλους Μικρασιάτες να καταφύγουν στο Χαλέπι, όπου «έχει καταστεί αδύνατο να δεχτεί περισσότερους πρόσφυγες». Το τηλεγράφημα εστάλη στις 31 Μαΐου του 1923.

    Φυσικά, η ζωή για τους πρόσφυγες, τόσο στη Συρία, όσο και στις άλλες περιοχές που είχαν βρει καταφύγιο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού του 1923, τα τρόφιμα από τους διάφορους φιλανθρωπικούς οργανισμούς είχαν τελειώσει και η κατάσταση για τους πρόσφυγες περιγραφόταν ως «τραγική και επισφαλής».

    Aleppo-Greeks-caves
    Περίπου 8.000 έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολία βρίσκουν καταφύγιο σε σπηλιές κοντά στο Χαλέπι.
    Η επίμαχη φωτογραφία από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου αν και δεν φέρει ημερομηνία, τιτλοφορείται «Έλληνες πρόσφυγες στο Χαλέπι» και δείχνει μια ομάδα φτωχικά ντυμένων ανθρώπων να περιμένουν στη σειρά προκειμένου να πάρουν τρόφιμα. Μπροστά στέκονται νεαρά αγόρια. Κάτω από την ψηφιοποιημένη φωτογραφία, διακρίνεται η λεζάντα η οποία αναφέρει: «12.000 Έλληνες τράφηκαν από τους Αμερικανούς». Ο αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός υπολογίζεται ότι είχε διαθέσει μόνο για τους πρόσφυγες στη Συρία από 2 έως 3 εκατ. δολάρια μέχρι το καλοκαίρι του 1923.

    35604v

    Όπως έφραδε το 2014, ο δημοσιογράφος Νταμιάν Μακόν, «όπως και σύροι πρόσφυγες στο Σύνταγμα δεν θέλουν να παραμείνουν στην Ελλάδα, οι έλληνες πρόσφυγες το 1923 δεν ήθελαν να είναι στη Συρία. Ήθελαν να φτάσουν στην Ελλάδα, μια χώρα που οι περισσότεροι δεν είχαν δει ποτέ αλλά ήλπιζαν ότι τουλάχιστον εκεί θα βρίσκονταν εκτός κινδύνου».

    Ενδεικτικό της παρουσίας Ελλήνων στο Χαλέπι, είναι άλλωστε και το γεγονός ότι από το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει να αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των Χριστιανών Ορθοδόξων. Η αύξηση συνδέεται με την άφιξη ανθρώπων που επέζησαν από τις γενοκτονίες στην Κιλικία και τη Νότια Τουρκία. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός Ελλήνων Ορθοδόξων έφτασε στο Χαλέπι από το σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας, μετά την προσάρτηση του σαντζάκιου από την Τουρκία. Αυτή ήταν και η δεύτερη μεγάλη φυγή Ελλήνων με προορισμό τη Συρία, κατά τον 20ο αιώνα.

    neareast_relief
    Πόστερ για τη δωρεά χρημάτων για τους επιζήσαντες από τις γενοκτονίες Αρμενίων, Ελλήνων και Σύρων, μεταξύ 1917-1919.
    Anatolian-refugees
    Πρόσφυγες από την Ανατολία στο Χαλέπι της Συρίας.
    harput
    Πορεία επιζησάντων της Γενοκτονίας από το Χαρπούτ της Τουρκίας στο δύσκολο δρόμο προς το Χαλέπι, που βρίσκεται σε απόσταση 800 χιλιομέτρων.
    nerapril1923
    Το πρωτοσέλιδο του περιοδικού «New Near East Magazine», τον Απρίλιο του 1923. «Η έξοδος των ορφανών. Πέντε, καθώς περπατούν στα σύνορα προς την ασφάλεια. 20.000 παιδιά πρέπει να βρουν νέα σπίτια σε Παλαιστίνη, Συρία και Ελλάδα», σημειώνεται.
    Στην προσφυγιά μετά την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας

    Το σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας απέκτησε την αυτονομία μετά τη γαλλο-τουρκική συμφωνία του Οκτωβρίου του 1921 και το 1925 συνδέεται με ειδικό διοικητικό καθεστώς με την υπό γαλλική κατοχή Συρία.

    Η Τουρκία και ο Κεμάλ εγείρουν ζήτημα ένταξης της περιοχής στο τουρκικό κράτος, επινοώντας το όνομα Χατάι, φέρνοντας το θέμα μάλιστα στην Κοινωνία των Εθνών. Το κράτος του Χατάι τελικά το 1938 αποκτά την ανεξαρτησία του για ένα χρόνο και τελικά στις 29 Ιουνίου του 1939, η επαρχία Χατάι προσαρτάται στο τουρκικό κράτος μετά από νόθο δημοψήφισμα, καθώς για τη διενέργειά του μεταφέρθηκαν στην περιοχή δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι που ζούσαν αλλού.

    Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γαλλικών αρχών το 1936, μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες ήταν Τούρκοι και Άραβες, ενώ μειονότητες ήταν Αρμένιοι και Χριστιανοί. Ωστόσο, οι Τούρκοι ακολουθώντας τακτική εθνοκάθαρσης άλλαξαν την πληθυσμιακή σύνθεση της Αλεξανδρέττας.

    Μέχρι τα τέλη του 1940, 48.000 κάτοικοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους και καταφεύγουν στο Λίβανο και τη Συρία. Μεταξύ αυτών και 11.000 με 12.000 ήταν Έλληνες, ενώ 26.000-27.000 ήταν Αρμένιοι. Οι περισσότεροι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στη Δαμασκό και στο Χαλέπι.

    leban1
    Αρμένιοι πρόσφυγες περιμένουν στο λιμάνι της Αλεξανδρέττας να επιβιβαστούν για τη Συρία και το Λίβανο, το 1939.
    leban2
    Αρμένιοι πρόσφυγες από την Τουρκία βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο στην Αλεξανδρέττα, πριν διωχθούν για δεύτερη φορά μετά την προσάρτηση από την Τουρκία.
    leban3
    Φυγή από την Αλεξανδρέττα με προορισμό τη Συρία.
    leban4
    Πρόσφυγες από την Αλεξανδρέττα στην Αντζάρ, στην Κοιλάδα Μπέκαα, το 1940.
    leban5
    Πρόσφυγες της Αλεξανδρέττας σε προσωρινή εγκατάσταση στη Συρία την ώρα που τουρκικά στρατεύματα καταλαμβάνουν και τα τελευταία εδάφη του σαντζάκιου, τον Αύγουστο του 1939.

    http://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/1955636/otan-i-ellines-eftanan-prosfiges-sti-siria

  85. »Όλη αυτή η περιοχή λέγεται ανέκαθεν Ανάβυσσος. […] Το τι τραβούσαμε δε λέγεται. Ούτε ο Χριστός δεν υπόφερε έτσι. […] Νερό δεν είχαμε. ψωμί αγοράζαμε από το Λαύριο. Έπρεπε να το παραγγείλουμε και να το πληρώσουμε μια μέρα πιο μπροστά. Την άλλη μέρα μας το έφερναν με τα γαϊδούρια, μπαγιάτικο και κομματιασμένο. Οι ντόπιοι αλβανόφωνοι Καλυβιώτες που είχαν χτήματα στην Ανάβυσσο μας έβριζαν Τούρκους. Θέλαμε ένα τσαμπί σταφύλι να δροσιστούμε και δε μας έδιναν […]. Από το 1926 ως το 1927 ζευγαρίζαμε στους ελαιώνες του Μελισσουργού. Το 1928 ο τσιφλικούχος αυτός μας απαγόρεψε την καλλιέργεια. Διαμαρτυρηθήκαμε όλοι με τα γυναικόπαιδα μαζί. Ο τσιφλικούχος έφερε χωροφύλακες από το Λαύριο και το Κορωπί και μας χτύπησαν. Μ’ έβαλαν κι εμένα φυλακή.»
    {Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκελος 230.)

  86. Τα ίδια και τα ίδια

    Το 1924, ένα κοριτσάκι 10 ετών έχοντας φτάσει -άλλοτε με κάρο, περπατώντας ή στην αγκαλιά του πατέρα- στη Θεσσαλονίκη, απόθεσε τον μποξά με τα πραγματάκια του και έτρεξε στη γειτονιά να ρωτήσει πού έχει σχολείο. Γύρισε με το κεφάλι κάτω στο ημιυπόγειο δωμάτιο που είχε νοικιάσει η οικογένεια (έναντι ενός ποσού με το οποίο σε 6 μήνες αγόραζες το «σπίτι») και ρώτησε τι είναι η πρόσφηγκα. Είναι σφήκα, όπως έλεγαν στη Σηλύβρια τις σφήγκες;
    Τα παιδιά της γειτονιάς της την πειράζανε,
    πρόσφηγκα και Τούρκα τη φωνάζανε.
    Κι ας μην ήξερε ούτε καλημέρα να πει στα τούρκικα. Σε ελληνικό σχολειό πήγαινε και στην πατρίδα, το σημερινό προάστιο Σιλμπρί της τερατώδους Κωνσταντινούπολης.
    Βρέθηκε σχολείο: στο συντριβάνι, ενάμισο χιλιόμετρο από το σπίτι, εκεί που έστησε τρία χρόνια μετά την Ακαδημία του ο δάσκαλος Μίλτος Κουντουράς.
    Λίγο προτού πεθάνει έχοντας βιώσει όλη τη βαρβαρότητα ντόπιων, χωροφυλάκων, Γερμανών, ταγματασφαλιτών και ασφαλιτών, μου είπε: Αχ γιαβρί μου, να πάω πίσω στη Σηλύβρια…
    Οι δήμαρχοι, πρόεδροι επιμελητηρίων, συνδικαλιστές, και φυσικά οι χρυσαυγίτες με φερετζέ που κρύβονται σε μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος, επίγονοι των «τουρκοφάγων» του ’24, βλέπουν το προσφυγικό πρόβλημα σαν την καλύτερη ευκαιρία να φορτώσουν στην κυβέρνηση το έγκλημα της αποθήκευσης ψυχών. Από τη μια το ελπίζουν και το προπαγανδίζουν και από την άλλη κάνουν ότι το απεύχονται. Κάποιοι είναι και παιδιά ή εγγόνια προσφύγων!

    http://www.avgi.gr/article/6277652/i-prosfugia-einai-panta-edo-kai-oi-fasistes-episis#st_refDomain=www.facebook.com&st_refQuery=/

  87. […] ήταν καθημερινές με αποκορύφωση τη σκληρή ρήξη των προσφύγων με τους Μωραϊτες του Πειραιά και κυρίως με τους […]

  88. […] ήταν καθημερινές με αποκορύφωση τη σκληρή ρήξη των προσφύγων με τους Μωραϊτες του Πειραιά και κυρίως με τους […]

  89. […] θέση στον δημόσιο λόγο, καθ’ όλη την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα αλλά και αυτού, συνήθως συγκαλυμμένου με τον μανδύα […]

  90. Το κουρελάκι

    Posted on Ιανουαρίου 29, 2011 by marxfactor

    ….ηρθαμε μονάχα με τα ρούχα της στιγμής, ενα λερωμένο καλοκαιρινό φουστανάκι, ηταν Αυγουστος βλέπεις,κάτι μουσκεμένα καλτσάκια κάτω απο δετά καλοκαιρινά πέδιλα και ενα παράταιρο μεγάλο μουσαμά ναυτικο που μου πέταξε ενας ναύτης που με λυπηθηκε το βράδυ που τουρτούριζα στο κατάστρωμα. Ο μεγάλος μου αδελφός βρήκε λιγο στουπί και κοβοντας με το σουγιά του ενα κομμάτι καραβόπανο που περίσσευε απο το κάλυμα μιας βάρκας ταδωσε στη μάνα μας.

    -Βρες ραφτικά.. τουπε εκείνη

    Μετά απο λίγο μούχαν φτιάξει μια κουκλα. Με αυτή αποκοιμήθηκα αγκαλια, με αυτήν έπαιζα μέχρι που φτάσαμε Καβάλα. Μας μετέφεραν στη Δράμα μετά 2 εβδομάδες στην Προσoτσάνη, μας εβαλαν σε τέντες και εφευγε η μάνα να δουλεύει σε καπνομάγαζο γιατι ετσι τους ειχανε παραγγείλει «Φερτε γυναικόπαιδα χωρίς άντρες στα καπνά εχουμε ανάγκη φτηνά χέρια» Η μάνα ηταν εξυπνη και δυναμικη, βρήκε ενα νομο του Βενιζέλου πουδινε αφορολόγητο για ραπτομηχανές Σίνγκερ απο Γερμανία.

    Μετα απο 2 χρόνια σκληρή δουλειά και στερήσεις και αφου ειχαμ’αφήσει τη τέντα και νοικιάζαμε ενα υγρο μισοφτιαγμένο δωμάτιο δίπλα σ’εναν αχυρώνα στην άκρη του χωριου προς Σιταγρούς και με τη βοήθεια ενος γέρου Αρμένη πουξερε τον πατέρα μου απο παλιές δουλιές στη Σμύρνη με μπαχάρια παράγγειλε μια Σινγκερ. Με το που εφτασε η μηχανή την κράτησαν οι τελώνες και ζητάγανε σταλίες (φόρο). Η μάνα εκατσε κι έγραψε γράμμα στον Βενιζέλο που τον ξεμπρόστιαζε «Αν εγω χήρα με 2 παιδιά και πρόσφυγας δεν δικαιούμαι της ευεργεσίας του νόμου που τοσο πολύ διαφημίσατε πείτε μου ποιός δικαιούτε να τον γνωρίσω να τον εσυγχαρώ». Βλέπετε οι τελώνες της ειχαν δώσει και ερμηνεία του νόμου….δεν ισχύει για γυναίκες χωρίς ταίρι..χήρες χωρισμένες κλπ..επρεπε νάχει άντρα το σπίτι!..εγω επαιζα ολο αυτο το καιρό με το κουρελάκι μου και μάθαινα κάποια γράμματα που μας έκαναν χώρια απο τα άλλα παιδιά κάποιοι δικοί μας δάσκαλοι απ’τα μέρη μας. Δεν θέλανε οι γονιοί των παιδιων στη Προσοτσάνη ναμαστε στις ιδιες αιθουσες γιατι ημασταν προσφυγοπουλα με ψείρες με κοριούς και βρωμικα ποδαράκια γιατι η φτωχια μεγάλη και τα παπούτσια πολυτέλεια.

    Μετά απο έξι μήνες ηρθε απεσταλμένος απο Αθήνα λουσάτος λιμοκοντόρος αλλά με μπόλικη εξουσία στα χέρια του και ζήτησε να δει τη Τιμοθέα τη μάνα μας…

    Ειχε χαρτι, εντολη στους τελώνες να αφήσουν τη μηχανή…ετσι ξεκινησε η μάνα να ράβει και σε τρια χρόνια ειχε ολοκληρη βιοτεχνία με 18 γυναίκες να τη βοηθάνε και να μοιράζονται ολες μαζι τα μεροκάματα…εγω μες τη χαρά..ειχαμε λιγα χρήματα περίσεμα κάθε μέρα..ειχαμε και νερο και πλενόμασταν τακτικά..πήγαμε και σε γιατρους..βάλαμε ρουχα της προκοπης αλλά το κουρελάκι ..κουρελάκι. Μιά μέρα η καθηγήτρια γιατι ημουνα πια γυμνάσιο ηρθε για να πάρει ενα φουστάνι και να πιει κι ενα καφεδάκι ..ειδε το κουρελάκι και μουπε..»Παρε καμμια κουκλα της προκοπης πούχεις αυτο το παλιοκαιρισμένο κουρέλι απο στουπί..» και της ειπα «Θα πάρω, θα πάρω για τη κόρη μου οταν με το καλο ερθει αλλά μέχρι τότε θα το κρατώ σαν φυλακτό γιατι με κράτησε παρηγόρια στη φτώχεια μας και γιατι τοφτιαξε η μάνα κι ο αδελφός μου απ’το τίποτα και μ’αυτο το τίποτα πορευτήκαμε κι ηρθαμ’ως εδώ»

    Αυτή την ιστορια μου την έχει διηγηθεί 5-6 φορές η μάνα μου απο μικρό παιδι ως τώρα πουμαι 50 και αυτή κοντεύει 80. Την προγιαγιά την γνώρισα, η γιαγια εκανε 3 κορίτσια και γέμισε το σπίτι κουκλες οχι απο κουρέλια, τις κανονικές, αλλά δεν ηταν τυχερή, στη μεγάλη πείνα της κατοχής προσβλήθηκε απο κίρρωση του ηπατος και εφυγε στα 34 της χρόνια και δεν την γνώρισα ποτέ αλλά εχω μια φωτογραφία της ασπρόμαυρη, ομορφη πανέμορφη γυναίκα μελαχρινη μικρασιάτισσα με εντονα ονειροπόλα μάτια και ενα γλυκύτατο χαμόγελο. Πες επειδη μοιάζει με σταρ του βωβου πες γιατι εχει πολυ φυσικη πόζα πες το οτι ειναι γιαγια με ιστορία την βρήκα πολυ καλτ την φωτογραφία και την ζήτησα απ’τη μάνα μου να τη βάλω στη βιβλιοθήκη να την χαζεύω..και ταιριάζει γιατι ειναι ασπρόμαυρη..

    Βλέπαμε τηλεόραση το βράδυ που αποκλεισαν τα ΜΑΤ την Νομική, εγω ετοιμαζόμουνα να φύγω γιατι ειχαμε εκτακτη συνέλευση στο ΕΚΘ και ακούω τη μάνα μου να λέει στην αδελφή της

    -Μα κοίτα τώρα! ειναι ωραίο πράμα τοση βρωμιά και τέτοια κουρελαρία μέσα στο Πανεπιστήμιο? πως καταντήσαμ’ετσι?

    Τινάχτηκα!

    -Ποια? κουρελαρία? ειπες τη λέξη κουρέλι? τη ρώτησα..

    -Ε ναι δε βλέπεις …δε λέω ανθρωποι ειναι αλλά μπορουμε να φιλοξενήσουμε τόσους πολλους παιδί μου?

    -Πόσους πολλούς?…την ρώτησα

    -Ε να λένε οτι ειναι 2 εκατομμύρια…

    -Δυο εκατομμύρια, επανέλαβα, οσοι ηταν κι οι πρόσφυγες απο τη Μ.Ασία…η γιαγια η προγιαγια?

    -Ε αυτο ειναι αλλο…εμεις ειμασταν Ελληνες

    -Σας φέρθηκαν σαν Ελληνες? η σας πέταγαν σε παράγκες και τέντες και σας εκαιγαν οι ντοπιοι? (και της θυμησα τα περιστατικά Βόλου και Πάτρας) και αυτο με τα κουρέλια μου το λες εσυ? εσυ που η αγαπημένη σου ιστορία ηταν το κουρελάκι κουκλα της γιαγιάς?

    -Αλλο ειναι αυτο μη τα μπερδεύεις τα πράγματα…

    Οχι…δεν ειναι αλλο αυτο…αλλη εγινες εσυ…με τα χρόνια με την προπαγάνδα..με την μικροαστικη η μεσοαστικη ευημερία…αλλα δεν της τόπα….εσκυψα το κεφάλι σιωπηλά χαιρέτησα μ’ενα νεύμα εκλεισα πίσω μου τη πόρτα..αναψα ενα στριφτο και κατευθύνθηκα στη συνέλευση των αλληλέγγυων στους 300 απεργους πείνας μετανάστες στο Εργατικο Κέντρο Θεσσαλονίκης…κι ενοιωθα μέσα μου κουρέλι..

    Το κουρελάκι

  91. Αχειροποίητος: «Τη χώρισαν με κουβέρτες κι άρχισαν να ζουν…»

    09ΤετάρτηMar 2016

    Posted by xristoszafiris in Γεγονότα, Οικότοποι

    ………………………………………………………
    ………………………………………………………

    Η εκκλησία των προσφύγων

    Η ιστορική εκκλησία της Αχειροποιήτου στέγασε δυο φορές πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη και την Ανατολική Θράκη, το 1914 και το 1922-23. «Χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σε δωμάτια και άρχισαν να ζουν», γράφει ο Γιώργος Ιωάννου. Φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά, 1919.

    Η Αχειροποίητος στέγασε Έλληνες πρόσφυγες δύο περιόδων, του 1914 και του 1922-23. Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει γι΄ αυτήν την άγνωστη περιπέτεια: «Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει για αιώνες την τεράστια εκκλησία σε τζαμί κι έτσι την είχαν μαγαρίσει. Μπορούσαν λοιπόν να τη μαγαρίσουν λιγάκι κι οι ανοικονόμητοι πρόσφυγες. Χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σε δωμάτια κι άρχισαν να ζουν. Έρωτες καυγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές, γεννητούρια, γίνονταν πίσω απ’ τα κρεμασμένα σεντόνια, που τότε μόνο σηκώνονταν όλα, όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας το γεγονός… Ύστερα από όλα αυτά, ήταν βέβαια περιττό να ξαναγιαστεί η εκκλησία, πράγμα όμως που έγινε μεγαλοπρεπώς, μόλις πέταξαν από μέσα τους πρόσφυγες…»

    Τη μνήμη από την εποχή που η εκκλησία της Αχειροποιήτου ήταν κατάλυμα Ελλήνων προσφύγων διέσωσε ο Ελβετός φωτογράφος και φιλέλληνας Φρεν Μπουασονά που στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα περιόδευσε στη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη και τον Όλυμπο κι έκανε εξαιρετικές φωτογραφίες.Την περίφημη φωτογραφία της Αχειροποιήτου ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης δημοσίευσε το 1919: Το εσωτερικό της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας παραμένει επιβλητικό με τις μεγάλες μνημειακές κολόνες και ενάγυρο στο πάτωμα είναι στημένα πρόχειρα προσφυγικά παραπήγματα, κάτι σαν παιδικά «σπιτάκια» με κουβέρτες και ετερόκλητα «οικοδομικά» υλικά., όπως τα κατέγραψε λογοτεχνικά ο Γιώργος Ιωάννου. Την θλιβερή εικόνα σε πρώτο πλάνο σπάει μια ομάδα χαρούμενων παιδιών που αντικρίζουν το φακό αμέριμνα… Μια ιστορική φωτογραφία που θυμίζει ανάλογες σημερινές καταστάσεις προσφυγιάς. Τουλάχιστον εδώ, κάτω από τη φιλόξενη στέγη της εκκλησίας είναι προφυλαγμένα από τα λασπόνερα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες…

    Χ.ΖΑΦ.

    Αχειροποίητος: «Τη χώρισαν με κουβέρτες κι άρχισαν να ζουν…»

  92. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
    Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες
    Από τον Ιούλιο του 1922, για την είσοδο προσφύγων στην Ελλάδα χρειαζόταν ειδική άδεια
    Τάσος Κωστόπουλος
    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»

    Αριστείδης Στεργιάδης (ύπατος αρμοστής Σμύρνης), καλοκαίρι 1922

    Χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες συνωστίζονται στις μικρασιατικές ακτές, προσπαθώντας να περάσουν με κάθε μέσο στα νησιά για να γλιτώσουν από τη φωτιά και το μαχαίρι ενός αδυσώπητου πολέμου που μετέτρεψε την πατρίδα τους σε κόλαση.

    Παρά τα εύλογα ανθρωπιστικά ανακλαστικά, η προοπτική μονιμότερης εγκατάστασης των προσφύγων στη χώρα μας προκαλεί έντονη ανησυχία σε πολλούς γηγενείς, που φοβούνται πως οι επήλυδες Ασιάτες θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, θα αποσπάσουν για την επιβίωσή τους μερίδιο από τους αποψιλωμένους δημόσιους πόρους και, με τα αλλότρια ήθη και έθιμά τους, θα θέσουν σε δοκιμασία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του τόπου· μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι αποφαίνονται πως η χρεοκοπημένη Ελλάδα «δεν χωράει» άλλους ξενομερίτες.

    Κάποια στιγμή, οι πύλες της ελληνικής επικράτειας σφραγίζονται θεσμικά με μια έκτακτη, δρακόντεια νομοθεσία. Κατ’ ιδίαν, ένας υψηλόβαθμος κρατικός λειτουργός δεν θα διστάσει μάλιστα να αποφανθεί πως οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες θα ήταν καλύτερα να σφαγούν από τον εχθρό, παρά να θέσουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή της ελλαδικής κοινωνίας.

    Η παραπάνω περιγραφή δεν αφορά τους σημερινούς Σύρους ή Αφγανούς πρόσφυγες, αλλά τους Μικρασιάτες ομολόγους τους πριν από ένα σχεδόν αιώνα.

    Μπορεί η έλευση των τελευταίων να έχει εξωραϊστεί από την επίσημη και εθνικά ορθή ιστοριογραφία ως «υποδοχή» (ή και «παλιννόστηση») των κυνηγημένων ομογενών στη νέα τους πατρίδα, τον ματωμένο όμως εκείνο Αύγουστο του 1922 η στάση του ελληνικού κράτους θύμιζε περισσότερο την απροθυμία της σημερινής Ευρώπης να απορροφήσει τα κύματα των απελπισμένων που καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι εδώ από τα σφαγεία της Μέσης Ανατολής.

    Τις παραμονές μάλιστα της Καταστροφής, απαγορεύτηκε με νόμο η είσοδος Μικρασιατών προσφύγων στη χώρα· επίδειξη «ρεαλισμού» μοιραία για χιλιάδες ανθρώπους, τους οποίους το ίδιο ακριβώς κράτος θα καταχώριζε λίγο αργότερα υποκριτικά στις δέλτους των «εθνομαρτύρων».

    Η ποινικοποίηση της προσφυγιάς
    Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922)Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922) | ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Ηταν 20 Ιουλίου 1922, όταν με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» – το πρώτο νομοθετικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος «λαθρομεταναστών» και προσφύγων στη χώρα.

    Το πρώτο άρθρο του νόμου, που υπογράφεται από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη Ρούφο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη, διακηρύσσει ότι στο εξής «απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών».

    Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922)ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Παρά τη γενική του διατύπωση, ο νόμος στόχευε στο κλείσιμο των συνόρων ειδικά για τους Ελληνες της Μικρασίας και του Πόντου – τη μόνη κατηγορία ανθρώπων που ήταν άλλωστε διατεθειμένη να «αποβιβαστεί ομαδόν» στο εμπόλεμο και καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.

    Το προηγούμενο δίμηνο, χιλιάδες Πόντιοι είχαν καταφτάσει «απρόσκλητοι» στον Πειραιά και κλειστεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, όπου πέθαιναν σαν τις μύγες από τον συνωστισμό και τις αρρώστιες· η τελευταία παρτίδα, 4.500 άτομα, είχε έρθει από το Νοβοροσίσκ μόλις πριν από μια βδομάδα (12/7/1922).

    Αντιμέτωπη με τον πανικό των ντόπιων για ενδεχόμενη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών, η κυβέρνηση είχε ήδη εξαγγείλει (9/6/1922) τη μετατροπή της Μακρονήσου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και «απολύμανσης» προσφύγων (βλ. «Ιός», 16/5/2015).

    Ο Ν. 2870 δεν ήταν παρά η λογική προέκταση αυτών των μέτρων, απέναντι στο προσφυγικό τσουνάμι που διαφαινόταν στον ορίζοντα.

    Η θέσπισή του δεν απείχε ούτε μήνα από την αναμενόμενη τελική επίθεση του Κεμάλ και την προβλεπόμενη κατάρρευση του μετώπου.

    Το άρθρο 2 προέβλεπε δρακόντειες ποινές για τους «δουλεμπόρους» της εποχής, που μετέφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τη Μικρασία:

    «1. Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβη, διευκολύνη ή δεχθή την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν τω άρθρω 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως έξ τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.

    2. Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος, η καταδικαστική απόφασις δύναται ν’ απαγγείλη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος».

    Οσο για το όργανο του «εγκλήματος», αυτό δεν κατασχόταν μεν (όπως συμβαίνει σήμερα), αχρηστευόταν όμως προσωρινά βάσει του άρθρου 3:

    «Το ενεργήσαν την παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον διά την πληρωμήν της κατά το προηγούμενον άρθρον ποινής, υποχρεουμένης της λιμενικής αρχής να μη επιτρέπη τον απόπλουν αυτού μέχρι της οριστικής και τελεσιδίκου εκδικάσεως της υποθέσεως».

    Ο Ν. 2870 αποτέλεσε καθοριστική τομή στην αντιμετώπιση των Μικρασιατών από το ελληνικό κράτος.

    Μέχρι τότε, μια εγκύκλιος του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα (22/4/1921) απαγόρευε την αποδημία από την ελληνική ζώνη κατοχής, για στρατολογικούς καθαρά λόγους, μόνο στους άρρενες «Οθωμανούς υπηκόους Ελληνες το γένος»ηλικίας 18-37 ετών.

    «Η Υπηρεσία Εκδόσεως διαβατηρίων της Υπάτης Αρμοστείας» Σμύρνης, διαβάζουμε εκεί, «εκανόνισε την λειτουργίαν αυτής, ώστε να μη εκδίδη διαβατήριον άνευ σημειώματος της Αστυν. Αρχής και θεωρήσεως της Στρατιωτικής Υπηρεσίας ότι επιτρέπεται η αναχώρησις» του ενδιαφερόμενου· επιπλέον, «οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, κατά την αναχώρησιν των πολιτών θα ζητώσι την θεώρησιν της Στρατ. Αρχής επί της αδείας αναχωρήσεως».

    Εξίσου ρητά όμως η ίδια εγκύκλιος ξεκαθάριζε ότι παρόμοια «θεώρηση» (βίζα) δεν απαιτείται «εφ’ όσον προφανώς πρόκειται περί μη στρατευσίμων (π,.χ. αναπήρων, ηλικιωμένων κ.λπ.)» (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, φ. 80, έγγρ. 12-14).

    Αντίθετα, με τον νόμο που ψηφίστηκε τις παραμονές της Καταστροφής, οι πύλες της Ελλάδας έκλειναν για κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.

    Η σκλήρυνση αυτή υπαγορεύτηκε, ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης του μετώπου, από «εθνικούς», κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους.

    Οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες ήταν χρήσιμοι ως εθνολογικό προγεφύρωμα του ελληνικού κράτους στις αλύτρωτες πατρίδες, ανεπιθύμητοι όμως ως συμπολίτες, καθώς το κοινωνικοπολιτικό προφίλ τους απέκλινε από τα κυρίαρχα στερεότυπα της μητέρας πατρίδας.

    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται λ.χ. να δήλωσε ο ίδιος ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, λίγο πριν από την Καταστροφή (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Αθήνα 1997, σ. 31), ενώ ακόμη σαφέστερος ήταν ο πρίγκιπας Ανδρέας, σε προσωπική επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη 19/12/1921):

    «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Ελληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού!»

    Βίζες ζωής και θανάτου
    Βίζες με το σταγονόμετρο, για να μη δημιουργηθεί «προσφυγικό ζήτημα»… Βίζες με το σταγονόμετρο, για να μη δημιουργηθεί «προσφυγικό ζήτημα»… | Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (2000)
    Η εθνικόφρων ιστοριογραφία περί Μικρασιατικής Καταστροφής αποφεύγει συνήθως κάθε αναφορά στον Ν. 2870.

    Για την πρακτική εφαρμογή του υπάρχουν όμως πρωτογενή τεκμήρια και άκρως διαφωτιστικές μαρτυρίες.

    Στα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του Βασίλη Κουλιγκά παρατίθεται π.χ. φωτοτυπία μιας τέτοιας οικογενειακής άδειας που εκδόθηκε και θεωρήθηκε από το Φρουραρχείο Κίου, στην Προποντίδα, κατά το τελευταίο διήμερο της εκεί παρουσίας των ελληνικών αρχών (25-26.8.1922).

    Το (τυποποιημένο) έγγραφο πιστοποιεί πως «επιτρέπεται η αναχώρησις των κάτωθι»προσώπων, φωτογραφία των οποίων επισυνάπτεται, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα πως «ο κάτοχος του παρόντος οφείλει να παρουσιασθή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών εις τας Στρατιωτικάς αρχάς του τόπου αφίξεώς του» – εν προκειμένω, της Κωνσταντινούπολης («Κίος 1912-1922. Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ. 13-14).

    Συγκλονιστική είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα, που συνοδεύει το ντοκουμέντο.

    Πληροφορούμενοι από τις τουρκικές εφημερίδες την προέλαση του κεμαλικού στρατού, γράφει, κάποιοι συγγενείς τους στην Πόλη:

    «Εναύλωσαν ένα μικρό βαποράκι (ρεμουλκό) με αγγλική σημαία, το οποίο στείλανε να μας παραλάβει.

    Το πλοίο έφτασε την 25η Αυγούστου αλλά για να μας επιτραπεί η αναχώρηση έπρεπε να βγάλουμε “Αδεια Αναχωρήσεως” από το Ελληνικό Φρουραρχείο, την οποία και βγάλαμε. Θα φεύγαμε τέσσερα άτομα από την οικογένειά μας. Η μητέρα μου, τα δυο αδέλφια μου κι εγώ. Ο πατέρας μου θα έμενε εκεί και θα ανέμενε να του στείλουμε μεγάλο μεταφορικό μέσο από την Πόλη στο οποίο θα φόρτωνε τα υπάρχοντά μας (είδη του σπιτιού και του μαγαζιού).

    Την άλλη μέρα, 26 Αυγούστου 1922, ύστερα από θεώρηση της Αδείας από το Λιμεναρχείο και αφού το πλοίο παρέλαβε και μερικές άλλες συγγενικές οικογένειες, σήκωσε άγκυρα με κατεύθυνση πρώτα το εκεί κοντά ελληνικό χωριό Λιγουμούς (Ελιγμοί), όπου μας ανέμενε μια ακόμη οικογένεια (οικογένεια Αλκινιάδη-Λουκά Ψαλτίδη) για να επιβιβαστεί κι αυτό με ίδιο προορισμό, την Κωνσταντινούπολη.

    Ομως ποια έκπληξη μας περίμενε! Η οικογένεια εκείνη δεν εφρόντισε να βγάλει Αδεια Αναχωρήσεως. Δεν φανταζότανε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειαζότανε άδεια για να γλυτώσει από τη σφαγή. Ετσι, όταν πλησιάσαμε στην αποβάθρα όπου μας ανέμενε με τις αποσκευές της, για να την παραλάβουμε, τα Λιμενικά όργανα δεν επέτρεψαν την αναχώρηση χωρίς άδεια.

    Η άδεια έπρεπε να βγει από το Φρουραρχείο της Κίου διότι φρουραρχείο δεν υπήρχε στο χωριό. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να πάνε στην Κίο, χρειαζότανε μια μέρα.

    Αρχίσανε τα παρακάλια. Παρακαλούσαν τη Λιμενική φρουρά, που αποτελείτο από πεζοναύτες, να τους επιτρέψει να φύγουν. Αυτοί, όμως, ανένδοτοι. “Εμείς είμαστε απλά όργανα και εκτελούμε διαταγές”, λέγανε. “Δεν επιτρέπεται η αναχώρηση χωρίς άδεια”. Φυσικά, τα κατώτερα εκείνα όργανα εκτελούσαν διαταγές της προϊσταμένης τους Αρχής και προϊσταμένη Αρχή ήταν το Φρουραρχείο της Κίου, που εκτελούσε διαταγές της Κυβέρνησης. Ετσι, το πλοίο έφυγε αφήνοντας την οικογένεια εκείνη στην παραλία της Μικράς Ασίας, για να υποστεί τις θηριωδίες των Τούρκων»

    (όπ. π., σ. 211-212).

    Ζήτημα «κοινωνικής θέσεως»

    Οντας εκτός ελληνικής επικράτειας, η Κωνσταντινούπολη δεν παρουσίαζε ως προορισμός ιδιαίτερες δυσκολίες για την έκδοση «αδείας αναχωρήσεως».

    Αυτό όμως δεν συνέβαινε και με την ίδια την Ελλάδα, τον φυσικό δηλαδή προορισμό του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατών που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου. Εδώ η χορήγηση βίζας γινόταν με το σταγονόμετρο και με βάση ανομολόγητα αλλά πασιφανή κοινωνικά κριτήρια.

    «Λόγω της κοινωνικής μας θέσεως, είχαμε γνωριμίες στη Διοίκηση. Ημουνα πρόεδρος της Αδελφότητος Κυριών. Κατάφερα και έβγαλα διαβατήριο», εξηγεί χαρακτηριστικά μια Μικρασιάτισσα από το Αδραμύττι στους ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών («Εξοδος», τ. Α΄, Αθήνα 1980, σ. 229).

    Αναλυτικότερος είναι στα δικά του «Ενθυμήματα» ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης (τ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 205-207). Στις 18 Αυγούστου 1922, διαβάζουμε, ένας οικογενειακός φίλος (ο αρχηγός πυροβολικού της ελληνικής στρατιάς, συνταγματάρχης Αθανασιάδης) ενημέρωσε εμπιστευτικά τον ίδιο και την αδερφή του πως «όλα χάθηκαν», συμβουλεύοντάς τους «να φύγουν το συντομότερο».

    Η περιγραφή της διαδικασίας που ακολούθησε αποτυπώνει ευκρινώς τόσο τους μηχανισμούς της απαγόρευσης όσο και τα κριτήρια που πρυτάνευαν για την επιλεκτική παράκαμψή της:

    «Λέει στην αδερφή μου πως θα στείλει την άλλη μέρα ένα λοχαγό για να τη βοηθήσει να πάρει χαρτί από σχετικό γραφείο της Στρατιάς, το χαρτί που θα είχε ισχύ διαβατηρίου, για να της επιτραπεί να φύγει. “Αν πάτε μόνη σας δε θα τα καταφέρετε”, προσθέτει. […]

    Στις 20 Αυγούστου, μαζί με το λοχαγό που έστειλε ο συνταγματάρχης Αθανασιάδης, πάμε να πάρουμε την άδεια. Φτάνουμε σ’ ένα στενό σοκάκι αδιαπέραστο από τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν’ αποκτήσει το θαυματουργό χαρτί.

    Κατορθώνουμε με τη βοήθεια του λοχαγού και με μεγάλη δυσκολία να μπούμε στο γραφείο.

    Ενα μικρό δωμάτιο με δυο-τρία τραπέζια, άλλους τόσους φαντάρους κι έναν ανθυπολοχαγό, που σ’ όσους είχαν κατορθώσει να φτάσουν ώς αυτόν έβαζε διάφορες ερωτήσεις για ποιο λόγο ήθελαν να φύγουν.

    Βέβαια, με τη μεσολάβηση του λοχαγού, αμέσως δόθηκε η άδεια στην αδερφή μου.

    ην άλλη μέρα της πήρα εισιτήριο για τον Πειραιά σε ακτοπλοϊκό της τακτικής γραμμής. Θα έφευγε στις 23 Αυγούστου τη 1 το μεσημέρι.

    Φτάνουμε στο λιμεναρχείο -στο κουμέρκι, καθώς το λέγαμε- κατά τις 11. Πάμε να μπούμε μα ένας υποκελευστής μας σταματά. Του δείχνω την άδεια.

    Τη βλέπει και μας λέει: “Πρέπει να τη θεωρήσει αυτοπρόσωπα στο λιμενικό γραφείο”.

    Κοιτώ, ήταν μια μπαράγκα όπου στριμώχνονταν φωνάζοντας πάνω από διακόσιοι άνθρωποι.

    Του λέω, ούτε σε δέκα ώρες δε θα είταν κατορθωτό να το επιτύχει και του διευκρινίζω πως πρόκειται για τη γυναίκα ανωτέρου αξιωματικού που, καθώς έβλεπε, κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. “Ο,τι και να κρατάει κι όποια νάναι, εγώ αυτή τη διαταγή έχω”.

    Επιμένω. Αρνιέται. Τότε, νέος καθώς είμουνα και με την πεποίθηση πως μονάχα αν έφευγε εκείνη την ώρα θα έσωνε η αδερφή μου τη ζωή της, βγάζω το πιστόλι μου από την πίσω τσέπη του παντελονιού -φορούσα πολιτικά- και του λέω:

    ● Κάνε πέρα για να περάσει! Είμαι κι εγώ υπαξιωματικός του στρατού.

    Ξαφνιάζεται και μου φωνάζει:

    ▸ Τρελλός είσαι;

    ● Σε ρωτώ, θα την αφήσεις ναι ή όχι να περάσει;

    Διστάζει. Με κοιτάζει. Στο τέλος απαντά:

    ▸ Αν είναι να σκοτωθούμε, ας περάσει.

    Πέρασε, μπήκε σε μια βάρκα κι ανέβηκε στο βαπόρι».

    Αποτροπές και απαγορεύσεις
    Εκτός από τον γραφειοκρατικό φραγμό διαβατηρίων, θεωρήσεων κ.λπ., η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα εμποδίστηκε, κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες και ώρες της Καταστροφής, με μια σειρά ακόμη διοικητικά μέτρα: συνειδητή και διατεταγμένη αποσιώπηση της κατάρρευσης του μετώπου από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, ακόμη και παρεμπόδιση των κατοίκων της ενδοχώρας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για τα παράλια.

    «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των. […] Ανακοινώσατε περιεχόμενον παρούσης Υποδιοικούντα Ναζλή, όπως και ούτος καθησυχάσει κατοίκους περιφερείας του», διαβάζουμε σε διαταγή του γ.γ. της Αρμοστείας, Πέτρου Γουναράκη, προς τον υποδιοικητή Αϊδινίου (7/8/1922, αρ. 2578, Αρχείο Αρμοστείας, φ. 70, εγγρ. 114).

    «Πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους περιφερείας σας εμποδίζοντες αναχώρησιν τούτων», διατάσσει ο ίδιος τον αντιπρόσωπο Μουδανιών-Κίου στις 20 Αυγούστου, ενώ η ελληνική διοίκηση συσκευάζει πια τα αρχεία της για τη μεγάλη φυγή (Μιχαήλ Ροδάς, «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία», Αθήναι 1950, σ. 336).

    «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη [υπό] πανικού [και] ζητεί [να] αναχωρήση [εις] Σμύρνην. Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν», ενημερώνει στις 18 Αυγούστου τα κεντρικά ο υποδιοικητής Οδεμησίου, Καζαντζόγλου (φ. 70, εγγρ. 150).

    Πρόσφυγες, 1922Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Για την πρακτική εφαρμογή αυτής της παρεμπόδισης, εξαιρετικά εύγλωττες είναι κάποιες μαρτυρίες από τη συλλογή του ΚΜΣ:

    ◈ «Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει» (σ. 27, Μαρία Χάππα απ’ το Τζιμόβασι).

    ◈ «Επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: “Τι είδατε και ξεσηκώνετε έτσι τον κόσμο;” Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: “Πέσε στο γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή”» (σ. 58, Αναστάσης Χαρανής από το Γκερένκιοϊ).

    Η τηλεγραφική ανάκληση της διαταγής, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ήρθε υπερβολικά αργά για πολύ κόσμο.

    Ακόμη σοβαρότερες συνέπειες είχε η απαγόρευση του απόπλου από τα λιμάνια των ελληνικών νησιών, για να μην παραλάβουν πρόσφυγες.

    «Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες», παραδέχεται ο επικεφαλής της λογοκρισίας στη Σμύρνη, «διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως» (Ροδάς, 1950, σ. 366).

    «Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι [του Αϊβαλί] να ’ρθουν πλοία από την Ελλάδα»,διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα από το Τσουρούκι.

    Ηρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν·ήταν μόνο για το στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ηταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Στη Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί» («Εξοδος», σ. 249).

    Για το σκεπτικό αυτής της απαγόρευσης, αποκαλυπτικό είναι ένα επείγον τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου, Σταυρίδη, προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8 με το παλιό ημερολόγιο), τρεις μέρες δηλαδή προτού τα κεμαλικά στρατεύματα καταλάβουν τη Σμύρνη:

    «Από Κυριακής ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης, ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον. Εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών» (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Π.Γ. Πρωθυπουργού, φ. 705).

    Από τους πρόσφυγες που επέζησαν και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την εσωτερική λειτουργία της κρατικής ιεραρχίας, η ευθύνη για όλα αυτά θα αποδοθεί κυρίως στον (έτσι κι αλλιώς αντιδημοφιλή) ύπατο αρμοστή Στεργιάδη:

    «Στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Ακτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού να ’ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. Εγώ και άλλες δεκαεννέα οικογένειες, που είχαμε διαβατήριο, φύγαμε με το ατμόπλοιο “Καλλίπολις”. […]

    Στη Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο “Μεγάλη Ελλάς”. Παρακαλούσαμε τις εκεί αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Ακτσαϊ και στη Σκάλα του Κεμεριού. Ακαρπες οι προσπάθειές μας» («Εξοδος», σ. 229-230, μαρτυρία Αννας Παρή από το Αδραμύττι).

    Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Ν. 2870, κάποιοι Ελληνες καπετάνιοι θα προτιμήσουν έτσι να επιδοθούν, στις τραγικές εκείνες στιγμές, όχι στη διάσωση ανθρώπων αλλά σε ποινικά λιγότερο επιλήψιμες δραστηριότητες:

    «Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε» (όπ. π., σ. 71, μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζιλάρι της Ερυθραίας).

    Εκκένωση δύο ταχυτήτων
    Πρόσφυγες στη Χίο και στο Θησείο (1922). Η προστασία του «παραδοσιακού πολιτισμού» της Ελλάδας από τα «ανατολίτικα έθιμα» υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα του αντιπροσφυγικού ρατσισμούΠρόσφυγες στο Θησείο (1922). Η προστασία του «παραδοσιακού πολιτισμού» της Ελλάδας από τα «ανατολίτικα έθιμα» υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα του αντιπροσφυγικού ρατσισμού | National Geographic, «1922 O μεγάλος ξεριζωμός» (2007)
    Κάποια στελέχη της ελληνικής διοίκησης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να διασκεδάσουν εκ των υστέρων τις εντυπώσεις από τη στάση αυτή του εθνικού κέντρου.

    «Ας μη λέγωμεν ότι “δεν μας είπαν” και “δεν μας άφησαν” να φύγωμεν από την Σμύρνην», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ένας υπάλληλος της Αρμοστείας, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε την 50ή επέτειο της Καταστροφής.

    «Δεν υπήρχον πλοία διά να φύγωμεν, διότι όλο το κακό έγινε μέσα σε δέκα μέρες. Αλλά και αν ακόμη υπήρχον τα μέσα φυγής, θα εφεύγαμεν; Ή θα υπακούαμεν εις τα κελεύσματα του Μητροπολίτου και τας συστάσεις των Δημογερόντων και των προεστών, που όλοι έλεγον ότι ήτο ανεπίτρεπτος η φυγή και ότι το καθήκον μας επέβαλλεν να μείνωμεν;» (Μιχάλης Νοταράς, «Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν», Αθήναι 1972, σ. 66).

    Πρόκειται, φυσικά, για προφάσεις εν αμαρτίαις. Για τον ίδιο τον συγγραφέα και τους ομοίους του πλοία «υπήρξαν», άλλωστε, «για να φύγουν», όπως πιστοποιεί η λεπτομερής εξιστόρηση της συντεταγμένης αποχώρησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού από έναν συνάδελφό του.

    Πρόσφυγες στη Χίο- 1922Πρόσφυγες στη Χίο- 1922 | Μ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ «Η Σμύρνη» (1979)
    Η εκκένωση της Μικρασίας από τις ελληνικές αρχές διατάχθηκε μυστικά από την Αθήνα στις 18/8/1922, πέντε μέρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης.

    Την επομένη, ο ύπατος αρμοστής διέταξε τους αντιπροσώπους του στα μεγάλα αστικά κέντρα «να συσκευασθώσιν τα αρχεία» των υπηρεσιών τους κι οι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι για αναχώρηση «εις πρώτην διαταγήν», τονίζοντας πως η διαταγή αυτή έπρεπε να κρατηθεί «απολύτως μυστική από [τον] πληθυσμόν».

    Οι κατώτεροι υπάλληλοι της διοίκησης έφυγαν από τη Σμύρνη με τα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» στις 24/8, οι δε τραυματίες των στρατιωτικών νοσοκομείων με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» στις 25/8· το ίδιο βράδυ, ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του μετακόμισαν στον στόλο και την επομένη ακολούθησαν οι ανώτεροι υπάλληλοι (με το «Νάξος») κι ο ίδιος ο Στεργιάδης (με αγγλικό σκάφος).

    Την τελευταία στιγμή, «μετά πολλούς κόπους και παρακλήσεις», στα καράβια που είχε επιτάξει ο στρατός έγιναν επίσης δεκτοί οι διευθυντές και συντάκτες των τοπικών ελληνικών εφημερίδων.

    Οι πρώτοι Τούρκοι αντάρτες μπήκαν στην πόλη το επόμενο πρωί (Ροδάς 1950, σ. 343-353).

    Υπήρξαν περιπτώσεις που η διάκριση αυτή υπήρξε ακόμη πιο προκλητική.

    Ο φρούραρχος Σμύρνης μετέφερε λ.χ. με την ησυχία του τα έπιπλά του σε επιταγμένο βαποράκι, ενώ υφιστάμενοί του εμπόδιζαν με εφ’ όπλου λόγχη τους πολίτες να επιβιβαστούν (Σπύρος Βλάχος, «Απομνημονεύματα», τ. Α΄, Αθήνα 1975, σ. 247-248).

    Τόσο η φυγή όσο και η παραμονή επικαθορίστηκαν, άλλωστε, συχνά από καθαρά κοινωνικές παραμέτρους.

    «Εκείνοι που είχαν χρήματα ή δικά τους πλεούμενα φεύγαν», θυμάται χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας από το Αϊβαλί. «Την άλλη μέρα φύγαν όσοι στρατιωτικοί είχαν μείνει και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλιστα μας μίλησε ο λιμενάρχης και μας συμβούλεψε να μείνουμε στον τόπο μας και να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τους Τούρκους. Αρκετοί θέλαν να μείνουν, για να μη χάσουν τις περιουσίες τους. Σχημάτισαν τότε και πολιτοφυλακή για να τηρήσει την τάξη και να εμποδίσει όσους θέλαν να φύγουν. Μερικοί κατάφεραν και φύγαν κρυφά» («Εξοδος», σ. 94).

    Θαλασσοπνιγμένα «σκυλιά»
    Προσφυγόπουλα, 1922Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Το ανθρώπινο δράμα των προσφύγων μπορεί να γεννά αυθόρμητα αισθήματα συμπόνιας, κάποιες ωστόσο ρατσιστικές φωνές δεν διστάζουν να το αναγορεύσουν ακόμη και «τεκμήριο» της κοινωνικής «επικινδυνότητάς» τους.

    Οι πρόσφυγες του ’22 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα, όπως διαπιστώνουμε από το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, που κυκλοφόρησε το 1935:

    «Για όσους δεν είδαν τον ελληνικό κατακλυσμό του 1922, κάθε περιγραφή είναι περιττή. […] Ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια.

    Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.

    Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός.

    Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

    Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

    Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω».

    -Σχετικά με την σχιζοφρένεια του Νεοέλληνα: Μ’ αφορμή την περίπτωση του Τάσου Κωστόπουλου

  93. Ανώνυμος on

    […] Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα» […]

    —————————–

    http://news247.gr/eidiseis/afieromata/sa-ksena-eimai-ellhnas-kai-shn-ellada-ksenos-giati-oi-nazi-den-mporoun-na-vriskontai-se-poreia-twn-pontiwn.3757838.html

    ————————————————-

  94. Skl on

    Με το παρντόν, αλλά η ιστορία περί ΠΑΟ ΟΣΦΠ ΑΕΚ είναι λανθασμένη (φυσικά, φάινεται και από τον τρόπο γραφής). Η ΑΕΚ ιδρύθηκε πριν τον ΟΣΦΠ. Αλλιώς ξεκίνησε η έχθρα των δύο ομάδων, αλλά δεν είναι για εδώ.

  95. ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ 1922
    «Τι θέλετε εδώ τουρκόσποροι;»

    Τα αθώα θύματα ενός άδικου Πολέμου- Δυο φορές ξένοι: Μια στην Μικρά Ασία και μια στην «μητέρα Ελλάδα»- Ιστορίες της προσφυγιάς τόσο επίκαιρες σήμερα με τα χιλιάδες θύματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων που κατέφυγαν στη χώρα μας

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016

    Τα κρούσματα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού κατά των προσφύγων από τη Συρία πολλαπλασιάζονται. Στο Ωραιόκαστρο, στη Φιλιππιάδα, στην Αλεξάνδρεια, σύλλογοι γονέων απειλούν ότι θα καταλάβουν τα σχολεία, αν φιλοξενηθούν σ΄ αυτά προσφυγόπουλα.

    Δεν είναι μόνο ζήτημα ανθρωπισμού, ή αλληλεγγύης. Τα περισσότερα από τα χωριά όπου εμφανίστηκαν αυτά τα κρούσματα είναι χωριά προσφύγων από τον Πόντο και τη Μικρασία.

    Οι σημερινοί γονείς, που αποκλείουν από τα σχολεία τα παιδιά των προσφύγων, είναι εγγόνια και δισέγγονα ανθρώπων που ήρθαν σ΄ αυτά τα μέρη, ξεριζωμένοι από τις πατρίδες και τα σπίτια τους.

    Και για ένα λόγο παραπάνω θα έπρεπε αυτοί οι γονείς να συμπονούν και να συντρέχουν τους σημερινούς πρόσφυγες. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούν ότι οι ξεριζωμένοι πρόγονοι τους, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, αντιμετώπισαν παρόμοιες συμπεριφορές, αποκλεισμού και απόρριψης από τους ντόπιους.

    Το αντίδοτο

    Επειδή, λοιπόν, πιστεύουμε ότι το καλύτερο αντίδοτο στο δηλητήριο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του φασισμού, είναι η ιστορική γνώση, θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε το περιβάλλον και το κλίμα που αντιμετώπισαν οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, όταν μετά από την τραγική εμπειρία του ξεριζωμού, έφθασαν στην Ελλάδα. Σ΄ αυτή την προσπάθεια θα χρησιμοποιήσουμε μόνο τις δικές τους μαρτυρίες, από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.

    3c39260v
    Πριν απ΄ αυτό, όμως, αξίζει να σημειώσουμε τη στάση του επίσημου ελληνικού κράτος, το οποίο ευθυνόταν εξ ολοκλήρου για το δράμα αυτών των ανθρώπων.

    Να θυμίσουμε δηλαδή ότι ο πρώτος τόπος «φιλοξενίας» των προσφύγων από την Μικρασία, ήταν η Μακρόνησος! Εκεί, όπου είχε στηθεί υγειονομικός σταθμός (καραντίνα), όπου εξετάζονταν για μολυσματικές ασθένειες όσοι έρχονταν με τα καράβια από τα μικρασιατικά παράλια.

    «Αγέλη προσφύγων»

    Αξίζει όμως να σταθούμε και στο πως αντιμετωπίστηκαν αυτοί οι πρόσφυγες, στην ίδια τους την πατρίδα, από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο εκδότης της «Καθημερινής», Γεώργιος Βλάχος, αυτός που στις 14 Αυγούστου 1922 μία μέρα μετά την έναρξη της επίθεσης του Κεμάλ Ατατούρκ, που σήμανε την αρχή του τέλους του μικρασιατικού ελληνισμού, έγραψε το πασίγνωστο άρθρο με τίτλο «Οίκαδε», με το οποίο καλούσε την ελληνική κυβέρνηση και το στρατό να εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου. Ο Βλάχος λοιπόν ακόμη και το 1928 όταν έγραφε, ή μιλούσε για τους πρόσφυγες, χρησιμοποιούσε δύο λέξεις : «Αγέλη προσφύγων». Ακόμη, ο Νίκος Κρανιωτάκης, ο φιλομοναρχικός εκδότης της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος», το 1933 ζητούσε επιτακτικά να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες!

    Οι πρόσφυγες ήρθαν σε μια χώρα, μικρή και φτωχή. Οι συνθήκες ζωής τον πρώτο καιρό ήταν τραγικές. Η Αθήνα , η Θεσσαλονίκη και οι άλλες πόλεις περιτριγυρίζονταν από ατέλειωτα στρατόπεδα με σκηνές και ένα άθλιο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Και το ψωμί λιγοστό που μοιράζονταν σε συσσίτια. Και από πάνω οι αρρώστιες ο τύφος και η ευλογιά που θέριζαν τους δυστυχισμένους πρόσφυγες. Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επιδημιών, αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις δημιούργησαν υγειονομικό σταθμό ( καραντίνα) στη Μακρόνησο, όπου γινόταν έλεγχος σε όσους επέβαιναν στα πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες. Άλλες οργανώσεις μοίραζαν φάρμακα και παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πρόσφυγες.

    Ανθρώπινα ράκη

    Οι Έλληνες που ζούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ήταν τα πρώτα θύματα της ανταλλαγής. Υποχρεώθηκαν σε μια μαρτυρική πορεία οκτακοσίων χιλιομέτρων κάτω από τραγικές συνθήκες. Ανθρώπινα ράκη έπρεπε να πορευτούν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, και με κίνδυνο ζωής από τις συμμορίες των Τούρκων εθνικιστών.

    kemal964
    Πολλοί πέθαναν από κακουχίες και ασιτία. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι). Περίπου 200.000 Έλληνες παρέμεναν στην Καππαδοκία και γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Μικρά Ασία. Αυτοί μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα το 1924 και το 1925 με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής. Ένα τμήμα των Ελλήνων του Πόντου κατέφυγε στη σοβιετική Ρωσία.

    Τους θέριζαν ο τύφος, η ελονοσία και η φυματίωση

    Ο αριθμός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αν υπολογίσουμε την υψηλή θνησιμότητα των πρώτων χρόνων λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών, το μειωμένο αριθμό των γεννήσεων και τη μετανάστευση πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία (κυρίως στην ύπαιθρο) τους θέριζαν. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα.

    Χαρακτηριστικές για τις τραγικές ώρες που έζησαν οι πρόσφυγες είναι μερικές μαρτυρίες τους που παρουσιάζουμε από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.

    «Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς;»

    Απόστολος Μυκονιάτης ( από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο):

    «…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι (σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

    3c39326v
    Αβραάμ Ελβανίδης ( ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο):

    «Από το χωριό το Kαράτζορεν του Πόντου βγήκαμε με την ανταλλαγή εκατόν δεκατέσσερις οικογένειες. Aπό τη Mερσίνα φύγαμε δυο αποστολές. H πρώτη αποστολή πήγε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Άνω Bροντού Σερρών.
    H δεύτερη αποστολή, από τον Aϊ-Γιώργη του Πειραιά, πήγε με το πλοίο στο Bόλο. Tα Φάρσαλα είπαν ότι στην περιοχή τους δεν υπάρχουν πρόσφυγες και να έρθουν να εγκατασταθούν. Έτσι ήρθαμε στα Φάρσαλα. Tο 1924 έγινε αυτό, τέλη Oκτωβρίου (…) Eίχαμε αρρώστιες, δεν μας σήκωσε το κλίμα. O τόπος όπου χτίσαμε το συνοικισμό μας ήταν τσιφλίκι της Nομικίνας. Δεν ξέρω ποια ήταν. Aσχολούμαστε με τη γεωργία, δημητριακά, επίσης και βαμβακοκαλλιέργεια.
    Όταν πρωτοήρθαμε, δεν ήξερε ο κόσμος ελληνικά. Oι ντόπιοι μας κορόιδευαν, μας έλεγαν τουρκόσπορους. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες. Εμείς καθόμασταν στο καφενείο παρέα δέκα άντρες. Βάζαμε και οι δέκα τα πακέτα μας με τα τσιγάρα που ανοίγαμε πάνω στο τραπέζι. Οι ντόπιοι απορούσαν: «Βρε, δέκα πακέτα τσιγάρα. Μήπως τα πουλάτε;…».

    Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου ( Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει ):

    cph-3c39270
    «… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.

    Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;

    Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια και ο ρατσισμός Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!

    p003_s3
    «Οι ντόπιοι δεν μας θέλανε»

    Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».

    «Ο τόπος μας ξεπάστρεψε- Πέθαναν οι μισοί»

    Ευάγγελος Γκάλας (από το χωριό Κόλντερε, κοντά στη Μαγνησία):

    «…Πήγαμε πάλι στη Θεσσαλία. Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό,δουλέψαμε όλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε, πέθαναν οι μισοί. Ο τόπος μας ξεπάστρεψε. Κερδίσαμε πολλά, μα τι τα θες; Μετά φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. Μείναμε κι εκεί λίγο και κάναμε καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε δω. Μπήκαμε σε καλές δουλειές. Ο αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο- εγώ έγινα φορτοεκφορτωτής στο σταθμό. Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το ’26…».

    Ανδρονίκη Καρασούλη Μαστορίδου :

    «…Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.
    Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.

    2012584
    «Πόσα ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας;»

    Αλήθεια πόσα ανθρωποφόρα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; γιατί τους βασάνιζαν τους βασανισμένους; τι ήθελαν; δεν έβλεπαν τα χάλια τους; διωγμένοι από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία εκείνα; αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα στην οργή τους; ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους. Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν. Ας όψονται οι υπεύθυνοι…».

    «Ο κόσμος πέθαινε κάθε μέρα»

    Καλλισθένη Καλλίδου (από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

    «Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.
    Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
    Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
    Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
    Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:
    — Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».

    «Τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα»

    Δέσποινα Συμεωνίδου από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι.

    «…Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους..».

    http://www.imerodromos.gr/prosfyges-1922/

  96. Ο λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος θυμάται όσα είδε και έζησε στη Μυτιλήνη τον Σεπτέμβριο του 1922:

    «Κι αρχίσαν πάλι να καταφθάνουν τα καράβια με πρόσφυγες που τους αδειάζαν (χωρίς πασαπόρτια!) και φεύγαν. Εδώ ήταν θρήνος και κοπετός, αντίθετα με τη βουβαμάρα που τύλιγε τον νικημένο στρατό. Άλλοι είχαν μπόγους στο χέρι, άλλοι ήταν γυμνοί και μισόγυμνοι, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες και χράμια, βγαίναν και πέφτανε στο λιθόστρωτο –μάτια αγριεμένα από τη σφαγή σταυροκοπιόταν ή βρίζαν, τους σέρναν άλλοι δικοί τους κι ήταν μια ατμόσφαιρα βιβλική […]. Κι αυτοί που σωπαίναν ήταν οι πιο τραγικοί. Ήμεροι άνθρωποι, νοικοκυραίοι που είχαν πιστέψει στο ιδανικό της Ελλάδος, σε κοιτάζαν μες στα μάτια και τους ντρεπόσουν χωρίς να ξέρεις γιατί»

  97. Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι

    Σε τούτη τη σύγχρονη μετακίνηση πληθυσμού από την κουκκίδα της Λέσβου έχουν περάσει και υποστηριχτεί πάνω από 600.000 άνθρωποι. Γιατί όπως είπαν από το σχολείο των Λουτρών: «Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι».
    6 Νοεμβρίου 2016 |

    Συντάκτης: Αριστείδης Καλάργαλης*

    «Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι» ήταν ο τίτλος εκδήλωσης για το προσφυγικό θέμα που διοργάνωσαν και πραγματοποίησαν οι εκπαιδευτικοί κι οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λουτρών Λέσβου. Ενός χωριού του οποίου οι μαθητές–πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μετά τους δύο Διωγμούς, 1914 και 1922, ήταν λίγο πάνω από το 1/3 του συνόλου των μαθητών του σχολείου.

    Και τότε και τώρα η Λέσβος ήταν το νησί που δέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων. Το νησί διαχρονικά είναι πέρασμα λόγω γειτνίασης με τη στεριά της Ασίας. Στην περίπτωση των δύο Διωγμών συνέβαλαν επιπλέον οι ποικίλοι δεσμοί των κατοίκων της Ανατολής με το νησί.

    Τι κάνουμε με τόσους ανθρώπους, όπως και να τους χαρακτηρίσουμε, είναι το διαχρονικό ερώτημα. Αν σήμερα εύκολα λέγεται το «να φύγουν στην Ευρώπη, εκεί θέλουν να πάνε» σκεφτείτε πώς προσλαμβάνεται το αίτημα για απομάκρυνση από τη Λέσβο των ομόφυλων και ομόθρησκων Μικρασιατών προσφύγων.

    «Αι εβδομήντα χιλιάδες των ατύχων τούτων υπάρξεων, αι συγκεντρωθείσαι εις την νήσον μας, τι θα πράξωσιν όταν παύση το επίδομα;

    Εάν η Κυβερνητική μέριμνα δεν επαρκεί να προμηθεύση τον άρτον των 70.000 ψυχών, πρέπει να δοθή εργασία εις αυτούς και δέον τάχιστον να ληφθή πρόνοια όπως κρατηθώσιν επί της νήσου μόνον τόσοι πρόσφυγες όσοι δύνανται να εργασθώσιν επ’ αυτής και να κερδίσωσιν τον άρτον των», γράφει η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης στις 24 Ιουνίου 1915.

    Η ίδια κοινωνική ανησυχία υπάρχει και το 1922. «Καράβια πηγαινοέρχονταν κι αγκυροβολούσαν έξω από το λιμάνι ξεφορτώνοντας το ανθρώπινο φορτίο, στοιβαγμένο σε βάρκες και σε μαούνες, πότε στην Πετρόσκαλα και πότε στο Κουμερκάκι. Βάρκες και ψαρόβαρκες έδεναν στην προβλήτα του λιμανιού της Απάνω Σκάλας.

    Ανθρωποι κάθε φύλου και ηλικίας, όπου περίσσευαν οι ηλικιωμένοι, οι χήρες και τα ορφανά, συγκεντρωμένοι σε μικρές ομάδες, βουτηγμένοι μέσα στη συμφορά, γέμιζαν τα μουράγια, τα πάρκα, τους δρόμους, τα σχολειά, τις αποθήκες, τις εκκλησιές», γράφει η συγγραφέας Μαρία Αναγνωστοπούλου.

    Σύριοι πρόσφυγες φτάνουν στο νησί το 2015
    Σύριοι πρόσφυγες φτάνουν στο νησί το 2015
    Οι περίπου 15.000 ταλαιπωρημένοι κι εξαθλιωμένοι άνθρωποι γυρνούσαν στους δρόμους της Μυτιλήνης αναζητώντας τρόφιμα και στέγη. Γεγονός που ανάγκασε τους ντόπιους να κλείσουν τα μαγαζιά τους τις πρώτες μέρες!

    Οι ανάγκες σίτισης, στέγασης και περίθαλψης ήταν καθημερινές και επιτακτικές. Η υποστήριξη γίνεται με κάθε τρόπο: συσσίτια, έρανοι, λαχειοφόροι αγορές, πωλήσεις κεντημάτων και πλεκτών, γιορτές υπέρ προσφύγων.

    Τότε δημιουργήθηκαν από κατοίκους «Επιτροπές Προσφύγων», «Σύνδεσμοι Κυριών και Δεσποινίδων», και «Παροχής Εργασίας», αλλά και το «Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων» από την Πολιτεία. Σήμερα υπάρχει η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η UNESCO, η UNICEF και πλήθος ΜΚΟ.

    Τότε υπουργείο Περιθάλψεως, τώρα Μεταναστευτικής Πολιτικής. Οι εθελοντές παρόντες πάντοτε. Τότε διοργανώνονταν συσσίτια στην Κομνηνάκειο Σχολή, στον Κήπο της Αγίας Ειρήνης· σήμερα λίγο πιο κάτω στην περιοχή Τσαμάκια και στην πλατεία Σαπφούς.

    Στη Μυτιλήνη αλλά και στα χωριά που εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, από το 1914 έως το 1919, υπερτερούν οι μαθητές/τριες μικρασιατικής καταγωγής. Υπήρχαν σχολεία με 70% και 80% μαθητές/τριες πρόσφυγες.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Γ΄ Δημοτικό Θηλέων Μυτιλήνης· από τις 369 μαθήτριες, το 1915, οι 274 είναι μικρασιατικής καταγωγής. Σε αρκετές εγγραφές μαθητών ως στοιχείο της προέλευσης της οικογένειά τους σημειώνεται ο προσδιορισμός «Πρόσφυξ».

    Λόγω παλιννόστησης το 1919–20 στη Μικρά Ασία μειώνεται ο αριθμός. Αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο αριθμός των προσφύγων μαθητών αυξάνει. Τώρα σε αρκετές εγγραφές στο επάγγελμα του γονέα σημειώνεται ο προσδιορισμός «αιχμάλωτος» αλλά και «ορφανό» σε άλλες εγγραφές.

    Ο μεγάλος αριθμός μαθητών δημιουργεί προβλήματα στα σχολεία. Δεν επαρκούν οι αίθουσες και τα θρανία. Χρησιμοποιούνται διάφοροι χώροι για τάξεις. Ομως, όπως τώρα καταγράφονται τα ασυνόδευτα παιδιά και γίνεται προσπάθεια να φιλοξενηθούν σε διάφορες δομές, τότε ιδρύθηκε το «Ασυλον Παιδός» για τα απροστάτευτα και ορφανά προσφυγόπουλα.

    Στα παιδιά προσφερόταν σχολική εκπαίδευση και υπήρχε δυνατότητα εκμάθησης κάποιου τεχνικού επαγγέλματος. Σήμερα αρχίζουν τη λειτουργία τους Τάξεις Υποδοχής (Τ.Υ.) και Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση Προσφύγων.

    Μετά τις πρώτες δυσκολίες, το μούδιασμα, την επιφύλαξη και την ανησυχία, στη Λέσβο διαχρονικά υπερίσχυσε η ανθρωπιά κι η αλληλεγγύη. Αυτό δείχνουν κι οι αριθμοί: στην απογραφή του 1928 από τους 31.661 κατοίκους της Μυτιλήνης οι 14.820 ήταν πρόσφυγες.

    Σε τούτη τη σύγχρονη μετακίνηση πληθυσμού από την κουκκίδα της Λέσβου έχουν περάσει και υποστηριχτεί πάνω από 600.000 άνθρωποι. Γιατί όπως είπαν από το σχολείο των Λουτρών: «Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι».

    *συγγραφέας, διδάκτωρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

    Πρόσφυγες ήμασταν, πρόσφυγες είναι

  98. Χρονογράφημα, που έχει τον τίτλο «Αφγανιστανούπολις», δημοσιευμένο στη Βραδυνή στις 3 Δεκεμβρίου 1923. Υπογράφει ο Πρωτεύς, ο οποίος αρχίζει διαμαρτυρόμενος για την «εμποροπανηγυροποίησιν» του κέντρου της Αθήνας:

    «…Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν, Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας ταύτας. Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. (…) Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων. (…) Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και η μέχρι τούδε μόνιμος κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικοτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα συκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των.

    Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή. Εις όλας τας πόλεις του κόσμου υπάρχει τάξις, ρυθμός, καλαισθησία διά το καθετί, όπως αποτελείται αρμονικόν σύνολον προς το καλόν όλων. Δι’ αυτήν την τάξιν και τον ρυθμόν ευθύνονται οι αρμόδιοι, επιβάλλοντες την θέλησίν των εις τους πολίτας. Εδώ αντιθέτως αφέθησαν αυτοί ελεύθεροι να δώσουν εις ολόκληρον πόλιν τον άρρυθμον χαρακτήρα των, ο οποίος παρουσιάζεται με δικαιώματα απαραβιάστου ιερότητος. Συνηθίσαμεν τόσον εις τας αθλιότητας ταύτας ως εις κανονικήν εκδήλωσιν του αθηναϊκού βίου, ώστε νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο;»

  99. Από το χωριό Γκιολτζούκ της περιφέρειας Νίγδης ξεκινήσαμε χίλιοι (1.000) πρόσφυγες και με το ατμόπλοιο “Καβάλλα” φτάσαμε στον Πειραιά. Εκεί μας έκλεισαν δεκαέξι (16) μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου. Συνέχεια μας ταπείνωναν για την τούρκικη γλώσσα μας και μας αντιμετώπιζαν σαν δούλους, με ξύλο, βρισιές και προσβολές.
    Μετά απ’ αυτό το μαρτύριο μας επιβίβασαν στο ατμόπλοιο “Δίφρυς” με την υπόσχεση να μας στείλουν σε Θεσσαλονίκη και Καβάλα. Όμως μας αποβίβασαν στο Βάλτο της Ηπείρου, χωρίς καμιά φροντίδα, καμία πρόνοια. Μείναμε εκεί δέκα μέρες στο ύπαιθρο, τις έξι έριχνε συνέχεια καταρρακτώδη βροχή. Ήταν ένα μαρτύριο. Μικρά παιδιά, γέροι και άρρωστοι ξεψυχούσαν στην αγκαλιά μας, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Πάνω στην απελπισία μας, για να στεγνώσουμε και ζεσταθούμε λιγάκι, κόψαμε δυο ελαιόδενδρα. Αμέσως κατέφθασε ο αστυνόμος Πάργας με φοβέρες και απειλές, λέγοντας ότι τα δέντρα κοστίζουν 2.000 δραχμές.
    Ύστερα από πολλές διαμαρτυρίες, μας έδωσαν σκηνές και μας εγκατέστησαν στο Τουρκικό νεκροταφείο, που απέχει πέντε λεπτά από την Πάργα, ίσως για να μας διευκολύνουν στο θάνατο. Μείναμε εκεί 35 μέρες, άρρωστοι, ελεεινοί, βρεγμένοι, νηστικοί, τουρτουρίζοντας από τον πυρετό και εκλιπαρώντας για λίγο ψωμί και λίγο κινίνο. Μέσα σ’ αυτό το μήνα από τους περίπου 1.000 Γκιολτζουκιανούς πρόσφυγες πέθαναν οι 275. Το βεβαιώνει ο ιερέας μας Αθανάσιος Καμπερίδης, που τους έθαψε εκεί και κράτησε τα ονόματά τους.
    Μετά από όλα αυτά, εδέησαν να μας στείλουν στην Καβάλα. Φτάσαμε εδώ πριν μερικές μέρες, ζούμε σε σκηνές και μας τρώει η αγωνία για το αύριο: Τι θα απογίνουμε; Πού θα μας στείλουν; Δεν ξέρουμε τίποτα, ξέρουμε μόνο ότι σε κάθε βήμα μας αντικρίζουμε την αδιαφορία και την περιφρόνηση. [Καβάλλα 1-11-1924, Πολλοί πρόσφυγες]
    Πηγή: Επιστολή που δημοσιεύτηκε σε αθηναϊκή εφημερίδα της 10ης Νοεμβρίου 1924 Διασκευάστηκε για τις ανάγκες της παράστασης “Ήταν Κατάρα Θεού η Ανταλλαγή” του Συλλόγου Μικρασιατών της Καβάλας, σε συνεργασία με τα Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας και το Μουσικό Σχολείο Καβάλας (Αμφιθέατρο Π.Ε. Καβάλας, 15-11-2014). Η φωτογραφία από τις Συλλογές του “Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού” της Καβάλας, το βαπτιστικό από τα Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας.

  100. Οι πρόσφυγες στήν Ελλάδα, οι τότε «τουρκόσποροι» τά σημερινά μας αδέλφια

    Οι πρόσφυγες στήν Ελλάδα, οι τότε «τουρκόσποροι» τά σημερινά μας αδέλφια

  101. ……..Η εγκατάσταση στην Αθήνα μιας συγκεντρωτικής εξουσίας προφανώς παρεμποδίζει ή και εξαλείφει αυτό το γενναιόδωρο συναγωνισμό. Έτσι, όταν χρειάζεται ένα νέο σχολείο, το χωριό, όσο μακρινό κι αν είναι, υποχρεώνεται να στραφεί στην Αθήνα και όχι
    στη γενναιοδωρία των κατοίκων του. Η ρουσφετολογία στην Αθήνα είναι πιο αποτελεσματική απ’ ό,τι οι εκκλήσεις στο τοπικό φιλότιμο. Αυτή η κατάσταση δεν διαφθείρει απλώς αλλά και αποστραγγίζει την ίδια την πηγή της ελληνικής πολιτικής φύσης. Η Ελλάδα δεν θα επιδείξει την πλήρη ικανότητά της για αυτοδιακυβέρνηση μέχρι το πολιτικό της σύστημα να αλλάξει ώστε να αναγνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες πολιτικές του λαού της.

    Henry Morgenthau.

    περισσότερα:http://santeos.blogspot.gr/2016/12/1.html

  102. […] Στο Ν. Καβάλας η προσφυγική εγκατάσταση εμφανίζει μεγάλη διασπορά και εξ ίσου μεγάλη πυκνότητα, τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα μετά το Ν. Δράμας. Σύμφωνα με την Απογραφή του 1928, στην πόλη και στα χωριά του Ν. Καβάλας εγκαταστάθηκαν περίπου 75.000 πρόσφυγες, που αποτελούσαν τότε σχεδόν το 63% του συνολικού πληθυσμού: Από τους 119.140 κατοίκους του Νομού οι 44.448 (ποσοστό 32,7%) ήταν γηγενείς και «μετανάστες» (μετανάστες ήταν όσοι είχαν γεννηθεί σε άλλα μέρη της Ελλάδας) και οι 74.692 ήταν πρόσφυγες (ποσοστό 62,7%). […]

    Ως τους την προέλευσή τους, 32.156 πρόσφυγες (ποσοστό 43%) προέρχονταν από τη Μικρά Ασία (εκτός του μικρασιατικού Πόντου), 23.493 από την Ανατολική Θράκη (31,5%), 16.023 από τον Πόντο (21,5%), 1.557 από την Κωνσταντινούπολη (2%), 855 από τη Ρωσία και τον Καύκασο (1%), 539 από τη Βουλγαρία και 69 από άλλα μέρη.

    Οι περισσότεροι πρόσφυγες, 28.927 άτομα, εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καβάλας, 9.667 στα χωριά της επαρχίας Καβάλας, 18.528 στην επαρχία Νέστου, 16.337 στην επαρχία Παγγαίου και 1.203 στη Θάσο. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη της Καβάλας σήκωσε ένα δυσβάσταχτο βάρος, αφού οι νέοι κάτοικοί της ήταν σχεδόν τριπλάσιοι από τους μουσουλμάνους που την εγκατέλειψαν. […]

    Με τον ερχομό των προσφύγων και την αναχώρηση 43.350 μουσουλμάνων, ο πληθυσμός του Ν. Καβάλας αυξήθηκε σχεδόν κατά 46% σε σχέση με τον αντίστοιχο της Απογραφής του 1920 (81.824 κάτοικοι). […]
    Από τους 75.000 πρόσφυγες οι 35.000 αποκαταστάθηκαν ως αστοί (κυρίως στην πόλη της Καβάλας και στις κωμοπόλεις) […]. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας (1927), η αγροτική περιφέρεια απορρόφησε 10.760 οικογένειες, συνολικού πληθυσμού 40.002 ανθρώπων.

    Οι αγρότες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε 122 οικισμούς του Νομού, εκ των οποίων οι 105 ήταν αμιγώς προσφυγικοί και οι 17 ήταν μικτοί, είχαν δηλ. και γηγενή ελληνικό πληθυσμό, κυρίως στην επαρχία του Παγγαίου. Ογδόντα τέσσερις (84) προσφυγικοί οικισμοί συγκροτήθηκαν στα πρώην τουρκοχώρια ή στους παλιούς μουσουλμανικούς μαχαλάδες των μικτών χωριών, δεκατρείς (13) οικισμοί ιδρύθηκαν σε πρώην τουρκικά τσιφλίκια και οι υπόλοιποι είκοσι πέντε (25) ήταν νέοι οικισμοί που ανεγέρθηκαν τότε από την ΕΑΠ, δηλ. από το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας.

    http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2016/12/1922-1926.html

  103. Ένας ρατσιστικός λόγος για τις Γυναίκες της Προσφυγιάς

    «Γυναίκες της Αθήνας» – «Γυναίκες της Ανατολής»

    Η εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο πυροδότησε τα ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών για τους «πρόσφιγγες», τους «τουρκόσπορους», τους «γιαουρτοβαφτισμένους», «σκατοογλούδες», για τις «σμυρνιές» και «παστρικές». Δεν ήταν μόνο τα οικονομικά και τα πολιτικά αίτια αλλά και το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε τις δύο πλευρές και εμπόδιζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Για τους γηγενείς, ήταν ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και έθιμά τους, η χρήση της τουρκικής γλώσσας και τα «κακόηχα» επίθετά τους, τα περίεργα ντυσίματά τους, η «εξωτική» κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή στα γλέντια και την «καλοπέραση»…

    Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της κοινωνίας. Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα ως κοπέλα με χαλαρές ηθικές αρχές, που επιστράτευε την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να συνάψει σχέσεις με γηγενείς νέους, να τους παρασύρει και να τους «τυλίξει», ώστε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών. Το έγραψε αργότερα κι ο Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος: «Όταν στα 1922 η κουτάλα της Ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σα να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».

    Δεν ήταν αβάσιμοι οι φόβοι των γηγενών: Οι πρόσφυγες, σαν συνήλθαν κάπως από τον εφιάλτη, προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με την τραγική μοίρα τους και να υπερβούν τα αδιέξοδά τους. Η ζωή αρχίζει να ανθίζει στους προσφυγικούς οικισμούς και διεκδικεί πάλι το μερίδιό της στη χαρά, στον έρωτα, στο τραγούδι και στο γλέντι, μέσα από τους γνώριμους κώδικες επικοινωνίας που θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες. «Οι άνθρωποι αυτοί, θυμάται αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει…». Έφεραν επίσης ένα νέο τρόπο γλεντιού: Οι γηγενείς διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά και δημοτικά, «ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν, αρχίσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά».

    Αναπτύσσεται έτσι στις προσφυγικές γειτονιές ένας τρόπος ζωής και διασκέδασης πρωτόγνωρος και ελκυστικός για τους νέους που ζητούσαν να αποδράσουν από τη στεγνή καθημερινότητά τους. Η Αρμένισσα Αντζέλ Κουρτιάν επισκέπτεται τον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς και μας δίνει μια περιγραφή που σφύζει από ζωή: «Όταν φτάσαμε, μείναμε έκπληκτοι. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα τας κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν.

    Σωστό νυφοπάζαρο. Ήταν διάχυτη παντού η ατμόσφαιρα της Σμύρνης. […] Κοιτάζω γύρω μου. Πραγματικά, πολύ όμορφα κορίτσια κάνουν βόλτες. Παρέες – παρέες, πιασμένες αγκαζέ ή χέρι – χέρι. Πειράζουν και πειράζονται, γελαστές και καμωματούδες. […] Από κάθε σπίτι ακούγονται χαρούμενες φωνές και γέλια. Άντρες και γυναίκες κάθονται στις πόρτες τρώγοντας πασατέμπο, φωνογράφοι τραγουδούν διάφορα μικρασιάτικα τραγούδια…».

    Όλο αυτό το «εξωτικό» σκηνικό λειτουργεί σαν μαγνήτης: «Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμιά καμωματού. Όμως γρήγορα τους τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα χωρίς προίκα».

    Οι ανάγκες της επιβίωσης και ο «αποδεκατισμός» του ανδρικού πληθυσμού (στους μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας στις ηλικίες άνω των 16 ετών το 62% ήταν γυναίκες και μόνο το 38% ήταν άνδρες) ανάγκασαν τις γυναίκες να βγουν μαζικά στο χώρο της εργασίας (στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα σπίτια, στους δρόμους) και να επιβάλουν την παρουσία τους στις κοινωνικές δραστηριότητες. Αυτή η πρωτοφανής δημόσια έκθεση της γυναίκας θεωρήθηκε επίσης απειλή για την κρατούσα ηθική τάξη.

    Τα στερεότυπα δεν περιορίζονται στις φτωχές κοπελίτσες των προσφυγικών συνοικισμών. Δημοσιεύματα της εποχής εμφανίζουν και τις εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής να προκαλούν με την παρουσία τους, τον «ηδονισμό», την «ανηθικότητα», τη «χυδαιότητά» τους. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές καταγραφές αυτής της ρατσιστικής οπτικής είναι το προκλητικό άρθρο «Οι γυναίκες της Αθήνας» του Κώστα Ουράνη (εφημ. «Ελεύθερος Λόγος», 10 Ιουλίου 1923). Ο γνωστός ποιητής αντιπαραβάλλει τις «Ατθίδες» με τις γυναίκες της Ανατολής που κατέκλυσαν και μόλεψαν την πρωτεύουσα:

    Στην αρχή κάνει λόγο για τον τύπο της νεαρής Αθηναίας «ο οποίος είχε την ευγένεια, λιγυρότητα και γραμμές αναγλύφων του Κεραμεικού ή μικρών αγαλμάτων της Τανάγρας. Ήταν ο ίδιος τύπος της δέσποινας που είχε διατηρηθεί και κατά τους αιώνες της δουλείας ακόμη μέσα σε λίγα αρχοντικά ελληνικά σπίτια και που έδωσε μερικά εξαίσια άνθη στην αυλή του Όθωνος. […] Είχαν στην εμφάνισή τους κάτι το πολύ αρμονικό και αρχοντικό. Θύμιζαν τις αρχαίες παρθένες που σμίλεψε ο Φειδίας ν’ ανεβαίνουν με άνθη και καρπούς στον Παρθενώνα κατά την πομπή των Παναθηναίων». Οι γυναίκες αυτές, συνεχίζει, είναι είδος προς εξαφάνιση, αφού η πόλη της Αθήνας κατακλύζεται πλέον από τις «άλλες»:«Οι άλλες έχουν τον καθαρό τύπο της Ανατολής από την οποία προέρχονται. Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες, με πρόσωπα στρογγυλά και μάτια στρογγυλά επίσης και κατάμαυρα, βυθισμένα σε ίσκιους, γεμάτα ηδονισμό. […] Είναι οι τύποι των ωραίων γυναικών – για τα κοινά τα γούστα.

    Οι γυναίκες αυτές ή είναι ανούσια αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες, […] έχουν κάτι το κοινό και το χυδαίο. […] Δεν έχουν απάνω τους καμιά αρχοντιά, καμιά ένστικτη λεπτότητα. Δεν είναι «κυρίες». Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες. Από δε την Ευρώπη έχουν πάρει την ελευθερία των ηθών – και ίσως τίποτα άλλο. […] Δεν έχουν την ένστικτη αποστροφή των ευγενικών γυναικών προς το χυδαίο και το ταπεινό […] αγαπούν την κουρκουσαριά, τις φράσεις με τις διπλές έννοιες, τ’ αλατισμένα αστεία.

    Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει τα μεσοφόρια, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα, έχοντας κάτι το άφθονο όπως οι γυναίκες του Ρούμπενς, με μεγάλα μαύρα ματόκλαδα, κάτω από τα οποία γλαρώνει ο ηδονισμός, προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους. […]

    Αυτές είναι οι γυναίκες που φαίνονται παντού στη σημερινή Αθήνα […] αυτή που δίνει τον τόνο, που εμφανίζεται ως τύπος, είναι η γυναίκα της Ανατολής. Ο άλλος, ο τύπος της νέας Αθηναίας, ο οποίος είχε αρχίσει να διαπλάσσεται από το κλίμα της Αττικής, χάθηκε μέσα σ’ αυτή την πλημμύρα των γυναικών της Ιωνίας και του Βοσπόρου. Κάπου – κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο, ωραίες σιλουέτες που κινούν το θαυμασμό: είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες. Οι γυναίκες της Ανατολής κατέχουν σήμερα το πεζοδρόμιο και επιβάλλονται στο γούστο των κοινών με τα ζωηρά τους χρώματα, το αφρώδες δέρμα τους, τις προκλητικές καμπύλες, τα ηδυπαθή μάτια και το κάτι εκείνο το πολύ μελωμένο που αποστάζουν και που φέρνει ένα πλατάγισμα γλώσσης σ’ εκείνους που τις κοιτάζουν – όπως φέρνει το γλύκισμα που ορέγεται κανείς να φάει ή που μόλις το έφαγε…»!

    Ο Ουράνης δεν αποτελούσε εξαίρεση· επένδυσε απλώς με συγγραφική μαεστρία την αντιπροσφυγική αντίληψη μιας σεβαστής μερίδας της γηγενούς κοινωνίας, αντίληψη που εξέφρασε στα 1928, με ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, ο εκδότης της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος, στο γνωστό αντιπροσφυγικό άρθρο του: «Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».

    Σίγουρα θα υπήρξαν πολλές οργισμένες αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά των προσφύγων. Τέσσερις μέρες μετά, στις 14 Ιουλίου 1923, η εφημερίδα φιλοξένησε απάντηση του αναγνώστη Κ.Αθ., που από την επιστολή του φαίνεται πως ήταν γηγενής Αθηναίος, άνθρωπος με μόρφωση και ευαισθησία και πήρε μέρος ως στρατιώτης στη μικρασιατική εκστρατεία. Τις εντυπώσεις του Ουράνη για τις γυναίκες της Ανατολής τις θεωρεί αποτέλεσμα της δυτικολαγνείας, της προκατάληψης και της άγνοιάς του για εκείνο το κομμάτι του ελληνισμού.

    Νωπές είναι οι δικές του μνήμες από την Ελλάδα της Ανατολής: «Διπλός καημός να θυμάται κανείς τώρα εκείνην την αντικρινή, την πεθαμένη πια, Ελλάδα της Ανατολής», μιαν Ελλάδα «ζωντανεμένη, ολόστητη, ορθόστητη, λάγνα, γλυκιά, με φλογισμένη την ψυχή από τον πόθο της χαράς, με λιγωμένα μάτια από τη λαχτάρα του λυτρωμού, με ανοιχτή αγκαλιά…». Η θύμησή του τρέχει και στην Ελληνίδα της Ανατολής, που «επρόβαλε στο παραθύρι, έκοψε τα λουλούδια από τη γλάστρα της να μας ράνει, έστρωσε τα στολίδια της στο δρόμο να περάσουμε, άφησε τα δάκρυά της να κυλίσουνε πονετικά και άπλωσε τα μπράτσα της τα γραμμένα να μας χαϊδέψει τα κουρασμένα κεφάλια… Εμείς τις είδαμε τις γυναίκες της Ανατολής, εκείνες τις αλησμόνητες ημέρες της σβησμένης μας χαράς.

    Έτσι θα τις εγνώριζε ο Ουράνης τις γυναίκες της Ανατολής, αν δεν εταξίδευε διαρκώς προς δυσμάς. […] Και όταν, ξένος, αντίκρισε τις γυναίκες της Ανατολής πλαισιωμένες στο αττικόν περιβάλλον, τις έκρινε με την ψυχρή, την εύκολη, την άδικη παρατήρηση του ξένου, του περαστικού, με την απροσεξία του ανθρώπου που δεν αγαπά εκείνο που δεν το γνωρίζει, απλούστατα διότι δεν το εγνώρισε. Όλα τα μάτια δεν βλέπουν πάντα τα ίδια πράγματα. Χρειάζεται η προοπτική του χρόνου και των γεγονότων. Τις γυναίκες της Ανατολής εμείς, καθώς τις συναντούμε τώρα στο δρόμο μας, τις βλέπουμε στο βάθος μιας σκηνής γεμάτης από καπνούς μαύρους και αίματα ζεστά, χυμένα, με λυμένα τα μαλλιά να μοιρολογούν και να οδύρονται κι ανάμεσα στους λυγμούς τους να ψιθυρίζουν χορικά της πιο φρικτής τραγωδίας.

    Είναι οι γυναίκες που επόνεσαν πολύ. Κι όσο για την ταγιά τους, για τη σιλουέτα τους, για τη γραμμή τους, κοιτάζουμε λιγάκι πιο βαθιά, μεσ’ στην ψυχή, και το ’χουμε κρυφό καμάρι πως θα γενούν μανάδες μια φορά και πως το αίμα τους θα είναι και δικό μας αίμα […]».

    http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2016/12/blog-post_17.html

  104. Ο Πειραιάς στα χρόνια της προσφυγιάς: Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και δάκρυ…

    «Το λιμάνι του Πειραιά τον Σεπτέμβρη του 1922 φιλοξένησε 40.000 ανθρώπους. Το λιμάνι του Πειραιά το 2016 φιλοξένησε περίπου 6.000 ανθρώπους. Σε ένα λιμάνι πολύ μικρότερο τότε, 40.000 άνθρωποι πέρασαν και ορισμένοι εξ αυτών έμειναν και κάθε μέρα έφταναν πλοία με 4.000 και 5.000 ανθρώπους. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι πολλές. Αυτό που ζήσαμε είναι μια μικρογραφία αυτού που συνέβη το 1922». Αυτό δηλώνει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Ελένη Κυραμαργιού, ιστορικός και συντονίστρια του ερευνητικού προγράμματος «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά: από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης», που πραγματοποιεί το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Αττικής.

    Όπως τονίζει, είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς δημιουργήθηκαν οι γειτονιές στους δήμους του Πειραιά «για παράδειγμα η Νίκαια ήταν ένας έρημος χώρος, όπως και το Κερατσίνι. Η Δραπετσώνα είχε κυρίως την βιομηχανική ζώνη. Δεν ήταν κατοικημένες περιοχές, ήταν γειτονιές, οι οποίες δεν απογράφονταν», λέει. Και προσθέτει ότι το 1920 και το 1928 είχαν πάνω από 30.000 κατοίκους. «Αν σκεφτούμε ότι σήμερα στην χώρα μας ζούνε 50.000 πρόσφυγες, στην Ελλάδα το 1922 διέμεναν 1,5 εκατ. πρόσφυγες. Είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ότι αυτά που ζούνε άλλοι άνθρωποι δίπλα μας τα έχουν ζήσει δικοί μας πρόγονοι. Ακόμη και να μην τα είχανε ζήσει δικοί μας παππούδες και γιαγιάδες, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουμε διαφορετική στάση και αντιμετώπιση. Ωστόσο το γεγονός ότι αυτά που βιώνουν άνθρωποι δίπλα μας τα έχουν βιώσει και δικοί μας πρόγονοι θα έπρεπε να λειτουργεί βοηθητικά».

    Έρευνα και καταγραφή των προσφυγικών οικισμών του Πειραιά Το πρόγραμμα «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά: από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης» στοχεύει στην αποτύπωση της προσφυγικής μνήμης ιστορικά και πολεοδομικά κι έχει μια σειρά από παράλληλες ερευνητικές δράσεις. «Στην ουσία γίνεται μια αρχειακή καταγραφή του υλικού που υπάρχει στους πέντε δήμους του Πειραιά (Πειραιάς, Κερατσίνι – Δραπετσώνα, Νίκαια – Αγ. Ιωάννης Ρέντη, Πέραμα και Κορυδαλλός) σχετικά με την προσφυγική εγκατάσταση. Από την αρχή του χρόνου ψάχνουμε και μελετούμε δημοτικά αρχεία, αρχεία συλλόγων κι αρχεία οποιαδήποτε άλλου φορέα που θα μπορούσε να έχει σχέση με την προσφυγική εγκατάσταση του Πειραιά. Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε να καταγράψουμε τα στοιχεία στη Νίκαια. Υπάρχουν βέβαια δυσκολίες γιατί τα αρχεία των δήμων τις περισσότερες φορές είναι αταξινόμητα ή κατεστραμμένα. Για αυτό και ψάχνουμε και σε διαφορετικά αρχεία, όπως στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, σε ιδιωτικά αρχεία ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων για να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε και το σώμα του υλικού που χρειαζόμαστε» υπογραμμίζει η κ. Κυραμαργιού.

    Επισημαίνει ακόμα ότι στο πλαίσιο της έρευνας θα γίνει και η πολεοδομική αποτύπωση των οικισμών και μέσα από αρχειακό υλικό, χάρτες, σχέδια θα καταγραφεί η εξέλιξη των οικισμών του Πειραιά από το 1922 και μετά. «Πώς αυξάνονται, ποιοι είναι οι πρώτοι πυρήνες που δημιουργούνται, πώς εξελίσσονται και πώς μετά φτάνουμε στις πόλεις του 1970. Θέλουμε να μπορέσουμε να κάνουμε μια χαρτογράφηση των τότε προσφυγικών ροών από την Μικρά Ασία στους δήμους του Πειραιά. Η καταγραφή θα κρατήσει περίπου 16 μήνες». Δωρεάν εκπαιδευτικά σεμινάρια προφορικής ιστορίας Παράλληλα με την καταγραφή στις δράσεις του προγράμματος εντάσσονται και τα σεμινάρια προφορικής ιστορίας που θα γίνουν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου στη Δημοτική Πινακοθήκη του δήμου Νίκαιας και θα ακολουθήσει το Κερατσίνι και ο Πειραιάς. «Πρόκειται για μαθήματα για το κομμάτι της ιστορίας, το οποίο στηρίζεται στις μαρτυρίες προσώπων.

    Θα μιλήσουμε για τις μεθόδους και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη επιστήμη και πώς μπορείς να εκπαιδευτείς για να παίρνεις συνεντεύξεις», λέει η κ. Κυραμαργιού. Τα σεμινάρια μπορεί να τα παρακολουθήσει ο οποιοσδήποτε, δημότης ή μη της Νίκαιας, που θα ήθελε να ασχοληθεί και να δουλέψει αργότερα πάνω σε αυτό το θέμα. «Στόχος είναι να συγκροτηθούν ομάδες, οι οποίες με την δική μας εποπτεία και καθοδήγηση θα προχωρήσουν σε συνεντεύξεις και θα δουλέψουν επί 14 μήνες στην καταγραφή των στοιχείων σε αυτές τις περιοχές. Εμείς θέλουμε να αφήσουμε στους δήμους όλο αυτό το υλικό που θα συγκεντρωθεί.

    Για παράδειγμα ο δήμος Νίκαιας σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα μουσείο προσφυγικής μνήμης γι αυτό και θεωρούμε ότι το δικό μας πρόγραμμα μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά και επικουρικά». Η συμμετοχή στα σεμινάρια είναι ελεύθερη και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ιστορικός και συντονίστρια του προγράμματος «η ιστορική μνήμη δεν είναι θέμα να θυμάσαι ή να ξεχνάς. Δεν χρειάζεται να έχεις προσφυγική καταγωγή για να καταλαβαίνεις την κατάσταση των προσφύγων και να πιστεύεις ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος. Είναι ζήτημα πολιτικής οπτικής και προσέγγισης. Εξάλλου, όποιος θέλει να παρακολουθήσει το σεμινάριο, έχει το αρχικό ερέθισμα». Η κ. Κυραμαργιού επισημαίνει ότι στα σχέδια της ερευνητικής ομάδας είναι να ακολουθήσει η καταγραφή και έρευνα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, ώστε «να δημιουργήσουμε έναν προσφυγικό άτλαντα της Αττικής».

    Πηγή: Ο Πειραιάς στα χρόνια της προσφυγιάς: Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και δάκρυ… http://mignatiou.com/2017/03/o-pireas-sta-chronia-tis-prosfigias-kathe-limani-ke-kaimos-kathe-kaimos-ke-dakri/

  105. Σφαγές στην Τουρκία, τρόμος στην Ελλάδα

    Τα πάθη των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στη… μαμά πατρίδα

    Το κύμα προσφύγων στη Μεσόγειο τους τελευταίους μήνες, κυρίως από την κόλαση της Συρίας, είναι το μεγαλύτερο που βιώνει η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λιγότερο από έναν αιώνα πριν, όμως, οι καραβιές απελπισμένων στο Αιγαίο δεν ήταν από την εμπόλεμη Μέση Ανατολή, αλλά από ξεριζωμένους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

    Το αιματοκύλισμα του 1922, το ανείπωτο δράμα της εθνικής καταστροφής, γέννησε τον Γολγοθά των Ελλήνων προσφύγων. Που ξαφνικά βρέθηκαν «ξένοι» στον δικό τους τόπο. Η αφομοίωσή τους πέρασε διά πυρός και σιδήρου – για εκατοντάδες χιλιάδες ήταν επώδυνη, για κάποιους μοιραία.

    Οι Έλληνες πρόσφυγες μπορεί να γλίτωσαν από το μαχαίρι των Τούρκων, αλλά στην Ελλάδα ήρθαν συχνά αντιμέτωποι με δυσπιστία, λιντσαρίσματα, χυδαίες αγριότητες, ξεδιάντροπα πλιάτσικα και φονικά.
    Από τον Αύγουστο του 1922, όταν τα πρώιμα σημάδια ήταν πλέον εμφανή για το τι θα ακολουθήσει, μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, που υπογράφεται η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα περισσότεροι από 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1924, που ολοκληρώθηκε η μετακίνηση των πληθυσμών, υπολογίζεται ότι ήρθαν στην Ελλάδα 1,2 εκατ. πρόσφυγες.
    Το πρώτο διάστημα η περίθαλψη των προσφύγων αντιμετωπίστηκε με έξοδα του ελληνικού κράτους, προσφορές ιδιωτών και βοήθεια από τον αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Η Ελλάδα, όμως, ήδη υπέφερε. Βρισκόταν στη δίνη πολλών και τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων μετά την καταστροφή. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει.

    Έτσι, το 1924, με παρέμβαση του ΟΗΕ (Κοινωνία των Εθνών, τότε) η χώρα πήρε δάνειο γι’ αυτόν τον σκοπό άνω των 12 εκατ. λιρών. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στην οποία το κράτος παραχώρησε 5 εκατ. στρέμματα δημόσιων εκτάσεων – γη από απαλλοτριώσεις αλλά και από τις ιδιοκτησίες μουσουλμάνων που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμών –, προκειμένου να μοιραστούν στους πρόσφυγες.

    Η διαδικασία αποκατάστασης των προσφύγων πέρασε από χίλια κύματα. Δυστυχώς, όχι πάντα ειρηνικά και αναίμακτα. «Πονηροί» ντόπιοι βρήκαν την ευκαιρία να καταπατήσουν γη που προοριζόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι διαξιφισμοί ήταν συχνοί στις τοπικές κοινωνίες ενώ η κλιμάκωση και οι συγκρούσεις δεν άργησαν. Η Βουλή τη διετία 1924-1925 ψήφιζε διαρκώς νομοσχέδια έπειτα από αυθαιρεσίες, βιαιότητες, αλλά και δολοφονίες προσφύγων.

    Στις 7 Νοεμβρίου 1924 οι εφημερίδες της εποχής, όπως η αντιβενιζελική «Σκριπ», δημοσίευσαν ανταποκρίσεις από τη Θεσσαλονίκη με τη συνταρακτική είδηση: «Συμπλοκαί προσφύγων και εντοπίων εις το Παγγαίον και την Μυτιλήνην, οι νεκροί και τραυματίαι των αιματηρών σκηνών».

    Η ταραχώδης εκείνη μέρα σημαδεύτηκε και από συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη, όμως γι’ άλλον – άσχετο με τους πρόσφυγες – λόγο και συγκεκριμένα με τους καπνεργάτες που επιτέθηκαν σε εργοστάσιο.
    Το ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες αναφέρει:
    «Ο εντόπιος πληθυσμός του χωριού Κιούπκιοϊ (σ.σ.: Πρώτη Σερρών, γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τη σημερινή της ονομασία) της περιφέρειας Παγγαίου έχει εξεγερθεί επειδή εγκαταστάθηκαν 120 οικογένειες προσφύγων σε κτήματα ντόπιων. Η εχθρότητα των ντόπιων προς του πρόσφυγες εκδηλώθηκε χθες με τρόπο λυπηρότατο.

    (…) Χθες το πρωί οι 120 οικογένειες των προσφύγων που έμεναν σε σκηνές βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ομάδες μαινόμενου λαού του Κιούπκιοϊ. Οι ένοπλοι πολιορκητές επιτέθηκαν κι επακολούθησε αιματηρή συμπλοκή μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων. Οι εντόπιοι διεσκόρπισαν τους πρόσφυγες κι έκαψαν τις σκηνές τους. Υπάρχουν περίπου 50 τραυματίες κι εννέα νεκροί, άπαντες πρόσφυγες».

    Η έκθεση του νομάρχη
    Ο νομάρχης Σερρών, ο εισαγγελέας και ο προϊστάμενος του εποικισμού μετέβησαν επί τόπου με ισχυρές δυνάμεις χωροφυλάκων και ξεκίνησαν τις ανακρίσεις. Το πρώτο σχετικό τηλεγράφημα του νομάρχη προς τη Γενική Διοίκηση ήταν:
    «Εντόπιοι χωρικοί του Κιούπκιοϊ μετέβησαν χθες για να καλλιεργήσουν επιταχθείσα περιοχή του χωριού. Οι πρόσφυγες, όμως, του εκεί συνοικισμού τους εξεδίωξαν, κακοποιώντας κάποιους εξ αυτών. Οι ντόπιοι έσπευσαν στο χωριό τους και συγκάλεσαν και άλλους χωρικούς, οπλίστηκαν με πολεμικά και κυνηγετικά όπλα και με μαχαίρια και ρόπαλα κι εκστράτευσαν κατά των προσφύγων. Όταν έφτασαν εκεί οι ένοπλοι χωρικοί επιτέθηκαν κατά των προσφύγων.

    (…) Επακολούθησε σφοδρή συμπλοκή, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ο σοβαρός τραυματισμός 13 προσφύγων, εκ των οποίων τρεις φέρουν καίρια τραύματα από πολεμικά όπλα. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι πολλοί ελαφρότερα τραυματισμένοι. Οι πρόσφυγες, μαζί με τους τραυματίες τους, τράπηκαν σε φυγή.

    Οι ντόπιοι έμειναν κύριοι του πεδίου, επέπεσαν κατά των οικημάτων του προσφυγικού συνοικισμού και επτά μεν εκ των οικίσκων ανέσκαψαν εκ θεμελίων, 25 δε άλλους ημικατέστρεψαν, πυρπόλησαν δε και τρεις αχυρώνες. Επιτόπου μετέβη αμέσως ο Εισαγγελέας Σερρών, ο οποίος ενεργεί ακόμα ανακρίσεις. Οι αρχές διέταξαν όπως επί δεκαήμερον ανασταλεί κάθε καλλιέργεια στην περιοχή του Κιούπκιοϊ για να κατευναστούν τα πνεύματα και να γίνει εν τω μεταξύ κατανομή της γης. Οι πρόσφυγες τραυματίες διεκομίσθησαν στο νοσοκομείο Δράμας».

    Μάλιστα, από την εφημερίδα «Σκριπ» πληροφορούμαστε και το εξής στο ίδιο φύλλο: «Εκτός αυτής της συμπλοκής, έγινε κι άλλη στην Μυτιλήνη. Παρά τον Αγ. Νικόλαον της Μυτιλήνης έλαβε χώρα προχθές αιματηρή συμπλοκή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, με αφορμή την παραχώρηση στους τελευταίους προς καλλιέργεια κτημάτων διεκδικούμενων εκ μέρους των εντοπίων».

    Κομματική εκμετάλλευση
    Στα ρεπορτάζ της 8ης.11.1924 εκτιμάται ότι αυτά τα σκηνικά θα συνεχισθούν αν δεν αρθούν τα αίτια της διένεξης και δεν σταματήσει η κομματική εκμετάλλευση του ζητήματος. Οι Αρχές της Μακεδονίας διετάχθησαν να πάρουν αυστηρότατα μέτρα για την πρόληψη νέων συμπλοκών, ενώ ο Νομάρχης Σερρών Ανδρέας Μαρκέλλος έστειλε άμεσα νέο ενημερωτικό τηλεγράφημα στην Αθήνα με το οποίο δίνει και άλλες πληροφορίες για το συμβάν του Κιούπκιοϊ, «Νέα Μπάφρα». Πρόκειται για ορεινό συνοικισμό στους πρόποδες του Παγγαίου όρους, βορειοανατολικά της Πρώτης, στον νομό Σερρών. Ιδρύθηκε από πρόσφυγες που ήρθαν από την Πάφρα του Δυτικού Πόντου το 1924.

    Στους πρόσφυγες επικρατούσε αναβρασμός. Η νεοσύστατη Επιτροπή του «Συνδέσμου Αποκαταστάσεως Προσφύγων» παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο για να του επιδώσει υπόμνημα, το οποίο μεταξύ άλλων έκανε λόγο για σκάνδαλα και προειδοποιούσε:

    «Τα γνωστά στην κυβέρνηση σκάνδαλα του εποικισμού, τα άλλα παρόμοια άτοπα και οι γνωστές μεγάλες καταχρήσεις, εξεγείρουν την δημόσια γνώμη και δεν εγγυώνται την ταχεία ανόρθωση και σύντομη αποκατάσταση ημών των περιφρονημένων προσφύγων. (…) Ήδη τρίτος χειμώνας βρίσκει τους πολυπαθείς πρόσφυγες σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση. Οι πόλεμοι οι Βαλκανικοί και ο Ευρωπαϊκός και η επακολουθήσασα δυστυχώς Μικρασιατική περιπέτεια υπήρξαν για εμάς τους εξ Ανατολής κυρίως καταστρεπτικότατοι».

    Έγκυοι, ανήλικα, άρρωστοι…
    Στις 8.11.1924 έγινε στις Σέρρες διαμαρτυρία από την Παμπροσφυγική Ομοσπονδία. Την ίδια μέρα δόθηκε στη δημοσιότητα μέσω του Τύπου η επίσημη έκθεση για τα συμβάντα στο Κιούπκιοϊ, μαζί με τα ονόματα των θυμάτων. Μεταξύ άλλων έγκυοι, ανήλικα, ασθενείς:

    «Ευδοκία Κοσμαόγλου και Παρασκευή Γεωργόγλου, έγκυος εννέα μηνών, φέρουν σοβαρούς μώλωπες διά ροπάλων στους μηρούς και την ωμοπλάτη. Ελευθ. Κυριακού, 12ετής, ισχυρό κτύπημα στην οσφυϊκή χώρα».
    Διαβάζουμε επίσης ότι ο «Θ. Παρδιάδης, 55 ετών, ασθενής, εδάρη αγρίως εντός της σκηνής» και ότι «ελεηλατήθη η σκηνή Σεβαστιάδου του οποίου αφαιρέθηκαν πέντε χιλιάδες δραχμές, επίσης ηρπάγησαν χρηματικά ποσά προσφύγων ευρεθέντα εντός σκηνών».
    Κλιμάκωση…
    Τα πράγματα, όμως, είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν γενικά. Από την έρευνα που κάναμε εντοπίσαμε τις εξής ειδήσεις στον ημερήσιο Τύπο στις 8-9.11.1924:
    u «Κατά πληροφορίες εκ Γρεβενών βλαχοποιμένες επιτέθηκαν στο χωριό Κουτσικιώτη και τραυμάτισαν δυο και τον αγροφύλακα. Οι δράστες συνελήφθησαν. Ο υποδιοικητής της χωροφυλακής Χαλκιδικής τηλεγράφησε σήμερα στην Γενική Διοίκηση ότι απειλείται νέα σύγκρουση μεταξύ προσφύγων και εντοπίων για την συγκομιδή των ελιών».

    u «Και εις την Καστοριάν, εξ άλλου, τηλεγράφημα των Αρχών Καστοριάς αναγγέλλει ότι συνεπλάκησαν χθες κάτοικοι των χωριών Καισαριανής και Καλλιάνην. Επενέβησαν οι χωροφύλακες εναντίον των οποίων επετέθησαν οι χωρικοί τραυματίσαντες τέσσερις χωροφύλακες».

    u Αττική: «Χθες το πρωί χωρικοί από το Μενίδι των οποίων είχαν απαλλοτριωθεί αγροί κείμενοι παρά τη θέση “Ποδονίφτης”, για να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες και να ιδρυθεί νέος προσφυγικός συνοικισμός, μετέβησαν στους απαλλοτριωθέντες αγρούς και αφού εξεδίωξαν τους πρόσφυγες που όργωναν την γη, άρχισαν να καταστρέφουν τον οικισμό. Το αστυνομικό τμήμα όταν πληροφορήθηκε αυτά, απέστειλε επιτόπου μερικούς χωροφύλακες, αλλά οι χωρικοί αφού εξύβρισαν αυτούς επιτέθηκαν εναντίον τους. Απεστάλη νέα ενίσχυση και συνέλαβε 17 εκ των χωρικών. Κατά την κράτησή τους στο αστυνομικό τμήμα ισχυρίστηκαν ότι τα απαλλοτριωθέντα για τους πρόσφυγες κτήματα δεν ήταν τσιφλίκια, αλλά διάφοροι μικρής έκτασης αγροί που αποτελούν γι’ αυτούς τη μοναδική τους περιουσία»!

    Στις 10.11.1924 συνεδρίασε η Βουλή. Εκεί ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος προσπάθησε να κατευνάσει τους πρόσφυγες, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά: «Η κυβέρνηση συμμερίζεται πλήρως την θλίψη των προσφύγων και όλων των άλλων πληρεξούσιων. Ως έλαβε γνώση των συμβάντων διέταξε την άμεση ενέργεια ανακρίσεων προς δίωξην των πρωταιτίων».

    Ένας από τους βουλευτές που πήραν τον λόγο ήταν ο Λεωνίδας Ιασωνίδης. Εξέχουσα φυσιογνωμία του ποντιακού και προσφυγικού Ελληνισμού, που ήρθε από τον Πόντο το 1922 κι από το 1923 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Θεσσαλονίκης, ενώ διετέλεσε και υπουργός Πρόνοιας, στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το 1930-1932. Ο Ιασωνίδης, σε μια φορτισμένη ομιλία, περιέγραψε όσα υπέστησαν οι Έλληνες πρόσφυγες της Πάφρας:

    «Σατανικά χέρια επιτέθηκαν κατά άοπλων οικογενειών. Οι πρόσφυγες ήταν σε έδαφος το οποίο τους κατακυρώθηκε με κρατική απόφαση και θα ήσαν γελοίοι αν δεν έπρατταν αυτό. Επί δέκα μήνες οι πρόσφυγες του Κιούπκιοϊ παρέμεναν στην ύπαιθρο. Από 90.000 στρέμματα στη Θεσσαλία, 2.000 στρέμματα ήταν να δοθούν στους πρόσφυγες, όμως δεν εδόθησαν». Μάλιστα γνωστοποίησε ότι «σε άλλο χωριό 40 οικογένειες προσφύγων εξεδιώχθησαν αφού γκρεμίστηκαν 10 οικίσκοι και ξηλώθηκαν τα θεμέλια».

    Να σημειωθεί ότι στις 8 Νοεμβρίου («Ελεύθερον Βήμα») η επιτροπή προσφύγων κατήγγειλε στην κυβέρνηση ότι «ο εποικισμός Σερρών αφαίρεσε 300 στρέμματα καλλιεργηθείσας γης και την παρέδωσε σε επιχειρηματίες που καμία σχέση έχουν με την γεωργία».
    Στις 10.11.1924 διαβάζουμε πως στο Λοιμοκαθαρτήριο Πειραιά έγινε συμπλοκή μεταξύ φρουρών και προσφύγων, με τραυματίες. Περίπου 2.500 πρόσφυγες, που μεταφέρονταν επί μέρες με ατμόπλοιο, επιβίωναν χωρίς νερό και φαγητό. Τα επεισόδια ξέσπασαν όταν στο Λοιμοκαθαρτήριο που είχαν μεταφερθεί άρχισαν να διαμαρτύρονται για εγκληματική αδιαφορία. Απαγορεύθηκαν οι ενέσεις, ως φάρμακα πολυτελείας!

    Στον «Ριζοσπάστη» στις 25.11.1924 γίνεται λόγος για απίστευτα δράματα: «Κατά αδιαμφισβήτητου κύρους πληροφορία μας επί 150 προσφύγων σε παραμεθόριο συνοικισμό Ράπες Δράμας, οι 80 πέθαναν από το ψύχος, την πείνα και τις κακουχίες». Ομοίως το δημοσίευμα κάνει λόγο και για 90 οικογένειες άλλου συνοικισμού, που οι μισοί πέθαναν και οι υπόλοιποι διέρρευσαν σε γειτονικά χωριά: «Οι δυστυχείς, ελλείψει παπά θάπτουν τους νεκρούς τους μόνοι τους, το δε τραγικότερο όλων είναι ότι ούτε καν φτυάρια έχουν οι συγγενείς των νεκρών για να τους θάψουν».

    Και συνεχίζει: «Σε οικισμό της Καβάλας επί 500 κατασκηνωμένων οικογενειών, εντός μόνο 20 ημερών πέθαναν 60, διότι οι περισσότεροι ήρθαν από το Λοιμοκαθαρτήριο κι έπασχαν από δυσεντερία. Ο περίφημος νομάρχης Καβάλας τούς παρέδωσε με βρισιές κιόλας 50 σκηνές έναντι των 900 που χρειάζονταν. Και παραμένουν έξω από την Καβάλα στην ύπαιθρο, τελείως άστεγες πάνω από 1.000 οικογένειες, αφημένες στο έλεος του υψίστου. Απαγορεύεται η χρήση ενέσεων κινίνης στην περιφέρεια Καβάλας από το υγειονομικό προσωπικό στους πάσχοντες από κακοήθη πυρετό πρόσφυγες, διότι οι ενέσεις θεωρούνται φάρμακα πολυτελείας».

    Μόνο τους πρώτους εννέα μήνες το 1922-23 υπολογίζεται ότι πέθαναν 70.000 πρόσφυγες. Σε άρθρο του ο πολιτευτής του Φιλελεύθερου Κόμματος Εξηντάρης, στο «Ελεύθερον Βήμα» της 8ης.8.1923, γράφει: «Ο προηγούμενος βαρύς χειμών εθέρισε κατά χιλιάδας τον προσφυγικόν κόσμον, ιδιαιτέρως τα βρέφη και τα μικρά παιδία, εις βαθμόν ώστε εις πολλάς περιφερείας, να μην δύναται να συναντήση τις ουδέ ένα παιδί κάτω των τριών ετών».

    Στην ίδια εφημερίδα, στις 10.11.1924, υπάρχει αγωνιώδες κεντρικό σχόλιο με τίτλο «Αι αδελφοκτόνοι συρράξεις»: «Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων κι εντοπίων σημείωσαν ήδη τραγική επέκταση σε διάφορες περιφέρειες του κράτους. Και δώσανε μάλιστα λαβή σε μια άθλια εκμετάλλευση κομματικού περιεχομένου. (…) Οι πρόσφυγες θα μείνουν στην Ελλάδα. Αυτό διέταξε η μοίρα τους και η μοίρα μας. Εκείνοι έχασαν τα πάντα εξαιτίας μας. Εμείς θα υποστούμε ορισμένες ανωμαλίες μέχρι της οριστικής τους εγκατάστασης. Ανάπτοντες την πυρκαϊάν της αδελφοκτονίας μέσα στον στενόχωρο οίκο μας, χειροτερεύουμε την κατάσταση».

    Το 1923-24 στις προσφυγικές κατασκηνώσεις της Θεσσαλονίκης 320 άτομα πέθαναν από ελονοσία, ενώ προσφυγικοί οικισμοί σε Γιαννιτσά, Κιλκίς, Κατερίνη έχασαν το 20% του πληθυσμού τους, λόγω ελονοσίας, τύφου και δυσεντερίας.

    Απάνθρωπες δοκιμασίες για χρόνια στην ίδια τους την πατρίδα…

    http://www.topontiki.gr/article/141153/sfages-stin-toyrkia-tromos-stin-ellada

  106. Ο ερχομός των προσφύγων στα Χανιά

    prosfiges

    «Στα Χανιά εγκαταστάθηκαν πριν το 1922 περίπου 850 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα Δωδεκάνησα για τη στέγαση των οποίων επιτάχθηκαν 33 ιδιωτικά κτίρια», γράφει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης.

    «Στις αρχές Αυγούστου του 1922 έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος Σεπτεμβρίου στα Χανιά βρίσκονταν 17.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά κενά κτίρια, ενώ μέρος τους μεταφέρθηκε σε χωριά του νομού. Καθώς ο αριθμός τους ήταν μεγάλος για τις δυνατότητες του τόπου, αναχώρησαν σταδιακά είτε για το Ηράκλειο είτε για άλλα μέρη της Ελλάδας.

    »Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νομό Χανίων 11.021 πρόσφυγες από τους οποίους οι 9.052 στην πόλη των Χανίων. Κατά το πρώτο διάστημα σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά σε οικισμούς κοντά στα Χανιά, όπως στη Σούδα, τον Αλικιανό, το Καστέλλι Κισσάμου και το Μάλεμε. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται περίπου 10.000 πρόσφυγες στο νομό Χανίων. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 8.246 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 6.925 στην πόλη των Χανίων και 772 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Κυδωνίας. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 21,5% του συνολικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων το 1928. Επίσης απογράφηκαν 262 πρόσφυγες στη Σούδα και 151 στα Τσικαλαριά.

    »Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στο νομό Χανίων ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 1.450 οικογένειες (5.892 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 1.050 (4.108 άτομα).

    »Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά προέρχονταν από οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, η Σμύρνη, το Αϊδίνι και το Μελί».

    Μαρτυρίες από τον ερχομό των Μικρασιατών στην Κρήτη

    prosfiges-1922-mikrasiatiki-katastrofi-ellada-ellines-egkatastasi-6

    Ανδριάννα Ψάλτη:

    “…Με ντουντούκα, ενημέρωσαν τους πρόσφυγες πως το καράβι θα πήγαινε στα Χανιά «ένα μέρος που είναι αγρότες». Η μάνα της το αποφάσισε να συνεχίσουν, παρόλο που στο πλοίο τους είχαν σαν σκυλιά…

    «Μας βγάλαν στ’ ανοιχτά των Χανίων. Με βάρκες φτάσαμε στο λιμάνι. Εκεί λοιπόν ήταν επιτροπές, κόσμος μαζεμένος κι ανάμεσα σκοτωμένοι -χέρια, πόδια, κεφάλια ανθρώπων, περνούσαμε ανάμεσα για να περάσουμε. Και τότε λέει ένας: «Φώναξε ένα κάρο από αυτά τα μακριά να στείλουμε στο μετόχι του Τούρκου έξι γυναίκες και τα παιδιά τους να μείνουνε εκεί». Πήγαμε με το κάρο μακριά από τα Χανιά. Και εκεί, στο μετόχι, είχανε κλέψει πόρτες, παράθυρα, είχε τρύπες στο πάτωμα», λέει η κ. Ασπασία. «Νυστάξαμε εμείς, πέσαμε, βγάλανε οι γυναίκες ο,τι δεύτερο ρούχο φορούσανε και μας σκεπάσανε. Τα μεσάνυχτα λένε οι γυναίκες, ακούνε τη σκάλα, τακ-τακ, έναν θόρυβο. Αυτές φοβήθηκαν. Κάθισαν στον τοίχο ένα κουβαράκι, αρχίσαν τα θρησκευτικά. Και τότε, λένε, βγαίνει μια χανούμισσα νύφη στολισμένη στα ολόχρυσα ντυμένη και προχώρησε στο δωμάτιο. Έκανε μια βόλτα πάνω από τα κεφάλια μας και μετά χάθηκε. Οι γυναίκες το πήραν σαν κακό σημάδι για εμάς τα παιδιά. Και την άλλη μέρα πήγαν στην επιτροπή να αλλάξουν μέρος διαμονής από αυτό το στοιχειωμένο μετόχι. Η επιτροπή τους απάντησε «Είστε τρομοκρατημένες, γι’ αυτό βλέπετε οράματα». Αλλά ήταν εκεί ένας λεβεντάνθρωπος, κρητικά ντυμένος και τους είπε πως «δε λένε ψέματα οι γυναίκες. Σε αυτό το μετόχι ζούσε ένας Τούρκος που ήτανε να αρραβωνιάσει την κόρη του. Αλλά έκανε μια βόλτα στον κήπο και την δάγκωσε φίδι. Μπορεί να την έχει θάψει εκεί…» Και τότε η επιτροπή πείσθηκε…».

    Η αντιμετώπιση των ντόπιων στους Μικρασιάτες δεν ήταν και η καλύτερη. «Μας φώναζαν «σφίγγες». «Ανάθεμά σας ήρθατε εσείς και χάσαμε τσι καλοί μας γειτόνοι τσι Τούρκοι», μας λέγανε. Δεν μας ήξεραν οι άνθρωποι…», δικαιολογεί η κυρία Ασπασία.

    ta-xania-upodexontai-tous-prosfuges-tou-22

    Σύντομα, στα Χανιά βρήκαν έναν οικογενειακό φίλο από τα Βουρλά. «Είπε στη μάνα μου πως η αδερφή της ήταν στο Ηράκλειο. Είχαμε χαθεί στο διωγμό. Και τότε αποφασίσαμε να έρθουμε… Όχι μόνο εμείς, πολύς κόσμος».

    Μείνανε στον λεγόμενο «τεκέ» κοντά στο λιμάνι –εκεί είχε τουλάχιστον δουλειές για τους ταλαιπωρημένους, αλλά ικανούς πρόσφυγες. Σε ένα δωμάτιο βρήκε καταφύγιο ολόκληρη η οικογένεια. «Έμεινα εκεί 15 χρόνια. Από εκεί έφυγα νύφη και μετά μας έδωσαν ένα σπίτι στον συνοικισμό που χτίσανε», θυμάται.

    Περάσανε τα χρόνια, αγαπήσανε πολύ με τους Κρητικούς. Την κυρία Ασπασία άμα τη ρωτάς «Από πού είσαι;», σου λέει «Μικρασιάτισα. Πατρίδα μου είναι τα Βουρλά». Αλλά θα σου πει και την μαντινάδα που έγραψε η ίδια: «Εγώ λέω δεν είμαι από δω. Είμαι από Μικρασία. Στην Κρήτη εμεγάλωσα και για μενα η Κρήτη έχει μεγάλη αξία…Κρήτη μου όμορφο νησί, δε θέλω το κακό σου, γιατί χρόνια πατώ το χώμα σου και πίνω το νερό σου…»

    Με τους ντόπιους απέκτησαν γρήγορα πολύ καλή σχέση. “Οι Κρητικοί εδώ δεν ξέρανε από γλυκά και νοικοκυριό. Άμα έμπαινες στα σπίτια από τη μια ήταν το γουρούνι, από την άλλη η κατσίκα και κοιμόταν μέσα στον αχυρώνα οι άνθρωποι. Λέγαμε μάλιστα τότε, όλοι φοράνε ποδιά, μπακάληδες είναι;Η μητέρα μου είχε βγάλει γυμνάσιο στην Μικρά Ασία. Ήταν μορφωμένη. Αυτή τους έμαθε κι εργόχειρο, τους έμαθε κεντήματα, τους έμαθε διάφορα από αυτά…”, εξηγεί.

    Ο κύριος Στέλιος δεν πήγε καθόλου σχολείο. Βοηθούσε τον πατέρα του στα χωράφια. Όταν πήγε στρατό, ανακάλυψε τη μουσική, στην οποία αποδείχθηκε πως είχε έφεση. Για πολλά χρόνια έπαιζε μουσική, μπουζούκι, μπαγλαμά, λύρα, όλα τα έγχορδα σε ολόκληρη την Κρήτη…

    “Οι γονείς μου θέλανε να γυρίσουν. Όλο “Καλή πατρίδα” λέγανε… Την μικρή εκκλησία της Παναγίτσας στο Ηράκλειο οι Μικρασιάτες τη φτιάξανε για να θυμούνται. Ξύλινη ήταν στην αρχή. Κι επειδή δεν είχαν χρήματα, είχαν υπογράψει γραμμάτεια για την ξυλεία…”, λέει ο κύριος Στέλιος.

    Κωστούλα και Μαρία Καφούση:

    Κλέαρχος και Κωστούλα Γκοζάνη. Ο Κλέαρχος γεννήθηκε στα Βουρλά και ήρθε παιδί στο Δαράτσο Χανίων

    Με τρεις άνδρες της οικογένειας νεκρούς, η μάνα με τις 5 κόρες της έπρεπε να σκεφτεί την επιβίωση… “Μία αδερφή μου παντρεύτηκε και ήρθε εδώ στην Κρήτη το 1925. Μας έγραψε λοιπόν ένα γράμμα και ήρθαμε κι εμείς. Στην Αλικαρνασσό, λίγο έξω από το Ηράκλειο. Μας δώσανε ένα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό και μέιναμε εδώ. Δύο δωμάτια είχε και ένα μπάνιο στο βάθος, μακριά-μακριά…Η Αλικαρνασσός τότε ήταν ερημιά. Και ξέρεις από πού φέρναμε νερό για τις ανάγκες μας; Από τα πηγάδια του Κατσαμπά, πολύ μακριά.. Πλέναμε και τα ρούχα μας εκεί στον ποταμό γιατι νερό εδώ δεν είχαμε. Υποφέραμε πολύ.”.

    Όταν τη ρωτάμε τι θυμάται από τους ντόπιους μας λέει γελώντας “Εδώ πρώτα, στο Ηράκλειο αντί για πασατέμπο τρώγανε κουκιά μικρά. Μετά που ήρθανε οι Μικρασιάτες μάθανε τσι πασατέμποι…”, μας λέει.

    Η μικρή Δέσποινα φοίτησε ως την Πέμπτη τάξη του Δημοτικού και μετά έγινε μοδίστρα. “Κάναμε παρέα με πρόσφυγες κυρίως. Και οι γάμοι το επιδίωκαν να είναι μεταξύ προσφύγων. Γι’ αυτό κι όταν κανείς παντρευότανε, ή καμιά αρραβωνιαζότανε, ρωτούσαν «πήρε δικό μας ή ξένο;» Τους κρητικούς δεν τους θέλανε, θέλανε όλο πρόσφυγες”, τονίζει.

    Όλες οι αδερφές ήταν αγαπημένες και μονιασμένες. “Ο πόνος και η θλίψη ενώνει και δένει τους ανθρώπους. Ο πόνος σε φέρνει κοντά γιατί πρέπει να επιβιώσεις και δε σου μένει άλλος δρόμος από το να ενωθείς και να δέσεις, να σφιχτείς μαζί…”, λέει η ανιψιά της κυρίας Δέσποινας, Γεωργία Χατζηπαναγιώτη, μικρασιάτισα τρίτης γενιάς που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. “Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Μενεμένη της Μικράς Ασίας και η μητέρα μου στο Κουιτζάκι , που είναι κοντα στην Έλασσο, ένα παραθαλάσσιο χωριό. Και ο άνδρας μου ήταν μικρασιάτης -οι γονείς του ήταν από την παλιά Αλικαρνασσό, από το Πετρούμι. Εμείς μεγαλώσαμε με τις ιστορίες των μεγαλύτερων για την πατρίδα. Μου άρεσε πάρα πολύ και άκουγα τη μητέρα μου, τους θείους μου και τα πεθερικά μου και έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα”, μας λέει.

    Η κυρία Γεωργία έχει καταγράψει τις ιστορίες που της έλεγαν η γιαγιά της και η πεθερά της. “Το μαρούλ μπαξέ ήταν ένας κήπος γεμάτος μαρούλια. Εκεί λοιπόν είχε και ένα κέντρο μέσα με καρέκλες , με τραπεζάκια, με καθαρά τραπεζομάντηλα και πηγαίνανε εκεί και οι επιστάτες βγάζανε τα μαρούλια. Τα έπλεναν στο μαγκανοπήγαδο και τα προσφεραν στους πελάτες μαζί με πιατάκια κι ένα μεγάλο πιάτο με ζάχαρη. Βάζανε στα πιατακια τους ζάχαρη, βουτούσαν τα μαρούλια και τα τρωγαν . Σέρβιραν και γλυκά του κουταλιού. Μαστίχα και λουκούμια. Όσοι ήθελαν έπιναν ούζο με μεζέδες παστουρμά και κοπανιστή. Επίσης, στις περισσότερες οικογένειες στην πατρίδα άρεσε να πηγαίνουν τις Κυριακές στην εξοχή. Η Ελασσο είχε πολύ ωραία μέρα, οι μπαξέδες της ήταν ξακουστοί, στα περιβόλια είχαν φυτέψει πολλές λεμονιές που έκαναν λεπτόκλαδα και ζουμερά λεμόνια. Τον καιρό της ανθοφορίας μοσχοβολούσε ο τόπος . Οι ομορφιές της ήταν άπιαστες, ο κάμπος ήταν γεμάτος πράσινη χλώρη, γέμιζαν τα μάτια σου πράσινο. Ευλογημένος τόπος λες κι ο Θεός είχε ακουμπήσει το χέρι του εκεί…”, μας διαβάζει για να μας πει μετά:

    “Ο παππούς ήταν μερακλής, του άρεσαν οι διασκεδάσεις και το καλό ντύσιμο. Ήταν κουβαρντάς και γαλαντόμος πάντα μας έλεγε . “Όταν παίρνεις γεμίζουν τα χέρια σου, όταν δίνεις γεμίζει η ψυχή σου”. Ήταν πάντα πρόθυμος και κεφάτος, είχε ωραία κορμοστασιά και του πήγαινε το σαλβάρι. Πάντα φορούσε κατάσαρκα το κεμέρι ( μια πολύ φαρδιά ζώνη στην οποία έδεναν όλα τα πολυτιμα αντικείμενα που είχαν κι ετσι τα προστάτευαν) . “Νενέ αγαπούσες πολύ τον παππού;” την είχε ρωτήσει η μικρή αδερφή μου Μέλπω. Γιατι όλο γι’ αυτόν μιλάς. Εμείς παιδί μου αγαπιόμασταν πολύ ,από εκεινες τις αγάπες που δεν βρισκεις όσο κι αν γυρέψεις . Σε εμάς, η γνώμη του άντρα μας ήταν νόμος το σπίτι μας ήταν δεύτερο σχολείο , υπήρχε σεβασμός . Το σπίτι πρέπει να είναι ειρηνικός τόπος ανάπαυσης και παρηγορίας έλεγε ο παππούς. Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από την οικογενειακή μας ζωή.

  107. Λου Γιουρένεκ: «Η Ελλάδα δεν έχει συμβιβαστεί με την καταστροφή της Σμύρνης»

    Εμυ Ντούρου

    Ο Λου Γιουρένεκ είναι συγγραφέας και καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Πριν από λίγες ημέρες επισκέφτηκε την Ελλάδα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Η μεγάλη φωτιά» (εκδόσεις Ψυχογιός).

    Το βιβλίο αφορά το χρονικό της διάσωσης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κατά την καταστροφή της Σμύρνης από έναν Αμερικανό πάστορα, τον Εϊσα Τζένινγκς, ο οποίος όπως απέδειξε η ιστορία βρέθηκε από τύχη στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή.

    Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την ιστορία του Εϊσα Τζένινγκς;

    Ξεκίνησα το βιβλίο σε μια προσπάθεια να απαντήσω στο ερώτημα ποιος ήταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Ηταν εκείνος που οργάνωσε τη διάσωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως Ελλήνων, μια ιστορία που ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν. Μέσα από την έρευνα έμαθα για την εκπληκτική πόλη της Σμύρνης, η οποία είχε τη δική της συναρπαστική και σημαντική θέση στην Ιστορία. Η Σμύρνη ήταν μια ιστορία από μόνη της που έπρεπε να ειπωθεί. Συνεχίζοντας την έρευνά μου σε αρχεία πέντε χωρών και αφού πραγματοποίησα πολλές επισκέψεις στην Τουρκία, είδα τη δράση του Τζένινγκς και τη Σμύρνη στο πλαίσιο εκείνης της εποχής. Πρόκειται για μια ιστορία γενναιότητας, βίας, άτακτης διπλωματίας και επιβίωσης. Το κάψιμο της Σμύρνης ήταν το αποκορύφωμα της δεκαετούς γενοκτονίας εναντίον Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων. Είναι μεγάλη τιμή για μένα να μιλώ γι’ αυτή την ιστορία. Οι λεπτομέρειές της είναι ελάχιστα γνωστές και στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ηθελα να αφηγηθώ μια πραγματική ιστορία βασισμένη σε αξιόπιστα έγγραφα. Ελπίζω να τα κατάφερα.

    Πώς θα περιγράφατε τον Εϊσα Τζένινγκς;

    Ηταν μεθοδιστής ιερέας, ένας άνθρωπος θρησκευόμενος που ήθελε να ζήσει μια ζωή προσφοράς στον συνάνθρωπό του. Είχε αίσθηση του χιούμορ και ήταν διασκεδαστικός παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Παρά το γεγονός ότι ήταν ελαφρώς παραμορφωμένος και υπέφερε από τις μόνιμες επιπτώσεις της νόσου του Ποτ και της αδύναμης καρδιάς του, υπήρξε θαρραλέος άνθρωπος. Ηταν θέμα συγκυρίας –της μεγαλύτερης στη ζωή του– το ότι βρέθηκε στη Σμύρνη τη στιγμή της καταστροφής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν μέλος του αμερικανικού ιεραποστολικού κινήματος που έστειλε πολλούς άντρες και πολλές γυναίκες στην Τουρκία τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ισως να ήταν ο τελευταίος του κινήματος που έδρασε στην Τουρκία.

    Μπορεί μόνο ένας άνθρωπος να σώσει τον κόσμο;

    Ο Τζένινγκς με τη βοήθεια δύο ναυτικών αξιωματικών –ενός Αμερικανού και ενός Ελληνα– απέδειξε ότι μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει διαφορά στην Ιστορία. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι –ίσως εκατομμύρια σήμερα– οφείλουν τη ζωή τους στον Τζένινγκς. Στην περίπτωσή του η πηγή της δύναμης ήταν η πίστη του στον Θεό, ενώ η υπομονή και η βοήθεια της συζύγου του τον γλίτωσαν από μακρά σειρά σοβαρών ασθενειών προτού φτάσει στη Σμύρνη. Εκείνη έσωσε τη ζωή του, δίνοντάς του την ευκαιρία να σώσει ο ίδιος τη ζωή πολλών άλλων ανθρώπων.

    Είναι γνωστή η προσφορά του Εϊσα Τζένινγκς στη χώρα σας;

    Οχι, αυτά που έκανε ο Τζένινγκς δεν είναι γνωστά στις ΗΠΑ και είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι έχει ξεχαστεί το όνομά του. Το επίτευγμά του θα έπρεπε να βρίσκεται στα αμερικανικά βιβλία ιστορίας. Ηταν άνθρωπος υψηλών ιδανικών και ισχυρής πίστης.

    Η προσφορά του Εϊσα Τζένινγκς μου θύμισε εκείνη του Οσκαρ Σίντλερ, του Γερμανού επιχειρηματία που έσωσε 1.200 Εβραίους από το Ολοκαύτωμα.

    Πράγματι. Και οι δύο βρίσκονται στο επίκεντρο ιστοριών που είναι τόσο τρομερά σκληρές και αποτελούν έμπνευση για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

    Συνδέεται η αρμενική και ποντιακή γενοκτονία με το Ολοκαύτωμα;

    Ναι. Το γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα επηρεάστηκε από γεγονότα στην Τουρκία εκείνη την εποχή. Οι γενοκτονίες ακολουθούν ορισμένα πρότυπα και προκύπτουν από ορισμένες αιτίες – και σε αυτό το σημείο οι γενοκτονίες αυτές έχουν ομοιότητες. Η λέξη γενοκτονία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από έναν Εβραίο μελετητή για να περιγράψει την εμπειρία των Ελλήνων στην Τουρκία στις αρχές του 20ού αιώνα.

    Πόσο κράτησε η έρευνά σας;

    Πέντε χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα ταξίδεψα πέντε φορές στην Τουρκία. Περπάτησα την προκυμαία της Σμύρνης με οδηγούς παλιούς χάρτες και λεπτομερείς αφηγήσεις και ταξίδεψα στα μεγάλα πεδία μάχης του ελληνοτουρκικού πολέμου. Στάθηκα στην καρβουναποθήκη από την οποία ο Κεμάλ ξεκίνησε την επίθεσή του εναντίον των Ελλήνων στο Αφιόν Καραχισάρ. Έκανα συνεντεύξεις με Τούρκους στρατιωτικούς και μελετητές. Φυσικά έκανα πολλά ταξίδια και στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία. Πέρασα πολλές εβδομάδες ψάχνοντας στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που αφορούσαν την Τουρκία. Τα αρχεία αποτελούν μια πλούσια πηγή πρωτογενών πληροφοριών για το κάψιμο της Σμύρνης. Επίσης ήρθα σε επαφή με την προσωπική αλληλογραφία και τα ημερολόγια των ανθρώπων που έζησαν από κοντά τα γεγονότα.

    Το αμερικανικό αναγνωστικό κοινό έχει την ανάγκη να μάθει για την καταστροφή της Σμύρνης;

    Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει για τη Σμύρνη και τα σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή της, καθώς και για ό,τι ακολούθησε. Τα γεγονότα της Σμύρνης ήταν το τελευταίο βίαιο επεισόδιο της δεκαετούς γενοκτονίας που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια Έλληνες, Αρμένιους και Ασσύριους.

    Ποια είναι η εντύπωσή σας σχετικά με τον τρόπο που οι Έλληνες αντιμετωπίζουν την ιστορία της Σμύρνης;

    Ως ξένος παρατηρώ ότι η Ελλάδα δεν έχει συμβιβαστεί πλήρως με τα γεγονότα της Σμύρνης και ό,τι ακολούθησε. Φαίνεται πως υπάρχει μια επιβεβλημένη σιωπή σχετικά με το θέμα και η εθνική συζήτηση για το τι συνέβη, τουλάχιστον κατά την εκτίμησή μου, δεν έχει γίνει ακόμη. Κάποιος παράγοντας, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, εμποδίζει να ανοίξει η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα. Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στην περίπτωση των Εβραίων και των Αρμενίων. Οι γενοκτονίες τους βρίσκονται στο επίκεντρο της ταυτότητάς τους και των σύγχρονων ιστοριών. Ενθαρρύνουν τη μελέτη, τη δημοσίευση και τη συζήτηση των γενοκτονιών τους.

    Πιστεύετε ότι μπορεί να λειτουργήσει μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπως η Σμύρνη ή μιλάμε για ουτοπία;

    Η Σμύρνη λειτούργησε ως πολυπολιτισμική κοινωνία για πολύ καιρό, τουλάχιστον πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Φαινόταν να διαθέτει ένα παραδοσιακό πνεύμα ανοχής, ευημερίας και φωτισμένης ηγεσίας. Νομίζω ότι ο ρόλος της ευημερίας στη Σμύρνη δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Ηταν μια πλούσια πόλη για τους Ελληνες, τους Τούρκους, τους Αρμένιους και σε μικρότερο βαθμό για τους Εβραίους. Υπήρχε μια ταυτότητα στη Σμύρνη που ενθάρρυνε την ανοχή και τις φιλελεύθερες απόψεις. Η Σμύρνη, ωστόσο, δεν ήταν ουτοπία και θα ήταν εύκολο να μυθολογηθεί ως μια πλήρως ανεκτική κοσμοπολίτικη πόλη. Αντιμετώπιζε προβλήματα που ανέκυπταν ανάμεσα στις θρησκευτικές ομάδες και μερικές φορές τα προβλήματα αυτά ξεσπούσαν βίαια. Αλλά ήταν ως επί το πλείστον μια ανεκτική και εξέχουσα πόλη. Μια πόλη με εξαιρετική ενέργεια.

    Οι καταρρέουσες αυτοκρατορίες έχουν την ανάγκη να τιμωρήσουν τις μειονοτικές κοινότητες;

    Νομίζω ότι οι καταρρέουσες αυτοκρατορίες αντιμετωπίζουν ένα είδος συλλογικής ανησυχίας και στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το άγχος έγινε θανάσιμο όταν άρχισε να αντιμετωπίζει τους χριστιανούς ως αποδιοπομπαίους τράγους.

    http://www.documentonews.gr/article/loy-gioyrenek-h-ellada-den-exei-symbibastei-me-thn-katastrofh-ths-smyrnhs#.WVafAK8HM5o.facebook

  108. Τότε, γιατί μας δέρνατε ορέ… «Έλληνες» ;
    31.8.17
    Τότε, γιατί μας δέρνατε ορέ… «Έλληνες» ;

    Υπάρχει κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα θυμάμαι. Η προσπάθεια κάποιων να απαλειφθεί η γλώσσα των προγόνων μου, η «Ποντιακή».

    Δάσκαλοι από Πελοπόννησο κυρίως, κι από νησιά, τη Στερεά, την Ήπειρο κι αλλού. Μα, απ’ όπου κι αν ήταν, δεν υπήρχε ανάμεσά τους ούτε ένας Πόντιος «δικός» μας. Ήταν όντως τυχαίο;
    «Πείτε στους δικούς σας στο σπίτι να σας μιλάνε ελληνικά, όχι ποντιακά». Και ήταν «διαταγή!».
    Όποιο παιδί ξεχνιόταν και συλλαμβανόταν να μιλάει ποντιακά, τιμωρούνταν παραδειγματικά. Ξύλο με βέργα από μουριά στα πόδια, μπροστά σε όλο το σχολείο, λες και αναπαρίσταναν εκτέλεση.

    Κατατρομαγμένοι εμείς τα παιδιά, το λέγαμε στους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Μα οι ταλαίπωροι, δύο γλώσσες ήξεραν μονάχα. Τουρκικά και ποντιακά. Τα τουρκικά τα μισούσαν όσο τίποτε. Έμεναν μονάχα τα.. «απαγορευμένα» ποντιακά. Πώς να μάθουν και «καθαρευουσιάνικα» τώρα στα γεράματα;

    Έκαναν φιλότιμες προσπάθειες, μα πάντα κατέληγαν σε λίγα λεπτά να μιλάνε πάλι τη γλώσσα τους.
    «Φέρον με το δίλαβον», έλεγαν ζητώντας το μεγάλο καζάνι, ή «σάρωσον το δώμαν» όταν ζητούσαν να σκουπίσεις κάποιο δωμάτιο. Αυτά γνώριζαν ως «Ρωμέϊκα» και, γενιές ολόκληρες, δεν τους άλλαξαν ούτε λέξη εδώ και χιλιετίες, ούτε καν οι Τούρκοι. Τώρα θα άλλαζαν γλώσσα; Από τους Έλληνες;
    Ναι… Έλληνες ήταν αυτοί που μας έλεγαν να ξεχάσουμε την προγονική μας γλώσσα.. Έλεγαν πως ήταν Έλληνες, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό. Είχαν επίθετα που έληγαν σε -όπουλος, -άκος, -έλης, -άκης.. μα πουθενά ένα -ίδης!

    Μάθαμε ελληνικά. Μάθαμε κι άλλες γλώσσες. Κι όμως, δεν ξέχασε κανείς μας τα ποντιακά. Τα μάθαμε από παιδιά ακόμα, τα μιλούσαμε άπαντες ανελλιπώς και το περηφανευόμαστε όλοι όσοι τα κατέχουμε και τα μιλάμε ακόμα ως σήμερα. Δεν προδώσαμε τις ρίζες μας οι Πόντιοι.. Όχι!
    «Η Ρωμανία κι αν περάν, ανθεί και φέρει κι άλλον!!!»

    http://www.tgbnews.com/2017/08/blog-post_961.html

  109. Ο Γιώργος Θεοτοκάς για τα Δεκεμβριανά: «Βλέπω μιά επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών» (Τετράδια Ημερολογίου 1939 – 1953, σελ. 529 – 530, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας , Έπαναστοιχειοθετημένη έκδοση.)

  110. To τραύμα του ξεριζωμού: Η Μικρά Ασία το 1922 και η προσφυγιά στις τέχνες και στα γράμματα

    Η τραυματική ιστορική τομή του 1922 και τα επακόλουθά της αποτυπώθηκαν κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της Γενιάς του ’30. Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στη Mικρασιατική Eκστρατεία αλλά και γηγενείς που δέχτηκαν τους εκπατρισμένους στη χώρα υποδοχής αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία προέκυψαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ | ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΜΟΥΖΗ Πηγή: http://www.lifo.gr

    Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα, μορφή από χώμα και ουρανό) Ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22 (θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο) Κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο) σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό) Διονύσης Σαββόπουλος – Σωτηρία Μπέλλου, «Ζεϊμπέκικο» από το «10 Χρόνια Κομμάτια» του Διονύση Σαββόπουλου Ηκατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η ήττα του ελληνικού στρατού το καλοκαίρι του 1922 είχαν ως τραγική συνέπεια τον ξεριζωμό των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επέδρασαν καταλυτικά σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτισμού. Σκοπός του άρθρου είναι να φωτίσει αυτήν τη λιγότερο χειροπιαστή, αλλά εξίσου σημαντική πτυχή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, απαντώντας στα παρακάτω βασικά ερωτήματα: πώς αποτυπώνονται η ζωή στη Μικρά Ασία, η Καταστροφή του 1922, ο βίαιος εκτοπισμός και η προσφυγιά στις τέχνες και στα γράμματα; Ποια είναι η σημασία των αναπαραστάσεων αυτών για την εγγραφή του αφηγήματος της Μικρασιατικής Καταστροφής στην εθνική συλλογική μνήμη και τη μετάδοση της εμπειρίας των προσφύγων στις επόμενες γενιές; Η τραυματική ιστορική τομή του 1922 και τα επακόλουθά της αποτυπώθηκαν κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της γενιάς του Μεσοπολέμου ή της Γενιάς του ’30. Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και γηγενείς που δέχτηκαν τους εκπατρισμένους στη χώρα υποδοχής αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία προέκυψαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων. Οι εκπρόσωποι αυτού του λογοτεχνικού κινήματος, έχοντας μεγαλώσει με την ντροπή της ελληνικής στρατιωτικής ήττας και τις μνήμες του ξεριζωμού, προσπάθησαν να αξιολογήσουν το υπό διαμόρφωση πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας του Μεσοπολέμου και να ανακατατάξουν τις βασικές ελληνικές αξίες και τα ιδανικά. Ο Κ.Θ. Δημαράς θα γράψει χαρακτηριστικά γι’ αυτά τα «παιδιά», γηγενείς και πρόσφυγες: «Τα παιδιά των δεκαπέντε και των δεκαοχτώ χρονών θα μεγαλώσουν ανήσυχα, ταραγμένα, χωρίς ιδανικά, χωρίς πίστη. […] Από τις αντικρινές ακτές του Αιγαίου ήρθαν άλλα παιδιά· μέσα στην ψυχή τους ζει το νοσταλγικό δράμα της χαμένης κοιτίδας. Και μεγαλώνουν κι αυτά μέσα στους καημούς και μέσα στην ταραχή». Αυτή η «σκιά στην ψυχή» κατά τον Δημαρά θα ωθήσει τους λογοτέχνες της Γενιάς του ’30 να προσεγγίσουν τα λογοτεχνικά πράγματα με σοβαρότητα, συναίσθηση της ευθύνης και ανάγκη για πίστη. Το ζητούμενο ήταν να παραμείνει ζωντανή η ανάμνηση, να διατηρηθεί με κάθε λεπτομέρεια η προσφυγική εμπειρία στη μνήμη, προσωπική αλλά και συλλογική. Σύμφωνα με την οκτάτομη Μεσοπολεμική Πεζογραφία: Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939), 13 από τους 53 συγγραφείς που ανθολογούνται προέρχονται από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη: οι Αντώνης Βουσβούνης, Γιώργος Θεοτοκάς, Θράσος Καστανάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Πέτρος Πικρός, Τατιάνα Σταύρου και Μαρία Ιορδανίδου από την Κωνσταντινούπολη, οι Κοσμάς Πολίτης και Παύλος Φλώρος από τη Σμύρνη, οι Ηλίας Βενέζης και Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί (Κυδωνίες), ο Τάσος Αθανασιάδης από το Σαλιχλί (Σάρδεις) και ο Στρατής Δούκας από τα Μοσχονήσια. Από τους νεότερους πεζογράφους θα πρέπει ασφαλώς να προστεθεί και η γεννημένη στο Αϊδίνι Διδώ Σωτηρίου. Αναλογικά, οι Μικρασιάτες ποιητές είναι αρκετά λιγότεροι και η συγκομιδή έργων σαφώς φτωχότερη. Μόλις 9 από τους 88 μεσοπολεμικούς ποιητές ανήκαν στον προσφυγικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Βουλγαρίδης και Απόστολος Μαγγανάρης από τη Σμύρνη και οι Απόστολος Μελαχρινός, Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, Αλέξανδρος Μπάρας, Κώστας Ουράνης, Ιωσήφ Ραυτόπουλος και Γιώργος Σαραντάρης, οι οποίοι είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης. Η Έρη Σταυροπούλου αποδίδει αυτήν τη δυσαναλογία στη φύση της εμπειρίας που οι πνευματικοί δημιουργοί κλήθηκαν να εκφράσουν, μιας εμπειρίας τραυματικής: «Είναι γεγονός ότι η ανάγκη να αποδοθούν οι τραγικές συνέπειες του Ελληνισμού σε μια ανεπτυγμένη αφήγηση μπορούσε να καλυφθεί μόνο με τον πεζό λόγο. Αντίθετα, ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και συναισθηματικά ισχυρότερος, χάνει στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων και στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών». Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν να παραμείνει ζωντανή η ανάμνηση, να διατηρηθεί με κάθε λεπτομέρεια η προσφυγική εμπειρία στη μνήμη, προσωπική αλλά και συλλογική. Γιώργος Σικελιώτης, «Παράγκες». Συλλογή Φωτεινής Τριανταφύλλη Αν θέλαμε να χωρίσουμε τη λογοτεχνική παραγωγή σε κατηγορίες, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις κύριες θεματικές ενότητες: 1. Την αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Μικρά Ασία 2. Την περιγραφή της Καταστροφής του 1922 και του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών 3. Την εγκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων στην Ελλάδα. Μια εκτενής αναφορά στα μυθιστορήματα κάθε ενότητας δεν είναι ασφαλώς δυνατή στο πλαίσιο αυτού του κειμένου. Ωστόσο, κάποια σημαντικά παραδείγματα αξίζει να αναφερθούν. Στην ενότητα της νοσταλγίας για τις χαμένες πατρίδες εντάσσονται η Αιολική Γη (1943) του Ηλία Βενέζη, το Στου Χατζηφράγκου (1962) του Κοσμά Πολίτη, το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962) του Φώτη Κόντογλου και το Σπορά δίχως θερισμό (1975) του Παύλου Φλώρου. Τα παραπάνω έργα αναφέρονται στη Μικρά Ασία, με τη Σμύρνη να πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από αυτά. Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη αναπαρίσταται στα μυθιστορήματα Ο Λεωνής (1940) του Γιώργου Θεοτοκά, Εκείνοι που έμειναν (1933) και Το καλοκαίρι πέρασε (1943) της Τατιάνας Σταύρου, Η φυλή των ανθρώπων (1932), Ο Χατζή Μανουήλ (1956) και Η παγίδα (1962) του Θράσου Καστανάκη και Λωξάντρα (1963) της Μαρίας Ιορδανίδου. Το τραύμα του ξεριζωμού και η απώλεια της πατρίδας έχουν ως αποτέλεσμα την απόδοση μιας εξιδανικευμένης εικόνας του τόπου προέλευσης των προσφύγων συγγραφέων, όπου η πατρίδα, εκτός από «χαμένη», γίνεται και «αλησμόνητη». Η ζωή εκεί παρουσιάζεται ονειρική και εκ διαμέτρου αντίθετη με την καταθλιπτική και γκρίζα εικόνα της καταστροφής και της προσφυγιάς. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτελεί το κύριο θέμα στα μυθιστορήματα Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα, Το νούμερο 31328 (1931) του Ηλία Βενέζη και Ματωμένα Χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου. Αν και τα τρία αυτά έργα βασίζονται σε βιωματικό υλικό και διαπνέονται από έντονο αντιπολεμικό και αντιηρωικό πνεύμα, η περιγραφή των δοκιμασιών, η αποτίμηση των γεγονότων και η απόδοση ευθυνών διαφοροποιείται από τον έναν συγγραφέα στον άλλο. Εξώφυλλo για το μυθιστόρημα Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη. Εξώφυλλo για τo μυθιστόρημα Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Ο Βενέζης, έχοντας βιώσει ως έφηβος ακόμα την επώδυνη αιχμαλωσία στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας των Τούρκων, προσπαθεί να ανασυνθέσει από μνήμης τον εφιάλτη που έζησε, προσδίδοντας ουσιαστικά στο κείμενό του τη μορφή μαρτυρίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο έργο του Δούκα, το αφήγημα του οποίου στηρίζεται στην ιστορία του πρόσφυγα Νικόλα Καζάκογλου. Στην εμπειρία ενός άλλου πρόσφυγα, του Μανώλη Αξιώτη, βασίζεται και το πολυδιαβασμένο βιβλίο της Σωτηρίου, η οποία, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους συγγραφείς, λαμβάνει σαφή ιδεολογική θέση απέναντι στα γεγονότα τα οποία περιγράφει. Γιώργος Θεοτοκάς Τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά τη διαδικασία εγκατάστασης και ενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα πραγματεύονται οι Πρώτες Ρίζες (1936) της Τατιάνας Σταύρου, η Αργώ (1936) του Γιώργου Θεοτοκά, η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, η Αστροφεγγιά (1945) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, η Παναγιά η Γοργόνα (1949) του Στρατή Μυριβήλη, το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) και οι Αδερφοφάδες (1963) του Νίκου Καζαντζάκη και η Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη (1977) της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Ήρωες των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων είναι κυρίως οι πρόσφυγες και οι γηγενείς. Ο ντόπιος ή «Παλαιοελλαδίτης» παρουσιάζεται μέσα από το φίλτρο της προσφυγικής ψυχολογίας και η τοπική κοινωνία συνήθως καταγγέλλεται για τον ρατσισμό, την επιφυλακτικότητα και την άρνησή της να ενσωματώσει τους πρόσφυγες. Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις όπου αποδίδεται μια ισορροπημένη εικόνα της σχέσης προσφύγων και γηγενών και των ευθυνών που βαραίνουν και τις δύο πλευρές, όπως στο μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) του Μυριβήλη. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και σε δύο έργα που καλύπτουν και τις τρεις φάσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, το Οι νεκροί περιμένουν (1959) της Διδώς Σωτηρίου και Τα παιδιά της Νιόβης (τ. Α’-Β’, 1988 / τ. Γ’-Δ’, 1995) του Τάσου Αθανασιάδη. Κοινός τόπος στη λογοτεχνία που αναφέρεται στην Καταστροφή και τις συνέπειές της είναι από τη μια μεριά η αναπαράσταση των προσφύγων ως ανθρώπων φοβισμένων και καταρρακωμένων από τις κακουχίες και από την άλλη η προβολή της ελληνικότητάς τους και της σύνδεσής τους με τους Ελλαδίτες «αδελφούς» τους. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο εικόνες είναι έκδηλη. Ενώ οι πρόσφυγες στερούνται στέγης, τροφής, περίθαλψης και κάποτε αξιοπρέπειας λόγω της μη αποδοχής ή ενσωμάτωσής τους στην ελλαδική κοινωνία και στο εθνικό σύνολο, εξακολουθούν να αισθάνονται και να δηλώνουν Έλληνες. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στον απόηχο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Συνεπώς, η απογοήτευση των προσφύγων ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς την ταύτιση των Ρωμιών της Μικράς Ασίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη δημόσια και έμπρακτη υποστήριξή τους στο πρόγραμμα του ελληνικού αλυτρωτισμού κατά την περίοδο 1919-1922. Η μουσική και το τραγούδι μετέδωσαν σε άλλες πληθυσμιακές, μη προσφυγικές ομάδες, καθώς και στις επόμενες γενιές, το αίσθημα της απώλειας, της νοσταλγίας και της προσφυγιάς που προξένησε η Καταστροφή του 1922. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εικόνα των Τούρκων, όπου παρατηρείται μια σαφής διάκριση ανάμεσα στους καλούς ή σε κάποιες περιπτώσεις αφελείς Τούρκους, με τους οποίους οι ήρωες συμβίωναν αρμονικά, και στον σκληρό και απάνθρωπο «εθνικό εχθρό» που οργάνωσε και εκτέλεσε τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς του μικρασιατικού Ελληνισμού. Όπως πολύ σωστά συμπεραίνει ο Μιχάλης Βαρλάς, «η λογοτεχνία παγίωσε αντιλήψεις και καθιέρωσε χαρακτήρες και αναπαραστάσεις του πρόσφυγα και του Μικρασιάτη στην ελληνική κοινωνία. […] Διαδεδομένες μέχρι σήμερα εικόνες του «Μικρασιάτη Έλληνα», του «πρόσφυγα» και του «Τούρκου» χρωστάνε πολλά στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου». Σε αυτές τις εικόνες θα προσθέταμε και εκείνη του «ντόπιου» ή «Παλαιοελλαδίτη». Ανάλογο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης διαδραμάτισαν και οι εικαστικές τέχνες, με κύριους εκπροσώπους τον Φώτη Κόντογλου, τον Σμυρνιό ζωγράφο Γιώργο Σικελιώτη και τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη, ο οποίος γεννήθηκε το 1924 στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες της Περγάμου. Ο Κόντογλου επηρεάστηκε βαθύτατα από τα γεγονότα της εποχής του. Στη ζωγραφική του όμως δεν περιγράφει σκηνές από την Καταστροφή. Εκείνο που θέλει να εκφράσει τόσο με τα γραπτά του όσο και με τους πίνακές του είναι ο καημός της προσφυγιάς που και ο ίδιος βίωσε. Ο τυφλός πρόσφυγας που ζητιανεύει (1923), η πρώτη εγκατάσταση στις παράγκες και τα προσφυγικά (1923) και η προσωπογραφία του συμπατριώτη του Νικολάου Χρυσοχόου (1924), ένα από τα πιο σημαντικά πορτρέτα της ελληνικής μεσοπολεμικής ζωγραφικής, αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του Κόντογλου να αποτυπώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Τόπος και των τριών είναι οι Ποδαράδες, η μετέπειτα προσφυγική συνοικία της Νέας Ιωνίας. Βάσος Καπάνταης, «Μικρασιατική Μα», 1968. Φωτογραφία: Δημήτρης Ταμβίσκος και Γιώργος Χατζημιχάλης. Από τον κατάλογο Βάσος Καπάνταης, Γλύπτης © Εκδόσεις Άγρα / Μουσείο Μπενάκη Το έργο, όμως, στο οποίο μορφοποιείται με ενάργεια ο καημός της προσφυγιάς είναι ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων που χρονολογείται γύρω στο 1930 και έχει πάρει κατά καιρούς διάφορους τίτλους: «Πρόσφυγες», «Έλληνες Όμηροι», «Αιχμάλωτοι» και «Κοιλάς του Κλαυθμώνος». Η σύνθεση αποτελείται από 16 άνδρες διαφόρων ηλικιών, μισόγυμνους, οι οποίοι πατούν σε χαμηλό πρασινόχρωμο λόφο, σπαρμένο με κόκαλα και νεκροκεφαλές. Η πρόθεση του Κόντογλου είναι να απεικονίσει τα μαρτύρια των προσφύγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σκελετωμένοι γέροντες στηρίζουν τους νέους που λιποψυχούν, τονίζοντας την επικοινωνία νέων και ηλικιωμένων, οι οποίοι στις δοκιμασίες και στις θλίψεις είναι ενωμένοι. Ο Γιώργος Σικελιώτης εγκατέλειψε τη Σμύρνη το 1922 μαζί με τη μητέρα του και τη μικρότερη αδερφή του, ενώ ο πατέρας του είχε πιαστεί αιχμάλωτος των Τούρκων. Μετά από μια περιήγηση σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, η οικογένεια κατέληξε στην Καισαριανή, όπου ο ζωγράφος πέρασε τα εφηβικά του χρόνια. Ο συνοικισμός της Καισαριανής και οι άνθρωποί του αποτέλεσαν την έμπνευση του Σικελιώτη. Οι νοσταλγίες και οι αναμνήσεις, οι προσδοκίες και οι ελπίδες στοιχειώνουν τις πολυσυζητημένες «Παράγκες» του της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Στα πολλά έργα του με θέμα την οικογένεια και τη μητρότητα, οι μητέρες –γήινες και στιβαρές– ανάγονται σε αρχέτυπα διαχρονικά σύμβολα προστασίας των παιδιών από τα παράλογα πάθη και τα δεινά των πολέμων και των διωγμών. Ο Βάσος Καπάνταης έστρεψε το δημιουργικό βλέμμα του στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, προσφέροντας σημαντικά μνημειακά γλυπτά, όπως η «Μικρασιατική Μα» (1968), η «Αναθηματική Στήλη» (1969), το «Ηρώο της Περγάμου» (1978) και η «Σμύρνα» (1985). Ο Καπάνταης θεωρούσε κέντρο της γλυπτικής του το σύμπλεγμα των μνημείων στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, με κυριότερο το «Ηρώο της Περγάμου», όπου η τραγωδία των μορφών τονίζεται από τα χαοτικά, τρύπια μάτια των προσώπων. Όσο για τη «Σμύρνα», ο Άγγελος Δεληβορριάς θα γράψει ότι «η προσωποποίηση της καμένης μικρασιατικής πόλης, όπου παίχτηκε το τελευταίο επεισόδιο της τραγωδίας του 1922, προβάλλει εδώ σαν θελκτική γυναικεία μορφή με την εύγλωττη επιγραφή «Σμύρνα» […] Στα καθέκαστα της μορφοπλασίας διαχέεται και πάλι ως πρωτεύον εικαστικό αίτημα η ανάγκη της θύμησης». Η μουσική και το τραγούδι μετέδωσαν σε άλλες πληθυσμιακές, μη προσφυγικές ομάδες, καθώς και στις επόμενες γενιές, το αίσθημα της απώλειας, της νοσταλγίας και της προσφυγιάς που προξένησε η Καταστροφή του 1922. Το μεσοπολεμικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό από τους πρόσφυγες και διαδόθηκε, κυρίως λόγω της εμφάνισης του φωνόγραφου στην Ελλάδα, σε ευρύτατα στρώματα της ελλαδικής κοινωνίας τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το θέμα του ξεριζωμού, των χαμένων πατρίδων και της προσφυγιάς επανέφεραν στο τραγούδι νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Απόστολος Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» (1972) σε στίχους Πυθαγόρα, ο Δήμος Μούτσης με τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» (1972) σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, ο Σταύρος Ξαρχάκος με το «Ρεμπέτικο» (1983) από την ομώνυμη ταινία τουΚώστα Φέρρη σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και ο Διονύσης Σαββόπουλος με το τραγούδι «Ζεϊμπέκικο» από τον δίσκο «Βρώμικο Ψωμί» (1972), το οποίο όμως έμεινε γνωστό από τη θρυλική φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου στην περίφημη ηχογράφηση του δίσκου «10 Χρόνια Κομμάτια» (1975). Το εξώφυλλο του δίσκου «Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου. Στο θέατρο η απήχηση του τραύματος του 1922 ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες που η εθνική θεματολογία είχε τροφοδοτήσει το πατριωτικό δράμα και την πολεμική επιθεώρηση, οι θεατρικοί συγγραφείς στέκονται αμήχανοι απέναντι στο πρόβλημα των προσφύγων. Κατά συνέπεια, «δημιουργείται μια απόσταση από τα πολιτικά πράγματα, η οποία επιτείνεται από τις συνεχείς πολιτειακές μεταβολές, τις εμβόλιμες απαγορεύσεις και την επιβολή λογοκρισίας». Αντιθέτως, η τραυματική εμπειρία της Καταστροφής και της Εξόδου των Μικρασιατών αποτυπώθηκε ευρύτατα από τον φωτογραφικό, κινηματογραφικό και εσχάτως τηλεοπτικό φακό υπό τη μορφή λευκωμάτων, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, ταινιών μυθοπλασίας και τηλεοπτικών σειρών. Οι εικόνες της φλεγόμενης προκυμαίας της Σμύρνης, των πανικόβλητων Ελλήνων, της αποχώρησης των προσφύγων και των πρόχειρων καταυλισμών τους στη χώρα υποδοχής φωτογραφήθηκαν και κινηματογραφήθηκαν αρχικά για τα Επίκαιρα της εποχής, αποκτώντας συμβολική αξία στη συλλογική μνήμη όχι μόνο των προσφύγων αλλά ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Μάλιστα, το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό του Γιώργου Προκοπίου χρησιμοποιήθηκε από τον Βασίλη Μάρο για την ταινία του η Τραγωδία του Αιγαίου (1961), η οποία αποτελεί έργο-σταθμό για το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Της ταινίας του Μάρου είχε προηγηθεί η Μαγική Πόλη (1954) του Νίκου Κούνδουρου, στην οποία για πρώτη φορά μια εξαθλιωμένη προσφυγική συνοικία των Αθηνών κοντά στη Συγγρού, το Δουργούτι, έγινε σκηνικό ταινίας, επιτρέποντας στον καλλιτέχνη να προβάλει τα άλυτα προβλήματα των προσφύγων. Αφίσα για την ταινία Συνοικία το Όνειρο που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Στο ίδιο μοτίβο νεορεαλισμού κινείται και η πολύπαθη ταινία Συνοικία το Όνειρο (1961) του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Αλέκου Αλεξανδράκη. Γυρισμένη στον Ασύρματο, μια παραγκούπολη στα Άνω Πετράλωνα φτιαγμένη από πρόσφυγες, η ταινία περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις μάταιες προσπάθειες των κεντρικών χαρακτήρων να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Όπως και στη Μαγική Πόλη, οι πρόσφυγες παραχώρησαν τα σπίτια τους για τα γυρίσματα και συμμετείχαν και οι ίδιοι ως κομπάρσοι. Το έργο, βασισμένο σε σενάριο των Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, θεωρήθηκε προϊόν κομμουνιστικής προπαγάνδας και λογοκρίθηκε σκληρά επειδή «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Τελικά, παίχτηκε στις αίθουσες –έστω και πετσοκομμένο– ύστερα από προσωπική παρέμβαση της εκδότριας Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πρώτη προβολή συνοδεύτηκε από επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στις επαρχιακές αίθουσες, ενώ στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» δεν προβλήθηκε ποτέ κατόπιν αυστηρής απαγορευτικής διαταγής. Παρά τις δυσκολίες και τις διώξεις, όμως, η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1961, ενώ ανεξίτηλο παρέμεινε στη μνήμη το τραγούδι της «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Τη δεκαετία του 1960, κατά την οποία κυριαρχεί το λαϊκό μελόδραμα, η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969) του Απόστολου Τεγόπουλου αποτελεί μία από τις ελάχιστες ταινίες μυθοπλασίας που ασχολούνται με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις συνέπειές της. Ασφαλώς, στόχος της ταινίας δεν είναι να αποδώσει με ρεαλισμό και ιστορική ακρίβεια το ζήτημα των προσφύγων αλλά να συγκινήσει τον θεατή και να τον κάνει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή, τον λαϊκό ήρωα. Στη συζήτηση για την τροφοδότηση της συλλογικής μνήμης δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι «οι λαϊκές αφηγήσεις περιέχουν κρυπτογραφημένη την αίσθηση Ιστορίας και Μοίρας». Έτσι, σε μια εποχή που στην Ελλάδα ο κινηματογράφος συνιστά το δημοφιλέστερο μέσο ψυχαγωγίας, καθώς η τηλεόραση βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, οι περίπου 400.000 θεατές που παρακολούθησαν την ταινία αποτέλεσαν τους δέκτες μιας μαζικής υπενθύμισης του δράματος των προσφύγων και των χαμένων πατρίδων. Ηλίας Βενέζης Σε αντίθεση με τα κινηματογραφικά μελοδράματα, ο Κούνδουρος θα γυρίσει το 1978 την ταινία 1922, η οποία βασίστηκε στο μυθιστόρημα Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη και συνιστά την πρώτη ρεαλιστική αναπαράσταση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής. Ο σκηνοθέτης καταγράφει τα τραγικά γεγονότα και συνθέτει ένα συγκλονιστικό ιστορικό δοκίμιο και μια καταγγελία για τη φρίκη του πολέμου, χωρίς να ξεφεύγει ωστόσο από τις στερεότυπες αναπαραστάσεις τόσο των Μικρασιατών όσο και των Τούρκων. To 1983 κυκλοφορεί στις αίθουσες το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη που αναφέρεται στη ζωή μιας ρεμπέτισσας, της Μαρίκας, ο χαρακτήρας της οποίας παραπέμπει στη Μαρίκα Νίνου. Μέσα από την ιστορία της Μαρίκας η ταινία παρουσιάζει τη ζωή των ρεμπετών, των τραγουδιστών του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων, εξετάζοντας όμως παράλληλα και το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής. Η καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία της ταινίας και της μουσικής που τη συνοδεύει την κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή και συντέλεσε σημαντικά στην αύξηση του λαϊκού ενδιαφέροντος για το ρεμπέτικο τραγούδι και τη μικρασιατική κουλτούρα γενικότερα. Ασφαλώς, στη συγκεκριμένη θεματολογία ανήκει και μια ξένη παραγωγή, η ταινία America, America (1963) του γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη και με καταγωγή από την Καισάρεια, Ελία Καζάν, η οποία περιγράφει την προσπάθεια του νεαρού Μικρασιάτη Σταύρου Τοπούζογλου να μεταναστεύσει στην Αμερική. Το έργο αγγίζει την ιστορία εκείνων που εγκατέλειψαν τη γενέθλια γη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και πραγματοποίησαν το υπερατλαντικό ταξίδι για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική. Κλείνοντας, οφείλει να αναφερθεί κανείς συνοπτικά στις τηλεοπτικές σειρές που βασίστηκαν κυρίως στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην τηλεόραση όπως το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975), η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1979), η Λωξάντρα (1980), η Αστροφεγγιά (1980), το Μινόρε της αυγής (1983) και πιο πρόσφατα τα Παιδιά της Νιόβης (2004-5) και τα Ματωμένα Χώματα (2008). Οι σειρές αυτές ουσιαστικά έφεραν σε επαφή τις νεότερες γενιές με το ζήτημα της Καταστροφής και των προσφύγων, κυρίως λόγω της αμεσότητας και μαζικότητας του τηλεοπτικού μέσου. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση τροφοδότησαν με αναπαραστάσεις και εικόνες τη συλλογική μνήμη και διαμόρφωσαν τις προσλαμβάνουσες των επόμενων γενεών, ώστε να υποδεχθούν μια ιστορική εμπειρία και γνώση διαμεσολαβημένη σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα εκφραστικά μέσα. Παράλληλα, όμως, το αφήγημα της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία δομήθηκε και έγινε τελικά αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία μια προσφυγική ταυτότητα ιδιαίτερη και διαφορετική από την «παλαιοελλαδίτικη». Κατά συνέπεια, η περιοδική ενθύμηση της Καταστροφής στην ελληνική κοινωνία και η εγγραφή του προσφυγικού αφηγήματος στο εθνικό ιστορικό αφήγημα –διαδικασίες στις οποίες οι τέχνες και τα γράμματα έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο– συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφύγων στο εθνικό σύνολο. … Γιατί να μην ήταν βολετό να είχα ξεκληριστεί κι εγώ, μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά που ξεκληριστήκανε πέρα στους κάμπους της ντροπής, από βλακείες ηλιθίων εγωιστών… όλοι μας είμαστε με δάκρυα στα μάτια, μα είναι δυνατόν να ξαναπέσει η Σμύρνη στα χέρια του Τούρκου, το χωράει το κεφάλι ανθρώπου· τώρα που σου γράφω το μισοφέγγαρο ίσως στο κονάκι, και ο ήλιος βασιλεύει ήσυχος σαν και πάντα… Είμαι δυστυχισμένος, αδερφή μου… Πηγή: http://www.lifo.gr

    http://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/124647

  111. Τη 2η μέρα του φιλοβενιζελικού κινήματος του Μαρτίου του 1935, ο φιλομοναρχικός εκδότης του “Πρωινού Τύπου” Ν. Κρανιωτάκης έγραψε:

    «Ένα κίνημα εγκληματικό και παράφρον όπως αυτό είναι δώρον θείον, το οποίον πέμπεται εξ ουρανού… Ο καθαρμός αυτήν την φορά πρέπει να είναι πλήρης. Απεριόριστος και απέραντος. Ό,τι υπήρχε προς εκκαθάρισιν μεταξύ αυτών και ημών, ό,τι απέμεινε εκ του παρελθόντος, θα λυθεί τώρα ριζικώς διά της σπάθης. Και δεν θα μείνει λίθος επί λίθου»!

  112. Όταν η γυναίκα της Μικράς Ασίας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της Αθήνας

    Όταν η γυναίκα της Μικράς Ασίας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της Αθήνας
    (Φωτ.: lykourinos-kavala.blogspot.com – Εικ.: ΧΚ)
    Η εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο πυροδότησε τα ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών για τους «πρόσφιγγες», τους «τουρκόσπορους», τους «γιαουρτοβαφτισμένους», «σκατοογλούδες», για τις «σμυρνιές» και «παστρικές». Δεν ήταν μόνο τα οικονομικά και τα πολιτικά αίτια, αλλά και το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε τις δύο πλευρές και εμπόδιζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Για τους γηγενείς ήταν ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και έθιμά τους, η χρήση της τουρκικής γλώσσας και τα «κακόηχα» επίθετά τους, τα περίεργα ντυσίματά τους, η «εξωτική» κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή στα γλέντια και την «καλοπέραση»…

    Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της κοινωνίας.

    Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα ως κοπέλα με χαλαρές ηθικές αρχές, που επιστράτευε την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να συνάψει σχέσεις με γηγενείς νέους, να τους παρασύρει και να τους «τυλίξει», ώστε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών. Το έγραψε αργότερα κι ο Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος: «Όταν στα 1922 η κουτάλα της Ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σα να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».

    (Πηγή: levantineheritage.com)

    Δεν ήταν αβάσιμοι οι φόβοι των γηγενών: Οι πρόσφυγες, σαν συνήλθαν κάπως από τον εφιάλτη, προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με την τραγική μοίρα τους και να υπερβούν τα αδιέξοδά τους. Η ζωή αρχίζει να ανθίζει στους προσφυγικούς οικισμούς και διεκδικεί πάλι το μερίδιό της στη χαρά, στον έρωτα, στο τραγούδι και στο γλέντι, μέσα από τους γνώριμους κώδικες επικοινωνίας που θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες. «Οι άνθρωποι αυτοί», θυμάται αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, «ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει…».

    Έφεραν επίσης έναν νέο τρόπο γλεντιού: Οι γηγενείς διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά και δημοτικά, «ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν, αρχίσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά».

    Αναπτύσσεται έτσι στις προσφυγικές γειτονιές ένας τρόπος ζωής και διασκέδασης πρωτόγνωρος και ελκυστικός για τους νέους που ζητούσαν να αποδράσουν από τη στεγνή καθημερινότητά τους. Η Αρμένισσα Ανζέλ Κουρτιάν επισκέπτεται τον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς και μας δίνει μια περιγραφή που σφύζει από ζωή: «Όταν φτάσαμε, μείναμε έκπληκτοι. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα τας κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν.

    »Σωστό νυφοπάζαρο. Ήταν διάχυτη παντού η ατμόσφαιρα της Σμύρνης. […] Κοιτάζω γύρω μου. Πραγματικά, πολύ όμορφα κορίτσια κάνουν βόλτες. Παρέες-παρέες, πιασμένες αγκαζέ ή χέρι-χέρι. Πειράζουν και πειράζονται, γελαστές και καμωματούδες. […] Από κάθε σπίτι ακούγονται χαρούμενες φωνές και γέλια. Άντρες και γυναίκες κάθονται στις πόρτες τρώγοντας πασατέμπο, φωνογράφοι τραγουδούν διάφορα μικρασιάτικα τραγούδια…».

    Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Πειραιά (φωτ.: Αρχείο ΕΡΤ)

    Όλο αυτό το «εξωτικό» σκηνικό λειτουργεί σαν μαγνήτης: «Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμιά καμωματού. Όμως γρήγορα τους τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα χωρίς προίκα».

    Οι ανάγκες της επιβίωσης και ο «αποδεκατισμός» του ανδρικού πληθυσμού (στους μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας στις ηλικίες άνω των 16 ετών το 62% ήταν γυναίκες και μόνο το 38% ήταν άνδρες) ανάγκασαν τις γυναίκες να βγουν μαζικά στο χώρο της εργασίας (στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα σπίτια, στους δρόμους) και να επιβάλουν την παρουσία τους στις κοινωνικές δραστηριότητες. Αυτή η πρωτοφανής δημόσια έκθεση της γυναίκας θεωρήθηκε επίσης απειλή για την κρατούσα ηθική τάξη.

    Τα στερεότυπα δεν περιορίζονται στις φτωχές κοπελίτσες των προσφυγικών συνοικισμών. Δημοσιεύματα της εποχής εμφανίζουν και τις εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής να προκαλούν με την παρουσία τους, τον «ηδονισμό», την «ανηθικότητα», τη «χυδαιότητά» τους. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές καταγραφές αυτής της ρατσιστικής οπτικής είναι το προκλητικό άρθρο «Οι γυναίκες της Αθήνας» του Κώστα Ουράνη (εφ. Ελεύθερος Λόγος, 10 Ιουλίου 1923).

    Το φύλλο της εφημερίδας που φιλοξένησε το άρθρο του Κώστα Ουράνη

    Ο γνωστός ποιητής αντιπαραβάλλει τις «Ατθίδες» με τις γυναίκες της Ανατολής που κατέκλυσαν και μόλεψαν την πρωτεύουσα: Στην αρχή κάνει λόγο για τον τύπο της νεαρής Αθηναίας «ο οποίος είχε την ευγένεια, λιγυρότητα και γραμμές αναγλύφων του Κεραμεικού ή μικρών αγαλμάτων της Τανάγρας. Ήταν ο ίδιος τύπος της δέσποινας που είχε διατηρηθεί και κατά τους αιώνες της δουλείας ακόμη μέσα σε λίγα αρχοντικά ελληνικά σπίτια και που έδωσε μερικά εξαίσια άνθη στην αυλή του Όθωνος. […] Είχαν στην εμφάνισή τους κάτι το πολύ αρμονικό και αρχοντικό. Θύμιζαν τις αρχαίες παρθένες που σμίλεψε ο Φειδίας ν’ ανεβαίνουν με άνθη και καρπούς στον Παρθενώνα κατά την πομπή των Παναθηναίων». Οι γυναίκες αυτές, συνεχίζει, είναι είδος προς εξαφάνιση, αφού η πόλη της Αθήνας κατακλύζεται πλέον από τις «άλλες»: «Οι άλλες έχουν τον καθαρό τύπο της Ανατολής από την οποία προέρχονται. Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες, με πρόσωπα στρογγυλά και μάτια στρογγυλά επίσης και κατάμαυρα, βυθισμένα σε ίσκιους, γεμάτα ηδονισμό. […] Είναι οι τύποι των ωραίων γυναικών – για τα κοινά τα γούστα.

    »Οι γυναίκες αυτές ή είναι ανούσια αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες, […] έχουν κάτι το κοινό και το χυδαίο. […] Δεν έχουν απάνω τους καμιά αρχοντιά, καμιά ένστικτη λεπτότητα. Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες. Από δε την Ευρώπη έχουν πάρει την ελευθερία των ηθών – και ίσως τίποτα άλλο. […] Δεν έχουν την ένστικτη αποστροφή των ευγενικών γυναικών προς το χυδαίο και το ταπεινό […] αγαπούν την κουρκουσαριά, τις φράσεις με τις διπλές έννοιες, τ’ αλατισμένα αστεία.

    »Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει τα μεσοφόρια, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα, έχοντας κάτι το άφθονο όπως οι γυναίκες του Ρούμπενς, με μεγάλα μαύρα ματόκλαδα, κάτω από τα οποία γλαρώνει ο ηδονισμός, προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους. […]

    »Αυτές είναι οι γυναίκες που φαίνονται παντού στη σημερινή Αθήνα […] αυτή που δίνει τον τόνο, που εμφανίζεται ως τύπος, είναι η γυναίκα της Ανατολής. Ο άλλος, ο τύπος της νέας Αθηναίας, ο οποίος είχε αρχίσει να διαπλάσσεται από το κλίμα της Αττικής, χάθηκε μέσα σ’ αυτή την πλημμύρα των γυναικών της Ιωνίας και του Βοσπόρου. Κάπου-κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο, ωραίες σιλουέτες που κινούν το θαυμασμό: είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες. Οι γυναίκες της Ανατολής κατέχουν σήμερα το πεζοδρόμιο και επιβάλλονται στο γούστο των κοινών με τα ζωηρά τους χρώματα, το αφρώδες δέρμα τους, τις προκλητικές καμπύλες, τα ηδυπαθή μάτια και το κάτι εκείνο το πολύ μελωμένο που αποστάζουν και που φέρνει ένα πλατάγισμα γλώσσης σ’ εκείνους που τις κοιτάζουν – όπως φέρνει το γλύκισμα που ορέγεται κανείς να φάει ή που μόλις το έφαγε…»!

    Ο Ουράνης δεν αποτελούσε εξαίρεση· επένδυσε απλώς με συγγραφική μαεστρία την αντιπροσφυγική αντίληψη μιας σεβαστής μερίδας της γηγενούς κοινωνίας, αντίληψη που εξέφρασε στα 1928, με ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, ο εκδότης της Καθημερινής Γεώργιος Βλάχος, στο γνωστό αντιπροσφυγικό άρθρο του: «Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».

    Σίγουρα θα υπήρξαν πολλές οργισμένες αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά των προσφύγων.

    Τέσσερις μέρες μετά, στις 14 Ιουλίου 1923, η εφημερίδα φιλοξένησε απάντηση του αναγνώστη Κ.Αθ., που από την επιστολή του φαίνεται πως ήταν γηγενής Αθηναίος, άνθρωπος με μόρφωση και ευαισθησία και πήρε μέρος ως στρατιώτης στη μικρασιατική εκστρατεία. Τις εντυπώσεις του Ουράνη για τις γυναίκες της Ανατολής τις θεωρεί αποτέλεσμα της δυτικολαγνείας, της προκατάληψης και της άγνοιάς του για εκείνο το κομμάτι του ελληνισμού.

    Νωπές είναι οι δικές του μνήμες από την Ελλάδα της Ανατολής: «Διπλός καημός να θυμάται κανείς τώρα εκείνην την αντικρινή, την πεθαμένη πια, Ελλάδα της Ανατολής», μιαν Ελλάδα «ζωντανεμένη, ολόστητη, ορθόστητη, λάγνα, γλυκιά, με φλογισμένη την ψυχή από τον πόθο της χαράς, με λιγωμένα μάτια από τη λαχτάρα του λυτρωμού, με ανοιχτή αγκαλιά…». Η θύμησή του τρέχει και στην Ελληνίδα της Ανατολής, που «επρόβαλε στο παραθύρι, έκοψε τα λουλούδια από τη γλάστρα της να μας ράνει, έστρωσε τα στολίδια της στο δρόμο να περάσουμε, άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουνε πονετικά και άπλωσε τα μπράτσα της τα γραμμένα να μας χαϊδέψει τα κουρασμένα κεφάλια… Εμείς τις είδαμε τις γυναίκες της Ανατολής, εκείνες τις αλησμόνητες ημέρες της σβησμένης μας χαράς.

    »Έτσι θα τις εγνώριζε ο Ουράνης τις γυναίκες της Ανατολής, αν δεν εταξίδευε διαρκώς προς Δυσμάς. […] Και όταν, ξένος, αντίκρισε τις γυναίκες της Ανατολής πλαισιωμένες στο αττικόν περιβάλλον, τις έκρινε με την ψυχρή, την εύκολη, την άδικη παρατήρηση του ξένου, του περαστικού, με την απροσεξία του ανθρώπου που δεν αγαπά εκείνο που δεν το γνωρίζει, απλούστατα διότι δεν το εγνώρισε. Όλα τα μάτια δεν βλέπουν πάντα τα ίδια πράγματα. Χρειάζεται η προοπτική του χρόνου και των γεγονότων. Τις γυναίκες της Ανατολής εμείς, καθώς τις συναντούμε τώρα στο δρόμο μας, τις βλέπουμε στο βάθος μιας σκηνής γεμάτης από καπνούς μαύρους και αίματα ζεστά, χυμένα, με λυμένα τα μαλλιά να μοιρολογούν και να οδύρονται κι ανάμεσα στους λυγμούς τους να ψιθυρίζουν χορικά της πιο φρικτής τραγωδίας.

    »Είναι οι γυναίκες που επόνεσαν πολύ. Κι όσο για την ταγιά τους, για τη σιλουέτα τους, για τη γραμμή τους, κοιτάζουμε λιγάκι πιο βαθιά, μες στην ψυχή, και το ’χουμε κρυφό καμάρι πως θα γενούν μανάδες μια φορά και πως το αίμα τους θα είναι και δικό μας αίμα […]».

    Κυριάκος Λυκουρίνος

    Πηγή: lykourinos-kavala.blogspot.com.

  113. https://serraikanea.gr/koinonia/item/32354-oi-prosfyges-tou-1922-stis-serres-i-dolofonia-sti-nigrita-kai-oi-sygkroyseis-stin-proti.html

    «Δείτε πώς αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες και τι έγινε εν Ελλάδι μετά τον διωγμό των Ποντίων. Το παρακάτω, είναι απόσπασμα από κείμενο του Βλάση Αγτζίδη, με τίτλο «Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι»…

    Πρόσφυγες του ’22 στη «μητέρα-πατρίδα»:

  114. 9.9.2015 / ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΟΥΠΗΣ
    Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1880 στις 03-09-2015
    Σφαγές στην Τουρκία, τρόμος στην Ελλάδα
    Σφαγές στην Τουρκία, τρόμος στην Ελλάδα – Media
    EMAIL
    ΕΚΤΥΠΩΣΗ

    Τα πάθη των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στη… μαμά πατρίδα

    Το κύμα προσφύγων στη Μεσόγειο τους τελευταίους μήνες, κυρίως από την κόλαση της Συρίας, είναι το μεγαλύτερο που βιώνει η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λιγότερο από έναν αιώνα πριν, όμως, οι καραβιές απελπισμένων στο Αιγαίο δεν ήταν από την εμπόλεμη Μέση Ανατολή, αλλά από ξεριζωμένους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

    Το αιματοκύλισμα του 1922, το ανείπωτο δράμα της εθνικής καταστροφής, γέννησε τον Γολγοθά των Ελλήνων προσφύγων. Που ξαφνικά βρέθηκαν «ξένοι» στον δικό τους τόπο. Η αφομοίωσή τους πέρασε διά πυρός και σιδήρου – για εκατοντάδες χιλιάδες ήταν επώδυνη, για κάποιους μοιραία.

    Οι Έλληνες πρόσφυγες μπορεί να γλίτωσαν από το μαχαίρι των Τούρκων, αλλά στην Ελλάδα ήρθαν συχνά αντιμέτωποι με δυσπιστία, λιντσαρίσματα, χυδαίες αγριότητες, ξεδιάντροπα πλιάτσικα και φονικά.
    Από τον Αύγουστο του 1922, όταν τα πρώιμα σημάδια ήταν πλέον εμφανή για το τι θα ακολουθήσει, μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, που υπογράφεται η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, είχαν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα περισσότεροι από 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1924, που ολοκληρώθηκε η μετακίνηση των πληθυσμών, υπολογίζεται ότι ήρθαν στην Ελλάδα 1,2 εκατ. πρόσφυγες.
    Το πρώτο διάστημα η περίθαλψη των προσφύγων αντιμετωπίστηκε με έξοδα του ελληνικού κράτους, προσφορές ιδιωτών και βοήθεια από τον αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Η Ελλάδα, όμως, ήδη υπέφερε. Βρισκόταν στη δίνη πολλών και τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων μετά την καταστροφή. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει.

    Έτσι, το 1924, με παρέμβαση του ΟΗΕ (Κοινωνία των Εθνών, τότε) η χώρα πήρε δάνειο γι’ αυτόν τον σκοπό άνω των 12 εκατ. λιρών. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στην οποία το κράτος παραχώρησε 5 εκατ. στρέμματα δημόσιων εκτάσεων – γη από απαλλοτριώσεις αλλά και από τις ιδιοκτησίες μουσουλμάνων που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμών –, προκειμένου να μοιραστούν στους πρόσφυγες.

    Η διαδικασία αποκατάστασης των προσφύγων πέρασε από χίλια κύματα. Δυστυχώς, όχι πάντα ειρηνικά και αναίμακτα. «Πονηροί» ντόπιοι βρήκαν την ευκαιρία να καταπατήσουν γη που προοριζόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι διαξιφισμοί ήταν συχνοί στις τοπικές κοινωνίες ενώ η κλιμάκωση και οι συγκρούσεις δεν άργησαν. Η Βουλή τη διετία 1924-1925 ψήφιζε διαρκώς νομοσχέδια έπειτα από αυθαιρεσίες, βιαιότητες, αλλά και δολοφονίες προσφύγων.

    Στις 7 Νοεμβρίου 1924 οι εφημερίδες της εποχής, όπως η αντιβενιζελική «Σκριπ», δημοσίευσαν ανταποκρίσεις από τη Θεσσαλονίκη με τη συνταρακτική είδηση: «Συμπλοκαί προσφύγων και εντοπίων εις το Παγγαίον και την Μυτιλήνην, οι νεκροί και τραυματίαι των αιματηρών σκηνών».

    Η ταραχώδης εκείνη μέρα σημαδεύτηκε και από συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη, όμως γι’ άλλον – άσχετο με τους πρόσφυγες – λόγο και συγκεκριμένα με τους καπνεργάτες που επιτέθηκαν σε εργοστάσιο.
    Το ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες αναφέρει:
    «Ο εντόπιος πληθυσμός του χωριού Κιούπκιοϊ (σ.σ.: Πρώτη Σερρών, γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τη σημερινή της ονομασία) της περιφέρειας Παγγαίου έχει εξεγερθεί επειδή εγκαταστάθηκαν 120 οικογένειες προσφύγων σε κτήματα ντόπιων. Η εχθρότητα των ντόπιων προς του πρόσφυγες εκδηλώθηκε χθες με τρόπο λυπηρότατο.

    (…) Χθες το πρωί οι 120 οικογένειες των προσφύγων που έμεναν σε σκηνές βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ομάδες μαινόμενου λαού του Κιούπκιοϊ. Οι ένοπλοι πολιορκητές επιτέθηκαν κι επακολούθησε αιματηρή συμπλοκή μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων. Οι εντόπιοι διεσκόρπισαν τους πρόσφυγες κι έκαψαν τις σκηνές τους. Υπάρχουν περίπου 50 τραυματίες κι εννέα νεκροί, άπαντες πρόσφυγες».

    Η έκθεση του νομάρχη
    Ο νομάρχης Σερρών, ο εισαγγελέας και ο προϊστάμενος του εποικισμού μετέβησαν επί τόπου με ισχυρές δυνάμεις χωροφυλάκων και ξεκίνησαν τις ανακρίσεις. Το πρώτο σχετικό τηλεγράφημα του νομάρχη προς τη Γενική Διοίκηση ήταν:
    «Εντόπιοι χωρικοί του Κιούπκιοϊ μετέβησαν χθες για να καλλιεργήσουν επιταχθείσα περιοχή του χωριού. Οι πρόσφυγες, όμως, του εκεί συνοικισμού τους εξεδίωξαν, κακοποιώντας κάποιους εξ αυτών. Οι ντόπιοι έσπευσαν στο χωριό τους και συγκάλεσαν και άλλους χωρικούς, οπλίστηκαν με πολεμικά και κυνηγετικά όπλα και με μαχαίρια και ρόπαλα κι εκστράτευσαν κατά των προσφύγων. Όταν έφτασαν εκεί οι ένοπλοι χωρικοί επιτέθηκαν κατά των προσφύγων.

    (…) Επακολούθησε σφοδρή συμπλοκή, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ο σοβαρός τραυματισμός 13 προσφύγων, εκ των οποίων τρεις φέρουν καίρια τραύματα από πολεμικά όπλα. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι πολλοί ελαφρότερα τραυματισμένοι. Οι πρόσφυγες, μαζί με τους τραυματίες τους, τράπηκαν σε φυγή.

    Οι ντόπιοι έμειναν κύριοι του πεδίου, επέπεσαν κατά των οικημάτων του προσφυγικού συνοικισμού και επτά μεν εκ των οικίσκων ανέσκαψαν εκ θεμελίων, 25 δε άλλους ημικατέστρεψαν, πυρπόλησαν δε και τρεις αχυρώνες. Επιτόπου μετέβη αμέσως ο Εισαγγελέας Σερρών, ο οποίος ενεργεί ακόμα ανακρίσεις. Οι αρχές διέταξαν όπως επί δεκαήμερον ανασταλεί κάθε καλλιέργεια στην περιοχή του Κιούπκιοϊ για να κατευναστούν τα πνεύματα και να γίνει εν τω μεταξύ κατανομή της γης. Οι πρόσφυγες τραυματίες διεκομίσθησαν στο νοσοκομείο Δράμας».

    Μάλιστα, από την εφημερίδα «Σκριπ» πληροφορούμαστε και το εξής στο ίδιο φύλλο: «Εκτός αυτής της συμπλοκής, έγινε κι άλλη στην Μυτιλήνη. Παρά τον Αγ. Νικόλαον της Μυτιλήνης έλαβε χώρα προχθές αιματηρή συμπλοκή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, με αφορμή την παραχώρηση στους τελευταίους προς καλλιέργεια κτημάτων διεκδικούμενων εκ μέρους των εντοπίων».

    Κομματική εκμετάλλευση
    Στα ρεπορτάζ της 8ης.11.1924 εκτιμάται ότι αυτά τα σκηνικά θα συνεχισθούν αν δεν αρθούν τα αίτια της διένεξης και δεν σταματήσει η κομματική εκμετάλλευση του ζητήματος. Οι Αρχές της Μακεδονίας διετάχθησαν να πάρουν αυστηρότατα μέτρα για την πρόληψη νέων συμπλοκών, ενώ ο Νομάρχης Σερρών Ανδρέας Μαρκέλλος έστειλε άμεσα νέο ενημερωτικό τηλεγράφημα στην Αθήνα με το οποίο δίνει και άλλες πληροφορίες για το συμβάν του Κιούπκιοϊ, «Νέα Μπάφρα». Πρόκειται για ορεινό συνοικισμό στους πρόποδες του Παγγαίου όρους, βορειοανατολικά της Πρώτης, στον νομό Σερρών. Ιδρύθηκε από πρόσφυγες που ήρθαν από την Πάφρα του Δυτικού Πόντου το 1924.

    Στους πρόσφυγες επικρατούσε αναβρασμός. Η νεοσύστατη Επιτροπή του «Συνδέσμου Αποκαταστάσεως Προσφύγων» παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο για να του επιδώσει υπόμνημα, το οποίο μεταξύ άλλων έκανε λόγο για σκάνδαλα και προειδοποιούσε:

    «Τα γνωστά στην κυβέρνηση σκάνδαλα του εποικισμού, τα άλλα παρόμοια άτοπα και οι γνωστές μεγάλες καταχρήσεις, εξεγείρουν την δημόσια γνώμη και δεν εγγυώνται την ταχεία ανόρθωση και σύντομη αποκατάσταση ημών των περιφρονημένων προσφύγων. (…) Ήδη τρίτος χειμώνας βρίσκει τους πολυπαθείς πρόσφυγες σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση. Οι πόλεμοι οι Βαλκανικοί και ο Ευρωπαϊκός και η επακολουθήσασα δυστυχώς Μικρασιατική περιπέτεια υπήρξαν για εμάς τους εξ Ανατολής κυρίως καταστρεπτικότατοι».

    Έγκυοι, ανήλικα, άρρωστοι…
    Στις 8.11.1924 έγινε στις Σέρρες διαμαρτυρία από την Παμπροσφυγική Ομοσπονδία. Την ίδια μέρα δόθηκε στη δημοσιότητα μέσω του Τύπου η επίσημη έκθεση για τα συμβάντα στο Κιούπκιοϊ, μαζί με τα ονόματα των θυμάτων. Μεταξύ άλλων έγκυοι, ανήλικα, ασθενείς:

    «Ευδοκία Κοσμαόγλου και Παρασκευή Γεωργόγλου, έγκυος εννέα μηνών, φέρουν σοβαρούς μώλωπες διά ροπάλων στους μηρούς και την ωμοπλάτη. Ελευθ. Κυριακού, 12ετής, ισχυρό κτύπημα στην οσφυϊκή χώρα».
    Διαβάζουμε επίσης ότι ο «Θ. Παρδιάδης, 55 ετών, ασθενής, εδάρη αγρίως εντός της σκηνής» και ότι «ελεηλατήθη η σκηνή Σεβαστιάδου του οποίου αφαιρέθηκαν πέντε χιλιάδες δραχμές, επίσης ηρπάγησαν χρηματικά ποσά προσφύγων ευρεθέντα εντός σκηνών».
    Κλιμάκωση…
    Τα πράγματα, όμως, είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν γενικά. Από την έρευνα που κάναμε εντοπίσαμε τις εξής ειδήσεις στον ημερήσιο Τύπο στις 8-9.11.1924:
    u «Κατά πληροφορίες εκ Γρεβενών βλαχοποιμένες επιτέθηκαν στο χωριό Κουτσικιώτη και τραυμάτισαν δυο και τον αγροφύλακα. Οι δράστες συνελήφθησαν. Ο υποδιοικητής της χωροφυλακής Χαλκιδικής τηλεγράφησε σήμερα στην Γενική Διοίκηση ότι απειλείται νέα σύγκρουση μεταξύ προσφύγων και εντοπίων για την συγκομιδή των ελιών».

    u «Και εις την Καστοριάν, εξ άλλου, τηλεγράφημα των Αρχών Καστοριάς αναγγέλλει ότι συνεπλάκησαν χθες κάτοικοι των χωριών Καισαριανής και Καλλιάνην. Επενέβησαν οι χωροφύλακες εναντίον των οποίων επετέθησαν οι χωρικοί τραυματίσαντες τέσσερις χωροφύλακες».

    u Αττική: «Χθες το πρωί χωρικοί από το Μενίδι των οποίων είχαν απαλλοτριωθεί αγροί κείμενοι παρά τη θέση “Ποδονίφτης”, για να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες και να ιδρυθεί νέος προσφυγικός συνοικισμός, μετέβησαν στους απαλλοτριωθέντες αγρούς και αφού εξεδίωξαν τους πρόσφυγες που όργωναν την γη, άρχισαν να καταστρέφουν τον οικισμό. Το αστυνομικό τμήμα όταν πληροφορήθηκε αυτά, απέστειλε επιτόπου μερικούς χωροφύλακες, αλλά οι χωρικοί αφού εξύβρισαν αυτούς επιτέθηκαν εναντίον τους. Απεστάλη νέα ενίσχυση και συνέλαβε 17 εκ των χωρικών. Κατά την κράτησή τους στο αστυνομικό τμήμα ισχυρίστηκαν ότι τα απαλλοτριωθέντα για τους πρόσφυγες κτήματα δεν ήταν τσιφλίκια, αλλά διάφοροι μικρής έκτασης αγροί που αποτελούν γι’ αυτούς τη μοναδική τους περιουσία»!

    Στις 10.11.1924 συνεδρίασε η Βουλή. Εκεί ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος προσπάθησε να κατευνάσει τους πρόσφυγες, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά: «Η κυβέρνηση συμμερίζεται πλήρως την θλίψη των προσφύγων και όλων των άλλων πληρεξούσιων. Ως έλαβε γνώση των συμβάντων διέταξε την άμεση ενέργεια ανακρίσεων προς δίωξην των πρωταιτίων».

    Ένας από τους βουλευτές που πήραν τον λόγο ήταν ο Λεωνίδας Ιασωνίδης. Εξέχουσα φυσιογνωμία του ποντιακού και προσφυγικού Ελληνισμού, που ήρθε από τον Πόντο το 1922 κι από το 1923 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Θεσσαλονίκης, ενώ διετέλεσε και υπουργός Πρόνοιας, στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το 1930-1932. Ο Ιασωνίδης, σε μια φορτισμένη ομιλία, περιέγραψε όσα υπέστησαν οι Έλληνες πρόσφυγες της Πάφρας:

    «Σατανικά χέρια επιτέθηκαν κατά άοπλων οικογενειών. Οι πρόσφυγες ήταν σε έδαφος το οποίο τους κατακυρώθηκε με κρατική απόφαση και θα ήσαν γελοίοι αν δεν έπρατταν αυτό. Επί δέκα μήνες οι πρόσφυγες του Κιούπκιοϊ παρέμεναν στην ύπαιθρο. Από 90.000 στρέμματα στη Θεσσαλία, 2.000 στρέμματα ήταν να δοθούν στους πρόσφυγες, όμως δεν εδόθησαν». Μάλιστα γνωστοποίησε ότι «σε άλλο χωριό 40 οικογένειες προσφύγων εξεδιώχθησαν αφού γκρεμίστηκαν 10 οικίσκοι και ξηλώθηκαν τα θεμέλια».

    Να σημειωθεί ότι στις 8 Νοεμβρίου («Ελεύθερον Βήμα») η επιτροπή προσφύγων κατήγγειλε στην κυβέρνηση ότι «ο εποικισμός Σερρών αφαίρεσε 300 στρέμματα καλλιεργηθείσας γης και την παρέδωσε σε επιχειρηματίες που καμία σχέση έχουν με την γεωργία».
    Στις 10.11.1924 διαβάζουμε πως στο Λοιμοκαθαρτήριο Πειραιά έγινε συμπλοκή μεταξύ φρουρών και προσφύγων, με τραυματίες. Περίπου 2.500 πρόσφυγες, που μεταφέρονταν επί μέρες με ατμόπλοιο, επιβίωναν χωρίς νερό και φαγητό. Τα επεισόδια ξέσπασαν όταν στο Λοιμοκαθαρτήριο που είχαν μεταφερθεί άρχισαν να διαμαρτύρονται για εγκληματική αδιαφορία. Απαγορεύθηκαν οι ενέσεις, ως φάρμακα πολυτελείας!

    Στον «Ριζοσπάστη» στις 25.11.1924 γίνεται λόγος για απίστευτα δράματα: «Κατά αδιαμφισβήτητου κύρους πληροφορία μας επί 150 προσφύγων σε παραμεθόριο συνοικισμό Ράπες Δράμας, οι 80 πέθαναν από το ψύχος, την πείνα και τις κακουχίες». Ομοίως το δημοσίευμα κάνει λόγο και για 90 οικογένειες άλλου συνοικισμού, που οι μισοί πέθαναν και οι υπόλοιποι διέρρευσαν σε γειτονικά χωριά: «Οι δυστυχείς, ελλείψει παπά θάπτουν τους νεκρούς τους μόνοι τους, το δε τραγικότερο όλων είναι ότι ούτε καν φτυάρια έχουν οι συγγενείς των νεκρών για να τους θάψουν».

    Και συνεχίζει: «Σε οικισμό της Καβάλας επί 500 κατασκηνωμένων οικογενειών, εντός μόνο 20 ημερών πέθαναν 60, διότι οι περισσότεροι ήρθαν από το Λοιμοκαθαρτήριο κι έπασχαν από δυσεντερία. Ο περίφημος νομάρχης Καβάλας τούς παρέδωσε με βρισιές κιόλας 50 σκηνές έναντι των 900 που χρειάζονταν. Και παραμένουν έξω από την Καβάλα στην ύπαιθρο, τελείως άστεγες πάνω από 1.000 οικογένειες, αφημένες στο έλεος του υψίστου. Απαγορεύεται η χρήση ενέσεων κινίνης στην περιφέρεια Καβάλας από το υγειονομικό προσωπικό στους πάσχοντες από κακοήθη πυρετό πρόσφυγες, διότι οι ενέσεις θεωρούνται φάρμακα πολυτελείας».

    Μόνο τους πρώτους εννέα μήνες το 1922-23 υπολογίζεται ότι πέθαναν 70.000 πρόσφυγες. Σε άρθρο του ο πολιτευτής του Φιλελεύθερου Κόμματος Εξηντάρης, στο «Ελεύθερον Βήμα» της 8ης.8.1923, γράφει: «Ο προηγούμενος βαρύς χειμών εθέρισε κατά χιλιάδας τον προσφυγικόν κόσμον, ιδιαιτέρως τα βρέφη και τα μικρά παιδία, εις βαθμόν ώστε εις πολλάς περιφερείας, να μην δύναται να συναντήση τις ουδέ ένα παιδί κάτω των τριών ετών».

    Στην ίδια εφημερίδα, στις 10.11.1924, υπάρχει αγωνιώδες κεντρικό σχόλιο με τίτλο «Αι αδελφοκτόνοι συρράξεις»: «Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων κι εντοπίων σημείωσαν ήδη τραγική επέκταση σε διάφορες περιφέρειες του κράτους. Και δώσανε μάλιστα λαβή σε μια άθλια εκμετάλλευση κομματικού περιεχομένου. (…) Οι πρόσφυγες θα μείνουν στην Ελλάδα. Αυτό διέταξε η μοίρα τους και η μοίρα μας. Εκείνοι έχασαν τα πάντα εξαιτίας μας. Εμείς θα υποστούμε ορισμένες ανωμαλίες μέχρι της οριστικής τους εγκατάστασης. Ανάπτοντες την πυρκαϊάν της αδελφοκτονίας μέσα στον στενόχωρο οίκο μας, χειροτερεύουμε την κατάσταση».

    Το 1923-24 στις προσφυγικές κατασκηνώσεις της Θεσσαλονίκης 320 άτομα πέθαναν από ελονοσία, ενώ προσφυγικοί οικισμοί σε Γιαννιτσά, Κιλκίς, Κατερίνη έχασαν το 20% του πληθυσμού τους, λόγω ελονοσίας, τύφου και δυσεντερίας.

    Απάνθρωπες δοκιμασίες για χρόνια στην ίδια τους την πατρίδα…

    http://www.topontiki.gr/article/141153/sfages-stin-toyrkia-tromos-stin-ellada

  115. ντοκιμαντέρ για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη μιλά στη LIFO για την αθέατη πλευρά της ιστορίας Οι δύο πλευρές του Αιγαίου τότε, τα τραύματα και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες συνομιλούν μέσα από ένα ιστορικά άρτιο ντοκιμαντέρ που δεν φείδεται συναισθηματισμού ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ 15.12.2016

    Σμύρνη, αρχές του 1900. Ευγενική παραχώρηση του Library of Congress για το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922

    Η Μαρία Ηλιού είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτις και παραγωγός.Tα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας. Είναι η δημιουργός των ντοκιμαντέρ Σμύρνη: H Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 και Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου: Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών, Τουρκία- Ελλάδα, 1922-1924.

    — Ποια ήταν τα βασικά κίνητρα για να ασχοληθείτε με την ιστορία της Σμύρνης και να κάνετε το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922;

    -Ο πατέρας μου, ο Ανδρέας Ηλιού, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Έμαθε επτά γλώσσες και από μικρός ανακάλυψε τη χαρά της ζωής σ’ αυτό το λιμάνι, όπου η Ανατολή και η Δύση διασταυρώνονταν με κάθε τρόπο. Το ’22, μετά την Καταστροφή, παιδί ακόμη, ο Ανδρέας ήρθε στην Αθήνα. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου η Σμύρνη με στοίχειωνε. Υπήρχε παντού στη ζωή μας, στο διαμέρισμα της οδού Σόλωνος όπου μεγάλωνα. Υπήρχε στις κουβέντες μας, στα όνειρα και στους εφιάλτες μας. Η αποδοχή του διαφορετικού, οι καινούργιες ιδέες, η μουσική, τα γέλια αλλά και η νοσταλγία για τον μαγικό τόπο που περιέγραφε ο πατέρας μου υπήρχαν με κάθε τρόπο στην καθημερινότητά μας. Καμιά άλλη πόλη στη γη δεν ήταν τόσο μοναδική. Η φράση «τα δαχτυλίδια πέφτουν, τα δάχτυλα μένουν» επέστρεφε συχνά, όπως και η ιδέα ότι η πραγματική φιλία είναι πάνω απ’ όλα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η δημιουργικότητα και όχι τα υλικά αγαθά που μπορούν να εξαφανιστούν σε ένα λεπτό. Στους εφιάλτες μου η Σμύρνη καιγόταν και η θάλασσα γέμιζε πτώματα, γινόταν κατακόκκινη κι εγώ προσπαθούσα να σωθώ στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου. Ήδη από τότε προσπαθούσα να φανταστώ τη ζωή της πόλης πριν από την Καταστροφή, αλλά οι φωτογραφίες είχαν χαθεί στην πυρκαγιά. Μέσα από μια κλειδαρότρυπα ή με έναν μαγικό φανό ή με τη χρονομηχανή του Μαγιακόφσκι ήθελα να δω την καθημερινή ζωή αλλά και τι ακριβώς συνέβη και φτάσαμε στην Καταστροφή. Στις ελπίδες μας η Σμύρνη ήταν πάντα εκεί, θυμίζοντάς μας πως οι κοσμοπολίτικες πόλεις δεν θα σταματούσαν ποτέ να υπάρχουν, και ας μετακόμιζαν αλλού. Όταν έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό και όταν έζησα αργότερα σε διαφορετικές χώρες, έμεινα έκπληκτη, ανακαλύπτοντας πως η δική μας Σμύρνη, του κοσμοπολιτισμού και της χαράς της ζωής, αλλά και η Σμύρνη της Καταστροφής, ήταν άγνωστη στην Ευρώπη και στην Αμερική. Και τότε διάβασα τη φράση του Mίλερ «Η Σμύρνη έχει σβηστεί από τη μνήμη της ανθρωπότητας». Η ιδέα να κάνω μια ταινία για τη Σμύρνη είχε αρχίσει να γίνεται εμμονή. Η ευκαιρία ήρθε πριν από λίγα χρόνια, όταν στην Αμερική, την ίδια περίοδο που δουλεύαμε για το ντοκιμαντέρ Το Ταξίδι. Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική, που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2007, ανακάλυψα άγνωστα φιλμάκια και φωτογραφίες από τη Σμύρνη. Ένιωσα τότε ότι είχε φτάσει η στιγμή να δω επιτέλους μέσα από πραγματικές εικόνες την πόλη της Σμύρνης. Συγχρόνως, ήδη από το Ταξίδι είχε ξεκινήσει μια ευτυχής συνεργασία με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ. Ξαναρχίσαμε να συνεργαζόμαστε μαζί για τη Σμύρνη και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ήταν σαν να σκάβαμε το ίδιο τούνελ από δύο διαφορετικές πλευρές. Εγώ από τη μεριά του κινηματογραφιστή, που οι εικόνες γίνονται μέσα του αφηγηματικό υλικό, ο Αλέξανδρος από τη μεριά του Ιστορικού. Κι έτσι έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη όσο και για την Καταστροφή, τιμώντας τις οικογένειές μας, τον κόσμο που χάθηκε αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2012 είχε μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και σήμερα το κοινό μπορεί να αγοράσει το DVD αποκλειστικά από τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη ή στην οδό Πειραιώς.

    — Τι καινούργιο έφερε το ντοκιμαντέρ σας Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922;

    Από τη μια έφερε πίσω τις ξεχασμένες σε κλειστά ντουλάπια ευρωπαϊκών και αμερικανικών αρχείων εικόνες, που θα καταστρέφονταν αν δεν τις συντηρούσαμε, και από την άλλη έδειξε την ιστορία της Σμύρνης από μια άλλη πλευρά. Μια ματιά που κρατά αποστάσεις τόσο από μια υπέρμετρα εθνικιστική αφήγηση όσο και από νεότερες απόπειρες που αποσιωπούν τα τραγικά γεγονότα της Καταστροφής, παραμορφώνοντας την αλήθεια. Οι Σμυρνιοί ήταν διαφορετικοί γιατί ήταν κοσμοπολίτες, μιλούσαν πολλές γλώσσες, οι γυναίκες συχνά ήταν μορφωμένες και πιο ενεργές κοινωνικά. Άλλοι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία για άλλους λόγους.

    — Πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη και πώς συμβίωναν οι Έλληνες με τις άλλες εθνότητες;

    Αυτό που χαρακτήριζε τη Σμύρνη, και βγαίνει πολύ καθαρά από το άγνωστο φιλμικό και φωτογραφικό υλικό της ταινίας, ήταν ο κοσμοπολιτισμός της. Η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ σημαντική, αλλά αυτό που της έδινε δυναμισμό ήταν ότι είχε αναπτυχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο, γόνιμο περιβάλλον. Υπήρχαν διαφορετικές γειτονιές στην πόλη. Η μουσουλμανική πάνω στον λόφο, η εβραϊκή λίγο πιο κει και η ελληνική κοντά στo Quai, ενώ οι Λεβαντίνοι έμεναν κυρίως στα προάστια. Ο κόσμος που προερχόταν από διαφορετικές θρησκείες, παραδόσεις και γλώσσες συνεχώς διασταυρωνόταν. Μουσουλμάνοι και εβραίοι δούλευαν για τους Ρωμιούς και τους Λεβαντίνους και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές έρευνες που δείχνουν ότι συχνά στις γιορτές υπήρχαν ανταλλαγές δώρων και πολύ φιλικές σχέσεις. Όχι σπάνια, Σμυρνιοί από διαφορετικές κοινότητες ήταν συνεταίροι σε επιχειρήσεις. Ακόμη και στις σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας πριν από την Καταστροφή, για παράδειγμα το δύσκολο 1914, όταν οι ορθόδοξοι Μικρασιάτες και Έλληνες της Μικράς Ασίας έζησαν φριχτούς διωγμούς σε άλλες πόλεις της περιοχής, για παράδειγμα στη Φώκαια, απ’ όπου εκδιώχτηκαν βίαια, ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης σώθηκε χάρη στον κοσμοπολίτη Οθωμανό διοικητή της πόλης, τον Ραχμή μπέη. Επίσης, σε γενικές γραμμές οι Σμυρνιοί δεν στάλθηκαν στα τάγματα εργασίας εκείνη την περίοδο. Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη το 1919 και έγιναν επεισόδια, η κοσμοπολίτικη και ελληνική κοινότητα προστάτεψε πολλούς μουσουλμάνους. Μία από τις μαρτυρίες στο ντοκιμαντέρ μας για τη Σμύρνη, της ιστορικού Leyla Neyzi, έχει να κάνει με το πώς σώθηκε ο πατέρας της Γιολφέμ Ιρέν το 1919 από τους Έλληνες φίλους του που τον έκρυψαν στη λέσχη του Κορδελιού και όταν γύρισε στο σπίτι του, του έδωσαν να φορέσει ένα ψαθάκι αντί για το τουρκικό φέσι, για να προστατευτεί από τον ελληνικό στρατό. Το 1922, αντίστοιχα, έχουμε μαρτυρίες πως μουσουλμάνοι της Σμύρνης προστάτεψαν Έλληνες. Μία από τις μαρτυρίες στην ταινία μας είναι της Ελένης Μπαστέα, που οι γονείς της σώθηκαν χάρη στον Τούρκο γείτονα. Στην Καταστροφή οι σφαγές σε γενικές γραμμές δεν έγιναν από τους μουσουλμάνους της κοσμοπολίτικης κοινότητας της Σμύρνης αλλά από τους Τσέτες και τον κεμαλικό στρατό, δηλαδή από στοιχεία που δεν είχαν σχέση με την παράδοση της πόλης, αλλά προέρχονταν από έναν άλλο τρόπο σκέψης, εθνικιστικό, σύμφωνα με τον οποίο οι μειονότητες δεν θα είχαν πια θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκείνα τα χρόνια μεταμορφωνόταν σε τουρκικό κράτος, ένα κράτος για τους Τούρκους μόνο. Το σύνθημα ήταν «η Τουρκία στους Τούρκους». Ενώ οι σχέσεις στην κοινότητα ήταν καλές, όλα κατέρρευσαν ξαφνικά γιατί η Σμύρνη ζούσε τις τελευταίες κοσμοπολίτικες μέρες της σε έναν κόσμο που άλλαζε δραματικά. Θα έλεγα πως στο τέλος το ρεύμα της Ιστορίας παρέσυρε τις ανθρώπινες σχέσεις. Στη Σμύρνη ζούσαν ακόμη την πολυπολιτισμικότητα, την ίδια ώρα που στην υπόλοιπη Τουρκία ζούσαν τον εθνικισμό. Σμύρνη Sporting Club, Μάιος 1919. Η κοσμοπολίτικη Σμύρνη παρακολουθεί την άφιξη του ελληνικού στρατού. Ευγενική παραχώρηση Imperial War Museum για το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: H καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922.

    — Ποιοι ήταν οι λόγοι που συντέλεσαν στη δημιουργία του δεύτερου ντοκιμαντέρ σας Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών; Υπήρχε και σε αυτό κάτι προσωπικό;

    Είχαμε βρει πολύ ενδιαφέρον υλικό και για τον Διωγμό και για την Ανταλλαγή και σκεφτόμασταν να το ενσωματώσουμε στο ντοκιμαντέρ της Σμύρνης. Αλλά σε μια συνάντηση που κάναμε με τον Αλέξανδρο Κιτροέφ και τον Άγγελο Δεληβορριά την άνοιξη του 2010 στο Πρίνστον, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μάς ζήτησε δύο ντοκιμαντέρ αντί για ένα. Στην αρχή αντέδρασα, ήταν πολύ επικίνδυνο οικονομικά, αλλά ευτυχώς χορηγικοί οργανισμοί από την Αμερική και την Ελλάδα συμφώνησαν. Ωστόσο, υπήρξε και ένας πολύ προσωπικός λόγος που συμφώνησα με ενθουσιασμό να μπούμε σε αυτήν τη δεύτερη περιπέτεια. Εδώ υπεισέρχεται και πάλι ένα προσωπικό στοιχείο. Μεγάλωσα με δύο πατεράδες. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, του Σμυρνιού Ανδρέα, η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν επίσης καταπληκτικό άνθρωπο, τον γιατρό Τάκη Νασούφη από την Κερασούντα, από τον Πόντο, που στάθηκε καλός δεύτερος πατέρας για μένα. Όταν ήμουν επτά περίπου χρονών και τον ρωτούσα πώς μεγάλωσε στον Πόντο, μου διηγήθηκε πως, στην ηλικία των επτά ετών, είδε ξαφνικά τον δικό του πατέρα, Έλληνα προύχοντα του Πόντου, νεκρό, να αιωρείται κρεμασμένος από ένα δέντρο στην αυλή του Διοικητηρίου της Κερασούντας. Ακόμα θυμάμαι ότι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τη φρίκη. Και ύστερα ερχόταν η διήγηση του πώς ο μικρός τότε Τάκης κατάφερε να σωθεί και να φύγει κρυφά από τον Πόντο με τη βοήθεια ενός Τούρκου γείτονα. Για πολλά χρόνια, για τη δική μας οικογένεια υπήρχε μόνο η Καταστροφή και ο πόνος του διωγμού των δικών μας ανθρώπων. Η υπόσχεση στον Τάκη, όταν έφευγα για σπουδές κινηματογράφου στην Ιταλία, να κάνω κάποτε μια ταινία για τον Διωγμό, έμεινε για τρεις δεκαετίες ανεκπλήρωτη. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης μου, σε ένα ταξίδι στη Σμύρνη με αφορμή ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, άκουσα με έκπληξη τον οικονομολόγο Muffit Bodur να μου μιλάει για το πώς αναγκάστηκε η μουσουλμανική οικογένεια της γυναίκας του να φύγει από τη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923. Όταν άρχισα να ζω και να εργάζομαι πιο πολύ στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα, μετά από έρευνα σε διάφορα αρχεία, όπως το αρχείο του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, πολλές από τις βεβαιότητες που είχα από παλιά κατέρρευσαν. Σίγουρα οι διαδοχικοί διωγμοί των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία ήταν τρομακτικά τραγικοί και βίαιοι, με αποκορύφωμα τον μεγάλο διωγμό του 1922, που μόνο τότε οι πρόσφυγες ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Αλλά και η αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, τόσο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων όσο και κατά τη διάρκεια της Ανταλλαγής –κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε σε αυτή την πλευρά του Αιγαίου–, ήταν επίσης μια ιστορία ξεριζωμού. Η παλιά μου επιθυμία και υπόσχεση να κάνω μια ταινία για τον διωγμό των δικών μας ανθρώπων άρχισε να ολοκληρώνεται μέσα μου. Ναι, θα ήταν μια ταινία για τον Διωγμό, αλλά θα ήταν συγχρόνως και μια ταινία για την αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα. Κι έτσι, με το ντοκιμαντέρ Aπό τις δύο πλευρές του Αιγαίου έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για τον Διωγμό όσο και για την Ανταλλαγή, τιμώντας τον κόσμο που χάθηκε, τον κόσμο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του, αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ αυτό έχει να κάνει με την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, αλλά έγινε και με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει προνόμιο στον πόνο.

    Η οικογένεια Μαυρίδου από τον Πόντο, αρχές του 20ου αιώνα. Ευγενική παραχώρηση Αθηνάς Μαυρίδου για-το ντοκιμαντέρ «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου» Μια Αθηναία και ένας Σμυρνιός στη δεκαετία του 50 στην Αθήνα. Λήδα Κροντηρά και Ανδρέας Ηλιού από το αρχείο της Μαρίας Ηλιού

    — Πώς σχολιάζετε το γεγονός πως όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκαν φιλικά;

    Η Αθήνα σε σχέση με τη Σμύρνη ήταν μια πόλη όπου σε γενικές γραμμές ζούσαν μόνο Έλληνες, δεν είχε την πολυπολιτισμικότητα της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία γιατί ήταν διαφορετικοί. Πρόσφυγες ερχόντουσαν από διαφορετικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σμυρνιοί ήταν διαφορετικοί γιατί ήταν κοσμοπολίτες, μιλούσαν πολλές γλώσσες, οι γυναίκες συχνά ήταν μορφωμένες και πιο ενεργές κοινωνικά. Άλλοι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία για άλλους λόγους. Πολλοί από τους Καππαδόκες μιλούσαν τουρκικά ή καραμανλίδικα και αυτό τους έκανε επίσης να φαίνονται ξένοι. Αλλά ένα από τα μεγάλα προβλήματα ήταν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και ήρθαν όλοι μαζί σε λίγους μήνες. Η μικρή Ελλάδα τότε πλημμύρισε γιατί δέχτηκε περίπου 1.000.000 πρόσφυγες. Είναι πολύ γνωστό πως οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν άσχημα και σε πολλές περιπτώσεις με τρομακτική αδιαφορία ή και εχθρότητα. Αυτό που δεν είναι γνωστό στην Ελλάδα, όμως, είναι ότι με αντίστοιχη εχθρότητα αντιμετωπίστηκαν οι μουσουλμάνοι που έφυγαν με την Ανταλλαγή από την Ελλάδα. Όταν οι μουσουλμάνοι που είχαν φύγει από τη Μακεδονία έφτασαν στην Τουρκία, στην Καππαδοκία, στο Μουσταφά Πασά, οι Τούρκοι εκεί στην αρχή τούς πρόσφεραν φαγητό για να τους καλωσορίσουν, αλλά μόλις κατάλαβαν πως οι πρόσφυγες δεν μιλούσαν τουρκικά, τους πήραν πίσω το φαγητό, γιατί τους θεώρησαν γκιαούρηδες! Αυτή είναι η μαρτυρία της Sureyya Aytas από τη Δυτική Μακεδονία στο ντοκιμαντέρ μας. Στην Τουρκία εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε η ιδέα «Τούρκοι μιλάτε τουρκικά» και στην πραγματικότητα απαγορευόταν στους μουσουλμάνους που είχαν έρθει από την Ελλάδα στην Τουρκία να μιλούν ελληνικά και στους χριστιανούς ορθόδοξους που είχαν έρθει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα αντίστοιχα απαγορευόταν να μιλούν τουρκικά. Και οι μεν και οι δε έπρεπε να ξεχάσουν τις χαμένες πατρίδες, οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας έπρεπε να γίνουν γρήγορα μόνο Τούρκοι και οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας να ξεχάσουν αυτά που τους έδεναν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και να γίνουν στην Ελλάδα αμέσως μόνο Έλληνες. Πολύ αργότερα άρχισαν οι Μικρασιάτες Έλληνες να έχουν το δικαίωμα να νιώθουν ανοιχτά περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους. To εξώφυλλο της ειδικής έκδοσης «Ιστορία μιας Πόλης – Μέρος ΙΙΙ»

    — Επίσης, μιλάμε για ανθρώπους που με τον ερχομό τους άλλαξαν πολλά στις τέχνες, το εμπόριο, τη μουσική και τον πολιτισμό.

    Πιστεύω ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τόσο άσχημα αντιμετωπίστηκαν από τους Έλληνες της Ελλάδας έφεραν πολύ σημαντικά δώρα στην καινούργια τους πατρίδα, παρόλο που οι περισσότεροι ήρθαν, έχοντας χάσει όλη τους την περιουσία. Όμως κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο να ζεις, κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά σου. Σε γενικές γραμμές, όντες κοσμοπολίτες, μορφωμένοι, άνθρωποι του εμπορίου και της ανάπτυξης, οι πρόσφυγες έφεραν μια νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα, που τα επόμενα χρόνια άνθησε. Άλλοι άνοιξαν επιχειρήσεις, άλλοι έγιναν εργάτες σε εργοστάσια, άλλοι έγιναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και ποιητές μας. Ας θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφεριάδη, τον Σεφέρη, τον μεγάλο μας ποιητή που έζησε στη Σμύρνη τα παιδικά του χρόνια και που στην ποίησή του κουβαλάει τη νοσταλγία για τη χαμένη του πατρίδα. Αυτός ο κοσμοπολίτης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’30 αλλά και το πρώτο Νόμπελ για την Ελλάδα. Κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε από αυτή την πλευρά του Αιγαίου είναι πως ενώ για την Ελλάδα το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής ήταν ο κόσμος που ήρθε εδώ από τη Μικρά Ασία, για την Τουρκία, όπως λέει συχνά και ο Τούρκος ιστορικός Caglar Keyder, το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής δεν είναι τόσο οι μουσουλμάνοι που έφτασαν όσο οι Χριστιανοί ορθόδοξοι που έφυγαν. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν το εμπόριο στα χέρια τους, ήταν σε γενικές γραμμές οι αστοί τον τελευταίο αιώνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν εκδιώχθηκαν από την Τουρκία δημιουργήθηκε ένα κενό και τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1922 άρχισε να δημιουργείται μια νέα αστική τάξη στην Τουρκία από Τούρκους που είχαν πιο πολύ να κάνουν με την Άγκυρα και το νέο τουρκικό κεμαλικό κράτος.

    Μικρασιάτες πρόσφυγες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, 1922. Ευγενική παραχώρηση New East Relief για το ντοκιμαντέρ «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου», 1922-1924

    — Στο ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, οι διηγήσεις των ιστοριών γίνονται και από τις δύο πλευρές. Πιστεύετε ότι την εποχή μας μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες;

    Ναι, μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες, όταν έχουμε να κάνουμε με προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που δεν έχουν πολιτικές σκοπιμότητες. Η κρατική Ιστορία είναι πολύ διαφορετική από τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Οι προσωπικές, μικρές ιστορίες είναι αυτές που μας δείχνουν πόσο σύνθετα είναι τα πράγματα. Όπως έχει πει ο Bruce Clark, ένας από τους βασικούς ομιλητές στην ταινία μας και συγγραφέας του υπέροχου βιβλίου Δυο φορές ξένος, «το διαβατήριο που κρατάμε συχνά δεν λέει πολλά για την προσωπική μας ιστορία, που μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκη». Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μιλήσουν για τις ιστορίες τους πραγματικά, όπως τις έζησαν. Και πάλι ο Caglar Keyder λέει στην ταινία μας πως για πολλές δεκαετίες στην τουρκική επίσημη Ιστορία ήταν σαν να μην υπήρχαν επί αιώνες Έλληνες και Αρμένιοι στη Μικρά Ασία και αυτό δημιουργούσε ένα τραύμα στους κατοίκους της Τουρκίας που είχαν συνυπάρξει παλιότερα με Έλληνες και Αρμένιους και σε πολλές περιπτώσεις ζούσαν μέσα στα σπίτια που έχτισαν και άφησαν πίσω τους οι Έλληνες. Επρόκειτο για τραύμα που γινόταν αντιληπτό σαν ψέμα. Εμείς πήραμε συνέντευξη από μουσουλμάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς που με μεγάλη ειλικρίνεια μίλησαν και για τη δική τους ιστορία αλλά και για τους Έλληνες που εκδιώχθηκαν. Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια και αν κανείς πλησιάσει τον κόσμο που έζησε τον Διωγμό και την Ανταλλαγή και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, θα μείνει κατάπληκτος διαπιστώνοντας πως όλοι θέλουν να μιλήσουν με μεγάλη ειλικρίνεια για το τι συνέβη. Από τις μικρές αυτές καθημερινές ιστορίες βγαίνουν οι μεγάλες αλήθειες της Ιστορίας.

    — Υπάρχει κάποια εικόνα που να σας ακολουθεί και να έχει σχέση με την απέναντι πλευρά του Αιγαίου;

    Βράδυ, στο Τσεσμέ, στον κεντρικό δρόμο, στο ρολογάδικο του Husnu Karaman, μια ανοιξιάτικη νύχτα του 2010. Ενώ μιλάμε για την προεργασία του ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και λέμε ότι τα γυρίσματα θα γίνουν μετά από έναν χρόνο στη Χάλκη, ο Husnu μας μιλάει για το Ηράκλειο της Κρήτης, τη χαμένη του πατρίδα, και ξαφνικά τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μια βδομάδα αργότερα, στη Βόρεια Ελλάδα, συναντώ την Καλλιόπη Γεωργιάδη με καταγωγή από την Καππαδοκία, που μόλις μας μιλάει για το Eski Memleket, την παλιά χαμένη πατρίδα της, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Πραγματικά, δεν υπάρχουν προνόμια στον πόνο της προσφυγιάς. Είναι ίδιος σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι μικρές διηγήσεις, οι μικρές ιστορίες είναι αυτές που δείχνουν τις αντιφάσεις και τις αλήθειες, αλήθειες περίπλοκες της Ιστορίας.

    Πρόσφυγες από τη Σαμψούντα ταξιδεύουν προς την Πάτρα. Ευγενική παραχώρηση της Near East Relief για το ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Ιnfo: Η Μαρία Ηλιού και οι συνεργάτες της παρουσιάζουν το νέο τους ντοκιμαντέρ και τη φωτογραφική έκθεση με τίτλο Αγαπημένη θεία Λένα, Η ζωή και το έργο της Αντιγόνης Μεταξά, στο Μουσείο Μπενάκη. Πρεμιέρα: 16 Ιανουαρίου, 20:00, στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, στην Πειραιώς. Εγκαίνια έκθεσης και προβολών του ντοκιμαντέρ για το κοινό από τις 19 Ιανουαρίου, 20:00. Έως τα μέσα Μαρτίου 2017, καθημερινά στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη 1. Έχει αρχίσει η προπώληση των εισιτηρίων στα εκδοτήρια του Μουσείου Μπενάκη, στον οδό Κουμπάρη 1, σε ώρες λειτουργίας του μουσείου. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ Πηγή: http://www.lifo.gr

    https://www.lifo.gr/articles/cinema_articles/125201/i-maria-ilioy-dimioyrgos-simantikon-ntokimanter-gia-tin-kosmopolitiki-smyrni-mila-sti-lifo-gia-tin-atheati-pleyra-tis-istorias

  116. «Μετά το 1922- Η Παράταση του Διχασμού» πως τον Απρίλιο του 1924, αμέσως μετά την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, εκμεταλλευόμενος την διακοπή των εργασιών της Συνέλευσης, έσπευσε να εκδώσει το περιβόητο «Κατοχυρωτικό» διάταγμα (Ν.Δ. «Περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος»). Με το διάταγμα αυτό, επιδιώχθηκε η πλήρης φίμωση της αντιβενιζελικής αντιπολίτευσης και μια ποικιλία από απόψεις τιμωρούνταν με εξοντωτικές ποινές που επέβαλε ειδικό Στρατοδικείο.

    Έτσι, στην Α’ Ελληνική Δημοκρατία απαγορεύονταν, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε θετική αναφορά σε ζωντανό ή νεκρό μέλος της πρώην βασιλικής δυναστείας, οποιαδήποτε αρνητική αναφορά σε θανατικές καταδίκες που επέβαλε η βενιζελική δικτατορία του 1917-1920, η πολιτική εκμετάλλευση της θρησκείας και -προσέξτε!- η περιφρονητική διάκριση των κατοίκων με κριτήριο την καταγωγή, την θρησκεία ή τη γλώσσα.

    Αυτό το τελευταίο δεν αφορούσε τόσο τους Εβραίους, τους μουσουλμάνους ή τους σλαβόφωνους που κατοικούσαν στην Ελλάδα αλλά τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν έντονη εχθρότητα από τους γηγενείς. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. β. του Κατοχυρωτικού τιμωρείται όποιος :
    «Διακρίνει κατά σύστημα διά του τύπου προς πολιτικούς σκοπούς περιφρονητικώς τους κατοίκους της Χώρας εις αυτόχθονας και επήλυδας, εις ομόθρησκους και αλλόθρησκους, εις ομόγλωσσους και ετερόγλωσσους και τα παρόμοια ή αποδίδει εις αυτούς ιδιότητας ή συνήθειας περιφρονητικάς»

    (Μαυρογορδάτος, 1922)

  117. «ΑΦΙΞΙΣ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΠΡΟΣΦΫΓΩΝ – Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ»

    Η χθεσινή ημέρα ήτο ημέρα τραγικών συγκινήσεων διά την πόλιν μας. Εις τον λιμένα μας έφθασαν τα πρώτα κύματα της Μικρασιατικής συμφοράς. Και οι συμπολίται μας που από τις εφημερίδες και τις αφηγήσεις εγνώριζον έως τώρα το μέγεθος της επελθούσης καταστροφής, εκλήθησαν να ιδούν με τα μάτια τους και την απερίγραπτον τραγικότητά της.

    Από το μεσονύκτιον ήδη κατέπλευσεν εις τον λιμένα μας το υπερωκεάνειο «Μεγάλης Ελλάς» με το θλιβερό φορτίο των 3000 προσφύγων. Κατά τας πρωινάς ώρας κατέπλευσεν ο «Μιλτιάδης» και κατόπιν η «Βιθυνία» αμφότερα με χιλιάδες, και τέλος περί το απόγευμα ο «Μαίνανδρος» με 2800 άλλους πρόσφυγας …

    Από τας πρωινάς ώρας, ήρχισεν η αποβίβασις των προσφύγων δια λέμβων , δια φορτηγίδων και μικρού ατμοπλοίου. Οι αποβιβαζόμενοι, άλλοι έκλαιον, άλλοι εσταυροκοποιούντο, άλλοι φιλούσαν το χώμα που τους εδέχετο και εις άλλων το πρόσωπον ερώδιζεν ένα αίσθημα ανακουφίσεως ότι ετερματίσθη η φρικώδης κόλασις των απεριγράπτων μαρτυρίων του τελευταίου μηνός.

    Με την τραγικότητα των αγρίων ημερών που επέρασαν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους, κουρέλια ανθρώπινα εντός ολίγου ήρχισαν να πυκνώνουν στο κεφαλόσκαλο, και το Ακταίο, ολοένα πληθυνόμενοι και απλωνόμενοι εις όλη σχεδόν την παραλία. Έπειτα οι κάθετοι δρόμοι τους εδέχοντο και όλα τα πεζοδρόμια των πρώτων παραλιακών τετραγώνων εδέχθησαν προχείρως προσφυγικάς εγκαταστάσεις. »

    Και όπως σε κάθε τραγική κατάσταση – αλλού έρχεται στην επιφάνεια η μεγαλοσύνη του ανθρώπου και αλλού ξεπροβάλλει το μαύρο πρόσωπο της εκμετάλλευσης. Έτσι στο ίδιο άρθρο η ΘΕΣΣΑΛΙΑ μας λέει για την «Σκόπελον, όπου οι κάτοικοι έδειξαν υπέροχον διαγωγήν ανοίξαντες τα στπίτια τους και προσφέραντες κάθε περίθαλψιν» σε 1500 πρόσφυγας. Και δυό αράδες πιο περα αναφέρει για τα «καθάρματα που εις όλην αυτήν την τραγωδίαν αντίκρυσαν ευκαιρίαν εκμεταλλεύσεως .. με την αλλαγήν των τουρκιών λιρών για 15, 12, 10 και 8 δραχμάς … ενώ η τιμή της ελευθέρας αγοράς ήταν υπέρ τας είκοσι… Αισχρότατη διαγωγήν έδειξαν και μερικοί μανάβηδες πωλούντες προς 4 δρχ τα σταφύλια… Ένας αμαξάς όστις μετέφερε ένα ασθενές παιδί πρόσφυγος εις το νοσοκομείο δεν ηρκέσθη να πάρη μία λίρα αλλά και του άρπαξε το μπόγο που είχε διασώση από τους τσέτας… Το φρικτό αυτό θέαμα εγέννησε την γενικήν αγανάκτησιν συνεπεία της αδρανείας των αρχών, αίτινες δεν έδειξαν την προνοητικότητα που εχρειάζετο…. Μόνο οι κ.κ. Χονδρόπουλος καπνέμπορος και Δημ. Στ. Παπαγεωργίου βιομήχανος έσπευσον να αγοράσουν εξ ιδίων των σεβαστή ποσότητα συμπυκνωμένου γάλακτος και άλλων τινών ειδών δια τα παιδιά των προσφύγων, τα οποία και διένεμαν».

    Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου στην ΘΕΣΣΑΛΙΑ το άρθρο «Το Μαύρο Κύμα» του Τάκη Οικονομάκη

  118. Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες
    Τάσος Κωστόπουλος

    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»

    Αριστείδης Στεργιάδης (ύπατος αρμοστής Σμύρνης), καλοκαίρι 1922

    Χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες συνωστίζονται στις μικρασιατικές ακτές, προσπαθώντας να περάσουν με κάθε μέσο στα νησιά για να γλιτώσουν από τη φωτιά και το μαχαίρι ενός αδυσώπητου πολέμου που μετέτρεψε την πατρίδα τους σε κόλαση.

    Παρά τα εύλογα ανθρωπιστικά ανακλαστικά, η προοπτική μονιμότερης εγκατάστασης των προσφύγων στη χώρα μας προκαλεί έντονη ανησυχία σε πολλούς γηγενείς, που φοβούνται πως οι επήλυδες Ασιάτες θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, θα αποσπάσουν για την επιβίωσή τους μερίδιο από τους αποψιλωμένους δημόσιους πόρους και, με τα αλλότρια ήθη και έθιμά τους, θα θέσουν σε δοκιμασία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του τόπου· μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι αποφαίνονται πως η χρεοκοπημένη Ελλάδα «δεν χωράει» άλλους ξενομερίτες.

    Κάποια στιγμή, οι πύλες της ελληνικής επικράτειας σφραγίζονται θεσμικά με μια έκτακτη, δρακόντεια νομοθεσία. Κατ’ ιδίαν, ένας υψηλόβαθμος κρατικός λειτουργός δεν θα διστάσει μάλιστα να αποφανθεί πως οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες θα ήταν καλύτερα να σφαγούν από τον εχθρό, παρά να θέσουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή της ελλαδικής κοινωνίας.

    Η παραπάνω περιγραφή δεν αφορά τους σημερινούς Σύρους ή Αφγανούς πρόσφυγες, αλλά τους Μικρασιάτες ομολόγους τους πριν από ένα σχεδόν αιώνα.

    Μπορεί η έλευση των τελευταίων να έχει εξωραϊστεί από την επίσημη και εθνικά ορθή ιστοριογραφία ως «υποδοχή» (ή και «παλιννόστηση») των κυνηγημένων ομογενών στη νέα τους πατρίδα, τον ματωμένο όμως εκείνο Αύγουστο του 1922 η στάση του ελληνικού κράτους θύμιζε περισσότερο την απροθυμία της σημερινής Ευρώπης να απορροφήσει τα κύματα των απελπισμένων που καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι εδώ από τα σφαγεία της Μέσης Ανατολής.

    Τις παραμονές μάλιστα της Καταστροφής, απαγορεύτηκε με νόμο η είσοδος Μικρασιατών προσφύγων στη χώρα· επίδειξη «ρεαλισμού» μοιραία για χιλιάδες ανθρώπους, τους οποίους το ίδιο ακριβώς κράτος θα καταχώριζε λίγο αργότερα υποκριτικά στις δέλτους των «εθνομαρτύρων».

    Η ποινικοποίηση της προσφυγιάς

    Το τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου που εισηγείται την απαγόρευση εισόδου των «ομογενών» Μικρασιατών στην Ελλάδα (24.8/6.9.1922)

    ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Ηταν 20 Ιουλίου 1922, όταν με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» – το πρώτο νομοθετικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος «λαθρομεταναστών» και προσφύγων στη χώρα.

    Το πρώτο άρθρο του νόμου, που υπογράφεται από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη Ρούφο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη, διακηρύσσει ότι στο εξής «απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών».

    ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΟ Π.Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
    Παρά τη γενική του διατύπωση, ο νόμος στόχευε στο κλείσιμο των συνόρων ειδικά για τους Ελληνες της Μικρασίας και του Πόντου – τη μόνη κατηγορία ανθρώπων που ήταν άλλωστε διατεθειμένη να «αποβιβαστεί ομαδόν» στο εμπόλεμο και καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.

    Το προηγούμενο δίμηνο, χιλιάδες Πόντιοι είχαν καταφτάσει «απρόσκλητοι» στον Πειραιά και κλειστεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, όπου πέθαιναν σαν τις μύγες από τον συνωστισμό και τις αρρώστιες· η τελευταία παρτίδα, 4.500 άτομα, είχε έρθει από το Νοβοροσίσκ μόλις πριν από μια βδομάδα (12/7/1922).

    Αντιμέτωπη με τον πανικό των ντόπιων για ενδεχόμενη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών, η κυβέρνηση είχε ήδη εξαγγείλει (9/6/1922) τη μετατροπή της Μακρονήσου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και «απολύμανσης» προσφύγων (βλ. «Ιός», 16/5/2015).

    Ο Ν. 2870 δεν ήταν παρά η λογική προέκταση αυτών των μέτρων, απέναντι στο προσφυγικό τσουνάμι που διαφαινόταν στον ορίζοντα.

    Η θέσπισή του δεν απείχε ούτε μήνα από την αναμενόμενη τελική επίθεση του Κεμάλ και την προβλεπόμενη κατάρρευση του μετώπου.

    Το άρθρο 2 προέβλεπε δρακόντειες ποινές για τους «δουλεμπόρους» της εποχής, που μετέφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τη Μικρασία:

    «1. Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβη, διευκολύνη ή δεχθή την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν τω άρθρω 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως έξ τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.

    2. Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος, η καταδικαστική απόφασις δύναται ν’ απαγγείλη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος».

    Οσο για το όργανο του «εγκλήματος», αυτό δεν κατασχόταν μεν (όπως συμβαίνει σήμερα), αχρηστευόταν όμως προσωρινά βάσει του άρθρου 3:

    «Το ενεργήσαν την παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον διά την πληρωμήν της κατά το προηγούμενον άρθρον ποινής, υποχρεουμένης της λιμενικής αρχής να μη επιτρέπη τον απόπλουν αυτού μέχρι της οριστικής και τελεσιδίκου εκδικάσεως της υποθέσεως».

    Ο Ν. 2870 αποτέλεσε καθοριστική τομή στην αντιμετώπιση των Μικρασιατών από το ελληνικό κράτος.

    Μέχρι τότε, μια εγκύκλιος του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα (22/4/1921) απαγόρευε την αποδημία από την ελληνική ζώνη κατοχής, για στρατολογικούς καθαρά λόγους, μόνο στους άρρενες «Οθωμανούς υπηκόους Ελληνες το γένος» ηλικίας 18-37 ετών.

    «Η Υπηρεσία Εκδόσεως διαβατηρίων της Υπάτης Αρμοστείας» Σμύρνης, διαβάζουμε εκεί, «εκανόνισε την λειτουργίαν αυτής, ώστε να μη εκδίδη διαβατήριον άνευ σημειώματος της Αστυν. Αρχής και θεωρήσεως της Στρατιωτικής Υπηρεσίας ότι επιτρέπεται η αναχώρησις» του ενδιαφερόμενου· επιπλέον, «οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, κατά την αναχώρησιν των πολιτών θα ζητώσι την θεώρησιν της Στρατ. Αρχής επί της αδείας αναχωρήσεως».

    Εξίσου ρητά όμως η ίδια εγκύκλιος ξεκαθάριζε ότι παρόμοια «θεώρηση» (βίζα) δεν απαιτείται «εφ’ όσον προφανώς πρόκειται περί μη στρατευσίμων (π,.χ. αναπήρων, ηλικιωμένων κ.λπ.)» (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, φ. 80, έγγρ. 12-14).

    Αντίθετα, με τον νόμο που ψηφίστηκε τις παραμονές της Καταστροφής, οι πύλες της Ελλάδας έκλειναν για κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.

    Η σκλήρυνση αυτή υπαγορεύτηκε, ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης του μετώπου, από «εθνικούς», κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους.

    Οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες ήταν χρήσιμοι ως εθνολογικό προγεφύρωμα του ελληνικού κράτους στις αλύτρωτες πατρίδες, ανεπιθύμητοι όμως ως συμπολίτες, καθώς το κοινωνικοπολιτικό προφίλ τους απέκλινε από τα κυρίαρχα στερεότυπα της μητέρας πατρίδας.

    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται λ.χ. να δήλωσε ο ίδιος ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, λίγο πριν από την Καταστροφή (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Αθήνα 1997, σ. 31), ενώ ακόμη σαφέστερος ήταν ο πρίγκιπας Ανδρέας, σε προσωπική επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη 19/12/1921):

    «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Ελληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού!»

    Βίζες ζωής και θανάτου

    Βίζες με το σταγονόμετρο, για να μη δημιουργηθεί «προσφυγικό ζήτημα»…

    Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (2000)
    Η εθνικόφρων ιστοριογραφία περί Μικρασιατικής Καταστροφής αποφεύγει συνήθως κάθε αναφορά στον Ν. 2870.

    Για την πρακτική εφαρμογή του υπάρχουν όμως πρωτογενή τεκμήρια και άκρως διαφωτιστικές μαρτυρίες.

    Στα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του Βασίλη Κουλιγκά παρατίθεται π.χ. φωτοτυπία μιας τέτοιας οικογενειακής άδειας που εκδόθηκε και θεωρήθηκε από το Φρουραρχείο Κίου, στην Προποντίδα, κατά το τελευταίο διήμερο της εκεί παρουσίας των ελληνικών αρχών (25-26.8.1922).

    Το (τυποποιημένο) έγγραφο πιστοποιεί πως «επιτρέπεται η αναχώρησις των κάτωθι» προσώπων, φωτογραφία των οποίων επισυνάπτεται, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα πως «ο κάτοχος του παρόντος οφείλει να παρουσιασθή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών εις τας Στρατιωτικάς αρχάς του τόπου αφίξεώς του» – εν προκειμένω, της Κωνσταντινούπολης («Κίος 1912-1922. Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ. 13-14).

    Συγκλονιστική είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα, που συνοδεύει το ντοκουμέντο.

    Πληροφορούμενοι από τις τουρκικές εφημερίδες την προέλαση του κεμαλικού στρατού, γράφει, κάποιοι συγγενείς τους στην Πόλη:

    «Εναύλωσαν ένα μικρό βαποράκι (ρεμουλκό) με αγγλική σημαία, το οποίο στείλανε να μας παραλάβει.

    Το πλοίο έφτασε την 25η Αυγούστου αλλά για να μας επιτραπεί η αναχώρηση έπρεπε να βγάλουμε “Αδεια Αναχωρήσεως” από το Ελληνικό Φρουραρχείο, την οποία και βγάλαμε. Θα φεύγαμε τέσσερα άτομα από την οικογένειά μας. Η μητέρα μου, τα δυο αδέλφια μου κι εγώ. Ο πατέρας μου θα έμενε εκεί και θα ανέμενε να του στείλουμε μεγάλο μεταφορικό μέσο από την Πόλη στο οποίο θα φόρτωνε τα υπάρχοντά μας (είδη του σπιτιού και του μαγαζιού).

    Την άλλη μέρα, 26 Αυγούστου 1922, ύστερα από θεώρηση της Αδείας από το Λιμεναρχείο και αφού το πλοίο παρέλαβε και μερικές άλλες συγγενικές οικογένειες, σήκωσε άγκυρα με κατεύθυνση πρώτα το εκεί κοντά ελληνικό χωριό Λιγουμούς (Ελιγμοί), όπου μας ανέμενε μια ακόμη οικογένεια (οικογένεια Αλκινιάδη-Λουκά Ψαλτίδη) για να επιβιβαστεί κι αυτό με ίδιο προορισμό, την Κωνσταντινούπολη.

    Ομως ποια έκπληξη μας περίμενε! Η οικογένεια εκείνη δεν εφρόντισε να βγάλει Αδεια Αναχωρήσεως. Δεν φανταζότανε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειαζότανε άδεια για να γλυτώσει από τη σφαγή. Ετσι, όταν πλησιάσαμε στην αποβάθρα όπου μας ανέμενε με τις αποσκευές της, για να την παραλάβουμε, τα Λιμενικά όργανα δεν επέτρεψαν την αναχώρηση χωρίς άδεια.

    Η άδεια έπρεπε να βγει από το Φρουραρχείο της Κίου διότι φρουραρχείο δεν υπήρχε στο χωριό. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να πάνε στην Κίο, χρειαζότανε μια μέρα.

    Αρχίσανε τα παρακάλια. Παρακαλούσαν τη Λιμενική φρουρά, που αποτελείτο από πεζοναύτες, να τους επιτρέψει να φύγουν. Αυτοί, όμως, ανένδοτοι. “Εμείς είμαστε απλά όργανα και εκτελούμε διαταγές”, λέγανε. “Δεν επιτρέπεται η αναχώρηση χωρίς άδεια”. Φυσικά, τα κατώτερα εκείνα όργανα εκτελούσαν διαταγές της προϊσταμένης τους Αρχής και προϊσταμένη Αρχή ήταν το Φρουραρχείο της Κίου, που εκτελούσε διαταγές της Κυβέρνησης. Ετσι, το πλοίο έφυγε αφήνοντας την οικογένεια εκείνη στην παραλία της Μικράς Ασίας, για να υποστεί τις θηριωδίες των Τούρκων»

    (όπ. π., σ. 211-212).

    Ζήτημα «κοινωνικής θέσεως»

    Οντας εκτός ελληνικής επικράτειας, η Κωνσταντινούπολη δεν παρουσίαζε ως προορισμός ιδιαίτερες δυσκολίες για την έκδοση «αδείας αναχωρήσεως».
    Αυτό όμως δεν συνέβαινε και με την ίδια την Ελλάδα, τον φυσικό δηλαδή προορισμό του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατών που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου. Εδώ η χορήγηση βίζας γινόταν με το σταγονόμετρο και με βάση ανομολόγητα αλλά πασιφανή κοινωνικά κριτήρια.

    «Λόγω της κοινωνικής μας θέσεως, είχαμε γνωριμίες στη Διοίκηση. Ημουνα πρόεδρος της Αδελφότητος Κυριών. Κατάφερα και έβγαλα διαβατήριο», εξηγεί χαρακτηριστικά μια Μικρασιάτισσα από το Αδραμύττι στους ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών («Εξοδος», τ. Α΄, Αθήνα 1980, σ. 229).

    Αναλυτικότερος είναι στα δικά του «Ενθυμήματα» ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης (τ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 205-207). Στις 18 Αυγούστου 1922, διαβάζουμε, ένας οικογενειακός φίλος (ο αρχηγός πυροβολικού της ελληνικής στρατιάς, συνταγματάρχης Αθανασιάδης) ενημέρωσε εμπιστευτικά τον ίδιο και την αδερφή του πως «όλα χάθηκαν», συμβουλεύοντάς τους «να φύγουν το συντομότερο».

    Η περιγραφή της διαδικασίας που ακολούθησε αποτυπώνει ευκρινώς τόσο τους μηχανισμούς της απαγόρευσης όσο και τα κριτήρια που πρυτάνευαν για την επιλεκτική παράκαμψή της:

    «Λέει στην αδερφή μου πως θα στείλει την άλλη μέρα ένα λοχαγό για να τη βοηθήσει να πάρει χαρτί από σχετικό γραφείο της Στρατιάς, το χαρτί που θα είχε ισχύ διαβατηρίου, για να της επιτραπεί να φύγει. “Αν πάτε μόνη σας δε θα τα καταφέρετε”, προσθέτει. […]

    Στις 20 Αυγούστου, μαζί με το λοχαγό που έστειλε ο συνταγματάρχης Αθανασιάδης, πάμε να πάρουμε την άδεια. Φτάνουμε σ’ ένα στενό σοκάκι αδιαπέραστο από τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν’ αποκτήσει το θαυματουργό χαρτί.

    Κατορθώνουμε με τη βοήθεια του λοχαγού και με μεγάλη δυσκολία να μπούμε στο γραφείο.

    Ενα μικρό δωμάτιο με δυο-τρία τραπέζια, άλλους τόσους φαντάρους κι έναν ανθυπολοχαγό, που σ’ όσους είχαν κατορθώσει να φτάσουν ώς αυτόν έβαζε διάφορες ερωτήσεις για ποιο λόγο ήθελαν να φύγουν.

    Βέβαια, με τη μεσολάβηση του λοχαγού, αμέσως δόθηκε η άδεια στην αδερφή μου.

    ην άλλη μέρα της πήρα εισιτήριο για τον Πειραιά σε ακτοπλοϊκό της τακτικής γραμμής. Θα έφευγε στις 23 Αυγούστου τη 1 το μεσημέρι.

    Φτάνουμε στο λιμεναρχείο -στο κουμέρκι, καθώς το λέγαμε- κατά τις 11. Πάμε να μπούμε μα ένας υποκελευστής μας σταματά. Του δείχνω την άδεια.

    Τη βλέπει και μας λέει: “Πρέπει να τη θεωρήσει αυτοπρόσωπα στο λιμενικό γραφείο”.

    Κοιτώ, ήταν μια μπαράγκα όπου στριμώχνονταν φωνάζοντας πάνω από διακόσιοι άνθρωποι.

    Του λέω, ούτε σε δέκα ώρες δε θα είταν κατορθωτό να το επιτύχει και του διευκρινίζω πως πρόκειται για τη γυναίκα ανωτέρου αξιωματικού που, καθώς έβλεπε, κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. “Ο,τι και να κρατάει κι όποια νάναι, εγώ αυτή τη διαταγή έχω”.

    Επιμένω. Αρνιέται. Τότε, νέος καθώς είμουνα και με την πεποίθηση πως μονάχα αν έφευγε εκείνη την ώρα θα έσωνε η αδερφή μου τη ζωή της, βγάζω το πιστόλι μου από την πίσω τσέπη του παντελονιού -φορούσα πολιτικά- και του λέω:

    ● Κάνε πέρα για να περάσει! Είμαι κι εγώ υπαξιωματικός του στρατού.

    Ξαφνιάζεται και μου φωνάζει:

    ▸ Τρελλός είσαι;

    ● Σε ρωτώ, θα την αφήσεις ναι ή όχι να περάσει;

    Διστάζει. Με κοιτάζει. Στο τέλος απαντά:

    ▸ Αν είναι να σκοτωθούμε, ας περάσει.

    Πέρασε, μπήκε σε μια βάρκα κι ανέβηκε στο βαπόρι».

    Αποτροπές και απαγορεύσεις
    Εκτός από τον γραφειοκρατικό φραγμό διαβατηρίων, θεωρήσεων κ.λπ., η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα εμποδίστηκε, κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες και ώρες της Καταστροφής, με μια σειρά ακόμη διοικητικά μέτρα: συνειδητή και διατεταγμένη αποσιώπηση της κατάρρευσης του μετώπου από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, ακόμη και παρεμπόδιση των κατοίκων της ενδοχώρας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για τα παράλια.

    «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των. […] Ανακοινώσατε περιεχόμενον παρούσης Υποδιοικούντα Ναζλή, όπως και ούτος καθησυχάσει κατοίκους περιφερείας του», διαβάζουμε σε διαταγή του γ.γ. της Αρμοστείας, Πέτρου Γουναράκη, προς τον υποδιοικητή Αϊδινίου (7/8/1922, αρ. 2578, Αρχείο Αρμοστείας, φ. 70, εγγρ. 114).

    «Πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους περιφερείας σας εμποδίζοντες αναχώρησιν τούτων», διατάσσει ο ίδιος τον αντιπρόσωπο Μουδανιών-Κίου στις 20 Αυγούστου, ενώ η ελληνική διοίκηση συσκευάζει πια τα αρχεία της για τη μεγάλη φυγή (Μιχαήλ Ροδάς, «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία», Αθήναι 1950, σ. 336).

    «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη [υπό] πανικού [και] ζητεί [να] αναχωρήση [εις] Σμύρνην. Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν», ενημερώνει στις 18 Αυγούστου τα κεντρικά ο υποδιοικητής Οδεμησίου, Καζαντζόγλου (φ. 70, εγγρ. 150).

    Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Για την πρακτική εφαρμογή αυτής της παρεμπόδισης, εξαιρετικά εύγλωττες είναι κάποιες μαρτυρίες από τη συλλογή του ΚΜΣ:

    ◈ «Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει» (σ. 27, Μαρία Χάππα απ’ το Τζιμόβασι).

    ◈ «Επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: “Τι είδατε και ξεσηκώνετε έτσι τον κόσμο;” Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: “Πέσε στο γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή”» (σ. 58, Αναστάσης Χαρανής από το Γκερένκιοϊ).

    Η τηλεγραφική ανάκληση της διαταγής, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ήρθε υπερβολικά αργά για πολύ κόσμο.

    Ακόμη σοβαρότερες συνέπειες είχε η απαγόρευση του απόπλου από τα λιμάνια των ελληνικών νησιών, για να μην παραλάβουν πρόσφυγες.

    «Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες», παραδέχεται ο επικεφαλής της λογοκρισίας στη Σμύρνη, «διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως» (Ροδάς, 1950, σ. 366).

    «Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι [του Αϊβαλί] να ’ρθουν πλοία από την Ελλάδα», διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα από το Τσουρούκι.

    Ηρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν· ήταν μόνο για το στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ηταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Στη Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί» («Εξοδος», σ. 249).

    Για το σκεπτικό αυτής της απαγόρευσης, αποκαλυπτικό είναι ένα επείγον τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου, Σταυρίδη, προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8 με το παλιό ημερολόγιο), τρεις μέρες δηλαδή προτού τα κεμαλικά στρατεύματα καταλάβουν τη Σμύρνη:

    «Από Κυριακής ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης, ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον. Εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών» (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Π.Γ. Πρωθυπουργού, φ. 705).

    Από τους πρόσφυγες που επέζησαν και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την εσωτερική λειτουργία της κρατικής ιεραρχίας, η ευθύνη για όλα αυτά θα αποδοθεί κυρίως στον (έτσι κι αλλιώς αντιδημοφιλή) ύπατο αρμοστή Στεργιάδη:

    «Στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Ακτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού να ’ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. Εγώ και άλλες δεκαεννέα οικογένειες, που είχαμε διαβατήριο, φύγαμε με το ατμόπλοιο “Καλλίπολις”. […]

    Στη Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο “Μεγάλη Ελλάς”. Παρακαλούσαμε τις εκεί αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Ακτσαϊ και στη Σκάλα του Κεμεριού. Ακαρπες οι προσπάθειές μας» («Εξοδος», σ. 229-230, μαρτυρία Αννας Παρή από το Αδραμύττι).

    Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Ν. 2870, κάποιοι Ελληνες καπετάνιοι θα προτιμήσουν έτσι να επιδοθούν, στις τραγικές εκείνες στιγμές, όχι στη διάσωση ανθρώπων αλλά σε ποινικά λιγότερο επιλήψιμες δραστηριότητες:

    «Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε» (όπ. π., σ. 71, μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζιλάρι της Ερυθραίας).

    Εκκένωση δύο ταχυτήτων

    Πρόσφυγες στο Θησείο (1922). Η προστασία του «παραδοσιακού πολιτισμού» της Ελλάδας από τα «ανατολίτικα έθιμα» υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα του αντιπροσφυγικού ρατσισμού

    National Geographic, «1922 O μεγάλος ξερηζωμός» (2007)
    Κάποια στελέχη της ελληνικής διοίκησης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να διασκεδάσουν εκ των υστέρων τις εντυπώσεις από τη στάση αυτή του εθνικού κέντρου.

    «Ας μη λέγωμεν ότι “δεν μας είπαν” και “δεν μας άφησαν” να φύγωμεν από την Σμύρνην», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ένας υπάλληλος της Αρμοστείας, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε την 50ή επέτειο της Καταστροφής.

    «Δεν υπήρχον πλοία διά να φύγωμεν, διότι όλο το κακό έγινε μέσα σε δέκα μέρες. Αλλά και αν ακόμη υπήρχον τα μέσα φυγής, θα εφεύγαμεν; Ή θα υπακούαμεν εις τα κελεύσματα του Μητροπολίτου και τας συστάσεις των Δημογερόντων και των προεστών, που όλοι έλεγον ότι ήτο ανεπίτρεπτος η φυγή και ότι το καθήκον μας επέβαλλεν να μείνωμεν;» (Μιχάλης Νοταράς, «Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν», Αθήναι 1972, σ. 66).

    Πρόκειται, φυσικά, για προφάσεις εν αμαρτίαις. Για τον ίδιο τον συγγραφέα και τους ομοίους του πλοία «υπήρξαν», άλλωστε, «για να φύγουν», όπως πιστοποιεί η λεπτομερής εξιστόρηση της συντεταγμένης αποχώρησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού από έναν συνάδελφό του.

    Πρόσφυγες στη Χίο- 1922

    Μ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ «Η Σμύρνη» (1979)
    Η εκκένωση της Μικρασίας από τις ελληνικές αρχές διατάχθηκε μυστικά από την Αθήνα στις 18/8/1922, πέντε μέρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης.

    Την επομένη, ο ύπατος αρμοστής διέταξε τους αντιπροσώπους του στα μεγάλα αστικά κέντρα «να συσκευασθώσιν τα αρχεία» των υπηρεσιών τους κι οι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι για αναχώρηση «εις πρώτην διαταγήν», τονίζοντας πως η διαταγή αυτή έπρεπε να κρατηθεί «απολύτως μυστική από [τον] πληθυσμόν».

    Οι κατώτεροι υπάλληλοι της διοίκησης έφυγαν από τη Σμύρνη με τα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» στις 24/8, οι δε τραυματίες των στρατιωτικών νοσοκομείων με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» στις 25/8· το ίδιο βράδυ, ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του μετακόμισαν στον στόλο και την επομένη ακολούθησαν οι ανώτεροι υπάλληλοι (με το «Νάξος») κι ο ίδιος ο Στεργιάδης (με αγγλικό σκάφος).

    Την τελευταία στιγμή, «μετά πολλούς κόπους και παρακλήσεις», στα καράβια που είχε επιτάξει ο στρατός έγιναν επίσης δεκτοί οι διευθυντές και συντάκτες των τοπικών ελληνικών εφημερίδων.

    Οι πρώτοι Τούρκοι αντάρτες μπήκαν στην πόλη το επόμενο πρωί (Ροδάς 1950, σ. 343-353).

    Υπήρξαν περιπτώσεις που η διάκριση αυτή υπήρξε ακόμη πιο προκλητική.

    Ο φρούραρχος Σμύρνης μετέφερε λ.χ. με την ησυχία του τα έπιπλά του σε επιταγμένο βαποράκι, ενώ υφιστάμενοί του εμπόδιζαν με εφ’ όπλου λόγχη τους πολίτες να επιβιβαστούν (Σπύρος Βλάχος, «Απομνημονεύματα», τ. Α΄, Αθήνα 1975, σ. 247-248).

    Τόσο η φυγή όσο και η παραμονή επικαθορίστηκαν, άλλωστε, συχνά από καθαρά κοινωνικές παραμέτρους.

    «Εκείνοι που είχαν χρήματα ή δικά τους πλεούμενα φεύγαν», θυμάται χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας από το Αϊβαλί. «Την άλλη μέρα φύγαν όσοι στρατιωτικοί είχαν μείνει και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλιστα μας μίλησε ο λιμενάρχης και μας συμβούλεψε να μείνουμε στον τόπο μας και να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τους Τούρκους. Αρκετοί θέλαν να μείνουν, για να μη χάσουν τις περιουσίες τους. Σχημάτισαν τότε και πολιτοφυλακή για να τηρήσει την τάξη και να εμποδίσει όσους θέλαν να φύγουν. Μερικοί κατάφεραν και φύγαν κρυφά» («Εξοδος», σ. 94).

    Θαλασσοπνιγμένα «σκυλιά»
    Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, ΕΛΛΑΔΑ 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2000)
    Το ανθρώπινο δράμα των προσφύγων μπορεί να γεννά αυθόρμητα αισθήματα συμπόνιας, κάποιες ωστόσο ρατσιστικές φωνές δεν διστάζουν να το αναγορεύσουν ακόμη και «τεκμήριο» της κοινωνικής «επικινδυνότητάς» τους.

    Οι πρόσφυγες του ’22 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα, όπως διαπιστώνουμε από το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, που κυκλοφόρησε το 1935:

    «Για όσους δεν είδαν τον ελληνικό κατακλυσμό του 1922, κάθε περιγραφή είναι περιττή. […] Ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια.

    Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.

    Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός.

    Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

    Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

    Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω».

    https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/66128_anepithymitoi-prosfyges

  119. ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
    ———————————

    «….Ολίγους μήνας προ της καταστροφής του 1922 προαισθανόμενος ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και βλέποντας εις τας Γαλλικάς και Ελβετικάς εφημερίδας να αναγράφωνται τα χάλια του εν Μικρά Ασία Ελληνικού Στρατού, έγραψα εις τον αδελφόν μου Σωκράτην εις Αδραμύττιον ή να σηκωθή να έλθη οικογενειακώς εις Γαλλίαν όπου ήμουν εγκατεστημένος από πολλών ετών, ή να φύγει από το Αδραμύττι και να πάη στην Ελλάδα, έως ότου διορθωθή η κατάστασις.

    Ιδού τι μου απήντησε: Στη Γαλλία δεν μπορώ να έρθω λόγω της προχωρημένης ηλικίας μου (ήτο κατά 18 χρόνια μεγαλύτερός μου), όσον αφορά το δεύτερον (να πάω στην Ελλάδα), θα προτιμήσω να με σφάξουν οι Τσέττες παρά να ξαναπάω πρόσφυγας στην Ελλάδα, με όλους τους γνωστούς εξευτελισμούς.

    Έμεινε, και πράγματι εσφάγη. Την ίδιαν τύχην είχαν και οι άλλοι».

    https://mikrasiatis.gr/%CE%BF-%CE%B1%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82/

  120. Πού κρύβονταν οι Πόντιοι μισόν αιώνα;
    Ένα αφηγηματικό κείμενο του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου από το εξαντλημένο βιβλίο του

    ασσόδυο -18 Μαΐου 2019

    ΜΙΑ ΝΥΧΤΑσε μια ντισκοτέκ της Αθηναϊκής παραλίας όταν το κέφι έφτασε στο φόρτε του, ή μάλλον όταν οι νεαροί θαμώνες πέρασαν χορεύοντας σε μια κατάσταση παραισθησιακή, βάλανε ξαφνικά… ποντιακή κασέττα! Κι όπως βρέθηκα αυτόπτης μάρτυρας αυτής της κοσμογονικής σκηνής, όπου πάνω από είκοσι μαλλιάδες με τις νεαρές τους ντάμες ξεμεσιάζονταν σαν παλαβοί πάνω στην πίστα εκφράζοντας το δαιμονιακό ποντιακό ρυθμό με τις πιο απίθανες χειρονομίες και μιμήσεις… τσακίστηκα κυριολεκτικά να βάλω «τον δάκτυλόν μου εις τους τύπους των ήλων». Άρχισα την ανάκριση χωρίς περιστροφές. Ρώτησα αν ο… ντισκ τζόκεϋ ήταν Πόντιος και μαθαίνοντας ότι δεν ήταν, ρώτησα αν η ποντιακή κασέττα ήταν παραγγελιά και ποιανού.

    – Όχι, αρέσει σ` όλους! παρατήρησε ο μπάρμαν που είχε γένια και μαλλιά κι αυτός κι ήταν… βαθύς γνώστης της «ντίσκο» και της «ροκ» μουσικής.

    Τέλος, μπρος στην επιμονή μου να μάθω αν υπήρχαν Πόντιοι ανάμεσα στους θαμώνες, ήρθε ο ιδιοκτήτης και διευκρίνισε πως «μάλλον όχι» και πως «και να υπήρχαν μερικοί, αυτό δεν είχε σίγουρα καμία σημασία!».

    Το ποια σημασία είχε μια ποντιακή κασέττα στο φόρτε της παραισθησιακής διαδικασίας του χορού της ντισκοτέκ, αυτό μου το μαρτύρησαν οι ίδιοι οι νεαροί… «ροκάδες», όταν τους ρώτησα γιατί τους άρεσαν οι ποντιακοί ρυθμοί. Μου απάντησαν:

    – Γιατί είναι πολύ μοντέρνοι…

    Μετά απ` αυτό, αντί να πάω να πέσω στα φαληρικά νερά συμπαρασύροντας στο φούντο όλους τους κοινωνιολόγους και τους μελετητές και γνώστες της ελληνικής κοινωνίας, αποφάσισα να γράψω ετούτο το βιβλίο! Και να συρράψω στις σελίδες του όσα βρήκα ανάλογα με το παραπάνω, ανέκδοτα και περιστατικά που ξεφυτρώνουν κάπου ανάμεσα στην ανακάλυψη και στην αποκάλυψη, ανάμεσα στο ανήκουστο και στο πασίγνωστο, ανάμεσα στα παραμύθια του παλιού καιρού που αποχτάνε ξαφνικά τη διάσταση μιας προφητείας για το άμεσο μέλλον, κάπου ανάμεσα στο ανέλπιστο και στο αναπάντεχο, που όμως ήταν φυσική συνέπεια μιας τεράστιας ήρεμης κι αδιόρατης φουσκονεριάς.

    Οι λέξεις «Πόντος» και «Πόντιοι» δε σήμαιναν και δεν έλεγαν τίποτε στους κατοίκους της Ελλάδας, ακόμα πριν από εκατό χρόνια.

    Κανείς δεν ήξερε και δε νοιαζόταν για το ότι η Μαύρη Θάλασσα βρισκόταν στα χέρια κάποιων χριστιανών θαλασσινών που δεν ήταν τελείως αλλόγλωσσοι και που έχοντας για βάση τα βορειοανατολικά παράλια της Μικρασίας είχαν εποικίσει όλες τις χώρες γύρω απ` τον Εύξεινο Πόντο. Κι όμως αυτό ήτανε πασίγνωστο πριν απ` την επανάσταση του 1821 αφού κι ο Ρήγας ο Βελεστινλής τους ανάφερε στο Θούριό του με χαρακτηρισμούς που δείχνουνε το πόσο η φήμη τους ήταν απλωμένη:

    «Λεβέντες ξακουσμένοι, ανίκητοι Λαζοί
    χυθείτε στο μπογάζι κι εσείς με μας μαζί!»

    Αλλά μετά το 21, από τότε που έγινε κράτος ανεξάρτητο, η Ελλάδα κλείστηκε για πολλές δεκαετίες στον εαυτό της και μόνο προς τα τέλη του αιώνα ξανάρχισε ν` ανακαλύπτει τις δυνατές προεκτάσεις της και να καλλιεργεί τις δυνατές επιρροές της πέρα απ` τα στενά της σύνορα. Κι όμως από τα μέσα του 19ου αιώνα Πόντιοι και ντόπιοι λόγιοι προσπάθησαν να πληροφορήσουν το ελληνικό κοινό για τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του Πόντου. Μα οι εκδόσεις κι οι πραγματείες τους φτάνανε στα χέρια ενός κοινού πολύ περιορισμένου. Ο πρώτος που έδωσε κάποιες πληροφορίες για τον Πόντο στο πλατύτερο κοινό της Ελλάδας ήταν ο… Ανδρέας Καρκαβίτσας.

    Στα 1895 ο θεμελιωτής αυτός της λογοτεχνίας μας στη δημοτική στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Εστία από ταξίδια που έκανε στη Μαύρη Θάλασσα σα ναυτικός γιατρός, και γράφει για τα λιμάνια του Πόντου, τους κατοίκους τους, την ιστορία τους.

    (….)

    Μετά τον Καρκαβίτσα, δύο Μωραΐτες δημοσιογράφοι και πολιτευτές σκαρφίστηκαν να πάνε να περιηγηθούν τον Πόντο στην αρχή του αιώνα μας. Κι ο ένας απ` αυτούς, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, στο βιβλίο του «Περιήγησις εις τον Πόντον», που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1903, επικαλείται τρία κίνητρα που τον έσπρωξαν να πάει να τριγυρίσει σ` αυτή την άγνωστη χώρα: «Την εκδρομήν εκείνην επεχείρουν τότε δι` εμαυτόν μόνον, ελαυνόμενος προς αυτήν το μεν εκ της θερμής επιθυμίας να γνωρίσω εκ του εγγύς τους εν τω Πόντω κατοικούντας ομαίμονας και ομοδόξους και τα κατ` αυτούς, το δ` εξ ακαθέκτου ευλαβούς προθέσεως να επισκεφθώ τας περιωνύμους Ιεράς Μονάς του Πόντου, τέλος δ` εκ της ζωηράς περιεργίας να διερευνήσω κατά χώραν τα της πορείας των καταβαινόντων Μυρίων υπό την αξιοθαύμαστον ηγεσίαν του περιδόξου στρατηγού αυτών Ξενοφώντος…»

    Η αρχαιολατρεία κι η αρχαιομανία, η ρατσιστική κι η σωβινιστική αντιμετώπιση της Ιστορίας, είχε ριζώσει στην Ελλάδα υπό την επιρροή των Γερμανών φιλοσόφων. Δεν είχε φτάσει όμως ακόμα στον παροξυσμό που την οδήγησε η γενιά των διανοουμένων του Μεσοπολέμου. Γι` αυτό μαζί με τους «ομαίμονες» που `χαν το ίδιο αίμα με τους κατοίκους της Ελλάδας τον ενδιαφέρανε κι οι «ομόδοξοι» κι οι Ιερές Μονές του Πόντου. Είναι ολοφάνερο όμως πως τα δύο πρώτα κίνητρα που επικαλείται προέρχονται απ` τη δεοντολογία του μορφωμένου Έλληνα της εποχής, του πατριώτη και του ατόμου που ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας. Ενώ το άλλο, το τελευταίο κίνητρο που επικαλείται, είναι δικό του. Αυτό τον ένοιαζε πιο πολύ και τον έσπρωχνε καθώς λέει: «ως ισχυρόν ελατήριον και κέντρον. Πόθεν είδον οι Μύριοι το υγρόν στοιχείον μετά πολύμηνον στέρησιν της παρηγόρου θέας αυτού και δακρύοντες και περιβαλλόμενοι αλλήλους ανεφώνουν: Θάλασσα! Θάλασσα!»

    Με λίγα λόγια εκείνο που μετρούσε πιο πολύ απ` ολόκληρη την τρισχιλιόχρονη ένδοξη ιστορία του ποντο-καυκασιανού πολιτισμού δεν ήταν ούτε ο μύθος της Κολχίδας με το χρυσόμαλλο δέρας που ξεκίνησαν να κλέψουν οι ημίθεοι της Ελλάδας, ούτε ο Προμηθέας που χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά, ούτε οι Αμαζόνες που ήρθαν μέχρι την Αθήνα και τα βάλανε με το Θησέα, ούτε οι ξακουστές στο πανελλήνιο αποικίες που έστειλαν στην κλασική Ελλάδα τόσους ονομαστούς άντρες κι ανάμεσά τους και το Διογένη το Σκυλόσοφο. Ούτε ο Μιθριδάτης, ο μεγάλος βασιλιάς του Πόντου, που ήρθε μέχρι την Αθήνα πολεμώντας για να λευτερώσει την Ελλάδα απ` τους Ρωμαίους. Ούτε ο Διγενής Ακρίτας που τα αρχαιότερα τραγούδια της παλληκαριάς του είναι ποντιακά. Και βέβαια ούτε οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας. Εκείνο που κινούσε την περιέργεια ενός Μωραΐτη μορφωμένου από κεινούς που οδηγούσανε τις τύχες της Ελλάδας και του ελληνικού έθνους στην αρχή του αιώνα μας ήταν η εικόνα εκείνων των 10.000 μισθοφόρων που είχαν πάει ως την Περσία για να… «κονομίσουνε» και που ένας αληταράς διανοούμενος, μαθητής του Σωκράτη, τους οδήγησε να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους ρημάζοντας τον τόπο από το πλιάτσικο στο πέρασμά τους. Η εικόνα των Μυρίων που αντίκρυσαν απ` την κορφή του ποντιακού βουνού τη θάλασσα και μπήξαν τις φωνές απ` τη χαρά τους, αυτή γοήτευε το Μωραΐτη βουλευτή. Και τον γοήτευε τόσο, γιατί την εποχή εκείνη… γεννιόταν το μεγάλο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, δίνοντας στο ελληνικό ναυτικό, και στην Ελλάδα γενικότερα, διεξόδους σοβαρότερες απ` όσες είχε μέχρι τότε, δεμένη καθώς ήταν από την αρχή στην αγγλική αποικιοκρατία. Όλ` αυτά την ώρα που οι Ελλαδίτες βρίσκονταν ακόμα, στην πλειοψηφία τους, στην κατάσταση του ορεσίβιου που έβλεπε τη θάλασσα και θαύμαζε γιατί είχε τόσα πολλά νερά… Ενώ η εικόνα αυτή, η ανεκδοτική αυτή αναφορά στην κλασική αρχαιότητα, διαδραματιζόταν σε μία χώρα που οι κάτοικοί της – οι Ποντο-λαζοί – στάθηκαν οι πιο επιδέξιοι θαλασσινοί και ναυπηγοί όλης της Ανατολής και κυριαρχήσανε στα τελευταία πεντακόσια χρόνια στη Μαύρη Θάλασσα και σ` όλη τη Μεσόγειο.

    Και το Πανελλήνιο θυμήθηκε το πως υπήρχαν Πόντιοι μετά το 1950, όταν αρχίσανε σιγά – σιγά ν` ακούγονται στο ράδιο τα ακαταλαβίστικα τραγούδια τους. Τότε σιγά – σιγά διάφοροι γύρω μας άρχισαν να μαρτυράνε ότι είναι … Πόντιοι. Ο Ψαθάς άρχισε να το γράφει και να το υπογράφει φαρδιά πλατιά. Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα βάλθηκαν να τραγουδάνε ποντιακούς σκοπούς στα μπουζούκια, στις Τζιτζιφιές. Ο Ξανθόπουλος, το… «παιδί του λαού», άρχισε να το φωνάζει σ` όλες τις ταράτσες των συνοικιακών κινηματογράφων. Ήρθε κι η τηλεόραση και μας έδειξε τους πολεμικούς χορούς τους, την… καουμπόικη παραδοσιακή ενδυμασία τους. Ώσπου αποδείχτηκε πως οι Πόντιοι ήτανε πολλοί και δεν το ξέραμε.

    Τέλος πάντων, μετά τη μνημειώδη περιγραφή της «Περιήγησης εις τον Πόντον» και πριν υπάρξει στην Ελλάδα πλατύτερη πληροφόρηση για τον Πόντο, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι κι ήρθε σε συνέχεια ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σ` όλο αυτό το διάστημα οι Ελλαδίτες κάτι άκουγαν πού και πού για τους Πόντιους αντάρτες που πολέμαγαν μες στα βουνά ενάντια σε άνισες δυνάμεις οθωμανικές, κάτι λίγα για την Ποντιακή Δημοκρατία που κηρύχτηκε στην Τραπεζούντα και για τη διάλυσή της όταν με την Επανάσταση του 1917 τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν στον Καύκασο. Κάτι… ψιλά για τους Πόντιους διανοούμενους που ήρθαν εθελοντές να πολεμήσουν στον ελληνικό στρατό κι εκείνους που προσπάθησαν να σπρώξουν την Ελλάδα να υποστηρίξει τα δίκαια των χριστιανών του Πόντου και του Καυκάσου, να πάρει τις ευθύνες της απέναντι στο πολυεθνικό οθωμανικό κράτος που μεταβαλλόταν, από μια τραγική γι` αυτό εξωτερική επιρροή και προπαγάντα αγγλοσαξωνικής κατασκευής, σε εθνικό κράτος, την… Τουρκία.

    Ύστερα ήρθανε, αναπάντεχα κι απανωτά, η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Ανταλλαγή των Πληθυσμών κι η έλευση των Ποντίων στην Ελλάδα. Και οι … 800.000 Πόντιοι που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ, σα να άνοιξε η γη και να τους κατάπιε. Για τρεις σχεδόν δεκαετίες δεν ξανάγινε λόγος γι` αυτούς. Εξαφανίστηκαν στα γκέτο της υπαίθρου της Βόρειας Ελλάδας και των πανάθλιων ντενεκέ – μαχαλάδων και πλινθόκτιστων συνοικισμών των μεγάλων μας πόλεων. Κάποιες δηλώσεις και αντεγκλήσεις για την εγκατάστασή τους που `γιναν ρουτίνα, κάποιες προεκλογικές υποσχέσεις που `γιναν ανώδυνη μαστίχα των λαοπλάνων πολιτικών μας, κάποιες διεκδικήσεις στου κουφού την πόρτα, κάποιες αγωνιστικές διεκδικήσεις και κινήματα που αποσιωπήθηκαν ή παραλλάχτηκαν με επιμελές καμουφλάζ. Ποτέ κανένας δεν τους είδε στο προσκήνιο.

    Και το Πανελλήνιο θυμήθηκε το πως υπήρχαν Πόντιοι μετά το 1950, όταν αρχίσανε σιγά – σιγά ν` ακούγονται στο ράδιο τα ακαταλαβίστικα τραγούδια τους. Τότε σιγά – σιγά διάφοροι γύρω μας άρχισαν να μαρτυράνε ότι είναι … Πόντιοι. Ο Ψαθάς άρχισε να το γράφει και να το υπογράφει φαρδιά πλατιά. Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα βάλθηκαν να τραγουδάνε ποντιακούς σκοπούς στα μπουζούκια, στις Τζιτζιφιές. Ο Ξανθόπουλος, το… «παιδί του λαού», άρχισε να το φωνάζει σ` όλες τις ταράτσες των συνοικιακών κινηματογράφων. Ήρθε κι η τηλεόραση και μας έδειξε τους πολεμικούς χορούς τους, την… καουμπόικη παραδοσιακή ενδυμασία τους. Ώσπου αποδείχτηκε πως οι Πόντιοι ήτανε πολλοί και δεν το ξέραμε. Ανακαλύφτηκε πως η Μακεδονία ήταν ποντιακή επαρχία και πως ένας στους πέντε Έλληνες είναι Πόντιος. Πως το Ποντιακό στοιχείο είναι το πολυπληθέστερο και συμπαγέστερο μέλος της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο κορμός και η σπονδυλική της στήλη!

    Τότε οι υπόλοιποι Έλληνες σα να φοβήθηκαν. Και γύρισαν να ξορκίσουν αυτούς τους αγνώστους που ήτανε τόσο πολλοί και τόσο διαφορετικοί και δεν το μαρτυράγανε. Και βγάλανε τα ανέκδοτα για τους Ποντίους, διακωμωδώντας τους, καταλογίζοντάς τους κάποιον πρωτογονισμό, κάποια έλλειψη προσαρμοστικότητας στον πολιτισμό, κάποια χοντροκεφαλιά…

    Ξέρετε βέβαια γιατί οι Πόντιοι αγοράζουν δύο ηλεκτρικά πλυντήρια. Για να βάζουν απάνω τη σκάφη και να πλένουν!
    Ξέρετε σίγουρα γιατί ένας Πόντιος στέκεται και περιμένει στη γωνία του δρόμου μ` ένα μαχαίρι ακονισμένο στο χέρι. Για να κόψει κίνηση!
    Ξέρετε δίχως άλλο γιατί οι Πόντιοι καρφώνουν το ηλεκτρόφωνο στο πάτωμα. Για να το κάνουν … «στέρεο»!

    Και οι Πόντιοι αντιδρούν στον ίδιο τόνο:
    Ξέρετε γιατί εμείς οι Πόντιοι περπατάμε μ` ανοιχτά τα σκέλια; Γιατί μας… τα `χετε πρήξει με τ` ανέκδοτά σας!

    Βέβαια μετά την παραπάνω αποστροφή ο Πόντιος της παρέας συνεχίζει κι ο ίδιος να λέει ανέκδοτα για τους Πόντιους, καλλιεργώντας έτσι μια πρωτοφανή αυτοσάτιρα, που δείχνει – τι άλλο – το ότι είναι σίγουρος για τις παραδοσιακές του αξίες και τον εαυτό του σα φορέα τους, τόσο που να μην τον αγγίζουνε τα βέλη της διακωμώδησης.

    Λοιπόν ο διάλογος είναι ανοιχτός, η διαδικασία της διαλεχτικής για τα καλά στημένη ανάμεσα στους Ποντίους σαν ιδιαίτερο σώμα της κοινωνίας μας και στ` άλλα μέλη της. Κι οι Πόντιοι είναι ικανοί να τα βγάλουν πέρα σε κάθε άμιλλα και ανταγωνισμό, να προχωρήσουνε σε κάθε σύνθεση. Γιατί η πολύχρονη εσωστρέφεια και σιωπή τους προφύλαξε από τη φθορά. Ανεβαίνουν στο προσκήνιο της ελληνικής πολυφωνίας άθικτοι και ανέπαφοι. Είναι άγνωστοι και γι` αυτό πρωτότυποι, γι` αυτό καινούργιοι και γι` αυτό – όπως θα` λεγαν οι νεαροί ροκάδες – πολύ… «μοντέρνοι»!

    Το κείμενο αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του εξαντλημένου βιβλίου του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου «Είμαστε Πόντιοι» (εκδ. Καραμπερόπουλος, 1984)

  121. Ανδρέας on

    ΙΣΤΟΡΙΑ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
    Ντοκουμέντα του επαναστατικού κινήματος

    Αρχική σελίδα

    14.3.20
    Ένας ρατσιστικός λόγος για τις Γυναίκες της Προσφυγιάς
    «Γυναίκες της Αθήνας» – «Γυναίκες της Ανατολής»

    Η εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο πυροδότησε τα ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών για τους «πρόσφιγγες», τους «τουρκόσπορους», τους «γιαουρτοβαφτισμένους», «σκατοογλούδες», για τις «σμυρνιές» και «παστρικές».

    Δεν ήταν μόνο τα οικονομικά και τα πολιτικά αίτια αλλά και το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε τις δύο πλευρές και εμπόδιζε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Για τους γηγενείς, ήταν ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και έθιμά τους, η χρήση της τουρκικής γλώσσας και τα «κακόηχα» επίθετά τους, τα περίεργα ντυσίματά τους, η «εξωτική» κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή στα γλέντια και την «καλοπέραση»…

    Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της κοινωνίας. Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα ως κοπέλα με χαλαρές ηθικές αρχές, που επιστράτευε την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να συνάψει σχέσεις με γηγενείς νέους, να τους παρασύρει και να τους «τυλίξει», ώστε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.
    Το έγραψε αργότερα κι ο Μυτιληνιός συγγραφέας Ασημάκης Πανσέληνος: «Όταν στα 1922 η κουτάλα της Ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους πια τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή “μας παίρνουν τους άντρες μας”, σα να είταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίρει άντρες, μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».

    Δεν ήταν αβάσιμοι οι φόβοι των γηγενών: Οι πρόσφυγες, σαν συνήλθαν κάπως από τον εφιάλτη, προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με την τραγική μοίρα τους και να υπερβούν τα αδιέξοδά τους.

    Η ζωή αρχίζει να ανθίζει στους προσφυγικούς οικισμούς και διεκδικεί πάλι το μερίδιό της στη χαρά, στον έρωτα, στο τραγούδι και στο γλέντι, μέσα από τους γνώριμους κώδικες επικοινωνίας που θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες.

    «Οι άνθρωποι αυτοί, -θυμάται αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης-, ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει…».
    Έφεραν επίσης ένα νέο τρόπο γλεντιού: Οι γηγενείς διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά και δημοτικά, «ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν, αρχίσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά».

    Αναπτύσσεται έτσι στις προσφυγικές γειτονιές ένας τρόπος ζωής και διασκέδασης πρωτόγνωρος και ελκυστικός για τους νέους που ζητούσαν να αποδράσουν από τη στεγνή καθημερινότητά τους.
    Η Αρμένισσα Αντζέλ Κουρτιάν επισκέπτεται τον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς και μας δίνει μια περιγραφή που σφύζει από ζωή:
    «Όταν φτάσαμε, μείναμε έκπληκτοι. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν έμοιαζε ούτε στην Αθήνα ούτε στον Πειραιά. Λες και ήταν πανηγύρι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα κόσμο. Ορχήστρες ανατολίτικες. Κορίτσια τραγουδούσαν στη σειρά καθισμένες με τους οργανοπαίκτες. Τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο γεμάτα τραπεζάκια. Τα ούζα, τα τας κεμπάπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσκοβολούσαν.

    Σωστό νυφοπάζαρο. Ήταν διάχυτη παντού η ατμόσφαιρα της Σμύρνης. […] Κοιτάζω γύρω μου. Πραγματικά, πολύ όμορφα κορίτσια κάνουν βόλτες. Παρέες – παρέες, πιασμένες αγκαζέ ή χέρι – χέρι. Πειράζουν και πειράζονται, γελαστές και καμωματούδες. […] Από κάθε σπίτι ακούγονται χαρούμενες φωνές και γέλια. Άντρες και γυναίκες κάθονται στις πόρτες τρώγοντας πασατέμπο, φωνογράφοι τραγουδούν διάφορα μικρασιάτικα τραγούδια…».

    Όλο αυτό το «εξωτικό» σκηνικό λειτουργεί σαν μαγνήτης: «Όλοι οι νέοι της Αθήνας και του Πειραιά έρχονται για να διασκεδάσουν. Έχουν ξετρελαθεί με τα κορίτσια, τις προσφυγοπούλες. Τις βρίσκουν πιο όμορφες και πιο εξελιγμένες. Στην αρχή ήρθαν για διασκέδαση και να βρουν καμιά καμωματού. Όμως γρήγορα τους τυλίγει κάποια και παντρεύονται. Οι ντόπιοι έχουν κατατρομάξει για τα παιδιά τους. Τα χάνουν από το δικό τους περιβάλλον. Κάθε γονιός φοβάται μην τυχόν πάρει ο γιος του καμία προσφυγοπούλα χωρίς προίκα».

    Οι ανάγκες της επιβίωσης και ο «αποδεκατισμός» του ανδρικού πληθυσμού (στους μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας στις ηλικίες άνω των 16 ετών το 62% ήταν γυναίκες και μόνο το 38% ήταν άνδρες) ανάγκασαν τις γυναίκες να βγουν μαζικά στο χώρο της εργασίας (στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα σπίτια, στους δρόμους) και να επιβάλουν την παρουσία τους στις κοινωνικές δραστηριότητες.
    Αυτή η πρωτοφανής δημόσια έκθεση της γυναίκας θεωρήθηκε επίσης απειλή για την κρατούσα ηθική τάξη.

    Τα στερεότυπα δεν περιορίζονται στις φτωχές κοπελίτσες των προσφυγικών συνοικισμών. Δημοσιεύματα της εποχής εμφανίζουν και τις εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής να προκαλούν με την παρουσία τους, τον «ηδονισμό», την «ανηθικότητα», τη «χυδαιότητά» τους.

    Μια από τις πιο χαρακτηριστικές καταγραφές αυτής της ρατσιστικής οπτικής είναι το προκλητικό άρθρο «Οι γυναίκες της Αθήνας» του Κώστα Ουράνη (εφημ. «Ελεύθερος Λόγος», 10 Ιουλίου 1923). Ο γνωστός ποιητής αντιπαραβάλλει τις «Ατθίδες» με τις γυναίκες της Ανατολής που κατέκλυσαν και μόλεψαν την πρωτεύουσα:

    Στην αρχή κάνει λόγο για τον τύπο της νεαρής Αθηναίας «ο οποίος είχε την ευγένεια, λιγυρότητα και γραμμές αναγλύφων του Κεραμεικού ή μικρών αγαλμάτων της Τανάγρας. Ήταν ο ίδιος τύπος της δέσποινας που είχε διατηρηθεί και κατά τους αιώνες της δουλείας ακόμη μέσα σε λίγα αρχοντικά ελληνικά σπίτια και που έδωσε μερικά εξαίσια άνθη στην αυλή του Όθωνος. […]
    Είχαν στην εμφάνισή τους κάτι το πολύ αρμονικό και αρχοντικό. Θύμιζαν τις αρχαίες παρθένες που σμίλεψε ο Φειδίας ν’ ανεβαίνουν με άνθη και καρπούς στον Παρθενώνα κατά την πομπή των Παναθηναίων».

    Οι γυναίκες αυτές, συνεχίζει, είναι είδος προς εξαφάνιση, αφού η πόλη της Αθήνας κατακλύζεται πλέον από τις «άλλες»:

    «Οι άλλες έχουν τον καθαρό τύπο της Ανατολής από την οποία προέρχονται. Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες, με πρόσωπα στρογγυλά και μάτια στρογγυλά επίσης και κατάμαυρα, βυθισμένα σε ίσκιους, γεμάτα ηδονισμό. […] Είναι οι τύποι των ωραίων γυναικών – για τα κοινά τα γούστα.

    Οι γυναίκες αυτές ή είναι ανούσια αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες, […] έχουν κάτι το κοινό και το χυδαίο. […]
    Δεν έχουν απάνω τους καμιά αρχοντιά, καμιά ένστικτη λεπτότητα. Δεν είναι «κυρίες». Είναι θηλυκά.
    Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες. Από δε την Ευρώπη έχουν πάρει την ελευθερία των ηθών – και ίσως τίποτα άλλο. […]
    Δεν έχουν την ένστικτη αποστροφή των ευγενικών γυναικών προς το χυδαίο και το ταπεινό […] αγαπούν την κουρκουσαριά, τις φράσεις με τις διπλές έννοιες, τ’ αλατισμένα αστεία.

    Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει τα μεσοφόρια, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα, έχοντας κάτι το άφθονο όπως οι γυναίκες του Ρούμπενς, με μεγάλα μαύρα ματόκλαδα, κάτω από τα οποία γλαρώνει ο ηδονισμός, προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους. […]

    Αυτές είναι οι γυναίκες που φαίνονται παντού στη σημερινή Αθήνα […] αυτή που δίνει τον τόνο, που εμφανίζεται ως τύπος, είναι η γυναίκα της Ανατολής. Ο άλλος, ο τύπος της νέας Αθηναίας, ο οποίος είχε αρχίσει να διαπλάσσεται από το κλίμα της Αττικής, χάθηκε μέσα σ’ αυτή την πλημμύρα των γυναικών της Ιωνίας και του Βοσπόρου.

    Κάπου – κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο, ωραίες σιλουέτες που κινούν το θαυμασμό: είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες. Οι γυναίκες της Ανατολής κατέχουν σήμερα το πεζοδρόμιο και επιβάλλονται στο γούστο των κοινών με τα ζωηρά τους χρώματα, το αφρώδες δέρμα τους, τις προκλητικές καμπύλες, τα ηδυπαθή μάτια και το κάτι εκείνο το πολύ μελωμένο που αποστάζουν και που φέρνει ένα πλατάγισμα γλώσσης σ’ εκείνους που τις κοιτάζουν – όπως φέρνει το γλύκισμα που ορέγεται κανείς να φάει ή που μόλις το έφαγε…»!

    Ο Ουράνης δεν αποτελούσε εξαίρεση· επένδυσε απλώς με συγγραφική μαεστρία την αντιπροσφυγική αντίληψη μιας σεβαστής μερίδας της γηγενούς κοινωνίας, αντίληψη που εξέφρασε στα 1928, με ακόμη πιο προκλητικό τρόπο, ο εκδότης της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος, στο γνωστό αντιπροσφυγικό άρθρο του: «Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”.
    Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη μόνο των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων».

    Σίγουρα θα υπήρξαν πολλές οργισμένες αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά των προσφύγων.
    Τέσσερις μέρες μετά, στις 14 Ιουλίου 1923, η εφημερίδα φιλοξένησε απάντηση του αναγνώστη Κ.Αθ., που από την επιστολή του φαίνεται πως ήταν γηγενής Αθηναίος, άνθρωπος με μόρφωση και ευαισθησία και πήρε μέρος ως στρατιώτης στη μικρασιατική εκστρατεία. Τις εντυπώσεις του Ουράνη για τις γυναίκες της Ανατολής τις θεωρεί αποτέλεσμα της δυτικολαγνείας, της προκατάληψης και της άγνοιάς του για εκείνο το κομμάτι του ελληνισμού.

    Νωπές είναι οι δικές του μνήμες από την Ελλάδα της Ανατολής: «Διπλός καημός να θυμάται κανείς τώρα εκείνην την αντικρινή, την πεθαμένη πια, Ελλάδα της Ανατολής», μιαν Ελλάδα «ζωντανεμένη, ολόστητη, ορθόστητη, λάγνα, γλυκιά, με φλογισμένη την ψυχή από τον πόθο της χαράς, με λιγωμένα μάτια από τη λαχτάρα του λυτρωμού, με ανοιχτή αγκαλιά…».
    Η θύμησή του τρέχει και στην Ελληνίδα της Ανατολής, που «επρόβαλε στο παραθύρι, έκοψε τα λουλούδια από τη γλάστρα της να μας ράνει, έστρωσε τα στολίδια της στο δρόμο να περάσουμε, άφησε τα δάκρυά της να κυλίσουνε πονετικά και άπλωσε τα μπράτσα της τα γραμμένα να μας χαϊδέψει τα κουρασμένα κεφάλια… Εμείς τις είδαμε τις γυναίκες της Ανατολής, εκείνες τις αλησμόνητες ημέρες της σβησμένης μας χαράς.

    Έτσι θα τις εγνώριζε ο Ουράνης τις γυναίκες της Ανατολής, αν δεν εταξίδευε διαρκώς προς δυσμάς. […] Και όταν, ξένος, αντίκρισε τις γυναίκες της Ανατολής πλαισιωμένες στο αττικόν περιβάλλον, τις έκρινε με την ψυχρή, την εύκολη, την άδικη παρατήρηση του ξένου, του περαστικού, με την απροσεξία του ανθρώπου που δεν αγαπά εκείνο που δεν το γνωρίζει, απλούστατα διότι δεν το εγνώρισε.
    Όλα τα μάτια δεν βλέπουν πάντα τα ίδια πράγματα. Χρειάζεται η προοπτική του χρόνου και των γεγονότων. Τις γυναίκες της Ανατολής εμείς, καθώς τις συναντούμε τώρα στο δρόμο μας, τις βλέπουμε στο βάθος μιας σκηνής γεμάτης από καπνούς μαύρους και αίματα ζεστά, χυμένα, με λυμένα τα μαλλιά να μοιρολογούν και να οδύρονται κι ανάμεσα στους λυγμούς τους να ψιθυρίζουν χορικά της πιο φρικτής τραγωδίας.

    Είναι οι γυναίκες που επόνεσαν πολύ. Κι όσο για την ταγιά τους, για τη σιλουέτα τους, για τη γραμμή τους, κοιτάζουμε λιγάκι πιο βαθιά, μεσ’ στην ψυχή, και το ’χουμε κρυφό καμάρι πως θα γενούν μανάδες μια φορά και πως το αίμα τους θα είναι και δικό μας αίμα […]».

    Πηγή: Του Κυριάκου Λυκουρίνου, από το άρθρο του «Για την Ημέρα της Γυναίκας – Γυναίκες της Ανατολής», στην εφημ. «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, φ. 9, Μάιος 2012, σελ. 16-17.

  122. Ανδρέας on

    «…δεν υπάρχει πλέον τώρα διάκρισις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, το έργον αυτό είναι πανελλήνιον και διότι από ετών εκκλησιασθήκαμεν εις τας αυτάς Εκκλησίας, εβαπτίσαμε τα τέκνα ημών εν τας αυτάς κολυμβήθρας, ενεταφιάσαμε τους νεκρούς μας εις τα αυτά νεκροταφεία, επολεμήσαμεν ο εις εις το πλευρόν του άλλου και εδοξάσαμε την Ελλάδα…»

    Χαράλαμπος Κιαγχίδης, Ροδοχώρι, 1969
    Κολυμβήθρα από το χωριό Λειβάδια, Γαλίαινα Τραπεζούντας.

  123. Ανδρέας on

    «Πρόσφυγες! Προσέξατε να μη εξευτελίσητε τας ομολογίας της αποζημιώσεώς σας. […] Αι ομολογίαι της αποζημιώσεώς σας είναι η ιερά αξία των περιουσιών που αφήσατε στον τόπον σας. Πρέπει να τις κρατήσετε όσον ημπορείτε, και όσον τις κρατάτε τόσον αυξάνει η αξία των. […]» [Εθνική Τράπεζα, 1926]

    Οι πρόσφυγες περίμεναν σαν σανίδα σωτηρίας τις αποζημιώσεις για να καλύψουν τις τεράστιες βιοτικές τους ανάγκες. Επόμενο ήταν λοιπόν να προχωρήσουν σε μαζική ρευστοποίηση των Ομολογιών και να πέσουν θύματα των επιτήδειων, που εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη τους έσπευδαν να τις αγοράζουν σε πολύ κατώτερη τιμή.

    Θυμάται η Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα Παπάζογλου: «Αμ την αποζημίωση; Εκεί να δεις απάτη. Αποζημίωση μας δώκανε, αυτά τα λίγα που μας δώκανε, και τα πήραμε ένα χιλιάρικο την ομολογία και ήτανε απ’ έξω οι αγοραστές, οι ίδιοι δηλαδή, και μας τσι παίρνανε ένα πεντακοσάρικο τη μια. Από έξω μέχρι μέσα χάναμε τα μισά… Κι ο κόσμος είχε ανάγκη και τσι χάλαγε αμέσως. Τι να κάνει;».

    Η ραγδαία πτώση της αξίας των Ομολογιών θορύβησε τους προσφυγικούς φορείς, οι οποίοι ζητούσαν συνεχώς από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την προστασία τους. Στα τέλη του 1926, όταν οι ομολογίες είχαν χάσει το 40% της αξίας τους (μέσα σε μόλις δύο μήνες· στην Καβάλα λ.χ. η καταβολή των αποζημιώσεων άρχισε στις 3 Νοεμβρίου), ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου τόνιζε στους εκπροσώπους των προσφυγικών οργανώσεων ότι ο μόνος πρακτικός τρόπος προστασίας είναι «να μην εκποιούν τας ομολογίας των, διότι ούτω συντελούν εις την πτώσιν αυτών» και εξέφραζε το φόβο για την περαιτέρω μείωσή τους. […]

    Από Κ. Λυκουρινο

  124. Ανδρέας on

    Οι προσφυγες στην πατρίδα του μεγάλου Νίκου Καββαδία, το Φισκάρδο της Κεφαλονιάς:

    Από την έξορία [που τους είχαν στείλει οι Τούρκοι] ήρθαμε [με τη Συμφωνία της Ανταλλαγής] στην Ελλάδα. Δεν ξαναγυρίσαμε στο χωριό μας. Τα σπίτια μας δεν τα ξαναείδαμε. Από τη Μαλάτεια και το Ελ Αζίζ κατεβήκαμε στο Χαλέπι και μέσον Τριπόλεως με το “Καλυψώ Βεργωτή” ήρθαμε στην Κεφαλονιά.

    – «Την 1η Ιανουαρίου του 1923 βρισκόμαστε στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Από το Χαλέπι ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 1922. Στο Φισκάρδο παραμείναμε μέχρι το Μάιο του 1924. Εκεί ήμασταν περίπου τρεις χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου. Επίσης και στο Αργοστόλι υπήρχαν και στη Σάμη της Κεφαλονιάς.

    Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρον φιλελευθέρων πολιτών, μας υποδέχτηκε, μαζί με τα χωριά, και μας εφιλοξένησαν στα σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από εκεί για την Μακεδονία. Τουναντίον δε η Σάμη και δη στην Αγία Ευφημία (σ.σ.: Πύλαρος) ήσαν μισοπρόσφυγες (σ.σ.: αυτοί που μισούν τους πρόσφυγες, κατά το «μισέλληνες»).

    Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και, όταν αποβιβαστήκαμε στην Σάμη, άλλους ύβρισαν και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βερωτή που μας έφερε, τον ύβρισαν και αυτόν που μας έφερε».
    Μιας και μιλάμε για την Κεφαλονιά, να πούμε ότι χρειάστηκε να περάσουν 7 χρόνια για να δοθεί λύση στο πρόβλημα στέγασης των προσφύγων.

    Το 1929 απαλλοτριώθηκε μια έκταση στα νότια του Αργοστολιού (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το 3ο δημοτικό σχολείο), όπου οικοδομήθηκε ο αλήστου μνήμης «Προσφυγικός Συνοικισμός».

    Ουσιαστικά, επρόκειτο για ένα μονοκόμματο κτηριακό συγκρότημα, τελείως προχειροφτιαγμένο, με ελάχιστες και άθλιες υποδομές, το οποίο άνετα θα το χαρακτήριζε κανείς ως γκέτο. Εκεί στοιβάχτηκαν οι πρόσφυγες επί 24 χρόνια.

    «Ευτυχώς», ήρθε ο σεισμός του 1953 και ισοπέδωσε αυτό το γκέτο, συμβάλλοντας έτσι (έστω και de facto) στην ολοκληρωτική ένταξη των προσφύγων στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

    Πηγή: Μαρτυρία Σταύρου Λαζαρίδη, από το Βεζύρ Κιοπρού.

    .

  125. Ανδρέας on

    Η Βραδυνή για τους μικρασιάτες πρόσφυγες το 1923: Αφγανιστανούπολις Στο πρωτοσελιδό της η εφημερίδα Βραδυνή φιλοξενούσε άρθρο στις 3 Δεκέμβρη 1923, υπογεγραμμένο από συντάκτη με ψευδώνυμο… Πρωτέας, το οποίο ανέπτυσσε την άποψή του για τους μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί, πρόχειρα φυσικά αφού δεν υπήρχε άλλος προς το παρόν τρόπος, στην Αθήνα. Το άρθρο είχε τίτλο «Αφγανιστανούπολις», υποστηρίζοντας πως σε τέτοια είχαν μετατρέψει οι μικρασιάτες πρόσφυγες (που δεν θεωρούνταν από …

    Διαβάστε όλο το άρθρο: https://www.logiosermis.net/2015/08/1923.html?m=1#.YCqHllnQCDZ

  126. Ανδρέας on

    Ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου (Κωνσταντίνου Δημητριάδη) από την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η πιο βαθιά πληγή»:

    Nτίνος Χριστιανόπουλος- «Ανταλλάξιμοι», 1924

    «Στο βαπόρι με τους ανταλλάξιμους για τη Θεσσαλονίκη, οι Πόντιοι απ’ το πρωί το είχαν ρίξει στην καζάσκα. Η μάνα μου, που είχε ανεβεί από την Πόλη, τους έβλεπε και δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Εμείς τα χάσαμε όλα• πατρίδα, σπίτι, συγγενείς -αυτοί πού το βρίσκουν το κέφι;», ρώτησε έναν γέροντα από την Τραπεζούντα, που κάθονταν πλάι της. «Κόρη μου», της είπε εκείνος, «εσύ τι θα ‘κανες αν έχανες τον άντρα σου την ίδια μέρα που θα είχες γεννητούρια; Θα έκλαιγες ή θα χαιρόσουν; Κι εμείς τα χάσαμε όλα, μα βρήκαμε τη λευτεριά μας. Γι’ αυτό χαιρόμαστε».
    Η μάνα μου δεν απάντησε, μπερδεύτηκε. Μέσα της όμως σάλευε μια απορία: «Μήπως εκείνο που μετράει πιο πολύ δεν είναι το να βρεις τη λευτεριά σου, αλλά το να μη χάσεις το χώμα σου;».

  127. Ανδρέας on

    Από τον Πάρη Παπαγεωργίου:

    Οι περισσότεροι Έλληνες Ευαγγελικοί πρόσφυγες από τον Πόντο συγκεντρώθηκαν στην Κατερίνη. Προερχόμενοι από 10 Ευαγγελικές Εκκλησίες του Πόντου ίδρυσαν στην Κατερίνη όλοι μαζί μία νέα κοινότητα το 1923. Στις 9 Μαΐου 1926 έβαλαν τα θεμέλια του κτηρίου της Εκκλησίας τους. Ο προεστός Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος εκφώνησε τον ακόλουθο λόγο που δίνει το στίγμα της εποχής και των ανθρώπων αυτών. Παραθέτω το κείμενο στα ελληνικά και σε αγγλική μετάφραση:
    «Αποσπασθέντες από βωμών και εστιών της γενεθλίου χώρας, εξερρίφθημεν μακράν. Εφύγομεν από τα πάτρια εδάφη μας εν απογνώσει, εγκαταλίποντες παν ό,τι απ’ αιώνων είχομεν αποκτήσει, και εβαίνομεν απέλπιδες προς την εξορίαν, εις βέβαιον θάνατον. Πλην δόξα τω Αγίω Θεώ, ιδού ζώμεν.
    Η μήτηρ Ελλάς μας υπεδέχθη με ανοικτάς αγκάλας και οι αδελφοί Έλληνες μας επεριποιήθησαν με πάσαν θυσίαν.
    Ό,τι εγένετο και επετελέσθη εις την μικράν ταύτην γωνίαν της Υφηλίου, ό,τι κατώρθωσε το μικρόν τούτο κράτος, η Ελλάς, ό,τι επέδειξε και επετέλεσεν το έθνος ημών, εν τη υποδοχή, περιθάλψει και εγκαταστάσει τόσων εκατομμυρίων ομαιμόνων αδελφών, κινεί τον θαυμασμόν και την εκτίμησιν ολοκλήρου του πεπολιτισμένου κόσμου.
    Η Πατρίς μας, η φιλτάτη μήτηρ Ελλάς, απεδείχθη ανωτέρα εαυτής, γενομένη υπόδειγμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας, διότι ουχί μόνον ομαίμονας και ομοεθνείς αδελφούς εφιλοξένησε και υπεδέχθη αλλά και αλλογενείς, Αρμενίους, Κιρκασίους, Οθωμανούς, και λοιπούς ζητήσαντες παρ’ αυτή άσυλον και καταφύγιον εδέχθη και περιέθαλψε. Ήλθομεν εδώ πτωχοί, γυμνοί οι πλειότεροι, εστερημένοι πόρων ζωής και άνευ κεφαλαίων άπαντες. Εν τούτοις, χάριν εις την πατρικήν μέριμναν της Κυβερνήσεως και την πρόθυμον συνδρομήν της εποικιστικής υπηρεσίας Επιτροπής Αποκαταστάσεως, σχεδόν πάντες κατέστημεν αυτάρκεις και δυνάμεθα μετ’ ου πολύ να προσφέρωμεν υπηρεσίας ανθ’ ων ευηργετήθημεν».
    «Detached from altars and hearths of the country of birth, we were thrown away. We left our homeland in despair, abandoning everything we had acquired for centuries, and desperately going into exile, to certain death. Yet, glory be to the Holy God, we live!
    Mother Greece welcomed us with open arms and the Greek brothers treated us with every sacrifice.
    Everything that has been accomplished in this small corner of the World, everything that this small state of Greece has achieved, everything that our nation has shown and performed, in the reception, care and accommodation of so many millions of brothers of the same blood, causes the admiration and appreciation of the entire civilized world.
    Our country, our precious mother Greece, exceeded her own capacity, becoming a model of hospitality and charity, because she not only welcomed brothers of the same blood and of the same nation but she also received and treated people of other nations, Armenians, Circassians, Ottomans and Circassians who sought here asylum and refuge. We came here poor, most of us naked, deprived of resources and all of us without any capital. However, thanks to the paternal care of the Government and the assistance of the Committee for the Settlement of the Refugees, almost all of us have become self-sufficient and can even offer services in response to the assistance we have received».

  128. Agtzidis Vlassis on

    Ύβρεις και απόρριψη από τους γηγενείς. Μια εισήγηση στο συνέδριο του ΙΑΠΕ:

    https://www.skai.gr/news/greece/fyge-tha-se-faei-o-prosfygas-i-lektiki-via-sti-mikrasiatiki-katastrofi

  129. […] κείμενο που δημοσιεύουμε από το ιστολόγιο του είναι το πρώτο μέρος (“Η αντιμετώπιση των προσφύγων”) […]


Αφήστε απάντηση στον/στην -Ο άλλος Βενιζέλος « Πόντος και Αριστερά Ακύρωση απάντησης